Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

28.2.16

O Φρειδερίκος Νίτσε του μηδενισμού και του υπεράνθρωπου Μέρος Δεύτερο Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.

Η αιώνια επιστροφή
To δόγμα της αιώνιας επιστροφής το οποίο αποτελεί την βασική σύλληψη του Τάδε έφη Ζαρατούστρα θέτει το ερώτημα: «Πόσο θα ήταν διατεθειμένος ένας άνθρωπος, απέναντι στον εαυτό του και στη ζωή, να μην επιθυμεί διακαώς τίποτε άλλο παρά την απεριόριστη επιστροφή, χωρίς μεταβολές, του κάθε ενός λεπτού;».
Η «αιώνια επιστροφή» είναι μια ιδέα μυστηριώδης και ο Νίτσε με αυτήν έφερε πολλούς φιλοσόφους σε δύσκολη θέση: σκέψου δηλαδή ότι μια μέρα όλα πρόκειται να επαναληφθούν όπως ήδη τα έχουμε ζήσει και ότι ακόμα κι η επανάληψη αυτή θα επαναλαμβάνεται ασταμάτητα! Τι πάει να πει αυτός ο χωρίς νόημα μύθος;
Ο μύθος της αιώνιας επιστροφής μας λέει, αρνητικά, ότι η ζωή που μια για πάντα θα εξαφανιστεί και δεν θα ξανάρθει, μοιάζει με σκιά, ότι δεν έχει βάρος, ότι ήδη από σήμερα είναι πεθαμένη, κι ότι, όσο άσπλαχνη, όσο ωραία, όσο λαμπερή κι αν είναι, αυτή η ομορφιά, αυτή η φρίκη, αυτή η λαμπρότητα, δεν έχουν κανένα νόημα"
Στην θεωρία ή καλύτερα 'ομοίωμα θεωρίας' της 'αιώνιας επιστροφής' ο Νίτσε αναδεικνύει τη σημασία του 'είναι του γίγνεσθαι' και της κυκλικής του αναγκαιότητας. Ο κόσμος του Νίτσε μπορεί να θεωρηθεί ένα ομοίωμα, ένα αντίγραφο που αναπαράγεται στο διηνεκές: 'επειδή σε κάθε στιγμή είναι επανάληψη, ομοίωμα πραγμάτων που συνέβησαν ήδη απεριόριστες φορές'. Ή όπως αναφέρεται κάπου αλλού: 'Εάν το σύμπαν είχε μια θέση ισορροπίας, εάν το γίγνεσθαι είχε κάποιο σκοπό ή μια τελική κατάσταση, θα τα είχε ήδη πετύχει'.
Ό,τι αποκλείεται από την ' αιώνια επιστροφή ' ό,τι δεν ξαναγυρνά, είναι αυτό που προσπαθεί να τεθεί ως μοναδικό μοντέλο, ως πρωτότυπο 'εκτός χρόνου', ως αυτό που διακρίνει το γνήσιο από το αντίγραφο.
Υποτίθεται ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θα θεωρούσαν, θα έπρεπε να θεωρούν, αυτή την σκέψη εξουθενωτική, διότι θα το θεωρούσαν ίσως δυνατόν να προτιμήσουν την αιώνια επιστροφή της ζωής τους σε μία επιδιορθωμένη εκδοχή παρά να επιθυμούν διακαώς την αιώνια επιστροφή της δυστυχίας τους. Εκείνος που θα αποδεχόταν την επιστροφή, χωρίς αυταπάτες και χωρίς υπεκφυγές, θα ήταν ένα υπεράνθρωπο ον (Ubermensch), ένας υπεράνθρωπος, που η απόσταση του από τον κανονικό άνθρωπο, κατά τον Νίτσε, είναι μεγαλύτερη από την απόσταση ανάμεσα στον άνθρωπο και τον πίθηκο. Οι σχολιαστές διαφωνούν ακόμη ως προς το εάν υπάρχουν ειδικά χαρακτηριστικά τα οποία προσδιορίζουν τον άνθρωπο ο οποίος ενστερνίζεται την αιώνια επιστροφή.
H επίδραση του Νίτσε
O Νίτσε έγραψε κάποτε ότι μερικοί άνθρωποι γεννιούνται μετά τον θάνατο τους και αυτό ασφαλώς ισχύει στην περίπτωση του. H ιστορία της φιλοσοφίας, της θεολογίας και της ψυχολογίας τού 20ού αιώνα δεν νοείται χωρίς αυτόν. Πολλά, λογουχάρη, του οφείλει το έργο των Γερμανών φιλοσόφων Μαξ Σέλερ, Καρλ Γιάσπερς και Μάρτιν Χάιντεγκερ, καθώς και εκείνο των Γάλλων φιλοσόφων Αλμπέρ Καμύ, Ζακ Ντεριντά  και Μισέλ Φουκώ.
O υπαρξισμός  και ο αποικοδομητισμός (deconstructionism), ένα κίνημα της φιλοσοφίας και της λογοτεχνικής κριτικής, αντλούν πολλά στοιχεία από το έργο του. Ο Martin Buber,   ο   μεγαλύτερος   στοχαστής τού ιουδαϊσμού τον 20ό αιώνα, θεωρούσε τον Νίτσε ως μία από τις τρεις πιο σημαντικές επιδράσεις που δέχθηκε στη ζωή του και μετέφρασε στα Πολωνικά το πρώτο μέρος τού Ζαρατούστρα. Βαθιά ήταν η επίδραση που άσκησε στους ψυχολόγους Άλφρεντ Άντλερ και Καρλ Γιουνγκ, όπως και στον Ζήγκμουντ Φρόυντ, ο οποίος είπε ότι ο Νίτσε διέθετε μία αντίληψη για τον εαυτό του που ήταν διεισδυτικότερη   από  οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου που είχε ζήσει ή θα ζήσει ποτέ.
Μυθιστοριογράφοι όπως ο Τόμας Μαν, ο Χέρμαν Έσε, ο Αντρέ Μαλρώ, ο Αντρέ Ζιντ  και ο Τζων Γκάρντνερ εμπνεύστηκαν από το έργο του και έγραψαν γι' αυτόν, όπως επίσης, ανάμεσα σε άλλους, οι ποιητές και δραματουργοί Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω, Ράινερ Μαρία Ρίλκε. 
O Νίτσε ανήκει σίγουρα στους φιλοσόφους με την μεγαλύτερη επίδραση που έζησαν ποτέ. Και αυτό δεν οφείλεται μόνο στην πρωτοτυπία του, αλλά και στο γεγονός ότι ήταν ο πιο λαμπρός χειριστής της γερμανικής γλώσσας στον πεζό λόγο.
Κυριότερα έργα: H γέννηση της τραγωδίας από το πνεύμα της μουσικής (ελληνική μετάφραση N. Καζαντζάκη, 1965), H φιλοσοφία κατά τους τραγικούς χρόνους των Ελλήνων, Η χαρούμενη επιστήμη (1882), Τάδε έφη Ζαρατούστρα (1883-1885), Πέραν του καλού και του κακού (1886), Γενεαλογία της ηθικής, Η περίπτωση Βάγκνερ (1888), Το λυκόφως των ειδώλων (1889), Ο Αντίχριστος (1895), Ιδέ ο άνθρωπος.
Η πολυτάραχη ζωή του
Ο πατέρας του ήταν λουθηρανός πάστορας, ενώ η μητέρα του ήταν κόρη ενός πάστορα. ήταν δε το νεότερο από τα παιδιά της οικογένειας αυτής. Ο Νίτσε από τα παιδικά του χρόνια έγραφε ποιήματα και μικρά θεατρικά έργα, μέρος των οποίων φρόντιζε να φυλάσσει η αδελφή του. Αφιέρωνε μεγάλο μέρος του χρόνου του στο γράψιμο, επιδεικνύοντας μία πλούσια λογοτεχνική παραγωγή, ενώ ήδη σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών ταξινόμησε τα ποιήματά του σε περιόδους.
Αν και από νωρίς υπήρχε η γενικευμένη αντίληψη πως επρόκειτο να γίνει κληρικός, ο Νίτσε σταδιακά άρχισε να αμφισβητεί τον Χριστιανισμό και περίπου το φθινόπωρο του 1862 είχε απορρίψει οριστικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο, σκεπτόμενος να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική, αλλά ξεκίνησε σπουδές κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Βόννης. Παράλληλα, γράφτηκε στο θεολογικό τμήμα του πανεπιστημίου με διάθεση να ασχοληθεί περισσότερο με τη φιλολογική κριτική του Ευαγγελίου και τις πηγές της Καινής Διαθήκης, γεγονός που είναι μάλλον ενδεικτικό των θρησκευτικών αμφιβολιών του, αλλά και της αδυναμίας του να ομολογήσει στην οικογένειά του πως δεν επιθυμούσε να γίνει ιερέας. Συνέχισε τις θεολογικές του σπουδές μέχρι το Πάσχα του 1865, περίοδο κατά την οποία απέρριψε οριστικά τη θρησκευτική πίστη, με επιχειρήματα που αποτυπώνονται και σε επιστολή του προς την αδελφή του, στην οποία ανέφερε χαρακτηριστικά:
    «Κάθε αληθινή πίστη είναι αδιάψευστη, εκπληρώνει αυτό που ο πιστός ελπίζει να βρει σ' αυτήν, δεν προσφέρει όμως ούτε το ελάχιστο έρεισμα για τη θεμελίωση μιας αντικειμενικής αλήθειας [.] Θέλεις να επιδιώξεις ψυχική ηρεμία και ευτυχία, τότε πίστευε, θέλεις να είσαι ένας απόστολος της αλήθειας, τότε αναζήτησέ την.»
Το 1869 το Πανεπιστήμιο της Λειψίας του απένειμε τον τίτλο του διδάκτορα χωρίς εξετάσεις ή διατριβή, με βάση τα δημοσιεύματά του, και το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας τον εξέλεξε έκτακτο καθηγητή της Κλασικής Φιλολογίας. Τον επόμενο χρόνο ο Νίτσε έγινε Ελβετός υπήκοος και προήχθη σε τακτικό καθηγητή.
Μετά την επιστροφή του στη Βασιλεία, ο αμείωτος ενθουσιασμός του για τον Σοπενχάουερ, ο θαυμασμός του για το έργο του Βάγκνερ και οι φιλολογικές σπουδές και μελέτες του συνδυάστηκαν για την έκδοση του πρώτου βιβλίου του, με τίτλο Η Γέννηση της Τραγωδίας (1872).
Την περίοδο 1873-1876, ολοκλήρωσε μία σειρά τεσσάρων δοκιμίων που εκδόθηκαν αργότερα σε μία συλλογή με τον γενικό τίτλο Ανεπίκαιροι Στοχασμοί. Τα δοκίμια αυτά πραγματεύονταν γενικότερα τον σύγχρονο γερμανικό πολιτισμό, εστιάζοντας στο έργο του Νταβίντ Στράους στην κοινωνική αξία της ιστοριογραφίας, στον Σοπενχάουερ και τέλος στον Βάγκνερ .
Για τον Νίτσε, ο Σοπενχάουερ και ο Βάγκνερ αποτελούσαν φωτεινά παραδείγματα για την ανάπτυξη ενός νέου πολιτισμικού κινήματος που συνέδεε τη μουσική, τη φιλοσοφία και την κλασική φιλολογία.
Το επόμενο διάστημα, η υγεία του κλονίστηκε σοβαρά: υπέφερε από ημικρανίες, που οφείλονταν σε βλάβη του αμφιβληστροειδούς και στα δύο μάτια του, γεγονός που τον ανάγκασε τελικά να υποβάλει παραίτηση από το πανεπιστήμιο, στις 2 Μαΐου του 1879, καθώς αδυνατούσε να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του.
Απελευθερωμένος από τις ακαδημαϊκές υποχρεώσεις, ο Νίτσε πέρασε τα επόμενα χρόνια ταξιδεύοντας συχνά σε πόλεις της Ελβετίας, της Γερμανίας ή της Ιταλίας και αναζητώντας κάθε φορά ένα αναζωογονητικό κλίμα που θα βοηθούσε να βελτιωθεί η κατάσταση της υγείας του.
Ο τελευταίος χρόνος της διανοητικής διαύγειας του Νίτσε, το 1888, υπήρξε περίοδος σε υπέρτατο βαθμό παραγωγική. Έγραψε και εξέδωσε το Η περίπτωση Βάγκνερ. Επίσης, έγραψε μία σύνοψη του φιλοσοφικού του συστήματος και τα έργα Το λυκόφως των ειδώλων, Ο Αντίχριστος, Νίτσε εναντίον Βάγκνερ και Ίδε ο Άνθρωπος, ένα διαλογισμό γύρω από τα έργα του και την προσωπική του αξία. Το Λυκόφως των ειδώλων κυκλοφόρησε το 1889, Ο Αντίχριστος και το Νίτσε εναντίον Βάγκνερ είδαν το φως μόλις το 1895.
Ο Νίτσε λίγο πριν τον θάνατό του (Μάιος 1899)
Στις 3 Ιανουαρίου του 1889 υπέστη νευρική κατάρρευση, ενώ βρισκόταν στην πλατεία Κάρλο Αλμπέρτο του Τορίνο. Αν και τα γεγονότα εκείνης της ημέρας δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένα, σύμφωνα με μία διαδεδομένη εκδοχή, ο Νίτσε είδε έναν αμαξά να μαστιγώνει το άλογό του και τότε με δάκρυα στα μάτια τύλιξε τα χέρια του γύρω από το λαιμό του αλόγου για να καταρρεύσει αμέσως μετά. Τις επόμενες ημέρες απέστειλε πολυάριθμες επιστολές σε οικεία πρόσωπα, που φανέρωναν επίσης την ψυχική διαταραχή του, υπογράφοντας άλλοτε ως «ο Εσταυρωμένος» και άλλοτε ως «Διόνυσος». Στις 10 Ιανουαρίου μεταφέρθηκε σε ψυχιατρική κλινική της Βασιλείας και λίγες ημέρες αργότερα σε κλινική της Ιένας, κατόπιν επιθυμίας της μητέρας του, όπου οι γιατροί διέγνωσαν «παραλυτική ψυχική διαταραχή». Ο λόγος του ήταν παραληρηματικός και τον διακατείχαν παραισθήσεις μεγαλείου, κατά τις οποίες αυτοαποκαλούνταν δούκας του Κάμπερλαντ, Κάιζερ ή Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ', συνοδευόμενες συχνά από βίαιες συμπεριφορές.
Μετά τον θάνατό της μητέρας του το 1897, ο Νίτσε έζησε στη Βαϊμάρη μαζί με την αδελφή του. Το καλοκαίρι του 1898 υπέστη ελαφρύ εγκεφαλικό που οδήγησε στην επιδείνωση της κατάστασής του. Τον επόμενο χρόνο ακολούθησε ένα ακόμα σοβαρότερο εγκεφαλικό επεισόδιο και στις 25 Αυγούστου 1900 πέθανε από πνευμονία. Τα συμπτώματά του οδήγησαν στο συμπέρασμα πως η ασθένειά του ήταν συφιλιδική (αυτή ήταν η αρχική διάγνωση στις κλινικές της Βασιλείας και της Ιένας), ωστόσο παραμένουν αδιευκρίνιστα τα ακριβή αίτια της διαταραχής του. Η ταφή του έγινε στο κοιμητήριο της ιδιαίτερης πατρίδας του, Ραίκεν και ακολουθήθηκε η παραδοσιακή λουθηρανική τελετουργία, σύμφωνα με επιθυμία της αδελφής του.
Ο Αδόλφος Χίτλερ πάτησε πάνω στα νιτσεϊκά έργα για να οικοδομήσει τη θεωρία του εθνικοσοσιαλισμού ή ναζισμού. Το πρότυπο της Αρείας φυλής βασίστηκε πάνω στον
Υπεράνθρωπο (Τάδε έφη Ζαρατούστρα), το σημαντικότερο ίσως έργο του Νίτσε. Ο Νίτσε όμως, καθώς φαίνεται και μέσα από τα έργα του, υπήρξε δριμύτατος επικριτής τόσο των εθνικιστικών, όσο και κάθε αντισημιτικών τάσεων. Ο Ζαρατούστρα είναι η υπέρβαση του ανθρώπου προς το ανθρωπινότερο και όχι προς το απανθρωπότερο. Εξάλλου και ο ίδιος ο Nietzsche προέβλεψε ότι τα έργα του θα παρερμηνευτούν και ότι δύσκολα θα υπάρξει κάποιος που θα τα κατανοήσει σε βάθος. Ο ίδιος θα πει: «Αυτό που κάνουμε δεν το καταλαβαίνουν ποτέ, μα μονάχα το επαινούν ή το κατηγορούν».
Όταν πέθανε στα 1900 όμως, μόνος και τρελός, είχε την πεποίθηση ότι δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει το φιλοσοφικό του έργο. Αυτά που είπε στους ανθρώπους τα παρομοίαζε με πρωτόγνωρα λόγια του ανέμου, με πρωτόγνωρα και γνήσια τραγούδια κάποιου βραχνού χωριάτη. Ήταν ριζωμένη βαθιά στη συνείδησή του η αδυναμία κατανόησης των «ασμάτων» του από τους άλλους: "Αυτά που θα ακούσετε, θα είναι τουλάχιστον καινούργια. Κι αν δεν το καταλαβαίνετε, αν δεν καταλαβαίνετε τον τραγουδιστή, τόσο το χειρότερο! Μη δεν είναι αυτός ο κλήρος του; Μη δεν είναι αυτό που ονομάσανε 'Κατάρα του Τροβαδούρου';"
Δεν πρόφτασε να χτίσει εκείνη τη γέφυρα που πάντα επιθυμούσε, από τον άνθρωπο στον Υπεράνθρωπο. Οι προσδοκίες του όμως από το ανθρώπινο είδος δε σταμάτησαν ποτέ να είναι μεγάλες. Όταν ρωτήθηκε για το τι είναι αυτό που αγαπάει στους άλλους, απάντησε: «Τις ελπίδες μου».
Λόγια του Φρίντριχ Νίτσε
  * «Ένας δυνατός και συγκροτημένος άνθρωπος χωνεύει τις εμπειρίες του, όπως και τα επιτεύγματα και τα παραπτώματά του, όπως χωνεύει το κρέας, ακόμα κι όταν αναγκάζεται να καταπιεί μερικά σκληρά κομμάτια.» 
  * «Η κοιλιά είναι ο λόγος για τον οποίο ο άνθρωπος δεν νομίζει εύκολα πως είναι θεός» 
  * «Όταν χαιρετώ έναν θρησκομανή, αισθάνομαι την ανάγκη να πλύνω τα χέρια μου.»  
  * «Το χρυσό θηκάρι της συμπόνιας κρύβει κάποτε το λεπίδι της ζηλοφθονίας.» 
  * «Δύο πράγματα θέλει ο άντρας, κινδύνους και παιχνίδια. Γι' αυτό ζητάει τη γυναίκα, γιατί είναι το πιο επικίνδυνο παιχνίδι.» 
  * «Μια μικρή εκδίκηση είναι ανθρωπινότερη από καθόλου εκδίκηση.» 
  * «Ο άντρας πρέπει να είναι γυμνασμένος για τον πόλεμο και η γυναίκα για το ξεκούρασμα του πολεμιστή. Όλα τ' άλλα είναι τρέλα.» 
  * «Στο μίσος και στον έρωτα η γυναίκα είναι περισσότερο βάρβαρη από τον άντρα.» 
  * «Ο άνθρωπος είναι ένα σκοινί τεντωμένο ανάμεσα στο ζώο και τον υπεράνθρωπο, ένα σκοινί πάνω από την άβυσσο.» 
  * «Κι αν ακόμα ένας άνθρωπος έχει ακλόνητη πίστη, μπορεί να εμπλακεί στη γοητεία της αμφιβολίας.»
Πηγές: wikipedia, Ελευθεροτυπία, Πάπυρος Λαρούς-Μπριτάννικα
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: