Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

23.12.17

Ο Ιταλός που έδωσε τη ζωή του για την Ελλάδα και έγινε δρόμος στο κέντρο της Αθήνας. Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Ο φιλέλληνας κόμης Σαντόρε ντι Σανταρόζα που έπεσε ηρωικά μαχόμενος για την ελευθερία της «πατρίδας του Σωκράτη»

Κοτζάμ στρατηγός στην πατρίδα του, ήρθε στην επαναστατημένη Ελλάδα για να καταταγεί στον αντάρτικο στρατό του ραγιά ως απλός στρατιώτης!
Κουντουριώτης και Παπαφλέσσας που υποδέχονταν στο Ναύπλιο τους φιλέλληνες που έρχονταν να πολεμήσουν για την ελευθερία της ρωμιοσύνης δεν πίστευαν στα μάτια τους. Ο ιταλός αξιωματικός είχε μια συστατική επιστολή από τον Μαυροκορδάτο στα χέρια του, μπας και γίνει πιστευτός από τους πάντα φιλύποπτους επαναστατημένους.
Τον ρωτούν κάποια στιγμή, βλέποντας την καλογυαλισμένη στολή του, τι βαθμό ζητούσε να καταλάβει στον ελληνικό στρατό: «Τον βαθμό του στρατιώτη», απαντά χωρίς δισταγμό εκείνος. «Μα δεν είστε αξιωματικός;», τον ρωτούν ξύνοντας το κεφάλι τους.
Ήταν και παραήταν, μόνο που ήταν πρωτίστως ένας άνθρωπος που ήθελε να πολεμήσει για τη λευτεριά μιας ξένης χώρας: «Τη στιγμή αυτή η Ελλάδα έχει ανάγκη από στρατιώτες και παρακαλώ να με δεχτείτε ως απλό στρατιώτη».
Ο Παπαφλέσσας επιμένει: «Και τι βαθμό είχατε στην πατρίδα σας;». «Στρατηγός και υπουργός των στρατιωτικών»! Αυτός ήταν ο φλογερός ιταλός επαναστάτης κατά της μοναρχίας και του ξένου ζυγού και μέγας φιλέλληνας Σαντόρε ντι Σανταρόζα, ο οποίος ζήτησε να τον στείλουν αμέσως στη Σφακτηρία, πάνω στην ώρα για τη μεγάλη μάχη δηλαδή.
«Ο ελληνικός λαός, καλός και γενναίος που έζησε αιώνες δουλείας, είναι δικός μας αδελφός», έλεγε ο κόμης Σανταρόζα που πολέμησε πλάι-πλάι με τους έλληνες οπλαρχηγούς στη Σφακτηρία, πριν χάσει τη ζωή του από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ.
Δεν ήταν φυσικά ο μόνος φιλέλληνας του Αγώνα του 1821, ήταν όμως ένας από κείνους που δεν έστειλαν απλώς λεφτά ή προπαγάνδισαν την επανάσταση των Ελλήνων, αλλά ήρθε εδώ να πολεμήσει αψηφώντας την ίδια του τη ζωή.
Στρατηγός στην Ιταλία και απλός στρατιώτης για τις ανάγκες της παλιγγενεσίας του ελληνικού έθνους, περιλαμβάνεται στη σωρεία των φιλελλήνων που απέδειξαν έμπρακτα την υποστήριξή τους στα ιδανικά της λευτεριάς και της αυτοδιάθεσης. Πλάι στους ρομαντικούς ιδεαλιστές (Λόρδος Βύρωνας), τους λάτρεις της αρχαίας Ελλάδας (Ούγκο Φόσκολο), τους λόγιους και διανοούμενους (Ουγκό), τους πλούσιους (Δούκισσα της Πλακεντίας) και τους τραπεζίτες (Εϋνάρδος), τους πολιτικούς (Σατωβριάνδος) και τους στρατιωτικούς (Τόμας Γκόρντον) που μετατράπηκαν σε παθιασμένους φιλέλληνες, ο ευγενής Σανταρόζα παραμένει μοναδικός ίσως στην ιστορία της Επανάστασης του 1821.
Αυτός ούτε τιμές ζήτησε ούτε λεφτά, ούτε προνόμια ούτε και αναγνώριση. Έλληνες και ιταλοί πατριώτες πολεμούσαν για τη λευτεριά τους από κάθε είδους ζυγό και ένιωθαν συμμαχητές μέσα στις φιλελεύθερες ιδέες που τράνταζαν συθέμελα τη Νότια Ευρώπη και ένωναν λαούς, τάξεις και φυλές.
Πριν πέσει ηρωικά μαχόμενος στην πανωλεθρία της Σφακτηρίας τον Μάιο του 1825, πρόλαβε να γίνει γνωστός ως Ντερόσι, να αναγνωριστεί η δράση του από όλους και να πολεμήσει δίπλα στον Αναγνωσταρά, τον Τσαμαδό, τον Μιαούλη και τον Μαυροκορδάτο απέναντι στη λαίλαπα των Τουρκοαιγυπτίων του Ιμπραήμ.
Όταν έπεσε, οι σύντροφοί του έχασαν έναν Έλληνα που πολέμησε σαν θεριό…

Πρώτα χρόνια

O Σαντόρε Ανίμπαλε ντε Ρόσι ντι Πομερόλο, κόμης της Σάντα Ρόζα, γεννιέται στις 18 Νοεμβρίου 1783 στο Σαβιλιάνο του Πεδεμοντίου στο τότε Βασίλειο της Σαρδηνίας (και παλιότερο Δουκάτο της Σαβοΐας). Ήταν γιος ενός υψηλόβαθμου αξιωματικού του ιταλικού στρατού που σκοτώθηκε τελικά στη Μάχη του Μοντοβί το 1796 πολεμώντας τα γαλλικά στρατεύματα του Βοναπάρτη.
Παρά τον τίτλο ευγενείας του οίκου των Πομερόλο, η οικογένεια μόνο πλούσια δεν ήταν. Ο πάντα πατριώτης Σαντόρε, τελειώνοντας το σχολείο, κατατάχθηκε αμέσως στον βασιλικό στρατό της Σαρδηνίας για να υπερασπιστεί την πατρίδα του απέναντι στις επεκτατικές διαθέσεις του γάλλου αυτοκράτορα. Πήρε μέλος σε πολλές μάχες κατά των Γάλλων και ως ήρωας πολέμου επέστρεψε στη Σαβοΐα στις αρχές του 19ου αιώνα για να σπουδάσει.
Το 1808 διορίστηκε δήμαρχος του Σαβιλιάνο, έχοντας μόλις παραιτηθεί από την ενεργό στρατιωτική δράση. Το 1812 μάλιστα, με το Βασίλειο της Σαρδηνίας να έχει ήδη προσαρτηθεί στη Γαλλία, μετατρέπεται σε βοηθό επάρχου της γαλλικής πια κομητείας Λα Σπέτσια.
Ζει όμως σε ιστορικούς και ταραγμένους καιρούς και δεν θα μείνει για πολύ μακριά από την πολεμική δράση. Αμέσως μετά την πτώση του Ναπολέοντα και την ιδιαίτερα σύντομη παλινόρθωση της βασιλείας στην πατρίδα του (οι 100 μέρες του 1815), ο Σανταρόζα επανέρχεται στον στρατό και παίρνει μέρος στην περιβόητη Εκστρατεία της Γκρενόμπλ. Πατριώτης και φιλελεύθερος καθώς είναι, υποκινεί ταυτοχρόνως επανάσταση στο Πεδεμόντιο κατά της νέας και ακόμα πιο τυραννικής αυστριακής κατοχής.
Ως αρχηγός του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος στο Πεδεμόντιο και μέλος της ιταλικής Καρμποναρίας, που ήθελε μια δημοκρατική, ενιαία αλλά ομόσπονδη Ιταλία, ο Σανταρόζα αναλαμβάνει τον ρόλο τόσο του στρατηγού των ανταρτών όσο και του υπουργού των Στρατιωτικών στην τοπική επαναστατική κυβέρνηση.
H συντηρητική πολιτική του βασιλιά Βίκτωρος Εμμανουήλ Α' προκαλούσε τα φιλελεύθερα αισθήματα πολλών υπηκόων του, ιδιαιτέρως αυτών που αγωνίζονταν για την ιταλική ενοποίηση. Ανάμεσά τους σημαίνοντα ρόλο διαδραμάτιζε ο κόμης Σανταρόζα, ο οποίος ίδρυσε εντωμεταξύ και τη μυστική επαναστατική εταιρεία «Ομόνοια» (Concordia), με δράση φαινομενικά επιμορφωτική.
Η αυστριακή καταπίεση πυροδότησε τελικά την αντίδραση των Καρμπονάρων και της ιταλικής διανόησης, η οποία εκδηλώθηκε με δυο επαναστάσεις, μία στο Βασίλειο της Νάπολης και των Δυο Σικελιών το 1820 και μία στο Βασίλειο της Σαρδηνίας και του Πεδεμοντίου το 1821, με αίτημα την εκχώρηση Συντάγματος. Παρά το γεγονός ότι οι επαναστάτες τα καταφέρνουν αρχικά, αναγκάζοντας τον βασιλιά να παραχωρήσει Σύνταγμα, ο ξεσηκωμός τους θα πνιγεί στο αίμα από τον αυστριακό στρατό στις 12 Μαρτίου 1821. Δύο μέρες δηλαδή πριν ξεκινήσει ένας άλλος ξεσηκωμός λίγο παραδίπλα…
Ο Σανταρόζα μόλις που γλιτώνει τον θάνατο (τον συνέλαβαν και θα τον έστηναν στο ικρίωμα αλλά κατάφερε να το σκάσει) και την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή θα βρει τον δρόμο του για την εξορία. Καταφτάνει αρχικά στη Γαλλία, όπου περνά ένα διάστημα στο Παρίσι και εκδίδει ένα ανατρεπτικό κείμενο (1822) για την επανάσταση στο Πεδεμόντιο. Οι γαλλικές αρχές τον ξετρυπώνουν όμως, τον φυλακίζουν αρχικά και τελικά τον διώχνουν από τη χώρα. Αφού περάσει ένα διάστημα στην Ελβετία, θα βρει τον δρόμο του για το Λονδίνο.
Εκεί θα έρθει αμέσως σε επαφή με τη Φιλελληνική Επιτροπή του Λονδίνου (Φιλελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου), καθώς είχαν φτάσει στα αυτιά του οι φήμες για την επανάσταση των γειτόνων και ήθελε να μάθει από πρώτο χέρι τι γινόταν. Η φιλελληνική μάλιστα κίνηση είχε συσταθεί τον Μάρτιο του 1823 και ο αυτοεξόριστος επαναστάτης διατήρησε σχέσεις μαζί της από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής της. Εκεί γνώρισε τον ρομαντικό ποιητή Λόρδο Βύρωνα, εκεί συνάντησε τον ιταλό λάτρη της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας Ούγκο Φόσκολο και εκεί πήρε την απόφαση να έρθει στην Ελλάδα για να συνεχίσει τον αγώνα του κατά της ξένης καταπίεσης.
Στην Αγγλία επιβίωνε διδάσκοντας ιταλικά και γαλλικά, αν και ήταν σαφές πως δεν ήταν φτιαγμένος για μια τέτοια ήρεμη ζωή. Ο ιταλικός φιλελληνισμός πατούσε άλλωστε πάνω στη μακραίωνη παράδοση και την ιστορική εμπειρία του παρελθόντος μεταξύ των δύο λαών, ενσταλάζοντας στους γείτονες την άμεση ανάγκη συμπαράστασης στους επαναστατημένους Έλληνες.
Ο ίδιος έλεγε άλλωστε όταν έβρισκε δεκτικό ακροατήριο: «Αγαπώ την Ελλάδα με μια αγάπη που έχει κάτι το υπέροχο. Ο ελληνικός λαός, καλός και γενναίος που έζησε αιώνες δουλείας, είναι δικός μας αδελφός. Είναι κοινές οι τύχες της Ιταλίας και της Ελλάδος και επειδή δεν μπορώ να κάνω τίποτε πια για την πατρίδα μου, έχω υποχρέωση να αφιερώσω στην Ελλάδα τα λίγα χρόνια και τις δυνάμεις που μου μένουν». «Αισθάνομαι αγάπη για την Ελλάδα. Είναι η πατρίδα του Σωκράτη», εκμυστηρευόταν στον συμπολεμιστή του Τζιατσίντο ντι Κολένιο, ηγετική μορφή αργότερα της ιταλικής ενοποίησης, με τον οποίο πήραν από κοινού την απόφαση να έρθουν στην Ελλάδα.
Το ημερολόγιο έδειχνε 1η Νοεμβρίου 1824 όταν αναχώρησε από το Λονδίνο. Έναν μήνα αργότερα, στις 10 Δεκεμβρίου, καταφτάνει στο Ναύπλιο για να περάσει από την επιτροπή που έκρινε τα κίνητρα των φιλελλήνων αγωνιστών που αποβιβάζονταν στην επαναστατημένη Ελλάδα…

Ένας αριστοκράτης στρατηγός στην Επανάσταση του 1821

Ο πρόεδρος του Εκτελεστικού, Γεώργιος Κουντουριώτης, υποδέχονταν πλάι στον Παπαφλέσσα στο Ναύπλιο τις ορδές των φιλελλήνων αγωνιστών, θέλοντας να διαλευκάνουν τα κίνητρα του καθενός. Γιατί πλάι στους άδολους μαχητές υπήρχαν και τυχοδιώκτες που καιροφυλακτούσαν για αξιώματα, προνόμια και χρηματικές απολαβές ή καταζητούμενοι και καταδικασθέντες εγκληματίες που νόμισαν πως θα βρουν στην Ελλάδα έναν νέο παράδεισο.
Στα μέσα Δεκεμβρίου ζητά λοιπόν ακρόαση ένας ιταλός αξιωματικός, ο οποίος ήταν πράγματι εξόριστος και κυνηγημένος από το καθεστώς της πατρίδας του. Και επειδή φοβόταν ακριβώς πως δεν θα τον έκαναν δεκτό οι Έλληνες στον στρατό τους, είχε φροντίσει να πάρει μια συστατική επιστολή από τον Μαυροκορδάτο στο Λονδίνο.
Μόλις είδε την επιστολή, ο Κουντουριώτης είπε στον Παπαφλέσσα: «Το δίχως άλλο, θα είναι κανένας λιποτάκτης ιταλός στρατιώτης και έβαλε μέσο τον Μαυροκορδάτο για να γίνει στρατηγός. Ας τον ακούσουμε». Ο Σανταρόζα πέρασε την πόρτα του γραφείου με την καλή του τη στολή και τα παράσημά του: «Ζητώ την άδειά σας να πολεμήσω υπό τη σημαία της Ελλάδας».
Οι δυο Έλληνες είναι αρκούντως επιφυλακτικοί: «Σας πληροφορώ ότι φτάνετε σε άσχημη στιγμή. Η Ελλάδα δεν μπορεί να σας προσφέρει καμιά αμοιβή για τις υπηρεσίες σας». Ο Σανταρόζα απαντά αγέρωχα: «Γνωρίζω ότι η Ελλάδα έχει ανάγκη και του τελευταίου στρατιώτη και δεν θα δεχόμουν καμιά αμοιβή ακόμη κι αν το προτείνατε».
«Η Ελλάδα σας ευχαριστεί», του λένε, «αλλά μένει να τακτοποιηθεί ένα σοβαρό ζήτημα. Βλέπω ότι φέρετε στολή με βαθμό αξιωματικού. Ποιον βαθμό ζητάτε να καταλάβετε στον ελληνικό στρατό;». Ο Σανταρόζα απαντά πως θα θέλει να γίνει απλός στρατιώτης! «Μα δεν είστε αξιωματικός;», τον ρωτά με απορία ο Παπαφλέσσας.
«Μάλιστα», αποκρίνεται εκείνος, «στην πατρίδα μου είμαι αξιωματικός, τον βαθμό αυτό απέκτησα αφότου γνώρισα την κακουχία και τη δυστυχία του στρατιώτη, την πείνα, τον τραυματισμό και τη φυλακή, και καμιά κακουχία στρατιώτη δεν μου είναι άγνωστη. Τη στιγμή αυτή η Ελλάδα έχει ανάγκη από στρατιώτες και παρακαλώ να με δεχτείτε ως απλό στρατιώτη», επιμένει.
Ο Κουντουριώτης θέλει να μάθει περισσότερα: «Και ποιον βαθμό είχατε στην πατρίδα σας;». «Στρατηγός και υπουργός των Στρατιωτικών», απαντά εκείνος. Κατάπληκτος ο Παπαφλέσσας και με μια έκδηλη δυσπιστία, τον ρωτά: «Και πώς ονομάζεστε;». «Σαντόρε Σανταρόζα»! Τον Σανταρόζα τον ήξεραν φυσικά όλοι και σίγουρα οι επαναστατημένοι Ρωμιοί. Ο Κουντουριώτης κατακόκκινος από την ντροπή του σηκώθηκε και τον ασπάστηκε.
«Αφού με δεχτήκατε», υπέθεσε ο ιταλός στρατηγός, «σας παρακαλώ να με στείλετε στη Σφακτηρία, διότι ο Μαυροκορδάτος με πληροφόρησε ότι χρειάζονται άντρες εκεί».
Παρά το γεγονός ότι και έμπειρος ήταν και μπαρουτοκαπνισμένος, θα έπρεπε να περιμένει τρεις μήνες για να ενταχθεί εθελοντικά στον επαναστατικό στρατό των Ελλήνων ως «Ντερόσι». Η απάντηση που περίμενε ήρθε μόλις τον Μάρτιο του 1825. Εκείνος δεν κάθισε με τα χέρια σταυρωμένα, αλλά περιηγήθηκε στην Επίδαυρο, την Αίγινα και την Αθήνα και έβγαζε πύρινους πατριωτικούς λόγους για να ξεσηκώσει τους κατοίκους.
Επιτέλους, στις 24 Απριλίου του επιτρέπουν να ακολουθήσει τον Κουντουριώτη και τον Μαυροκορδάτο στην εκστρατεία τους στην Πύλο. Ήταν παρών στην υπεράσπιση της Πύλου (φρούριο του Νεοκάστρου τότε) από την αιφνιδιαστική απόβαση του Ιμπραήμ στις 7 Μαΐου και πολέμησε με γενναιότητα. Ως ανώτερος αξιωματικός που ήταν, πρότεινε μάλιστα την άμεση επισκευή του κάστρου για την άμυνα των Ελλήνων, οι προτάσεις του δεν εισακούστηκαν όμως. Δεν έπαυε να είναι απλός στρατιώτης!
Άφοβος όμως στρατιώτης και πάντα στην πρώτη γραμμή. Κι έτσι όταν το ίδιο βράδυ (ξημερώματα 8ης Μαΐου) ο Αναγνωσταράς, που πολεμούσε απέναντι στη Σφακτηρία, την οποία είχε αποκλείσει εντωμεταξύ ο Ιμπραήμ, ζήτησε ενισχύσεις από το Νεόκαστρο, ο Ντερόσι ήταν μεταξύ των πρώτων εκατό αντρών που στάλθηκαν στο νησί.
Ο εχθρός κατέλαβε τελικά τη Σφακτηρία σκοτώνοντας τους 350 από τους 800 υπερασπιστές της. Μεταξύ των νεκρών μαχητών ήταν ο Φιλικός και αρχηγός των Ελλήνων στη μάχη, Αναγνωσταράς, ο χιλίαρχος Σταύρος Σαχίνης, ο πλοίαρχος Αναστάσιος Τσαμαδός και ο ιταλός κόμης Σανταρόζα, ο οποίος πολέμησε στην ξηρά στο πλευρό των αμυνομένων Ελλήνων ως ένας από αυτούς.
Ο Ντερόσι δεν πέθανε επιτόπου. Παρά το γεγονός ότι είχε τραυματιστεί σοβαρά, αρνήθηκε να παραδοθεί στους Τουρκοαιγύπτιους του Ιμπραήμ Πασά και συνέχισε να πολεμά όπως μπορούσε. Ένας εχθρός τον σκότωσε τελικά και από το πλιάτσικο στα προσωπικά του υπάρχοντα πληροφορήθηκε κατά τύχη ένας παλιός συνοδοιπόρος του Σανταρόζα το τέλος του μεγάλου φιλέλληνα. Παλιός συνοδοιπόρος που πολεμούσε πια στο πλευρό του αιγυπτιακού στόλου.
Εκατό χρόνια αργότερα, τον Απρίλιο του 1925, στήθηκε στη Σφακτηρία το Μνημείο του Φιλέλληνα Σανταρόζα για να υπενθυμίζει στους περαστικούς ποιος ήταν ο άδολος φιλέλληνας που έδωσε τη ζωή του για τη λευτεριά των Ελλήνων, προσδοκώντας τη λευτεριά και της δικής του πατρίδας.
Ο Δήμος Αθηναίων έδωσε κατόπιν το όνομά του σε έναν δρόμο του κέντρου της πρωτεύουσας ως υπόμνηση στον ηρωισμό ενός ανθρώπου που αναγνωρίστηκε και στις δύο πλευρές της Αδριατικής… Πηγή:https://www.newsbeast.gr/

