Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

4.4.16

MOYSASI MIGIAMOTO Μέρος Α' Από την Ιαπωνία με αγάπη Fuji Tomo Kazu

Το Νίτεν-Κι είναι μια συλλογή αφηγήσεων γύρω από την ζωή του θρυλικού ξιφομάχου  Μουσάσι Μιγιαμότο, όπως αυτές ειπώθηκαν από τους προσωπικούς μαθητές του.
Το Νίτεν-Κι ακολουθεί τον Μουσάσι από τη γέννησή του στην Ιαπωνία το 1584 μέχρι τον θάνατό του από φυσικά αίτια 61 χρόνια αργότερα, περιγράφοντας τις περισσότερες από 60 μονομαχίες του και περιλαμβάνοντας και το θρυλικό αγώνα του με τον Σασάκι Κοτζίρο. Οι αφηγήσεις απεικονίζουν με ζωηρά χρώματα τη ζωή του σπουδαίου αυτού μαχητή ο οποίος – αν και δεν παντρεύτηκε ποτέ - δεν ήταν ποτέ μόνος στο πνεύμα και τράβηξε μια βαθιά χαρακιά στην ιστορία των μαχητικών τεχνών, αφήνοντας πίσω του μια χωρίς προηγούμενο κληρονομιά στον κώδικα τιμής των σαμουράι.
 
Ο Σίνμεν Μουσάσι Φιτζιβάρα νο Γκενσίν γεννήθηκε στην επαρχία Χαρίμα της Ιαπωνίας το 1584. Αργότερα απέρριψε το επίθετο Σίνμεν και υιοθέτησε το επίθετο των συγγενών της μητέρας του, που ήταν Μιγιαμότο.
Η αγωνιστική καριέρα του Μουσάσι στο σπαθί άρχισε στην ηλικία των 13 χρόνων και τελείωσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Καθώς αναπολούσε το παρελθόν του, ο Μουσάσι αναγνώρισε ότι οι νίκες του δεν οφείλονταν στην ικανότητά του στο “χέιχο” (μαχητική στρατηγική), αλλά στο ότι ήταν απλά έξυπνος στο σπαθί και δεν ξέφευγε ποτέ από τον “τρόπο του παραδείσου” ή στο ότι οι αντίπαλοί του δεν είχαν εκπαιδευτεί καλά στον χειρισμό του σπαθιού.
«Αφιέρωσα τον εαυτό μου στην πειθαρχία του χέιχο από τα παιδικά μου χρόνια», είπε αργότερα. «Ταξιδεύοντας σε όλη τη χώρα, έχοντας πάρει μέρος σε περισσότερες από 60 συμπλοκές με κορυφαίους μαχητές, είτε με αληθινό σπαθί είτε με ξύλινο, αναδεικνυόμουν πάντα νικητής.»
Ακόμα και όταν τέλειωσε η εποχή των συμπλοκών με άλλους, ο Μουσάσι συνέχισε να εξασκείται με επιμέλεια από πρωί σε πρωί, αναζητώντας πλέον το βάθος και την ουσία. Τελικά έφτασε στο σημείο της πραγματικής κατανόησης σε ηλικία 50 χρόνων. Από τη στιγμή που ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με την αλήθεια, ο Μουσάσι πέρασε τις μέρες του ήρεμα. Πίστευε ότι όσα έμαθε σχετικά με το χέιχο μπορούσαν να εφαρμοστούν σε οποιαδήποτε τέχνη ή επάγγελμα, και δήλωσε ότι δεν χρειαζόταν εκπαιδευτή για ν' αντιμετωπίσει τις χιλιάδες υποθέσεις της ζωής. Ονόμασε την σχολή του νίτεν-ιτσί, εννοώντας έναν κύκλο χωρίς τέλος και αρχή.

Ο Πατέρας του Μουσάσι
Ο πατέρας του Μουσάσι, ο Σίνμεν Μιούνι νο σούκε Νομπουτσούνα, ήταν μάστερ στην τέχνη του σπαθιού και είχε ονομάσει το στυλ του “τόρι”. Ήταν αυθεντία στο “τζούτε” (ένα κοντό μεταλλικό ραβδί για το μπλοκάρισμα των σπαθιών), καθώς και στη χρησιμοποίηση των δύο σπαθιών. Στο Κυότο, ζούσε κάποιος Γιοσιόκα Σοζαεμόν Κένπο, ο οποίος ήταν εκπαιδευτής μαχητικών τεχνών του Σογκούν Γιοσιάκι. Ο Σοζαεμόν είχε την φήμη του μεγαλύτερου ξιφομάχου της χώρας. Μετά από διαταγή του σογκούν, ο Σοζαεμόν και ο Μιούνι έκαναν μια σειρά από συναντήσεις. Ο Σοζαεμόν νίκησε μια φορά, αλλά ο Μιούνι νίκησε δύο. Έτσι, ο σογκούν έδωσε στον Μιούνι τον τίτλο του “Αδάμαστου Μαχητή”.

Οι Πρώτες Νίκες του Μουσάσι
Ο Μουσάσι ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του και μάλιστα τον ξεπέρασε. Έδωσε την πρώτη του μάχη σε ηλικία 13 χρόνων, εναντίον του Αρίμα Κιχέι, ενός ξιφομάχου με το στυλ “σίντο”, και νίκησε. Την άνοιξη του 1599, σε ηλικία 16 χρόνων, ο Μουσάσι έδωσε μάχη με τον Ακιγιάμα, έναν κορυφαίο μαχητή από την επαρχία Τατζίμα, και νίκησε.
Miyamoto Musashi
Ο Μουσάσι αργότερα διακρίθηκε στην αιματηρή Μάχη της Σεκιγκαχάρα. Τα κατορθώματά του, απέσπασαν το θαυμασμό των στρατηγών και των στρατιωτών. Η μάχη έγινε ανάμεσα στον Τογιοτόμι Χεντεγιόρι και τον Τοκουγκάουα Λεγιάσου για τον τίτλο του σογκούν. Νικητής αναδείχθηκε ο δεύτερος. Ο Μουσάσι πολέμησε με την πλευρά των ηττημένων αλλά κατάφερε να επιβιώσει.
Σε ηλικία 21 χρόνων ο Μουσάσι πήγε στην πρωτεύουσα. Έξω από την πόλη, στο Ρεντάινο, έδωσε μάχη με τον Γιοσιόκα Σεϊτζούρο, τον γιο του κορυφαίου μάστερ του χέιχο Γιοσιόκα Σοζάεμον, ο οποίος είχε νικηθεί από τον πατέρα του Μουσάσι. Ο Σεϊτζούρο ήταν οπλισμένος με ένα αληθινό σπαθί, ενώ ο Μουσάσι κρατούσε ένα ξύλινο. Ο Μουσάσι γρήγορα κατατρόπωσε τον αντίπαλό του ο οποίος, αναπνέοντας με δυσκολία, μεταφέρθηκε από τους μαθητές του μ' ένα ξύλινο φορείο στο σπίτι του, όπου τελικά θεραπεύθηκε.
Στην συνέχεια ο Μουσάσι έδωσε μάχη με τον Ντενσιτσίρο, τον αδελφό του Σεϊτζο Ύρο, έξω από την πρωτεύουσα. Ο Ντενσιτσίρο ήταν ένας δυνατός μαχητής και ήταν οπλισμένος μ' ένα σπαθί που είχε μήκος μεγαλύτερο από1,5 μέτρο. Τη στιγμή της συμπλοκής, ο Μουσάσι άρπαξε αμέσως το σπαθί του αντιπάλου του και κατάφερε στον Ντενσιτσίρο ένα χτύπημα που τον άφησε στον τόπο.
Ο θάνατος του Ντενσιτσίρο είχε σαν αποτέλεσμα την μνησικακία των μαθητών του Γιοσιόκα απέναντι στον Μουσάσι. Δεκάδες απ' αυτούς προκάλεσαν τον Μουσάσι, ο οποίος δέχτηκε να τους αντιμετωπίσει δίπλα σ' ένα πεύκο. Αυτοί εξοπλίστηκαν με λόγχες, τόξα και βέλη και έφεραν στην μάχη και τον Ματασιτσίρο, γιό του Σεϊτζούρο. Ο Μουσάσι είχε πάει στον τόπο συνάντησης νωρίτερα απ' αυτούς και είχε κρυφτεί στα κλαδιά του πεύκου. Καθώς ο Ματασιτσίρο πλησίασε το δέντρο, ο Μουσάσι πήδηξε από το πεύκο ανάμεσα στους αντιπάλους του. Ο Ματασιτσίρο μουρμούρισε κάτι προτού του πέσει το σπαθί από τα χέρια, αλλά ήταν νεκρός πριν προλάβουν να αντιδράσουν οι σύντροφοί του και να τιμωρήσουν τον Μουσάσι. Μερικοί του επιτέθηκαν με τις λόγχες και άλλοι χρησιμοποίησαν τα τόξα και τα βέλη. Μόνο ένα βέλος κατάφερε να καρφωθεί στο μανίκι του Μουσάσι, χωρίς να του προκαλέσει ζημιά. Συνέχισε να χτυπάει τους αντιπάλους του, κυνηγώντας τους. Το πλήθος βρισκόταν σε κατάσταση πανικού, δίνοντάς του την δυνατότητα να βγει νικητής.
Στο Ναό Χοζόιν στη Νάρα, ζούσε ένας ιερέας που ονομαζόταν Οκουζόιν και ήταν αυθεντία στην λόγχη. Ο Μουσάσι έδωσε και μ' αυτόν μάχη. Εναντίον της λόγχη ς του ιερέα, ο Μουσάσι χρησιμοποίησε ένα ξύλινο σπαθί. Έπειτα από δύο γύρους, ο ιερέας βρέθηκε σε μειονεκτική θέση και έδωσε συγχαρητήρια στον Μουσάσι για την εξαιρετική τεχνική του.
Ταξιδεύοντας στην επαρχία Ίγκα, ο Μουσάσι συνάντησε τον Σισίντο Μπαϊκέν, ο οποίος ήταν εκπαιδευμένος στο δρέπανο και την αλυσίδα. Ήρθαν σε συμπλοκή έξω από το σπίτι του Σισίντο. Όταν ο Μουσάσι είδε τον αντίπαλό του να επιδεικνύει το δρέπανό του, έριξε το κοντό σπαθί του και διαπέρασε το στήθος του αντιπάλου του, ενώ στην συνέχειά του έδωσε μια τελική μαχαιριά για να εξασφαλίσει το θάνατό του. Οι μαθητές του Μουσάσι παρακολουθούσαν και αμέσως ρίχτηκαν στον Μουσάσι με τα σπαθιά τους. Εκείνος, πάντως, τους κατατρόπωσε όλους.
Στην Κόφου, ο Μουσάσι δέχθηκε μια πρόκληση από τον Μούσο Γκονοσούκε, ο οποίος κρατούσε ένα ξύλινο σπαθί. Ο Μουσάσι που εκείνη την στιγμή σκάλιζε ένα τόξο για τον εαυτό του, αντιμετώπισε τον Γκονοσούκε με το κομμάτι του ξύλου που κρατούσε στα χέρια του. Ο Γκονοσούκε ρίχτηκε αμέσως επάνω στον Μουσάσι χωρίς πρώτα να υποκλιθεί. Ο Μουσάσι τον έριξε κάτω μ' ένα χτύπημα. Ο Γκονοσούκε ζήτησε συγγνώμη και εξαφανίστηκε αμέσως.
 
Αντιμετωπίζοντας τον Σασάκι Κοτζίρο
Εκείνο τον καιρό ζούσε ένας ξιφομάχος που ονομαζόταν Σασάκι Κοτζίρο και καταγόταν από το χωριό Τζοκιότζι της επαρχίας Εσιζέν. Προικισμένος, τολμηρός και δυνατός, ο Κοτζίρο είχε την φήμη ότι δεν είχε όμοιό του σε ολόκληρη την χώρα. Είχε καθιερώσει δικό του στυλ, το οποίο ονομαζόταν “γκανρύου” και οι τεχνικές του ήσαν διαφορετικές από τις συνηθισμένες.
Ο Κοτζίρο ταξίδευε στην χώρα, συναντώντας πολλούς κορυφαίους μάστερ του χέιχο κατά την διάρκεια του ταξιδιού του. Ποτέ δεν έχασε από κανέναν αντίπαλο. Τελικά, έφτασε στην Κοκούρα της επαρχίας Μπούζεν. Ο άρχοντας Χοσοκάουα Μιτσουνάρι Τανταόκι είχε ακούσει για τον Κοτζίρο και τα κατορθώματά του και αποφάσισε να τον μισθώσει. Πολύ σύντομα ο Κοτζίρο μάζεψε πολλούς μαθητές για να τους εκπαιδεύσει.
Ακριβώς εκείνη την εποχή, το 1612, ο Μουσάσι έφυγε από την πρωτεύουσα και πήγε στην Κοκούρα. Ήταν 29 χρονών. Ο Μουσάσι κάλεσε τον Ναγκαόκα Σάντο Οκιναγκανούσι, που ήταν μαθητής του πατέρα του Μουσάσι και του είπε:
«O Σασάκι Κοτζίρο ζει σ' αυτή την περιοχή. Έχω ακούσει ότι έχει αναπτύξει μια ασυνήθιστη τεχνική. Θα ήθελα να δοκιμάσω την τεχνική μου απέναντι στην δική του».
Σιόντα Χαμανοσούκε
Ο Οκιναγκανούσι μετέφερε την επιθυμία του Μουσάσι στον Τανταόκι, ο οποίος και όρισε την ημερομηνία της συνάντησης. Η συνάντηση αυτή θα γινόταν σε ένα απομονωμένο νησί της ακτής της Κοκούρα, που ήταν γνωστό με το όνομα Μούκο-τζίμα ή Φουνατζίμα. Σήμερα, το νησί αυτό ονομάζεται Γκανρυούτζιμα. Βρίσκεται σε απόσταση 2.5 μιλίων από την Κοκούρα.
Την νύχτα πριν από την συνάντηση, ο Μουσάσι εξαφανίστηκε. Οι άνθρωποι τον έψαχναν στην πόλη, αλλά δεν βρήκαν κανένα ίχνος που να δηλώνει που βρισκόταν. Όλοι είπαν πως ο Μουσάσι φοβήθηκε από την φήμη του Κοτζίρο σαν εξαίρετου ξιφομάχου. Ο Οκιναγκανούσι δεν ήξερε τι να κάνει και ήταν γεμάτος αγωνία. Είπε στους υπηρέτες του, «Αν ο Μουσάσι ήθελε να κρυφτεί, γιατί περίμενε μέχρι σήμερα για να το κάνει; Νομίζω ότι κάτι άλλο πρέπει να έχει στο μυαλό του. Χτες βρισκόταν στο Σιμονοσέκι και έφτασε σήμερα εδώ. Είμαι σίγουρος ότι επέστρεψε στο Σιμονοσέκι για να πάει από κει στο νησί. Βιαστείτε και στείλτε του έναν αγγελιοφόρο».
Ο αγγελιοφόρος στάλθηκε γρήγορα και φτάνοντας στο Σιμονοσέκι βρήκε τον Μουσάσι να μένει στο σπίτι ενός εμπόρου. Ο Μουσάσι διάβασε το γράμμα του Οκιναγκανούσι και του έστειλε μια απάντηση. «Όσον αφορά την αυριανή συνάντηση, πιστεύω ότι πρέπει να σε παρακαλέσω να μην νοιάζεσαι για μένα. Να είσαι σίγουρος ότι θα είμαι προσεκτικός στο ραντεβού των 8 π.μ.»
Το επόμενο πρωινό ο Μουσάσι έμεινε στο κρεβάτι πολύ μετά την ανατολή του ήλιου. Ο έμπορος είχε άγχος και είπε στον Μουσάσι ότι η ώρα της συνάντησης πλησίαζε. Εκείνη τη στιγμή ήρθε ένας αγγελιοφόρος και είπε στον Μουσάσι να επιβιβαστεί στο πλοίο. Ο Μουσάσι απάντησε ότι δεν θα αργούσε. Στην συνέχεια έκανε μπάνιο, έφαγε πρωινό και άρχισε να σκαλίζει ένα κουπί για να του δώσει τη μορφή σπαθιού. Σύντομα ήρθε άλλος ένας αγγελιοφόρος και είπε στον Μουσάσι να τρέξει στο νησί. Ο Μουσάσι φόρεσε ένα κιμονό και τύλιξε στη μέση του μια πετσέτα των χεριών. Έπειτα πήγε στο πλοίο συνοδευόμενος από έναν υπηρέτη.
Όταν τελικά ο Μουσάσι έφτασε στο νησί η ώρα ήταν περασμένες 10. Άφησε το συνηθισμένο του μακρύ σπαθί στο πλοίο και μπήκε στο νερό, έχοντας το κοντό σπαθί στο πλευρό του και το ξύλινο «σπαθί» στο χέρι του. Διέσχισε τα ρηχά νερά, και ενώ το έκανε αυτό, τύλιξε το κεφάλι του με την πετσέτα των χεριών.
Ο Κοτζίρο φορούσε ένα κόκκινο χαόρι (ένα είδος γιαπωνέζικη ς ρόμπας) χωρίς μανίκια, ζώνες στα πόδια από βαμένο δέρμα και ψάθινα παπούτσια. Είχε ένα σπαθί μεγαλύτερο από 1,5 μέτρο, το οποίο είχε κουραστεί να κρατάει περιμένοντας τον Μουσάσι. Όταν ο Κοτζίρο είδε τον Μουσάσι, όρμησε κατευθείαν στο νερό αγανακτισμένος, Φωνάζοντας «Ήρθα πριν από την συμφωνημένη ώρα! Γιατί άργησες τόσο πολύ; Α! Πρέπει να είσαι νευρικός!». Ο Μουσάσι δεν απάντησε, σαν να μην είχε ακούσει τίποτα.
Ο Κοτζίρο τράβηξε το σπαθί του, πετώντας την θήκη στο νερό και περιμένοντας τον Μουσάσι να πλησιάσει. Ο Μουσάσι σταμάτησε να περπατά και είπε, χαμογελώντας, «Κοτζίρο έχασες. Γιατί ο νικητής πετάει μακριά την θήκη του;».
Ο Κοτζίρο έγινε έξω Φρενών μ' αυτά τα λόγια. Γρήγορα πήρε μια στάση κρατώντας το σπαθί μπροστά του. Και καθώς ο Μουσάσι πλησίασε, του έριξε ένα χτύπημα ανάμεσα στα μάτια. Την ίδια στιγμή, ένα χτύπημα στο κεφάλι από το ξύλινο σπαθί του Μουσάσι, τον έριξε κάτω. Η πετσέτα με την οποία ο Μουσάσι είχε τυλίξει το κεφάλι του έπεσε κάτω, κομμένη στα δύο από το πρώτο χτύπημα του Κοτζίρο.
Ο Μουσάσι έμεινε ακίνητος για μια στιγμή, κρατώντας το ξύλινο σπαθί του, και έπειτα το στριφογύρισε πάνω από το κεφάλι του για να χτυπήσει ξανά. Ο Κοτζίρο, πεσμένος στο έδαφος, χτυπώντας δεξιά και αριστερά, έκοψε 7 πόντους από το χαμηλό μέρος της ρόμπας του Μουσάσι , η οποία ήταν δεμένη στα γόνατα. Ο Μουσάσι έριξε ένα χτύπημα στα πλευρά του Κοτζίρο, σπάζοντάς του τα κόκαλα. Ο Κοτζίρο λιποθύμησε, αίμα άρχισε να τρέχει από το στόμα και τα ρουθούνια του. Αφού περίμενε για μια στιγμή, ο Μουσάσι πέταξε το ξύλινο σπαθί του, γονάτισε και έκλεισε με τα χέρια του το στόμα και την μύτη του Κοτζίρο για να εξακριβώσει τον θάνατό του. Στην συνέχεια χαιρέτισε τους επίσημους και τους φρουρούς που παρακολουθούσαν τη μονομαχία, σήκωσε από κάτω το ξύλινο σπαθί του και μπήκε πάλι στο πλοίο. Λέγεται ότι ο Κοτζίρο την εποχή της μονομαχίας του με τον Μουσάσι ήταν 18 χρονών. Ήταν ηρωικός και γενναίος άνθρωπος και ο θάνατός του θρηνήθηκε από όλους, ακόμα και από τον Μουσάσι.
 
Ο Μουσάσι συναντά τον Ιόρι
Στο 19ο έτος του Κέικο, ο Μουσάσι πήρε μέρος στην πολιορκία του Κάστρου Οσάκα και άφησε ένα ρεκόρ τέλειας μάχης. Ήταν τότε 31 χρονών. Τοκάστρο έπεσε την επόμενη χρονιά.
Μετά την πολιορκία της Οσάκα, ο Μουσάσι ακολούθησε τον δρόμο με την ονομασία Χιτάτσι και έφτασε στην επαρχία Ντεούα. Συνάντησε ένα αγόρι 13 η 14 χρονών που στεκόταν στην άκρη του δρόμου κρατώντας έναν κουβά με χέλια. Ο Μουσάσι του ζήτησε μερικά χέλια και το αγόρι πρόθυμα του πρόσφερε όλο τον κουβά. «Δεν χρειάζομαι τόσα πολλά. Δώσε μου δύο» είπε ο Μουσάσι.
Το αγόρι γέλασε, λέγοντας «Πως μπορώ να είμαι τσιγκούνης σε έναν πεινασμένο ταξιδιώτη; Πάρτα όλα. Και τον κουβά και τα χέλια». Στην συνέχεια το αγόρι απομακρύνθηκε, χωρίς καν να κοιτάξει πίσω του. Ο Μουσάσι δέχτηκε την γενναιοδωρία του διασκεδάζοντας.
 
Την επόμενη μέρα. καθώς πλησίαζε το βράδυ, ο Μουσάσι συνειδητοποίησε ότι είχε ακόμα 8 μίλια μέχρι τον επόμενο οικισμό. Δεν ήξερε τι να κάνει, όταν ξαφνικά είδε ένα φως στη σκιά ενός μακρινού λόφου. Τράβηξε κατευθείαν στο φως, που ερχόταν από μια μικρή χορτάρινη καλύβα. Χτύπησε την πόρτα και είδε με έκπληξη να βγαίνει έξω ένα αγόρι. Το αγόρι τον κοίταξε προσεκτικά και του είπε «Δεν είσαι εκείνος που του έδωσα χτες τα χέλια;»
Ο Μουσάσι, αναγνωρίζοντας το αγόρι, απάντησε καταφατικά.
Το αγόρι άφησε τον Μουσάσι να περάσει στο εσωτερικό του σπιτιού και του πρόσφερε ένα κάθισμα και τσάι. Η εξυπνάδα του αγοριού εντυπωσίασε τον Μουσάσι, που το ρώτησε «Πώς γίνεται ένα νεαρό αγόρι σαν κι εσένα να ζει μόνο του εδώ; Πού είναι οι γονείς σου;».
«Και οι δύο μου γονείς είναι νεκροί», απάντησε το αγόρι και χωρίς να συνεχίσει την κουβέντα πήγε στο διπλανό δωμάτιο. Ο Μουσάσι, αν και δεν ικανοποιήθηκε από την εξήγηση του αγοριού, ξάπλωσε εκεί που βρισκόταν και αποκοιμήθηκε.
Μετά τα μεσάνυχτα. ο Μουσάσι ξύπνησε από τον θόρυβο που κάνει το μέταλλο όταν χτυπάει πάνω στην πέτρα και αναρωτήθηκε μήπως βρίσκονταν απέξω τίποτα κλέφτες. Διαπίστωσε όμως ότι ήταν το αγόρι. «Γιατί τροχίζεις το σπαθί σου;» το ρώτησε ο Μουσάσι.
«Ο πατέρας μου πέθανε μόλις χτες». απάντησε το αγόρι. «Πήγα να τον θάψω δίπλα στην μητέρα μου στον λόφο. Αλλά το σώμα του είναι πολύ βαρύ για να το σηκώσω και αφού το σκέφτηκα, αποφάσισα να το κόψω στα δύο και να μεταφέρω το μισό κομμάτι κάθε φορά στον τόπο ταφής».
Ο Μουσάσι συγκινήθηκε από τα λόγια του αγοριού και επαίνεσε την αφοσίωσή του στους γονείς του. Είπε στο αγόρι «Μπορούμε να εργαστούμε μαζί και να θάψουμε τον πατέρα σου». Ο Μουσάσι σήκωσε το πτώμα από τους ώμους και άφησε το αγόρι να το πιάσει από τα πόδια. Το κουβάλησαν στον λόφο όπου και το έθαψαν δίπλα στην μητέρα του αγοριού.
Το αγόρι, που λεγόταν Ιόρι, έγινε ο θετός γιός του Μουσάσι και πήρε το επίθετο Μιγιαμότο. Έβαλε τον Μουσάσι να του υποσχεθεί ότι θα τον κάνει σαμουράι. Ο Ιόρι ταξίδεψε με τον Μουσάσι στην χώρα και τελικά έφτασε στην Κοκούρα όπου και εγκαταστάθηκε. Αργότερα, μπήκε στις υπηρεσίες της οικογένειας Ογκασαβάρα και πραγματοποίησε το όνειρό του να γίνει σαμουράι.
Στην Κοκούρα, εγκαταστάθηκε και ο Μουσάσι. Ήταν 51 χρονών.
Πέντε χρόνια αργότερα, το 1637, επαναστάτες Χριστιανοί οχυρώθηκαν στο Κάστρο Σιμαμπάρα της επαρχίας Χίζεν. Ο άρχοντας Ογκασαβάρα Ουκυοντάγιου Τανταζάνε πήρε την εντολή να τους επιτεθεί και ο Μουσάσι τον συνόδεψε. Λέγεται ότι ο Μουσάσι ήταν επικεφαλής του σώματος των στρατιωτών. Μετά τη μάχη, όταν εκτιμήθηκαν οι στρατιωτικές υπηρεσίες, ανακαλύφθηκε ότι ένας άντρας με το όνομα Μιγιαμότο Ιόρι κάτω από τις οδηγίες του Μουσάσι, διακρίθηκε για τα εξαιρετικά ανδραγαθήματά του.
 
Οι Συμπλοκές με τον Χικοσίρο και τον Ταντατόσι
Την άνοιξη του 1640, ο Μουσάσι πήγε στο Χίγκο μετά από πρόσκληση του άρχοντα Ταντατόσι. Ήταν τότε 59 χρονών.
Πριν φτάσει ο Μουσάσι στο Χίγκο, ένας άντρας που λεγόταν Ούτζι Χικοσίρο στάλθηκε εκεί ύστερα από σύσταση της οικογένειας Γιαγκίου. Ο Ταντατόσι ήταν αφοσιωμένος οπαδός του στυλ Γιαγκίου στο σπαθί και ήταν επίσης ολοκληρωμένος μάστερ. Ο Χικοσίρο συχνά προπονιόταν με τον άρχοντα. Μετά την άφιξη του Μουσάσι, ο Ταντατόσι κανόνισε να έχει με τον Χικοσίρο μια κρυφή μονομαχία. Μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας ήταν ο Ταντασίρο, έχοντας στο πλευρό του το σπαθί του. Οι δύο αντίπαλοι αντάλλαξαν σπαθιές τρεις φορές και ήταν φανερό ότι ο Χικοσίρο δεν αποτελούσε απειλή για τον Μουσάσι. Ο Μουσάσι, εξαιτίας της παρουσίας του άρχοντα, δεν χτυπούσε δυνατά τον αντίπαλό του, αλλά απλώς έκανε επίδειξη της τεχνικής του με επιφυλακτικό τρόπο. Ενώ παρακολουθούσε, ο Ταντατόσι σκέφτηκε μια μέθοδο με την οποία θεώρησε ότι θα νικούσε τον Μουσάσι και την εφάρμοσε χωρίς επιτυχία. Εντυπωσιάστηκε πολύ και μίλησε με θαυμασμό, χωρίς να έχει φανταστεί ότι ο Μουσάσι θα ήταν τόσο σπουδαίος μαχητής.
Το 1642, ο Μουσάσι, ύστερα από εντολή του Ταντατόσι, έπιασε πένα για πρώτη φορά στην ζωή του και έγραψε τα Τριάντα Πέντε Άρθρα για το Χέιχο, αφιερώνοντάς τα στον άρχοντα.
 
Αντιμετωπίζοντας τον Χαμανοσούκε
Ο Σιόντα Χαμανοσούκε ήταν μάστερ στην τεχνική του μπο (μακρύ ραβδί). Έπαιρνε μισθό αξίας ενός «κόκου» από τον άρχοντα Ταντατόσι σαν εκπαιδευτής των υπηρετών. Κάποια μέρα εξέφρασε την επιθυμία να αγωνιστεί με τον Μουσάσι. Ο Μουσάσι δέχτηκε την πρόκληση, αντιμετωπίζοντας με ένα εγχειρίδιο το μπο του Χαμανοσούκε που είχε μήκος 2 μέτρα. Κάθε φορά που ο Χαμανοσούκε προσπαθούσε να ταλαντεύσει το μπο, ο Μουσάσι το εμπόδιζε να κουνηθεί. Στην συνέχεια το ελευθέρωνε και χτυπούσε τον αντίπαλό του πριν προλάβει ν' αντιδράσει.
Έπειτα, είπε ο Μουσάσι «Θ' αγωνιστώ με γυμνά χέρια. Θα σου παραχωρήσω την νίκη αν καταφέρεις να βάλεις το πέλμα σου ανάμεσα στα πόδια μου». Ο Χαμανοσούκε εξαγριώθηκε όταν άκουσε αυτά τα λόγια και πετώντας το μπο του, όρμησε εναντίον του Μουσάσι, ο οποίος τον πέταξε κάτω πριν προλάβει να φτάσει τα πόδια του. Ήταν φανερό πως ήταν αδύνατον περάσει τα πόδια του Μουσάσι. Μετά απ' αυτό ο Χαμανοσούκε ξάπλωσε κάτω εξαντλημένος και παρακάλεσε τον Μουσάσι να τον δεχτεί σαν μαθητή, πράγμα που ο Μουσάσι το έκανε.
 
Τα Τελευταία Χρόνια
Τα τελευταία χρόνια του ο Μουσάσι προτίμησε να ζήσει ήρεμα, ξοδεύοντας τον καιρό του γράφοντας ποιήματα, πίνοντας τσάι και εξασκώντας τις καλές τέχνες, συμπεριλαμβανομένης της γλυπτικής. Αλλά την άνοιξη της δεύτερης χρονιάς του Σόχο, ο Μουσάσι αρρώστησε. Την 19η ημέρα του πέμπτου μήνα της ίδιας χρονιάς, πέθανε σε ηλικία 62 χρονών.
Σύμφωνα με την διαθήκη του, ο Μουσάσι τοποθετήθηκε στο φέρετρό του φορώντας πανοπλία και έχοντας έξι όπλα. Ήταν επιθυμία του να θαφτεί στο χωριό Τεναγκαγιούγκε της επαρχίας Αμάτα, με ιερέα τον Σουνζάν του Τάισο-τζι, πράγμα που έγινε. Καθώς λέγονταν τα τελευταία λόγια προς τον νεκρό από τον Σουνζάν, ένας κεραυνός έπεσε στον γαλάζιο ουρανό. Οι υπηρέτες Φοβήθηκαν τόσο πολύ που η κηδεία μετατράπηκε σε ομαδικό πανικό.
Ο κεραυνός κατά την διάρκεια μιας κηδείας είχε και προηγούμενο: τα χρονικά του Πολέμου Ονίν αναφέρουν ότι έπεσαν κεραυνοί στις κηδείες του Χοσοκάβα Ουκυοντάγιου και του Γιαμάρα Ουεμονοσούκε Σοζέν. Λέγεται ότι ο θάνατος ενός ήρωα πάντα ταρακουνά τον παράδεισο.
Πηγή:http://www.karate.gr 

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΑΜΟΥΡΑ'Ι' Από την Ιαπωνία με αγάπη ο Fuji Tomo Kazu

Ο Σάιγκο Τακαμόρι, (西郷 隆盛 Saigō Takamori, 23 Ιανουαρίου 1828 - 24 Σεπτεμβρίου 1877), ο τελευταίος σαμουράι, όπως αποκλήθηκε[1], υπήρξε σημαντική φυσιογνωμία της ιαπωνικής ιστορίας. Βοήθησε στην παλινόρθωση του αυτοκράτορα στην περίοδο Μεϊτζί και κατόπιν κυνηγήθηκε από τους αυτοκρατορικούς συμβούλους. Έγραψε ποίηση με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Σάιγκο Νανσού (西郷 南洲).[2]
Βίος Ο Σάιγκο γεννήθηκε στο Καγκοσίμα, σε μια οικογένεια με κληρονομικά ευγενικές καταβολές, αν και κατώτερης τάξης[3]. Ο πατέρας του Σάιγκο έζησε περισσότερο σαν γκόσι, (αυτάρκης αγρότης-πολεμιστής), παρά σαν σαμουράι, (σι ή Τζοκάσι). Η οικογένεια δανείστηκε τα χρήματα για να αγοράσει γη για καλλιέργεια. Το οικογενειακό υπόβαθρο του Σάιγκο ήταν εξαρχής συνδεδεμένο με την επαρχία Σατσούμε και υπηρετούσε τον νταΐμιο Σιμάτζου. Η πατριά Σιμάτζου αντιτάχθηκε ούτως ή άλλως στο σογκουνάτο Τοκουγκάβα το 1600 και έτσι ο νταΐμιο Τοτζάμα χαρακτηρίστηκε ως «εξωτερικός άρχοντας». Οι σαμουράι που δεν αντιτάχθηκαν, χαρακτηρίστηκαν ως Φουντάι νταΐμιο, δηλαδή «υποτελείς κύριοι». Το σογκουνάτο κρατούσε τους νταΐμιο υπό τον έλεγχό του, υποχρεώνοντάς τους να μένουν ένα μέρος του χρόνου στο Έντο, (Τόκιο), αναγκάζοντάς τους κατά συνέπεια τους σε ακριβά, χρονοβόρα ταξίδια, κρατώντας ταυτόχρονα τις οικογένειές τους ως όμηρους στο κάστρο Έντο.
Ο οίκος Σιμάτζου έκρυψε τον Σάιγκο όταν κυνηγήθηκε από την αυτοκρατορική κυβέρνηση και τον εξόρισε στα νησιά Αμάμι, όπου ανακάλυψε μια κουλτούρα διαφορετική από εκείνη στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε. Τελικά κατέληξε να αγαπήσει τα νησιά Αμάμι και τον πολιτισμό τους. Ο Σάιγκο εξορίστηκε για δεύτερη φορά σε ένα άλλο νησί Αμάμι, το Οκινοεραμπουκίμα. Φαίνεται πως η αυτοκρατορική κυβέρνηση ήθελε να τον βγάλει από τη μέση, αλλά τον ήθελε ζωντανό. Τον κάλεσε άλλωστε πίσω για να υπηρετήσει όταν άλλαξε το πολιτικό κλίμα. Το νησί Οκινοεραμπουκίμα ήταν ένας ψυχρός, δυσάρεστος τόπος με ισχυρούς ανέμους. Κρατήθηκε εκεί για δύο χρόνια και υπέστη αρκετές κακουχίες που αποδυνάμωσαν την υγεία του. Στην αρχή τον κρατούσαν σε μια περίφραξη που έμοιαζε με κλουβί και εργότερα τον περιόρισαν κατ' οίκον. Όντας εξόριστος στο Οκινοεραμπουκίμα μελέτησε την τέχνη της καλλιγραφία και έγινε δάσκαλος των παιδιών. Διάβασε εκτενώς την κινεζική και ιαπωνική φιλοσοφία, καθώς επίσης τους Κινέζους κλασικούς και την ποίηση. Σε αυτή τη στιγμή στη ζωή του έγινε ποιητής και ένα από τα καλύτερα ποιήματά του ήταν το «Σκέψεις στη φυλακή».

Ο Σάιγκο εξορίστηκε ενάντια στη θέλησή του, αλλά αυτό τον βοήθησε να δυναμώσει το χαρακτήρα του, δεδομένου ότι είχε το χρόνο να αναπτύξει τα πολιτιστικά του ενδιαφέροντα και να σκεφτεί για τη ζωή και την πολιτική του. Έμαθε να απολαμβάνει τα πιο απλά πράγματα ως μοναχός του Ζεν Βουδισμού και αποσύρθηκε από την πολιτική από το 1874 έως το 1876. Βρήκε τη γαλήνη ψαρεύοντας, διαβάζοντας βιβλία, μαθαίνοντας καλλιγραφία, εντρυφώντας στη χαλάρωση με διαλογισμό Ζεν. Όταν είχε χρόνο, έφτιαχνε αχυρένια σαντάλια.
Κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές Ο Σάιγκο Τακαμόρι έζησε σε μια περίοδο μεγάλων αλλαγών κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών. Συνεπώς έχει μεγάλη σημασία να γνωρίζουμε την πραγματική σημασία της εποχής του σογκουνάτου Τοκουγκάβα για τους σαμουράι και τα ήθη τους. Η κυριαρχία των σαμουράι έφθασε στην πλήρη άνθησή της κατά την πρώιμη περίοδο Τοκουγκάβα, όταν οι ταξικές διακρίσεις ήταν ιδιαίτερα εμφανείς. Οι σαμουράι βρίσκονταν στην κορυφή των τεσσάρων τάξεων -επάνω από τους αγρότες, τους τεχνίτες και τους εμπόρους. Ήταν οι μόνοι που επιτρεπόταν να φέρουν ξίφη και είχαν το δικαίωμα να σκοτώνουν οποιοδήποτε μέλος των κατώτερων τάξεων για ασεβή συμπεριφορά.
Το σογκουνάτο Τοκουγκάβα εγκαθιδρύθηκε στο Έντο και παρέμεινε στην εξουσία επί 250 χρόνια. Ήταν χρόνια ειρήνης και σταθερότητας στην Ιαπωνία, που χαρακτηρίστηκαν από την απομόνωση από τον εξωτερικό κόσμο, την αύξηση των πόλεων, την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική κινητικότητα. Εντούτοις, κατά τη διάρκεια του 17ου και 18ου, πολλοί σαμουράι βρέθηκαν άνεργοι καθώς οι κύριοί τους έχασαν τη γη τους με τoυς αναδασμούς της γης. Πολλοί έγιναν ρόνιν ή σαμουράι χωρίς αφέντη. Οι μαχητικές τους δεξιότητες δε θεωρούνταν πλέον σημαντικές και οι σαμουράι ως τάξη υπέστησαν σημαντικές φθορές. Ορισμένοι από αυτούς αναζήτησαν θέσεις ως ανώτεροι υπάλληλοι στην κυβέρνηση Μεϊτζί.
Mε τον όρο παλινόρθωση Μεϊτζί (Μeiji Ishin) οι ιστορικοί περιγράφουν συνήθως μια αλυσίδα γεγονότων που οδήγησαν σε μια αλλαγή στην πολιτική και κοινωνική δομή της Ιαπωνίας από το 1866 έως το 1869, μια περίοδο 4 ετών του τέλους της εποχής Έντο (συχνά αποκαλείται και εποχή του σογκουνάτου Τοκουγκάβα) και αρχή της εποχής Μεϊτζί. Ο σχηματισμός της συμμαχίας Σάτσο το 1866 μεταξύ του Σάιγκο Τακαμόρι, ηγέτη της επαρχίας Σατσούμε και του Κίντο Ταγκαγιόσι, ηγέτη της επαρχίας Κχόσου, οριοθετεί την έναρξη της παλινόρθωσης Μεϊτζί. Οι δύο ηγέτες υποστήριξαν τον αυτοκράτορα ενάντια στο σογκουνάτο Τοκουγκάβα (bakufu) και αποκατατέστησαν την αυτοκρατορική δύναμη.

Το σογκουνάτο Τοκουγκάβα τερματίστηκε επίσημα στις 9 Νοεμβρίου 1867 με την παραίτηση του 15ου σόγκουν Τοκουγκάβα Γιοσινόμπου και την "παλινόρθωση" (Taisei Houkan) του αυτοκρατορικού κανόνα. Ο 15χρονος Μουτσουχίτο διαδέχθηκε τον πατέρα του, αυτοκράτορα Κομέι, και τον επόμενο χρόνο έγινε ο αυτοκράτορας Μεϊτζί ή "φωτισμένος κανόνας" και υπέγραψε τον Καταστατικό Όρκο. Σύντομα τον Ιανουάριο του 1868, άρχισε ο πόλεμος Μποσίν (πόλεμος του έτους του δράκου) με τη μάχη του Τόμπα Φουσίμι, στον οποίο ο στρατός της νέας κυβέρνησης, νίκησε τον στρατό του σόγκουν με τη βοήθεια των Τακαμόρι και Τακαγιόσι. Ο πόλεμος τελείωσε στις αρχές του 1869 με την πολιορκία του Χακοντάτε, στο νησί Χοκάιντο. Η στρατιωτική ήττα του σόγκουν (με στρατηγό τον Χιτζικάτα Τοσίτζο) σήμανε και το τέλος της παλινόρθωσης Μεϊτζί και κάθε είδους ανυπακοή στον αυτοκράτορα και τον κανόνα του τελείωσε.
Η εξέγερση Σατσούμε Η πρώτη δοκιμασία της νέας κυβέρνησης Μεϊτζί ήρθε με την εξέγερση της ισχυρής πατριάς Σατσούμε που που κατείχε τη νότια περιοχή του νησιού Κιούσου. Αυτή η σημαντική πατριά ελεγχόταν από τον οίκο Σιματζού, και την είχε ιδρύσει ο Σιματζού Τανταχίσα, γιος του Μιναμότο Γιοριτόμο, στην περίοδο Καμακούρα. Ήταν μια από τις δύο ισχυρές γενιές (άλλο ήταν η Κχόσου) που έκαναν δυνατή την αποκατάσταση της αυτοκρατορικής δύναμης. Μετά από εννιά χρόνια κοντά στην κεντρική κυβέρνηση, οι σαμουράι της Σατσούμε ήταν δυσαρεστημένοι με την κατεύθυνση που έπαιρνε η κυβέρνηση. Οργάνωσαν το δικό τους στρατό για να πολεμήσουν ενάντια στα αδοκίμαστα ακόμη στρατεύματα της κεντρικής κυβέρνησης. Ήταν μια μνημειώδης μάχη μεταξύ του ιαπωνικού παραδοσιακού τρόπου μάχης στην πραγματικότητα και ενός νέου στρατού αγροτών, εκπαιδευμένου στη δυτική στρατηγική και τη χρήση δυτικών όπλων. Ηγέτης της εξέγερσης ήταν ο Σάιγκο Τακαμόρι, ένας γίγαντας με ισχυρή προσωπικότητα που, ακριβώς πριν από μερικά χρόνια, ήταν ηγέτης της κυβέρνησης και υπεύθυνος για την οργάνωση του κυβερνητικού στρατού.

Ο Σάιγκο ήταν ένας από τους τρεις νέους σαμουράι που προσχώρησαν στην κυβέρνηση και με τον προσωπικό μαγνητισμό του είχε βοηθήσει στην ένωση και την επιβίωσή της. Ο δεύτερος ήταν ο Κίντο Κόιν, σαμουράι από την πατριά Κχόσου, εξαιρετικά ικανός διπλωμάτης, ένας δάσκαλος της τέχνης της πειθούς. Η ιστορική σημασία του Κίντο έγκειται πρώτιστα στην πεποίθησή του ότι η φεουδαρχία έπρεπε να καταργηθεί για να ευημερήσει το έθνος, μαζί με την ικανότητά του να πείσει τους φεουδάρχες κυρίους ότι ήταν προς το συμφέρον τους και πατριωτικό καθήκον τους να επιστρέψει ο αυτοκράτορας και να υποστηριχθεί η νέα κεντρική κυβέρνηση.
Ο τρίτος της τριανδρίας ήταν Οκούμπο Τοσιμίτσι ο οποίος, όπως και ο Σάιγκο, ήταν μέλος της πατριάς Σατσούμα. Ο Σάιγκο ήταν ο ισχυρός άνδρας της δράσης, ο Κίντο ο διπλωμάτης και ο Οκούμπο ο αρμόδιος για το σχεδιασμό του νέου καθεστώτος. Αργότερα εξαιτίας της αντίθεσης του Οκούμπο στις ιδέες του Σάιγκο για την κατάκτηση της Κορέας και την επέκταση της Ιαπωνίας, ο Σάιγκο παραιτήθηκε από την κυβέρνηση. Ο Σάιγκο είχε καταστρώσει ένα σχέδιο για την κατάκτηση της Κορέας που περιελάμβανε την αποστολή ενός απεσταλμένου με στόχο να προβάλλει προσβλητικές απαιτήσεις. Αυτό θα οδηγούσε, εξήγησε, τους Κορεάτες στην εκτέλεση του απεσταλμένου και θα παρείχε στην Ιαπωνία τη δικαιολογία κήρυξης πολέμου. Ο απεσταλμένος, επέμεινε, θα ήταν ο ίδιος. Ο Οκούμπο και ο Κίντο του αρνήθηκαν και ο Σάιγκο επέστρεψε στο σπίτι του στο Κιούσου. Εκεί, ένωσε τους επαναστατημένους σαμουράι για να τους οδηγήσει ενάντια στον κυβερνητικό στρατό. Η κυβέρνηση ενέργησε γρήγορα για να συντρίψει την εξέγερση. Υπήρξε μεγάλη σύγκρουση στη μάχη της Σιρογιάμα. Μετά από δύο εβδομάδες μαχών με τον αυτοκρατορικό στρατό, οι επαναστάτες σαμουράι μαζί με τον Σάιγκο μειώθηκαν από 40.000 περίπου σε 200 πολεμιστές[3]. Κατά τη διάρκεια της μάχης ο Σάιγκο τραυματίστηκε, αλλά δεν είναι γνωστός ο ακριβής τρόπος του θανάτου του. Αφηγήσεις συμπολεμιστών του οδηγούν στο συμπέρασμα ότι προχώρησε σε τελετουργική αυτοκτονία σεπούκου με τη βοήθεια του συμπολεμιστή του Μπέπου Σινσούκε 
.
Ο Μύθος του Σάιγκο Γίγαντας ύψους 1,80 και βάρους 112 κιλών[3], ο Σάιγκο Τακαμόρι λιγομίλητος, με ευπροσήγορο χαμόγελο ήταν ένας από τους δημοφιλέστερους πολιτικούς στη σύγχρονη εποχή της Ιαπωνίας. Η εγκάρδια προσωπικότητά του, η θυελλώδης σταδιοδρομία του και ο τραγικός του θάνατος άγγιξαν τις καρδιές πολλών Ιαπώνων, και ενέπνευσαν σεβασμό για το πρόσωπό του. Η ιστορία του Σάιγκο ζει διασκορπισμένη στους διάφορους "θρύλους του Σάιγκο", πιστοποιώντας την αυξανόμενη δυσαρέσκεια για την κατάσταση της πολιτικής σήμερα και μια ψυχολογική ανάγκη για ήρωες. Στην πραγματικότητα, το 1877, έτος θανάτου του Σάιγκο, ήταν ήταν η χρονιά κατά την οποία ο Άρης έφθασε στην πιο κοντινή προσέγγισή του στη γη. Οι άνθρωποι εκείνης της εποχής είδαν το φωτεινό, κόκκινο σαν αίμα αστέρι και είπαν ότι ήταν το άστρο του Σάιγκο, σημάδι πως ο Σάιγκο ήταν ακόμα ζωντανός κάπου.
Ο μύθος είναι μια ιστορία με σημαντικές οντολογικές συνέπειες, που περνούν από το άτομο σε άτομο. Ο μύθος είναι μια έννοια, μια ιδανική ή μισο-αληθινή ιστορία με μυθικές ιδιότητες που περιλαμβάνει συνήθως έναν ηρωικό χαρακτήρα ή φανταστικό τόπο και είναι ριζοβολημένος σε έναν πυρήνα αλήθειας και λειτουργεί ως υπενθύμιση μιας ιδιαίτερης κουλτούρας. Μερικοί μύθοι γνωρίζουμε σήμερα ότι έχουν τη βάση τους σε ιστορικά γεγονότα και ο μύθος του Σάιγκο είναι ένας από αυτούς. Αρκετοί από τους μύθους που κυκλοφόρησαν για το πρόσωπό του αρνούνταν το θάνατό του. Πολλοί στην Ιαπωνία τον περίμεναν να επιστρέψει από την Ινδία ή την Κίνα για να νικήσει την κοινωνική αδικία.

Η αντίθεση στον δυτικό εκσυγχρονισμό
Με την πτώση του σογκουνάτου Τοκουγκάβα και την έναρξη της περιόδου Μεϊτζί, 1868 – έγιναν σημαντικές αλλαγές στην Ιαπωνία. Η νέα ιαπωνική αυτοκρατορική κυβέρνηση εισήγαγε ριζικές μεταρρυθμίσεις και πολιτική εκσυγχρονισμού: δημιουργήθηκαν σιδηρόδρομοι, καθιερώθηκε η υποχρεωτική εκπαίδευση και η στρατιωτική θητεία, εισήχθη το ηλιακό ημερολόγιο και καταργήθηκαν τα φέουδα μαζί με το σύστημα των τάξεων. Πολλοί άνεργοι, δυσαρεστημένοι σαμουράι κράτησαν τις παραδοσιακές του αξίες και φοβούνταν τη «δυτικοποίηση». Σκέφτονταν ότι οι ξένοι «θα μόλυναν» την Ιαπωνία, ενώ άλλοι υποστήριζαν αντιθέτως ότι η τεχνολογία και το εμπόριο θα εμπλούτιζαν τη χώρα, και θα ενίσχυαν τους στρατιωτικούς. Η επένδυση της Ιαπωνίας για να γίνει ισχυρό κράτος δυτικού τύπου ήρθε σε μια στιγμή που οι σαμουράι ήταν έντονα δυσαρεστημένοι από τις κοινωνικο-πολιτικές εξελίξεις. Ο Σάιγκο αγαπούσε τις παραδοσιακές αρχές και κατά περιόδους βρέθηκε αντιμέτωπος με μια εσωτερική σύγκρουση ανάμεσα στις δύο πίστεις του, μια στον αυτοκρατορικό στρατό και την άλλη στους σαμουράι της Σατσούμε. Ωστόσο, αρχικά διαφώνησε με τον εκμοντερνισμό της Ιαπωνίας και το εμπόριο με τη Δύση. Επίσης, ήταν αντίθετος με τη διαμόρφωση σιδηροδρομικού δικτύου, θεωρώντας πως τα χρήματα θα έπρεπε να ξοδευτούν για τον εκσυγχρονισμό του στρατού[5].
Η αυτοκρατορική κυβέρνηση γοητεύθηκε από τον δυτικό πολιτισμό. Ένα παράδειγμα αυτής της αποπλάνησης ήταν πως η κυβέρνηση του Τόκιο ήταν πρόθυμη να εγκαταλείψει τις πολιτιστικές της παραδόσεις χάριν των δυτικότροπων αιθουσών χορού, (επιπολαιότητες), όπως τις αποκαλούσε ο Σάιγκο και την ίδια στιγμή απαρνείτο την τιμιότητα των δικών της αξιωματούχων. Η κυβερνητική διαφθορά έφθασε στο απόγειό της, ιδιαίτερα σε ό,τι σχετιζόνταν με τις υπέρογκες δαπάνες για στρατιωτικούς εξοπλισμούς και τις πιέσεις για άνοιγμα των εμπορικών δρόμων της Ιαπωνίας.

Πέρα από γενναίος μαχητής, όμως, ο Σάιγκο ήταν πηγή έμπνευσης για τον πολιτισμό και πολλοί έμαθαν από τη σοφία του. Απολάμβανε τη μελέτη, και διαρκώς βελτίωνε τις γνώσεις του μελετώντας. Ενθάρρυνε τις κοινότητες της επαρχίας Σατσούμα να είναι πολιτιστικά αυτάρκεις σε μια εποχή κατάθλιψης, κατά τη διάρκεια της μεταρρύθμισης της περιόδου Μεϊτζί. Ο Σάιγκο συνδέθηκε με την ίδρυση της σχολής Γιοσίνο, (που έδρευε σε ένα μικρό χωριό κοντά στην πόλη Καγκοσίμα). Οι μαθητές αυτής της ακαδημίας καλλιεργούσαν τη γη στη διάρκεια της ημέρας και ασχολούνταν με τη μάθηση στις απογευματινές και βραδυνές ώρες.
Η πολιτική ιδεολογία του Σάιγκο ήταν και ρομαντική και πρακτική. Δεν ήταν αντιδυτικός, αλλά απεχθανόταν τις παγιδεύσεις του δυτικού πολιτισμού. Θεωρούσε πως η Ιαπωνία θυσίαζε τις παραδόσεις της για τα ψεύτικα σύμβολα του δυτικού «ατομικισμού» και «της ελευθερίας». Όπως το θέτει ο Μαρκ Ραβίνα, «ο θάνατος του Σάιγκο ήταν ένα αντίδοτο στην πολιτιστική δυσφορία της Ιαπωνίας. Δεν φοβήθηκε ότι η Ιαπωνία θα μάθαινε από τη Δύση, αλλά ότι θα αντλούσε τα λανθασμένα πρότυπα και όχι τις πραγματικές αρετές που οδήγησαν τη Δύση στη δύναμή της». Ακόμη και στο θάνατο η κυβέρνηση φοβήθηκε το πνεύμα του. Δεν μπορούσαν να κατανοήσουν πώς γύρισε η παλίρροια της ιαπωνικής κοινής γνώμης. Ο Σάιγκο ήταν ο ήρωάς τους. Φοβούμενη περαιτέρω συγκρούσεις και εξεγέρσεις, η αυτοκρατορική κυβέρνηση τον αποκατέστησε μετά θάνατον στις 22 Φεβρουαρίου του 1889.
Η ζωή του μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη στην ταινία Ο Τελευταίος Σαμουράι Αν και η ιστορική βάση της ταινίας είναι αληθινή, τα γεγονότα δεν εκτυλίχθηκαν επακριβώς με τον τρόπο που περιγράφονται στο σενάριο της ταινίας.
Y.Γ. Όσοι δεν έχετε δει την ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ ταινία με πρωταγωνιστή τον ΤΟΜ ΚΡΟΥΖ φροντίστε να την ξαναδείτε σύντομα. Επίσης αν σας περισσεύουν χρήματα, η αν θέλετε να κάνετε ένα σπέσιαλ δώρο στον εαυτό σας και στην αγαπημένη σας μούσα πάτε ένα ταξίδι τον Απρίλιο στην Ιαπωνία, θα σας μείνει αξέχαστο για όλη σας τη ζωή.
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

ΤΟΓΙΟΤΟΜΙ ΧΙΝΤΕΓΙΟΣΙ Από την Ιαπωνία με αγάπη Fuji Tomo Kazu

Τογιοτόμι Χιντεγιόσι

Ο Τογιοτόμι Χιντεγιόσι (豊臣 秀吉, 17 Μαρτίου 1537 - 18 Σεπτεμβρίου 1598) ήταν Ιάπωνας νταΐμιο και στρατηγός του Όντα Νομπουνάγκα, ως διάδοχος του οποίου ένωσε την Ιαπωνία. Αποτελεί μία από τις σημαντικότερες μορφές της ιαπωνικής ιστορίας, καθώς από πεζός στρατιώτης[α] κατάφερε να ανέλθει στη θέση του σαμουράι, ενώ άλλαξε ριζικά το πρόσωπο της Ιαπωνίας.
Βιογραφία. Πρώτα χρόνια Λίγα είναι γνωστά για τη ζωή του Χιντεγιόσι πριν από το 1570, οπότε και αρχίζει να αναφέρεται σε ιστορικά ντοκουμέντα. Ο ίδιος άρχισε να γράφει την αυτοβιογραφία του μετά το 1577, κάνοντας όμως λίγες αναφορές για το παρελθόν του. Ήταν ακαθόριστης καταγωγής, με τον πατέρα του να είναι απλός αγρότης. Σύμφωνα με την παράδοση γεννήθηκε στη Ναγκόγια και στάλθηκε σε νεαρή ηλικία να μελετήσει σε μονή, αλλά ο ίδιος απέρριψε τη ζωή αυτή. Με το όνομα Κινοσίτα Τοκιτσίρο (木下 藤吉郎) προσέφερε τις υπηρεσίες του σε διάφορους άρχοντες.

Υπό τον Όντα Νομπουνάγκα
Το 1557 γύρισε στην επαρχία Οουάρι και προσχώρησε στο κλαν των Όντα, του οποίου επικεφαλής ήταν πλέον ο Όντα Νομπουνάγκα. Από ταπεινός υπηρέτης του Νομπουνάγκα, ο Χιντεγιόσι (ακόμη ονομαζόμενος Κινοσίτα Τοκιτσίρο) έγινε γρήγορα ένας από τους σημαντικότερους στρατηγούς του αφέντη του. Το 1560 ήταν παρών στη νικηφόρα μάχη της Οκεχαζάμα, ενώ αργότερα επέβλεπε τις επισκευές του Κάστρου Κιγιόσου. Ένα από τα πιο ονομαστά κατορθώματά του ήταν η κατασκευή μέσα σε μία νύχτα,[β] του Κάστρου Σουνομάτα, το οποίο μάλιστα βρισκόταν σε εχθρική περιοχή. Επίσης, ανακάλυψε μια κρυφή διαδρομή προς το Κάστρο Ιναμπαγιάμα. Αυτές του οι ενέργειες οδήγησαν τα στρατεύματα του Όντα Νομπουνάγκα, μέσα στο άντρο του εχθρού του, Σαΐτο Τατσουόκι.
Παρά την καταγωγή του, κατάφερε να γίνει ένας από τους πιο διακεκριμένους στρατηγούς του Όντα Νομπουνάγκα, παίρνοντας το όνομα Χασίμπα Χιντεγιόσι (羽柴 秀吉). Μολαταύτα, ο Νομπουνάγκα εξακολουθούσε να τον αποκαλεί "μαϊμού" (猿 saru),[1] λόγω των χαρακτηριστικών του προσώπου του, που θύμιζαν πίθηκο.
Ο Χιντεγιόσι οδήγησε το 1570 τα στρατεύματα του αφέντη του, στη μάχη της Ανεγκάβα, όπου και νίκησε τις δυνάμεις των κλαν των Αζάι και των Ασακούρα. Το 1573, διορίστηκε νταΐμιο στο βόρειο τμήμα της επαρχίας Όμι και εγκαταστάθηκε στη λίμνη Μπίβα. Το 1567 στάλθηκε να κατακτήσει την περιοχή Τσουγκόκου στα δυτικά.
Ο Χιντεγιόσι κυρίαρχος της Ιαπωνίας Μετά το 1582, ο Όντα Νομπουνάγκα έλεγχε ολόκληρη την κεντρική περιοχή του Χονσού, αλλά έπρεπε να υποτάξει και τους υπόλοιπους νταΐμιο. Για το λόγο αυτό το δυτικό μέτωπο ανατέθηκε στον Χιντεγιόσι, ο οποίος τώρα ήταν έμπιστος στρατηγός (αν και ο αφέντης του συνέχιζε να το αποκαλεί "πίθηκο"), ενώ ο έτερος στρατηγός, Τοκουγκάβα Ιεγιάσου, προέλασε ανατολικά στο Κάντο. Τότε όμως ο Όντα Νομπουνάγκα δολοφονήθηκε στο Κυότο, από ένα δικό του νταΐμιο τον Ακέτσι Μιτσουχίντε. Πιθανόν η προδοτική αυτή ενέργεια να έγινε με προτροπή του Χιντεγιόσι,[1] ο οποίος έσπευσε να επωφεληθεί της κατάστασης: ύστερα από οκτώ μέρες επέστρεψε στο Κυότο, φόνευσε τους δολοφόνους του Νομπουνάγκα στη μάχη του Γιαμαζάκι και ανέλαβε ο ίδιος τον έλεγχο της πρωτεύουσας. Ο Τοκουγκάβα Ιεγιάσου πρόβαλε συμβολική αντίσταση, αλλά τελικά υποτάχθηκε στον Χιντεγιόσι.
Η πρώτη ενέργειά του ήταν να επιβάλει το σεβασμό στους άρχοντες που συνέχιζαν να τον θεωρούν απλά ένα πετυχημένο χωρικό. Παρόλο που δεν υπήρχε σογκούν στην εξουσία, ο Χιντεγιόσι δεν απέβλεπε σε μια τέτοια θέση, εφόσον μάλιστα δεν μπορούσε να προβάλει κάποιο δικαίωμα γι' αυτήν. Έτσι, νομιμοποίησε την εξουσία του παίρνοντας τον τίτλο του κανπάκου,[γ] ενός από τα ανώτερα τελετουργικά αξιώματα της αυτοκρατορικής αυλής. Οπλισμένος με αυτόν τον εντυπωσιακό τίτλο αύξησε σταδιακά την ισχύ του, συνδυάζοντας τη δύναμη με την πειθώ. Το 1591 απέσπασε όρκους νομιμοφροσύνης απ' όλους τους νταΐμιο της Ιαπωνίας.
Ο Χιντεγιόσι αντιμετώπιζε με καχυποψία τους προσήλυτους Ιάπωνες, θεωρώντας τους πιθανή πηγή εξέγερσης.[δ] Το 1587 εξέδωσε διάταγμα με το οποίο έδιωχνε όλους τους Χριστιανούς ιεραποστόλους από την Ιαπωνία. Όμως οι έμποροι γίνονταν ακόμη δεκτοί, με αποτέλεσμα να μπερδεύονται οι δυο κατηγορίες ξένων. Έχοντας εξασφαλίσει προστασία με τη δωροδοκία, οι Ιησουίτες ιεραπόστολοι κατάφεραν να συνεχίσουν το έργο τους στο Κιούσου.
Ακόμα και όταν ο Χιντεγιόσι είχε θέσει υπό έλεγχο ολόκληρη την Ιαπωνία, η αντίσταση προς το καθεστώς του συνεχιζόταν, καθώς κατά τα προηγούμενα χρόνια αναρχίας πολλοί χωρικοί συνήθισαν να μην πληρώνουν φόρους και να ζουν αυτόνομα. Οι διαμαρτυρίες τους καταπνίγηκαν το 1588, όταν διατάχθηκε η κατάσχεση όλων των όπλων των χωρικών και των μοναχών-πολεμιστών, που είχαν επιζήσει από τις σφαγές του Νομπουνάγκα. Μετά από το γεγονός αυτό, που ονομάστηκε "Κυνήγι των Σπαθιών", μονάχα οι σαμουράι μπορούσαν να φέρουν όπλα. Ο Χιντεγιόσι παρηγορούσε τους υπηκόους του, με την υπόσχεση ότι θα έλιωνε τα κατασχεθέντα σπαθιά για να κατασκευάσει ένα μεγάλο άγαλμα του Βούδα,[2] κάτι που όντως έγινε.
Παρακμή και θάνατος Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Χιντεγιόσι δεν ήταν ο πανούργος και συνετός στρατηγός που είχε ανέλθει στην εξουσία. Έχοντας προφανώς προσβληθεί από σύφιλη[ε][3] έβλεπε παντού εχθρούς και βασανιζόταν από το φόβο της προδοσίας. Διοχέτευσε όλη την ενεργητικότητά του στις εκστρατείες κατά της Κορέας, καθώς και στην αγάπη του για τον δευτερότοκο ανήλικο γιο του Χιντεγιόρι, τον οποίο προόριζε για διάδοχο.
Ο Σεν νο Ρικυού, ίσως ο σημαντικότερος δάσκαλος του τσαγιού στην ιαπωνική ιστορία, κατηγορήθηκε για προδοσία και εξωθήθηκε στο σεπούκου, το 1591.
Το 1592 παραιτήθηκε από τη θέση του κανπάκου και πήρε τον τίτλο του ταϊκό (太閤 taikō).[στ] Τον ίδιο χρόνο, μια δύναμη 160.000 περίπου[2] στρατιωτών αποβιβάστηκε στα νότια της Κορέας και ξεχύθηκε στη χερσόνησο, όπου είχε μια σειρά από επιτυχίες. Ωστόσο, το χειμώνα του 1593 ο ιαπωνικός στρατός είχε δύο εχθρούς: από τη μία οι καιρικές συνθήκες ήταν εξαιρετικά δυσμενείς, κάνοντας την επικοινωνία με την Ιαπωνία δύσκολη, ενώ απ' την άλλη, με τους Κορεάτες χωρικούς πολεμούσαν πλέον και κινεζικές δυνάμεις, των Μινγκ. Το καλοκαίρι του 1593, οι Ιάπωνες είχαν απωθηθεί στα νότια. Οι διαπραγματεύσεις δεν οδήγησαν πουθενά και τελικά ο Χιντεγιόσι κήρυξε τον πόλεμο στην Κίνα.
Το 1595, ο ανιψιός του Χινεγιόσι, Τογιοτόμι Χιντετσούγκου, επίσης εξωθήθηκε στο σεπούκου, ενώ όσα μέλη της οικογένειάς του δεν τον ακολούθησαν, σφαγιάστηκαν στο Κυότο.
Στις 5 Φεβρουαρίου του 1597, ο Χιντεγιόσι διέταξε τη θανάτωση 26 Χριστιανών, που έγιναν αργότερα γνωστοί ως οι "26 Μάρτυρες της Ιαπωνίας", για να παραδειγματίσει όσους ήθελαν ν' ασπαστούν το Χριστιανισμό. Ανάμεσά τους, εκτός των 16 προσήλυτων Γιαπωνέζων, υπήρξαν πέντε Ευρωπαίοι και ένας Μεξικανός Φραγκισκανοί, καθώς και τρεις Ιησουίτες Γιαπωνέζοι. Σταυρώθηκαν δημοσίως στο Ναγκασάκι.
Τον ίδιο χρόνο, έγινε μια δεύτερη εισβολή στην Κορέα και στάλθηκαν 141.100 στρατιώτες για αντίποινα. Μολονότι ο κορεατικός στρατός ήταν καλύτερα οπλισμένος και είχε ξανά ενισχύσεις από τους Μινγκ, το 1598 διαφαινόταν ιαπωνική νίκη. Το φθινόπωρο όμως, ο Χιντεγιόσι ήταν ετοιμοθάνατος. Στις τελευταίες διαυγείς στιγμές του, διόρισε τον Τοκουγκάβα Ιεγιάσου προστάτη του γιου του. Παράλληλα, όρισε ένα Συμβούλιο Προκρίτων, αποτελούμενο από τους πέντε ισχυρότερους νταΐμιο του, ώστε να ασκεί την εξουσία μέχρι να ενηλικιωθεί ο Χιντεγιόρι. Πέθανε στις 18 Σεπτεμβρίου 1598, κάτι που το συμβούλιο κράτησε μυστικό, ενώ έσπευσε να απομακρύνει το στρατό από την Κορέα και να συνάψει ειρήνη με την Κίνα. Ο Τογιοτόμι Χιντεγιόσι πέθανε αφήνοντας την Ιαπωνία στα πρόθυρα ενός -σύντομου όπως θ' αποδεικνυόταν- πολέμου για την εξουσία, απ' τον οποίο νικητής θα έβγαινε ο Τοκουγκάβα Ιεγιάσου.
ΚληρονομιάΈργο Ο Τογιοτόμι Χιντεγιόσι άλλαξε άρδην το πρόσωπο της Ιαπωνίας με πολλούς διαφορετικούς τρόπους.
Προχώρησε σε μεταρρυθμίσεις στο καθεστώς της ιδιοκτησίας γης, με στόχο να κάνει την Ιαπωνία μια χώρα σταθερή και να μειώσει στο ελάχιστο τις πιθανότητες εμφυλίου πολέμου ή ανταρσίας. Για το σκοπό αυτό, διέταξε την απογραφή των κτημάτων σε όλη την επικράτεια και επέβαλε ένα λογικό και ομοιόμορφο φορολογικό σύστημα.[2] Όσοι νταΐμιο έγιναν εκούσια υποτελείς του ανταμείφθηκαν με κτήματα, που όμως ήταν πάντοτε επισφαλή.
Παράλληλα, κατά τα χρόνια του Χιντεγιόσι προωθήθηκε το εμπόριο. Καταργήθηκαν οι συντεχνίες των πόλεων, που είχαν δημιουργήσει τοπικά μονοπώλια, ενώ ενθαρρύνθηκαν και ξένοι έμποροι. Πράγματι, στην Ιαπωνία κατέφτασαν Κινέζοι, Πορτογάλοι και Ισπανοί έμποροι.
Με την απαγόρευση της οπλοφορίας των απλών ανθρώπων, ο Τογιοτόμι Χιντεγιόσι, άλλαξε την ιαπωνική κοινωνία. Καθιερώθηκε μια αυστηρά ιεραρχημένη κοινωνική δομή, η οποία κράτησε για 300 χρόνια. Το 1590 απαγόρευσε τη δουλεία, παρόλο που μορφές καταναγκαστικής εργασίας συνέχισαν να υπάρχουν.
Η προσπάθεια του Τογιοτόμι Χιντεγίοσι για μια βαθιά αλλαγή συνοψίζεται στην παρακάτω φράση του, που εμφανίζεται σε γράμμα προς τη σύζυγό του:
Επιθυμώ να κάνω ένδοξες πράξεις και είμαι έτοιμος για μια μακρά πολιορκία, με διατάξεις και χρυσό και άργυρο σε αφθονία, έτσι ώστε να επιστρέψω θριαμβευτής και να αφήσω ένα μεγάλο όνομα από πίσω μου. Επιθυμώ να το καταλάβετε και να το πείτε σε όλους.

Κάστρο της Οσάκα

Το Κάστρο της Οσάκα που υπάρχει και είναι επισκέψιμο σήμερα, αποτελεί ανακατασκευή του αυθεντικού
Μια από τις σημαντικότερες πολιτιστικές κληρονομιές του Χιντεγιόσι, είναι το κάστρο της Οσάκα, το οποίο αποπερατώθηκε το 1590. Αποτελεί ένα από τα 200 κάστρα που χτίστηκαν μεταξύ 1570 και 1630 για να επιβάλουν την εξουσία των Νομπουνάγκα, Χιντεγιόσι και Ιεγιάσου, ενώ σχεδιάστηκαν σε απάντηση της δύναμης της πυρίτιδας.[4]
Οι οχυρωματικοί τάφροι είχαν πλάτος σχεδόν 100 μέτρα.[1] Τα τείχη ήταν από συμπαγή λιθοδομή, ενώ οι πύλες τους είχαν ενισχυθεί με ογκόλιθους διαστάσεων 6 επί 9 μέτρα.[1] Στο κέντρο υψωνόταν ο οκταώροφος πύργος με τους ασπρισμένους τοίχους και τις χρυσές του στέγες.[1] Εκεί, μέσα στην πολυτέλεια, ζούσε ο Χιντεγιόσι, περιβαλλόμενος από λαμπρά τεχνουργήματα, σε δωμάτια των οποίων οι τοίχοι ήταν σκεπασμένοι με χρυσάφι.[
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

3.4.16

ΟΙ ΣΑΜΟΥΡΑ'Ι' και ο Fuji Tomo Kazu ΙΑΠΩΝΙΑ

Σαμουράι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Οι σαμουράι (ιαπωνικά: 侍), όπως τουλάχιστον παρουσιάζονται στην ιαπωνική ιστορία, ήταν μια τάξη άφοβων και βίαιων πολεμιστών, που ουσιαστικά κυριάρχησε στην Ιαπωνία για περισσότερα από 600 χρόνια, από τα μέσα του 12ου αιώνα. Η θέση τους στο κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο της ιαπωνικής φεουδαρχίας υπήρξε σημαντική, καθώς λειτούργησαν αρκετές φορές ως ρυθμιστές της ροής των ιστορικών γεγονότων. Απέκτησαν παγκόσμια φήμη για τις ικανότητές τους στο χειρισμό των όπλων, ιδιαίτερα στο ξίφος, και τα κατορθώματά τους έγιναν θρύλοι της ενδοχώρας.
Η λέξη σαμουράι προέρχεται από το ιαπωνικό ρήμα σαμoρό ή σαμπουρό και χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να περιγράψει τους προσωπικούς υπηρέτες των πλούσιων και πανίσχυρων γαιοκτημόνων του 8ου αιώνα στην Ιαπωνία. Ορισμένοι από αυτούς τους γαιοκτήμονες ήταν αριστοκράτες, ευγενείς που είχαν εγκαταλείψει τη βασιλική αυλή του Κιότο, την πρωτεύουσα, προκειμένου να αναζητήσουν την τύχη τους. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε σταδιακά ένα δίκτυο φυλών ή «οικογενειών» με τη διευρυμένη έννοια. Έτσι, όμως, η κεντρική διακυβέρνηση της χώρας έχασε τη δύναμή της, ενώ ο νόμος και η τάξη ετηρείτο πλέον από τις διαφορετικές οικογένειες. Οι οικογένειες εξοπλίστηκαν με την πάροδο του χρόνου, ώστε να μπορούν να προστατέψουν τη γη τους και τους ανθρώπους τους. Τούτο ήταν και το έναυσμα για την ανάπτυξη της τάξης των σαμουράι, πάνω σε έναν αρχαιότερο κώδικα που ήδη είχαν αναπτύξει οι πολεμιστές Γιαγιόι.

Η ιαπωνική πολεμική τάξη
Ήδη από το τέλος της περιόδου Χεϊάν (794-1185), οι πολεμιστές της Ιαπωνίας αποκαλούνταν μπούσι, ένας όρος που εισήχθηκε από την Κίνα. Στις πιο πρώιμες εποχές οι αυλικοί που ανέμεναν τις εντολές του αυτοκράτορα ονομάζονταν σαμπούρο-μπίτο, από το ρήμα σαμπουρό, που σημαίνει υπηρετώ ή περιμένω εντολές. Οι μπούσι πολεμιστές, που είχαν αναλάβει τη φύλαξη του αυτοκράτορα, έγιναν γνωστοί ως σαμπουράι. Περίπου στο τέλος του 13ου αιώνα οι κληρονομικοί πολεμιστές, οι αξιωματούχοι που υπηρετούσαν τους πρίγκιπες, οι δικαστικοί και άλλα άτομα των ανώτερων τάξεων ονομάζονταν επίσης σαμπουράι. Στην πορεία του χρόνου το όνομά τους άλλαξε για να είναι ευκολοπρόφερτο κι έτσι έγιναν οι γνωστοί μας σαμουράι. Η περίφημη πλέον τάξη των πολεμιστών σαμουράι ενδυναμώθηκε περισσότερο με τη θέσπιση ενός θεσμού από τον Γιοριτόμο Μιναμότο, λίγα χρόνια πριν εγκαθιδρύσει την πρώτη κυβέρνηση σόγκουν στη χώρα.
Ο πόλεμος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της Ιαπωνίας. Εμπόλεμες φυλές έλεγχαν ένα μεγάλο τμήμα της χώρας. Αυτές οι φυλές είχαν συνήθως ως αρχηγό κάποιον απόγονο της αυτοκρατορικής οικογένειας, ενώ οι πόλεμοί τους σχετίζονταν κυρίως με τον έλεγχο των λιγοστών καλλιεργήσιμων εκτάσεων, καθώς μόνο το 20% της ιαπωνικής γης είναι κατάλληλη για καλλιέργεια. Οι σαμουράι απέκτησαν δύναμη μέσα από αυτές τις συνεχόμενες μάχες ανάμεσα στις τρεις κύριες φυλές: την πατριά Μιναμότο, την πατριά Φουτζιβάρα και την πατριά Τάιρα. Στην πορεία του χρόνου οι σαμουράι έγιναν αυτοδύναμη τάξη περίπου το 12ο αιώνα, αν και ο όρος σαμουράι αναφερόταν κυρίως στους ιππότες-ευγενείς, ενώ ο όρος μπούσι αναφερόταν στους πολεμιστές. Κάποιοι από αυτούς σχετίστηκαν με την άρχουσα τάξη, ενώ άλλοι ήταν απλοί μισθοφόροι. Απέδιδαν πλήρη υποταγή στο φεουδάρχη τους (νταΐμιο) κι έπαιρναν ως αντάλλαγμα γη και αξιώματα. Κάθε νταΐμιο χρησιμοποιούσε τον ή τους σαμουράι του για να προστατέψει τη γη του ή να επεκτείνει τη δύναμή του και τα δικαιώματά του σε περισσότερη γη.
Κερδίζοντας μια σειρά μαχών στην επαρχία, ο Γιοριτόμο Μιναμότο πήρε άδεια από τον αυτοκράτορα να εγκαθιδρύσει ένα σύστημα φύλαξης των επαρχιών και διατήρησης της τάξης, που ονομάστηκε σούγκο. Σύντομα η θέση του σούγκο έγινε κληρονομική και ενίσχυσε την ανάπτυξη μιας ελίτ τάξης επαγγελματιών πολεμιστών. Με το πέρασμα των χρόνων οι οικογένειες των πολεμιστών αναπτύχθηκαν σε φυλές, οι οποίες ξεπέρασαν σε δύναμη τους ευγενείς απόγονους της αυτοκρατορικής αυλής. Οι σούγκο ανέπτυξαν έναν κώδικα βασισμένο στις αρχές του Κομφουκιανισμού και του Ζεν Βουδισμού, που έγινε γνωστός ως Μπουσίντο, ή ο Δρόμος του Πολεμιστή. Τούτος ο κώδικας υπαγόρευε κυριολεκτικά όλες τις όψεις της ζωής τους και επηρέασε τη συνολική πολιτισμική εικόνα της Ιαπωνίας. Η ουσία του κώδικα μπουσίντο ήταν η πλήρης υπακοή στο φεουδάρχη άρχοντα, η απόλυτη θέλησή τους να δώσουν και τη ζωή τους ακόμη για την προστασία της ζωής και της τιμής του κυρίου τους. Επιπλέον, απαιτούσε σκληρή εκπαίδευση στις πολεμικές τέχνες κι έναν εξευγενισμένο κώδικα συμπεριφοράς που υπαγόρευε τη συμπεριφορά και τις πράξεις τους.
Σημαντικό κομμάτι αυτού του κώδικα ήταν η τελετουργική τέλεση αυτοκτονίας για τη διαφύλαξη της τιμής του σαμουράι. Σε αντίθετη περίπτωση ατιμαζόταν1 και το κοινωνικό περιβάλλον τον απόδιωχνε. Έτσι, όσοι δεν ακολουθούσαν τον κώδικα μπουσίντο, γίνονταν μέθυσοι, ζητιάνοι ή κλέφτες και επίφοβοι δολοφόνοι. Η κατακραυγή ήταν τέτοια, ώστε αρκετοί κατέφευγαν τελικά στην τελετουργική αυτοκτονία ή απειλούσαν πλούσιους άρχοντες πως θα αυτοκτονήσουν μέσα στο σπίτι τους2, για να τους δώσουν τροφή και χρήματα. O κώδικας των σαμουράι εφαρμοζόταν τόσο για τους άντρες όσο και για τις γυναίκες, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την ύπαρξη και γυναικών σαμουράι. Ιδιαίτερη κατηγορία των σαμουράι ήταν οι χαταμότο, η ανώτατη τάξη πολεμιστών, προσωπική φρουρά του σόγκουν. Κατά τη διάρκεια του Σογκουνάτου Τοκουγκάβα (1600-1867), οι χαταμότο ήταν άμεσοι υποτελείς του σόγκουν και η ετήσια αμοιβή τους ήταν τουλάχιστον 10.000 μπούσελ ρύζι3.
Όσον αφορά στον εξοπλισμό των σαμουράι και εδώ παίζει σημαντικό ρόλο η παράδοση. Οι αρχαίοι πολεμιστές Γιαγιόι κατασκεύασαν όπλα, εξοπλισμό κι έναν κώδικα που διήρκεσε επί αιώνες, για να γίνει τελικά αναπόσπαστο κομμάτι της παράδοσης των σαμουράι. Ανάμεσα στα πρώιμα όπλα διακρίνονται τα τόξα, τα βέλη και τα ξίφη. Ο οπλισμός περιελάμβανε επίσης ένα κράνος που προστάτευε το κεφάλι και το λαιμό, ένα θώρακα για το στήθος, επωμίδες και επιβραχιόνια, καθώς και περίζωμα για την περιοχή της κοιλιάς. Αργότερα, στον οπλισμό προστέθηκαν προστατευτικά καλύμματα για τους μηρούς και τις κνήμες. Στην πραγματικότητα, ο οπλισμός άλλαζε, όσο άλλαζαν και οι διαδικασίες της μάχης.
Η μεγαλύτερη αλλαγή έγινε κατά τον 5ο αιώνα, όταν έγινε εισαγωγή του αλόγου στην Ιαπωνία. Μια άλλη μεγάλη αλλαγή έγινε κατά τον 15ο αιώνα, εξαιτίας της μεγάλης διάρκειας του πολέμου και της εισαγωγής των πυροβόλων όπλων στη μάχη. Έτσι, ο κώδικας τιμής των σαμουράι την εποχή του αλόγου, επηρεασμένος σαφώς από τον ανάλογο κώδικα τιμής των κινέζων πολεμιστών κατά τη διάρκεια της μάχης, ονομαζόταν Κιούμπα νο Μίτσι και Μπουσίντο4. Οι σαμουράι ανέπτυξαν μεγάλη επιδεξιότητα, τόσο στην έφιππη μάχη, όσο και στη δυνατότητά τους να πολεμούν πεζοί^ τόσο στην ένοπλη όσο και στην άοπλη μάχη. Ωστόσο, οι σαμουράι της πρώιμης εποχής έδιναν έμφαση στη χρήση του τόξου, και του ξίφους, γεγονός που οδήγησε στην ανάπτυξη μιας ολόκληρης φιλοσοφίας γύρω από την τέχνη της τοξοβολίας, του Κιούντο5, και του Δρόμου του Ξίφους6.
Χρησιμοποιούσαν τα ξίφη για μάχη εκ του συστάδην και για να αποκεφαλίζουν τους εχθρούς τους. Οι μάχες με τους Μογγόλους στα τέλη του 13ου αιώνα οδήγησαν σε μια αλλαγή στις τεχνικές μάχης. Άρχισαν να χρησιμοποιούν το ξίφος, τις λόγχες και το ναγκινάτα τους περισσότερο, γεγονός που τους οδήγησε στην ανάπτυξη τεχνικών μάχης στο έδαφος. Στα τέλη του 16ου αιώνα οι σαμουράι άρχισαν να φορούν δύο ξίφη. Το ένα ήταν μακρύ (ντάιτο-κατάνα) και μεγαλύτερο από 60 εκ. Το άλλο ήταν κοντό (σότο-γουαζικάσι), 30-60 εκ. Οι σαμουράι έδιναν συχνά ονόματα στα ξίφη τους και πίστευαν πως αντιπροσώπευαν την «ψυχή» της πολεμικής τους δεξιότητας.
Τα αρχαιότερα ξίφη ήταν ευθύγραμμα και ο σχεδιασμός τους προήλθε από την Κίνα και την Κορέα. Η επιθυμία των σαμουράι για σκληρότερα και πιο κοφτερά ξίφη οδήγησε στην καμπύλη λεπίδα που γνωρίζουμε σήμερα. Η κατασκευή του ξίφους ξεκίνησε μετά την εισαγωγή τουσιδήρου και την εξειδίκευση των μεταλλουργών στην κατεργασία του ατσαλιού. Η βάση της κατεργασίας του ήταν ο σίδηρος και ο άνθρακας. Οι κατασκευαστές χρησιμοποιούσαν φωτιά, νερό, σφυρί και αμόνι για να δώσουν σχήμα στα ξίφη τους. Κατόπιν η λεπίδα ετοιμαζόταν για το γυάλισμα και το τελικό φινίρισμα. Το επόμενο στάδιο ήταν η δοκιμασία του ξίφους. Οι δοκιμαστές δοκίμαζαν τη νέα λεπίδα στα κορμιά ή τα πτώματα καταδίκων. Ξεκινούσαν κόβοντας τα μικρότερα οστά του σώματος, για να φτάσουν σε μεγαλύτερες οστικές μάζες. Συχνά τα αποτελέσματα της δοκιμής καταγράφονταν στο νακάγκο7, τη λαβή του ξίφους.
Παρά την καθαρά στρατιωτική δομή τους, οι Σαμουράι άσκησαν μεγάλη επίδραση στα πολιτικά δρώμενα της Ιαπωνίας από το τέλος του 11ου αιώνα, παίρνοντας τη θέση της αριστοκρατίας. Παρόλο που η τάξη τους καταργήθηκε το 1868, χρησιμοποιήθηκαν ευρέως ως το 1945 σε ποικίλα κρατικά αξιώματα. Ακόμη και σήμερα, σε ορισμένες αγροτικές περιοχές της Ιαπωνίας, οι απόγονοι των σαμουράι φεουδαρχών αρχόντων χαίρουν μεγάλου σεβασμού.
Η προέλευση Ήδη από το 300 Π.Κ.Ε., κατά την έναρξη της εποχής Κοφούν, στα νησιά που βρίσκονται ανατολικά της Ασίας ήταν γνωστή η καλλιέργεια του ρυζιού. Τούτη η καλλιέργεια υπήρξε το υπόβαθρο για μεγάλες πολιτισμικές και κοινωνικές αλλαγές στα νησιά, οι οποίες οδήγησαν στην ενοποίηση των διάσπαρτων φυλών και τη γέννηση του ιαπωνικού έθνους. Και τούτο γιατί μαζί με την καλλιέργεια πρόβαλε το γεγονός της ιδιοκτησίας της γης, μια διαδικασία που δυτικότερα ξεκίνησε ήδη από το 9.000 Π.Κ.Ε. Με αυτόν τον τρόπο τα χαλαρά σύνορα ανάμεσα στις μικρές νομαδικές φυλές απέκτησαν ξαφνικά ένα ζωτικό ενδιαφέρον. Οι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν γύρω από μικρές κοινότητες, για να μοιραστούν αφενός το μόχθο της σποράς και του θερισμού, αφετέρου για να υπερασπιστούν τις αποθηκευμένες σοδειές από όσους τις επιβουλεύονταν. Μαζί λοιπόν με την κατοχή της γης ξέσπασε κι ο πόλεμος. Η ανάπτυξη της γεωργίας είχε ως αποτέλεσμα την απόσυρση ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού από τις κυνηγετικές ασχολίες και βέβαια την αποδυνάμωση των καλλιεργητικών ικανοτήτων. Ωστόσο, ορισμένοι είχαν τη φυσική δυνατότητα να πολεμούν καλύτερα από τους άλλους. Αυτοί ακριβώς έγιναν πολεμιστές και το αρχικό τους καθήκον ήταν να προστατεύουν την κοινότητα από τις επιθέσεις των άλλων φυλών ή ληστρικών ομάδων που εποφθαλμιούσαν την περιουσία της κοινότητας. Με το πέρασμα του χρόνου, όμως, εξαιτίας της δύναμής τους έγιναν αρχηγοί των φυλών και οι πόλεμοι που διεξήγαγαν, οδήγησαν στην ενοποίηση των μικρότερων κοινοτήτων, καθώς οι μεγάλες φυλές απορροφούσαν και αφομοίωναν τις μικρότερες.
Η ιαπωνική κοινωνία του 3ου αιώνα ήταν μια σύνθεση πολλών φυλών, που διέθεταν αρκετή δύναμη να ξεκινήσουν έναν πόλεμο, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους. Τούτη η πορεία είναι που σε σύντομο χρονικό διάστημα οδήγησε στην κοινωνική ενοποίηση. Περίπου το 200 η κινεζική αυλή του Χαν είχε δεχθεί τους αντιπρόσωπους τουλάχιστον 30 φυλών από το βόρειο Κιούσου, μέσω των γραφείων τους στην κορεατική χερσόνησο. Οι πρόγονοι των Ιαπώνων είχαν πολύ περισσότερους λόγους να στρέφουν την προσοχή τους προς τα δυτικά παρά στις ερημιές του βορρά, καθώς εκεί έβρισκαν τα υλικά και την τεχνολογία που χρειάζονταν για την ανάπτυξη του δικού τους πολιτισμού –ιδιαίτερα τον κορεατικό σίδηρο και την τεχνογνωσία για την κατασκευή των όπλων.
Λίγο μετά την πτώση του Χαν, κατά το 220 οι ίδιες φυλές ξεκίνησαν τον πόλεμο κατά των Μογγόλων. Οι πολεμιστές εκείνης της εποχής πολεμούσαν πεζοί με τόξα, ξίφη και λόγχες. Υπήρχαν πανοπλίες, αλλά το πιθανότερο είναι πως οι περισσότεροι διέθεταν μόνον ασπίδες. Το ατσάλι και ο ορείχαλκος είχαν έλθει στα ιαπωνικά νησιά μαζί με το ρύζι και συνεπώς γνώριζαν πώς να χρησιμοποιούν αυτά τα μέταλλα. Ωστόσο, η προχωρημένη τεχνολογία και οι καλύτερες πρώτες ύλες έρχονταν από την ηπειρωτική Ασία. Περίπου το 300 άρχισε μια περίοδος θρησκευτικής, πολιτικής και στρατιωτικής συνένωσης των ανεξάρτητων φυλών, με κυρίαρχη ανάμεσά τους τη φυλή Γιαμάτο. Σε τούτη τη συνένωση έλαβαν μέρος φυλές από τη βόρεια και τη νότια Χόνσου. Οι Γιαμάτο είχαν τη δύναμη περισσότερο γιατί υποστηρίζονταν από πολλές φυλές, παρά γιατί έκαναν κατακτητικούς πολέμους. Ήταν φυσικό, λοιπόν, να επηρεάσουν πολιτισμικά τούτη την πρωτογενώς ενοποιημένη κοινωνία, αν και διοικητικά πολλές τοπικές φυλές παρέμειναν σχετικά ανεξάρτητες.
Οι αρχαιολογικές ανασκαφές δείχνουν ότι πολλοί τύμβοι κατασκευασμένοι εκείνη την εποχή διέθεταν πολλές ομοιότητες μεταξύ τους, αν και ήταν διεσπαρμένοι σε πολλά σημεία της επικράτειας. Αν μη τι άλλο δείχνουν πολιτισμική ενότητα, αλλά και τη δύναμη που ασκούσαν κάποιες φυλές πάνω στις άλλες. Οι επιδρομές των Γιαμάτο στην κορεατική χερσόνησο ήταν συχνές και οδήγησαν σταδιακά στη μόνιμη εγκατάστασή τους στη Μιμάνα, στην άκρη της χερσονήσου. Από την εκεί μόνιμη παρουσία τους εξασφαλιζόταν η ροή της τεχνολογίας και του πολιτισμού. Περίπου το 400 Π.Κ.Ε. οι Γιαμάτο συνειδητοποίησαν από τους εχθρούς τους πως έπρεπε να μάθουν να πολεμούν έφιπποι.
Ως τότε τα άλογα, αν και είχαν εισαχθεί στην ιαπωνική γη, δε χρησιμοποιούνταν για τον πόλεμο. Μέχρι την εμφάνιση του αναβολέα στην Κίνα κατά τον 1ο αιώνα, ήταν πολύ πιθανότερο να πέσει ο ιππέας από τη ράχη του αλόγου, παρά να καταφέρει να ρίξει το βέλος. Με τους αναβολείς να τον στηρίζουν αμφίπλευρα και μια σέλα να κρατάει τα γόνατά του, ο ιππέας μπορούσε να στέκεται, να χρησιμοποιεί τα πόδια του για να καθοδηγεί το άλογο, να ρίχνει βέλη και να κραδαίνει το ξίφος του. Με τη μεγάλη για τις περιστάσεις ταχύτητά του, το άλογο παρείχε πλεονεκτική θέση στον ιππέα έναντι του πεζού κι έτσι λιγοστοί ιππείς μπορούσαν να τα βάλουν με υπέρτερους αριθμητικά πεζικάριους8.
Οι Γιαμάτο συμμετείχαν ενεργά στις πολιτικές και πολιτισμικές εξελίξεις της κορεατικής χερσονήσου με συμμαχίες, πολέμους, ακόμα και γάμους ανάμεσα στις διαφορετικές αυλές. Οι Γιαμάτο και οι Παϊκτσέ, για παράδειγμα, συμμάχησαν ενάντια στη φυλή Σίλα και ως σύμμαχοι προχώρησαν σε ανταλλαγή γνώσεων και υλικών. Γραφείς έφθασαν στην αυλή των Γιαμάτο σχεδόν αμέσως μετά τις πρώτες επαφές και ακολούθησε ο Βουδισμός το 538. Σιδηρουργοί, οπλουργοί και άλογα ταξίδεψαν για την Ιαπωνία. Γύρω στο 600 το 1/3 της αυλής των Γιαμάτο αποτελείτο από ξένους μετανάστες, που έγιναν δεκτοί εξαιτίας των γνώσεων και των δεξιοτήτων τους σε συγκεκριμένους τομείς. Με τον καιρό οι Γιαμάτο ανέπτυξαν τόσο πολύ τις ικανότητές τους και τα προϊόντα τους, ώστε τα όπλα και τα άλογά τους άρχισαν πλέον να εξάγονται πίσω στους Παϊκτσέ, ώστε να βοηθούν στις μάχες. Οι εξωτερικοί πόλεμοι δεν είναι το μόνο που απασχολούσε τους Γιαμάτο, καθώς η εσωτερική ενότητα των φυλών δεν ήταν δεδομένη.
Πριν από τον 6ο αιώνα ο Μεγάλος Άρχοντας ήταν ο θρησκευτικός και πολιτικός ηγέτης του έθνους. Δεν του είχε αποδοθεί ακόμα το θεϊκό κύρος. Η θέση ήταν κληρονομική, αλλά δίχως κανόνες διαδοχής. Κάθε Μεγάλος Άρχοντας είχε αρκετές συζύγους κι έτσι δεν ήταν προφανές το ποιος θα ήταν ο διάδοχος. Από την άλλη οι εξωτερικές φυλές προσπαθούσαν να αποκτήσουν τη δική τους επιρροή στην αυλή, παντρεύοντας τις κόρες τους με πρίγκιπες, με την ελπίδα κάποιο από τα παιδιά τους να γίνει Μεγάλος Άρχοντας. Υποστήριζαν αυτά τα παιδιά δολοφονώντας τους αντιπάλους τους ή πολεμώντας ανταγωνιστικές φυλές. Έτσι, όταν δολοφονούταν κάποιος επιλεγμένος πρίγκιπας, χρειαζόταν μεγάλη έρευνα για να βρεθεί ο κληρονόμος του, που κρυβόταν προσεκτικά από τους ανταγωνιστές του.
Ο πόλεμος στην κορεατική χερσόνησο οδήγησε τελικά στην απώθηση των Γιαμάτο από τη Μινάμα το 562. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των ηπειρωτικών πολέμων, πριν και μετά την απώθησή τους οι Γιαμάτο, όντας επιδέξιοι έφιπποι τοξότες, ήταν χρήσιμοι πολεμιστές για τους συμμάχους τους. Οι πολεμιστές που έστελναν στην ηπειρωτική Ασία είχαν άλογα μικρόσωμα και γρήγορα9, τα οποία δεν έντυναν με πανοπλία, προκειμένου να έχουν το πλεονέκτημα της ταχύτητας. Συνήθως χρησιμοποιούσαν βέλη. Τραβούσαν το ξίφος τους όταν τελείωναν τα βέλη. Αυτός είναι ο λόγος που η πανοπλία αυτών των πρώιμων σαμουράι ήταν σχεδιασμένη έτσι, ώστε να προστατεύει από τα βέλη. Το 663, με την υποστήριξη της κινεζικής δυναστείας Τανγκ, οι Σίλα επικράτησαν των Γιαμάτο και των Παϊκτσέ. Οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν μια νέα τακτική στο πεδίο της μάχης με τη μαζική χρησιμοποίηση πεζών τοξοτών. Μετά τη νίκη τους οι Σίλα προχώρησαν στην ενοποίηση της χερσονήσου και οι Γιαμάτο, διαισθανόμενοι τον κίνδυνο της έξωθεν εισβολής, αναδιπλώθηκαν για να υπερασπιστούν το εσωτερικό της χώρας. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια τούτης της εσωτερικής συγκρότησης ο Μεγάλος Άρχοντας πέθανε και επακολούθησε εμφύλιος πόλεμος.
Τελικά ο Τέμου ήταν εκείνος που κέρδισε τον εμφύλιο κατά του αδελφού του και έγινε ο πρώτος Ουράνιος Πολεμιστής Αυτοκράτορας της Ιαπωνίας. Έχοντας πίσω του την εμπειρία της ήττας από τους Κινέζους και φοβούμενος την εισβολή τους, ο Τέμου οργάνωσε στρατιωτικά την Ιαπωνία, εισάγοντας καινοτομίες όπως η στρατολόγηση χωρικών για τη φύλαξη των συνόρων με όπλα που κατασκεύαζε και διένειμε η κυβέρνηση. Επίσης, η θητεία στα σύνορα έγινε υποχρεωτική για όλες τις φυλές και για διάστημα τριών ετών. Διαρκώς εκπαιδεύονταν ιππείς και πεζοί στην τοξοβολία, την ξιφομαχία και τη λόγχη, ενώ υπήρχε ειδικό σώμα πελταστών. Ο Τέμου γνώριζε και την αξία της διπλωματίας. Αρκετές αποστολές στάλθηκαν στην Κίνα, αποφεύγοντας προσεκτικά την κορεατική χερσόνησο.
Σε αυτές τις πρώτες άμεσες επαφές τους με τη δυναστεία Τανγκ, οι Γιαμάτο άρχισαν να αναφέρονται στη γη τους ως Νιπόν, «πηγή του ήλιου» ή «χώρα του ανατέλλοντος ηλίου», όπως μας είναι σήμερα γνωστή. Οι Κινέζοι πρόφεραν τους ίδιους χαρακτήρες ως Τζιπέν, το όνομα που έφερε ο Μάρκο Πόλο πίσω στην Ευρώπη τον 13ου αιώνα. Η πεδιάδα του Κάντο στην κεντρική Χόνσου ήταν ιδανική για την εκτροφή αλόγων, αλλά και για την εκπαίδευση πολεμιστών. Εξαιτίας των ικανοτήτων τους στο κυνήγι και τις μάχες με τους βόρειους βαρβάρους, τους «Εμίσι», οι πολεμιστές Κάντο ήταν οι καλύτεροι της Ιαπωνίας. Τελικά, εξαιτίας της μεγάλης τους δεξιοτεχνίας, έγιναν οι καλύτεροι φύλακες των συνόρων. Μάλιστα, ορισμένα από τα πρώτα διαθέσιμα γραπτά κείμενα της ιαπωνικής ιστορίας είναι ποιήματα γραμμένα από πολεμιστές για την υπηρεσία τους ως φύλακες των συνόρων10. Ο Τάιρα Ταντανόρι (1144-1184) Με το πέρασμα του χρόνου και καθώς η απειλή της εισβολής από την ηπειρωτική Ασία μειώθηκε, οι επιδρομές των Εμίσι έγιναν περισσότερο πιεστικές. Έτσι, τον 8ο αιώνα στρατολογημένοι πεζικάριοι και ιππείς από το Κάντο στάλθηκαν βόρεια για να υποτάξουν τις φυλές υπό τον έλεγχο της αυτοκρατορικής αυλής. Όμως, οι Εμίσι ήταν ιππείς γοργοί σαν τον άνεμο και χρησιμοποιούσαν την τακτική του ανταρτοπόλεμου. Οι στρατιές του αυτοκράτορα δεν ήταν αποτελεσματικές και συχνά έχαναν τις μάχες. Ο πόλεμος έγινε δαπανηρός για τον αυτοκράτορα, που έπρεπε διαρκώς να κατασκευάζει σιδηρές πανοπλίες σε αντικατάσταση των άχρηστων σκουριασμένων. Το αποτέλεσμα ήταν μια θεαματική στροφή προς το δέρμα για την κατασκευή της πανοπλίας. Στο τέλος, περίπου, του 8ου αιώνα ο πολεμιστής που μάχεται στα βόρεια σύνορα της Χόνσου, ταιριάζει ουσιαστικά στο ιστορικό μοντέλο του κλασικού Ιάπωνα πολεμιστή.

Ο Μιγιαμότο Μουσάσι,
ο σπουδαιότερος σαμουράι της εποχής του
Είναι η εποχή κατά την οποία η αυλή του αυτοκράτορα εξαρτάται τόσο πολύ από τους άνδρες της πεδιάδας του Κάντο, ώστε οι αυλικοί προσωπικά δεν έπαιρναν τα όπλα. Επίσης, είναι η περίοδος κατά την οποία χρησιμοποιείται ο όρος σαμουράι, ο οποίος, εκτός από την παραδοσιακή του έννοια «εκείνοι που υπηρετούν», είχε και μια υποτιμητική έννοια όταν χρησιμοποιείτο από φαντασμένους και φιλόδοξους αυλικούς. Τούτοι οι πολεμιστές πολεμούν πάνω στη ράχη του αλόγου, ενώ χρησιμοποιούν το τόξο ως κύριο όπλο τους και ένα ξίφος με νέο σχεδιασμό, τον οποίο αντέγραψαν από τα καμπυλωτά ξίφη των Εμίσι.
Αυτό είναι το ιστορικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η προβολή του σαμουράι πολεμιστή ως στρατιωτικού υποδείγματος. Το κοινωνικό υπόβαθρο βρίσκεται στη σχέση του σαμουράι με τους νταΐμιο, τους φεουδάρχες άρχοντες της Ιαπωνίας.
Οι Νταΐμιο Κατά τη μακρά ιστορία του σογκουνάτου Τοκουγκάβα (1616-1867) η Ιαπωνία ήταν χωρισμένη σε φέουδα, τα οποία κυβερνούσαν οι νταΐμιο12, φεουδάρχες άρχοντες. Οι νταΐμιο ήταν χωρισμένοι σε δύο ομάδες, ανάλογα με τη σχέση τους με τον Ιεγιάσου Τοκουγκάβα , τον ιδρυτή του τελευταίου μεγάλου φεουδαρχικού οίκου στην Ιαπωνία. Στην πρώτη ομάδα ανήκαν εκείνοι που ήταν σύμμαχοι του Ιεγιάσου, πριν τη μάχη του Σεκιγκαχάρα το 1603. Στην άλλη ομάδα ανήκαν οι εχθροί του και οι ουδέτεροι. Στην πραγματικότητα υπήρχαν τρεις διαφορετικές τάξεις νταΐμιο, οι οποίες διαχωρίζονταν ανάλογα με τη φορολογία που επέβαλλαν στα φέουδά τους και από το αν ήταν κάτοχοι κάποιου κάστρου. Στην πρώτη τάξη ανήκαν οι κοκούσου, επαρχιακοί άρχοντες που τα φέουδά τους παρήγαγαν ρύζι τουλάχιστον 300.000 κόκου13. Στη δεύτερη τάξη ανήκαν οι τσόσου, οι ιδιοκτήτες κάστρων με ετήσιο εισόδημα 100.000-300.000 κόκου ρύζι. Στην τρίτη τάξη ανήκαν οι ριόσου, άρχοντες χωρίς κάστρο, με ετήσιο εισόδημα από 10.000-100.000 κόκου. Οι νταΐμιο ήταν άμεσα υπεύθυνοι έναντι του σόγκουν για την τήρηση της πολιτικής της κεντρικής κυβέρνησης. Από αυτή την άποψη, λοιπόν, οι σαμουράι ήταν εκτελεστικά όργανα, που φρόντιζαν για την επιβολή των νόμων, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις αμφισβήτησης των αποφάσεων ή ανυπακοής. Πολύ περισσότερο όταν αυτά τα θέματα είχαν να κάνουν με την ασφάλεια του σογκουνάτου.
Μέσω των σαμουράι οι νταΐμιο είχαν δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους υπηκόους τους, αλλά ελέγχονταν σε θέματα εθνικού ενδιαφέροντος από τους νόμους των σόγκουν, οι οποίοι είχαν το δικαίωμα να τους αφαιρέσουν τη διακυβέρνηση του φέουδου. Το σογκουνάτο Τοκουγκάβα καθιέρωσε ένα νόμο μέ 13 άρθρα, που ονομαζόταν Μπούκε-Σοχάτο και ρύθμιζε θέματα επισκευής των κάστρων, των εθνικών δρόμων και των γάμων. Στα πρώτα δύο άρθρα προέτρεπε τους σαμουράι να αφιερώνονται στη λογοτεχνία και τα όπλα και να απέχουν απ’ την ακολασία. Τα άρθρα 3-5 κάλυπταν τον τρόπο διακυβέρνησης των φέουδων από τους νταΐμιο. Τα άρθρα 6-8 απαγόρευαν τις συνωμοσίες ή δραστηριότητες του νταΐμιο ενάντια στο σογκουνάτο. Τα άρθρα 9-11 περιέγραφαν το ντύσιμο των διαφορετικών τάξεων, τα οχήματα που έπρεπε να χρησιμοποιούνται και τους κατάλληλους τρόπους για κάθε τάξη. Τα τελευταία δύο άρθρα, 12-13, καλούσαν τους σαμουράι να ζουν με λιτό τρόπο και τους νταΐμιο να τους ανταμείβουν με βάση την αξία τους.
Οι Σόγκουν Η λέξη σόγκουν προέρχεται από τον τίτλο Σέι-ι-τάι-σόγκουν14 και χρησιμοποιήθηκε για να προσδιορίσει τους στρατηγούς που στέλνονταν για να υποτάξουν τις καυκάσιες φυλές Αϊνού, που κατοικούσαν στις ανατολικές και βόρειες περιοχές της Χανσού. Το 1192, όταν ο Γιοριτόμο, αρχηγός της φυλής Μινατόμο, καθιερώθηκε ως η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη στη χώρα, του αποδόθηκε από τον αυτοκράτορα ο τίτλος Σέι-ι-τάι-σόγκουν, προφανώς γιατί ήταν ο ύψιστος στρατιωτικός τίτλος. Η πλησιέστερη ελληνική απόδοση στον όρο θα ήταν πιθανώς αρχιστράτηγος, αλλά για την ιαπωνική πραγματικότητα σήμαινε πως ο Γιοριτόμο ήταν ο στρατιωτικός δικτάτορας της Ιαπωνίας.
Έτσι ο Γιοριτόμο έγινε ο πρώτος σόγκουν της Ιαπωνίας. Μη θέλοντας να παραμείνει στο Κιότο, επειδή το θεωρούσε κοινωνία για ανθρωπάκια, ο Γιοριτόμο επέλεξε την Καμακούρα στη μακρινή ανατολική Χόνσου, για να εγκαταστήσει την κυβέρνησή του, την οποία ονόμαζε μπακούφου, δηλαδή στρατιωτική κυβέρνηση. Ο ίδιος αποσύρθηκε το 1199, για χάρη του γιου του Γορίιε, έτσι ώστε να είναι σίγουρος πως η θέση θα περνούσε στους απογόνους του. Τον Γιορίιε διαδέχθηκε ο νεότερος αδελφός του Σενετόμο, που δολοφονήθηκε το 1219. Ο Σενετόμο ήταν ο τελευταίος της οικογένειας Γιοριτόμο κι έτσι οι Χότζο, τα ισχυρότερα μέλη του μπακούφου στην Καμακούρα, προσκάλεσαν τον Γιοριτσούνε Φουτζιβάρα να αναλάβει τη θέση του σόγκουν. Ούτως ή άλλως η οικογένεια Φουτζιβάρα κυβερνούσε την Ιαπωνία τους προηγούμενους τρεις αιώνες. Ο Γιοριτσούνε αποδέχτηκε την πρόσκληση, αλλά η πραγματική δύναμη βρισκόταν στα χέρια του Γιοσιτόκι Χότζο. Οι απόγονοί του συνέχισαν να είναι ισχυροί ως το 1333, όταν έπεσε το σογκουνάτο Καμακούρα. Το 1333 ο Τακαούτζι Ασικάγκα επαναστάτησε και νίκησε το σογκουνάτο Καμακούρα, το οποίο είχε χάσει τη δύναμή του εξαιτίας των επιδρομών των Μογγόλων το 1274 και το 1281. Ανακηρύχθηκε σόγκουν το 1338 και οι απόγονοί του κυβέρνησαν για τα επόμενα 234 χρόνια, ως το 1573. Ωστόσο, ήδη από το 1500 οι Ασικάγκα σόγκουν, που είχαν εγκαταστήσει την κυβέρνησή τους στο Κιότο, είχαν χάσει τον έλεγχο της χώρας που σπαραζόταν από εμφύλιους πολέμους μεταξύ των διαφορετικών φυλών για τον έλεγχο της εξουσίας. Ο πρώτος ανάμεσα στους επαναστάτες ήταν ο Όντα Νομπουνάγκα (1534-1582), απόγονος της περίφημης φυλής Τάιρα. Μέσα από τις διαρκείς μάχες πρόβαλε ως ανώτατος ηγεμόνας, αλλά δολοφονήθηκε στην ηλικία των 49 ετών. Τον Νομπουνάγκα διαδέχθηκε ο Τογιοτόμι Χιντεγιόσι, ο ικανότερος στρατηγός του, που άπλωσε την επικυριαρχία του σε όλη την Ιαπωνία σε πολύ νεαρή ηλικία. Στις μάχες που ακολούθησαν το θάνατο του Χιντεγιόσι ένας από κύριους συμμάχους του, ο Τοκουγκάβα Ιεγιάσου, πρόβαλε ως νικητής και το 1603 εγκαθίδρυσε το σογκουνάτο Τοκουγκάβα στο Έντο (σημ. Τόκιο). Δεκατέσσερις από τους άμεσους απόγονους του Ιεγιάσου κυβέρνησαν ως σόγκουν ως το έτος 1867. Ο τελευταίος της διαδοχής, ο Γιοσινόμπου, παραιτήθηκε, χάριν της αποκατάστασης της δύναμης του αυτοκράτορα. Τελικά, η ανικανότητα των τελευταίων τεσσάρων Τοκουγκάβα σόγκουν να επιλύσουν τα εξωτερικά προβλήματα της χώρας, οδήγησε στην πτώση της τελευταίας μεγάλης φεουδαρχικής δυναστείας της Ιαπωνίας.