Δεν σας κρύβω ότι μόλις έπιασα στα χέρια μου το βιβλίο το
κοίταξα με επιφύλαξη. Κι αυτό γιατί πρόκειται για έναν τόμο 362 σελίδων.
Να όμως, σ’ ένα τυχαίο άνοιγμα (σελ. 25), έτσι όπως
ξεφυλλίζουμε αδιάφορα ένα βιβλίο που δεν πρόκειται να διαβάσουμε, οι λέξεις με
αιχμαλωτίζουν:
Αν έσκαψες με τα
δάχτυλα βαθιά στην άμμο
ν’ ανάψεις ένα μικρό κερί
κείνη τη νύχτα που φύσαγε στην παραλία
Κι αν το σκέπασες με
τα χέρια σου προσεκτικά
κι αν έσβησε
κείνη τη νύχτα που φύσαγε δεν έπρεπε να
κλάψεις…»
Αυτό το μικρό κερί, σύμβολο της μοναχικής προσπάθειας,
μοτίβο το οποίο επαναλαμβάνεται και παρακάτω, με άγγιξε. Έτσι άρχισα να διαβάζω κι
ένοιωσα τα ποιήματα του Ιωαννίδη να με ανεβάζουν. Ο Γιώργος, όμως, ο οποίος
πατά και με τα δυο του πόδια πάνω στη Γη, με ρώτησε:
«Μα, καταλαβαίνεις τι
θέλει να πει ο ποιητής;»
Ομολογώ πως δεν είμαι σίγουρη αν αυτό που κατάλαβα είναι το
ίδιο μ’ αυτό που εννοεί ο ποιητής.
Αλλά τι σημασία έχει; Από τη στιγμή που μ’ αρέσει να διαβάζω
το ποίημα, δονεί κάποιες χορδές μέσα μου, μου δημιουργεί συναισθήματα, με
συγκινεί, αποκτά ένα ιδιαίτερο νόημα για μένα, πειράζει αν μου διαφεύγει αυτό που
εννοούσε ο ποιητής όταν το έγραφε;
Από τη στιγμή που τα έβγαλε από μέσα του ο ποιητής και τα
κοινοποίησε, τα ποιήματα ταξιδεύουν. Είναι τα πουλιά, που τα κρατούσε φυλακισμένα και τα έτρεφε με
την αμβροσία της ψυχής του, τα πότιζε με το αίμα της καρδιάς του και κάποια
στιγμή άνοιξε το κλουβί και τ’ άφησε ελεύθερα.
Από κει και πέρα δεν μπορεί να
ελέγξει πώς και για ποιους θα τραγουδήσουν και ποιους θα συγκινήσουν τα
τραγούδια τους. Κάθε αναγνώστης τα δέχεται και τα ερμηνεύει ανάλογα με τις
δικές του καταβολές, το πολιτιστικό του υπόβαθρο, την συναισθηματική του
κατάσταση και τις ανάγκες του.
Κάποτε η Κική Δημουλά
μιλώντας σε μαθητές Λυκείου για
την Ποίηση, είπε
(το βρήκα στο Διαδίκτυο και το παραθέτω με κάθε επιφύλαξη, αν
και μοιάζει για δικό της):
«Βαδίζεις σε μιαν
έρημο. Ακούς ένα πουλί που κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα
πουλί στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο.
Αυτό το δέντρο είναι το ποίημα.»
Ευλογημένοι αυτοί που μπορούν και φτιάχνουν ένα δέντρο μέσα
στην έρημο. Τυχεροί όμως κι εμείς που βρίσκουμε το δέντρο, ξαποσταίνουμε στον
ίσκιο του κι ακούμε το κελάδημα του πουλιού. Δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε γιατί
αισθανόμαστε όμορφα.
Διαβάζοντας, για παράδειγμα, το «Κανόνας στο ύφος του Henry Purcell», όπου αναφέρεται για
πρώτη φορά η «κόρη με το καμένο πρόσωπο» δεν ξέρεις τι να υποθέσεις. Η ερωτική
ατμόσφαιρα που αποπνέουν τα ποιήματα σου αφήνει την αίσθηση ότι πρόκειται για
έναν έρωτα που χάθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Διαβάζοντας όμως όλη τη συλλογή, καθώς και μια συνέντευξη του
Ιωαννίδη στο Κ της Καθημερινής, αρχίζεις να
αμφιβάλλεις. Δεδομένου του «έρωτά» του για την πατρίδα μας και τις πολλές
αναφορές του στην κατάντια της, υποψιάζεσαι πως μπορεί να πρόκειται για
αλληγορία. Ίσως, η κόρη με το καμένο πρόσωπο να είναι η Ελλάδα.
Φυσικά υπάρχει η πιθανότητα να ισχύουν και τα δύο. Διαλέγετε
και παίρνετε.
Και πότε θα λέγατε ότι ένα κείμενο είναι ποίημα; Μόνο όταν
είναι γραμμένο με τη μορφή στίχων;
Τότε η μισή συλλογή δεν θα ήταν ποιητική, καθώς είναι
γραμμένη σε πεζό λόγο. Άλλοτε μακροσκελή. Κι άλλοτε σύντομο: με τη μορφή
αριθμημένων αποσπασμάτων, σαν σπαράγματα αρχαίων αγγείων, τα οποία
καλείσαι ως άλλος
αρχαιολόγος /συντηρητής να βάλεις στη θέση τους ή να τα συμπληρώσεις με
τη
φαντασία σου, ή να τ’ αφήσεις απλά να αιωρούνται, όπως τα έριξε ο
ποιητής,
ακούγοντας την εσωτερική μουσική τους.
Ακριβώς αυτή η μυστική μουσική, που
«παίζει» κάτω από τις γραμμές και τις λέξεις, είναι που κάνει ένα κείμενο,
έμμετρο ή πεζό, ποίημα.
Πρέπει, άραγε, ν’ ακούει κανείς τον απόηχο του λόγου άλλων ποιητών
όταν διαβάζει ένα ποίημα; Όπως εδώ, (σελ. 30), για παράδειγμα, όπου ο
Ιωαννίδης ξεκάθαρα συνομιλεί με τον
Ελύτη:
«Χαίρε η πρωτοστάτης
του μαρασμού, η τροφός της πείνας
Χαίρε κεφάλαιο της
πενίας, χαίρε κεφαλαίο του Τίποτα…»
Μα το έχει πει ο
Σεφέρης: «Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα
λόγια μας». Κι ο ποιητής είναι υποχρεωμένος να επικοινωνεί με τα λόγια των προγενέστερων,
αλλά και των σύγχρονών του ποιητών.
Πολλοί φαντάζονται τους ποιητές αποκομμένους απ’ τον
πραγματικό κόσμο, να ενδιαφέρονται για κάποιες άπιαστες πνευματικές σφαίρες ή
κλεισμένοι στον εαυτό τους να νοιάζονται μόνο για τους δικούς τους καημούς.
Ναι, ο ποιητής πρέπει «να
στηρίζει το ένα του πόδι έξω απ’ τη γη», το άλλο όμως πρέπει να πατά πάνω
της και ν’ αντλεί απ’ τα γεγονότα και τους ανθρώπους γύρω του. Αλλιώς δεν θα
μπορούσε ο Ιωαννίδης, ο οποίος είναι γιατρός - καθηγητής στο Πανεπιστήμιο
Stanford των ΗΠΑ και “ο πλέον τολμηρός διανοητής επιστήμονας για το 2010”,
σύμφωνα με το περιοδικό Atlantic, να γράψει τον σπαραγμό του για την ανημποριά
του επιστήμονα μπροστά στον ανθρώπινο πόνο και το θάνατο:
«και πάλι θα σε
φωνάξουν στις τέσσερις το πρωί για να μπεις μέσα στο θάλαμο, να την κρατήσεις
απ’ τους ώμους και να τη φωνάξεις με το όνομά της, έπειτα να δεις τις κόρες που
δεν αντιδρούν στο φως, να βεβαιωθείς πως δεν έχει σφυγμό και με σχολαστικότητα
ν’ ακουμπήσεις το στηθοσκόπιο στο θώρακα – σιωπή, όλα είναι εντάξει»
(σελ.105)
την πίκρα του για την κατάντια της χώρας μας (σελ. 293),
«…- ο τόπος μου
πεθαίνει ακαριαία εδώ
κι αιώνες
το σάπιο βαθυσκάφος
κατεβαίνει ξεδιάντροπα, μολύβι
προς το βυθό, αράγιστο
στις τόσες ατμόσφαιρες
αλήθειας…»
θυμίζοντάς μου το παράπονο ενός άλλου ποιητή, συμπατριώτη μου, του Δημ. Παπακωνσταντίνου
:
«Η Ελλάδα, δεν είναι
να τη ζεις,
Να την ονειρεύεσαι,
μόνο»
ή την οργή του απέναντι στο πανεπιστημιακό κατεστημένο (σελ. 294)…
«…γράφω σε μια γλώσσα
που απέτυχα
να μιλήσω, να πείσω οποιονδήποτε,
να δω κάτι
να μένει στα πρακτικά
της συνέλευσης
πριν τα ροκανίσουν τα
ποντίκια κι η ιστορία –
δε συμβιβάστηκα, έπεσα
όρθιος, δε μετάνοιωσα…»
Ίσως οι πολλές αναφορές του στο θέμα αυτό είναι και το μόνο σημείο, όπου βρίσκω μια υπερβολή - μια
εμμονή, θα έλεγα- αλλά,
φαίνεται πως ο
άνθρωπος έχει "κάψει" κι ο ίδιος το πρόσωπό του, όταν ήρθε σε επαφή με
την ελληνική πραγματικότητα και τα περίφημα ελληνικά πανεπιστήμια.
«…Ποιήματα φαίνεται
γράφουν μόνον οι χαμένοι
Και ειδικά όσοι
μπορούν τουλάχιστον να αναγνωριστούν
Μ’ αυτόν τον
περιζήτητο τίτλο
Απ’ την ομήγυρη.»
διαβάζω στη σελ. 44.
Μα είναι φανερό πως παρά την πικρία του, ο Ιωαννίδης δεν
κατατάσσει τον εαυτό του στους «χαμένους»,
γιατί κανείς ποιητής δεν είναι ποτέ «χαμένος»
και γιατί όσοι διαβάζουμε ποίηση μόνον κερδισμένοι μπορούμε να είμαστε, ασχέτως
με το τι πιστεύει η «ομήγυρη».Πηγή: Ρέα Σταθοπούλου.
Ανιχνεύτρια η Μελισσάνθη του Πεπέ.