Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

28.2.16

TΖΟΡΤΖ ΟΡΓΟΥΕΛ- George Orwell 1984

21 Ιανουαρίου 1950 πεθαίνει ο διάσημος Άγγλος συγγραφέας George Orwell (1903 - 1950), που υπήρξε ανυποχώρητος πολέμιος κάθε τυραννικού καθεστώτος, ένας ρηξικέλευθος- ανατρεπτικός-αλληγορικός μυθιστοριογράφος που αμφισβήτησε ευθέως κάθε ολοκληρωτική ουτοπία του 20ου αιώνα (αποικιοκρατία των Βρετανών, φασισμό των Φράνκο, Χίτλερ, Μουσολίνι, γραφειοκρατικό σταλινισμό της πρώην Σοβιετικής Ένωσης). Πολύ εύστοχα ονομάσθηκε «υαλοκαθαριστήρας της ελευθερίας», και μάλιστα χωρίς να διαθέτει το λογοτεχνικό διαμέτρημα μεγάλων ονομάτων της Βρετανικής κουλτούρας (Γκρ. Γκριν, Αλντ. Χάξλευ, Λόρενς, Τζόις, Β. Γουλφ) είναι πιο γνωστός από πολλούς Ευρωπαίους ομότεχνους.
Ο George Orwell (1903 - 1950), λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Eric Arthur Blair, ανήκε στην κατηγορία των πνευματικών ανθρώπων που επιλέγουν να εκφραστούν μόνο με το γράψιμο, πιστός στην ιδέα ότι οι λέξεις μπορούν να είναι φορείς της επιτακτικής αλήθειας. Το έργο του εξακολουθεί να στέλνει ηχηρό μήνυμα ελευθερίας και αντιστέκεται ακόμη στο δογματισμό, τον ανορθολογισμό και την μισαλλοδοξία. Ο Τζ. Όργουελ υπήρξε οξυδερκής αναλυτής της πολιτικής πραγματικότητας, συνδυάζοντας στις ιδέες του τον δημοκρατικό σοσιαλισμό με τον κλασικό φιλελευθερισμό.
Η παγκόσμια εξοικείωση με τη λέξη «οργουελιανός» είναι απόδειξη της τεράστιας επίδρασης που άσκησε ο δυστοπικός αυτός δημιουργός της «Φάρμας των ζώων» (Animal Farm, 1945) και του περίφημου «1984» (Nineteen Eighty Four, 1948), μια επιρροή που θα μπορούσε να συγκριθεί μόνο με αυτή των συγγραφέων Αλ. Σολζενίτσιν, Αλμπέρ Καμύ, Μπέρτολντ Μπρεχτ και των φιλοσόφων Καρλ Πόπερ, Φρ. Χάγιεκ, Ζ .Π. Σαρτρ. Ο σύγχρονος πανεπιστημιακός Ζαν - Κλοντ Μισεά (Καθηγητής Φιλοσοφίας /Μονπελιέ της Γαλλίας) στο βιβλίο του: «Orwell, anarchiste tory» (Όργουελ, ένας συντηρητικός αναρχικός, 1995), τον χαρακτηρίζει «συγγραφέα επίκαιρης πάντα πολιτικής σημασίας, επειδή ενσάρκωσε στο έργο του, με υποδειγματικό τρόπο, αυτό που ο εικοστός αιώνας αποστρεφόταν περισσότερο: ένα ελεύθερο και αντιδογματικό πνεύμα».
Ολόκληρο το έργο του - σατιρικό, καυστικό, άμεσο, αντιρητορικό - είναι μια έπαλξη πνευματικής αντίστασης ενάντια σε κάθε μορφή αυταρχισμού, προειδοποιώντας με αγωνία ότι κάθε πολιτικό ιδεώδες αποτελεί την έκφραση μιας επιθυμίας για εξουσία, της οποίας πρέπει αδιάκοπα να καταπολεμούμε την επέκταση.
Το συγγραφικό του corpus απαρτίζεται από πολυμεταφρασμένα μυθιστορήματα, αρκετά κριτικά άρθρα και δημοσιογραφικές έρευνες. Ειδικότερα τα βιβλία του: «Μέρες της Βιρμανίας» (1934), «Οι αλήτες του Παρισιού και του Λονδίνου» (1934), «Στις φάμπρικες του Γουίγκαν Πάϊαρ» (1937) και «Φόρος Τιμής στην Καταλωνία» (1938) μπορεί να διαβαστούν ως απρόσωπες αυτοβιογραφίες, παράλληλες με την πολυκύμαντη πορεία της ζωής του (αξιωματικός της αποικιακής Αστυνομίας, αναρχικός, άνεργος, εργάτης, αγωνιστής στην Ισπανία κατά του Φράνκο, αλλά επίσης και κατά των σταλινικών φατριών).
Το όνομα όμως του Orwell έγινε διεθνώς γνωστό, χάρη στα δύο μυθιστορήματά του (αναφέρθηκαν στην αρχή), τα πιο πολυδιαβασμένα ίσως βιβλία του 20ου αιώνα:
1) Στην καυστική σάτιρα «Η φάρμα των ζώων» (1945), αποτυπώνονται - από έναν άνθρωπο που προερχόταν από την Αριστερά - η τραγική έκβαση της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917 στη Ρωσία και η προσπάθεια του συγγραφέα να τονίσει τη διαφθορά της εξουσίας και τον εκφυλισμό μιας Επανάστασης (την ίδια στιγμή που εδραιώνεται ως καθεστώς).
2) Στο προφητικό - αλληγορικό μυθιστόρημα «1984» (το κύκνειο σύγγραμμα του Όργουελ), οι ερμηνείες είναι πολλές και σίγουρα παρακινδυνευμένες. Σ' αυτό προβάλλεται ένας πολιτικός μύθος του μέλλοντος και προσημαίνονται οι κατοπινές κοινωνίες της ιλιγγιώδους τεχνολογικής προόδου, με τους κινδύνους περιστολής των προσωπικών ελευθεριών. «Αν θέλεις μια εικόνα του μέλλοντος, φαντάσου μια μπότα να πατάει το πρόσωπο ενός ανθρώπου για πάντα», διαβάζουμε σ' ένα σημείο του έργου.
Πράγματι, στον σημερινό κόσμο συναντάμε άφθονα παραδείγματα «μεγάλων αδελφών» (Big Brother), συγκαλυμμένες- συχνά- «αστυνομίες της σκέψης» (Thought Police), κρυφή προπαγάνδα / έμμεση πειθώ (newspeek, doublethink), δηλαδή καθημερινά επικοινωνιακά πρότυπα που παραπέμπουν στο απευκταίο «οργουελικό σύμπαν» της αστυνομοκρατίας, του αυταρχισμού, της συνεχούς παρακολούθησης της ιδιωτικής ζωής, της πολιτικής εξάρτησης και του διαρκούς ελέγχου των ανθρώπινων σχέσεων.
Η πρόσφατη κυκλοφορία του πρωτοδημοσιευμένου στην Ελλάδα βιβλίου «ΤΖΩΡΤΖ ΟΡΓΟΥΕΛ: Βιβλία εναντίον τσιγάρου» (εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, Αθήνα 2010), αποτελεί γόνιμη ευκαιρία επανάγνωσης του έργου του. Αριστουργηματικός συγγραφέας αποτιμήθηκε, τελικά, ο Όργουελ γιατί με τα ελάσσονα κείμενά του, αλλά και με τα αλληγορικά του μηνύματα (γραπτά μακράς πνοής και σημασίας) στιγμάτισε καίρια τους σκληρούς ολοκληρωτισμούς και τις δικτατορίες της κατανάλωσης, υπενθυμίζοντας την μόνιμη ηθική του αντίληψη: «να φερόμαστε σαν άνθρωποι».
του Παναγιώτη Κ. Δρέλλια, Μαθηματικός - Μεταπτυχιακό Φιλοσοφίας
ΠΗΓΗ https://sciencearchives.wordpress.com 
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος.

Λούντβιχ Βιτγκενστάιν (1889 -1951)

Εισαγωγή
Αυστριακός φιλόσοφος,  με σημαντική συνεισφορά στον τομέα της αναλυτικής φιλοσοφίας και της λογικής. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους του 20ού αιώνα, ο μεγαλύτερος ίσως για την αγγλόφωνη φιλοσοφική κοινότητα. αλλά και από αυτούς που επέδρασαν στην εξέλιξη της φιλοσοφικής σκέψης του 20ου αιώνα.
Από το 1913 ο Βιτγκενστάϊν έζησε σε δημιουργική απομόνωση στη Νορβηγία, χωρίς όμως ποτέ να αποκοπεί από τα προβλήματα που απασχολούσαν τους πνευματικούς κύκλους της Βιέννης. Τότε επιδόθηκε στη σύνθεση του μεγάλου έργου της νεανικής του ηλικίας Λογικοφιλοσοφική Πραγματεία (Tractatus logicophilosophicus) και θεωρήθηκε πλέον σαν μία από τις πιο σημαίνουσες προσωπικότητες του περασμένου αιώνα.
Ίσως η πιο ρηξικέλευθη συνεισφορά της σκέψης του είναι η αντίληψη πως η φιλοσοφία δεν αποτελεί ένα σώμα θέσεων και θεωριών, αλλά μια δραστηριότητα, μια πρακτική, που στόχο έχει όχι την κατάκτηση ενός μεταφυσικού βάθους, αλλά τη διασάφηση του νοήματος. Αυτή η νέα αντίληψη για το φιλοσοφείν εκφράζεται με τον πιο παραστατικό τρόπο στην ίδια την αφοριστική και κατακερματισμένη γραφή του Βιτγκενστάιν.
Μοναχικός, ομοφυλόφιλος, επιδεικτικά σχεδόν αδιάφορος για τον ακαδημαϊκό χώρο, ασκητικός και ευάλωτος στην ανάγκη του για το ενδιαφέρον των φίλων, υπήρξε ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους διανοητές. Με τις ιδέες του για τη λογική και τη γλώσσα αμφισβήτησε τις παραδεδομένες θέσεις και απέρριψε παραδοσιακές εναλλακτικές.
Το έργο του
Το χαρακτηριστικότερο στοιχείο της φιλοσοφικής του προσωπικότητας είναι ότι σε δύο φάσεις της ζωής του ολοκλήρωσε δύο «φιλοσοφικά συστήματα», που, παρά την κάποια συνέχεια τους, το δεύτερο αποτελεί κριτική και αναίρεση του πρώτου.
Στοιχείο της ιδιοτυπίας του αποτελεί επίσης το γεγονός ότι, ενώ ο ίδιος δεν ανήκε σε καμιά σχολή, θεωρήθηκε γενάρχης δύο σχολών, του «λογικού θετικισμού» και της «φιλοσοφίας της κοινής γλώσσας», που δέσποσαν στον αγγλόφωνο χώρο την τελευταία εξηκονταετία.
H μελέτη του σημαντικού έργου του Βιτγκενστάϊν παρουσιάζει μεγάλα προβλήματα στους ερευνητές και οι απόψεις του δύσκολα συνοψίζονται. Παρόλο που με τη δημοσίευση των καταλοίπων του δεν μπορεί πια κανείς να μιλά τόσο εύκολα για έναν «πρώιμο» και έναν «όψιμο» Βιτγκενστάϊν, οι θέσεις του ιχνηλατούνται ακόμα από τα δύο βασικά βιβλία του, με το πρόβλημα της συνέχειας ή ασυνέχειας τους σήμερα όσο ποτέ ανοικτό.
Με τη μελέτη εξάλλου των κειμένων του που θεωρούνται προπαρασκευαστικά της ύστερης φάσης του (Φιλοσοφικές Παρατηρήσεις [Philosophische Remerkungen], Φιλοσοφική Γραμματική [Philosophische Grammatik], To μπλε και το καφετί βιβλίο [The Blue and Brown Books] και άλλων) και την επανεκτίμηση της Πραγματείας, που δεν αντιμετωπίζεται σήμερα μόνο ως «βίβλος» κυρίως του λογικού θετικισμού, αλλά και ως ένα υπερβατικό βιβλίο για την ηθική, οι δύο φάσεις δε στεγανοποιούνται. O ίδιος, πάντως, φαίνεται να θεωρούσε το δεύτερο μεγάλο έργο του "Φιλοσοφικές Έρευνες" «αντιθετική συνέχεια» της Πραγματείας.
Και τα δύο έργα (Φιλοσοφικές Έρευνες - Πραγματεία) είναι γραμμένα σε ένα ιδιότυπο αφοριστικό και κάποτε ποιητικό ύφος, με τολμηρή χρήση των παρομοιώσεων και των μεταφορών που γοητεύει τον αναγνώστη, αλλά και δυσχεραίνει την κατανόηση. Μόνιμο πρόβλημα τους είναι η σφαίρα και τα όρια της γλώσσας και η «εξωτερική» και «εσωτερική» οροθέτηση του νοήματος. Και στα δύο ο συγγραφέας δεν αντιμετωπίζει τη φιλοσοφία ως επιστήμη, αλλά ως «δραστηριότητα» στο πρώτο και ως «γραμματική έρευνα» στο δεύτερο, με την έμφαση στη «θεραπευτική» λειτουργία της.
Λογικο-Φιλοσοφική Πραγματεία ( Tractatus Logico-Philosophicus)
Wittgenstein-1Το βασικό ερώτημα που τον απασχολεί στην Πραγματεία είναι «πώς είναι δυνατή η γλώσσα», πώς μπορεί κανείς, δηλαδή, να μιλά για τον κόσμο και να γίνεται κατανοητός. Για το Βιτγκενστάϊν τούτο είναι δυνατό γιατί υπάρχει ισομορφισμός ανάμεσα στα στοιχεία της γλώσσας και στα «απλά» στοιχεία του κόσμου που αποτελούν την ουσία του ή καλύτερα ανάμεσα στα «γεγονότα» που απαρτίζουν τον κόσμο και τις στοιχειακές προτάσεις.
Το νόημα του βιβλίου μπορεί να συνοψιστεί στα εξής: «Ό,τι μπορεί γενικά να ειπωθεί, μπορεί να ειπωθεί με σαφήνεια και για όσα δεν μπορεί να μιλά κανείς, γι' αυτά πρέπει να σωπαίνει». Σκοπός του είναι να βάλει «ένα όριο στην έκφραση των σκέψεων».
Ήταν το μοναδικό έργο που δημοσίευσε ο Βιτγκενστάιν όσο ζούσε και μέσα από αυτό εγκαινιάστηκε μία νέα κατεύθυνση στη φιλοσοφία που αφορούσε στην ανάλυση της γλώσσας. Ο τίτλος του προτάθηκε από τον G. E. Moore και παραπέμπει στο έργο του Σπινόζα Tractatus Theologico-Politicus. Το κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι η διάκριση ανάμεσα στο λέγειν και στο δεικνύναι.
Σύμφωνα με τον ίδιο τον Βιτγκενστάιν, το έργο του αφορά στα προβλήματα της φιλοσοφίας και πώς αυτά δημιουργήθηκαν από την παρανόηση της λογικής της γλώσσας. Εκεί στηρίζεται και η δημοφιλής καταληκτική φράση του βιβλίου «για όσα δεν μπορεί να μιλά κανείς καλύτερα να σωπαίνει». Επιπλέον, με το Tractatus, εισάγεται η απεικονιστική θεωρία του Βιτγκενστάιν, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον κόσμο σχηματίζοντας εικόνες των γεγονότων. Η δομή του έργου αποτελείται από αριθμημένες προτάσεις, συνήθως με τη μορφή αξιωμάτων και χωρίς να δικαιολογούνται.
Οι βασικές προτάσεις και κύριες θέσεις του έργου μπορούν να συνοψιστούν στα παρακάτω:
  • Ο κόσμος είναι όλα όσα συμβαίνουν.
  • Το γεγονός, είναι η ύπαρξη καταστάσεων πραγμάτων.
  • Κάθε σκέψη είναι μία λογική εικόνα των γεγονότων.
  • Η σκέψη είναι μια πρόταση με νόημα.
  • Η πρόταση είναι μια συνάρτηση αλήθειας των στοιχειωδών προτάσεων.
  • Για όσα δεν μπορεί να μιλά κανείς θα πρέπει να σωπαίνει.
Ο Βιτγκενστάιν αναθεώρησε αργότερα αρκετές από τις ιδέες του έργου, αν και μετά την ολοκλήρωσή του, πίστευε πως είχε καταφέρει να λύσει όλα τα παραδοσιακά προβλήματα της φιλοσοφίας.
Η ζωή του
Ανήκε σε εξαιρετικά εύπορη και πολυμελή οικογένεια της Βιέννης που είχε ποικίλα καλλιτεχνικά (κυρίως μουσικά) και πνευματικά ενδιαφέροντα. O Βιτγκενστάϊν σπούδασε στο τεχνικό λύκειο του Βερολίνου μαθηματικά, φυσική και μηχανική, και κατά τη φοίτηση του (1908 -11) στην πολυτεχνική σχολή του Μάντσεστερ - όπου ασχολήθηκε θεωρητικά και πρακτικά με την αεροναυπηγική - ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τα καθαρά μαθηματικά και τη θεμελίωση τους. To νέο αυτό ενδιαφέρον του τον οδήγησε, μέσο των έργων του Μπέρτραντ Ράσελ και του Γκόττλομπ Φρέγκε , στη φιλοσοφία.
Με την προτροπή του Φρέγκε γράφτηκε στο  Trinity College του Καίμπριτζ και σπούδασε (1912 -13) κοντά στο Ράσελ μαθηματική λογική, δείχνοντας παράλληλα ενδιαφέρον και για την ψυχολογία.
O Βιτγκενστάιν επισκέφτηκε τον Ράσελ στο Trinity College και σύντομα αποτέλεσε έναν από τους λίγους που παρακολουθούσαν τις διαλέξεις του. Παράλληλα, τον απασχολούσε και εκτός διδασκαλίας, προκαλώντας εκτεταμένες συζητήσεις μαζί του, πάνω σε πολλά φιλοσοφικά ζητήματα. Ο Βιτγκενστάιν, αποζητούσε επιπλέον την γνώμη του σχετικά με το αν διέθετε το απαραίτητο ταλέντο στη φιλοσοφία, προκειμένου να ασχοληθεί με αυτή.
Ο Ράσελ τελικά ενθάρρυνε τον Βιτγκενστάιν να συνεχίσει να ασχολείται με τη φιλοσοφία και το 1912 έγινε επίσημα δεκτός στο Trinity College του Καίμπριτζ με επόπτη καθηγητή τον Ράσελ.
Την ίδια περίοδο, ο Βιτγκενστάιν πείθεται πως στον ακαδημαϊκό περίγυρο του Καίμπριτζ δεν θα μπορούσε να παραγάγει ένα σημαντικό φιλοσοφικό έργο, όπως ο ίδιος το εννοούσε και αποφασίζει να απομονωθεί στη Νορβηγία προκειμένου να ολοκληρώσει το έργο του πάνω στη λογική.
Έτσι, τον Οκτώβριο του 1913, ο Βιτγκενστάιν εγκαταστάθηκε στο απομονωμένο χωριό Skjolden της Νορβηγίας, αποκομμένος και συγχρόνως απελευθερωμένος από τον αστικό τρόπο ζωής της Βιέννης ή του Καίμπριτζ. Στο διάστημα της παραμονής του υπήρξε πολύ παραγωγικός ενώ κατά διαστήματα διατηρούσε επικοινωνία δια αλληλογραφίας με τον Ράσελ σχολιάζοντας την πρόοδο του έργου του ή διευκρινίζοντας του κάποια σημεία του.
Μετά την κήρυξη του A' Παγκόσμιου Πολέμου υπηρέτησε ως εθελοντής στον αυστριακό στρατό, αιχμαλωτίστηκε από τους Ιταλούς και τιμήθηκε για την γενναιότητα του. Μέσα στα πολεμικά χαρακώματα ολοκλήρωσε το έργο του με τον τίτλο Logisch-philosophische Tractatus.
Λόγω μιας εσωτερικής κρίσης  εργάστηκε και ως βοηθός κηπουρού σε ένα μοναστήρι και για δύο χρόνια έδωσε δημιουργική διέξοδο στα ενδιαφέροντα του για την αρχιτεκτονική και τη γλυπτική αναλαμβάνοντας την ανέγερση του γνωστού μεγάρου της μιας αδερφής του στη Βιέννη.
Το 1928 ο Βιτγκενστάϊν συνειδητοποίησε ότι είχε κάτι το δημιουργικό να προσφέρει και πάλι στη φιλοσοφία και ξαναγύρισε (1929) στο Καίμπριτζ, αναγορεύτηκε διδάκτορας με την Πραγματεία και άρχισε να διδάσκει με το δικό του ιδιόμορφο τρόπο και να συγγράφει.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Οξφόρδη και στο Καίμπριτζ, όπου ολοκλήρωσε το δεύτερο μεγάλο έργο του Φιλοσοφικές Έρευνες, που εκδόθηκε δύο χρόνια μετά το θάνατο του τόσο στα γερμανικά (Philosophische Untersuchungen), όσο και στα αγγλικά (Philosophical Investigations).
O Βιτγκενστάϊν είναι ο μοναδικός φιλόσοφος του 20ού αι., του οποίου η βιβλιογραφία περιέχει 3.000 περίπου τίτλους βιβλίων και άρθρων σε πολλές γλώσσες 33 μόλις χρόνια μετά το θάνατο του.
Πηγή: https://sciencearchives.wordpress.com
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος.

O Φρειδερίκος Νίτσε του μηδενισμού και του υπεράνθρωπου Μέρος Δεύτερο Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.

Η αιώνια επιστροφή
To δόγμα της αιώνιας επιστροφής το οποίο αποτελεί την βασική σύλληψη του Τάδε έφη Ζαρατούστρα θέτει το ερώτημα: «Πόσο θα ήταν διατεθειμένος ένας άνθρωπος, απέναντι στον εαυτό του και στη ζωή, να μην επιθυμεί διακαώς τίποτε άλλο παρά την απεριόριστη επιστροφή, χωρίς μεταβολές, του κάθε ενός λεπτού;».
Η «αιώνια επιστροφή» είναι μια ιδέα μυστηριώδης και ο Νίτσε με αυτήν έφερε πολλούς φιλοσόφους σε δύσκολη θέση: σκέψου δηλαδή ότι μια μέρα όλα πρόκειται να επαναληφθούν όπως ήδη τα έχουμε ζήσει και ότι ακόμα κι η επανάληψη αυτή θα επαναλαμβάνεται ασταμάτητα! Τι πάει να πει αυτός ο χωρίς νόημα μύθος;
Ο μύθος της αιώνιας επιστροφής μας λέει, αρνητικά, ότι η ζωή που μια για πάντα θα εξαφανιστεί και δεν θα ξανάρθει, μοιάζει με σκιά, ότι δεν έχει βάρος, ότι ήδη από σήμερα είναι πεθαμένη, κι ότι, όσο άσπλαχνη, όσο ωραία, όσο λαμπερή κι αν είναι, αυτή η ομορφιά, αυτή η φρίκη, αυτή η λαμπρότητα, δεν έχουν κανένα νόημα"
Στην θεωρία ή καλύτερα 'ομοίωμα θεωρίας' της 'αιώνιας επιστροφής' ο Νίτσε αναδεικνύει τη σημασία του 'είναι του γίγνεσθαι' και της κυκλικής του αναγκαιότητας. Ο κόσμος του Νίτσε μπορεί να θεωρηθεί ένα ομοίωμα, ένα αντίγραφο που αναπαράγεται στο διηνεκές: 'επειδή σε κάθε στιγμή είναι επανάληψη, ομοίωμα πραγμάτων που συνέβησαν ήδη απεριόριστες φορές'. Ή όπως αναφέρεται κάπου αλλού: 'Εάν το σύμπαν είχε μια θέση ισορροπίας, εάν το γίγνεσθαι είχε κάποιο σκοπό ή μια τελική κατάσταση, θα τα είχε ήδη πετύχει'.
Ό,τι αποκλείεται από την ' αιώνια επιστροφή ' ό,τι δεν ξαναγυρνά, είναι αυτό που προσπαθεί να τεθεί ως μοναδικό μοντέλο, ως πρωτότυπο 'εκτός χρόνου', ως αυτό που διακρίνει το γνήσιο από το αντίγραφο.
Υποτίθεται ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θα θεωρούσαν, θα έπρεπε να θεωρούν, αυτή την σκέψη εξουθενωτική, διότι θα το θεωρούσαν ίσως δυνατόν να προτιμήσουν την αιώνια επιστροφή της ζωής τους σε μία επιδιορθωμένη εκδοχή παρά να επιθυμούν διακαώς την αιώνια επιστροφή της δυστυχίας τους. Εκείνος που θα αποδεχόταν την επιστροφή, χωρίς αυταπάτες και χωρίς υπεκφυγές, θα ήταν ένα υπεράνθρωπο ον (Ubermensch), ένας υπεράνθρωπος, που η απόσταση του από τον κανονικό άνθρωπο, κατά τον Νίτσε, είναι μεγαλύτερη από την απόσταση ανάμεσα στον άνθρωπο και τον πίθηκο. Οι σχολιαστές διαφωνούν ακόμη ως προς το εάν υπάρχουν ειδικά χαρακτηριστικά τα οποία προσδιορίζουν τον άνθρωπο ο οποίος ενστερνίζεται την αιώνια επιστροφή.
H επίδραση του Νίτσε
O Νίτσε έγραψε κάποτε ότι μερικοί άνθρωποι γεννιούνται μετά τον θάνατο τους και αυτό ασφαλώς ισχύει στην περίπτωση του. H ιστορία της φιλοσοφίας, της θεολογίας και της ψυχολογίας τού 20ού αιώνα δεν νοείται χωρίς αυτόν. Πολλά, λογουχάρη, του οφείλει το έργο των Γερμανών φιλοσόφων Μαξ Σέλερ, Καρλ Γιάσπερς και Μάρτιν Χάιντεγκερ, καθώς και εκείνο των Γάλλων φιλοσόφων Αλμπέρ Καμύ, Ζακ Ντεριντά  και Μισέλ Φουκώ.
O υπαρξισμός  και ο αποικοδομητισμός (deconstructionism), ένα κίνημα της φιλοσοφίας και της λογοτεχνικής κριτικής, αντλούν πολλά στοιχεία από το έργο του. Ο Martin Buber,   ο   μεγαλύτερος   στοχαστής τού ιουδαϊσμού τον 20ό αιώνα, θεωρούσε τον Νίτσε ως μία από τις τρεις πιο σημαντικές επιδράσεις που δέχθηκε στη ζωή του και μετέφρασε στα Πολωνικά το πρώτο μέρος τού Ζαρατούστρα. Βαθιά ήταν η επίδραση που άσκησε στους ψυχολόγους Άλφρεντ Άντλερ και Καρλ Γιουνγκ, όπως και στον Ζήγκμουντ Φρόυντ, ο οποίος είπε ότι ο Νίτσε διέθετε μία αντίληψη για τον εαυτό του που ήταν διεισδυτικότερη   από  οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου που είχε ζήσει ή θα ζήσει ποτέ.
Μυθιστοριογράφοι όπως ο Τόμας Μαν, ο Χέρμαν Έσε, ο Αντρέ Μαλρώ, ο Αντρέ Ζιντ  και ο Τζων Γκάρντνερ εμπνεύστηκαν από το έργο του και έγραψαν γι' αυτόν, όπως επίσης, ανάμεσα σε άλλους, οι ποιητές και δραματουργοί Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω, Ράινερ Μαρία Ρίλκε. 
O Νίτσε ανήκει σίγουρα στους φιλοσόφους με την μεγαλύτερη επίδραση που έζησαν ποτέ. Και αυτό δεν οφείλεται μόνο στην πρωτοτυπία του, αλλά και στο γεγονός ότι ήταν ο πιο λαμπρός χειριστής της γερμανικής γλώσσας στον πεζό λόγο.
Κυριότερα έργα: H γέννηση της τραγωδίας από το πνεύμα της μουσικής (ελληνική μετάφραση N. Καζαντζάκη, 1965), H φιλοσοφία κατά τους τραγικούς χρόνους των Ελλήνων, Η χαρούμενη επιστήμη (1882), Τάδε έφη Ζαρατούστρα (1883-1885), Πέραν του καλού και του κακού (1886), Γενεαλογία της ηθικής, Η περίπτωση Βάγκνερ (1888), Το λυκόφως των ειδώλων (1889), Ο Αντίχριστος (1895), Ιδέ ο άνθρωπος.
Η πολυτάραχη ζωή του
Ο πατέρας του ήταν λουθηρανός πάστορας, ενώ η μητέρα του ήταν κόρη ενός πάστορα. ήταν δε το νεότερο από τα παιδιά της οικογένειας αυτής. Ο Νίτσε από τα παιδικά του χρόνια έγραφε ποιήματα και μικρά θεατρικά έργα, μέρος των οποίων φρόντιζε να φυλάσσει η αδελφή του. Αφιέρωνε μεγάλο μέρος του χρόνου του στο γράψιμο, επιδεικνύοντας μία πλούσια λογοτεχνική παραγωγή, ενώ ήδη σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών ταξινόμησε τα ποιήματά του σε περιόδους.
Αν και από νωρίς υπήρχε η γενικευμένη αντίληψη πως επρόκειτο να γίνει κληρικός, ο Νίτσε σταδιακά άρχισε να αμφισβητεί τον Χριστιανισμό και περίπου το φθινόπωρο του 1862 είχε απορρίψει οριστικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο, σκεπτόμενος να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική, αλλά ξεκίνησε σπουδές κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Βόννης. Παράλληλα, γράφτηκε στο θεολογικό τμήμα του πανεπιστημίου με διάθεση να ασχοληθεί περισσότερο με τη φιλολογική κριτική του Ευαγγελίου και τις πηγές της Καινής Διαθήκης, γεγονός που είναι μάλλον ενδεικτικό των θρησκευτικών αμφιβολιών του, αλλά και της αδυναμίας του να ομολογήσει στην οικογένειά του πως δεν επιθυμούσε να γίνει ιερέας. Συνέχισε τις θεολογικές του σπουδές μέχρι το Πάσχα του 1865, περίοδο κατά την οποία απέρριψε οριστικά τη θρησκευτική πίστη, με επιχειρήματα που αποτυπώνονται και σε επιστολή του προς την αδελφή του, στην οποία ανέφερε χαρακτηριστικά:
    «Κάθε αληθινή πίστη είναι αδιάψευστη, εκπληρώνει αυτό που ο πιστός ελπίζει να βρει σ' αυτήν, δεν προσφέρει όμως ούτε το ελάχιστο έρεισμα για τη θεμελίωση μιας αντικειμενικής αλήθειας [.] Θέλεις να επιδιώξεις ψυχική ηρεμία και ευτυχία, τότε πίστευε, θέλεις να είσαι ένας απόστολος της αλήθειας, τότε αναζήτησέ την.»
Το 1869 το Πανεπιστήμιο της Λειψίας του απένειμε τον τίτλο του διδάκτορα χωρίς εξετάσεις ή διατριβή, με βάση τα δημοσιεύματά του, και το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας τον εξέλεξε έκτακτο καθηγητή της Κλασικής Φιλολογίας. Τον επόμενο χρόνο ο Νίτσε έγινε Ελβετός υπήκοος και προήχθη σε τακτικό καθηγητή.
Μετά την επιστροφή του στη Βασιλεία, ο αμείωτος ενθουσιασμός του για τον Σοπενχάουερ, ο θαυμασμός του για το έργο του Βάγκνερ και οι φιλολογικές σπουδές και μελέτες του συνδυάστηκαν για την έκδοση του πρώτου βιβλίου του, με τίτλο Η Γέννηση της Τραγωδίας (1872).
Την περίοδο 1873-1876, ολοκλήρωσε μία σειρά τεσσάρων δοκιμίων που εκδόθηκαν αργότερα σε μία συλλογή με τον γενικό τίτλο Ανεπίκαιροι Στοχασμοί. Τα δοκίμια αυτά πραγματεύονταν γενικότερα τον σύγχρονο γερμανικό πολιτισμό, εστιάζοντας στο έργο του Νταβίντ Στράους στην κοινωνική αξία της ιστοριογραφίας, στον Σοπενχάουερ και τέλος στον Βάγκνερ .
