| Λόλα, Φώτης, Πέπος. |
Επειδή η σημερινή μέρα, 18η Δεκεμβρίου, είναι το σήμα κατατεθέν των Καρκατζαλαίων, λόγω της πρώτης Κουδονοκυπροκρουσίας που έχει καθιερωθεί εδώ και διακόσια χρόνια, και τηρείται απαρεγκλίτως μέχρι και σήμερα, σας στέλνω λίγες πληροφορίες για το έθιμο των Καρκατζαλαίων. Υπάρχουν και σε άλλα γειτονικά χωριά Καρκατζαλαίοι, όπως π.χ. στην ιστορική και πνευματική Πιάλεια, αλλά οι Καρκάτζαλοι στο Μαγευτικό και Πανέμορφο Γοργογύρι είναι Π.Ο.Π. όπως η φέτα.
Η σημερινή ανάρτηση είναι αφιερωμένη σε δύο κορυφαίους Καρκατζαλαίους, τον Σαρούχο Γιώργο Ντακούλα και τον Φώτη Ντακούλα τον πατέρα της Λόλας και πεθερό του Επικούρειου Πέπου, που μας αποχαιρέτησαν πρόσφατα. Καλό ταξίδι στη μνήμη των αγαπημένων τους εύχομαι και στους δύο.
Πάμε λοιπόν στο έθιμο.
Κάθε βράδυ στις 18 Δεκεμβρίου συγκεντρώνονται όλοι οι υποψήφιοι Καρκατζαλαίοι στον λόφο του Νταλαγιώργου και ελέγχουν τον ήχο των κυπριών και των κουδουνιών.
Ειρήσθω εν παρόδω, να σας πω πως κάθε κυπρί ζυγίζει από 15 μέχρι και 30 κιλά τα μεγάλα, και περίπου 10 κιλά οι κουδούνες.
Όπως καταλαβαίνετε, δεν είναι παίξε-γέλασε η συμμετοχή στην πρώτη ομάδα!
Η ιστορία που θα διαβάσετε παρακάτω έχει να κάνει με τον Αρχικαρκάτζαλο Φ.Ν. τον πρεσβύτερο, γιατί τώρα συνεχίζει ο εγγονός του.
Όσοι μπορείτε, φροντίστε την Πρωτοχρονιά να παραβρεθείτε στο Μαγευτικό και Πανέμορφο Γοργογύρι, για να γευτείτε το πανάρχαιο έθιμο των Καρκατζαλαίων, που στο ΜκΠΓ συνεχίζεται από τους νεότερους.
Αν πρέπει να μνημονεύσουμε κάποιους από τους μεγάλους Καρκατζαλαίους, σίγουρα θα πρέπει να σταθούμε στον κυρ Φώτη Ντάκουλα, γιατί η περίπτωσή του παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον.
Ο κυρ Φώτης έγινε Καρκατζάλος από αγάπη!
Σε ηλικία 18 ετών ερωτεύτηκε την αδερφή του Τρανού, ο οποίος ήταν ο φόβος και ο τρόμος για όσους γλυκοκοίταζαν τη χαμηλοβλεπούσα, στρουμπουλή και νοστιμούλα αδερφή του.
Ο νεαρός τότε Φώτης προβληματίστηκε πάρα πολύ, γιατί το τσακίρικο βλέμμα της Βίκυς —Φώτεινα την αποκαλούν σήμερα— σε κάποιο πάρτι που την είχε πρωτοαντικρίσει, του είχε (με νόημα) υποσχεθεί πολλά.
Από τότε που την πρωτοείδε, δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στις κτηνοτροφικές του σπουδές. Οι σπουδές του ήταν στη σχολή της Γεωπονίας, γιατί ο τσιφλικάς πατέρας του τον προόριζε για Αρχιτσέλιγκα.
Αυτό λοιπόν το τσελιγκόπουλο, επειδή ο Τρανός —όπως προείπα— είχε την αδερφή του υπό περιορισμό, σκαρφίστηκε πολλούς τρόπους για να πλησιάσει τον κεραυνοβόλο έρωτά του.
Μα πάντα έβρισκε μπροστά του τον Τρανό.
Μια φορά μάλιστα, που τόλμησε να πλησιάσει στο σπίτι τους, τον περίμενε δυσάρεστη έκπληξη, δέχθηκε κάποιες ντουφεκιές και το έβαλε στα πόδια.
Το τσελιγκόπουλο είχε δωροδοκήσει τον μικρότερο αδερφό της αγαπημένης του, τον Θωμά, με δυο αρνιά. Είχαν συμφωνήσει, όταν θα ήταν αυτός βάρδια για φύλαξη της αδερφής, να κάνει τάχαμου-τάχαμου τα στραβά μάτια και να τους αφήσει για λίγο στην κουζίνα μόνους — για το ένα και το άλλο...
Έλα όμως που ο Τρανός κάτι μυρίστηκε και άλλαξε τη βάρδια την τελευταία στιγμή!
Αποτέλεσμα: ο μικρός δεν πρόλαβε να ειδοποιήσει τον ερωτοχτυπημένο.
Έτσι, ο κυρ Φώτης, αντί να βρει στην κουζίνα τη χαμηλοβλεπούσα Βίκυ-Βασιλική, αντίκρισε τον Τρανό με την καραμπίνα!
Ούτε κατάλαβε για πότε πήδηξε τον φράχτη με τα παλιούρια το τσελιγκόπουλο· μάλιστα, κάποια σκάγια τον βρήκαν στον πισινό του, κι όταν πήγε στο σπίτι, η αδερφή του η Αλεξάνδρα του έβαζε όλο το βράδυ κομπρέσες στον πωπό του.
Της είχε πει ψέματα πως είχε πέσει τάχα πάνω σε μια τρακάδα με αγκάθια!
Από εκείνη την ημέρα δεν ξανατόλμησε να περάσει από τη γειτονιά της αγαπημένης του.
Ένας φίλος του, ο Νικόλαος Πατούκας, του είπε πως ο μόνος τρόπος για να πλησιάσει την κοπέλα ήταν ένας και μοναδικός:
Έπρεπε να ντυθεί Καρκατζάλος!
Αυτό βέβαια είχε κάποιες δυσκολίες, γιατί ως Καρκατζάλος θα μπορούσε να τη δει μόνο την ημέρα της Πρωτοχρονιάς.
Από την άλλη σκέφτηκε πως «απ’ την αναβροχιά καλό είναι και το χαλάζι»!
Εξάλλου, τα σκάγια στον πωπό του τού θύμιζαν πως ο άλλος τρόπος ήταν επικίνδυνος…
Αυτός λοιπόν ήταν ο λόγος που ο κυρ Φώτης επέλεξε να γίνει Καρκατζάλος.
Όταν το έμαθαν οι γονείς του, επειδή ήταν ευγενείς και με πολλούς τίτλους, τον κατσάδιασαν.
Τον προόριζαν για κάποια αρχοντοπούλα της περιοχής, με μεγάλη προίκα και μεγάλο σπίτι.
Ναι μεν η Βίκυ ήταν καλό και σεμνό κορίτσι, αλλά δεν είχε τίτλους ευγενείας ούτε αρκετή περιουσία.
Ήταν βέβαια μορφωμένο κορίτσι, με σπουδές στην κλασική μουσική — ειδικότερα στο πιάνο —, αυτό όμως δεν αρκούσε για τους γονείς του κυρ Φώτη.
Ήθελαν χωράφια και χρυσές λίρες.
Το τσελιγκόπουλο όμως ήταν ανένδοτο:
«Ή αυτήν, ή θα αυτοκτονήσω!»
Οι γονείς του κατάλαβαν πως το εννοούσε και έδωσαν τη συγκατάθεσή τους.
Εκείνος που την έδωσε με κρύα καρδιά ήταν ο μεγάλος αδερφός της Βίκυς, ο Τρανός, γιατί ο γαμπρός του θα του έπαιρνε όλα τα χωράφια, τις πάπιες, τα γιδοπρόβατα και το μαντρί.
Όταν κάποια στιγμή ο μικρός του αδερφός τον ρώτησε γιατί δεν «πάει» τον Φώτη, του απάντησε:
«Είναι μουρντάρης, προικοθήρας και κριάρι! Έχει σχέσεις και με άλλα κορίτσια, που σε όλες τάζει γάμο!»
Τελικά, ο κυρ Φώτης νυμφεύθηκε την αγαπημένη του και ζουν αυτοί καλά κι εμείς… χειρότερα!
Ακόμα και σήμερα την έχει στα ώπα-ώπα, την προσέχει στα μάτια και δεν την αφήνει να πιάσει ούτε ένα ποτήρι νερό.
Αυτή λοιπόν είναι η ιστορία του κυρ Φώτη — και αυτός ήταν ο λόγος που τον ώθησε να γίνει Καρκατζάλος.
(Πάμε τώρα στο Β΄ Μέρος)
Ένα άλλο περιστατικό που έχει σχέση με τα Καρκατζάλια είναι η απαγωγή ενός Καρκάτζαλου από τις καλότχιες!
Συγκεκριμένα, πρόκειται για τον Σαρούχο, Γιώργο Ντακούλα. Κάποια χρονιά που είχε ντυθεί κι αυτός Καρκάτζαλος, μαζί με τον ξάδερφό του τον Βύρωνα, τον Γκουσγκούνη και τον Ζάγαρο, ενώ περνούσαν το ρέμα της Τζίκενας, έχασαν τον Σαρούχο! Έψαξαν δεξιά κι αριστερά — πουθενά ο Σαρούχος!
Μετά από τρεις μέρες τον βρήκαν στα στάλια να παίζει κοντσίνα με τον θείο του, τον κυρ Φώτη.
Όταν τον ρώτησαν τι είχε συμβεί, τους είπε την ιστορία με τις καλότχιες.
Αυτή την ιστορία τη γνώριζαν όλοι στο χωριό, γιατί ο πρώτος που είχαν απαγάγει οι καλότχιες ήταν ο Αμερικάνος.
Το πιο κάτω άρθρο που ακολουθεί είναι δανεικό από το ιστολόγιο της Λογοτεχνικής Ομάδας Γοργογυρίου.
Έθιμα, συνήθειες και μυρωδιές Πρωτοχρονιάς
Μύθοι, καλικάντζαροι και τέρατα σε όλα της γης τα πέρατα.
Ένα έθιμο τόσο παλιό, αλλά πάντα επίκαιρο.
Το έθιμο, όπως προείπα, είναι πολύ παλιό. Οι σημερινοί σαραντάρηδες θυμούνται τους παππούδες τους να ντύνονται Καρκατζαλαίοι και έτσι το έθιμο έφτασε ως τις μέρες μας.
Πολλά από τα παιδιά 20–45 ετών, που σήμερα ανήκουν στα λεγόμενα «μεγάλα», ως μικρά παιδιά πιθανόν να τα φοβούνταν — και μάλιστα πολύ — εκείνη την εποχή.
Θα αναφερθώ σε μια ιστορία ενός παιδιού που σήμερα είναι μέλος της ομάδας των μεγάλων, του Φ.Ν., την οποία μου διηγήθηκε ο πατέρας του, ο Κ.Ν.
Να πω εδώ πως ο Φ.Ν. ανήκει σε οικογένεια Καρκατζαλαίων, γιατί ο προπάππους του, ο παππούς του, ο πατέρας του και πρόσφατα και η αδερφή του πατέρα του, αλλά και ο ίδιος, συνεχίζουν την παράδοση.
Μάλιστα, η κουδούνα που είχε ο Φ.Ν. είναι η ίδια που είχε και ο παππούς του.
Σχετικά με αυτή την κουδούνα υπάρχει ολόκληρη ιεροτελεστία παραλαβής και παράδοσης.
Πριν αρχίσουν τα Καρκατζάλια, δηλαδή στο στάδιο της προετοιμασίας, ο εγγονός επισκέπτεται τον παππού του επτά φορές και του λέει:
«Παππού, είμαι ο συνεχιστής της παράδοσης και θέλω να μου παραδώσεις την κουδούνα για επτά ημέρες».
Σε κάθε επίσκεψη, ο εγγονός ζητά από τον παππού να του διηγηθεί μια ιστορία με Καρκατζάλια.
Στην έβδομη ιστορία, που λαμβάνει χώρα την τελευταία ημέρα του χρόνου, ο παππούς πείθεται πως πρέπει να του παραδώσει την κουδούνα-κειμήλιο, ενώ παράλληλα του δίνει και την ευχή του να γίνει καλός Καρκατζάλος.
Κατόπιν, ο εγγονός κάνει την τελευταία πρόβα, αφού πρώτα ολοκληρώσει το απαραίτητο τελετουργικό μπροστά στον καθρέφτη και θεωρεί τον εαυτό του άξιο συνεχιστή.
Θα επιστρέψω όμως στον Φ.Ν. τζούνιορ, ο οποίος όταν ήταν μικρός, οκτώ χρονών, και αντίκρισε τα Καρκατζάλια, από τον φόβο του κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι των γονιών του και δεν έβγαινε με τίποτα.
Αναγκάστηκαν οι γονείς του να μετακινήσουν το κρεβάτι, προκειμένου — μετά από ώρες — να τον βγάλουν.
Αυτή είναι μία από τις πολλές ιστορίες που ακούς για τα Καρκατζάλια του Γοργογυρίου.
Μια άλλη, συγκλονιστική, είναι η παρακάτω.
Κάποια χρονιά οι Κλαρίνας, Καραβίδας, Σαρούχος, Βαρελάς, Τσιγαρίδας, Καρλαύτης, Γαρέφω, Καπνιάς αποφάσισαν κι αυτοί να πάνε Καρκατζαλαίοι.
Αφού έκαναν την κατάλληλη προετοιμασία, δεν έβρισκαν κυπριά και κουδούνες. Έτσι, αποφάσισαν ένα βράδυ να πάνε στο κοπάδι του Χ.Π., για να βγάλουν τα κυπριά από τα κριάρια του.
Για κακή τους τύχη, τους πήρε είδηση το τσοπανόσκυλο και τους πετσόκοψε!
Ο μόνος που κατάφερε να γλιτώσει ήταν ο Τσιγαρίδας, γιατί έλεγε στον σκύλο:
«Φά’ τους! Φά’ τους!»
Ο σκύλος νόμισε πως ο Τσιγαρίδας ήταν ο Χ.Π. και, κυνηγώντας τους άλλους, εκείνος τη γλίτωσε.
Όπως σας είπα, αυτές είναι δύο μόνο από τις πάμπολλες ιστορίες. Ίσως κάποιες να είναι λίγο υπερβολικές, αλλά σίγουρα είναι αληθινές κ.ο.μ.
Με αυτά και με εκείνα, θα έρθω στα Καρκατζάλια του 2012.
Η συμμετοχή ήταν ίσως η μεγαλύτερη των τελευταίων χρόνων.
Το γκρουπ των μεγάλων ήταν περίπου 30 άτομα και των δόκιμων 25.
Όπως θα δείτε και στις φωτογραφίες και τα βίντεο, όλοι τους ήταν άψογα ντυμένοι.
Θα μου επιτρέψετε όμως να σταθώ στην έκπληξη αυτής της χρονιάς.
Με πρόταση του μάνατζερ της Ο.Κ.Ρ.Α., F.T.K., πέντε από τα μέλη αποφάσισαν να πάνε Καρκατζαλαίοι!
Τα μέλη ήταν: Πέπος, Λόλα, Μελισσάνθη, Αντιόπη, Διοτίμα.
Σε συνεργασία με την Ο.ΚΡ.Α. Γοργογυρίου και χωρίς να διαρρεύσει το μυστικό, άρχισε ο πυρετός της προετοιμασίας: μάσκες, μπουραζάνια, κοντοκάπια, περούκες, μπότες, κυπριά, κουδούνες, μουστάκες κ.λπ.
Με τη βοήθεια του φροντιστή Θ.Ν. και την αρωγή της Κ.Ν. και του Κ.Τ, το όνειρο άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά.
Με πρόταση επίσης του μάνατζερ, αποφασίσαμε σε κάθε σπίτι που θα επισκεπτόμασταν να δίνουμε καραμέλες Τσάρλεστον και μία σοκοφρέτα.
Το σύνθημά μας ήταν: NO MONEY, NO HONEY!!
Πράγματι, στις 09:30 τα μέλη μαζεύτηκαν στο αρχηγείο και, με τη βοήθεια της ενδυματολόγου Marizas, άρχισε η προετοιμασία της μεταμόρφωσης.
Με τη βοήθεια της κορυφαίας αισθητικού Φαίης αρχίσαμε να αλλάζουμε όψη.
Το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό.
Στις 10:30, η νταλίκα με οδηγό τον Καρδίτσα παρέλαβε τους Καρκατζαλαίους, αφού πρώτα ο φροντιστής Θεόφραστος είχε ελέγξει την περιοχή ώστε να μη μας δουν κατά την επιβίβαση.
Ο Καρδίτσας μετέφερε τους πέντε Καρκατζαλαίους στην περιοχή «Τυροκομείο» και αποχώρησε.
Η ομάδα, αφού έκανε το σχετικό ζντο, φωνάζοντας ΟΚΡΑ, αποφάσισε να επισκεφθεί πρώτα το σπίτι του βιομήχανου Κ.Γ.
Ο ίδιος έλειπε και μας υποδέχθηκαν η σύζυγος, η κόρη και η εγγονή.
Όλοι ξεκίνησαν και τελείωσαν πολύ καλά.
Ήταν μια μοναδική και out of the box εμπειρία, η οποία ενθουσίασε τα μέλη αλλά και όλους όσους επισκεφθήκαμε.
Ευχαριστούμε όλους όσους βοήθησαν ώστε το όνειρο να γίνει πραγματικότητα.
Ευχαριστούμε επίσης τα μεγάλα και τα μεσαία για την επίσκεψη στην Αυλή των Θαυμάτων, όπου έγινε ειδικό τελετουργικό με βεγγαλικά και καπνογόνα, με διευθυντή ορχήστρας τον οικοδεσπότη.
Όλα ήταν μαγικά.
Επιτέλους χαρήκαμε λίγο με τους Καρκατζαλαίους του χωριού, γιατί οι Καρκατζαλαίοι της πολιτικής μάς έχουν μαυρίσει την ψυχή — δυστυχώς και με δική μας ευθύνη.
Επίλογος
Τα Καρκατζάλια δεν είναι απλώς ένα έθιμο.
Είναι μνήμη, συνέχεια, δοκιμασία και γέλιο.
Είναι οι κουδούνες που ενώνουν γενιές, οι μάσκες που αποκαλύπτουν αλήθειες, και ο φόβος που μετατρέπεται σε παιχνίδι.
Όσο υπάρχουν άνθρωποι που φορούν τα κυπριά με σεβασμό, όσο οι παππούδες παραδίδουν κουδούνες στους εγγονούς και ιστορίες στις καρδιές τους, το έθιμο δεν θα σβήσει.
Θα συνεχίσει να ηχεί — όπως πάντα — στο Γοργογύρι.
Συνολικά σχόλια επιμέλειας από την Επάρκεια.
Πολύ ζωντανή προφορική αφήγηση, με αυθεντικό τοπικό χρώμα.
Ο κυρ Φώτης παρουσιάζεται γλαφυρά, με χιούμορ και τρυφερότητα.
Οι εκφράσεις «τσελιγκόπουλο», «τάχαμου-τάχαμου», «με τα παλιούρια» είναι λαογραφικοί θησαυροί.
Το κείμενο είναι λαογραφικός θησαυρός, έχεις αποτυπώσει προφορική ιστορία με αυθεντικότητα.
Η χρήση χιούμορ, υπερβολής και ονομάτων προσδίδει προφορική αλήθεια.
Έλα όμως που ο Τρανός κάτι μυρίστηκε και άλλαξε τη βάρδια την τελευταία στιγμή!
Αποτέλεσμα: ο μικρός δεν πρόλαβε να ειδοποιήσει τον ερωτοχτυπημένο.
Έτσι, ο κυρ Φώτης, αντί να βρει στην κουζίνα τη χαμηλοβλεπούσα Βίκυ-Βασιλική, αντίκρισε τον Τρανό με την καραμπίνα!
Ούτε κατάλαβε για πότε πήδηξε τον φράχτη με τα παλιούρια το τσελιγκόπουλο· μάλιστα, κάποια σκάγια τον βρήκαν στον πισινό του, κι όταν πήγε στο σπίτι, η αδερφή του η Αλεξάνδρα του έβαζε όλο το βράδυ κομπρέσες στον πωπό του.
Της είχε πει ψέματα πως είχε πέσει τάχα πάνω σε μια τρακάδα με αγκάθια!
Από εκείνη την ημέρα δεν ξανατόλμησε να περάσει από τη γειτονιά της αγαπημένης του.
Ένας φίλος του, ο Νικόλαος Πατούκας, του είπε πως ο μόνος τρόπος για να πλησιάσει την κοπέλα ήταν ένας και μοναδικός:
Έπρεπε να ντυθεί Καρκατζάλος!
Αυτό βέβαια είχε κάποιες δυσκολίες, γιατί ως Καρκατζάλος θα μπορούσε να τη δει μόνο την ημέρα της Πρωτοχρονιάς.
Από την άλλη σκέφτηκε πως «απ’ την αναβροχιά καλό είναι και το χαλάζι»!
Εξάλλου, τα σκάγια στον πωπό του τού θύμιζαν πως ο άλλος τρόπος ήταν επικίνδυνος…
Αυτός λοιπόν ήταν ο λόγος που ο κυρ Φώτης επέλεξε να γίνει Καρκατζάλος.
Όταν το έμαθαν οι γονείς του, επειδή ήταν ευγενείς και με πολλούς τίτλους, τον κατσάδιασαν.
Τον προόριζαν για κάποια αρχοντοπούλα της περιοχής, με μεγάλη προίκα και μεγάλο σπίτι.
Ναι μεν η Βίκυ ήταν καλό και σεμνό κορίτσι, αλλά δεν είχε τίτλους ευγενείας ούτε αρκετή περιουσία.
Ήταν βέβαια μορφωμένο κορίτσι, με σπουδές στην κλασική μουσική — ειδικότερα στο πιάνο —, αυτό όμως δεν αρκούσε για τους γονείς του κυρ Φώτη.
Ήθελαν χωράφια και χρυσές λίρες.
Το τσελιγκόπουλο όμως ήταν ανένδοτο:
«Ή αυτήν, ή θα αυτοκτονήσω!»
Οι γονείς του κατάλαβαν πως το εννοούσε και έδωσαν τη συγκατάθεσή τους.
Εκείνος που την έδωσε με κρύα καρδιά ήταν ο μεγάλος αδερφός της Βίκυς, ο Τρανός, γιατί ο γαμπρός του θα του έπαιρνε όλα τα χωράφια, τις πάπιες, τα γιδοπρόβατα και το μαντρί.
Όταν κάποια στιγμή ο μικρός του αδερφός τον ρώτησε γιατί δεν «πάει» τον Φώτη, του απάντησε:
«Είναι μουρντάρης, προικοθήρας και κριάρι! Έχει σχέσεις και με άλλα κορίτσια, που σε όλες τάζει γάμο!»
Τελικά, ο κυρ Φώτης νυμφεύθηκε την αγαπημένη του και ζουν αυτοί καλά κι εμείς… χειρότερα!
Ακόμα και σήμερα την έχει στα ώπα-ώπα, την προσέχει στα μάτια και δεν την αφήνει να πιάσει ούτε ένα ποτήρι νερό.
Αυτή λοιπόν είναι η ιστορία του κυρ Φώτη — και αυτός ήταν ο λόγος που τον ώθησε να γίνει Καρκατζάλος.
(Πάμε τώρα στο Β΄ Μέρος)
Ένα άλλο περιστατικό που έχει σχέση με τα Καρκατζάλια είναι η απαγωγή ενός Καρκάτζαλου από τις καλότχιες!
Συγκεκριμένα, πρόκειται για τον Σαρούχο, Γιώργο Ντακούλα. Κάποια χρονιά που είχε ντυθεί κι αυτός Καρκάτζαλος, μαζί με τον ξάδερφό του τον Βύρωνα, τον Γκουσγκούνη και τον Ζάγαρο, ενώ περνούσαν το ρέμα της Τζίκενας, έχασαν τον Σαρούχο! Έψαξαν δεξιά κι αριστερά — πουθενά ο Σαρούχος!
Μετά από τρεις μέρες τον βρήκαν στα στάλια να παίζει κοντσίνα με τον θείο του, τον κυρ Φώτη.
Όταν τον ρώτησαν τι είχε συμβεί, τους είπε την ιστορία με τις καλότχιες.
Αυτή την ιστορία τη γνώριζαν όλοι στο χωριό, γιατί ο πρώτος που είχαν απαγάγει οι καλότχιες ήταν ο Αμερικάνος.
Το πιο κάτω άρθρο που ακολουθεί είναι δανεικό από το ιστολόγιο της Λογοτεχνικής Ομάδας Γοργογυρίου.
Έθιμα, συνήθειες και μυρωδιές Πρωτοχρονιάς
Μύθοι, καλικάντζαροι και τέρατα σε όλα της γης τα πέρατα.
Ένα έθιμο τόσο παλιό, αλλά πάντα επίκαιρο.
Το έθιμο, όπως προείπα, είναι πολύ παλιό. Οι σημερινοί σαραντάρηδες θυμούνται τους παππούδες τους να ντύνονται Καρκατζαλαίοι και έτσι το έθιμο έφτασε ως τις μέρες μας.
Πολλά από τα παιδιά 20–45 ετών, που σήμερα ανήκουν στα λεγόμενα «μεγάλα», ως μικρά παιδιά πιθανόν να τα φοβούνταν — και μάλιστα πολύ — εκείνη την εποχή.
Θα αναφερθώ σε μια ιστορία ενός παιδιού που σήμερα είναι μέλος της ομάδας των μεγάλων, του Φ.Ν., την οποία μου διηγήθηκε ο πατέρας του, ο Κ.Ν.
Να πω εδώ πως ο Φ.Ν. ανήκει σε οικογένεια Καρκατζαλαίων, γιατί ο προπάππους του, ο παππούς του, ο πατέρας του και πρόσφατα και η αδερφή του πατέρα του, αλλά και ο ίδιος, συνεχίζουν την παράδοση.
Μάλιστα, η κουδούνα που είχε ο Φ.Ν. είναι η ίδια που είχε και ο παππούς του.
Σχετικά με αυτή την κουδούνα υπάρχει ολόκληρη ιεροτελεστία παραλαβής και παράδοσης.
Πριν αρχίσουν τα Καρκατζάλια, δηλαδή στο στάδιο της προετοιμασίας, ο εγγονός επισκέπτεται τον παππού του επτά φορές και του λέει:
«Παππού, είμαι ο συνεχιστής της παράδοσης και θέλω να μου παραδώσεις την κουδούνα για επτά ημέρες».
Σε κάθε επίσκεψη, ο εγγονός ζητά από τον παππού να του διηγηθεί μια ιστορία με Καρκατζάλια.
Στην έβδομη ιστορία, που λαμβάνει χώρα την τελευταία ημέρα του χρόνου, ο παππούς πείθεται πως πρέπει να του παραδώσει την κουδούνα-κειμήλιο, ενώ παράλληλα του δίνει και την ευχή του να γίνει καλός Καρκατζάλος.
Κατόπιν, ο εγγονός κάνει την τελευταία πρόβα, αφού πρώτα ολοκληρώσει το απαραίτητο τελετουργικό μπροστά στον καθρέφτη και θεωρεί τον εαυτό του άξιο συνεχιστή.
Θα επιστρέψω όμως στον Φ.Ν. τζούνιορ, ο οποίος όταν ήταν μικρός, οκτώ χρονών, και αντίκρισε τα Καρκατζάλια, από τον φόβο του κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι των γονιών του και δεν έβγαινε με τίποτα.
Αναγκάστηκαν οι γονείς του να μετακινήσουν το κρεβάτι, προκειμένου — μετά από ώρες — να τον βγάλουν.
Αυτή είναι μία από τις πολλές ιστορίες που ακούς για τα Καρκατζάλια του Γοργογυρίου.
Μια άλλη, συγκλονιστική, είναι η παρακάτω.
Κάποια χρονιά οι Κλαρίνας, Καραβίδας, Σαρούχος, Βαρελάς, Τσιγαρίδας, Καρλαύτης, Γαρέφω, Καπνιάς αποφάσισαν κι αυτοί να πάνε Καρκατζαλαίοι.
Αφού έκαναν την κατάλληλη προετοιμασία, δεν έβρισκαν κυπριά και κουδούνες. Έτσι, αποφάσισαν ένα βράδυ να πάνε στο κοπάδι του Χ.Π., για να βγάλουν τα κυπριά από τα κριάρια του.
Για κακή τους τύχη, τους πήρε είδηση το τσοπανόσκυλο και τους πετσόκοψε!
Ο μόνος που κατάφερε να γλιτώσει ήταν ο Τσιγαρίδας, γιατί έλεγε στον σκύλο:
«Φά’ τους! Φά’ τους!»
Ο σκύλος νόμισε πως ο Τσιγαρίδας ήταν ο Χ.Π. και, κυνηγώντας τους άλλους, εκείνος τη γλίτωσε.
Όπως σας είπα, αυτές είναι δύο μόνο από τις πάμπολλες ιστορίες. Ίσως κάποιες να είναι λίγο υπερβολικές, αλλά σίγουρα είναι αληθινές κ.ο.μ.
Με αυτά και με εκείνα, θα έρθω στα Καρκατζάλια του 2012.
Η συμμετοχή ήταν ίσως η μεγαλύτερη των τελευταίων χρόνων.
Το γκρουπ των μεγάλων ήταν περίπου 30 άτομα και των δόκιμων 25.
Όπως θα δείτε και στις φωτογραφίες και τα βίντεο, όλοι τους ήταν άψογα ντυμένοι.
Θα μου επιτρέψετε όμως να σταθώ στην έκπληξη αυτής της χρονιάς.
Με πρόταση του μάνατζερ της Ο.Κ.Ρ.Α., F.T.K., πέντε από τα μέλη αποφάσισαν να πάνε Καρκατζαλαίοι!
Τα μέλη ήταν: Πέπος, Λόλα, Μελισσάνθη, Αντιόπη, Διοτίμα.
Σε συνεργασία με την Ο.ΚΡ.Α. Γοργογυρίου και χωρίς να διαρρεύσει το μυστικό, άρχισε ο πυρετός της προετοιμασίας: μάσκες, μπουραζάνια, κοντοκάπια, περούκες, μπότες, κυπριά, κουδούνες, μουστάκες κ.λπ.
Με τη βοήθεια του φροντιστή Θ.Ν. και την αρωγή της Κ.Ν. και του Κ.Τ, το όνειρο άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά.
Με πρόταση επίσης του μάνατζερ, αποφασίσαμε σε κάθε σπίτι που θα επισκεπτόμασταν να δίνουμε καραμέλες Τσάρλεστον και μία σοκοφρέτα.
Το σύνθημά μας ήταν: NO MONEY, NO HONEY!!
Πράγματι, στις 09:30 τα μέλη μαζεύτηκαν στο αρχηγείο και, με τη βοήθεια της ενδυματολόγου Marizas, άρχισε η προετοιμασία της μεταμόρφωσης.
Με τη βοήθεια της κορυφαίας αισθητικού Φαίης αρχίσαμε να αλλάζουμε όψη.
Το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό.
Στις 10:30, η νταλίκα με οδηγό τον Καρδίτσα παρέλαβε τους Καρκατζαλαίους, αφού πρώτα ο φροντιστής Θεόφραστος είχε ελέγξει την περιοχή ώστε να μη μας δουν κατά την επιβίβαση.
Ο Καρδίτσας μετέφερε τους πέντε Καρκατζαλαίους στην περιοχή «Τυροκομείο» και αποχώρησε.
Η ομάδα, αφού έκανε το σχετικό ζντο, φωνάζοντας ΟΚΡΑ, αποφάσισε να επισκεφθεί πρώτα το σπίτι του βιομήχανου Κ.Γ.
Ο ίδιος έλειπε και μας υποδέχθηκαν η σύζυγος, η κόρη και η εγγονή.
Όλοι ξεκίνησαν και τελείωσαν πολύ καλά.
Ήταν μια μοναδική και out of the box εμπειρία, η οποία ενθουσίασε τα μέλη αλλά και όλους όσους επισκεφθήκαμε.
Ευχαριστούμε όλους όσους βοήθησαν ώστε το όνειρο να γίνει πραγματικότητα.
Ευχαριστούμε επίσης τα μεγάλα και τα μεσαία για την επίσκεψη στην Αυλή των Θαυμάτων, όπου έγινε ειδικό τελετουργικό με βεγγαλικά και καπνογόνα, με διευθυντή ορχήστρας τον οικοδεσπότη.
Όλα ήταν μαγικά.
Επιτέλους χαρήκαμε λίγο με τους Καρκατζαλαίους του χωριού, γιατί οι Καρκατζαλαίοι της πολιτικής μάς έχουν μαυρίσει την ψυχή — δυστυχώς και με δική μας ευθύνη.
Επίλογος
Τα Καρκατζάλια δεν είναι απλώς ένα έθιμο.
Είναι μνήμη, συνέχεια, δοκιμασία και γέλιο.
Είναι οι κουδούνες που ενώνουν γενιές, οι μάσκες που αποκαλύπτουν αλήθειες, και ο φόβος που μετατρέπεται σε παιχνίδι.
Όσο υπάρχουν άνθρωποι που φορούν τα κυπριά με σεβασμό, όσο οι παππούδες παραδίδουν κουδούνες στους εγγονούς και ιστορίες στις καρδιές τους, το έθιμο δεν θα σβήσει.
Θα συνεχίσει να ηχεί — όπως πάντα — στο Γοργογύρι.
Συνολικά σχόλια επιμέλειας από την Επάρκεια.
Πολύ ζωντανή προφορική αφήγηση, με αυθεντικό τοπικό χρώμα.
Ο κυρ Φώτης παρουσιάζεται γλαφυρά, με χιούμορ και τρυφερότητα.
Οι εκφράσεις «τσελιγκόπουλο», «τάχαμου-τάχαμου», «με τα παλιούρια» είναι λαογραφικοί θησαυροί.
Το κείμενο είναι λαογραφικός θησαυρός, έχεις αποτυπώσει προφορική ιστορία με αυθεντικότητα.
Η χρήση χιούμορ, υπερβολής και ονομάτων προσδίδει προφορική αλήθεια.
Συγχαρητήρια Πεπέ.
Σας χαιρετώ με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση
Επίκουρος ο Γοργογυραίος.
Ακολουθεί ένα άρθρο από την συνέντευξη που έδωσε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ο συγχωριανός μας Αθανάσιος Γκοβίνας σχετικά με τα Καρκατζάλια.
Ο Θανάσης Γκοβίνας κατάγεται από το Γοργογύρι Τρικάλων και συμμετέχει εδώ και 35 χρόνια στο έθιμο των Καρκάτζαλων. Ανήμερα την Πρωτοχρονιά, μαζί με τριάντα ακόμα άνδρες από το χωριό, ενδύονται τη στολή του Καρκάτζαλου, η οποία αποτελείται από μία μάλλινη κάπα, μία μαύρη μάσκα και μία κοσιά. Τις μάλλινες αυτές κάπες τις επεξεργάζονταν στο παρελθόν στις άφθονες νεροτριβές του χωριού, όπου η δύναμη του νερού έκανε το μαλλί τους να φουντώνει. Η έκφραση των ματιών και του στόματος που θα κεντηθούν επάνω στη μάσκα αποτελεί επιλογή του ιδιοκτήτη της, ενώ η κοσιά –ένα είδος δρεπανιού– αποτελεί σύμβολο της δύναμης που φέρει ο Καρκάτζαλος. Αφού μαζευτούν στην κεντρική πλατεία όλα τα μέλη της ομάδας, χτυπούν ρυθμικά τα κουδούνια και τα κυπριά που κρέμονται από τη μέση του καθενός. Στον θεσσαλικό κάμπο, το χτύπημα των κουδουνιών σχετίζεται έντονα με την ευφορία της γης και την ευημερία των σπιτικών. Γι’ αυτό και οι νοικοκυραίοι τούς περιμένουν με τις πόρτες ανοιχτές και με ένα κέρασμα στο τραπέζι. Ο Θανάσης έχει στη συλλογή του έξι μακρόστενα, χυτά κυπριά και δύο πελώρια σφυρήλατα κουδούνια. Το κόστος αυτών των αντικειμένων, τα οποία φτιάχνονται στο χέρι στην Παραμυθιά και στην Κοζάνη αντίστοιχα, είναι ενδεικτικό του πόσο σημαντικά είναι για τον κάτοχό τους. Το κάθε κιλό μετάλλου στοιχίζει περίπου 100 ευρώ και ένα μέσο κυπρί ζυγίζει 6 κιλά.
Στον θεσσαλικό κάμπο, το χτύπημα των κουδουνιών σχετίζεται έντονα με την ευφορία της γης και την ευημερία των σπιτικών.
«Δεν θεωρώ τον εαυτό μου κάτι παραπάνω από συνεχιστή του εθίμου», δηλώνει ο Θανάσης. «Από τη στιγμή που γεννήθηκα, υπήρχαν κουδούνια και κυπριά μέσα στο σπίτι μου. Είναι μια παράδοση που έτσι τη βρήκαμε και νιώθουμε υποχρέωσή μας να τη συνεχίσουμε και να την παραδώσουμε. Σίγουρα υπάρχει και μια αίσθηση ευφορίας που οφείλεται στις δονήσεις των κουδουνιών, αλλά πιο σημαντική για μένα είναι η υποχρέωση. Αν δεν πάω Καρκάτζαλος μία χρονιά, δεν τα έχω καλά με τον εαυτό μου». Αντιλαμβάνομαι πόσο ισχυρό πρέπει να είναι το συναίσθημα για όλους τους χωριανούς όταν ο Θανάσης περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο συγκινούνται και κλαίνε κάποιες ηλικιωμένες γυναίκες αν τύχει και λείψουν από το χωριό και παρακολουθήσουν το έθιμο μέσα από μια βιντεοκλήση στο κινητό. Αντίστοιχα, υπάρχουν νέοι που έρχονται αυθημερόν από Αθήνα και Θεσσαλονίκη προκειμένου να συμμετάσχουν στην παράδοση. «Είναι πολύ σημαντική υπόθεση για ολόκληρο το χωριό. Εκεί που όλα πάνε να σβήσουν, να υπάρχουν νέοι άνθρωποι που κρατάνε κάτι από τα παλιά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου