Έλα και πάλι απ’ την αρχή ας ξανααγαπηθούμε
ας βρούμε αυτό που μας πονάει βαθιά και μας δονεί
ας ξαναζήσουμε μαζί όλη την ηδονή
τον τρόμο και την έκσταση που μια ζωή ποθούμε.
Έτσι, ως πρωτόγονοι, άπληστα στα μάτια ας κοιταχθούμε
με αλαλαγμούς βαρβαρικούς χαμένους στη σιωπή
ας πούμε αυτό που βιάζεται ο πόθος μας να πει
κι από τη νέα μας επαφή ας ξαναγεννηθούμε.
Τα σώματά μας να χυθούν στην άγρια προσταγή
πέρα από τα όρια που η γη μας δίνει, ν’ απλωθούμε,
να πλανηθούμε στο άπειρο μια δίδυμη κραυγή.
Κι απ’ τη μανία στην άκρατη ευδαιμονία να μπούμε
προς ένα χρόνον άχρονον, σε μια άναρχη κραυγή
πριν από το χθες κι απ’ το αύριο μετά: ας ξανααγαπηθούμε.
Μανδραγόρας, τχ. 37, Νοέμβριος 2007
\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\
Φίλος είναι μα νευριάζει απερίσκεπτα καθώς
δηλώνω συγγενής των Απάτσι, των Τσερόκι, των Σαγιέν.
Από την Τσικοντότσκα στο Μπάφαλο περπάτησα και δεν
γνωρίζω αν γυρίσω πίσω· λίγα τα ψωμιά μου, άλλο φως
δεν υπάρχει πάρεξ των παιδικών χρόνων εκείνο
που μιλούσε με τη σελήνη με τους γρύλους με τη σιγή,
σταυροπόδι ο καπνός χάιδευε τον ήλιο και των σπαρτών τη γη
για λίγο μόνο κόκκινα μπαϊράκια, παιχνίδι πες, στον αχινό
του βάθους μάς έριξαν. Α, φίλε, πόσο φαρμάκι έχει το Ουράνιο
του χώματός μας που σκεπάζει όσια κόκκαλα, βακούφια ιερά
κι ανώνυμα – για να κομπάζεις τώρα εσύ πατριώτης φανερά
επαγγελματίας μα τίποτε άλλο ωραίο δίκαιο ή σπάνιο
( Τώρα του κόσμου οι άποικοι ανελέητα μας ντουφεκίζουν·
θαρρείς στα ξένα οι μάνες φοβισμένα πίτσκα νανουρίζουν ).
Χαιρετισμοί, 1999
Από την Μαρία Υψηλάντη
Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πεπος.
ας βρούμε αυτό που μας πονάει βαθιά και μας δονεί
ας ξαναζήσουμε μαζί όλη την ηδονή
τον τρόμο και την έκσταση που μια ζωή ποθούμε.
Έτσι, ως πρωτόγονοι, άπληστα στα μάτια ας κοιταχθούμε
με αλαλαγμούς βαρβαρικούς χαμένους στη σιωπή
ας πούμε αυτό που βιάζεται ο πόθος μας να πει
κι από τη νέα μας επαφή ας ξαναγεννηθούμε.
Τα σώματά μας να χυθούν στην άγρια προσταγή
πέρα από τα όρια που η γη μας δίνει, ν’ απλωθούμε,
να πλανηθούμε στο άπειρο μια δίδυμη κραυγή.
Κι απ’ τη μανία στην άκρατη ευδαιμονία να μπούμε
προς ένα χρόνον άχρονον, σε μια άναρχη κραυγή
πριν από το χθες κι απ’ το αύριο μετά: ας ξανααγαπηθούμε.
Μανδραγόρας, τχ. 37, Νοέμβριος 2007
\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\
δηλώνω συγγενής των Απάτσι, των Τσερόκι, των Σαγιέν.
Από την Τσικοντότσκα στο Μπάφαλο περπάτησα και δεν
γνωρίζω αν γυρίσω πίσω· λίγα τα ψωμιά μου, άλλο φως
δεν υπάρχει πάρεξ των παιδικών χρόνων εκείνο
που μιλούσε με τη σελήνη με τους γρύλους με τη σιγή,
σταυροπόδι ο καπνός χάιδευε τον ήλιο και των σπαρτών τη γη
για λίγο μόνο κόκκινα μπαϊράκια, παιχνίδι πες, στον αχινό
του βάθους μάς έριξαν. Α, φίλε, πόσο φαρμάκι έχει το Ουράνιο
του χώματός μας που σκεπάζει όσια κόκκαλα, βακούφια ιερά
κι ανώνυμα – για να κομπάζεις τώρα εσύ πατριώτης φανερά
επαγγελματίας μα τίποτε άλλο ωραίο δίκαιο ή σπάνιο
( Τώρα του κόσμου οι άποικοι ανελέητα μας ντουφεκίζουν·
θαρρείς στα ξένα οι μάνες φοβισμένα πίτσκα νανουρίζουν ).
Χαιρετισμοί, 1999
Από την Μαρία Υψηλάντη
Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πεπος.