Για τον Νίτσε, ο Σοπενχάουερ και ο Βάγκνερ αποτελούσαν φωτεινά παραδείγματα για την ανάπτυξη ενός νέου πολιτισμικού κινήματος που συνέδεε τη μουσική, τη φιλοσοφία και την κλασική φιλολογία.
Το επόμενο διάστημα, η υγεία του κλονίστηκε σοβαρά: υπέφερε από ημικρανίες, που οφείλονταν σε βλάβη του αμφιβληστροειδούς και στα δύο μάτια του, γεγονός που τον ανάγκασε τελικά να υποβάλει παραίτηση από το πανεπιστήμιο, στις 2 Μαΐου του 1879, καθώς αδυνατούσε να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του.
Απελευθερωμένος από τις ακαδημαϊκές υποχρεώσεις, ο Νίτσε πέρασε τα επόμενα χρόνια ταξιδεύοντας συχνά σε πόλεις της Ελβετίας, της Γερμανίας ή της Ιταλίας και αναζητώντας κάθε φορά ένα αναζωογονητικό κλίμα που θα βοηθούσε να βελτιωθεί η κατάσταση της υγείας του.
Ο τελευταίος χρόνος της διανοητικής διαύγειας του Νίτσε, το 1888, υπήρξε περίοδος σε υπέρτατο βαθμό παραγωγική. Έγραψε και εξέδωσε το Η περίπτωση Βάγκνερ. Επίσης, έγραψε μία σύνοψη του φιλοσοφικού του συστήματος και τα έργα Το λυκόφως των ειδώλων, Ο Αντίχριστος, Νίτσε εναντίον Βάγκνερ και Ίδε ο Άνθρωπος, ένα διαλογισμό γύρω από τα έργα του και την προσωπική του αξία. Το Λυκόφως των ειδώλων κυκλοφόρησε το 1889, Ο Αντίχριστος και το Νίτσε εναντίον Βάγκνερ είδαν το φως μόλις το 1895.
Ο Νίτσε λίγο πριν τον θάνατό του (Μάιος 1899)
Στις 3 Ιανουαρίου του 1889 υπέστη νευρική κατάρρευση, ενώ βρισκόταν στην πλατεία Κάρλο Αλμπέρτο του Τορίνο. Αν και τα γεγονότα εκείνης της ημέρας δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένα, σύμφωνα με μία διαδεδομένη εκδοχή, ο Νίτσε είδε έναν αμαξά να μαστιγώνει το άλογό του και τότε με δάκρυα στα μάτια τύλιξε τα χέρια του γύρω από το λαιμό του αλόγου για να καταρρεύσει αμέσως μετά. Τις επόμενες ημέρες απέστειλε πολυάριθμες επιστολές σε οικεία πρόσωπα, που φανέρωναν επίσης την ψυχική διαταραχή του, υπογράφοντας άλλοτε ως «ο Εσταυρωμένος» και άλλοτε ως «Διόνυσος». Στις 10 Ιανουαρίου μεταφέρθηκε σε ψυχιατρική κλινική της Βασιλείας και λίγες ημέρες αργότερα σε κλινική της Ιένας, κατόπιν επιθυμίας της μητέρας του, όπου οι γιατροί διέγνωσαν «παραλυτική ψυχική διαταραχή». Ο λόγος του ήταν παραληρηματικός και τον διακατείχαν παραισθήσεις μεγαλείου, κατά τις οποίες αυτοαποκαλούνταν δούκας του Κάμπερλαντ, Κάιζερ ή Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ', συνοδευόμενες συχνά από βίαιες συμπεριφορές.
Μετά τον θάνατό της μητέρας του το 1897, ο Νίτσε έζησε στη Βαϊμάρη μαζί με την αδελφή του. Το καλοκαίρι του 1898 υπέστη ελαφρύ εγκεφαλικό που οδήγησε στην επιδείνωση της κατάστασής του. Τον επόμενο χρόνο ακολούθησε ένα ακόμα σοβαρότερο εγκεφαλικό επεισόδιο και στις 25 Αυγούστου 1900 πέθανε από πνευμονία. Τα συμπτώματά του οδήγησαν στο συμπέρασμα πως η ασθένειά του ήταν συφιλιδική (αυτή ήταν η αρχική διάγνωση στις κλινικές της Βασιλείας και της Ιένας), ωστόσο παραμένουν αδιευκρίνιστα τα ακριβή αίτια της διαταραχής του. Η ταφή του έγινε στο κοιμητήριο της ιδιαίτερης πατρίδας του, Ραίκεν και ακολουθήθηκε η παραδοσιακή λουθηρανική τελετουργία, σύμφωνα με επιθυμία της αδελφής του.
Ο Αδόλφος Χίτλερ πάτησε πάνω στα νιτσεϊκά έργα για να οικοδομήσει τη θεωρία του εθνικοσοσιαλισμού ή ναζισμού. Το πρότυπο της Αρείας φυλής βασίστηκε πάνω στον
Υπεράνθρωπο (Τάδε έφη Ζαρατούστρα), το σημαντικότερο ίσως έργο του Νίτσε. Ο Νίτσε όμως, καθώς φαίνεται και μέσα από τα έργα του, υπήρξε δριμύτατος επικριτής τόσο των εθνικιστικών, όσο και κάθε αντισημιτικών τάσεων. Ο Ζαρατούστρα είναι η υπέρβαση του ανθρώπου προς το ανθρωπινότερο και όχι προς το απανθρωπότερο. Εξάλλου και ο ίδιος ο Nietzsche προέβλεψε ότι τα έργα του θα παρερμηνευτούν και ότι δύσκολα θα υπάρξει κάποιος που θα τα κατανοήσει σε βάθος. Ο ίδιος θα πει: «Αυτό που κάνουμε δεν το καταλαβαίνουν ποτέ, μα μονάχα το επαινούν ή το κατηγορούν».
Όταν πέθανε στα 1900 όμως, μόνος και τρελός, είχε την πεποίθηση ότι δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει το φιλοσοφικό του έργο. Αυτά που είπε στους ανθρώπους τα παρομοίαζε με πρωτόγνωρα λόγια του ανέμου, με πρωτόγνωρα και γνήσια τραγούδια κάποιου βραχνού χωριάτη. Ήταν ριζωμένη βαθιά στη συνείδησή του η αδυναμία κατανόησης των «ασμάτων» του από τους άλλους: "Αυτά που θα ακούσετε, θα είναι τουλάχιστον καινούργια. Κι αν δεν το καταλαβαίνετε, αν δεν καταλαβαίνετε τον τραγουδιστή, τόσο το χειρότερο! Μη δεν είναι αυτός ο κλήρος του; Μη δεν είναι αυτό που ονομάσανε 'Κατάρα του Τροβαδούρου';"
Δεν πρόφτασε να χτίσει εκείνη τη γέφυρα που πάντα επιθυμούσε, από τον άνθρωπο στον Υπεράνθρωπο. Οι προσδοκίες του όμως από το ανθρώπινο είδος δε σταμάτησαν ποτέ να είναι μεγάλες. Όταν ρωτήθηκε για το τι είναι αυτό που αγαπάει στους άλλους, απάντησε: «Τις ελπίδες μου».
Λόγια του Φρίντριχ Νίτσε
  * «Ένας δυνατός και συγκροτημένος άνθρωπος χωνεύει τις εμπειρίες του, όπως και τα επιτεύγματα και τα παραπτώματά του, όπως χωνεύει το κρέας, ακόμα κι όταν αναγκάζεται να καταπιεί μερικά σκληρά κομμάτια.» 
  * «Η κοιλιά είναι ο λόγος για τον οποίο ο άνθρωπος δεν νομίζει εύκολα πως είναι θεός» 
  * «Όταν χαιρετώ έναν θρησκομανή, αισθάνομαι την ανάγκη να πλύνω τα χέρια μου.»  
  * «Το χρυσό θηκάρι της συμπόνιας κρύβει κάποτε το λεπίδι της ζηλοφθονίας.» 
  * «Δύο πράγματα θέλει ο άντρας, κινδύνους και παιχνίδια. Γι' αυτό ζητάει τη γυναίκα, γιατί είναι το πιο επικίνδυνο παιχνίδι.» 
  * «Μια μικρή εκδίκηση είναι ανθρωπινότερη από καθόλου εκδίκηση.» 
  * «Ο άντρας πρέπει να είναι γυμνασμένος για τον πόλεμο και η γυναίκα για το ξεκούρασμα του πολεμιστή. Όλα τ' άλλα είναι τρέλα.» 
  * «Στο μίσος και στον έρωτα η γυναίκα είναι περισσότερο βάρβαρη από τον άντρα.» 
  * «Ο άνθρωπος είναι ένα σκοινί τεντωμένο ανάμεσα στο ζώο και τον υπεράνθρωπο, ένα σκοινί πάνω από την άβυσσο.» 
  * «Κι αν ακόμα ένας άνθρωπος έχει ακλόνητη πίστη, μπορεί να εμπλακεί στη γοητεία της αμφιβολίας.»
Πηγές: wikipedia, Ελευθεροτυπία, Πάπυρος Λαρούς-Μπριτάννικα
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος.

O Φρειδερίκος Νίτσε του μηδενισμού και του υπεράνθρωπου Μέρος Πρώτο

Ο Φρειδερίκος Νίτσε (Friedrich Nietzsche) γεννήθηκε το 1844 στο Ρένκεν κοντά στη Λειψία και πέθανε στη Βαϊμάρη το 1900, ήταν δε από τους πιο σημαντικούς Γερμανούς φιλοσόφους αλλά και σπουδαίος φιλόλογος. Αναφέρεται δε συχνά ως ένας από τους πρώτους «υπαρξιστές» φιλοσόφους. Σπούδασε κλασική φιλολογία στη Βόννη και τη Λειψία και καταγόταν από μια βαθιά θρησκευόμενη οικογένεια και προοριζόταν για την επιστήμη της Θεολογίας. Ωστόσο, η πορεία του άλλαξε κατά τα μετεφηβικά του χρόνια με αποτέλεσμα να στραφεί στον χώρο της φιλοσοφίας.
Μόλις στα 25 του χρόνια διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας, στην Ελβετία και από τότε ξεκίνησε το πολύμορφο συγγραφικό του έργο. Ο Νίτσε υπήρξε δριμύτατος επικριτής των κατεστημένων σκέψεων και τάξεων, ιδιαίτερα του Χριστιανισμού. Πληθώρα συγγραμμάτων του γράφτηκαν με οξύ και επιθετικό ύφος, χρησιμοποιώντας ευρέως αφορισμούς. Το φιλοσοφικό του έργο εκτιμήθηκε ιδιαίτερα κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, περίοδο κατά την οποία εδραιώθηκε η θέση του και αναγνωρίστηκε ως ένας από τους μείζονες φιλοσόφους.

Οι προσπάθειές του να ανακαλύψει τα ελατήρια που βρίσκονται κάτω από την παραδοσιακή θρησκεία, την ηθική και τη φιλοσοφία της Δύσης άσκησαν βαθιά επίδραση σε γενεές θεολόγων, φιλοσόφων, ψυχολόγων, ποιητών, μυθιστοριογράφων και δραματουργών.
Αναλογίστηκε τις συνέπειες του θριάμβου της εκκοσμίκευσης του Διαφωτισμού, εκπεφρασμένες με την παρατήρησή του ότι «ο Θεός πέθανε», κατά έναν τρόπο που προσδιόρισε τα θέματα καθημερινής συζήτησης των πιο διάσημων διανοουμένων της Ευρώπης, μετά το θάνατό του το 1900.
Αν και ήταν σφοδρός πολέμιος του εθνικισμού, του αντισημιτισμού και της πολιτικής ισχύος, εν τούτοις ο Χίτλερ και οι εθνικοσοσιαλιστές επικαλέστηκαν αργότερα το όνομά του για να προωθήσουν εκείνα ακριβώς τα πράγματα που απεχθανόταν.
Τα έργα του
Τα έργα του Νίτσε διακρίνονται σε τρεις με ακρίβεια προσδιορισμένες περιόδους. Στα έργα της πρώτης περιόδου κυριαρχεί η ρομαντική αντίληψη με επιδράσεις του Σοπενχάουερ και του Βάγκνερ.
Τα έργα της δεύτερης περιόδου ανακλούν την παράδοση των Γάλλων αφοριστών. Τα έργα αυτά, στα οποία ο Νίτσε πλέκει το εγκώμιο της λογικής και της επιστήμης και πειραματίζεται με τα φιλολογικά είδη, εκφράζουν την χειραφέτησή του από τον νεανικό του ρομαντισμό και της επιδράσεις του Σόπενχαουερ και του Βάγκνερ.
Στα έργα της ωριμότητάς του ο Νίτσε ασχολήθηκε με το πρόβλημα της καταγωγής και της λειτουργίας των αξιών στην ανθρώπινη ζωή. Εφόσον, κατά τον Νίτσε, η ζωή παρά το γεγονός ότι ούτε διαθέτει ούτε στερείται αξίας εγγενών, αποτελεί πάντοτε αντικείμενο κριτικών εκτιμήσεων, τότε οι εκτιμήσεις αυτές δεν μπορούν να αναγνωστούν παρά ως συμπτώματα της κατάστασης εκείνου ο οποίος διατυπώνει τις εκτιμήσεις.
Κατά συνέπεια, ο Νίτσε προχώρησε σε μία κατά βάθος ανάλυση και εκτίμηση των θεμελιωδών πολιτιστικών αξιών της φιλοσοφίας, της θρησκείας και της ηθικής της Δύσης και κατέληξε να τις χαρακτηρίσει ως εκφράσεις του ασκητικού ιδεώδους.
To ασκητικό ιδεώδες προκύπτει, όταν ο πόνος προσλαμβάνει την έννοια τού υπέρτατου νοήματος. Κατά τον Νίτσε, ο ιουδαϊκο-χριστιανικός πολιτισμός, π.χ., οδήγησε στην αποδοχή τού πόνου, ερμηνεύοντας τον ως πρόθεση τού Θεού και ως αφορμή για εξιλέωση. O θρίαμβος τού χριστιανισμού, κατά συνέπειαν, οφείλεται στο εξωραϊσμένο δόγμα της προσωπικής αθανασίας, δηλαδή στην υπερφίαλη άποψη ότι η ζωή και ο θάνατος κάθε ανθρώπου έχουν κοσμική σημασία. Κατά τον ίδιο τρόπο, η παραδοσιακή φιλοσοφία εξέφρασε το ασκητικό ιδεώδες δίνοντας το προβάδισμα στην ψυχή έναντι τού σώματος, στον νου έναντι των αισθήσεων, στο καθήκον έναντι της επιθυμίας, στο πραγματικό έναντι τού φαινομενικού, στο αιώνιο έναντι τού πρόσκαιρου.
O χριστιανισμός υποσχόταν την σωτηρία τού αμαρτωλού ο οποίος μετανοεί, ενώ παράλληλα η φιλοσοφία προσέφερε την ελπίδα της σωτηρίας, έστω και εγκόσμιας, για τους σοφούς της. Κοινό στοιχείο της παραδοσιακής θρησκείας και φιλοσοφίας ήταν η υπόθεση, η οποία δεν διατυπώνεται ξεκάθαρα,αλλά παρέχει ισχυρό κίνητρο, ότι η ύπαρξη χρειάζεται αιτιολόγηση, δικαίωση ή εξιλέωση. Τόσο η θρησκεία όσο και η φιλοσοφία εκφράζονταν εις βάρος της εμπειρίας και υπέρ κάποιου άλλου «αληθινού» κόσμου. Και οι δύο μπορούν να θεωρηθούν ως συμπτώματα μιας ζωής παρηκμασμένης, εξαθλιωμένης.
H κριτική τού Νίτσε προς την παραδοσιακή ηθική επικεντρώθηκε στην τυπολογία τής ηθικής τού «κυρίου» και τού «δούλου». Ο Νίτσε υποστήριξε ότι η διάκριση μεταξύ καλού και κακού είχε αρχικά περιγραφικό χαρακτήρα, ήταν δηλαδή μία μή ηθικής φύσεως αναφορά στους προνομιούχους, στους «κυρίους», σε αντίθεση με εκείνους που ήταν κατώτεροι, τους «δούλους».
H αντίθεση καλό-ηθικώς κακό προέκυψε, όταν οι δούλοι εκδικήθηκαν μετατρέποντας τα διακριτικά γνωρίσματα των κυρίων σε ηθικά ελαττώματα. Εάν οι προνομιούχοι, οι «καλοί», ήταν ισχυροί, θεωρήθηκε ότι οι ταπεινοί θα κληρονομήσουν την γη. H υπερηφάνεια θεωρήθηκε αμαρτία. H ευσπλαχνία, η ταπεινοφροσύνη και η υπακοή αντικατέστησαν τον ανταγωνισμό, την υπερηφάνεια και το αυτεξούσιο. To αποφασιστικό επιχείρημα το οποίο οδήγησε στην επικράτηση της ηθικής τού δούλου ήταν ο ισχυρισμός ότι αυτή ήταν η μόνη αληθινή ηθική. Αυτή η επιμονή στο απόλυτο αποτελεί ουσιώδες στοιχείο τόσο της φιλοσοφικής όσο και της θρησκευτικής ηθικής. O Νίτσε, παρ' όλο που έδωσε την ιστορική γενεαλογία της ηθικής τού κυρίου και τού δούλου, υποστήριξε ότι επρόκειτο για μιαν ανιστορική τυπολογία χαρακτηριστικών τα οποία ενυπάρχουν σε κάθε άνθρωπο.
Το νιτσεϊκό έργο ήταν μια κραυγή μέσα στη βαθιά νύχτα των ανθρώπων. Ο ίδιος παρατηρούσε πως για να σε ακούσει κάποιος πρέπει να του σπάσεις τα αυτιά. Γι αυτό άλλωστε και πολλές φορές βρίσκουμε στα έργα του έκδηλη την περιφρόνηση για πρόσωπα και πράγματα. Δεν ήταν κακία ή μικρότητα, αλλά μια φωνή που ήθελε σφοδρά να ακουστεί στα αυτιά και τις συνειδήσεις όλων.
Ο Νίτσε κάποτε έγραψε ότι μερικοί άνθρωποι γεννιούνται μετά το θάνατό τους και αυτό ασφαλώς ισχύει στην περίπτωσή του. Η ιστορία της φιλοσοφίας, της θεολογίας και της ψυχολογίας του 20ου αιώνα δεν νοείται χωρίς αυτόν.
Περνώντας στη θεωρία του Νίτσε, πρέπει να πούμε πως γι' αυτόν η θέληση για δύναμη είναι η μόνη δύναμη πάνω στη γη, αυτή που κινεί όλα τα όντα και τα κάνει να αλληλοσυγκρούονται, να συνδυάζονται, να ενώνονται, να ανακατεύονται αέναα. Όπως λέει ο ίδιος στο Πέρα από το καλό και το κακό, «η ζωή είναι κατ' ουσίαν ιδιοποίηση, παράβλαψη, καθυπόταξη του ξένου και του ανίσχυρου, καταπίεση, σκληρότητα, εκμετάλλευση. δηλαδή θέληση για δύναμη».
Επειδή τα όντα δεν έχουν την ίδια δύναμη (δεν είναι ίσα), ο κόσμος είναι μια τάξη ιεραρχίας από το ανώτερο στο κατώτερο, μια τάξη όμως ρευστή και επιδεχόμενη συνεχείς αμφισβητήσεις και ανακατατάξεις. Στην κορυφή της πυραμίδας αυτών των θελήσεων για δύναμη βρίσκεται φυσικά ο άνθρωπος, ο οποίος έχει επιβάλλει και θα επιβάλλει πάντα την εξουσία του πάνω στη φύση και στους ομοίους του. Αυτό που διέπει τις ανθρώπινες σχέσεις είναι ο ανταγωνισμός (ο αρχαίος ελληνικός αγών, αυτό που δεν άφηνε τον Θεμιστοκλή να κοιμηθεί όταν σκεφτόταν «το του Μιλτιάδου τρόπαιον»). Ας θυμηθούμε στο σημείο αυτό ότι ενώ πολλοί θεωρούν τον οστρακισμό που λάμβανε χώρα στην αρχαία Αθήνα εκμηδένιση του ατόμου, αντίθετα, ο Νίτσε υποστηρίζει ότι ο θεσμός του οστρακισμού ήταν θετικός: όταν ένα άτομο ξεπερνάει όλα τα άλλα, παραμερίζεται από την κοινότητα «προκειμένου να ξαναρχίσει το παιχνίδι των ανταγωνιζόμενων δυνάμεων».
Για τον Νίτσε, η πιο ισχυρή θέληση για δύναμη είναι η πιο πνευματική, δηλαδή εκείνη που χαρακτηρίζει τους «μεγάλους εφευρέτες καινούργιων αξιών» ή δημιουργούς. Τέτοιοι άνθρωποι προβαίνουν, μαζί με τους μαθητές/οπαδούς τους, σε καινούργιες αξιολογήσεις των ανθρώπινων αξιών, ιδεών και πραγμάτων και έτσι προτείνουν ένα καινούργιο «αγαθό» για την πλειονότητα των ανθρώπων (για τον λαό), αναπόσπαστο από έναν πίνακα «υπερνικήσεων», δηλαδή έναν πίνακα που περιέχει όλα εκείνα που πρέπει να ξεπεραστούν τη δεδομένη στιγμή.
Οι δημιουργοί μπορούν να εκφράζουν μια «θετική» ή μια «αρνητική» θέληση για δύναμη. Θετική είναι κάθε θέληση για δύναμη που είναι καταφατική προς τη ζωή, που «ευλογεί τα πράγματα και τον άνθρωπο», και αρνητική κάθε θέληση για δύναμη που δεν σέβεται, δεν εκτιμά και δεν αναδεικνύει την αξία της ζωής.
Για παράδειγμα, ο χριστιανισμός, η πανίσχυρη αυτή θρησκεία, υποτιμά και δυσφημεί τη ζωή και τον κόσμο εδώ κάτω εν ονόματι ενός «επέκεινα», ενός άλλου κόσμου τιμωρίας ή ανταμοιβής (κόλαση και παράδεισος). Με τις έννοιες της αμαρτίας και της τιμωρίας ταπεινώνει και κουτσουρεύει το ανθρώπινο σώμα και πνεύμα. Με τον χριστιανισμό ανεβαίνουν στην εξουσία οι αδύναμοι, οι αρνητές της ζωής. Ο Χριστός ήταν βέβαια ένας μεγάλος δημιουργός, εξέφρασε όμως την ηθική και επέβαλε την κυριαρχία των «αδύναμων», των «δούλων», δηλαδή των αρνητών της ζωής.
Ο μηδενισμός του Νίτσε
Με τον όρο «μηδενισμό» ο Νίτσε περιέγραφε τον υποβιβασμό των υψηλών αξιών, τις οποίες είχε θέσει με αξιωματικό τρόπο το ασκητικό ιδεώδες. Πίστευε ότι η εποχή που ζούσε ήταν μία εποχή παθητικού μηδενισμού, δηλαδή μία εποχή η οποία δεν είχε αντιληφθεί ότι τα θεωρούμενα από τη θρησκεία και τη φιλοσοφία ως απόλυτα είχαν αποσυντεθεί με την εμφάνιση του θετικισμού του 19ου αιώνα.
Με την κατάρρευση των μεταφυσικών και θεολογικών βάσεων και θέσφατων της παραδοσιακής ηθικής, εκείνο που θα απέμενε ήταν μία διάχυτη αίσθηση έλλειψης σκοπού και νοήματος. Και η επικράτηση της επίγνωσης έλλειψης νοήματος σήμαινε τον θρίαμβο του μηδενισμού: «Ο Θεός είναι νεκρός».
Μιλώντας για την εποχή του, την εποχή της Δύσης του 19ου αιώνα, ο Νίτσε υποστηρίζει πως είναι παρακμιακή, μηδενιστική, εποχή της κυριαρχίας των αδύναμων και της αρνητικής θέλησης για δύναμη. Το κοινωνικό πρόταγμά του είναι να επικρατήσει πάλι, όπως συνέβη πολλές φορές στην ιστορία, η θετική θέληση για δύναμη, η θέληση για δύναμη των δυνατών. (Το «πάλι» διασώζει ώς ένα βαθμό τον Νίτσε από την κατηγορία ότι προσβλέπει κι αυτός σε μια μελλοντική «τέλεια» κοινωνία.) Παρόλο που διατείνεται πως είναι αμοραλιστής και βρίσκεται «πέρα από το καλό και το κακό», θέλει την εγκαθίδρυση μιας καινούργιας ηθικής, που θα στηρίζεται στην επαναξιολόγηση όλων των δεδομένων μέχρι τώρα αξιών. Το ζητούμενο είναι να βρεθούν οι δημιουργοί, εκείνη η ελίτ που θα προωθήσει και θα επιβάλλει μέσα από ένα νικηφόρο αγώνα έναν τέτοιο σκοπό. Είναι ολοφάνερο ότι ο Νίτσε διαφοροποιείται ευθέως από οποιοδήποτε σοσιαλιστικό ή αναρχικό όραμα μιας μελλοντικής κοινωνίας, η οποία θα ερείδεται κυρίως στη συνεργασία και στην αλληλοβοήθεια ίσων ατόμων.
Επιπλέον, ακόμη κι αν νικήσει η θετική θέληση για δύναμη, η κυριαρχία της δεν μπορεί παρά να είναι προσωρινή, όπως διδάσκει η νιτσεϊκή θεωρία της αιώνιας επιστροφής όλων των πραγμάτων -μια δυσνόητη και νεφελώδης θεωρία με την οποία δεν μπορώ να ασχοληθώ εδώ παραπάνω.
Επιγραμματικά, ο μηδενιστικός χαρακτήρας της σύγχρονης εποχής φαίνεται για τον Νίτσε α) από την κυριαρχία του κράτους και των ψεύτικων και παραπλανητικών ιδεωδών της ισότητας, της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, καθώς και των γελοίων τυπικών ενσαρκώσεών τους (η ισότητα π.χ. δεν είναι παρά ισότητα έναντι του νόμου και στηρίζεται στην οικονομική και κοινωνική ανισότητα), β) από την κυριαρχία της θρησκείας και των πάσης φύσεως ασφυκτικών και αποστερητικών ιδεολογιών, γ) από την παντοδυναμία του πνεύματος του καπιταλισμού ή του «μικρέμπορου», όπως έλεγε ο ίδιος, με τις αξίες του τού πλουτισμού, της ακατάπαυστης και μηχανικής εργασίας, της επιβεβλημένης σχόλης, του ζωώδους καταναλωτισμού και ηδονισμού.
Όλα τα παραπάνω σε καμιά περίπτωση όμως δεν αυτοαποκαλούνται «μηδενισμός», αλλά αυτοπαρουσιάζονται ως πρόοδος και συνεχής βελτίωση της ανθρώπινης κατάστασης. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι για τον Νίτσε αντιπροσωπεύουν τον «κρυφό», αλλά πανίσχυρο, μηδενισμό -αν και ο χαρακτηρισμός αυτός δεν είναι δικός του.
Στον «φανερό», τώρα, μηδενισμό ανήκουν όλες εκείνες οι ιδεολογίες και οι φιλοσοφίες που ισχυρίζονται απερίφραστα ότι τίποτε δεν αξίζει, ότι η ζωή είναι μια σειρά επαναλαμβανόμενων κύκλων δίχως νόημα, ότι όλα κανονίζονται, όπως έλεγε π.χ. ο γερμανός φιλόσοφος Άρτουρ Σοπενάουερ, από μια ανώτερη δύναμη, μια «θέληση», που θα μείνει για πάντα άγνωστη στον άνθρωπο.
Ο Νίτσε ζητά λοιπόν μια πνευματική επανάσταση που θα επιφέρει την κυριαρχία της θετικής θέλησης για δύναμη, την οποία αντιπροσωπεύουν οι «δυνατοί». Ωστόσο, τόσο αυτή η σύλληψη για την επανάσταση όσο και η θέληση για δύναμη και το δυαδικό σχήμα «κατάφαση στη ζωή» και «άρνηση της ζωής» παραμένουν για μένα εξαιρετικά προβληματικά, όπως άλλωστε και το αντιδιαφωτιστικό μένος του Νίτσε -με την παντελή απαξίωση της ισότητας, της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Είναι όμως αναπόφευκτο να ισοδυναμεί η δύναμη με την επιβολή της κυριαρχίας, δηλαδή την ανισότητα και την ανελευθερία; Με άλλα λόγια, γιατί να μη συμβαδίζει η διαφορά στη δύναμη με μια θεσμισμένη ισότητα και ελευθερία; (Με τη λέξη δύναμη δεν εννοώ φυσικά καμιά μορφή κοινωνικής, οικονομικής κτλ. δύναμης.)
O Νίτσε πίστευε όμως ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να αποδεχθούν την απώλεια τού  ασκητικού ιδεώδους και την έλλειψη εγγενούς νοήματος στην ύπαρξη, αλλά θα επιδίωκαν να αντικαταστήσουν τις απόλυτες  αξίες, ώστε  να προσδώσουν νόημα στην ζωή. Πίστευε ότι ο εθνικισμός, ο οποίος είχε αρχίσει να αναδύεται στην εποχή του, αποτέλεσε ένα τέτοιο επικίνδυνο υποκατάστατο τού θεού, όπου το έθνος-κράτος θα επενδυόταν με υπερβατική αξία και υπερβατικό σκοπό.
Κατά τον Νίτσε, ακριβώς όπως η φιλοσοφία και η θρησκεία είχαν εκφραστεί μέσω απόλυτων δογμάτων, η απολυτότητα εκφραζόταν   με ιεραποστολική θέρμη και ζήλο  και στο έθνος-κράτος. Θα εξακολουθούσε η αυταπάτη, ο σφαγιασμός των αντιπάλων και η κατάκτηση της γης, κάτω από την σημαία της παγκόσμιας  αδελφοσύνης,  της δημοκρατίας   και  τού   σοσιαλισμού. Στο σημείο αυτό η πρόγνωση τού Νίτσε είναι εξαιρετικά οδυνηρή, γιατί κάνει   ιδιαίτερα   αποκρουστικό   τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε αργότερα η θεωρία του. Λογουχάρη, δύο βιβλία είχαν μόνιμα την θέση τους   στα  σακίδια  των   Γερμανών στρατιωτών κατά τον A' Παγκόσμιο πόλεμο: το Τάδε έφη Ζαρατούστρα και το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο. Είναι δύσκολο να πει κανείς  ποιος  από τους δύο συγγραφείς κηλιδώθηκε περισσότερο από αυτή την χρήση.
O Νίτσε θεωρούσε τα γραπτά του ως μάχες με τον μηδενισμό. Εκτός από την κριτική που ασκούσε στη θρησκεία, την φιλοσοφία και την ηθική, ανέπτυξε πρωτότυπες θέσεις, οι οποίες μελετήθηκαν με μεγάλο ενδιαφέρον, όπως ο προοπτισμός, η βούληση για δύναμη, η αιώνια επιστροφή και ο υπεράνθρωπος.

Ο καλός δάσκαλος στο δημοτικό «εγγύηση» για καλό μισθό στο μέλλον

Το αν θα μπει κάποιος στο πανεπιστήμιο στα 19 του και πόσα χρήματα θα βγάζει στα 29 του, μπορεί να προβλεφθεί με βάση το πόσο καλούς δασκάλους είχε στο σχολείο και τους βαθμούς του στα εννιά του.
 Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας νέας αμερικανικής επιστημονικής έρευνας, που βασίζεται σε μια ειδική μαθηματική - στατιστική φόρμουλα και η οποία αναδεικνύει τη σημασία που έχει για το μέλλον των παιδιών, το να υπάρχουν πραγματικά καλοί δάσκαλοι στα δημοτικά σχολεία και στα γυμνάσια.
«Οι καλοί δάσκαλοι παράγουν καλούς μαθητές», σύμφωνα με τη νέα μελέτη, που επιβεβαιώνει και επιστημονικά, πέρα από κάθε αμφιβολία πλέον, αυτό που όλοι λίγο-πολύ πάντα πίστευαν.
Ο μαθηματικός Γκάρι Τσάμπερλεν του Τμήματος Οικονομικών του πανεπιστημίου Χάρβαρντ, ο οποίος έκανε τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), ανέλυσε αρχεία από χιλιάδες τάξεις εκατοντάδων δημοτικών σχολείων, ξεχωρίζοντας τους βαθμούς που πήραν πάνω από ένα εκατομμύριο μαθητές ηλικίας εννέα έως 14 ετών στη γλώσσα και στα μαθηματικά και κατά πόσον οι ίδιοι δάσκαλοι είχαν μόνιμα τάξεις που έβγαζαν καλούς μαθητές.
Η έρευνα, που κάλυψε την περίοδο 1988- 2009, συσχέτισε τις βαθμολογικές επιδόσεις στο σχολείο με στοιχεία για τα επόμενα χρόνια, που έδειχναν αν οι ίδιοι μαθητές είχαν μπει στο πανεπιστήμιο και, στη συνέχεια, πόσα χρήματα έβγαζαν λίγο πριν κλείσουν τα 30 τους. Ο ερευνητής δημιούργησε ένα μοντέλο που προβλέπει τη μετέπειτα επιτυχία στο πανεπιστήμιο και στην αγορά εργασίας με βάση τις επιδόσεις στο σχολείο, καθώς και με το επίπεδο της εκπαίδευσης που παρείχαν οι δάσκαλοι στις τάξεις τους.
Όσο πιο πάνω από τον μέσο όρο ήσαν οι δάσκαλοι από άποψη ποιοτικής εκπαίδευσης, τόσο πιο πιθανό ήταν ο μαθητής να εισαχθεί στο πανεπιστήμιο και να κερδίζει περισσότερα χρήματα αργότερα στη ζωή του. Η μελέτη έδειξε ότι συστηματικά ορισμένοι δάσκαλοι «έβγαζαν» από την τάξη τους διαδοχικές γενιές πετυχημένων μαθητών στην κατοπινή ζωή τους. Το αντίστροφο συνέβαινε με τους κακούς δασκάλους.
Η επίδραση του καλού δασκάλου στον μαθητή εκτιμάται ότι είναι μεν οριακή (1% μεγαλύτερη πιθανότητα εισόδου στο πανεπιστήμιο και γύρω στο 1% αύξηση στα ετήσια έσοδα ενός 28χρονου), όμως, σύμφωνα με τον ερευνητή, αν δει κανείς συσσωρευτικά το ζήτημα, ένας μόνος καλός δάσκαλος σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του μπορεί να προσφέρει συνολικά ένα αξιοσημείωτο όφελος στην κοινωνία- αντίθετα με έναν κακό δάσκαλο.
ΑΝΙΧΝΕΥΤΉΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ

Δεν χρειάζονται παιχνίδια μυαλού για να γυμναστεί ο εγκέφαλος - Η ανάγνωση ενός βιβλίου τον «ακονίζει» όσο και ένα παιχνίδι

Σύμφωνα με νέα έρευνα, η ανάγνωση ενός βιβλίου, η εκμάθηση ξένων γλωσσών ή ακόμη και το τραγούδι είναι το ίδιο αποδοτικά για την εγκεφαλική λειτουργία όσο διάφορα παιχνίδια «εκπαίδευσης μυαλού»
Στην έρευνα στην οποία πήραν μέρος χιλιάδες άτομα δείχνει ότι τα λεγόμενα παιχνίδια «εκπαίδευσης μυαλού» δεν προσφέρουν τελικά τόσα οφέλη όσα πιστεύαμε μέχρι σήμερα στην εγκεφαλική λειτουργία. Οπως αποδεικνύεται, προσφέρουν τα ίδια ακριβώς οφέλη με διάφορες άλλες ενασχολήσεις, όπως η ανάγνωση ενός βιβλίου, η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας ή ακόμη και ένας περίπατος!

Τα τελευταία χρόνια υπήρχε η πεποίθηση ότι η ενασχόληση με παζλ τύπου σουντόκου ή με άλλα παιχνίδια απομνημόνευσης, συνδυασμών κτλ. ενισχύουν την εγκεφαλική λειτουργία και γενικά γυμνάζουν το μυαλό. Τα παιχνίδια αυτά προτείνονται κυρίως για ενασχόληση από ηλικιωμένα άτομα ως ένα μέτρο προστασίας από την άνοια, αλλά και γενικότερα από την πτώση της εγκεφαλικής τους λειτουργίας. Μάλιστα αναπτύχθηκε μια ολόκληρη βιομηχανία γύρω από αυτό τον τομέα με πολλές μεγάλες εταιρείες να αναπτύσσουν επιτραπέζια αλλά και ηλεκτρονικά «Παιχνίδια Μυαλού» (Βrain Games) όπως τα ονόμασαν.
Ειδικοί του Συμβουλίου Ιατρικών Ερευνών Γνωστικών και Εγκεφαλικών Επιστημών, ενός κορυφαίου διεθνούς κέντρου ερευνών για τον εγκέφαλο που εδρεύει στο Κέμπριτζ στην Αγγλία, διεξήγαγαν μια μεγάλη έρευνα για να διαπιστώσουν την επίδραση αυτών των παιχνιδιών.
Σχεδίασαν μια σειρά από «παιχνίδια μυαλού», τα οποία και χρησιμοποίησαν στα πειράματα στα οποία έλαβαν μέρος 11.430 άτομα που είχαν χωριστεί σε τρεις ομάδες. Τα μέλη της πρώτης ομάδας έπρεπε καθημερινά να παίζουν παιχνίδια που απαιτούσαν στρατηγική ικανότητα και ικανότητες ανάλυσης. Η δεύτερη ομάδα ασχολούνταν με παιχνίδια που συνδύαζαν την αυξημένη συγκέντρωση, την απομνημόνευση, τα μαθηματικά και την καλή χωροταξική αντίληψη. Η τρίτη ομάδα έκανε διάφορες απλές διαδικτυακές εργασίες και ενέργειες, οι οποίες δεν είχαν κάποιο συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο ή στόχο.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, όσο περνούσε ο καιρός οι συμμετέχοντες βελτιώνονταν συνεχώς στα παιχνίδια, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι είχε ενισχυθεί κάποιος τομέας της εγκεφαλικής τους λειτουργίας. «Στατιστικά δεν παρουσιάζονται αξιοσημείωτες διαφορές στην εγκεφαλική λειτουργία ανάμεσα στα άτομα που έπαιζαν "παιχνίδια μυαλού" και σε εκείνα που απλώς σερφάριζαν», δήλωσε ο νευροεπιστήμονας Αντριαν Οουεν, μέλος της ερευνητικής ομάδας.
Η πρώτη αντίδραση ήρθε από την Νintendo, η οποία έχει δημιουργήσει τον Dr. Κawasima, ένα από τα πιο δημοφιλή ηλεκτρονικά «παιχνίδια μυαλού». Αναφέρει ότι ποτέ δεν υποστήριξε ότι τα «παιχνίδια μυαλού» είναι επιστημονικά αποδεδειγμένα ότι βελτιώνουν την εγκεφαλική λειτουργία, αλλά ότι ο συνδυασμός των απαιτήσεων του κάθε παιχνιδιού προκαλεί και πιθανώς διεγείρει θετικά τον εγκέφαλο των παικτών.
Βήμα

Τα σοφά παιδιά : Η δυσκολία του να είσαι ευφυής

Αρχίζουν να περπατούν και να μιλούν πολύ νωρίς. Μαθαίνουν να διαβάζουν χωρίς να τα έχει διδάξει κανείς. Κάνουν περίεργες ερωτήσεις για την ηλικία τους και επιδίδονται σε πολύπλοκους συλλογισμούς. Βαριούνται εύκολα, αντιδρούν έντονα, αμφισβητούν τα πάντα. Μένουν στο περιθώριο.
Χαρισματικά παιδιά. Αντιστοιχούν στο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού. Χαρακτηρίζονται από σύνθετο τρόπο σκέψης, ποικιλία ταλέντων, έντονη κριτική διάθεση, τελειομανία, ιδιαίτερο χιούμορ, πολύ υψηλό δείκτη IQ και συχνά παρουσιάζουν συναισθηματική ανάπτυξη ξένη προς την ηλικία τους. Μερικά απ' αυτά διαπρέπουν. Τα περισσότερα, όμως, δεν επιβραβεύονται ούτε από την οικογένεια ούτε από το εκπαιδευτικό σύστημα και μέχρι την εφηβεία σταματούν το σχολείο και περιθωριοποιούνται. Αντί να θεωρούνται ευλογία για την κοινωνία, εξοστρακίζονται ή εντάσσονται με προκρούστειες τακτικές στη χορεία των χρυσών μετριοτήτων.
«Ως χάρισμα ορίζεται η έμφυτη εξαιρετική ικανότητα. Για να χαρακτηριστεί ένα παιδί χαρισματικό, εκτός από υψηλό δείκτη νοημοσύνης, πρέπει να διαθέτει δημιουργικό τρόπο σκέψης, κλίση στην επιστήμη ή στην τέχνη, ηγετικές ικανότητες, συναισθηματική και ψυχική σταθερότητα και υγεία», εξηγεί η κυρία Λωρέττα Θωμαΐδου, επίκουρη καθηγήτρια.
Το ταλέντο δεν προϋποθέτει απαραιτήτως υψηλή ευφυΐα, όπως και η υψηλή ευφυΐα δεν σημαίνει απαραιτήτως ύπαρξη χαρίσματος. Από την άλλη, ως δημιουργικότητα ορίζεται η ικανότητα να διακρίνεις, να συνδέεις και να γενικεύεις ασυνήθιστες έννοιες μέσα από αντισυμβατικές οδούς. Για παράδειγμα, οι δημιουργικοί άνθρωποι φτάνουν στην ίδια ή σε διαφορετική λύση δεδομένων προβλημάτων αμφισβητώντας τον κατεστημένο τρόπο σκέψης, τον οποίο σαφώς αντιλαμβάνονται αλλά θεωρούν παρωχημένο. Ομως πόσο μπορούμε εμείς -οι μέσης ευφυΐας γονείς, εκπαιδευτικοί και παρατηρητές- να αντιληφθούμε και να κατανοήσουμε τα χαρισματικά παιδιά ή να τα βοηθήσουμε να εξελιχθούν όπως η φύση υπαγορεύει;
Τα χαρισματικά παιδιά είναι μια ειδική και παραμελημένη ομάδα. Πολλές φορές -βεβαίως λανθασμένα- χαρακτηρίζονται υπερκινητικά, τεμπέλικα, αφηρημένα, ακόμη και νοητικώς καθυστερημένα. Αν μιλήσουμε δε για την ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα, ο νέος νόμος για την ειδική αγωγή περιλαμβάνει εδάφιο το οποίο αφορά τους μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και περιέχει μνεία για τα παιδιά εκείνα που έχουν μία ή περισσότερες νοητικές ικανότητες ή κλίσεις σε ασυνήθιστο επίπεδο για την ηλικία τους. Ωστόσο, στον νόμο δεν γίνεται σαφής λόγος για τις ικανότητες, τον τρόπο αξιολόγησης και τις ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες των μαθητών αυτής της κατηγορίας.
Έτσι το μεγάλο ερώτημα, τόσο για τους γονείς όσο και για τους αρμόδιους φορείς, παραμένει: τα χαρισματικά παιδιά χρειάζονται ή όχι ειδικά σχολεία;
Το ελληνικό σύστημα εκπαίδευσης είναι επικεντρωμένο στον συμβατικό τρόπο σκέψης και μάθησης, δηλαδή στη βήμα προς βήμα κατάρτιση της μεγάλης μάζας των παιδιών.
«Αυτός ο τρόπος δεν ενδείκνυται για τα χαρισματικά παιδιά, γιατί δεν αντέχουν τις επαναλήψεις», λέει η κυρία Θωμαΐδου. «Συχνά έρχονται στο τμήμα χαρισματικά παιδιά με διάγνωση ότι έχουν μαθησιακές δυσκολίες. Ομως είναι λάθος να ξεχωρίζουμε τα παιδιά. Πολλοί θεωρούν τα χαρισματικά παιδιά ως μια ελίτ. Προσωπικά θεωρώ ότι δεν βοηθούνται με πράξεις που τα περιθωριοποιούν. Το ζητούμενο είναι η ομαλή και αρμονική ενσωμάτωση στην κοινωνία, τόσο των ελλειμματικών όσο και των χαρισματικών παιδιών. Αυτή είναι η προσωπική μου θέση αλλά και η επίσημη θέση των ειδικών διεθνώς. Ο Αϊνστάιν πήγε σε ειδικό σχολείο;».
Η ευαισθητοποίηση και η σωστή ενημέρωση των εκπαιδευτικών, ο εμπλουτισμός των σχολικών μαθημάτων με ειδικά προγράμματα και καινοφανή στοιχεία, η τοποθέτηση κάποιων παιδιών σε μεγαλύτερη τάξη (πρόγραμμα επιτάχυνσης) είναι όσα προσπαθούμε να κάνουμε και εδώ στην Ελλάδα.
Στην πραγματικότητα, όμως, ελάχιστα παιδιά κατάφεραν να πάνε νωρίτερα στο δημοτικό, τα προγράμματα εμπλουτισμού ύλης εξαρτώνται από την ευαισθησία και το φιλότιμο του εκπαιδευτικού, στα προγράμματα καινοφανών στοιχείων -π.χ. εισαγωγή στα σύγχρονα μέσα τεχνολογίας- υστερούμε ως χώρα. Ετσι, περίπου το 70% των χαρισματικών παιδιών καταλήγει να σταματάει το σχολείο στην εφηβεία, διότι δεν αντιμετωπίζεται σωστά.
Οδηγίες προς γονείς
Τα χαρισματικά παιδιά είναι μια ακόμη κατηγορία με ειδικές ανάγκες σε εκπαιδευτικό, συναισθηματικό και ψυχολογικό επίπεδο. Τα χαρακτηρίζει η ασύγχρονη ανάπτυξη των γνωστικών τους ικανοτήτων σε σχέση με τις συναισθηματικές. Βιώνουν απίστευτη μοναξιά και άγχος και γι' αυτό συχνά δραπετεύουν σε έναν φανταστικό κόσμο. Δεν κινδυνεύουν από τις υψηλές ικανότητές τους αλλά από την παρεμπόδιση της εκδήλωσής τους. Πάντως, επειδή οι ικανότητες αυτές είναι έμφυτες και ισχυρές, αν καταπιεστούν μπορεί να εξελιχθούν ακόμη και σε διαταραχές.
Για τους γονείς τα παιδιά είναι αντικείμενα υπερηφάνειας και θαυμασμού. Επίσης, αποτελούν πηγή φόβου, αγωνίας και μοναξιάς. Τα χαρισματικά παιδιά είναι όμως εξαιρετικές περιπτώσεις ατόμων και δεν πρέπει να αποπροσανατολίζονται ούτε λόγω γονεϊκού φόβου ούτε εξαιτίας γονεϊκής φορτικότητας. Αν για κάποιο λόγο νιώθετε λοιπόν ότι έρχεστε σε επαφή με ένα χαρισματικό παιδί, πρέπει να κατανοήσετε ότι η ψυχική του ισορροπία εξαρτάται πρωτίστως από την κάλυψη των συναισθηματικών του αναγκών. Ετσι, όσο ασυνήθιστες ή παράξενες κι αν είναι οι ερωτήσεις του παιδιού σας, όσο κι αν σας τρομάζουν, μην το απομακρύνετε από αυτή την κατεύθυνση. Η αποθάρρυνση το διαταράσσει συναισθηματικά και ψυχικά. Βοηθήστε το να βρει τις απαντήσεις. Η υπερενθάρρυνση, από την άλλη πλευρά, μπορεί εξίσου να βλάψει το παιδί, να το εγκλωβίσει στο πλαίσιο των δικών σας προσδοκιών. Με άλλα λόγια, σωστή αντιμετώπιση ενός τέτοιου παιδιού σημαίνει αποδοχή, κατανόηση, ευαισθησία και ευελιξία. Στο χαρισματικό παιδί δεν λες τι να κάνει. Απλώς το ακολουθείς.
Τι σημαίνει χάρισμα
Γλωσσική ευφυΐα: εξαιρετική ικανότητα στην κατανόηση και στον χειρισμό της γλώσσας. Παράδειγμα: Τ.Σ. Ελιοτ
Λογική ή μαθηματική ευφυΐα: υψηλή αντίληψη στη χρήση αφηρημένων σχέσεων και εννοιών. Παράδειγμα: Αϊνστάιν
Μουσική ευφυΐα: ικανότητα δημιουργίας εννοιών που αποτελούνται από ήχους. Παράδειγμα: Μότσαρτ
Σωματική ή κιναισθητική ευφυΐα: επιτρέπει τη χρήση του σώματος με εξαιρετική δεξιοτεχνία. Παράδειγμα: Μάρθα Γκράχαμ
Ενδοπροσωπική ευφυΐα: ικανότητα διάκρισης μεταξύ διαφορετικών συναισθημάτων και οικοδόμησης ορθών ψυχικών προτύπων. Παράδειγμα: Ζίγκμουντ Φρόιντ
Διαπροσωπική ευφυΐα: ικανότητα αναγνώρισης και εκμετάλλευσης των συναισθημάτων των άλλων. Παράδειγμα: Μαχάτμα Γκάντι
Φυσιογνωστική ευφυΐα: επιτρέπει τη διάκριση, ταξινόμηση και χρήση στοιχείων του φυσικού κόσμου. Παράδειγμα: Δαρβίνος
Κοινωνική νοημοσύνη: η ιδιαίτερη ικανότητα του ατόμου να κατανοεί τα συναισθήματα, τις προθέσεις και τις ανάγκες των άλλων, καθώς και να συνεργάζεται μαζί τους αρμονικά και χωρίς εντάσεις. Η κοινωνική νοημοσύνη φαίνεται ότι εξασφαλίζει στο άτομο τη δυνατότητα να επηρεάζει τις αποφάσεις των άλλων και να προβλέπει κοινωνικές συνέπειες.
της Κατερίνας Χτενέλη 
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος

Ποια είναι τα 10 σημάδια που δείχνουν ότι το παιδί σας έχει υψηλό IQ

Σίγουρα όλα τα παιδιά έχουν τα χαρίσματα και τα ταλέντα τους. Κάποια όμως επιδεικνύουν ιδιαίτερες δεξιότητες και ικανότητες σε ορισμένους τομείς. Παρακάτω θα δείτε κάποια από τα σημάδια που συνήθως  αποκαλύπτουν ένα ιδιαιτέρως χαρισματικό  παιδί.
Τι ακριβώς όμως σημαίνει χαρισματικό παιδί και ποιες είναι οι διαφορές μεταξύ ενός έξυπνου παιδιού και μιας ιδιοφυϊας; Ο όρος δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια καθώς αυτά τα παιδιά δεν αποτελούν ομοιογενή ομάδα. Είναι όλα πολύ διαφορετικά, ωστόσο δεν παύουν να υπάρχουν χαρακτηριστικά που δείχνουν σ" αυτήν τη κατεύθυνση.
Το σίγουρο είναι ότι ένα ιδιοφυές παιδί -νωρίτερα ή αργότερα-μπορεί να πετύχει εξαιρετικές επιδόσεις.
Σημαντικές ενδείξεις ότι το παιδί είναι χαρισματικό είναι οι παρακάτω:
1. Το διάβασμα: Πολλά ταλαντούχα παιδιά μαθαίνουν να διαβάζουν εύκολα. Παρ'όλα αυτά, το διάβασμα από μικρή ηλικία δεν είναι κάποιο σημάδι από μόνο του, καθώς υπάρχουν έξυπνα παιδιά που παλεύουν για να μάθουν να διαβάζουν και αντίθετα κάποια λιγότερο έξυπνα που μαθαίνουν πολύ εύκολα.
2. Το περπάτημα και η ομιλία: Έχουν την τάση να μαθαίνουν να περπατούν και να μιλάνε από πολύ μικρή ηλικία και συνήθως έχουν πλούσιο λεξιλόγιο και ασυνήθιστο ενδιαφέρον για τις λέξεις.
3. Η περιέργεια: Οι ερωτήσεις που κάνουν είναι ίσως το πιο ξεκάθαρο σημάδι μιας ιδιοφυΐας. Τα ξεχωριστά παιδιά εντυπωσιάζονται από τον τρόπο που λειτουργεί ο κόσμος και παρατηρούν εύκολα τις λεπτομέρειες.
4. Η διαφωνία: Η αρνητική πλευρά των αναλυτικών τους μυαλών, έχει τη δυνατότητα να αμφισβητεί ενώ έχουν και μια απάντηση για όλα- όπως π.χ. γιατί δεν πρέπει να πηγαίνουν σχολείο. Μάλιστα, αρκετές φορές εξαιτίας της εξυπνάδας τους, τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν έχουν βάση.
5. Ο άσχημος γραφικός χαρακτήρας: Πάρα πολλά έξυπνα παιδιά έχουν πρόβλημα με το γραφικό τους χαρακτήρα. Αυτό συνήθως συμβαίνει γιατί προσπαθούν να γράψουν γρήγορα (σαφώς δεν αποκλείεται όμως να είναι και κάποιο σύμπτωμα αναπτυξιακής διαταραχής).
6. Η ευαισθησία: Πολλά χαρισματικά παιδιά είναι υπερευαίσθητα και σωματικά και ψυχικά. Μπορεί να αρρωστήσουν εύκολα αλλά και να βγάλουν ευαισθησία σε περιβαλλοντικούς παράγοντες (π.χ. σε θορύβους). Σε αυτή την περίπτωση μπορεί και να αντιδράσουν άσχημα.
7. Η δημιουργική σκέψη: Τα προικισμένα παιδιά απολαμβάνουν τις πνευματικές προκλήσεις. Τους αρέσουν τα παιχνίδια στρατηγικής, τα παζλ  κ.ο.κ. ,
8. Τα επίπεδα ενέργειας: Τα παιδιά με ξεχωριστά ταλέντα έχουν συχνά πολύ υψηλά επίπεδα ενέργειας, γεγονός όμως που συνεπάγεται ότι θα σταματήσουν νωρίς τον μεσημεριανό ύπνο αλλά και δυστυχώς -κατά γενικό κανόνα- δεν κοιμούνται πολύ.
9. Ο πειραματισμός: Στα πολύ έξυπνα παιδιά αρέσει να ψάχνουν πράγματα από μόνα τους και να αναλαμβάνουν να τα φέρνουν εις πέρας επίσης μόνα τους.
10. Το επάγγελμα των γονιών: Κι όμως είναι πολύ πιθανόν αν οι γονείς ασχολούνται με επιστήμες, μουσική, υπολογιστές και μηχανολογία να έχουν ένα πολύ έξυπνο παιδί.
Αν παρατηρήσατε ότι το παιδί σας έχει κάποια από αυτά τα χαρακτηριστικά (ή όλα!) είναι πολύ πιθανόν να μεγαλώνετε μια ιδιοφυϊα!
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος.

7 μυστικά για το σωστό εκπαιδευτικό περιβάλλον

Πολλοί εκπαιδευτικοί και ακόμη περισσότεροι μαθητές παραπονιούνται για τις ψυχρές και άσχημες σχολικές αίθουσες. Οι μαθητές βαριούνται σε αυτές και δεν παρακολουθούν τι γίνεται στην τάξη, δεν αγαπούν το σχολείο και συνδέουν τη μάθηση με ένα άσχημο περιβάλλον που ταιριάζει σε όλους, καθώς δεν έχει κανένα χαρακτηριστικό που να το νιώθουν αποκλειστικά δικό τους. Δεν είναι τυχαίο που επικρατεί η άποψη πως οι μαθητές ουδεμία κίνηση κάνουν για να προστατέψουν το δημόσιο χώρο: δεν αγαπούν αυτόν το χώρο και δεν μπορούμε να τους κατηγορήσουμε για αυτό.
Είμαι δάσκαλος, τι πρέπει να κάνω;
Εάν είστε εκπαιδευτικός και θέλετε να εργάζεστε σε μια τάξη που θα βοηθά τους μαθητές όχι μόνο να μάθουν, αλλά και να αγαπήσουν την εκπαίδευση και τη μάθηση και να γίνουν υπεύθυνοι για τον εαυτό τους, καλό είναι να αναλογιστείτε τη δύναμη που έχετε στα χέρια σας, την τεχνογνωσία και τη σχέση σας με τους μαθητές σας, ώστε να δημιουργήσετε το κατάλληλο περιβάλλον.
  • Δώστε χρώμα - Προσθέστε χρώμα στην τάξη σας με ζωγραφιές, αφίσες, φωτογραφίες. Μπορείτε να δημιουργήσετε γωνιές με συγκεκριμένα θέματα, όπως η «γωνιά του περιβάλλοντος», η «γωνιά της ιστορίας», κλπ., όπου τα παιδιά (ή οι έφηβοι μαθητές σας) θα τοποθετήσουν φωτογραφίες, αποκόμματα από περιοδικά, άρθρα, και ό,τι άλλο ανακαλύψουν σχετικό με το θέμα. Αφήστε τους μαθητές να επιλέξουν πώς θα μοιάζει η αίθουσά τους και βρείτε λύσεις ώστε να πραγματοποιήσετε το όνειρό τους: μαθαίνουμε και δουλεύουμε καλύτερα σε ένα περιβάλλον που μας ικανοποιεί.
  • Προσωπικά αντικείμενα - Μπορείτε να φέρετε μερικά προσωπικά αντικείμενα στην τάξη είτε για να διδάξετε μια έννοια είτε για να δημιουργήσετε μια σχέση με τους μαθητές σας. Εάν θέλετε να μιλήσετε για ένα ζήτημα, μπορείτε αντί απλώς να περιγράψετε την προσωπική σας ιστορία, να τη δείξετε κιόλας μέσα από αντικείμενα (πχ., αναμνηστικά από ταξίδια για μαθήματα ξένων γλωσσών/ ιστορίας/ γεωγραφίας).
  • Θερμοκρασία και φως - Η ιδανική θερμοκρασία είναι πολύ σημαντική σε μία τάξη. Δυστυχώς οι υποδομές δεν επαρκούν, συχνά, αλλά γεγονός είναι πως οι 18 με 20 βαθμοί Κελσίου βοηθούν τα παιδιά να συγκεντρωθούν: δεν κρυώνουμε και δε ζεσταινόμαστε υπερβολικά σε τέτοια θερμοκρασία. Ανάλογο ζήτημα είναι και ο φωτισμός της αίθουσας: δεν πρέπει να βρίσκεστε στα σκοτάδια, αλλά ούτε και να έχετε υπερβολικό φως γύρω σας, που θα σας κουράζει. Ρωτήστε τους μαθητές για τις προτιμήσεις τους, για να γνωρίζετε τι προτιμούν.
  • Ελευθερία κινήσεων - Αφήστε ελεύθερο χώρο για κίνηση! Η διάταξη των θρανίων σε μια αίθουσα θα πρέπει να είναι σε σχήμα Π ή, ιδανικά, κυκλική, ώστε οι πάντες να βλέπονται μεταξύ τους, αλλά και να μπορούν να μετακινηθούν εύκολα από θέση σε θέση.
  • Εμπιστοσύνη στους μαθητές - Δείξτε εμπιστοσύνη στους μαθητές σας και αφήστε τους να πάρουν τα ηνία σε κάποιες περιπτώσεις. Οι μαθητές έχουν πολύ διαφορετικές ανάγκες από εσάς και οι ανάγκες αυτές είναι που πρέπει να ικανοποιηθούν πρωτίστως. Ρωτήστε τους μαθητές σας σε ποιες συνθήκες προτιμούν να δουλεύουν και ποιο είναι το μαθησιακό τους στυλ.
Τέλος, οι συναρπαστικές προσωπικές ιστορίες που μπορείτε να διηγηθείτε και μικρά κεράσματα προς οτυς μαθητές σας ως επιβράβευση για κάτι που κατάφεραν ή για ένα δύσκολο διαγώνισμα, θα δημιουργήσουν αμοιβαία εμπιστοσύνη και φιλικά αισθήματα!
Αναστασία Καρούτη
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος.

Ο θεραπευτικός ρόλος της σχέσης μαθητών και εκπαιδευτικών

Η εφηβεία είναι μια ιδιαίτερα ευάλωτη περίοδος της ανάπτυξης όπου, λόγω των σημαντικών ψυχοκοινωνικών και σωματικών αλλαγών, της διαδικασίας ανεξαρτητοποίησης και ανεύρεσης ταυτότητας, υπάρ­χει μια σχετική διατάραξη της ψυχικής ισορροπίας. Όλα τα ψυχικά φαινόμενα που χαρακτηρίζουν την εφηβεία μπορούν να θεωρηθούν ως απόπειρες αποκατάστασης της ισορροπίας της που έχει διαταραχθεί. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά της εφηβείας είναι ο έντονος ρυθμός και η αστάθεια σε όλους σχεδόν τους τομείς, εξαιτίας ενδοψυχικών συγκρούσεων που προσδίδουν μια γενική εικόνα ρευστότητας και διακύμανσης.
Οι έφηβοι, περνώντας από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση, βρίσκονται μπροστά σε μια μεγάλη σύγκρουση, ανάμεσα στην εξάρτηση και την αυτονομία. Η εφηβεία συχνά παραλληλίζεται με μια περίοδο πένθους, όπου οι έφηβοι πενθούν αυτά που αφήνουν, την ξεγνoιασιά, την «ανευθυνότητα», ενώ συγχρόνως καλωσορίζουν την καινούρια κατάσταση της ωριμότητας και της ανεξαρτησίας
Λόγω του ότι η εφηβεία είναι μια «δεύτερη ευκαιρία» για το άτομο να διορθώσει κάποια ψυ­χικά «μπλοκαρίσματα» που κουβαλάει από την παιδική του ηλικία, προκύπτει επιτακτική η ανάγκη βοήθειας και στήριξης τόσο από την οικογένεια όσο και από το σχολείο.
Το σχολείο, ιδιαίτερα ως μέρος σύγκλισης της οικογένειας και της ευρύτερης κοινωνίας, μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην ωρί­μανση και την ανάπτυξη των νέων ανθρώπων. Στο σχολείο τα παιδιά μαθαίνουν να δημιουργούν σχέσεις όχι μόνο με διαφορετικούς ενήλι­κες από τους γονείς ή άλλους συγγενείς τους αλλά και με συνομηλί­κους, επεκτείνοντας έτσι και δυναμώνοντας τις διαπροσωπικές τους σχέσεις και γενικότερα την εικόνα του εαυτού τους. Τα μαθήματα εμπιστοσύνης, αμοιβαιότητας, μοιράσματος και απογοήτευσης, που καλλιεργούνται μέσα από τις διαπροσωπικές σχέσεις των νέων, απο­τελούν βασικές συνιστώσες της ψυχοκοινωνικής τους ανάπτυξης, παρόλο που τα περισσότερα σχολεία συχνά αγνοούν τη σημαντικότητά τους. Οι καθηγητές μπορούν να παρέμβουν θετικά με τη στάση τους στους εφήβους και τις οικογένειές τους, έτσι ώστε να αυξήσουν τις γνωστικές και διαπροσωπικές δεξιότητες και γενικότερα την αυτοεκτί­μησή τους.
Ιδιαίτερα στη σύγχρονη εποχή, που η οικογένεια δεν παίζει στον ίδιο βαθμό τον υποστηρικτικό και θεραπευτικό ρόλο που είχε στο παρελθόν, το σχολείο θα μπορούσε να καλύπτει το παραπάνω κενό, βοηθώντας και στηρίζοντας, τόσο εκείνους τους εφήβους που λόγω ιδιοσυγκρασιακών και περιβαλλοντικών παραγόντων παρουσιάζουν ιδιαίτερη ευπάθεια και προδιάθεση στην ψυχοπαθολογία, όσο και το μέσο έφηβο που αντικειμενικά περνάει μια δύσκολη περίοδο στη ζωή του.
Το σχολείο συχνά αδυνατεί να δράσει διορθωτικά και υποστηρι­κτικά στα αυξημένα προβλήματα των εφήβων, λόγω της μονομερούς προσήλωσής του στο γνωστικό τομέα, ιδίως στη δευτεροβάθμια εκπαί­δευση όπου υπάρχει μεγαλύτερη πίεση σχολικής επιτυχίας λόγω της επικείμενης επαγγελματικής επιλογής. Συχνά οι καθηγητές καλούνται να επιλύσουν πολύπλοκα προβλήματα που, παρά τη φιλότιμη προσπά­θειά τους, αδυνατούν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία, λόγω της ελλι­πούς εκπαίδευσής τους και της δυσκολίας τους να συσχετίσουν τις συναισθηματικές ανάγκες των εφήβων με την καθημερινή εκπαιδευτι­κή πράξη.
Οι έρευνες έχουν καταδείξει ότι οι ανάγκες των εφήβων μπορούν να καλυφθoύν στο σχολείο μέσω της συναισθηματικής εκπαίδευσης στην οποία πέφτει το βάρος παράλληλα με τις γνωστικές και τις συ­ναισθηματικές ανάγκες των εφήβων. Η συναισθηματική εκπαίδευση, βασισμένη σε ψυχαναλυτικές και ανθρωπιστικές θεωρίες, θεωρεί την ανάπτυξη της δυναμικής των σχέσεων μέσα στην τάξη πολύ σημαντι­κή, γιατί λειτουργεί ως ένα εργαστήρι όπου η ανάπτυξη σημαντικών σχέσεων μπορεί να γενικευτεί και εκτός σχολείου.
Η βαθιά γνώση της ψυχοδυναμικής της συμπεριφοράς των εφή­βων και της σχέσης εφήβου-εκπαιδευτικού ανοίγει προοπτικές για την ανάπτυξη μιας θεραπευτικής λειτουργίας που θα μπορεί να επιτελείται καθημερινά στην εκπαιδευτική πράξη, καλύπτοντας τόσο τις γνωστι­κές όσο και τις ψυχοκοινωνικές ανάγκες των εφήβων. Η έμφαση του σχολείου στις ανθρώπινες σχέσεις όχι μόνο δε θα το διασπάσει από το σκοπό του αλλά, αντίθετα, θα το εμπλουτίσει γιατί, ως γνωστόν, για την επίτευξη της μάθησης θα πρέπει να συνυπάρχουν οι γνωστικοί και οι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες.
Οι εκπαιδευτικοί, χωρίς να διεκδικούν την ιδιότητα του ψυχοθε­ραπευτή μέσα στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής πράξης, γνωρίζοντας τα δικά τους όρια και χειριζόμενοι τα δικά τους έντονα συναισθήματα μπορούν να δημιουργήσουν ένα ασφαλές και αποδεκτικό περιβάλλον στην καθημερινή πρακτική χωρίς επιβάρυνση του αναλυτικού προγράμματος, κατάλληλο για τη σωστή ανάπτυξη των εφήβων.
Το σχολείο μας, λόγω του ιδιάζοντος χαρακτήρα του και της ιδιαιτερότητας που έχει μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο όχι μόνο στη γνωστική, αλλά και στην κοινωνική, συναισθηματική, και προσωπική πράγη και συμπεριφορά των παιδιών.
Εδώ ο μαθητής βρίσκεται πολλές ώρες με το δάσκαλό του - 9 ώρες την ημέρα - οι μαθητές στο τμήμα είναι λίγοι, υπάρχουν έντονες οι διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ συμμαθητών και καθηγητών, τα ατομικά μαθήματα δίνουν τη δυνατότητα της κατ' άτομο καθημερινής επικοινωνίας με τον παιδαγωγό, που μπορεί να κάνει εξατομικευμένη αγωγή. Τα μουσικά μαθήματα, τα Μουσικά Σύνολα, οι θεατρικές ομάδες, οι ποικίλες εκδηλώσεις του Σχολείου, δίνουν τη δυνατότητα και στα παιδιά να εκφραστούν, να δημιουργήσουν, να εκτονωθούν, να ζήσουν περισσότερο την ομορφιά της εφηβείας. Και όλα αυτά παράλληλα με τη μάθηση και τη γνώση, που κατά τη γνώμη μου, συντελούνται καλύτερα παρότι στο παραδοσιακό σχολείο.
Ό,τι πιο πολύτιμο έχουμε γονείς και δάσκαλοι είναι τα παιδιά μας. Ας κάνουμε ό,τι καλύτερο γι' αυτά. Αγαπητοί γονείς, εμπιστευθείτε μας τα παιδιά σας. Ελάτε να συζητήσουμε μαζί τα προβλήματά τους. Οι γονείς και οι δάσκαλοι πρέπει να συνεργάζονται, να συζητούν, να αντιμετωπίζουν μαζί ό,τι προκύπτει. Ας είστε πάντα εδώ, όταν σας καλεί το σχολείο. Όχι μόνο όταν θα έλθετε να πάρετε βαθμούς, αλλά και στις εκδηλώσεις μας, στις συναντήσεις των γονέων, στη βοήθεια που σας ζητάμε. 
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος.

Δέκα οδηγίες προς εκείνους που τολμούν να διδάσκουν!

Μέσα στο κύμα των μαθητικών επικρίσεων και της αμφισβήτησης της λογικής του υπαρκτού σχολείου ξεχωρίζει ένα πρόσωπο, ο εκπαιδευτικός. Είναι ο «σημαντικός άλλος», η μόνη εμφανής φιγούρα της «ανώνυμης» σχολικής μηχανής, που στα «επεισόδια» των μαθητικών συζητήσεων παρουσιάζεται, υπαινικτικά, με μια θαυματουργική δύναμη, άλλοτε θεία και άλλοτε διαβολική, άλλοτε σα φορέας σωτηρίας και άλλοτε σα φορέας απώλειας.
 Ο δάσκαλος που αγαπήθηκε και ο δάσκαλος που μισήθηκε, είναι προφανώς δύο διαφορετικά πρόσωπα, χαραγμένα βαθιά, στις εμπειρίες και στις αναπαραστάσεις όλων, μαθητών και αποφοίτων, μικρών και μεγάλων, γεγονός που υποδηλώνει τον κεντρικό ρόλο που πιστεύεται ότι διαδραματίζει ο εκπαιδευτικός στη σχολική «σταδιοδρομία» του μαθητή. Βέβαια, η σχέση εκπαιδευτικού - μαθητή είναι, στα βασικά και αποφασιστικά της σημεία, μια σχέση θεσμική, όσο κι αν πολλές φορές στα μάτια των μαθητών φαντάζει ως προσωπική.
Αυτό σημαίνει ότι σε γενικές γραμμές προσδιορίζεται με νόμους και διατάξεις, ανεξάρτητα από τις προσωπικές διαθέσεις καθώς κάθε εκπαιδευτικός είναι «θεσμικά» υποχρεωμένος να χρησιμοποιήσει προς τους μαθητές του ένα minimum από την εξουσία που του παρέχει η θέση του στο σχολείο (διδασκαλία ορισμένης ύλης, εξέταση, βαθμολογία, απουσίες, ποινές, κ.λπ) πρακτική που δημιουργεί «αυτεπαγγέλτως» αντιθέσεις, σε κάποιες περιπτώσεις εκρηκτικές. Όμως, αν είναι δύσκολη με τη συγκεκριμένη δομή και λειτουργία του υπαρκτού εκπαιδευτικού συστήματος, η λύση βασικών αντιθέσεων μεταξύ εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων σε διαπροσωπική βάση, είναι σίγουρο ότι η ανίχνευση του «μαύρου κουτιού» της αίθουσας διδασκαλίας και των μαθητικών βιωμάτων, οριοθετούν τα χαρακτηριστικά του «δασκάλου που αγαπήσαμε».
1. Η ΤΑΞΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΝΙΑΙΑ!
«Δεν χρειάζεται να σαι μάντης για να καταλάβεις. Αρκεί να κοιτάξεις του γονείς συγκεντρωμένους κάθε μέρα στην είσοδο του σχολείου, τους χοντρούς και τους λεπτούς, τους καλοντυμένους και τους φτωχοντυμένους, τους εξαντλημένους και τους ακμαίους» (Dupasc)
            Το μαθητικό σώμα είναι ανομοιογενές καθώς προέρχεται από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα και διαπερνάται από τις υπάρχουσες κοινωνικές αντιθέσεις. Η σχολική τάξη δεν είναι ενιαία και αυτή η πραγματικότητα είναι τεκμηριωμένη από την έρευνα και την καθημερινή εμπειρία.
            Κάθε μαθητής «κουβαλάει» μαζί του ένα ολόκληρο φορτίο προσωπικών, οικογενειακών και κοινωνικών «αποσκευών». Η γνώση που αποκτά ο καθηγητής για τους μαθητές του μοιάζει, πολλές φορές, με τη γνώση που αποκτά ο θεατής για τον ηθοποιό που παίζει κάποιο ρόλο στη θεατρική σκηνή. Η γνώση του δασκάλου για το μαθητή δεν μπορεί να «ρυμουλκείται» με το αυστηρό κριτήριο της επιτυχίας ή της αποτυχίας του στο σχολείο, αλλά πρέπει να περιλαμβάνει τα βασικά στοιχεία της ταυτότητας του παιδιού για την καλύτερη «χαρτογράφηση» της τάξης. Κι αυτό, βέβαια, όχι από την αίσθηση μιας αφηρημένης δικαιοκρισίας αλλά από τη βεβαιότητα ότι μόνο έτσι θα είναι σε θέση να προσεγγίσει τις στάσεις και τις πρακτικές των μαθητών.
2. ΔΙΔΑΞΕ ΜΕ!
            Μια σύγχρονη μορφή διδασκαλίας κάνει το μαθητή παρατηρητή - δράστη, του διεγείρει την παρατηρητικότητα, τον αναγκάζει να πάρει αποφάσεις, του δίνει επιχειρήματα αντί να τον ταυτίζει με ιδέες, συναισθήματα ή πρόσωπα, τελικά ωθεί τα συναισθήματά του στη συνειδητοποίηση. Στο παραδοσιακό μάθημα η τάξη είναι τάξη και η κοινωνία είναι κοινωνία. Όμως οι τοίχοι της σχολικής αίθουσας δεν μπορεί να είναι τα όρια της επικοινωνίας και χρειάζεται η σχολική ομάδα να γίνει κοινωνός των προβλημάτων της τοπικής κοινωνίας, μάρτυρας, παρατηρητής και αναλυτής των κοινωνικών ζητημάτων. Ο εκπαιδευτικός απαιτείται να έχει τη γνώση και την ικανότητα να φέρει όλη την κοινωνία στην τάξη όχι με μια παραδοσιακή «επίσκεψη» αλλά αναλύοντας με κάθε ευκαιρία το σύνολο των αντιφάσεων και συγκρούσεών της. Στα πλαίσια αυτά, ο ολιγόλεπτος σχολιασμός πριν από κάθε μάθημα, με οξυδέρκεια και διεισδυτικότητα, των χτεσινών συμβάντων, δεν είναι καθόλου άσχημη ιδέα.
3. ΟΥΤΕ ΑΥΤΑΡΧΙΣΜΟΣ, ΟΥΤΕ ΑΝΤΙΑΥΤΑΡΧΙΣΜΟΣ!
             Η συζήτηση που αφορά τις σχολικές ποινές συνήθως επικεντρώνεται στη χρησιμότητα ή όχι των κυρώσεων και ποτέ σχεδόν στο τι προκαλεί τις κυρώσεις. Εμφανίζονται έτσι στους σχολικούς χώρους οι «οπαδοί» των ποινών και οι «αρνητές» τους οι οποίοι δρομολογούν τις θεωρητικές τους αντιθέσεις στο αν πρέπει να επιβάλλονται ποινές, πότε και ποιες, χωρίς, όπως σημειώνει ο Θανάσης Γκότοβος, να αναφέρονται στη γέννηση και τη «βιογραφία» του μαθητικού παραπτώματος το οποίο «ελκύει» την ποινή.
            Η παραπάνω λογική, ενώ για τους «οπαδούς» των ποινών παραπέμπει στην αυταρχικότητα, για τους «αρνητές» τους, κοντολογίς γι εκείνους που «καταργούν» τις ποινές, κλείνοντας τα μάτια στο πλαίσιο που λιπαίνει το έδαφος των μαθητικών παραπτωμάτων, γρήγορα οδηγείται σε αδιέξοδο και πολλές φορές στην «κάθετη» αναθεώρηση της προηγούμενης στάσης τους. Μια αντίπαλη πρόταση στη λειτουργία του σχολικού ποινολογίου δεν μπορεί να αντιπαραθέτει στον όποιο θεσμοθετημένο αυταρχισμό μια ηθικιστική λογική που μοιάζει με την «ελεημοσύνη στην επαιτεία που ησυχάζει την ψυχή χωρίς η ζητιανιά να εξαλείφεται». Ο μαθητής δεν έχει ανάγκη ούτε από την αυστηρότητα ούτε από την ανεκτικότητα του εκπαιδευτικού. Αυτό που χρειάζεται είναι η ουσιαστική συμμετοχή του σε μια διαδικασία που θα δρομολογεί τους όρους θέσπισης και τήρησης των κανόνων της σχολικής ζωής που θα εξασφαλίζουν δικαιώματα και καθήκοντα σε όλους. Η στάση του δασκάλου ορίζεται με το αν και κατά πόσο εξυπηρετεί μια ολόκληρη κίνηση προς τα μπρος, με άλλα λόγια αν διαπαιδαγωγεί και διαπαιδαγωγείται σωστά ολόκληρη η ομάδα.
4. ΟΧΙ ΣΤΗ ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ!
«Θυμάμαι ακόμη μια καθηγήτρια που δεν έχανε ευκαιρία να με ξεφτιλίζει μέσα στην τάξη. Είχε πάρει κάποτε μια έκθεσή μου και τη διάβαζε μεγαλόφωνα στην τάξη, με ειρωνευόταν συνέχεια προκαλώντας έντεχνα και τα γέλια των συμμαθητών μου» (Ε.Ν. 36 ετών σήμερα)
            Η πρώτη εικόνα που ένα παιδί μπορεί να έχει για τον ίδιο του τον εαυτό είναι συχνά διαμορφωμένη από το σχολείο. Εκεί βρίσκεται για πρώτη φορά αντιμέτωπο με ομάδες παιδιών της ηλικίας του και συγκρίνει τον εαυτό του με τα άτομα που αποτελούν αυτές τις ομάδες. Περισσότερο όμως από τη συμπεριφορά των συμμαθητών του, οι εκτιμήσεις ου γίνονται από τους δασκάλους θα συντελέσουν στο να αναπτύξει το παιδί μέσα του διαθέσεις αυτοεκτίμησης ή αυτοϋποτίμησης. Η εξουσία του δασκάλου φανερώνεται με τη βαθμολογία, τον διαχωρισμό και την απροκάλυπτη εκτίμηση. Αυτά είναι τα λεγόμενα «αντικειμενικά μέσα» που έχει ο δάσκαλος στη διάθεσή του ώστε να εκφράσει την εκτίμησή του για την εργασία του παιδιού. Περισσότερο «ύπουλα» όμως είναι τα υποκειμενικά μέσα, που πολλές φορές ο δάσκαλος δεν συγκρατείται να μην χρησιμοποιήσει. Φανερώνονται μέσα στις κρίσεις, τους συλλογισμούς, τις υποτιμητικές μιμήσεις, την ειρωνεία. Φανερώνονται ακόμα μέσα στη λησμονιά, την εγκατάλειψη, την έλλειψη εκτίμησης, την αδιαφορία. Η φυσική ποινή έχει θεωρητικά αποδυναμωθεί, χωρίς να έχει εντελώς εξοβελιστεί και συνυπάρχει με τη μη λεκτική επίκριση (παιχνίδι βλεμμάτων, γκριμάτσες αποδοκιμασίας) και με τις πιο πολιτισμένες, όχι λιγότερο οδυνηρές μορφές επίπληξης (ειρωνεία, οίκτος, αδιαφορία). Μπορεί η υποτίμηση να συντελέσει στη σχολική αποτυχία και σε διαταραχές στη φοίτηση; Έχει αποδειχθεί ότι όχι δύσκολα μπορεί το υποτιμημένο παιδί να οδηγηθεί στην παθητικότητα, την αδιαφορία ή να περάσει στην αντεπίθεση.
5. ΝΑΙ ΣΤΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ - ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ !
            Η σχολική ζωή έχει συρρικνωθεί, η σχολική μάθηση κυριαρχεί έναντι της κοινωνικής μάθησης και αξίες όπως δημοκρατία, συνεργασία, αλληλεγγύη έχουν «παραχωρήσει» τη θέση τους στον ανταγωνισμό, την αντιπαράθεση, τον ατομικισμό, το φθόνο, τη βαθμοθηρία, την υποτέλεια, την κυριαρχία. Η συλλογική προσπάθεια και ευθύνη, η ομαδικότητα -και μέσα σ΄ αυτήν η ανάπτυξη της ατομικότητας- δίνουν τη θέση τους στην παράλογη διάσπαση και σπατάλη δυνάμεων, σ΄ έναν αδιέξοδο ανταγωνισμό που βρίσκεται σε πλήρη αντίφαση με τις ανάγκες και τις προδιαθέσεις της νέας γενιάς που διψά για διανθρώπινη επαφή, ομαδικότητα και συναδελφικότητα. Πολύ σωστά επισημαίνεται από πλήθος ειδικών, εκπαιδευτικών, κοινωνιολόγων και ψυχολόγων ότι αυτό το κλίμα ευνοεί τη δημιουργία αντικοινωνικών συναισθημάτων και τάσεων, όπως η υπεροψία, ο φθόνος, η μνησικακία, η κακεντρέχεια, η υποκρισία και η παθολογική φιλοπρωτία. Στις απαντήσεις των πρώην μαθητών η συνεργασία και η ανάπτυξη φιλικών σχέσεων αποτελεί μια από τις θετικές εμπειρίες και τα ευχάριστα βιώματά τους. Ο δάσκαλος μπορεί να υπονομεύει την ανταγωνιστική σχολική ατμόσφαιρα, δημιουργώντας όρους συνεργασίας, επιβραβεύοντας τη συλλογικότητα και την αλληλεγγύη, επιχειρηματολογώντας υπέρ της θέσης, ότι «τα καλύτερα όνειρα στη ζωή μας είναι τα συλλογικά!»
6. ΔΙΔΑΞΕ ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ! ΑΚΟΥΣΕ ΚΑΙ ΜΕΝΑ !
            Ο δάσκαλος που βολεύεται στο «κοστούμι» - πανοπλία της αυθεντίας και την χρησιμοποιεί μάλιστα και ως εφαλτήριο για το κοινωνικό status του ακυρώνει γρήγορα την επικοινωνιακή σύμβαση, αποξηραίνει κάθε δυνατότητα δημιουργικής - ουσιαστικής σχέσης με τους μαθητές του. Διδάσκουμε μαθαίνοντας, σημαίνει όχι μόνο ότι διαλεκτικά προσεγγίζουμε τη γνώση, αλλά και ότι παίρνουμε από την τάξη καθετί το κοινωνικά χρήσιμο, το αξιοποιήσιμο. Ο καλός δάσκαλος δεν ξέρει μόνο να μιλάει και να μεταδίδει. ξέρει πρώτα να ακούει.
7. ΔΩΣΕ «ΧΡΩΜΑ» ΣΤΗΝ ΤΑΞΗ !
            Διδασκαλία δεν μπορεί να αποτελέσει ο ξύλινος μονόλογος που μετατρέπει τη μαθησιακή διαδικασία σε μια από τις πιο «στημένες» και πιο ασφυκτικές επικοινωνίες στις οποίες συμμετέχει καθημερινά ο μαθητής. Παράλληλα ο σχολικός χώρος δεν είναι απλό θέμα γεωμετρίας ή απλής και ουδέτερης διευθέτησης για τη στέγαση της μαθησιακής διαδικασίας. Η διάταξη των πραγμάτων στην τάξη (θρανία, πίνακες, έδρα, κατά παράταξιν καθίσματα) έχει συγκεκριμένη εσωτερική συνοχή και λογική, το ίδιο και η αρχιτεκτονική των σχολικών χώρων. Η γλώσσα της κίνησης του σώματος μπορεί να αλλάξει. Δώστε στις τάξεις ένα άλλο χρώμα πιο ανθρώπινο, πιο ζωηρό, πιο κοινωνικό. Δώστε στους μαθητές τη δυνατότητα να διακοσμήσουν οι ίδιοι την τάξη τους, να φέρουν αφίσες, βιβλία, περιοδικά που αγαπούν και διαβάζουν σε αυτήν. Φτιάξτε μια μικρή βιβλιοθήκη, αν αυτό είναι δυνατόν, μέσα στην τάξη με αυτά που αγαπούν να διαβάζουν τα παιδιά. Αν δεν υπάρχει πρόβλημα με το μέγεθος της αίθουσας και τον αριθμό των μαθητών αλλάξτε τη διάταξη των θρανίων. Τοποθετείστε τα σε σχήμα Π και ζητήστε από τους μαθητές να εργάζονται ομαδικά προκειμένου να λύσουν μια άσκηση, να μεταφράσουν ένα κείμενο ή να διαμορφώσουν ένα επιχείρημα. Ανοίχτε δίαυλους επικοινωνίας ανάμεσα τους. Το ομαδικό πνεύμα δεν θα πέσει στα κεφάλια των μαθητών από τον ουρανό ούτε θα έρθει μέσα από τις ανταγωνιστικές εξετάσεις και τη βαθμοθηρία, όπου ο καθένας γράφει σκυφτός μπροστά στην κόλα του. Φυσικά, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να έχουμε την αυταπάτη ότι οι αναγκαίες διδακτικές μας παρεμβάσεις που κινούνται προς την κατεύθυνση ενός άλλου σχολείου αρκούν για να αλλάξουν το σχολείο. Δημιουργούν ρωγμές στο σύστημα και διαμορφώνουν τους όρους να σκεφθεί η νέα γενιά κριτικά προκειμένου να αποκτήσει τα όπλα για να αλλάξει τον κόσμο. Το σχολείο αλλάζει αλλάζοντας την κοινωνία!
8. ΑΣΕ ΜΕ ΝΑ ΚΑΝΩ ΛΑΘΟΣ !
            Στη διάρκεια της μαθησιακής διαδικασίας, ο μαθητής, αρκετές φορές, είναι υποχρεωμένος να απαντήσει στις ερωτήσεις του εκπαιδευτικού που αφορούν κατά βάση το περιεχόμενο του μαθήματος. Η όχι εύστοχη απάντηση του μαθητή, γίνεται αρκετές φορές αντικείμενο επικρίσεων , γεγονός που προετοιμάζει το έδαφος για «αφοπλισμό» του μαθητή. Αντίθετα μια λειτουργική εκμετάλλευση του λάθους, μια δυναμική κατανόησή του μέσα από την οποία δε νοείται πλέον ως αποτυχία, η αναδόμηση του σωστού μέσα από την ευκαιρία του λάθους μπορεί όχι μόνο να μην απογοητεύσει το μαθητή αλλά και να ανοίξει το σύνθετο δρόμο της μάθησης. Η γνώση είναι και αποτέλεσμα σύγκρουσης του σωστού με το λαθεμένο και ακριβώς το λαθεμένο είναι απαραίτητο για τη διατύπωση του ορθού και του κοινωνικά αναγκαίου.
9. ΕΝΘΑΡΡΥΝΕ ΜΕ!
«Ο καλός δάσκαλος είναι αυτός που απλώνει το χέρι στην ψυχή του παιδιού και τονώνει αυτό που διαθέτει το καθένα» (Μίλτος Κουντουράς)
            Το σχολικό σύστημα δεν έχει το δικαίωμα να δημιουργεί «παραμελημένα» παιδιά. Η ενθάρρυνση μπορεί να γίνει θετικό κίνητρο, ενώ η μείωση της αξίας πλήττει το μαθητή καίρια στην εικόνα που έχει για τον εαυτό του. Το πρώτο βήμα για μια επιτυχημένη επικοινωνιακή - μαθησιακή διαδικασία είναι η ενθάρρυνση.
10. ΓΝΩΡΙΣΕ ΜΕ! ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΙΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΜΟΥ!
«Τι ξέρουμε για τους μαθητές μας; επίδοση, διαγωγή, θέση στο θρανίο» (Γ.Κ., εκπαιδευτικός)
Έχει καθοριστική σημασία για την πορεία της διδασκαλίας και τις σχέσεις με τους μαθητές να τους γνωρίσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο, να συναντήσουμε τις ανάγκες τους. Και σε καμία περίπτωση γνωριμία με τους μαθητές δεν σημαίνει να πουν το όνομα τους, όπως γίνεται συνήθως στο πρώτο μάθημα. Γνωριμία με τους μαθητές σημαίνει να γνωρίσουμε την άποψη τους για τον κόσμο και τη ζωή τους, τις επιθυμίες τους, τις εργασίες που κάνουν οι γονείς τους, τις συνθήκες που επικρατούν στο σπίτι τους, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζουν και μελετούν, τη σχέση τους με το σχολείο, το πώς περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους, το πώς σκέφτονται. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να αποκωδικοποιήσουμε το λόγο και τη συμπεριφορά τους και να συναντήσουμε πραγματικά τις ανάγκες τους προσαρμόζοντας τη διδασκαλία στο πολιτιστικό τους κεφάλαιο και στα υλικά μέσα που έχουν διαθέσιμα. 
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος.