Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

28.2.16

ΧΕΓΚΕΛ Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ (Georg Wilhelm Friedrich Hegel, Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.

Ο Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ (Georg Wilhelm Friedrich Hegel, Στουτγκάρδη 27 Αυγούστου 1770 - Βερολίνο 13 Νοεμβρίου 1831) ή Έγελος (όπως απαντάται κάποτε στην ελληνική βιβλιογραφία) υπήρξε σημαντικός Γερμανός φιλόσοφος και κύριος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού. Επηρέασε βαθιά τη δυτική φιλοσοφία και έγινε γνωστός για τη διαλεκτική θεωρία του. Ο φιλόσοφος, ο οποίος 20+ κάτι αιώνες μετά τον Ηράκλειτο, έβαλε θεαματικά στο επίκεντρο της φιλοσοφικής σκέψης τη σχέση της αλλαγής με την ουσία και με τα πράγματα.
Αφού δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Ιένας, έγινε καθηγητής στη Χαϊδελβέργη - στο κέντρο του γερμανικού εθνικού ρομαντισμού. Τέλος, το 1818 έγινε καθηγητής στο Βερολίνο - τη στιγμή ακριβώς που η πόλη αυτή γινόταν, σιγά σιγά, το πνευματικό και πολιτιστικό κέντρο της Ευρώπης. Το Νοέμβριο του 1831 πέθανε στη μεγάλη επιδημία χολέρας. Αλλά ο "εγελιανισμός" είχε ήδη εδραιωθεί σ' όλα τα γερμανικά πανεπιστήμια.

O Χέγκελ ένωσε στη σκέψη του όλες σχεδόν τις ιδέες που είχε αναπτύξει ο ρομαντισμός και τις προχώρησε ακόμα πιο πέρα. Άσκησε, όμως, και οξυδερκή κριτική στη φιλοσοφία του Σέλινγκ.
Ο Σέλινγκ και οι άλλοι ρομαντικοί έβλεπαν τη βαθύτερη ουσία της ύπαρξης στο λεγόμενο Παγκόσμιο Πνεύμα. O Χέγκελ μεταχειρίζεται επίσης αυτό τον όρο, αλλά του δίνει μια νέα σημασία. Όταν ο Χέγκελ μιλάει για Παγκόσμιο Πνεύμα ή για "Παγκόσμιο Λόγο", τότε εννοεί το σύνολο, το άθροισμα όλων των εκφράσεων του ανθρώπου. Γιατί μόνο ο άνθρωπος διέθετε πνεύμα. M' αυτή την έννοια, μπορεί και να μιλήσει για την πορεία του Παγκόσμιου Πνεύματος, έτσι όπως διαγράφεται στην ιστορία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι με αυτό εννοεί τη ζωή των ανθρώπων, τις σκέψεις των ανθρώπων και τον πολιτισμό των ανθρώπων.
Παρόλο που ο Καντ δεν παραδεχόταν ότι ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίσει πέρα για πέρα τα εσώτερα μυστήρια της φύσης, συμφωνούσε, ωστόσο, ότι υπήρχε ένα είδος απρόσιτης αλήθειας. O Χέγκελ, τώρα, έρχεται και λέει ότι η αλήθεια είναι κατά βάση υποκειμενική και διαφωνεί με την ύπαρξη κάποιας άλλης αλήθειας έξω ή πάνω από την ανθρώπινη αντίληψη. Κάθε γνώση είναι γνώση του ανθρώπου, έλεγε.
H σκέψη του Χέγκελ είναι τόσο ποικιλόμορφη και διαθέτει τόσες πολλές αποχρώσεις, που θα πρέπει ν' αρκεστεί κάποιος στα κυριότερα σημεία. Πολλοί πιστεύουν ότι ο Χέγκελ δεν είχε γνήσια δική του φιλοσοφία, κι ότι αυτό που ονομάζουμε φιλοσοφία του Χέγκελ δεν είναι στην πραγματικότητα παρά μια μέθοδος για την κατανόηση της ιστορικής εξέλιξης.
Γι' αυτό και δεν μπορούμε καν να μιλήσουμε για τον Χέγκελ, χωρίς να αναφερθούμε και στην πορεία της ιστορίας. H "εγελιανή φιλοσοφία" δε μας διδάσκει τίποτα για την "εσώτερη φύση της ύπαρξης". Μπορεί, όμως, να μας μάθει να σκεφτόμαστε δημιουργικά και αποδοτικά.
Όλα τα φιλοσοφικά συστήματα προ του Χέγκελ είχαν προσπαθήσει να θεσπίσουν σταθερά και αιώνια κριτήρια, για ν' αποφασίσουν τι μπορεί να γνωρίσει ο άνθρωπος για τον κόσμο και τι όχι. Αυτό ισχύει και για τον Ντεκάρτ και για τον Σπινόζα, και για τον Χιουμ και για τον Καντ. Όλοι τους ήθελαν να διαπιστώσουν ποια είναι η βάση της ανθρώπινης γνώσης. Και μίλησαν όλοι τους για διαχρονικές προϋποθέσεις αυτής της ανθρώπινης γνώσης.
Ο Χέγκελ από την άλλη θεώρησε ότι είναι αδύνατο να βρεθούν τέτοιες διαχρονικές προϋποθέσεις. Υποστήριξε ότι το θεμέλιο της ανθρώπινης γνώσης αλλάζει από γενιά σε γενιά, εξελίσσεται. Γι' αυτό και, κατά τη γνώμη του, δεν υπάρχουν "αιώνιες αλήθειες". Δεν υπάρχει διαχρονικός λόγος. Το μόνο σταθερό κι ακίνητο σημείο, πάνω στο οποίο μπορεί ένας φιλόσοφος να χτίσει τη σκέψη του, είναι η ίδια η ιστορία.
Για τον Χέγκελ, η ιστορία είναι ένα ποτάμι. Ακόμα και η μικρότερη κίνηση του νερού σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο του ποταμού καθορίζεται στην πραγματικότητα από το ρεύμα και τον όγκο του νερού στο υπόλοιπο μήκος της κοίτης. Σπουδαίο ρόλο παίζουν, επίσης, τα βράχια στο βυθό του, οι στροφές και οι μαίανδροι στη διαδρομή του, κοντά στο σημείο όπου στέκεσαι και το παρατηρείς.
Και η ιστορία της σκέψης - ή του λόγου - είναι επίσης ένα τέτοιο ποτάμι. Περιέχει όλες τις σκέψεις, όλες τις ιδέες, που οι παλαιότερες γενιές, η μία μετά την άλλη, εισέφεραν στην ανθρώπινη διάνοια και οι οποίες καθορίζουν τη δική μας σκέψη και τις αντιλήψεις για τη ζωή που έχει υιοθετήσει η δική μας εποχή. Γι' αυτό και δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι μια συγκεκριμένη ιδέα είναι αιώνια σωστή. Μπορεί να είναι σωστή στο σημείο που στεκόμαστε.
Έτσι, οι ιδέες κι οι σκέψεις μπορούν να κριθούν μόνο σε σχέση με μια συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα. Αν αρχίσουμε να επιχειρηματολογούμε υπέρ της δουλείας εν έτει 2010, τότε το πολύ πολύ να γίνει κάποιος γελοίος. Πριν από 2.500 χρόνια, η ιδέα αυτή δεν ήταν διόλου γελοία, παρόλο που και τότε ακόμα ακούγονταν πού και πού προοδευτικές φωνές υπέρ της κατάργησης της δουλείας.
Μπορούμε, ωστόσο, να φέρουμε κι ένα παράδειγμα πολύ πιο πρόσφατο. Πριν από εκατό μόλις χρόνια, οι άνθρωποι έκαιγαν σιγά σιγά μεγάλες δασικές εκτάσεις, για να εκμεταλλευτούν τη γη και να κερδίσουν βοσκοτόπια και χωράφια, κι η ενέργεια τους αυτή δεν είχε τίποτα το παράλογο. H ίδια ενέργεια, σήμερα, δεν είναι μόνο παράλογη αλλά κι εγκληματική. Έχουμε εντελώς διαφορετικά - και πολύ καλύτερα - κριτήρια.
Ο λόγος, λέει ο Χέγκελ, είναι επίσης κάτι δυναμικό -  μια εξελικτική διαδικασία. Και η "αλήθεια" είναι αυτή ακριβώς η εξέλιξη Γιατί δεν υπάρχουν κριτήρια έξω από την πορεία της ιστορίας, που θα μπορούσαν ν' αποφασίσουν τι είναι πιο σωστό ή τι είναι πιο αληθινό.
Για παράδειγμα, δεν μπορεί να πάρει κάποιος διάφορες ιδέες από την αρχαιότητα ή από το Μεσαίωνα, από την Αναγέννηση ή από το Διαφωτισμό, και να πει: αυτή είναι σωστή, αυτή είναι λάθος. Γι' αυτό και δεν μπορεί κάποιος να πει ότι ο Πλάτωνας είχε δίκιο κι ο Αριστοτέλης άδικο. Δεν μπορείς να δώσεις δίκιο στον Χιουμ κι άδικο στον Καντ ή στον Σέλινγκ. Αυτός είναι ένας τρόπος σκέψης που δε λαμβάνει υπόψη του την ιστορική εξέλιξη.
Ο Χέγκελ λέει ότι δεν μπορείς ν' αποσπάσεις καμιά ιδέα και καμιά φιλοσοφική σκέψη από την ιστορική πραγματικότητα που τη γέννησε. Αλλά, ο άνθρωπος κατεβάζει διαρκώς καινούριες ιδέες. O λόγος είναι "προοδευτικός". Αυτό σημαίνει ότι η ανθρώπινη γνώση διαρκώς προχωράει προς τα εμπρός* και μαζί της "προοδεύει" και ο άνθρωπος.
Με αυτό το σκεπτικό η φιλοσοφία του Καντ είναι λίγο πιο σωστή από τη φιλοσοφία του Πλάτωνα. Ή για να το πούμε αλλιώς, το Παγκόσμιο Πνεύμα προχώρησε κάμποσα βήματα από την εποχή του Πλάτωνα μέχρι την εποχή του Καντ. Αν ξαναγυρίσουμε στην εικόνα του ποταμού, μπορούμε να πούμε ότι τώρα κυλάει περισσότερο νερό στην κοίτη του. Έχουν περάσει, άλλωστε, πάνω από δυο χιλιάδες χρόνια. O Καντ, όμως, δεν πρέπει να φαντάζεται ότι οι δικές του σκέψεις, οι δικές του "αλήθειες", θα μείνουν αμετακίνητες και θ' αποτελέσουν αιώνια ορόσημα στις όχθες του ποταμού. Ούτε οι δικές του σκέψεις είναι τα τελικά συμπεράσματα της σοφίας- η επόμενη γενιά θα τις μελετήσει και θα τις κρίνει με όλες της της δυνάμεις. Κι αυτό ακριβώς έγινε.
Ο Χέγκελ εξηγεί ότι το Παγκόσμιο Πνεύμα κινείται διαρκώς για όλο και πλατύτερη, όλο και διαυγέστερη συνείδηση του εαυτού του. Κατά τη γνώμη του Χέγκελ, λοιπόν, το ζήτημα ναι να φτάσει σιγά σιγά το Παγκόσμιο Πνεύμα στην απόλυτη συνείδηση του εαυτού του. O κόσμος υπάρχει από πάντα, αλλά το Πνεύμα του συνειδητοποιεί σιγά σιγά την ιδιαιτερότητα και την ταυτότητα του, χάρη στον πολιτισμό και στην ανάπτυξη του ανθρώπου.
Όποιος μελετήσει την ιστορία, έλεγε, καταλαβαίνει αμέσως ότι η ανθρωπότητα κινείται προς ολοένα μεγαλύτερη γνώση και ανάπτυξη του εαυτού της. H ιστορία δείχνει με σαφήνεια μια εξέλιξη προς τον ορθό λόγο και την ελευθερία. Φυσικά, υπάρχουν πού και πού πισωγυρίσματα. Αλλά, σε γενικές γραμμές, η πορεία τραβάει μπροστά. Επομένως, η ιστορία για τον Χέγκελ έχει ένα στόχο: την εξέλιξη και την ασταμάτητη πρόοδο.
Η ιστορία είναι για τον Χέγκελ μια μακριά κι αδιάκοπη αλυσίδα σκέψεων και μάλιστα οι κρίκοι της δεν έρχονται να δεθούν τυχαία ο ένας με τον άλλο, αλλά ακολουθούν ορισμένους κανόνες. Όποιος μελετήσει διεξοδικά την ιστορία, θα παρατηρήσει ότι, τις περισσότερες φορές, μια νέα ιδέα έρχεται να στηριχτεί σε ιδέες και σκέψεις που εκφράστηκαν παλαιότερα. Και μόλις διατυπωθεί αυτή η νέα σκέψη, δε θ' αργήσουν ν' ακουστούν και οι πρώτες αντιρρήσεις, οι πρώτες διαφωνίες. Κατ' αυτό τον τρόπο, υπάρχουν πάντα δύο αντίθετοι πόλοι, κι ανάμεσα τους δημιουργείται μια ένταση που λύνεται μόνο με μια τρίτη σκέψη, η οποία κρατάει από τα δύο αντίθετα άκρα το καλύτερο και συνεχίζει την πορεία προς τα εμπρός. O Χέγκελ ονόμασε αυτή την εξέλιξη διαλεκτική εξέλιξη.
Για παράδειγμα: οι Ελεάτες θεωρούσαν αδύνατη οποιαδήποτε μεταβολή στη φύση. Κατέληξαν, λοιπόν, ν' αρνηθούν όλες τις μεταβολές, ακόμα κι όταν τις αντιλαμβάνονταν με τις αισθήσεις τους. Οι Ελεάτες διατύπωσαν έναν ισχυρισμό, κι ο Χέγκελ ονομάζει αυτούς τους ισχυρισμούς  "θέσεις".
Αλλά κάθε φορά που κάποιος διατυπώνει μια σαφή και ξεκάθαρη θέση, δεν αργεί να παρουσιαστεί και η αντίθετη της. Αυτή την αντίθετη θέση, ο Χέγκελ την ονομάζει άρνηση. H άρνηση της φιλοσοφίας των Ελεατών ήταν η φιλοσοφία του Ηράκλειτου, που έλεγε ότι "τα πάντα ρει". Ανάμεσα σ' αυτές τις διαμετρικά αντίθετες ιδέες, δημιουργήθηκε μια τάση, που "λύθηκε" όταν ο Εμπεδοκλής διατύπωσε την άποψη πως είχαν κι οι δυο λίγο δίκιο και λίγο άδικο.         
Οι Ελεάτες είχαν δίκιο πως στην ουσία τίποτα δεν αλλάζει. H ιδέα τους, ωστόσο, ότι δεν μπορούσαμε να εμπιστευτούμε καθόλου τα δεδομένα των αισθήσεων μας ήταν λανθασμένη. O Ηράκλειτος είχε δίκιο όταν έλεγε ότι μπορούμε να στηριζόμαστε στις αισθήσεις μας, αλλά δεν είχε δίκιο όταν έλεγε ότι όλα αλλάζουν. Γιατί δεν υπάρχει μία μόνο πρωταρχική ύλη. H σύνθεση μπορεί ν' αλλάζει, όχι όμως και τα πρωταρχικά στοιχεία αυτά καθ' αυτά.
H άποψη του Εμπεδοκλή, που βρισκόταν στη μέση των δύο προηγουμένων, συνδυάζοντας και τις δύο, ονομάζεται από τον Χέγκελ "άρνηση της άρνησης"».
Χρησιμοποιούσε δε και τρεις άλλους όρους για τα τρία στάδια του δρόμου που οδηγεί στη γνώση: θέση, αντίθεση, σύνθεση. Μπορείς να ονομάσει κάποιος θέση τον ορθολογισμό του Ντεκάρτ - η εμπειριστική φιλοσοφία του Χιουμ θα είναι τότε η αντίθεση. H σύνθεση αυτών των δύο αντίθετων τρόπων σκέψης είναι η φιλοσοφία του Καντ. O Καντ έδωσε δίκιο και στους ορθολογιστές και στους εμπειριστές. Παράλληλα, έδειξε ότι είχαν κάνει κι οι δυο τους σημαντικά λάθη. H ιστορία, όμως, δεν τελειώνει με τον Καντ. H σύνθεση του Καντ έγινε με τη σειρά της αφετηρία για μια νέα σειρά τριών κρίκων, για μια νέα "τριάδα" σκέψεων. Γιατί και η σύνθεση γίνεται θέση κι ακολουθείται από μια νέα αντίθεση.
Η Διαλεκτική του Χέγκελ, όμως, δεν εφαρμόζεται μόνο στην ιστορία. Κι όταν συζητάμε - ή αναλύουμε κάτι -, σκεφτόμαστε με διαλεκτικό τρόπο. Προσπαθούμε να εντοπίσουμε τα λάθη σ' ένα συλλογισμό. O Χέγκελ ονόμασε αυτή τη διαδικασία "αρνητική σκέψη". Κι όταν βρούμε τα λάθη, κρατάμε τα καλά στοιχεία.
Ας πούμε, για παράδειγμα, ότι ένας σοσιαλιστής κι ένας συντηρητικός κάθονται και κουβεντιάζουν, για να λύσουν μαζί ένα κοινωνικό πρόβλημα. Αργά ή γρήγορα, θα παρατηρηθεί κάποια ένταση ανάμεσα στις εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις τους. Αυτό δε σημαίνει ότι ο ένας έχει σε όλα δίκιο κι ο άλλος σε όλα άδικο. Το πιθανότερο είναι ότι και οι δύο έχουν λίγο δίκιο και λίγο άδικο. Στην πορεία της συζήτησης, θα κρατήσουν, αν είναι, φυσικά, έξυπνοι, τα καλύτερα στοιχεία από τις προτάσεις του καθενός.
Αλλά δυστυχώς δεν είναι πάντα εύκολο να διακρίνουμε ποιο είναι το καλό και ποιό το κακό. Γι αυτό και πρέπει να αφήσουμε την ιστορία να μας πει για το σωστό και το λάθος. Και όπως έλεγε ο Χέγκελ, μόνο ό,τι είναι λογικό ή σωστό καλύτερα μπορεί να επιβιώσει. 
Ένα άλλο παράδειγμα είναι η έννοια "ύπαρξη" και η έννοια "ανυπαρξία". Είναι αδύνατο να συλλογιστεί κανείς ότι υπάρχει, χωρίς να θυμηθεί, την ίδια κιόλας στιγμή, ότι δε θα είναι για πάντα εδώ. Αυτές οι δυο εκ διαμέτρου αντίθετες έννοιες, το "Είναι" και το "Μη Είναι", συνδυάζονται με την έννοια "Γίγνεσθαι". Γιατί αυτό που γίνεται σημαίνει πως είναι τώρα ή θα είναι αργότερα, αλλά δε θα είναι για πάντα.
Η Λογική του Χέγκελ είναι, λοιπόν, μια δυναμική λογική. Θεωρεί ότι η πραγματικότητα είναι γεμάτη αντιθέσεις. Άρα και η περιγραφή της πραγματικότητας πρέπει να ξέρει να περιγράφει τις αντιθέσεις.
O Χέγκελ έδινε μεγάλη σημασία σε κάποιους παράγοντες που ονόμαζε "αντικειμενικές δυνάμεις". Κι εννοούσε την οικογένεια και το κράτος. Για τον Χέγκελ, το κράτος αντιπροσωπεύει "περισσότερα" απ' ό,τι ο απλός πολίτης. Αντιπροσωπεύει "περισσότερα" ακόμα κι από το άθροισμα όλων των πολιτών. O Χέγκελ θεωρεί πως είναι αδύνατο να ζήσει ο άνθρωπος έξω από την κοινωνία. Όποιος αδιαφορεί για τον κοινωνικό του περίγυρο κι ανασηκώνει τους ώμους του με απάθεια "ψάχνοντας να βρει τον εαυτό του" είναι, κατά τη γνώμη του Χέγκελ, τρελός κι ανόητος.
Πηγή: Ο Κόσμος της Σοφίας - Jostein Gaarder
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος.

TΖΟΡΤΖ ΟΡΓΟΥΕΛ- George Orwell 1984

21 Ιανουαρίου 1950 πεθαίνει ο διάσημος Άγγλος συγγραφέας George Orwell (1903 - 1950), που υπήρξε ανυποχώρητος πολέμιος κάθε τυραννικού καθεστώτος, ένας ρηξικέλευθος- ανατρεπτικός-αλληγορικός μυθιστοριογράφος που αμφισβήτησε ευθέως κάθε ολοκληρωτική ουτοπία του 20ου αιώνα (αποικιοκρατία των Βρετανών, φασισμό των Φράνκο, Χίτλερ, Μουσολίνι, γραφειοκρατικό σταλινισμό της πρώην Σοβιετικής Ένωσης). Πολύ εύστοχα ονομάσθηκε «υαλοκαθαριστήρας της ελευθερίας», και μάλιστα χωρίς να διαθέτει το λογοτεχνικό διαμέτρημα μεγάλων ονομάτων της Βρετανικής κουλτούρας (Γκρ. Γκριν, Αλντ. Χάξλευ, Λόρενς, Τζόις, Β. Γουλφ) είναι πιο γνωστός από πολλούς Ευρωπαίους ομότεχνους.
Ο George Orwell (1903 - 1950), λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Eric Arthur Blair, ανήκε στην κατηγορία των πνευματικών ανθρώπων που επιλέγουν να εκφραστούν μόνο με το γράψιμο, πιστός στην ιδέα ότι οι λέξεις μπορούν να είναι φορείς της επιτακτικής αλήθειας. Το έργο του εξακολουθεί να στέλνει ηχηρό μήνυμα ελευθερίας και αντιστέκεται ακόμη στο δογματισμό, τον ανορθολογισμό και την μισαλλοδοξία. Ο Τζ. Όργουελ υπήρξε οξυδερκής αναλυτής της πολιτικής πραγματικότητας, συνδυάζοντας στις ιδέες του τον δημοκρατικό σοσιαλισμό με τον κλασικό φιλελευθερισμό.
Η παγκόσμια εξοικείωση με τη λέξη «οργουελιανός» είναι απόδειξη της τεράστιας επίδρασης που άσκησε ο δυστοπικός αυτός δημιουργός της «Φάρμας των ζώων» (Animal Farm, 1945) και του περίφημου «1984» (Nineteen Eighty Four, 1948), μια επιρροή που θα μπορούσε να συγκριθεί μόνο με αυτή των συγγραφέων Αλ. Σολζενίτσιν, Αλμπέρ Καμύ, Μπέρτολντ Μπρεχτ και των φιλοσόφων Καρλ Πόπερ, Φρ. Χάγιεκ, Ζ .Π. Σαρτρ. Ο σύγχρονος πανεπιστημιακός Ζαν - Κλοντ Μισεά (Καθηγητής Φιλοσοφίας /Μονπελιέ της Γαλλίας) στο βιβλίο του: «Orwell, anarchiste tory» (Όργουελ, ένας συντηρητικός αναρχικός, 1995), τον χαρακτηρίζει «συγγραφέα επίκαιρης πάντα πολιτικής σημασίας, επειδή ενσάρκωσε στο έργο του, με υποδειγματικό τρόπο, αυτό που ο εικοστός αιώνας αποστρεφόταν περισσότερο: ένα ελεύθερο και αντιδογματικό πνεύμα».
Ολόκληρο το έργο του - σατιρικό, καυστικό, άμεσο, αντιρητορικό - είναι μια έπαλξη πνευματικής αντίστασης ενάντια σε κάθε μορφή αυταρχισμού, προειδοποιώντας με αγωνία ότι κάθε πολιτικό ιδεώδες αποτελεί την έκφραση μιας επιθυμίας για εξουσία, της οποίας πρέπει αδιάκοπα να καταπολεμούμε την επέκταση.
Το συγγραφικό του corpus απαρτίζεται από πολυμεταφρασμένα μυθιστορήματα, αρκετά κριτικά άρθρα και δημοσιογραφικές έρευνες. Ειδικότερα τα βιβλία του: «Μέρες της Βιρμανίας» (1934), «Οι αλήτες του Παρισιού και του Λονδίνου» (1934), «Στις φάμπρικες του Γουίγκαν Πάϊαρ» (1937) και «Φόρος Τιμής στην Καταλωνία» (1938) μπορεί να διαβαστούν ως απρόσωπες αυτοβιογραφίες, παράλληλες με την πολυκύμαντη πορεία της ζωής του (αξιωματικός της αποικιακής Αστυνομίας, αναρχικός, άνεργος, εργάτης, αγωνιστής στην Ισπανία κατά του Φράνκο, αλλά επίσης και κατά των σταλινικών φατριών).
Το όνομα όμως του Orwell έγινε διεθνώς γνωστό, χάρη στα δύο μυθιστορήματά του (αναφέρθηκαν στην αρχή), τα πιο πολυδιαβασμένα ίσως βιβλία του 20ου αιώνα:
1) Στην καυστική σάτιρα «Η φάρμα των ζώων» (1945), αποτυπώνονται - από έναν άνθρωπο που προερχόταν από την Αριστερά - η τραγική έκβαση της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917 στη Ρωσία και η προσπάθεια του συγγραφέα να τονίσει τη διαφθορά της εξουσίας και τον εκφυλισμό μιας Επανάστασης (την ίδια στιγμή που εδραιώνεται ως καθεστώς).
2) Στο προφητικό - αλληγορικό μυθιστόρημα «1984» (το κύκνειο σύγγραμμα του Όργουελ), οι ερμηνείες είναι πολλές και σίγουρα παρακινδυνευμένες. Σ' αυτό προβάλλεται ένας πολιτικός μύθος του μέλλοντος και προσημαίνονται οι κατοπινές κοινωνίες της ιλιγγιώδους τεχνολογικής προόδου, με τους κινδύνους περιστολής των προσωπικών ελευθεριών. «Αν θέλεις μια εικόνα του μέλλοντος, φαντάσου μια μπότα να πατάει το πρόσωπο ενός ανθρώπου για πάντα», διαβάζουμε σ' ένα σημείο του έργου.
Πράγματι, στον σημερινό κόσμο συναντάμε άφθονα παραδείγματα «μεγάλων αδελφών» (Big Brother), συγκαλυμμένες- συχνά- «αστυνομίες της σκέψης» (Thought Police), κρυφή προπαγάνδα / έμμεση πειθώ (newspeek, doublethink), δηλαδή καθημερινά επικοινωνιακά πρότυπα που παραπέμπουν στο απευκταίο «οργουελικό σύμπαν» της αστυνομοκρατίας, του αυταρχισμού, της συνεχούς παρακολούθησης της ιδιωτικής ζωής, της πολιτικής εξάρτησης και του διαρκούς ελέγχου των ανθρώπινων σχέσεων.
Η πρόσφατη κυκλοφορία του πρωτοδημοσιευμένου στην Ελλάδα βιβλίου «ΤΖΩΡΤΖ ΟΡΓΟΥΕΛ: Βιβλία εναντίον τσιγάρου» (εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, Αθήνα 2010), αποτελεί γόνιμη ευκαιρία επανάγνωσης του έργου του. Αριστουργηματικός συγγραφέας αποτιμήθηκε, τελικά, ο Όργουελ γιατί με τα ελάσσονα κείμενά του, αλλά και με τα αλληγορικά του μηνύματα (γραπτά μακράς πνοής και σημασίας) στιγμάτισε καίρια τους σκληρούς ολοκληρωτισμούς και τις δικτατορίες της κατανάλωσης, υπενθυμίζοντας την μόνιμη ηθική του αντίληψη: «να φερόμαστε σαν άνθρωποι».
του Παναγιώτη Κ. Δρέλλια, Μαθηματικός - Μεταπτυχιακό Φιλοσοφίας
ΠΗΓΗ https://sciencearchives.wordpress.com 
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος.

Λούντβιχ Βιτγκενστάιν (1889 -1951)

Εισαγωγή
Αυστριακός φιλόσοφος,  με σημαντική συνεισφορά στον τομέα της αναλυτικής φιλοσοφίας και της λογικής. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους του 20ού αιώνα, ο μεγαλύτερος ίσως για την αγγλόφωνη φιλοσοφική κοινότητα. αλλά και από αυτούς που επέδρασαν στην εξέλιξη της φιλοσοφικής σκέψης του 20ου αιώνα.
Από το 1913 ο Βιτγκενστάϊν έζησε σε δημιουργική απομόνωση στη Νορβηγία, χωρίς όμως ποτέ να αποκοπεί από τα προβλήματα που απασχολούσαν τους πνευματικούς κύκλους της Βιέννης. Τότε επιδόθηκε στη σύνθεση του μεγάλου έργου της νεανικής του ηλικίας Λογικοφιλοσοφική Πραγματεία (Tractatus logicophilosophicus) και θεωρήθηκε πλέον σαν μία από τις πιο σημαίνουσες προσωπικότητες του περασμένου αιώνα.
Ίσως η πιο ρηξικέλευθη συνεισφορά της σκέψης του είναι η αντίληψη πως η φιλοσοφία δεν αποτελεί ένα σώμα θέσεων και θεωριών, αλλά μια δραστηριότητα, μια πρακτική, που στόχο έχει όχι την κατάκτηση ενός μεταφυσικού βάθους, αλλά τη διασάφηση του νοήματος. Αυτή η νέα αντίληψη για το φιλοσοφείν εκφράζεται με τον πιο παραστατικό τρόπο στην ίδια την αφοριστική και κατακερματισμένη γραφή του Βιτγκενστάιν.
Μοναχικός, ομοφυλόφιλος, επιδεικτικά σχεδόν αδιάφορος για τον ακαδημαϊκό χώρο, ασκητικός και ευάλωτος στην ανάγκη του για το ενδιαφέρον των φίλων, υπήρξε ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους διανοητές. Με τις ιδέες του για τη λογική και τη γλώσσα αμφισβήτησε τις παραδεδομένες θέσεις και απέρριψε παραδοσιακές εναλλακτικές.
Το έργο του
Το χαρακτηριστικότερο στοιχείο της φιλοσοφικής του προσωπικότητας είναι ότι σε δύο φάσεις της ζωής του ολοκλήρωσε δύο «φιλοσοφικά συστήματα», που, παρά την κάποια συνέχεια τους, το δεύτερο αποτελεί κριτική και αναίρεση του πρώτου.
Στοιχείο της ιδιοτυπίας του αποτελεί επίσης το γεγονός ότι, ενώ ο ίδιος δεν ανήκε σε καμιά σχολή, θεωρήθηκε γενάρχης δύο σχολών, του «λογικού θετικισμού» και της «φιλοσοφίας της κοινής γλώσσας», που δέσποσαν στον αγγλόφωνο χώρο την τελευταία εξηκονταετία.
H μελέτη του σημαντικού έργου του Βιτγκενστάϊν παρουσιάζει μεγάλα προβλήματα στους ερευνητές και οι απόψεις του δύσκολα συνοψίζονται. Παρόλο που με τη δημοσίευση των καταλοίπων του δεν μπορεί πια κανείς να μιλά τόσο εύκολα για έναν «πρώιμο» και έναν «όψιμο» Βιτγκενστάϊν, οι θέσεις του ιχνηλατούνται ακόμα από τα δύο βασικά βιβλία του, με το πρόβλημα της συνέχειας ή ασυνέχειας τους σήμερα όσο ποτέ ανοικτό.
Με τη μελέτη εξάλλου των κειμένων του που θεωρούνται προπαρασκευαστικά της ύστερης φάσης του (Φιλοσοφικές Παρατηρήσεις [Philosophische Remerkungen], Φιλοσοφική Γραμματική [Philosophische Grammatik], To μπλε και το καφετί βιβλίο [The Blue and Brown Books] και άλλων) και την επανεκτίμηση της Πραγματείας, που δεν αντιμετωπίζεται σήμερα μόνο ως «βίβλος» κυρίως του λογικού θετικισμού, αλλά και ως ένα υπερβατικό βιβλίο για την ηθική, οι δύο φάσεις δε στεγανοποιούνται. O ίδιος, πάντως, φαίνεται να θεωρούσε το δεύτερο μεγάλο έργο του "Φιλοσοφικές Έρευνες" «αντιθετική συνέχεια» της Πραγματείας.
Και τα δύο έργα (Φιλοσοφικές Έρευνες - Πραγματεία) είναι γραμμένα σε ένα ιδιότυπο αφοριστικό και κάποτε ποιητικό ύφος, με τολμηρή χρήση των παρομοιώσεων και των μεταφορών που γοητεύει τον αναγνώστη, αλλά και δυσχεραίνει την κατανόηση. Μόνιμο πρόβλημα τους είναι η σφαίρα και τα όρια της γλώσσας και η «εξωτερική» και «εσωτερική» οροθέτηση του νοήματος. Και στα δύο ο συγγραφέας δεν αντιμετωπίζει τη φιλοσοφία ως επιστήμη, αλλά ως «δραστηριότητα» στο πρώτο και ως «γραμματική έρευνα» στο δεύτερο, με την έμφαση στη «θεραπευτική» λειτουργία της.
Λογικο-Φιλοσοφική Πραγματεία ( Tractatus Logico-Philosophicus)
Wittgenstein-1Το βασικό ερώτημα που τον απασχολεί στην Πραγματεία είναι «πώς είναι δυνατή η γλώσσα», πώς μπορεί κανείς, δηλαδή, να μιλά για τον κόσμο και να γίνεται κατανοητός. Για το Βιτγκενστάϊν τούτο είναι δυνατό γιατί υπάρχει ισομορφισμός ανάμεσα στα στοιχεία της γλώσσας και στα «απλά» στοιχεία του κόσμου που αποτελούν την ουσία του ή καλύτερα ανάμεσα στα «γεγονότα» που απαρτίζουν τον κόσμο και τις στοιχειακές προτάσεις.
Το νόημα του βιβλίου μπορεί να συνοψιστεί στα εξής: «Ό,τι μπορεί γενικά να ειπωθεί, μπορεί να ειπωθεί με σαφήνεια και για όσα δεν μπορεί να μιλά κανείς, γι' αυτά πρέπει να σωπαίνει». Σκοπός του είναι να βάλει «ένα όριο στην έκφραση των σκέψεων».
Ήταν το μοναδικό έργο που δημοσίευσε ο Βιτγκενστάιν όσο ζούσε και μέσα από αυτό εγκαινιάστηκε μία νέα κατεύθυνση στη φιλοσοφία που αφορούσε στην ανάλυση της γλώσσας. Ο τίτλος του προτάθηκε από τον G. E. Moore και παραπέμπει στο έργο του Σπινόζα Tractatus Theologico-Politicus. Το κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι η διάκριση ανάμεσα στο λέγειν και στο δεικνύναι.
Σύμφωνα με τον ίδιο τον Βιτγκενστάιν, το έργο του αφορά στα προβλήματα της φιλοσοφίας και πώς αυτά δημιουργήθηκαν από την παρανόηση της λογικής της γλώσσας. Εκεί στηρίζεται και η δημοφιλής καταληκτική φράση του βιβλίου «για όσα δεν μπορεί να μιλά κανείς καλύτερα να σωπαίνει». Επιπλέον, με το Tractatus, εισάγεται η απεικονιστική θεωρία του Βιτγκενστάιν, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον κόσμο σχηματίζοντας εικόνες των γεγονότων. Η δομή του έργου αποτελείται από αριθμημένες προτάσεις, συνήθως με τη μορφή αξιωμάτων και χωρίς να δικαιολογούνται.
Οι βασικές προτάσεις και κύριες θέσεις του έργου μπορούν να συνοψιστούν στα παρακάτω:
  • Ο κόσμος είναι όλα όσα συμβαίνουν.
  • Το γεγονός, είναι η ύπαρξη καταστάσεων πραγμάτων.
  • Κάθε σκέψη είναι μία λογική εικόνα των γεγονότων.
  • Η σκέψη είναι μια πρόταση με νόημα.
  • Η πρόταση είναι μια συνάρτηση αλήθειας των στοιχειωδών προτάσεων.
  • Για όσα δεν μπορεί να μιλά κανείς θα πρέπει να σωπαίνει.
Ο Βιτγκενστάιν αναθεώρησε αργότερα αρκετές από τις ιδέες του έργου, αν και μετά την ολοκλήρωσή του, πίστευε πως είχε καταφέρει να λύσει όλα τα παραδοσιακά προβλήματα της φιλοσοφίας.
Η ζωή του
Ανήκε σε εξαιρετικά εύπορη και πολυμελή οικογένεια της Βιέννης που είχε ποικίλα καλλιτεχνικά (κυρίως μουσικά) και πνευματικά ενδιαφέροντα. O Βιτγκενστάϊν σπούδασε στο τεχνικό λύκειο του Βερολίνου μαθηματικά, φυσική και μηχανική, και κατά τη φοίτηση του (1908 -11) στην πολυτεχνική σχολή του Μάντσεστερ - όπου ασχολήθηκε θεωρητικά και πρακτικά με την αεροναυπηγική - ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τα καθαρά μαθηματικά και τη θεμελίωση τους. To νέο αυτό ενδιαφέρον του τον οδήγησε, μέσο των έργων του Μπέρτραντ Ράσελ και του Γκόττλομπ Φρέγκε , στη φιλοσοφία.
Με την προτροπή του Φρέγκε γράφτηκε στο  Trinity College του Καίμπριτζ και σπούδασε (1912 -13) κοντά στο Ράσελ μαθηματική λογική, δείχνοντας παράλληλα ενδιαφέρον και για την ψυχολογία.
O Βιτγκενστάιν επισκέφτηκε τον Ράσελ στο Trinity College και σύντομα αποτέλεσε έναν από τους λίγους που παρακολουθούσαν τις διαλέξεις του. Παράλληλα, τον απασχολούσε και εκτός διδασκαλίας, προκαλώντας εκτεταμένες συζητήσεις μαζί του, πάνω σε πολλά φιλοσοφικά ζητήματα. Ο Βιτγκενστάιν, αποζητούσε επιπλέον την γνώμη του σχετικά με το αν διέθετε το απαραίτητο ταλέντο στη φιλοσοφία, προκειμένου να ασχοληθεί με αυτή.
Ο Ράσελ τελικά ενθάρρυνε τον Βιτγκενστάιν να συνεχίσει να ασχολείται με τη φιλοσοφία και το 1912 έγινε επίσημα δεκτός στο Trinity College του Καίμπριτζ με επόπτη καθηγητή τον Ράσελ.
Την ίδια περίοδο, ο Βιτγκενστάιν πείθεται πως στον ακαδημαϊκό περίγυρο του Καίμπριτζ δεν θα μπορούσε να παραγάγει ένα σημαντικό φιλοσοφικό έργο, όπως ο ίδιος το εννοούσε και αποφασίζει να απομονωθεί στη Νορβηγία προκειμένου να ολοκληρώσει το έργο του πάνω στη λογική.
Έτσι, τον Οκτώβριο του 1913, ο Βιτγκενστάιν εγκαταστάθηκε στο απομονωμένο χωριό Skjolden της Νορβηγίας, αποκομμένος και συγχρόνως απελευθερωμένος από τον αστικό τρόπο ζωής της Βιέννης ή του Καίμπριτζ. Στο διάστημα της παραμονής του υπήρξε πολύ παραγωγικός ενώ κατά διαστήματα διατηρούσε επικοινωνία δια αλληλογραφίας με τον Ράσελ σχολιάζοντας την πρόοδο του έργου του ή διευκρινίζοντας του κάποια σημεία του.
Μετά την κήρυξη του A' Παγκόσμιου Πολέμου υπηρέτησε ως εθελοντής στον αυστριακό στρατό, αιχμαλωτίστηκε από τους Ιταλούς και τιμήθηκε για την γενναιότητα του. Μέσα στα πολεμικά χαρακώματα ολοκλήρωσε το έργο του με τον τίτλο Logisch-philosophische Tractatus.
Λόγω μιας εσωτερικής κρίσης  εργάστηκε και ως βοηθός κηπουρού σε ένα μοναστήρι και για δύο χρόνια έδωσε δημιουργική διέξοδο στα ενδιαφέροντα του για την αρχιτεκτονική και τη γλυπτική αναλαμβάνοντας την ανέγερση του γνωστού μεγάρου της μιας αδερφής του στη Βιέννη.
Το 1928 ο Βιτγκενστάϊν συνειδητοποίησε ότι είχε κάτι το δημιουργικό να προσφέρει και πάλι στη φιλοσοφία και ξαναγύρισε (1929) στο Καίμπριτζ, αναγορεύτηκε διδάκτορας με την Πραγματεία και άρχισε να διδάσκει με το δικό του ιδιόμορφο τρόπο και να συγγράφει.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Οξφόρδη και στο Καίμπριτζ, όπου ολοκλήρωσε το δεύτερο μεγάλο έργο του Φιλοσοφικές Έρευνες, που εκδόθηκε δύο χρόνια μετά το θάνατο του τόσο στα γερμανικά (Philosophische Untersuchungen), όσο και στα αγγλικά (Philosophical Investigations).
O Βιτγκενστάϊν είναι ο μοναδικός φιλόσοφος του 20ού αι., του οποίου η βιβλιογραφία περιέχει 3.000 περίπου τίτλους βιβλίων και άρθρων σε πολλές γλώσσες 33 μόλις χρόνια μετά το θάνατο του.
Πηγή: https://sciencearchives.wordpress.com
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος.

O Φρειδερίκος Νίτσε του μηδενισμού και του υπεράνθρωπου Μέρος Δεύτερο Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.

Η αιώνια επιστροφή
To δόγμα της αιώνιας επιστροφής το οποίο αποτελεί την βασική σύλληψη του Τάδε έφη Ζαρατούστρα θέτει το ερώτημα: «Πόσο θα ήταν διατεθειμένος ένας άνθρωπος, απέναντι στον εαυτό του και στη ζωή, να μην επιθυμεί διακαώς τίποτε άλλο παρά την απεριόριστη επιστροφή, χωρίς μεταβολές, του κάθε ενός λεπτού;».
Η «αιώνια επιστροφή» είναι μια ιδέα μυστηριώδης και ο Νίτσε με αυτήν έφερε πολλούς φιλοσόφους σε δύσκολη θέση: σκέψου δηλαδή ότι μια μέρα όλα πρόκειται να επαναληφθούν όπως ήδη τα έχουμε ζήσει και ότι ακόμα κι η επανάληψη αυτή θα επαναλαμβάνεται ασταμάτητα! Τι πάει να πει αυτός ο χωρίς νόημα μύθος;
Ο μύθος της αιώνιας επιστροφής μας λέει, αρνητικά, ότι η ζωή που μια για πάντα θα εξαφανιστεί και δεν θα ξανάρθει, μοιάζει με σκιά, ότι δεν έχει βάρος, ότι ήδη από σήμερα είναι πεθαμένη, κι ότι, όσο άσπλαχνη, όσο ωραία, όσο λαμπερή κι αν είναι, αυτή η ομορφιά, αυτή η φρίκη, αυτή η λαμπρότητα, δεν έχουν κανένα νόημα"
Στην θεωρία ή καλύτερα 'ομοίωμα θεωρίας' της 'αιώνιας επιστροφής' ο Νίτσε αναδεικνύει τη σημασία του 'είναι του γίγνεσθαι' και της κυκλικής του αναγκαιότητας. Ο κόσμος του Νίτσε μπορεί να θεωρηθεί ένα ομοίωμα, ένα αντίγραφο που αναπαράγεται στο διηνεκές: 'επειδή σε κάθε στιγμή είναι επανάληψη, ομοίωμα πραγμάτων που συνέβησαν ήδη απεριόριστες φορές'. Ή όπως αναφέρεται κάπου αλλού: 'Εάν το σύμπαν είχε μια θέση ισορροπίας, εάν το γίγνεσθαι είχε κάποιο σκοπό ή μια τελική κατάσταση, θα τα είχε ήδη πετύχει'.
Ό,τι αποκλείεται από την ' αιώνια επιστροφή ' ό,τι δεν ξαναγυρνά, είναι αυτό που προσπαθεί να τεθεί ως μοναδικό μοντέλο, ως πρωτότυπο 'εκτός χρόνου', ως αυτό που διακρίνει το γνήσιο από το αντίγραφο.
Υποτίθεται ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θα θεωρούσαν, θα έπρεπε να θεωρούν, αυτή την σκέψη εξουθενωτική, διότι θα το θεωρούσαν ίσως δυνατόν να προτιμήσουν την αιώνια επιστροφή της ζωής τους σε μία επιδιορθωμένη εκδοχή παρά να επιθυμούν διακαώς την αιώνια επιστροφή της δυστυχίας τους. Εκείνος που θα αποδεχόταν την επιστροφή, χωρίς αυταπάτες και χωρίς υπεκφυγές, θα ήταν ένα υπεράνθρωπο ον (Ubermensch), ένας υπεράνθρωπος, που η απόσταση του από τον κανονικό άνθρωπο, κατά τον Νίτσε, είναι μεγαλύτερη από την απόσταση ανάμεσα στον άνθρωπο και τον πίθηκο. Οι σχολιαστές διαφωνούν ακόμη ως προς το εάν υπάρχουν ειδικά χαρακτηριστικά τα οποία προσδιορίζουν τον άνθρωπο ο οποίος ενστερνίζεται την αιώνια επιστροφή.
H επίδραση του Νίτσε
O Νίτσε έγραψε κάποτε ότι μερικοί άνθρωποι γεννιούνται μετά τον θάνατο τους και αυτό ασφαλώς ισχύει στην περίπτωση του. H ιστορία της φιλοσοφίας, της θεολογίας και της ψυχολογίας τού 20ού αιώνα δεν νοείται χωρίς αυτόν. Πολλά, λογουχάρη, του οφείλει το έργο των Γερμανών φιλοσόφων Μαξ Σέλερ, Καρλ Γιάσπερς και Μάρτιν Χάιντεγκερ, καθώς και εκείνο των Γάλλων φιλοσόφων Αλμπέρ Καμύ, Ζακ Ντεριντά  και Μισέλ Φουκώ.
O υπαρξισμός  και ο αποικοδομητισμός (deconstructionism), ένα κίνημα της φιλοσοφίας και της λογοτεχνικής κριτικής, αντλούν πολλά στοιχεία από το έργο του. Ο Martin Buber,   ο   μεγαλύτερος   στοχαστής τού ιουδαϊσμού τον 20ό αιώνα, θεωρούσε τον Νίτσε ως μία από τις τρεις πιο σημαντικές επιδράσεις που δέχθηκε στη ζωή του και μετέφρασε στα Πολωνικά το πρώτο μέρος τού Ζαρατούστρα. Βαθιά ήταν η επίδραση που άσκησε στους ψυχολόγους Άλφρεντ Άντλερ και Καρλ Γιουνγκ, όπως και στον Ζήγκμουντ Φρόυντ, ο οποίος είπε ότι ο Νίτσε διέθετε μία αντίληψη για τον εαυτό του που ήταν διεισδυτικότερη   από  οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου που είχε ζήσει ή θα ζήσει ποτέ.
Μυθιστοριογράφοι όπως ο Τόμας Μαν, ο Χέρμαν Έσε, ο Αντρέ Μαλρώ, ο Αντρέ Ζιντ  και ο Τζων Γκάρντνερ εμπνεύστηκαν από το έργο του και έγραψαν γι' αυτόν, όπως επίσης, ανάμεσα σε άλλους, οι ποιητές και δραματουργοί Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω, Ράινερ Μαρία Ρίλκε. 
O Νίτσε ανήκει σίγουρα στους φιλοσόφους με την μεγαλύτερη επίδραση που έζησαν ποτέ. Και αυτό δεν οφείλεται μόνο στην πρωτοτυπία του, αλλά και στο γεγονός ότι ήταν ο πιο λαμπρός χειριστής της γερμανικής γλώσσας στον πεζό λόγο.
Κυριότερα έργα: H γέννηση της τραγωδίας από το πνεύμα της μουσικής (ελληνική μετάφραση N. Καζαντζάκη, 1965), H φιλοσοφία κατά τους τραγικούς χρόνους των Ελλήνων, Η χαρούμενη επιστήμη (1882), Τάδε έφη Ζαρατούστρα (1883-1885), Πέραν του καλού και του κακού (1886), Γενεαλογία της ηθικής, Η περίπτωση Βάγκνερ (1888), Το λυκόφως των ειδώλων (1889), Ο Αντίχριστος (1895), Ιδέ ο άνθρωπος.
Η πολυτάραχη ζωή του
Ο πατέρας του ήταν λουθηρανός πάστορας, ενώ η μητέρα του ήταν κόρη ενός πάστορα. ήταν δε το νεότερο από τα παιδιά της οικογένειας αυτής. Ο Νίτσε από τα παιδικά του χρόνια έγραφε ποιήματα και μικρά θεατρικά έργα, μέρος των οποίων φρόντιζε να φυλάσσει η αδελφή του. Αφιέρωνε μεγάλο μέρος του χρόνου του στο γράψιμο, επιδεικνύοντας μία πλούσια λογοτεχνική παραγωγή, ενώ ήδη σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών ταξινόμησε τα ποιήματά του σε περιόδους.
Αν και από νωρίς υπήρχε η γενικευμένη αντίληψη πως επρόκειτο να γίνει κληρικός, ο Νίτσε σταδιακά άρχισε να αμφισβητεί τον Χριστιανισμό και περίπου το φθινόπωρο του 1862 είχε απορρίψει οριστικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο, σκεπτόμενος να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική, αλλά ξεκίνησε σπουδές κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Βόννης. Παράλληλα, γράφτηκε στο θεολογικό τμήμα του πανεπιστημίου με διάθεση να ασχοληθεί περισσότερο με τη φιλολογική κριτική του Ευαγγελίου και τις πηγές της Καινής Διαθήκης, γεγονός που είναι μάλλον ενδεικτικό των θρησκευτικών αμφιβολιών του, αλλά και της αδυναμίας του να ομολογήσει στην οικογένειά του πως δεν επιθυμούσε να γίνει ιερέας. Συνέχισε τις θεολογικές του σπουδές μέχρι το Πάσχα του 1865, περίοδο κατά την οποία απέρριψε οριστικά τη θρησκευτική πίστη, με επιχειρήματα που αποτυπώνονται και σε επιστολή του προς την αδελφή του, στην οποία ανέφερε χαρακτηριστικά:
    «Κάθε αληθινή πίστη είναι αδιάψευστη, εκπληρώνει αυτό που ο πιστός ελπίζει να βρει σ' αυτήν, δεν προσφέρει όμως ούτε το ελάχιστο έρεισμα για τη θεμελίωση μιας αντικειμενικής αλήθειας [.] Θέλεις να επιδιώξεις ψυχική ηρεμία και ευτυχία, τότε πίστευε, θέλεις να είσαι ένας απόστολος της αλήθειας, τότε αναζήτησέ την.»
Το 1869 το Πανεπιστήμιο της Λειψίας του απένειμε τον τίτλο του διδάκτορα χωρίς εξετάσεις ή διατριβή, με βάση τα δημοσιεύματά του, και το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας τον εξέλεξε έκτακτο καθηγητή της Κλασικής Φιλολογίας. Τον επόμενο χρόνο ο Νίτσε έγινε Ελβετός υπήκοος και προήχθη σε τακτικό καθηγητή.
Μετά την επιστροφή του στη Βασιλεία, ο αμείωτος ενθουσιασμός του για τον Σοπενχάουερ, ο θαυμασμός του για το έργο του Βάγκνερ και οι φιλολογικές σπουδές και μελέτες του συνδυάστηκαν για την έκδοση του πρώτου βιβλίου του, με τίτλο Η Γέννηση της Τραγωδίας (1872).
Την περίοδο 1873-1876, ολοκλήρωσε μία σειρά τεσσάρων δοκιμίων που εκδόθηκαν αργότερα σε μία συλλογή με τον γενικό τίτλο Ανεπίκαιροι Στοχασμοί. Τα δοκίμια αυτά πραγματεύονταν γενικότερα τον σύγχρονο γερμανικό πολιτισμό, εστιάζοντας στο έργο του Νταβίντ Στράους στην κοινωνική αξία της ιστοριογραφίας, στον Σοπενχάουερ και τέλος στον Βάγκνερ .
Για τον Νίτσε, ο Σοπενχάουερ και ο Βάγκνερ αποτελούσαν φωτεινά παραδείγματα για την ανάπτυξη ενός νέου πολιτισμικού κινήματος που συνέδεε τη μουσική, τη φιλοσοφία και την κλασική φιλολογία.
Το επόμενο διάστημα, η υγεία του κλονίστηκε σοβαρά: υπέφερε από ημικρανίες, που οφείλονταν σε βλάβη του αμφιβληστροειδούς και στα δύο μάτια του, γεγονός που τον ανάγκασε τελικά να υποβάλει παραίτηση από το πανεπιστήμιο, στις 2 Μαΐου του 1879, καθώς αδυνατούσε να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του.
Απελευθερωμένος από τις ακαδημαϊκές υποχρεώσεις, ο Νίτσε πέρασε τα επόμενα χρόνια ταξιδεύοντας συχνά σε πόλεις της Ελβετίας, της Γερμανίας ή της Ιταλίας και αναζητώντας κάθε φορά ένα αναζωογονητικό κλίμα που θα βοηθούσε να βελτιωθεί η κατάσταση της υγείας του.
Ο τελευταίος χρόνος της διανοητικής διαύγειας του Νίτσε, το 1888, υπήρξε περίοδος σε υπέρτατο βαθμό παραγωγική. Έγραψε και εξέδωσε το Η περίπτωση Βάγκνερ. Επίσης, έγραψε μία σύνοψη του φιλοσοφικού του συστήματος και τα έργα Το λυκόφως των ειδώλων, Ο Αντίχριστος, Νίτσε εναντίον Βάγκνερ και Ίδε ο Άνθρωπος, ένα διαλογισμό γύρω από τα έργα του και την προσωπική του αξία. Το Λυκόφως των ειδώλων κυκλοφόρησε το 1889, Ο Αντίχριστος και το Νίτσε εναντίον Βάγκνερ είδαν το φως μόλις το 1895.
Ο Νίτσε λίγο πριν τον θάνατό του (Μάιος 1899)
Στις 3 Ιανουαρίου του 1889 υπέστη νευρική κατάρρευση, ενώ βρισκόταν στην πλατεία Κάρλο Αλμπέρτο του Τορίνο. Αν και τα γεγονότα εκείνης της ημέρας δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένα, σύμφωνα με μία διαδεδομένη εκδοχή, ο Νίτσε είδε έναν αμαξά να μαστιγώνει το άλογό του και τότε με δάκρυα στα μάτια τύλιξε τα χέρια του γύρω από το λαιμό του αλόγου για να καταρρεύσει αμέσως μετά. Τις επόμενες ημέρες απέστειλε πολυάριθμες επιστολές σε οικεία πρόσωπα, που φανέρωναν επίσης την ψυχική διαταραχή του, υπογράφοντας άλλοτε ως «ο Εσταυρωμένος» και άλλοτε ως «Διόνυσος». Στις 10 Ιανουαρίου μεταφέρθηκε σε ψυχιατρική κλινική της Βασιλείας και λίγες ημέρες αργότερα σε κλινική της Ιένας, κατόπιν επιθυμίας της μητέρας του, όπου οι γιατροί διέγνωσαν «παραλυτική ψυχική διαταραχή». Ο λόγος του ήταν παραληρηματικός και τον διακατείχαν παραισθήσεις μεγαλείου, κατά τις οποίες αυτοαποκαλούνταν δούκας του Κάμπερλαντ, Κάιζερ ή Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ', συνοδευόμενες συχνά από βίαιες συμπεριφορές.
Μετά τον θάνατό της μητέρας του το 1897, ο Νίτσε έζησε στη Βαϊμάρη μαζί με την αδελφή του. Το καλοκαίρι του 1898 υπέστη ελαφρύ εγκεφαλικό που οδήγησε στην επιδείνωση της κατάστασής του. Τον επόμενο χρόνο ακολούθησε ένα ακόμα σοβαρότερο εγκεφαλικό επεισόδιο και στις 25 Αυγούστου 1900 πέθανε από πνευμονία. Τα συμπτώματά του οδήγησαν στο συμπέρασμα πως η ασθένειά του ήταν συφιλιδική (αυτή ήταν η αρχική διάγνωση στις κλινικές της Βασιλείας και της Ιένας), ωστόσο παραμένουν αδιευκρίνιστα τα ακριβή αίτια της διαταραχής του. Η ταφή του έγινε στο κοιμητήριο της ιδιαίτερης πατρίδας του, Ραίκεν και ακολουθήθηκε η παραδοσιακή λουθηρανική τελετουργία, σύμφωνα με επιθυμία της αδελφής του.
Ο Αδόλφος Χίτλερ πάτησε πάνω στα νιτσεϊκά έργα για να οικοδομήσει τη θεωρία του εθνικοσοσιαλισμού ή ναζισμού. Το πρότυπο της Αρείας φυλής βασίστηκε πάνω στον
Υπεράνθρωπο (Τάδε έφη Ζαρατούστρα), το σημαντικότερο ίσως έργο του Νίτσε. Ο Νίτσε όμως, καθώς φαίνεται και μέσα από τα έργα του, υπήρξε δριμύτατος επικριτής τόσο των εθνικιστικών, όσο και κάθε αντισημιτικών τάσεων. Ο Ζαρατούστρα είναι η υπέρβαση του ανθρώπου προς το ανθρωπινότερο και όχι προς το απανθρωπότερο. Εξάλλου και ο ίδιος ο Nietzsche προέβλεψε ότι τα έργα του θα παρερμηνευτούν και ότι δύσκολα θα υπάρξει κάποιος που θα τα κατανοήσει σε βάθος. Ο ίδιος θα πει: «Αυτό που κάνουμε δεν το καταλαβαίνουν ποτέ, μα μονάχα το επαινούν ή το κατηγορούν».
Όταν πέθανε στα 1900 όμως, μόνος και τρελός, είχε την πεποίθηση ότι δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει το φιλοσοφικό του έργο. Αυτά που είπε στους ανθρώπους τα παρομοίαζε με πρωτόγνωρα λόγια του ανέμου, με πρωτόγνωρα και γνήσια τραγούδια κάποιου βραχνού χωριάτη. Ήταν ριζωμένη βαθιά στη συνείδησή του η αδυναμία κατανόησης των «ασμάτων» του από τους άλλους: "Αυτά που θα ακούσετε, θα είναι τουλάχιστον καινούργια. Κι αν δεν το καταλαβαίνετε, αν δεν καταλαβαίνετε τον τραγουδιστή, τόσο το χειρότερο! Μη δεν είναι αυτός ο κλήρος του; Μη δεν είναι αυτό που ονομάσανε 'Κατάρα του Τροβαδούρου';"
Δεν πρόφτασε να χτίσει εκείνη τη γέφυρα που πάντα επιθυμούσε, από τον άνθρωπο στον Υπεράνθρωπο. Οι προσδοκίες του όμως από το ανθρώπινο είδος δε σταμάτησαν ποτέ να είναι μεγάλες. Όταν ρωτήθηκε για το τι είναι αυτό που αγαπάει στους άλλους, απάντησε: «Τις ελπίδες μου».
Λόγια του Φρίντριχ Νίτσε
  * «Ένας δυνατός και συγκροτημένος άνθρωπος χωνεύει τις εμπειρίες του, όπως και τα επιτεύγματα και τα παραπτώματά του, όπως χωνεύει το κρέας, ακόμα κι όταν αναγκάζεται να καταπιεί μερικά σκληρά κομμάτια.» 
  * «Η κοιλιά είναι ο λόγος για τον οποίο ο άνθρωπος δεν νομίζει εύκολα πως είναι θεός» 
  * «Όταν χαιρετώ έναν θρησκομανή, αισθάνομαι την ανάγκη να πλύνω τα χέρια μου.»  
  * «Το χρυσό θηκάρι της συμπόνιας κρύβει κάποτε το λεπίδι της ζηλοφθονίας.» 
  * «Δύο πράγματα θέλει ο άντρας, κινδύνους και παιχνίδια. Γι' αυτό ζητάει τη γυναίκα, γιατί είναι το πιο επικίνδυνο παιχνίδι.» 
  * «Μια μικρή εκδίκηση είναι ανθρωπινότερη από καθόλου εκδίκηση.» 
  * «Ο άντρας πρέπει να είναι γυμνασμένος για τον πόλεμο και η γυναίκα για το ξεκούρασμα του πολεμιστή. Όλα τ' άλλα είναι τρέλα.» 
  * «Στο μίσος και στον έρωτα η γυναίκα είναι περισσότερο βάρβαρη από τον άντρα.» 
  * «Ο άνθρωπος είναι ένα σκοινί τεντωμένο ανάμεσα στο ζώο και τον υπεράνθρωπο, ένα σκοινί πάνω από την άβυσσο.» 
  * «Κι αν ακόμα ένας άνθρωπος έχει ακλόνητη πίστη, μπορεί να εμπλακεί στη γοητεία της αμφιβολίας.»
Πηγές: wikipedia, Ελευθεροτυπία, Πάπυρος Λαρούς-Μπριτάννικα
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος.

O Φρειδερίκος Νίτσε του μηδενισμού και του υπεράνθρωπου Μέρος Πρώτο

Ο Φρειδερίκος Νίτσε (Friedrich Nietzsche) γεννήθηκε το 1844 στο Ρένκεν κοντά στη Λειψία και πέθανε στη Βαϊμάρη το 1900, ήταν δε από τους πιο σημαντικούς Γερμανούς φιλοσόφους αλλά και σπουδαίος φιλόλογος. Αναφέρεται δε συχνά ως ένας από τους πρώτους «υπαρξιστές» φιλοσόφους. Σπούδασε κλασική φιλολογία στη Βόννη και τη Λειψία και καταγόταν από μια βαθιά θρησκευόμενη οικογένεια και προοριζόταν για την επιστήμη της Θεολογίας. Ωστόσο, η πορεία του άλλαξε κατά τα μετεφηβικά του χρόνια με αποτέλεσμα να στραφεί στον χώρο της φιλοσοφίας.
Μόλις στα 25 του χρόνια διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας, στην Ελβετία και από τότε ξεκίνησε το πολύμορφο συγγραφικό του έργο. Ο Νίτσε υπήρξε δριμύτατος επικριτής των κατεστημένων σκέψεων και τάξεων, ιδιαίτερα του Χριστιανισμού. Πληθώρα συγγραμμάτων του γράφτηκαν με οξύ και επιθετικό ύφος, χρησιμοποιώντας ευρέως αφορισμούς. Το φιλοσοφικό του έργο εκτιμήθηκε ιδιαίτερα κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, περίοδο κατά την οποία εδραιώθηκε η θέση του και αναγνωρίστηκε ως ένας από τους μείζονες φιλοσόφους.

Οι προσπάθειές του να ανακαλύψει τα ελατήρια που βρίσκονται κάτω από την παραδοσιακή θρησκεία, την ηθική και τη φιλοσοφία της Δύσης άσκησαν βαθιά επίδραση σε γενεές θεολόγων, φιλοσόφων, ψυχολόγων, ποιητών, μυθιστοριογράφων και δραματουργών.
Αναλογίστηκε τις συνέπειες του θριάμβου της εκκοσμίκευσης του Διαφωτισμού, εκπεφρασμένες με την παρατήρησή του ότι «ο Θεός πέθανε», κατά έναν τρόπο που προσδιόρισε τα θέματα καθημερινής συζήτησης των πιο διάσημων διανοουμένων της Ευρώπης, μετά το θάνατό του το 1900.
Αν και ήταν σφοδρός πολέμιος του εθνικισμού, του αντισημιτισμού και της πολιτικής ισχύος, εν τούτοις ο Χίτλερ και οι εθνικοσοσιαλιστές επικαλέστηκαν αργότερα το όνομά του για να προωθήσουν εκείνα ακριβώς τα πράγματα που απεχθανόταν.
Τα έργα του
Τα έργα του Νίτσε διακρίνονται σε τρεις με ακρίβεια προσδιορισμένες περιόδους. Στα έργα της πρώτης περιόδου κυριαρχεί η ρομαντική αντίληψη με επιδράσεις του Σοπενχάουερ και του Βάγκνερ.
Τα έργα της δεύτερης περιόδου ανακλούν την παράδοση των Γάλλων αφοριστών. Τα έργα αυτά, στα οποία ο Νίτσε πλέκει το εγκώμιο της λογικής και της επιστήμης και πειραματίζεται με τα φιλολογικά είδη, εκφράζουν την χειραφέτησή του από τον νεανικό του ρομαντισμό και της επιδράσεις του Σόπενχαουερ και του Βάγκνερ.
Στα έργα της ωριμότητάς του ο Νίτσε ασχολήθηκε με το πρόβλημα της καταγωγής και της λειτουργίας των αξιών στην ανθρώπινη ζωή. Εφόσον, κατά τον Νίτσε, η ζωή παρά το γεγονός ότι ούτε διαθέτει ούτε στερείται αξίας εγγενών, αποτελεί πάντοτε αντικείμενο κριτικών εκτιμήσεων, τότε οι εκτιμήσεις αυτές δεν μπορούν να αναγνωστούν παρά ως συμπτώματα της κατάστασης εκείνου ο οποίος διατυπώνει τις εκτιμήσεις.
Κατά συνέπεια, ο Νίτσε προχώρησε σε μία κατά βάθος ανάλυση και εκτίμηση των θεμελιωδών πολιτιστικών αξιών της φιλοσοφίας, της θρησκείας και της ηθικής της Δύσης και κατέληξε να τις χαρακτηρίσει ως εκφράσεις του ασκητικού ιδεώδους.
To ασκητικό ιδεώδες προκύπτει, όταν ο πόνος προσλαμβάνει την έννοια τού υπέρτατου νοήματος. Κατά τον Νίτσε, ο ιουδαϊκο-χριστιανικός πολιτισμός, π.χ., οδήγησε στην αποδοχή τού πόνου, ερμηνεύοντας τον ως πρόθεση τού Θεού και ως αφορμή για εξιλέωση. O θρίαμβος τού χριστιανισμού, κατά συνέπειαν, οφείλεται στο εξωραϊσμένο δόγμα της προσωπικής αθανασίας, δηλαδή στην υπερφίαλη άποψη ότι η ζωή και ο θάνατος κάθε ανθρώπου έχουν κοσμική σημασία. Κατά τον ίδιο τρόπο, η παραδοσιακή φιλοσοφία εξέφρασε το ασκητικό ιδεώδες δίνοντας το προβάδισμα στην ψυχή έναντι τού σώματος, στον νου έναντι των αισθήσεων, στο καθήκον έναντι της επιθυμίας, στο πραγματικό έναντι τού φαινομενικού, στο αιώνιο έναντι τού πρόσκαιρου.
O χριστιανισμός υποσχόταν την σωτηρία τού αμαρτωλού ο οποίος μετανοεί, ενώ παράλληλα η φιλοσοφία προσέφερε την ελπίδα της σωτηρίας, έστω και εγκόσμιας, για τους σοφούς της. Κοινό στοιχείο της παραδοσιακής θρησκείας και φιλοσοφίας ήταν η υπόθεση, η οποία δεν διατυπώνεται ξεκάθαρα,αλλά παρέχει ισχυρό κίνητρο, ότι η ύπαρξη χρειάζεται αιτιολόγηση, δικαίωση ή εξιλέωση. Τόσο η θρησκεία όσο και η φιλοσοφία εκφράζονταν εις βάρος της εμπειρίας και υπέρ κάποιου άλλου «αληθινού» κόσμου. Και οι δύο μπορούν να θεωρηθούν ως συμπτώματα μιας ζωής παρηκμασμένης, εξαθλιωμένης.
H κριτική τού Νίτσε προς την παραδοσιακή ηθική επικεντρώθηκε στην τυπολογία τής ηθικής τού «κυρίου» και τού «δούλου». Ο Νίτσε υποστήριξε ότι η διάκριση μεταξύ καλού και κακού είχε αρχικά περιγραφικό χαρακτήρα, ήταν δηλαδή μία μή ηθικής φύσεως αναφορά στους προνομιούχους, στους «κυρίους», σε αντίθεση με εκείνους που ήταν κατώτεροι, τους «δούλους».
H αντίθεση καλό-ηθικώς κακό προέκυψε, όταν οι δούλοι εκδικήθηκαν μετατρέποντας τα διακριτικά γνωρίσματα των κυρίων σε ηθικά ελαττώματα. Εάν οι προνομιούχοι, οι «καλοί», ήταν ισχυροί, θεωρήθηκε ότι οι ταπεινοί θα κληρονομήσουν την γη. H υπερηφάνεια θεωρήθηκε αμαρτία. H ευσπλαχνία, η ταπεινοφροσύνη και η υπακοή αντικατέστησαν τον ανταγωνισμό, την υπερηφάνεια και το αυτεξούσιο. To αποφασιστικό επιχείρημα το οποίο οδήγησε στην επικράτηση της ηθικής τού δούλου ήταν ο ισχυρισμός ότι αυτή ήταν η μόνη αληθινή ηθική. Αυτή η επιμονή στο απόλυτο αποτελεί ουσιώδες στοιχείο τόσο της φιλοσοφικής όσο και της θρησκευτικής ηθικής. O Νίτσε, παρ' όλο που έδωσε την ιστορική γενεαλογία της ηθικής τού κυρίου και τού δούλου, υποστήριξε ότι επρόκειτο για μιαν ανιστορική τυπολογία χαρακτηριστικών τα οποία ενυπάρχουν σε κάθε άνθρωπο.
Το νιτσεϊκό έργο ήταν μια κραυγή μέσα στη βαθιά νύχτα των ανθρώπων. Ο ίδιος παρατηρούσε πως για να σε ακούσει κάποιος πρέπει να του σπάσεις τα αυτιά. Γι αυτό άλλωστε και πολλές φορές βρίσκουμε στα έργα του έκδηλη την περιφρόνηση για πρόσωπα και πράγματα. Δεν ήταν κακία ή μικρότητα, αλλά μια φωνή που ήθελε σφοδρά να ακουστεί στα αυτιά και τις συνειδήσεις όλων.
Ο Νίτσε κάποτε έγραψε ότι μερικοί άνθρωποι γεννιούνται μετά το θάνατό τους και αυτό ασφαλώς ισχύει στην περίπτωσή του. Η ιστορία της φιλοσοφίας, της θεολογίας και της ψυχολογίας του 20ου αιώνα δεν νοείται χωρίς αυτόν.
Περνώντας στη θεωρία του Νίτσε, πρέπει να πούμε πως γι' αυτόν η θέληση για δύναμη είναι η μόνη δύναμη πάνω στη γη, αυτή που κινεί όλα τα όντα και τα κάνει να αλληλοσυγκρούονται, να συνδυάζονται, να ενώνονται, να ανακατεύονται αέναα. Όπως λέει ο ίδιος στο Πέρα από το καλό και το κακό, «η ζωή είναι κατ' ουσίαν ιδιοποίηση, παράβλαψη, καθυπόταξη του ξένου και του ανίσχυρου, καταπίεση, σκληρότητα, εκμετάλλευση. δηλαδή θέληση για δύναμη».
Επειδή τα όντα δεν έχουν την ίδια δύναμη (δεν είναι ίσα), ο κόσμος είναι μια τάξη ιεραρχίας από το ανώτερο στο κατώτερο, μια τάξη όμως ρευστή και επιδεχόμενη συνεχείς αμφισβητήσεις και ανακατατάξεις. Στην κορυφή της πυραμίδας αυτών των θελήσεων για δύναμη βρίσκεται φυσικά ο άνθρωπος, ο οποίος έχει επιβάλλει και θα επιβάλλει πάντα την εξουσία του πάνω στη φύση και στους ομοίους του. Αυτό που διέπει τις ανθρώπινες σχέσεις είναι ο ανταγωνισμός (ο αρχαίος ελληνικός αγών, αυτό που δεν άφηνε τον Θεμιστοκλή να κοιμηθεί όταν σκεφτόταν «το του Μιλτιάδου τρόπαιον»). Ας θυμηθούμε στο σημείο αυτό ότι ενώ πολλοί θεωρούν τον οστρακισμό που λάμβανε χώρα στην αρχαία Αθήνα εκμηδένιση του ατόμου, αντίθετα, ο Νίτσε υποστηρίζει ότι ο θεσμός του οστρακισμού ήταν θετικός: όταν ένα άτομο ξεπερνάει όλα τα άλλα, παραμερίζεται από την κοινότητα «προκειμένου να ξαναρχίσει το παιχνίδι των ανταγωνιζόμενων δυνάμεων».
Για τον Νίτσε, η πιο ισχυρή θέληση για δύναμη είναι η πιο πνευματική, δηλαδή εκείνη που χαρακτηρίζει τους «μεγάλους εφευρέτες καινούργιων αξιών» ή δημιουργούς. Τέτοιοι άνθρωποι προβαίνουν, μαζί με τους μαθητές/οπαδούς τους, σε καινούργιες αξιολογήσεις των ανθρώπινων αξιών, ιδεών και πραγμάτων και έτσι προτείνουν ένα καινούργιο «αγαθό» για την πλειονότητα των ανθρώπων (για τον λαό), αναπόσπαστο από έναν πίνακα «υπερνικήσεων», δηλαδή έναν πίνακα που περιέχει όλα εκείνα που πρέπει να ξεπεραστούν τη δεδομένη στιγμή.
Οι δημιουργοί μπορούν να εκφράζουν μια «θετική» ή μια «αρνητική» θέληση για δύναμη. Θετική είναι κάθε θέληση για δύναμη που είναι καταφατική προς τη ζωή, που «ευλογεί τα πράγματα και τον άνθρωπο», και αρνητική κάθε θέληση για δύναμη που δεν σέβεται, δεν εκτιμά και δεν αναδεικνύει την αξία της ζωής.
Για παράδειγμα, ο χριστιανισμός, η πανίσχυρη αυτή θρησκεία, υποτιμά και δυσφημεί τη ζωή και τον κόσμο εδώ κάτω εν ονόματι ενός «επέκεινα», ενός άλλου κόσμου τιμωρίας ή ανταμοιβής (κόλαση και παράδεισος). Με τις έννοιες της αμαρτίας και της τιμωρίας ταπεινώνει και κουτσουρεύει το ανθρώπινο σώμα και πνεύμα. Με τον χριστιανισμό ανεβαίνουν στην εξουσία οι αδύναμοι, οι αρνητές της ζωής. Ο Χριστός ήταν βέβαια ένας μεγάλος δημιουργός, εξέφρασε όμως την ηθική και επέβαλε την κυριαρχία των «αδύναμων», των «δούλων», δηλαδή των αρνητών της ζωής.
Ο μηδενισμός του Νίτσε
Με τον όρο «μηδενισμό» ο Νίτσε περιέγραφε τον υποβιβασμό των υψηλών αξιών, τις οποίες είχε θέσει με αξιωματικό τρόπο το ασκητικό ιδεώδες. Πίστευε ότι η εποχή που ζούσε ήταν μία εποχή παθητικού μηδενισμού, δηλαδή μία εποχή η οποία δεν είχε αντιληφθεί ότι τα θεωρούμενα από τη θρησκεία και τη φιλοσοφία ως απόλυτα είχαν αποσυντεθεί με την εμφάνιση του θετικισμού του 19ου αιώνα.
Με την κατάρρευση των μεταφυσικών και θεολογικών βάσεων και θέσφατων της παραδοσιακής ηθικής, εκείνο που θα απέμενε ήταν μία διάχυτη αίσθηση έλλειψης σκοπού και νοήματος. Και η επικράτηση της επίγνωσης έλλειψης νοήματος σήμαινε τον θρίαμβο του μηδενισμού: «Ο Θεός είναι νεκρός».
Μιλώντας για την εποχή του, την εποχή της Δύσης του 19ου αιώνα, ο Νίτσε υποστηρίζει πως είναι παρακμιακή, μηδενιστική, εποχή της κυριαρχίας των αδύναμων και της αρνητικής θέλησης για δύναμη. Το κοινωνικό πρόταγμά του είναι να επικρατήσει πάλι, όπως συνέβη πολλές φορές στην ιστορία, η θετική θέληση για δύναμη, η θέληση για δύναμη των δυνατών. (Το «πάλι» διασώζει ώς ένα βαθμό τον Νίτσε από την κατηγορία ότι προσβλέπει κι αυτός σε μια μελλοντική «τέλεια» κοινωνία.) Παρόλο που διατείνεται πως είναι αμοραλιστής και βρίσκεται «πέρα από το καλό και το κακό», θέλει την εγκαθίδρυση μιας καινούργιας ηθικής, που θα στηρίζεται στην επαναξιολόγηση όλων των δεδομένων μέχρι τώρα αξιών. Το ζητούμενο είναι να βρεθούν οι δημιουργοί, εκείνη η ελίτ που θα προωθήσει και θα επιβάλλει μέσα από ένα νικηφόρο αγώνα έναν τέτοιο σκοπό. Είναι ολοφάνερο ότι ο Νίτσε διαφοροποιείται ευθέως από οποιοδήποτε σοσιαλιστικό ή αναρχικό όραμα μιας μελλοντικής κοινωνίας, η οποία θα ερείδεται κυρίως στη συνεργασία και στην αλληλοβοήθεια ίσων ατόμων.
Επιπλέον, ακόμη κι αν νικήσει η θετική θέληση για δύναμη, η κυριαρχία της δεν μπορεί παρά να είναι προσωρινή, όπως διδάσκει η νιτσεϊκή θεωρία της αιώνιας επιστροφής όλων των πραγμάτων -μια δυσνόητη και νεφελώδης θεωρία με την οποία δεν μπορώ να ασχοληθώ εδώ παραπάνω.
Επιγραμματικά, ο μηδενιστικός χαρακτήρας της σύγχρονης εποχής φαίνεται για τον Νίτσε α) από την κυριαρχία του κράτους και των ψεύτικων και παραπλανητικών ιδεωδών της ισότητας, της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, καθώς και των γελοίων τυπικών ενσαρκώσεών τους (η ισότητα π.χ. δεν είναι παρά ισότητα έναντι του νόμου και στηρίζεται στην οικονομική και κοινωνική ανισότητα), β) από την κυριαρχία της θρησκείας και των πάσης φύσεως ασφυκτικών και αποστερητικών ιδεολογιών, γ) από την παντοδυναμία του πνεύματος του καπιταλισμού ή του «μικρέμπορου», όπως έλεγε ο ίδιος, με τις αξίες του τού πλουτισμού, της ακατάπαυστης και μηχανικής εργασίας, της επιβεβλημένης σχόλης, του ζωώδους καταναλωτισμού και ηδονισμού.
Όλα τα παραπάνω σε καμιά περίπτωση όμως δεν αυτοαποκαλούνται «μηδενισμός», αλλά αυτοπαρουσιάζονται ως πρόοδος και συνεχής βελτίωση της ανθρώπινης κατάστασης. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι για τον Νίτσε αντιπροσωπεύουν τον «κρυφό», αλλά πανίσχυρο, μηδενισμό -αν και ο χαρακτηρισμός αυτός δεν είναι δικός του.
Στον «φανερό», τώρα, μηδενισμό ανήκουν όλες εκείνες οι ιδεολογίες και οι φιλοσοφίες που ισχυρίζονται απερίφραστα ότι τίποτε δεν αξίζει, ότι η ζωή είναι μια σειρά επαναλαμβανόμενων κύκλων δίχως νόημα, ότι όλα κανονίζονται, όπως έλεγε π.χ. ο γερμανός φιλόσοφος Άρτουρ Σοπενάουερ, από μια ανώτερη δύναμη, μια «θέληση», που θα μείνει για πάντα άγνωστη στον άνθρωπο.
Ο Νίτσε ζητά λοιπόν μια πνευματική επανάσταση που θα επιφέρει την κυριαρχία της θετικής θέλησης για δύναμη, την οποία αντιπροσωπεύουν οι «δυνατοί». Ωστόσο, τόσο αυτή η σύλληψη για την επανάσταση όσο και η θέληση για δύναμη και το δυαδικό σχήμα «κατάφαση στη ζωή» και «άρνηση της ζωής» παραμένουν για μένα εξαιρετικά προβληματικά, όπως άλλωστε και το αντιδιαφωτιστικό μένος του Νίτσε -με την παντελή απαξίωση της ισότητας, της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Είναι όμως αναπόφευκτο να ισοδυναμεί η δύναμη με την επιβολή της κυριαρχίας, δηλαδή την ανισότητα και την ανελευθερία; Με άλλα λόγια, γιατί να μη συμβαδίζει η διαφορά στη δύναμη με μια θεσμισμένη ισότητα και ελευθερία; (Με τη λέξη δύναμη δεν εννοώ φυσικά καμιά μορφή κοινωνικής, οικονομικής κτλ. δύναμης.)
O Νίτσε πίστευε όμως ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να αποδεχθούν την απώλεια τού  ασκητικού ιδεώδους και την έλλειψη εγγενούς νοήματος στην ύπαρξη, αλλά θα επιδίωκαν να αντικαταστήσουν τις απόλυτες  αξίες, ώστε  να προσδώσουν νόημα στην ζωή. Πίστευε ότι ο εθνικισμός, ο οποίος είχε αρχίσει να αναδύεται στην εποχή του, αποτέλεσε ένα τέτοιο επικίνδυνο υποκατάστατο τού θεού, όπου το έθνος-κράτος θα επενδυόταν με υπερβατική αξία και υπερβατικό σκοπό.
Κατά τον Νίτσε, ακριβώς όπως η φιλοσοφία και η θρησκεία είχαν εκφραστεί μέσω απόλυτων δογμάτων, η απολυτότητα εκφραζόταν   με ιεραποστολική θέρμη και ζήλο  και στο έθνος-κράτος. Θα εξακολουθούσε η αυταπάτη, ο σφαγιασμός των αντιπάλων και η κατάκτηση της γης, κάτω από την σημαία της παγκόσμιας  αδελφοσύνης,  της δημοκρατίας   και  τού   σοσιαλισμού. Στο σημείο αυτό η πρόγνωση τού Νίτσε είναι εξαιρετικά οδυνηρή, γιατί κάνει   ιδιαίτερα   αποκρουστικό   τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε αργότερα η θεωρία του. Λογουχάρη, δύο βιβλία είχαν μόνιμα την θέση τους   στα  σακίδια  των   Γερμανών στρατιωτών κατά τον A' Παγκόσμιο πόλεμο: το Τάδε έφη Ζαρατούστρα και το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο. Είναι δύσκολο να πει κανείς  ποιος  από τους δύο συγγραφείς κηλιδώθηκε περισσότερο από αυτή την χρήση.
O Νίτσε θεωρούσε τα γραπτά του ως μάχες με τον μηδενισμό. Εκτός από την κριτική που ασκούσε στη θρησκεία, την φιλοσοφία και την ηθική, ανέπτυξε πρωτότυπες θέσεις, οι οποίες μελετήθηκαν με μεγάλο ενδιαφέρον, όπως ο προοπτισμός, η βούληση για δύναμη, η αιώνια επιστροφή και ο υπεράνθρωπος.

Ο καλός δάσκαλος στο δημοτικό «εγγύηση» για καλό μισθό στο μέλλον

Το αν θα μπει κάποιος στο πανεπιστήμιο στα 19 του και πόσα χρήματα θα βγάζει στα 29 του, μπορεί να προβλεφθεί με βάση το πόσο καλούς δασκάλους είχε στο σχολείο και τους βαθμούς του στα εννιά του.
 Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας νέας αμερικανικής επιστημονικής έρευνας, που βασίζεται σε μια ειδική μαθηματική - στατιστική φόρμουλα και η οποία αναδεικνύει τη σημασία που έχει για το μέλλον των παιδιών, το να υπάρχουν πραγματικά καλοί δάσκαλοι στα δημοτικά σχολεία και στα γυμνάσια.
«Οι καλοί δάσκαλοι παράγουν καλούς μαθητές», σύμφωνα με τη νέα μελέτη, που επιβεβαιώνει και επιστημονικά, πέρα από κάθε αμφιβολία πλέον, αυτό που όλοι λίγο-πολύ πάντα πίστευαν.
Ο μαθηματικός Γκάρι Τσάμπερλεν του Τμήματος Οικονομικών του πανεπιστημίου Χάρβαρντ, ο οποίος έκανε τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), ανέλυσε αρχεία από χιλιάδες τάξεις εκατοντάδων δημοτικών σχολείων, ξεχωρίζοντας τους βαθμούς που πήραν πάνω από ένα εκατομμύριο μαθητές ηλικίας εννέα έως 14 ετών στη γλώσσα και στα μαθηματικά και κατά πόσον οι ίδιοι δάσκαλοι είχαν μόνιμα τάξεις που έβγαζαν καλούς μαθητές.
Η έρευνα, που κάλυψε την περίοδο 1988- 2009, συσχέτισε τις βαθμολογικές επιδόσεις στο σχολείο με στοιχεία για τα επόμενα χρόνια, που έδειχναν αν οι ίδιοι μαθητές είχαν μπει στο πανεπιστήμιο και, στη συνέχεια, πόσα χρήματα έβγαζαν λίγο πριν κλείσουν τα 30 τους. Ο ερευνητής δημιούργησε ένα μοντέλο που προβλέπει τη μετέπειτα επιτυχία στο πανεπιστήμιο και στην αγορά εργασίας με βάση τις επιδόσεις στο σχολείο, καθώς και με το επίπεδο της εκπαίδευσης που παρείχαν οι δάσκαλοι στις τάξεις τους.
Όσο πιο πάνω από τον μέσο όρο ήσαν οι δάσκαλοι από άποψη ποιοτικής εκπαίδευσης, τόσο πιο πιθανό ήταν ο μαθητής να εισαχθεί στο πανεπιστήμιο και να κερδίζει περισσότερα χρήματα αργότερα στη ζωή του. Η μελέτη έδειξε ότι συστηματικά ορισμένοι δάσκαλοι «έβγαζαν» από την τάξη τους διαδοχικές γενιές πετυχημένων μαθητών στην κατοπινή ζωή τους. Το αντίστροφο συνέβαινε με τους κακούς δασκάλους.
Η επίδραση του καλού δασκάλου στον μαθητή εκτιμάται ότι είναι μεν οριακή (1% μεγαλύτερη πιθανότητα εισόδου στο πανεπιστήμιο και γύρω στο 1% αύξηση στα ετήσια έσοδα ενός 28χρονου), όμως, σύμφωνα με τον ερευνητή, αν δει κανείς συσσωρευτικά το ζήτημα, ένας μόνος καλός δάσκαλος σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του μπορεί να προσφέρει συνολικά ένα αξιοσημείωτο όφελος στην κοινωνία- αντίθετα με έναν κακό δάσκαλο.
ΑΝΙΧΝΕΥΤΉΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ

Δεν χρειάζονται παιχνίδια μυαλού για να γυμναστεί ο εγκέφαλος - Η ανάγνωση ενός βιβλίου τον «ακονίζει» όσο και ένα παιχνίδι

Σύμφωνα με νέα έρευνα, η ανάγνωση ενός βιβλίου, η εκμάθηση ξένων γλωσσών ή ακόμη και το τραγούδι είναι το ίδιο αποδοτικά για την εγκεφαλική λειτουργία όσο διάφορα παιχνίδια «εκπαίδευσης μυαλού»
Στην έρευνα στην οποία πήραν μέρος χιλιάδες άτομα δείχνει ότι τα λεγόμενα παιχνίδια «εκπαίδευσης μυαλού» δεν προσφέρουν τελικά τόσα οφέλη όσα πιστεύαμε μέχρι σήμερα στην εγκεφαλική λειτουργία. Οπως αποδεικνύεται, προσφέρουν τα ίδια ακριβώς οφέλη με διάφορες άλλες ενασχολήσεις, όπως η ανάγνωση ενός βιβλίου, η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας ή ακόμη και ένας περίπατος!

Τα τελευταία χρόνια υπήρχε η πεποίθηση ότι η ενασχόληση με παζλ τύπου σουντόκου ή με άλλα παιχνίδια απομνημόνευσης, συνδυασμών κτλ. ενισχύουν την εγκεφαλική λειτουργία και γενικά γυμνάζουν το μυαλό. Τα παιχνίδια αυτά προτείνονται κυρίως για ενασχόληση από ηλικιωμένα άτομα ως ένα μέτρο προστασίας από την άνοια, αλλά και γενικότερα από την πτώση της εγκεφαλικής τους λειτουργίας. Μάλιστα αναπτύχθηκε μια ολόκληρη βιομηχανία γύρω από αυτό τον τομέα με πολλές μεγάλες εταιρείες να αναπτύσσουν επιτραπέζια αλλά και ηλεκτρονικά «Παιχνίδια Μυαλού» (Βrain Games) όπως τα ονόμασαν.
Ειδικοί του Συμβουλίου Ιατρικών Ερευνών Γνωστικών και Εγκεφαλικών Επιστημών, ενός κορυφαίου διεθνούς κέντρου ερευνών για τον εγκέφαλο που εδρεύει στο Κέμπριτζ στην Αγγλία, διεξήγαγαν μια μεγάλη έρευνα για να διαπιστώσουν την επίδραση αυτών των παιχνιδιών.
Σχεδίασαν μια σειρά από «παιχνίδια μυαλού», τα οποία και χρησιμοποίησαν στα πειράματα στα οποία έλαβαν μέρος 11.430 άτομα που είχαν χωριστεί σε τρεις ομάδες. Τα μέλη της πρώτης ομάδας έπρεπε καθημερινά να παίζουν παιχνίδια που απαιτούσαν στρατηγική ικανότητα και ικανότητες ανάλυσης. Η δεύτερη ομάδα ασχολούνταν με παιχνίδια που συνδύαζαν την αυξημένη συγκέντρωση, την απομνημόνευση, τα μαθηματικά και την καλή χωροταξική αντίληψη. Η τρίτη ομάδα έκανε διάφορες απλές διαδικτυακές εργασίες και ενέργειες, οι οποίες δεν είχαν κάποιο συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο ή στόχο.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, όσο περνούσε ο καιρός οι συμμετέχοντες βελτιώνονταν συνεχώς στα παιχνίδια, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι είχε ενισχυθεί κάποιος τομέας της εγκεφαλικής τους λειτουργίας. «Στατιστικά δεν παρουσιάζονται αξιοσημείωτες διαφορές στην εγκεφαλική λειτουργία ανάμεσα στα άτομα που έπαιζαν "παιχνίδια μυαλού" και σε εκείνα που απλώς σερφάριζαν», δήλωσε ο νευροεπιστήμονας Αντριαν Οουεν, μέλος της ερευνητικής ομάδας.
Η πρώτη αντίδραση ήρθε από την Νintendo, η οποία έχει δημιουργήσει τον Dr. Κawasima, ένα από τα πιο δημοφιλή ηλεκτρονικά «παιχνίδια μυαλού». Αναφέρει ότι ποτέ δεν υποστήριξε ότι τα «παιχνίδια μυαλού» είναι επιστημονικά αποδεδειγμένα ότι βελτιώνουν την εγκεφαλική λειτουργία, αλλά ότι ο συνδυασμός των απαιτήσεων του κάθε παιχνιδιού προκαλεί και πιθανώς διεγείρει θετικά τον εγκέφαλο των παικτών.
Βήμα

Τα σοφά παιδιά : Η δυσκολία του να είσαι ευφυής

Αρχίζουν να περπατούν και να μιλούν πολύ νωρίς. Μαθαίνουν να διαβάζουν χωρίς να τα έχει διδάξει κανείς. Κάνουν περίεργες ερωτήσεις για την ηλικία τους και επιδίδονται σε πολύπλοκους συλλογισμούς. Βαριούνται εύκολα, αντιδρούν έντονα, αμφισβητούν τα πάντα. Μένουν στο περιθώριο.
Χαρισματικά παιδιά. Αντιστοιχούν στο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού. Χαρακτηρίζονται από σύνθετο τρόπο σκέψης, ποικιλία ταλέντων, έντονη κριτική διάθεση, τελειομανία, ιδιαίτερο χιούμορ, πολύ υψηλό δείκτη IQ και συχνά παρουσιάζουν συναισθηματική ανάπτυξη ξένη προς την ηλικία τους. Μερικά απ' αυτά διαπρέπουν. Τα περισσότερα, όμως, δεν επιβραβεύονται ούτε από την οικογένεια ούτε από το εκπαιδευτικό σύστημα και μέχρι την εφηβεία σταματούν το σχολείο και περιθωριοποιούνται. Αντί να θεωρούνται ευλογία για την κοινωνία, εξοστρακίζονται ή εντάσσονται με προκρούστειες τακτικές στη χορεία των χρυσών μετριοτήτων.
«Ως χάρισμα ορίζεται η έμφυτη εξαιρετική ικανότητα. Για να χαρακτηριστεί ένα παιδί χαρισματικό, εκτός από υψηλό δείκτη νοημοσύνης, πρέπει να διαθέτει δημιουργικό τρόπο σκέψης, κλίση στην επιστήμη ή στην τέχνη, ηγετικές ικανότητες, συναισθηματική και ψυχική σταθερότητα και υγεία», εξηγεί η κυρία Λωρέττα Θωμαΐδου, επίκουρη καθηγήτρια.
Το ταλέντο δεν προϋποθέτει απαραιτήτως υψηλή ευφυΐα, όπως και η υψηλή ευφυΐα δεν σημαίνει απαραιτήτως ύπαρξη χαρίσματος. Από την άλλη, ως δημιουργικότητα ορίζεται η ικανότητα να διακρίνεις, να συνδέεις και να γενικεύεις ασυνήθιστες έννοιες μέσα από αντισυμβατικές οδούς. Για παράδειγμα, οι δημιουργικοί άνθρωποι φτάνουν στην ίδια ή σε διαφορετική λύση δεδομένων προβλημάτων αμφισβητώντας τον κατεστημένο τρόπο σκέψης, τον οποίο σαφώς αντιλαμβάνονται αλλά θεωρούν παρωχημένο. Ομως πόσο μπορούμε εμείς -οι μέσης ευφυΐας γονείς, εκπαιδευτικοί και παρατηρητές- να αντιληφθούμε και να κατανοήσουμε τα χαρισματικά παιδιά ή να τα βοηθήσουμε να εξελιχθούν όπως η φύση υπαγορεύει;
Τα χαρισματικά παιδιά είναι μια ειδική και παραμελημένη ομάδα. Πολλές φορές -βεβαίως λανθασμένα- χαρακτηρίζονται υπερκινητικά, τεμπέλικα, αφηρημένα, ακόμη και νοητικώς καθυστερημένα. Αν μιλήσουμε δε για την ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα, ο νέος νόμος για την ειδική αγωγή περιλαμβάνει εδάφιο το οποίο αφορά τους μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και περιέχει μνεία για τα παιδιά εκείνα που έχουν μία ή περισσότερες νοητικές ικανότητες ή κλίσεις σε ασυνήθιστο επίπεδο για την ηλικία τους. Ωστόσο, στον νόμο δεν γίνεται σαφής λόγος για τις ικανότητες, τον τρόπο αξιολόγησης και τις ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες των μαθητών αυτής της κατηγορίας.
Έτσι το μεγάλο ερώτημα, τόσο για τους γονείς όσο και για τους αρμόδιους φορείς, παραμένει: τα χαρισματικά παιδιά χρειάζονται ή όχι ειδικά σχολεία;
Το ελληνικό σύστημα εκπαίδευσης είναι επικεντρωμένο στον συμβατικό τρόπο σκέψης και μάθησης, δηλαδή στη βήμα προς βήμα κατάρτιση της μεγάλης μάζας των παιδιών.
«Αυτός ο τρόπος δεν ενδείκνυται για τα χαρισματικά παιδιά, γιατί δεν αντέχουν τις επαναλήψεις», λέει η κυρία Θωμαΐδου. «Συχνά έρχονται στο τμήμα χαρισματικά παιδιά με διάγνωση ότι έχουν μαθησιακές δυσκολίες. Ομως είναι λάθος να ξεχωρίζουμε τα παιδιά. Πολλοί θεωρούν τα χαρισματικά παιδιά ως μια ελίτ. Προσωπικά θεωρώ ότι δεν βοηθούνται με πράξεις που τα περιθωριοποιούν. Το ζητούμενο είναι η ομαλή και αρμονική ενσωμάτωση στην κοινωνία, τόσο των ελλειμματικών όσο και των χαρισματικών παιδιών. Αυτή είναι η προσωπική μου θέση αλλά και η επίσημη θέση των ειδικών διεθνώς. Ο Αϊνστάιν πήγε σε ειδικό σχολείο;».
Η ευαισθητοποίηση και η σωστή ενημέρωση των εκπαιδευτικών, ο εμπλουτισμός των σχολικών μαθημάτων με ειδικά προγράμματα και καινοφανή στοιχεία, η τοποθέτηση κάποιων παιδιών σε μεγαλύτερη τάξη (πρόγραμμα επιτάχυνσης) είναι όσα προσπαθούμε να κάνουμε και εδώ στην Ελλάδα.
Στην πραγματικότητα, όμως, ελάχιστα παιδιά κατάφεραν να πάνε νωρίτερα στο δημοτικό, τα προγράμματα εμπλουτισμού ύλης εξαρτώνται από την ευαισθησία και το φιλότιμο του εκπαιδευτικού, στα προγράμματα καινοφανών στοιχείων -π.χ. εισαγωγή στα σύγχρονα μέσα τεχνολογίας- υστερούμε ως χώρα. Ετσι, περίπου το 70% των χαρισματικών παιδιών καταλήγει να σταματάει το σχολείο στην εφηβεία, διότι δεν αντιμετωπίζεται σωστά.
Οδηγίες προς γονείς
Τα χαρισματικά παιδιά είναι μια ακόμη κατηγορία με ειδικές ανάγκες σε εκπαιδευτικό, συναισθηματικό και ψυχολογικό επίπεδο. Τα χαρακτηρίζει η ασύγχρονη ανάπτυξη των γνωστικών τους ικανοτήτων σε σχέση με τις συναισθηματικές. Βιώνουν απίστευτη μοναξιά και άγχος και γι' αυτό συχνά δραπετεύουν σε έναν φανταστικό κόσμο. Δεν κινδυνεύουν από τις υψηλές ικανότητές τους αλλά από την παρεμπόδιση της εκδήλωσής τους. Πάντως, επειδή οι ικανότητες αυτές είναι έμφυτες και ισχυρές, αν καταπιεστούν μπορεί να εξελιχθούν ακόμη και σε διαταραχές.
Για τους γονείς τα παιδιά είναι αντικείμενα υπερηφάνειας και θαυμασμού. Επίσης, αποτελούν πηγή φόβου, αγωνίας και μοναξιάς. Τα χαρισματικά παιδιά είναι όμως εξαιρετικές περιπτώσεις ατόμων και δεν πρέπει να αποπροσανατολίζονται ούτε λόγω γονεϊκού φόβου ούτε εξαιτίας γονεϊκής φορτικότητας. Αν για κάποιο λόγο νιώθετε λοιπόν ότι έρχεστε σε επαφή με ένα χαρισματικό παιδί, πρέπει να κατανοήσετε ότι η ψυχική του ισορροπία εξαρτάται πρωτίστως από την κάλυψη των συναισθηματικών του αναγκών. Ετσι, όσο ασυνήθιστες ή παράξενες κι αν είναι οι ερωτήσεις του παιδιού σας, όσο κι αν σας τρομάζουν, μην το απομακρύνετε από αυτή την κατεύθυνση. Η αποθάρρυνση το διαταράσσει συναισθηματικά και ψυχικά. Βοηθήστε το να βρει τις απαντήσεις. Η υπερενθάρρυνση, από την άλλη πλευρά, μπορεί εξίσου να βλάψει το παιδί, να το εγκλωβίσει στο πλαίσιο των δικών σας προσδοκιών. Με άλλα λόγια, σωστή αντιμετώπιση ενός τέτοιου παιδιού σημαίνει αποδοχή, κατανόηση, ευαισθησία και ευελιξία. Στο χαρισματικό παιδί δεν λες τι να κάνει. Απλώς το ακολουθείς.
Τι σημαίνει χάρισμα
Γλωσσική ευφυΐα: εξαιρετική ικανότητα στην κατανόηση και στον χειρισμό της γλώσσας. Παράδειγμα: Τ.Σ. Ελιοτ
Λογική ή μαθηματική ευφυΐα: υψηλή αντίληψη στη χρήση αφηρημένων σχέσεων και εννοιών. Παράδειγμα: Αϊνστάιν
Μουσική ευφυΐα: ικανότητα δημιουργίας εννοιών που αποτελούνται από ήχους. Παράδειγμα: Μότσαρτ
Σωματική ή κιναισθητική ευφυΐα: επιτρέπει τη χρήση του σώματος με εξαιρετική δεξιοτεχνία. Παράδειγμα: Μάρθα Γκράχαμ
Ενδοπροσωπική ευφυΐα: ικανότητα διάκρισης μεταξύ διαφορετικών συναισθημάτων και οικοδόμησης ορθών ψυχικών προτύπων. Παράδειγμα: Ζίγκμουντ Φρόιντ
Διαπροσωπική ευφυΐα: ικανότητα αναγνώρισης και εκμετάλλευσης των συναισθημάτων των άλλων. Παράδειγμα: Μαχάτμα Γκάντι
Φυσιογνωστική ευφυΐα: επιτρέπει τη διάκριση, ταξινόμηση και χρήση στοιχείων του φυσικού κόσμου. Παράδειγμα: Δαρβίνος
Κοινωνική νοημοσύνη: η ιδιαίτερη ικανότητα του ατόμου να κατανοεί τα συναισθήματα, τις προθέσεις και τις ανάγκες των άλλων, καθώς και να συνεργάζεται μαζί τους αρμονικά και χωρίς εντάσεις. Η κοινωνική νοημοσύνη φαίνεται ότι εξασφαλίζει στο άτομο τη δυνατότητα να επηρεάζει τις αποφάσεις των άλλων και να προβλέπει κοινωνικές συνέπειες.
της Κατερίνας Χτενέλη 
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος