Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

16.11.15

TZOHN COLERIDGE ''Η Μπαλάντα Του Γέρου Ναυτικού''

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί συνοδοιπόροι της Επικούρειας Φιλοσοφίας καλησπέρα, η σημερινή ανάρτηση είναι αφιερωμένη στον συγγραφέα του βιβλίου ''Η Μπαλάντα Του Γέρου Ναυτικού'' όσοι δεν το έχετε διαβάσει φροντίστε να το διαβάσετε σύντομα. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος. 
Νιώθω να σιγοκαίει η αγωνία εντός μου, τη συμφορά να έρχεται μέσα απ’ τον ψίθυρο του ανέμου, αφουγκράζομαι… Φοβάμαι και κρυώνω. Ιδρώνω όπως ποτέ, παραπατώ σε ξένα οράματα. Σαν πάλλευκο κουφάρι που άθελά του ξεπήδησε απ’ τον τάφο, σε σένα λέω: «Ξένε! Αν είσαι αποκύημα της φαντασίας μου ή ακόμα ένα παιχνίδι που μου στήνει το όνειρο, μέσα στα λόγια τούτα σε προστάζω να χαθείς!» Τότε η επίκληση της φαντασίας στη λογική του ονείρου με σήκωσε νωχελικά από το έδαφος και με ένα άλμα ανάσκελα στη θέση αυτού του μνήματος ταιριάζω. Τα μάτια κλείνω για να δω… Τ’ αερικά στοχάζονται… Ακούω τις συλλαβές τους… Οι χαραγμένες θύμησες γράφουν επάνω μου σωρό… Ίσα που τις διαβάζω… Σαν ιστορία μέσα στου χρόνου τις στοές, τούτη η ζωή του γερασμένου περιπλανώμενου σοφού, που μια κατάρα του όρισε μονάχα αλήθειες να αφηγείται, μέσα στα μάτια μου αφήνω να ξεδιπλωθεί κι ούτε κατά διάνοια να τα ανοίξω δεν τολμώ.

Ο χρόνος της γέννησης: 21 Οκτωβρίου του 1772. Ο τόπος: Ottery St. Mary, ένα μικρό χωριό του Devonshire. Το δέκατο και τελευταίο παιδί του John Coleridge, ενός φτωχού ανθρώπου, δασκάλου, συγγραφέα και ιεροκήρυκα, ο Samuel Taylor Coleridge άνοιξε τα μάτια στον κόσμο, στο σύμβολο που του έγνεψε σαν τελετή μυσταγωγίας βαθιά να το εξερευνήσει. Η μύηση στα μυστήρια του σύμπαντος έγινε από τη νεανική του κιόλας ηλικία, εκείνα τα χειμωνιάτικα βράδια που ο πατέρας του, του μιλούσε για τα άστρα, τους πλανήτες, τις Νεράιδες και τα πνεύματα. Ο εθισμός του νου στο Αχανές, η πίστη στον κόσμο των οραμάτων χωρίς να έχει ως κριτήριο την πίστη στις αισθήσεις γι’ αυτό που έβλεπε, η γλυκιά μελαγχολία, η αίσθηση της διαφορετικότητας στην παρατήρηση, του έδιναν τα πρώτα δείγματα μιας μεταφυσικής ενόρασης.
«Ο πατέρας μου (…) μου είπε τα ονόματα των άστρων – και πως ο Δίας ήταν χίλιες φορές μεγαλύτερος από τον δικό μας κόσμο -  και πως τα άλλα που σπινθηροβολούσαν αστέρια ήταν Ήλιοι που είχαν κόσμους που περιστρέφονταν γύρω απ’ αυτούς – και όταν έφτασα σπίτι μου έδειξε πως περιστρέφονταν. Τον άκουγα με βαθιά ευχαρίστηση και θαυμασμό ˙αλλά χωρίς καθόλου απορία ή δυσπιστία. Γιατί από το πρώιμο διάβασμα παραμυθιών με Νεράιδες και Πνεύματα και άλλα παρόμοια ο νους μου είχε εθιστεί στο Αχανές και ποτέ, με κανένα τρόπο, δεν θεώρησα τις αισθήσεις μου ως κριτήρια γι’ αυτό που πίστευα».
Σε ηλικία εννιά ετών, ένα τραγικό γεγονός θα σημαδέψει για πάντα τη ζωή του. Ο Θάνατος τον επισκέπτεται. Πεθαίνει ο πατέρας του και μέντοράς του. Τον επόμενο χρόνο τον στέλνουν για σπουδές στο Λονδίνο. Η φοίτηση στο Christ’s Hospital τον έκανε να διαπρέψει στα κλασικά γράμματα και ιδιαίτερα στην πλατωνική φιλοσοφία. Λίγο αργότερα η φιγούρα του Θανάτου προβάλλει και πάλι. Χάνει δυο από τα αδέρφια του. Ο ίδιος αρρώστησε βαριά και για να αντιμετωπίσει την ασθένεια παίρνει το κοινό φάρμακο της εποχής, λάβδανο, κύριο συστατικό του οποίου ήταν το όπιο. Η γνωριμία του με το όπιο έμελλε να είναι μοιραία και να του ανοίξει το δρόμο για τον εθισμό.
«Το λάβδανο μου έδινε ανάπαυση και ηρεμία, όχι ύπνο: αλλά εσύ, πιστεύω, γνωρίζεις πόσο θεική είναι αυτή η ανάπαυση – τι τόπος μαγείας, ένας πράσινος τόπος πηγών, λουλουδιών και δέντρων, μες στην καρδιά μια ερημιάς από άμμο.»
Έπειτα στη ζωή του θα στιγματιστεί ως χρήστης όπιου, και υποστήριξε πως ένα απ’ τα ποιήματά του, ο «Kubla Khan», εμπνεύστηκε από οράματα που είδε ενώ βρισκόταν υπό την επίρροια.
ΚΟΥΜΠΛΑ ΧΑΝ
(μτφρ.: Βαγγέλης Αθανασόπουλος)
Στο Ξαναντού ο Κούμπλα Χαν είχε προστάξει…
Των απολαύσεων μεγαλόπρεπο ανάκτορο:
Εκεί που ο Αλφ, το ιερό ποτάμι,
Μες από θεόρατες σπηλιές
Προς την ανήλιαγη θάλασσα κυλούσε.
Έτσι δύο φορές μίλια πέντε εύφορης γης
Με τείχη ζώστηκε και πύργους:
Κι ήταν εκεί κήποι φωτεινοί με φιδωτά ρυάκια,
Όπου πολλά μυριστικά ανθοβολούσαν δέντρα ˙
Και δάση εδώ όσο κι οι λόφοι αρχαία,
Περιβάλλοντας ηλιόλουστες κηλίδες πρασινάδας.
Μα ω! εκείνη η ρομαντική
βαθιά χαράδρα που έγερνε
Κάτω απ’ τον πράσινο λόφο
διαμέσου της σκεπής των κέδρων!
Άγριος τόπος! Ιερός και μαγεμένος
Σαν στοιχειωμένος στου φεγγαριού τη χάση
Από γυναίκα που μοιρολογά
τον έρωτά της για ένα ξωτικό!
Κι απ’ τη χαράδρα αυτή μ’ αντάρα
ασταμάτητη κοχλάζοντας,
Σαν η γης η ίδια με γρήγορα απανωτά
κοντανασάσματα ν’ ανάπνεε.
Τρανή πηγή τιναζόταν με βία:
Κι ανάμεσα στο παλινδρομικό
γοργό της τίναγμα
Τεράστια τινάζονταν συντρίμμια
όπως χαλάζι που αναπηδά,
Ή όπως οι κόκκοι του σταριού
μες από τ’ άχυρα
Κάτω απ’ το χτύπημα που με τον δάρτη
δίνει ο αλωνιστής:
Κι ανάμεσα σ’ αυτούς τους βράχους που χορεύουν
ταυτόχρονα και πάντα
Μονομιάς ξεχύνεται ο ιερός ποταμός.
Για πέντε μίλια ελισσόμενος
με δαιδαλώδη κίνηση
Μες από δάση και λαγκάδια
έτρεχε ο ιερός ποταμός,
Τότε στα θεόρατα έφτανε σπήλαια,
Και με βοή εβούλιαζε μες σ’ ένα ωκεανό νεκρό:
Και στη βοή αυτή ανάμεσα ο Κούμπλα
άκουσε από μακριά
Προγονικές φωνές που προφητεύαν πόλεμο!
Τ’ ανάκτορου των απολαύσεων ο ίσκιος
Στα κύματα έπλεε ανάμεσα ˙
Εκεί το μικρό ακούστηκε κριτήριο
Απ’ την πηγή κι από τα σπήλαια.
Ήτανε θαύμα σπάνιας μαστοριάς.
Ένα ανάκτορο των απολαύσεων ηλιόλουστο
μα και με σπήλαια πάγου!
Μια αρχοντοπούλα με σαντούρι
Σε όραμα είδα μια φορά:
Μι’ Αβησσυνή ήτανε κόρη,
Και στο σαντούρι της έπαιζε,
Υμνώντας το όρος Αβόρα.
Να ξαναζωντανέψω αν μπορούσα μέσα μου
Την αρμονία και τη φωνή της,
Σε μια ηδονή τόσο βαθιά θα με ‘φερνε,
Ώστε με μουσική δυνατή και παρατεταμένη,
Θα ‘χτιζα εκείνο το ανάκτορο μες στον αέρα,
Εκείνο το ηλιόλουστο ανάκτορο!
Εκείνες τις σπηλιές του πάγου!
Κι όλοι όσοι θ’ άκουγαν,
να τα δουν θα μπορούσαν εκεί,
Κι όλοι θα φώναζαν, Προσέξτε! Προσέξτε!
Τα μάτια του π’ αστράφτουν,
την κόμη που κυματίζει!
Τρεις φορές γύρω του πλέξτε ένα κύκλο,
Και τα μάτια σας κλείστε με τρόμο ιερό,
Γιατί αυτός με αμβροσία έχει τραφεί,
Και του παράδεισου ήπιε το γάλα.
Μετά όμως από την ευτυχισμένη περίοδο, όπου τα όνειρα τον βύθιζαν γλυκά σε μια κατάσταση ευφορίας, τον άφηναν να φαντάζεται μισοκοιμισμένος ενίοτε, ελέγχοντας τη μνήμη και τα πρόσωπα, διατηρώντας μιαν αλλόκοτη ζωντάνια και διώχνοντας μακριά οράματα δυσάρεστα και τρομακτικά, ήρθε κάτι που τάραξε τα νερά της λίμνης των μύχιων, μεθυστικών οραμάτων.
«Τότε όλη η μαγεία
Σβήνει – όλος ο τόσο ωραίος κόσμος των σκιών
Αφανίζεται, και χίλιοι κύκλοι απλώνουν,
Και παραμορφώνει ο ένας τον άλλον.
Στάσου για λίγο
Δύστυχε νέε! Που ‘τε τολμούσες
τα μάτια να σηκώσεις-
Γρήγορα το ποτάμι θα ξαναγίνει λείο,
και όπου να ‘ναι
Τα οράματα θα επιστρέψουν!
Και να ‘τος, γαληνεύει,
Κι αμέσως θαμπά τα κομμάτια
μορφών αγαπημένων
Τρεμουλιαστά έρχονται πίσω, ενώνονται
Και τώρα για μια φορά ακόμη
Το νερό καθρέφτης γίνεται.»

Μετά… ήρθαν οι πόνοι του ύπνου.
Η πίκρα και ο τρόμος πήραν τη θέση της γοητείας και της απόλαυσης.
ΟΙ ΠΟΝΟΙ ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ
(μτφρ.: Βαγγέλης Αθανασόπουλος)

Όταν πάνω στο κρεβάτι μου
τα μέλη μου ξάπλωνα,
Συνήθειά μου δεν ήταν να προσεύχομαι
Με χείλη να κινούνται ή λυγισμένα γόνατα ˙
Μα σιωπηλά, μ’ αργούς αναβαθμούς,
Το πνεύμα μου συνθέτω σ’ Αγάπη,
Με ταπεινή πεποίθηση τα βλέφαρά μου κλείνω,
Μ’ ευλαβική παραίτηση,
Χωρίς ευχή να βάλω στο μυαλό μου,
Ούτε και κάποια σκέψη να εκφράσω,
Μόνο μια αίσθηση ικεσίας ˙
Μια αίσθηση πάνω σ΄όλη μου την ψυχή μου χαραγμένη
Πως είμαι αδύναμος, καταραμένος όμως όχι,
Μια και μέσα μου, γύρω μου, παντού
Αιώνια δύναμη και Σοφία υπάρχουν.
Ωστόσο χτες τη νύχτα φωναχτά προσευχήθηκα
Με αγωνία και οδύνη,
Βγαίνοντας πάνω από το πλήθος το δαιμονικό
Των σχημάτων και των σκέψεων
που με βασάνιζαν:
Ένα μακάβριο φως, ένας συρφετός
που με ποδοπατούσε,
Αίσθηση λάθους ανυπόφορου,
Κι αυτούς που περιφρονούσα
είναι οι μόνοι ισχυροί!
Δίψα εκδίκησης, η ανίσχυρη βούληση
Ακόμη σε σύγχυση, αλλά ακόμη φλογερή!
Επιθυμία κι απέχθεια παράξενα αναμιγμένες
Πάνω σε άγρια ή μισητά
αντικείμενα κολλημένες.
Φανταστικά πάθη! Συμπλοκή θορυβώδης
που τρελαίνει!
Και ντροπή και τρόμος πάνω απ’ όλα!
Πράξεις που δεν ήταν κρυφές
πρέπει να κρυφτούν,
Που εντελώς μπερδεμένος
δεν μπορούσα να ξέρω
Εάν τις είχα υποστεί ή αν τις έκανα:
Γιατί όλα φαίνονται ενοχή, μεταμέλεια η πόνος,
Δικές μου ή των άλλων είναι το ίδιο,
Φόβος που πνίγει τη ζωή,
ντροπή που πνίγει την ψυχή.
Έτσι δυο νύχτες πέρασαν:
της νύχτας ο τρόμος
Έθλιβε και μάραινε τη μέρα που ‘ρχόταν.
Ο Ύπνος, η μεγάλη ευλογία, φαινόταν σε μένα
Του λοιμού η χειρότερη συμφορά.
Την τρίτη νύχτα, όταν η ίδια μου η δυνατή κραυγή
Απ’ το δαιμονικό με ξύπνησε όνειρο,
Εξαντλημένος από μαρτύρια παράξενα
και άγρια,
Έκλαψα όπως τότε που ήμουνα παιδί ˙
Κι έχοντας έτσι με δάκρυα χαμηλώσει
Την οδύνη μου προς μια πιο ήπια διάθεση,
Τέτοιες τιμωρίες, είπα, αξίζαν
Σε φύσεις βαθύτατα κηλιδωμένες
απ’ την αμαρτία,-
Γιατί πάντα σ’ αναταραχή ξανά και ξανά
Είναι η αβυσσαλέα μέσα κόλαση,
Ο τρόμος τις πράξεις τους να δουν,
Να γνωρίσουν και να σιχαθούν,
παρότι εύχονται και κάνουν!
Τέτοιες λύπες σε τέτοιους ανθρώπους αρμόζουν,
Μα τότε γιατί, γιατί να πέφτουν σε μένα πάνω;
Μονάχα ν’ αγαπιέμαι, αυτό χρειάζομαι,
Κι αυτόν που αγαπώ, τον αγαπώ αληθινά.
Επόμενος σταθμός το Jesus College, στο Cambridge, το 1791. Εκτός από ένα σύντομο διάστημα, στο οποίο κατατάχτηκε στους Δραγώνους το 1793 για να ξεφύγει από τα χρέη και την αποτυχία του στον έρωτα, διέμεινε στο Cambridge μέχρι το 1795 όπου συνάντησε τον Robert Southey, ένα φίλο ποιητή με τον οποίο μοιράζονταν τις ίδιες πολιτικές ιδέες. Έκαναν συζητήσεις και πολλά σχέδια για να θέσουν σε εφαρμογή μαζί, αλλά στην υλοποίησή τους εμφανίστηκαν προβλήματα. Τον Οκτώβρη του 1795 ο Coleridge παντρεύεται τη Sara Flicker, την αδερφή της Edith, την οποία είχε παντρευτεί την προηγούμενη χρονιά ο καλός φίλος του Southey. Δεν συνάντησε όμως τότε τον έρωτα στη ζωή του. Τον επόμενο Σεπτέμβρη γεννιέται το πρώτο του παιδί, ο David Hartley Coleridge, που πήρε το όνομά του από τον ομώνυμο φιλόσοφο. Ο Southey σύστησε στον Coleridge τον ποιητή William Wordsworth to 1797. Μια σημαντική γνωριμία στη ζωή και των δυο ποιητών. Ο Coleridge έγινε φίλος με τον Wordsworth και την αδελφή του Dorothy. Από τις συζητήσεις τους προέκυψαν οι «Lyrical Ballads» («Λυρικές Μπαλάντες»). Το 1798 γεννιέται και το δεύτερο παιδί του Coleridge, που το ονόμασε Berkeley δίνοντας και σ΄αυτό το όνομα ενός φιλοσόφου. Εκείνη την περίοδο, είχε σχηματιστεί γύρω του ένας κύκλος φίλων και θαυμαστών που ο ποιητής είχε πάνω τους μια ευεργετική επίδραση. Ήταν μια εποχή βαθιάς υπαρξιακής και πνευματικής κρίσης, κατά την οποία το κύριο ενδιαφέρον του ήταν στραμμένο στη φιλοσοφία και όχι στην ποίηση μέσω της οποίας έρχονταν στην επιφάνεια και έπαιρναν μορφή μόνο μερικά σπαράγματα της σκέψης του. Αυτή η ανάγκη αναθεώρησης των φιλοσοφικών αρχών τον έστρεψε προς τη Γερμανία. Εκεί του αποκαλύφτηκε ένα πανόραμα ιδεών. Ο πνευματικός του ορίζοντας διευρύνθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε να γίνει, τουλάχιστον, ο πιο εμπνευσμένος από τη γενιά του Άγγλος ερμηνευτής του Γερμανικού Ρομαντισμού.
«Κανείς δεν υπήρξε ποτέ μεγάλος ποιητής χωρίς να είναι παράλληλα βαθύς φιλόσοφος. Γιατί η ποίηση είναι το άνθος και η ευωδία όλης της ανθρώπινης γνώσης, των ανθρωπίνων σκέψεων, των ανθρωπίνων παθών, των συγκινήσεων και της γλώσσας»
(Biographia Literaria, τ.Β΄, σ.19)

Συναρπάστηκε τόσο από την παραμονή του εκεί που την παράτεινε κι άλλο. Η Sara του ζητούσε να γυρίσει, οι Wordsworths μετά λύπης τους τον άφησαν εκεί και γύρισαν πίσω στην πατρίδα τους που την νοστάλγησαν και το Φεβρουάριο του 1799 πεθαίνει ο γιος του Berkeley. Αυτό προκάλεσε τύψεις κι ενοχές στον ποιητή. Γύρισε στην Αγγλία τον Ιούλιο του 1799 με πάρα πολλά σχέδια στο μυαλό του, αλλά ελάχιστα από αυτά πραγματοποιήθηκαν. Η φήμη του που είχε απλωθεί, οι προσδοκίες των θαυμαστών του, οι πολλοί και φιλόδοξοι στόχοι του ίδιου του ποιητή, όλα αυτά τον συνέτριψαν κάτω απ’ το βάρος τους. Η σχέση του με τη Sara που είχε δοκιμαστεί την εποχή της παραμονής του στη Γερμανία, τώρα έχει ουσιαστικά διακοπεί. Και έρχεται ένας άλλος έρωτας, με ένα χαριτωμένο ζωηρό κορίτσι, τη Sara Hutchinson, φίλη των Wordsworths, που τη μεγαλύτερη αδερφή της Mary ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε ο Wordsworth το 1802. Ο έρωτας αυτός του Coleridge καθόρισε και, μέχρι ένα βαθμό υπονόμευσε οτιδήποτε έκανε και έγραψε ο ποιητής για τα επόμενα δέκα χρόνια. Συνετέλεσε στη διάλυση του γάμου του, συνέβαλε στην καταστροφή της υγείας του, και σχεδόν έκαμψε τη θέλησή του να συνεχίσει το έργο του. Η Sara Hutchinson (Asra- αναγραμματισμός του ονόματός της-, όπως την αναφέρει στα ποιήματά του) κυριάρχησε στη φαντασία του και αύξησε σε μεγάλο βαθμό το αίσθημα προσωπικής ανεπάρκειας και πρόωρης αποτυχίας που τον κατείχε, και που τον οδήγησε στο όπιο και στο αλκοόλ.
ΠΙΣΤΗ ΣΕ ΕΝΑ ΙΔΕΑΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ
(μτφρ. Βαγγέλης Αθανασόπουλος)
                                                                                                                     

13.11.15

Walkman!!!!!!!!!!!!! Domus Arigato YUMIKO SAN Αυτό το γουόκμαν όταν το έπιασα στα χέρια μου πριν 45 χρόνια έμεινα άφωνος από τον ήχο.

RETRO Σου θυμίζει κάτι; το έχω ακόμα, για φαντάσου! 35 χρόνια!!!! Φίλες και Φίλοι πριν 35 χρόνια περίπου μια πολύ καλή φίλη από την Ιαπωνία μου είχε κάνει δώρο αυτό το καταπληκτικό Walkman, είχα πάθει την πλάκα μου!!! ήταν κάτι εξωπραγματικό για τα δεδομένα εκείνης της εποχής.
Όταν άκουσα τον ήχο ζουρλάθηκαEmojiEmojiEmoji ήταν μαγεία!!!!!!!! έπαιρνε μόνο κασέτα, και παράλληλα με άλλη κασέτα ειδική ήταν και ράδιο!!!!!!!! ο ήχος διαστημικός!!!!!! Το Walkman είναι δημιούργημα του 86χρονού; σήμερα, Ναμπουτόσι Κιχάρα αρχιμηχανικού στο Τμήμα  Ήχου και καινοτομιών της Sony. Ο τότε πρόεδρος της εταιρείας Άκιο Μορίτα του είχε ζητήσει να σχεδιάσει μια συσκευή που θα μπορούσε να παίρνει μαζί του στα υπερατλαντικά ταξίδια, αλλά και στο γήπεδο του γκόλφ, για να ακούει τις αγαπημένες του όπερες. ''θέλω ένα κασετόφωνο που μπορώ να το κουβαλάω μαζί μου στο γκόλφ, αλλά και οπουδήποτε'' ήταν η ρητή εντολή-επιθυμία του κ. Μορίτα. Ο κ. Κιχάρα πέρασε όλο το 1978 απομονωμένος στο εργαστήριό του και στις αρχές του επόμενου έτους έκανε στους προϊσταμένους του τα αποκαλυπτήρια της συσκευής που άλλαξε τη (μουσική) ζωή εκατομμυρίων νέων της εποχής. 

 Σήμερα οδεύει προς τις προθήκες των μουσείων τεχνολογίας, η θα βρίσκεται στην κατοχή κάποιων ανθρώπων που έχουν ζήσει μαζί του απίθανες μουσικές στιγμές και έχουν δεθεί μαζί του συναισθηματικά.Το δικό μου ήταν της ΤOSHIBA Το πρώτο Walkman στη Σκανδιναβία ονομάστηκε freestyle, στην Αμερική soundabout kai stowaway στο Ηνωμένο Βασίλειο. Και σε όσους αρέσουν οι αριθμοί τους πληροφορώ πως η Sony κατάφερε να πουλήσει περίπου 220 εκατομμύρια. Όσοι από εσάς που θα διαβάσετε αυτό το κείμενο και έχετε ένα walkman στο συρτάρι σας η ξεχασμένο σε κάποιο ράφι, καλό θα είναι να το φυλάξετε, ως ένα χρυσό κομμάτι νοσταλγίας από μιαν άλλη, αθώα εποχή. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Fuji Tomo Kazu.EmojiEmoji



The original Sony Walkman, 1980
Πηγες: filoftero+ TO BHMA 

10.11.15

H MAΘΗΤΡΙΑ ΜΑΡΙΑ ΤΣΟΥΚΑΡΑ ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΚΑΛΔΑΡΑ

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί συναθλητές της Μαραθώνιας διαδρομής κ.ο.μ. σας καλησπερίζω, δυστυχώς σ' αυτόν το Μαραθώνιο δεν συμετείχε ο Mr Pepos λόγω τραυματισμού, στη σημερινή ανάρτηση ακόμα ένας μουσικάνθρωπος από την πόλη των Τρικάλων, και το όνομα αυτού Απόστολος Καλδάρας. Το πιο κάτω κείμενο είναι της μαθήτριας Μαρίας Τσουκάρα και είναι ένα απόσπασμα από το δικό της πόνημα, Μαρία σ' ευχαριστώ. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Fuji Tomo Kazu.


Τσουκάρα Μαρία, μαθήτρια Γ΄ Γυμνασίου
Η «Αγία Τριάδα» του λαϊκού τραγουδιού
Μάρκος Βαμβακάρης - Απόστολος Καλδάρας - Βασίλης Τσιτσάνης».

Ο Απόστολος Καλδάρας αποτελεί μία μοναδική περίπτωση για το ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Είναι ο μοναδικός συνθέτης που «έζησε» και υποστήριξε με γνησιότητα τις διαφορετικές περιόδους του λαϊκού τραγουδιού, που όχι μόνο εμπλούτισε με την παρουσία του και τη δημιουργία του, αλλά που στην ουσία συνδιαμόρφωσε μαζί με άλλους εμπνευσμένους προγενέστερους, σύγχρονους και μεταγενέστερους ομοτέχνους του.
Σε μία ομιλία του σε εκδήλωση στην κοινότητα Θρακομακεδόνων, με αφορμή τη συμπλήρωση πέντε ετών από το θάνατο του Απόστολου Καλδάρα, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είχε αναφερθεί στην «Αγία Τριάδα» του λαϊκού τραγουδιού, λέγοντας χαρακτηριστικά πως «πατριάρχης υπήρξε ο Μάρκος Βαμβακάρης, ενώ ισότιμα δεξιά του και αριστερά του στέκονται ο Απόστολος Καλδάρας και ο Βασίλης Τσιτσάνης».
Τι όμως είναι αυτό που τον ξεχωρίζει από τους σύγχρονούς του και τον κάνει μοναδικό; Η απάντηση συνδέεται άμεσα με την πορεία και την προσφορά των άλλων δύο μελών της, κατά τον Λ. Παπαδόπουλο, «Αγίας Τριάδας». Ο Μ. Βαμβακάρης είναι αυτός που αναμφισβήτητα θεμελίωσε το αστικό λαϊκό τραγούδι, διαμόρφωσε τη φόρμα του και δημιούργησε τον καμβά μέσα από τη σύνθεση επιρροών που εμπεριέχουν στοιχεία από το βυζαντινό μέλος, το δημοτικό μοτίβο, τις καντάδες. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως η μεγάλη τιμή ανήκει στον Μ. Βαμβακάρη. Η εσωτερική μετανάστευση οδηγεί στην αστικοποίηση μεγάλου αριθμού του πληθυσμού. Και από το 1922 και μετά η Αθήνα, ο Πειραιάς, η Θεσσαλονίκη και τα άλλα μεγάλα αστικά κέντρα περικυκλώνονται από προσφυγικούς συνοικισμούς. Το δημοτικό τραγούδι δεν μπορεί να εκφράσει τους κατοίκους των μεγάλων πόλεων, την αποπνικτική ατμόσφαιρα, την απουσία ανοιχτού ορίζοντα που αναζητούν το δικό τους τρόπο έκφρασης.
Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι το μουσικό ισοδύναμο των μαζών των αστικών κέντρων και ο Μ. Βαμβακάρης ο κυριότερος εκφραστής του. Και αν στα πρώτα του βήματα εκφράζει τον παραβατικό υπόκοσμο, τους χασικλήδες, τους φυλακισμένους, το λούμπεν προλεταριάτο, έρχεται ο Β. Τσιτσάνης να «γλυκάνει» τη μουσική και το στίχο διατηρώντας τη λεβεντιά και να το βάλει στο στόμα όλων των Ελλήνων. Είναι χάρη κυρίως στον Β. Τσιτσάνη που το περιθωριακό ρεμπέτικο μετουσιώνεται σε αστικό λαϊκό τραγούδι και προσεγγίζει με αμεσότητα τα πλατιά λαϊκά στρώματα. Σ' αυτήν την πορεία του ο Β. Τσιτσάνης βρίσκει στο πρόσωπο του συμπατριώτη του, νεότερου στην ηλικία, Απ. Καλδάρα, τον καλύτερο σύμμαχο. Ο νεαρός Απόστολος από τα πρώτα του βήματα στη δισκογραφία δείχνει σαφή δείγματα ενός μεγάλου ολοκληρωμένου δημιουργού.
Γράφει υποδειγματικά κλασικά ρεμπέτικα στην πρώτη του μελωδική περίοδο (1947-1955). Καθώς επίσης λαϊκά αριστουργήματα στη συνέχεια για το χρονικό διάστημα 1955-1965, περίοδος που ίσως είναι και η παραγωγικότερη της δημιουργίας του. Το μεγάλο όμως καλλιτεχνικό βήμα που τον βάζει μπροστά από τους προγενέστερους ή σύγχρονούς του ομότεχνους πραγματοποιείται από το 1965 και μετά, όταν ο Καλδάρας, δεχόμενος τα μηνύματα της εποχής, μετουσιώνει τη λαϊκή φόρμα των τραγουδιών του και την κεντά σε έναν έντεχνο καμβά. Το «Ένα αστέρι πέφτει, πέφτει» του 1965 θεωρείται η αφετηρία σε αυτήν τη μεγάλη στροφή που πραγματοποίησε ο Απόστολος ανοίγοντας καινούριους δρόμους που κορυφώνονται το 1972 και το 1973 με την κυκλοφορία της «Μικράς Ασίας» και του «Βυζαντινού Εσπερινού», δίσκων που αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα ολοκληρωμένης έντεχνης δουλειάς. Εδώ βρίσκεται και η ιδιοφυΐα του δημιουργού.
Αυτό είναι, λοιπόν, το συγκριτικό πλεονέκτημα του Απ. Καλδάρα. Δίνει το δυναμικό «παρών» σε όλες τις φάσεις του λαϊκού μας τραγουδιού, με ορισμένα από τα ομορφότερα και χαρακτηριστικότερα τραγούδια της κάθε περιόδου, επιδεικνύοντας μια ιδιοφυή προσαρμοστικότητα στις ραγδαίες κοινωνικές πολιτιστικές αλλαγές που συντελούνται στον τόπο μας. Ανάλογο προηγούμενο δεν υπάρχει και αυτό το γεγονός τον καθιστά μοναδικό.

Μουσικά ακούσματα στα παιδικά του χρόνια
Ο Απόστολος Καλδάρας γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 7 Απριλίου του 1922 από Μετσοβίτες γονείς. Ας αφήσουμε όμως τον ίδιο να μιλήσει για τα παιδικά του χρόνια, όπως τα ανέφερε στον Τάσο Σχορέλη, τον άνθρωπο που με το μεράκι και την αγάπη του για το λαϊκό τραγούδι κατάφερε να μας αφήσει σημαντικές μαρτυρίες από τους πρωτεργάτες του στο έργο του «Ρεμπέτικη Ανθολογία»: «Η συνοικία που πρωτοείδα το φως του ήλιου είναι τα Αραπάτικα που είχαν κοινά σύνορα με τον τότε νεότευκτο οικισμό των προσφύγων που είχαν έρθει από τη Μ. Ασία, τα "Προσφυγικά" όπως τα λέγανε. Τους θεωρούσαν τότε (τους πρόσφυγες) σαν παρείσακτους που η εγκατάσταση τους εκεί δε σήμαινε τίποτα άλλο παρά ζημιά γιο τους γηγενείς. Θυμάμαι που πολλές μανάδες δεν άφηναν τα παιδιά τους να παίζουν με τα "προσφυγάκια" επειδή τα δυστυχισμένα εκείνα πλάσματα ήταν φτωχοντυμένα και τα περισσότερα τότε σχεδόν ξυπόλυτα και γενικά είχανε πάνω τους τα σημάδια της τραγικής τους μοίρας». Και συνεχίζει ο Απόστολος με πολλή τρυφερότητα: «Εγώ όμως τα αγαπούσα, για εμένα ήταν οι φίλοι μου... Ήτανε τα γειτονάκια μου που φτιάχναμε τόπι από κουρέλια για να παίζουμε στις αλάνες της γειτονιάς». Στη συνέχεια αναφέρεται στα παιδικά του ακούσματα:
«Σε ένα καφενεδάκι πρωτάκουσα τον Μπάτη, τη βραχνή φωνή του Μάρκου, που αργότερα ρουφούσαν τ' αυτιά μου μία-μία τις απλές εκείνες νότες που βγαίνανε από το χωνί του μισοχαλασμένου φωνόγραφου και που έγινε αιτία πολλές φορές να με τιμωρήσει η μητέρα μου γιατί άργησα να πάω ή μάλλον να γυρίσω σπίτι μου, απορροφημένος τελείως από τη μουσική εκείνη... Σε ένα τρίτο καφενεδάκι πρωτάκουσα τον Τσιτσάνη, τον Στράτο, τον Παπαϊωάννου, τον Μπαγιαντέρα, τον Χατζηχρήστο, τον Κερομύτη και τόσους άλλους που η φαντασία μου τους εξίσωνε με θεούς».
Έτσι από μικρή ηλικία μαθητεύει κοντά στον ψάλτη της ενορίας, ο οποίος διακρίνοντας το μουσικό του «αυτί» τον κάνει Ισοκράτη. Το βυζαντινό μέλος είναι και το στοιχείο που θα επιδράσει περισσότερο και θα χαρακτηρίσει το δημιουργό Καλδάρα στο μέλλον:
«...Με τον καιρό εγώ έμαθα να διακρίνω τους ήχους της βυζαντινής μουσικής και πολλά άλλα ιδιόμελά της... Αργότερα, όταν μεγάλωσα, μπήκα και στη χορωδία την εκκλησιαστική, που πλαισίωνε τον ψάλτη συνοδεύοντάς τον με τετραφωνία πια. Εν τω μεταξύ είχα παρακολουθήσει και πολλά μαθήματα βυζαντινής μουσικής από τον αριστερό ψάλτη της εκκλησίας μας, αλλά τα εγκατέλειψα όταν άρχισα να γράφω τραγουδάκια ερωτικά με την κιθάρα μου. Νίκησε η φύση όπως βλέπεις».
Αυτές είναι οι μουσικές καταβολές του Απ. Καλδάρα. Ας προστεθούν σ' αυτές και η επίδραση που άσκησε η δημοτική μουσική, λόγω της Μετσοβίτισσας μητέρας του που τραγουδούσε με έναν εξαίσιο τρόπο ηπειρώτικα τραγούδια.
Η βυζαντινή μουσική, τα τραγούδια των Μικρασιατών, ο Μάρκος και ο Μπάτης, η ηπειρώτικη παράδοση αποτελούν ένα ευλογημένο μίγμα που θα πυροδοτήσει το πηγαίο ανεξάντλητο ταλέντο που θα δώσει για 45 χρόνια ορισμένα από τα ομορφότερα λαϊκά τραγούδια.
Το μόνο που λείπει μέχρι τότε είναι το μέσο να εκφραστεί η τέχνη του Απόστολου. Στην αρχή είναι η κιθάρα, δώρο ενός πρωτοξάδελφου. Το όργανο όμως που πραγματικά τον μάγεψε και τον κέρδισε ήταν το μπουζούκι: «Ήταν το καλοκαίρι του 1936 και έκανα βόλτα με τους φίλους μου, όταν βλέπω στην οδό Ασκληπιού έναν άνδρα να ακουμπάει το ένα του πόδι στη ρόδα του καροτσιού που πουλούσε παγωτά και στο γόνατο του επάνω να στηρίζει ένα όργανο άγνωστο τότε στον πολύ κόσμο, το μπουζούκι». (Από ραδιοφωνική συνέντευξη του Απ. Καλδάρα στη Μ. Κλιάφα το 1989).
Ο άνδρας με το μπουζούκι που αναφέρει ο Απόστολος δεν είναι άλλος από τον Μήτσο Παπασίκα, μαζί με τον οποίο αργότερα, στη διάρκεια της κατοχής, έπαιξαν μπουζούκι σε διάφορα κέντρα και καφενεία των Τρικάλων.
Τελειώνει το Γυμνάσιο Τρικάλων το Νοέμβριο του 1941. Ως «άπορος με καλή επίδοση και συμπεριφορά» είχε τελειώσει το ίδιο αυτό Γυμνάσιο ο Βασίλης Τσιτσάνης λίγα χρόνια νωρίτερα. Οι δυο άποροι μαθητές του Γυμνασίου Τρικάλων έμελλε να σηκώσουν το λαϊκό τραγούδι στους ώμους τους, να εκφράσουν με την τέχνη τους την ψυχή ενός ολόκληρου λαού. Είχαν προηγηθεί ένας Συριανός και ορισμένοι ακόμα ταπεινοί ομότεχνοί τους που δημιούργησαν τις βάσεις του λαϊκού μουσικού μας πολιτισμού και έστρωσαν το δρόμο στους Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, που δίκαια τους αναγνώρισαν και τους αποκάλεσαν δασκάλους τους.
Είπαν για τον Απόστολο Καλδάρα
Μίκης Θεοδωράκης:
«Με το θάνατο του Απόστολου Καλδάρα χάνεται ένας από τους τελευταίους μεγάλους του λαϊκού μας τραγουδιού. Η μουσική του γαλούχησε γενιές Νεοελλήνων και βοήθησε στην αναγέννηση του ελληνικού τραγουδιού».
Γιάννης Μαρκόπουλος:
«Μεγάλη απώλεια. Ο Απόστολος Καλδάρας ήταν από τα πιο μεγάλα μουσικά αναστήματα της λαϊκής μας μουσικής. Τα τραγούδια του θα μείνουν αθάνατα, γιατί μέσα τους είχαν πολλές φορές το πιο μεγάλο επίπεδο, που σκόπευε η νεοελληνική τέχνη για να μπει μέσα στο πάνθεον του μεγάλου πολιτισμού της Ανατολής».
Κώστας Βίρβος:
«...Έχω να πω ότι χάθηκε ίσως ο μεγαλύτερος λαϊκός μας συνθέτης. Δεν είχε ολοκληρώσει ακόμα το έργο του. Είχε πολλά να δώσει. Ο πρόωρος θάνατός του μας στέρησε από τη δημιουργική του προσφορά.
Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι
το σκοτάδι είναι βαθύ
γιατί ένα παλικάρι
πήγε για να κοιμηθεί.
Με συγχωρείς, Απόστολε, για την παράφραση του μεγαλειώδους στίχου σου, αλλά δεν μπορούσα με άλλα λόγια να πω ότι δεν είσαι πια κοντά μας. Δε μας έφυγες, απλά πήγες να κοιμηθείς. Κουράστηκες ίσως γιατί δινόσουν ολόκληρος στις δημιουργικές σου στιγμές. Βέβαια εμείς χάσαμε εσένα, μα ο Ελληνισμός κέρδισε έναν ανεπανάληπτο λαϊκό συνθέτη κι έναν ασύγκριτο ποιητή που πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία. Μόνο το "Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι" και το "Σ' ένα βράχο φαγωμένο" φτάνουν να σε καθιερώσουν ως το μεγαλύτερο ίσως συνθέτη και σε ένα από τους πιο μεγάλους ποιητές μας.
(.) Θεωρώ τον εαυτό μου προνομιούχο γιατί έγραψα μαζί σου πάνω από 150 τραγούδια και γιατί από τη συνεργασία σου έμαθα πάρα πολλά. Οι στιχουργοί έχουν να το λένε ότι τους έβγαζες τον καλύτερο τους εαυτό.
Μα πώς αλλιώς θα γίνονταν τα τραγούδια τέλεια; Ήσουν ο συνθέτης κι ο στιχουργός που τα ήξερε όλα. Πάντα είχες μια σφαιρική αντίληψη του τι συμβαίνει γύρω μας. Το είδος του τραγουδιού, είτε μάγκικο λεγότανε, είτε ρεμπέτικο, είτε λαϊκό το κατείχες, ήταν κτήμα σου. Ήξερες το βυζαντινό μέλος απέξω και ανακατωτά, γεννημένος δίπλα στον προσφυγικό συνοικισμό, αγάπησες αυτούς τους πονεμένους ανθρώπους και έμαθες τα τραγούδια τους.
Ποιος απλός 'Έλληνας συνθέτης θα μπορούσε να γράψει τόσο αριστουργηματικά τη "Μικρά Ασία" σε στίχους του Πυθαγόρα; Ποιος άλλος Έλληνας συνθέτης θα είχε για κάθε τραγούδι και άλλον δρόμο (τρόπο) στο "Βυζαντινό Εσπερινό" σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου;».
Γιώργος Νταλάρας:


«Έφυγε πρόωρα, ξαφνικά και άδικα, παίρνοντας μαζί του τα μεγάλα μυστικά της λαϊκής μουσικής. Ο Απόστολος Καλδάρας ήταν ένας πολύ μεγάλος, ένας μοναδικός συνθέτης, που κατάφερε να εκφράσει το λαϊκό συναίσθημα και τον καημό των ανθρώπων, πέρα και πάνω από κάθε γραφικότητα. Οι γνώσεις του για τη λαϊκή μουσική ήταν έξω από κάθε σύγκριση και μέτρο, γι' αυτό το κενό που αφήνει είναι τεράστιο. Η πλουσιότερη και ουσιαστικότερη περίοδος του λαϊκού τραγουδιού χάνει έναν από τους τελευταίους θεματοφύλακές της. Το τραγούδια του θα μας θυμίζουν την απουσία του. Χάνω ένα μεγάλο φίλο, ένα δάσκαλο, έναν πατέρα, που με προίκισε με ανεκτίμητα δώρα, τα τραγούδια του. θα τον τιμώ και ευγνωμονώ για πάντα».
Λευτέρης Παπαδόπουλος:
«Ο τελευταίος από τους μεγάλους του λαϊκού τραγουδιού. Μαζί με Βαμβακάρη και Τσιτσάνη στάθηκαν οι τρεις κορυφές του τριγώνου του λαϊκού τραγουδιού με την υπογράμμιση όμως ότι ο Καλδάρας εξακολουθούσε να γράφει έως τις τελευταίες ώρες της ζωής του. Για μένα έχει γράψει ένα από τα 2-3 σημαντικότερα ελληνικά τραγούδια, το "Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι", που και μόνο γι' αυτό θα μπορούσε να περάσει στην ιστορία».
Ανιχνευτής: Επικούρειος Πέπος. 

7.11.15

ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΜΕ ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ!!!!!!!!!!!!!! στο filomatheia.blogspot.com


 Θεραπεία με αρχαία τραγωδία; Ναι θεραπεία με αρχαία τραγωδία, φίλες και φίλοι όσοι διαβάσατε τη χθεσινή ανάρτηση θα θυμόσαστε πως είχα κάνει μια σχετική αναφορά γι' αυτό το θέμα, σας καλησπερίζω και εύχομαι το σ/κ που λέει και ο Ηγέτης, να είναι για σας γεμάτο ευχάριστες εκπλήξεις. Μια ωραία έκπληξη σας περιμένει στο ''ΑΛΙΚΟ'' με την ορχήστρα των υπέροχων κοριτσιών που συμμετέχουν στην ορχήστρα ''SMYRNA'' Κρίμα που δεν είναι κοντά μας ο Τζιμ Άνταμς για να απολαύσει εξαίσιες παραδοσιακές μελωδίες. Το κόστος είναι 8,00 ευρώ και εμπεριέχει ένα ποτό, αν πιεις δεύτερο ποτό είναι συν 3,00 ευρώ, αν ο Αρκάς, η Άλκηστη, η Διώνη, η Μυρτώ, ο Ασκληπιός, ο Θέμης, ο Αίαντας και όποιος άλλος ενδιαφερόμενος διαβάσει αυτό το μνμα και επιθυμεί να συμμετέχει ας επικοινωνήσει μαζί μου, εκτός απροόπτου λέω να πάμε αύριο Κυριακή 8/11 Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Fuji Tomo Kazu

ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΠΑΠΑΡΣΕΝΟΣ*

Ο ιδρυτής του «Θεάτρου του Πολέμου» Μπράιαν Ντέρις μαζί με ηθοποιούς του, λίγο πριν από την ανάγνωση αποσπασμάτων αρχαίων τραγωδιών σε Αμερικανούς βετεράνους του Ιράκ και του Αφγανιστάν.
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
BRYAN DOERRIES
The Theater of War
εκδ. Knopf

Τι μπορούν να μας διδάξουν σήμερα οι αρχαίες τραγωδίες, πόσο επίκαιρα είναι τα μηνύματά τους, ποια είναι η οικουμενική και διαχρονική αξία τους; Μπορούν άραγε να βοηθήσουν στην ανακούφιση των βασανισμένων από τις φανερές και αθέατες πληγές του πολέμου ή φυσικών καταστροφών; Ο ιδρυτής του «Θεάτρου του Πολέμου» Μπράιαν Ντέρις, όπως περιγράφει στο ομώνυμο βιβλίο του, είναι πεπεισμένος ότι η σοφία των αρχαίων τραγωδών μας βοηθάει να ανακαλύψουμε τους εαυτούς μας, να αναζητήσουμε την αλήθεια, να διαχειρισθούμε καλύτερα τις «παράπλευρες απώλειες», μέσα και έξω από τα πεδία της μάχης.
Με πάθος ευαγγελιστή έχει κάνει σκοπό της ζωής του να αναδείξει τη «θεραπευτική» αξία της αρχαίας τραγωδίας σκηνοθετώντας θεατρικές παραστάσεις σε στρατιωτικές βάσεις, νοσοκομεία, ιατρικές σχολές και φυλακές, από την Αμερική μέχρι την Ιαπωνία, από το Πεντάγωνο, μέχρι τη βάση Γκουαντάναμο στην Κούβα.
Η επώδυνη εμπειρία που έζησε ο ίδιος με την κοπέλα του, που πέθανε από κυστική ίνωση σε ηλικία 22 ετών και με τον πατέρα του, που υπέκυψε στον διαβήτη σε ηλικία 66 ετών, τον ώθησε να προστρέξει για στήριγμα στους τραγικούς ποιητές της αρχαίας Ελλάδας, τους οποίους είχε σπουδάσει στο κολέγιο Κένιον του Οχάιο. Οταν τον Φεβρουάριο 2007 διάβασε ένα άρθρο για την πλημμελή ιατρική φροντίδα που προσφέρονταν σε βετεράνους των πολέμων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, απευθύνθηκε στον αμερικανικό στρατό με μία τολμηρή πρόταση.
Να σκηνοθετήσει παραστάσεις αρχαίων ελληνικών τραγωδιών, όπως του «Φιλοκτήτη» και του «Αίαντα» του Σοφοκλή, με το σκεπτικό ότι οι εμπειρίες των ηρώων σ' αυτές τις τραγωδίες, θα βοηθούσαν στρατιωτικούς και τις οικογένειές τους να δραπετεύσουν από το παρελθόν, να ανακουφισθούν από τον πόνο και να απαλύνουν τις παρενέργειες του μετατραυματικού άγχους, που κατέτρεχε πολλούς από αυτούς με την επιστροφή τους στην Αμερική.
Η μεγάλη απήχηση που είχε η πρώτη παράσταση σε 400 πεζοναύτες στο Σαν Ντιέγκο τον Μάιο 2008, ενίσχυσε την πίστη του στη λυτρωτική δύναμη του αρχαίου δράματος, καθώς διαπίστωσε πόσο καίρια τα αρχαία λόγια άγγιζαν σύγχρονες ψυχές, πόσο έντονα ξεφύτρωναν τα συναισθήματα της οργής, ενοχής, θλίψης, τιμής και προδοσίας σε νέους Φιλοκτήτες και Αίαντες.
Τον χειμώνα του 2009 παρουσίασε τον «Φιλοκτήτη» σε 250 αξιωματικούς στο Πεντάγωνο με πρωταγωνιστή τον γνωστό ηθοποιό Πολ Τζιαμάτι και ακολούθησε ένα συμβόλαιο για παραστάσεις της αρχαίας τραγωδίας σε 100 στρατιωτικές εγκαταστάσεις στις ΗΠΑ και στο εξωτερικό. Εκεί αναδύθηκαν οι εσωτερικές συγκρούσεις για τον σωστό και το άδικο, ο θυμός για την παραβίαση του κώδικα ηθικής, η οργή για την εγκατάλειψη από τους ανωτέρους, οι τύψεις για τους χαμένους συντρόφους, η κατάθλιψη, που οδηγεί σε ρήξη με την οικογένεια και την κοινωνία, το φάσμα της αυτοκτονίας.
Αν όμως οι τραγωδίες του Σοφοκλή βοηθούσαν τους στρατιώτες και τις οικογένειές τους να ανακουφισθούν από τα τραύματα του πολέμου, άλλες τραγωδίες αποδείχθηκαν διδακτικές στην αντιμετώπιση διαφορετικών κοινωνικών ζητημάτων, όπως ο «Προμηθέας Δεσμώτης» του Αισχύλου, που από το καλοκαίρι του 2009 παρουσιάσθηκε σε σωφρονιστικούς υπαλλήλους διαφόρων φυλακών.
Στη διαβόητη βάση του Γκουαντάναμο ο συγγραφέας συνειδητοποιεί ότι οι κρατούμενοι αισθάνονται ως σύγχρονοι Προμηθείς από το μαρτύριο της πολύχρονης και ακραίας απομόνωσης που υφίστανται χωρίς δίκη, καταφεύγοντας σε αυτοκτονίες και απεργίες πείνας. Από την άλλη πλευρά, οι περισσότεροι δεσμοφύλακες εμφανίζονται άτεγκτοι στην εφαρμογή του νόμου και της τάξης, καθώς αντιμετωπίζουν προκλήσεις από φανατικούς «μαχητές του εχθρού», μερικοί όμως φαίνονται συμπονετικοί και βιώνουν τη δική τους απομόνωση. Η εμπειρία του πάντως από το Γκουαντάναμο έπεισε τον συγγραφέα ότι η Αμερική θα ανακτήσει το ηθικό ανάστημά της μόνο με τη διεξαγωγή μιας δίκαιης δίκης.
Η συμπόνια προς τους ετοιμοθάνατους και τους πάσχοντες από ανίατες ασθένειες, όπως την έζησε και ο ίδιος με το κορίτσι του και τον πατέρα του, τον παρακίνησε να παρουσιάσει σε ιατρικές σχολές και νοσοκομεία τις «Τραχίνιες» του Σοφοκλή, όπου ο Ηρακλής, που βασανίζεται από αφάνταστους πόνους, ζητεί από τον γιο του να τον βοηθήσει να πεθάνει. Τα ηθικά διλήμματα και τα συναισθήματα γύρω από τη φροντίδα ετοιμοθάνατων, τον αναπόφευκτο θάνατο, την αγωνία των συγγενών, ιατρών και νοσηλευτών, την επιλογή της ευθανασίας, είναι εξίσου επίκαιρα και βασανιστικά σήμερα, όπως ήταν πριν από 2.500 χρόνια.
Για τον συγγραφέα, η αρχαία τραγωδία εξακολουθεί να μας αγγίζει 2.500 χρόνια αργότερα, μας βοηθάει να αναζητήσουμε την αυτογνωσία και την αλήθεια, να διδαχθούμε από τις πράξεις και τα λάθη μας, να γιατρευθούμε ως κοινότητα, όπως γινόταν στην αρχαία Αθήνα με το «θεραπευτήριο της ψυχής», το Θέατρο του Διονύσου, κτισμένο δίπλα στο Ιερό του Ασκληπιού. Αυτό το ελπιδοφόρο μήνυμα τάχθηκε να διαδώσει και ο ίδιος με το δικό του θέατρο.
* Ο κ. Αχιλλέας Παπαρσένος διετέλεσε προϊστάμενος του Γραφείου Τύπου και Επικοινωνίας στην ελληνική πρεσβεία της Ουάσιγκτον.
Πηγή: Έντυπη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Ανυχνευτής: Φιλοκτήτης-Νεοπτόλεμος

6.11.15

OI ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΜΑΣ ΚΙ ΕΜΕΙΣ... ΣΑ ΝΑ ΛΕΜΕ ΜΕΡΑ ΜΕ ΝΥΧΤΑ πόσοι άραγε 'Ελληνες έχουμε επισκεφθεί τους τάφους των προγόνων μας;

Ο Σωκράτης και η λατρεία των προγόνων
Φίλες και Φίλοι αγαπητοί προγονολάτρεις σας καλησπερίζω, πόσοι άραγε από μας που κοκορευόμαστε για τους προγόνους μας έχουμε επισκεφθεί τους τάφους των προγόνων μας στον ΚΑΡΑΜΕΙΚΟ; πόσοι από μας γνωρίζουν τους Έλληνες Κλασικούς; πόσοι από μας τους διαβάζουμε; πόσοι από μας επισκεπτόμαστε τους αρχαιολογικούς χώρους; πόσοι από μας έχουμε πάρει τα παιδιά μας για να τους πάμε βόλτα στο αρχαιολογικό Μουσείο; πόσοι από μας μιλάμε για τα έργα των προγόνων μας σε σχέση με μας; γιατί αρκετοί από μας δεν έχουμε επισκεφθεί ποτέ το  ΝΑΟ ΤΩΝ ΝΑΩΝ των ΕΛΛΗΝΩΝ;; Μήπως ο σοφός Γεώργιος έχει δίκιο που λέει πως στην καλύτερη περίπτωση άντε να είμαστε φιλέλληνες, σίγουρα όχι Έλληνες, και στη χειρότερη Ελληνοέλληνες. Αύριο θα σας παρουσιάσω κάτι πολύ ενδιαφέρον που έχει σχέση με τους προγόνους μας, με τους προγόνους που οι ξένοι γνωρίζουν δυστυχώς για μας, πιο πολλά, αύριο θα δείτε πως τα έργα του ΣΟΦΟΚΛΗ, του ΕΥΡΙΠΙΔΗ, και του ΑΙΣΧΥΛΟΥ είναι πάντα στην επικαιρότητα, πιο πολλά αύριο. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Fuji Tomo Kazu.
Ο Σωκράτης και η λατρεία των προγόνων.
Γράφει ο Σαπαρδάνης Κωνσταντίνος
«για όποιον άνθρωπο έχουν εξαρτηθεί από τον ίδιο όλα όσα οδηγούν στην ευδαιμονία…αυτός έχει
προετοιμαστεί να ζήσει με τον καλύτερο τρόπο, αυτός είναι ο σώφρων και ο γενναίος και ο φρόνιμος»248a
Όσο κι αν φαίνεται παράλογο να αισθάνεται κανείς περήφανος για κάτι που δεν έκανε ο ίδιος, άλλο τόσο είναι παρήγορο για αυτούς που είναι έτσι φτιαγμένοι ώστε να μην μπορούν να αντέξουν την ευθύνη της ζωής τους, προσπαθώντας να δικαιολογήσουν μια ατομική ύπαρξη που θεωρούν ανούσια. Αυτοί οι γνωστοί τυφλοί αναγνώστες των δοξασμένων προγόνων, με συνοφρυωμένα πρόσωπα και…μεγάλο εκτόπισμα, καταλήγουν μόνο να ενοχλούν ενώ ζητάνε τόκους από δάνεια που δεν έδωσαν, καπηλεύοντας μια υπεροχή που δεν κέρδισαν, στο όνομα της δικιάς τους κατωτερότητας.
Γι’ αυτούς η αρχαία Ελλάδα δεν είναι Ιστορία, είναι μια συνείδηση που οικειοποιούνται χωρίς να γνωρίζουν, ενώ αρέσκονται στους χλευαστικούς αναχρονισμούς – «όταν εμείς χτίζαμε τον Παρθενώνα οι άλλοι τρώγανε μπανάνες στα δέντρα». Η αλήθεια εξάλλου δεν έχει σημασία για τον προγονολάγνο, μόνο ο θαυμασμός και η περηφάνια που συνοδεύουν ακόμα και την αναφορά μόνο ενός από τους «μεγάλους της αρχαιότητας», ή κάποιο στρατιωτικό κατόρθωμα του φιλοπόλεμου παρελθόντος μας. Αν τους έπαιρνε κανείς στα σοβαρά όλους αυτούς, θα πίστευε ότι στην αρχαία Ελλάδα κι ο τελευταίος αγρότης απήγγειλε Όμηρο ή έγραφε τη δικιά του Πολιτεία, και το κάθε ελληνόπουλο σκότωνε στη μάχη ντουζίνες ετεροχρονισμένων «βαρβάρων» πριν ενηλικιωθεί.
Όμως και η αρχαία Ελλάδα είχε τη δικιά της αρχαιότητα και τους δικούς της αρχαιολάγνους, και ο Σωκράτης τους ειρωνευόταν με το ίδιο σθένος που χρησιμοποιούσε κατά των σοφιστών και όλων εκείνων που νόμιζαν ότι ήξεραν όσα δεν μπορούσαν να ξέρουν ή όσων ζούσαν τον ανεξέταστο βίο. Γι’ αυτό και ο Επιτάφιος λόγος του κατακλύζεται από σκωπτική διάθεση, λέγοντας όσα θα ήθελαν να ακούσουν οι Αθηναίοι σε έναν έπαινο της Αθήνας, αδιαφορώντας για την αλήθεια που ενοχλεί και φέρνει σε αμηχανία εκείνους που προτιμούν να φαντασιώνονται ένα άσπιλο παρελθόν από το να μαθαίνουν απ’ τα λάθη και τις αποτυχίες όσων προηγήθηκαν. Οι Επιτάφιοι εξ άλλου, όπως σημειώνει ο Taylor, ανήκαν στο είδος της ρητορικής που ονομαζόταν «επιδεικτικός λόγος», φτιαγμένοι με καλλωπιστικά στοιχεία, λεκτική διακόσμηση και μια έξαρση στο ύφος που αποφεύγονταν στους δικανικούς και πολιτικούς λόγους, οπότε άρμοζε για μια απόπειρα σάτιρας της πατριωτικής ανάγνωσης της ιστορίας.
Πριν καν ξεκινήσει τον λόγο του ο Σωκράτης ειρωνεύεται στον Μενέξενο* το ίδιο το είδος του Επιτάφιου λόγου, ότι σαν έπαινος ικανοποιεί αποτελεσματικά το ακροατήριο «λέγοντας για τον καθένα τα προτερήματα που έχει και δεν έχει»235a, τόσο που κάνει τον θάνατο στη μάχη ευπρόσδεκτο αφού τον μετατρέπει σε ευκαιρία να ενταφιαστεί κάποιος με τιμές και μεγαλοπρέπεια ακόμα κι αν είναι φτωχός.
«Εσύ, Σωκράτη, πάντα ειρωνεύεσαι τους ρήτορες», του λέει ο Μενέξενος, για να συνεχίσει ο φιλόσοφος απτόητος κολακεύοντας αρχικά την καταγωγή των νεκρών. Τα πρώτα εύσημα απευθύνονται στους προγόνους και σε όλα όσα χρωστάνε οι νεκροί του πολέμου σ’ αυτούς. «Έγιναν λοιπόν ενάρετοι επειδή γεννήθηκαν από ενάρετους»237a. Οι πρόγονοι εδώ χαρακτηρίζονται αυτόχθονες «που δεν είχαν έλθει από αλλού», κι ας είχαν μετοικήσει στην Αθήνα οι Αθηναίοι από μέρη μακρινά (καταγόμενοι από Πελασγούς, Ίωνες κ.α.). Αλλά, όπως είπαμε, η αλήθεια έχει μικρή σημασία μπροστά στη θεμελίωση της γενεαλογικής υπεροχής ή, ακόμα περισσότερο, της περηφάνιας που ανιχνεύεται στα ίδια τα χώματα που πατάνε οι τότε και οι τώρα. «Η χώρα τούτη είναι άξια επαίνου απ’ όλους τους ανθρώπους…τον λόγο μου επιβεβαιώνουν η φιλονικία και η κρίση των θεών γι’ αυτήν»237c-d. Αναφέρεται στην έριδα Αθηνάς και Ποσειδώνα για την πόλη, όπου επικράτησε η Αθηνά.
Μόνη αυτή η χώρα «την εποχή εκείνη» την αρχέγονη, τη μυθική, γέννησε ανθρώπους, την ίδια εποχή που η υπόλοιπη γη κοσμούσε μόνο ζώα και άγρια θηρία (κάτι δηλαδή σαν τον Παρθενώνα των ημέτερων και τις μπανάνες των άλλων). Η γη η ίδια, «σταθερή και υγιής και από τη φύση της» εχθρική προς τους άλλους, τους βάρβαρους που δε νόθευσαν τους γνήσιους Έλληνες με «βαρβαρικές προσμείξεις» και μόνο βάση νόμου γίνονται Έλληνες, ενώ από τη φύση τους είναι, και θα είναι, βάρβαροι245c-d. Τι πιο φυσιολογικό από το να δημιουργεί ένας λαός εχθρούς ακόμα κι όταν δεν υπάρχουν, αφού η ίδια η προσπάθεια ορισμού της ιστορικής ταυτότητας μπορεί να γίνει μόνο ως αντιπαράθεση με κάποιον άλλο. Η έννοια του άλλου εφευρίσκεται υποχρεωτικά για να δικαιώσει τη διαφορετικότητα του εαυτού, όπου ο διαχωρισμός των δικών μας με τους δικούς τους πρέπει να είναι απόλυτος και ξεκάθαρος («οι άλλες πόλεις δημιουργήθηκαν από ανθρώπους κάθε είδους και στοιχεία ανώμαλα, με συνέπεια ανώμαλα να είναι και τα πολιτεύματά τους»238e). Πρέπει όμως να είναι και εχθρικός, αφού δεν μπορείς να αγαπάς κάτι χωρίς να μισείς το αντίθετό του. Η περηφάνια για τα οικεία απαιτεί το όνειδος για τα ξένα.
Μετά την εποχή των θεών, τα ψέματα συνεχίζονται και στην εποχή των ηρώων. Εδώ όλα παίζονται και όλα δικαιολογούνται. Οι Έλληνες ηρωοποιούνται, οι Αθηναίοι ακόμα περισσότερο, ενώ οι ξένοι μετατρέπονται σε τέρατα αδύνατο να ηττηθούν, ώστε η νίκη να φανεί υπεράνθρωπη και η τυχόν ήττα αναμενόμενη ή αποτέλεσμα προδοσίας.
Έτσι, όταν οι παντοδύναμοι Πέρσες αγκυροβόλησαν στην Ερετρική, «στάθηκαν από τη μια θάλασσα μέχρι την άλλη, ένωσαν τα χέρια και διέτρεξαν όλη την περιοχή, για ν’ αναφέρουν στον βασιλιά ότι κανείς δεν τους είχε ξεφύγει»240b-c. Η προφανής υπερβολή της δύναμης του εχθρού λειτουργεί ως απόδειξη της γενναιότητας των Ελλήνων. Έτσι, η νίκη στη μάχη του Μαραθώνα τιμωρεί την υπερηφάνεια «ολόκληρης της Ασίας», και δείχνει ότι ακόμα και οι Πέρσες δεν είναι τελικά αήττητοι, αλλά ότι «τα μεγαλύτερα πλήθη και ο μεγαλύτερος πλούτος υποτάσσονται στην ανδρεία»240d. «Τι άνθρωποι ήταν εκείνοι…»240d Αποσιωπάται από την άλλη η μάχη των Θερμοπύλων, η δόξα της οποίας ανήκει στους Σπαρτιάτες και τους Θεσπιείς.
Για τον ‘εμφύλιο’ Πελοποννησιακό Πόλεμο ως αίτιο αναφέρεται η ζήλια προς την Αθήνα, και λόγος της ζήλιας η δόξα της πόλης και η ευτυχία των πολιτών της. Η Αθήνα αναφέρεται σαν στόχος όλων των υπόλοιπων Ελλήνων, ενώ όπως ξέρουμε, στην πραγματικότητα εναντίον της εκστράτευσαν μόνο οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους, ενώ πραγματικό αίτιο του πολέμου δεν ήταν η ζήλια, αλλά οι αντικρουόμενες αποικιοκρατικές δυνάμεις με μήλο της έριδος την Επίδαμνο. Η δε Σικελική εκστρατεία παρουσιάζεται σαν προσπάθεια απελευθέρωσης των καταπιεσμένων Λεοντίνων (που είχαν φιλικούς δεσμούς με τους Αθηναίους), ενώ είναι φανερό ότι με την κατάκτηση της Σικελίας η Αθήνα θα κέρδιζε ναυτική δύναμη χωρίς προηγούμενο, αποκτώντας πρόσβαση σε νέα εδάφη, νέα λιμάνια και νέους εμπορικούς δρόμους σε ολόκληρη τη Μεσόγειο.
Ο ακροατής ενός Επιτάφιου όμως θέλει να ακούσει για τις υπεροχές της πόλης του, και αν τύχει να ντροπιάστηκε από ήττες ή υποχωρήσεις, ακόμα κι αυτό πρέπει να οφείλεται στην αρετή και τη μεγαλοσύνη της. «Αν όμως ήθελε κάποιος να κατηγορήσει δίκαια την πόλη μας για κάτι, τούτο μόνο λέγοντας θα κατηγορούσε σωστά, ότι είναι πάντοτε πολύ ευσπλαχνική και πρόθυμη να υποστηρίξει τον πιο αδύνατο»244e. Από άλλα πλατωνικά κείμενα βέβαια ξέρουμε ότι οι θέσεις του Πλάτωνα και του Σωκράτη ήταν πιο ορθολογικές.
Με μια εκπληκτική σοφιστεία ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι από τη μία οι Αθηναίοι «επικράτησαν» στον Πελοποννησιακό Πόλεμο ενάντια στη σπαρτιατική συμμαχία, ενώ από την άλλη νικηθήκανε «από τις δικές μας διαφορές, όχι από τους άλλους˙γιατί και τώρα ακόμη είμαστε ανίκητοι από εκείνους»243d. Η ιστορία φυσικά δείχνει το αντίθετο –στα Σικελικά καταστράφηκε ο αθηναϊκός στόλος, και η ήττα στον πόλεμο κόστισε στην Αθήνα τα τείχη της και σήμανε την αρχή της παρακμής. Η ήττα μετονομάζεται σε υπεροχή με τη ίδια ταχύτητα που η δικαιοσύνη μετατράπηκε προηγουμένως από αρετή σε ελάττωμα.
Τα ψέματα, οι υπερβολές και οι κομπασμοί συνεχίζονται ακάθεκτα. Ο Πλάτωνας συμμετέχει δημιουργικά (και ευφυέστατα) στη σάτιρα, βάζοντας τον Σωκράτη να εκφωνεί έναν λόγο που χρονολογεί επεισόδια της Αθηναϊκής ιστορίας πολλά χρόνια μετά το θάνατό του (399 π.Χ.). Η Ανταλκίδειος Ειρήνη του 387 π.Χ. μεταξύ Περσών και ελληνικών πόλεων, τερμάτισε τον Κορινθιακό Πόλεμο. Η Αθήνα υποχρεώθηκε να υπογράψει λόγω συνθηκών, αφού βρέθηκε εκείνη τη στιγμή αδύναμη απέναντι στους εχθρούς της, με αποτέλεσμα να χάσει εδάφη. Για τις ανάγκες του Επιτάφιου βέβαια, «μόνο εμείς δεν τολμήσαμε ούτε Έλληνες να παραδώσουμε ούτε όρκους να δώσουμε»245c. Οι Αθηναίοι, λέει, απλά σταματήσανε τον πόλεμο και με ευχαρίστηση τον σταματήσανε και οι εχθροί. Η όποια απώλεια ανδρών στη μάχη της Νεμέας αποδίδεται σε προδοσία Κορίνθιων.
Άρα, οι απόγονοι πια, πρέπει να εμπνέονται από την ανδρεία των προγόνων και να ζήσουν έτσι ώστε να μην τους ντροπιάσουν, γιατί όποιος ντροπιάζει τους προγόνους του «δεν θεωρείται φίλος από κανέναν άνθρωπο και θεό, ούτε πάνω στη γη ούτε κάτω από τη γη όταν πεθάνει»246d.
«Για τον άνδρα που πιστεύει ότι είναι κάτι σημαντικό δεν υπάρχει τίποτε αισχρότερο παρά να παρουσιάζεται ότι τιμάται όχι για τον εαυτό του αλλά εξαιτίας της δόξας των προγόνων»247b, λέει στο τέλος του λόγου του, όταν τα ψέματα έχουν τελειώσει και προτρέπει πλέον τους παρόντες νέους δίνοντας συμβουλές για το μέλλον, ως είθισται στους Επιτάφιους.

* Μενέξενος: Συνονόματος του γιου του Σωκράτη, νεαρός γόνος επιφανούς οικογένειας. Εμφανίζεται και στους διαλόγους Λύσις και Φαίδων. Ο Μενέξενος γράφτηκε και διαδραματίζεται μετά το 387 π.Χ., χρονιά που σημάδεψε το τέλος του Κορινθιακού Πολέμου, οι νεκροί του οποίου τιμώνται στον Επιτάφιο λόγο που εκφωνεί ο Σωκράτης.
Ανιχνευτής: Φιλοκτήτης-Νεοπτόλεμος

5.11.15

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΣΤΕΦΑΝΟΥ Συνώνυμο του καλού Ραδιοφώνου. 'Ενας κορυφαίος ραδιοφωνάνθρωπος

Ο Γιώργος Παπαστεφάνου Ήταν Πάντα Εκεί, Φίλες και Φίλοι καλησπέρα η σημερινή ανάρτηση είναι αφιερωμένη σ' έναν άνθρωπο του ραδιοφώνου, σ' έναν άνθρωπο που μας έχει κρατήσει πολλές ώρες συντροφιά στο ραδιόφωνο κυρίως, αλλά και στην τηλεόραση. Κύριε Παπαστεφάνου σας ευχαριστούμε. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος.
Στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση, σε όλες τις σημαντικές στιγμές του σύγχρονου ελληνικού λαϊκού πολιτισμού. Διαβάστε τις ιστορίες μιας συναρπαστικής ζωής ενός ανθρώπου που ήταν πάντα πολλά παραπάνω από μια υπέροχη φωνή.
Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος / FOSPHOTOS
Το όνομα του έγινε συνώνυμο του ραδιοφώνου. Ή μάλλον του καλού ελληνικού ραδιοφώνου. Θέλεις η φυσική ευγένεια; Θέλεις η καθαρότητα της γνώριμης φωνής; Θέλεις το χαμόγελο που αντιλαμβάνεσαι ότι διαγράφεται στο πρόσωπό του όταν μιλάει στο μικρόφωνο; Θέλεις το μοναδικό, πολύπλευρο ταλέντο του που κατέστησε επιτυχημένο το πέρασμά του και από την τηλεόραση, ενώ τον καθιέρωσε και ως σημαντικό στιχουργό αγαπημένων διαχρονικών τραγουδιών; Επισκεφθήκαμε τον Γιώργο Παπαστεφάνου ένα απόγευμα στο σπίτι του στο Παγκράτι κι απλά αφήσαμε το κασετοφωνάκι (και την κάμερα) να γράφει. Ο λόγος του είναι ανακουφιστικός, η αφήγηση του καθηλωτική, οι ιστορίες πάμπολλες - σχεδόν σαν να περνάει μπροστά σου η ιστορία του σύγχρονου ελληνικού λαϊκού πολιτισμού των τελευταίων 50+ χρόνων. Απολαύστε μια ζωή τόσο συναρπαστική όσο μια καλοφτιαγμένη ραδιοφωνική εκπομπή, γεμάτη εκπλήξεις.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα κοντά στην Ομόνοια, στην Αγίου Κωνσταντίνου. Στα Δεκεμβριανά απείλησαν ότι θα ανατινάξουν την πολυκατοικία που μέναμε και φύγαμε. Ήταν από τις πρώτες της Αθήνας-κτίριο του 1926- και υπάρχει ακόμα.
AdTech Ad
Η μητέρα μου ήταν μεγαλοαστή με καταγωγή από την Ρόδο και την Αίγυπτο. Πρώτα ξαδέλφια της μητέρας μου ήταν οι Νίκος και Μανώλης Κάσδαγλης.  Στο σπίτι του Μανώλη που ήταν παντρεμένος με την ποιήτρια Λίνα Κάσδαγλη (και γιος τους είναι ο Χριστόφορος, δημοσιογράφος και συγγραφέας σήμερα), γνώρισα  πολλά πρόσωπα της λογοτεχνίας. Το περιβάλλον ήταν αυτό που λέμε «πνευματικό».
Η οικογένεια του πατέρα μου, αντίθετα, δεν ήταν μεγαλοαστική. Ο παππούς μου ήταν παπάς και λεγόταν Στέφανος. Έτσι  προέκυψε το επώνυμό μας. Δεν τον πρόλαβα, αλλά μου είπαν ότι ήταν αντάρτης και φανατικά βενιζελικός, κάνοντας φυλακή για αυτό. Παπάς ήταν και ο μεγαλύτερος αδερφός του πατέρα μου και επιστήθιος φίλος του Καζαντζάκη. Από την αλληλογραφία τους φαίνεται μεγάλη αλληλοεκτίμηση ανάμεσά τους.
Στο σπίτι πάντα κυκλοφορούσαν δύο εφημερίδες, κάτι που με έκανε να απορώ. «Για να δεις ότι καθένας τα σερβίρει με τον τρόπο του», έλεγε ο πατέρας μου. Στη Βαρβάκειο είχα μάλιστα συμμαθητή τον γιο του Κυριαζή, διευθυντή του Έθνους. Όταν τον ρώτησα γιατί στην αρχή στήριζαν μια παράταξη και στη συνέχεια άλλη, μου είπε: «Δε μας έδιναν ατέλεια χάρτου». Όλα αυτά με βοήθησαν να δω το παρασκήνιο από πρώτο χέρι όταν μπήκα στην ΕΡΤ. Με κάθε αλλαγή κυβέρνησης, μέχρι τη δικτατορία, η γεύση ήταν ίδια.
Το εργοστάσιο του πατέρα μου έβγαζε μια επιτυχημένη φίρμα από μπαταρίες. Από εκεί απέκτησα το πρώτο τρανζίστορ,  στα 7 μου. Κι έλεγα ότι ήθελα να γίνω ραδιοφωνικός εκφωνητής, αν και ο πατέρας μου ήθελε να συνεχίσω την δουλειά στο εργοστάσιο Σε ηλικία οκτώ χρόνων με έβαλε να δουλεύω τα απογεύματα του Σαββάτου με χαρτζιλίκι οκτώ δραχμών. Όντας όμως ξεμυαλισμένος, τραγουδούσα συνεχώς παρασύροντας και τις εργάτριες, με αποτέλεσμα να με απολύσει. Πάντως, αν και δεν μου το καλλιεργούσαν από το σπίτι, η ιδιότητα του κληρονόμου της επιχείρησης ήταν ένας εφιάλτης που με ακολούθησε για χρόνια. Αργότερα, έκανα μια ιδιαίτερη συλλογή. Όταν βγήκαν οι αυτόματοι τηλεφωνητές, δεν σήκωνα τηλέφωνα σε γενέθλια και γιορτές. Άφηνα τον τηλεφωνητή να απαντήσει και στο τέλος έκανα μια ωραία συλλογή με τις φωνές φίλων και γνωστών που μου εύχονταν.
Οι γονείς μου με πρωτοπήγαν στο θέατρο. Έχω δει την Λήδα Πρωτοψάλτη και τον Πιλάβιο να παίζουν σε παραμύθι του Άντερσεν, σαν παιδιά-θαύματα. Μέσα σε έναν χειμώνα είδα την Κυβέλη στο Μυστικό της Κοντέσας Βαλέραινας, τον Κατά Φαντασίαν Ασθενή με Νέζερ-Βαλάκου και σε πρώτη εμφάνιση την Αλίκη! Επίσης, είδα τον Λογοθετίδη στην Σάντα Τσικίτα και το Θανασάκης ο Πολιτευόμενος με Ηλιόπουλο και Συνοδινού. Εκεί κατάλαβα  τη βρωμιά και το ψώνιο της πολιτικής. Ήμουν δε μέλος στην κινηματογραφική λέσχη από τα 15.  Εκεί πηγαίναμε κάθε Κυριακή πρωί ανελλιπώς, χάνοντας ακόμα κι εκδρομές. Τις προβολές προλόγιζαν προσωπικότητες όπως οι Αγλαΐα Μητροπούλου, Ρωζίτα Σώκου, Λέων Καραπαναγιώτης, Γιάννης Μπακογιαννόπουλος. Την πρώτη φορά που πήγα μίλαγε η Ροζίτα. Θεωρώ ότι εκείνη μας έμαθε σινεμά.
Σιχαίνομαι τον τηλεθεατή που βλέπει μια εκπομπή που έχει να πει μια ιστορία κι εκείνος μιλάει στο τηλέφωνο ή σαχλαμαρίζει.

Τον επόμενο χρόνο ο Κακογιάννης θα έκανε ταινία την Eroica του Κοσμά Πολίτη που βασίζεται σε παιδιά. Έβγαλε ανακοίνωση για οντισιόν στο θέατρο Αλίκη και ένας φίλος μου που ήθελε να γίνει ηθοποιός  μου ζήτησε να πάμε παρέα για να συμμετάσχει. Μόλις με είδε ο Κακογιάννης είπε «εσένα σε θέλω». Τα γυρίσματα ξεκινούσαν με ένα μπαλ μασκέ σε ένα σπίτι της Κηφισιάς, ενώ τα εξωτερικά θα γίνονταν στον Πόρο. Έζησα όλο το παρασκήνιο με τα κοστούμια του Τσαρούχη και την Ελευθερία Κωνσταντινίδου να τραγουδάει «Δυο πόρτες έχει η ζωή». Έτσι το πρωτάκουσα και όχι από τον Καζαντζίδη. Πήγα για δύο βραδιές στο γύρισμα όπου γνωρίστηκα με δυο παιδιά, τον ζωγράφο  Δήμο Σκουλάκη  και έναν νέο ηθοποιό που ήρθε να δει πώς γίνεται ένα γύρισμα. Το δεύτερο βράδυ με παρακάλεσε να του δανείσω ένα εικοσάρικο γιατί του άρεσε μια Εγγλέζα και ήθελε να της «κολλήσει». Του το έδωσα, αλλά δεν ξαναπήγα σε γύρισμα λόγω του σχολείου. Μετά από τρία χρόνια τον συνάντησα στον δρόμο και μου είπε «να σου γνωρίσω την γυναίκα μου». Ήταν η Εγγλέζα, η οποία μου θύμισε ότι μου χρωστούσαν είκοσι δραχμές. Της είπα ότι ήταν το γαμήλιο δώρο μου. Ο νεαρός ηθοποιός ήταν ο Γιάννης Βόγλης.

Με έναν άλλο φίλο μου είπαμε στην Ελένη Χαλκούση ότι θέλαμε να γίνουμε ηθοποιοί. Μόλις το άκουσε, τρόμαξε. «Όχι, δεν θέλουμε άλλους ηθοποιούς. Θέλουμε καλούς θεατές στην πλατεία», είπε. Αυτούς τους καλούς θεατές της πλατείας είχα στο μυαλό μου όταν έκανα τις εκπομπές στην τηλεόραση. Σιχαίνομαι τον τηλεθεατή που βλέπει μια εκπομπή που έχει να πει μια ιστορία κι εκείνος μιλάει στο τηλέφωνο ή σαχλαμαρίζει.
Το '58 ξεκίνησε, στο δεύτερο πρόγραμμα, μια εκπομπή με πιο εξευγενισμένα  λαϊκά, όπως την «Συννεφιασμένη Κυριακή», την «Αρχόντισσα» κ.ά. Δεν είχα βρεθεί σε λαϊκό κέντρο κι από λαϊκό τραγούδι ήξερα μόνο ότι παιζόταν στα διαλείμματα του σινεμά. Εντυπωσιάστηκα. Κράτησα το όνομα της παραγωγού και σκέφτηκα να της τηλεφωνήσω κάποια στιγμή. Ήταν ήδη τέλος του '59 όταν την πήρα. Ήταν η Φραγκίσκη Ψαχαροπούλου-Καρόρη. Το σήκωσε ο πατέρας της και μου είπε ότι βρισκόταν στο μαιευτήριο γιατί μόλις είχε γεννήσει (την Τζουλιέτα Καρόρη). Εκείνος νόμιζε ότι το τηλεφώνημά μου ήταν επαγγελματικό και ζήτησε το τηλέφωνό μου να της το δώσει. Στις 11 Φεβρουαρίου μου τηλεφώνησε και με ξετίναξε επί δύο ώρες με διάφορες ερωτήσεις από την ηλικία μου μέχρι λογοτεχνία, θέατρο και πολλά άλλα. Στο τέλος μού είπε ότι της έκανα για το ραδιόφωνο  και την επόμενη θα μιλούσε στους υπεύθυνους του σταθμού. Με ρώτησε αν η οικογένειά μου είχε κάποια γνωριμία στην ΕΡΤ. Εκείνη την περίοδο ήταν τεχνικός διευθυντής κάποιος Ασλανίδης, παιδικός φίλος της μητέρας μου. Μόλις κλείσαμε πήγα ενθουσιασμένος στους γονείς μου και τους τα είπα. Ο πατέρας μου συμφώνησε αρκεί να έπαιρνα το πτυχίο μου πρώτα. Είπα στη μητέρα μου να τηλεφωνήσει στον Ασλανίδη. Μόλις του είπε τι θέλαμε εκείνος απάντησε «γιατί θέλεις να καταστρέψεις το παιδί;». Τελικά, συμφώνησαν να πάω στο γραφείο του. Όταν συναντηθήκαμε είπε «θέλεις πραγματικά να πεθάνεις μέσα στην ραδιοφωνία;». Η Καρόρη είχε ήδη μιλήσει σε κάποιον Σιάσκα που ήταν διευθυντής, τον οποίο αναγκάστηκε να πάρει και ο Ασλανίδης. Μπροστά μου του είπε, «θα σου τον στείλω, αλλά μην τον πάρεις γιατί θα τον καταστρέψεις».
Όταν ξεκίνησα υπέγραψα ένα χαρτί που έλεγε ότι θα με δοκιμάσουν για δύο μήνες  χωρίς καμία οικονομική απαίτηση. Κόλλησα επάνω στην Φραγκίσκη με απίστευτο πάθος.  Άρχισα με κάτι ψευτοεκπομπές και στο δίμηνο μου δίνουν να κάνω κάτι δύσκολο. Έπρεπε σε μια ώρα να χωρέσω πενήντα ρεφρέν τραγουδιών. Τα δύο τελευταία ήταν της Μελίνας. Την επομένη πήγα στο μαγαζί Κύκλος της Ρηνιώς Παπανικόλα  και μου λέει η υπάλληλος «άκουσα χθες μια καταπληκτική εκπομπή σας». Εκείνη την ώρα μπαίνει ένας πελάτης και λέει «άκουσα χθες το απόγευμα δυο τραγούδια της Μελίνας σε μια καταπληκτική εκπομπή». Κοκκίνισα και του είπα «εγώ την έκανα». Έτσι, άρχισα λιγάκι να «ψηλώνω». Στην ραδιοφωνία μόλις με έβλεπαν, μου έλεγαν «Τι πράγμα ήταν αυτό χθες;». Εγώ δεν είχα καταλάβει ότι ήταν κάτι σπουδαίο. Κατά τις 11 μου τηλεφώνησαν από το γραφείο του Σπυρομήλιου να μου πουν ότι προσλαμβάνομαι. Ήταν 15 Φεβρουαρίου του '60.
Ο Τσιτσάνης ξεκαθάρισε ότι ήθελε να τα πει μόνος του. Πώς θα έλεγα κάτι τέτοιο στην Μπέλλου; Την πήρα τηλέφωνο και πριν πω οτιδήποτε, το είχε καταλάβει «Ξέρω, είναι του βλάχου το κόλλημα. Θα έρθω για ένα τραγούδι».
 Το ΄72 με έβγαλε η Χαραμή με το ζόρι στην τηλεόραση. Από τη μία θεωρούσα ότι η τηλεόραση δεν ταιριάζει σε άνθρωπο με λίγα μαλλιά και γυαλιά και από την άλλη ήξερα ότι σου κόβει την ιδιωτική ζωή. Το είχα ζήσει με τον Σπανό που ανέκαθεν ήταν πρόσχαρος άνθρωπος. Όταν πηγαίναμε στα κέντρα τον αναγνωρίζανε και μόλις του μιλούσαν, εκείνος, άθελά του, μαγκωνόταν. «Αυτό είναι η δημοσιότητα, σκλαβιά», σκεφτόμουν.
Οι εκπομπές μου γίνονταν πάντα με σενάριο. Έχω φέρει τον συγγραφέα Γιώργο Ιωάννου  ή την Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ να μου γράψουν κείμενα. Ήταν σημαντικό να τους έχω. Επίσης, σημαντικοί ήταν οι συνδυασμοί τραγουδιστών όπως Μαρινέλλα-Μπέλλου. Παρόλ' αυτά, δεν πίστευα ότι όσα κάναμε ήταν κάποιο είδος παρακαταθήκης. Μαζί με τους συνεργάτες μου κάναμε το κέφι μας. Πολλά από αυτά δεν τα πληρωνόμασταν. Απλά, γνωρίζαμε ότι από την άλλη πλευρά υπήρχαν άνθρωποι (τηλεθεατές ή ακροατές) που το εισέπρατταν.
Ας πούμε, η Ρόζα Εσκενάζι δεν ήταν η πρώτη φορά που έβγαινε στην τηλεόραση. Την γνώρισα σε μια μπουάτ, στην Πλάκα, που είχε κάνει η Λιλάντα Λυκιαρδοπούλου και έφερνε μόνο παλιούς, ξεχασμένους ρεμπέτες. Η εμφάνισή της όμως  στην εκπομπή μου ήταν η πρώτη σε τηλεοπτικό στούντιο. Θυμάμαι ότι ξαφνιάστηκε με τον έντονο φωτισμό. Ήταν Μάιος και  όταν τελειώσαμε και βγήκε στο φως του ήλιου, είπε «μπα, μέρα είναι ακόμα;». Ήταν μια γόησσα, παρόλο που ήταν ηλικιωμένη. Περισσότερο από όλους όμως, με γοήτευσε η  Μοσχολιού. Ήταν ένα αντράκι με πολλή λεβεντιά, μπέσα και χιούμορ. Παρόλο που δεν ήταν μορφωμένη, μιλούσε υπέροχα. Η Ρεζάν μου έλεγε «η Μοσχολιού είναι η μόνη που ξέρει να δίνει συνεντεύξεις».

Στη Μουσική Βραδιά έκανα μια εκπομπή με τον Γιώργο Νταλάρα. Την  ημέρα της προβολής, με πήρε τηλέφωνο ο διευθυντής της ΕΡΤ Φώτης Μεσθεναίος και μου είπε ότι θα του άναβα φωτιές γιατί ο Νταλάρας θα έλεγε το «Πάγωσε η τσιμινιέρα» του Λοΐζου που μιλούσε για απεργίες. Παρόλο που αυτό το κομμάτι ακουγότανε στα διαφημιστικά της Μίνος, σε όλες τις ραδιοφωνικές εκπομπές, μου είπε ότι θα το έκοβε. Ενημέρωσα τον Νταλάρα που εκνευρίστηκε πολύ, αλλά για χάρη μου δεν το έκανε θέμα. Κατά τη διάρκεια της εκπομπής του ζήτησα να πει μια στροφή από το «Δέντρο» του Λοΐζου, χωρίς να γνωρίζω ότι ήταν ύμνος της ΚΝΕ. Είπε την στροφή και μετά από δύο μέρες βγήκε μια εφημερίδα γρόφοντας ότι κάναμε κομμουνιστική προπαγάνδα. Εκείνη την περίοδο, ετοίμαζα για επόμενο θέμα τα «Τραγούδια Διαμαρτυρίας» της Φαραντούρη, αλλά ο Μεσθεναίος μου είπε να το ξεχάσω. Τελικά, έκανα μια «ανώδυνη» εκπομπή με τραγούδια αγάπης. Θυμήθηκα που είχα πρωτοβγάλει την Άννα Βίσση στην τηλεόραση το '74, στις Χρυσές Φωνές και μου είχαν κάνει εντύπωση η εξυπνάδα, το θάρρος και η ομορφιά της. Σκέφτηκα ότι θα ήταν πολύ καλή κι επιβεβαιώθηκα.
Η Μπέλλου με έφερε σε επαφή με τον Τσιτσάνη για να κανονίσουμε την εκπομπή που θα έβγαιναν μαζί. Όταν φτάσαμε στο τι τραγούδια θα έλεγαν, ο Τσιτσάνης ξεκαθάρισε ότι ήθελε να τα πει μόνος του. Πώς θα έλεγα κάτι τέτοιο στην Μπέλλου, αφού το είχαμε ξεκινήσει με εκείνη; Την πήρα τηλέφωνο και πριν πω οτιδήποτε, το είχε καταλάβει «Ξέρω, είναι του βλάχου το κόλλημα. Θα έρθω για ένα τραγούδι». Ήταν συγκλονιστικό. Την ώρα που άνοιξε το στόμα της και είπε «Σαν απόκληρος γυρίζω» ανατρίχιασα!

Αυτό το είχα ξαναζήσει μαζί της, όταν την πρωτοάκουσα στη «Νήσο Ύδρα», στην Κολοκυνθούς. Ήταν στη δεύτερη καριέρα της κάπου στο '65, όταν ήμουν φαντάρος. Είχε χαθεί για δυο χρόνια και μόλις μάθαμε ότι τραγουδάει εκεί, πήγαμε. Μάλιστα, βάλαμε μια εκφωνήτρια του σταθμού ενόπλων δυνάμεων που την γνώριζε να κλείσει τραπέζι. Φανταζόμασταν ότι θα έχει ουρά από κόσμο. Τελικά, το κέντρο ήταν άδειο. Είχε ακόμα αποκριάτικο διάκοσμο, παρόλο που είχε περάσει το Πάσχα. Επίσης, εκεί έπαιζε και η ορχήστρα του σπουδαίου Γιώργου Ροβερτάκη. Η Σωτηρία ήρθε στο τραπέζι μας και της ζητήσαμε να μας πει ένα τραγούδι εκεί, παρεΐστικα. Άρχισε να λέει την «Αχάριστη» και τρελαθήκαμε .
Είχα τη χαρά να ζήσω πολλές τέτοιες στιγμές. Έζησα όμως και το αντίστροφο, όπως όταν είχε έρθει ο κλασικός βιολιστής Σλόμο Μιντς  να εμφανιστεί στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού. Θα παρουσίαζα την συναυλία του και πήγαμε για πρόβα. Στο θέατρο ήμαστε εμείς της ΕΡΤ, κάποιοι του θεάτρου, κάποιοι του φεστιβάλ και η ορχήστρα με τον Μιντς κάτω από ένα ρομαντικό φεγγάρι. Καθώς άρχισε να παίζει το κοντσέρτο, είπα μέσα μου: «Τι ευτυχία! Να κάνεις το επάγγελμα που αγαπάς και να ζεις αυτή τη στιγμή». Την ώρα που τα σκεφτόμουν αυτά, ακούω έναν εικονολήπτη να λέει «τι θα γίνει ρε μαλάκα, θα τελειώσεις καμιά φορά να πάμε σπίτι μας;».
Μου έχει τύχει καλεσμένος  που απαντούσε μονολεκτικά. Ήταν την περίοδο της χούντας κι έπρεπε να προσέχουμε τι λέμε εξαιτίας της λογοκρισίας. Είχα καλεσμένο τον Αντώνη Καλογιάννη που ήταν ο τραγουδιστής του Μίκη στο εξωτερικό. Ήταν ομιλητικότατος, αλλά είχαμε την έννοια μην πει κάτι περίεργο. Ξεκίνησα με την πρώτη ερώτηση και μου απαντάει «ναι». Συνεχίζω με την δεύτερη και λέει «όχι» κ.ο.κ. Τελικά, διέκοψα και του είπα ότι δεν μπορούσαμε να κάνουμε έτσι εκπομπή. Την ξανακάναμε και την απλώσαμε. Επίσης, μου έχει τύχει να γράψω την απάντηση καλεσμένων μου όταν κάποιοι (δεν λέμε ονόματα) δεν μπορούσαν να τα πουν.
Οι Χατζιδάκις και Θεοδωράκης είναι συνθέτες παγκοσμίου βεληνεκούς και νομίζω ότι αδικήθηκαν που έζησαν σε μικρή χώρα. Μιλούν όλοι για τους αμερικάνους τραγουδοποιούς όπως οι Μπερτ Μπάκαρα και Χένρι Μαντσίνι που όμως δεν είναι τίποτα μπροστά τους.
 Υπήρξε μια εποχή που το τραγούδι αφορούσε πολύ τον κόσμο. Οι Χατζιδάκις και Θεοδωράκης το είχαν κάνει πρωτοσέλιδο! Αισθανόσουν ότι συνέβαιναν καυτά πράγματα. Επίσης, ήταν εποχή που κοιτούσαμε ψηλά. Η Ελλάδα έπαιρνε Νόμπελ, τα θέατρα Τέχνης κι Εθνικό ακούγονταν στο εξωτερικό, είχαμε το Ποτέ την Κυριακή με τη Μελίνα, ο Χατζιδάκις με «Τα παιδιά του Πειραιά», ο Θεοδωράκης που μελοποιούσε ποιητές. Ήταν  μια εποχή που ο πολιτισμός μας αφορούσε όλους και υπήρχε η ψευδαίσθηση ότι μπορεί ο κόσμος να αλλάξει. Πολύς κόσμος που δεν ήταν της μουσικής ασχολήθηκε με το τραγούδι είτε γράφοντας στίχο είτε γρατζουνώντας μια κιθάρα είτε τραγουδώντας. Στα πρόσωπα που πέρασαν από τις μπουάτ συναντάμε πολλούς ηθοποιούς, ζωγράφους, φοιτητές. Δεν ξεκίνησαν όλοι να κάνουν μουσική. Μέσα σ' αυτό το κλίμα έγραψα κι εγώ στιχάκια, χωρίς ποτέ να πιστέψω ότι έχω κάποιο ταλέντο. Τον πρώτο καιρό «κρυβόμουν». Κάθε φορά που ένα τραγούδι μου γινόταν επιτυχία δεν το πίστευα, όπως δεν πιστεύω και σήμερα ότι μερικά από αυτά έχουν αντοχή στον χρόνο. Ήταν μια παρένθεση για την οποία χαίρομαι πολύ. Μέσα σ' αυτό το παιχνίδι των στίχων ανακάλυψα καλλιτέχνες όπως οι Καίτη Χωματά, Αρλέτα, Γιάννης Σπανός (ενώ στο ραδιόφωνο είχα την πρώτη παρουσίαση του Σταύρου Ξαρχάκου, στην αρχή της καριέρας του το 1962). Σαν θεατής έχω ζήσει πολλά σημαντικά πράγματα, όπως η γνωστή συναυλία στο θέατρο Κεντρικόν, το 1961 με τον Χατζιδάκι στο πιάνο και τον Θεοδωράκη μαέστρο. Εκείνη τη μέρα ξέραμε ότι γινόταν κάτι ιστορικό.
Το «Μια αγάπη για το καλοκαίρι» το έγραψα στο πανεπιστήμιο, σε μια βαρετή παράδοση κάποιου καθηγητή Ράμου που παρακολουθούσα υποχρεωτικά γιατί έπαιρνε παρουσίες. Το μάθημα ήταν 4-5μμ, μόλις τελείωνα την δουλειά στην Ραδιοφωνία και ήμουν κουρασμένος. Για να περάσει η ώρα, έγραψα ένα στιχάκι και έτσι γεννήθηκε το τραγούδι.
Μια κοπέλα που ήμασταν μαζί τότε, ήταν συγγενής της οικογένειας Μπότση και εξασφάλισε μια σελίδα σε ένα περιοδικό που ανήκε στην Ακρόπολη και την Απογευματινή για να γράφουμε μαζί μουσικά θέματα. Υπογράφαμε σαν Ρένια Στεφάνου (εκείνη λεγόταν Ρενέ κι εγώ Παπαστεφάνου). Κάποια μέρα αποφάσισα να κάνω ένα ταξίδι στο Παρίσι. Εκείνη την εποχή, όταν φεύγαμε στο εξωτερικό, για να μην χανόμαστε στις μεγάλες πόλεις, μαζεύαμε τηλέφωνα από γνωστούς για να έχουμε έναν άνθρωπο μόλις φτάναμε. Πήρα έναν φίλο μου και μου είπε ότι εκεί βρισκόταν ένας πιανίστας που παίζει στις μπουάτ. Μου έδωσε το τηλέφωνό του και μου είπε ότι λέγεται Γιάννης Σπανός. Σκέφτηκα ότι θα του έπαιρνα και συνέντευξη για το περιοδικό και του τηλεφώνησα. «Έλα απόψε, θα έχουμε μακαρονάδα», είπε. Πήγα και μου έδειξε σκίτσα που έφτιαχνε για περιοδικά, ενώ παράλληλα μου έδωσε κι ένα δισκάκι που είχε ήδη βγάλει. Όταν γύρισα άρχισα να το παίζω στο ραδιόφωνο από όπου το άκουσε ο Πατσιφάς και του άρεσε.
Με τα χρόνια όμως τα μεγέθη μικραίνουν. Σήμερα υπάρχουν ταλαντούχοι άνθρωποι, αλλά δεν υπάρχουν πνευματικοί ηγέτες. Το τεράστιο άνοιγμα στον πολιτισμό που έκαναν οι Χατζιδάκις και Θεοδωράκης, έπρεπε να έχεις την προσωπικότητα και την παιδεία αυτών των ανθρώπων για να το πετύχεις. Πιστεύω ότι, όπως και τότε, που μετά τους πολέμους ο πολιτισμός μας έδωσε ανάταση, έτσι και τώρα, μετά από τον οικονομικό πόλεμο, ο πολιτισμός θα μας βοηθήσει. Επίσης, όμως, θεωρώ ότι πρέπει να δούμε περισσότερο μέσα μας και να πετάξουμε ό,τι περιττό αποκτήσαμε όλο αυτό το διάστημα. Από την εποχή του lifestyle και της ιδιωτικής τηλεόρασης και ραδιοφωνίας, το κακό που απλά υπήρχε, πλέον πρωταγωνιστεί. Στην εποχή των Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Κουν, Μινωτή υπήρχε επίσης το φτηνιάρικο εμπορικό θέατρο ή η φθηνή κινηματογραφική ταινία, αλλά ξέραμε να βάζουμε το κάθε πράγμα στο ράφι του. Αν δεν απαλλαγούμε από τη νοοτροπία του lifestyle, ίσως δυσκολευτούμε να ξαναβρούμε την χαμένη πνευματικότητα. Παρόλα αυτά, οι πολιτισμοί κάνουν κύκλους και πάντα μετά από το σκοτάδι έρχεται το φως. Αυτό ανατίθεται στις επόμενες γενιές. Γι' αυτό και όταν με ρωτούν για όσα συμβαίνουν σήμερα στη μουσική, απαντώ να ρωτήσουν τα νέα παιδιά μιας κι εκείνους αφορά.
Οι Χατζιδάκις και Θεοδωράκης είναι συνθέτες παγκοσμίου βεληνεκούς και νομίζω ότι αδικήθηκαν που έζησαν σε μικρή χώρα. Αν τους είχε η Αμερική ή η Αγγλία, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά και παρόλο που ο Χατζιδάκις πήρε το Όσκαρ, θεωρώ ότι δεν είχε την καριέρα που του άξιζε.  Μιλούν όλοι για τους αμερικάνους τραγουδοποιούς όπως οι Μπερτ Μπάκαρα και Χένρι Μαντσίνι που όμως δεν είναι τίποτα μπροστά τους. Στην αγορά για να μπορέσεις να επιβληθείς πρέπει να ζεις στα μεγάλα κέντρα. Αυτό το έκαναν οι Μούσχουρη, Παπαθανασίου, Μπάλτσα κ.ά. Είναι δύσκολο να ζεις εδώ, να είσαι, π.χ., ο σούπερ ταλαντούχος Κραουνάκης και να σε ανακαλύψουν από το εξωτερικό.
Η Μελίνα ήταν τεράστια. Μπορεί μια ηθοποιός να παίξει δυο μεγάλους ρόλους και να καθαρίσει για όλη την καριέρα της. Η Βίβιαν Λι έπαιξε στο Λεωφορείον ο Πόθος και καθάρισε. Η Μελίνα έπαιξε συγκλονιστικά τόσο στο Γλυκό Πουλί της Νιότης και στην Στέλλα. Δεν ήταν όμως και τόσο κινηματογραφική. Το πληθωρικό ταμπεραμέντο της  δεν «γράφει» καλά στον κινηματογράφο που χρειάζεται μέτρο και έλεγχο στην ερμηνεία. Ήταν σπουδαία προσωπικότητα και ήμουν ερωτευμένος μαζί της από την πρώτη μέρα που την είδα, στα 14 μου!
Το '93 έφυγα δυσαρεστημένος από την ΕΡΤ και πήγα στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΙ. Οι τότε κρατούντες της ΕΡΤ μου φέρθηκαν άσχημα, παρόλο που ήμουν ψηλά στην ιεραρχεία και ο αρχαιότερος . Στον ΣΚΑΙ βρήκα τον σεβασμό που δεν μου έδειξαν τα τελευταία χρόνια στην ΕΡΤ. Εκείνη την εποχή ήταν διευθύντρια η Σοφία Μιχαλίτση. Δεν ασχοληθήκαμε ποτέ με νούμερα ακροαματικότητας. Ξεκινήσαμε με σκοπό να συνεργαστούμε τρεις μήνες και έμεινα τέσσερα χρόνια!
Για πολλά χρόνια κοιμόμουν λίγο κι έβγαινα πολύ. Πλέον, δεν βγαίνω συχνά, αλλά προτιμώ να βλέπω dvd. Θεωρώ ότι οι καλύτεροι ηθοποιοί του κόσμου είναι οι Τούρκοι. Μιλάνε με τα μάτια. Θα έπρεπε να παραδίδουν σεμινάρια. Βλέπω τούρκικες ταινίες και σήριαλ και ζηλεύω που είναι τόσο επαγγελματίες και έχουν καταπληκτική κινηματογραφική και τηλεοπτική βιομηχανία.
Ανέκαθεν θεωρούσα ότι ο ύπνος χρειάζεται μόνο για να παίρνεις μια ανάσα. Μια μέρα θα κοιμόμαστε μονίμως. Το κρεβάτι με διώχνει.
Πηγή: POPΔAGANTA
Ανιχνευτής: Fuji Tomo Kazu

3.11.15

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΤΩΝ ΚΟΡΥΦΑΙΩΝ ένας Τρικαλινός κορυφαίος συνθέτης - μουσικός. Ο Μπετόβεν της Ελλάδας.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ 1915-1984
Φίλες και Φίλοι αγαπητοί μουσικόφιλοι και μουσικάντηδες καλησπέρα κ.ο.μ. Η σημερινή ανάρτηση είναι ξεχωριστή γιατί αφορά τον Κορυφαίο των Κορυφαίων, πριν λίγες μέρες επικοινώνησε μαζίμου ο μέγας βιρτουόζος της κιθάρας ο ΓΚΟΤΖΙΟ ο οποίος αν είχε γεννηθεί στην Ισπανία θα ήταν σήμερα το εθνικό της σύμβολο, δυστυχώς όμως γεννήθηκε στο Μαγευτικό και Πανέμορφο μεν Γοργογύρι αλλά προφανώς λόγω διαφορετικών ακουσμάτων αυτός ο κλασικός γίγαντας αδικείται, άντε τώρα να καταλάβει ο Αμίγος π.χ. και ο Βύρωνας την κλασική παιδεία του ΓΚΟΤΖΙΟ κι όμως αυτόν τον διεθνούς φήμης καλλιτέχνη ελάχιστοι τον γνωρίζουν στην Ελλάδα, και ακόμα πιο ελάχιστοι τον ακούν όταν παίζει την Ισπανική υποχώρηση, η όταν ξεσηκώνει το γυναικείο φύλλο με τις μελωδίες του, το ευτύχημα είναι που δεν τον ζηλεύει η γυναίκα του γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα είχαμε μεγάλα ντράβαλα. Αυτός λοιπόν ο χρυσοδάκτυλος καλλιτέχνης μου έκανε την πρόταση να ξεκινήσω ένα αφιέρωμα στον δικό μας Μπετόβεν, στον δικό μας Μότσαρτ τον ανεπανάληπτο ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΙΤΣΑΝΗ σας εύχομαι καλή ανάγνωση και καλή ακρόαση στις μελωδίες του. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Fuji Tomo Kazu.
Συνθέτης, στιχουργός, δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και τραγουδιστής· από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου και γενικά της ελληνικής λαϊκής μουσικής του 20ου αιώνα.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας στις 18 Ιανουαρίου 1915. Οι γονείς του ήταν Ηπειρώτες κι εκτός από τον Βασίλη είχαν άλλα τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι. Αργότερα, οι φίλοι του οι ρεμπέτες του κόλλησαν το παρατσούκλι «Ο Βλάχος», επειδή ήταν ο μόνος  ρεμπέτης με στεριανή προέλευση.

Ο πατέρας του, τσαρουχάς στο επάγγελμα, είχε ένα μαντολίνο, με το οποίο έπαιζε κλέφτικα τραγούδια. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη, μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία. Παρότι τον συνέπαιρνε η μουσική, πρωτόπιασε όργανο στα χέρια του μετά το θάνατο του πατέρα του το 1926. Ήταν ένα μαντολίνο, που κάποιος ντόπιος οργανοποιός είχε μετατρέψει σε μπουζούκι.
Στα γυμνασιακά του χρόνια άρχισε να αποκτά κάποιες γνώσεις μουσικής, μαθαίνοντας βιολί. Με αυτό συμμετείχε και σε κάποιες τοπικές εκδηλώσεις, προκειμένου να συνεισφέρει οικονομικά στην οικογένειά του. Αν και δεν είχε εμφανιστεί ακόμα δημοσίως με το μπουζούκι, καθώς ήταν απαγορευμένο και χωρίς καμία κοινωνική καταξίωση, έγραψε τα πρώτα του τραγούδια πάνω σ' αυτό, σε ηλικία μόλις 15 ετών.
Το φθινόπωρο του 1936 κατέβηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομική και προκειμένου να συμπληρώσει το εισόδημά του έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Μπιζέλια». Τον επόμενο χρόνο γνώρισε τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον πήγε στη δισκογραφική εταιρεία «Οντεόν»,  όπου ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι «Σ' έναν τεκέ μπουκάρανε» (1937). Η «Αρχόντισσα», από τα σπουδαιότερα τραγούδια στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, ήταν ένα από τα δεκάδες που ακολούθησαν. Την ίδια περίοδο, τραγούδια του, όπως «Να γιατί γυρνώ», «Παλάτια Χρυσοστόλιστα», «Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ» και «Γι' αυτά τα μαύρα μάτια σου», ερμήνευσαν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Στέλιος Κερομύτης, αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης.Βρισκόμαστε στον αστερισμό της δικτατορίας Μεταξά και η εποχή επιβάλλει εμβατήρια, ενώ απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου, όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες. Ο Τσιτσάνης απαντά με το μπόλιασμα του ρεμπέτικου με δυτικά μελωδικά στοιχεία κι έτσι προσεγγίζει τις ευρύτερες μάζες. Τον Μάρτιο του 1938 υπηρετεί τη στρατιωτική θητεία του στο Τάγμα Τηλεγραφητών, στη Θεσσαλονίκη. Παίρνει άδειες και ποτέ δεν γυρνά στην ώρα του, γεγονός που εξοργίζει τους διοικητές του. Περνά πολλές μέρες στο πειθαρχείο, όπου γράφει ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του, την «Αρχόντισσα». Στη Θεσσαλονίκη θα γνωρίσει και τη μελλοντική σύζυγό του, τη Ζωή Σαμαρά, με την οποία θα αποκτήσει δύο παιδιά, τη Βικτωρία και τον Κώστα.
Τα χρόνια της Κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου ανοίγει ένα δικό του κουτούκι, το «Ουζερί Τσιτσάνη», στην οδό Παύλου Μελά 22. Παράλληλα, γράφει ορισμένες από τις μεγάλες επιτυχίες του («Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος της αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα», «Συννεφιασμένη Κυριακή»), που θα ηχογραφήσει μετά τον πόλεμο, όταν θα ανοίξουν και πάλι τα εργοστάσια δίσκων.

Με τη Μαρίκα Νίνου
Το 1946 κατεβαίνει ξανά στην Αθήνα. Η εποχή του εμφυλίου αποτελεί άλλη μία πηγή έμπνευσης για τον Τσιτσάνη. Τα τραγούδια του, όμως, λογοκρίνονται και πάλι. Ορισμένα καταφέρνει και τα εκδίδει, επινοώντας διάφορα τεχνάσματα, πολλά κυκλοφόρησαν αρκετά χρόνια μετά, ενώ κάποια δεν εκδόθηκαν ποτέ. Το τέλος του εμφυλίου σημαίνει ταυτόχρονα και την πλήρη αποδοχή του Βασίλη Τσιτσάνη. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '50 μεσουρανεί στο μουσικό στερέωμα. Μερικά από τα τραγούδια αυτής της περιόδου είναι τα: «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Καβουράκια», «Ξημερώνει και βραδιάζει».Φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές, που δένονται μαζί του, όπως η Μαρίκα Νίνου, η Σωτηρία Μπέλλου και ο Πρόδρομος Τσαουσάκης. Ακόμα, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Πάνος Γαβαλάς, ο Μανώλης Αγγελόπουλος, η Καίτη Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας κ.ά. ερμηνεύουν τα διαχρονικά τραγούδια του: «Ίσως αύριο» (1958), «Τα λιμάνια» (1962), «Τα ξένα χέρια» (1962), «Μείνε αγάπη μου κοντά μου» (1962), «Κορίτσι μου όλα για σένα» (1967), «Με παρέσυρε το ρέμα» «Απόψε στις ακρογιαλιές» (1968), «Κάποιο αλάνι» (1968), «Της Γερακίνας γιος» (1975), «Δηλητήριο στη φλέβα» (1979).
Το 1980, με πρωτοβουλία της ΟΥΝΕΣΚΟ, ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο «Χάραμα», όπως λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας και της ζωής του. Σ' αυτό το δίσκο παίζει μία σειρά από κλασικά του τραγούδια, αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι. Με την έκδοσή του στη Γαλλία, το 1985, παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας «Σαρλ Γκρο». Όμως, στο μεταξύ, ο κορυφαίος δημιουργός έχει φύγει για πάντα...
Ο Βασίλης Τσιτσάνης άφησε την τελευταία του πνοή ανήμερα των γενεθλίων του, στις 18 Ιανουαρίου 1984, στο νοσοκομείο «Μπρόμπτον» του Λονδίνου, έπειτα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και λίγες ημέρες πριν από το θάνατό του εμφανιζόταν κανονικά στο «Χάραμα» και δούλευε καινούργια τραγούδια.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης έβαλε τη δική του ανεξίτηλη σφραγίδα στην ελληνική λαϊκή μουσική. Μπόλιασε το ρεμπέτικο με δυτικά μελωδικά στοιχεία και το έβγαλε από το περιθώριο, που το είχαν τάξει τα «αντικοινωνικά» και ανατολίτικα στοιχεία του. Εμπλούτισε τη λαϊκή ορχήστρα με νέα ηχοχρώματα, προσθέτοντας το πιάνο κι επιβάλλοντας το ακορντεόν ως όργανο της κομπανίας. Καινοτόμησε στο στίχο, με την απομάκρυνσή του από τις παραδοσιακές φόρμες του δίστιχου και της ομοιοκαταληξίας και επισημοποίησε και γενίκευσε το ρόλο του ρεφρέν. Με τον Τσιτσάνη, το ρεμπέτικο γίνεται «τέχνη» και η ρήξη με την παράδοση αρχίζει να γίνεται ορατή.
Πηγή: Σαν σήμερα gr.
Aνιχνευτής: Ενδυμίων.