9.12.17

Μιχαήλ Αναγνωστόπουλος. Ο μεγάλος Έλληνας που μάθαινε γράμματα τους τυφλούς της Αμερικής και άλλαξε τη μοίρα της Έλεν Κέλερ

«Μιχαήλ Αναγνωστόπουλος … καταγόταν από ένα ελληνικό χωριό / και όραμά του ήταν πάντα / το καλύτερο και το ανώτερο», γράφει το λατινικό επίγραμμα στην αναθηματική στήλη του Μάικλ Ανάγνος, όπως ήταν γνωστός στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στο κεντρικό κτίριο του κορυφαίου σχολείου για τυφλούς των ΗΠΑ, του περιβόητου Perkins.
Ο Ανάγνος ανήκει στην Ελλάδα, η φήμη του ωστόσο ήταν αποκλειστικά αμερικανική υπόθεση, αν και το έργο του είναι πια κτήμα όλης της ανθρωπότητας. Αυτή θα ήταν με δυο λέξεις η ιστορία του μεγάλου παιδαγωγού και ευεργέτη στον τόπο του Μιχαήλ Αναγνωστόπουλου από το Πάπιγκο.
Ενός ανθρώπου που προσέφερε πολλά αλλά παρέμεινε άγνωστος στην πατρίδα του, παρά τις τιμές που απόλαυσε και συνεχίζει να απολαμβάνει στην Αμερική. Και όχι μόνο γιατί ήταν αυτός που δέχτηκε να βοηθήσει ένα τυφλό κοριτσάκι που θα μεγάλωνε και θα γινόταν η ηρωίδα της ζωής Έλεν Κέλερ, η γυναίκας που θα έκανε το προσωπικό δράμα θρίαμβο της θέλησης και της αποφασιστικότητας.

Ο μεγάλος εκπαιδευτής της σχολής τυφλών Perkins γεννήθηκε στο τουρκοκρατούμενο Πάπιγκο Ζαγορίου το 1837 και τον τράβηξαν αμέσως τα γράμματα. Φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και αναγορεύτηκε διδάκτορας σε ηλικία 24 ετών, πριν δουλέψει ως δημοσιογράφος και γνωριστεί τελικά με τον μεγάλο φιλλέληνα Σάμιουελ Χάου, ο οποίος είχε κατέβει για πρώτη φορά στην Ελλάδα στις αρχές του 1825 για να συμμετάσχει στην Επανάσταση του 1821.
Ο ντελικάτος Βοστονέζος επέστρεψε στη χώρα μας το 1866 για να συνδράμει για άλλη μια φορά τον ελληνικό αγώνα για ανεξαρτησία, τώρα στις περιπέτειες της Κρητικής Επανάστασης. Στην Κρήτη θα γνωρίσει τον δημοσιογράφο Μιχαήλ Αναγνωστόπουλο, με τον θα συνεργαστεί στη νέα του απόπειρα να βοηθήσει το ελληνικό ζήτημα με χρήμα και προσωπικό ιδρώτα. Πριν φύγει από την Ελλάδα, ο Χάου προτείνει στον Αναγνωστόπουλο να τον πάρει στην Αμερική, καθώς το πνεύμα του ακαδημαϊκού είναι ανήσυχο και πολυσχιδές.
Ο Αναγνωστόπουλος καταφτάνει στις ΗΠΑ στα τέλη του 1867, διασχίζοντας τον αφιλόξενο ωκεανό με την οικογένεια Χάου, την κόρη του οποίου σύντομα θα ερωτευόταν. Ο Χάου ήταν ιδρυτής και πρόεδρος του ινστιτούτου τυφλών της Βοστόνης, Perkins, και αφήνει διάδοχό του τον φωτισμένο έλληνα γαμπρό του, τον οποίο θα εκλέξει αργότερα διευθυντή της σχολής το διοικητικό συμβούλιο.
Ήταν ώρα για τις μεγάλες συνεισφορές του Ανάγνος στην ειδική αγωγή αλλά και στο θαύμα που άκουγε στο όνομα Έλεν Κέλερ, ένα θαύμα που τον είχε φύλακα-άγγελο. Ο Αναγνωστόπουλος βοήθησε τα μέγιστα ώστε να γίνει η μικρή τυφλή και κωφάλαλη Κέλερ διδάκτωρ φιλοσοφίας και επιστήμονας της ειδικής αγωγής!
Ο οραματιστής δάσκαλος που άφησε μεγάλη συνεισφορά στην εκπαίδευση των τυφλών δεν ξέχασε ποτέ τον τόπο του, για τον οποίο υπήρξε άλλωστε μεγάλος ευεργέτης. Έχτισε σχολεία στο Πάπιγκο («Καλίνεια Σχολεία»), τα Γιάννενα και την Κόνιτσα και μερίμνησε ιδιαίτερα για τη μόρφωση των ηπειρωτών συμπατριωτών του.
Στην Αμερική εγκωμίασαν το έργο του και τίμησαν τη μνήμη του εκτεταμένα, περιλαμβάνοντας το όνομά του ακόμα και στο μνημείο του Αγάλματος της Ελευθερίας. Ο δάσκαλος του αγαθού και μεγάλος οδηγός των τυφλών θεμελίωσε νέες τεχνικές γραφής και ανάγνωσης στο πεδίο της ειδικής αγωγής, κάνοντας τον κόσμο σαφώς καλύτερο μετά το πέρασμά του…

Πρώτα χρόνια


Ο Μιχαήλ Αναγνωστόπουλος γεννιέται στις 7 Νοεμβρίου 1837 στο ορεινό χωριό Πάπιγκο του ιστορικού Ζαγορίου της Ηπείρου. Φτωχή η κοινότητα και υπό τουρκική μάλιστα κατοχή, ο μικρός Μιχάλης μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ του σχολείου και των προβάτων, βοηθώντας από την πρώτη στιγμή τον βοσκό πατέρα του Δημήτρη, τον οποίο θα έχανε ωστόσο σύντομα, μένοντας προστάτης της οικογένειας.
Είναι όμως γερός στα γράμματα και είναι κρίμα να χαθεί τέτοιο πνεύμα, συμφωνούν οι προύχοντες του χωριού και του δίνουν μια υποτροφία για να μπορέσει να φοιτήσει στη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων και να βγάλει το σχολείο. Εκείνος δικαιώνει την εμπιστοσύνη των Παπιγκιωτών τελειώνοντας τη σχολή με άριστα και το 1856 γίνεται δεκτός στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, με μοναστηριακό πια βοήθημα, από την οποία θα αναγορευτεί διδάκτορας φιλοσοφίας το 1861. Μέχρι τότε οι αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι θα έχουν κατακτήσει και την καρδιά και το πνεύμα του.
Τώρα θέλει να κάνει καριέρα στη δημοσιογραφία και αρχίζει να αρθρογραφεί στην αθηναϊκή εφημερίδα «Εθνοφύλαξ», της οποίας σύντομα θα είναι αρχισυντάκτης. Και είναι μόλις 24 ετών! Από τις στήλες της εφημερίδας θα φανεί ο άδολος πατριωτισμός του, ξεσηκώνοντας άρχοντες και λαό για την ενίσχυση της Κρητικής Επανάστασης που ξεσπά. Τα καυστικά σχόλιά του κατά του Όθωνα όμως θα προκαλέσουν όχι μόνο την απόλυσή του, αλλά και την εξάμηνη φυλάκισή του. Βγαίνοντας, μεταβαίνει στην Κρήτη και το 1867 πιάνει δουλειά ως γραμματέας στον περιβόητο αμερικανό φιλέλληλα Σάμιουελ Χάου, γνωστό στον τόπο μας ήδη από την Επανάσταση του 1821, όταν είχε περάσει έξι χρόνια ως γιατρός στο πεδίο της μάχης περιθάλποντας τους τραυματισμένους αγωνιστές.

Ο Χάου επέστρεψε στις ΗΠΑ αλλά δεν ξέχασε ποτέ τον αγώνα των απελπισμένων Ελλήνων. Έστελνε συχνά οικονομικά βοηθήματα, τρόφιμα και ρούχα στον τόπο μας μέσω φιλελληνικών εράνων που διοργάνωνε στις ΗΠΑ και κατέβαινε συχνά-πυκνά στην Ελλάδα για να οργανώσει προσφυγικούς καταυλισμούς και δομές υγείας.
Το 1831, όταν επέστρεψε στη Βοστόνη έπειτα από έξι χρόνια στην μπαρουτοκαπνισμένη ελληνική επικράτεια, ίδρυσε το πρώτο σχολείο για τυφλούς στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Perkins, του οποίου διετέλεσε και πρώτος διευθυντής. Το 1848 ίδρυσε ένα ανάλογο σχολείο ειδικής αγωγής για άτομα με νοητικές διαταραχές. Τώρα, το 1866, γηραιός πλέον, βρίσκεται για μια ακόμα φορά στην Ελλάδα, κι αυτό για να συνδράμει τους επαναστατημένους Κρητικούς!
Ο μεγάλος αυτός ευεργέτης των σκλαβωμένων Ελλήνων άφησε και πάλι τη σφραγίδα του στον ελληνισμό, αυτή τη φορά ερχόμενος μάλιστα στην Αθήνα οικογενειακώς. Εκεί θα γνωρίσει ο Αναγνωστόπουλος την κόρη του Χάου, Τζούλια Ρομάνα, με την οποία θα ερωτευτούν κεραυνοβόλα.
Ο Χάου τον προσκαλεί να τον πάρει μαζί του στις ΗΠΑ, έχοντας εκτιμήσει το πνεύμα και το άδολο του χαρακτήρα του. Ο μέντορας του Αναγνωστόπουλου σύντομα ωστόσο θα γινόταν και πεθερός του!

O δάσκαλος Αναγνωστόπουλος


Τέλη του 1867 λοιπόν ο Μιχάλης Αναγνωστόπουλος αποβιβάζεται στον Νέο Κόσμο και σύντομα θα γεννηθεί ο Μάικλ Ανάγνος, ο φωτισμένος διευθυντής του Perkins! To 1970 θα παντρευτεί την εκλεκτή της καρδιάς του, μία από τις δύο κόρες του Χάου, κάτι που θα τον δέσει με συγγενικούς δεσμούς τόσο με τον φιλέλληνα Χάου όσο και με το τρομερό του σχολείο.
Ο Αναγνωστόπουλος θα περάσει δέκα χρόνια ως αναπληρωτής διευθυντής και βοηθός ουσιαστικά του πεθερού του στο Perkins, το διασημότερο πλέον ίδρυμα τυφλών παγκοσμίως. Πέρα από τα διοικητικά καθήκοντα, ασκεί επί σειρά ετών και διδακτικό έργο, θέλοντας να γνωρίσει καλύτερα το λειτούργημα που συντελούνταν στη σχολή της Βοστόνης. Αλλά και να μάθει στα τυφλά παιδάκια ελληνικά και λατινικά! Ο Χάου έφυγε από τον κόσμο το 1876 και τη διεύθυνση της σχολής εμπιστεύτηκε τώρα πανηγυρικά το διοικητικό συμβούλιο στον 39χρονο Ανάγνος.
Άριστος γνώστης των κλασικών του πνεύματος και με πρότυπό του τον Σωκράτη, ο οραματιστής Αναγνωστόπουλος καθιέρωσε πλήθος παιδαγωγικών καινοτομιών στην εκπαίδευση ειδικής αγωγής, αντιμετωπίζοντας πρωτίστως τα τυφλά παιδιά ως ισότιμα μέλη της κοινωνίας. Ο δικός του αγώνας ήταν να πείσει όλους, από δασκάλους και συνεργάτες μέχρι και την κοινωνία την ίδια τελικά, πως τα τυφλά παιδιά είχαν τις δικές τους ικανότητες θέτοντας ως στόχο ζωής να τα βοηθήσει να αναδείξουν τις αρετές τους και να διεκδικήσουν έτσι μια καλύτερη θέση στον κόσμο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η Έλεν Κέλερ, η οποία στην αυτοβιογραφία της το 1966 εκφράζει τη βαθιά της ευγνωμοσύνη στον Μιχαήλ Αναγνωστόπουλο.

Μέχρι το 1886, όταν θα χάσει τελικά την αγαπημένη του σύζυγο και παντοτινή αρωγό στην εκπαιδευτική του μεταρρύθμιση, ήταν μακράν ο γνωστότερος Έλληνας της ομογένειας και ένας από τους διασημότερους εκπαιδευτικούς ειδικής αγωγής του κόσμου. Στα 30 χρόνια που θα περάσει στο τιμόνι του Perkins, ο Αναγνωστόπουλος ίδρυσε ακόμα και ειδικό τυπογραφείο, την ίδια ώρα που εκπροσωπούσε τόσο την αμερικανική εκπαίδευση όσο και την κυβέρνηση των ΗΠΑ σε συνέδρια και παγκόσμιους φορείς ειδικής αγωγής (όπως το 1900 στο Παρίσι, όταν παρακολούθησε ως επίσημος εκπρόσωπος της Αμερικής το διεθνές συνέδριο διδασκάλων ειδικής αγωγής).
Στη δουλειά του ήταν πραγματικά ασίγαστος, καθώς το έργο του ήταν ιερό. Έχοντας τη συνολική εποπτεία της σχολής, μελέτησε ενδελεχώς ό,τι αφορούσε στην εκπαίδευση των τυφλών και κωφάλαλων παιδιών και αναζήτησε συμπληρωματικά μέτρα και περισσότερη ενισχυτική διδασκαλία. Ο στόχος του ήταν να βελτιωθούν οι εκπαιδευτικές υπηρεσίες του ιδρύματος και η προσφορά του στα παιδιά.
Πέρα από τα γενναία κονδύλια που κατάφερε να αποσπάσει από φορείς και κράτος, ίδρυσε νηπιαγωγείο για τυφλά παιδιά (1887) και έφτιαξε την πληρέστερη βιβλιοθήκη ειδικής αγωγής του κόσμου. Ιδιαίτερη μέριμνα έλαβε και για τη μουσική παιδεία των μαθητών του, εξοπλίζοντας τις μουσικές αίθουσες με όλων των λογιών τα καλούδια. Κι αυτό γιατί θεωρούσε πως η μουσική θα μπορούσε να αποτελέσει πεδίο επαγγελματικής αποκατάστασης για τους τυφλούς, διδάσκοντάς τη μάλιστα ως μάθημα τεχνικής κατάρτισης!
Το καινοτόμο πρόγραμμα του Αναγνωστόπουλου υιοθέτησε μαθήματα αλλά και παιδαγωγικές τεχνικές για τη βέλτιστη σωματική και πνευματική εξέλιξη των τυφλών μαθητών, καθιερώνοντας όπως είπαμε τον θεσμό της επαγγελματικής απασχόλησης των τυφλών ως μέρος του αμερικανικού εκπαιδευτικού συστήματος. Λειτούργησε ακόμα και προγράμματα απασχόλησης τυφλών στη βιομηχανία, με στόχο να κάνει τους τυφλούς συμπολίτες του αυτάρκεις ως ενήλικες.

Ταυτοχρόνως, όργωσε την Ευρώπη για να επισκεφτεί τα εκεί σχολεία ειδικής αγωγής, ανταλλάσσοντας τεχνογνωσία και εξοπλισμό. Τέτοιος ήταν ο αντίκτυπός του στην ειδική αγωγή που το 1892 τιμήθηκε από το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ με τιμητικό μεταπτυχιακό τίτλο. Μέχρι τότε, ο διευθυντής του Perkins είχε κάνει τη σχολή ειδικής αγωγής τη σπουδαιότερη και πληρέστερη εκπαιδευτική δομή του κόσμου για τα τυφλά και κωφάλαλα παιδιά.
Τα δύο επιστημονικά συγγράμματά του για την ειδική αγωγή (το «Εκπαίδευση των τυφλών: Ιστορικό σχεδίασμα, αφετηρία, ανάπτυξη και πρόγραμμα» του 1882 και το «Νηπιαγωγείο και Δημοτικό Σχολείο για τους τυφλούς» του 1886) θεωρήθηκαν τομές στον ακαδημαϊκό χώρο και εν πολλοίς αξεπέραστα στην κατηγορία τους…

Ο ευεργέτης Αναγνωστόπουλος

Μεγάλος πατριώτης καθώς ήταν, ο Ανάγνος δεν ξέχασε ποτέ τον τόπο του και σήμερα φαντάζει ως ο μεγαλύτερος από τους εβδομήντα περίπου εθνικούς ευεργέτες που έβγαλε το Πάπιγκο! Αφού ίδρυσε και κράτησε για χρόνια το τιμόνι της Τοπικής Ένωσης Ελλήνων Αμερικής (παράρτημα Βοστόνης), μέσω της οποίας προωθούσε τα ελληνικά ζητήματα στην αμερικανική κυβέρνηση και έχτισε την ορθόδοξη εκκλησία της Βοστόνης, στράφηκε κατόπιν οικονομικά στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Ήπειρο. Τα μεγάλα εθνικά θέματα τον συγκινούν διαχρονικά και βαθύτατα, γι’ αυτό και ιδρύει στη Βοστόνη την «Εθνική Ένωση» για την ενίσχυση του Μακεδονικού Αγώνα. Το κάλεσμα που απευθύνει στον απόδημο ελληνισμό θα βρει απάντηση και τα κονδύλια που στέλνονται στην Ελλάδα από την ομογένεια θα κατευθυνθούν τελικά στη δημιουργία του ελληνικού πολεμικού στόλου.
Οι χρηματικές δωρεές του γενναίες και εκτεταμένες, καθώς στράφηκαν προς νομικά πρόσωπα, εκπαιδευτικά σωματεία κ.λπ. Ταυτοχρόνως, ιδρύει δημοτικά σχολεία τον Μάιο του 1906 στη γενέθλια γη, τα «Καλλίνεια» του Παπίγκου (στη μνήμη της μητέρας του Καλλίνας), χτίζει και λειτουργεί τη Γεωργική Σχολή της Κόνιτσας, ανοίγει δημοτικά σχολεία στα Γιάννενα κ.ά.

Διορίζει την τετραμελή «Διαχειριστική Επιτροπή των Καλλινείων Σχολείων Παπίγκου», την οποία αναγκάζει να λειτουργεί βάσει του κανονισμού που συντάσσει ο ίδιος, ώστε να εγγυηθεί τη μακροημέρευση των σχολείων του αλλά και του κληροδοτήματός του, από το οποίο πληρώνονται εξάλλου όλοι οι δάσκαλοι των δημοτικών που ευεργετεί. Αγοράζει και ένα μεγάλο κτήμα 7,5 στρεμμάτων μέσα στα Γιάννενα, «γνωστόν με την ονομασίαν ‘‘Παπιγκιώτικη Μάνδρα’’», όπως μας βεβαιώνει ο παραπάνω κανονισμός, το οποίο εμπιστεύεται στη Μητρόπολη Ιωαννίνων για να στεγαστούν δυο νέα δημοτικά σχολεία.
Στην Πολυχρόνειο Σχολή στο Πάπιγκο, που ανεγέρθηκε το 1897, έσπευσαν να στήσουν στον προαύλιο χώρο την προτομή του Αναγνωστόπουλου, καθώς χωρίς την οικονομική συνδρομή του δεν θα είχε αποπερατωθεί το έργο. Η φράση που χαράκτηκε στην προτομή συμπυκνώνει ίσως τη ζωή του: «Ζήσας επί μακρόν χρόνον εν τη αλλοδαπή ούτε εν ταις λύπαις, ούτε εν ταις ευτυχίαις ελησμόνησα την αγαπητήν μου πατρίδα, διετέλεσα δε ενθαρρύνων αείποτε».

Ανάγνος και Έλεν Κέλερ


Ο Μάικλ Άναγνος λαμβάνει μια επιστολή το 1886 από την ανήσυχη οικογένεια Κέλερ, η οποία ζει σε μια μικρή πόλη της Αλαμπάμα και μεγαλώνει ένα εξάχρονο κορίτσι χωρίς όραση και ακοή. Τη σχολή Perkins τη συστήνει στον βετεράνο λοχαγό του αμερικανικού εμφυλίου Άρθουρ Κέλερ ο ίδιος ο Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπελ, καθώς ξέρει πως η ευκατάστατη οικογένεια βρίσκεται σε απόγνωση μεγαλώνοντας ένα μικρό «αγρίμι», όπως λένε, που δεν μπορεί να επικοινωνήσει ουσιαστικά με κανέναν.
Ο Αναγνωστόπουλος συγκινείται από το γράμμα και αναλαμβάνει την ευθύνη αλλά και το παιδαγωγικό ρίσκο να στείλει στο σπίτι των Κέλερ μια εικοσάχρονη μαθήτριά του, την Άνι Σάλιβαν. Η Σάλιβαν, με προβλήματα όρασης κι αυτή, είναι ένα επίσης βασανισμένο κορίτσι που θέλει να ξεφύγει από τα ιδρύματα, διαθέτοντας πάθος για διδασκαλία αλλά και γνώσεις στην ειδική αγωγή.

Η Σάλιβαν θα καταφέρει σταδιακά, με απαράμιλλο πείσμα και υπομονή, να μάθει στην Έλεν τις πρώτες της λέξεις παρέχοντάς της συνεχή ερεθίσματα για εξέλιξη. Κέλερ και Σάλιβαν έμειναν αχώριστες μέχρι το τέλος και η δασκάλα πρόλαβε να καμαρώσει την πρωτόγνωρη εξέλιξη της μαθήτριάς της. Αμφότερες είχαν να χρωστούν πολλά στον Αναγνωστόπουλο, που ήταν πάντα εκεί να συνδράμει οικονομικά, εκπαιδευτικά αλλά και ηθικά, όταν η Σάλιβαν ένιωθε πως δεν σημείωνε καμία πρόοδο.

Οι επιστολές του Αναγνωστόπουλου τόσο με την Έλεν Κέλερ και τη Σάλιβαν όσο και με τους γονείς του κοριτσιού επιβίωσαν ως τις μέρες μας και φυλάσσονται στο Perkins. Όταν η Κέλερ επισκέφθηκε εξάλλου την Ελλάδα το 1946 για μια διάλεξη, δεν παρέλειψε να αναφέρει τον μέντορα όλων των τυφλών της Αμερικής, Μάικλ Ανάγνος…

Τελευταία χρόνια

Ο Αναγνωστόπουλος ξεκίνησε στις 17 Μαρτίου 1906 από τις ΗΠΑ για αυτό που έμελλε να γίνει το στερνό επαγγελματικό του ταξίδι στα Βαλκάνια. Έπειτα από άλλη μια περιοδεία του στην Ελλάδα, την Τουρκία, τη Σερβία και τη Βουλγαρία, όπου επισκέφτηκε τις ελληνικές κοινότητες και έδωσε μια σειρά από διαλέξεις, βρέθηκε στο πλαίσιο των επαγγελματικών αναγκών του στη Ρουμανία και μετέβη στην πόλη Ντρομπέτα-Τούρνου Σεβερίν, όπου όχι μόνο υπήρχε ισχυρή ηπειρώτικη παροικία αλλά εκεί ζούσε και ο θείος του, Κωνσταντίνος Παναγιωτέσκο.
Εκεί θα αφήσει την τελευταία του πνοή ο Μιχάλης Αναγνωστόπουλος στις 29 Ιουνίου 1906 κάτω από αδιευκρίνιστες και μυστηριώδεις συνθήκες. Οι αναφορές έκαναν λόγο για υποτροπή κάποιου σοβαρού προβλήματος υγείας που τον ταλαιπωρούσε εδώ και χρόνια, αν και στις τόσες εκδοχές για τον αιφνίδιο θάνατό του έχει υποστηριχθεί ακόμα και το ενδεχόμενο της δολοφονίας. Ενταφιάστηκε στο ορθόδοξο κοιμητήριο της πόλης και χρόνια αργότερα τα απομεινάρια του μεταφέρθηκαν στην Κόνιτσα, όπου βρίσκεται πλέον ο τάφος του.

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, έσπευσαν να γράψουν το όνομά του στο Άγαλμα της Ελευθερίας και ο κυβερνήτης της Μασαχουσέτης τον αποχαιρέτισε ως εξής: «Το όνομα του Μάικλ Ανάγνος ανήκει στην Ελλάδα, η φήμη του στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά το έργο του στην ανθρωπότητα».
Το επίγραμμα στην αναθηματική στήλη του Αναγνωστόπουλου που υπάρχει στο κεντρικό κτίριο του ινστιτούτου Perkins γράφει «Michael Anagnos - November 7, 1837 - June 29, 1906 - Vico Ortus Graeco - Tendebat sember - Ad Meliora - Atque Exelsiora». Ο κήρυκας των ελληνικών αξιών ενσάρκωνε πια το πανανθρώπινο πρότυπο του ηθικού κάλλους και της άδολης φιλανθρωπίας.
Εκείνος θα περιοριζόταν στα σίγουρα στον επικήδειο που έγραψε γι’ αυτόν μεγάλη αμερικανική εφημερίδα: «Έκανε τους τυφλούς να βλέπουν»…
Πηγή:www.newsbeast.gr

17.11.17

ΦΑΙΔΡΟΣ - ΠΛΑΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ''ΓΚΕΜΜΑ'' ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΙΑΝΤΙΝΗ η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Φαίδρος - Πλάτων. Phaedrus (dialogue) by Plato
Στο Φαίδρο, που ας ειπωθεί ένθετα βρίσκεται το πιο βαθύ κύτταρο της φιλοσοφίας του Πλάτωνα, η θεωρία των ιδεών, βρήκα πολλά πράγματα.

Βρήκα, γιατί ο έρωτας αποβλακώνει, και γιατί ο έρωτας τρελαίνει τους ανθρώπους.

Βρήκα, γιατί οι Έλληνες θελήσανε μοιχαλίδα την πιο ωραία γυναίκα που έφτασε να πλάσει η φαντασία τους, την Ελένη της Σπάρτης.

Βρήκα, πόσο υπέροχο πράγμα είναι η ελληνική αρετή, και η ηθική ελευθερία των ελλήνων. Και πόσο μοχθηρή και αφύσικη είναι η ηθική των εβραίων. Εκείνο το διαβόητο ου μοιχεύσεις του μωσαϊκού νόμου. Που το μόνο φυσικό νόημα και η μόνη κοινωνική σταθερά που το χαρακτηρίζει, είναι να παραβαίνεται ακατανίκητα από τους περισσότερους ανθρώπους σε όλες τις εποχές.

Βρήκα, πόσο βαθιά σκύψανε οι Έλληνες  και είδανε και γνωρίσανε τη φύση του ανθρώπου. Δεν τη λέω ψυχή, γιατί η λέξη ψυχή είναι διαβλημένη και έχει καταντήσει ύποπτη.
Βρήκα, τι είναι η τέχνη του λόγου. Και πώς γράφουνται τα πολλά ασήμαντα βιβλίδια, και τα λίγα αθάνατα έργα.

Και κυρίως αυτό. Βρήκα τον αγώνα, τη βούληση για δύναμη, τη φυσικότητα, την υγεία, τον πόνο και την εμορφιά που κρύβει η αρετή των ελλήνων. Πράγμα που την έκαμε αβάσταχτη σε όλους τους κατοπινούς. Τους ευρωπαίους, τους νεοέλληνες, τους "χριστιανούς, τους βουσμανοαμερικάνους, και όσους άλλους.

Και γι' αυτό τη διαστρέψανε. Και από την αστραφτερή τίγρη της Σουμάτρας κοιλοπονήσανε και γέννησαν και συγκατοικούν με μια ψωραλέα γάτα.

Έξω όμως από αυτά, έχω και μια κατάθεση. Διατείνομαι ότι ο Φαίδρος του Πλάτωνα είναι το ωραιότερο ερωτικό ποίημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Στα χρόνια μας τους πλατωνικούς έφηβους τους ανάστησε ο Καβάφης. Τα νιάτα τους, την εμορφιά και τη χάρη, την αίσθηση της όρασης, την αφή, την ευφυία τους.

Ο Καβάφης, μέσα στον Κεραμεικό της λυπημένης φαντασίας του, ανάσκαψε ένα πλήθος από τάφους πλατωνικών εφήβων: Ευρίωνος Τάφος, Λάνη Τάφος, Ιαση Τάφος, Ιγνατίου Τάφος, Ίμενος, Λεύκιος, Τέμεθος, Μύρης, Ρέμων, Κήμος Μενεδώρου, Ιάνθης Αντωνίου, Εν τω Μηνί Αθύρ.  Έχεις προσέξει, πόσο προσέχει ο Καβάφης, ώστε κανένας από τους ηδυμελείς εφήβους του να μην περάσει τα είκοσι εννέα του χρόνια;

Ένα πρωί λοιπόν, που έξω πυρώνει θείος Ιούλιος μήνας, ο Σωκράτης κάθεται με τον αστραφτερό Φαίδρο στις όχθες του Ιλισού ποταμού. Εκεί όπου σήμερα είναι η οδός Καλλιρρόης, κοντά στο Καλλιμάρμαρο. Κάτω από τις σκιές των πλατανιών έχουν ξαπλώσει δίπλα-δίπλα, είναι ξυπόλυτοι, και βρέχουν τις φτέρνες τους στο νερό που κυλάει. Η σκηνή ξαναγυρίζει ατόφυα στον καιρό μας:

Κι έθεσα εν τω μέσω έναν ωραίον νέον γυμνόν, ερωτικόν μες στο νερό την κνήμη τη μια τον έχει ακόμη.

Ο Φαίδρος διαβάζει στο Σωκράτη ένα ερωτικό γράμμα που του 'στειλε ο ρήτορας Λυσίας, και του προτείνει να γίνει ερωμένος του. Του Λυσία εννοείται. (Είναι άραγε ονοματική σύμπτωση που ο Καβάφης, δίπλα στους πολλούς τάφους των εφήβων του, έγραψε και το ποίημα Λυσίου Γραμματικού Τάφος;)

- Σαν το χέλι στο φλόμο έχω φλομώσει, Σωκράτη, του λέει ο Φαίδρος. Κοίτα, και πές μου. Ποιος θα μπορούσε να γράψει καλύτερο γράμμα απ' αυτό; Είμαι έτοιμος να πέσω σαν το σύκο.

- Ωραίο είναι το γράμμα, του λέει ο Σωκράτης.

-Νομίζω ότι ούτε κι εσύ θα μπορούσες να το συντάξεις με τόση μαεστρία.

-Καημένε μου, τρομάρα σου! του κάνει ο Σωκράτης. Εγώ, βρε φτωχέ, μπορώ να σπείρω τη θάλασσα κριθάρι. Θα σου γράψω γράμμα, που θα χάσεις τα πασχαλιά σου. Θα κοιμάσαι ξύπνιος, και θα το βλέπεις όνειρο.

-Εμπρός, λοιπόν, τι κάθεσαι; τον προκαλεί ο Φαίδρος. Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα.

-Προπαντός το πήδημα. Του λέει ο Σωκράτης, και κάθεται και γράφει το γράμμα.

Ψυχρά, έντεχνα, με λογική τετράγωνη, όλα υπολογισμένα. Του υποδείχνει, γιατί πρέπει να τον προτιμήσει σαν εραστή σε σύγκριση με το Λυσία.

Θά 'χεις να λάβεις ετούτα, κι ετούτα, κι ετούτα τα ωφέλη του λέει. Τι θα πάρεις, τι θα δώσεις, ποιό θά 'ναι το διάφορο.

Επρόκειτο για μια αγοραπωλησία σε ζωοπανήγυρη πρώτης τάξεως. Ο Σωκράτης, δηλαδή, γράφει το γράμμα πάνω στα πατήματα της επιστολής του Λυσία. Το πνεύμα των δύο επιστολών είναι να κάνεις έρωτα μόνο για την ηδονή. Μηχανικό αλισβερίσι και σύμβαση στυγνή. -Χωρίς το άρωμα της ψυχής.

Χωρίς το φτέρωμα και τη φτερνιά, την ιερή μανία, το άγριο μεθύσι, την παραφροσύνη. Χωρίς εκείνους τους σπασμούς των οραμάτων, που κατεβάζουν την ερωτική βίωση στη ρίζα του κοσμολογικού γίγνεσθαι.

Σαν ετελείωσε το γράμμα ο Σωκράτης, σαν τό 'δωκε στο Φαίδρο, σαν το διάβασε ο νέος, ο κόσμος τον συνεπήρε σαν ένας τροχός μες στο χάος. Έμεινε μαγεμένος και άλαλος. Έτοιμος να παραδώσει την πύλη, όπου είχαν κοιμηθεί όλες οι φρουρές.

Τότε, σε μια από κείνες τις άγριες μεταστροφές που αναποδογυρίζουν τη σωκρατική ειρωνεία σε τραγική, ο Σωκράτης πέφτει στα πόδια του Φαίδρου ικέτης.

- Την ασέβεια, του φωνάζει σεληνιασμένος. Την ασέβεια και την ύβρι να μου συχωρέσεις. Και συ και ο Έρωτας. Γιατί μ' αυτά που έγραψα τον ύβρισα τον έρωτα. Κι είναι φόβος να πάθω το πάθημα του Στησίχορου. Που τυφλώθηκε, όταν έγραψε ωδή και έβρισε την Ελένη για άπιστη.

Τώρα ο Σωκράτης αλλάζει τρόπο μουσικό. Αφήνει τις μειξολυδιστί και περνά στις δωριστί αρμονίες. Αναποδογυρίζει τη γης, και μέσα της καθρεφτίζει τον ουρανό. Κάνει την «παλινωδία» του, και μιλά για τον αληθινό έρωτα.

Μονομιάς, τα πουλιά και τα τζιτζίκια, τα νερά και τα δέντρα σωπαίνουν. Και ακούνε ακούσματα ανάκουστα.

Εμάς των ανθρώπων η ύπαρξη, λέει, μοιάζει με άρμα που το σέρνουν δυο άλογα. Και στη μέση ο ηνίοχος που τα οδηγεί.
Είναι ένας αρματηλάτης σαν εκείνον, που πενήντα χρόνια παλιότερα είχε χαλκουργήσει στους Δελφούς ο Πυθαγόρας από το Ρήγιο.

Το ένα άλογο είναι το κακό. Είναι το Επιθυμητικό, τα πάθη μας, η δύναμη που μας τραβά στην αδικία και στην άνομη ηδονή. Μια μέρα θα το ειπούνε id.

Το άλλο άλογο είναι το καλό. Είναι το Θυμοειδές, η βούληση μας, η δύναμη να αντισταθούμε στον πειρασμό, να νικήσουμε τα πάθη μας, να μην κάνουμε το ανήθικο. Μια μέρα οι άνθρωποι θα το ειπούνε ego.

Ο ηνίοχος είναι το Λογιστικό. Είναι η νόηση, η σύνεση και η φρονιμάδα μας, που με το φως του λόγου προσπαθεί να ημερώνει τα πάθη μας. Μας υποδείχνει πάντα την επιλογή του ενάρετου και του δίκαιου δρόμου. Μια μέρα θα το ειπούνε superego oι άνθρωποι.

Με τέτοια άρθρωση στοιχείων και δυνάμεων ζωγραφίζει ο Σωκράτης τον εραστή και τον ερωμένο, και τους ρίχνει στη μεγάλη πάλη.

Θα πηδοπηδηχτούν τα δύο ακόλαστα άλογα; Έπιπηδάν είναι το ρήμα του αγνού πρωτότυπου. Θα κυλιστούν ο εραστής και ο ερωμένος στη δροσερή κόλαση της σάρκας και της ηδονής. Η λύση που θα δώσει εδώ ο Σωκράτης θά 'ναι εκείνη του Συμποσίου, ή άλλη; Πιο κοντινή στον άνθρωπο και στη φύση του;

Για να τοποθετηθούμε σωστά απέναντι σε τούτη τη φονική καταιγίδα, όπου η ψυχή μας ιδρώνει και παθαίνεται, και φρικιά και τρέμει, πρέπει να μεταβάλουμε τις προοπτικές. Από τον αρχαίο καιρό να τις φέρουμε στο χωριό μας και στο σήμερα. Να τις ιδούμε να ζωντανεύουν.

Ας υποθέσουμε, λοιπόν, πως εκείνοι που στέκουνται αντίκρα έτοιμοι να κατασπαραχθούν μέσα στην εγκράτεια και στην αντίσταση, ή στο παράδομα και την ηδονή τους, και τα δύο σημαίνουν το ίδιο πράγμα, δεν είναι ο εραστής στα σαράντα του και ο ερωμένος στα δεκαοχτώ του χρόνια, αλλά ένας άντρας και μια γυναίκα της εποχής μας.
Είναι και οι δύο έγγαμοι, φρόνιμοι, θαλεροί, με οικογένειες χαρούμενες. Και έμορφοι σαν τη Φραντζέσκα και τον Πάολο Μαλατέστα. Αυτά λοιπόν τα συμβατικά δείγματα συναντιούνται ξαφνικά, γνωρίζουνται, μαγεύουνται ο ένας από τον άλλο.

Ερωτεύουνται με σεισμό και με πλημμύρα. Τι θα κάνουν; Θα παραδοθούν στην ένοχη επιθυμία; Θα απιστήσουν στους συντρόφους τους; Θα νικήσουν το πάθος που πλησιάζει με γλώσσες πυρκαγιάς; Θα μπορέσουν να σφαγιάσουν μέσα τους το πανέμορφο αγρίμι της ανομίας;

Σιγά σιγά, μη σπεύδετε! Η λύση είναι κοντά. Προσέχετε, πώς το λίγο λίγο γίνεται πολύ. Η πλατιά κίνηση των δύο ψυχών γράφει το χορό της πέστροφας στα νερά. Άλλοτε φέρνει στην αντίσταση με τη χαρά της νίκης, άλλοτε στο παράδομα με την αγωνία της μάχης. Προσέχετε τη σύνδεση του ευγενικού με το χυδαίο στην παντοδύναμη Αρχή της πραγματικότητας. Την ανάγκη για υπαρκτική εγρήγορση σε όλη μας τη ζωή. Κολυμπήστε μέσα στα καταιγιδοφόρα σύννεφα. Μιλά ο Σωκράτης:

«Και από τα δύο άλογα είπαμε πως το ένα είναι το  καλό, το άλλο όμως όχι. Μα ποια είναι η καλοσύνη του καλού και ποια η κακοσύνη του κακού, αυτό δεν το είπαμε, και θα το ειπούμε τώρα.

Το ένα λοιπόν από αυτά, πού 'ναι της μοίρας της καλής, έχει όρθιο το παράστημα, είναι καλοδεμένο στην άρθρωση, και έχει τον αυχένα ψηλά. Έχει γρυπά τα ρουθούνια, είναι ολόλευκο και με μάτια κατάμαυρα. Είναι φιλότιμο, με φρονιμάδα και με αιδώ, και αγαπά τη γνώμη την αληθινή. Δε δέχεται καθόλου το μαστίγιο, και υπακούει πρόθυμα στο λόγο του ηνίοχου.

Το άλλο όμως είναι ένας σωρός από κρέατα, στραβόκορμο και παχύσαρκο. Είναι σκληροτράχηλο και κοντόλαιμο, με ρουθούνια πλακουτσωτά, και μαυρειδερό. Και τα μάτια του σε ανοιχτό χρώμα ξεχυμένο στάζουνε αίμα. Είναι ακόλαστο και αλαζονικό, με αυτιά τριχωτά και βαρήκοα. Με δυσκολία δαμάζεται από τα σπηρούνια και το μαστίγιο.

Όταν λοιπόν ο ηνίοχος ιδεί το βλέμμα το ερωτικό, και καθώς το αντικρύζει πυρώνεται η ψυχή του και κατακλύζεται από τον οίστρο και την άγρια συνταραχή του πόθου, το καλό από τα δύο άλογα, όπως πάντα έτσι και τώρα, συγκρατιέται από τη φυσική του αιδώ, για να μην πηδήσει τον ερωμένο. Το άλλο όμως ούτε τα σπηρούνια νιώθει ούτε το μαστίγιο του ηνίοχου. Αλλά συνταράζεται όλο, και ορμά βίαια, και προκαλεί αταξία μεγάλη και στον ομόζυγα ίππο και στον ηνίοχο. Και τους αναγκάζει να ορμήσουν στον ερωμένο, καθώς τους υπενθυμίζει λάγνα την ηδονή του έρωτα. Αυτοί οι δύο όμως αντιστέκουνται στην αρχή, γιατί σπρώχνουνται να τολμήσουν πράγματα ανομολόγητα και φοβερά. Στο τέλος όμως, επειδή το κακό δεν έχει κράτος, υπακούουν  και ακολουθούν, στέργουν και ομολογούν ότι θα πράξουν εκείνο που ζητά τόσο επίμονα ο κακός ίππος.

Έτσι πλησιάζουν τον ερωμένο, και ατενίζουν την αστραφτερή του όψη. Καθώς λοιπόν την αντικρύζει ο ηνίοχος, ο νους του έρχεται στη φύση της εμορφιάς, που στοχαστικά την ξαναβλέπει να κάθεται απάνω σε βάθρο αγνό.

Και καθώς τη βλέπει, τονε κυριεύει τρόμος, και ο αναπηδά προς τα πίσω σαστισμένος. Έτσι πέφτοντας πίσω συνέλκει με τόση σφοδρότητα τα ηνία, ώστε τα δύο άλογα λυγίζουν τα καπούλια τους ως το χώμα. Το ένα το κάνει εκούσια, γιατί δεν αντιστέκεται. Το άλλο όμως το κάνει με μεγάλη δυσαρέσκεια.

Και σαν ξεμακρύνουνε λίγο, το ένα από κατάπληξη και αιδώ βρέχει με ιδρώτα όλη του την ψυχή. Το άλλο όμως, σαν του περάσει ο πόνος που ένιωσε από το πέσιμο και τα γκέμια, παίρνει ανάσα, και αρχίζει ύστερα με πολύ θυμό να βρίζει και τον ηνίοχο και τον ομόζυγα, γιατί λιποταχτήσανε άνανδρα και δειλά, και δεν εκράτησαν το λόγο τους.

Και τους σπρώχνει πάλι να πλησιάσουν τον ερωμένο, κι εκείνοι δε θέλουν, και παρακαλούν να το αναβάλουν για μια άλλη φορά. Και σαν έρθει η στιγμή που συμφώνησαν, ο ηνίοχος και ο καλός ομόζυγος κάνουν πως το ξεχνούν. Ο κακός όμως ίππος τους το θυμίζει και τους βιάζει. Χλιμιντράει και τους τραβάει βίαια, να ξαναπλησιάσουν τον ερωμένο για το ίδιο πράγμα. Και όταν τον πλησιάσουν, σκύβει κάτω το κεφάλι, ανασηκώνει λεπιδωτή την ουρά, δαγκώνει τους χαλινούς, και τραβάει ακράτητο.

Ο ηνίοχος όμως παθαίνει πάλι, και πιο έντονα τώρα, εκείνο που έπαθε και πρωτύτερα. Ορθώνεται προς τα πίσω, σα να βρήκε μπροστά του τεντωμένο σκοινί, και μέσα από τα δόντια του λάγνου αλόγου τραβάει με μεγαλύτερη ορμή το χαλινάρι προς τα πίσω. Ματώνουν τότε τα σαγόνια και η κακόλογη γλώσσα, και το αναγκάζει να ακουμπήσει βίαια τα καπούλια στο χώμα. Και το κάνει να πονάει.

Αφού λοιπόν πάθει το ίδιο πράγμα πολλές φορές ο πονηρός ίππος, στο τέλος υποτάζεται ταπεινωμένα, και πια ακολουθεί πειθήνια τον ηνίοχο. Και σα βλέπει πια τον ερωμένο, χάνεται από τον τρόμο του. Έτσι, η ψυχή τον εραστή, χωρίς την κακή ενόχληση, ακολουθεί με αιδώ και με φόβο τον ερωμένο.

Ο ερωμένος τότε δέχεται όλη τη λατρεία τον εραστή του, και τιμάται σα νά 'τανε θεός. Όχι προσποιητά, αλλά αληθινά και γνήσια. Και επειδή έχει από την ίδια τη φύση του συγγένεια με τον εραστή του, εάν οι σύντροφοι του πρωτύτερα ή κάποιοι άλλοι τον έκαναν να υποψιάζεται, λέγοντας τον πως δεν είναι καλό να πλησιάζει κάποιον που είναι ερωτευμένος μαζί του, και γι' αυτό απωθούσε τον εραστή, τώρα καθώς περνά ο καιρός, η ανάγκη και η ηλικία τον φέρνουν να πλησιάζει μπιστεμένα τον εραστή. Γιατί δεν είναι προορισμένο ο κακός να δένει φιλία με τον κακό, ούτε ο καλός να μη δένει φιλία με τον καλό.

Καθώς λοιπόν τον πλησιάζει τώρα και συχνοκουβεντιάζει μαζί του, η εικόνα που του δείχνει ο εραστής τον εκπλήσσει.

Έτσι, σιγά σιγά κατανοεί πως η φιλία που του δείχνουν όλοι οι άλλοι φίλοι και οι συγγενείς τον είναι ένα μικρό μέρος, μπροστά στη φιλία που νιώθει γι' αυτόν ο ένθεος εραστής του.

Όταν λοιπόν κάνουν πολύ καιρό συντροφιά, και ο πλησιάζουν και αγγίζουν ο ένας τον άλλο στη γυμναστική και στις άλλες επαφές, τότε η φορά εκείνου του ρεύματος, που o Δίας όταν αγαπούσε το Γανυμήδη την είπε ίμερο, φέρνεται με πολλή ορμή στον εραστή, και ένα μέρος της χύνεται στην ψυχή του. Ένα άλλο, όταν γιομίσει η ψυχή τον, χύνεται έξω.

Και όπως ο άνεμος ή ο ήχος αντιδονεί, όταν προσπέσει σε λείο και στέρεο σώμα, και επιστρέφει εκεί απ' όπου ξεκίνησε, έτσι γίνεται και με τη ροή της εμορφιάς. Γιατί ξαναγυρίζει πίσω στον έμορφο ερωμένο μέσα από τα μάτια του, που η φύση τα προόρισε να οδηγούν στην ψυχή. Κι άμα φτάσει και άμα την αναφτερώσει, ποτίζει τους πόρους των φτερών, τα κινάει να μεγαλώσουν, και γιομίζει και την ψυχή του ερωμένου με έρωτα.

Αγαπάει λοιπόν ο ερωμένος τώρα, αλλά δεν ξέρει ποιόνε. Κι ούτε καλολογιάζει τι έπαθε, ούτε ημπορεί να το παραστήσει. Αλλά σα να του μεταδόθηκε αρρώστεια στα μάτια από κάποιον άλλο, δεν ημπορεί να ειπεί πώς. Και δεν καταλαβαίνει ότι μέσα στον εραστή βλέπει τον εαυτό του σαν μέσα σε καθρέφτη.

Όταν λοιπόν ο εραστής είναι κοντά του, του περνά ο πόνος, όπως περνά και σ' εκείνον. Όταν όμως είναι μακρυά, ζητούν ο ένας τον άλλο, γιατί έχει τον αντέρωτα είδωλο του έρωτα. Και αυτό το λέει β και το νομίζει όχι έρωτα αλλά φιλία. Και επιθυμεί όμοια με τον εραστή, αλλά πιο αδύνατα, να τον βλέπει, να τον αγγίζει, να τον φιλάει και να ξαπλώνει δίπλα του.

Κι όπως είναι φυσικό αυτό το κάνει όλο και πιο συχνά. Όταν λοιπόν είναι ξαπλωμένοι δίπλα δίπλα, ο πονηρός ίππος του εραστή όλο και κάτι έχει να ειπεί στον ηνίοχο, και του ζητάει σε αντάλλαγμα της μεγάλης στέρησης νά 'χει και μια μικρή απολαβή.

Αλλά και τον ερωμένου ο λάγνος ίππος δεν έχει να ειπεί τίποτα. Αλλά γιομάτος πόθο και κέντρισμα αγκαλιάζει και φιλάει τον εραστή, σα να φιλάει κάποιον πολύ έμπιστο φίλο.

Και καθώς είναι ξάπλα μπορεί να γίνει να μην αρνηθεί να δοθεί στον εραστή, εάν τον το ζητήσει. Ωστόσο ο ομόζυγος ίππος και ο ηνίοχος εξακολουθούν να αντιστέκονται με αιδώ και με φρόνηση.

Εάν λοιπόν επικρατήσει η ανώτερη σφαίρα της ύπαρξης και τους οδηγήσει σε ζωή φιλοσοφημένη και πειθαρχική, περνούν τη ζωή τους εδώ ομονοητική και καλόζηλη. Γιατί και οι δύο είναι εγκρατείς και κόσμιοι. Και πετυχαίνουν να κυριαρχούν στο κακό κομμάτι της ψυχής τους, και να ελευθερώνουν το ενάρετο. Και σαν φθάσουν στο τέλος της ζωής, γίνουνται απάλαφροι και φτερωμένοι. Γιατί έχουν νικήσει στο ένα από τα τρία αγωνίσματα, τα αληθινά Ολυμπιακά. Και αγαθό μεγαλύτερο από τούτο δεν ημπορεί να δώσει στον άνθρωπο ούτε η ανθρώπινη φρονιμάδα ούτε η θεία εμπνοή.

Αν όμως ζουν πολυάσχολη ζωή και αφιλοσόφητη, και από κοντά φιλόδοξη, τότε θα τύχει κάποτε, σ' ένα μεθύσι ή σε μια ώρα απρόσεχτη και νυσταγμένη, και οι δύο ακόλαστοι ίπποι θα συλλάβουν αφρούρητη την ύπαρξη τους. Τότε θα συναγροικηθούν σε σμίξιμο. Και πια θα διαλέξουν και θα κάνουν εκείνη την πράξη, που το άκριτο πλήθος τη λογαριάζει ευδαίμονη.

Και σαν το κάνουν μια φορά, θα το ξανακάνουν. Πλην όμως πολύ σπανίως. Γιατί κάνουν πράξη που δεν την αποδέχονται με όλη τους την ύπαρξη.

Και τούτοι βέβαια είναι αγαπημένοι μεταξύ τους, αλλά λιγότερο από τους άλλους που δεν το κάνανε. Γιατί και τις ώρες που συνευρίσκουνται και τις άλλες περνούν τη ζωή τους με την αίσθηση ότι δίνουν και λαβαίνουν μεταξύ τους τις μεγαλύτερες εγγυήσεις. Και θεωρούν ανέντιμο να λύσουν το δεσμό τους και να καταντήσουν σε έχθρα. Και στο τέλος της ζωής τους πεθαίνουν χωρίς βέβαια φτερά, αλλά διατηρώντας την ορμή που είχανε να αποχτήσουν φτερά.

Ωστόσο δεν είναι μικρό το έπαθλο που λαβαίνουν για την τέτοια ερωτική τους δίαιτα. Γιατί ο νόμος ορίζει πως δεν είναι να πάνε στα σκοτάδια και στους δρόμους του Άδη εκείνοι που άρχισαν την ουράνια πορεία τους. Αλλά να είναι ευδαίμoνες, και να διάγουν ζωή φωτεινή. Έτσι θα περπατούν ο ένας δίπλα στον άλλο, έως ότου έρθει ο καιρός να γίνουν φτερωτοί. Εξαιτίας που αγαπήθηκαν πολύ.»

Μέσα σε τούτες τις τρεις παραγράφους του Φαιδρού ο Πλάτων ιστόρησε τον Άτλαντα της ύπαρξης του ανθρώπου. Εγκλείουν ατελείωτη ενέργεια φλόγας και βασάνου και λαχτάρας.

Το διαβασίδι σε τούτους τους τόπους είναι υπόθεση τραχιά.

Ευκολότερο θα 'ρχότανε στον πεζοπόρο να περπατήσει ξυπόλυτος τους ακανθώνες της Λυκίας, παρά να περάσει από δω.

Στην όλη διήγηση τα σημεία που αγγίζουν τα όρια είναι δύο.


Το ένα λέει: τήν υπό των πολλών μακαριστήν αΐρεσιν ειλέσθην τε και διεπραξάσθην. Δηλαδή, διαλέγουν και κάνουν την πράξη, που το άκριτο πλήθος τη λογαριάζει ευδαίμονη.
Αυτό σημαίνει ότι στο ερώτημα, εάν ο Σωκράτης υπήρξε αρσενοκοίτης, ο ίδιος ο Σωκράτης απαντά: δε θα το απέκλεια.

Βέβαια, θά 'τανε αλλόκοτο, και σε κάθε περίπτωση τρόπος γραφής μη ελληνικός, εάν ο Πλάτων πιανότανε να μας διηγηθεί ένα πήδημα του Σωκράτη. Ο Πλάτων είναι ποιητής. Δεν είναι Εμπειρίκος. Είναι ένας επώνυμος μεγάλος και πρώτος στην ιστόρηση της ύπαρξης. Δεν είναι η φιλήδονη μαϊμού στη μεταχείριση της σάρκας.

Το δεύτερο λέει: σπανία δέ. Δηλαδή, αφού το κάνανε μια φορά, θα το ξανακάνουν, αλλά πολύ σπανίως.
Αυτό σημαίνει πως, εάν οι παράνομοι εραστές δίνουνται ο ένας στον άλλο για μια νύχτα κάθε έξι ή δώδεκα μήνες, το τίμημα που πληρώνουν είναι πολύ ακριβό. Ο πόνος, δηλαδή, και η οδύνη από τη στέρηση και το βασανισμό που γιομίζει τα χάσματα της απουσίας από τη μία έως την άλλη φορά, είναι πολύ μεγαλύτερος από τη χαρά που χαίρουνται, όταν πολύ σπανίως χαρίζουνται ο ένας στον άλλο.

Εδώ έχουμε μια καίρια στιγμή της διήγησης. Γιατί προσδιορίζει την ανθρωπιά και την ελευθερία της ελληνικής αρετής. Τη σπανιότητα δηλαδή του νά 'σαι και να μένεις άνθρωπος, χωρίς να παραβιάζουνται ούτε τα όρια των νόμων της φύσης ούτε τα όρια των νόμων των ανθρώπων. Είναι ένα ακόμη νοητικό παράδειγμα, όπου εφαρμόζεται η θεωρία της απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ.
Σύμφωνα με το πνεύμα του Σωκράτη εδώ, το νά 'σαι και να μένεις άνθρωπος δηλώνει ότι δεν κρεουργείς το φυσικό της ανθρώπινης ύπαρξης με διαταγές-γιαταγάνια του τύπου «ου μοιχεύσεις» των εβραίων. Το «ου μοιχεύσεις» απεργάζεται καταπίεση, απωθήσεις, νευρώσεις, τροπές διαστροφές, το ξερίζωμα του φυσικού ελιξήριου, την καταχέρσωση του ψυχικού τοπίου, την ερωτική τερατογένεση και τερατουργία, και όχι μόνο.
Μία Βαστίλλη χτίζει για σένα και για τους άλλους, όπου φυλακίζεται το κελαηδητό του βίου μας μέσα στα βάσανα και τη βία του.
Η οδηγία αρετής του ελληνικού τρόπου, όπως την καταθέτει ο Πλάτων σ' αυτές τις τρεις παραγράφους του Φαίδρου, μας λέει:
Να χαίρεσαι τη ζωή σου τη σύντομη και την ανεπίστροφη. Αλλά μέσα στο ρυθμό και την τάξη. Φυσική και ελεύθερη, να κρατάς την εμορφιά των παθών, ένα κύπελλο στο χέρι σου από αγνό ασήμι. Αλλά με γνώση και με πειθαρχία. Εκείνο που θα σε κρίνει δεν είναι η ηθική σου πτώση, αλλά η βούληση για δύναμη που θα βρίσκει το δρόμο να σε ανεβάζει ξανά στην καθαρή σου αρχικότητα.