Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

3.11.15

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΤΩΝ ΚΟΡΥΦΑΙΩΝ ένας Τρικαλινός κορυφαίος συνθέτης - μουσικός. Ο Μπετόβεν της Ελλάδας.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ 1915-1984
Φίλες και Φίλοι αγαπητοί μουσικόφιλοι και μουσικάντηδες καλησπέρα κ.ο.μ. Η σημερινή ανάρτηση είναι ξεχωριστή γιατί αφορά τον Κορυφαίο των Κορυφαίων, πριν λίγες μέρες επικοινώνησε μαζίμου ο μέγας βιρτουόζος της κιθάρας ο ΓΚΟΤΖΙΟ ο οποίος αν είχε γεννηθεί στην Ισπανία θα ήταν σήμερα το εθνικό της σύμβολο, δυστυχώς όμως γεννήθηκε στο Μαγευτικό και Πανέμορφο μεν Γοργογύρι αλλά προφανώς λόγω διαφορετικών ακουσμάτων αυτός ο κλασικός γίγαντας αδικείται, άντε τώρα να καταλάβει ο Αμίγος π.χ. και ο Βύρωνας την κλασική παιδεία του ΓΚΟΤΖΙΟ κι όμως αυτόν τον διεθνούς φήμης καλλιτέχνη ελάχιστοι τον γνωρίζουν στην Ελλάδα, και ακόμα πιο ελάχιστοι τον ακούν όταν παίζει την Ισπανική υποχώρηση, η όταν ξεσηκώνει το γυναικείο φύλλο με τις μελωδίες του, το ευτύχημα είναι που δεν τον ζηλεύει η γυναίκα του γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα είχαμε μεγάλα ντράβαλα. Αυτός λοιπόν ο χρυσοδάκτυλος καλλιτέχνης μου έκανε την πρόταση να ξεκινήσω ένα αφιέρωμα στον δικό μας Μπετόβεν, στον δικό μας Μότσαρτ τον ανεπανάληπτο ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΙΤΣΑΝΗ σας εύχομαι καλή ανάγνωση και καλή ακρόαση στις μελωδίες του. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Fuji Tomo Kazu.
Συνθέτης, στιχουργός, δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και τραγουδιστής· από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου και γενικά της ελληνικής λαϊκής μουσικής του 20ου αιώνα.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας στις 18 Ιανουαρίου 1915. Οι γονείς του ήταν Ηπειρώτες κι εκτός από τον Βασίλη είχαν άλλα τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι. Αργότερα, οι φίλοι του οι ρεμπέτες του κόλλησαν το παρατσούκλι «Ο Βλάχος», επειδή ήταν ο μόνος  ρεμπέτης με στεριανή προέλευση.

Ο πατέρας του, τσαρουχάς στο επάγγελμα, είχε ένα μαντολίνο, με το οποίο έπαιζε κλέφτικα τραγούδια. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη, μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία. Παρότι τον συνέπαιρνε η μουσική, πρωτόπιασε όργανο στα χέρια του μετά το θάνατο του πατέρα του το 1926. Ήταν ένα μαντολίνο, που κάποιος ντόπιος οργανοποιός είχε μετατρέψει σε μπουζούκι.
Στα γυμνασιακά του χρόνια άρχισε να αποκτά κάποιες γνώσεις μουσικής, μαθαίνοντας βιολί. Με αυτό συμμετείχε και σε κάποιες τοπικές εκδηλώσεις, προκειμένου να συνεισφέρει οικονομικά στην οικογένειά του. Αν και δεν είχε εμφανιστεί ακόμα δημοσίως με το μπουζούκι, καθώς ήταν απαγορευμένο και χωρίς καμία κοινωνική καταξίωση, έγραψε τα πρώτα του τραγούδια πάνω σ' αυτό, σε ηλικία μόλις 15 ετών.
Το φθινόπωρο του 1936 κατέβηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομική και προκειμένου να συμπληρώσει το εισόδημά του έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Μπιζέλια». Τον επόμενο χρόνο γνώρισε τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον πήγε στη δισκογραφική εταιρεία «Οντεόν»,  όπου ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι «Σ' έναν τεκέ μπουκάρανε» (1937). Η «Αρχόντισσα», από τα σπουδαιότερα τραγούδια στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, ήταν ένα από τα δεκάδες που ακολούθησαν. Την ίδια περίοδο, τραγούδια του, όπως «Να γιατί γυρνώ», «Παλάτια Χρυσοστόλιστα», «Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ» και «Γι' αυτά τα μαύρα μάτια σου», ερμήνευσαν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Στέλιος Κερομύτης, αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης.Βρισκόμαστε στον αστερισμό της δικτατορίας Μεταξά και η εποχή επιβάλλει εμβατήρια, ενώ απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου, όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες. Ο Τσιτσάνης απαντά με το μπόλιασμα του ρεμπέτικου με δυτικά μελωδικά στοιχεία κι έτσι προσεγγίζει τις ευρύτερες μάζες. Τον Μάρτιο του 1938 υπηρετεί τη στρατιωτική θητεία του στο Τάγμα Τηλεγραφητών, στη Θεσσαλονίκη. Παίρνει άδειες και ποτέ δεν γυρνά στην ώρα του, γεγονός που εξοργίζει τους διοικητές του. Περνά πολλές μέρες στο πειθαρχείο, όπου γράφει ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του, την «Αρχόντισσα». Στη Θεσσαλονίκη θα γνωρίσει και τη μελλοντική σύζυγό του, τη Ζωή Σαμαρά, με την οποία θα αποκτήσει δύο παιδιά, τη Βικτωρία και τον Κώστα.
Τα χρόνια της Κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου ανοίγει ένα δικό του κουτούκι, το «Ουζερί Τσιτσάνη», στην οδό Παύλου Μελά 22. Παράλληλα, γράφει ορισμένες από τις μεγάλες επιτυχίες του («Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος της αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα», «Συννεφιασμένη Κυριακή»), που θα ηχογραφήσει μετά τον πόλεμο, όταν θα ανοίξουν και πάλι τα εργοστάσια δίσκων.

Με τη Μαρίκα Νίνου
Το 1946 κατεβαίνει ξανά στην Αθήνα. Η εποχή του εμφυλίου αποτελεί άλλη μία πηγή έμπνευσης για τον Τσιτσάνη. Τα τραγούδια του, όμως, λογοκρίνονται και πάλι. Ορισμένα καταφέρνει και τα εκδίδει, επινοώντας διάφορα τεχνάσματα, πολλά κυκλοφόρησαν αρκετά χρόνια μετά, ενώ κάποια δεν εκδόθηκαν ποτέ. Το τέλος του εμφυλίου σημαίνει ταυτόχρονα και την πλήρη αποδοχή του Βασίλη Τσιτσάνη. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '50 μεσουρανεί στο μουσικό στερέωμα. Μερικά από τα τραγούδια αυτής της περιόδου είναι τα: «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Καβουράκια», «Ξημερώνει και βραδιάζει».Φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές, που δένονται μαζί του, όπως η Μαρίκα Νίνου, η Σωτηρία Μπέλλου και ο Πρόδρομος Τσαουσάκης. Ακόμα, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Πάνος Γαβαλάς, ο Μανώλης Αγγελόπουλος, η Καίτη Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας κ.ά. ερμηνεύουν τα διαχρονικά τραγούδια του: «Ίσως αύριο» (1958), «Τα λιμάνια» (1962), «Τα ξένα χέρια» (1962), «Μείνε αγάπη μου κοντά μου» (1962), «Κορίτσι μου όλα για σένα» (1967), «Με παρέσυρε το ρέμα» «Απόψε στις ακρογιαλιές» (1968), «Κάποιο αλάνι» (1968), «Της Γερακίνας γιος» (1975), «Δηλητήριο στη φλέβα» (1979).
Το 1980, με πρωτοβουλία της ΟΥΝΕΣΚΟ, ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο «Χάραμα», όπως λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας και της ζωής του. Σ' αυτό το δίσκο παίζει μία σειρά από κλασικά του τραγούδια, αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι. Με την έκδοσή του στη Γαλλία, το 1985, παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας «Σαρλ Γκρο». Όμως, στο μεταξύ, ο κορυφαίος δημιουργός έχει φύγει για πάντα...
Ο Βασίλης Τσιτσάνης άφησε την τελευταία του πνοή ανήμερα των γενεθλίων του, στις 18 Ιανουαρίου 1984, στο νοσοκομείο «Μπρόμπτον» του Λονδίνου, έπειτα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και λίγες ημέρες πριν από το θάνατό του εμφανιζόταν κανονικά στο «Χάραμα» και δούλευε καινούργια τραγούδια.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης έβαλε τη δική του ανεξίτηλη σφραγίδα στην ελληνική λαϊκή μουσική. Μπόλιασε το ρεμπέτικο με δυτικά μελωδικά στοιχεία και το έβγαλε από το περιθώριο, που το είχαν τάξει τα «αντικοινωνικά» και ανατολίτικα στοιχεία του. Εμπλούτισε τη λαϊκή ορχήστρα με νέα ηχοχρώματα, προσθέτοντας το πιάνο κι επιβάλλοντας το ακορντεόν ως όργανο της κομπανίας. Καινοτόμησε στο στίχο, με την απομάκρυνσή του από τις παραδοσιακές φόρμες του δίστιχου και της ομοιοκαταληξίας και επισημοποίησε και γενίκευσε το ρόλο του ρεφρέν. Με τον Τσιτσάνη, το ρεμπέτικο γίνεται «τέχνη» και η ρήξη με την παράδοση αρχίζει να γίνεται ορατή.
Πηγή: Σαν σήμερα gr.
Aνιχνευτής: Ενδυμίων.

2.11.15

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΚΡΙΔΑΚΗΣ ΕΝΑΣ ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΖΩΗΣ

Οι υπουργοί βγαίνουν ο ένας μετά τον άλλον με ύφος θλιμμένο κ μας ανακοινώνουν ότι χάσαμε την τάδε κ την δείνα μάχη κ πρέπει να πληρώσουμε κι άλλα
Ο πρωθυπουργός βγαίνει κι αυτός θλιμμένος κ μας ανακοινώνει ότι δεν συμφωνεί με όλα αυτά που καλείται να περάσει αλλά δεν μπορεί να πράξει αλλιώς
Ο Σύριζα βγαίνει με πρόσκληση "όλων των δημοκρατικών πολιτών" να διαδηλώσουν ενάντια στην ανάλγητη Ευρώπη που δεν δέχεται με την πολιτική της να γκρεμισει η "αριστερή" ελληνική "κυβέρνηση" τον φράχτη της ντροπής στον Έβρο, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τις περισσότερες δολοφονίες στα νερά του Αιγαίου.

Είναι φανερό από όλην αυτή την πολιτική στάση ότι η "κυβέρνηση" κινείται επί ενός κ μόνον σχεδίου. Να παρουσιάζει τον εαυτό της άμοιρο ευθυνών κ αιχμάλωτο της ευρωπαικής πολιτικής επί όλων των θεμάτων, πολιτική την οποία οι ίδιοι προσπαθούν δήθεν εκ των έσω να αλλάξουν την ίδια ώρα που την υπηρετούν πιο πειθήνια από κάθε προηγούμενη "κυβέρνηση". Την ίδια ώρα που δεν έχουν καν φροντίσει να μην προδίδονται από τα χαζογελάκια τους στη Βουλή κ από τα χειροκροτήματα, τις αγκαλιές, τα συχαρίκια, τους πανηγυρισμούς μετά από κάθε εφαρμοστικό νόμο εξαθλίωσης κ εκποίησής μας που ψηφίζουν. Την ίδια ώρα που ενώ αυτοπροβάλλονται ως αιχμάλωτοι, κάνουν κιτς φιέστες και γελοίες δηλώσεις περί ανεξάρτητου και κυρίαρχου ελληνικού κράτους.
Αν δεν ήταν τόσο ανηθικο, τόσο χυδαίο, τόσο υποκριτικό, υστερόβουλο, ιδιοτελές κ ανάλγητο, θα ήταν μόνον ανόητο το σχέδιό τους αυτό
Στα κοινωνικά δίκτυα φαίνεται θυμωμένος, στα βιβλία του ευαίσθητος. Πώς είναι όταν τον συναντήσεις από κοντά;
ΜΑΡΙΑ ΜΑΝΩΛΕΛΗ
Πριν από οχτώ χρόνια 
περίπου έπεσε στα χέρια 
 μουένα βιβλίο αρκετά 
 διαφορετικό. Τίτλος: «Ανάμισης ντενεκές», γλώσσα διαφορετική, 
βασισμένο στη λαϊκή αφήγηση, ντοπιολαλιά και μαρτυρίες. 
Μυθοπλασία συνδυασμένη με έρευνα,μια ιστορία που συναρπάζει. 
Η φωτογραφία του συγγραφέα στο 
εσώφυλλο έδειχνε ένα νέο άνθρωπο. Ασυνήθιστο υλικό στα
χέρια μου. Τελείωσα τοβιβλίο σε χρόνο μηδέν. Ποιος να είναι, 
άρχισα να ρωτάω βιβλιοφάγους φίλους. Γνωρίζαμε ελάχιστα 
πράγματα για εκείνον τότε. 
Μέσα στα επόμενα χρόνια ο Γιάννης Μακριδάκης μάς αιφνιδίασε 
ξανά και ξανά μέσα από τα βιβλία του. Τον γνωρίσαμε καλύτερα ως 
συγγραφέα μέσα από τα επόμενα βιβλία-εκπλήξεις και μέσα από μια 
μαχητική αρθρογραφία. Υπέρμαχος της απλότητας, καλλιεργητής 
της γης, ζει μόνιμα στη Χίο και υπερασπίζεται με σθένος τα 
«εφ ω ετάχθη». Τον Φεβρουάριο μάς ξαναέκανε τοκ-τοκ στην
πόρτα με το βιβλίο του «Αντί Στεφάνου» (εκδόσεις Εστία), μια 
νουβέλα που απεικονίζει με τον πιο σαφή τρόπο την αντιμετώπιση 
που έχει όποιος συνειδητά ή μη αποφασίσει να μη βαδίσει στην 
πεπατημένη. Μια μικρή κοινωνία που παρατηρεί, σχολιάζει 
και κρίνει τον «λοξό». Γέλιο, προβληματισμός και η 
ελληνική επαρχία σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια και όλη της
τη μικροπρέπεια.
Είναι γνωστό πια πως πέρα από τη συγγραφική σου ιδιότητα είσαι φυσικός καλλιεργητής και υπέρμαχος της απλής ζωής. Είναι της μόδας ο «λιτός βίος»;
Είμαι υπέρμαχος της φυσικής ζωής, η οποία προϋποθέτει τη συνειδητοποίηση της φυσικής μας υπόστασης και της θέσης μας ανάμεσα στα άλλα πλάσματα. Προϋποθέτει επίσης τη συνειδητοποίηση της ευθύνης μας ως προς τη λελογισμένη χρήση και αναπλήρωση των φυσικών πόρων που χρησιμοποιούμε για να ζούμε καθημερινά, προϋποθέτει, τέλος, και την απόλυτη ένταξή μας στον κύκλο της ζωής, ήτοι ζωή να λαμβάνουμε από το οικοσύστημα και ζωή να παραδίδουμε σ' αυτό καθημερινά αλλά και αναχωρώντας, όχι πια απορρίμματα και χημικές ουσίες και σαρκία. Είμαι δηλαδή υπέρμαχος της οικουμενικής θεώρησης των πάντων, της θεώρησης με βάση το αυθύπαρκτο οικοσύστημα και όχι το τεχνητό χρηματοοικονομικό σύστημα. Ο λιτός βίος ορίζεται λοιπόν ως εξοικονόμηση, σοφή χρήση και αναπλήρωση των φυσικών πόρων, του αέναου και μοναδικού πλούτου μας δηλαδή, των αρχέγονων αγαθών κοινοκτημοσύνης όλων των πλασμάτων του σύμπαντος κόσμου, και η λιτότητα είναι αρετή την οποίαν έχουν υμνήσει όλες οι θρησκείες και οι φιλοσοφίες στην πορεία της ανθρωπότητας. Δεν νομίζω λοιπόν ότι είναι στη μόδα όλα αυτά, δυστυχώς. Ίσως ως έκφραση ο λιτός βίος και ως πολιτική η λιτότητα να είναι στη μόδα, ναι, αλλά η ανθρωπότητα των καταναλωτών αλλιώς τα ερμηνεύει και αλλιώς τα ορίζει, σε άλλο σύστημα, πλαστό, χωλό, ανήθικο και πλάνο, αλλιώς τα κατανοεί και δεν τα νιώθει πια.   Ο Homo Hydeous Katanaloticus, όπως αποκαλείς το σύγχρονο άνθρωπο, τι μπορεί να κάνει μέσα στις πόλεις που ζει ώστε να διώξει από πάνω του τον τίτλο;
Έχουμε φτάσει στο υπέρτατο σημείο της ύβρης, νομίζω. Άλωση, ανάλωση, κατανάλωση, βαθμός υπερθετικός. Έννοια χυδαία για να ορίζει πλάσμα φυσικό, πόσο μάλλον τον άνθρωπο. Φτάσαμε στο σημείο να αυτοχαρακτηριζόμαστε δίχως ντροπή καταναλωτές, να γυρνάμε ολημερίς γύρω από τον εαυτό μας προσπαθώντας με κάθε τρόπο να βγάλει λεφτά ο ένας από τον άλλον. Ανοησία και σπατάλη ζωής. Φτάσαμε στο σημείο να απομυζούμε κατά τη διάρκεια της καθημερινής ζωής μας το οικοσύστημα δίχως να σκεφτόμαστε καν ότι ίσως και να έχουμε χρέος να αναπληρώσουμε έστω και ένα μικρό ποσοστό από τους πόρους που χρησιμοποιούμε, ώστε να μπορούν να ζήσουν και τα άλλα πλάσματα γύρω μας ή τα τέκνα μας στο μέλλον το άμεσο. Εξ-αφανίζουμε πλάσματα και είδη ζωής από τον πλανήτη καταστρέφοντας τους βιοτόπους τους με την αστική καταναλωτική μας διαβίωση. Χρησιμοποιούμε το ρήμα «καταναλώνω» για να περιγράψουμε τις φυσικές μας λειτουργίες σαν να είμαστε μηχανήματα, δεν τρώμε πια φυσικά παραγόμενες τροφές αλλά καταναλώνουμε μαζικά παρασκευασμένα τρόφιμα, συντηρημένα με χημικά και συσκευασμένα μέσα σε απορρίμματα. Πετάμε μέσα μας το χημικό απόρριμμα-τρόφιμο καθιστώντας τον εαυτό μας όμοιό του, πετάμε και γύρω μας τα απορρίμματα της συσκευασίας του. Βρομίζουμε και ταυτόχρονα φτωχαίνουμε τον πλανήτη κάθε μέρα με τη ζωή μας. Υποθηκεύουμε τον εαυτό μας, την υγεία μας αλλά και τις επόμενες γενιές, οι οποίες θα ζουν ανάμεσα στα σκουπίδια μας, σκουπίδια και οι ίδιοι με όσα θα καταναλώνουν τρεφόμενοι και με όσα θα τους κληροδοτήσουμε ως χημικοί τους γονείς, θα απομείνουν στο τέλος μόνοι, δίχως άλλα πλάσματα γύρω τους. Αυτοκαταστρεφόμαστε δηλαδή ως ανθρωπότητα, καταναλώνουμε τον ίδιο τον εαυτό μας και πεθαίνουμε ο καθένας μόνος, ασθενής και έντρομος. Ο σύγχρονος άνθρωπος που ζει στις πόλεις δεν μπορεί να κάνει πολλά για να αναστρέψει αυτή την κατάσταση, η οποία δημιουργήθηκε με διολίσθηση χρόνων, και με τα χρόνια πάλι θα αλλάξει, ίσως όμως και με μια «στιγμιαία» οδυνηρή κατάρρευση του συστήματος και του πύργου της ύβρης μας. Μία πιο συνειδητή διαβίωση, ήτοι η συνειδητοποίηση ότι κάθε μικρή ή μεγάλη καθημερινή μας κίνηση έχει συνέπειες χαοτικές στο οικοσύστημα και ότι η κατανάλωση μας καθιστά ασθενείς και υποχείρια όσων «πλουτίζουν» εις βάρος μας και εις βάρος του πλανήτη, είναι ένα πρώτο βήμα προς την αλλαγή πορείας, προς την αποκαθήλωση σιγά-σιγά του οικοδομήματος της ύβρης μας με πλήρη και ολιστική στροφή προς την φυσική μας υπόσταση και τη φυσική ζωή...
H λοξή πορεία συνεχίζει να σε συναρπάζει αλλά πλέον, όπως τα 'φεραν η μοίρα και τα χρόνια, οι «λοξοί» ήρωες των βιβλίων σου αρχίζουν να δικαιώνονται.Το διακρίνεις;
Κάτι ψυλλιάζομαι! Ακόμη όμως χρειάζεται χρόνος και αλλεπάλληλες σπορές λόγου με κάθε τρόπο και μέσον για να γίνουμε όλοι εμείς οι λοξοί η κρίσιμη μάζα που θα αλλάξει και πολιτικά την κατάσταση και την πορεία της ανθρωπότητας προς την ωριμότητα, την αποδοχή δηλαδή της αργής φυσικής ανάπτυξης και την υιοθέτηση φιλοσοφίας και στάσης ζωής με βάση τη μη βία των φυσικών ρυθμών και νόμων που μας ορίζουν.
Έχεις αγαπημένο ήρωα από αυτούς που έχουμε γνωρίσει μέσα από τα βιβλία σου;
Όλους τους αγαπώ. Ο καθένας είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Ίσως, επειδή είναι η εποχή τέτοια, μπορώ να μνημονεύσω λίγο παραπάνω τον καπτά Σίμο το Σφαντό, τον γέρο ψαρά στο «Λαγού μαλλί», ο οποίος, αν και το βιβλίο γράφτηκε τις πρώτες μέρες των μνημονίων, όταν ακόμη δεν ξέραμε τι μας περιμένει, θέτει σαφώς και επιτακτικά το ζήτημα της αξιοπρέπειας, αυτής που χάσαμε στην πορεία των τελευταίων χρόνων ως χώρα και ως πολίτες της.
Στο βιβλίο σου «Ήλιος με δόντια» ο ήρωας, ο Κωνσταντής, είναι ένας άνδρας που έχει πέσει θύμα χλεύης και ρατσισμού λόγω της ομοφυλοφιλίας του. Η ιστορία του βιβλίου εκτυλίσσεται πριν και μετά το 1920. Ο ρατσισμός και η ομοφοβία όμως, ειδικά σε κλειστές κοινωνίες, δεν έπαψαν να υπάρχουν. Βλέπεις συχνά έναν Κωνσταντή μέσα στην κοινωνία;
Πριν λίγες μέρες βρέθηκε νεκρός ο νεαρός σπουδαστής από την Κρήτη, ο οποίος είχε πέσει κατ' επανάληψη θύμα βίας, χλεύης και ρατσισμού, όπως είχαμε πληροφορηθεί. Εκείνη την Κυριακή που βρέθηκε το πτώμα του άτυχου παιδιού, έλαβα δύο μέιλ από αναγνώστες που διάβαζαν εκείνη ακριβώς τη μέρα το βιβλίο μου και μου έγραψαν τα συναισθήματά τους για την περίπτωση του νεκρού φοιτητή παραλληλίζοντάς την με τον ήρωα, τον Κωνσταντή. Άρα δυστυχώς υπάρχουν σύγχρονοι Κωνσταντήδες, ευτυχώς όμως τους αντιλαμβάνονται, τους αναγνωρίζουν, τους νιώθουν και τους υποστηρίζουν ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι νομίζω, και είναι αυτό ένα βήμα της ανθρωπότητας προς τη συνειδητότητα και τον πολιτισμό.
Αυτός ο παραλληλισμός που πολλές φορές έχει γίνει με τη γραφή του Παπαδιαμάντη και τη γραφή σου, που πιθανά δεν οφείλεται μόνο στη γλώσσα αλλά και στη γλαφυρή περιγραφή της εκάστοτε πραγματικότητας που αγγίζεις, τι συναισθήματα σου γεννάει;
Αδιαμφισβήτητα είναι μεγάλη τιμή αυτός ο παραλληλισμός αλλά προσωπικά δεν νιώθω ούτε καν συγγραφέας, πόσω μάλλον μέγιστος λογοτέχνης όπως ο Παπαδιαμάντης. Νιώθω απλά ασκητής στη γη και στη λογοτεχνία. Στο τέλος αποδίδονται οι τίτλοι, αν τους αξίζει αυτός που φεύγει. Διότι τα στερνά τιμούν τα πρώτα, όπως λέει ο λαός, μιας και η ζωή είναι γεμάτη προκλήσεις που έχουν στόχο τη μικρότητα και όχι το μεγαλείο μας.
Έχεις κοινά στοιχεία με τον Στέφανο, τον ήρωα του «Αντί Στεφάνου»; Έχεις νιώσει να σε αντιμετωπίζει μια μικρή κοινωνία με διστακτικότητα ή ακόμα και αμφισβήτηση;
Ο Στέφανος είμαι εγώ. Η ζωή του είναι σχεδόν η ζωή που κάνω. Λιτή ως προς τη χρήση πόρων φυσικών και το σαρκίο μου σημείο του κύκλου της ζωής στη γη. Στο παρελθόν έχω νιώσει πολύ τη διστακτικότητα, την αμφισβήτηση αλλά και την επιθετικότητα της κοινωνίας προς τη διαφορετική μου θεώρηση της ζωής. Τώρα είναι πολύ καλύτερα τα πράγματα. Βοήθησε σε αυτή την αλλαγή η λογοτεχνία φυσικά και η αποδοχή των έργων μου από τους ανθρώπους.
Αν κάποιος σε γνωρίσει είσαι ένας ιδιαίτερα γελαστός και ζεστός άνθρωπος. Αν σε γνωρίσει μέσα από τα βιβλία σου είναι πολύ ευδιάκριτη μια βαθιά κατανόηση και  ευαισθησία προς τους ανθρώπους και προς τη φύση. Αν όμως κάποιος σε γνωρίσει μέσα από την αρθρογραφία σου ή τις αναρτήσεις σου στα κοινωνικά δίκτυα, θα δει έναν πολύ πιο θυμωμένο άνθρωπο που ενοχλείται συχνά από συμπεριφορές. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Όλοι είμαστε όλα. Μεγαλείο και μικρότητα είναι ο άνθρωπος. Όσο πιο πολυσχιδής δε η προσωπικότητά του και όσο πιο καλλιτεχνική και ψυχωμένη η φύση του, τόσο πιο αλλοπρόσαλλες οι στιγμιαίες εικόνες της. Όποιος δεν έχει απωθημένα, ούτε ενοχές, όποιος έχει αυτοπεποίθηση, αυθορμητισμό, ζει με αλήθεια και αξιοπρέπεια, δεν ντρέπεται για καμία από τις πτυχές του χαρακτήρα του και δεν νοιάζεται να κρατάει κρυφές κάποιες από αυτές. Όποιος παρεξηγεί έχει το πρόβλημα και όχι όποιος παρεξηγείται. Προσωπικά νομίζω ότι όλα τα συναισθήματα και όλες οι πτυχές πρέπει να καταγράφονται, να επικοινωνούνται στην ώρα τους. Διότι όλα αυτά μαζί συνθέτουν την προσωπικότητα και την Τέχνη που παράγει, όποιας αξίας κι αν είναι αυτή.
Θα δανειστώ το στίχο ενός φίλου για να σε ρωτήσω κάτι για την έμπνευση. «Τι χρώμα έχουν οι μέρες όταν έρχεται»;
 Συνήθως το χρώμα μοναχικής οκτωβριάτικης φουσκοθαλασσιάς, νοτιαδούρα με σουέλ, να αγκομαχεί το πέλαγος σαν λαβωμένο θερίο αλλά να αχνοφαίνεται στο βάθος ο ορίζοντας και ο ήλιος κάπου πίσω, να ανατέλλει.
Aνιχνευτής: Ενδυμίων

1.11.15

ΜΕΛΙΤΖΑΝΕΣ ΓΙΑΧΝΗ ΜΕ ΠΑΤΑΤΕΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΦΡΑΤΖΟΛΑ Καλό μήνα κ.ο.μ.


ΜΕΛΙΤΖΑΝΕΣ ΓΙΑΧΝΙ ΜΕ ΠΑΤΑΤΕΣ Συνταγή του σεφ Βασίλη Φραντζολά

Ένα απλό παλιό φαγητό, το γιαχνί, πάντα αρέσει γιατί ξυπνάει μνήμες στους παλιότερους και ... ίσως χρειαστεί και να το τρώμε πιο συχνά έτσι που μας τα πάνε τα πράγματα ...
Φίλες και Φίλοι αγαπητοί Δον Κιχώτες, και Σκουταριώτες!!!!!!!!!! καλημέρα κ.ο.μ. Κυριακή σήμερα και με τη Μrs Dolenthia αποφασίσαμε να ζωγραφίσουμε στην κατσαρόλα Μελιτζάνες Γιαχνί με Πατάτες, ίσως κάποιος καχύποπτος όπως ο Γογούλης και ο Γκοτζιό να πουν: μα γιατί ο Επικούρειος Πέπος λέει αποφασίσαμε να ζωγραφίσουμε, αντί του σωστού αποφάσισε να ζωγραφίσει; εννοώντας βέβαια πως ήταν θέμα της  Mrs Dolenthias; Μα αγαπητοί μου φίλοι για όσους κατέχουν την τέχνη της Ζωγραφικής-Μαγειρικής είναι προδήλως πασιφανές πως το ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ μυστικό στη μαγειρική με βάση τα λεγόμενα του Μεγάλου σέφ-δασκάλου του κορυφαίου Τσου Τσιγιέν είναι η σωστή δόση του αλατιού!!!!!!!!!!! Ίσως κάποιοι νομίζουν πως είναι π.χ. το κρέας, τα μπαχαρικά, η σωστή φωτιά, το σωστό σκεύος, η τα διάφορα συνοδευτικά, ΟΧΙ αγαπητές/οί μου φίλες και φίλοι, καλά και άγια όλα αυτά αλλά το μεγάλο μυστικό είναι το Αλάτι!!!!!!! Και το μυστικό της σωστής δόσης το κατέχω ΜΟΝΟΝ εγώ. Ελπίζω τώρα ο Γογούλης και ο Γκοτζιό να πάψουν να είναι ακόμα καχύποπτοι και να ζητήσουν συγγνώμη από τον Επικούρειο Πέπο. Σας εύχομαι καλή επιτυχία σε όσους αποφασίσετε να ζωγραφίσετε στην κατσαρόλα το πεντανόστιμο φαγητό και για να έχει την απόλυτη επιτυχία η προσπάθειά σας καλέστε για φαγητό εκλεκτούς φίλους. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Fuji Tomo Kazu.
Καλό μήνα λοιπόν και καλή συνέχεια στο φθινόπωρο, και καλά μας κέφια για μαγειρέματα στο σπίτι, για να φεύγει το άγχος και να κόψουμε και τα  πολλά τα έξω!
Εξω μιζέρια και καϋμοί, χαράτσια και περιορισμοί.EmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmoji
Emoji
6-7 τσακώνικες μελιτζάνες,σε κομμάτια των 5 εκ.
200 γραμμ  ελαιόλαδο.
1 μεγάλο κρεμμύδι ψιλοκομμένο.
3 κ.σ. πελτές.
4 μέτριες πατάτες.
3 σκελίδες σκόρδου ξεφλουδισμένες, ολόκληρες.
1 κ.γλ. ζάχαρη.
⅓  φλ. ψιλοκομμένος δυόσμος η βασιλικός.
1 κουταλάκι μπούκοβο.
Αλάτι, φρέσκο πιπέρι.


Σε μία μεγάλη κατσαρόλα ρίχνουμε τα ⅔ από την ποσότητα ελαιόλαδου και σοτάρουμε καλά τα κομμάτια μελιτζάνας γυρίζοντας τα 2-3 φορές χωρίς να βάζουμε πρόσθετο ελαιόλαδο επειδή το απορροφά συνέχεια όσο και να βάλουμε.

Βγάζουμε τις μελιτζάνες από την κατσαρόλα και τις τοποθετούμε προσωρινά σε ένα σκεύος.
Ρίχνουμε το υπόλοιπο ελαιόλαδο στην μεγάλη κατσαρόλα και σοτάρουμε καλά το ψιλοκομμένο κρεμμύδι σε μέτρια φωτιά μέχρι να μαλακώσει χωρίς όμως να αλλάξει χρώμα.

Αραιώνουμε τον πελτέ σε 2 φλυτζάνια νερό και τον προσθέτουμε στο σοταρισμένο κρεμμύδι μαζί με την ζάχαρη και το μπούκοβο.

Προσθέτουμε τις μελιτζάνες και τις κομμένες πατάτες (σε κομμάτια των 5 εκ περίπου). Σκεπάζουμε και βράζουμε για 40 -45 λεπτά περίπου ελέγχοντας αν θέλει να του προσθέσουμε και άλλο ζεστό νερό.

Προς το τέλος προσθέτουμε τον δυόσμο (η βασιλικό αν δεν έχουμε), αλάτι και αρκετό φρέσκο πιπέρι. Σερβίρουμε όταν το φαγητὀ θα έχει κρυώσει, ελαφρά χλιαρό.


 Υ.Γ. Σας στέλνω και λίγες ακόμα φωτογραφίες είτε για να σας φτιάξω τη διάθεση, είτε για να σας κάνω ακόμα πιο ορεξάτους, σαν συνοδευτικό προτείνω μερικά τυριά και ένα καλό κόκκινο οίνο που με τη βοήθεια του νερού θα το κάνετε κρασί. Η κοπέλα της φωτογραφίας είναι η κόρη του Τσου Τσιγιέν, και ο ασπρούλης!!! είναι το νέο μέλος της οικογένειας και τον έχουμε βαπτίσει Αίσωπο!!!!! Από την Περσεφόνη-Δήμητρα έλαβα κάποιες φωτογραφίες από την πόλη που την φιλοξενεί για το μεταπτυχιακό της και αναρωτήθηκα, άραγε θα επιστρέψει ποτέ πίσω στη μιζέρια; Επίσης αναρωτήθηκα γιατί αυτά τα παιδιά που ζουν σ' αυτό το μαγικό περιβάλλον όταν επιστρέφουν στην πατρίδα δεν απαιτούν να δημιουργηθούν οι ίδιες συνθήκες διαβίωσης; Τις πταίει; Από Λονδίνο μεριά ούτε φωνή ούτε ακρόαση.
Πηγή: filoftero
Aνιχνευτής: Επικούρειος Πέπος

31.10.15

ΠΙΚΟ ΝΤΕΛΑ ΜΙΡΑΝΤΟΛΑ Η αξιοπρέπεια και το «μανιφέστο της Αναγέννησης»

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί  επισκέπτες του ιστολογίου  σας καλημερίζω και σας εύχομαι καλές και πολλές αναγνώσεις. H σημερινή ανάρτηση αφορά ένα φωτεινό πνεύμα του Μεσαίωνα τον Πικο ντελα Μιράντολα. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Fuji Tomo Kazu.

Ενα αιρετικό κείμενο της Αναγέννησης για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τη βούληση για γνώση από έναν συγγραφέα που πλήρωσε την τόλμη του με τη ζωή του.


Οταν στα 1486, μεσούσης της Αναγέννησης, έγραφε τον «Λόγο περί της αξιοπρέπειας του ανθρώπου» που προοριζόταν να λειτουργήσει ως εισαγωγή στις «Εννιακόσιες φιλοσοφικές, θεολογικές και καβαλιστικές θέσεις» του, ο Πίκο ντέλα Μιράντολα (1463-1494) ήταν μετά βίας είκοσι τεσσάρων ετών. Εχοντας πλήρη συνείδηση ότι η τολμηρή αυτή απόπειρα δεν άρμοζε στην ηλικία ούτε ίσως στην κοινωνική του τάξη, αποπειράται ωστόσο να παρουσιάσει στους Πατέρες της εποχής μια νέα ανοιχτή φιλοσοφία η οποία αγκαλιάζει όλα όσα απορρέουν από τη «θέληση για αλήθεια». Κατασκευάζει λοιπόν ένα είδος γενεαλογίας της φιλοσοφίας που τραβάει τη γραμμή πίσω στην εποχή των αρχαίων μυστηρίων, μέχρι τις αποκαλυπτικές θρησκείες, περνώντας από τον Πλάτωνα και τον Πυθαγόρα. Αναζητεί επομένως το πρότυπο της ολιστικής γνώσης μέσα από ένα ευαγγέλιο ριζικής ελευθερίας. Στο σύντομο αυτό κείμενο ο Αδάμ δεν συνοψίζει απλώς το σύνολο του έμβιου και άβιου κόσμου. Γίνεται ο ίδιος κατασκευαστής του εαυτού του ασκώντας την ελευθερία του μέχρι τα έσχατα όριά της.
Κέντρο ο άνθρωπος
Το παρόν κείμενο κατέληξε να θεωρείται, όπως σημειώνει η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, «μανιφέστο της Αναγέννησης και πρότυπο της ολιστικής γνώσης». Στο κέντρο της φιλοσοφίας του Μιράντολα βρίσκεται ο άνθρωπος σε αναζήτηση της ελευθερίας του. Θεωρεί ότι η θεϊκή δύναμη έχει προικίσει το είδος μας με βούληση για εξεύρεση της αλήθειας των πραγμάτων, μια βούληση την οποία μπορεί να χειριστεί κατά το δοκούν, καθιστάμενος «δημιουργός του εαυτού του». Και αυτήν ακριβώς τη «δύναμη της θέλησης», τη θέληση να κατακτήσουν το «γνώθι σαυτόν», ο Πίκο τη συναντά τόσο στους έλληνες και τους ανατολίτες σοφούς όσο και στην εβραϊκή Καβάλα, στον Ζωροάστρη, στους άραβες λόγιους, στους σχολαστικούς αλλά και στους χριστιανούς συγγραφείς του Μεσαίωνα. Μήπως πρόκειται, θα ρωτήσει κανείς, για οικουμενισμό χωρίς όρια σε μια εποχή που ευνοούσε τις φιλόδοξες συνθέσεις στις τέχνες και τις επιστήμες στρέφοντας την πλάτη στον μεσαιωνικό σχολαστικισμό; Κατά τη γνώμη μου πρόκειται περισσότερο για την «οργανική ικανότητα»  ενός ιδιοφυούς  ανθρώπου να συνθέτει και να συγκρίνει φαινομενικά ετερώνυμα φιλοσοφικά ρεύματα και διαφορετικά γνωστικά συστήματα.
Η παπική εξουσία
Οι ογκώδεις «Θέσεις» του έμειναν τελικά ανέκδοτες. Ο «Λόγος» τυπώθηκε το 1486, η παπική εξουσία δεν θέλησε όμως να συζητήσει το έργο - θα ήταν άλλωστε περίεργο αν αποδεχόταν ένα σύστημα σκέψης που απέκλινε από το καθολικό δόγμα και έναν ραφιναρισμένο ουμανισμό που αναζητά την ουσία του ανθρώπου. Ο Πίκο αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί στη Γαλλία, αλλά δεν κατάφερε να αποφύγει τη σύλληψη και τη φυλάκιση στο κάστρο της Βενσέν τον επόμενο χρόνο. Αυτό ωστόσο δεν τον εμπόδισε να συγγράψει και άλλα σημαντικά έργα όπως τα καταγράφει στη διαφωτιστική εισαγωγή του ο σπουδαίος μελετητής της Αναγέννησης και του ίδιου του Πίκο, ο Yves Hersant. Επέστρεψε εν τέλει στην Ιταλία και συγχωρήθηκε από τον Πάπα. Πέθανε μόλις τριάντα ενός χρόνων, την 17η Νοεμβρίου του 1494 και ενώ τα στρατεύματα του βασιλιά της Γαλλίας Καρόλου Η' έμπαιναν στη Φλωρεντία των Μεδίκων. Για λόγους ιστορικούς, ας προσθέσουμε ότι θάφτηκε στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου και τον επικήδειό του εκφώνησε ο Σαβοναρόλα, η φιλία του με τον οποίο πιθανότατα οδήγησε τους εχθρούς του να τον δηλητηριάσουν.
Παρθένος και επίκαιρος
Με τη νεανική του ζέση, ο λόγος του Πίκο παραμένει παράδοξα ακέραιος, παρθένος και επίκαιρος. Επικαλείται, τότε όπως και τώρα, τον αξιοπρεπή άνθρωπο, το ελεύθερο πνεύμα, τον ιχνηλάτη της αλήθειας, προσφέροντάς μας ένα από τα εντιμότερα μνημεία της ηθικής φιλοσοφίας στην ιταλική Αναγέννηση. Γράφει λόγου χάριν (σελ. 113):
«Είναι πράγματι ένδειξη ευτέλειας, όπως γράφει ο Σενέκας, να τα γνωρίζουμε όλα από τους σχολιαστές, σαν να μας έχει κλείσει τον δρόμο προς τη φιλομάθεια η ευρηματικότητα των προγόνων μας και η δύναμη της φύσης να έχει εξασθενήσει μέσα μας, και να μην έχουμε να κομίσουμε κάτι δικό μας, που ακόμη κι αν δεν δείχνει ευθέως την αλήθεια τουλάχιστον να τη δείχνει από μακριά. Γιατί εάν ένας καλλιεργητής μισεί τη στειρότητα της γης του κι ένας σύζυγος εκείνην της γυναίκας του, είναι βέβαιο ότι και το Θείο Πνεύμα θα μισήσει ακόμη περισσότερο μιαν άγονη  ψυχή όταν βρεθεί και σμίξει μαζί της. Γιατί θα επιθυμούσε να έχει από αυτήν έναν κατά πολύ ευγενέστερο απόγονο».
Η δίγλωσση αυτή έκδοση συνοδεύεται από εισαγωγή, χρονολόγιο και σημειώσεις. Πρόκειται εν τέλει για ένα κείμενο ιδιαίτερα επίκαιρο στα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα, με πολεμική διάθεση απέναντι στη συμβατική σκέψη και στον δογματισμό, θαυμάσια μεταφρασμένο από την καθηγήτρια Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου απευθείας από τα λατινικά.
Pico della Mirandola
Λόγος περί της αξιοπρέπειας του ανθρώπου
Μτφ. Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου
Εισαγωγή - Σημειώσεις: Yves Hersant
Εκδ. Αγρα, 2014, Σελ. 152
Τιμή: 14 ευρώ
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
Ενα κείμενο της Αναγέννησης, που στην εποχή του θεωρήθηκε προκλητικό και βλάσφημο, κυκλοφορεί  για πρώτη φορά στα ελληνικά και μας θυμίζει ότι τα κείμενα που γράφονται με ψυχή απευθύνονται σε κάθε γενιά και δεν ξεθωριάζουν ποτέ.
«Εάν λοιπόν βλέπετε έναν άνθρωπο κοιλιόδουλο να σέρνεται στο χώμα , αυτό που βλέπετε δεν είναι άνθρωπος, αλλά φυτό. Εάν βλέπετε έναν άνθρωπο που οι ηδονές του θόλωσαν την όραση, σαν να τον τύφλωσε η Καλυψώ, και που τον τρώει η ψώρα της σαγήνης τους, αυτό που βλέπεται είναι κτήνος, δεν είναι άνθρωπος. Εάν βλέπετε έναν άνθρωπο να συλλαμβάνει τα πράγματα σύμφωνα με τον ορθό λόγο, αυτόν να τον λατρέψετε, γιατί δεν είναι πλάσμα γήινο, αλλά ουράνιο».
Όταν ο Πίκο ντέλλα  Μιράντολα  γράφει το παραπάνω κείμενο είναι μόλις 24 χρονών και απόλυτα πεπεισμένος ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο, τον έβαλε στο κέντρο του κόσμου και του έδωσε την ελευθερία και τη δυνατότητα να μπορεί να διαμορφώσει μόνος του τον εαυτό του. Ο άνθρωπος είναι δημιουργός του εαυτού του, το μοναδικό από τα γήινα πλάσματα που μπορεί, ανάλογα με την επιθυμία και την κρίση του, να γίνει αυτός που ο ίδιος θα αποφασίσει, χωρίς να τον δεσμεύει κανένας περιορισμός.
Ο νεαρός Πίκο είναι πλούσιος, μελετηρός και φιλόδοξος. Το 1485 ανακοινώνει ένα πρωτόγνωρο σχέδιο: θέλει να συγκεντρώσει τη Ρώμη όλους τους σοφούς της εποχής σε μια δημόσια συζήτηση γύρω από τα μυστήρια του χριστιανισμού, τη φιλοσοφίας και τις άγνωστες διδασκαλίες. Στόχος του είναι μέσα από μια  μεγάλη ιστορική αναδρομή να εξετάσει το ανθρώπινο πνεύμα∙ από τους σχολαστικούς φιλόσοφους μέχρι τον Ζωροάστρη και από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη μέχρι τους Άραβες, τους καββαλιστές και τους χριστιανούς συγγραφείς. Ο Μιράντολα θέλει να υποβάλει τις θέσεις και τις ερμηνείες του και να αποδείξει σε όλους τη συνοχή και τη συνάφεια που χαρακτηρίζει τα διαφορετικά δόγματα. Το σχέδιό του, όπως ήταν αναμενόμενο, απέτυχε. Ο Πίκο ήταν πολύ νέος, πολύ ζωηρός, πολύ φιλόδοξος και έκανε το λάθος να ανακατέψει  την μαγεία και την ειδωλολατρία στις θέσεις του. Ακολούθησε η σύγκρουση με τον επίσκοπο, ο χαρακτηρισμός του αιρετικού, η λογοκρισία του έργου του, η φυγή στη Γαλλία, η σύλληψη, η φυλάκιση και ο θάνατός του κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Πηγή: iefimerida.gr
Aνιχνευτής: Ενδυμίων.

30.10.15

Ο "βιβλιοπώλης της υπόγας" - Μανώλης Μπαρμπουνάκης (1932 - 2010)

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί συναθλητές της αδράνειας και της αποδοχής της ασχήμιας σας καλησπερίζω, σήμερα η ανάρτηση είναι αφιερωμένη στη μνήμη ενός βιβλιοπώλη, ενός βιβλιοπώλη μιας άλλης εποχής, και μιας και αναφερθήκαμε σε βιβλιοπώλες θα μνημονεύσω έναν πολύ καλό βιβλιοπώλη που για αρκετά χρόνια όταν μέναμε στο Νέο Κόσμο ήμουν ίσως ο πιο τακτικός πελάτης γι' αυτό είχα και προνομιακή τιμή στα βιβλία, σας μιλάω για τον Σωτήρη, το βιβλιοπωλείο του είναι στο Κουκάκι στην οδό Δημητρακοπούλου και Δράκου γωνία, σ' αυτόν τον υπέροχο βιβλιοπώλη και καλό φίλο τον Σωτήρη θέλω να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ για τις πολύ καλές προτάσεις του και για τις πολύ καλές τιμές που μου έκανε. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Fuji Tomo Kazu. Υ.Γ. Όλα αυτά που έζησα στο παρελθόν κοντά σε ανθρώπους που λάτρευαν το βιβλίο, και σε ανθρώπους όπως ό Σωτήρης στο Κουκάκι, ήταν το καλύτερο σχολείο και γι' αυτό προσπαθώ να φανώ κι εγώ χρήσιμος όταν παραβρίσκομαι στο βιβλιοπωλείο του αδερφού μου''Καλειδοσκόπιο'' στο Κορωπί.

Ο "βιβλιοπώλης της υπόγας" - Μανώλης Μπαρμπουνάκης (1932 - 2010)

'Εφτασε στο τέλος το "μεγάλο της ζωής του ταξίδιον" έπειτα από παραπάνω από μισό αιώνα παρουσίας εκεί στη θρυλική υπόγα της Αριστοτέλους, στη Θεσσαλονίκη, ο Μανώλης Μπαρμπουνάκης, ο πρώτος Ελληνας βιβλιοπώλης που «θεσμοθέτησε» τις παρουσιάσεις βιβλίων από τους ίδιους τους συγγραφείς.

«Ενα τίποτα είναι ο θάνατος: 
όταν υπάρχουμε εμείς, ο θάνατος είναι απών 
και 
όταν ο θάνατος είναι παρών,
δεν υπάρχουμε εμείς».
(Μανώλης Μπαρμπουνάκης) 

Το ταξίδι του περιλάμβανε αρκετούς σταθμούς όπου ανακατεύονταν βιβλία, εξώφυλλα, συγγραφείς μα και πιστοί αναγώστες που καθημερινά κατέκλυζαν το «Κατώι» ένα χώρο "δέκα σκαλιά κάτω από τη γη" - εξ ου και το παρατσούκλι του...."ο βιβλιοπώλης της υπόγας".....

«Στη χούντα, πολλά βιβλία δεσμεύονταν, η αγορά ήταν περιορισμένη», αλλά ήταν η εποχή που οι δύσκολες καταστάσεις τον έφεραν κοντά με σπουδαίους ανθρώπους. Ανάμεσα τους ο Μενέλαος Λουντέμης, «ένας ευαίσθητος, πανέξυπνος άνθρωπος, λάτρης της ζωής, που έφυγε ταλαιπωρημένος, αλλά διψασμένος για ζωή και αγάπη», ο Μάνος Κατράκης που σφράγισε τη βαθιά του φιλία με κουμπαριά, ο Κίτσος Τεγόπουλος που «στάθηκε παλικαρίσια κοντά του σε πολύ δύσκολους καιρούς».

Ο Μανώλης Μπαρμπουνάκης γεννήθηκε την 10 Νοεμβρίου του 1932 στα Περιβόλια Ρεθύμνου Κρήτης. Εγκατέλειψε το χωριό του τον Οκτώβρη του '50 έφηβος γύρω στα 17 για να μείνει αρχικά στην Αθήνα και από τις 5 Οκτωβρίου του 1959 να εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη που τότε φάνταζε σαν την Αμερική στα μάτια της κυρά Λένης, της μάνας του. 

"Γεννήθηκα στο Ρέθυμνο (στου Κόρακα την Καμάρα) το 1932. Eνώ πήγαινα στο δημοτικό σχολείο, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, έβοσκα ξυπόλητος και τα πρόβατα της οικογένειάς μας. Ήμασταν μια οικογένεια με επτά παιδιά. Ζούσαμε όχι με ανέσεις αλλά με λίγα χρήματα και πολλή αγάπη. Ο ένας πρόσεχε πάντα τον άλλο. Μόλις τελείωσα το τότε γυμνάσιο (1950), πήγα στην Αθήνα να σπουδάσω. Μαζί με τις άλλες σπουδές, δούλευα στο εργοστάσιο (Υφαντουργείο) του Μποδοσάκη, στα Άνω Πατήσια. Ξυπνούσα στις 5 το πρωί. Επειδή τα υφαντουργεία στην Ελλάδα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο ο εργοστάσιο έκλεισε. Από μικρός μου άρεσαν τα βιβλία και ήταν η τύχη μου που γνωρίστηκα με το Σταύρο Μπίρη. 'Έτσι άρχισε η σταδιοδρομία μου (1958) στα βιβλία. Μετά από ένα χρόνο (1959) οι εκδότες, ο Γκοβόστης και ο Μπίρης, μ' έστειλαν ως αντιπρόσωπό τους εδώ, στη Θεσσαλονίκη. Ένα μικρό δωμάτιο του 2ου ορόφου στην οδό Φραγκίνη (στα Λουλουδάδικα), αποτέλεσε το πρώτο μου γραφείο, που χωρισμένο μ' ένα ξυλοτέξ, ήταν και το μέρος που κοιμόμουν. Έπειτα από λίγο καιρό, πήρα ένα μεγαλύτερο γραφείο στον 4ο όροφο, χωρισμένο κ ατό με ράφια από βιβλία.
1962. Διαμερισματάκι στην οδό Τσιμισκή 64, μεσώροφος, όπου έμενα και πάλι μαζί με τα βιβλία μου.
1964. Το πρώτο μου βιβλιοπωλείο στην Αριστοτέλους 4, όπου ήταν και το μοναδικό βιβλιοπωλείο της περιοχής.

1965. Το δεύτερο βιβλιοπωλείο μου στην Εγνατία 156. 
1980. Το Κατώι του Βιβλίου.
1985. Το Σπιτάκι του παιδιού, που ήταν καθαρά παιδικό βιβλιοπωλείο, μοναδικό στην Ελλάδα.

Το 1959 άρχισε αν εργάζεται ως αντιπρόσωπος ενός εκδοτικού οίκου μέχρι να φτιάξει τον δικό του εκδοτικό οίκο. «Ημουν ο πρώτος στην Ελλάδα που ξεκίνησα εκδηλώσεις για το βιβλίο», καυχιέται. Από το υπόγειο, όπου πέρασαν ο Φρέντυ Γερμανός, ο Μουρσελάς, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Νίκος Μπακόλας, η Μαλβίνα, η Αλίκη Βουγιουκλάκη...Οι φωτογραφίες τους πάνω από τα σκονισμένα ράφια, τραβηγμένες από τον ίδιο, βεβαιώνουν «του λόγου το ασφαλές» και παραπέμπουν σε ένδοξες στιγμές του υπογείου.
Στο "Κατώϊ" του (όνομα και πράμα) μεταξύ μεσημεριανού ύπνου και τσικουδιάς έδινε τροφή σε συζητήσεις με σημαντικές προσωπικότητες των γραμμάτων, των τεχνών, της πολιτικής ενώ που και που τη συζήτηση και τις μαντινάδες που απήγγειλε τα διέκοπταν τα κραξίματα των παπαγάλων του. Οι μαντινάδες που έγραφε εκδόθηκαν σε τρεις μικρούς τόμους, ενώ τα τελευταία πέντε χρόνια μια μαντινάδα του φιλοξενούνταν κάθε εβδομάδα στον «Αγγελιοφόρο της Κυριακής».

«Οι Ελληνες ποτέ δεν αγόραζαν βιβλία. Πρώτα σκέφτονται το ταβερνάκι και τη διασκέδασή τους και μετά το διάβασμα. Ετσι ήταν πάντα κι έτσι παραμένει. Η μόνη διαφορά από παλαιά είναι ότι τότε υπήρχαν περισσότεροι αναγνώστες νεαρής ηλικίας ...» έλεγε...

Σε ηλικία 77 ετών άφησε τη τελευταία του πνοή.....
Μέχρι τελευταία σαν τον ρωτούσες ποιές είναι οι εμπιερίες που αποκόμισε από τη μακρόχρονη διαδρομή του στον χώρο του βιβλίου απαντούσε με παράπονο....
......"Ψάχνω να βρω ανθρώπους" ....... 

«Δουλεύω μέχρι τώρα -μαζί με το στρατό- 56 χρόνια αδιάκοπα. Το τι έφτιαξα σε μια γενιά, θα το κρίνουν οι άλλοι. Δεν υπήρξα ποτέ μέλος σε καμία οργάνωση, κόμμα ή κάστα και δεν ξεχωρίζω τους ανθρώπους από το χρώμα, τη φυλή ή τη θρησκεία... 

Το 1965 στην έκδοσή μου το "Ασμα Ασμάτων" σε μετάφραση Γιόσεφ Ελιγιά, έγραψα σε μια αφιέρωση: .

..και σ' όσους αγωνίζονται και άξια πεθαίνουν....
.....σε όποια φυλή κι αν ανήκουν....
.....όπου κι αν μένουν....
.....και σε όποια πίστη κι αν είναι δοσμένοι!...» 

(Μανώλης Μπαρμπουνάκης, «Μαντινάδες Γ'»).

"Έσβησ' ο λύχνος κι η νυχτιά
μας σκέπασαν σκοτάδια
ψάχνουμε φως μα πουθενά
δε δείχνουν τα σημάδια" 
("Μαντινάδες Α΄", σελ. 31)

Στη ζωή μου γνώρισα πολλούς.
Άλλους μικρούς κι άλλους μεγάλους. 
Άλλοι άξιζαν, άλλοι όχι.
Άλλοι με βοήθησαν και με βοηθάνε, άλλοι το αντίθετο. 
....Αυτά.... 
Ανιχνευτής ο Ενδυμίων

29.10.15

ΜΙΑ ΑΚΟΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ ΟΧΙ ΚΑΙ ΤΟ ΥΨΩΜΑ 731!!!!!!!!!! Τιμή και δόξα στους αληθινούς Ήρωες.

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί αστροσπαρμένοι, πολυφάραγγοι και ψηλοβροντορίχτες καλημέρα και καλή ανάγνωση, ο φίλος μου ο ά-σοφος! Γεώργιος λέει πως σ' αυτον τον τόπο, δηλαδή στην Ελλάδα, δεν υπάρχουν Έλληνες!!!!!!!!!! στην καλύτερη των περιπτώσεων άντε να είμαστε φιλέλληνες!!!!!!!!!! Εσείς τι λέτε; Ο δε δάσκαλος Λιαντίνης είχε πει πως δεν είμαστε ούτε καν φιλέλληνες, απλά είμαστε Ελληνοέλληνες!!!! Αυτό βέβαια είναι τριςχειρότερο, εσείς τι λέτε; Σε συνέχεια της χθεσινής ιστορίας σας στέλνω σήμερα την ιστορία του Νικόλα, ο Νικόλας θα μπορούσε να ήταν ο καθ' ένας από εμάς. Φαντασθείτε τώρα όλους εκείνους τους Άγιους Ήρωες που έχασαν τη ζωή τους εκείνη την περίοδο του πολέμου και της αντίστασης, πόση πίκρα θα ένιωθαν όταν θα αντίκριζαν μετά τον πόλεμο όλους τους συνεργάτες του κατακτητή να κυβερνούν αυτόν τον τόπο για τον οποίον αυτοί έδωσαν τη ζωή τους!!!!!!!!! Για φαντάσου!!!!!!! Τέτοια ώρα ο Γκοτζιόλας λέει: Άντε γανωθείτε καριόληδες!!!! Σας παρακαλώ κάποια στιγμή σήμερα αναζητήστε την απίστευτη ιστορία για το ύψωμα 731!!!! αλήθεια πόσο υπερήφανοι θα ένιωθαν εκείνοι οι Άγιοι Ήρωες για μας, και για τους σημερινούς ηγέτες του ΝΑΙ σε όλα; Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος-Προμηθέας.

Ο Νικόλας - Μια άγνωστη ιστορία από τον πόλεμο του 40

Στη φωτό Ο Νικόλας και η αγαπημένη του
την ημέρα του γάμου τους

"Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον" έλεγαν οι παλιοί.
Ετσι και στην περίπτωση του Νικόλα. Κάποιες τραγικές συμπτώσεις έμελλαν να αλλάξουν τον ρου της ζωής του και να τον εξαναγκάσουν να φύγει από το μικρό χωριό της Εύβοιας στο οποίο ζούσε και να μετεγκατασταθεί σε μια μικρή κωμόπολη της Ν. Ιταλίας όπου έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του.
Οι παλιοί έλεγαν ακόμη
"Ουδέν κακόν αμιγές καλού"

Κι έτσι είναι. Μπορεί ο πόλεμος και οι κακουχίες να ήταν υπεύθυνα που αμούστακο παλλικαράκι ακόμη ο Νικόλας αποχωρίστηκε από τη μάνα του, τα αδέλφια του και το αγαπημένο του χωριό, όμως ο ίδιος ο πόλεμος έμελλε να τον κάνει να γνωρίσει τη σύντροφό του με την οποία έζησε ευτυχισμένα και πάντα ερωτευμένος για 55 ολόκληρα χρόνια!!!!
Μοναχά ο θάνατος τους χώρισε.....

Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή. Ο Νικόλας γεννήθηκε λίγο μετά από το θάνατο του πατέρα του ο οποίος σκοτώθηκε στον Α Παγκόσμιο πόλεμο. Μεγάλωσε με την μητέρα του και τα αδέλφια του με πολλή στέρηση. Εγινε παλλικαράκι, μα δεν πρόλαβε να χαρεί, ήρθε ο επόμενος πόλεμος με τις αγριότητες, τη θηριωδία,τη φτώχεια, τη πείνα, τη στέρηση....Και νάτανε μόνο αυτό? Ηρθαν οι Γερμανοί στο χωριό του, τον συλλάβανε και τον στείλανε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως στη Γερμανία. Στα είκοσί του θάτανε θαρρώ. Από τότε οι δικοί του έχασαν τα ίχνη του. Δεν γνώριζαν εάν ζούσε η εάν σκοτώθηκε. Το ίδιο και αυτός.
Ετσι χωρίζουν οι οικογένειες στους πολέμους. Αγριο πράμα ο πόλεμος.....
Εκεί στη Γερμανία, ο Νικόλας νεαρό παλλικαράκι βρέθηκε για πρώτη φορά μακριά από το ζεστό σπιτικό του μικρού χωριού του, μακριά από τους δικούς του ανθρώπους, βίωσε τη μοναξιά, μόνος σε μια ξένη χώρα φυλακισμένος στον αφιλόξενο χώρο ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης.... Δύσκολες οι συνθήκες....μοναδική συντροφιά του ένας Ελληνας από το χωριό του που τον είχαν πάρει και αυτόν οι Γερμανοί στο στρατόπεδο, και ένας Ιταλός, ο Μάριος....Αυτός ο Ιταλός δεν ήταν σαν τους άλλους῎ ήταν καλός και πρόσχαρος άνθρωπος και νοιαζόταν για τον Νικόλα.
"Αμα τελειώσει ο πόλεμος θα σε πάρω μαζί μου στην Ιταλία"
έλεγε ο Μάριος στο Νικόλα
"Ναι, θάρθω Μάριε στην Ιταλία μαζί σου"
του απαντούσε ο Νικόλας με βουρκωμένα μάτια...αφού πίστευε πως δεν τούχε απομείνει κανένας στον κόσμο...βλέπετε είχε χάσει τα ίχνη τους και τότε δεν ήταν εύκολες οι επικοινωνίες σαν τώρα, ούτε τηλέφωνα υπήρχαν, ούτε εύκολη η επικοινωνία μεταξύ των χωρών. Τους δικούς του τους ήξερε για σκοτωμένους, το είχε πάρει πια απόφαση.
Με τον συγχωριανό του κάθε βράδυ ονειρεύονταν την επιστροφή στην πατρίδα. Σε αυτή την υγρή φυλακή το όνειρο της επιστροφής στην πατρίδα έμοιαζε με ηλιαχτίδα που τρύπωνε στη καρδιά, τους ζέσταινε και τους κρατούσε ζωντανούς.....αυτό το όνειρο ήταν που τους έδινε δύναμη να αντέξουν στις κακουχίες.....

Πέρασε ο καιρός, τελείωσε ο πόλεμος, ήρθε η ώρα να φύγει ο Μάριος
"Vienni" του λέει, "δεν ξεχνώ την υπόσχεσή μου, θάρθεις μαζί μου στην Ιταλία,θα σε πάρω στο σπίτι μου, θα σε γνωρίσω στους γονείς μου, στα αδέλφια μου"

"Ελα"
του λέει και ο συγχωριανός του, "έμαθα πως μεθαύριο φεύγει ένα καράβι για την Ελλάδα, θα γυρίσουμε παρέα στο χωριό"


Το βράδυ ο Νικόλας ξαγρύπνησε, δεν ήξερε τι να κάνει...
Τον Μάριο τον συμπαθούσε πολύ, μα να πάει σε μια ξένη χώρα?
Αλλά και στο χωριό να κάνει τι?
Αφού δεν είχε κανένα νέο από τους δικούς του, ορφανός τι θάκανε εκεί μοναχός του?
Τα χαράματα πήρε την απόφαση :
ΟΧΙ. Δεν θα γύρναγε στον τόπο του.
Θα ακολουθούσε τον Μάριο στην Ιταλία.....
Ο συγχωριανός του σαν τάκουσε στεναχωρέθηκε, δάκρυσε, αγκάλιασε τον Νικόλα σφιχτά σαν νάταν η στερνή φορά που βλέπονταν και του είπε "καλή αντάμωση".
Μα ήταν πράγματι η στερνή φορά που αγκαλιάζονταν...
Το καράβι με το οποίο ταξίδεψε ο συγχωριανός του στην Ελλάδα βούλιαξε και ο παιδικός του φίλος πνίγηκε.....
Αν τον είχε ακολουθήσει ο Νικόλας...
Μα το λαδάκι στο καντηλάκι του δεν είχε στερέψει ακόμη
Ο Μάριος κράτησε το λόγο του και πήρε τον Νικόλα στο σπίτι του. Τον φρόντισε, τον ενσωμάτωσε στην δική του οικογένεια, στα δικά του τα αδέλφια....τον ένοιωθε πια σαν αληθινό αδελφό του....πράγμα που δεν άργησε να γίνει και στην πραγματικότητα.....
Μία από τις αδελφές του Μάριου ήταν πανέμορφη και πολύ καλή κοπέλα. Αντουανέτα ήταν το όνομά της. Ενας άγγελος που από τη πρώτη στιγμή που ειδωθήκανε με τον Νικόλα ερωτοχτυπηθήκανε. Μια αγάπη γεμάτη από σεβασμό και αλληλοεκτίμηση και ας τους χώριζαν 10 ολόκληρα χρόνια.
Εκείνη ήταν μεγαλύτερή του.
....."Ο έρως χρόνια δεν κοιτά" λέγανε οι παλιοί.....
Μαζί απόκτησαν 3 παιδιά, η οικογένειά τους και το σπιτικό τους ήταν πάντα χαρούμενο και γεμάτο από κόσμο. Η γυναίκα του ήταν όπως οι περισσότερες ΝοτιοΙταλίδες καταπληκτική μαγείρισα και αφού καθώς λένε "ο έρωτας περνά πρώτα από το στομάχι" και το στομάχι γέμιζε πάντα με νοστιμιές, έτσι νόστιμος παρέμενε για πολλά-πολλά χρόνια και ο έρωτας . Ποτέ δεν άκουγες γκρίνιες και διαπληκτισμούς μέσα στο σπιτικό του Νικόλα. Μετά τον θάνατο του πεθερού του, ο Νικόλας ανέλαβε το μικρό ρολογάδικο, αφού εν τω μεταξύ του είχε μάθει την τέχνη από τον πεθερό του.

Τα χρόνια περνούσαν, τα παιδιά μεγάλωναν, μα τον Νικόλα τον έτρωγε το μαράζι της πατρίδας. Τι κι αν οι δικοί του ήταν σκοτωμένοι? Ηθελε να γυρίσει, να βρει τον τάφο τους και να ανάψει ένα κεράκι. Ηθελε να δει για μια φορά το χωριό του, αφού εκεί είχε γεννηθεί. Η νοσταλγία, ο νόστος, κακό πράμα νάσαι ξενιτεμένος.....
Βέβαια όταν επιχείρησε να αρχίσει τη διαδικασία να φτιάξει διαβατήριο, διαπίστωσε πως δεν ήταν καθόλου εύκολο....Στην Ελλάδα τον θεωρούσαν "λιποτάκτη"!!!!! Αν και δεν έφταιγε ο ίδιος που τον είχαν πάρει οι Γερμανοί από την Ελλάδα προτού να υπηρετήσει φαντάρος, οι Ελληνικές αρχές τον θεώρησαν λιποτάκτη....
Γρήγορα εγκατέλειψε την ιδέα της επιστροφής στην Ελλάδα και σκέφτηκε να αναζητήσει κανέναν θείο, καμία θεία, τίποτα ξαδέλφια για να μάθει τι συνέβη στους δικούς του.....

Ετσι απευθύνθηκε στον ΕΕΣ (Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό)!
Μετά από χρόνια ερευνών ο ΕΕΣ βρήκε τα ίχνη της χαμένης του οικογένειας και του έστειλε μια χαρμόσυνη είδηση : Τα αδέλφια του ζούσαν!!!! Μόλις του έδωσαν τη διεύθυνση έστειλε ένα απερίγραπτο γράμμα γεμάτο αγωνία. Ηθελε να μάθει νέα τους. Γρήγορα πήρε απάντηση και από τότε άρχισαν να αλληλογραφούν με τα αδέλφια του. Η μητέρα τους είχε πεθάνει από τις κακουχίες του πολέμου. Γράμματα συγκίνησης, απερίγραπτα λόγια αγάπης που πήγαιναν κι έρχονταν με το ταχυδρομείο, συνοδεύονταν με τις φωτογραφίες των παιδιών που είχαν αποκτήσει τα αδέλφια του αλλά και των δικών του. Λες και μέσα από τα γράμματα να προσπαθούσαν τα αδέλφια να απαλείψουν τα χρόνια που τους είχε χωρίσει ο πόλεμος.
Ετσι χωρίζουν οι οικογένειες στους πολέμους. Αγριο πράμα ο πόλεμος.....

Αφού ο Νικόλας δεν μπορούσε να ταξιδέψει στην Ελλάδα για να μην τον πιάσουν για λιποτάκτη, αποφάσισε ο ένας του αδελφός να πάει να τον βρει στην Ιταλία. Πρώτη φορά ταξίδευε εκτός Ελλάδος και μάλιστα σε μια εποχή που στην Ελλάδα υπήρχε ακόμη η χούντα. Πήρε το καράβι από την Πάτρα και ξεμπάρκαρε με την οικογένεια στο Μπρίντιζι. Οι τοίχοι γύρω ήταν γραμμένοι με συνθήματα κατά της χούντας. Ρώτησε κάποιους Ιταλούς πως μπορούσε να βγει στο δρόμο για την μικρή κωμόπολη. Θυμόταν τα Ιταλικά από τον πόλεμο (όλοι όσοι έζησαν τον πόλεμο έμαθαν Ιταλικά). Μετά από 3 περίπου ώρες έφτασε.....
Που θα πήγαινε όμως? Ηταν βράδυ.... Πως θα γνωρίζονταν με τον αδελφό του? Από αμούστακα παιδιά είχαν χωρίσει.....Ξάφνου άκουσε μια φωνή στα Ιταλικά "zio" (θείε).....Ηταν μια νεαρή όμορφη κοπέλα....Ιδια η μάνα του. Μετά έμαθε πως την λέγανε Ελένη. Ηταν η κόρη του Νικόλα που τους έψαχνε. Είχε δει στο σκοτάδι τις Ελληνικές πινακίδες και κατάλαβε.....Οδηγούσε ένα μικρό αυτοκινητάκι. Μπήκε μπροστά για να τους οδηγήσει.....σε λίγη ώρα έφτασαν στο σπίτι του Νικόλα.....Οταν άνοιξε η πόρτα τα δύο αδέλφια ρίχτηκαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου ξεσπώντας σε λυγμούς....Μιλούσαν και οι δύο ασταμάτητα, χωρίς ανάσα, σαν να ήθελαν να πουν όλα αυτά που κρατούσαν στο μυαλό τους τόσα χρόνια.....

Ξημέρωσαν....κανείς δεν ήθελε να κοιμηθεί εκείνη τη βραδιά....Τα δύο αδέλφια προσπαθώντας να προλάβουν να πουν τις ιστορίες τους και τα υπόλοιπα μέλη προσπαθώντας να συνειδητοποιήσουν πως ήταν συγγενείς....Δύσκολες καταστάσεις....Δύσκολη και η επικοινωνία αφού ούτε οι μεν μιλούσαν Ελληνικά ούτε οι δε Ιταλικά. Στο τέλος όμως κατάφερναν να συνενοηθούν αφού εκείνη τη βραδιά όλοι μιλούσαν με τη γλώσσα της καρδιάς.....

Τα επόμενα χρόνια ήρθαν τα παιδιά του Νικόλα για γαμήλιο ταξίδι στην Ελλάδα και επισκέφτηκαν για πρώτη φορά το χωριό του πατέρα τους.....

Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι ο Νικόλας να ξεπεράσει τις πολύπλοκες γραφειοκρατικές διαδικασίες με την στρατολογία (για την "λιποταξία"). Γέρασε πια και μοναχά τότε κατάφερε να δει για τελευταία φορά το χωριό του....
Το αδίκημα της λιποταξίας λέει αίρεται άμα γεράσει ο άνθρωπος...
Δύο φορές όλες κι όλες κατάφερε να επισκεφτεί την Ελλάδα.

Ολα του τα χρόνια ο Νικόλας τα έζησε με την πολυαγαπημένη του γυναίκα στην μικρή κωμόπολη της Ιταλίας. Περάσανε τα χρόνια κι εκείνη έμεινε κατάκοιτη για 4 χρόνια...Εκείνος σπάνια πια έβγαινε από το σπίτι. Προτιμούσε να της κρατά συντροφιά και να της μιλά κρατώντας τρυφερά το χέρι της, και εκείνη τον κοιτούσε μέσα στα μάτια και αν και στο κρεββάτι του πόνου έκανε τα χωρατά της....
Ηταν γυναίκα που δεν ήθελε να στεναχωρεί και να επιβαρύνει τους άλλους...
....Και οι δυό τους εξακολουθούσαν να είναι ακόμη ερωτευμένοι όπως τον πρώτο καιρό.....
....Η κοινή τους ζωή κράτησε 55 ολόκληρα χρόνια.....
Οταν εκείνη έφυγε στα 90 της χρόνια, μετά από 8 μήνες την ακολούθησε κι εκείνος απαρηγόρητος από τον χαμό της....

Σήμερα τα παιδιά του Νικόλα και τα εγγόνια ζουν στην ίδια κωμόπολη της Ν. Ιταλίας, στο Αβελίνο, εκεί που πέρασε τα χρόνια του ο Νικόλας, αλλά μακριά από τους φυσικούς τους συγγενείς από την πλευρά του πατέρα τους.
Είναι Ιταλοί πολίτες και δεν μιλούν την Ελληνική γλώσσα.
Το Ελληνικό επώνυμο είναι το μόνο που απόμεινε να θυμίζει την Ελληνική καταγωγή τους....
Ετσι χωρίζουν οι οικογένειες εξ αιτίας των πολέμων.
Αγριο πράμα ο πόλεμος.....
Πηγή:Δυοσμαράκι.
Ανιχνευτής: Eνδυμίων

28.10.15

ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ ΣΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ 1940 Τότε που οι Έλληνες δεν έλεγαν ΝΑΙ σε όλα!!

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί συνφιλέλληνες!!!!!!!! σας καλημερίζω και εύχομαι σε όσους το αξίζουν Χρόνια Καλά, Καλή Μνήμη, και καλή επάνοδο στην Ελλάδα σε όσους το επιθυμούν και νοσταλγούν την πατρίδα. Ο νομπελίστας ποιητής μας ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ είχε πει το εξής:  ''Όπου κι αν πάω η Ελλάδα με πληγώνει''. Ας μου επιτρέψει ο αείμνηστος ποιητής να  πω πως η φράση του δεν ήταν σωστή, το σωστό θα ήταν να έλεγε πως  ''Όπου κι αν πάω οι  Έλληνες με πληγώνουν'' η Ελλάδα γιατί να σας πληγώνει αείμνηστε Γιώργο Σεφέρη; Εκτός και αν αυτό εννούσατε. Ψάχνοντας σήμερα στο διαδίκτυο βρήκα αυτή τη συγκλονιστική ιστορία, παρακαλώ κάντε τον κόπο και διαβάστε το πιο κάτω κείμενο. Υ.Γ. Στην κ. Διοικητού που αύριο 28/10/15 έχει τα γενέθλιά της της εύχομαι ολόψυχα καλή αποστρατεία. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος-Προμηθέας.

Ἕνα συγκινητικὸ ἡμερολόγιο ἀπὸ τὸ μέτωπο καὶ μιὰ φωτογραφία ποὺ ἀναζητεῖ τρία πρόσωπα

Πιστέψτε με. Δεν υπάρχουν πολλά πράγματα σχετικά με το Επος του '40 που μπορούν να με συγκινήσουν. Εχω διαβάσει αρκετά κι έχω ακούσει άλλα τόσα, όπως οι περισσότεροι εξ υμών άλλωστε, τα περισσότερα συγκινητικά. Εχω θαυμάσει τις αντοχές του ανθρώπου αλλά και τα ανδραγαθήματα των Ελλήνων, έχω συμπονέσει τους ηττημένους και σε μερικές περιπτώσεις τους νικητές.
Εχω αμφισβητήσει, όπως είναι του συρμού τελευταία, τη σκοπιμότητα του μεγάλου εκείνου πολέμου. Και έχω επιστρέψει με την ταπεινότητα του απλού αναγνώστη ξανά στις πρωτογενείς μαρτυρίες και στις λεπτομέρειες που συνθέτουν -ψηφίδες αυτές- έναν πίνακα με τόσα πρόσωπα όσα η ίδια η ιστορία βάφει με τα ανεξίτηλα χρώματα της μνήμης. Νόμιζα όμως ότι δεν θα ξαναβρώ την αθώα ματιά των 18 χρόνων, που όλα τα διαβάζει, όλα τα πιστεύει, όλα τα θαυμάζει. Πριν από δύο εβδομάδες επέστη η ώρα να αναθεωρήσω.

Οταν έφτασε στα χέρια μου το βιβλίο "Ημερολόγιο από το Μέτωπο" του Μιλτιάδη Νικολάου το πρώτο σημείο που πρόσεξα είναι η σεμνή και επιμελημένη έκδοση από τον γνωστό εκδοτικό οίκο Κασταλία.
Ομως η αποκάλυψη ήρθε όταν άρχισα να το διαβάζω. Διότι δεν πρόκειται για μια ηρωική αφήγηση, για ένα ακόμη χρονικό κατορθωμάτων ενός πολεμιστή στον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Είναι μόνο η πορεία της ψυχής του Μιλτιάδη Νικολάου από το Δίστομο στην Αλβανία και πάλι στο Δίστομο. Είναι τα όνειρα ενός 32χρονου νέου, είναι η ανάσα της ίδιας της ζωής όπως προσαρμόζεται στη δίνη του πολέμου και στη σκιά του θανάτου. Είναι όλες οι αξίες του ανθρώπου σε λίγες γραμμές, όλες οι δοκιμασίες του πνεύματος και του σώματος σε λίγες σελίδες, είναι η μορφή και το σχήμα του θαύματος που συντηρεί στην κόψη του το άτομο από τη μια και την κοινωνία από την άλλη.

Η γλώσσα στην οποία γράφει ο Μιλτιάδης Νικολάου είναι άμεση και περιεκτική. Λαϊκή και λόγια μαζί, αισθαντική, τρυφερή και σκληρή ταυτόχρονα, δυνατή, λιτή και όμως πλήρης πληροφοριών σε κάνει να νοσταλγείς την εποχή που η δημόσια εκπαίδευση στην Ελλάδα παρήγαγε τέτοιους τεχνίτες/διανοούμενους.
Η αφήγηση είναι στρωτή και πολύ ενδιαφέρουσα. Είναι εντυπωσιακό και συνάμα διδακτικό πόσο ο απλός λόγος παράγει τέτοιο αποτέλεσμα όταν προέρχεται από ένα πλούσιο ψυχικό κόσμο. Δεν θα συνεχίσω με μια κριτική στο αφήγημα που του είναι βέβαια και παντελώς άχρηστη, καθώς το κείμενο μιλάει από μόνο του.
Μερικά όμως βιογραφικά στοιχεία για τον Μιλτιάδη Νικολάου, το τραγικό αυτό πρόσωπο, είναι απαραίτητα.

Ο Μιλτιάδης Ν. Νικολάου γεννήθηκε στο Δίστομο το 1907. Μετά το Δημοτικό παρακολούθησε το Σχολαρχείο (το Λύκειο της εποχής). Το επάγγελμά του ήταν τσαγκάρης, υποδηματοποιός. Οταν έφυγε για το μέτωπο επίστρατος στις 28 Οκτωβρίου του 1940 σε ηλικία 32 ετών, ήταν ήδη παντρεμένος με την Κονδυλία Καίλη και πατέρας δύο κοριτσιών ενώ η γυναίκα του ήταν έγκυος σε ένα τρίτο.

Ο Μιλτιάδης Ν. Νικολάου επέστρεψε από την Αλβανία στο Δίστομο στις 3 του Μάη του 1941. Ομως η άγρια, η τραγική του μοίρα δεν είχε ημερώσει. "Στις 10 Ιουνίου του 1944 σφάζεται από τους Γερμανούς μαζί µε την αγαπηµένη του σύντροφο, τις δύο λατρευτές θυγα­τέρες του, και σώζεται η Νίτσα µέσα στον άγριο Εσπερινό της σφαγής του Διστόµου. Η Νίτσα πεντάρφανη επιβιώνει, παντρεύεται, γεννάει δύο γιους, ο πρώτος πήρε το όνοµα του, Μιλτιάδης Σφουντούρης, τώρα δικηγό­ρος, όπως και ο µικρότερος γιος ο Κώστας, µα κυρίως αποστάγµατα και οι δύο του βαθιόριζου και πολύτιµου ανθρωπισµού του παππού Μιλτιάδη", όπως αναφέρει ο Ευστάθιος Σταθάς στο επίλογο του βιβλίου.

Αυτή ήταν η μοίρα του Μιλτιάδη Νικολάου που βρέθηκε ανάμεσα στις μυλόπετρες της ιστορίας. Εκείνος και εκατομμύρια άλλοι αυτούς τους μαύρους καιρούς. Κι αν δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για τη χαμένη ζωή του, κάνουν ό,τι μπορούν για τη μνήμη του η μοναδική επιζήσασα κόρη του Νίτσα Σφουντούρη και οι εγγονοί του με την έκδοση αυτού του βιβλίου. Δεν είναι το ίδιο αλλά είναι κάτι. Για την ακρίβεια είναι κάτι πολύ μεγάλο και σπουδαίο...
Μια φωτογραφία αναζητεί τρία πρόσωπα
 Αυτή η φωτογραφία είναι συλλεκτική καθώς για πρώτη φορά δημοσιεύεται στο δίκτυο. Ο Μιλτιάδης Νικολάου είναι ο πρώτος από αριστερά. Οι υπόλοιποι τρεις είναι άγνωστοι στην οικογένεια του Μ. Νικολάου. Αν κάποιος γνωρίζει ποιοι εικονίζονται ή άλλες σχετικές πληροφορίες μπορεί να απευθύνεται στη viotia.
Ανιχνευτής Ενδυμίωνας.

27.10.15

ΛΑΜΠΡΟΣ ΑΗΔΟΝΟΧΩΡΙΤΗΣ ΕΝΑΣ ΥΠΕΡΟΧΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ Ένα μικρό αφιέρωμα σ' εκείνους τους Άγιους Ήρωες του ΟΧΙ Άραγε που να είναι οι Έλληνες σήμερα;

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί φιλέλληνες καλησπέρα και Χρόνια Καλά σε όσους το αξίζουν, η σημερινή ανάρτηση είναι αφιερωμένη σε όλους εκείνους τους Έλληνες του 1940 που δεν ήταν σαν τους σημερινούς Ναιναίκους!!!!!!!!! που αν και γνώριζαν το τι σημαίνει ένα ΟΧΙ είχαν τα καρύδια να το πουν και να γράψουν τη δική τους ιστορία με χρυσά γράμματα. Υ.Γ. Εκείνοι οι Έλληνες ουδεμία σχέση έχουν με τον ενοικιαστή του Μεγάρου Μαξίμου που το ΟΧΙ του λαού το μετέτρεψε σ' ένα ταπεινωτικό ΝΑΙ σε όλα............... Ίσως ο Παππούς Λάμπρος τελικά να ήταν τυχερός που δεν έζησε αυτή τη ξεφτίλα. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος-fuji Tomo Kazu.

Αναμνήσεις ενός απλού στρατιώτη του 1940

by Μια επίκαιρη, λόγω της εθνικής γιορτής, περυσινή και πολυαγαπημένη ανάρτηση, αφιερωμένη στους νέους φίλους του ιστολογίου που,  όπως κι εγώ,  αγαπούν  τις επετείους:
Στη ζωή μας  υπάρχουν άνθρωποι που μας σημαδεύουν. Για μένα ένας απ΄ αυτούς είναι ο παππούς μου ο Λάμπρος, που έφυγε απ΄ αυτή τη ζωή περήφανος, πλήρης ημερών και εμπειριών, την Πρωτοχρονιά του 2004. Από τον άνθρωπο αυτόν έμαθα (ελπίζω τόσο καλά ώστε να μου ’χει γίνει βίωμα ζωής) την αξία τού να μένεις αληθινά ζωντανός και δραστήριος, ανεξάρτητα από την ηλικία σου, μέσα από την καθημερινή  δραστηριότητα και τη συμμετοχή στα πράγματα. Αναγνώρισα τη σημασία τού να είσαι «παρών» στη ζωή, περιφρονώντας τα στερεότυπα του πολιτισμού μας, που καλλιεργούν τη  λανθασμένη αντίληψη ότι από τη μέση ηλικία και μετά οι άνθρωποι γίνονται σταδιακά ανήμποροι, ασθενείς και «απόντες» από την ίδια τους τη ζωή.
 Κάθε φορά που μιλούσε για τον Ελληνοαλβανικό πόλεμο τα μάτια του έλαμπαν. Ο χρόνος συνθηκολογούσε μαζί του και γύριζε πίσω, αφαιρώντας καμιά εξηνταριά χειμώνες από την κορμοστασιά του. Γινόταν και πάλι ο ευθυτενής τριαντάχρονος που η κήρυξη του πολέμου, στις 28 Οκτωβρίου 1940, βρήκε να κουβαλάει με το γάιδαρό του ένα φορτίο πατάτες και να το ανταλλάσσει με καλαμπόκι, κάπου κοντά στην Αγόριανη. Ηταν τέτοιο το κλίμα της εποχής, με τον κόσμο να περιμένει τον πόλεμο από ώρα σε ώρα να χτυπήσει την πόρτα του, που θυμόταν με λεπτομέρεια κάθε στιχομυθία, κάθε γκριμάτσα, κάθε εικόνα. «Καταλαβαίνω ότι εσύ θα πας στρατιώτης, εγώ όμως χρειάζομαι ακόμα ένα  τέτοιο φορτίο» του είπε η νοικοκυρά του σπιτιού που πήρε τις πατάτες. Όμως είχε ήδη κηρυχτεί επιστράτευση…
Με το γάιδαρο γύρισε στο χωριό του, το Αηδονοχώρι. Στην πλατεία, όπως κάθε φθινόπωρο «έβραζαν τα τσίπουρα». Καμιά εβδομηνταριά νέοι, ανάμεσά τους και ο ίδιος, είχαν επιστρατευθεί και έφευγαν για τα Γιάννενα, όπου χωρίστηκαν από τους επιτελείς ανάλογα με τις ανάγκες του στρατού.
Ο παππούς υπηρέτησε, μαζί με άλλους έντεκα Θεσσαλούς, στην τροφοδοσία. Μέχρι να εκπνεύσει ο  Νοέμβριος είχαν ήδη φτάσει στην πλημμυρισμένη από Ελληνες Κορυτσά, αναλαμβάνοντας τη λειτουργία του κεντρικού φούρνου της πόλης. Φούρνιζαν ψωμί σε 24ωρη βάση, χωρισμένοι σε δύο βάρδιες. Διέμεναν σε ένα κατάλυμα με έξι κρεβάτια, δίπλα στο φούρνο. Οι μισοί δούλευαν, οι άλλοι μισοί κοιμόντουσαν. Και στο χρόνο που μεσολαβούσε ανάμεσα στις φουρνιές έβγαζαν τα χιτώνια και τα έβαζαν μέσα στο φούρνο κι αυτά, για να εξολοθρεύσουν τις ψείρες που τους βασάνιζαν ασταμάτητα!
Αυτή την ειδική «περιποίηση», την πρόσφεραν και στους καταπονημένους φαντάρους της πρώτης γραμμής που έρχονταν για λίγες ώρες στην Κορυτσά για να μεταφέρουν κάποιο μήνυμα. Ξεψείριζαν με τη βοήθεια της θερμότητας από το φούρνο τα ρούχα τους, τους πρόσφεραν ένα από τα έξι κρεβάτια για λίγες ώρες ξεκούρασης και τους έδιναν να φάνε μακαρόνια, το μόνο φαγητό που υπήρχε σε αφθονία χάρη στις γεμάτες ζυμαρικά αποθήκες την ηττημένων Ιταλών! Βρασμένα σκέτα μακαρόνια ήταν το καθημερινό φαγητό των φαντάρων στην Κορυτσά, μεσημέρι – βράδυ. Γι΄ αυτό κι ο παππούς , από τότε δεν ξανάφαγε μακαρόνια στη ζωή του, όσο νόστιμα κι αν ήταν μεγειρεμένα.
Παρά την προσπάθεια του σώματος τροφοδοσίας, οι φαντάροι της πρώτης γραμμής πεινούσαν. Σ΄ αυτούς δεν έφταναν πάντα οι κουραμάνες και τα μακαρόνια και γι΄ αυτό συχνά αναζητούσαν οι ίδιοι με κάθε μέσο τροφή. Ενας φίλος του παππού, τσομπάνης στο χωριό όπως και οι περισσότεροι νέοι, έκλεψε ένα κατσίκι από ένα κοπάδι Αλβανών. Επιστρέφοντας στη  μονάδα του συνάντησε έναν άλλο πεινασμένο φαντάρο από άλλη μονάδα που επίσης αναζητούσε κάτι να φάει. Εκοψε επί τόπου το κεφάλι του ζώου και του το ΄δωσε για να το κάνει βραστό  στην καραβάνα. Για να τον ευχαριστήσει ο άλλος του χάρισε μια ξυριστική μηχανή της εποχής, την οποία φύλαξε για ενθύμιο  όλη του τη ζωή!
Ετσι και ο παππούς είχε κρατήσει από την Αλβανία και χρησιμοποιούσε με θρησκευτική ευλάβεια ένα χιλιοχτυπημένο παγούρι μεταλλικό. Επειδή είχε χάσει το πώμα κάπου στην Κορυτσά, είχε φτιάξει ένα άλλο από καλαμπόκι και το είχε πάντα μαζί του στα χωράφια και τα μελίσσια. Σήμερα είναι οικογενειακό μας κειμήλιο.
Κάπου προς το τέλος Μαρτίου του 1941, έφτασε στην Κορυτσά ο επικεφαλής στρατηγός Τσολάκογλου και ο παππούς μαζί με κάποιο συγχωριανό τον πλησίασαν. «Τι θέλετε παιδιά;» τους ρώτησε. «Τίποτα δεν θέλουμε στρατηγέ, απλά να σε δούμε» του απάντησαν, κοιτώντας τον με θαυμασμό. «Μην με κοιτάτε έτσι, σε λίγο καιρό θα χτυπήσουν οι Γερμανοί και θα καταλάβετε πώς  πάνε τα «κόπια» μας χαμένα», τους απάντησε.
Πράγματι, σε λίγο καιρό ήλθε το γερμανικό χτύπημα από τα ελληνοσερβικά σύνορα και ο στρατηγός Τσολάκογλου υπέγραψε τη συνθηκολόγηση. Ολοι οι επιστρατευμένοι του χωριού, ακόμα και αυτοί που πολέμησαν στο θρυλικό ύψωμα 731, γύρισαν πίσω ζωντανοί, περπατώντας για εβδομάδες χωρίς να τους πειράξει ο γερμανικός στρατός.
Δεν ξέρω αν «πήγαν τα κόπια τους χαμένα». Αυτό που ξέρω είναι πως ο παππούς μου ο Λάμπρος ήταν γεμάτος περηφάνεια που άγγιξε από κοντά την αληθινή ιστορία σ΄ αυτή της τη φάση. Αν και ήταν ένας από τους χιλιάδες ανώνυμους στρατευμένους της εποχής, το ότι υπηρέτησε στον πόλεμο του 1940 τον έκανε να νιώθει ότι συμμετείχε σε κάτι συλλογικό και μεγαλειώδες που ξεπερνούσε τον ίδιο και αυτό σημάδεψε τη ζωή του. Στις διηγήσεις του δεν υπήρχε το πνεύμα του ηρωϊσμού που διακατέχει τα δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής, αλλά η ανθρώπινη ματιά του απλού στρατιώτη που ακολουθεί με εμπιστοσύνη τις εντολές, αγωνίζεται να βοηθήσει τον διπλανό του, πιστεύει στον κοινό αγώνα και στη βοήθεια της Αγίας Παρασκευής για να γυρίσει καλά στην οικογένειά του.
 Γι ΄  αυτό κι όλα τα εγγόνια του τού τηλεφωνούσαμε κάθε 28η Οκτωβρίου  σαν να ήταν η ονομαστική του γιορτή. Και ακόμα και τώρα, έξι  χρόνια από το θάνατό του, κάθε επέτειο του «Όχι» τον θυμόμαστε με αγάπη.