Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

2.3.16

Tαλεϋράνδος ο μεγαλύτερος διπλωμάτης όλων των εποχών.

Ταλεϋράνδος 

 Charles Maurice de Talleyrand ( 1754-1838 , Γάλλος Υπουργός Εξωτερικών)

Γάλλος διπλωμάτης και κατά καιρούς υπουργός Εξωτερικών, που υπηρέτησε με επιτυχία μια σειρά από διαφορετικά καθεστώτα, ξεκινώντας από την περίοδο της βασιλείας του Λουδοβίκου XVI, συνεχίζοντας στη Γαλλική επανάσταση και στην εποχή του Ναπολέοντα και κατέχοντας υψηλές θέσεις μέχρι τον Λουδοβίκο XVIII και τον Λουδοβίκο-Φίλιππο. Θεωρείται ο πιο ικανός διπλωμάτης στην Ευρωπαϊκή ιστορία.


Ποτέ να μη μιλάς άσχημα για τον εαυτό σου.


Οι γυναίκες μπορεί να συγχωρέσουν κάποιον που εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία, ποτέ όμως κάποιον που την έχασε.


Ο πλούτος δεν αλλάζει τους ανθρώπους, απλώς ρίχνει τις μάσκες τους.


Το να είσαι μέσα στον κόσμο, τι ενόχληση! Το να μην είσαι, τι δράμα!


Συγχωρώ τους ανθρώπους όταν δεν συμφωνούν με την άποψή μου, αλλά δεν τους συγχωρώ όταν δεν συμφωνούν με τη δική τους.


Με φοβίζει περισσότερο ένας στρατός από 100 πρόβατα που τα οδηγεί ένα λεοντάρι παρά ένας στρατός 100 λεονταριών που τα οδηγεί ένα πρόβατο.


Η ομιλία δόθηκε στον άνθρωπο για να κρύβει τις σκέψεις του.


Κανένας αποχαιρετισμός στον κόσμο δεν είναι τόσο βαρύς, όσο ο αποχαιρετισμός της δύναμης της εξουσίας.


Να μην εμπιστεύεσαι τις πρώτες αυθόρμητες αντιδράσεις. Είναι σχεδόν πάντα λάθος


Για να κάνεις καριέρα, πρέπει να φοράς όλο γκρίζα, να είσαι πάντα στη σκιά, να μη δείχνεις πρωτοβουλία.


Όταν κάτι είναι αυτονόητο, γίνεται ακόμα πιο αυτονόητο όταν το λέμε.


Η φήμη ενός ανδρός είναι όπως η σκιά του. Γιγαντιαία όταν προηγείται αυτού και πυγμιαία όταν έπεται.


Η τέχνη της πολιτικής είναι να προβλέπεις το αναπόφευκτο και να επισπεύδεις την εμφάνιση του.


Ένας παντρεμένος με παιδιά θα έκανε τα πάντα για το χρήμα.


Δεν έμαθαν τίποτα, δεν ξέχασαν τίποτα.
(για τους Βουρβόνους, τη δυναστεία των Γάλλων βασιλιάδων)


Θέλεις ν’ ανέβεις ψηλά; Κάνε εχθρούς!
(συμβουλή προς τον νεαρό Θιέρσο, μετέπειτα Πρόεδρο της Γαλλίας)


Προπαντός, όχι ζήλο.


Το καθήκον μας ως άνθρωποι είναι να συνεχίζουμε σαν να μην υπήρχαν όρια στις δυνατότητές μας.


Μα, παντού όπου κάθομαι, εκεί είναι η τιμητική θέση.
(προς μια οικοδέσποινα που δεν τον έβαλε να καθίσει στην τιμητική θέση ενός τραπεζιού)


Όποιος δεν έχει ζήσει στα χρόνια γύρω στο 1789, δεν ξέρει τι θα πει ωραία ζωή.
(1789: η χρονιά της Γαλλικής Επανάστασης)


Όταν η κοινωνία είναι ανήμπορη να δημιουργήσει κράτος, τότε το κράτος πρέπει να δημιουργήσει κοινωνία.


Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει λιγότερο αριστοκρατικό αίσθημα από τη δυσπιστία.      

Από την Ιαπωνία με αγάπη. Το βιβλίο του Μαξιλαριού Σέϊ Σόναγγον

Ημερολογιακές μινιατούρες που μας έρχονται από τα βάθη του γιαπωνέζικου έτους 1000. Η κυρία των Τιμών της πριγκίπισσας Σάντακο μας μυεί στην ομορφιά του κόσμου
ΣΕΊ΄ ΣΟΝΑΓΚΟΝ

Το μάτι της βελόνας Στο τέλος της πρώτης χιλιετίας το ιαπωνικό έθνος, έχοντας πλέον αφομοιώσει τις ποικιλότροπες επιρροές που δέχθηκε από την ηπειρωτική Ασία (Κίνα), διέρχεται μια περίοδο εξωτερικής ειρήνης και σταθερότητας ­ η κυριαρχία των σαμουράι απλώνεται σε όλο σχεδόν το αρχιπέλαγος. Βέβαια δεν λείπουν στο εσωτερικό οι εμφύλιες διαμάχες μεταξύ των διαφόρων φατριών ενώ σημειώνεται και μια, αποτυχημένη ωστόσο, απόπειρα εισβολής κινέζων πειρατών στο νησί Κιούσου, στον Νότο. Εχει αρχίσει η περίοδος Χεϊάν, που ανάμεσα στα άλλα θα φέρει μια πρωτόγνωρη άνθηση των ιαπωνικών γραμμάτων. Η περίοδος αυτή, που σημαδεύεται από πολλά μεγάλα ονόματα της τέχνης, θα περάσει στην Ιστορία ως η χρυσή εποχή της λογοτεχνίας στη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου και προηγείται κατά πολύ της αντίστοιχης δυτικής. Η λογοτεχνία εκείνης της εποχής είναι μια καθαρά αυλική λογοτεχνία. Η εξήγηση απλή: καθώς τέσσερα από τα συνολικά οκτώ υπουργεία ασχολούνται αποκλειστικά με τις υποθέσεις του παλατιού, γίνονται πόλος έλξης για τη χρυσή νεολαία της εποχής, τους γόνους της υψηλής αριστοκρατίας, οι οποίοι διαγκωνίζονται για την εύνοια του καμπάκου, ενός αντιβασιλέα, δηλαδή, που διαχειριζόταν για λογαριασμό του αυτοκράτορα τις κρατικές υποθέσεις (οι αυτοκράτορες συνήθως ήσαν αμούστακα παιδιά που γίνονταν έρμαια στα χέρια μεγαλύτερων συγγενών, οι οποίοι διέθεταν ισχυρότερα ερείσματα στο παλάτι και η δύναμη των οποίων εδραζόταν στις αυλικές ραδιουργίες). Μπορεί η ζωή του παλατιού να υπαγόταν σε μια φαινομενικά πολύ αυστηρή εθιμοτυπία, εξασφάλιζε όμως στις κυρίες των Τιμών και στους άλλους αυλικούς αρκετή ελευθερία.



Τα αριστοκρατικά στρώματα περνούσαν τις ημέρες τους καλλιγραφώντας πνευματώδεις επιστολές, τις οποίες στη συνέχεια, προτού τις παραλάβει ο αγγελιοφόρος, έδεναν σε ένα κλαράκι από τα φυτά του κήπου. Τέτοιου είδους χαριτωμένα λογοπαίγνια απαιτούσαν άριστη γνώση και χειρισμό της ιαπωνικής γλώσσας και στην ουσία αποτελούσαν τον προθάλαμο της σοβαρής λογοτεχνίας.
Το θρησκευτικό πνεύμα που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή ήταν του βουδισμού κυρίως και του ταοϊσμού, δογμάτων που έχαιραν μεγάλης εκτίμησης και είχαν διαδοθεί στην αριστοκρατία της Ιαπωνίας μέσα από τη μελέτη των έργων της κινεζικής γραμματείας. Η συνύπαρξη αυτών των δύο φιλοσοφικών ρευμάτων έδινε στους ανθρώπους της περιόδου Χεϊάν την πεποίθηση για τη μεταβατική και πρόσκαιρη φύση της ζωής και για τη βαθύτερη συγγένεια όλων των όντων, που βρίσκονται σε συνεχή συνδιαλλαγή μέσω της διαδικασίας της μετεμψύχωσης. Αυτή η ρομαντική και αισθαντική διάθεση, ωστόσο, η μπολιασμένη από μια λεπτή μελαγχολία για τη μοίρα του ανθρώπου, δεν ήταν αρκετή για να εξουδετερώσει την εύθυμη, αισιόδοξη και επίμονη ιδιοσυγκρασία ενός λαού που έμαθε να παλεύει με τις αντιξοότητες της φύσης και της ζωής και να βγαίνει νικητής. Ετσι η τέχνη του ευ ζην αποθεωνόταν στους κόλπους της αριστοκρατίας, όχι μόνο με την εξεζητημένη λεπτότητα της ενδυμασίας, των γεύσεων, των ερωτοτροπιών και των ηδονών αλλά και με τις παλατιανές μηχανορραφίες που καταγράφονταν, όπως και όλες σχεδόν οι εκδηλώσεις της αυλής, από τις κυρίες των Τιμών. Τις πληροφορίες τους τις αντλούσαν όχι μόνο από τα κουτσομπολιά με φιλενάδες τους αλλά και από τα κρεβάτια των ισχυρών πατρόνων τους στα οποία ξάπλωναν συστηματικά. Ετσι η λογοτεχνία της περιόδου Χεϊάν είναι μια κατά βάση γυναικεία λογοτεχνία.
Οι γυναίκες συγγραφείς ήσαν ιδιαίτερα εξοικειωμένες όχι μόνο με τον χειρισμό των ιαπωνικών αλλά και των κινεζικών, στα οποία ασκούνταν από μικρή ηλικία, αντιγράφοντας το ύφος των δοκιμιογράφων. Και καθώς οι άντρες συνάδελφοί τους απορροφήθηκαν σιγά σιγά σε μακροσκελείς μεγαλόπνοες ποιητικές συνθέσεις, επηρεασμένες από τον κινεζικό τρόπο, άφησαν ελεύθερο σε αυτές το πεδίο της πεζογραφίας.
Κορυφαία θέση ανάμεσα σε αυτά τα ημερολόγια (νίκι) που συνέγραψαν γυναίκες κατέχει ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας το οποίο μπορεί να θεωρηθεί υπόδειγμα ύφους και λεπτών ψυχολογικών παρατηρήσεων: το «Γκέντζι Μονογκάταρι» («Μυθιστόρημα του Γκέντζι») της κυρίας Μουρασάκι Σικίμπου, κυρίας των Τιμών στην υπηρεσία της πριγκίπισσας Σάντακο. Η Μουρασάκι διεξέρχεται σε αυτό το κείμενο, που χρονολογείται γύρω στο 1009, τις ερωτικές περιπέτειές της με ένα γόη και καρδιοκατακτητή της αυλής, τον πρίγκιπα Γκέντζι. Ο κόσμος που ζωγραφίζει μπορεί να είναι υποκριτικός, ανάλγητος και σκληρός, η περιγραφή του όμως γίνεται με εξαιρετική διακριτικότητα και ελαφράδα. Κοντά στο ύφος, στο ήθος αλλά και στη λογοτεχνική αξία του τοποθετείται και το «Βιβλίο του Μαξιλαριού» της Σέι Σοναγκόν. Σε αυτό το Κρυφό ημερολόγιό της η μαθήτρια της κυρίας Μουρασάκι, που επίσης χρημάτισε κυρία των Τιμών της πριγκίπισσας Σάντακο, περιγράφει τη ζωή των απομακρυσμένων από την πρωτεύουσα κρατικών υπαλλήλων και στην πιο μικρή ακόμη λεπτομέρειά της.
Σε αυτό το «απόλυτο βιβλίο» καταγράφονται κυριολεκτικά τα πάντα: οι εποχές και τα μετεωρολογικά φαινόμενα που τις συνοδεύουν, τα δέντρα, τα φυτά, τα ζώα, τα πουλιά, τα έντομα, τα μουσικά όργανα, τα έπιπλα, τα σπίτια, τα τραγούδια, οι προσευχές, οι τελετές. Αλλά το βάρος δίνεται στους ανθρώπους και στις σχέσεις που αναπτύσσουν μεταξύ τους. Τα λεπτομερή και εξαντλητικά ψυχολογικά πορτρέτα τους συνοδεύονται από μακροσκελείς και σχολαστικές περιγραφές της ενδυμασίας, των συνηθειών, των ιδιοτροπιών και του τρόπου ζωής τους. Στις σελίδες του βιβλίου της μπλέκονται οι ζωές και η μοίρα αυλικών και παρακατιανών, εμπόρων και πολεμιστών, έτσι που ο αναγνώστης έχει την εντύπωση ότι έχει μπροστά του όχι τόσο ένα πανόραμα των ανθρώπων της εποχής όσο μια σύνοψη χαρακτήρων και συμπεριφορών που χαρακτηρίζουν το ανθρώπινο γένος στο σύνολό του.
Ηπαρατήρηση της Σέι Σοναγκόν είναι αρκετά κοφτερή, χωρίς ωστόσο να γίνεται πικρόχολη. Δεν είναι όμως λίγες και οι φορές που η κυρία των Τιμών της πριγκίπισσας Σάντακο γίνεται αυτοκριτική αλλά και αποκαλυπτική του χαρακτήρα και των προτιμήσεών της. Μιλά συχνά για τα πράγματα που τη σαγηνεύουν: την ευωδιά του λιβανιού, τη μυρωδιά του πολυκαιρισμένου ρούχου στην παλιά κασέλα, τη μεθυστική οσμή των δαδιών μέσα στον βραδινό αέρα, τη χαρακτηριστική αίσθηση που αφήνουν στα ρουθούνια μετά το πέρασμα των βοδιών τα λουριά που τα ζεύουν στα αμάξια. Εχουμε έτσι μπροστά μας ολοζώντανη τη μορφή της: μιας λυγερής και αισθαντικής κοπέλας του Χοκουσάι ή του Ουταμαρό που χαμογελάει αινιγματικά, μισοχαμένη στους ίσκιους ενός χλοερού πολύχρωμου κήπου, που κρατάει ένα ανθισμένο κλωνάρι μυγδαλιάς και είναι ντυμένη τη χαρακτηριστική ενδυμασία των δεσποινίδων των Τιμών: μακριά ζακέτα με ουρά και φόρεμα σε απαλό πράσινο χρώμα. Ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι η Σέι Σοναγκόν (το πρώτο συνθετικό του ονόματός της προέρχεται από τον κινεζικό χαρακτήρα που εκφράζει την ιδέα της αγνότητας και το δεύτερο είναι αξίωμα της αυλής, σημαίνει ίσως «τρίτος υφυπουργός») επηρεάστηκε από το έργο του κινέζου ποιητή Λι Τσανγκ-Γιν (813-858). Κάποιοι άλλοι πιστεύουν ότι το Κρυφό ημερολόγιο αντανακλά την επίδραση του περίφημου συμπατριώτη του Πο Κιου-γι (772-846), του οποίου στίχους αγαπούσε να παραθέτει η Σέι Σοναγκόν στα γραφτά της. Οποια και να 'ναι η αλήθεια, όμως, το γεγονός παραμένει ένα: έχουμε να κάνουμε με ένα κείμενο άκρως ποιητικό που μυεί τον αναγνώστη στην ομορφιά του κόσμου. Και με τα μικρά και ασήμαντα, ή αυτά που εμείς νομίζαμε για τέτοια, φωτίζει με ένα διαφορετικό φως την αέναη περιπέτεια του ανθρώπου πάνω στη Γη. Φως το οποίο έχει την ίδια διαύγεια με εκείνο που αρκετούς αιώνες αργότερα θα ρίξουν μέσα από τις σελίδες τους τα βιβλία του Λα Μπριγέρ, του Μοντεσκιέ και βεβαίως οι Επιστολές μιας άλλης μεγάλης κυρίας των γραμμάτων, της μαντάμ Ντε Σεβινιέ.
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ ΦΟΥΤΖΙ ΤΟΜΟ ΚΑΖΟΥ

Από την Ιαπωνία με αγάπη. Μουρασάκι Σικίμπου.

Μουρασάκι Σικίμπου

 Σικίμπου (紫式部)
Η Μουρασάκι Σικίμπου (ιαπ. 紫式部, τέλη του 10ου αιώνα στο Κιότο - αρχές του 11ου αιώνα) ήταν συγγραφέας και κυρία της αυτοκρατορικής αυλής στην Ιαπωνία της εποχής Χεϊάν. Είναι η συγγραφέαςΑπό τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μουρασάκι του Γκέντζι Μονογκατάρι (Ιστορίες του πρίγκηπα Γκέντζι), του πρώτου σημαντικού μυθιστορήματος του απω-ανατολικού κόσμου και αριστουργήματος της κλασικής ιαπωνικής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Σήμερα δεν υπάρχει σχεδόν καμία ακριβής πηγή πληφοριών για τη ζωή της Μουρασάκι Σικίμπου και γι' αυτό συχνά μόνο υποθέσεις είναι δυνατές.

Προέλευση του ονόματος
Το πραγματικό όνομά της είναι άγνωστο, όπως και πολλά άλλα στοιχεία από τη ζωή της και για το πώς έλαβε το όνομα Μουρασάκι Σικίμπου (Βιολέττα της τελετουργίας) υπάρχουν διάφορες θεωρίες. Το βέβαιο είναι πως καταγόταν από ένα λιγότερο σημαντικό και λογοτεχνικά δραστήριο παρακλάδι της τότε πανίσχυρης οικογένειας Φουτζιβάρα. Στην αρχή ζωής της στην αυλή πήρε το όνομα Το νο Σικίμπου (藤の式部) πιθανότατα επειδή ο πατέρας και αργότερα και ο αδερφός της κατείχαν θέσεις στο Γραφείο Τελετουργιών.
Ο χαρακτήρας κάντζι 藤, ο οποίος διαβάζεται στα σινο-ιαπωνικά ως το, στην ανάγνωση κουν μπορεί να σημαίνει φούτζι. Αυτό αποτελεί ένδειξη για την καταγωγή της Σικίμπου από την οικογένεια Φουτζιβάρα (藤原), καθώς το φούτζι εκτός από πρώτη συλλαβή του οικογενειακού ονόματος, σημαίνει μεταφρασμένο και γλυστίνα, το οικόσημο της πατριάς Φουτζιβάρα.
Για την προέλευση του ονόματος Μουρασάκι υπάρχουν διάφορες θεωρίες. Σύμφωνα με μια, σχετίζεται με ένα γνωστό ποίημα από το Κοκίν-βακασού (Συλλογή παλιών και νέων ποιημάτων) στο οποίο αναφέρθηκε ο αυτοκράτορας Ιτσιτζό (一条天皇, 980–1011) όταν εισήγαγε τη Μουρασάκι στην αυλή. Θα μπορούσε όμως να σχετίζεται και με το χρώμα των ανθών της γλυστίνας (η οποία ονομάζεται και «γαλάζια βροχή» λόγω των γαλάζιων και βιολετί ανθών της), καθώς το Μουρασάκι μεταφράζεται ως βιολετί ή μωβ. Μια άλλη διαδεδομένη θεωρία αποδίδει το όνομα στο πιο γνωστό της έργο, το Γκέντζι Μονογκατάρι, στο οποίο η πρωταγωνίστρια ονομάζεται Μουρασάκι (νο) Ούε (紫上).
Καταγωγή και παιδική ηλικίαΈνα από τα λίγα βάσιμα στοιχεία για τη Μουρασάκι Σικίμπου είναι πως γεννήθηκε στο Χεϊάν-κιό, το σημερινό Κιότο. Ακόμη και το έτος γέννησής της είναι όμως αβέβαιο, σαν υποθέσεις βρίσκει κανείς το 970 (Τενρόκου 天禄 1), το 973 (Τεν'εν 天延 1) ή το αργότερο 978 (Τένγκεν 天元 1). Η Μουρασάκι θα μπορούσε να έχει γεννηθεί τόσο στο σπίτι του πατέρα της, Φουτζιβάρα Ταμετόκι (947 - ;), όσο και σε αυτό του παππού της, καθώς δεν ήταν ασυνήθιστο για μια γυναίκα να επιστρέφει στο σπίτι της οικογένειάς της για τη γέννηση του παιδιού της.
Επίσης άγνωστο είναι αν ο πατέρας της ήταν παντρεμένος με τη μητέρα της, επίσης μέλος των Φουτζιβάρα, καθώς την ίδια εποχή είχε παιδιά με άλλη γυναίκα και η πολυγαμία ήταν διαδεδομένη στα αριστοκρατικά στρώματα της εποχής. Όμως είναι βέβαιο πως η Μουρασάκι είχε δύο αδέρφια, μια μεγαλύτερη αδερφή και το μικρότερο αδερφό Νομπουνόρι (974-1011), κατά τη γέννηση του οποίου η μητέρα τους μάλλον πέθανε.
Φαίνεται να κληρονόμησε τη λογοτεχνική της κλίση από την πλευρά της μητέρας της, αν και από την πλευρά του πατέρα της διαδέχτηκε μια γραμμή δώδεκα προγόνων ιδιαίτερα προικισμένων στη λογοτεχνία και τα γράμματα. Ο προπαππούς της, Φουτζιβάρα Κανεσούκε (877-933), είχε συμπεριληφθεί στο Σαντζούροκασεν (三十六歌仙, Συλλογή έργων 36 ποιητών) και ο πατέρας της ήταν διάσημος για την εξαιρετική του ικανότητα στην κινέζικη γραφή.
Οι λιγοστές πηγές για την παιδική ηλικία της Μουρασάκι προέρχονται από μεμονωμένες αναφορές σε ημερολόγια. Είναι πιθανό να έμενε στο σπίτι του παππού της Ταμενόμπου, μέχρι που αυτός εισήλθε στην τάξη των ιερέων, οπότε και να μετακόμισε στον πατέρα της. Το γεγονός όμως πως κατά την παιδική της ηλικία ο πατέρας της έκανε μαθήματα κινεζικών σπουδών (λογοτεχνία και γραφή) στη Μουρασάκι και τον αδερφό της αποδυναμώνει αυτή την υπόθεση. Εκείνη την εποχή ήταν μάλλον ασυνήθιστο για κορίτσια να λάβουν εκτεταμένη παιδεία. Μια επιφανειακή γνώση λογοτεχνίας και τεχνών θεωρούνταν αρκετή και γι' αυτό το υψηλό επίπεδο παιδείας που έλαβε η Μουρασάκι μέσω των κοινών μαθημάτων με τον αδερφό της ήταν εκτός του κοινωνικού κανόνα.
Ενήλικη ζωή Το 996 ο πατέρας της Μουρασάκι διορίστηκε διοικητής στην επαρχία Ετσιζέν (σημερινός νομός Φουκούι. Έτσι δόθηκε στη Μουρασάκι η τότε σπάνια ευκαιρία να βγει από την πρωτεύουσα, καθώς ως κόρη καλής οικογένειας της ήταν απαγορευμένα τα ταξίδια αναψυχής.
Ενάμιση χρόνο μετά η Μουρασάκι επέστρεψε στο Κιότο και νυμφεύθηκε το 998 ή 999 τον Φουτζιβάρα Νομπουτάκα (藤原宣孝, 952–1001), έναν εξάδελφο τετάρτου βαθμού, ο οποίος είχε ήδη ενήλικα παιδιά την εποχή του γάμου. Το 999 γεννήθηκε η κόρη της Μουρασάκι, Κατάκο, η οποία έγινε αργότερα γνωστή ως Ντάινι (νο) Σάνμι (大弐三位, 999–1077). Σύμφωνα με μη επιβεβαιωμένες υποθέσεις, η Κατάκο ενδέχεται να ολοκλήρωσε το Γκέντζι Μονογκατάρι μετά το θάνατο της μητέρας της. Το 1001 πέθανε ο σύζυγός της Νομπουτάκα και το φθινόπωρο του ίδιου έτους πιθανώς η Μουρασάκι ξεκίνησε τη συγγραφή του Γκέντζι Μονογκατάρι.
Η ζωή στην αυλή Η Μουρασάκι εισήλθε στην υπηρεσία της αυτοκράτειρας Τζοτόμον'ιν (上東門院, 988-1074, γνωστή και ως Φουτζιβάρα νο Σόσι, κόρη του Μιτσινάγκα) την 29η ημέρα του 12ου μήνα του δεύτερου έτους Κανκό (寛弘二).
Αυτό ήταν φυσικά μεγάλη τιμή, ωστόσο η Μουρασάκι πήγε απρόθυμα στην αυλή και μετά από μικρό διάστημα επέστρεψε στο σπίτι της καθώς η ζωή στην αυλή ήταν διαφορετική από την εικόνα που είχε αποκτήσει από αφηγήσεις. Οι άνθρωποι της αυλής ήταν κριτικά διακείμενοι απέναντί της και ισχυρίζονταν επιπλέον πως ο πατέρας της ήταν αυτός που σκέφτηκε τη δράση του Γκέντζι Μονογκατάρι και πως η Μουρασάκι απλά την κατέγραψε και τη διάνθισε. Παρόλο που οι άλλοι αυλικοί τη μισούσαν, τη μείωναν και την πλήγωναν, παρέμεινε στην αυλή με την παράκληση της αυτοκράτειρας ως κυρία της αυλής στην υπηρεσία της. Ο αυτοκράτορας Ιτσιτζό (一条天皇, 980-1011) επίσης την υποστήριξε και τη θεωρούσε τόσο ευφυή ώστε να δηλώσει πως η Μουρασάκι έχει διαβάσει το Νιχόνγκι, ένα από τα δύο αρχαία έργα της ιαπωνικής ιστορίας, γραμμένο σε κλασσικά κινεζικά. Η ιδιαιτερότητα ήταν πως οι γυναίκες της εποχής δεν μπορούσαν να διαβάσου και να γράψουν κινεζικά αλλά χρησιμοποιούσαν τη λεγόμενη γραφή γυναικών (όνα-ντε).
Υπήρχε και άλλη μια αυλική για την οποία ήταν γνωστό ότι μπορούσε να χειριστεί την κινεζική γραφή, η Σέι Σόναγκον (清少納言, 966; - 1025;), συγγραφέας του Μακούρα νο Σόσι (枕草子, Βιβλίο του μαξιλαριού), η οποία ήταν εξοικειωμένη με την αυλική ζωή, ήταν προκλητική και γεμάτη αυτοπεποίθηση. Η Σέι Σόναγκον διέσυρε το σύζυγο της μικρής ετεροθαλούς αδερφής της Μουρασάκι επειδή αυτός, ως υπάλληλος της αυλής, είχε συντάξει ένα κείμενο με ιδιαίτερη δυσανάγνωστη γραφή. Επίσης κακολογούσε τον αποθανόντα σύζυγο της Φουτζιβάρα Νομπουτάκα. Η Μουρασάκι, η οποία μάλλον υπερτερούσε στην ευχέρειά της στα κινεζικά, είχε σουφρώσει τη μύτη και στο ημερολόγιό της ποτέ δεν αναφέρθηκε ευνοϊκά για αυτή.
Ένας άλλος λόγος για την αμοιβαία αντιπάθεια ήταν πως υπηρετούσαν στην ακολουθία διαφορετικών αυτοκράτειρων. Η πρώτη και έτσι η τυπικά ιεραρχικά ανώτερη σύζυγος του Ιτσιτζό ήταν η αυτοκράτειρα Σαντάκο (ή Τεϊσι, 定子, 977-1000) στις οποίας την ακολουθία ανήκε η Σέι Σόναγκον. Εκείνη την εποχή όμως η εξουσία ήταν στα χέρια των Φουτζιβάρα και κυρίως του Φουτζιβάρα Μιτσινάγκα. Όταν κατάφερε να κάνει την κόρη του αυτοκράτειρα εξασφάλισε ότι αυτή θα ήταν που θα ήταν ιεραρχικά ανώτερη. Αυτό ήταν ένα βαρύ χτύπημα για την αυτοκράτειρα Σαντάκο και την ακολουθία της και έτσι δεν ήταν ευνοϊκά διακείμενοι απέναντι στη νέα αυτοκράτειρα και την ακολουθία της.
Η Μουρασάκι επένδυσε πολύ χρόνο στη συγγραφή του Γκέντζι Μονογκατάρι αλλά ταυτόχρονα έπρεπε να ανταπεξέλθει και στις υποχρεώσεις της στην αυλή. Έπρεπε να μάθει να παίζει το Κότο, να εξασκείται στην καλλιγραφία και να διασκεδάζει την αυτοκράτειρα. Εισήγαγε την αυτοκράτειρα όχι μόνο στα έργα που συνιστούσαν οι υπουργοί και ο αυτοκράτορας, αλλά κρυφά και συλλογές ποιημάτων, όπου η Μουρασάκι έβλεπε τη δυνατότητα να διαμορφώσει από την αυτοκράτειρα μια γυναίκα με υψηλές ηθικές προσδοκίες, πράγμα το οποίο ενέκρινε ο πατέρας της, Μιτσινάγκα. Το φθινόπωρο του 1008 άρχισε να συγγράφει το Μουρασάκι Σικίμπου νίκι (紫式部日記), το οποίο περιέγραφε τη ζωή στην αυλή και αναφερόταν στη χρονική περίοδο πριν και μετά τη γέννηση του πρίγκηπα του στέμματος Ατσουχίρα (敦成親王, αργότερα γνωστός με το όνομα Γκο-Ιτσιτζό Τενό (後一条天皇, 1008-1036). Στο ημερολόγιό της έγραφε, μέχρι την ολοκλήρωση του έργου, τις σκέψεις της για εκδηλώσεις, γεγονότα και τη γνώμη της για τις άλλες κυρίες της αυλής.
Πιθανόν η Μουρασάκι να έφυγε για κάποιο διάστημα από την αυλή το 1011, καθώς έπρεπε να αντιμετωπίσει το θάνατο του αγαπημένου της αδερφού Νομπουνόρι. Το πότε επέστρεψε στην αυλή και το πως διαμορφώθηκε η ζωή της από τότε έως το θάνατό της δεν έχει αποσαφηνιστεί.
Μετά το θάνατό της
Το έτος θανάτου της Μουρασάκι είναι άγνωστο και εικάζεται πως ήταν το 1014 (Τσόβα 長和 3), το 1016 (Τσόβα 5) ή το 1025 (Μάντζου 万寿 2). Πιθανότερο είναι το 1016, μιας και ο πατέρας της έγινε μέλος σε ένα βουδιστικό μοναστήρι το ίδιο έτος, ίσως λόγω του πένθους του για το θάνατο της Μουρασάκι και του αδερφού της.
Ο τάφος της Μουρασάκι Σικίμπου υποτίθεται πως βρίσκεται νότια του Μπιακουγκό-ιν, ενός μοναστηριού ουρίν-ιν του Κιότο και δυτικά του τάφου του Τακαμούρα νο Όνο (篁小野, αυλικός, ποιητής και λόγιος, 802–853).
Επιρροή Η Μουρασάκι θεωρείται ως ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα της ιαπωνικής λογοτεχνίας. Σε όλη την Ιαπωνία έχουν τοποθετηθεί αγάλματα προς τιμή της και τα έργα της είναι σημαντικό κομμάτι της ιαπωνικής παιδείας. Το χαρτονόμισμα των 2000 γιέν που εκδόθηκε τον Ιούλιο του 2000 αναπαριστά στην πίσω πλευρά μια σκηνή από το Γκέντζι Μονογκατάρι και κάτω δεξιά τη Μουρασάκι Σικίμπου.
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ ΦΟΥΤΖΙ ΤΟΜΟ ΚΑΖΟΥ.

1.3.16

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΛΟΓ ΖΑΝ ΝΤ' ΑΡΚ ΝΤΑΚΟΥΛΑ

ΑΡΧΑΙΑ ΙΑΠΩΝΙΑ από 600-1.300 μ.χ.

 Η ΙΣΤΟΡΙΑ  ΤΗΣ ΙΑΠΩΝΙΑΣ (ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΑΝΑΤΕΛΟΝΤΟΣ ΗΛΙΟΥ) από την πολιτισμική όσμωση του 6ου. μ.Χ.αιώνα έως και την απόκρουση της Μογγόλικης απειλήςστα τέλη του 13ου μ.Χ αιώνα
      Σταχυολόγηση σημαντικών Ιστορικών στιγμών από: 600-800 μ.Χ 
  • Στα τέλη του 6ου αιώνα οι Ιάπωνες ασπάζονται το βουδισμό
Το 752 μ.Χ εγκαινιάζουν ναό με τεράστιο άγαλμα του Βούδα σε μια τελετή που συμβολικά εντάσσει τη χώρα στον πολιτισμένο κόσμο. 
Σε σχετικά σύντομο διάστημα η Ιαπωνία περνά από την πρωτόγονη κατάσταση σε ένα στάδιο αναπτυγμένου πολιτισμού, αφομοιώνοντας στοιχεία των αναπτυγμένων λαών. 
Τα Ιαπωνικά νησιά κατοικήθηκαν τουλάχιστον από το 10.000 π.Χ αλλά ο πρώτος πολιτισμός εμφανίστηκε το 8.000 π.Χ. Οι Τζομόν ζούσαν στη λίθινη εποχή και επιβίωναν από το κυνήγι, το ψάρεμα και τη συλλογή κοχυλιών, ενώ είχαν εξημερώσει το σκύλο. Πιθανόν ο πολιτισμός των Τζομόν συνέπεσε με την άφιξη των Αϊνού που κατέλυσαν στο Χοκάιντο. Και οι 2 λαοί ήταν άγνωστης προέλευσης. Οι επόμενοι μετανάστες ήταν σχεδόν σίγουρα μογγολικής καταγωγής και απ’ το 300 π.Χ ο πολιτισμός των Γιαγιόι αντικαθιστά αυτόν των Τζομόν. Οι Γιαγιόι ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι γεωργοί που γνώριζαν την κατεργασία του σιδήρου και χρησιμοποιούσαν τον κεραμικό τροχό. Στα μέσα του 3ου αιών διενεργούσαν ανταλλαγές προϊόντων με την Ασιατική ήπειρο και οι ταξικές διακρίσεις ήταν ήδη έντονες.
Το 300 μ.Χ ο πολιτισμός των Γιαγιόι παραχωρεί τη θέση του στο λεγόμενο πολιτισμό των Τύμβων. 
Κατά τον 3ο αιώνα μια φυλή που είχε ως προστάτιδα τη θεά του ήλιου Αματεράσου μετανάστευσε από την Κυοσού στη Χονσού, στην πεδιάδα Γιαμάτο (κοντά στη σημερινή Οσάκα. Εκεί με τη δύναμη των όπλων ή με συμμαχίες με άλλα σημαντικά γένη, επέκτειναν βαθμιαία την κυριαρχία τους στη δυτική Ιαπωνία και ίδρυσαν αυτοκρατορία υπό τη δυναστεία της γενιάς του ήλιου που βασίλευσε χωρίς διακοπή ως τις μέρες μας. 
Η βασιλική οικογένεια συνδέθηκε με τον Σιντοϊσμό, στον οποίο ο θάνατος ήταν εστία μόλυνσης. Ο βασιλιάς είχε θεϊκή καταγωγή αλλά όχι και απόλυτη εξουσία. Ήταν ο 1ος μεταξύ ίσων απειθάρχητων φύλαρχων. 
Οι φύλαρχοι ασκούσαν εξουσία σε ομάδες που ονομάζονταν Ούτζι και ήταν αυτάρκεις κοινότητες. Στην προσπάθεια δημιουργίας πιο συγκεντρωτικής εξουσίας προβάλει το συμβούλιο του κράτους που συμμετείχαν οι πιο δυνατοί αρχηγοί Ούτζι. 
Συχνά ανταγωνιστικά Ούτζι συγκρούονταν για να επιβάλλουν υποψήφιο αυτοκράτορα της αρεσκείας τους, ενώ συχνές ήταν και οι δολοφονίες αυτοκρατόρων. 
Οι Ιάπωνες αρκετές φορές επενέβαιναν στα εσωτερικά της Κορέας παίρνοντας το μέρος ενός εκ των τριών αντιμαχόμενων βασιλείων. 
Τον 4ο αιώνα υιοθετούν την Κινέζικη γραφή δια μέσου της Κορέας, ενώ ο βουδισμός εισέρχεται στη χώρα με πολλές παλινδρομήσεις. 
Ο αυτοκράτορας Σοτόκου έθεσε τη χώρα σε μια χωρίς προηγούμενο στη παγκόσμια ιστορία, πορεία δανεισμού πολιτιστικών επιτευγμάτων. Ο βουδισμός είχε το προβάδισμα στα θρησκευτικά ζητήματα και ο κομφουκιανισμός στα κοσμικά. 
Το 604 μ.Χ ο διάδοχος Σοτόκου θεσπίζει το σύνταγμα των 17 αρχών που αποτελεί την πρώτη προσπάθεια για εφαρμογή ηθικού κώδικα συμπεριφοράς των υπαλλήλων και τη δημιουργία ιδεολογικής βάσης διακυβέρνησης. 
Το 607 μ.Χ εγκαινιάζει αποστολές από και προς την Κίνα από ανθρώπους της τέχνης και μελετητών του βουδισμού και του κομφουκιανισμού. 
Το 622 μ.Χ ο διάδοχος Σοτόκου πεθαίνει. 
Το 645 μ.Χ δολοφονούνται οι Σόγκα που στην ουσία κυβερνούσαν την Ιαπωνία και ενθρόνιζαν τον αυτοκράτορα της αρεσκείας τους. Έτσι ο πρίγκιπας Νάκα νο Ογιέ γίνεται αυτοκράτορας Τενταί. 
Το 646 μ.Χ ανακηρύσσεται έτος του μεγάλου ανασχηματισμού με πρότυπο για την εξουσία το σύστημα της δυναστείας Τανγκ στην Κίνα. 
Επίσης σχηματίζεται κεντρική κυβέρνηση και αφαιρείται η εξουσία από τα Ούτζι. Η γη παραδίδεται στο στέμμα για να μοιραστεί στους χωρικούς και στους δούλους. Ωστόσο, οι περισσότεροι ευγενείς κράτησαν την ιδιοκτησία τους ενώ οι χωρικοί φορολογήθηκαν τόσο βαριά που κατέληξαν και πάλι δουλοπάροικοι. 
Το 702 μ.Χ θεσπίζεται ο κώδικας Ταϊχό αποτελούμενος από 2 μέρη: 1ον Διοικητικούς θεσμούς. 2ον Ποινικό κώδικα, συντάχθηκε με βάση τα κινέζικα πρότυπα. Αλλά αντίθετα από την Κίνα στους διοικητικούς κλάδους, προτεραιότητα είχε η υπηρεσία στη θρησκεία που ασχολούνταν με το σιντοϊσμό και ακολουθούσε η υπηρεσία του κράτους ελεγχόμενη από το μεγάλο συμβούλιο. 
Η Ιαπωνία διαιρέθηκε σε επαρχίες, διαμερίσματα, χωριά και καλύβες, ενώ η διοίκηση στελεχώθηκε με κριτήριο την καταγωγή κι όχι αξιοκρατικά. 
Στον ποινικό κώδικα οι ποινές ήταν: 1. Ραβδισμός, 2. Καταναγκαστικά έργα (1-3 έτη), 3. εξορία, 4. Θάνατος. 
Η Νάρα υπήρξε η πρώτη πραγματική πόλη και σχεδιάστηκε σαν μικρό αντίγραφο της πρωτεύουσας Τσανγκαν των Τανγκ. Στην εποχή της βουδισμός και σιντοϊσμός συνυπάρχουν αρμονικά και ακμάζουν αμφότεροι. Γίνονται πρόοδοι σε τέχνες και φιλολογία, γλυπτική, ζωγραφική, ποίηση. Ειδικά στην ποίηση το 760 μ.Χ εκδόθηκε η ανθολογία Μανγιοσού (συλλογή 10.000 φύλλων) με 4.500 ποιήματα στα οποία αντανακλώνται όλες οι τάξεις της χώρας. 
Θέση της Νάρα στην Ιαπωνία 
Ωστόσο, ενώ η Νάρα ευημερεί, οι αγρότες υποφέρουν και η θέση τους επιδεινώνεται όταν ο βουδιστικός κλήρος εξαιρείται από τη φορολογία. Ο βουδιστικός κλήρος αυξάνει τον πλούτο του και τη δύναμή του για εξουσία. 
Το 784 μ.Χ η Νάρα παύει να είναι η πρωτεύουσα λόγω του φόβου της άρχουσας τάξης για την αυξανόμενη δύναμη του βουδιστικού κλήρου και η πρωτεύουσα μεταφέρεται στο Κιότο για την επόμενη χιλιετία.
Κάποια συμπεράσματα:
Στην Ιαπωνία οι επιρροές από τον κινέζικο πολιτισμό είναι παραπάνω από εμφανείς σε όλα τα επίπεδα. Το αλφάβητο αποτελεί κινέζικο δάνειο. Επίσης η θρησκεία του βουδισμού εισάγεται και συνυπάρχει αρμονικά με το Σιντοϊσμό, αλλά ακόμα και στο σύστημα διακυβέρνησης πρότυπο αποτελεί ο κομφουκιανισμός. Όλα αυτά όμως αφομοιώθηκαν από τους Ιάπωνες βάζοντας πάντα και τη δική τους σφραγίδα. 
Στα επιτεύγματα της χώρας ανήκουν το σύνταγμα των 17 αρχών του διάδοχου Σουτόκου και ο κώδικα Ταϊχό που περιλαμβάνει τη διοικητικούς θεσμούς και ποινικό κώδικα.
Σταχυολόγηση σημαντικών Ιστορικών στιγμών από:  800-1.000 μ.Χ
Η νησιώτικη απομόνωση της Ιαπωνίας συνέβαλε στην ειρήνη και στην ιδιαιτερότητα της πολιτιστικής εξέλιξης. Σε καιρούς βαρβαρότητας στην Ασιατική ήπειρο, η Ιαπωνία ήταν ένα ειρηνικό και ευγενικό βασίλειο. Επιπλέον απεξαρτάται από τις ξένες επιρροές και διαμορφώνει τη δική της μορφή πολιτισμού.
Οι αιώνες μεταξύ 800-1200 μ.Χ αποτελούν περίοδο μεγάλων επιτευγμάτων. 
Από τον 9ο αιώνα οι επαφές με την Κίνα περιορίζονται. Η Ιαπωνία απαλλάσσεται σταδιακά από τις κινέζικες πολιτικές δομές για να υιοθετήσει το δικό της σύστημα. Η αριστοκρατία της γης μαζί με μια τάξη επαρχιακών πολεμικών αρχόντων κυριάρχησαν πάνω στην αυτοκρατορία, για να περιορίσουν την επιρροή του καθεστώτος στην πρωτεύουσα. 
Μεταξύ των πολιτιστικών επιτευγμάτων συγκαταλέγονται: η ξεχωριστή αισθητική, νέοι τρόποι έκφρασης στην δική της γλώσσα, ανάπτυξη της φιλολογίας και των τεχνών και η συγχώνευση του βουδισμού με το σιντοϊσμό.
Το 793 μ.Χ υπό τον αυτοκράτορα Καμού η πρωτεύουσα μεταφέρεται στο Χεϊάν Κύο (σημερινό Κιότο), που αποτελεί αριστούργημα  αρχιτεκτονικής. 
Στην διοίκηση υπήρχε το μεγάλο συμβούλιο του κράτους, που συμπεριλάμβανε πρωθυπουργό, υπουργούς και συμβούλους τριών βαθμίδων. 
Αργότερα η οικογένεια Φουτζιμάρα αποκτά μεγάλη δύναμη κι ο ρόλος του συμβουλίου περιορίζεται. Δημιουργούνται τα αξιώματα του αντιβασιλέα και του καγκελάριου που ήταν κληρονομικά. Σε αντίθεση με την Κίνα τα αξιώματα αποκτιούνταν με κριτήριο την καταγωγή και όχι αξιοκρατικά.
Η διακυβέρνηση του Καμού υπήρξε αυταρχική. Περιόρισε την κοσμική εξουσία των βουδιστών και φρόντισε για την αύξηση των εσόδων του κράτους. 
Στα τέλη του 8ου αιώνα υποτάσσει την ανεξάρτητη φυλή των Αινού. 
Ο γιος του Καμού, Σάγκα ιδρύει την αυτοκρατορική αστυνομία, αλλά κατόπιν παραιτείται. Γενικά 19 από τους 30 διαδόχους του Καμού παραιτήθηκαν εθελοντικά από το θρόνο λόγω των βαριών ευθυνών. 
Στην πραγματικότητα, η οικογένεια Φουτζιμάρα ήταν η ισχυρότερη και πλουσιότερη της χώρας και ασκούσε την εξουσία, προμηθεύοντας τους αυτοκράτορες με συζύγους και παλλακίδες. Σταδιακά όλη η αυτοκρατορική γη πέρασε στα χέρια των γαιοκτημόνων. 
Στην ύπαιθρο δεν έλειπαν οι ληστείες και οι εξεγέρσεις. Οι συνηθισμένες ποινές για τους ενόχους ήταν ραβδισμός, καταναγκαστικά έργα, εξορία, θάνατος. Ωστόσο οι εγκληματίες που μετάνιωναν μπορούσαν συνήθως να αποφύγουν την ποινή ζητώντας το έλεος του δικαστηρίου. 
Το 894 μ.Χ οι σχέσεις Ιαπωνίας και Κίνας διακόπηκαν για πέντε αιώνες. 
Το 926 μ.Χ το Ασιατικό βασίλειο Πο Χάι καταλαμβάνεται από τους Χιτάν και διακόπτει τις επαφές του με την Ιαπωνία. 
Από τα μέσα του 11ου αιώνα ο έλεγχος των Φουτζιμάρα πάνω στους αυτοκράτορες εξασθενεί.
Το 1068 μ.Χ ανέρχεται στο θρόνο ο ανεξάρτητος αυτοκράτορας Γκυ Σαντζέ, που προβαίνει στην κατάσχεση κτημάτων. 
Ο γιος του Σιγκαβάρα, ενισχύει ακόμα περισσότερο την αυτοκρατορική εξουσία. Για να το επιτύχει υιοθετεί την άσκηση της εξουσίας από τα παρασκήνια, καθώς γίνεται μοναχός σε μοναστήρι. Επίσης για να απομακρύνει τους Φουτζιμάρα περνά την εξουσία στην πατρική γραμμή. Κατόπιν προσλαμβάνει συμβούλους του γένους Μιναμότο.  
Ωστόσο στα μέσα του 12 αιώνα λήγει η περίοδος των μοναχών αυτοκρατόρων και η εξουσία περνά πάλι στα γένη.
Αξιοσημείωτο είναι πως η ποίηση αποτελούσε μέρος της καθημερινής κοινωνικής ζωής και του τελετουργικού.Οι διασημότερες γυναίκες ποιήτριες υπήρξαν η κυρία την τιμής Σουαγκόν με αρκετά προκλητικό και αισθησιακό ύφος. Όπως και η επίσης κυρία της τιμής, αλλά πιο δειλή στο γράψιμο Μουρασάκι Σικίμπου. Μάλιστα το βιβλίο της Μουρασάκι «Η αφήγηση του Γκέντζι»
θεωρήθηκε από μερικούς λόγιους ως το πρώτο μυθιστόρημα του κόσμου, αλλά και το μεγαλύτερο έργο ολόκληρης της ιαπωνικής λογοτεχνίας.
Στο κοινωνικό επίπεδο, οι αγρότες αποτελούσαν τη μόνη παραγωγική τάξη, αλλά αντιμετωπίζονταν με μεγάλη περιφρόνηση. Την εποχή του Χεϊάν η διάκριση μεταξύ ελευθέρων αγροτών και δούλων είχε εξαφανιστεί και υπήρχαν μόνο δουλοπάροικοι. Οι μάζες γενικά ζούσαν μέσα στην αθλιότητα. 
Οι γυναίκες κατείχαν κατώτερη θέση και ο ρόλος τους ήταν να υπηρετούν τον άντρα, αλλά μπορούσαν να κατέχουν περιουσία. 
Το πανεπιστήμιο της Χεϊάν προπαρασκεύαζε ευγενείς για τις κρατικές θέσεις αλλά αργότερα παρήκμασε και εγκαταλείφθηκε. Οι ευγενείς ίδρυσαν δικές τους ιδιωτικές σχολές.
Ο Σαϊτσό δημιουργεί τη βουδιστική αίρεση Τεντάι που θα εξελιχθεί στην ισχυρότερη και θα προσελκύσει λαϊκές μάζες.. Επίσης ο Κόνκαϊ θα δημιουργήσει την βουδιστική αίρεση Σινγκόν. 
Ο βουδισμός επηρέασε τη Χεϊάν, επιβάλλοντας την καύση των νεκρών, την απαγόρευση της κρεοφαγίας και συχνά αντικατέστησε την ποινή του θανάτου με την εξορία. 
Τον 10 αιώνα η εμφάνιση της λατρείας γύρω από την «άμωμη χώρα» του Βούδα Αμύντα έγινε η πιο δημοφιλής σε όλες τις τάξεις. Καθώς πρέσβευε πως όλοι οι άνθρωποι που έχουν αισθήματα έχουν θέση στον παράδεισο
Ωστόσο την αρμονία ανάμεσα στις θρησκείες διαδέχεται η διαπάλη μεταξύ αιρέσεων που θα δημιουργήσουν πανίσχυρους στρατούς και θα προβούν στη λεηλασία των αντιπάλων τους. 
Μεταξύ των ετών 981-1185 μ.Χ από το όρος Χιέν θα προβούν σε επιθέσεις εναντίον της κυβέρνησης και θα πολιορκούν τα ανάκτορα. 
Από τον 11ο αιώνα αρχίζει η εποχή των φεουδαρχικών Σογκούν που θέτει τέρμα στην ειρήνη και στη γαλήνη της εποχής Χεϊάν.  
Το 1180 μ.Χ το γένος Μιναμότο μετά από πενταετή μάχη εκμηδενίζεται από το αντίπαλο γένος Τάιρα. Οι νικητές επιτρέπουν στον αυτοκράτορα να διατηρήσει το θρόνο του, ενώ ο ηγέτης τους Μιναμότο Γιοριτόμο εγκαθιστά κυβέρνησή σε παραλιακή επαρχία.
Κάποια συμπεράσματα:
Η Ιαπωνία μετά την περίοδο επιρροής και πολιτιστικών δανείων από τον κινέζικο πολιτισμό, εισέρχεται σε περίοδο απομόνωσης. Αυτό έχει σαν συνέπεια την ειρηνική αυτόνομη ανάπτυξή της σε περιόδους που στον υπόλοιπο κόσμο επικρατούσε η βία και οι πόλεμοι. 
Σαν κοινωνία παρουσίαζε τεράστιες αντιθέσεις. Έτσι ενώ η πρωτεύουσα Χεϊάν Κύο ανθεί και οι τέχνες μεγαλουργούν (αρχιτεκτονική, ποίηση κ.λ.π), στην ύπαιθρο οι αγρότες αν και ήταν η ραχοκοκαλιά της χώρας, αντιμετωπίζονταν με περιφρόνηση και επιβίωναν δύσκολασε βαθμό που να μετατραπούν σε δουλοπάροικους. 
Στην κορυφή της ιεραρχίας έχουμε μια διαπάλη μεταξύ αυτοκρατόρων και ισχυρών γενών, όπως οι Φουτζιμάρα, οι Μιναμότο και οι Τάιρα. Επίσης καθοριστικό ρόλο παίζει η θρησκεία κι ενώ από τη μια μεριά συνέβαλε στη μετατροπή της ποινής του θανάτου σε εξορία από την άλλη η δημιουργία αιρέσεων με ιδιωτικούς στρατούς, αποτελεί παράγοντα αποσταθεροποίησης. Από τον 11ο αιώνα, όταν η αυτοκρατορία παρακμάζει έχουμε την εμφάνιση των φεουδαρχικών Σογκούν.
    Σταχυολόγηση σημαντικών Ιστορικών στιγμών από 1.000-1.300 μ.Χ 
Το 1.185 μ.Χ διαδραματίστηκε η ναυμαχία στο στενό της Τανούρα, μεταξύ των 2 σημαντικότερων γενών της Ιαπωνίας Τάιρα και Μιναμότο, με νίκη των δεύτερων. Το γεγονός επιφέρει την άνοδο μιας νέας οικογένειας στην εξουσία και την ριζική αλλαγή στον τρόπο διακυβέρνησης, το σύστημα αξιών των κυβερνώντων, την κατανομή του πλούτου, ακόμη και τις θρησκευτικές πρακτικές. Η απεριόριστη αυτοκρατορική εξουσία μετατοπίζεται στους πολεμικούς αρχηγούς των επαρχιών και η πολεμική αρετή γίνεται αξία σημαντικότερη της καταγωγής.
Το βασικό αγροτικό προϊόν της Ιαπωνίας είναι το ρύζι, του οποίου η πληθωρική καλλιέργεια βοηθά στην αντιμετώπιση του προβλήματος της μειωμένης αγροτικής γης (μόνο το 1/6 του εδάφους προσφέρονταν για καλλιέργεια). Το ρύζι αποτελεί βάση της οικονομίας και η πλειονότητα του πληθυσμού αποτελεί αυτοσυντηρούμενους αγρότες. Η καλλιεργήσιμη γη είχε χωριστεί σε μεγάλες ιδιοκτησίες, που άνηκαν στην αριστοκρατία, την αυτοκρατορική οικογένεια, τους μεγάλους ναούς και τα μοναστήρια. Οι ιδιοκτήτες γης ζούσαν κατά κανόνα στην πρωτεύουσα Κιότο και έπαιρναν μερίδιο από το ρύζι που παρήγαγαν οι εκτάσεις τους, είτε χρήματα από την πώλησή του. Οι πραγματικοί διαχειριστές αυτών των εκτάσεων ήταν οι ισχυροί τοπικοί άρχοντες – μέλη κάποιου πολεμικού γένους, Τάιρα ή Μιναμότο. Δεν ήταν απλά έμμισθοι διαχειριστές αλλά αναλάμβαναν και την άμυνα της περιοχής, ενώ στις ειρηνικές περιόδους ασκούσαν διοικητικά καθήκοντα, επέβαλαν την τάξη και ήταν υπεύθυνοι για την απονομή δικαιοσύνης. Η δύναμη και η εξουσία τους ήταν τελικά πολύ μεγαλύτερη από αυτή των τυπικών ιδιοκτητών.
Οι πρόγονοι του τελευταίου αυτοκράτορα Αντόκου, που σκοτώθηκε στη ναυμαχία της Νταννούρα (σε ηλικία 7 ετών), είχαν κυβερνήσει τη χώρα για 1.000 έτη. Τα τελευταία 400 απ’ αυτά, στην περίοδο Χεϊάν, η Αυλή και οι μεγάλες αριστοκρατικές οικογένειες είχαν έδρα το Κιότο. 
Τον 12ο αιώνα η αριστοκρατία κατέληξε βαθμιαία να εξαρτάται από τα 2 πανίσχυρα γένη, Τάιρα και Μιναμότο. Στην πρωτεύουσα είχαν καθήκον να προστατεύουν τον αυτοκράτορα και να επιβάλλουν ειρήνη. Στην ύπαιθρο να καταπνίγουν τις τοπικές εξεγέρσεις και να προστατεύουν τις μεγάλες γαιοκτησίες.
Η αριστοκρατία προσέβλεπε για την προστασία της στους πολεμιστές τους οποίους αντιμετώπιζε με περιφρόνηση. Ωστόσο, πριν το τέλος του αιώνα η εξουσία «γλίστρησε» βαθμιαία στα χέρια των πολεμιστών.
Ήδη στα μέσα του 12 αιώνα, ο αυτοκράτορας είχε γίνει συμβολική μάλλον μορφή. Είχε γίνει κανόνας να παραιτείται όποιος μονάρχης ήθελε να παίξει ενεργό πολιτικό ρόλο και να κινεί τα νήματα από τα παρασκήνια. Όμως η συνύπαρξη με το συνήθως νεαρής ηλικίας διάδοχο, συχνά οδηγούσε σε συγκρούσεις ανάμεσα στις διάφορες φατρίες της Αυλής για την πραγματική εξουσία, ανάμεσα σε παλιό και νέο αυτοκράτορα.
Δίπλα στους πόλους εξουσίας αναπτύχθηκε μια πανίσχυρη και δυσκίνητη γραφειοκρατία. Οι πιο σημαντικές θέσεις μεταβιβάζονταν από πατέρα σε γιο και οι προαγωγές εξαρτιόνταν κυρίως από την ύπαρξη ισχυρών προστατών. Η ζωή αυτής της αυστηρά κυριαρχικής γραφειοκρατίας ρυθμίζονταν από ένα αυστηρό και άκαμπτο πρωτόκολλο που καθόριζε σχεδόν τα πάντα. 
Στα πνευματικά ζητήματα, οι Ιάπωνες ήταν πάντα ελαστικοί και ανεκτικοί. Ο βουδισμός διαδόθηκε από την Ινδία μέσω της Κίνας και έγινε επίσημη θρησκεία τον 8ο αιώνα, χωρίς όμως ποτέ να αντιμετωπιστεί ως η μοναδική αυθεντική θρησκεία. Η συνύπαρξη με το σιντοϊσμό υπήρξε πάντοτε αρμονική, ενώ απήχηση είχε και ο ηθικός κώδικας του κομφουκιανισμού. Ωστόσο, οι βουδιστικοί ναοί κυριαρχούσαν στο θρησκευτικό κατεστημένο. Οι ηγούμενοι συμμετείχαν ενεργά στην πολιτική ζωή, οι μοναχοί και οι μοναχές ήταν συνήθως ευγενείς – ακόμη και αυτοκράτορες – ενώ τα μεγάλα κτήματα τους εξασφάλιζαν άφθονο πλούτο. Παράλληλα είχαν ιδιωτικούς στρατούς από πολεμιστές – μοναχούς. Αυτοί οι στρατοί όταν θίγονταν τα συμφέροντα του μοναστηριού δεν δίσταζαν να βαδίσουν εναντίον της πρωτεύουσας, να συγκρουστούν με τον τακτικό στρατό ή να επιτεθούν στους μοναχούς άλλου θρησκευτικού ιδρύματος.
Με την απώλεια του ελέγχου της χώρας απ’ την Αυλή, οι χωρίς πόρους στρατιώτες επιδίδονταν σε ληστείες και οι ακτές ήταν γεμάτες πειρατές. Στην ύπαιθρο κυριαρχούσαν οι ισχυροί τοπικοί άρχοντες, που ενδιαφέρονταν περισσότερο για τη συγκέντρωση κύρους και πλούτου παρά για την εκτέλεση των δημόσιων καθηκόντων τους. Επίσης ισχυρίζονταν ότι είχαν πριγκιπική καταγωγή. Πολλοί απ’ αυτούς τους πρώην ευγενείς – ανάμεσα τους πολλοί Τάιρα και Μιναμότο – επέλεγαν το στρατιωτικό επάγγελμα και γίνονταν σαμουράι, δηλαδή πολεμιστές που ζούσαν με έναν κώδικα συμπεριφοράς βασισμένο στην πειθαρχία, την αυτοθυσία και το θάρρος.
Για ένα διάστημα τα 2 ισχυρά γένη συνυπήρχαν ανταγωνιστικά, επιδιώκοντας την προστασία της Αυλής, αλλά μια σειρά από σύντομες πλην όμως ιδιαίτερα βίαιες συγκρούσεις τους έκαναν εχθρούς. Στην δεκαετία του 1150 μ.Χ η Αυλή είχε διαιρεθεί σε δύο εχθρικά στρατόπεδα. Οι Τάιρα επικράτησαν συντρίβοντας τους Μιναμότο, σε βαθμό που πίστευαν ότι δε θα ξανασήκωναν κεφάλι. Κατόπιν οι Τάιρα εγκαταστάθηκαν στο Κιότο ως κύριοι, διορίζοντας στις βασικές θέσεις συγγενείς και στέλνοντας οπαδούς τους να διοικήσουν τις επαρχίες.
Όμως, οι Μιναμότο ανασυγκροτούνται από τον Μιναμότο Γιοριτόμο, στις επαρχίες της ανατολικής Ιαπωνίας. Το 1.180 μ.Χ βαδίζουν εναντίον των Τάιρα κι όταν συντρίβονται ο Γιοριτόμο καταφέρνει να διαφύγει στη χερσόνησο Άπυα. Εκεί δημιουργεί βάση και προχωράει σε ανασυγκρότηση, αποκαθιστά επαφές με παλιούς οπαδούς των Μιναμότο και κερδίζει την υποστήριξη των αντιπάλων των Τάιρα. Κατόπιν, επιλέγει την πόλη Καμακούρα, που βρίσκεται εκτός εμβέλειας των Τάιρα, 480 χλμ από το Κιότο, και το 1.180 μ.Χ μπαίνει στην πόλη με 27.000 άντρες. Οι πολεμικοί αρχηγοί που συντάχθηκαν μαζί του το έκαναν μάλλον από συμφέρον. Πριν το τέλος του 1.180 μ.Χ νικά μια δύναμη των Τάιρα και προχωρά σε συμφιλίωση παλιών ανταγωνιστών. Για να εξασφαλίσει την πίστη και να επιβάλει την τάξη ανάμεσα στους οπαδούς του, συγκροτεί τη στρατιωτική υπηρεσία σαμουράι – ντοκόρο (υπηρεσία πολεμιστών).
Μεταξύ 1.181-1.183 μ.Χ συγκροτεί βαθμιαία τη διοίκηση της Καμακούρα και σταθεροποιεί τον έλεγχο των Μιναμότο στις ανατολικές επαρχίες. Ταυτόχρονα κερδίζει ολοένα και περισσότερο την υποστήριξη των ευγενών του Κιότο, που επιθυμούν να απαλλαγούν από τους Τάιρα. Όταν αποκτά την υποστήριξη της Αυλής προτείνει τη διαίρεση της αστυνόμευσης της Ιαπωνίας, με τους Τάιρα ως προστάτες της Δύσης και τους Μιναμότο προστάτες της Ανατολής. Η Αυλή δέχεται την πρόταση αλλά οι Τάιρα την απορρίπτουν.
Στο τέλος του 1.183 μ.Χ οι Τάιρα αντιλαμβανόμενοι την αυξανόμενη υποστήριξη προς τους Μιναμότο εγκαταλείπουν μαζικά το Κιότο προς τα δυτικά οχυρά τους, παίρνοντας μαζί τους τον ανήλικο αυτοκράτορα Αντόκου και τα αυτοκρατορικά εμβλήματα. Κατόπιν ο τέως αυτοκράτορας Γκι-Σάρακα τους κηρύσσει παράνομους και καλεί το Γιοριτόμο να τους καταδιώξει. Ο αδελφός του Γιοριτόμο, Γιοσιτσούνα, τους συντρίβει στη ναυμαχία της Ντανούρα.
Μετά το γεγονός αυτό, στο Γιοριτόμο δόθηκε η ανώτατη εξουσία των ενόπλων δυνάμεων και του χορηγούνται εξουσίες για την εδραίωση και τη διατήρηση της ειρήνης. Έτσι η χώρα τίθεται υπό τον έλεγχο στρατιωτικής ολιγαρχίας. Ο Γιοριτόμο εκτιμά τη μόρφωση και προσλαμβάνει πολλούς από τους καλύτερους αυλικούς αξιωματούχους στο επιτελείο του στην Καμακούρα. Εφαρμόζει τις παραδόσεις και φημίζεται για την ευθυκρισία και τη δικαιοσύνη του. Επεκτείνει τους αποδοτικούς διοικητικούς και νομικούς μηχανισμούς σε όλη τη χώρα. Από την κατανομή της εξουσίας ωφελούνται τόσο το Κιότο όσο κι η Καμακούρα. Έτσι κερδίζει την εμπιστοσύνη των ιερέων, των μοναχών και των πολεμικών γενών.
Το 1.192 μ.Χ ο αυτοκράτορας απονέμει στον Γιοριτόμο τον τίτλο Σεϊταϊσογκούνο στρατάρχης που υπέταξε τους βαρβάρους»).
Το 1.199 μ.Χ ο Γιοριτόμο πεθαίνει πάνω στο αποκορύφωμα της δόξας του. Όμως το σύστημα που δημιούργησε επέζησε διαμορφώνοντας την πολιτική και την κουλτούρα της Ιαπωνίας στους κατοπινούς αιώνες.

Μετά το θάνατο του Γιοριτόμο, η εξουσία περνάει στα χέρια της χήρας του Μασάκο, η οποία αποδεικνύεται το ίδιο αν όχι περισσότερο ικανή στην διακυβέρνηση με τον άντρα της. Διορίζει βογκούν ένα παιδί της και αντιβασιλιά της κυβέρνησης της Καμακούρα τον αδελφό της. Μετά το θάνατο του τελευταίου, η αντιβασιλεία έγινε κληρονομικό αξίωμα και παρέμεινε στα χέρια της οικογένειας Χότζα επί έναν και επιπλέον αιώνα. Οι Χατζή αν και σύμμαχοι των Μιναμότο ήταν στην πραγματικότητα Τάιρα. Στα ανώτατα κυβερνητικά κλιμάκια η ιεραρχία διαμορφώθηκε ως εξής.:
  1. Ο αυτοκράτορας ήταν αρχηγός του κράτους, αλλά ουσιαστικά είχε ρόλο θρησκευτικού αρχηγού.
  2. Ο παραιτημένος αυτοκράτορας ακολουθούσε και προήγαγε τα συμφέροντα του αυτοκρατορικού οίκου.
  3. Ο σογκούν κατείχε πολλές διοικητικές αρμοδιότητες και ήταν ο επικεφαλής της στρατιωτικής κυβέρνησης της Καμακούρα.
  4. Ο αντιβασιλιάς ήταν ο άνθρωπος που στην πραγματικότητα ασκούσε την εξουσία.
Το 1.221 μ.Χ ο τέως αυτοκράτορας Γκι – Τάμπα συγκροτεί δικό του στρατό, με στόχο την αποκατάσταση της κυριαρχίας του αυτοκρατορικού οίκου. Μαζί του συντάσσονται επαρχιακά μοναστήρια με μεγάλο αριθμό μοναχών-πολεμιστών. Καταγγέλλει τον αντιβασιλιά Χότζο ως αντάρτη και καλεί την χώρα να τον υποστηρίξει. Η εξέγερση καταπνίγεται και ο αυτοκράτορας, ο τέως αυτοκράτορας και πολλά μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας εξορίζονται σε μακρινά νησιά. Κατόπιν ο αντιβασιλιάς, επιστρέφοντας στην Καμακούρα εξορίζει ή εκτελεί όσους διαφωνούντες είχαν εμπλακεί στην εξέγερση και κατάσχει τα κτήματά τους. Αυτή η κίνηση κατάσχεσης έγινε σε μια κρίσιμη περίοδο, καθώς τα κτήματα μοιράζονται στον αυξανόμενο πληθυσμό πολεμιστών, ώστε να εξασφαλιστεί η νομιμοφροσύνη τους. Επίσης ένα ένοπλο τμήμα εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα Κυότο.Από πολιτιστική άποψη οι 2 κοινωνίες φαίνεται να ανήκουν σε διαφορετικούς κόσμους. Η Καμακούρα βασίζεται στις παραδοσιακές στρατιωτικές αξίες και δεν επεδείκνυε αγάπη για την πολυτέλεια. Στο Κυότο οι αριστοκράτες αγαπούσαν τα ωραία πράγματα, τις πολυτελείς ενδυμασίες, τις γιορτές, τα συμπόσια και τους ποιητικούς διαγωνισμούς. Περιφρονούσαν ως βάρβαρους τους πολεμιστές της Καμακούρα αλλά τους αναγνώριζαν την καλή διακυβέρνηση. Στην Καμακούρα οι αποφάσεις παίρνονταν συλλογικά και τα διατάγματα ψηφίζονταν ομόφωνα. Την πολιτική της Καμακούρα εφάρμοζαν οι υπάλληλοι του μπακούφου που περιόδευαν τη χώρα.
Το 1.232 μ.Χ το συμβούλιο του κράτους εκδίδει το έγγραφο που έγινε γνωστό ως Τυπικό Τζούι, μια συλλογή κανόνων, συστάσεων και πρακτικών νόμων. Βασίζονταν στις αρχές του Γιοριτόμο για την απονομή δικαιοσύνης στους βασάλους του. Τώρα ακόμα κι ο πιο ταπεινός χωρικός έλπιζε σε δίκαιη μεταχείριση, καθώς δεν ήταν πια δεμένος σ’ ένα συγκεκριμένο κομμάτι γης. Μπορούσε να το πουλήσει και να μετοικήσει σε μια νέα περιοχή που ξεχερσώθηκε γη για καλλιέργεια.
Κιότο και Καμακούρα, αλληλεπιδρούν το ένα στην άλλη και την αμοιβαία περιφρόνηση βαθμιαία αντικατέστησε ένα αίσθημα σεβασμού. Οι πολεμιστές Καμακούρα εδραιώθηκαν ως νέα άρχουσα τάξη και αναπτύχθηκε ένα νέο είδος λογοτεχνίας, που εκθείαζε τα κατορθώματα των σαμουράι. Οι αγράμματοι σαμουράι δεν άργησαν να μάθουν γραφή και ανάγνωση. Οι νεώτερες γενιές της κάστας των πολεμιστών άρχισαν να επιδιώκουν την πολυτέλεια. Οι τεχνίτες γνώρισαν ευημερία χωρίς προηγούμενο. Αυξήθηκαν οι παραγγελίες προς τους γλύπτες ξύλινων αγαλμάτων, που οι πλούσιοι πρόσφεραν στους ναούς, γεγονός που προκάλεσε αναγέννηση στη γλυπτική. Επίσης η ζωγραφική έγινε ζωντανή και ρεαλιστική. Η τάξη των εμπόρων ανέρχεται και το 1.251 μ.Χ ο αντιβασιλιάς ιδρύει ξεχωριστή εμπορική συνοικία και δίνει στους εμπόρους το αποκλειστικό δικαίωμα να οργανώνουν αγορές. Οργανώνονται εμπορικές ενώσεις ή συντεχνίες γνωστές ως ΖΑ. Παράλληλα ανθεί το εξωτερικό εμπόριο, καθώς βουδιστές Ιάπωνες μοναχοί συμβάλουν στη δημιουργία καλύτερων σχέσεων με τη νότια Κίνα των Σονγκ. Όμως η αυξανόμενη ζήτηση ειδών πολυτελείας δύσκολα μπορούσε να ικανοποιηθεί από μια περιορισμένη αγροτική οικονομία.
Το 1.257 μ.Χ η περιοχή της Καμακούρα συγκλονίζεται από ισχυρό σεισμό και 2 χρόνια αργότερα ξεσπά μια επιδημία και ένας λιμός. Εμφανίζεται έλλειψη εργατικών χεριών, σε βαθμό που δόθηκε αμνηστία σε φυλακισμένους για να δουλέψουν. Επίσης το Κυότο βρίσκεται στα πρόθυρα της αναρχίας.
Ξεσπούν συγκρούσεις μεταξύ μοναστηριών και αυτοκρατορικού οίκου και κατά την περίοδο της μεγάλης πείνας επενέβη η Καμακούρα για να σώσει την Αυλή.
Εμφανίζονται νέες απλοποιημένες μορφές βουδισμού και νέες αιρέσεις.: Το 1.175 μ.Χ εμφανίζεται η αίρεση της άμωμης γης, που ανησυχεί σοβαρά τον ορθόδοξο βουδιστικό κλήρο. Το 1.201 μ.Χ ο κλήρος πείθει τον αυτοκράτορα και εξορίζει τον αρχηγό της αίρεσης ενώ αποκεφαλίστηκαν μερικοί από τους πιο εξέχοντες πιστούς. Ωστόσο, η αίρεση επέζησε και έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της θρησκευτικής ζωής της Ιαπωνίας. Άλλη διαδεδομένη μορφή βουδισμού υπήρξε το Ζεν. Ο επίσημος κλήρος πυρπόλησε αρκετά μοναστήρια της, αλλά η αίρεση άνθησε υπό την προστασία των σαμουράι. Τρίτη αίρεση ήταν αυτή του Λωτού, ιδρύθηκε από τον μοναχό Ντισίρου, που επιθυμούσε να εξαλείψει τους άλλους κλάδους.
Το 1.268 μ.Χ ο Κουμπλάι Χαν, ζητά φόρο υποτέλειας, όμως το Μπακούφου δεν καταδέχτηκε να απαντήσει.
Το 1.274 μ.Χ οι Μογγόλοι εισβάλουν στην Κυοσού, οι Ιάπωνες τους αντιμετωπίζουν ηρωικά για 2 μέρες, με μεγάλες απώλειες. Ωστόσο ξεσπά τυφώνας που καταστρέφει τη δύναμη εισβολής και περίπου 13.000 Μογγόλοι πνίγηκαν. Μετά το γεγονός, η Καμακούρα συγκροτεί μεγάλο στρατό και κατασκευάζει νέα οχυρά. Στο τέλος του 1.280 η αυτοκρατορική αυλή συνειδητοποιεί την απειλή και θέτει όλα της τα εισοδήματα στη διάθεση του μπακούφου.
Ο Κουμπλάι Χαν στέλνει δύο επιστολές που ζητά η Ιαπωνία να γίνει φόρου υποτελής και τις 2 φορές οι επιστολές καταστράφηκαν και οι απεσταλμένοι Μογγόλοι αποκεφαλίστηκαν. Έτσι το 1.280 μ.Χ 150.000 Μογγόλοι, Κινέζοι και Κορεάτες αποβιβάζονται στο Κυοσού. Ακολουθεί μάχη 50 ημερών, στη συνέχεια νέος τυφώνας καταστρέφει τους εισβολείς και οι Μογγόλοι στρέφονται σε απελπισμένη φυγή κάτω από τα βέλη των Ιαπώνων. Σύμφωνα με τους Ιάπωνες τα 4/5 των εισβολέων χάθηκαν. Ο τυφώνας ονομάστηκε καμικάζε (θεϊκός άνεμος), ενώ οι Ιάπωνες χαλάρωσαν την επαγρύπνησή τους μόλις το 1.300 μ.Χ, 6 χρόνια μετά το θάνατο του Κουμπλάι Χαν.
Όμως ο πόλεμος έριξε τη χώρα στο χάος. Οι ιερείς έγειραν αξιώσεις καθώς υποστήριζαν ότι οι προσευχές τους προκάλεσαν τον καμικάζε. Τα ταμεία ήταν άδεια και όλη η χώρα είχε φτωχύνει. Πολλοί άντρες είχαν χαθεί κι η καλλιέργεια της γης είχε ουσιαστικά σταματήσει. Η δυσαρέσκεια μεγάλωσε και βαθμιαία υπονομεύτηκε η επιρροή του μπούφου, από ευγενείς του Κιάτο και δυσπραγούντες στρατιωτικούς υποτελείς. Η διαφθορά εξαπλώνεται.
 Το 1.333 μ.Χ οι εχθροί του μπακούφου συγκροτούν συνασπισμό: δυσαρεστημένοι επαρχιακοί στρατιωτικοί άρχοντες συνωμότησαν με μέλη της αριστοκρατίας. Συγκρότησαν στρατό και βάδισαν εναντίον της Καμακούρα, κατέλαβαν και έκαψαν την πόλη. Ο τελευταίος αντιβασιλιάς Χότζο και 200 πιστοί ακόλουθοί του προτίμησαν την αυτοκτονία. Ωστόσο, το σογκουνάτο δεν έσβησε.
Ακολούθησαν 50 έτη αναταραχής και αγώνες για την εξουσία ανάμεσα στην αριστοκρατία και τοπικούς επαρχιακούς άρχοντες.
Την δεκαετία του 1.390 μ.Χ το γένος Ασικάγκα αποκτά τον έλεγχο. Αυτή τη φορά το μπακούφου κυβερνά από το Κιότο. Για μια ακόμα φορά η αυτοκρατορική Αυλή βυθίστηκε στο σκοτάδι. Η στρατιωτική εξουσία στην Ιαπωνία θα διαρκούσε πολύ.  
Κάποια συμπεράσματα:
Πριν το τέλος του 12ου αιώνα η εξουσία γλιστρά από τα χέρια της αριστοκρατίας σε αυτά των πολεμικών γενών. Τα 2 σημαντικότερα γένη υπήρξαν των Τάιρα και των Μιναμότο. Όμως η ναυμαχία στα στενά της Τανούρα το 1.185 μ.Χ καθιστά τους δεύτερους κυρίαρχους υπό την ηγεσία του Γιοριτόμο Μιναμότο. Με την εκχώρηση εξουσιών από τον αυτοκράτορα στο πρόσωπο του, η χώρα περνά υπό τον έλεγχο της στρατιωτικής ολιγαρχίας και δίπλα στο Κιότο προβάλει ως ισχυρότερος πόλος εξουσίας η Καμακούρα. Ο Γιοριτόμο εξασφάλισε αποτελεσματική διοίκηση ενώ οι απόγονοί του εκδώσαν το τυπικό Τζούι που βασίζονταν στις αρχές και φαίνεται πως ευνοούσε ακόμα και τους απλούς χωρικούς.
Πολιτισμικά, η αριστοκρατία με την πολυτέλεια και την κουλτούρα της διέφερε πολύ από τους λιτούς και πειθαρχημένους άντρες των γενών, αλλά την αρχική περιφρόνηση φαίνεται πως σταδιακά αντικατέστησε ο αμοιβαίος σεβασμός. Εξάλλου από ένα σημείο και έπειτα πρέπει να υπήρχαν και επιρροές του ενός προς τον άλλον. Στο επίπεδο της θρησκείας ο βουδισμός είναι η επίσημη αλλά όχι η μόνη αυθεντική θρησκεία της Ιαπωνίας. Η εμφάνιση όμως βουδιστικών αιρέσεων αντιμετωπίζεται με καχυποψία και εχθρότητα από τον επίσημο κλήρο.
Οι 2 εισβολές των Μογγόλων το 1.274 & 1.280 μ.Χ αντιμετωπίστηκαν, αλλά έριξαν τη χώρα στο χάος. Συνέπεια της αταξίας που ακολούθησε ήταν η δυσαρέσκεια για τους Μιναμότο και η καταστροφή της Καμακούρα από συνασπισμό εχθρών τους. Ωστόσο τα πολεμικά γένη συνέχισαν να ασκούν την εξουσία και το 1.390 εμφανίζεται το γένος των Ασικάγκα.
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ ΦΟΥΤΖΙ ΤΟΜΟ ΚΑΖΟΥ

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Δεν είναι γνωσταί με ακρίβειαν αι χρονολογίαι γεννήσεως και θανάτου του Θουκυδίδου. Κατά πάσαν πιθανότητα εγεννήθη μεταξύ 460 - 455 π.Χ. και απεβίωσε περί το 400 π.Χ.,άγνωστον πώς. Εκ του ονόματος του πατρός του, Όλορος εικάζεται ότι ήτο θρακικής καταγωγής και η μήτηρ του ήτο η Ηγησιπόλη. Είς έτερος Όλορος, βασιλεύς της Θράκης, ενεπιστεύθη την κόρην του, επίσης Ηγησιπόλη, ως σύζυγον εις τον στρατηγόν Μιλτιάδην τον Αθηναίον, δια τούτο εικάζεται ότι ήτο συγγενής εξ αγχιστείας με τον νικητήν του Μαραθώνος.

Ο Θ. ανήκε εις την μερίδα των ολιγαρχικών εκ του πατρός του όστις ήτο πλουσιώτατος εκ των ορυχείων χρυσού όπου κατείχε εν Σκαπτή Ύλη του Παγγαίου. Χορηγός γενναιόδωρος ο Όλορος του Δήμου απελάμβανε εξαιρετικού κύρους εις την πόλιν, έχων στενάς σχέσεις με τους Αθηναίους ηγέτας. Ο Θ. λοιπόν ανήκων εις τον παραλιακόν δήμον του Αλιμούντος ενεδύθη από νέος φροντισμένης μορφώσεως κατά την εποχήν εις την οποίαν μεσουράνει ο Σωκράτης. Παρά ταύτα η μόρφωσίς του εβασίσθη εις τα κελεύσματα της διδασκαλίας του μεγάλου υλιστού φιλοσόφου Αναξαγόρου και εις τας αρχάς του σοφιστού Αντιφώντος. Ούτω επεκράτησαν εις τον νούν του νεαρού Θ. αι νεωτερίζουσαι αρχαί του διαφωτισμού έναντι των συντηρητικών και ολιγαρχικών απόψεων της σχολής του Σωκράτους.
Παρά την ολιχαρχικήν και συντηρητικήν καταγωγήν του ο Θ. ήτο διαποτισμένος από τας δημοκρατικάς παραδόσεις. Συγγράφει ούτω την Ιστορίαν του συμφώνως τή αρχή του διαχωρισμού της Ηθικής από την Πολιτικήν. Εξιστορών κατ'ουσίαν πολεμικά γεγονότα, κατά βάθος αποδίδει εις τους μεταγενεστέρους την Πολιτικήν Ιστορίαν της τότε Ελλάδος με την μεγίστην γλαφυρότητα,ακρίβειαν και ουδετερότητα.
Εις δε το φιλολογικόν μέρος της συγγραφής του αλλά και εις το ύφος της παρουσιάζει σπανίαν εκφραστικήν δύναμιν εντυπωσιάζων με το δραματικόν στοιχείον κατά την αφήγησιν. Είναι λοιπόν πρότυπον πεζογραφίας και ποιητικής δράσεως σύγγραμμα ιδία εις την περίφημον περιγραφήν του λοιμού των Αθηνών. Ομιλών περί του πολέμου αποδίδει με εντέλεια το δράμα των ανθρώπων και της Ιστορίας. Η "ρητορική" δεινότης της γραφής του είναι το ίδιον τούτο όργανον της τέχνης του Γοργίου. Ούτω παρά το μονότονον εις την παρουσίασιν των πολεμικών γεγονότων, αι αναλυτικόταται παρατηρήσεις του δίδουν την πραγματικήν ερμηνείαν του ιστορικού περιβάλλοντος.
Ο Θ. εξελέγη στρατηγός το 424π.Χ. και επεφορτίσθη με το καθήκον να παρακολουθή τας κινήσεις των Σπαρτιατών εις τας αθηναϊκάς κτήσεις της Θράκης. Μετά την ταπεινωτικήν συνθηκολόγησιν της Αμφιπόλεως ήν επέβαλε ο ικανώτατος στρατηγός Βρασίδας ο Θ. κατηγορήθη διά προδοσίαν και κατεδικάσθη εις θάνατον. Αναγκασθείς να αυτοεξορισθή εις την Σκαπτήν Ύλην της Θράκης παραμένει επί 20 έτη εκεί επισκεπτόμενος κατά διαστήματα την Πελοπόννησον, την Μακεδονίαν, και την Σικελίαν όπου και τα θέατρα του πολέμου τον οποίον μετά την επιστροφήν του ήτις συνέβη μετά την πτώσιν των Τριάκοντα Τυράννων θα περιγράψη. Έργον της ζωής του λοιπόν η εξιστόρησις των γεγονότων του Πελοποννησιακού Πολέμου έως το 21ον έτος αυτού, το 411π.Χ., ο Θ. δεν διαιρεί το σύγγραμμά του αυτό εις βιβλία. Ο χωρισμός των αρχαίων γραμματικών διαιρεί την Ιστορίαν του Θ. εις 8 βιβλία με τίτλον "Θουκυδίδου Ξυγγραφή" ή "Θουκυδίδου Ιστορίαι". Επιστρέψας λοιπόν μετά την ανάκλησιν της ποινής του εις τας Αθήνας το 403 π.Χ. αντικρύζει μίαν πόλιν εντελώς κατεστραμμένην. Συντόμως επιστρέφει πάλιν εις τα κτήματά του εν Σπαπτή Ύλη όπου συνεχίζει την συγγραφήν της ιστορίας του.
Εν αντιθέσει με τον Ηρόδοτον, ο Θ. δεν δέχεται εις την ιστορίαν του την παρέμβασιν των θεών εις τα ανθρώπινα δρώμενα. Οι ηθικοί κανόνες δι' αυτόν είναι άμοιροι της ιστορίας και των εξελίξεών της πολλά μάλα δε εις την πολιτικήν όπου η Ηθική και η Δικαιοσύνη δίδουν την θέσιν των εις το "δέον" δηλαδή εις το πρέπον γενέσθαι. Αυτός είναι ο Ορθολογισμός του Θ. δια την ερμηνείαν των ιστορικών γεγονότων και η παρέμβασις του τυχαίου εις την φύσιν των ανθρωπίνων πραγμάτων άτινα άλλοτε ακμάζουν και άλλοτε καταστρέφονται, εξ αιτίας ενός τυχαίου περιστατικού. Απέναντι εις το θείον και εις το μεταφυσικόν ο Θ. ίσταται αδιάφορος αλλ' ουχί πολέμιος της θρησκείας και των κανόνων της.
Κατ' εξοχήν ιστορικός ο Θ. και ουχί χρονογράφος δεν περιορίζει την αντικειμενικότητά του μόνον εις τα γεγονότα άτινα εβίωσεν ο ίδιος και τα οποία δύναται να ελέγξη, αλλά αντλεί τα στοιχεία από προγενεστέρους του αφού τα διασταυρώση πολλαπλώς και εξαντλητικώς. Η ακριβής χρονολόγησις των ιστοριών του είναι κάτι το αξιοθαύμαστον, ούτως ώστε να γνωρίσωμεν ότι ο Πελοποννησιακός Πόλεμος διήρκεσεν 27 έτη με μιάν περίοδον επταετούς "υπόπτου" ανακωχής ενδιαμέσως.
Ο Θ. ίσταται υπεράνω παρατάξεων και αντιθέτει την μίαν εις την άλλην δια της μεθόδου των "δημηγοριών" εκ των οποίων παραθέτει περίπου 40 εις τα βιβλία του. Ο αξιοθαύμαστος αυτός τρόπος ιστοριογραφίας εξασφαλίζει το αμερόληπτον εκ μέρους του συγγράφοντος διότι τούτο επιτρέπει εις την κρίσιν του ιστορικού του μέλλοντος να αναδιφήση εις τα πραγματικά γεγονότα αλλά και εις τας σκοπιμότητας των πολιτικών πεπραγμένων. Δημηγορίας εις τας οποίας ο Θ. δεν υπήρξεν αυτήκοος μάρτυς μεταφέρονται από τον μέγα αυτόν ιστορικόν ύστερα από εξαντλητικόν έλεγχον και ενδελεχή διασταύρωσιν ώστε το νόημα και η πιστότης του δημηγόρου να παρουσιάζωνται σχεδόν αυτουσίως ίνα αντιληφθώμεν την ακριβή εικόναν της αντιπαραθέσεως των δυνάμεων. Εις τας δημηγορίας αντιπαρατίθενται δύο ομιληταί δια των επιχειρημάτων των εκτός δύο περιπτώσεων. Εις των Επιτάφιον του Περικλέους και εις την δημηγορίαν του Ερμοκράτους, όπου αμφότεροι οι ρήτορες δεν έχουν αντιφωνητήν.
Αι δημηγορίαι το πλέον στριφνόν κεφάλαιον της ιστοριογραφίας αντιμετωπίζονται υπό του Θ. με διττόν τρόπον. Πρώτον λαμβάνει υπ' όψιν του την "ξύμπασαν γνώμην" της εποχής κατά την οποίαν εκφωνείται ο λόγος, κατά δεύτερον επαφίεται μόνον εις την ιδίαν αυτού αντίληψιν περί του χαρακτήρος και του φρονήματος των ομιλητών αλλά και της προτεραίας αυτών στάσεως εις το συγκεκριμένον πολιτικόν ή στρατιωτικόν ζήτημα. Υπάρχει τις πρωτοτυπία εις την χρησιμοποιουμένην γλώσσαν των δημηγοριών όπου αύτη είναι ενιαία με εκείνην της υπολοίπου ιστοριογραφίας. Γεννάται λοιπόν η απορία πώς ανώνυμον πλήθος ή απλοί στρατιώται κατανοούν τους στοχασμούς και την επιχειρηματολογίαν των πεπαιδευμένων πολιτικών οίτινες χρησιμοιούν την γλώσσαν οία καταγράφεται υπό του Θ. ; Ο ίδιος μας λέγει δι' αυτό ότι καθ' όσον δεν ήτο δυνατόν να είναι πάντοτε αυτήκοος μάρτυς των λόγων οίτινες εξεφωνούντο ούτος συνέθετε καθ' οίον τρόπον ενόμιζε ότι τούτοι είχον ειπωθή κατά τα "δέοντα" και με ό,τι του είχε μεταφερθή και τέλος κατά την σημασίαν της συγκεκριμένης ιστορικής στιγμής. Ο Θ. γνωρίζων, ως είπωμεν, εις βάθος τον χαρακτήρα και τας ικανότητας καθενός των ηγετών προσαρμόζει την γραφήν της δημηγορίας του επίσης και με γνώμονα αυτά ταύτα τα χαρακτηριστικά λαμβάνων εισέτι υπ'όψιν την ευφράδειαν, την ετοιμότητα την οξύνοιαν αλλά και τα πάθη του δημηγόρου. Ούτω ο Θ. παραδίδει εις τον μελετητήν και ιστορικόν του μέλλοντος εν πολύτιμον εργαλείον δια την αξιολόγησιν των ιστορικών γεγονότων με την μεγίστην αντικειμενικότητα διεισδύων εις βάθος δια της συνεχούς αναζητήσεως των πραγματικών προθέσεων και σκοπιμοτήτων των πολιτικών και στρατιωτικών των εκτεθιμένων εις την κοινήν γνώμην.
Εις τα μεθοδολογικά κεφάλαια της ιστορίας του αναλύει λεπτομερώς τον τρόπον καθ'όν συνέγραψε ουχί μόνον τας δημηγορίας αλλά και αυτά ταύτα τα πολεμικά γεγονότα. Αναφέρει λοιπόν ότι δεν επαφίεται εις τας μαρτυρίας του πρώτου τυχόντος ούτε ότι περιγράφει τα έργα του πολέμου κατά το δοκούν αλλά κατόπιν εξαντλητικής διασταυρώσεως των πληροφοριών άς συνέλεγε από κάθε παραταξιακήν πλευράν. Εκφέρει δε εισέτι κρίσεις επί των ιστορικών προσώπων και επί των πολιτικών παρατάξεων της εποχής του. Τον Θεμιστοκλήν θεωρεί τον πλέον ευφυή, τον Περικλήν άριστον ρήτορα, αρνητικαί είναι αι κρίσεις του δια τον Αλκιβιάδην και τον Κλέωνα, αμφίρροπος δια τον Νικίαν.
Ο Θ. τολμά πρώτος να εξορύξη τα γεγονότα από την αχλύν εις το φώς του ηλίου ουχί δια να θαυμάσωμεν αλλά δια να τα κατανοήσωμεν με επιστημονικότητα και ενάργειαν. Τόλμημα βεβαίως, καθ' όσον ο μέγας ιστορικός καταδεικνύει τον τρόπον δια το πώς καταλήγει εις τα συμπεράσματά του με τα τόσον πτωχά τότε μέσα αλλά με την άμεμπτον μεθοδολογίαν του τόλμημα κατορθωτόν, μεθοδολογίαν δε οίαν θα εζήλευον οι σύγχρονοι ιστορικοί με τα πλούσια τεχνολογικά μέσα.
Με την ποιητικότητα του λόγου του συγγράφει έν έργον ο Θ. ισοδύναμον Τραγωδίας δια να καταστήση την ιστοριογραφίαν ό,τι θα έπρεπε να είναι σήμερον : Το δράμα της Ιστορίας και των Ανθρώπων.-
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος.
O Ηρόδοτος γεννήθηκε γύρω στο 485 π.Χ. στην Αλικαρνασσό. Η πόλη αυτή ήταν χτισμένη στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, στην περιοχή που λέγεται Καρία, και ήταν αποικία δωρική. Στα χρόνια του Ηρόδοτου κυβερνούσε την πόλη ο ντόπιος τύραννος Λύγδαμης, που ήταν υποτελής και φίλος των Περσών.
Ο Ηρόδοτος (485 - 421/415   π.Χ.) ήταν ιστορικός και γεωγράφος του 5ου αιώνα π.Χ.. Έγραψε για τους Περσικούς Πόλεμους (ανάμεσα στους Έλληνες και τους Πέρσες) καθώς και περιγραφές για διάφορα μέρη και πρόσωπα που συνάντησε στα ταξίδια του.
Ο Ηρόδοτος καταγόταν από εύπορη και φιλομαθή οικογένεια και ανατράφηκε σ' ένα περιβάλλον σεβασμού του Ομήρου και παλαιών θρύλων. Ο πατέρας του λεγόταν Λύξης, η μητέρα του Δρυώ ή Ροιώ, και ο αδελφός του Θεόδωρος. Ο σημαντικότερος όμως συγγενής του ήταν ο θείος του (ή εξάδελφός του), επικός ποιητής και τερατοσκόπος (=ερμηνευτής θαυμάτων),Πανύασης.
Όταν στην πατρίδα του την Αλικαρνασσό ήταν τύραννος ο Λύγδαμης, ο Ηρόδοτος πήρε μέρος σε συνωμοσία για την ανατροπή του, με αποτέλεσμα να εξοριστεί το 468 ή το 467 π.Χ. στη Σάμο. Από τη Σάμο γύρισε στην Αλικαρνασσό και πήρε μέρος στην ανατροπή του Λύγδαμη το 455 π.Χ., αλλά μετά από λίγο υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει και αυτός την πατρίδα του. Από τότε άρχισε ως περιηγητής και εξερευνητής, πιθανόν στα χρόνια 458-445 π.Χ. να επισκέπτεται διάφορα μέρη του τότε γνωστού κόσμου, μεταξύ άλλων τη χώρα των Κόλχων μέχρι τη Σκυθία, το εσωτερικό της Μικράς Ασίας και τον Πόντο μέχρι την Κριμαία, την Κύπρο και τις περιοχές της Συρίας, τη Βαβυλωνία, την Αίγυπτο, την Κυρηναϊκή και βεβαίως όλη την Ελλάδα.
Έμεινε αρκετά χρόνια στην Αθήνα, όπου συνδέθηκε φιλικά με τους μεγάλους άνδρες της εποχής εκείνης, τον Περικλή και το Σοφοκλή. Μαζί με τον Πρωταγόρα ίδρυσαν περί το 443 την αποικία των Θουρίων στην κάτω Ιταλία. Στην αποικία αυτή, που ιδρύθηκε κοντά στην κατεστραμμένη Σίβαρη, ο Ηρόδοτος πέρασε τα περισσότερα χρόνια της υπόλοιπης ζωής του, γι' αυτό και επονομάστηκε Θούριος. Για τα τελευταία χρόνια της ζωής του υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες. Πέθανε ανάμεσα στα χρόνια 421 και 415.
Ο Ηρόδοτος έγραψε μια «παγκόσμια» ιστορία. Οι Αλεξανδρινοί μελετητές τη χώρισαν σε εννέα βιβλία και έδωσαν στο καθένα το όνομα μιας από τις εννέα Μούσες. Σκοπός του έργου του ήταν να καταγραφεί η μεγάλη σύγκρουση των Ελλήνων με τους Πέρσες, στην πραγματικά γιγαντιαία αναμέτρηση των περσικών πολέμων. Και όπως ο ίδιος γράφει για να μην λησμονηθούν με την πάροδο του χρόνου τα έργα των ανθρώπων και να μην μείνουν αμνημόνευτα τα μεγάλα και θαυμαστά κατορθώματα των Ελλήνων και των βαρβάρων. Στα πρώτα τέσσερα βιβλία παρουσιάζει το σχηματισμό και την αύξηση της περσικής δύναμης, στο πέμπτο και έκτο τις πρώτες συγκρούσεις των Περσών με τους Έλληνες της ηπειρωτικής Ελλάδας, στο τελευταίο μέρος του έκτου και σε ολόκληρα τα δύο επόμενα βιβλία περιγράφει τις δύο μεγάλες εκστρατείες των Περσών που κατέληξαν, η πρώτη στη μάχη του Μαραθώνα και η άλλη στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Τέλος στο ένατο βιβλίο αναφέρεται στις άλλες πολεμικές δραστηριότητες των Ελλήνων εκείνης της εποχής.Γενικοτέρα τα έργα του αναφέρονται μέχρι τα γεγονότα του χειμώνα του 479 π.Χ.Ο Ηρόδοτος αξιολογεί την αξιοπιστία των πηγών του και εκθέτει τη δική του γνώμη για τα αίτια των πολέμων, όπως υποσχέθηκε στην αρχή του βιβλίου του. Αναλυτικότερα ο Ηρόδοτος περιγράφει τα γεγονότα που έγιναν από το 560 μέχρι την κατάληψη της Σηστού το 478 από τους Αθηναίους.
Για τη συγγραφή του έργου του χρησιμοποίησε τα έργα των λογογράφων, τα αρχεία των πόλεων και κάθε άλλη επίσημη αναγραφή και τέλος συλλογές χρησμών. Κύρια όμως πηγή του έργου του αποτέλεσαν οι προφορικές παραδόσεις και οι προσωπικές αναζητήσεις. Πολλές φορές κατονομάζει την πηγή των πληροφοριών του, όπως γίνεται με το Θέρσανδρο τον Ορχομένιο, τον Τύμνη το Σκύθη κ.ά. Τα τέσσερα πρώτα βιβλία απομακρύνονται από την ιστορία και θεωρούνται περισσότερο πολιτικές πληροφορίες, μύθοι και ανέκδοτα. Μεγαλύτερη συνοχή έχουν τα πέντε υπόλοιπα βιβλία.
Οπωσδήποτε το έργο του δεν περιορίζεται μόνο στην αφήγηση μαχών, αλλά αναλύει ήθη, έθιμα, θρησκευτικές δοξασίες και θεωρίες για τη διακυβέρνηση μιας πολιτείας, παράλληλα προβάλλει δε τη σημασία της ελευθερίας των πολιτών στα πλαίσια του νόμου για τη σωστή λειτουργία του πολιτεύματος. Η γλώσσα του Ηροδότου είναι η νέα ιωνική που προήλθε από την επίδραση της ομηρικής γλώσσας, με την προσθήκη αττικών και δωρικών τύπων.
Χρησιμοποιώντας ως βάση του έργου που ο ίδιος ονόμασε «Ιστορίης απόδεξις», δηλαδή έκθεση της ιστορικής έρευνας, την αυτοψία, την έρευνα και την κριτική, ο Ηρόδοτος πλησίασε πρώτος την ιστορία, χωρίς όμως να μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικός ιστορικός. Παρά το γεγονός αυτό, το έργο του συνολικά είναι μια αξιόπιστη πηγή και η μόνη συνεχής και πλήρης που είναι διαθέσιμη για μια τόσο σημαντική εποχή της ιστορίας. Ο Ηρόδοτος διέσωσε στην ανθρώπινη μνήμη κοσμοϊστορικής σημασίας γεγονότα και δικαίωσε τον χαρακτηρισμό που του έδωσε ο Ρωμαίος ρήτορας Κικέρωνας (Cicero), "πατέρα της ιστορίας", αφού ήταν ο πρώτος που κατανόησε την αξία που έχει για τον άνθρωπο η ιστορία, ποια γεγονότα μπορούν να θεωρηθούν ιστορικά και κατέβαλε αξιόλογη προσπάθεια για αμερόληπτη και αντικειμενική έκθεση των γεγονότων. Παράλληλα μπορεί να θεωρηθεί πατέρας της γεωγραφίας και πρόδρομος όλων των περιηγητών.
Α' βιβλίο - Κλειώ
Στο Α' βιβλίο, Κλειώ, κάνει μια γενική αναφορά στα αίτια της σύγκρουσης Ασίας και Ευρώπης, θεωρώντας Ευρώπη τον ελλαδικό χώρο. Έπειτα παραθέτει μυθικές αναφορές, αρχίζοντας με τα όσα του είχαν πει Πέρσες λόγιοι και Φοίνικες ιερείς. Ο ίδιος δεν παίρνει θέση σ' αυτά τα μυθικά στοιχεία. Μετά ασχολείται με την ιστορία του βασιλείου της Λυδίας, από τον Κανδαύλη και τον Γύγη ως τον Κροίσο. Ενώ στέκεται ιδιαίτερα στις επιθέσεις του Κροίσου κατά των ελληνικών πόλεων της Δυτικής Μικράς Ασίας. Ακολουθεί η συζήτηση του Κροίσου με τον Σόλωνα, η ιστορία του Άτυος και του Αδράστου, οι στενές σχέσεις του Κροίσου με το Μαντείο των Δελφών και ακολουθούν τα στοιχεία για τους Πελασγούς, για τον Πεισίστρατο και τους Πεισιστρατίδες, για την Σπάρτη και τους πολέμους της με την Τεγέα και την συμμαχία Κροίσου-Σπάρτης. Μετά περιγράφει την εκστρατεία του Κροίσου κατά των Περσών, την παρουσία εκεί του Θαλή του Μιλησίου, την εκτροπή του Άλυ ποταμού, την ήττα του Κροίσου και την αιχμαλωσία του, καθώς και την κατάληψη των Σάρδεων και την υποταγή της Λυδίας στους Πέρσες. Ακόμη αναφέρει την ιστορία των Μήδων που αποτίναξαν το ζυγό των Ασσυρίων και την κατάλυση του Μηδικού βασιλείου. Επίσης δίνονται οι σχέσεις των Ελλήνων με τον Κύρο και περιγράφεται η υποταγή της Ιωνίας, της Καρίας, της Λυκίας και της Βορειοδυτικής Μικράς Ασίας στους Πέρσες. Και τέλος, αναφέρεται στην ιστορία των Βαβυλωνίων, των Ασσυρίων, με την χώρα των Μασσαγετών, τους λαούς γύρω από την Κασπία θάλασσα και πώς σκοτώθηκε ο Κύρος ο Πρεσβύτερος.
  Β' βιβλίο - Ευτέρπη
Στο Β' βιβλίο, Ευτέρπη, αρχίζει με την εκστρατεία του Καμβύση στην Αίγυπτο που συνεχίζεται και στο Γ' βιβλίο. Σ' αυτό το βιβλίο, δίνει λεπτομερείς και εντυπωσιακές πληροφορίες για την Αίγυπτο, τα ιερά της, τη θρησκεία της, τα ήθη και έθιμα της, καθώς και για την ιστορία της και τις σχέσεις Ελλήνων και Αιγυπτίων.
  Γ' βιβλίο - Θάλεια
Στο Γ' βιβλίο, Θάλεια, ξαναγυρίζει στην αρχή, στην εκστρατεία του Καμβύση εναντίον του Άμαση και στα αίτια που την προκάλεσαν. Περιγράφει την μάχη του Πηλουσίου, την κατάκτηση της Αιγύπτου, την υποταγή της Κυρήνης και της Λιβύης, την εκστρατεία κατά των Αιθιόπων και των Αμμωνίων και την κατάκτηση της Κύπρου. Επίσης περιγράφει την εκστρατεία των Λακεδαιμονίων και Κορινθίων κατά της Σάμου, την εξέγερση του Ψευδοσμέρδη, την ανταρσία των Μάγων, το θάνατο του Καμβύση και την ανάδειξη του Δαρείου σε βασιλιά των Περσών. Παρεμβάλλει την περιήγηση της Ινδικής και πληροφορίες για τους Άραβες, τους Αιθίοπες και τους κατοίκους της Βόρειας Ευρώπης. Τέλος, περιγράφει την υποταγή της Σάμου στους Πέρσες, την εξέγερση των Βαβυλωνίων και την κατάληψη της Βαβυλώνας.
Δ' βιβλίο - Μελπομένη
Στο Δ' βιβλίο, Μελπομένη, δίνονται οι δυο εκστρατείες του Δαρείου, η μια κατά των Σκυθών και η άλλη κατά της Λιβύης. Ακόμη δίνει εντυπωσιακά στοιχεία για τις χώρες και τους λαούς, παραθέτει το μύθο για τις Αμαζόνες, την κατάκτηση της Θράκης, την εκστρατεία του Δαρείου κατά των Σκυθών και την τελική υποχώρηση του. Έπειτα καταγράφει την ιστορία της Λιβύης, την περιήγηση της Λιβύης και την εκστρατείας κατά της Λιβύης.
Ε' βιβλίο - Τερψιχόρη
Στο Ε' βιβλίο, Τερψιχόρη, αναφέρει την υποταγή της Θράκης και των γύρω περιοχών (Τρωάδα, Λήμνος, Ίμβρος, κτλ.) στους Πέρσες. Εδώ παρεμβάλει και την ιστορία του Ιστιαίου που θα παίξει σημαντικό ρόλο στην εξέγερση των Ιώνων και συνεχίζει με την αποστολή πρεσβείας στην Μακεδονία για να ζητήσει "γη και ύδωρ" Τέλος αναφέρει την εξέγερση των Ιώνων και την περιγραφή των επιχειρήσεων κατά την επανάσταση των Ιώνων σε όλη της την έκταση, παρεμβάλλοντας την ιστορία των Δωρικών φυλών της Σπάρτης και την ιστορία των Αθηνών.
ΣΤ' βιβλίο - Ερατώ
Στο ΣΤ' βιβλίο, Ερατώ, συνεχίζεται η εξιστόρηση της επανάστασης των Ιώνων, με την παράθεση των επιθετικών ενεργειών του Δαρείου πριν από την Μάχη του Μαραθώνα. Ακόμη δίνεται η πρώτη εκστρατεία κατά της Ελλάδας που τελειώνει με την Μάχη του Μαραθώνα. Μέσα σ' αυτήν την εκστρατεία, περιγράφονται πράγματα που έγιναν στην Ελλάδα, όπως η προσφορά των Αιγινητών για υποταγή στον Δαρείο και η παρέμβαση Σπαρτιατών και Αθηναίων, που ανέτρεψαν την κατάσταση στην Αίγινα, η δράση του βασιλιά της Σπάρτης, Κλεομένη Α', η στάση του Μαντείου των Δελφών, η καταστροφή της Ερέτριας και κλείνει με την αποχώρηση των Περσών και την τύχη των Ερετριέων αιχμάλωτων καθώς και του νικητή του Μαραθώνα, Μιλτιάδη.
Ζ' βιβλίο - Πολύμνια
Στο Ζ' βιβλίο, Πολύμνια, λέει για τον θάνατο του Δαρείου και την άνοδο στον θρόνο του Ξέρξη, του οποίου την ιστορία και την δράση θα συνεχίσει και στα υπόλοιπα βιβλία. Περιγράφεται η συγκέντρωση του περσικού στρατού στην Θεσσαλία, η ζεύξη του Ελλησπόντου, η απαρίθμηση του στρατού και του ναυτικού του Ξέρξη, η αποστολή πρεσβειών από τις ελληνικές πόλεις στο Άργος, στη Σικελία, στην Κέρκυρα και στην Κρήτη με σκοπό να συγκροτηθεί Πανελλαδικό μέτωπο εναντίον των Περσών. Και κλείνει με την περιγραφή της μάχης των Θερμοπυλών.
Η' βιβλίο - Ουρανία
Στο Η' βιβλίο, Ουρανία, συγκεντρώνει την προσοχή του στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας. Αναφέρει την ναυμαχία του Αρτεμισίου και τις κινήσεις των Περσών στη Βοιωτία και την Αθήνα. Ενώ στη συνέχεια, δίνει τα συμβούλια των Ελλήνων, την εκκένωση της Αθήνας και την απόπειρα των Περσών κατά των Δελφών. Έπειτα ο Ηρόδοτος δίνει τα αποτελέσματα της νίκης της Σαλαμίνας και την αποχώρηση του περσικού στόλου και του περσικού στρατού στη Θεσσαλία. Μετά, επανέρχεται στις επιχειρήσεις ξηράς και την προετοιμασία για την μεγάλη μάχη των Πλαταιών. Στο τέλος γίνεται λόγος για την Μακεδονική Δυναστεία και το ρόλο του Αλεξάνδρου Α'.
Θ' βιβλίο - Καλλιόπη
Στο Θ' βιβλίο, Καλλιόπη, ασχολείται με την εκστρατεία του Μαρδονίου στην Αττική, την κινητοποίηση των Σπαρτιατών που φτάνουν για ενίσχυση των Αθηναίων και τα προκαταρκτικά της μεγάλης μάχης των Πλαταιών, η ίδια η μάχη και οι συνέπειες της νίκης των Ελλήνων. Τέλος, δίνεται ο επιθετικός πια πόλεμος των Ελλήνων και τελειώνει με την κατάληψη της Σηστού από τους Αθηναίους.
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος.