Tο Έπος του Γκιλγκαμές είναι ένα επικό ποίημα από την περιοχή της Βαβυλωνίας και αποτελεί το αρχαιότερο γνωστό λογοτεχνικό έργο. Πρόκειται για τη συλλογή θρύλων και ποιημάτων των Σουμερίων για τον Γκιλγκαμές, μυθικό ή και ιστορικό πρόσωπο Βασιλιά ήρωα της πόλης Ουρούκ που θεωρείται ότι έζησε την 3η χιλιετία π.Χ.
Το έπος αυτό περιλαμβάνει και τον περίφημο μύθο του Κατακλυσμού των Σουμερίων. Η βασική ιστορία περιστρέφεται γύρω από τη σχέση φιλίας που αναπτύσσεται ανάμεσα στο βασιλιά Γκιλγκαμές και τον Ενκιντού έναν ημιάγριο άνθρωπο που γίνεται φίλος του βασιλιά και μαζί αναλαμβάνουν ριψοκίνδυνες αποστολές. Σε αυτό το έπος πρέπει να έχουμε και την παλαιότερη περιγραφή πάλης στην ιστορία της λογοτεχνίας. Υπάρχει μια μερίδα επιστημόνων που θεωρούν τον Ηρακλή και τους άθλους του, ιδέα εμπνευσμένη από τον Γκιλγκαμές και τις περιπέτειές του.
Όταν οι θεοί δημιούργησαν τον Γκιλγκαμές, του έδωσαν τέλειο σώμα. Ο θεός Ήλιος, τον προίκισε με ομορφιά και ο θεός της θύελλας, τον προίκισε με θάρρος. Οι μεγάλοι θεοί έκαναν τόσο τέλεια την ομορφιά του, που όμοιά της άλλη να μην υπάρχει. Τον έκαναν κατά τα δύο τρίτα Θεό και κατά το ένα τρίτο άνθρωπο. Στην πόλη Ουρούκ έκτισε τείχη, ένα μεγάλο οχυρωματικό έργο και διάφορους ναούς.
Περιηγήθηκε τον κόσμο, αλλά πουθενά δεν συνάντησε κανένα που να μπορεί να αντισταθεί στα μπράτσα του, μέχρι που ξαναγύρισε στην Ουρούκ. Όμως ο πόθος του τον έκανε να μην αφήνει παρθένα στον εραστή της, ούτε την κόρη του πολεμιστή, ούτε και τη γυναίκα του αριστοκράτη. Οι άνδρες της πόλης παραπονέθηκαν και οι Θεοί των Ουρανών τους άκουσαν και φώναξαν στον Ανού, το θεό της Ουρούκ :
"Μια θεά τον έκανε δυνατό σαν τον άγριο ταύρο και κανένας δεν μπορεί να αντισταθεί στα μπράτσα του".
Όταν ο Ανού άκουσε τους θρήνους των θεών, φώναξε την Αρουρού, τη θεά της δημιουργίας:
"Εσύ που τον δημιούργησες Αρουρού , βρες τώρα και τον δεύτερό του, μια θυελλώδη καρδιά για μια άλλη θυελλώδη καρδιά. Και βάλε τους να παλεύουν μεταξύ τους για να ησυχάσει η Ουρούκ".
Και η θεά βούτηξε τα χέρια της μέσα στα νερά και ανέσυρε από μέσα λάσπη. Και άφησε τη λάσπη αυτή να πέσει μες στην ερημιά. Και έτσι δημιουργήθηκε ο έξοχος ο Ενκιντού. Και είχε μέσα του τις αρετές του θεού του πολέμου ήταν όμορφος και αμόλυντος από την κοινωνία. Έτρωγε χλόη στους λόφους και στις νεροσυρμές συναγωνιζόταν αντάμα με τα άγρια θηρία. Μα ένας κυνηγός που έστηνε παγίδες βρέθηκε κάποια μέρα μπροστά του, στο πηγάδι που έπινε νερό και πάγωσε από το φόβο του. Γύρισε στο σπίτι του βουβός από το φόβο και είπε στον πατέρα του:
"Υπάρχει ένας άνθρωπος που δεν μοιάζει με τους άλλους. Τον είδα που κατέβαινε από τα βουνά. Είναι ο πιο δυνατός στον κόσμο φαίνεται να' ναι αθάνατος από τους ουρανούς". Κι ο πατέρας του είπε:
"Παιδί μου, στην Ουρούκ ζει ο Γκιλγκαμές. Κανένας μέχρι τώρα δεν μπόρεσε να τον νικήσει. Είναι δυνατός σαν άστρο του ουρανού. Πήγαινε βρες τον και παίνεψε τη δύναμη αυτού του αγριανθρώπου. Ζήτησε του να σου δώσει μια κόρη της απόλαυσης από το ναό του Έρωτα. Γύρνα μαζί της κι άφησε την με τη γυναικεία δύναμη να αποδυναμώσει αυτόν τον άνθρωπο".
Κι έτσι ο κυνηγός ταξίδεψε στην Ουρούκ και παρουσιάστηκε στον Γκιλγκαμές ο οποίος του έδωσε αυτή τη γυναίκα. Ύστερα από ταξίδι εφτά ήμερων έφτασαν στην πηγή όπου ανταμώθηκαν με τον Ενκιντού και αυτή του δίδαξε την τέχνη του έρωτα. Αλλά όταν χόρτασε, ξαναγύρισε στα άγρια θηρία. Και τότε, μόλις τον είδαν τα άγρια ζώα, έφυγαν μακριά. Δεν μπορούσε να τα ακολουθήσει, το σώμα του έμοιαζε να' ναι δεμένο και έτσι ξαναγύρισε και κάθισε στα πόδια της γυναίκας και άκουγε υπάκουα ότι του έλεγε:
"Είσαι σοφός, Ενκιντού, και τώρα έγινες σχεδόν Θεός. Γιατί θέλεις να τρέχεις στα βουνά με τα αγρίμια; Έλα μαζί μου. Θα σε πάω στην Ουρούκ με τα ισχυρά τείχη, στον ευλογημένο ναό της Ιστάρ και του Ανού, του έρωτα και των ουρανών. Εκεί ζει ο Γκιλγκαμές που είναι δυνατός σαν άγριος ταύρος και κυριαρχεί πάνω στους ανθρώπους".
Όταν του είπε όλα αυτά, ο Ενκιντού ευχαριστήθηκε. Ποθούσε να βρει ένα σύντροφο, που θα μπορούσε να καταλάβει την καρδιά του:
"Έλα γυναίκα, πήγαινε με σ' αυτόν τον ιερό ναό, στον τόπο που κυριαρχεί πάνω στο λαό ο Γκιλγκαμές. Θα τον προκαλέσω σε πάλη και θα φωνάξω δυνατά σ' όλη την Ουρούκ: Είμαι ο πιο δυνατός εδώ και ήρθα για να αλλάξω την παλιά την τάξη. Είμαι αυτός που γεννήθηκε στα βουνά, είμαι ο πιο δυνατός απ' όλους".
Και κείνη του είπε:
"Ας πάμε λοιπόν και κείνος ας δει το πρόσωπο σου. Είναι άνθρωπος ευτυχισμένος, θα δεις πάνω του να ακτινοβολεί ο ανδρισμός του. Το σώμα του είναι τέλειο σε δύναμη και ωριμότητα. Ποτέ δεν αναπαύεται, ούτε την ημέρα ούτε τη νύχτα. Είναι πιο δυνατός και από σένα και γι' αυτό μην καυχιέσαι. Ο Σαμάς, ο ένδοξος ήλιος, του έδωσε χάρες και ο Ανού, ο θεός των ουρανών και ο Ενλίλ και ο Εά, ο σοφός, του έδωσαν βαθειά γνώση. Και σου λέω από τώρα πως πριν αφήσεις τον άγριο τόπο θα γνωρίζει από το όνειρο του τον ερχομό σου".
Πράγματι ο Γκιλγαμές τον είδε στο όνειρό του που πήγε να το διηγηθεί στην μάνα του τη Νινσούν, που ήταν κι αυτή από τους σοφούς θεούς.
-"Μάνα, την περασμένη νύχτα είδα ένα όνειρο. Ήμουνα πλημμυρισμένος χαρά. Γύρω μου είχαν συγκεντρωθεί οι νέοι ήρωες και περπατούσα μέσα στη νύχτα κάτω από τα άστρα του στερεώματος. Και τότε κάποιος, ένα μετέωρο από την ουσία του Ανού, έπεσε από τον ουρανό. Προσπάθησα να το σηκώσω αλλά ήταν πολύ βαρύ. Όλοι οι άνθρωποι της Ουρούκ μαζεύτηκαν γύρω για να το δουν. Οι απλοί άνθρωποι χοροπηδούσαν και οι αριστοκράτες σπρώχνονταν ποιος να του πρωτοφιλήσει τα πόδια. Κι εγώ ένιωσα γι' αυτό το πράγμα έρωτα σαν αυτόν που νιώθει κανένας για γυναίκα. Με βοήθησαν, δυνάμωσα το μέτωπό μου, τον σήκωσα με τα λουριά και τον έφερα σε σένα. Και συ τον αποκάλεσες αδερφό μου".
Και τότε η Νινσούν, που είναι προικισμένη με μεγάλη σοφία, είπε στο Γκιλγκαμές:
-"Αυτό που είδες, αυτό το αστέρι του ουρανού πάνω στο όποιο έσκυψες, αυτός ήταν ο δυνατός σύντροφος, εκείνος που δίνει βοήθεια στους φίλους του που έχουν ανάγκη. Είναι το πιο δυνατό από τα άγρια πλάσματα. Γεννήθηκε στα πράσινα λιβάδια και τον ανάθρεψαν τα άγρια βουνά. Όταν θα τον δεις θα ευχαριστηθείς. Η δύναμη του μοιάζει με τη δύναμη εκείνων που κατοικούν στον ουρανό. Αυτό είναι το νόημα του ονείρου σου".
Ο Γκιλγκαμές είπε:
"Μάνα, ονειρεύτηκα και ένα άλλο όνειρο. Στους δρόμους της Ουρούκ με τα ισχυρά τείχη βρέθηκε ένα τσεκούρι. Έσκυψα κι ένιωσα βαθιά έλξη γι' αυτό. Το αγάπησα όπως αγαπάνε μια γυναίκα και το έσυρα προς το μέρος μου".
Και η Νινσούν του αποκρίθηκε:
"Το τσεκούρι που είδες και που σε τράβηξε τόσο δυνατά όσο κι ο έρωτας της γυναίκας, είναι ο σύντροφος που σου δίνω. Και θα έρθει μια δύναμη παρόμοια με κείνη που έχουν όσοι κατοικούν στον ουρανό. Είναι ο γενναίος σύντροφος που σώζει το φίλο του αν παραστεί ανάγκη".
Κι ο Γκιλγκαμές είπε στη μάνα του:
"Τον κλήρο μου τον έριξες θα γίνει δικός μου σύντροφος".
Η ιερόδουλη οδήγησε τον Ενκιντού στην εξοχή. Εκεί πήρε όπλα και έπιανε λύκους και λιοντάρια και ζούσε ευχαριστημένος ανάμεσα στους βοσκούς μέχρι την ημέρα που κάποιος ταξιδιώτης του είπε για το πώς στέναζε η Ουρούκ από την συμπεριφορά του Γκιλγκαμές:
"Ότι μπήκε στον οίκο της Συνέλευσης που δικαιωματικά ανήκει στο λαό και όλοι μαζεύτηκαν εκεί προειδοποιημένοι από τους ήχους των τυμπάνων για να εκλέξουν τη νύφη, αλλά αυτός τους χλευάζει και κάνει παράξενα πράγματα Γυρεύει αυτός να πάει πρώτος με τη νύφη, ο βασιλιάς να πηγαίνει πρώτος κι ύστερα να ακολουθεί ο σύζυγος αλλά τώρα τα τύμπανα ηχούν, για την εκλογή της νύφης και η πόλη στενάζει βαθειά".
Στα λόγια αυτά ο Ενκιντού γύρισε με κάτασπρο το πρόσωπο:
"Θα πάω στο μέρος απ' όπου ο Γκιλγκαμές κυριαρχεί πάνω στο λαό, θα τον προσκαλέσω σε πάλη και θα βροντοφωνήσω σ' όλη την Ουρούκ: Ηρθα ν' αλλάξω την παλιά τάξη γιατί είμαι ο πιο δυνατός εδώ".
Και τώρα ο Ενκιντού προχώρησε μπροστά και η γυναίκα ακολουθούσε από πίσω. Και μπήκε στην Ουρούκ, σε κείνη τη μεγάλη αγορά. Και όλο το πλήθος συγκεντρώθηκε γύρω από το σημείο που στάθηκε μέσα στο δρόμο. Οι άνθρωποι σπρώχνονταν και όπως μιλούσαν γι' αυτόν, έλεγαν:
"Είναι φτυστός ο Γκιλγκαμές". "Είναι κοντότερος". "Είναι αυτός που μεγάλωσε πίνοντας γάλα από άγρια θηρία. Είναι η πιο μεγάλη δύναμη".
Οι άνθρωποι χάρηκαν:
"Τώρα ο Γκιλγκαμές θα βρει τον δάσκαλό του». «Τούτος ο μεγάλος, τούτος ο ήρωας, που η ομορφιά του είναι σαν των θεών, θα γίνει δάσκαλος ακόμα και στο Γκιλγκαμές".
Και τότε ο Εντκιντού προχώρησε μπροστά και ανταμώθηκαν με τον Γκιλγκαμές, έξω από την εξώπορτα. Ο Εντκιντού άπλωσε τα πόδια του και τον εμπόδισε να περάσει στο σπίτι. Κι έτσι αρπάχτηκαν στα χέρια και πάλευαν σαν ταύροι. Έσπασαν τους παραστάτες της πόρτας κι ο τοίχος σείστηκε. Ρουθούνιζαν και κοιτάζονταν σαν ταύροι. Κομμάτιασαν τα πορτόξυλα κι ο τοίχος ξανασείστηκε. Ο Γκιλγκαμές λύγισε το γόνατο, στηρίχτηκε καλά στη γη και με μια στροφή έριξε κάτω τον Ενκιντού. Και τότε η μανία του κόπασε ξαφνικά. Κι όταν ο Ενκιντού έπεσε του είπε: "Άλλος όμοιος στον κόσμο δεν υπάρχει. Η Νινσούν που είναι δυνατή σαν άγριο βόδι στο βουστάσιο, είναι ή μάνα που σε γέννησε και υψώθηκες έτσι πάνω από τους ανθρώπους και ο Ενλίλ σου έδωσε τη βασιλεία, γιατί η δύναμη σου ξεπερνάει τη δύναμη των ανθρώπων". Και τότε ο Ενκιντού και ο Γκιλγκαμές αγκαλιάστηκαν. Έτσι σφραγίστηκε η φιλία τους.
Για τις ανάγκες του κειμένου πάρθηκαν τμήματα αλλά και έγιναν περιλήψεις που αντλήθηκαν από την μετάφραση του έπους στην νεοελληνική
Πηγή: Ερρίκος Π. Σκουλούδης
Όταν οι θεοί δημιούργησαν τον Γκιλγκαμές, του έδωσαν τέλειο σώμα. Ο θεός Ήλιος, τον προίκισε με ομορφιά και ο θεός της θύελλας, τον προίκισε με θάρρος. Οι μεγάλοι θεοί έκαναν τόσο τέλεια την ομορφιά του, που όμοιά της άλλη να μην υπάρχει. Τον έκαναν κατά τα δύο τρίτα Θεό και κατά το ένα τρίτο άνθρωπο. Στην πόλη Ουρούκ έκτισε τείχη, ένα μεγάλο οχυρωματικό έργο και διάφορους ναούς.
Περιηγήθηκε τον κόσμο, αλλά πουθενά δεν συνάντησε κανένα που να μπορεί να αντισταθεί στα μπράτσα του, μέχρι που ξαναγύρισε στην Ουρούκ. Όμως ο πόθος του τον έκανε να μην αφήνει παρθένα στον εραστή της, ούτε την κόρη του πολεμιστή, ούτε και τη γυναίκα του αριστοκράτη. Οι άνδρες της πόλης παραπονέθηκαν και οι Θεοί των Ουρανών τους άκουσαν και φώναξαν στον Ανού, το θεό της Ουρούκ :
"Μια θεά τον έκανε δυνατό σαν τον άγριο ταύρο και κανένας δεν μπορεί να αντισταθεί στα μπράτσα του".
Όταν ο Ανού άκουσε τους θρήνους των θεών, φώναξε την Αρουρού, τη θεά της δημιουργίας:
"Εσύ που τον δημιούργησες Αρουρού , βρες τώρα και τον δεύτερό του, μια θυελλώδη καρδιά για μια άλλη θυελλώδη καρδιά. Και βάλε τους να παλεύουν μεταξύ τους για να ησυχάσει η Ουρούκ".
Και η θεά βούτηξε τα χέρια της μέσα στα νερά και ανέσυρε από μέσα λάσπη. Και άφησε τη λάσπη αυτή να πέσει μες στην ερημιά. Και έτσι δημιουργήθηκε ο έξοχος ο Ενκιντού. Και είχε μέσα του τις αρετές του θεού του πολέμου ήταν όμορφος και αμόλυντος από την κοινωνία. Έτρωγε χλόη στους λόφους και στις νεροσυρμές συναγωνιζόταν αντάμα με τα άγρια θηρία. Μα ένας κυνηγός που έστηνε παγίδες βρέθηκε κάποια μέρα μπροστά του, στο πηγάδι που έπινε νερό και πάγωσε από το φόβο του. Γύρισε στο σπίτι του βουβός από το φόβο και είπε στον πατέρα του:
"Υπάρχει ένας άνθρωπος που δεν μοιάζει με τους άλλους. Τον είδα που κατέβαινε από τα βουνά. Είναι ο πιο δυνατός στον κόσμο φαίνεται να' ναι αθάνατος από τους ουρανούς". Κι ο πατέρας του είπε:
"Παιδί μου, στην Ουρούκ ζει ο Γκιλγκαμές. Κανένας μέχρι τώρα δεν μπόρεσε να τον νικήσει. Είναι δυνατός σαν άστρο του ουρανού. Πήγαινε βρες τον και παίνεψε τη δύναμη αυτού του αγριανθρώπου. Ζήτησε του να σου δώσει μια κόρη της απόλαυσης από το ναό του Έρωτα. Γύρνα μαζί της κι άφησε την με τη γυναικεία δύναμη να αποδυναμώσει αυτόν τον άνθρωπο".
Κι έτσι ο κυνηγός ταξίδεψε στην Ουρούκ και παρουσιάστηκε στον Γκιλγκαμές ο οποίος του έδωσε αυτή τη γυναίκα. Ύστερα από ταξίδι εφτά ήμερων έφτασαν στην πηγή όπου ανταμώθηκαν με τον Ενκιντού και αυτή του δίδαξε την τέχνη του έρωτα. Αλλά όταν χόρτασε, ξαναγύρισε στα άγρια θηρία. Και τότε, μόλις τον είδαν τα άγρια ζώα, έφυγαν μακριά. Δεν μπορούσε να τα ακολουθήσει, το σώμα του έμοιαζε να' ναι δεμένο και έτσι ξαναγύρισε και κάθισε στα πόδια της γυναίκας και άκουγε υπάκουα ότι του έλεγε:
"Είσαι σοφός, Ενκιντού, και τώρα έγινες σχεδόν Θεός. Γιατί θέλεις να τρέχεις στα βουνά με τα αγρίμια; Έλα μαζί μου. Θα σε πάω στην Ουρούκ με τα ισχυρά τείχη, στον ευλογημένο ναό της Ιστάρ και του Ανού, του έρωτα και των ουρανών. Εκεί ζει ο Γκιλγκαμές που είναι δυνατός σαν άγριος ταύρος και κυριαρχεί πάνω στους ανθρώπους".
Όταν του είπε όλα αυτά, ο Ενκιντού ευχαριστήθηκε. Ποθούσε να βρει ένα σύντροφο, που θα μπορούσε να καταλάβει την καρδιά του:
"Έλα γυναίκα, πήγαινε με σ' αυτόν τον ιερό ναό, στον τόπο που κυριαρχεί πάνω στο λαό ο Γκιλγκαμές. Θα τον προκαλέσω σε πάλη και θα φωνάξω δυνατά σ' όλη την Ουρούκ: Είμαι ο πιο δυνατός εδώ και ήρθα για να αλλάξω την παλιά την τάξη. Είμαι αυτός που γεννήθηκε στα βουνά, είμαι ο πιο δυνατός απ' όλους".
Και κείνη του είπε:
"Ας πάμε λοιπόν και κείνος ας δει το πρόσωπο σου. Είναι άνθρωπος ευτυχισμένος, θα δεις πάνω του να ακτινοβολεί ο ανδρισμός του. Το σώμα του είναι τέλειο σε δύναμη και ωριμότητα. Ποτέ δεν αναπαύεται, ούτε την ημέρα ούτε τη νύχτα. Είναι πιο δυνατός και από σένα και γι' αυτό μην καυχιέσαι. Ο Σαμάς, ο ένδοξος ήλιος, του έδωσε χάρες και ο Ανού, ο θεός των ουρανών και ο Ενλίλ και ο Εά, ο σοφός, του έδωσαν βαθειά γνώση. Και σου λέω από τώρα πως πριν αφήσεις τον άγριο τόπο θα γνωρίζει από το όνειρο του τον ερχομό σου".
Πράγματι ο Γκιλγαμές τον είδε στο όνειρό του που πήγε να το διηγηθεί στην μάνα του τη Νινσούν, που ήταν κι αυτή από τους σοφούς θεούς.
-"Μάνα, την περασμένη νύχτα είδα ένα όνειρο. Ήμουνα πλημμυρισμένος χαρά. Γύρω μου είχαν συγκεντρωθεί οι νέοι ήρωες και περπατούσα μέσα στη νύχτα κάτω από τα άστρα του στερεώματος. Και τότε κάποιος, ένα μετέωρο από την ουσία του Ανού, έπεσε από τον ουρανό. Προσπάθησα να το σηκώσω αλλά ήταν πολύ βαρύ. Όλοι οι άνθρωποι της Ουρούκ μαζεύτηκαν γύρω για να το δουν. Οι απλοί άνθρωποι χοροπηδούσαν και οι αριστοκράτες σπρώχνονταν ποιος να του πρωτοφιλήσει τα πόδια. Κι εγώ ένιωσα γι' αυτό το πράγμα έρωτα σαν αυτόν που νιώθει κανένας για γυναίκα. Με βοήθησαν, δυνάμωσα το μέτωπό μου, τον σήκωσα με τα λουριά και τον έφερα σε σένα. Και συ τον αποκάλεσες αδερφό μου".
Και τότε η Νινσούν, που είναι προικισμένη με μεγάλη σοφία, είπε στο Γκιλγκαμές:
-"Αυτό που είδες, αυτό το αστέρι του ουρανού πάνω στο όποιο έσκυψες, αυτός ήταν ο δυνατός σύντροφος, εκείνος που δίνει βοήθεια στους φίλους του που έχουν ανάγκη. Είναι το πιο δυνατό από τα άγρια πλάσματα. Γεννήθηκε στα πράσινα λιβάδια και τον ανάθρεψαν τα άγρια βουνά. Όταν θα τον δεις θα ευχαριστηθείς. Η δύναμη του μοιάζει με τη δύναμη εκείνων που κατοικούν στον ουρανό. Αυτό είναι το νόημα του ονείρου σου".
Ο Γκιλγκαμές είπε:
"Μάνα, ονειρεύτηκα και ένα άλλο όνειρο. Στους δρόμους της Ουρούκ με τα ισχυρά τείχη βρέθηκε ένα τσεκούρι. Έσκυψα κι ένιωσα βαθιά έλξη γι' αυτό. Το αγάπησα όπως αγαπάνε μια γυναίκα και το έσυρα προς το μέρος μου".
Και η Νινσούν του αποκρίθηκε:
"Το τσεκούρι που είδες και που σε τράβηξε τόσο δυνατά όσο κι ο έρωτας της γυναίκας, είναι ο σύντροφος που σου δίνω. Και θα έρθει μια δύναμη παρόμοια με κείνη που έχουν όσοι κατοικούν στον ουρανό. Είναι ο γενναίος σύντροφος που σώζει το φίλο του αν παραστεί ανάγκη".
Κι ο Γκιλγκαμές είπε στη μάνα του:
"Τον κλήρο μου τον έριξες θα γίνει δικός μου σύντροφος".
Η ιερόδουλη οδήγησε τον Ενκιντού στην εξοχή. Εκεί πήρε όπλα και έπιανε λύκους και λιοντάρια και ζούσε ευχαριστημένος ανάμεσα στους βοσκούς μέχρι την ημέρα που κάποιος ταξιδιώτης του είπε για το πώς στέναζε η Ουρούκ από την συμπεριφορά του Γκιλγκαμές:
"Ότι μπήκε στον οίκο της Συνέλευσης που δικαιωματικά ανήκει στο λαό και όλοι μαζεύτηκαν εκεί προειδοποιημένοι από τους ήχους των τυμπάνων για να εκλέξουν τη νύφη, αλλά αυτός τους χλευάζει και κάνει παράξενα πράγματα Γυρεύει αυτός να πάει πρώτος με τη νύφη, ο βασιλιάς να πηγαίνει πρώτος κι ύστερα να ακολουθεί ο σύζυγος αλλά τώρα τα τύμπανα ηχούν, για την εκλογή της νύφης και η πόλη στενάζει βαθειά".
Στα λόγια αυτά ο Ενκιντού γύρισε με κάτασπρο το πρόσωπο:
"Θα πάω στο μέρος απ' όπου ο Γκιλγκαμές κυριαρχεί πάνω στο λαό, θα τον προσκαλέσω σε πάλη και θα βροντοφωνήσω σ' όλη την Ουρούκ: Ηρθα ν' αλλάξω την παλιά τάξη γιατί είμαι ο πιο δυνατός εδώ".
Και τώρα ο Ενκιντού προχώρησε μπροστά και η γυναίκα ακολουθούσε από πίσω. Και μπήκε στην Ουρούκ, σε κείνη τη μεγάλη αγορά. Και όλο το πλήθος συγκεντρώθηκε γύρω από το σημείο που στάθηκε μέσα στο δρόμο. Οι άνθρωποι σπρώχνονταν και όπως μιλούσαν γι' αυτόν, έλεγαν:
"Είναι φτυστός ο Γκιλγκαμές". "Είναι κοντότερος". "Είναι αυτός που μεγάλωσε πίνοντας γάλα από άγρια θηρία. Είναι η πιο μεγάλη δύναμη".
Οι άνθρωποι χάρηκαν:
"Τώρα ο Γκιλγκαμές θα βρει τον δάσκαλό του». «Τούτος ο μεγάλος, τούτος ο ήρωας, που η ομορφιά του είναι σαν των θεών, θα γίνει δάσκαλος ακόμα και στο Γκιλγκαμές".
Η πάλη του Γκιλγκαμές με τον Ενικντού
Στην Ουρούκ το νυφικό κρεβάτι ήταν έτοιμο έτσι που ταίριαζε στη θεά του έρωτα. Η νύφη περίμενε το γαμπρό, αλλά τη νύχτα ο Γκιλγκαμές την άρπαξε και την πήγε στο σπίτι.Και τότε ο Εντκιντού προχώρησε μπροστά και ανταμώθηκαν με τον Γκιλγκαμές, έξω από την εξώπορτα. Ο Εντκιντού άπλωσε τα πόδια του και τον εμπόδισε να περάσει στο σπίτι. Κι έτσι αρπάχτηκαν στα χέρια και πάλευαν σαν ταύροι. Έσπασαν τους παραστάτες της πόρτας κι ο τοίχος σείστηκε. Ρουθούνιζαν και κοιτάζονταν σαν ταύροι. Κομμάτιασαν τα πορτόξυλα κι ο τοίχος ξανασείστηκε. Ο Γκιλγκαμές λύγισε το γόνατο, στηρίχτηκε καλά στη γη και με μια στροφή έριξε κάτω τον Ενκιντού. Και τότε η μανία του κόπασε ξαφνικά. Κι όταν ο Ενκιντού έπεσε του είπε: "Άλλος όμοιος στον κόσμο δεν υπάρχει. Η Νινσούν που είναι δυνατή σαν άγριο βόδι στο βουστάσιο, είναι ή μάνα που σε γέννησε και υψώθηκες έτσι πάνω από τους ανθρώπους και ο Ενλίλ σου έδωσε τη βασιλεία, γιατί η δύναμη σου ξεπερνάει τη δύναμη των ανθρώπων". Και τότε ο Ενκιντού και ο Γκιλγκαμές αγκαλιάστηκαν. Έτσι σφραγίστηκε η φιλία τους.
Οι περιπέτειες και το τέλος
Στην συνέχεια πηγαίνουν μαζί για διάφορες περιπέτειες αρχίζοντας από ένα δαίμονα που φρουρεί το Δάσος των Κέδρων τον οποίο σκοτώνουν με την υποστήριξη του θεού Ήλιου. Η θεά Αστάρτη
ζητά από τον Γκιλγκαμές να την παντρευτεί αλλά αυτός απορρίπτει την
πρόταση της και αυτή για εκδίκηση ζητά από τους θεούς να της δώσουν τον ταύρο του Ουρανού που τον στέλνει εναντίον των δυο ηρώων. Αυτοί τον σκοτώνουν και οι θεοί για τιμωρία καταδικάζουν τον Ενικντού σε θάνατο. Ο Γκιλγκαμές τον θρηνεί και φεύγει για να συναντήσει τους μόνους ανθρώπους που γλύτωσαν από τον Κατακλυσμό και τους δόθηκε η αθανασία
από τους θεούς, ελπίζοντας ότι κι ο ίδιος θα μπορέσει να αποκτήσει την
αθανασία. Ο πρώτος άνθρωπος ο Ουνταπιστίμ του λέει πως θα αποκτήσει την
αθανασία αν καταφέρει να μείνει ξάγρυπνος έξι ημέρες κι εφτά νύχτες,
όμως ο Γκιλγκαμές αποτυγχάνει και αποκοιμάται. Έπειτα, του λέει ότι υπάρχει ένα φυτό που μπορεί να του χαρίσει την αιώνια νεότητα
που θα πρέπει να το αναζητήσει στα βάθη της θάλασσας και να το φάει. Ο
Γκιλγκαμές βρίσκει το φυτό, αλλά δεν το τρώει αμέσως, γιατί θέλει να το
μοιραστεί με τους άλλους γηραιούς της Ουρούκ. Όμως δίπλα σε μια λίμνη, ένα φίδι του το κλέβει και έτσι γυρίζει πίσω στην Ουρούκ άπραγος. Στην είσοδο της πόλης, βλέπει τα τεράστια τείχη και υμνεί τον αδιάκοπο μόχθο των ανθρώπων. Τελικά όμως καταλαβαίνει ότι οι άνθρωποι αποκτούν την αθανασία με τον πολιτισμό τους και με δημιουργήματα που μένουν για πάντα στον κόσμο και στις μνήμες των ανθρώπων.Για τις ανάγκες του κειμένου πάρθηκαν τμήματα αλλά και έγιναν περιλήψεις που αντλήθηκαν από την μετάφραση του έπους στην νεοελληνική
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου