Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

28.10.15

ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ ΣΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ 1940 Τότε που οι Έλληνες δεν έλεγαν ΝΑΙ σε όλα!!

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί συνφιλέλληνες!!!!!!!! σας καλημερίζω και εύχομαι σε όσους το αξίζουν Χρόνια Καλά, Καλή Μνήμη, και καλή επάνοδο στην Ελλάδα σε όσους το επιθυμούν και νοσταλγούν την πατρίδα. Ο νομπελίστας ποιητής μας ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ είχε πει το εξής:  ''Όπου κι αν πάω η Ελλάδα με πληγώνει''. Ας μου επιτρέψει ο αείμνηστος ποιητής να  πω πως η φράση του δεν ήταν σωστή, το σωστό θα ήταν να έλεγε πως  ''Όπου κι αν πάω οι  Έλληνες με πληγώνουν'' η Ελλάδα γιατί να σας πληγώνει αείμνηστε Γιώργο Σεφέρη; Εκτός και αν αυτό εννούσατε. Ψάχνοντας σήμερα στο διαδίκτυο βρήκα αυτή τη συγκλονιστική ιστορία, παρακαλώ κάντε τον κόπο και διαβάστε το πιο κάτω κείμενο. Υ.Γ. Στην κ. Διοικητού που αύριο 28/10/15 έχει τα γενέθλιά της της εύχομαι ολόψυχα καλή αποστρατεία. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος-Προμηθέας.

Ἕνα συγκινητικὸ ἡμερολόγιο ἀπὸ τὸ μέτωπο καὶ μιὰ φωτογραφία ποὺ ἀναζητεῖ τρία πρόσωπα

Πιστέψτε με. Δεν υπάρχουν πολλά πράγματα σχετικά με το Επος του '40 που μπορούν να με συγκινήσουν. Εχω διαβάσει αρκετά κι έχω ακούσει άλλα τόσα, όπως οι περισσότεροι εξ υμών άλλωστε, τα περισσότερα συγκινητικά. Εχω θαυμάσει τις αντοχές του ανθρώπου αλλά και τα ανδραγαθήματα των Ελλήνων, έχω συμπονέσει τους ηττημένους και σε μερικές περιπτώσεις τους νικητές.
Εχω αμφισβητήσει, όπως είναι του συρμού τελευταία, τη σκοπιμότητα του μεγάλου εκείνου πολέμου. Και έχω επιστρέψει με την ταπεινότητα του απλού αναγνώστη ξανά στις πρωτογενείς μαρτυρίες και στις λεπτομέρειες που συνθέτουν -ψηφίδες αυτές- έναν πίνακα με τόσα πρόσωπα όσα η ίδια η ιστορία βάφει με τα ανεξίτηλα χρώματα της μνήμης. Νόμιζα όμως ότι δεν θα ξαναβρώ την αθώα ματιά των 18 χρόνων, που όλα τα διαβάζει, όλα τα πιστεύει, όλα τα θαυμάζει. Πριν από δύο εβδομάδες επέστη η ώρα να αναθεωρήσω.

Οταν έφτασε στα χέρια μου το βιβλίο "Ημερολόγιο από το Μέτωπο" του Μιλτιάδη Νικολάου το πρώτο σημείο που πρόσεξα είναι η σεμνή και επιμελημένη έκδοση από τον γνωστό εκδοτικό οίκο Κασταλία.
Ομως η αποκάλυψη ήρθε όταν άρχισα να το διαβάζω. Διότι δεν πρόκειται για μια ηρωική αφήγηση, για ένα ακόμη χρονικό κατορθωμάτων ενός πολεμιστή στον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Είναι μόνο η πορεία της ψυχής του Μιλτιάδη Νικολάου από το Δίστομο στην Αλβανία και πάλι στο Δίστομο. Είναι τα όνειρα ενός 32χρονου νέου, είναι η ανάσα της ίδιας της ζωής όπως προσαρμόζεται στη δίνη του πολέμου και στη σκιά του θανάτου. Είναι όλες οι αξίες του ανθρώπου σε λίγες γραμμές, όλες οι δοκιμασίες του πνεύματος και του σώματος σε λίγες σελίδες, είναι η μορφή και το σχήμα του θαύματος που συντηρεί στην κόψη του το άτομο από τη μια και την κοινωνία από την άλλη.

Η γλώσσα στην οποία γράφει ο Μιλτιάδης Νικολάου είναι άμεση και περιεκτική. Λαϊκή και λόγια μαζί, αισθαντική, τρυφερή και σκληρή ταυτόχρονα, δυνατή, λιτή και όμως πλήρης πληροφοριών σε κάνει να νοσταλγείς την εποχή που η δημόσια εκπαίδευση στην Ελλάδα παρήγαγε τέτοιους τεχνίτες/διανοούμενους.
Η αφήγηση είναι στρωτή και πολύ ενδιαφέρουσα. Είναι εντυπωσιακό και συνάμα διδακτικό πόσο ο απλός λόγος παράγει τέτοιο αποτέλεσμα όταν προέρχεται από ένα πλούσιο ψυχικό κόσμο. Δεν θα συνεχίσω με μια κριτική στο αφήγημα που του είναι βέβαια και παντελώς άχρηστη, καθώς το κείμενο μιλάει από μόνο του.
Μερικά όμως βιογραφικά στοιχεία για τον Μιλτιάδη Νικολάου, το τραγικό αυτό πρόσωπο, είναι απαραίτητα.

Ο Μιλτιάδης Ν. Νικολάου γεννήθηκε στο Δίστομο το 1907. Μετά το Δημοτικό παρακολούθησε το Σχολαρχείο (το Λύκειο της εποχής). Το επάγγελμά του ήταν τσαγκάρης, υποδηματοποιός. Οταν έφυγε για το μέτωπο επίστρατος στις 28 Οκτωβρίου του 1940 σε ηλικία 32 ετών, ήταν ήδη παντρεμένος με την Κονδυλία Καίλη και πατέρας δύο κοριτσιών ενώ η γυναίκα του ήταν έγκυος σε ένα τρίτο.

Ο Μιλτιάδης Ν. Νικολάου επέστρεψε από την Αλβανία στο Δίστομο στις 3 του Μάη του 1941. Ομως η άγρια, η τραγική του μοίρα δεν είχε ημερώσει. "Στις 10 Ιουνίου του 1944 σφάζεται από τους Γερμανούς μαζί µε την αγαπηµένη του σύντροφο, τις δύο λατρευτές θυγα­τέρες του, και σώζεται η Νίτσα µέσα στον άγριο Εσπερινό της σφαγής του Διστόµου. Η Νίτσα πεντάρφανη επιβιώνει, παντρεύεται, γεννάει δύο γιους, ο πρώτος πήρε το όνοµα του, Μιλτιάδης Σφουντούρης, τώρα δικηγό­ρος, όπως και ο µικρότερος γιος ο Κώστας, µα κυρίως αποστάγµατα και οι δύο του βαθιόριζου και πολύτιµου ανθρωπισµού του παππού Μιλτιάδη", όπως αναφέρει ο Ευστάθιος Σταθάς στο επίλογο του βιβλίου.

Αυτή ήταν η μοίρα του Μιλτιάδη Νικολάου που βρέθηκε ανάμεσα στις μυλόπετρες της ιστορίας. Εκείνος και εκατομμύρια άλλοι αυτούς τους μαύρους καιρούς. Κι αν δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για τη χαμένη ζωή του, κάνουν ό,τι μπορούν για τη μνήμη του η μοναδική επιζήσασα κόρη του Νίτσα Σφουντούρη και οι εγγονοί του με την έκδοση αυτού του βιβλίου. Δεν είναι το ίδιο αλλά είναι κάτι. Για την ακρίβεια είναι κάτι πολύ μεγάλο και σπουδαίο...
Μια φωτογραφία αναζητεί τρία πρόσωπα
 Αυτή η φωτογραφία είναι συλλεκτική καθώς για πρώτη φορά δημοσιεύεται στο δίκτυο. Ο Μιλτιάδης Νικολάου είναι ο πρώτος από αριστερά. Οι υπόλοιποι τρεις είναι άγνωστοι στην οικογένεια του Μ. Νικολάου. Αν κάποιος γνωρίζει ποιοι εικονίζονται ή άλλες σχετικές πληροφορίες μπορεί να απευθύνεται στη viotia.
Ανιχνευτής Ενδυμίωνας.

27.10.15

ΛΑΜΠΡΟΣ ΑΗΔΟΝΟΧΩΡΙΤΗΣ ΕΝΑΣ ΥΠΕΡΟΧΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ Ένα μικρό αφιέρωμα σ' εκείνους τους Άγιους Ήρωες του ΟΧΙ Άραγε που να είναι οι Έλληνες σήμερα;

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί φιλέλληνες καλησπέρα και Χρόνια Καλά σε όσους το αξίζουν, η σημερινή ανάρτηση είναι αφιερωμένη σε όλους εκείνους τους Έλληνες του 1940 που δεν ήταν σαν τους σημερινούς Ναιναίκους!!!!!!!!! που αν και γνώριζαν το τι σημαίνει ένα ΟΧΙ είχαν τα καρύδια να το πουν και να γράψουν τη δική τους ιστορία με χρυσά γράμματα. Υ.Γ. Εκείνοι οι Έλληνες ουδεμία σχέση έχουν με τον ενοικιαστή του Μεγάρου Μαξίμου που το ΟΧΙ του λαού το μετέτρεψε σ' ένα ταπεινωτικό ΝΑΙ σε όλα............... Ίσως ο Παππούς Λάμπρος τελικά να ήταν τυχερός που δεν έζησε αυτή τη ξεφτίλα. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος-fuji Tomo Kazu.

Αναμνήσεις ενός απλού στρατιώτη του 1940

by Μια επίκαιρη, λόγω της εθνικής γιορτής, περυσινή και πολυαγαπημένη ανάρτηση, αφιερωμένη στους νέους φίλους του ιστολογίου που,  όπως κι εγώ,  αγαπούν  τις επετείους:
Στη ζωή μας  υπάρχουν άνθρωποι που μας σημαδεύουν. Για μένα ένας απ΄ αυτούς είναι ο παππούς μου ο Λάμπρος, που έφυγε απ΄ αυτή τη ζωή περήφανος, πλήρης ημερών και εμπειριών, την Πρωτοχρονιά του 2004. Από τον άνθρωπο αυτόν έμαθα (ελπίζω τόσο καλά ώστε να μου ’χει γίνει βίωμα ζωής) την αξία τού να μένεις αληθινά ζωντανός και δραστήριος, ανεξάρτητα από την ηλικία σου, μέσα από την καθημερινή  δραστηριότητα και τη συμμετοχή στα πράγματα. Αναγνώρισα τη σημασία τού να είσαι «παρών» στη ζωή, περιφρονώντας τα στερεότυπα του πολιτισμού μας, που καλλιεργούν τη  λανθασμένη αντίληψη ότι από τη μέση ηλικία και μετά οι άνθρωποι γίνονται σταδιακά ανήμποροι, ασθενείς και «απόντες» από την ίδια τους τη ζωή.
 Κάθε φορά που μιλούσε για τον Ελληνοαλβανικό πόλεμο τα μάτια του έλαμπαν. Ο χρόνος συνθηκολογούσε μαζί του και γύριζε πίσω, αφαιρώντας καμιά εξηνταριά χειμώνες από την κορμοστασιά του. Γινόταν και πάλι ο ευθυτενής τριαντάχρονος που η κήρυξη του πολέμου, στις 28 Οκτωβρίου 1940, βρήκε να κουβαλάει με το γάιδαρό του ένα φορτίο πατάτες και να το ανταλλάσσει με καλαμπόκι, κάπου κοντά στην Αγόριανη. Ηταν τέτοιο το κλίμα της εποχής, με τον κόσμο να περιμένει τον πόλεμο από ώρα σε ώρα να χτυπήσει την πόρτα του, που θυμόταν με λεπτομέρεια κάθε στιχομυθία, κάθε γκριμάτσα, κάθε εικόνα. «Καταλαβαίνω ότι εσύ θα πας στρατιώτης, εγώ όμως χρειάζομαι ακόμα ένα  τέτοιο φορτίο» του είπε η νοικοκυρά του σπιτιού που πήρε τις πατάτες. Όμως είχε ήδη κηρυχτεί επιστράτευση…
Με το γάιδαρο γύρισε στο χωριό του, το Αηδονοχώρι. Στην πλατεία, όπως κάθε φθινόπωρο «έβραζαν τα τσίπουρα». Καμιά εβδομηνταριά νέοι, ανάμεσά τους και ο ίδιος, είχαν επιστρατευθεί και έφευγαν για τα Γιάννενα, όπου χωρίστηκαν από τους επιτελείς ανάλογα με τις ανάγκες του στρατού.
Ο παππούς υπηρέτησε, μαζί με άλλους έντεκα Θεσσαλούς, στην τροφοδοσία. Μέχρι να εκπνεύσει ο  Νοέμβριος είχαν ήδη φτάσει στην πλημμυρισμένη από Ελληνες Κορυτσά, αναλαμβάνοντας τη λειτουργία του κεντρικού φούρνου της πόλης. Φούρνιζαν ψωμί σε 24ωρη βάση, χωρισμένοι σε δύο βάρδιες. Διέμεναν σε ένα κατάλυμα με έξι κρεβάτια, δίπλα στο φούρνο. Οι μισοί δούλευαν, οι άλλοι μισοί κοιμόντουσαν. Και στο χρόνο που μεσολαβούσε ανάμεσα στις φουρνιές έβγαζαν τα χιτώνια και τα έβαζαν μέσα στο φούρνο κι αυτά, για να εξολοθρεύσουν τις ψείρες που τους βασάνιζαν ασταμάτητα!
Αυτή την ειδική «περιποίηση», την πρόσφεραν και στους καταπονημένους φαντάρους της πρώτης γραμμής που έρχονταν για λίγες ώρες στην Κορυτσά για να μεταφέρουν κάποιο μήνυμα. Ξεψείριζαν με τη βοήθεια της θερμότητας από το φούρνο τα ρούχα τους, τους πρόσφεραν ένα από τα έξι κρεβάτια για λίγες ώρες ξεκούρασης και τους έδιναν να φάνε μακαρόνια, το μόνο φαγητό που υπήρχε σε αφθονία χάρη στις γεμάτες ζυμαρικά αποθήκες την ηττημένων Ιταλών! Βρασμένα σκέτα μακαρόνια ήταν το καθημερινό φαγητό των φαντάρων στην Κορυτσά, μεσημέρι – βράδυ. Γι΄ αυτό κι ο παππούς , από τότε δεν ξανάφαγε μακαρόνια στη ζωή του, όσο νόστιμα κι αν ήταν μεγειρεμένα.
Παρά την προσπάθεια του σώματος τροφοδοσίας, οι φαντάροι της πρώτης γραμμής πεινούσαν. Σ΄ αυτούς δεν έφταναν πάντα οι κουραμάνες και τα μακαρόνια και γι΄ αυτό συχνά αναζητούσαν οι ίδιοι με κάθε μέσο τροφή. Ενας φίλος του παππού, τσομπάνης στο χωριό όπως και οι περισσότεροι νέοι, έκλεψε ένα κατσίκι από ένα κοπάδι Αλβανών. Επιστρέφοντας στη  μονάδα του συνάντησε έναν άλλο πεινασμένο φαντάρο από άλλη μονάδα που επίσης αναζητούσε κάτι να φάει. Εκοψε επί τόπου το κεφάλι του ζώου και του το ΄δωσε για να το κάνει βραστό  στην καραβάνα. Για να τον ευχαριστήσει ο άλλος του χάρισε μια ξυριστική μηχανή της εποχής, την οποία φύλαξε για ενθύμιο  όλη του τη ζωή!
Ετσι και ο παππούς είχε κρατήσει από την Αλβανία και χρησιμοποιούσε με θρησκευτική ευλάβεια ένα χιλιοχτυπημένο παγούρι μεταλλικό. Επειδή είχε χάσει το πώμα κάπου στην Κορυτσά, είχε φτιάξει ένα άλλο από καλαμπόκι και το είχε πάντα μαζί του στα χωράφια και τα μελίσσια. Σήμερα είναι οικογενειακό μας κειμήλιο.
Κάπου προς το τέλος Μαρτίου του 1941, έφτασε στην Κορυτσά ο επικεφαλής στρατηγός Τσολάκογλου και ο παππούς μαζί με κάποιο συγχωριανό τον πλησίασαν. «Τι θέλετε παιδιά;» τους ρώτησε. «Τίποτα δεν θέλουμε στρατηγέ, απλά να σε δούμε» του απάντησαν, κοιτώντας τον με θαυμασμό. «Μην με κοιτάτε έτσι, σε λίγο καιρό θα χτυπήσουν οι Γερμανοί και θα καταλάβετε πώς  πάνε τα «κόπια» μας χαμένα», τους απάντησε.
Πράγματι, σε λίγο καιρό ήλθε το γερμανικό χτύπημα από τα ελληνοσερβικά σύνορα και ο στρατηγός Τσολάκογλου υπέγραψε τη συνθηκολόγηση. Ολοι οι επιστρατευμένοι του χωριού, ακόμα και αυτοί που πολέμησαν στο θρυλικό ύψωμα 731, γύρισαν πίσω ζωντανοί, περπατώντας για εβδομάδες χωρίς να τους πειράξει ο γερμανικός στρατός.
Δεν ξέρω αν «πήγαν τα κόπια τους χαμένα». Αυτό που ξέρω είναι πως ο παππούς μου ο Λάμπρος ήταν γεμάτος περηφάνεια που άγγιξε από κοντά την αληθινή ιστορία σ΄ αυτή της τη φάση. Αν και ήταν ένας από τους χιλιάδες ανώνυμους στρατευμένους της εποχής, το ότι υπηρέτησε στον πόλεμο του 1940 τον έκανε να νιώθει ότι συμμετείχε σε κάτι συλλογικό και μεγαλειώδες που ξεπερνούσε τον ίδιο και αυτό σημάδεψε τη ζωή του. Στις διηγήσεις του δεν υπήρχε το πνεύμα του ηρωϊσμού που διακατέχει τα δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής, αλλά η ανθρώπινη ματιά του απλού στρατιώτη που ακολουθεί με εμπιστοσύνη τις εντολές, αγωνίζεται να βοηθήσει τον διπλανό του, πιστεύει στον κοινό αγώνα και στη βοήθεια της Αγίας Παρασκευής για να γυρίσει καλά στην οικογένειά του.
 Γι ΄  αυτό κι όλα τα εγγόνια του τού τηλεφωνούσαμε κάθε 28η Οκτωβρίου  σαν να ήταν η ονομαστική του γιορτή. Και ακόμα και τώρα, έξι  χρόνια από το θάνατό του, κάθε επέτειο του «Όχι» τον θυμόμαστε με αγάπη.

25.10.15

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ ΠΕΜΠΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ Ευχαριστούμε Μάνο Χατζιδάκι.

Φίλες και Φίλοι καλημέρα, τα μέλη της ΟΚΡΑ που απαρτίζουν το τμήμα φιλοσοφίας και επικοινωνίας με το εσωτερικό ''υπερπέραν'', θα βρεθούν σήμερα στο Μουσείο της Ακρόπολης προκειμένου να συζητήσουν διεξοδικά το θέμα της Επικούρειας Φιλοσοφίας και όχι μόνο. Παρόντες θα είναι όλοι οι τρισάγιοι πατέρες με επικεφαλής τον σοφό Γεώργιο. Για τα αποτελέσματα αυτής της συνάντησης θα υπάρξει σχετική ενημέρωση από το παρόν ιστολόγιο. 
Συνεχίζουμε και σήμερα το αφιέρωμα στον Μάνο Χατζιδάκι. Καλή ανάγνωση και καλή ανάρρωση, με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος- Fuji Tomo Kazu.
Ποιο είναι το πρώτο και ποιο το σπανιότερο άλμπουμ του; Ιστορίες με υψηλό καλλιτεχνικό νόημα από τα βάθη της δισκογραφίας.
Από τον ΦΩΝΤΑ ΤΡΟΥΣΑ Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να προσεγγίσεις το έργο ενός δημιουργού, ενός συνθέτη - και βεβαίως του Μάνου Χατζιδάκι (1925-15/6/1994). Άλλοι βαθυστόχαστοι, θεωρητικοί, αναλυτικοί, και άλλοι πιο πεζοί και καθημερινοί. Όλοι χρειάζονται. Κυρίως όταν πίσω από κάθε «τρόπο» ξεπροβάλλουν γεγονότα και ιστορίες με ουσιαστικό ενδιαφέρον. Το πρώτο άλμπουμ του Μάνου Χατζιδάκι ήταν το 10ιντσο LP με τα έργα του "For a Little White Seashell" (1948) και "Six Popular Pictures (Ballet)" (1950), που κυκλοφόρησε περί τα μέσα της δεκαετίας του '50 στην Ελλάδα (μάλλον το 1955), ως παραγωγή της ολλανδικής Philips. Εκ πρώτης περίεργο, αλλά στην πράξη όχι, αφού εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν πρέσες στην Ελλάδα που να μπορούσε να «κόψουν» long plays. Έτσι η κοπή του δίσκου, όπως και τα τυπώματά του (εξώφυλλο, ετικέτες), γίνονταν εξ ολοκλήρου στην Ολλανδία. Η «Αχιβάδα» συμπυκνώνει τις απόψεις του Χατζιδάκι γι' αυτήν την περιλάλητη επικοινωνία λόγιου και λαϊκού ύφους, χωρίς ίχνος αισθητικής ανισορροπίας. Σπάνιο, οπωσδήποτε, κατόρθωμα ψυχικού κοντρόλ και ξεκάθαρης ματιάς από έναν άνθρωπο μόλις 22-23 ετών. Τα πρώτα μαζικά LP της ελληνικής δισκογραφίας δηλαδή ήταν δεκάιντσα και ολλανδικά και δεν σχετίζονταν, φυσικά, μόνο με τον Χατζιδάκι. Τότε «κόπηκε» και το πρώτο LP τού Βασίλη Τσιτσάνη (με την Μαρίκα Νίνου), ένα LP με «μουσικές δωματίου» των Καλομοίρη, Βάρβογλη και Σκαλκώτα και μερικά ακόμη. Πολύ ωραίες εκδόσεις με βαριά. πρωτογενή βινύλια και ωραία γυαλιστερά (laminated) front covers. Πότε ακριβώς κυκλοφόρησαν αυτοί οι δίσκοι και κυρίως εκείνος του Χατζιδάκι, που εδώ μας ενδιαφέρει; Οι πιο πολλές πηγές (ιντερνετικές και άλλες) γράφουν για. 1954, αλλά το πιο πιθανόν είναι τούτο να συνέβη το 1955. Κάπου το εδράζω αυτό. Σε κάτι που σχετίζεται με τους κωδικούς των ελληνικών δίσκων της Philips και παρότι έχει ένα κάποιο ενδιαφέρον η ιστορία, δεν νομίζω πως υπάρχει, τώρα, λόγος να μπούμε σε λεπτομέρειες. Μάνος Χατζιδάκις / Julius Katchen, από την εμφάνιση του δεύτερου στην Αθήνα το 1948 (πηγή: CD «Για μια μικρή λευκή αχιβάδα/ Ο κύκλος του C.N.S.», 2003) Μάνος Χατζιδάκις / Julius Katchen, από την εμφάνιση του δεύτερου στην Αθήνα το 1948 (πηγή: CD «Για μια μικρή λευκή αχιβάδα/ Ο κύκλος του C.N.S.», 2003) Το πρώτο έργο τού ολλανδικού LP, το «Για μια Μικρή Λευκή Αχιβάδα», ολοκληρώθηκε από τον Μάνο Χατζιδάκι το 1948 κι εδώ αποδίδεται από τον πιανίστα Γιάννη Παπαδόπουλο (η κλασική ηχογράφηση του 1954). Ο Παπαδόπουλος δεν ήταν ο πρώτος διδάξας. Το έργο είχε παρουσιαστεί αρχικά στην Αθήνα το 1948 από τον διάσημο, στα χρόνια του, αμερικανό πιανίστα Julius Katchen - ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, 20 χρόνια αργότερα, το 1968, θα συνεργαζόταν με τους Rolling Stones στο "Rock and Roll Circus"! Το έργο αποτελείται από 10 χορούς και πρελούδια πολύ μικρής διάρκειας (το συντομότερο κομμάτι, ο «Μπάλος», διαρκεί λιγότερο από ένα λεπτό, ενώ το μεγαλύτερο, το «Εμβατήριο», λίγο πάνω από δύο). Γράφει ο Μάνος Χατζιδάκις για τη «Μια Μικρή Λευκή Αχιβάδα» (από το booklet του σχετικού CD, του 2003): «Με μια έμφυτη απέχθεια προς το αισθηματικό παίξιμο, που συνήθιζαν στον καιρό μου οι πιανίστες και τα Ωδεία (και που δυστυχώς συνεχίζουν μέχρι σήμερα), η ΑΧΙΒΑΔΑ γράφτηκε με μια διάθεση, θα 'λεγα, αντιδράσεως. Αντιδράσεως στην ταλαιπωρημένη "μουσική ευαισθησία", στο με χρωματιστό μολύβι "αίσθημα" που καθορίζει ο δάσκαλος, στη σοβαροφάνεια διδασκάλων και μουσουργών και τέλος στην κάθε σκονισμένη αντίληψη, ευρωπαϊκής επαρχιακής καταβολής, γύρω από τη μουσική και την ερμηνεία της. Γι' αυτό η ΑΧΙΒΑΔΑ πρέπει να παίζεται με αυστηρή ρυθμική αίσθηση και με το προσδιορισμένο από τη γραφή του αίσθημα. Τα πέρα από τα προβλεπόμενα όρια, είναι και άχρηστα και επιβλαβή. Η ΑΧΙΒΑΔΑ είναι ένα έργο αντιρομαντικό, τουλάχιστον με την έννοια που 'διναν στη λέξη ο Copland και ο Prokofiev μεσ' απ' τη μουσική τους. Κάθε ερμηνευτική υπερβολή και ρυθμική αυθαιρεσία γελοιοποιεί τον ερμηνευτή και εξαφανίζει τη μουσική ουσία του». Μάνος Χατζιδάκις / Γιάννης Παπαδόπουλος, από την πρώτη ηχογράφηση της «Αχιβάδας», το 1954 (πηγή: CD «Για μια μικρή λευκή αχιβάδα/ Ο κύκλος του C.N.S.», 2003) Μάνος Χατζιδάκις / Γιάννης Παπαδόπουλος, από την πρώτη ηχογράφηση της «Αχιβάδας», το 1954 (πηγή: CD «Για μια μικρή λευκή αχιβάδα/ Ο κύκλος του C.N.S.», 2003) Η «Αχιβάδα» συμπυκνώνει τις απόψεις του Χατζιδάκι γι' αυτήν την περιλάλητη επικοινωνία λόγιου και λαϊκού ύφους, χωρίς ίχνος αισθητικής ανισορροπίας. Σπάνιο, οπωσδήποτε, κατόρθωμα ψυχικού κοντρόλ και ξεκάθαρης ματιάς από έναν άνθρωπο μόλις 22-23 ετών. Οι «Έξι Λαϊκές ζωγραφιές», η δεύτερη πλευρά του ολλανδικού 10ιντσου δίσκου, ολοκληρώθηκαν το 1950 κι ήταν ένα μπαλέτο για πιάνο, προορισμένο για το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου. Το έργο ήταν βασισμένο, ως γνωστόν, σε έξι αγαπημένα λαϊκά τραγούδια (με τη σειρά. «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Τσιτσάνη, «Αρχόντισσα» του Τσιτσάνη, «Ψιλή βροχούλα έπιασε» του Μητσάκη, «Η άμαξα μεσ' τη βροχή» του Χατζηχρήστου, «Μπαξέ τσιφλίκι» του Τσιτσάνη, «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» του Καλδάρα). Θυμάται ο Χατζιδάκις (από κείμενο του 1951, για το πρόγραμμα των εναρκτήριων παραστάσεων, που υπάρχει στο booklet του σχετικού CD από το 2003): «(.) Εκείνο που μας έκανε να χαρούμε πραγματικά τη συνεργασία μας ήταν οι ΕΞΙ ΛΑΪΚΕΣ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ πάνω σε τραγούδια του Τσιτσάνη και του Μητσάκη. Χορεύει ο Γριμάνης και χορογραφεί το ρόλο του, χορογραφεί η Μάνου και χορεύει η Γεωργαλά, γράφει το ποιητικό κείμενο ο Γκάτσος που θα ακουστεί στο ρόλο του Αφηγητή από το Βασίλη Διαμαντόπουλο, τα σκηνικά και τα κουστούμια φτιάχνει ο Γιάννης Μόραλης -που είναι η πρώτη του επαφή με τη σκηνογραφία- το θέμα και τη μουσική διασκευή έκανα του λόγου μου και την ενορχήστρωση ανέλαβε ο Αργύρης Κουνάδης. Ζεϊμπέκικα, χασάπικα, Συννεφιασμένες Κυριακές, παλικάρια και κοπέλες απελπισμένες, βροχές, καταιγίδες, φωτισμένα παράθυρα, σφυρίγματα, λιμάνια, όλα τα βλέπουμε προς το παρόν σ' ένα δωμάτιο που γίνεται η δοκιμή(.)». Στην ηχογράφηση, που λογικά γίνεται την ίδια μέρα μ' εκείνη της «Αχιβάδας» (κάποια στιγμή μέσα στο '54), παίζει πιάνο ο ίδιος ο συνθέτης. Ο Μάνος Χατζιδάκις στις «Έξι λαϊκές ζωγραφιές», το 1951 (πηγή: CD «Μουσική για το ελληνικό χορόδραμα», 2003) Ο Μάνος Χατζιδάκις στις «Έξι λαϊκές ζωγραφιές», το 1951 (πηγή: CD «Μουσική για το ελληνικό χορόδραμα», 2003) Και σ' αυτό το έργο ο Χατζιδάκις οδηγείται σε μια διαδικασία συσσωμάτωσης της «ελληνικότητας» στη λόγια πιανιστική φιλολογία, επεκτείνοντας, στην πράξη πια, εκείνα που είχε διατυπώσει ο ίδιος στην περίφημη εισήγησή του για το «λαϊκό τραγούδι» (ας το πούμε προς χάριν της συνεννόησης και «ρεμπέτικο») την 31η Ιανουαρίου 1949, στο Θέατρο Τέχνης. Όσους χατζιδακικούς συλλέκτες έχω ρωτήσει κατά καιρούς, όλοι μου έχουν πει πως το σπανιότερο LP του Μάνου Χατζιδάκι είναι η πρώτη έκδοση του «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» στην Columbia από το 1963. Το LP αυτό ήταν για χρόνια χαμένο, τουλάχιστον μέχρι το 1986, όταν έγινε η πολύ περιποιημένη βινυλιακή επανέκδοσή του (μια συνεργασία του Σείριου και της Columbia). Όπως σημείωνε και ο Μάνος Χατζιδάκις στο σχετικό ένθετο: «Έτσι έμεινα μ' έναν δίσκο στο χέρι, εξ ίσου (με το έργο) "εμπορικώς μη επιτυχή". Και χάθηκε κι αυτός με τη σειρά του, χάθηκαν και οι μαγνητικές ταινίες της εγγραφής, για να ξαναβρεθούν ύστερα από χρόνια κάποια αντίγραφα στα χέρια του Δημήτρη Ράνιου, χάρη στον οποίο έχουμε την ευκαιρία να εκδώσουμε ξανά το έργο και με. καινούργιο πρόλογο». Καθώς ακούω τις υπέροχες μουσικές και τα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι από το «Καίσαρ και Κλεοπάτρα», διαβάζοντας συγχρόνως το σχετικό σημείωμα του Νίκου Εγγονόπουλου, αναλογίζομαι τα τόσα διαφορετικά επίπεδα που θα μπορούσε ν' ανοίξει μπροστά σου μια τέτοια παράσταση και... σχεδόν ανατριχιάζω. Κυρίως για 'κείνο το φορτίο της ελληνικότητας, που, ενώ ήταν αυθεντικά κοσμοπολίτικο, διατηρούσε συγχρόνως όλη τη στόφα και τη σοφία τής αληθινής λαϊκής αφήγησης. Αυτή είναι η σωστή στάση. Να μην «φυλακίζονται» τα ευρήματα στα αρχεία των συλλεκτών, αλλά να υπάρχει μέριμνα ώστε να φθάνουν (όταν υπάρχει λόγος και ενδιαφέρον) στ' αυτιά των περισσοτέρων - καθότι ελάχιστοι άνθρωποι θα τολμούσαν να δώσουν (σήμερα ή παλιότερα) μερικές εκατοντάδες ευρώ, για ν' απολαύσουν μια «καθαρή» κόπια του συγκεκριμένου βινυλίου. Εντελώς πληροφοριακά να πω πως ένα «μέτριας» κατάστασης αντίτυπο του «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» πουλήθηκε στο eBay, το 2012, για 665 ευρώ! Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του άλμπουμ του Μάνου Χατζιδάκι «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» (1963) Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του άλμπουμ του Μάνου Χατζιδάκι «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» (1963) Όπως αναφέρεται και στο οπισθόφυλλο του δίσκου, το «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» είναι μια μουσική κωμωδία με χορούς και τραγούδια, με την ηχογράφηση να γίνεται στο στούντιο της Columbia από την 27/10/1962 μέχρι την 15/7/1963 (τόσο πολύ διήρκεσαν οι εγγραφές!), με ηχολήπτη τον Νίκο Κανελλόπουλο. Στον δίσκο τραγουδούσαν η Ευγενία Βάλβη (μετέπειτα Συριώτη), ο. Γεώργιος Κωνσταντίνου (για τον ηθοποιό Γιώργο Κωνσταντίνου πρόκειται), η Ζωή Φυτούση και ο Σπύρος Σακκάς. Περαιτέρω συμμετείχε το φωνητικό κουιντέτο των Χαράς Σαββινοπούλου, Γιάννη Μανωλάκη, Γιάννη & Σπύρου Αγγελόπουλου, Σπύρου Σακκά, ενώ τη μουσική διδασκαλία των τραγουδιστών και της χορωδίας είχε η Έλλη Νικολαΐδου, με την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών και τη Χορωδία να διευθύνονται από τον Μάνο Χατζιδάκι. Άλλο όμως ο δίσκος και ό,τι ακούμε εκεί και άλλο το θεατρικό έργο - η μουσική κωμωδία. Θυμάται ο Μάνος Χατζιδάκις (από το πολύτιμο ένθετο τής έκδοσης του '86): «Η επιτυχία της "Οδού Ονείρων" το καλοκαίρι του '62 οδήγησε τον Γεώργιο Χέλμη -σύζυγο της Μαρίκας Κοτοπούλη και μέγα θεατρικό παραγωγό του εν δόξαις ΡΕΞ- και την τότε και πάντα θριαμβεύουσα Αλίκη Βουγιουκλάκη στην απόφαση να με πολιορκήσουν με μια δελεαστική πρόταση. Ν' ανεβάσουμε αμέσως στην χειμωνιάτικη περίοδο που ακολουθούσε τον "Καίσαρα και Κλεοπάτρα" του Μπέρναρ Σω με τη μορφή ενός μουσικού έργου. Και φυσικά. με τους όρους που επιθυμούσα αποδεκτούς εκ των προτέρων. Έξυπνος μεν, αλλά και αθεράπευτα μη πονηρός, την έ π α θ α για πολλοστή φορά. Και λέω "την έπαθα", γιατί η θεατρική επιχείρηση με την οποία συνεργάστηκα, άλλαξε πρόσωπο σαν πέρασε το πρώτο δεκαπενθήμερο της περιέργειας και της κοσμοσυρροής. Μια μουσική όχι και τόσον άνετη για εύκολη τέρψη θεατού, με απηχήσεις διανοουμενίστικου ευρωπαϊκού καφενείου κείνης της εποχής, σκηνικά και κοστούμια του Εγγονόπουλου, υπέροχα ζωγραφικά και γνήσια θεατρικά, αλλά χωρίς την επιθεωρησιακής υφής χλιδή που απαιτούσαν οι τότε ελληνικοί καιροί σε μια υπερπαραγωγή, σκηνοθεσία του Σολομού με κλασικές προδιαγραφές αλλά και με εμπνευσμένες αυθαιρεσίες (δεν είχαν φανεί ακόμα οι νεώτεροι σκηνοθέτες μας για να μας συνηθίσουν), και τέλος, μια Αλίκη με κατάμαυρα μαλλιά, πανέμορφη μεν, αλλά όχι ξανθειά όπως την είχαμε συνηθίσει. Όλα αυτά δεν ήταν δυνατόν να γίνουν αποδεκτά απ' το "ακριβό κοινό των τότε Αθηνών".(.) Υπήρξεν όμως κι ένα ακόμη γεγονός που επέδρασε νομίζω κατά πολύ στην αποτυχημένη πορεία των παραστάσεων. Είχα την ατυχή έμπνευση να γράψω για το πρόγραμμα ένα μάλλον ανόητο προλογικό σημείωμα, που αποκαλούσα τους έλληνες συγγραφείς η λ ι θ ί ο υ ς (.)». Η Αλίκη Βουγιουκλάκη ως Κλεοπάτρα (πηγή: facebook) Η Αλίκη Βουγιουκλάκη ως Κλεοπάτρα (πηγή: facebook) Τι είχε συμβεί; Διαβάζουμε σε ρεπορτάζ του Εμμανουήλ Βερμισσώ από την εφημερίδα «Εμπρός» της 17/11/1962: «Ανεξάντλητη πηγή για τις οικείες στήλες των εφημερίδων, ο Μάνος Χατζηδάκις πάντοτε. επίκαιρος, ήλθε και πάλι στην επικαιρότητα, λόγω σοβαράς διαμάχης με τον θεατρικό επιχειρηματία του θεάτρου Κοτοπούλη κ. Γ. Χέλμη. Το αποτέλεσμα ήταν η λύσις της υφιστάμενης συμβάσεως, και η οριστική παύσις της συνεργασίας του με τον θίασον Αλίκης Βουγιουκλάκη. Συγκεκριμένως στην δημοσιότητα ήλθεν: α) ότι ο κ. Χέλμης ηναγκάσθη να κοινοποιήσει την 25ην παρελθόντος Σεπτεμβρίου εξώδικον πρόσκλησιν προς τον κ. Χατζηδάκι επειδή καθυστερούσε την παράδοσι της μουσικής του "Καίσαρ και Κλεοπάτρα". Όταν δε την παρέδωσε ήταν αργά -την ημέρα της πρεμιέρας- και αφού αναγκαστικώς η διεύθυνσις του θεάτρου υποχρεώθη να προβή σε αναβολή της "πρώτης". β) ότι τούτο το γεγονός «εθύμωσε» -όπως ήταν φυσικό- τον Μάνο Χατζηδάκι, και εψύχρανε τις σχέσεις του με τον κ. Γ. Χέλμη, ενώ παράμενε αμετάβλητη η φιλία του με την Αλίκη Βουγιουκλάκη γ) ότι στις 9 Νοεμβρίου οι κ. Χατζηδάκις και Γ. Χέλμης υπέγραψαν συμφωνητικό ότι λύεται αμοιβαίως η μεταξύ των σύμβασις, και παύει η σχέσις ως καλλιτεχνικού διευθυντού του θεάτρου του Μάνου Χατζηδάκι δ) το χειρότερον ότι: η διεύθυνσις του θεάτρου Κοτοπούλη απηυθύνθη στον καλλιτεχνικώς αντίπαλο του Χατζηδάκι, τον Μίκη Θεοδωράκη για να γράψη τη μουσική του έργου που ανήγγειλε ότι ετοιμάζει για να παρουσιάση μετά το "Καίσαρ και Κλεοπάτρα". Ως γνωστόν το έργο αυτό είναι ελεύθερη διασκευή της ουγγρικής κωμωδίας "Αδικαιολόγητη Απουσία", που θ' ανεβασθή με σκηνικά Γιώργου Ανεμογιάννη στις 7 Δεκεμβρίου. Ο Θεοδωράκης αρνήθηκε, λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων, αλλά το ρήγμα είχε μεγαλώσει. ε) ο Μάνος Χατζηδάκις υπεσχέθη εν τω μεταξύ, ότι ανεξαρτήτως των όσων συνέβησαν, θα γράψη λόγω φιλίας και εκτιμήσεως, άνευ αμοιβής και αποκλειστικώς για την Βουγιουκλάκη, ένα ή δύο τραγούδια για το καινούργιο έργο, χωρίς να έχη σημασία του ποιος συνθέτης θα κληθή τελικά να γράψη τη μουσική». Η παράσταση δεν «τραβούσε». Αυτή είναι η αλήθεια. Μπορεί να ξεκίνησε «εξαίσια» την 11/10/1962, αλλά μετά από λίγο πήρε την κάτω βόλτα, με αποτέλεσμα να μην τη βρουν ούτε οι γιορτές, αφού στις αρχές Δεκεμβρίου είχε πια αντικατασταθεί από την κωμωδία του Αλέκου Σακελλάριου «Χτυποκάρδια στο Θρανίο», που έκανε πρεμιέρα στο Ρεξ την 7 ή 8/12 (του '62). Δεν παίχτηκε δηλαδή ούτε δυο μήνες. Η αποτυχία ήταν λογικό να φέρει γκρίνιες και προστριβές, κυρίως ως προς το οικονομικό σκέλος του πράγματος. Τζαβαλάς Καρούσος (Καίσαρ), Αλίκη Βουγιουκλάκη (Κλεοπάτρα) (πηγή: facebook) Τζαβαλάς Καρούσος (Καίσαρ), Αλίκη Βουγιουκλάκη (Κλεοπάτρα) (πηγή: facebook) Όπως έλεγε και ο Μάνος Χατζιδάκις (πάντα από το «Εμπρός» της 17/11/1962): α) ο κ. Χέλμης θέλησε να υπαναχωρήση αδικαιολογήτως στο θέμα των ποσοστών μου, παρ' όλο που είχαμε γραπτή συμφωνία β) μου ζήτησε να γράψω τη μουσική του καινούργιου έργου εντός του Νοεμβρίου, παρ' όλο που είχα υποχρέωσι να γράψω μουσική άλλη, αλλά τον Ιανουάριο του 1963 γ) για τους δύο αυτούς λόγους διέλυσα την σύμβασί μας, και δεν θέλω να συνεργασθώ μ' ένα θέατρο που αρνείται να σεβασθή βασικούς όρους του συμβολαίου μας δ) ο κυριώτερος λόγος, που δεν θέλησα να λάβη μεγαλύτερες διαστάσεις η διαφωνία μας, ήταν η προσωπική μου φιλία με την Αλίκη Βουγιουκλάκη ε) κι αυτός ακόμη ήταν ο λόγος που είχα αποφύγη να φέρω στη δημοσιότητα τα ανωτέρω στ) τώρα, αναγκάζομαι να μιλήσω, γιατί διέρρευσαν στον τύπο πληροφορίες που «έθιγαν την αξιοπρέπειά μου». Το 1986, όταν επανεκδόθηκε για πρώτη φορά το «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» θυμόταν ο Χατζιδάκις: «Σαν σταμάτησε ο κόσμος να γεμίζει το ΡΕΞ, ο Χέλμης έχασε το χαμόγελό του, σοβάρεψε και δύσκολα τον συναντούσε κανείς στους διαδρόμους του Θεάτρου. Κλείστηκε -που λένε- στο γραφείο του. Ο Εγγονόπουλος με κωνσταντινουπολίτικη ευγένεια κι ειρωνεία μου τηλεφωνούσε από το σπίτι του γι' ασήμαντες λεπτομέρειες γύρω από τον ετοιμαζόμενο δίσκο. Ο Σολομός άρχισε κιόλας να ετοιμάζει μια επόμενη θεατρική του απασχόληση. Και η Βουγιουκλάκη, μελαγχολικά ξανάγινε. ξανθιά, για να την αναγνωρίζουν τα παιδιά. Εγώ συνέχισα τις ηχογραφήσεις για το δίσκο χωρίς την Αλίκη μελαχρινή ή ξανθιά. Γιατί η Αλίκη ανήκε σε διαφορετική δισκογραφική εταιρεία από μένα (σ.σ. η Βουγιουκλάκη ηχογραφούσε για την Fidelity, ενώ ο Χατζιδάκις στην Columbia). Και η εταιρεία είναι Ε τ α ι ρ ε ί α . Δεν αστειεύεται». Σκηνικό του Νίκου Εγγονόπουλου για την παράσταση «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» του 1962 (πηγή: LP «Καίσαρ και Κλεοπάτρα», 1986) Σκηνικό του Νίκου Εγγονόπουλου για την παράσταση «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» του 1962 (πηγή: LP «Καίσαρ και Κλεοπάτρα», 1986) Το «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» του Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω ήταν η πρώτη εμφάνιση της Αλίκης Βουγιουκλάκης στο θέατρο ως θιασάρχισσα. Τη μετάφραση του έργου είχε κάνει ο Κώστας Σταματίου, ενώ τη σκηνοθεσία του είχε αναλάβει ο Αλέξης Σολομός. Οι πρωταγωνιστές πολλοί και διάσημοι. Εκτός από την Αλίκη Βουγιουκλάκη (Κλεοπάτρα), στο έργο εμφανίζονταν οι Τζαβάλας Καρούσος (Καίσαρ), Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Δήμος Σταρένιος, Τζόλυ Γαρμπή, Γιώργος Πάντζας, Γιώργος Κωνσταντίνου και πολλοί άλλοι. Πολύ ενδιαφέρον είχε και το σημείωμα του Νίκου Εγγονόπουλου για την παράσταση. Γράφει ανάμεσα σε άλλα: «Χρωστώ χάρη και στην δεσποινίδα Βουγιουκλάκη, και στον Μάνο Χατζιδάκι, και στον Αλέξη Σολομό, που με άφησαν ελεύθερο ν' αποκαταστήσω, στο θέατρο, την αλήθεια σχετικά με την εποχή, τον διάκοσμο, τα φορέματα ενός έργου με κεντρική ηρωίδα την Κλεοπάτρα. Είθισται παρόμοια έργα να τ' "ανεβάζουν", είτε στη σκηνή, είτε στον κινηματογράφο (όπως, λόγου χάριν, και στην τελευταία πολύκροτη ταινία με την Ελισάβετ Ταίυλορ) με μια παράξενη, αρκετών αιώνων, παρέκκλιση από την πραγματική τους εποχή. Πάντα σ' έναν φαραωνικό αιγυπτιακό ρυθμό, του τύπου "Αΐντας". Κι αυτό γιατί μέχρι σήμερα οι "πληροφορίες" των Δυτικών ειδικών "επιστημόνων" συστηματικά αποσιωπούσανε, απέκρυπταν την αλήθεια για την Πτολεμαϊκή Αίγυπτο, για την ελληνική Αλεξάνδρεια, για την επικράτεια των Λαγιδών.(.) Έφτασε πια ο καιρός να μας ξεφουρνίσουν ίσως αύριο, με κάθε επισημότητα, πως η Αγία Σοφία και ο διάκοσμός της, τα μωσαϊκά του Καχριέ-Τζαμί, είναι έργα. Τούρκων!(.) Οι Πτολεμαίοι είχανε ελληνική συνείδηση, ελληνικά έθιμα, μιλούσαν ελληνικά. Οι μεγάλες αιγυπτιακές πόλεις είτανε αμιγώς ελληνικές, και μόνο στην Αλεξάνδρεια υπήρχε μια κάποια μειονότης ελληνιζόντων Εβραίων. Αν η Αλεξάνδρεια δεν ήταν πόλις παλαιόθεν ελληνική, είτανε τουλάχιστον ελληνίς από της ιδρύσεώς της. Οι ντόπιοι, οι πραγματικοί Αιγύπτιοι απαρτίζανε τον αγροτικό πληθυσμό της χώρας. Το καθαρά αιγυπτιακό Ιερατείο το είχανε όχι μόνο απόλυτα σεβαστεί οι Πτολεμαίοι, με τη γνωστή των Ελλήνων ανεξηθρησκεία, αλλά και το περιποιόντουσαν όλως ιδιαιτέρως, και από πολιτική και από δεισιδαιμονία(.)». Καθώς διαβάζω το κείμενο του Εγγονόπουλου, ακούγοντας συγχρόνως τις υπέροχες μουσικές και τα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι από τον δίσκο («Σαραμπάντα», «Η μητέρα μου ήταν γάτα», «Κοιμισμένη πριγκήπισσα», «Ο Νείλος είναι μια πηγή».), αναλογίζομαι τα τόσα διαφορετικά επίπεδα που θα μπορούσε ν' ανοίξει μπροστά σου μια τέτοια παράσταση και. σχεδόν ανατριχιάζω. Κυρίως για 'κείνο το ελληνικό φορτίο της, που, ενώ ήταν αυθεντικά κοσμοπολίτικο, διατηρούσε την ίδιαν ώρα όλη τη στόφα και τη σοφία τής αληθινής λαϊκής αφήγησης. Δεν ξέρω αν πρέπει να το πω, αλλά θα το πω. Ανεπανάληπτες καταστάσεις!
Πηγή: www.lifo.gr

Ανιχνευτής ο Fuji Tomo Kazu.

24.10.15

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ Ευχαριστούμε Μάνο Χατζιδάκι.

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί συναθλητές της σιωπής και της αποχής καλημέρα κ.ο.μ. Ξανά σήμερα στο filomatheia blogspot. gr MANOS XATZIDAKIS ευχαριστώ θερμά τους/τις φίλες και φίλους για τα καλά τους λόγια σχετικά με τις αναρτήσεις για τον ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ συνεχίζουμε λοιπόν το αφιέρωμα σ' αυτόν τον υπέροχο Έλληνα, σ' αυτόν τον καταπληκτικό δημιουργό, Αριάδνη έχεις απόλυτα δίκο και για μένα  ''Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΡΩΤΙΚΟΣ'' είναι το αριστουργήμά του, είναι η πεμπτουσία των έργων του, φοβερή μουσική, ανεπανάληπτες ερμηνίες. Σας εύχομαι ξανά καλή ακρόαση και καλή ανάρρωση, με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος.
Τα ευθύβολα λόγια του. Μια μικρή επιλογή από ρήσεις του Μάνου Χατζιδάκι 
AΠΟ ΤΗ ΧΡΥΣΑ ΓΙΑΜΟΥΡΙΔΟΥ
Για τον Έρωτα «Αν ξαναρχόμουνα στον κόσμο θα ήταν για να κάνω έρωτα και για το μόνο που θα λυπηθώ όταν θα φύγω, θα ΄ναι για τον έρωτα που θα χάσω.»
Για την Εξουσία «H εξουσία είναι μια εγωπαθής και ανεγκέφαλη κυρία που αγαπάει τους εραστές της και καταδιώκει όσους την αντιπαθούν και την εχθρεύονται.»
Για τη δόξα, το τραγούδι και τους «δήθεν» «Αδιαφορώ για την δόξα. Με φυλακίζει μες στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ. Πιστεύω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων, κι όχι σ' αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθέντες συνήθειές μας. Περιφρονώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία καθώς και την κάθε λογής χυδαιότητα.»
Για τον Θάνατο «Η ιδέα του θανάτου οδηγεί τον αληθινά ελεύθερο άνθρωπο στο να αντιληφθεί βαθιά μέσα του, πως η ύπαρξή Του έχει ημερομηνία λήξεως. Ο Άνθρωπος οφείλει να συμφιλιωθεί με την ιδέα αυτή κι όχι να αγκιστρώνεται από τη ζωή σε σημείο που να μη θέλει να φύγει-πράγμα που όλες οι θρησκείες εκμεταλλεύονται υποσχόμενες μελλοντική κι ατέλειωτη ζωή. Κι όμως είναι τόσο απλό, γι' αυτό και τόσο δύσκολο.»
Για κάθε λογής φασισμό «Βιώνουμε μέρα με την ημέρα περισσότερο το τμήμα του εαυτού μας που ή φοβάται ή δε σκέφτεται, επιδιώκοντας όσο γίνεται περισσότερα οφέλη. Ώσπου να βρεθεί ο κατάλληλος "αρχηγός" που θα ηγηθεί αυτού του κατάπτυστου περιεχομένου μας. Και τότε θα 'ναι αργά για ν'αντιδράσουμε. Ο νεοναζισμός είμαστε εσείς κι εμείς - όπως στη γνωστή παράσταση του Πιραντέλλο. Είμαστε εμείς, εσείς και τα παιδιά σας.» 
Πηγή: www.lifo.gr

O Μάνος Χατζιδάκις μιλά στον Στ. Τσαγκαρουσιάνο
"Σήμερα δεν τολμάς πια να δοθείς. Αναγκάζεσαι διαρκώς να αλώνεσαι".Υπήρξε μια εποχή σ' αυτή την πόλη, που περπατώντας «πολλές φορές τη νύκτα» άκουγα τις αναπνοές των ανθρώπων απ' τ' ανοιχτά παράθυρα. Άκουγα τις ερωτικές τους συνομιλίες, τους ψιθυρισμούς τους, τις αγωνίες τους για τις ασήμαντες ή σπουδαίες υποθέσεις. Κι όσο απομακρυνόμουνα στις συνοικίες, τόσο πιο πολύ έμπαινα στη διαφάνεια του κόσμου τους. Τότε η παρουσία του ανθρώπου στις γειτονιές και τα περίχωρα ήταν παντοδύναμη. Όπως και η παρουσία του έρωτα. Ενός έρωτα που κυκλοφορούσε στον δρόμο και μετουσίωνε την πόλη ολόκληρη σ' ένα ερωτικό εργαστήρι. Σήμερα δεν υπάρχουν δρόμοι, δεν υπάρχουν ούτε νέοι για να αισθανθούν τον έρωτα και να τον ενσαρκώσουν. Η επικινδυνότητα του έρωτα -το πιο σπουδαίο ίσως συστατικό του- είναι στο δόσιμο, στον χαμό. Επικινδυνότητα δεν είναι το να βρεθείς σφαγμένος ένα πρωί αλλά το να διαλύσεις τα όρια του εγωισμού σου, χωρίς να ξέρεις το σημείο που θα φτάσεις. Δεν έχει αυτό σχέση με το αν κινδυνεύεις σε ύποπτες συνοικίες. Νοσταλγώ μόνο δύο περιόδους στη ζωή μου: όταν ήμουν και στις δύο περιπτώσεις ένα άγνωστο πρόσωπο και το στοιχείο της εξαφανισής μου ήταν εντελώς ισοβαρές με την παρουσία μου. Η απανθρωπιά αυτής της πόλης είναι συνυφασμένη με τις μεγάλες της κλίμακες. Σήμερα δεν τολμάς πια να δοθείς. Αναγκάζεσαι διαρκώς να αλώνεσαι. Έχει διαμορφωθεί, δυστυχώς, μια άλλη ψυχολογία που πριμοδοτεί τον τυχοδιωκτισμό - ένα καθεστώς πια οριστικό. Η μεγάλη κλίμακα φέρνει την αθλιότητα, γιατί κάνει διάφανες και σκληρές τις οικονομικές αντιθέσεις, προκαλώντας την εγκληματικότητα ως απάντηση αυτού του φαινομένου. Ο υπερπληθυσμός των Αθηνών, σε μια πόλη ανάρχως οικοδομημένη, οδήγησε στην αρχιτεκτονική των εργολάβων, που ρίχνει τους ανθρώπους στη λάσπη και μπορεί να γεννήσει μόνον εγκληματίες. Τα δυόμισι εκατομμύρια αυτής της πόλης είναι τυχοδιώκτες της επαρχιακής Ελλάδας που έφερναν βία και ανασφάλεια. Υπάρχει μια κακή εκτίμηση των προοπτικών που θεωρεί την Αθήνα χρυσοφόρα γη. Ή υπάρχει μια χυδαία άποψη περί της επιτυχίας. Τώρα οι πλούσιοι τροφοδοτούν τα σκυλάδικα. Έχουν εξαφανιστεί οι ευγενικές μορφές. Αυτό δεν είναι ανεξάρτητο από την επικράτηση του κιτς. Αρκεί να ρίξετε μια ματιά στις κοσμικές στήλες των εφημερίδων: γκρανγκινιολική κατάσταση, κακοτυπωμένες -πλην έγχρωμες- φωτογραφίες με μάτια κόκκινα, σαν γιοι του Φρανκενστάιν. Δέστε τις φυσιογνωμίες. Δεν εκπέμπουν καμία ευγένεια, μόρφωση ή ήθος. Εξέλιπεν η αρχοντιά και η καλή παιδεία που εξομάλυνε κάπως τις διαφορές των πληβείων και των αρχόντων. Υπάρχουν, όμως, κάθε τόσο ευγενικές μορφές χαμένες στο πλήθος. Τις συναντώ καμιά φορά στις συναυλίες μου, σε διαλέξεις ή παραστάσεις. Είναι, όμως, αυτά πρόσωπα που έχουν οικειοθελώς αποχωρήσει ή ακόμα βάναυσα παραγκωνιστεί, χωρίς να παίζουν κανέναν ρόλο στη ζωή του τόπου. Πώς μπορεί να διορθωθεί αυτή η πόλη; Μόνο με τις σούπερ λουξ συνοικίες, σαν την Πλάκα της Μελίνας, που στην ουσία παραμένει απάνθρωπη και άξενη: ξαναφτιάχνονται για να γίνουν συνοικίες ορισμένων προνομιούχων, για να εντείνουν ακόμη περισσότερο τον διχασμό των στρωμάτων, για να διαλύσουν οριστικά την παλιά, λειτουργική διαταξική δομή της αθηναϊκής συνοικίας. Όταν ήμουν εγώ νεαρός φοιτητής, η Πλάκα ήταν το καταφύγιό μας για τις ωραίες, απλές στιγμές. Και φτηνές. Τότε δεν τρώγαμε στα ακριβά ρεστοράν, προτιμούσαμε την Πλάκα, όπου πίναμε και μιλούσαμε σε χώρους κατεξοχήν συνομιλιών. Η Πλάκα που γνώρισα δεν έχει να κάνει μ' αυτό το απαστράπτον λουξ. Κατά κανέναν τρόπο δεν θα δεχτώ τη μουσική κρίση ενός ζωώδους νέου, κι ας με ελκύει σεξουαλικά. Οι νέοι που μ' ενδιαφέρουν είναι αυτοί που με ανακαλύπτουν. Όπως κι εγώ, νεαρός, μες στην αγέλη της ηλικίας μου, ανακάλυπτα τους δασκάλους μου, έτσι θα 'θελα να με βρουν οι νέοι σήμερα. Μόνο μέσα από μια τέτοια παιδευτική σχέση, ανάμεσα στους παλιούς και τους νέους επίλεκτους, προχωρεί η ποίηση μέσα σ' αυτή την πόλη. Ο έρωτας σήμερα δεν είναι για μένα αποκλειστικά σεξουαλικός μηχανισμός. Με έλκουν οι νέοι που πρωτίστως νογάνε, αυτοί που θα εκπροσωπήσουν τη γενιά τους αύριο. Όπως η γέννηση ενός παιδιού είναι ένα διαβατήριο για τη μελλοντική γενιά (όταν δεν αποτελεί δημογραφικό στόχο, αλλά φυσική συνέπεια του έρωτα), έτσι κι αυτή η έλξη μου για τους επίλεκτους νέους διεκδικεί ένα διαβατήριο ποιητικής συνέχειας. Όμως υπάρχει αυτό το τίμημα της σεξουαλικής γνώσης: έχει χαθεί ο έρωτας ανάμεσα στους νέους. Υπάρχουν καλές κατασκευές, πολλές φορές μια ωραιότατη πράξη - έχει χαθεί η αδεξιότητα των παλαιοτέρων. Αλλά μαζί μ' αυτή έχει χαθεί και η ένταση μιας ερωτικής μυθολογίας, αφού όλοι «ερώνται» με εξαλλοσύνη μέσα από ασφαλιστικές δικλείδες. Παλιότερα οι άνθρωποι χάνονταν στον έρωτα, παραδινόντουσαν. Έχετε δει εσείς σήμερα να χάνεται κανείς από το πάθος; Ο κάθε έρωτας πρέπει να 'χει την υποψία ενός μεγάλου. Είμαι εξαίρετα μόνος προκειμένου να καταναλίσκομαι. Τη μοναξιά, έτσι όπως τη χρησιμοποιείτε, τη συνάντησα για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη - παλιότερα στην Ελλάδα δεν τη είχα ακούσει. Δέχομαι την ένστασή σας ότι άκουγα τότε τη λέξη «πείνα» και «επιβίωση». Αλλά σκεφτείτε ότι αυτό ήταν υγιέστερη κατάσταση. Στην Κατοχή το Δημόσιο Ψυχιατρείο είχε κλείσει και η έννοια των καρδιακών νοσημάτων ήταν σχεδόν άγνωστη. Θέριζε, βέβαια, η φθίση, που έγινε θρυλική με τη Μαργαρίτα Γκωτιέ. 
Νοσταλγώ μόνο δύο περιόδους στη ζωή μου: όταν ήμουν και στις δύο περιπτώσεις ένα άγνωστο πρόσωπο και το στοιχείο της εξαφανισής μου ήταν εντελώς ισοβαρές με την παρουσία μου. Την πρώτη, ακριβώς μετά τον Πόλεμο, όταν οι μεγάλες ομάδες ξεχυνόντουσαν στους δρόμους κι εγώ ήμουν μια απίθανη μονάδα όλως ανυποψίαστη. Και άλλη μια φορά, στην Καλιφόρνια, το 1968. Απορείτε που νοσταλγώ την ανωνυμία και όχι έναν έρωτα; Δεν συμφιλιώθηκα ποτέ με τη διασημότητα. Όταν είμαι με κόσμο, είμαι αμήχανος. Κάθε φορά νιώθω έναν μικρό πανικό, που απλώς έχω τη δύναμη να μεταμφιέζω. Δεν υπερβάλλω που σας λέω πως μόνο αυτές οι δύο περίοδοι (η «Εποχή της Μελισσάνθης» και η εποχή της «Δεύτερης Μυθολογίας») ήταν οι κορυφώσεις της ζωής μου... Θυμάμαι ακόμα τη λεωφόρο Κάνυον, τότε το '68, που έδενε τα βουνά του Χόλιγουντ, γεμάτα σπίτια νέων που συζούσαν, που το βράδυ έπαιζαν μουσική, μοίραζαν free press, ενταγμένοι στο νεανικό κίνημα με την πρώτη πολιτική συνείδηση. Έγινα τότε φίλος με το συγκρότημα Jefferson Airplane κι έφυγα μαζί τους, χάθηκα για 6 μήνες μες στο Λος Άντζελες, το πνιγμένο στα ινδικά αρώματα. Για όλα αυτά τα παιδιά ήμουν απλώς ένας περίεργος Έλληνας που τους ακολουθεί. Αλλά εγώ, βλέπετε, ήμουν πολύ ρωμιός, πολύ αττικός για να χαθώ. Έτσι γύρισα στη Νέα Υόρκη. Όμως αυτές οι εποχές είναι οι μόνες που μπορώ να νοσταλγήσω - όλες τις άλλες σας τις χαρίζω. Συνέντευξη στο Στάθη Τσαγκαρουσιάνο το 1985.
Πηγή: www.lifo.gr
Aνιχνευτής Fuji Tomo Kazu

23.10.15

23/10/1925 23/10/2015 ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ 90 χρόνια μετά... Μα που πήγαν οι Έλληνες; Μα που είναι κρυμμένοι οι λεγόμενοι άνθρωποι του πνεύματος;

Φίλες και Φίλοι καλημέρα, ξανά σήμερα ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ το αφιέρωμα συνεχίζεται γι' αυτόν τον υπέροχο Έλληνα, αξίζει τον κόπο να διαβάσετε τα σταράτα λόγια ενός ακόμα υπέροχου Έλληνα και καταπληκτικού μουσικού, του ΓΙΏΡΓΟΥ ΖΑΜΠΕΤΑ για τον ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ σκεφτόμουν σήμερα που είναι η επέτειος των 90 χρόνων από τη γέννηση του 23/10/1925 λόγω του αφιερώματος του δεύτερου προγράμματος της ΕΡΤ μήπως ο πρόεδρός της ο κ. ΤΣΑΚΝΗΣ θα έπρεπε να ζητήσει συγγνώμη από τον ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ  εκ μέρους των τότε υπαλλήλων της ΕΡΤ που χλέυαζαν αυτόν τον κορυφαίο συνθέτη επειδή τόλμησε να ξεβρομίσει τον κόπρο του Αυγέα, καλές οι τιμές σήμερα αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε τη λάσπη που είχαν ρίξει τότε, μιλάω για την εποχή του ΤΡΙΤΟΥ επίσης μήπως επιτέλους κάποιος φορέας θα έπρεπε να αναλάβει τη διωργάνωση του ετήσιου φέστιβαλ, -στα πρότυπα του εξωτερικού- για να τιμούμε τη μνημη του ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ; Αυτό το φεστιβάλ μπορεί να συμπεριλάβει αρκετές πόλεις της Ελλάδας και κάθε φορά να ανακαλύπτουμε έναν καινούριο ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ μέσα από τις διαφορετικές προσεγγίσεις των εκάστοτε καλλιτεχνών. Τί θα έλεγε γι' αυτή την πρόταση ας πούμε ο τραγουδοποιός ΑΛΚΊΝΟΟΣ ΙΩΑΝΊΔΗΣ; εννοώ στο να γινόταν αυτός που θα άναβε και θα συντηρούσε τη φλόγα αυτής της πρωτοβουλίας. Πριν σας παρουσιάσω το άρθρο για τον ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ θα μου επιτρέψετε να σας παρουσιάσω ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του DOMINIQUE EUDES με τίτλο  ''ΟΙ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΙ'' σελίδα 68 για κάποιους ΥΠΕΡΟΧΟΥΣ-ΜΟΝΑΔΙΚΟΥΣ ανωνυμους ΕΛΛΗΝΕΣ που στις 05/03/1943 ως νέοι Σπαρτιάτες όρμηξαν στις κάνες των όπλων των Γερμανοϊταλών στρατιωτών και αναρωτήθηκα: MA ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;
''Οι διαδηλώσεις των δυο τελευταίων εβδομάδων κόστισαν ακριβά, οι Αθηναίοι όμως ετοιμάζονται για μιαν ακόμα φορά ν' αψηφήσουν τα αυτόματα.
Προσυγκεντρώσεις γίνοντε σε όλα τα σημεί της πόλης. Τα ρεύματα συγκλίνουν και η θάλασσα του λαού της Αθήνας προσκρούει από τις πρώτες πρωϊνές ώρες σε μια πρωτοφανή κινητοποίηση των Γερμανοϊταλων. Όταν η πρώτη φάλαγγα ξεπροβάλει στον χώρο της Ακαδημίας, τα αυτόματα αρχίζουν να βάλουν χωρίς διακοπή. Γερμανοί τοποθετημένοιστις στέγες, ρίχνουν χειροβομβίδες μέσα στη συμπαγή μάζα του πλήθους. Οι απώλειες είναι φοβερές. Μια δύναμη όμως αν΄ψνυμη και αποφασιστική, αναβλύζει από παντού και σπρώχνει και ποδοπατά τις πρώτες ζώνες ασφαλείας -200.000 άνθρωποι, το ένα τέταρτο του πληθυσμού της Αθήνας, βαδίζουν με άδεια χέρια απέναντι στο χαλάζι των σφαιρών.
Ακόμα μια φορά, το κύμα αυτό στρέφεται προς το Υπουργείο Εργασίας, που έχει μεταβλγθεί σε πραγματικό φρούριο. Η φρουρά έχει δεκαπλασιαστεί και ένας λόχος Γερμανοί υποστηρίζουν τους Ιταλούς. Η πρώτη έφοδος των διαδηλωτών αποτυχαίνει κάτω από τα πυρά . Ύστερα από μια μικρη ταλάντευση, η μάζα ορμά, παράλογα, τρελά, ασυγκράτητα. Αέρα!!!!!!!!!!! Ούτε οι νεκροί ούτε το αίμα δεν αναχαιτίζουν αυτή την ορμή, το πλήθος καταυθύνεται στον στόχο του, συνεπαρμένο από τον ίλιγγο της εφόδου. Οι χειροβομβίδες και τ' αυτόματα δεν μπορούν πια να χρησιμοποιηθούν. Δυνάμεις ασφαλείας και διαδηλωτές ρίχνονται στην πάλη σώμα με σώμα. Η μάζα αρπάζει, ξεσκίζει, καταπίνει τους στρατιώτες. Για άλλη μια φορά, το υπουργείο παραδίνρται στις φλόγες.
Η αιματοχυσία εξακολουθεί στο τετράγωνο ώσπου όλα τα αρχεία και όλα τα γραφεία γίνοντε στάχτη.
Λίγες μέρες νωρίτερα, ο Χίτλερ είχε απαγγείλει με τσακισμένη φωνή τον επικήδειο των στρατευμάτων του Σταλινγκραντ. Δεν θα του είναι τώρα δυνατό να χαλαρώσει την πίεση του στην Ελλάδα και να αντλήσει από εκεί τις μονάδες που τόσο είχε ανάγκη στο Ρωσικό Μέτωπο. Χτυπάει με μανία τα πόδια του:
''Πρέπει να ξεμπερδέβουμε μ' αυτές τις ψείρες''.
Δεν θα ξεμπερδέψει όμως ποτέ.
Εδώ κλείνει το απόσπασμα και αρχίζει το δικό μου σχόλιο: Ποτέ; ποτέ μη λες ποτέ, αυτό που δεν μπόρεσε να κάνει τότε το ζούμε τα τελευταία χρόνια. Φίλες και Φίλοι σε κείνους τους ΑΓΙΟΥΣ ΗΡΩΕΣ υποκλίνομαι με σεβασμό και δέος.

Και τώρα ας πάμε στον ΥΠΕΡΟΧΟ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ

Για τη σημερινή επέτειο του Μάνου Χατζιδάκι ΙΙ
Ένα συγκινητικό διήγημα του σκηνοθέτη Λάκη Παπαστάθη.
Από τον ΑΝΤΩΝΗ ΜΠΟΣΚΟΪΤΗ
Την όπερα του Μότσαρτ τότε τη λέγαμε Μαγεμένο Αυλό και όχι Μαγικό όπως σωστά λέγεται σήμερα. Γι' αυτό και το εστιατόριο όπου σύχναζαν διανοούμενοι, καλλιτέχνες και φιλότεχνοι όλοι το ήξεραν σαν Μαγεμένο Αυλό. Ήταν πασίγνωστο στην Αθήνα για το καλό φαγητό του, αλλά κυρίως γιατί τις βραδινές ώρες σύχναζε εκείνος. Έτρωγε συνήθως τορνεντό σωτέ και μετά έπινε τον εσπρέσσο του ρίχνοντας μέσα κάτι σαν ζαχαρίνη. Δεν ήταν ποτέ μόνος. Κατέφταναν σιγά - σιγά φίλοι και συνεργάτες που έκαναν έναν κύκλο γύρω του. Συνήθως μόνο άντρες. Μουσικοί, ποιητές, ζωγράφοι, ηθοποιοί, σκηνοθέτες γέμιζαν τις καρέκλες και τις έσερναν κοντά του. Ανάμεσα τους πού και πού και κάποιος νέος άγνωστος, λαϊκό παιδί, που δεν μιλούσε καθόλου. Αυτός καθόταν πάντα δίπλα του και έφευγε μαζί του. Άκουγε τις συζητήσεις χωρίς να πολυκαταλαβαίνει γιατί τα θέματα σχετίζονταν με την τέχνη και τους καλλιτέχνες. Εκείνος κυριαρχούσε, όλοι κρέμονταν από τα χείλη του. Σαν να ήταν πρύτανης ενός προφορικού πανεπιστημίου του καφενείου, που λειτουργούσε μόνο τις βραδινές ώρες και είχε επιλεγμένους ακροατές. Χωρίς να στο λέει, καταλάβαινες αν ήσουν ευπρόσδεκτος ή όχι. Αν δηλαδή τις δυο-τρεις πρώτες φορές φαινόταν πως ταίριαζες, πως κολλούσες, γινόσουν τακτικός θαμώνας. Σαν να περνούσες από εξετάσεις. Έλεγε αστεία - τρανταζόταν πάντα από το γέλιο μόλις τα τελείωνε, έστω κι αν τα είχε πει δεκάδες φορές - αλλά και πολύ γοητευτικές ιστορίες για τη ζωή του στο θέατρο, τον κινηματογράφο και τη μουσική. Αξιολογούσε και την πνευματική ζωή μ' έναν πολύ προσωπικό τρόπο. Δεν ήταν μόνο οι θαμώνες αλλά και οι περαστικοί που για λίγο στα όρθια έλεγαν δυο κουβέντες μαζί του και χάνονταν. Αυτές οι συζητήσεις, κάτω από την ψωραλέα ακακία, στο μισοσκόταδο, σαν να είχαν κάτι από τα αρχαία συμπόσια. Ακουγόταν λόγος προφορικός και ελεύθερος που δεν στερεωνόταν με τη γραφή. Εκείνος δεν μιλούσε σαν δοκιμιογράφος, ούτε σαν σοφός, αλλά σαν μουσικός και ποιητής. Οι σκέψεις του είχαν πάντα κάτι ρευστό, συγκινητικό και ερωτικό. Όταν τον άκουγες, ενεργοποιούσες το είναι σου για να επωφεληθείς από τα λεγόμενα του. Κάθε Σάββατο, αργά το βράδυ, ένα γκαρσόνι του έφερνε το λογαριασμό της εβδομάδας μέσα σε κλειστό φάκελλο. Αυτός τον άνοιγε, κοιτούσε το νούμερο και ξεσπούσε σε γέλια. Μετά άνοιγε το τσαντάκι του, έπαιρνε το μπλοκ επιταγών, έγραφε το νούμερο και υπέγραφε. Επειδή το στυλό του ήταν με μελάνι, κουνούσε την επιταγή να αερίζεται για να στεγνώσει. Κάποιοι γνώριζαν πως πλήρωνε μια μικρή περιουσία κάθε εβδομάδα γιατί δεν άφηνε ποτέ κανέναν από την παρέα να πληρώσει ούτε μια δραχμή. Επιπλέον η φροντίδα του για τα γκαρσόνια ήταν πάντα διακριτική και γενναιόδωρη. Γνώριζε την οικογενειακή κατάσταση του καθενός και τους φώναζε πάντα με τα μικρά τους ονόματα. Δεν ήταν μόνο οι θαμώνες αλλά και οι περαστικοί που για λίγο στα όρθια έλεγαν δυο κουβέντες μαζί του και χάνονταν. Ο δρόμος μπροστά στον Μαγεμένο Αυλό δεν ήταν πολυσύχναστος κι εύκολα μπορούσες να ξεχωρίσεις τον κάθε περαστικό. Όπως το μηχανάκι με τους δυο καβάλα που σήμερα πηγαινοέρχονταν και κοίταζαν επίμονα. Η παρέα σκορπούσε τρεις - τέσσερις ώρες μετά τα μεσάνυχτα. Εκείνος πήγαινε με τα ποδια στο σπίτι του που ήταν κοντά. Ένα βράδυ, όταν ξεκλείδωσε και άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος, δημιουργήθηκε ρεύμα και ο αέρας τον χτύπησε στο πρόσωπο. Άκουσε και το παράθυρο να κλείνει με θόρυβο. Μόλις άναψε το φως τα είδε όλα στο πάτωμα. Τους δίσκους, τα βιβλία, τα συρτάρια του. Από το ράφι έλειπαν το πικάπ και το μαγνητόφωνο. Πλησίασε στο ανοιχτό παράθυρο. Είδε τρεις να απομακρύνονται. Δεν ήταν εύκολη η φυγή τους. Ισορροπούσαν δύσκολα, φορτωμένοι τα λάφυρα, στο στενό περβάζι του διπλανού σπιτιού μεταξύ δευτέρου και τρίτου ορόφου. Με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο και με μικρά πλάγια βηματάκια προσπαθούσαν να απομακρυνθούν. Κινδύνευαν να πέσουν γιατί δεν είχαν από που να πιαστούν. Δεν καλόβλεπε τα πρόσωπα τους, αλλά η μία φιγούρα κάτι του θύμιζε. Το μόνο που ένιωθε ήταν αγωνία μην πάθουν τίποτα. Πώς να τους βοηθήσει; Η φωνή του βγήκε πνιχτά: - Προσέξτε...σιγά - σιγά, μη φοβάστε... Οι δύο κατάφεραν να περάσουν στη διπλανή ταράτσα και να εξαφανιστούν. Ο τρίτος δεν μπόρεσε να συνεχίσει και έπεσε. Τηλεφώνησε αλαφιασμένος να έρθει ασθενοφόρο. Μετά βγήκε τρέχοντας. Κατέβηκε τις σκάλες στα σκοτεινά, κινδυνεύοντας να τσακιστεί. Έφτασε στο φωταγωγό. Τον είδε και πλησίασε. Σφάδαζε, δε μπορούσε να κουνηθεί. Τον αναγνώρισε... - Παντελή... - Με συγχωρείτε, ντρέπομαι. Εγώ τους έφερα, ήξερα πως είστε στον Μαγεμένο Αυλό. - Κουράγιο, θά'ρθει το ασθενοφόρο σε λίγο. Πάω στην πόρτα να τους περιμένω μη χαθούν. Δεν θα ξέρουν πού να χτυπήσουν. Πού να μας βρουν στο φωταγωγό...Όλα θα πάνε καλά. Το ασθενοφόρο ήρθε γρήγορα γιατί διανυκτέρευε ο Ευαγγελισμός που ήταν κοντά. Δύο νοσοκόμοι τον έβαλαν στο φορείο προσεκτικά. Μπήκε κι αυτός μέσα στο αυτοκίνητο και κάθισε δίπλα του. Στο νοσοκομείο τον πήγαν για ακτινογραφίες. Διαπιστώθηκε κάταγμα στο δεξί του πόδι. Το έβαλαν στο γύψο. Μετά τον μετέφεραν σ' ένα δωμάτιο με τέσσερα κρεβάτια - οι άλλοι τρεις ασθενείς ροχάλιζαν. Οι γιατροί και οι νοσοκόμοι έκπληκτοι τον αναγνώρισαν και του μίλησαν με μεγάλο σεβασμό. - Είναι συγγενής σας; - Φίλος. - Τι ασφάλεια έχει; ΤΕΒΕ ή ΙΚΑ; Κοίταξε τον Παντελή που τώρα ένιωθε κάπως καλύτερα. - Έχω στο σπίτι το βιβλιάριο του ΙΚΑ. Στο Σκαραμαγκά δουλεύω. Θα τηλεφωνήσω στην αδελφή μου να το φέρει. Άρχισε σιγά - σιγά να ξημερώνει. Κοιτάζονταν για ώρα. - Η αστυνομία θά'ρθει; Θα χάσω τη δουλειά μου. Αυτός κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. - Ησύχασε. - Θα πω στους άλλους να φέρουν πίσω το μαγνητόφωνο και το πικάπ. Σταμάτησαν να μιλάνε για λίγο γιατί στο δωμάτιο μπαινόβγαιναν νοσοκόμες που μετέφεραν κάποιον με καροτσάκι. - Δεν θα σε ξαναδώ στο νοσοκομείο. Σε λίγες ώρες θα φύγεις. Έχεις λεφτά για το ταξί; Ο Παντελής κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. - Να μου τηλεφωνήσεις, ο αριθμός δεν άλλαξε. Του χάιδεψε βιαστικά τα μαλλιά και βγήκε. Πρωινή Αθήνα. Άναψε τσιγάρο χωρίς να χρησιμοποιήσει τη μικρή πίπα που συνήθιζε. Βαθιές ρουφηξιές. Έξω από τον Ευαγγελισμό η ζωή ξυπνούσε. Πολλοί περίμεναν ν' ανοίξουν οι πόρτες για το επισκεπτήριο ψωνίζοντας κουλούρια, γλυκά και λουλούδια. Άγνωστες εικόνες γι'αυτόν σε μια ώρα που συνήθως κοιμόταν. Έφτασε στο Χίλτον. Στάθηκε απέναντι απ' τη μεγάλη προμετωπίδα που χάραξε πριν χρόνια ο φίλος του. Αυτή την ώρα, με αυτό το φως, τα χαράγματα του έμοιαζαν με αρχαϊκά. Κατηφόρισε τη Βασιλέως Κωνσταντίνου. Σκέφτηκε να στρίψει για καφέ στο Μαγεμένο Αυλό, που σχεδόν δεν έκλεινε ποτέ. Το καφενείο όμως με το πρωινό φως ήταν ένα άλλο καφενείο, άγνωστο σ' αυτόν. Μπαίνοντας στο σπίτι κάθισε στο πιάνο. Άρχισε να παίζει. Αργά στην αρχή, πολύ έντονα μετά. Αυτοσχεδίαζε για πολλή ώρα. Ο ίδιος ήταν απολύτως προσηλωμένος, σαν να εκτελούσε με ακρίβεια ένα συγκεκριμένο μουσικό έργο που το είχε μελετήσει για μήνες. Κι ας μην το γνώριζε, κι ας μην τό'χε ξανακούσει. Ήταν σίγουρος πως δεν θα μπορούσε να το ξαναπαίξει, πως αναδύθηκε ξαφνικά από μέσα του κι εξαφανίστηκε. Όταν τελείωσε αναρωτήθηκε, όπως όταν ήταν μικρός, από που έρχεται η μουσική; Και μετά, αφού την ακούσουμε, πού πάει; Μετά το λαχάνιασμα και την ένταση έπαιξε κάτι αργό, μια δική του σύνθεση, το Βαλς των Χαμένων Ονείρων. Το είχε γράψει πριν απο δεκαετίες για μια ελληνική ταινία της σειράς. Την ταινία τη ξέχασε, τη μουσική όμως την έπαιζε συχνά, τον συγκινούσε πάντα, παρ'όλο που δεν είχε χορέψει ποτέ στη ζωή του βαλς. Είχε ζητήσει να ταφεί μακριά από την Αθήνα. Όσο γινόταν πιο απλά. Όταν έφυγε απ' τη ζωή συνόδευσαν τη σορό του μόνο φίλοι και γνωστοί. Παρά την πανελλήνια συγκίνηση, ο κόσμος σεβάστηκε την επιθυμία του. Όλη η παρέα του Μαγεμένου Αυλού έδωσε το παρόν. Στο τέλος, ένας σαραντάρης με γκρίζους κροτάφους έμεινε μόνος πάνω απ' τον τάφο με τα λουλούδια δακρυσμένος. Δύο συνομήλικοι που στέκονταν παραδίπλα τού φώναξαν: ''Έλα, Παντελή, πάμε...''
Πηγή: www.lifo.gr
Ανιχνευτής ο Πεπέ-Πουφ-Ενδυμίων                                                                                                        

22.10.15

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΣΕΒΑΣΜΟΣ

Φίλες και Φίλοι καλησπέρα όπως σας είχα ενημερώσει με τη χθεσινή ανάρτηση θα συνεχίσουμε στο filomatheia blogspot.gr το αφιέρωμα στον ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ αυτή τη φορά μιλάει για τον συνθέτη-στοχαστή ο κ. ΣΤΑΘΗΣ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΣ σας εύχομαι καλή ανάγνωση και καλή ακρόαση σε όποιες μελωδίες αποφασίσετε ν' ακούσετε. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος. 
Καθώς η Ελλάδα νοσεί εκ νέου, η απουσία του Χατζιδάκι γίνεται σχεδόν επώδυνη. Στο νέο κύκλο του άρρωστου δημόσιου βίου, οι παρεμβάσεις του θα ήταν κρίσιμες.
 Τον θαύμαζα βαθύτατα και του μιλούσα πάντα στον πληθυντικό, ενώ δεν το ήθελε. Θαύμαζα την ελευθερία του, πόσο αλλιώτικο, δριμύ, ακηδεμόνευτο, ιδιοφυές ήταν το βλέμμα του. Χιούμορ και κατανόηση είχε κάθε του κουβέντα. Υψηλή εννόηση. Χαριτωμένο πνεύμα. Τον θαύμαζα βαθύτατα και του μιλούσα πάντα στον πληθυντικό, ενώ δεν το ήθελε. Θαύμαζα την ελευθερία του, πόσο αλλιώτικο, δριμύ, ακηδεμόνευτο, ιδιοφυές ήταν το βλέμμα του. Χιούμορ και κατανόηση είχε κάθε του κουβέντα. Υψηλή εννόηση. Χαριτωμένο πνεύμα.
Από τον ΣΤΑΘΗ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟ
Αποφεύγω να μιλώ προσωπικά για τον Μάνο Χατζιδάκι, για να μη φανεί ότι πάω να κλέψω κύρος. Το κάνουν πολλοί. Ακόμα και άνθρωποι που ξέρω ότι δεν τον ήξεραν. Αλλά σήμερα θέλω να το γράψω: ο Χατζιδάκις μού άλλαξε τη ζωή και κυριολεκτικά με έσωσε. Ήταν ο σημαντικότερος άνθρωπος που συνάντησα στη ζωή μου. Δεν εννοώ ότι με έσωσε συναισθηματικά. Αυτό το έχει κάνει για χιλιάδες Έλληνες. Το έχει κάνει για ολόκληρη τη μεταπολεμική Ελλάδα. Εμείς που μεγαλώσαμε στις επαρχίες, όπου υπήρχε απλότητα αλλά όχι λεπτότητα, υπήρχε γνησιότητα αλλά όχι σεβασμός στη φαντασία, υπήρχε ο ρυθμός της ανάγκης αλλά όχι ιδιαίτερη μέριμνα για τις ανάγκες του συναισθήματος ή της νόησης - για εμάς, στην επαρχία, ο Χατζιδάκις ήταν το παρήγορο πνεύμα που μας υπενθύμιζε ότι αυτό που ζούμε δεν ειναι η μόνη πραγματικότητα. Μόνος, σε αυτό το στεγνό περιβάλλον, άκουγα στο ραδιόφωνο τις εκπομπές του Τρίτου - έμαθα όσα ξέρω και ανέπτυξα μετά. Ο Χατζιδάκις έγινε ο τολμηρότερος στοχαστής της εποχής του - ο ουσιωδέστερος για τα ουσιωδέστερα. Και τα έβαλε με το Τέρας καθεαυτό, την ώρα που οι διανοούμενοι ασχολούνταν με το άνθος του λωτού Εννοώ ότι με έσωσε κυριολεκτικά. Τον συνάντησα πρώτη φορά στα 24 μου χρόνια. Κουτσοέγραφα τότε σε ένα περιοδικό που ασχολιόταν με μια εν πολλοίς άγνωστη έννοια: τη Νέα Οικολογία. Ήταν οπαδός. Με δέχτηκε στο μικροσκοπικό σπίτι που είχε τότε, στην οδό Φωκιανού. Του άρεσε αυτό που έγραψα. Του άρεσαν τρεις ξυραφιές τους κροτάφους μου (τάχα μου πανκ!). Νομίζω, διασκέδαζε με τον γενικό θυμό που με διακατείχε. Και κράτησε το τηλέφωνό μου. Ζούσα τότε την ηλικία μου, χωρίς να ξέρω πού θα με βγάλει. Και ψηνόμουν από γρίπη ένα απόγευμα που μου τηλεφώνησε ο Χατζιδάκις να μου πει ότι πρόκειται να βγάλει ένα περιοδικό κι αν θέλω να πάω να δουλέψω μαζί του, να κάνω συνεντεύξεις. Ήμουν όρθιος πάνω στο κρεβάτι και του μιλούσα. Αυτό ήταν το πιο άγριο όνειρό μου. Και μου προσφερόταν στο πιάτο. Ο Χατζιδάκις ήξερε τους πάντες από τη δημοσιογραφική ελίτ του καιρού, αλλά διάλεγε ένα άβγαλτο μειράκιο για το πρώτο του έντυπο. Έμεινα άυπνος όλο το βράδυ. Και μετά όλα άλλαξαν. Όχι γιατί μου έδωσε την ευκαιρία. Αλλά γιατί έτυχε να τον ζήσω έναν χρόνο από κοντά (κι αργότερα ως σεβάσμιο φίλο). Να γνωρίσω τον κόσμο του, τις αναφορές του, τις βάσεις της παιδείας του που αχνά είχαν εντυπωθεί μέσα μου από τα χρόνια του Τρίτου. Του άρεσε να είναι «δάσκαλος» κι εγώ, που ποτέ δεν είχα κάποιον να μου μάθει τι είναι πρώτο και τι δεύτερο, μάζευα ό,τι έπεφτε στο πάτωμα. Αποδελτίωνα κάθε όνομα που έλεγε, κάθε καλλιτέχνη - και τον έψαχνα μετά (τότε δεν υπήρχε το ίντερνετ!). Του άρεσε να εξηγεί, να ερμηνεύει -από τη μελαγχολία των φάδος μέχρι τον ζόφο της «Αυριανής»- με την «απλή, αφτιασίδωτη γλώσσα των Δοκιμών του Σεφέρη». Μάλλον αποστρεφόταν την επιδεικτική νοηματική κράμπα της γαλλικής σχολής που ήταν τότε της μόδας με τα ήξεις αφήξεις (αν και εκτιμούσε τη Ναταλί Σαρότ), αλλά έβρισκε ερεθιστική την αντιπαράθεση με τους «κουλτουριάρηδες». Του άρεσε να ξημερώνεται στο Πάρτυ, στο σπίτι του, συζητώντας. Τον θαύμαζα βαθύτατα και του μιλούσα πάντα στον πληθυντικό, ενώ δεν το ήθελε. Θαύμαζα την ελευθερία του, πόσο αλλιώτικο, δριμύ, ακηδεμόνευτο, ιδιοφυές ήταν το βλέμμα του. Χιούμορ και κατανόηση είχε κάθε του κουβέντα. Υψηλή εννόηση. Χαριτωμένο πνεύμα. Μέχρι που ο υπόκοσμος της «Αυριανής» πήρε κεφάλι και το «Κλικ» εμφύσησε αυτοπεποίθηση στα χαμηλά ένστικτα των Νεοελλήνων - εσωτερικοί μετανάστες που ζήταγαν εκδίκηση από τις κομμένες ρίζες τους οι περισσότεροι. Εκεί, ο Χατζιδάκις έγινε ο τολμηρότερος στοχαστής της εποχής του - ο ουσιωδέστερος για τα ουσιωδέστερα. Και τα έβαλε με το Τέρας καθεαυτό, την ώρα που οι διανοούμενοι ασχολούνταν με το άνθος του λωτού. Τότε η «Αυριανή», σχεδόν επίσημο όργανο της κυβέρνησης, έγραφε ότι πρέπει όλοι στο Τέταρτο να κάνουμε εξετάσεις για AIDS, διότι η "Μανού" μολύνει τα παιδιά των Ελλήνων - και έδινε έναν αριθμό τηλεφώνου για να πάρει όποιος θέλει να καταγγείλει τις πομπές του κίναιδου. Τώρα, που έχει φανεί ποιος ήταν ο επικίνδυνος, εμετικός φασίστας, και ποιος ο ποιητής, ίσως φαίνεται εύκολη η λύση της εξίσωσης. Όμως, τότε, δεν ήταν. Η «Αυριανή» του κυρίου Κουρή (με τον οποίο ο Νίκος Χατζηνικολάου κάνει τώρα μπίζνες) πούλαγε 350.000 φύλλα καθημερινά, το ΠΑΣΟΚ την είχε ευαγγέλιο, το σάπιο πανελλήνιο που σήμερα κλαίει στα πατώματα μετανιωμένο τότε χειροκροτούσε πρασινοφρουρούς, έμπαινε με τις λασπωμένες γαλότσες στα σαλόνια των αστών να πάρει εκδίκηση, χαχάνιζε με τα αισχρά, σκατολογικά στιχάκια του Μάνου Χάρη, φρικιούσε δήθεν, σουρωμένο μεταξύ διπλοπενιάς, παρτούζας και Μπαλαντάινς, με τα όργια στη βίλα του Ιόλα, ζητούσε αφρισμένο διορισμούς, αργομισθίες και επιδόματα, τα σκάνδαλα πολλαπλασιάζονταν, η κοινωνία αρρώσταινε (έτσι ακριβώς όπως έχει ξαναρρωστήσει σήμερα) και δήλωνε κουλ γι' αυτό. Ο Χατζιδάκις σε ορισμένους φαινόταν ένα εμμονικό, ένδοξο απομεινάρι. Και ήταν. Είναι. Είναι ένα από τα ευγενέστερα πρόσωπα που έβγαλε η Ελλάδα, μεταπολεμικά. Το πρωί που ξυριζόμουν για να 'ρθω στη δουλειά, το ραδιόφωνο έπαιζε μια μουσική του και μ' έπιασαν τα κλάματα. Πάντα πενθούμε τις μεγάλες απουσίες χρόνια μετά, σε μια ανύποπτη στιγμή. Σήμερα, συνειδητοποίησα το μέγεθος της ευεργεσίας που ήταν αυτός ο άνθρωπος στη ζωή μου. Μόνο δωρεά. Μόνο ομορφιά. Μόνο γενναιοδωρία. Και πράγματι ένιωσα ότι μου λείπει πολύ. Όσο ποτέ άλλοτε. Τίποτα δεν γεμίζει το κενό του.
Πηγή: www.lifo.gr


21.10.15

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ ΕΝΑΣ ΠΑΝΤΟΤΙΝΟΣ ΕΦΗΒΟΣ Ευχαριστούμε Μάνο Χατζιδάκι.

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί συνακροατές και μουσικόφιλοι καλησπέρα και οχι μόνο!!!!! Η σημερινή ανάρτηση και μερικές ακόμα που θ' ακολουθήσουν θα είναι αφιερωμένες στον Δημιουργό ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ  που γεννήθηκε στις 23/10/1925 στη Ξάνθη, αυτόν τον υπέροχο συνθέτη, και από τους λίγους σκεπτόμενους που είχαμε στον τόπο μας και που δυστυχώς όπως πάντα σ' αυτόν εδώ τον τόπο η ζήλια, η κακομοιριά και η βλακεία μας δεν μας επέτρεψαν να καταλάβουμε αυτά που έλεγε τότε, και δυστυχώς αρκετοί ούτε και σήμερα, ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ σου χρωστάω ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ για την κληρονομιά που μας άφησες. (αξίζει τον κόπο να διαβάσει κάποιος όλα τα άρθρα που θα ακολουθήσουν, και τα οποία οφείλω να αναφέρω πως είναι τα πιο πολλά από την LIFO και το σημερινό από το ΒΗΜΑ) Ελπίζω η φίλη μας η ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΝΤΟΥΝΗ-ΜΑΓΑΛΙΟΥ να τα βρει ενδιαφέροντα μιας και είναι λάτρης της μουσικής του ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ HΕLLO ΒΑΣΟΥΛΙΝΟ!!!!!! Όσοι από τους επισκέπτες του ιστολογίου μας δεν έχουν ακούσει τον ΜΕΓΑΛΟ ΕΡΩΤΙΚΟ ας σπεύσουν να το κάνουν τώρα, μιλάμε για το ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ του ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ και οχι μόνο!!!!!!! Υ.Γ. Τι κρίμα που δε ζει πια ο ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ για να έγραφε ένα έργο για την πρώτη αριστερήEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmoji κυβέρνηση στην Ελλάδα, για φαντάσου!!!!!!!!!!! ποιά δεξιά κυβέρνηση θα τολμούσε να κάνει αυτά που κάνει η αριστερήEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiκυβέρνηση του κ. Τσίπρα; Ο PEPE GRILLO κάτι ήξερε όταν έλεφε ''αν ο Τσίπρας είναι αριστερός εγώ τότε είμαι δελφίνι''!!!!! Όσο για τον ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΤΡΑ'Ι'ΑΝΟΥ όλα όσα είχε γράψει για τον σημερινό πρωθυπουργό δυστυχώς είναι όπως τα είχε γράψει, και ίσως λίγο χειρότερα. Σας εύχομαι καλή ανάγνωση και καλή ανάρρωση στον μικρό Λάμπρο Αργυρίου. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος-Fuji Tomo Kazu.
Πριν από 25 χρόνια ένας νεαρός τότε δημοσιογράφος συνάντησε τον Μάνο Χατζιδάκι. Εκείνη τη συζήτηση δημοσιεύει σήμερα για πρώτη φορά «Το Βήμα»

Μάνος Χατζιδάκις ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:  20/06/1999 00:00




 Μια ανέκδοτη συνέντευξη
Ηταν το 1983. Τον είχα βρει τότε στο καμαρίνι του στην μπουάτ «Σείριος» ­ μόλις είχε τελειώσει η παράστασή του με τις «Μπαλάντες της οδού Αθηνάς» ­ κατάκοπο, ιδρωμένο και οξύθυμο. Σήμερα, πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, επιστρέφω, ξανασκέφτομαι έντονα εκείνη τη συνέντευξη. Ως 19χρονος τότε φοιτητής-«δημοσιογράφος» νόμισα ότι η αρνητική και ενίοτε επιθετική στάση του Μάνου Χατζιδάκι αποτελούσε δημοσιογραφική αποτυχία, ότι ο αναγνώστης θα εισέπραττε την ίδια ψυχρολουσία με εμένα. Εχοντας ήδη κάνει συνεντεύξεις με τους Ρουμπινστάιν, Παβαρότι και Καμπαγέ για... σχολική εφημερίδα, ήμουν βέβαιος ότι μετά τη μονομαχία ­ όπως το εξέλαβα τότε ­ με τον Χατζιδάκι είχα υποστεί σαρωτική ήττα. Οσο αυθόρμητη και άμεση ήταν η έλξη της μουσικής του τόσο ζύγιασμα και σκέψη χρειαζόταν για να εκτιμήσει κανείς τις κάποτε απόλυτες, εριστικές και φαινομενικά αλαζονικές απόψεις του. Οι επιθέσεις του με άφησαν άναυδο. Το ότι δεν θα γινόταν μουσικός αν γεννιόταν δυνατός και πλούσιος με κατέπληξε. Αλλά εξίσου ενδιαφέρον παρουσιάζει η απογοήτευση και η πικρία του εναντίον ενός μουσικού κατεστημένου όπου κυριάρχησε καθώς και η ταυτόχρονη πεποίθησή του ότι ένας νέος συνθέτης έχει πάμπολλα να διδαχθεί από τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Ισως λόγω ανταγωνισμού ή προσωπικής ανασφάλειας ο Χατζιδάκις ήταν κάθε άλλο παρά γενναιόδωρος με τον έπαινο για τους συγχρόνους του. Ο κουρασμένος συνθέτης κάθησε με τον 19χρονο φοιτητή και του μίλησε. Σήμερα τον ευγνωμονώ.
­ Ποια ήταν η πρώτη επαγγελματική επαφή σας με τη μουσική και στα νεανικά χρόνια σας ποια μουσική σάς επηρέασε περισσότερο;
«"Επαγγελματικά", δεν μ' αρέσει αυτή η λέξη. Επαγγελματίας είναι κανείς από την πρώτη στιγμή που ασχολείται σοβαρά με αυτό που τον απασχόλησε. Αλλο το επάγγελμα από όπου κερδίζουμε χρήματα. Αυτό στη μουσική γίνεται εκ των υστέρων, αν θα γίνει ­ που μπορεί και να μη γίνει».
­ Ισως καλύτερα να λέγαμε σοβαρή επαφή.
«Από την πρώτη στιγμή που άρχισα να γράφω μουσική, σε ηλικία 20 ετών, ήταν σοβαρή η επαφή μου. Με επηρέασαν όλοι οι συνθέτες του καιρού μου και άκουγα με πάθος σύγχρονη μουσική. Τώρα πια είναι πολύ μακριά. Ο Προκόφιεφ και ο Μπάρτοκ με είχαν γοητεύσει το 1945-46, όταν ήμουν 20 ετών. Μετά ο Μπεργκ, o Μάλερ... Αλλά να σας πω ότι με επηρέασαν δεν μπορώ. Αλλη ήταν η καταγωγή μου και άλλη ήταν η μουσική που μου άρεσε να ακούω».
­ Υπήρχε μια αντίθεση εκεί, δηλαδή;
«Δεν υπήρχε αντίθεση, υπήρχε μια ταυτότητα αλλά δεν μπορούσε να ανακαλυφθεί αμέσως στη μουσική που έκανα. Ηθελε πολύ γερή παρατήρηση για να το δει κανείς».
­ Υπάρχει κάτι σχετικό μεταξύ της λαϊκής μουσικής της εποχής εκείνης και...
«Η λαϊκή μουσική της εποχής εκείνης ανακαλύφθηκε από εμένα τον ίδιο. Δεν υπήρχε. Στην εποχή μου τα τραγουδάκια που τραγούδαγε όλος ο κόσμος ήταν ηλίθια και εξακολουθούν να είναι ηλίθια φυσικά. Πάντα είναι ηλίθιο ένα κατασκεύασμα που προσαρμόζεται στις φωνητικές δυνατότητές μας. Το λαϊκό τραγούδι πρέπει να μας εκφράζει... Λοιπόν τα τραγουδάκια που τραγουδάει ο κόσμος είναι βιομηχανικά κατασκευάσματα ­ γίνονται πάντα. Μερικές φορές είναι πολύ καλά αλλά τις περισσότερες φορές είναι ηλίθια ­ αρκεί να είναι στις δυνατότητες τις τραγουδιστικές μας, τις φωνητικές μας, για να μπορούν να μας απασχολούν στις ιδιωτικές στιγμές μας, στις στιγμές εκτονώσεως, στις στιγμές διασκεδάσεως».
­ Δηλαδή, υπάρχει μια έλλειψη ποιότητας;
«Δεν με απασχολεί. Μπορεί να είναι και καλής ποιότητας τραγουδάκια αυτά. Αλλά δεν με απασχολεί, δεν με ενδιαφέρει η εκτόνωση του ακροατή ή η διασκέδασή του. Με ενδιαφέρει η αποκάλυψή του, η επικοινωνία του μαζί μου. Φυσικά δεν γίνεται με όλους τους ακροατές· χιλιάδες ακροατές δεν έχουν καμία διάθεση ούτε εγώ να τους πλησιάσω ούτε αυτοί να έχουν επικοινωνία μαζί μου. Αλλά υπάρχουν πάντα, όπως σε όλες τις εποχές, οι λιγότεροι, εκείνοι οι οποίοι εκπροσωπούσαν ­ είτε ως πομποί είτε ως δέκτες ­ τη λαϊκή ευαισθησία».
­ Διακρίνετε κάποια επιρροή στη μεταγενέστερη δουλειά σας από τα χρόνια εκείνα, αυτών των συνθετών;
«Οποτε μου χρειάζεται κάτι από αυτούς μου έχουν δώσει τα μαθήματά τους. Αλλά τα μαθήματα είναι σε πολλά επίπεδα. Τα μαθήματα για τους αφελείς είναι η άμεση επιρροή. Τα μαθήματα για τους σοβαρότερους είναι η επιβολή κριτηρίων γούστου και αισθητικής. Για τους ακόμη σοβαρότερους το μέγιστο μάθημα είναι να ξεχάσεις το μάθημα και την επιρροή και να αξιοποιήσεις τα στοιχεία σαν κάτι πολύ δικό σου. Ετσι, αν θέλεις καμιά φορά να αναφερθείς σε αυτούς, να αναφέρεσαι μουσικά σχεδόν σαν να τους κλέβεις. Ενας αφελής θα έλεγε ότι τους κλέβεις. Αυτό ίσως είναι το μέγιστο μάθημα».
­ Θα μπορούσατε να μας περιγράψετε λίγο τα νεανικά χρόνια σας;
«Να σας εξηγήσω. Εγώ τα νεανικά χρόνια μου εξακολουθώ να τα ζω: είμαι νέος ακόμη. Λοιπόν, ως εκ τούτου, δεν μπορώ να αναμνησιολογήσω τα αληθινά νεανικά χρόνια μου διότι είμαι εν δράσει, διότι είμαι ανήσυχος και διότι εξακολουθώ να είμαι αναθεωρητής».
­ Εννοώ προτού ασχοληθείτε με τη μουσική.
«Είχα ανακατευθεί με τη μουσική από 15 ετών. Σπούδασα μουσική και ήμουν πιανίστας 20 ετών ­ είχα τελειώσει το Ωδείο 21 ετών. Λοιπόν ασχολήθηκα από πολύ μικρός με τη μουσική, από έξι ετών, όταν άρχισα τα μαθήματα πιάνου».
­ Ησασταν στην Ξάνθη τότε;
«Στην Ξάνθη και επτά ετών ήρθα στην Αθήνα».
­ Οι δυνατότητες που είχατε εκεί ήταν σχετικώς περιορισμένες;
«Οχι, για τα μαθήματα που μπορούσε να κάνει ένα παιδί έξι ετών ήταν πολύ καλές. Οταν χρειάστηκε να αποκτήσω περισσότερες δυνατότητες, ήρθα στην Αθήνα».
­ Στον πρόλογο του βιβλίου «Τα Σχόλια του Τρίτου» γράφει ότι είχατε επηρεαστεί πολύ από τον Ερωτόκριτο και τον Μακρυγιάννη.
«Αυτές είναι ποιητικές επιρροές και δεν αναλύονται. Ή τις συναισθάνεστε ή δεν τις συναισθάνεστε».
­ Μπορείτε να μας πείτε τότε ποια πρόσωπα ιστορικά, λογοτεχνικά ή άλλα σας έχουν επηρεάσει εκτός αυτών;
«Περισσότερο τα πρόσωπα που αγάπησα, με τα οποία είχα σχέση ερωτική. Αυτά με επηρέασαν. Διάφορα πρόσωπα ιδιωτικά. Αυτά με επηρέασαν πάρα πολύ. Οι λογοτέχνες μού είναι αφόρητοι. Κατά κανόνα είναι δευτέρας κατηγορίας πολίτες ­ όλοι οι λογοτέχνες και οι λογοτεχνίζοντες».
­ Οι ποιητές;
«Αν είναι πολύ μεγάλοι, της κλάσης του Σεφέρη, του Ελύτη και του Γκάτσου, είναι άλλη υπόθεση. Αν υπάρχει ένας άνθρωπος που με επηρέασε περισσότερο από όλους είναι ο Γκάτσος ο ποιητής. Αυτός με έχει επηρεάσει και στη ζωή μου.
Επιπλέον επιρροή δέχθηκα από οποιοδήποτε βιώσιμο στοιχείο υπήρχε στον τόπο μου τον καιρό εκείνο. Ο,τι είχε επιζήσει μετά τον πόλεμο με επηρέασε ­ είτε στη λογοτεχνία είτε στη ζωή είτε στην ποίηση είτε στην τέχνη ειδικά».
­ Η επιρροή της ελληνικής μουσικής ­ βυζαντινής και νεότερης ­ ποια είναι επάνω στη δουλειά σας;
«Με επηρέασαν πολλά στοιχεία, όσα στοιχεία ταιριάζουν με την ιδιοσυγκρασία μου και με εκείνο που ήθελα να φτιάξω».
­ Γράφετε τα τραγούδια σας πρώτα και έπονται οι στίχοι ή τα γράφετε πάνω στους στίχους;
«Γράφονται συγχρόνως και οι στίχοι και η μουσική. Εχω ένα σχέδιο το οποίο πρέπει να εξυπηρετηθεί και επάνω σε αυτό δουλεύω».
­ Ποια είναι τα πιο σημαντικά ­ τα ευτυχή και τα δυστυχή ­ γεγονότα στη ζωή σας επαγγελματικά και προσωπικά;
«Είναι πολύ μεγάλη η ζωή μου. Ζω 50 χρόνια. Κατά συνέπεια δεν μπορώ να αναφερθώ τώρα σε ένα πλήθος γεγονότων. Εχω ζήσει πολύ έντονα και έχω ταξιδέψει πολύ. Δεν μπορώ αυτή τη στιγμή να αναφερθώ σε διάφορες λεπτομέρειες. Ολα είναι έντονα και όλα περνάνε γιατί ζω εξίσου έντονα τώρα. Δεν έχω τελειώσει. Να έρθετε ύστερα από 25 χρόνια που ελπίζω να έχω κάπως ησυχάσει».
­ Κοιτάζοντας πίσω στη μέχρι τούδε καλλιτεχνική πορεία σας ποιες θεωρείτε τις μεγαλύτερες καλλιτεχνικές επιτυχίες και αποτυχίες σας;
«Δεν με ενδιαφέρουν οι επιτυχίες ή οι αποτυχίες ­ ειλικρινά σας το λέω αυτό. Ούτε κοιτάζω πίσω ούτε με ενδιαφέρει καμιά επιτυχία. Σιχαίνομαι την αναγκαστική επαφή μου με αυτό που λέγεται σταδιοδρομία. Δεν έχω σταδιοδρομήσει και δεν θέλω να σταδιοδρομήσω ποτέ. Συνεπώς δεν κοιτάζω καμία επιτυχία. Δεν έχω επιτυχίες».
­ Ποιες συνθέσεις σας σάς ευχαριστούν περισσότερο;
«Να με ρωτήσετε ποιες συνθέσεις μου με εκφράζουν. Νομίζω ότι όλες εκφράζουν αυτό που κατά καιρούς ήμουν».
­ Η τεχνική όμως;
«Ενα έργο ολοκληρωμένο το 1947 είναι εξίσου σημαντικό με ένα έργο ολοκληρωμένο το 1976. Από το 1946 ζω μια συνειδητή μουσική ζωή, μουσική activity, δραστηριότητα. Δεν με ευχαριστεί τίποτε από ό,τι κάνω αλλά με εκφράζουν όλα ειλικρινά. Δεν έχω κάνει εγώ μουσική που να... ­ εκτός από μερικά πράγματα τα οποία έκανα για να βγάλω χρήματα την περίοδο που ήμουν νεαρός, όταν έκανα μουσική για φιλμ ελληνικά. Αλλά και πάλι σπούδασα πολύ καλά τον κινηματογράφο ώστε, όταν βρέθηκα έξω, ήξερα τέλεια την τεχνική της μουσικής του».
­ Πείτε μας κάτι για τη δουλειά σας στον κινηματογράφο και στο αρχαίο ελληνικό δράμα.
«Δεν με ενδιαφέρουν. Με ενδιέφεραν από την ώρα που ξεπερνούσαν τους στόχους, τις υπηρεσίες που ήθελαν να προσφέρουν και γίνονταν περισσότερο μουσική. Τέτοιες δουλειές έχω και στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Αλλά ως επαφή με τον κόσμο δεν με ενδιαφέρει πολύ. Γι' αυτό και σταμάτησα. Δεν κάνω πια. Εκανα περίπου 80 ταινίες και κάπου 75 θεατρικά έργα».
­ Ποιους σύγχρονους έλληνες μουσικούς εκτιμάτε;
«Για τον Χρήστου, που έχει "φύγει". Ολοι αυτοί που έχουν μείνει είναι μάλλον μέτριοι. Ο Ξενάκης είναι επίσης σημαντικός αλλά δεν τον συμπαθώ πολύ».
­ Είναι δύσκολο να αναπτυχθεί σωστά ένας μουσικός με την καλλιτεχνική ατμόσφαιρα που προσφέρει η Ελλάδα σήμερα;
«Η ατμόσφαιρα που προσφέρει η Ελλάδα σήμερα είναι και θετική και αρνητική. Εξαρτάται από το ποια υποδομή έχει ο νεαρός συνθέτης για να επιλέξει εκείνα τα στοιχεία τα οποία θα τον σχηματίσουν με αρτιμέλεια και με σοβαρότητα. Βιώνει καταπληκτικές καταστάσεις. Μέσα στον τόπο μας ζούμε του κόσμου τα πράγματα, αν ξέρεις να τα εισπράξεις ­ στην πολιτική, στο κοινωνικό επίπεδο. Η Ελλάδα είναι πολύ πλούσια σε γεγονότα και σε πληροφορίες αυθεντικές ώστε να μην πλήττει ένας άνθρωπος. Αν η Ελλάδα αντιμετωπίζεται επιφανειακά ίσως ένας νέος δεν έχει πολλά να πάρει. Από άποψη ουσίας έχει πάρα πολλά να διδαχθεί ­ του κόσμου οι αλλαγές και αντιθέσεις υπάρχουν σε αυτό τον τόπο».
­ Πώς μπορεί να τις εκφράσει αυτές;
«Οχι να τις εκφράσει, να τις διδαχθεί. Δεν υποχρεούται κανένας το δίδαγμα για να το εκμεταλλευθεί. Το δίδαγμα είναι για να ωριμάσει μέσα του».
­ Οχι ως μουσικός αλλά ως άτομο.
«Μα τι να το κάνω το "μουσικός" αν δεν είμαι ώριμο άτομο. Ενας μουσικός ανθρώπινα ανώριμος μου είναι αδιάφορος».
­ Δηλαδή, η ατομική ωριμότητα είναι η βασική προϋπόθεση του καλού μουσικού;
«Και του οιουδήποτε καλού, θετικού πολίτη. Αν δεν είσαι θετικός πολίτης, δεν με ενδιαφέρει η εργασία που κάνεις».
­ Αν ήσασταν σε θέση να αλλάξετε οτιδήποτε θα θέλατε εσείς, τι θα κάνατε;
«Εχω επιχειρήσει κατά καιρούς διάφορα πράγματα. Και είναι γνωστές οι απόψεις μου. Πάρα πολλά. Κατ' αρχήν, αν τυχόν ήμουν πιο συνεπής με τον εαυτό μου, θα διέλυα ό,τι υπάρχει σήμερα, τις συμφωνίες, τις ορχήστρες, τα ωδεία, όλα αυτά».
­ Εν συγκρίσει προς τη μουσική ανάπτυξη άλλων χωρών, πώς βλέπετε την ανάπτυξη της ελληνικής μουσικής;
«Εξίσου ανόητη όπως και των άλλων χωρών. Σήμερα διανύουμε μια εποχή που η μουσική είναι χρεοκοπημένη υπόθεση σε όλες τις χώρες όπως και εδώ. Η μουσική τελείωσε. Τώρα η συμφωνική μουσική δεν έχει την επαφή με το σήμερα, όπως είχε πριν από 50-70 χρόνια, πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Σήμερα η μουσική είναι πια εκτός χώρου και εκτός πραγματικότητας».
Αν είχα χρήματα, δεν θα γινόμουν μουσικός
­ Τι θα μπορούσαν οι Ελληνες να μάθουν από τη νεότερη μουσική άλλων χωρών και τι θα μπορούσαμε να διδάξουμε;
«Δεν με έχει απασχολήσει. Ειλικρινείς φυσιογνωμίες υπάρχουν και αλλού. Σκοπός είναι να τις επιλέξουμε και να μην τις μπερδέψουμε με τις δεύτερες και σκάρτες φυσιογνωμίες. Αυτά τα κριτήρια μας τα δίνει η σοβαρή μελέτη της μουσικής και των άλλων κρατών. Με ενοχλεί όμως η έκφραση μουσική ανάπτυξη. Τι θα πει μουσική ανάπτυξη; Να γίνουν περισσότερα ωδεία για να μαθαίνει ο κόσμος μουσική; Αυτό με ενοχλεί. Είναι μια λάθος διέξοδος της ευαισθησίας. Νομίζω ότι η ευαισθησία ενός ανθρώπου συγχρόνου πρέπει να διοχετευθεί σε άλλους τομείς και όχι στο να μαθαίνει ένα βιολοντσέλο ή ένα βιολί. Το θεωρώ ηλίθιο. Εγώ δεν θα το 'κανα».
­ Αν ξεκινούσατε πάλι, θα ξαναπαίζατε πιάνο;
«Οχι. Δεν ξέρω τι θα έκανα. Ισως θα εφεύρισκα άλλους τρόπους με τους οποίους θα εκδηλωνόμουν».
­ Γιατί, όπως γράφετε, δεν έχουν θέση στον μουσικό χώρο της Ελλάδας το παλιό ρεμπέτικο και το μάγκικο; Δεν υπάρχει πλέον μερίδα του λαού που να εκφράζεται μέσω αυτής της μουσικής;
«Το παλιό ρεμπέτικο ήταν ένα περιθωριακό τραγούδι. Ανήκε στους ανθρώπους του λούμπεν προλεταριάτου. Σήμερα δεν υπάρχει λούμπεν προλεταριάτο. Εχει μεταναστεύσει και έχει γίνει αστικός πληθυσμός. Ο πληθυσμός της Ελλάδας πλέον σήμερα έχει γίνει μικροαστικός και αστικός. Είναι το κοινό των παλιών ρεμπετών το οποίο έχει νομιμοποιηθεί και έχει αποκτήσει ισχύ ­ έχει μεταναστεύσει. Διασκεδάζει στα σκυλάδικα. Αυτά είναι αηδή πράγματα».
­ Θα πρέπει η μουσική μιας εποχής να εκφράζει απολύτως την εποχή αυτή ή περισσότερο τον συνθέτη προσωπικά;
«Αυτόματα όταν ο συνθέτης ζει σωστά στην εποχή του εκφράζει και τον καιρό του και τον εαυτό του. Δεν επιλέγουμε εμείς την εποχή μας. Θέλουμε δεν θέλουμε, ζούμε στον παρόντα χρόνο και είμαστε εκφραστές αυτού του χρόνου. Είναι γέννημα ενός χρόνου ο συνθέτης, δεν μπορεί να το αποφύγει. Μπορείτε εσείς να πείτε ότι ζείτε στον 17ο αιώνα; Ζείτε στον παρόντα χρόνο. Οσο και να θελήσετε, δεν μπορείτε να ξεφύγετε από αυτό. Πρέπει να εκφράζει τον εαυτό του ο καλλιτέχνης αλλά μέσα στον εαυτό του είναι ο παρόντας χρόνος».
­ Θα μπορούσατε να θίξετε λίγο περισσότερο αυτό που λέτε στα «Σχόλια του Τρίτου» ότι, όταν ο άνθρωπος ξαναβρεί τον εαυτό του, θα πάψει η μουσική να είναι «ραβδί της αναπηρίας»;
«Ναι, γιατί η μουσική λίγο πολύ εκφράζει ανθρώπους που είναι ανάπηροι, είναι μισοί. Οταν ο άνθρωπος γίνει ολόκληρος, δεν θα έχει ανάγκη να φτιάχνει ήχους για να εκφραστεί, για να αισθανθεί πλήρης, αλλά θα μεταχειρίζεται μόνο τα τραγούδια για να επικοινωνήσει. Το τραγούδι θα είναι μια ερωτική πράξη, όπως ήταν στην αρχή».
­ Θεωρείτε ότι το τραγούδι βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση από τη συμφωνική μουσική;
«Οχι βέβαια! Αυτά είναι αηδή πράγματα, είναι ψέματα».
­ Εσείς είστε τώρα γενικός διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας. Γιατί δεχθήκατε αυτή τη θέση;
«Μπήκα στην Κρατική Ορχήστρα για να τη διορθώσω ή να την εκσυγχρονίσω. Δεν κατάφερα να κάνω τίποτε. Είναι τόσο διαβρωμένη και τόσο άρρωστη που θα φύγω χωρίς να έχω καταφέρει απολύτως τίποτε».
­ Θα προτιμούσατε να τη διαλύσετε τελείως;
«Θα ήταν υγιέστερη πράξη αυτή από όλες τις άλλες».
­ Τι άνθρωποι πηγαίνουν να ακούσουν συμφωνική μουσική;
«Ανθρωποι που έχουν συνηθίσει αρρωστημένα να ακροάζονται αυτό το είδος της μουσικής χωρίς να έχουν καμία άλλη επαφή με την πραγματικότητα γύρω τους».
­ Εχετε κάποια εκτίμηση για αυτού του είδους τις συναυλίες;
«Οχι πλέον».
­ Αλλά είχατε κάποτε;
«Ως μαθητής ναι, ως νέος ναι».
­ Οταν γίνατε διευθυντής είχατε;
«Ετσι κι έτσι. Ηθελα να κάνω διαφορετικά πράγματα, να πάρω την ορχήστρα και να την αλλάξω».
­ Να τη μετατρέψετε σε... ευρωπαϊκή;
«Οχι βέβαια. Δεν με ενδιαφέρει το μοντέλο της Ευρώπης ή της Αμερικής. Πολύ καλά παίζουν αλλά το άρρωστο κύτταρο υπάρχει μέσα τους».
­ Ιδανικά τι ρόλο πρέπει να παίξει η μουσική στη ζωή του ανθρώπου;
«Κανένα ρόλο. Οταν ο άνθρωπος είναι συμπληρωμένος, δεν χρειάζεται υποκατάστατα της ζωής. Η μουσική είναι υποκατάστατο της ζωής. Το τραγούδι θα τον εκφράσει ως μια επικοινωνία με τον άλλο άνθρωπο. Θα είναι ερωτική πράξη και όχι μια έκφραση τέχνης».
­ Τι ρόλο πρέπει να παίζουν τα ωδεία στην καλλιτεχνική ανάπτυξη της χώρας;
«Κανέναν. Να κλείσουν όλα. Τα καφενεία είναι καλύτερα ­ τα κλασικά καφενεία που ερέθιζαν τη συζήτηση».
­ Και πώς θα γινόταν κάποιος μουσικός;
«Τι να την κάνεις τη μουσική;».
­ Φαίνονται λίγο παράδοξα αυτά τα πράγματα. Εσείς είστε ένας μεγάλος μουσικοσυνθέτης ο οποίος έχει επηρεάσει πάρα πολύ κόσμο.
«Οχι. Είμαι ένας άνθρωπος που πραγματοποιώ τα οράματά μου, είτε με τη μουσική μου είτε με τις πράξεις μου είτε με τις σχέσεις μου. Μεταχειρίζομαι πολλά μέσα. Μεταχειρίζομαι και τη μουσική».
­ Αν ξεκινούσατε από την αρχή, θα ξανακάνατε μουσική;
«Μπορεί ναι, μπορεί και όχι».
­ Ποιος είναι ο σκοπός του Τρίτου Προγράμματος;
«Να ερεθίσει, να αφυπνίσει και να προβληματίσει».
­ Με τη μουσική;
«Καθόλου. Με όλα ­ με τον λόγο και κάθε είδους εκπομπή».
­ Ποιες θεωρείτε επιτυχίες και αποτυχίες σας στη διεύθυνση του Προγράμματος;
«Το Τρίτο Πρόγραμμα είναι επιτυχές αλλά δεν ολοκληρώθηκε. Γιατί δεν έφυγε από τον κορμό της ΕΡΤ. Αν είχε φύγει από τον κορμό της ΕΡΤ, τώρα θα ήταν ολοκληρωμένη η σχέση μου με αυτό. Θέλησα να το αποδεσμεύσω από τον κορμό της ΕΡΤ».
­ Αν μπορούσατε να ξαναζήσετε την καλλιτεχνική καριέρα σας, θα κάνατε τίποτε διαφορετικό;
«Δεν μου αρέσει η λέξη καριέρα. Δεν έχω κάνει καριέρα. Δεν θα έκανα τίποτε διαφορετικό. Ισως να έκανα με πιο επιτυχή τρόπο αυτά που έκανα ως σήμερα».
­ Στην προσωπική σας ζωή θα κάνατε τίποτε διαφορετικό;
«Απολύτως τίποτε. Πολύ ωραία είναι και τα λάθη. Είναι μέσα στην ανθρώπινη φύση».
­ Θα ξαναγινόσασταν μουσικός;
«Αν είχα χρήματα, ίσως να μη γινόμουν. Ξεκινάει κανείς κάπου στα τυφλά. Αν είχα δύναμη και χρήματα, δεν θα γινόμουν μουσικός. Δεν χρειάζεται. Θα ήμουν δυνατός και πλούσιος».
­ Πώς θα θέλατε να μείνει το όνομά σας;
«Να μη μείνει καθόλου. Δηλαδή, όταν φύγω εγώ, δεν με ενδιαφέρει καθόλου αν με ξέρει ο γιος σας. Αν πρόκειται να ξέρουν το όνομά μου, ας το ξέρουν όπως νομίζουν αυτοί. Δεν με απασχολεί το θέμα πώς θα με ξέρουν οι άλλοι. Ολο το ενδιαφέρον μου είναι πώς με ξέρουν οι δικοί μου άνθρωποι. Και επειδή κάθε ημέρα γίνομαι καινούργιος, πρέπει να με μαθαίνουν από την αρχή οι δικοί μου άνθρωποι. Οι άλλοι ας ξέρουν ό,τι θέλουν».
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ
Ανιχνευτής Πεπέ-Πουφ-Ενδυμίων