Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

25.2.17

Ποια είναι η κόρη με το καμένο πρόσωπο; ΙΩΑΝΝΗΣ Π.Α. ΙΩΑΝΝΙΔΗ

Διαβάζοντας την ποιητική συλλογή «Τοκάτα για την κόρη με το καμένο πρόσωπο» του Ιωάννη Π.Α. Ιωαννίδη (Κέδρος, 2012),  «να μια ευκαιρία», σκέφτηκα, «να μιλήσουμε για ποίηση», δηλώνοντας από την αρχή πως παραθέτω απλώς κάποιες σκέψεις μου, ως αναγνώστρια  - και μόνον - ποιημάτων.
Τοκάτα, (toccata) είναι ένας μουσικός όρος για μια σύνθεση σε ελεύθερο στιλ, η οποία στοχεύει να αναδείξει  την επιδεξιότητα αυτού που παίζει το όργανο. Θα έλεγα πως, ως μέρος του τίτλου της συλλογής του Ιωαννίδη, υποδηλώνει και την «επιδεξιότητα» του  ίδιου στο χειρισμό της γλώσσας και των συμβόλων, δύο από τα απαραίτητα στοιχεία για να γράψει κανείς ποίηση.
Δεν σας κρύβω ότι μόλις έπιασα στα χέρια μου το βιβλίο το κοίταξα με επιφύλαξη. Κι αυτό γιατί πρόκειται για έναν τόμο 362 σελίδων.
Να όμως, σ’ ένα τυχαίο άνοιγμα (σελ. 25), έτσι όπως ξεφυλλίζουμε αδιάφορα ένα βιβλίο που δεν πρόκειται να διαβάσουμε, οι λέξεις με αιχμαλωτίζουν:

Αν έσκαψες με τα δάχτυλα βαθιά στην άμμο
ν’ ανάψεις ένα μικρό κερί
κείνη τη νύχτα που φύσαγε στην παραλία
Κι αν το σκέπασες με τα χέρια σου προσεκτικά
κι αν έσβησε
κείνη τη νύχτα που φύσαγε δεν έπρεπε να κλάψεις…»


Αυτό το μικρό κερί, σύμβολο της μοναχικής προσπάθειας, μοτίβο το οποίο επαναλαμβάνεται και παρακάτω, με άγγιξε. Έτσι άρχισα να διαβάζω κι ένοιωσα τα ποιήματα του Ιωαννίδη να με ανεβάζουν. Ο Γιώργος, όμως, ο οποίος πατά και με τα δυο του πόδια πάνω στη Γη, με ρώτησε:
 «Μα, καταλαβαίνεις τι θέλει να πει ο ποιητής;»
Ομολογώ πως δεν είμαι σίγουρη αν αυτό που κατάλαβα είναι το ίδιο μ’ αυτό που εννοεί ο ποιητής. 
Αλλά τι σημασία έχει; Από τη στιγμή που μ’ αρέσει να διαβάζω το ποίημα, δονεί κάποιες χορδές μέσα μου, μου δημιουργεί συναισθήματα, με συγκινεί, αποκτά ένα ιδιαίτερο νόημα για μένα, πειράζει αν μου διαφεύγει αυτό που εννοούσε ο ποιητής όταν το έγραφε; 

Από τη στιγμή που τα έβγαλε από μέσα του ο ποιητής και τα κοινοποίησε, τα ποιήματα ταξιδεύουν. Είναι τα πουλιά,  που τα κρατούσε φυλακισμένα και τα έτρεφε με την αμβροσία της ψυχής του, τα πότιζε με το αίμα της καρδιάς του και κάποια στιγμή άνοιξε το κλουβί και τ’ άφησε ελεύθερα. 
Από κει και πέρα δεν μπορεί να ελέγξει πώς και για ποιους θα τραγουδήσουν και ποιους θα συγκινήσουν τα τραγούδια τους. Κάθε αναγνώστης τα δέχεται και τα ερμηνεύει ανάλογα με τις δικές του καταβολές, το πολιτιστικό του υπόβαθρο, την συναισθηματική του κατάσταση και τις ανάγκες του.
Κάποτε η Κική Δημουλά  μιλώντας  σε μαθητές Λυκείου για την Ποίηση,  είπε
(το βρήκα στο Διαδίκτυο και το παραθέτω με κάθε επιφύλαξη, αν και μοιάζει για δικό της):

«Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί που κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό το δέντρο είναι το ποίημα

Ευλογημένοι αυτοί που μπορούν και φτιάχνουν ένα δέντρο μέσα στην έρημο. Τυχεροί όμως κι εμείς που βρίσκουμε το δέντρο, ξαποσταίνουμε στον ίσκιο του κι ακούμε το κελάδημα του πουλιού. Δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε γιατί αισθανόμαστε όμορφα.
Διαβάζοντας, για παράδειγμα, το «Κανόνας στο ύφος του Henry Purcell», όπου αναφέρεται για πρώτη φορά η «κόρη με το καμένο πρόσωπο» δεν ξέρεις τι να υποθέσεις. Η ερωτική ατμόσφαιρα που αποπνέουν τα ποιήματα σου αφήνει την αίσθηση ότι πρόκειται για έναν έρωτα που χάθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Διαβάζοντας όμως  όλη τη συλλογή, καθώς και μια συνέντευξη του Ιωαννίδη στο Κ της Καθημερινής,  αρχίζεις να αμφιβάλλεις. Δεδομένου του «έρωτά» του για την πατρίδα μας και τις πολλές αναφορές του στην κατάντια της, υποψιάζεσαι πως μπορεί να πρόκειται για αλληγορία. Ίσως, η κόρη με το καμένο πρόσωπο να είναι η Ελλάδα.

Φυσικά υπάρχει η πιθανότητα να ισχύουν και τα δύο. Διαλέγετε και παίρνετε.

Και πότε θα λέγατε ότι ένα κείμενο είναι ποίημα; Μόνο όταν είναι γραμμένο με τη μορφή στίχων;
Τότε η μισή συλλογή δεν θα ήταν ποιητική, καθώς είναι γραμμένη σε πεζό λόγο. Άλλοτε μακροσκελή. Κι άλλοτε σύντομο: με τη μορφή αριθμημένων αποσπασμάτων, σαν σπαράγματα αρχαίων αγγείων, τα οποία καλείσαι ως άλλος αρχαιολόγος /συντηρητής να βάλεις στη θέση τους ή να τα συμπληρώσεις με τη φαντασία σου, ή να τ’ αφήσεις απλά να αιωρούνται, όπως τα έριξε ο ποιητής, ακούγοντας την εσωτερική μουσική τους.
Ακριβώς αυτή η μυστική μουσική, που «παίζει» κάτω από τις γραμμές και τις λέξεις, είναι που κάνει ένα κείμενο, έμμετρο ή πεζό, ποίημα.
Πρέπει, άραγε, ν’ ακούει κανείς τον απόηχο του λόγου άλλων ποιητών όταν διαβάζει ένα ποίημα; Όπως εδώ, (σελ. 30), για παράδειγμα, όπου ο Ιωαννίδης  ξεκάθαρα συνομιλεί με τον Ελύτη:

«Χαίρε η πρωτοστάτης του μαρασμού, η τροφός της πείνας
Χαίρε κεφάλαιο της πενίας, χαίρε κεφαλαίο του Τίποτα…»

Μα το έχει πει  ο Σεφέρης: «Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας». Κι ο ποιητής είναι υποχρεωμένος να επικοινωνεί με τα λόγια των προγενέστερων, αλλά και των σύγχρονών του ποιητών.
Πολλοί φαντάζονται τους ποιητές αποκομμένους απ’ τον πραγματικό κόσμο, να ενδιαφέρονται για κάποιες άπιαστες πνευματικές σφαίρες ή κλεισμένοι στον εαυτό τους να νοιάζονται μόνο για τους δικούς τους καημούς.
Ναι, ο ποιητής πρέπει «να στηρίζει το ένα του πόδι έξω απ’ τη γη», το άλλο όμως πρέπει να πατά πάνω της και ν’ αντλεί απ’ τα γεγονότα και τους ανθρώπους γύρω του. Αλλιώς δεν θα μπορούσε ο Ιωαννίδης, ο οποίος είναι γιατρός - καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Stanford των ΗΠΑ και “ο πλέον τολμηρός διανοητής επιστήμονας για το 2010”, σύμφωνα με το περιοδικό Atlantic  να γράψει τον σπαραγμό του για την ανημποριά του επιστήμονα μπροστά στον ανθρώπινο πόνο και το θάνατο: 
«και πάλι θα σε φωνάξουν στις τέσσερις το πρωί για να μπεις μέσα στο θάλαμο, να την κρατήσεις απ’ τους ώμους και να τη φωνάξεις με το όνομά της, έπειτα να δεις τις κόρες που δεν αντιδρούν στο φως, να βεβαιωθείς πως δεν έχει σφυγμό και με σχολαστικότητα ν’ ακουμπήσεις το στηθοσκόπιο στο θώρακα – σιωπή, όλα είναι εντάξει» (σελ.105)
την πίκρα του για την κατάντια της χώρας μας (σελ. 293), 
«…- ο τόπος μου
πεθαίνει ακαριαία εδώ κι αιώνες
το σάπιο βαθυσκάφος κατεβαίνει ξεδιάντροπα, μολύβι
προς το βυθό, αράγιστο
στις τόσες ατμόσφαιρες αλήθειας…»
θυμίζοντάς μου το παράπονο ενός άλλου ποιητή, συμπατριώτη μου, του Δημ. Παπακωνσταντίνου :
«Η Ελλάδα, δεν είναι να τη ζεις,
Να την ονειρεύεσαι, μόνο»
ή την οργή του απέναντι στο πανεπιστημιακό κατεστημένο (σελ. 294)…
«…γράφω σε μια γλώσσα που απέτυχα
να μιλήσω, να πείσω οποιονδήποτε, να δω κάτι
να μένει στα πρακτικά της συνέλευσης
πριν τα ροκανίσουν τα ποντίκια κι η ιστορία –
δε συμβιβάστηκα, έπεσα όρθιος, δε μετάνοιωσα…»
Ίσως  οι πολλές αναφορές του στο θέμα αυτό είναι και το μόνο σημείο, όπου βρίσκω μια υπερβολή - μια εμμονή, θα έλεγα-  αλλά, φαίνεται πως ο άνθρωπος έχει "κάψει" κι ο ίδιος το πρόσωπό του, όταν ήρθε σε επαφή με την ελληνική πραγματικότητα και τα περίφημα ελληνικά πανεπιστήμια.
«…Ποιήματα φαίνεται γράφουν μόνον οι χαμένοι
Και ειδικά όσοι μπορούν τουλάχιστον να αναγνωριστούν
Μ’ αυτόν τον περιζήτητο τίτλο  
Απ’ την ομήγυρη
 διαβάζω στη σελ. 44. 
Μα είναι φανερό πως παρά την πικρία του, ο Ιωαννίδης δεν κατατάσσει τον εαυτό του στους «χαμένους», γιατί κανείς ποιητής δεν είναι ποτέ «χαμένος» και γιατί όσοι διαβάζουμε ποίηση μόνον κερδισμένοι μπορούμε να είμαστε, ασχέτως με το τι πιστεύει η «ομήγυρη».
Πηγή: Ρέα Σταθοπούλου.
Ανιχνεύτρια η Μελισσάνθη του Πεπέ.

Γάιος Μάρκιος Κοριολανός χάρη στον κ. Γιάννη Ιωαννίδη. ένας κορυφαίος Έλληνας επιστήμονας.

Ο Γάιος Μάρκιος Κοριολανός (Gaius Marcius Coriolanus, 527 π.Χ. - ...) ήταν Ρωμαίος στρατηγός. Έλαβε το τοπωνυμικό παρατσούκλι του "Κοριολανός" λόγω της εξαιρετικής ανδρείας του, όταν κυρίευσε τα Κορίολα (Corioli), πόλη των Ουόλσκων, το 493 π.Χ.[1]. Ήταν όμως οργίλος και δεν είχε την πραότητα και την ανεξικακία ούτε του Θεμιστοκλή, ούτε του Αριστείδη. Ο Κοριολανός έγινε αρχηγός των ακραίων αριστοκρατικών και με την ιδιότητα αυτή υποκίνησε πολλές αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις και ενέργειες, όπως π.χ. αντιτάχθηκε στη διανομή σικελικού σταριού στον λαό σε περίοδο λιμού και, αυταρχικός όπως ήταν, πρότεινε στη Σύγκλητο την κατάργηση του θεσμού των δημάρχων. Εξαιτίας της πολιτικής του έγινε μισητός στο λαό. Οι δικτατορικές ενέργειές του και η τυραννική του συμπεριφορά εξόργισαν τους συμπολίτες του, γι' αυτό και τον εξόρισαν από τη Ρώμη. Γεμάτος από το πάθος της εκδίκησης, ο Κοριολανός κατέφυγε στους Ουόλσκους, που ήταν εχθροί των Ρωμαίων, έγινε αρχηγός τους και ξεκίνησε εναντίον της πατρίδας του.

Όταν έφτασε έξω από τη Ρώμη και απειλούσε να την καταστρέψει, οι Ρωμαίοι κατατρομαγμένοι έστειλαν διάφορες πρεσβείες για συμφιλίωση. Ο Κοριολανός όμως ήταν άκαμπτος. Τότε πήγε στο στρατόπεδό του η μητέρα του και του είπε γονατιστή:
- Κοριολανέ, αν επιμένεις να μπεις εχθρικά στη Ρώμη, θα πατήσεις πρώτα στο πτώμα της μητέρας σου. Γιατί δεν μπορώ να ανεχθώ να είναι το παιδί μου ο καταστροφέας της πατρίδας του.

Ο Κοριολανός ανασήκωσε τη γονατισμένη μητέρα του και αγκαλιάζοντάς την της απάντησε:
- Νίκησες, μητέρα, ευτυχισμένη νίκη για την πατρίδα, αλλά καταστρεπτική για τον γιο σου. Φεύγω μακριά από τη Ρώμη, νικημένος από τη μητέρα μου.

Και αμέσως έλυσε την πολιορκία της Ρώμης[2]. Ο Πλούταρχος αναφέρει πως οι Ουόλσκοι τον σκότωσαν, όταν επέστρεψε, γιατί θεώρησαν πως τους εξαπάτησε. Άλλοι λένε πως έζησε κι άλλο και πως έγραψε κι ένα επίγραμμα για τη δύσκολη ζωή ενός γέροντα εξόριστου.
Στην ύστερη αρχαιότητα, ήταν γενικά αποδεκτό από τους ιστορικούς ότι ο Κοριολανός ήταν ένα πραγματικό ιστορικό πρόσωπο και εμφανίστηκε μια συναινετική αφηγηματική ιστορία της ζωής του, την οποία επανέλαβαν κορυφαίοι ιστορικοί όπως ο Τίτος Λίβιος, ο Πλούταρχος και ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς. Πιο πρόσφατες μελέτες έχουν εκφράσει αμφιβολίες για την ιστορικότητα του Κοριολανού, απεικονίζοντάς τον είτε ως μια εντελώς θρυλική προσωπικότητα ή, τουλάχιστον, αμφισβητώντας την ακρίβεια της συμβατικής ιστορίας της ζωής του ή τη χρονική αλληλουχία των γεγονότων[3].
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, στους προγόνους του περιλαμβάνονται εξέχοντες πατρίκιοι, ακόμα κι ένας βασιλιάς της Ρώμης.
Η ιστορία του είναι η βάση της τραγωδίας Κοριολανός, που γράφτηκε από τον Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, καθώς και μιας σειράς άλλων έργων, συμπεριλαμβανομένης και της Εισαγωγής Κοριολανός του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν.
Πηγή: Βικιπαίδεια.
Ανιχνεύτρια η Μελισσάνθη του Πεπέ.

Γιάννης Π.Α. Ιωαννίδης: Στην Ελλάδα επικρατεί πνευματική γεροντοκρατία. Ένας κορυφαίος Έλληνας της μικρής δημιουργικής Ελλάδας του εξωτερικού.

«Η ανάληψη της ατομικής ευθύνης είναι η σημαντικότερη πολιτική πράξη. Δεν μπορεί να υπάρξει και να αναπτυχθεί με άλλο τρόπο μια κοινωνία. Πρέπει ως πολίτες να είμαστε υπερήφανοι και υπόλογοι για τις πράξεις μας. Αλλιώς η κοινωνία θα βυθιστεί στο τέλμα», λέει ο Γιάννης Π.Α. Ιωαννίδης. Οι συμμαθητές του στο περιοδικό της αποφοίτησης από το λύκειο τον ζωγράφισαν κάτω από μια στοίβα βιβλίων, να λέει στον βιβλιοθηκονόμο που έφερνε καινούργια βιβλία μέσα σε ένα καρότσι: «Και έλα πίσω σε 30 λεπτά να πάρεις αυτά εδώ και να μου φέρεις τα υπόλοιπα». Εξι χρόνια μετά, αποφοίτησε πρώτος από την Ιατρική Σχολή Αθηνών με το... αστρονομικό 9,4! Το φαντάζεται κάποιος; Οι βαθμολογικές  «απώλειές» του για τον μέσο όρο του πτυχίου ήταν λιγοστά 9άρια. Κατόπιν έκανε ένα εντυπωσιακό «ταξίδι» σε ορισμένα από τα σπουδαιότερα πανεπιστήμια του κόσμου (ενδεικτικά, Harvard, Tufts, Johns Hopkins, Stanford) και το 2010 το περιοδικό The Atlantic τον επέλεξε ως τον πιο τολμηρό επιστήμονα-διανοούμενο, λέγοντας πως είναι «ένας από τους σύγχρονους επιστήμονες με τη μεγαλύτερη επιρροή». 

Σήμερα, το ταξίδι του συνεχίζεται με εκατοντάδες διαλέξεις ανά τον κόσμο ετησίως, με εκατοντάδες δημοσιεύσεις, με έρευνα και διδασκαλία στο Πανεπιστήμιο Stanford. Η κουβέντα μαζί του ήταν απολαυστική, με έντονο ρυθμό, με διηγήσεις για τους Ελληνες πολιτικούς και την επίσκεψή του πριν από πολλά χρόνια σε υπουργό Υγείας που όλη την ώρα έπαιζε με το κομπολόι του. «Μάλλον ήθελε να με συναντήσει ως ένα περίεργο ον. Ηταν παραιτημένος άνθρωπος. Η εικόνα του ανθρώπου που παίρνει μια καρέκλα εξουσίας για να γιορτάσει την παραίτησή του από την ουσιαστική ενεργό δράση είναι θλιβερή».
Στην Ελλάδα, έξω από τη μικρή πανεπιστημιακή κοινότητα της Ιατρικής, ο Γιάννης Π.Α. Ιωαννίδης δεν είναι γνωστός. «Τη διεθνή αναγνωρισιμότητα στον επιστημονικό μου χώρο την απέκτησα στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Κατόπιν έφυγα στο εξωτερικό. Στην Ελλάδα δεν έχω γίνει γνωστός γιατί δεν έχω κάνει δημόσιες σχέσεις στη ζωή μου. Ισως να φταίει και η εικονική πραγματικότητα στην οποία ζει η ελληνική πολιτική και επιστημονική ζωή. Υπάρχουν πανεπιστημιακοί που θεωρούνται στην Ελλάδα ηγέτες, φωστήρες. Ομως, διεθνώς δεν έχουν επιστημονική επιρροή, είναι παντελώς άγνωστοι. Ζουν μέσα στη “φούσκα” της ελληνικής πραγματικότητας, που ανακυκλώνει τους μέτριους», λέει και θυμάται την πρώτη του επαφή με τον συνδικαλισμό στην Ιατρική. «Πηγαίνοντας στη σχολή, περνούσα από μία καφετέρια με μπιλιάρδα. Εκεί ξόδευαν την ώρα τους πολλοί συμφοιτητές μου, που ήταν ενταγμένοι σε κομματικές νεολαίες. Θυμάμαι χαρακτηριστικά έναν, για τον οποίον κάποια χρόνια μετά μετείχα στο εκλεκτορικό σώμα που τον έκρινε για μία θέση λέκτορος στο πανεπιστήμιο. Ημουν ο μόνος που έδωσα αρνητική ψήφο. Εέιτα από καιρό τον είδα βουλευτή. Οι καταστροφείς πήγαιναν να σώσουν τη χώρα!»
Και συνεχίζει με ένταση: «Οι βουλευτές και υπουργοί οφείλουν να μπορούν να κατανοήσουν το τοπικό και το παγκόσμιο γίγνεσθαι και γι’ αυτό πρέπει να κατανοούν την επιστημονική πληροφορία. Και στο εξωτερικό δεν βρίσκω τεράστια πολιτικά αναστήματα, αλλά τουλάχιστον ορισμένοι πολιτικοί στη Δύση έχουν το γνώθι σαυτόν και συμβουλεύονται τους τεχνοκράτες. Ειδικά όμως στην Ελλάδα, στα αξιώματα αναρριχώνται εκείνοι που έχουν καλοπιάσει την κομματική ιεραρχία, ανεξαρτήτως κόμματος. Εκείνοι των οποίων οι περγαμηνές είναι πρωτίστως κομματικές. Δεν τους ενδιαφέρει η επιστήμη τους ή, ευρύτερα, ο επαγγελματικός τους χώρος – αντιθέτως, άγονται και φέρονται από όσους μπορούν να τους δικτυώσουν κομματικά ή κοινωνικά. Είναι γενικότερο πρόβλημα, τις συνέπειες του οποίου ζουν τώρα οι Ελληνες, ότι οι πολιτικοί προέρχονται και αναδεικνύονται μέσα από αυτήν τη σάπια ζύμωση. Ξέρετε, οι μέτριοι έχουν μεγάλη ανθεκτικότητα σε αυτές τις καταστάσεις και... κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει. Οι καλοί –και φυσικά όχι μόνον στο ελληνικό πανεπιστήμιο– τηρώντας τις αρχές τους είναι δύσκολο να ανεχθούν καταστάσεις αλαζονείας, ευτέλειας, αναξιοπρέπειας και στο τέλος “αποχωρούν”».
– Περιγράφεται μία αδιέξοδη κατάσταση;
– Δεν είναι όλα χαμένα. Οι Eλληνες που έχουν κάνει καριέρα στο εξωτερικό, επίσης εκείνοι που διαπρέπουν στην Ελλάδα, δείχνουν ότι υπάρχει η δυνατότητα οι άριστοι να επιβιώσουν. Και μαζί με αυτούς οι νέοι, που βλέπουν τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής, μπορούν να βρουν τις διεξόδους. Βασικό για μένα είναι ο καθένας να αναλαμβάνει την ευθύνη για τις πράξεις του. Είναι στάση ζωής. Υπάρχουν πολλοί ήρωες γύρω μας που ποδοπατούνται από τους μέτριους και καταφέρνουν ακόμη να σηκωθούν.
Το πτυχίο στα σκουπίδια και το πανεπιστημιακό 5
Γλαφυρή είναι η διήγησή του για την περιπέτεια του πτυχίου του που... ανασύρθηκε από τα σκουπίδια. Είχε πάει στο Harvard και περίμενε να σταλεί επισήμως στην Ιατρική Αθηνών από τις ΗΠΑ η αναγνώριση του πτυχίου, ώστε να μπορεί να ασκήσει την ιατρική. Στο τηλέφωνο η Γραμματεία στην Αθήνα ισχυριζόταν ότι δεν έλαβε τίποτα. Επειτα από έξι άκαρπες εβδομάδες, πήρε το αεροπλάνο και γύρισε να ψάξει ο ίδιος. Γέρνοντας στον πάγκο της Γραμματείας είδε ένα μεγάλο φάκελο να προεξέχει στον κάδο απορριμμάτων. Hταν το πτυχίο του. Ευτυχώς! Για δύο μήνες δεν είχαν μαζευτεί τα σκουπίδια... «Χαρακτηριστικό των ελληνικών ΑΕΙ είναι η ετερογένεια. Μπορεί να αντιμετωπίσεις καταστάσεις όπως αυτή που μου έτυχε, αλλά και ευγενέστατους ανθρώπους να σε εξυπηρετήσουν. Μπορεί να συναντήσεις παγκοσμίως κορυφαίους πανεπιστημιακούς και ολοκληρωμένα μηδενικά», λέει.
Σύμφωνα με τη βάση επιστημονικών αναφορών Google Scholar, πάνω από 1.200 νέες αναφορές γίνονται κάθε μήνα στο έργο του στη βιβλιογραφία, μεγαλύτερος αριθμός από οποιονδήποτε έχει διατελέσει ποτέ καθηγητής ελληνικού ΑΕΙ. Ρωτώ την άποψή του για τις διεθνείς κατατάξεις πανεπιστημίων. «Eχουν σημαντικά προβλήματα αξιοπιστίας. Oλοι ξέρουν ποια είναι τα κορυφαία 50 πανεπιστήμια. Από ’κει και πέρα, ανάλογα με τα κριτήρια που προτάσσει κάθε κατάταξη, μπορεί ένα ΑΕΙ να εκτιναχθεί περιέργως. Για παράδειγμα, όταν η κατάταξη της Σαγκάης άρχισε να χρησιμοποιεί ως κριτήριο πόσους επιστήμονες κορυφαίας επιρροής έχει ένα πανεπιστήμιο, ένα σαουδαραβικό ΑΕΙ χρημάτισε αδρά κορυφαίους επιστήμονες απλώς για να το δηλώσουν ως δεύτερο ίδρυμά τους, με αποτέλεσμα να καταταχθεί μπροστά από το Πρίνστον στα Μαθηματικά», απαντάει και προσθέτει: «Είμαι φανατικά οπαδός της αξιολόγησης, αλλά πρέπει κάθε ΑΕΙ να ξέρει τι θέλει να πετύχει και να αξιολογείται για την αποτελεσματικότητά του ως προς τον στόχο του. Οι κατατάξεις δεν αποδίδουν την τεράστια ετερογένεια των ελληνικών ΑΕΙ. Ο μέσος όρος 5 δεν εκπροσωπεί ούτε το 10 ούτε το 0».
Το τελευταίο του βιβλίο «Παραλλαγές πάνω στην τέχνη της φυγής και ένα απονενοημένο ριτσερκάρ» (εκδόσεις «Κέδρος») μιλάει για τη φυγή από μία πραγματικότητα που πληγώνει και για το δέλεαρ επιστροφής. «Η λογοτεχνία με απορροφά εξίσου με την επιστήμη. Το βιβλίο απευθύνεται γενικότερα σε ανθρώπους που αναζητούν. Προσπάθησα να συνθέσω μια πολυεπίπεδη σύγχρονη Οδύσσεια, που διερευνά τόσο το μέλλον όσο και το παρελθόν. Το μέλλον είναι, βεβαίως, απρόβλεπτο, αλλά ακόμη πιο απρόβλεπτο είναι το παρελθόν όταν προσπαθούμε να συνειδητοποιήσουμε τι ακριβώς συνέβη».
Το ακαδημαϊκό κατεστημένο επιβραβεύει τους επιστημονικά «νεκρούς»
«Στην Ιατρική Σχολή όταν ήμουν στην Αθήνα μαράζωνα. Δεν διάβαζα τα βιβλία που μας έδιναν στο πανεπιστήμιο γιατί ήταν απαρχαιωμένα. Hμουν συνεχώς στο Εθνικό Iδρυμα Ερευνών και μελετούσα ξένη βιβλιογραφία», λέει ο Γιάννης Π.Α. Ιωαννίδης, ο οποίος είχε δείξει από νωρίς την πορεία που επρόκειτο να ακολουθήσει. Αποφοίτησε πρώτος από το σχολείο του, κερδίζοντας πολλά βραβεία και το πρώτο βραβείο της Ελληνικής Μαθηματικής Εταιρείας το 1984. Κατόπιν αποφοίτησε πρώτος στο έτος του από την Ιατρική Αθηνών με βαθμό 9,4 και ακολούθησε μία εντυπωσιακή διαδρομή στο διεθνές επιστημονικό στερέωμα με θέσεις σε μεγάλα ΑΕΙ και ερευνητικά κέντρα και σημαντικές διακρίσεις.
– Γιατί δεν μείνατε στην Ελλάδα;
– Στην Ελλάδα υπάρχει έντονη γεροντοκρατία, όχι μόνον ηλικιακή, αλλά κυρίως πνευματική. Το ακαδημαϊκό κατεστημένο της χώρας, παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις του, ουσιαστικά δεν αποδέχεται τους νέους και επιβραβεύει τους επιστημονικά «νεκρούς». Πολλοί επιστήμονες φτιάχνουν ένα καβούκι και κλείνονται για να διαφυλάξουν τη θέση τους. Αυτή η κατάσταση απέχει παρασάγγας από το μοντέλο λειτουργίας των ισχυρών ΑΕΙ, όπου προέχει η αξιοκρατία και η καινοτομία. Στο Στάνφορντ, εάν είσαι 20 χρόνων, μπορείς να κατακτήσεις τον κόσμο με μία μόνο ιδέα, γιατί βρίσκεις πρόσφορο έδαφος γύρω σου να το κάνεις και όχι μόνο εμπόδια. Στην Ελλάδα, ένας νέος με οράματα και ιδέες που θα βρεθεί σε ένα καθημαγμένο πανεπιστήμιο –με ό,τι αυτό, ρεαλιστικά και μεταφορικά, σημαίνει–, ένας νέος που θα δει ότι όσοι είναι άριστοι και θέλουν την αξιοκρατία γελοιοποιούνται και απομονώνονται, λογικό είναι να φύγει.
– Πώς κρίνετε την ελληνική πολιτική σκηνή; Στην «Κ» δημοσιεύθηκε έρευνά σας που ήταν καταπέλτης για την επιστημονική επάρκεια και αριστεία μιας πλειάδας πολιτικών προσώπων.
(Κοντοστέκεται, χαμογελάει, παίρνει χρόνο.)
– Το πανεπιστήμιο είναι ισχυρό πεδίο εξουσίας και αποτυπώνει, σε μικρογραφία, εν πολλοίς όλο το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Στην Ελλάδα αφήνουμε να βγουν στην επιφάνεια οι συνδικαλιστές, οι ποδοσφαιριστές, οι τραγουδιστές, αλλά όχι οι πραγματικά νέοι. Η χώρα που θα αναδείξει ανθρώπους με φρέσκο λόγο, οράματα και αξίες θα είναι πραγματικά κερδισμένη. Απορώ πώς δεν το έχουμε κατανοήσει εν μέσω μιας τέτοιας πολυεπίπεδης κρίσης που περνάει η χώρα. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες πάσχουν επίσης από διανοητική δυστοπία και μετριοκρατία, οπότε ο διεθνής συναγωνισμός είναι χαμηλός σήμερα: αν η Ελλάδα έδινε λόγο στους άξιους, θα βρισκόταν στην κορυφή και όχι ουραγός της Ευρώπης.
– Βρισκόμαστε μπροστά σε μία πιθανή εκλογική μάχη. Πώς κρίνετε την ελληνική πολιτική σκηνή;
– Δεν θα μιλήσω για κόμματα, δεν ανήκω σε κανένα κόμμα, είμαι με οποιονδήποτε έχει να πει κάτι νέο και θα εργαστεί με υπευθυνότητα και επιστημονική τεκμηρίωση για να το υλοποιήσει. Με ενοχλεί η στάμπα. Αλλά βλέπω ότι η Δεξιά βρίσκεται σε μία κατάσταση αφασική. Από πλευράς δημιουργικότητας και οράματος βρίσκεται σε αρνητικές τιμές, ούτε καν μηδενικές. Το Κέντρο είναι ανύπαρκτο. Οσο για την Αριστερά, είναι από τους πιο εκφυλισμένους όρους, παρότι δυνητικά θα μπορούσε να είναι δύναμη ζωτικότητας και ανατροπής. Διακρίνω στην ελληνική Αριστερά τον ίδιο συνδικαλιστή που μου έκλεινε το αμφιθέατρο με καταλήψεις στα χρόνια της σχολής. Είμαι απογοητευμένος με την ελληνική πολιτική σκηνή, παρότι... ποιος μπορεί να πάψει να ελπίζει για το καλύτερο;
– Πρόσφατα, μικρή ομάδα φοιτητών άδειασε μία σακούλα με σκουπίδια στο γραφείο του πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών, διαμαρτυρόμενη για την έλλειψη υπηρεσίας καθαριότητας στο ίδρυμα με αποτέλεσμα τα σκουπίδια να στοιβάζονται.
– Το διάβασα... Και στη στάση των φοιτητών αλλά και των πρυτανικών αρχών διακρίνω μία διάθεση να μην αναλάβουν τις ευθύνες τους. Οι φοιτητές σε ένα οργανωμένο πανεπιστήμιο θα έπρεπε να αποβληθούν για την πράξη τους. Και οι πρυτανικές αρχές, από την άλλη, θα έπρεπε να παραιτηθούν για την κατάσταση στο ίδρυμα. Οι κινήσεις και των δύο πλευρών είναι αποκρουστικά θεαματικές, είναι μεγάλα λόγια. Και όταν έλθει η ώρα που κάποιος πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του, δεν το κάνει. Λες και όλα να είναι μια παρωδία που παίζουν σήμερα και αύριο θα την ξαναπαίξουν.
– Ο πρύτανης οφείλει να είναι καλός πρωτίστως στη διοίκηση ή στην επιστήμη του;
– Ο πρύτανης πρέπει να μεταλαμπαδεύει την αριστεία σε όλα τα επίπεδα. Ομως, με δεδομένο ότι συνηθίζεται κάποιος να γίνεται πρύτανης μετά μία επιστημονική διαδρομή, πρέπει να αρχίσουμε από την επιστημονική αριστεία. Αλλιώς, τι πρότυπο θα δώσει στο ίδρυμά του;
– Θα επιστρέψετε κάποτε στην Ελλάδα;
– Μου αρέσει να μη μένω στάσιμος, να αναιρώ, να εντοπίζω και να διορθώνω τα λάθη μου. Αναζητώ νέες ιδέες και πηγαίνω εκεί που θα τις βρω. Αυτό δίνει ζωή στον επιστήμονα. Σας απάντησα;
Η συνάντηση
Αρχικά ήθελε να προτιμήσουμε ένα εστιατόριο στη Βουλιαγμένη για να εκμεταλλευθεί την ηλιόλουστη ημέρα για ένα μπάνιο στη θάλασσα. Του άλλαξε τη γνώμη μια αιφνίδια υποχρέωση στο κέντρο της Αθήνας. Επιλέξαμε το εστιατόριο It στην οδό Σκουφά 29, στο Κολωνάκι. Ο χώρος, ιδιαίτερα φρέσκος, με εντυπωσιακά χρώματα στη διακόσμηση, ενώ επίσης πολύ φιλόξενοι είναι οι άνθρωποι του καταστήματος. Τα πιάτα γευστικότατα: αραβική πίτα με χούμους από ταχίνι και καρότο, ψαρονέφρι με γάλα καρύδας και χόρτα, πολύσπορη σαλάτα με πέστροφα. Το γεύμα έκλεισε με κερασμένο ελληνικό καφέ. Ο λογαριασμός ήταν 21,8 ευρώ.
Oι σταθμοί του
1965
Γεννιέται στη Νέα Υόρκη.
1984
Αποφοιτά πρώτος από το Κολλέγιο Αθηνών.
1990
Αποφοιτά πρώτος από την Ιατρική Αθηνών. Ειδίκευση σε παθολογία, λοιμωξιολογία, κλινική επιδημιολογία σε Harvard και Tufts.
1996
Πρόεδρος καθηγητής στο Johns Hopkins και μετά σε Tufts, Harvard και Imperial College.
2003
Καθηγητής στην Ιατρική Σχολή Ιωαννίνων.
2007
Ευρωπαϊκό βραβείο αριστείας.
2010
Το περιοδικό Τhe Atlantic τον χαρακτηρίζει ως τον πλέον τολμηρό επιστήμονα-διανοητή.
2010
Καταλαμβάνει την έδρα C.F. Rehnborg Πρόληψης Νοσημάτων στο Stanford.
Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ. 
Ανιχνεύτρια η Μελισσάνθη του Πεπέ.

24.2.17

Αριστοτέλης – Αυτά είναι τα 12 χαρακτηριστικά του υπεράνθρωπου.

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά ενός ''ιδανικού ''ανθρώπου” ή Υπεράνθρωπου κατά τον Αριστοτέλη;
“Όμως ο ιδανικός άνθρωπος κατά τον Αριστοτέλη -ο μεγαλόψυχος δεν είναι ένας απλός μεταφυσικός φιλόσοφος.
Δεν εκθέτει τον εαυτό του σε κίνδυνο για ασήμαντους λόγους… αφού ελάχιστα είναι τα πράγματα που θεωρεί πολύτιμα. Όμως θα διακιν­δυνεύσει για έναν σημαντικό σκοπό, και θα είναι έτοιμος να θυσιάσει τη ζωή του, αφού πιστεύει ότι δεν αξίζει τον κόπο να προστατεύει κανείς τη ζωή του με οποιοδήποτε τίμημα.
Του αρέσει να ευεργετεί, αλλά ντρέπεται να τον ευεργετούν, γιατί το πρώτο είναι ένδειξη ανωτερότητας και το δεύτερο κατωτερότητας…
Δεν ανταγωνίζεται τους άλλους για τα κοινά αντικείμενα της φιλοδοξίας, ούτε πηγαίνει εκεί όπου άλλοι κατέχουν την πρώτη θέση…
Πρέπει να εκδηλώνει ανοιχτά και την αγάπη και το μίσος, αφού η απόκρυψη δείχνει δειλία…
Δεν μπορεί να αφήσει τη ζωή του να στρέφεται γύρω από κάποιον άλλο, εκτός αν είναι ένας φίλος, γιατί μια τέτοια συμπεριφορά θα ήταν δουλική…
Σπάνια θαυμάζει κάτι, αφού τίποτα δεν είναι σπουδαίο γι’ αυτόν…
Ούτε είναι μνησίκακος, γιατί δεν είναι ένδειξη μεγαλόψυχου ανθρώπου το να θυμάται τις αδικίες που έχει υποστεί αλλά το να τις παραβλέπει…
Δεν μιλά για τους ανθρώπους, ούτε για τον εαυτό του ούτε για τους άλλους, γιατί δεν επιθυμεί ούτε να επαινούν αυτόν ούτε να ψέγουν τους άλλους. Και ο ίδιος ούτε επαινεί ούτε κακολογεί, ούτε καν τους εχθρούς του, παρά μόνο αν προσβληθεί…
Για αναπόφευκτα ή ασήμαντα ζητήματα δεν διαμαρτύρεται ούτε ζητά βοήθεια, αφού μόνο όποιος τα θεωρεί σοβαρά θα φερόταν έτσι…
Η κίνησή του είναι αργή, η φωνή του βαριά και τα λόγια του μετρημένα. Γιατί δεν βιάζεται αυτός που ελάχιστα ζητήματα θεωρεί σοβαρά, ούτε εξάπτεται εκείνος που τίποτα δεν θεωρεί σπουδαίο. Γιατί στη βιασύνη και στην έξαψη οφείλεται η στριγκή φωνή και η βιασύνη…
Υπομένει κάθε είδους ατυχίες με αξιοπρέπεια, και κάνει πάντα ό,τι καλύτερο μπορεί ανάλογα με τις συνθήκες, όπως ο ικανός στρατηγός χρησιμοποιεί με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο τις δυνάμεις που έχει στη διάθεσή του…
Είναι ο καλύτερος φίλος του εαυτού του, και του αρέσει η απομόνωση, ενώ ο άνθρωπος χωρίς αρετή ή ικανότητες είναι ο χειρότερος φίλος του εαυτού του και φοβάται τη μοναξιά.
Αυτός, λοιπόν, είναι ο Υπεράνθρωπος του Αριστοτέλη

10.2.17

Πώς να κερδίσεις τις μάχες σου – 20 πολύτιμες συμβουλές από τον Θουκυδίδη. Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ήταν η μεγαλύτερη συμφορά που χτύπησε όλες τις πόλεις-κράτη της αρχαίας Ελλάδας. Η Αθήνα ηττήθηκε και κυριεύτηκε από τους Πελοποννήσιους, αλλά και η Σπάρτη δεν ωφελήθηκε από την νίκη της. Τόσο πολύ είχε εξαντληθεί από τον πολύχρονο πόλεμο που αναγκάστηκε να αποδεχτεί τη διαιτησία του μεγαλύτερου εχθρού των Ελλήνων, του Πέρση βασιλιά. Μέσα από τα γεγονότα αυτού του φρικτού εμφυλίου πολέμου, ο Θουκυδίδης καταγράφει τη συμπεριφορά των αντιπάλων και αντλεί πολύτιμα συμπεράσματα, χρήσιμα όχι μόνο στον πόλεμο, αλλά και στις καθημερινές μάχες της ζωής.
Ο καλός σχεδιασμός
Ο πόλεμος δεν διεξάγεται τόσο με τα όπλα όσο με τα χρήματα (1.83 – Ομιλία του Αρχίδαμου)
Με τον πιο ασφαλή τρόπο ζει εκείνος που έχει μεταμεληθεί τις λιγότερες φορές επειδή χαρίστηκε στους εχθρούς του. (1.34 –  Ομιλία των Κερκυραίων)
Ισχυρότερος είναι εκείνος που αντιμετωπίζει τον εχθρό του με σωφροσύνη από εκείνον που ασυλλόγιστα του επιτίθεται βίαια (3.48 – Ομιλία Διόδοτου)
Ο πόλεμος συμβαίνει ότανρ οι μεν θεωρούν το κέρδος από αυτόν μεγαλύτερο από τα δεινά που θα φέρει, οι δε προτιμούν να υποστούν τους κινδύνους του πολέμου από μία άμεση ζημιά. Αν όμως αυτές οι επιδιώξεις εμφανιστούν σε ακατάλληλη εποχή, τότε είναι ωφέλιμες οι συμβουλές για διαπραγματεύσεις.
Είναι στην ανθρώπινη φύση να θέλει κάποιος να εξουσιάζει εκείνον που μένει απαθής και να αμύνεται όταν δέχεται επίθεση (4.59,61 – Ερμοκράτης από τις Συρακούσες)
Κανείς δεν αντιμετωπίζει με τον ίδιο τρόπο τον σχεδιασμό και την εκτέλεση ενός έργου, αλλά όταν σχεδιάζουμε νιώθουμε ασφαλείς, ενώ κατά την εφαρμογή του σχεδίου εξ αιτίας του φόβου υστερούμε.  (1.120 – Ομιλία των Κορινθίων)
Είναι ανοησία να εκστρατεύει κανείς εναντίον τέτοιων εχθρών που ακόμα και αν τους κατακτήσει δεν θα κατορθώσει να τους εξουσιάσει, ενώ αν δεν τους κατακτήσει δεν θα είναι πια στην ίδια θέση που ήταν πριν την επιχείρηση.
Εκείνα που προκαλούν περισσότερο τον θαυμασμό είναι όσα παραμένουν σε απόσταση και η φήμη τους δεν έχει επαληθευτεί. (6.11 – Ο Νικίας στην Εκκλησία του Δήμου)
Ο ψυχολογικός παράγοντας
Πολλοί, ενώ ήταν ακόμα σε θέση να προβλέψουν σε τι κινδύνους  πάνε να μπλέξουν, τους παρέσυρε η ισχύς μιας γοητευτικής λέξης, της λεγόμενης ντροπής, και αφού νικήθηκαν από αυτήν, με τη θέλησή τους έπαθαν συμφορές ανήκεστες και επέφεραν στον εαυτό τους ατίμωση, η οποία επειδή ήταν αποτέλεσμα της μωρίας τους, αποδείχθηκε πιο ταπεινωτική από εκείνη που θα προκαλούσε η κακοτυχία.  (5.111 – Οι Αθηναίοι στους Μηλίους)
Δεν αληθεύει πως θυσιάζει ευκολότερα τη ζωή του εκείνος που είναι δυστυχής και δεν ελπίζει σε καλύτερη τύχη. Την θυσιάζουν εκείνοι που κινδυνεύουν να εξευτελιστούν περισσότερο, αν προσπαθώντας να σώσουν τη ζωή τους νικηθούν. Για τον άνδρα με γενναίο φρόνημα χειρότερος είναι ο εξευτελισμός της δειλίας από τον γενναίο και απρόσμενο θάνατο. (2.43– Ομιλία Περικλή)
Συνήθως, οι πολιτείες που αποκτούν αιφνιδίως ευημερία, γίνονται αλαζονικές. Πιο ασφαλές είναι να έρχεται η ευημερία με μέτρο και όχι ξαφνικά στους ανθρώπους, και θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι ευκολότερη η αντίσταση στις δυσχέρειες από τη διαφύλαξη της ευτυχίας (3.39 – Ομιλία Κλέωνα)
Εκείνοι που φοβούνται εξαιτίας της καχυποψίας τους, παρασύρονται προσωρινώς από ευχάριστα λόγια, αλλά όταν φτάσει η ώρα της δράσης, ενεργούν σύμφωνα με το συμφέρον τους  (6.83 – Εύφημος ο Αθηναίος στους Συρακούσιους)
Φαίνεται πως οι άνθρωποι όταν αδικούνται οργίζονται περισσότερο απ’ όταν δέχονται βία. Διότι στην πρώτη περίπτωση θεωρούν πως εξαπατήθηκαν από ισάξιό τους, ενώ στη δεύτερη υποτάσσονται σε ανώτερό τους. (1.77 – Ομιλία Αθηναίων)
Από τη φύση τους οι άνθρωποι υποχωρούν ευκολότερα σε έναν μετριοπαθή εχθρό και να αγωνίζονται πεισματικά εναντίον εκείνου που είναι ανένδοτος, ακόμα κι αν αυτό είναι παράλογο. (4.19 – πρέσβεις των Σπαρτιατών)
Η λήψη αποφάσεων
Στη λήψη ορθών αποφάσεων δύο είναι πιο βλαπτικά στοιχεία: η βιασύνη και η οργή. Η πρώτη συντροφεύεται από την ανοησία και η δεύτερη από την αμορφωσιά και την στενομυαλιά. (3.42 – Ομιλία Διοδότου)
Ο καλός πολίτης δεν πρέπει να εκφοβίζει εκείνους που έχουν αντίθετη γνώμη, αλλά να τους κερδίζει με επιχειρήματα. (3.42 – Ομιλία Διόδοτου)
Εκεί όπου προβλέπονται σπουδαία βραβεία για την ανδρεία, εκεί βρίσκονται οι άριστοι πολίτες. (2.46 – Επιτάφιος λόγος Περικλή)
«Εκείνος που γνωρίζει τι πρέπει να κάνει, αλλά δεν είναι ικανός να το εξηγήσει σαφώς στους άλλους, είναι σαν να μην έχει σκεφτεί τίποτα.
Εκείνος που έχει και τα δύο, αλλά δεν αγαπά την πατρίδα του, επίσης δεν μπορεί να συμβουλέψει ορθά.
Αν αγαπά και την πατρίδα του, αλλά δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στο χρήμα, για να το κερδίσει, μπορεί να πουλήσει τα πάντα.» (2.60 – Ομιλία Περικλή)
Η νεότητα και το γήρας, χωριστά το ένα απ’ το άλλο δεν κατορθώνουν τίποτα. Η δύναμη προέρχεται από την ανάμειξη της κρίσης του ανώριμου, του μέσου και του ακριβούς. (6.18 – Αλκιβιάδης στην Εκκλησία του Δήμου)
Ο Θουκυδίδης γεννήθηκε στον Άλιμο της Αθήνας, αλλά καταγόταν από τη Θράκη, όπου διέθετε μεγάλη πατρική περιουσία (κτήματα και χρυσωρυχεία). Ήταν συγγενής του ήρωα του Μαραθώνα, Μιλτιάδη και του Κίμωνα. Όταν ήταν 30 περίπου ετών, στα πρώτα χρόνια του πολέμου που περιγράφει, προσβλήθηκε και από τον μεγάλο λοιμό που οδήγησε στον θάνατο το 25% του πληθυσμού της Αθήνας. Ευτυχώς, ήταν από τους τυχερούς και επέζησε. Το 424 π.Κ.Χ, όταν, ως στρατηγός, απέτυχε να σώσει την Αμφίπολη από τους Σπαρτιάτες  οι Αθηναίοι τον εξόρισαν. Μεγάλη τύχη για εμάς, διότι στα είκοσι χρόνια της εξορίας του είχε όλο τον χρόνο να ταξιδέψει και να γράψει την πολύτιμη ιστορία του. Σύμφωνα με την παράδοση πέθανε, μάλλον από κάποια ασθένεια, το 399 π.Κ.Χ, τον ίδιο χρόνο που πέθανε ο Σωκράτης και ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αρχέλαος. Το πιθανότερο όμως είναι πως πέθανε τέσσερα χρόνια αργότερα, ενώ δούλευε ακόμα το βιβλίο του. Η τελευταία φράση που έγραψε ήταν «Όταν τελειώσει ο χειμώνας, μετά από αυτό το καλοκαίρι, ολοκληρώνεται το 21ο έτος του πολέμου». Δεν πρόλαβε να περιγράψει εκείνον τον χειμώνα, τον οποίο μαζί με τα υπόλοιπα έξι χρόνια του πολέμου περιγράφει στην ιστορία του ο Ξενοφών.
Πηγή: Αντικλείδι

Οι 99 Νικημένοι Που Προηγήθηκαν Του Ενός. Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

«Εμένα πάντως μου φαίνεται», λέει βραχνά, «πως παρ’ όλα αυτά δεν ξέρεις παρά μια και μοναδική ιστορία, παιδί μου, την ιστορία του εκατοστού πρίγκιπα, που καταφέρνει να λύσει το αίνιγμα. Δεν ξέρεις όμως τίποτα για τις ιστορίες των προηγούμενων ενενήντα εννέα που χάθηκαν, επειδή δεν τα κατάφεραν».
Όλοι γνωρίζουν την ιστορία του Οιδίποδα. Επειδή εκείνος έλυσε το αίνιγμα της Σφίγγας. Αν δεν τα είχε καταφέρει θα ήταν ένας απ’ τους προηγούμενους 99 που χάθηκαν, και ποτέ δεν μάθαμε το όνομα τους.
Ο πρίγκιπας έγινε βασιλιάς επειδή έλυσε το αίνιγμα. Όμως ποιοι ήταν εκείνοι που προηγήθηκαν; Είναι ανώνυμοι, αλλά είναι ασήμαντοι;
Θα μπορούσε να γραφτεί μια ιστορία για κάποιον που έφτασε ως τη Σφίγγα και ηττήθηκε. Ποιοι ήταν οι γονείς του, πώς μεγάλωσε, πώς του δημιουργήθηκε η ανάγκη να αναμετρηθεί με το τέρας; Ήταν ματαιοδοξία ή μήπως αλτρουισμός; Ή μπορεί να ήταν η οργή ενός ανθρώπου που βαρέθηκε το τέρας και αποφάσισε να το αντιμετωπίσει, ακόμα κι αν ήξερε πως θα χάσει.
Πώς τον έλεγαν αυτόν τον άνθρωπο, τον αριθμό 73 απ’ τα θύματα της Σφίγγας;
Τι του είπε η μητέρα του όταν ξεκινούσε για τη Θήβα; Μήπως είχε γυναίκα και παιδιά;
~~
Μπορεί να γύρισε στα παιδιά του και να τους είπε: «Έχω κουραστεί να ζω με τον φόβο. Ο φόβος δεν πρέπει στους ανθρώπους. Θα παλέψω μαζί της. Θα το κάνω για μένα -και για σας».
Η γυναίκα του τον παρακαλούσε, τα παιδιά έκλαιγαν, αλλά ο αριθμός 73 ξεκίνησε για τη Θήβα. Στο δρόμο συνάντησε πολύ κόσμο. Όταν τους έλεγε πού πήγαινε, τι πήγαινε να κάνει, του δίναν την ευχή τους, για να τα καταφέρει και να τους λυτρώσει όλους.
Μια χήρα τον έβαλε στο σπίτι της κάποιο βράδυ.
«Ο άντρας μου χάθηκε», του είπε. «Πήγε κι αυτός να προσπαθήσει να λύσει το αίνιγμα. Ήταν ο αριθμός 42. Ποτέ δεν γύρισε. Μείνε εσύ, γίνε εσύ ο άντρας μου».
Ο αριθμός 73 έγινε άντρας της για μια νύχτα. Μα το επόμενο πρωί συνέχισε.
~~
Κάποια στιγμή συνάντησε μια γριά, που δύσκολα έβλεπε.
«Είσαι ο γιος μου;» τον ρώτησε. Όταν άκουσε τη φωνή του δεν απογοητεύτηκε. Σαν να ήξερε.
«Ο γιος μου πήγε να λύσει το αίνιγμα», του είπε. «Ήταν ο αριθμός 25. Ποτέ δεν γύρισε. Αλλά δεν καταλαβαίνω. Απ’ όλους τους δρόμους του κόσμου, απ’ όλες τις πόλεις του κόσμου, γιατί διάλεξε να πάει εκεί;»
«Για να λύσει το αίνιγμα», της απάντησε ο 73.
«Και γιατί έπρεπε να το λύσει;»
«Γιατί υπάρχει».
Ο 73 συνέχισε, μέχρι που βρέθηκε στη σπηλιά ενός σοφού -κι ενός σκύλου.
«Εσύ, που είσαι σοφός», του είπε, «γιατί δεν πηγαίνεις να λύσεις το αίνιγμα της Σφίγγας;»
«Δεν είμαι σοφός», είπε εκείνος. «Ανόητος είμαι και τίποτα δεν ξέρω».
«Τότε γιατί όλοι σε λένε σοφό;»
«Επειδή γνωρίζω πως δεν ξέρω. Εκείνοι νομίζουν ότι ξέρουν. Έχουν μια απάντηση για όλα. Εγώ έχω μόνο ερωτήσεις».
«Άρα δεν μπορείς να με βοηθήσεις. Εγώ ψάχνω για την απάντηση».
«Σε ποια ερώτηση;»
«Δεν την ξέρω ακόμα».
«Δεν γνωρίζεις την ερώτηση και θες να σου πω την απάντηση;»
Ο σοφός γέλασε με το φαφούτικο στόμα του. Ο σκύλος του γάβγισε κι εκείνος.
~~{}~~
«Ο σκύλος μου ξέρει περισσότερα από μένα», είπε ο σοφός. «Αλλά εσύ είσαι χειρότερος κι απ’ τους άλλους που περάσαν. Ήρθε από δω ο αριθμός 19, καθώς κι ο 12. Εκείνοι είχαν προετοιμαστεί, χρόνια πολλά με τους σοφιστές. Ήξεραν να απαντάνε σε αινίγματα που δεν έχουν λύση. Ήταν σίγουροι πως θα τα καταφέρουν».
«Και δεν τα κατάφεραν;»
«Αν τα είχαν καταφέρει δεν θα ήταν μόνο αριθμοί. Θα ήξερες το όνομα τους κι ίσως να έγραφαν έργα γι’ αυτούς».
Ο αριθμός 73 σηκώθηκε και τίναξε τη σκόνη απ’ τα ρούχα του.
«Οπότε δεν μπορείς να με βοηθήσεις».
«Το έκανα ήδη».
«Πώς;»
«Γαβ!» έκανε ο σοφός
«Η απάντηση είναι… ο σκύλος;»
«Γαβ!»
Ο σκύλος τους κοιτούσε παραξενεμένος. Μετά χασμουρήθηκε και ξάπλωσε.~~
Ο αριθμός 73 περπάτησε κι άλλο, μέχρι που έπεσε σε καταιγίδα. Για να κρυφτεί μπήκε σε μια στάνη. Εκεί ήταν το πρόβατα, ένας βοσκός κι ένα παιδί με πρησμένα πόδια. Σαν του είπε πού πήγαινε, ο βοσκός κούνησε το κεφάλι.
«Δεν είσαι ο πρώτος», του είπε.
«Το ξέρω», απάντησε ο αριθμός 73.
«Θα είσαι ο τελευταίος;»
«Δεν ξέρω».
«Και δεν φοβάσαι;»
«Κουράστηκα να φοβάμαι».
Το παιδί με τα πρησμένα πόδια τον πλησίασε.
«Χθες είδα έναν πεθαμένο», του είπε.
«Συμβαίνει. Θα δεις κι άλλους.»
«Μου είπε ότι θα έρθεις».
«Ο πεθαμένος στο είπε;»
«Ναι».
«Πού τον είδες;»
«Στον ύπνο μου».
«Και πού με ήξερε;»
«Νομίζω ότι ήσουν εσύ», είπε το παιδί.
«Εγώ δεν έχω πεθάνει».
«Όχι ακόμα».
Ο βοσκός έβαλε στο αριθμό 73 τυρί και ψωμί να φάει.
«Παράξενο είναι το παιδί σου», του είπε σαν έφαγε.
«Δεν είναι δικό μου».~~
Το πρωί ο αριθμός 73 ξεκίνησε για να πηγαίνει. Το παιδί τον περίμενε στην πόρτα.
«Πώς σε λένε;» τον ρώτησε.
«Τι σημασία έχει; Μπορείς να με λες αριθμό 73».
«Δεν μ’ αρέσει. Οι άνθρωποι δεν είναι αριθμοί. Και τ’ αρνιά μας, όλα τα λέω με τ’ όνομα τους».
«Αλλά τα σφάζεις».
«Πρέπει να φάμε».
«Θα έσφαζες κι εμένα; Αν πεινούσες;»
«Δεν είσαι αρνί. Ούτε πρόβατο».
«Ναι, είμαι άνθρωπος».
Αυτό ο αριθμός 73 το είπε σαρκαστικά: «Ναι, είμαι άνθρωπος».
«Είσαι. Άνθρωπος», του είπε το παιδί.
«Να προσέχεις τον πατέρα σου», του είπε ο αριθμός 73 κι έφυγε.
«Δεν είναι. Πατέρας μου».
Έτσι είπε το αγόρι.~~
Λίγες ώρες μετά ο αριθμός 73 έφτασε στα τείχη της Θήβας. Εκεί καθόταν η Σφίγγα και ρωτούσε. Κι όποιος δεν ήξερε να απαντήσει έπεφτε στα νύχια της.
«Τι είναι…» ξεκίνησε να λέει το τέρας.
«Δεν ξέρω», την έκοψε ο αριθμός 73, πριν ν’ ακούσει το αίνιγμα.
«Τότε θα πεθάνεις», του είπε η Σφίγγα, και τέντωσε τα φτερά της για να πετάξει.
«Θα πεθάνω εγώ, κι άλλοι 26. Μπορεί περισσότεροι. Αλλά χωρίς εμάς δεν θα μπορούσε να έρθει ο εκατοστός».
«Ο πρώτος που ήρθε, ο αριθμός 1, μου είπε τα ίδια λόγια. Αλλά εσείς συνεχίζετε να ‘ρχεστε».
«Και θα συνεχίσουμε. Μέχρι που κάποιος θα λύσει το αίνιγμα. Κι αυτό θα γίνει. Όποιο κι αν είναι. Γιατί δεν υπάρχουν ερωτήσεις χωρίς απάντηση.»
«Άλλο σου είπε ο σοφός».
«Πού τον ξέρεις τον σοφό και τι λέει;»
«Αυτός σκέφτηκε το αίνιγμα», του είπε η Σφίγγα και του όρμηξε.
~~{}~~
Έτσι πέθανε ο αριθμός 73. Και πέρασαν πολλα χρόνια, μέχρι να μεγαλώσει το παιδί που όλοι ξέρουν και το λένε Οιδίποδα.
Πηγή: Αντικλείδι. 
Aνιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος

Mαρία Κάλλας: Η κορυφαία όλων των εποχών. Δεν είμαι ούτε άγγελος, αλλά ούτε διάβολος. Είμαι μια γυναίκα. η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Αφιέρωμα στη ζωή και στην τέχνη της απόλυτης ντίβας, Μαρίας Κάλλας, που γεννήθηκε σαν σήμερα στις 2 Δεκεμβρίου του 1923.-Από τη Μανταλένα Μαρία Διαμαντή
Κορυφαία προσωπικότητα, ελληνικός μύθος, η σημαντικότερη - ίσως- λυρική τραγουδίστρια του περασμένου αιώνα, που εξακολουθεί να λατρεύεται από εκατομμύρια φανατικών τριανταεννέα χρόνια από το θάνατό της. Ερωτευμένη με τον διασημότερο Έλληνα, τον Αριστοτέλη Ωνάση, μια εξίσου κορυφαία προσωπικότητα που συνεχίζει να γοητεύει , παρά το τραγικό του τέλος. Η καλύτερη όπερά της είναι η ίδια της η ζωή. Παραμυθένια, μελοδραματική και τραγική, μέσα από μια εντυπωσιακή διαδρομή από την άνοδο προς την πτώση.
Δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από τη θρυλική ντίβα της ‘Οπερας, Μαρία Κάλλας.


Είναι αρχές της δεκαετίας του ‘50. Η Μαρία Κάλλας βρίσκεται στο απόγειο της δόξας της και παρακολουθεί μια παράσταση σε ένα καμπαρέ στο Μόντε Κάρλο. Το θέαμα κυλά κανονικά. Έρχεται όμως η  στιγμή που ο κομπέρ αναγγέλει μια καλλιτέχνιδα ως τη “Μαρία Κάλλας του στριπτίζ.” Εκείνη τη στιγμή, η αληθινή Μαρία Κάλλας σηκώνεται από τη θέση της και εξαφανίζεται μέσα στη νύχτα. Την επόμενη μέρα, οι εφημερίδες γράφουν ότι έφυγε ιδιαίτερα εξοργισμένη. Εκείνη σχολιάζει ότι έφυγε γιατί βρήκε το θέαμα πληκτικό. Αργότερα, σε μια συνέντευξη στην εφημερίδα Times, λέει για το επεισόδιο στο Μόντε Κάρλο:”οι εφημερίδες όλου του κόσμου θεώρησαν το γεγονός αυτό πιο σημαντικό από την πρεμιέρα του ‘Πολύευκτου’. Τόσο πολύ έχουμε χάσει την αίσθηση των αξιών.”
Αυτή η χαμένη αίσθηση των αξιών ήταν και η χαμένη αίσθηση του μέτρου για τη Μαρία Κάλλας. Αυτό το μέτρο που έλειπε από τις εκδηλώσεις των θαυμαστών της, των δημοσιογράφων, των παπαράτσι, γενικά των μέσων μαζικής ενημέρωσης σε κάθε της εμφάνιση στη σκηνή αλλά και έξω από αυτή.


Ποιά ήταν η Μαρία Κάλλας;
Η Μαρία Σοφία Άννα Καικιλία Καλογεροπούλου γεννήθηκε στις 2 ή στις 4 Δεκεμβρίου- δεν είναι βέβαιη η ημερομηνία- στο νοσοκομείο Flower της Νέας Υόρκης, εν μέσω μιας φοβερής χιονοθύελλας. Ίσως αυτός ήταν ένας οιωνός για τη θυελλώδη ζωή που θα ζούσε. Ήταν το τρίτο παιδί της οικογένειας. Οι γονείς της - Γιώργος και Ευαγγελία Καλογεροπούλου- μετανάστες στην Αμερική από το Μελιγαλά της Πελοποννήσου, έχουν αποκτήσει ακόμα δύο παιδιά. Την Τζάκι και ένα αγόρι που χάνουν στα τρία του χρόνια.
Ο πατέρας της εργάζεται ως υπάλληλος και κατότπιν ανοίγει δικό του φαρμακείο, φέρνοντας έτσι στην οικογένεια αρκετή οικονομική άνεση. Δυστυχώς αυτή μετριάστηκε μετά από το κραχ του 1929.
Στα χρόνια της Αμερικής, η οικογένεια μετακομίζει γύρω στις επτά φορές στο Hells Kitchen του Μανχάταν, στο Riverside Drive. Καταλήγουν τελικά σε ένα άνετο διαμέρισμα του Walsington Heigts στο Μανχάταν. H μητέρα της είναι μια γυναίκα με ιδιαίτερα δυναμικό χαρακτήρα και είναι εκείνη που ανακαλύπτει το θείο δώρο της φωνής της κόρης της σε αρκετά τρυφερή ηλικία.
“Δεν θυμάμαι, πια, καθόλου σε ποιά στιγμή υποπτεύθηκα, για πρώτη φορά, ότι η κόρη μου, Μαρία, είχε μια φωνή ονειρεμένη. Σε ηλικία τεσσάρων ετών με εξέπληξε. Είχαμε μία πιανόλα, την οποία η Μαρία λάτρευε να ακούει. Εκείνη την ημέρα, η Τζάκι ήταν σχολείο και εγώ ήμουν στην κουζίνα, φτιάχνοντας ψωμί, όταν άκουσα την πιανόλα και έτρεξα στο σαλόνι, για να δω ποιός μπορεί να την έκανε να παίζει. Ήταν η Μαρία, η οποία είχε κουλουριαστεί κάτω από την πιανόλα και πατούσε τα πεντάλ με τα χέρια της, γιατί ήταν ακόμα πολύ μικρή για να κάθεται στο σκαμνί και να τα φτάνει με τα πόδια της. Άκουγε τη μουσική που έβγαζε, με το στόμα μισάνοιχτο και τα μαύρα μάτια της έλαμπαν...” γράφει η μητέρα της στο βιβλίο της “Κάλλας, η κόρη μου” που κυκλοφορεί το 1960.

Ο πατέρας της διηγείται πως η κόρη του τραγουδούσε από τότε που ήταν στην κούνια, “εξαπολύοντας φωνητικές ασκήσεις και ψηλές νότες, τόσο ασυνήθιστες για ένα νήπιο, που ως και οι γείτονες έμεναν άναυδοι.”
Η μητέρα της Μαρίας είναι λάτρης του λυρικού τραγουδιού και μπορεί εύκολα να αντιληφθεί το θησαυρό που κρύβει η κόρη της. Αποφασίζει λοιπόν, χωρίς να την πιέσει να καλλιεργήσει το μοναδικό της ταλέντο.
“Μόλις συνειδητοποίησε τα φωνητικά μου προσόντα, αποφάσισε να με κάνει παιδί θαύμα”, λέει η Μαρία.
Στη ζωή του ταλαντούχου κοριτσιού μπαίνουν αμέσως οι δάσκαλοι φωνητικής και τα ωδεία, εκτοπίζοντας κάθε άλλη δραστηριότητα της ηλικίας.Η φωνή της χαρακτηρίζεται μοναδική. Είναι ο τύπος της σοπράνο sfogato, δηλαδή της υψιφώνου που εκμεταλλεύεται όλο το δυναμικό φάσμα των τριών οκτάβων.
Η αγάπη της Μαρίας για τη μουσική είναι έμφυτη. Όπερες που ξεχωρίζει η “Αίντα” και η “Τόσκα”.
Οι εντυπώσεις για το χάρισμα της μικρής Ελληνοπούλας δεν αργεί να εκδηλωθεί. Ο δάσκαλός της στη Wadsworth Avenue της Νέας Υόρκης, λέει για τη μαθήτρια του :Έχεις ένα αηδόνι στο λαιμό σου”,ενώ οι συμμαθήτριές της υπογράφουν στο λεύκωμα τις ευχές “στη μέλλουσα μεγάλη τραγουδίστρια”.
Η Κάλλας δηλώνει πως μόνο όταν τραγουδά νιώθει ότι την αγαπούν.
“Η αδελφή μου ήταν λεπτή, όμορφη και φιλική και η μητέρα μου την προτιμούσε πάντα. Εγώ ήμουν το ασχημόπαπο. Η μητέρα μου δεν μου έδινε σημασία και δεν μου έλεγε ποτέ μια καλή κουβέντα. Για να την κάνω να με προσέξει έπρεπε να τραγουδώ. Ήξερα πως είχα ωραία φωνή και μου έκανε καλό να προκαλώ θαυμασμό όταν τραγουδούσα. Έτσι, το τραγούδι έγινε προοδευτικά το φάρμακο κατά των συμπλεγμάτων μειονεξίας που ένιωθα” λέει σε συνέντευξή της στο περιοδικό “Time”το 1956.
Η Μαρία είναι μελαχρινή, παχουλή και όχι ιδιαίτερα όμορφη και αυτό το γεγονός την κάνει να νιώθει ανταγωνιστικά για την μεγαλύτερη και  όμορφη Τζάκι.
Ωστόσο, οι σχέσεις μητέρας και κόρης γίνονται περίπλοκες από νωρίς με αποτέλεσμα η ενήλικη Κάλλας να διακόψει κάθε δεσμό με τη μητέρα της. “Ποτέ δεν θα τη συγχωρέσω που μου στέρησε την παιδική μου ηλικία. Όλα εκείνα τα χρόνια που θα έπρεπε να μεγάλωνα παίζοντας, είτε τραγουδούσα, είτε κέρδιζα χρήματα. Όλα όσα έκαναν εκείνοι για εμένα ήταν βασικά κακά.” δηλώνει στο “Time”.
Με τον πατέρα της είχε καλή σχέση. “Πάντα έπαιρνα το μέρος του. Ήμουν η προτίμησή του, όταν ήμουν παιδί. Ίσως και πάντοτε. Θυμάμαι που, ο πατέρας μου διηγιόταν ότι, όταν περνούσαμε από ένα περίπτερο με παγωτά, σταματούσα ξαφνικά και τραβούσα το σακάκι του, χωρίς να πω λέξη. Κοιτούσα εκείνον και τα παγωτά. Σε λίγο καταλάβαινε, αλλά εξακολουθούσε να παίζει το παιχνίδι και να με ρωτάει :”Tί θέλεις; Δεν θα μου πεις; Και δεν του έλεγα τίποτα. Μόνο τον κοιτούσα τρομερά επίμονα.” λέει για εκείνον.
Όταν το 1937 η Ευαγγελία Καλογεροπούλου εγκαταλείπει τον Γιώργο Καλογερόπουλο κι επιστρέφει στην Ελλάδα, παίρνοντας μαζί τις κόρες της, ανάμεσα στη Μαρία και τη μητέρα της επέρχεται μια ρήξη που δεν θα γεφυρωθεί ποτέ.
Στην Αθήνα που εγκαταστέκονται, ξεκινά μαθήματα τραγουδιού στο  Εθνικό Θέατρο με δασκάλα τη Μαρία Τριβελλά και γρήγορα κερδίζει  την προσοχή της διάσημης Ισπανίδα σοπράνο του μεσοπολέμου, Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, η οποία ζει στην Αθήνα. Εκείνη μυεί τη νεαρή Κάλλας στα μυστικά της μεγάλης τέχνης του τραγουδιού, διαμορφώνοντας το μουσικό της γούστοα. Τραγουδά για πρώτη φορά άριες, όπως τη “Νόρμα” και την “Υπνοβάτιδα” του Μπελίνι. Όπερες που θα την κάνουν διάσημη αργότερα.
Η μητέρα της γράφει στο βιβλίο της : Ο βαθύτονος Νίκος Μοσχονάς, ο οποίος είχε τραγουδήσει στη Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης και είχε ακούσει την “Αίντα” μου είχε πει:’Kυρία Κάλλας, σε δεκατέσσερα χρόνια, η κόρη σας θα είναι διάσημη και θα κολυμπάτε στο χρυσάφι.”
Την ίδια χρονιά με τη βοήθεια της Ιντάλγκο, προσλαμβάνεται στην Εθνική Λυρική Σκηνή και το 1941 τραγουδά για πρώτη φορά επαγγελματικά στην οπερέτα “Βοκκάκιος” του Σουπέ. Ένα χρόνο μετά, ερμηνεύει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην “Τόσκα” του Πουτσίνι.
“Το καλοκαίρι του 1941 προσλαμβάνεται ως πρωταγωνίστρια του θιάσου του Βασιλικού θεάτρου. Ήταν μόλις 17 ετών! Τα μεγαλύτερα σε ηλικία μέλη του θιάσου, κυρίως οι γυναίκες, ήταν έξαλλοι από θυμό και θα τη σκότωναν ευχαρίστως. Η Μαρία δεν έκανε καμία προσπάθεια να τους κατευνάσει, αφού τσακωνόταν συνεχώς μαζί τους.” διηγείται η μητέρα της.
Η Μαρία πρωταγωνιστεί στο “Φιντέλιο” του Μπετόβεν και η επιτυχία της είναι μεγάλη. Ωστόσο, η αντιζηλία, ο πόλεμος των συναδέλφων της και η μετριότητα των παραστάσεων της Λυρικής την οδηγούν στην απόφαση να εγκαταλείψει την Ελλάδα και να ξανασυναντήσει τον πατέρα της στην Αμερική.

Η Κάλλας βρίσκεται επιτέλους στη γη της αφθονιάς μετά την πείνα της Κατοχής.
“Από την Ελλάδα έφυγα πικραμένη. Οι υπεύθυνοι δεν θέλησαν να αναγνωρίσουν το ταλέντο μου, όσο πραγματικά άξιζε. Ξενυχτούσα για να μελετώ, αλλά έμενα στο περιθώριο. Δεν κρατώ, ωστόσο, σε κανέναν κακία...” δηλώνει η Κάλλας.
Λέγεται, μάλιστα, πως λέει στο διευθυντή της Metropolitan Opera. “Εγώ είμαι η μεγαλύτερη τραγουδίστρια του κόσμου και, μια μέρα, θα έρθετε στα γόνατα να με παρακαλέσετε να τραγουδήσω, αλλά εγώ πάλι θα σας πω όχι!”
Εκείνη την περίοδο είναι που η Μαίρη Καλογεροπούλου γίνεται Μαρία Κάλλας.
Η ακρόασή της από τον Έντουαρντ Τζόνσον, διευθυντή της Όπερας, φέρνει την προσφορά δύο ρόλων στα έργα "Φιντέλιο" του Μπετόβεν και “Μαντάμ Μπατερφλάιτου Πουτσίντι. Η Κάλλας απορρίπτει τους ρόλους. Δε θέλει να τραγουδήσει τον "Φιντέλιο" στα αγγλικά, ενώ αισθάνεται πολύ εύσωμη ώστε να ερμηνεύσει την αιθέρια "Μπάτερφλάι".
Η γνωριμία της με τον καλλιτεχνικό διευθυντή της Αρένας της Βερόνα, Τζοβάννι Τζενατέλλο την οδηγεί στην Ιταλία. Εκεί στις 3 Αυγούστου 1947 κάνει την πρώτη της εμφάνιση στην Αρένα της Βερόνα με τη "Τζοκόντα" του Αμιλκάρε Πονκιέλι. Τον ίδιο χρόνο ερμηνεύει την Ιζόλδη από το "Τριστάνος και Ιζόλδη" στη Βενετία υπό την καθοδήγηση του μαέστρου Τούλιο Σεραφίν. Την ίδια χρονιά τη ζητούν για ακρόαση για το ρόλο της “Τζοκόντα” στο ομώνυμο έργο του Πονκιέλι, που είναι να ανέβει το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς στη μεγάλη ρωμαική αρένα της Βερόνας.
Ο βετεράνος Τούλιο Σέραφιν είναι ο διευθυντής της ορχήστρας τον οποίο η Κάλλας θαυμάζει από παιδί. Γίνεται ο μέντοράς της και τη βοηθά να τελειοποιήσει τη φωνή της.
Εκείνη η πρώτη της εμφάνιση στη Βερόνα σηματοδοτεί και την είσοδο στη ζωή της του μουσικόφιλου Ιταλού βιομήχανου Τζοβάννι Μπατίστα Μενεγκίνι. Δηλώνει πως την ερωτεύεται με την πρώτη ματιά, αψηφώντας τα εικοσιοχτώ χρόνια που τους χωρίζουν. Την Κάλλας την ελκύουν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άντρες που είναι προστατευτικοί απέναντί της.
Λίγο πριν το τέλος της ζωής της λέει: “Αγάπησα τον Μενεγκίνι ,περισσότερο όμως όπως η κόρη που αγαπάει τον πατέρα της”.
Παντρεύονται στις 21 Απριλίου 1949. Εκείνος γενναιόδωρος και γοητευτικός, γίνεται ο προσωπικός της ιμπρεσάριος κι ασκεί καταλυτική επιρροή στην καριέρα της.Μέσα σε λίγα χρόνια, η Μαρία Κάλλας είναι η πιο διάσημη σοπράνο με εκατομμύρια θαυμαστές σε ολόκληρο τον κόσμο.
 Ο Μενεγκίνι την υποβάλλει σε εξαντλητική δίαιτα με σκοπό να αποβάλλει τα κιλά που βαραίνουν τη σιλουέτα της  και την αποτρέπει από κάθε βιοτική ενασχόληση με την οικονομική κάλυψη, που της παρέχει. Η Κάλλας μεταμορφώνεται σε μια σαγηνευτική ντίβα.
Εκείνη διηγείται: Ένας Ιταλός κριτικός, έγραψε , μετά από μία παράσταση της “Αΐντα” που έδωσα στη Βερόνα, πως του ήταν αδύνατο να βρει τη διαφορά ανάμεσα στα πόδια των ελεφάντων, που ήταν πάνω στη σκηνή, και στα πόδια της “Αΐντα”, την οποία έπαιζα εγώ.

 Έκλαιγα με πικρά δάκρυα, για πολλές μέρες όταν διάβασα αυτό το άρθρο. Ήταν πολύ σκληρό. Απαίσιο. Θυμάμαι ότι την ίδια εποχή, είχα υπογράψει συμβόλαιο να τραγουδήσω τη “Λουτσία ντι Λαμερμούρ” και οι φίλοι μου γελούσαν συχνά και έλεγαν: ‘Eσύ Λουτσία;’ Mα αυτό είναι αδύνατη. Είσαι πολύ παχιά. Έτσι, κατέφυγα σε ένα γνωστό ειδικό γιατρό, στο Παρίσι, ο οποίος μου έκανε μία σειρά από ενέσεις και ηλεκτρικά μασάζ. Ήταν μία επίπονη διαδικασία που χρειάστηκε θυσίες, αλλά είχα αποφασίσει να αδυνατίσω και το πέτυχα.”

Η δραματική αλλαγή στην εμφάνισή της, σε συνδυασμό με την προσωπικότητα και το εξαιρετικό της ταλέντο, την κάνουν προσφιλή στις τάξεις του διεθνούς τζετ σετ.
Τον ίδιο χρόνο η Κάλλας κάνει καλλιτεχνικές εμφανίσεις στο Μπουένος Άιρες και το 1950 στο Μεξικό.
Στις 7 Δεκεμβρίου 1951 η Κάλλας ανοίγει τη σαιζόν στη Σκάλα του Μιλάνου με τους "Σικελικούς Εσπερινούς". Πρόκειται για εμφάνιση που της προσφέρει μεγάλη αναγνώριση. Για τα επόμενα επτά χρόνια, η Σκάλα θα είναι η σκηνή των μέγιστων θριάμβων της σε ένα ευρύ φάσμα ρόλων. Το 1955 ανεβάζει την ιστορική παράσταση της "Τραβιάτα" του Βέρντι σε σκηνοθεσία Λουκίνο Βισκόντι.
Εμφανίζεται στοCovent Garden, τη Metropolitan Opera και τη Σκάλα, ηχογραφεί για την EMI. Φήμες θέλουν την πριμαντόνα ιδιαίτερα απαιτητική.
Στις 27 Οκτωβρίου 1956 εμφανίζεται για πρώτη φορά στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης ως "Νόρμα" στο ομώνυμο έργο του Μπελλίνι. Μέσα από διάφορες κοσμικές διασυνδέσεις που φροντίζει ο Μενεγκίνι - και πιο συγκεκριμένα μέσω της δημοσιογράφου και κοσμικής, Έλσα Μάξγουελ- συναντά τον άνδρα που έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα ζωή της και η γνωριμία τους θα εξελιχθεί σε μία από τις πιο συζητημένες σχέσεις στην ιστορία. Τον Αριστοτέλη Ωνάση.

 Ένα χρόνο αργότερα,  επιστρέφει στην Αθήνα και εμφανίζεται στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών
“Στις φλέβες μου κυλά ελληνικό αίμα”δηλώνει η Κάλλας...
Τον Ιούνιο του 1960, εκδίδεται στην Αλαμπάμα το διαζύγιο του Αριστοτέλη Ωνάση και της Τίνας Λιβανού. Το ίδιο καλοκαίρι, ο μεγιστάνας και η ντίβα της Όπερας, κυκλοφορούν αχώριστοι στο Μόντε Κάρλο και συμπεριφέρονται σαν νιόπαντροι.
Κάποιοι βιογράφοι του Ωνάση ισχυρίζονται ότι ο δεσμός τους ξεκίνησε ουσιαστικά στο Λονδίνο. Ο Πίτερ Έβανς στο βιβλίο του “Ωνάσης” αναφέρει: η Μαρία και ο Ωνάσης τα είχαν κανονίσει (για την κρουαζιέρα) μερικές εβδομάδες πριν, σε μυστικά ραντεβού στο Λονδίνο, όπου και είχαν γίνει εραστές” .
Αρκετά χρόνια αργότερα, κάποιος δημοσιογράφος περιγράφει την κρουαζιέρα αυτή ως ένα “καταραμένο ταξίδι”. Ο Μενεγκίνι θυμάται την αρχή αυτού του ταξιδιού λέγοντας : Έτσι ξεκίνησε μια τραγική περιπέτεια.”
Στις 24 Αυγούστου του 1960, η Μαρία Κάλλας ερμηνεύει στο Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου τη Νόρμα του Βιντσέντζο Μπελίνι. Τη στιγμή που τραγουδά την άρια "Κάστα ντίβα"αφήνονται στην ορχήστρα δύο λευκά περιστέρια, προκαλώντας θύελλα χειροκροτημάτων. Ο ενθουσιασμός του κοινού ήταν τόσο μεγάλος που καλούν την Κάλλας δέκα φορές στη σκηνή. Τα σκηνικά, στην ιστορική αυτή παράσταση, υπογράφει ο Γιάννης Τσαρούχης, τα κοστούμια φιλοτεχνεί ο Αντώνης Φωκάς και η σκηνοθεσία ήταν του Αλέξη Μινωτή. Τη σύμπραξη της Μαρίας Κάλλας με την Εθνική Λυρική Σκηνή διευθύνει από το πόντιουμ ο Τούλιο Σεραφίν.

Στις 6 Αυγούστου του 1961, η Μαρία Κάλλας ερμηνεύει στο Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου τη Μήδεια του Λουίτζι Κερουμπίνι με την Εθνική Λυρική Σκηνή, όπου συμμετέχουν περισσότερα από 200 πρόσωπα. Για ακόμα μια φορά η μεγάλη καλλιτέχνιδααποθεώνεται από τους 17.000 θεατές της βραδιάς. Ανάμεσα στους οποίους είναι ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο υπουργός Προεδρίας Κωνσταντίνος Τσάτσος, η κοσμικογράφος Έλσα Μάξγουελ, ο πρίγκιπας Πέτρος του Μονακό και άλλοι.  Κι έρχεται η σειρά της Σκάλας του Μιλάνου, τον Δεκέμβριο.
Ο Αλέξης Μινωτής στο βιβλίο του “Μακρινές Φιλίες”γράφει: "Πολλές αναποδιές και δυσκολίες τεχνικές και ψυχολογικές στην αρχή των δοκιμών, αλλά όταν η Κάλλας ήρθε στην πρόβα, όλα πήγαν μέλι-γάλα", σημειώνει "Στο τέλος όλοι αναγνώρισαν πως η παράσταση αυτή ήταν ίσως η καλύτερη που έγινε ποτέ στη Σκάλα του Μιλάνου"
Τον Ιανουάριο του 1964, ο Φράνκο Τζεφιρέλι πείθει τη Μαρία Κάλλας  συμμετάσχει σε μία νέα παραγωγή της "Τόσκα"στη σκηνή του Covent Garden. Μια παράσταση που εκθειάζεται από τους κριτικούς. Την ίδια χρονιά ακολουθεί  νέος καλλιτεχνικός θρίαμβος στην Όπερα των Παρισίων με τη "Νόρμα". Αν και υπάρχουν κάποια φωνητικά προβλήματα, το παρισινό κοινό την υποδέχεται θερμά. Ήταν, ίσως, ο αγαπημένος ρόλος της θρυλικής λυρικής τραγουδίστριας...
Στις 5 Ιουλίου 1965 εμφανίζεται για τελευταία φορά σε παράσταση όπερας στο Κόβεντ Γκάρντεν με την "Τόσκα" σε σκηνοθεσία Φράνκο Τζεφιρέλι. Το 1966 απεκδύεται την αμερικανική υπηκοότητα και λαμβάνει την ελληνική. Με αυτό τον τρόπο λύεται και τυπικά ο γάμος της με τον Μενεγκίνι.

Σύμφωνα με αρκετούς βιογράφους της Κάλλας και του Ωνάση, η κρίσιμη στιγμή για τη σχέση τους έρχεται το 1966. Τότε, φημολογείται πως η μεγάλη ντίβα μένει έγκυος και ο εφοπλιστής της ζητά να κάνει τεχνητή άμβλωση, απειλώντας την πως διαφορετικά θα διέκοπτε τη σχέση τους. Η Κάλλας υπακούει αλλά δεν τον συγχωρεί ποτέ. Ήθελε τόσο πολύ να αποκτήσει ένα παιδί- το παιδί του Αριστοτέλη.
Σύμφωνα, όμως, με την έρευνα του Νίκου Γκατζογιάννη, η πραγματικότητα ήταν αρκετά διαφορετική.
Η φίλη της Νάντια Στάνσιοφ αναφέρει στο βιβλίο της “Callas remembered” Στην αρχή δεν ήθελα να πιστέψω πως σοβαρολογούσε ο Αριστοτέλης. Μου είπε ‘δεν θέλω να κάνεις παιδί! Τί να το κάνω άλλο ένα παιδί; Έχω ήδη δύο!’ Η απόφαση ήταν βασανιστική. Όπως ξέρεις, Νάντια, δεν πιστεύω στην έκτρωση. Μου πήρε σχεδόν τέσσερις μήνες για να αποφασίσω. Πόσο πιο γεμάτη θα ήταν η ζωή μου αν του είχα αρνηθεί.”
Σύμφωνα με τον Γκατζογιάννη, η Κάλλας έμεινε έγκυος όχι το 1966 αλλά το 1969 και όχι μόνο δεν κάνει έκτρωση αλλά στις 30 Μαρτίου της ίδιας χρονιάς, φέρνει στον κόσμο το γιο του Αριστοτέλη. Δυστυχώς τον χάνει από φυσικά αίτια την ίδια μέρα.
Η Κάλλας είναι πεπεισμένη ότι ο Αριστοτέλης Ωνάσης θα της ζητήσει να παντρευτούν. Αυτό δεν έγινε ποτέ. Σταδιακά ο δεσμός τους αρχίζει να γίνεται προβληματικός και οι συναντήσεις τους αραιώνουν. Ο μεγιστάνας έχει ήδη εντοπίσει τον επόμενο στόχο του, που είναι πολύ υψηλός.  Θέλει να “κατακτήσει” την Αμερική την οποία εκπροσωπεί σε απόλυτο βαθμό η χήρα του Αμερικανού Προέδρου. Στις 20 Οκτωβρίου 1968 ο Έλληνας μεγιστάνας παντρεύεται τη χήρα του Αμερικανού Προέδρου Κέννεντυ, Τζάκι.Εκείνο το απόγευμα, η Μαρία Κάλλας - η γυναίκα που ερωτεύτηκε και αγάπησε ίσως όσο καμία άλλη τον Ωνάση - ανοίγοντας την τηλεόραση, ακούει από τον εκφωνητή ειδήσεων να μιλά για το γάμο του Αριστοτέλη και της Τζάκι. Δεν θέλει να πιστέψει αυτά που ακούει, είναι όμως πέραγια πέρα αληθινά... Η κορυφαία υψίφωνος βυθίζεται σε κατάθλιψη...

Το 1969 εγκαταλελειμένη από τη φωνή της, στρέφεται στον κινηματογράφο. γυρίζει σε ταινία τη "Μήδεια" του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Πιερ Πάολο Παζολίνι. Η ταινία, δυστυχώς, δεν έχει τύχη στις κινηματογραφικές αίθουσες. Στις 25 Μαΐου 1970 μεταφέρεται στο νοσοκομείο και φημολογείται ότι επιχειρεί να αυτοκτονήσει λαμβάνοντας μεγάλη δόση βαρβιτουρικών.
Το 1973 σκηνοθετεί στο Τορίνο μαζί με τον Τζουζέπε ντι Στέφανο το έργο "Σικελικοί Εσπερινοί" (I Vespri Siciliani) και την ίδια χρονιά ξεκινά μαζί του μια παγκόσμια καλλιτεχνική περιοδεία.
Στις 8 Δεκεμβρίου η Κάλλας τραγουδά στην Όπερα των Παρισίων, όπου το κοινό την κάλεσε στη σκηνή 10 φορές καταχειροκροτώντας την. Η τελευταία της εμφάνιση έγινε στην πόλη Σαππόρο της Ιαπωνίας στις 11 Δεκεμβρίου του 1974.
“Έζησα για την τέχνη, έζησα για τον έρωτα” ήταν το μότο της Κάλλας, από την αγαπημένη της άρια. Όταν την εγκατέλειψαν και τα δύο, για ποιό λόγο ζούσε πια;
Η Μαρία Κάλλας περνά στην αιωνιότητα στις 16 Σεπτεμβρίου 1977 στο Παρίσι. Η κηδεία της γίνεται στις 20 Σεπτεμβρίου.
Σύμφωνα με τους Ιταλούς φωνίατρους Φράνκο Φούσι και Νίκο Παολίλο,  η θρυλική ντίβα της Όπερας, υπέφερε από δερματομυοσίτιδα, μία εκφυλιστική νόσο που φθείρει τους μυς και τους ιστούς, συμπεριλαμβανομένου του λάρυγγα. Αυτό ίσως εξηγεί και τη συνεχή παρακμή του μεγαλείου της φωνής της, που είχε αρχίσει να γίνεται αισθητή από τις αρχές της δεκαετίας του ’60. Σύμφωνα με την επίσημη ιατρική έκθεση, ο θάνατος της  οφειλόταν σε καρδιακή ανακοπή. Οι δύο Ιταλοί επιστήμονες εξηγούν ότι η θεραπεία για τη δερματομυοσίτιδα βασίζεται σε κορτιζονούχα και ανοσοκατασταλτικά σκευάσματα, τα οποία είναι πιθανό να επιφέρουν σταδιακά καρδιακή ανεπάρκεια.
Επιθυμία της ήταν το σώμα της να αποτεφρωθεί. Χρειάζεται να περάσουν σχεδόν δύο χρόνια, μέχρι η τέφρα της θρυλικής ντίβας, να βρει την τελευταία της κατοικία.  Και σκορπιζεται στο Αιγαίο... Εκεί.. Στη θάλασσα που αποτέλεσε σκηνικό του μεγάλου έρωτά της με τον Ωνάση.
Ελάχιστοι έχουν δώσει τόσα στην τέχνη τους όσα η πρώτη ντίβα του λυρικού τραγουδιού. Μια γυναίκα με ολύμπιο ταλέντο, γοητευτική, με προσωπική ζωή που αντικατοπτρίζει την τραγική πορεία των ηρωίδων που ενσαρκώνει. Ένας μύθος που έκανε όλους τους Έλληνες υπερήφανους.
Σπουδαίες ρήσεις της Μαρίας Κάλλας...

Ή είσαι γεννημένος καλλιτέχνης ή δεν είσαι. Και παραμένεις καλλιτέχνης, αγαπητέ, ακόμα κι αν η φωνή σου είναι χαμηλότερη από πυροτεχνήματα. Ο καλλιτέχνης είναι πάντοτε εκεί.”
"Όταν μουσική αποτυγχάνει να συμφωνήσει με το αυτί, ώστε να απαλύνει το αυτί και την καρδιά και τις αισθήσεις, τότε έχει χάσει το στόχο."
“Μη μου μιλάς για κανόνες. Όπου πάω, εγώ φτιάχνω τους κανόνες.”
"Δεν είμαι άγγελος και δεν προσποιούμαι ότι είμαι. Αυτός δεν είναι ένας από τους ρόλους μου. Αλλά δεν είμαι ούτε διάβολος. Είμαι μια γυναίκα και μια σοβαρή καλλιτέχνης, και θα ήθελα έτσι να κριθώ."
"Ήμουν πάντα πολύ ώριμη για την ηλικία μου - και όχι πολύ ευτυχισμένη. Δεν είχα παιδικές φίλες. Θα ήθελα να μπορούσα να επανέλθω σ᾽ εκείνες τις ημέρες. Αν μπορούσα μόνο να τα ξαναζήσω όλα πάλι, πόσο θα ήθελα να παίξω και να χαρώ με άλλες κοπέλες! Πόσο ανόητη ήμουνα..."

"Ή είσαι γεννημένος καλλιτέχνης ή δεν είσαι. Και παραμένεις καλλιτέχνης, αγαπητέ, ακόμα κι αν η φωνή σου είναι χαμηλότερη από πυροτεχνήματα. Ο καλλιτέχνης είναι πάντοτε εκεί. "
"Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει επί σκηνής. Κάτι άλλο φαίνεται να με καταλαμβάνει."
"Μια όπερα ξεκινά πολύ πριν σηκωθεί η κουρτίνα και τελειώνει πολύ αργότερα αφότου έχει κατέβει. Ξεκινάει στη φαντασία μου, γίνεται η ζωή μου, και παραμένει μέρος της ζωής μου για πολύ καιρό αφότου έχω εγκαταλείψει το κτίριο της όπερας."
"Θα ήθελα να είμαι η Μαρία, αλλά υπάρχει η Κάλλας που απαιτεί να κρατώ την αξιοπρέπειά της."
"Δεν χρειάζομαι τα χρήματα, αγαπητέ. Εργάζομαι για την τέχνη." 

Πηγή: http://www.klik.gr
Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.