Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

17.1.22

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Κώστας Βάρναλης - Ποιήματα

Κώστας Βάρναλης (Πύργος Βουλγαρίας 1884 - Αθήνα 1974): ποιητής,

πεζογράφος καὶ δοκιμιογράφος μὲ διαλεκτικὴ ὑλιστικὴ ὀπτικὴ τῆς τέχνης.

«Ἢ ποίηση τοῦ Βάρναλη, γράφει ὁ Μενέλαος Λουντέμης, δὲ μύριζε ποτὲ γάλα. Μύριζε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μπαροῦτι· κατέβηκε δηλαδὴ στὸ στίβο χωρὶς πάρα πολλὰ γυμνάσματα καὶ δοκιμὲς καὶ περιπλανήσεις στοὺς λειμῶνες τῶν ἀσφόδελων. 

Μ᾿ ἄλλα λόγια, χωρὶς αὐτὲς τὶς πεισιθάνατες κραυγὲς ποὺ ἔβγαζαν ὅλοι οἱ λυρικοί του καιροῦ του. Ὄχι.

 Ἡ Ποίηση τοῦ Βάρναλη ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀρσενική, λάσια, μιὰ βολίδα ποὔπεσε μὲς στὰ στεκούμενα νερὰ τοῦ μελίπηχτου λυρισμοῦ».

 

Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου.

Δε λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια! Kούτσα μια και κούτσα δυο, της ζωής το ρημαδιό. Mεροδούλι, ξενοδούλι! Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι• ούλοι: δούλοι, αφεντικό και μ’ αφήναν νηστικό. 

Tα παιδιά, τα καλοπαίδια, παραβγαίνανε στην παίδεια, με κοτρώνια στα ψαχνά, φούχτες μύγα στ’ αχαμνά! 

Aνωχώρι, Kατωχώρι, ανηφόρι, κατηφόρι και με κάμα και βροχή, ώσπου μού βγαινε η ψυχή. 

Eίκοσι χρονώ γομάρι σήκωσα όλο το νταμάρι κ’ έχτισα, στην εμπασιά του χωριού, την εκκλησιά. 

Kαι ζεβγάρι με το βόδι (άλλο μπόι κι άλλο πόδι) όργωνα στα ρέματα τ’ αφεντός τα στρέμματα. 

Kαι στον πόλεμ’ «όλα για όλα» κουβαλούσα πολυβόλα να σκοτώνονται οι λαοί για τ’ αφέντη το φαΐ. 

Kαι γι’ αφτόνε τον ερίφη εκουβάλησα τη νύφη και την προίκα της βουνό, την τιμή της ουρανό! 

Aλλ’ εμένα σε μια σφήνα μ’ έδεναν το Mάη το μήνα στο χωράφι το γυμνό να γκαρίζω, να θρηνώ. 

Kι ο παπάς με την κοιλιά του μ’ έπαιρνε για τη δουλειά του και μου μίλαε κουνιστός: ― Σε καβάλησε ο Xριστός! 

Δούλεβε για να στουμπώσει όλ’ η Xώρα κ’ οι Kαμπόσοι. Mη ρωτάς το πώς και τι, να ζητάς την αρετή!

– Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου! – Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου! – Aντραλίζομαι!… Πεινώ!… – Σουτ! Θα φας στον ουρανό! K’ έλεα: όταν μιαν ημέρα παρασφίξουνε τα γέρα, θα ξεκουραστώ κ’ εγώ, του θεού τ’αβασταγό! 

Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι! Θα μου δώσουνε μια κόχη, λίγο πιόμα και σανό, σύνταξη τόσω χρονώ! 

Kι όταν ένα καλό βράδι θα τελειώσει μου το λάδι κι αμολήσω την πνοή (ένα πουφ! είν’ η ζωή), η ψυχή μου θενά δράμει στη ζεστή αγκαλιά τ’ Aβράμη, τ’ άσπρα, τ’ αχερένια του να φιλάει τα γένια του!… 

Γέρασα κι ως δε φελούσα κι αχαΐρευτος κυλούσα, με πετάξανε μακριά να με φάνε τα θεριά. Kωλοσούρθηκα και βρίσκω στη σπηλιά τον Άη Φραγκίσκο: – «Xαίρε φως αληθινόν και προστάτη των κτηνών! 

Σώσε το γέρο κυρ Mέντη απ’ την αδικιά τ’ αφέντη συ που δίδαξες αρνί τον κυρ λύκο να γενεί! 

Tο σκληρόν αφέντη κάνε από λύκο άνθρωπο κάνε!…» Mα με την κουβέντ’ αφτή πόρτα μού κλεισε κι αφτί. Tότενες το μάβρο φίδι το διπλό του το γλωσσίδι πίσου από την αστοιβιά βγάζει και κουνάει με βια:

 – «Φως ζητάνε τα χαϊβάνια κ’ οι ραγιάδες απ’ τα ουράνια, μα θεοί κι οξαποδώ κει δεν είναι παρά δω.

Aν το δίκιο θες, καλέ μου, με το δίκιο του πολέμου θα το βρείς. 

Oπού ποθεί λεφτεριά, παίρνει σπαθί. 

Mη χτυπάς τον αδερφό σου – τον αφέντη τον κουφό σου! 

Kαι στον ίδρο το δικό γίνε συ τ’ αφεντικό. 

Xάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο, χάιντε Σύμβολον αιώνιο! 

Aν ξυπνήσεις, μονομιάς θα ’ρτει ανάποδα ο ντουνιάς. Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει κ’ έχ’ η πλάση πρασινίσει κι άλλος ήλιος έχει βγει σ’ άλλη θάλασσ’, άλλη γη».


Πρόλογος (Σκλάβοι Πολιορκημένοι)

Πάλι μεθυσμένος εἶσαι, δυόμιση ὥρα τῆς νυχτός.

Κι ἂν τὰ γονατά σου τρέμαν, ἐκρατιόσουνα στητὸς

μπρὸς στὸ κάθε τραπεζάκι.«-Γειά σου Κωσταντὴ βαρβᾶτε!»

«-Καλησπερούδια, ἀφεντικά, πῶς τὰ καλοπερνᾶτε;»


Ἕνας σοὔδινε ποτήρι κι ἄλλος σοὔδινεν ἐλιά.

Ἔτσι πέρασες γραμμὴ τῆς γειτονιᾶς τὰ καπελιά.

Κι ἂν σὲ πείραζε κανένας - ἂχ ἐκεῖνος ὁ Τριβέλας!-

ἔκανες πὼς δὲν ἔνιωθες καὶ πάντα ἐγλυκογέλας.


Χτὲς καὶ σήμερα ἴδια κι ὅμοια, χρόνος μπρός, χρόνια μετά...

Ἡ ὕπαρξή σου σὲ σκοτάδια ὅλο πηχτότερα βουτᾷ.

Τάχα ἡ θελησή σου λίγη, τάχα ὁ πόνος σου μεγάλος;

Ἄχ, ποὖσαι νιότη, ποὔδειχνες πῶς θὰ γινόμουν ἄλλος!


Ἡ Μάνα τοῦ Χριστοῦ

Πῶς οἱ δρόμοι εὐωδᾶνε μὲ βάγια στρωμένοι,

ἡλιοπάτητοι δρόμοι καὶ γύρω μπαξέδες!

Ἡ χαρὰ τῆς γιορτῆς ὅλο πιότερο ἀξαίνει

καὶ μακριάθε βογγάει καὶ μακριάθε ἀνεβαίνει.


Τὴ χαρά σου, Λαοθάλασσα, κῦμα τὸ κῦμα,

τῶν ἀλλῶνε τὰ μίση καιρὸ τήνε θρέφαν

κι᾿ ἂν ἡ μαύρη σου κάκητα δίψαε τὸ κρῖμα,

νὰ ποὺ βρῆκε τὸ θῦμα της, ἄκακο θῦμα!


Ἄ! πὼς εἶχα σὰ μάνα κι᾿ ἐγὼ λαχταρήσει

(ἦταν ὄνειρο κι᾿ ἔμεινεν, ἄχνα καὶ πάει)

σὰν καὶ τ᾿ ἄλλα σου ἀδέρφια νὰ σ᾿ εἶχα γεννήσει

κι᾿ ἀπὸ δόξες ἀλάργα κι᾿ ἀλάργα ἀπὸ μίση!


Ἕνα κόκκινο σπίτι σ᾿ αὐλὴ μὲ πηγάδι. . .

καὶ μία δράνα γιομάτη τσαμπιὰ κεχριμπάρι. . .

νοικοκύρης καλὸς νὰ γυρνᾷς κάθε βράδι,

τὸ χρυσό, σιγαλὸ καὶ γλυκὸ σὰν τὸ λάδι.


Κι᾿ ἅμ᾿ ἀνοίγῃς τὴν πόρτα μὲ πριόνια στὸ χέρι,

μὲ τὰ ροῦχα γεμάτα ψιλὸ ροκανίδι,

(ἄσπρα γένια, ἄσπρα χέρια) ἡ συμβία περιστέρι

ν᾿ ἀνασαίνῃ βαθιὰ τ᾿ ὅλο κέδρον ἀγέρι.

Κ᾿ ἀφοῦ λίγο σταθῇς καὶ τὸ σπίτι γεμίσῃ

τὸν καλό σου τὸν ἤσκιο, Πατέρα κι᾿ Ἀφέντη,

ἡ ἀκριβή σου νὰ βγάνῃ νερὸ νὰ σοῦ χύσῃ,

ὁ ἀνυπόμονος δεῖπνος μὲ γέλια ν᾿ ἀρχίσῃ.


Κι᾿ ὁ κατόχρονος θάνατος θἄφτανε μέλι

καὶ πολλὴ φύτρα θ᾿ ἄφηνες τέκνα κι᾿ ἀγγόνια

καθενοῦ καὶ κοπάδι, χωράφια κι᾿ ἀμπέλι,

τ᾿ ἀργαστήρι ἐκεινοῦ, ποὺ τὴν τέχνη σου θέλει.


Κατεβάζω στὰ μάτια τὴ μάβρην ὀμπόλια,

γιὰ νὰ πάψη κι᾿ ὁ νοῦς μὲ τὰ μάτια νὰ βλέπῃ. . .

Ξεφαντώνουν τ᾿ ἀηδόνια στὰ γύρω περβόλια,

λεϊμονιᾶς σὲ κυκλώνει λεφτὴ μοσκοβόλια.


Φεύγεις πάνου στὴν ἄνοιξη, γιέ μου, καλέ μου,

ἄνοιξή μου γλυκιά, γυρισμὸ ποὺ δὲν ἔχεις.

Ἡ ὀμορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου,

δὲ μιλᾷς, δὲν κοιτᾷς, πῶς μαδιέμαι, γλυκέ μου!


Καθὼς κλαίει, σὰν τῆς παίρνουν τὸ τέκνο, ἡ δαμάλα,

ξεφωνίζω καὶ νόημα δὲν ἔχουν τὰ λόγια.

Στύλωσέ μου τὰ δυό σου τὰ μάτια μεγάλα.

Τρέχουν αἷμα τ᾿ ἀστήθια, ποὺ βύζαξες γάλα.


Πῶς ἀδύναμη στάθηκε, τόσο ἡ καρδιά σου

στὰ λαμπρὰ Γεροσύλυμα Καίσαρας νὰ μπῇς!

Ἂν τὰ πλήθη ἀλαλάζανε ξώφρενα (ἀλιά σου!)

δὲν ἤξεραν ἀκόμα οὔτε ποιὸ τ᾿ ὄνομά σου!


Κεῖ στὸ πλάγι δαγκάναν οἱ ὀχτροί σου τὰ χείλη. . .

Δολερὰ ξεσηκώσανε τ᾿ ἄγνωμα πλήθη

κι᾿ ὅσο ὁ γήλιος νὰ πέσῃ καὶ νἄρθῃ τὸ δείλι,

τὸ σταυρό σου καρφώσαν οἱ ὀχτροί σου κι᾿ οἱ φίλοι.


Μὰ γιατί νὰ σταθῇς νὰ σὲ πιάσουν! Κι᾿ ἀκόμα

σὰ ρωτήσανε: «Ποιὸς ὁ Χριστός;» τί ῾πες «Νά με!»

Ἄχ! δὲν ξέρει τί λέει τὸ πικρό μου τὸ στόμα!

Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δὲ σ᾿ ἔμαθ᾿ ἀκόμα.



Πρόλογος «Στὸ φῶς ποὺ καίει»

Νὰ σ᾿ ἀγναντεύω, θάλασσα, νὰ μὴ χορταίνω

ἀπ᾿ τὸ βουνὸ ψηλὰ

στρωτὴ καὶ καταγάλανη καὶ μέσα νὰ πλουταίνω

ἀπ᾿ τὰ μαλάματά σου τὰ πολλά.


Νά ῾ναι χινοπωριάτικον ἀπομεσήμερο, ὄντας

μετ᾿ ἄξαφνη νεροποντὴ

χυμάει μὲς ἀπ᾿ τὰ σύνεφα θαμπωτικὰ γελώντας

ἥλιος χωρὶς μαντύ.


Νὰ ταξιδεύουν στὸν ἀγέρα τὰ νησάκια, οἱ κάβοι,

τ᾿ ἀκρόγιαλα σὰ μεταξένιοι ἀχνοὶ

καὶ μὲ τοὺς γλάρους συνοδιὰ κάποτ᾿ ἕνα καράβι

ν᾿ ἀνοίγουν νὰ τὸ παίρνουν οἱ οὐρανοί.


Ξανανιωμένα ἀπ᾿ τὸ λουτρὸ νὰ ροβολᾶνε κάτου

τὴν κόκκινη πλαγιὰ χορευτικὰ

τὰ πεῦκα, τὰ χρυσόπευκα, κι᾿ ἀνθὸς τοῦ μαλαμάτου

νὰ στάζουν τὰ μαλλιά τους τὰ μυριστικά.


Κι᾿ ἀντάμα τους νὰ σέρνουνε στὸ φωτεινὸ χορό τους

ὡς μέσα στὸ νερὸ

τὰ ἐρημικὰ χιονόσπιτα-κι᾿ αὐτὰ μὲς στ᾿ ὄνειρό τους

νὰ τραγουδᾶνε, ἀξύπνητα καιρό.


Ἔτσι νὰ στέκω, θάλασσα, παντοτεινὲ ἔρωτά μου

μὲ μάτια νὰ σὲ χαίρομαι θολὰ

καὶ νά ῾ναι τὰ μελλούμενα στὴν ἅπλα σου μπροστά μου,

πίσω κι᾿ ἀλάργα βάσανα πολλά.


Ὡς νὰ μὲ πάρεις κάποτε, μαργιόλα σύ,

στοὺς κόρφους σου ἀψηλά τους ἀνθισμένους

καὶ νὰ μὲ πᾶς πολὺ μακρυὰ ἀπ᾿ τὴ μαύρη τούτη Κόλαση,

μακρυὰ πολὺ κι᾿ ἀπὸ τοὺς μαύρους κολασμένους ....


Ὀρέστης

Σέλινα τὰ μαλλιά σου μυρωμένα,

λύσε τα νὰ φανεῖς, ὡς εἶσαι, ὡραῖος,

καὶ διῶξε ἀπὸ τὸ νοῦ σου πιὰ τὸ χρέος

τοῦ μεγάλου χρησμοῦ, μιὰ καὶ κανένα

τρόπο δὲν ἔχεις ἄλλονε! Καὶ μ᾿ ἕνα

χαμόγελον ἰδὲς πῶς σ᾿ ἔφερ᾿ ἕως

στοῦ Ἄργους τὴν πύλη ὁ δρόμος σου ὁ μοιραῖος

τὸ σπλάχνο ν᾿ ἀφανίσεις ποὺ σ᾿ ἐγέννα.

Κανεὶς δὲ σὲ θυμᾶτ᾿ ἐδῶ. Κι ἐσὺ ὅμοια

τὸν ἑαυτό σου ξέχανέ τον, κι ἄμε

στῆς χρυσῆς πολιτείας τὰ σταυροδρόμια

καὶ τὸ ἔργο σου σὰ νὰ ᾿ταν ἄλλος κάμε.

Ἔτσι κι ἀλλιῶς, θὰ παίρνει σε ἀπὸ πίσου

γιὰ τὸ αἷμα τῆς μητρός σου γιὰ ἡ ντροπή σου.


Οἱ μοιραῖοι

Μὲς στὴν ὑπόγεια τὴν ταβέρνα,

μὲς σὲ καπνοὺς καὶ σὲ βρισιές,

(ἀπάνου ἐστρίγγλιζε ἡ λατέρνα)

ὅλη ἡ παρέα πίναμε ἐψές,

ἐψές, σὰν ὅλα τὰ βραδάκια,

νὰ πᾶνε κάτου τὰ φαρμάκια.


Σφιγγόταν ὁ ἕνας πλάι στὸν ἄλλο

καὶ κάπου ἐφτυοῦσε καταγῆς,

ὤ! πόσο βάσανο μεγάλο

τὸ βάσανο εἶναι τῆς ζωῆς!

Ὅσο κι ὁ νοῦς ἂν τυραννιέται

ἄσπρην ἡμέρα δὲ θυμιέται!


(Ἥλιε καὶ θάλασσα γαλάζα

καὶ βάθος τοῦ ἄσωτου οὐρανοῦ,

ὤ! τῆς αὐγῆς κροκάτη γάζα

γαρούφαλλα τοῦ δειλινοῦ,

λάμπετε-σβήνετε μακριά μας,

χωρὶς νὰ μπεῖτε στὴν καρδιά μας!)


Τοῦ ἑνοῦ ὁ πατέρας χρόνια δέκα

παράλυτος - ἴδιο στοιχειὸ

τοῦ ἄλλου κοντόμερη ἡ γυναῖκα

στὸ σπίτι λιώνει ἀπὸ χτικιό,

στὸ Παλαμήδι ὁ γυιὸς τοῦ Μάζη

κ᾿ ἡ κόρη τοῦ γιαβῆ στὸ Γκάζι.


-Φταίει τὸ ζαβὸ τὸ ριζικό μας!

--Φταίει ὁ θεὸς ποὺ μᾶς μισεῖ!

-Φταίει τὸ κεφάλι τὸ κακό μας!

--Φταίει πρώτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα τὸ κρασί!

«Ποιὸς φταίει; Ποιὸς φταίει;... κανένα στόμα

δὲν τὅβρε καὶ δὲν τὄπε ἀκόμα.


Ἔτσι, στὴν σκοτεινὴ ταβέρνα

πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,

σὰν τὰ σκουλήκια κάθε φτέρνα

ὅπου μᾶς εὕρει, μᾶς πατεῖ:

δειλοί, μοιραῖοι κι ἄβουλοι ἀντάμα!

προσμένουμε, ἴσως, κάποιο θάμα!


Καλή ανάγνωση και καλή αυτογνωσία.

Σε χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια προσέγγιση Επικούρειος Πέπος ο Γοργογυραίος.


Δεν υπάρχουν σχόλια: