Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

16.1.15

O Aλκίνοοος Ιωαννίδης μιλάει στο tvxs, τη συνέντευξη πήρε η Κρυσταλία Πατούλη.

Αλκίνοος Ιωαννίδης: Μόνο την ουτοπία ονειρεύομαι

TVXS Συνέντευξη



07:09 | 18 Νοε. 2014
Τελευταία ανανέωση 22:06 | 18 Νοε. 2014
Κρυσταλία Πατούλη
  
[...] Μόνο την ουτοπία ονειρεύομαι. Σηκώνει κοροϊδία η στάση μου, το ξέρω, αλλά δεν αξίζει να ονειρευόμαστε κάτι λιγότερο [...] Από εμάς πρέπει να περιμένουμε πρώτα. Από τα βιβλία που θα διαλέξουμε να διαβάσουμε, την τηλεόραση που θα σβήσουμε για να κοιταχτούμε με τους ανθρώπους μέσα στο ίδιο μας το σπίτι, από τις συγνώμες που θα πούμε, από τα όπλα που ο καθένας μας θα ανακαλύψει ξεχασμένα στην ψυχή του και στην αγκαλιά του άλλου. Δε βλέπεις τι γίνεται; Όποιος βγει να μοιραστεί κάτι, πέφτουμε όλοι να τον φάμε. Υπάρχει οργή και μίσος που δεν ξέρουμε πού να διοχετεύσουμε, και τα επιστρέφουμε απλόχερα στον εαυτό μας. Αποτελούμε την ευκαιρία ώστε η επιστημονική κοινότητα να επινοήσει, μετά την οικογενειακή ή την ομαδική ψυχοθεραπεία, την εθνική ψυχοθεραπεία [...]
Ο συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής Αλκίνοος Ιωαννίδης ...ανοίγει τη Μικρή βαλίτσα* στην Κρυσταλία Πατούλη (*Τη νέα του δισκογραφική δουλειά μετά από πεντέμιση χρόνια)
«Και πού να πάω και πού να 'ρθω
και πού να επιστρέψω
που 'ναι τα ξένα μακρινά
κι είν' τα δικά μου ξένα
και πού να επιστρέψω
[.] Μικρή βαλίτσα και βαριά
γεμάτη πέτρα κι ήλιο
είναι το εμπρός ανήλιαγο
κι είναι σκληρό το πίσω
και πού να σ' ακουμπήσω»
Κρ.Π.: Μια «Μικρή βαλίτσα», τι, πως, και πόσα μπορεί να χωρέσει;  

Αλκ. Ι.: Μπορεί να χωρέσει τα απολύτως απαραίτητα. Αυτά που θα σε κάνουν να εξακολουθείς να βλέπεις το δικό σου πρόσωπο σε ξένο καθρέφτη. Τη μνήμη, το παρόν και την προσδοκία της μέρας που θα 'ρθει. Μπορεί να χωρέσει δηλαδή όλα όσα μας αποτελούν στην ουσία μας.

***
Κρ.Π.: Μήπως αυτή η .μικρή βαλίτσα ήταν η αιτία που δεν έφυγες από την Ελλάδα, ενώ σου δόθηκαν τρεις ευκαιρίες τα τελευταία χρόνια -όπως έγραψες στο δίσκο; 

Αλκ.Ι.: Υπήρχαν λόγοι αρκετά σοβαροί για να φύγουμε οικογενειακώς. Ο λόγος που παραμείναμε ήταν ότι, και τις τρεις φορές, ενώ ξεκινούσα με ενθουσιασμό να ψάχνω για σπίτι και σχολείο εκεί για τα παιδιά, όσο περνούσαν οι εβδομάδες βάραινα, αισθανόμουν ηττημένος και τελικά αδικαιολόγητος στο φευγιό μου.

Οι λόγοι της αναχώρησης έμοιαζαν ξαφνικά πολύ μικροί. Κι ας είναι η σύντροφός μου στην αναμονή χρόνια τώρα για μια ειδικότητα, κι ας ορμάει η μιζέρια και η αδικία του τόπου μας από κάθε χαραμάδα μες στο σπίτι, κι ας ήταν για μένα ευκαιρία να εντείνω τη μικρή παρουσία μου στην «ευρωπαϊκή αγορά», ή να κάνω παραγωγές που εδώ ούτε να τις σκεφτώ δεν δικαιούμαι.

Έβλεπα ξαφνικά πως το πιθανότερο θα ήταν να μην κάνω τίποτα το αληθινά δημιουργικό. Έβλεπα το κενό, το ενδεχόμενο της απόλυτης αποτυχίας, αφού δεν έφευγα με όνειρο αλλά με μια βαθιά αίσθηση ήττας.
Θύμιζα στον εαυτό μου πως δεν είμαι με κανέναν τρόπο ίδια περίπτωση με όσους φεύγουν επειδή εδώ είναι άνεργοι, άπραγοι, ανύπαρκτοι και δυστυχείς. Δεν ανήκω στην κατηγορία των ανθρώπων που ο τόπος τους δεν τους έδωσε τίποτα, που δεν τους ζήτησε τίποτα, που δεν ανέδειξε τις ικανότητες ή που δεν δέχτηκε τα όσα έχουν να δώσουν.
Ανταμείφθηκα πολλαπλά από τον τόπο, σε εποχές πιο «εύκολες». Δεν αναφέρομαι στο κράτος, αλλά στους ανθρώπους του τόπου, που μου έδωσαν πολλά, και κυρίως την καλλιτεχνική και δημιουργική μου ελευθερία. Λειτουργώντας σαν καλλιτέχνης, ακόμα και μέσα στη σημερινή δυσκολία, εξακολουθώ να παίρνω πράγματα από το κοινό πρωτόγνωρα.

Όσες συναυλίες και να κάνω στο εξωτερικό, εδώ είναι το σπίτι μου, η τραγουδοποιητική μου πηγή, η δημιουργική μου ομάδα, το κοινό που καταλαβαίνω, οι ακροατές που πραγματικά αισθάνονται σε τι αναφέρομαι κάθε φορά, οι άνθρωποι που μοιραζόμαστε μια κοινή γλώσσα πέραν της γλώσσας, τα βιώματα, οι αναμνήσεις, η ζωή και οι ελπίδες μου.

Μεγάλωσα. Δεν νομίζω πως θα μπορούσα να διαχειριστώ μέσα μου μια τέτοια αλλαγή πια, εκτός και αν δεν είχα άλλη επιλογή. Είχα όμως επιλογή: να μείνω, να ζήσω και να γράψω σε μια πραγματικά ενδιαφέρουσα περίοδο.
Γιατί, όσο τραγική κι αν είναι η κατάσταση, δεν μπορείς να την πεις αδιάφορη. Παλιά γκρινιάζαμε πως πέσαμε σε αδιάφορη εποχή. Πάρε λοιπόν γκρινιάρη μιαν ενδιαφέρουσα εποχή, να δούμε τι θα κάνεις...
 Ίσως με κράτησε και η ψευδαίσθηση πως είμαι χρήσιμος εδώ... Μια αυτοκολακεία χωρίς περιεχόμενο δηλαδή, αφού στην πραγματικότητα δεν σε χρειάζεται κανείς. Εσύ πάντα χρειάζεσαι τους άλλους.

Προκειμένου όμως να γλιτώσω από το ενδεχόμενο να γεράσω μαραζωμένος και ηττημένος, χωρίς τους ανθρώπους μου, καλές είναι και οι ψευδαισθήσεις.

***
«Αν έχεις δόντι του φονιά και γούστα ματωμένα
αν μαύρισες τον ουρανό και θες να φας κι εμένα
μέσα στην καταιγίδα
θα γίνω αγκάθι στο λαιμό σου, σκόνη μες στο μάτι
μέσα στ' αυτί σου ψίθυρος και σύγκρυο στην πλάτη
στη σιγουριά σου αγκίδα
Πάντα θα ξημερώνει [.]»
Κρ.Π.: Το  τραγούδι «Πάντα θα ξημερώνει» το έγραψες μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Πώς;
Αλκ.Ι.: Ένιωσα τη μαυρίλα να με πνίγει από παντού. Και μαζί ένιωσα την ανάγκη να πω για τη μικρή, αγέννητη αχτίδα που στο βαθύ σκοτάδι συντηρεί την υπόσχεση μιας ολόφωτης μέρας. Να πω για τους ανθρώπους που χωρίς βία, καρφώνονται σαν ασήμαντες αγκίδες στη σκληρή φτέρνα των σίγουρων για την ανωτερότητα των απόψεών τους φονιάδων. Μια μικρή αγκίδα που ενοχλεί το στρατιωτικό, σιδερένιο βάδισμά τους, που τους αποδυναμώνει κι ας κρατάνε πολυβόλο.
Να τραγουδήσω επίσης για το πώς ένα λαϊκό, αισθαντικό παιδί, μπορεί να ζει μετά τον θάνατό του, αφού επηρεάζει ασταμάτητα τις ζωές και τις εξελίξεις γύρω μας. Με τρόπο που χιλιάδες πολιτικοί και διανοούμενοι μαζί, αδυνατούν να πράξουν. Και να κλείσω όλο αυτό με έναν θρήνο λίγων δευτερολέπτων από το κουαρτέτο εγχόρδων, μετά το τραγούδι, για το παιδί που χάθηκε και για όσους χάθηκαν με τον ίδιο τρόπο.

Κρ.Π.: «Ο δίσκος αφιερώνεται σε όσους αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και σε όσους εγκαταλείπονται από αυτόν». Με ποιόν τρόπο αλληλοσυνδέονται αυτά τα δύο; Και ποιο είναι - αν μπορούσαμε να πούμε- το χειρότερο;  

Αλκ.Ι.: Αυτά συμβαίνουν συνήθως ταυτόχρονα. Γιατί του οικονομικού προβλήματος ενός τόπου, προηγείται συνήθως ένα σύμπλεγμα άλλων προβλημάτων.
Ένας τόπος φροντίζει τους πολίτες του μέσα από την κοινωνία, μέσα από τις πολιτικές ηγεσίες του, μέσα από τις δομές του, μέσα από τις επιλογές που κάνει στη διάρκεια της ιστορίας, μέσα από την αντίληψή του για τη δικαιοσύνη, για την αξιοπρέπεια, για τον σεβασμό του πολίτη, μέσα από την αισθητική και το γενικότερο πνευματικό του επίπεδο, μέσα από την παιδεία που προσφέρει και το παράδειγμα που εκπέμπει ο λόγος και η πράξη των εκπροσώπων του.
Τότε, όποιος φεύγει, φεύγει γιατί το ποθεί η ψυχή του να ταξιδέψει και να ζήσει αλλού, ή γιατί το απαιτεί το επάγγελμα ή η μόρφωσή του, ή άλλοι δημιουργικοί, «θετικοί» ας τους πούμε, παράγοντες.

Όπως έφυγα από την Κύπρο, πριν από 25 χρόνια. Όχι εκδιωγμένος, αλλά λόγω σπουδών και με τη χαρά μιας ζωής που ανοιγόταν μπροστά μου.

Αυτός που δεν θέλει να φύγει, αλλά αναγκάζεται σε συνθήκες σχετικής ειρήνης να εγκαταλείψει τη μέχρι τώρα ζωή του, ο μετανάστης από ανάγκη δηλαδή, έχει ήδη εγκαταλειφθεί ή και ακόμα απορριφθεί από τον τόπο του, προτού φύγει, συχνά προτού καν γεννηθεί.

Κρ.Π.: Τι νέο έδωσες σ' αυτόν το δίσκο, που δεν είχες δώσει μέχρι τώρα από τον Αλκίνοο, και τι πιθανά πήρες; 

Αλκ.Ι.: Νομίζω πως για πρώτη φορά μίλησα τόσο αβίαστα και καθαρά για τα όσα με απασχολούν. Το είχα μεγάλη ανάγκη να μιλήσω καθαρά, τόσο στιχουργικά, όσο και μουσικά.

Προέκυψε ένας γυμνός δίσκος, χωρίς στολίδια, χωρίς ωραιοποιήσεις και εντυπωσιασμούς, περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Ένας δύσκολος στην υλοποίησή του δίσκος, άμεσος όμως στην ακρόασή του. Σκληρός στο βάθος του και ήσυχος στην επιφάνεια.

Συχνά, ένιωθα πως «σβήνω δίσκο», όχι πως «γράφω δίσκο». Έχτιζα και γκρέμιζα μεγάλα κομμάτια, λέξεις, νότες, όργανα, ήχους, χρόνους και ερμηνείες. Αφαίρεσα αρκετά ολοκληρωμένα τραγούδια από το υλικό, τραγούδια που τα δούλευα για μήνες, χωρίς να με νοιάζει αν είναι «καλά» ή «κακά», μόνο αν προσθέτουν στην αφήγηση ή όχι.
Δύσκολη διαδικασία... Αυτό κάνουμε όλοι όμως σήμερα: Κρατάμε τα άκρως απαραίτητα. Ακόμα και στις μεταξύ μας επαφές, οι περισσότεροι προτιμούμε τελευταίως να πηγαίνουμε κατ' ευθείαν στην ουσία.
Η φλυαρία και ο χαριεντισμός της φούσκας σιγά-σιγά σβήνει. Αυτό έχω ανάγκη και από τους πολιτικούς: Αντί να φλυαρούν στομφωδώς, «κατακεραυνώνοντας» ο ένας τον άλλον, να μας πουν ήσυχα και καθαρά, μέσα στην καταιγίδα, την όποια αλήθεια τους. Χρειαζόμαστε συγκέντρωση και επικέντρωση, αλλιώς χαροπαλεύουμε μέσα στη σύγχυση, ενισχύοντάς την.

Ήταν όμως, για να επιστρέψω στην ερώτηση, μεγάλο το κέρδος για μένα από την όλη διαδικασία όσο και αν με δυσκόλεψε, γιατί αναγκάστηκα να επικεντρωθώ στην ουσία.

Είναι όπως ένας ήσυχος αναστεναγμός, ή ένα ουρλιαχτό, που για να δημιουργηθεί πρέπει να έχουν συμβεί πολλά, όταν όμως βγαίνει, τότε μπορεί να εκφράσει με απόλυτη ακρίβεια, ειλικρίνεια και βάθος, έννοιες, τις οποίες όσο και να προσπαθήσεις χρησιμοποιώντας περίτεχνα λόγια, αδυνατείς να περιγράψεις. Και για να το κάνει κανείς όλο αυτό τραγούδι, χωρίς αναστεναγμούς και ουρλιαχτά, χρειάζεται μια διαδικασία αρκετά περίπλοκη.

Κρ.Π.: Είναι από τους πρώτους δίσκους που εκφράζει στα περισσότερα τραγούδια του αυτό που ζούμε σήμερα, που τραγουδιέται το παρόν μας. Πόσο δύσκολο είναι να δοθεί η σύγχρονη πραγματικότητα μέσα από ποίηση και μουσική; 

Αλκ.Ι.: Θέλει τον χρόνο της η ζωή για να γίνει τέχνη. Για να χωρέσει το μεγάλο παρόν στο μικρό μας τραγούδι, χρειάζεται χρόνος.
Το ανησυχητικό θα ήταν να βγαίναμε όλοι οι τραγουδοποιοί με το που ξεκίνησε η κρίση, μιλώντας όπως-όπως γι' αυτήν, για να «πιάσουμε τον κόσμο». Είναι ένδειξη υγείας που άργησε αυτή η λειτουργία. Γιατί, δεν αρκεί να μεταφέρεις σε στίχους τα όσα ακούγονται στα καφενεία, ή τα όσα γράφονται στις εφημερίδες, για να εκφραστείς καλλιτεχνικά.
Πρέπει όλα αυτά, τα βιώματά σου, αυτά των συνανθρώπων σου, οι φόβοι, οι ενοχές, οι αβεβαιότητες, οι κλονισμοί σου, να μεταφραστούν σε μια γλώσσα ψυχής. Κι αυτό στους περισσότερους παίρνει χρόνο. Αλλιώς γράφουμε χρονογραφήματα, ή σχολιάζουμε έμμετρα την πραγματικότητα. Σεβαστά και αυτά, αλλά δεν είναι τραγούδια.
***
«Κανενός δεν ξεσηκώνεται η ψυχή
μα το σκυλί μου
το λέω Τσε
κι Άρη φωνάζω το υπέρβαρο γατί μου» (Στίχοι από το τραγούδι «Ο χορτάτος»).
Κρ.Π.: Αδιέξοδο;  Απογοήτευση; Πώς αντέχει κάποιος τόση .θλίψη; 

Αλκ.Ι.: Οι περισσότεροι κοιτάμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη και είτε τον λυπόμαστε, είτε τον σιχαινόμαστε. Παρατημένοι, πελαγωμένοι και μπερδεμένοι.
Αρκετοί από όσους στρέφονται σε κόμματα που δεν έχουν ακόμα κυβερνήσει (σίγουρα όχι όλοι, αλλά αρκετοί), το κάνουν από απελπισία, οργή και αδιέξοδο, χωρίς να αλλάζουν οι ίδιοι το αξιακό τους σύστημα, χωρίς αληθινή ελπίδα και χωρίς να κινούνται από ανάγκη για αξιοπρέπεια με επίγνωση του κόστους της. Χωρίς όραμα. Χωρίς αυτοκριτική για τις παλαιότερες επιλογές τους και την ως τώρα στάση τους. Μόλις δουν τα σκούρα (γιατί εύκολα δεν θα 'ναι), θα ψαχτούν ξανά αλλού, οπουδήποτε. Κι εγώ μπερδεμένος είμαι, τι να πω...
Από τη μια το «Βία στη βία της εξουσίας» μου ακούγεται σαν «Νερό στο νερό της πλημμύρας» ή «Φλόγα στη φλόγα της πυρκαγιάς». Ενισχύει δηλαδή ό,τι αντιμάχεται.
Η ασχήμια δεν είναι ο τρόπος για να πολεμήσει κανείς την ασχήμια. Η οργή και η αγανάκτηση, όποτε δεν συνοδεύτηκαν από προσωπική και συλλογική καλλιέργεια, κοινό όραμα, ταυτόχρονη επίγνωση του μεγαλείου και της μικρότητάς μας και βαθιά, αληθινή αγάπη για τον άνθρωπο, έφεραν μόνο νέα καταπίεση και τραγωδίες, εξυπηρετώντας τις περισσότερες φορές, μετά από πολύ αίμα αθώων και ενόχων, όσα ξεκίνησαν να αντιπαλέψουν.
Από την άλλη, το να καθόμαστε άπραγοι, περιμένοντας τις «εξελίξεις»; Το να σιωπούμε σαν καλοχτενισμένα, φρόνιμα μαθητούδια στο κατηχητικό, περιμένοντας κάθε φορά οδηγίες, περιμένοντας να μας πούνε να πάμε να ψηφίσουμε; Κι αυτό με κάνει να αισθάνομαι άχρηστος, συνένοχος, βάρος της γης.
Και η άλλη λύση, αυτή της συλλογικής δράσης, της υγιούς προσφοράς, της αλληλεγγύης, της ανιδιοτελούς ανάμιξης με τα κοινά, να παραμένει ασύνδετη, διασπασμένη, ευάλωτη στο καπέλωμα, στην καχυποψία και στην τύχη, και παρά την αφοσίωση και τις θυσίες τόσων ανθρώπων και ομάδων να μην αποκτά συνολικό χαρακτήρα...
Και η μαυρίλα θεριεύει στην κυβέρνηση, στις τράπεζες, στις οθόνες, στους δρόμους, μέσα μας. Και πραγματικό, βαθύ, φεγγοβόλο όραμα στον καθένα μας και στην κοινωνία, πουθενά. Αυτό εκμεταλλεύονται και μας χώνουν όλο και βαθύτερα στη θανατηφόρα κακογουστιά τους οι κυβερνώντες.
Εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στην όποια διεθνή συγκυρία, που, πώς τα καταφέρνουμε, πάντα εναντίον μας είναι, ή στην αλλαγή κυβέρνησης, σάμπως μπορεί κάποιος να αλλάξει τις ζωές μας χωρίς να έχει σύμμαχο τον καλύτερο εαυτό μας, ενώ ο καθένας μας παραμένει στην ουσία αυτό που ήταν. Αποκαρδιωτική η κατάσταση, πράγματι... Αλλά, τουλάχιστον την αναγνωρίζουμε πια.

Γιατί ακόμα θλιβερότερο ήταν όταν στην «καλή» εποχή δεν αναγνωρίζαμε την κατάστασή μας, πράγμα που, από αυτήν τουλάχιστον την άποψη, την καθιστούσε χειρότερη από τη σημερινή. Οπότε, περιέργως, μάλλον υπάρχει πρόοδος... Γιατί το να αναγνωρίσει κανείς την κατάστασή του είναι πάντα το πρώτο βήμα για τη βελτίωσή της. Το επόμενο βήμα πρέπει να γίνει γρήγορα, όχι όμως βιαστικά.

***
«Πού να πήγε τόση ζωή κι αυτά που ήταν να 'ρθούνε
ούτε στο αύριο πετούν ούτε στο εδώ πατούνε» (στίχοι από το χασάπικο με τίτλο «Πού πεθαίνουν τόσα πουλιά», το πρώτο λαϊκό του δίσκου που έχει αναφορές στη λαϊκή μουσική της δεκαετίας του '50 και του '60)
Κρ.Π.: Ποιοί, πότε και πώς, θα απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα;

Αλκ.Ι.: Η ζωή θα απαντήσει. Τις απαντήσεις τις δίνει πάντα η ζωή. Η δική μας υποχρέωση είναι να της θέτουμε τις σωστές ερωτήσεις. Αλλιώς, οι απαντήσεις που μας δίνει δεν ανταποκρίνονται στις ερωτήσεις που της θέσαμε. Είναι παντελώς άσχετες.

Και τότε δεν υπάρχει διάλογος, γιατί η συνομιλία μας με τη ζωή αποτελεί μιαν ασυναρτησία. Τότε, εμείς και οι ζωές μας, ζούμε σαν ξένοι που δεν γνώρισαν ποτέ ο ένας τον άλλον.

Κρ.Π.: Το δεύτερο λαϊκό του δίσκου με τίτλο «Μια χούφτα γη» γράφτηκε μετά το θάνατο του Παπάζογλου και έχει αναφορές στην Εκδίκηση της γυφτιάς, και στη Σχολή της Θεσσαλονίκης;

Αλκ.Ι.: Μέσα μου, έχει ξεκάθαρη αναφορά στον Νίκο Παπάζογλου. Μου κάνει εντύπωση που πέρασε τόσο αθόρυβα το φευγιό του. Έκανε σημαντικά πράγματα με έναν τρόπο τελείως δικό του και επηρέασε, μέσα από την τσιγκούνικα μικρή δισκογραφία του, αλλά και μέσα από τις παράπλευρες δραστηριότητές του, τον δρόμο όλων μας.
Φεύγει σχετικά νέος απ' τη ζωή ένας τέτοιος άνθρωπος, και το μελάνι που χύνεται είναι απείρως λιγότερο από αυτό για τον νέο καλοκαιρινό έρωτα της τάδε φετινής τραγουδίστριας ή τηλε-περσόνας.  Δε γκρινιάζω, με πιάνουν τα γέλια, έχει και την πλάκα του όλο αυτό. Μόνο στην πλάκα μπορείς να το πάρεις, αλλιώς χάθηκες... Τέλος πάντων...
Ενώ η «Μικρή Βαλίτσα» στηρίζεται στον ήχο του κουαρτέτου εγχόρδων, υπάρχουν κάποια λαϊκότροπα τραγούδια στον δίσκο, που αναφέρονται σε διαφορετικές εποχές του λαϊκού τραγουδιού, από τα παλιά ρεμπέτικα μέχρι το νεότερο λαϊκό. Οι αναφορές δεν είναι μόνο στο ύφος, αλλά και στον χαρακτήρα των εποχών αυτών, ακόμα και σε συγκεκριμένα τραγούδια, μαζί με μια εσωτερική σύνδεση με τον σημερινό εαυτό μου.

Όταν ο σημερινός εαυτός μας απουσιάζει από τα όσα φτιάχνουμε, τότε κάνουμε απλά αναπαράσταση. Το θέμα είναι να τον εντάξεις δημιουργικά και όχι απλά κραυγαλέα.
Κάθε φορά που ετοιμαζόμουν να φύγω απ' τη χώρα, άκουγα μόνο δημοτικά και ρεμπέτικα. Αυτά θα έπαιρνα μαζί μου πρώτα, αν έφευγα. Όταν το συνειδητοποίησα, εγώ, ένας «έντεχνος τροβαδούρος» με «κλασικές ανησυχίες», ησύχασαν πολλά πράγματα μέσα μου.
Επίσης, η παρουσία τους στη «Μικρή Βαλίτσα» είναι και αποτέλεσμα της αγωνίας μου που το λαϊκό τραγούδι, από πεντακάθαρο, σπουδαίο μουσικό και ποιητικό είδος, ξέπεσε στα χέρια του λαμέ lifestyle,  της έντεχνης ανακατωσούρας, της επίδειξης ταχύτητας στο μπουζούκι, της χρήσης του απλά σαν «χρώμα» σε πιο «πειραματικές» δουλειές, της ανούσιας εκμετάλλευσής του από τρέντυ, ευχάριστα, νεο-ποπ, καλοκαιρινά εγχειρήματα και της «ωραιοποίησής» του προκειμένου να μπει στα μεγάλα σαλόνια. Μόνο σε κάποια λίγα ταπεινά ρεμπετάδικα, σε ελάχιστους καλλιτέχνες και σε κάποιες παρέες επιβιώνει η ουσία του, κι αυτή η επιβίωση κρέμεται από μια κλωστή.

Όχι πως μπορώ να βοηθήσω προσθέτοντας τρία ή τέσσερα τραγούδια στο ρεπερτόριο, αλλά το είχα προσωπική ανάγκη. Ίσως πάλι κάποιος πιτσιρικάς να ακούσει δυο νότες απ' το τρίχορδο και να ενδιαφερθεί, να ψάξει και κάτι άλλο, παλαιότερο, να ακούσει στο κεφάλι του κάτι το αυριανό ή το παντοτινό.

Είναι απρόβλεπτοι οι πιτσιρικάδες... Πήγα δυο φορές στο παγκόσμιο φεστιβάλ των Κελτών, στη Γλασκόβη, τη μια για να παρακολουθήσω, την άλλη για να λάβω μέρος. Εκεί είδα μικρά παιδιά, Κελτάκια 10-15 χρονών, να γνωρίζουν και να συμμετέχουν με μεγάλη χαρά στην παράδοσή τους. Έπαιζαν στους δρόμους, τραγουδούσαν παντού, ανεπίσημα, παιδάκια που ήταν εξαιρετικά σύγχρονα και απόλυτα δεμένα με το παρελθόν τους.
Εκεί είδα και γνώρισα επίσης Κέλτες μπουζουξήδες, κυρίως Σκοτσέζους και Ιρλανδούς, αλλά και από άλλες χώρες. Όταν συνειδητοποίησα πόσο δημιουργικά και ελεύθερα έχουν εντάξει το μπουζούκι στην παράδοση αλλά και στη νέα δημιουργία τους, ντράπηκα που εμείς το έχουμε κάνει σημαία της παρακμής μας. Κι όταν άκουσα νέες μπάντες να εντάσσουν στους δίσκους και στις συναυλίες τους παλιά δικά τους λαϊκά τραγούδια, χωρίς καμία ενοχή και χωρίς να τα βιάζουν ώστε να ενθουσιάσουν τα πλήθη, ντράπηκα διπλά που εμείς σνομπάρουμε το είναι μας.
Κρ.Π.: Με φόντο μία κρίση ελληνική, ευρωπαϊκή και παγκόσμια, τι σε κινητοποίησε περισσότερο να γράψεις και να ολοκληρώσεις αυτόν τον δίσκο με κυρίως πολιτικό ύφος; 

Αλκ.Ι.: Αυτό που με κινητοποιούσε πάντα: η ανάγκη μου να μοιραστώ με την τέχνη μου και με τους συνανθρώπους μου τα όσα είμαστε και τα όσα μας συμβαίνουν, έτσι όπως τα αισθάνομαι και τα καταλαβαίνω. Έκανα αυτό που έκανα πάντοτε. Ίσως πιο καθαρά και πιο άμεσα.

Κρ.Π.: Αυτά τα χρόνια έχεις παίξει σε συναυλίες ενάντια στην εξόρυξη χρυσού στη Χαλκιδική και για συμπαράσταση κρατουμένων που βασανίστηκαν. Υπάρχουν οι φωνές τους με κάποιον τρόπο μέσα σ' αυτήν τη «Μικρή βαλίτσα»;

Αλκ.Ι.: Ναι, θα ήταν αδύνατον να εξαιρέσω αυτές τις περιπτώσεις από τα όσα μας συμβαίνουν, άρα και από τα όσα εμπεριέχει ο δίσκος. Οι φωνές που αντιστέκονται στο σκοτάδι, όπως μπορώ να τις ακούσω ο ίδιος τουλάχιστον, είναι σίγουρα μέρος του δίσκου.

Κρ.Π.: Η «μέρα που θα 'ρθει» πώς θα 'θελες - και θα 'λεγες- να είναι;
Αλκ.Ι.: Μόνο την ουτοπία ονειρεύομαι. Σηκώνει κοροϊδία η στάση μου, το ξέρω, αλλά δεν αξίζει να ονειρευόμαστε κάτι λιγότερο. Μπορούμε να επιθυμούμε καλύτερη ζωή, να διεκδικούμε περισσότερα δικαιώματα, να αγωνιζόμαστε για μια βελτίωση. Όλα αυτά όμως έχουν νόημα μόνο όταν το όνειρο εκτείνεται στο άπειρο. Αν το όνειρό σου δεν είναι η απόλυτη δικαιοσύνη (είτε υπάρχει φιλοσοφικά ως έννοια, είτε όχι), δεν μπορείς να ονειρεύεσαι λίγη περισσότερη δικαιοσύνη. Μπορείς να παλεύεις για λίγη περισσότερη δικαιοσύνη, αν την ονειρεύεσαι ολόκληρη.
Στο κέντρο της ύπαρξής σου θέτεις το ολόκληρο, όχι το λίγο περισσότερο. Έτσι, μπορείς ίσως να λες πως βαδίζεις προς τη σωστή κατεύθυνση, πως βήμα-βήμα και μάχη-μάχη το πλησιάζεις, κι ας ξέρεις πως ποτέ δεν θα φτάσεις, κι ας φτάσουν άλλοι, αιώνες μετά από σένα. Κι ας μη φτάσουν ούτε κι αυτοί, δεν έχει σημασία...

Κρ.Π.: Ποιο τραγούδι σου σε δυσκόλεψε περισσότερο να γράψεις τους στίχους του, όχι από άποψη τεχνική και πρακτική, αλλά κυρίως ψυχική, και γιατί; 

Αλκ.Ι.: Ήταν όλα τα τραγούδια ανοιχτά σε αλλαγές. Ακόμη και μπροστά στο μικρόφωνο άλλαζα λέξεις ή νότες. Το υλικό επέδειξε εξαιρετική ευελιξία στις αλλαγές των βιωμάτων, των αισθημάτων και των αναγκών μου.

Γενικά, δεν μου αρέσει να λέω πως βασανίστηκα να γράψω κάτι. Είναι σαν τη μάνα που κρατάει το παιδί της και παραπονιέται για το πόσο πόνεσε όταν το γεννούσε. Κι απ' την άλλη, τραγούδια είναι... Εδώ άλλοι σκάβουν όλη μέρα.

Μπορώ πάντως να σου πω πως η δημιουργική ομάδα, οι μουσικοί και οι τεχνικοί, χρειάστηκε να δώσουν πολύ πέραν του αναμενόμενου, σε ώρες, ενέργεια, ταλέντο και γνώση. Το έδωσαν ολόψυχα, παρά την εξάντληση. Αυτό το «ολόψυχα» αποτυπώθηκε στον δίσκο και θα το θυμάμαι για πάντα.

***
«Σαν είν' τα όνειρα μικρά
μικραίνουνε μαζί και τα τραγούδια
μικραίνει ο τόπος κι η καρδιά
[.] Μια αλυσίδα σε κρατά
και τη γυαλίζεις και την ομορφαίνεις
δένεις γραβάτα τη θηλειά
[.] Σιγανά και ταπεινά
μα όχι σκυμμένα και ταπεινωμένα
γίνε η ζωή σου που περνά»
Κρ.Π.: Είναι τόσο αυτονόητα όλα αυτά, για να φτάσει κανείς στο «Τι περιμένεις πια», δηλαδή στον τίτλο αυτού του τραγουδιού. Νιώθεις σήμερα, πως ζούμε γενικά την αμφισβήτηση του «αυτονόητου» και την ανάγκη για τον επαναπροσδιορισμό του; 

Αλκ.Ι.: Το αυτονόητο αποδείχτηκε καταστροφικό. Κι αν δεν είμαστε ακόμα έτοιμοι για το αδιανόητο, εύχομαι να μην παραμείνουμε στο ανόητο. Να πάμε ένα βήμα μπρος. Να πάρουμε την ευθύνη αυτού του βήματος. Με τη γνώση πως δεν θα είναι εύκολη δουλειά ο αγώνας για αξιοπρέπεια, με την επίγνωση πως δεν κάνουμε το βήμα για να βολευτούμε, αλλά για να ξεβολευτούμε δημιουργικά. Και δεν αναφέρομαι αποκλειστικά στην εκλογική διαδικασία.
Πρέπει να γίνει μια επανατοποθέτηση της κοινωνίας, γιατί φτάσαμε στο σημείο μηδέν. Το επίπεδο ζωής, το επίπεδο σκέψης, οι αντιλήψεις, οι αξίες, η αισθητική μας, είναι όλα σε ελεύθερη πτώση. Αναγνωρίζοντας την κατάστασή μας, έχουμε πολλή δουλειά ο καθένας με τον εαυτό του και όλοι μαζί για να μπορέσουμε να σταθούμε σαν προσωπικότητες και σαν σύνολο. Χωρίς θούριους και υψωμένες γροθιές, χωρίς να μετατραπούμε από τη μια μέρα στην άλλη από βολεμένοι δανειολήπτες σε οργισμένους πλην ευκαιριακούς επαναστάτες, αλλά με μεθοδικότητα, απόφαση και κόστος, ατομικά και συλλογικά, με «αίσθημα ευθύνης», που λένε και οι πιο ανεύθυνοι πολιτικοί μας, πρέπει κάποτε να αρχίσουμε την κίνηση προς τα εμπρός. Και με τη βεβαιότητα πως, αν αποτύχουμε, το θηρίο θα επανέλθει ακόμα πιο άγριο.
Κρ.Π.: Στο τραγούδι με τίτλο «Πολιτική τοποθέτηση» κάνεις ακτινογραφία του μέσου -προοδευτικού θεωρητικά- Έλληνα - και όχι μόνο... Λες, για παράδειγμα: 
«Ρεύομαι σούσι κι ονειρεύομαι επανάσταση
καλοταϊσμένος περιμένω την ανάσταση
είμαι γελοίος
[.] Μικρός ορκίστηκα τον κόσμο να αλλάξω
μα στα σαράντα μου είμαι ο κόσμος
πού να ψάξω για τον ένοχο
[.] Μεγαλουργώ στα λόγια κι από πράξη τίποτα
[.] Ρεύομαι σούσι κι ονειρεύομαι επανάσταση
Είμαι επιτάφιος, με προσπέρασε η ανάσταση
κι ελπίδα δεν έχω». 

Από πού μπορούμε να περιμένουμε, κάτι, σήμερα; 

Αλκ.Ι.: Από εμάς τους ίδιους. Από κανέναν άλλον. Γιατί, και τον πιο ικανό, τον πιο άφθαρτο να ψηφίσουμε, αν του δώσουμε να οδηγήσει έναν σμπαραλιασμένο, μπερδεμένο θίασο, μόνο εμπόδιο θα του είμαστε.
Από εμάς πρέπει να περιμένουμε πρώτα. Από τα βιβλία που θα διαλέξουμε να διαβάσουμε, την τηλεόραση που θα σβήσουμε για να κοιταχτούμε με τους ανθρώπους μέσα στο ίδιο μας το σπίτι, από τις συγνώμες που θα πούμε, από τα όπλα που ο καθένας μας θα ανακαλύψει ξεχασμένα στην ψυχή του και στην αγκαλιά του άλλου. Δε βλέπεις τι γίνεται; Όποιος βγει να μοιραστεί κάτι, πέφτουμε όλοι να τον φάμε. Υπάρχει οργή και μίσος που δεν ξέρουμε πού να διοχετεύσουμε, και τα επιστρέφουμε απλόχερα στον εαυτό μας. Αποτελούμε την ευκαιρία ώστε η επιστημονική κοινότητα να επινοήσει, μετά την οικογενειακή ή την ομαδική ψυχοθεραπεία, την εθνική ψυχοθεραπεία.
Αν πρέπει να περιμένουμε κάτι, θα γεννηθεί από την ελπίδα, τη μοιρασιά, την ανεκτικότητα, την αγάπη μας για τον άνθρωπο, την αναζήτηση της ουσίας και την πίστη πως αξίζει να ζήσουμε πιο ουσιαστικά. Από τη συνείδηση πως δεν ζούμε μόνοι, ούτε σαν άτομα, ούτε σαν σύνολο, σ' αυτόν τον πλανήτη, καθώς και από τη συνεχή αυτοκριτική μας: Ένας στίχος από το ίδιο τραγούδι, λέει «Στο διαδίκτυο απαγγέλλω το κενό μου, είμαι μεγάλος στο μικρό δωμάτιό μου». Αυτό ακριβώς κάνω λοιπόν αυτή τη στιγμή... Δε φτάνει.

Κρ.Π.: Τελικά ταξιδεύει η μικρή βαλίτσα. (με χασάπικα, ρεμπέτικα, ζεϊμπέκικα, ροκ, μπαλάντες, δημοτικά, λαϊκά, με αυτοκριτική, σάτιρα, ερωτισμό, αγάπη, κριτική, απογοήτευση, ελπίδα);
Αλκ.Ι.: Ναι, ταξιδεύει! Παίζουμε στο Γυάλινοτώρα, με τον Γιώργο Καλούδη στο τσέλο και τη λύρα, τον Φώτη Σιώτα στο βιολί και στη βιόλα, τον Δημήτρη Τσεκούρα στο κοντραμπάσο και βέβαια τον Μανόλη Πάππο στο μπουζούκι. Μετά θα πάμε στη Θεσσαλονίκη, όπως και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. Την Άνοιξη στην Ευρώπη, το Καλοκαίρι ποιος ξέρει...
Ξεκίνησε το ταξίδι της η Μικρή Βαλίτσα κι ευτυχώς παίρνει κι εμάς μαζί. Όχι σαν αχθοφόρους, αλλά σαν συνταξιδιώτες.

Κρ.Π.: Θα ήθελα να κλείσει αυτή η συνέντευξή σου με τον «Τιμονιέρη». Είναι αυτός που μας οδηγεί σήμερα; Εντός μας και εκτός μας; Αν και απαντάς με τους στίχους σου, θα ήθελες να πεις κάτι περισσότερο γι' αυτόν τον σημερινό «ήρωα» της κατάντιας μας;
Αλκ.Ι.: Μας γνωρίζει απ' έξω κι ανακατωτά, μας παίρνει πατρικά απ' το χεράκι και μας οδηγεί στην κάθε μέρα μας. Κι εμείς τον ξέρουμε άλλο τόσο καλά. Γιατί εμείς τον φτιάξαμε, κι ας το ξεχνάμε. Δεν θα ζήσω τη μέρα που θα τον γκρεμίσουμε ήσυχα και σίγουρα από το βάθρο του, μέσα και έξω μας. Έχουμε πολύ δρόμο ως τότε. Το επόμενο -και τελευταίο- τραγούδι του δίσκου λέγεται «Η μέρα που θα 'ρθει» και αναφέρεται στην πτώση του. Και στη γέννηση ενός νέου κύκλου. Πιστεύω πως η μέρα θα 'ρθει. Γι' αυτό κάνω παιδιά. Κι ας ξέρω πως, την επομένη της νέας μέρας, θα αρχίσουμε οι άνθρωποι να δημιουργούμε τον «Τιμονιέρη» απ' την αρχή.-
Ο τιμονιέρης
Μη λες πολλά, μη θες πολλά, μην κάνεις το δικό σου
μην πας ψηλά, μη θες πολλά, μείνε στο μερτικό σου
Μείνε στο μαύρο σου κενό, στη γκρίζα σου την πόλη
μην έχεις μνήμη, μη ρωτάς, κάνε όπως κάνουν όλοι

Βολέψου αναπαυτικά κι άσε μου το τιμόνι
παντρέψου στα περιοδικά, σμίξε με την οθόνη
Μέσ' απ' της κάλπης τη σχισμή ξεγέννα τα παιδιά σου
κι ήσυχος κλείσ' τα μάτια σου κι από τον κόσμο χάσου

Σου δίνω Σάββατο να βγεις στη νύχτα του άλλου κόσμου
μια Κυριακή να βαρεθείς κι αύριο ξανά δικός μου
Ζήτα μου αν θέλεις δανεικά, στέγη, τροφή κι αμάξι
δική μου η γη που σε γεννά κι η γη που θα σε θάψει

Αν μου σταθείς αντίπαλος σου εκδίδω και βιβλίο
και καπετάνιο κάμνω σε σ' ένα μεγάλο πλοίο
Στης πλάνης σου τ' απόνερα ελεύθερος κολύμπα
και κάθε χρόνο μια φορά σπάσ' τα και κάν' τα λίμπα

Είμαι η ομίχλη στο μυαλό κι ο φράχτης στην καρδιά σου
και στο πανί του ύπνου σου προβάλλω τα όνειρά σου
Είμαι εσύ κι είσαι εγώ και πώς να με νικήσεις
χωρίς εμένα δεν μπορείς να ζήσεις ή να σβήσεις.

Υ.Γ. απο Επικούρειο Πέπο, αγοράστε το πρόσφατο

cd του Αλκίνοου είναι ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ.

Πηγή : http://tvxs.gr/

9.1.15

KATEΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ ΠΟΙΗΤΡΙΑ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑ κ.ο.μ.

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ 10/01/2014 Kατερίνα Αγγελάκη-Ρούκ 

Ποιήτρια, Μεταφράστρια και όχι μόνο. Απολαύστε την.........



Γεννήθηκα στα Εξάρχεια, Μεταξά και Μεσολογγίου. Και να που με τα χρόνια πάλι εδώ επέστρεψα, ψηλά στην Ασκληπιού όπου ζω τώρα. Τα θυμάμαι, όταν ήμουν κορίτσι, ως μία πολύ συμπαθητική γειτονιά του κέντρου, όπου έμεναν αρκετοί φοιτητές, καλλιτέχνες, άνθρωποι των γραμμάτων κ.λπ., απλοί, φιλικοί, δίχως την κολωνακιώτικη υπεροψία που παραμόνευε λίγα στενά παραπάνω. Τώρα, πια, βέβαια είναι μια περιοχή «καταραμένη», όπως και όλο το παλιό αθηναϊκό κέντρο θαρρώ. Δεν κυκλοφορώ πλέον για να το διαπιστώσω ιδίοις όμμασιν που λένε, αλλά δεν θέλει και πολύ, το «πιάνεις» στον αέρα, ακόμα και από το μπαλκόνι σου. Βεβαίως και μένω στο νοίκι. Ήταν μια σοφή επιλογή της οικογένειάς μου, που ακολούθησα κι εγώ. «Μα, πώς εσείς, ένας επιτυχημένος δικηγόρος, δεν έχετε αποκτήσει δικό σας διαμέρισμα;», ρωτούσαν τότε κάποιοι τον πατέρα μου. «Μια ιδιοκτησία είναι ήδη αρκετή...», απαντούσε εκείνος, εννοώντας το εξοχικό μας στην Αίγινα με τις φιστικιές, τον μικρό μου παράδεισο. Έναν παράδεισο που χρωστώ, ουσιαστικά, σε μία καταστροφή, μια κι εκείνος το είχε πάρει το '23 μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών – είχαν μεγάλη περιουσία στα Δαρδανέλλια οι παππούδες, αλλά τότε χάθηκαν όλα και μας έμεινε η Αίγινα. Αγαπούσε, ξέρετε, πολύ τη γη και πέρασε και σε μένα αυτή την αγάπη. Δυστυχώς, βέβαια, λόγω υγείας δεν μπορώ πια να ταξιδέψω στο νησί κι αυτό μου έχει στοιχίσει. «Ανατολίτης» ο πατέρας, «δυτική» η μητέρα, μια και ήταν από την Πάτρα, που στην εποχή της φάνταζε πιο πολιτισμένη και από την Αθήνα. Λιμάνι βλέπετε, πύλη για την Ευρώπη και τα λοιπά, μέχρι όπερα διέθετε. Ένιωθα, λοιπόν, να ενώνω στην ύπαρξή μου Ανατολή και Δύση. Κοσμοπολίτες οι δικοί μου, άνθρωποι ανοιχτόμυαλοι, προοδευτικοί, κοσμοπολίτισσα κι εγώ από κούνια! Περίμενα, θυμάμαι, πώς και πώς να τελειώσω το γυμνάσιο –πήγαινα σε αυτό του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου– και να φύγω στη Γαλλία για σπουδές κοντά στον Νίκο τον Καζαντζάκη, τον νονό μου, που με περίμενε εκεί. Δυστυχώς, απεβίωσε έναν μόλις μήνα προτού κάνω εκείνο το ταξίδι... Εν τέλει, έκανα πρώτα εδώ αγγλική φιλολογία κι έπειτα πήγα κι έμεινα με τη νονά μου, την Ελένη, στη Νίκαια και ύστερα στη Γενεύη, όπου σπούδασα μεταφράστρια και διερμηνέας. Έγραφα από κοριτσάκι. Αρχικά ιστοριούλες, έπειτα ποίηση. Πρωτοδημοσίευσα στο περιοδικό «Καινούργια Εποχή» το φθινόπωρο του '56. Ήταν το ποίημα «Μοναξιά». Λες κι ήξερα τότε ακόμα, 17 χρόνων κοπέλα, τι ακριβώς σήμαινε αυτό! Ο νονός μου, όταν το διάβασε, ενθουσιάστηκε, μου έκανε κριτική διθυραμβική, αλλά δεν τον πήρα σοβαρά, άργησα να πιστέψω στον εαυτό μου ή μάλλον στη γραφή μου. Με τα χρόνια αντιλαμβάνομαι, βέβαια, πόσο με είχε βοηθήσει το περιβάλλον και τα διαβάσματα που είχα από πιτσιρίκα – σπάνια τύχη. Σπάνιο είναι, όμως, για έναν ποιητή να αναγνωριστεί στην ακμή του και εν ζωή, όπως συνέβη μ' εμένα. Από την ποίηση, ωστόσο, δεν βιοπορίζεται κανείς. Ούτε εύκολα, ούτε καν δύσκολα – βασικά, από τις μεταφράσεις έζησα και ζω. Σιχαίνομαι το χρήμα και όλη τη νοοτροπία πίσω από την απόκτησή του. Είναι το πιο εθιστικό ναρκωτικό, το πλέον καταστροφικό. Ήμουν, βέβαια, καλοαναθρεμμένη, από σπίτι, στερημένα δεν έζησα, έμαθα όμως να μην κοιτάω πέρα από τα χρειαζούμενα. Αυτό το λιτό πνεύμα διέπνεε όλη την οικογένεια και φυσικά την ανατροφή μου. Ούτε ως κοπέλα μ' ενδιέφεραν τα λούσα – τα διαβάσματα και τα γραπτά μου μ' ένοιαζαν, οι έρωτες επίσης, η τρυφηλότητα όμως ποτέ. Σε μια συνέντευξη που έδωσα πρόσφατα σε εφημερίδα έβαλαν τίτλο ότι είπα, τάχα μου, πως μόνη ελπίδα μας είναι η καταστροφή. Όμως δεν σοβαρολογούσα, αστειευόμουν. Πιστεύω, αντίθετα, ότι εποχές που είναι πρέπει να αναζητήσουμε ξανά την ελπίδα, μια ελπίδα που περιπλανιέται δεξιά-αριστερά άστεγη, άνεργη, αποπροσανατολισμένη, να τη στεγάσουμε εντός μας και τη βάλουμε να μας κάνει καμιά δουλειά. Για να γίνει, βέβαια, αυτό θα πρέπει να πάψουμε τις διχόνοιες και να συνενωθούμε. Αρκετά με τους εμφύλιους διχασμούς σε αυτήν τη χώρα. Και σιγά τους διχασμούς δηλαδή, εγώ απλώς βλέπω να τσακώνεται το αφεντικό του Κώστα με το αφεντικό του Νίκου και ο υπάλληλος της Καίτης με τον υπάλληλο του Γιώργου, δεν μπαίνει δηλαδή καν θέμα ουσιαστικών διαφορών... Η ποίηση δεν έχει κανόνες, δεν τους χρειάζεται! Για την ακρίβεια, έχει τους δικούς της ιδιαίτερους κανόνες, που μπορείς να τους διαμορφώνεις μόνος σου. Ίσως γι' αυτό ταίριαζε τόσο με την ιδιοσυγκρασία μου. Αν είμαι αισιόδοξη για το μέλλον της ποίησης; Κοίτα, όσο υπάρχουν άνθρωποι πάντα θα υπάρχει, πιστεύω, αυτή η βαθιά εσωτερική ανάγκη που την υπαγορεύει. Ίσως όμως και όχι. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το ίδιο το ανθρώπινο μέλλον, πόσο μάλλον αυτό της ποίησης! Στην Ελλάδα πάντως έχει «ψωμί» ακόμα, αν κρίνω από τα γραπτά που μου στέλνουν. Ποίηση μπορεί να γράψει κανείς και στην οθόνη του υπολογιστή –εγώ όχι, είμαι βλέπετε άλλης γενιάς–, το βρίσκω ωστόσο συγκινητικό σε μία τόσο προηγμένη τεχνολογικά εποχή να υπάρχουν άνθρωποι που να επιμένουν να βασανίζονται πάνω από μια κόλλα χαρτί. Θα συμβούλευα, πάντως, όποιον επιθυμεί να γίνει ποιητής να σκύψει καταρχάς στην πραγματικά μεγάλη ποίηση, να νιώσει ξετρελαμένος μαζί της, όπως εγώ μικρότερη, όταν ανακάλυψα τον Καβάφη, κι ύστερα να βάλει πλώρη για τα βαθιά. Η μετάφραση είναι μια ολόκληρη τέχνηαπό μόνη της. Ουσιαστικά, είναι σαν να γράφεις ένα παράλληλο, «δικό σου» βιβλίο. Έχει τύχει, ξέρετε, να αλλάξω ολόκληρες προτάσεις προκειμένου να αποδοθούν καλύτερα στη δική μας γλώσσα. Έπειτα, αν συναντήσεις κάποια παροιμία, ένα σχήμα λόγου κ.λπ., τι θα κάνεις; Αυτούσιο δεν θα έχει νόημα, θα πρέπει, λοιπόν, να βρεις αντιστοιχίες στη δική σου γλώσσα. Έχω μεταφράσει από αγγλικά και από γαλλικά, αλλά πιστεύω πως οι καλύτερες μεταφράσεις μου είναι από ρωσική λογοτεχνία και ποίηση, όπως του Πούσκιν και του Μπρόντσκι – λατρεύω τη γλώσσα αυτή, ίσως επειδή την είχα πρωτομάθει κοντά στην γκουβερνάντα μου. Η σχέση μου με τον Ρόντνεϊ Ρουκ ήταν καθοριστική. Γνωριστήκαμε σε μία ταβέρνα στην Πλάκα το '63, παντρευτήκαμε μόλις δύο βδομάδες μετά και ήμαστε μαζί μέχρι τον θάνατό του το 2007. Αγαπηθήκαμε βαθιά με αυτό τον άνθρωπο. Υπήρχε μεταξύ μας άπειρος σεβασμός, εκτίμηση και κατανόηση. Τίμιος, ευθύς, ειλικρινής, ήταν ο ιδανικός σύντροφος ζωής. Καθένας μας ήταν απολύτως ελεύθερος να κάνει τα δικά του πράγματα, αλλά ήξερε ότι ο άλλος ήταν πάντα εκεί. Ταξιδέψαμε πολύ μαζί, πήγαμε Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Ινδία... Παιδιά δεν αποκτήσαμε γιατί μυστικά κάπου μας «βόλευε» και τους δύο αυτό – εγώ είχα την ποίηση και τις μεταφράσεις, εκείνος ήταν χαμένος στα βιβλία του, όντας κλασικός φιλόλογος, πού καιρός γι' άλλα! Όχι, δεν το μετάνιωσα, δεν ήμασταν εμείς για παιδιά. Δεν υπάρχει καμιά υψηλά ιστάμενη μεταφυσική αλήθεια. Υπάρχει μόνο η προσωπική αλήθεια που καθένας τη βρίσκει στο τέλος μόνος του, δεν μπορεί να του την εμφυσήσει κανείς. Και τι πιο αληθινό από έναν τρόπο ζωής τέτοιο, ώστε να καταφέρνεις να μην πληγώνεις και να μην πληγώνεσαι! Εμένα εκείνο που με πληγώνει περισσότερο είναι η μωροφιλοδοξία κάποιων ανθρώπων και η τάση τους να σε εκμεταλλεύονται. Εκείνο, αντίθετα, που εκτιμώ απεριόριστα είναι η γενναιοδωρία, υλική και πνευματική. Αν με ευνόησε η ζωή; Και ναι και όχι. Σίγουρα με ευνόησε στο ότι κατάφερα να κάνω αυτό που ήθελα, να ζήσω με τους δικούς μου όρους, δίχως να μου επιβληθεί οτιδήποτε. Είχα, ωστόσο, την ατυχία να πάθω μικρή μια άσχημη λοίμωξη (σταφυλόκοκκο) που μου άφησε κουσούρια και για την οποία η θεραπεία ανακαλύφθηκε μόλις λίγους μήνες μετά – αν την είχα πάρει έγκαιρα, θα ήμουν υγιής, από την άλλη, βέβαια, μπορεί να μη γινόμουν ποτέ ποιήτρια. Το ποίημα, βλέπετε, πρέπει να έχει κάποια πληγή για να ακουμπήσει, ψυχική ή σωματική... Με θλίβει που δεν μπορώ να κινούμαι πλέον. Μεταφράσεις δεν μπορώ να κάνω πια. Τελευταία, επίσης, δεν έχω καθόλου έμπνευση, έναν χρόνο έχω να γράψω οτιδήποτε. Ίσως είναι η περίοδος. Ο ποιητής έχει βλέπετε τις περιόδους του, ακριβώς όπως οι γυναίκες. Νιώθω, επίσης, τη μνήμη μου να με εγκαταλείπει. Αυτό το τελευταίο, βέβαια, μπορεί να είναι ταυτόχρονα πρόβλημα αλλά και ευλογία. Ακόμα και από τους έρωτές μου, ακόμα και από τον Ρόντνεϊ, το μόνο που μπορώ να ανακαλέσω πλήρως είναι η γεύση. Αυτή είναι, φαίνεται, η τελευταία αίσθηση που διατηρείται έντονη. ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ Αν σ' έχει ξεχάσει ο έρωτας εσύ θα τον ξαναθυμηθείς μόλις η ματιά σου αγγίξει τη φύση τις πλαγιές, τα κύματα τα φυλλοβόλα δέντρα που δεν αμφισβητούν ποτέ τις εποχές τα ζώα που βγαίνοντας απ' την κοιλιά της μάνας τους ξέρουν κιόλας πώς να ζήσουν πώς ν' αντισταθούν στους εχθρούς που τους έχει ορίσει η φύση. Πρόσεξε μόνο μην η ζωντανεμένη ανάμνηση πέσει πάνω στο σωρό απ' τις προδομένες προσδοκίες σου τ' αναπάντητα όνειρά σου. Πηγή: www.lifo.gr
"Η Εξομολόγηση στον καθρέφτη", 
της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ*

Καθρέφτη μου, σ'εσένα μιλάω, εσένα έχω μπροστά μου, άλλο κανένα.
Οι άνθρωποι, φίλοι, χάθηκαν. Χάθηκαν απ' τη ζωή ή χάθηκε το νόημα
που έβρισκαν σε μένα; Με κοιτάς, σε κοιτώ, ένα πρόσωπο νεανικό
προσπαθώ να θυμηθώ, ωραίο ποτέ, όμως πάντα εκφραστικό της σιγμής
και μόνο. Σ' αγνοούσα τότε κι έτρεχα, λαχάνιαζε το σώμα που μου είχε
απομείνει - ανάπηρο απ' την αρχή -, ήθελα να το εκμεταλλευτώ, να το
χαρώ, ν' αφεθώ στον αέρα, στη θάλασσα, σον αμερόληπτο έρωτα Τις
φιλενάδες μου με τα τέλεια κορμιά που έλαμπαν στον ήλιο, δεν ζήλεψα
ποτέ, δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι οι άνθρωποι μου είχαν στερήσει κάτι που
μου ανήκε. Και τώρα ήρθε της εξομολόγησης η ώρα. Μικρέ μου καθρέ-
φτη, που τελευταία σ' έχω συνέχεια μπροστά μου για να σε συνηθίσω:
Σε μισώ. Θα με συγχωρέσεις; Μίσος τι θα πει δεν ήξερα. Αλλά τώρα, να,
βλέπω το πρόσωπό μου κι εξαγριώνομαι ενάντια στη φύση. Μέσα μου
βαθιά, βέβαια, ξέρω ότι ο εχθρός μου δεν είσαι εσύ, αλλά ο χρόνος.
Ο χρόνος όμως παραμένει πάντα ασύλληπτος αφού τα αμαρτήματά του
όλο αναβάλλονται κι αυτός διαφεντεύει ακόμη τη ζωή μου.

Καθρέφτη μου, θύμα είσαι κι εσύ του ανθρώπινου παραλογισμού.
Σ' ευχαριστώ που μου παραστέκεσαι και μ' αφήνεις να σε μισώ.



(*) Ένα από τα πιο συγκλονιστικά ποιήματα που διάβασα εδώ και καιρό, αυτό της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, που δημοσιεύτηκε στο τελευταίο τεύχος της "Ποιητικής", και το αναδημοσίευσε ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος στη LiFo. Έχω μπροστά μου την εικόνα της ένα μεσημέρι Δεκεμβρίου του 2010 όταν συναντηθήκαμε στο Φίλιον, στη Σκουφά, για μιά συνέντευξη για την "Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία". Ήταν η πρώτη φορά που την είδα κατ' ιδίαν, και ακόμα δεν αξιώθηκα να σηκώσω το τηλέφωνο, όπως η ίδια με προέτρεψε, για να την επισκεφθώ στο διαμέρισμά της (κάπου κοντά, στην Ασκληπιού, αν θυμάμαι καλά), "να τα λέμε κάπου-κάπου, και νάχω λίγη παρέα όταν πίνω την μπίρα μου". Δεν ξέρω γιατί δεν τόχω κάνει - μάλλον ντρέπομαι. Αλλά δεν θα φύγει ποτέ από μπροστά μου η εικόνα μιας γερμένης γυναίκας, που όσο κι αν δεν θα ταιριάξεις ποτέ τα χαρακτηριστικά της με τον στερότυπο ορισμό της ομορφιάς, τόσο θα νοιώσεις ότι είναι κάτι πολύ πιο όμορφο απ' ότι ξέρουμε, και θα θελήσεις να την κλείσεις στην αγκαλιά σου και να την αγαπήσεις αιώνια. Λίγοι άνθρωποι στη ζωή μου μ' έχουν γεμίσει τόσο. Ακόμα και η διάχυτη μελαγχολία της είναι γλυκιά. Την κούρασή της την αισθάνεσαι, δεν την βλέπεις. Κι ούτε στιγμή θ' ακούσεις από το στόμα της, ή θα διαβάσεις σε ποίημά της, παράπονο. Ακόμα και σ' αυτό το ποίημα, στο οποίο στιγμές-στιγμές μοιάζει να λυγίζει, λέει ότι ποτέ δεν αισθάνθηκε ότι "οι άνθρωποι μου είχαν στερήσει κάτι που δεν μου ανήκε". Καταλήγοντας, μετα από μια σπαρακτική εξομολόγηση, να ευχαριστεί τον καθρέφτη απέναντί της που της παραστέκεται και την αφήνει να τον μισεί. Μεγαλείο!
Πηγές: Lifo + filoftero.

30.12.14

31/12/2014 THE LAST DAY OF 2014 To Γοργογύρι αγάπησα.........

Αισιοδοξία. 
Φίλες και Φίλοι
καλημέρα, αυτή είναι η τελευταία καλημέρα
που σας στέλνω για το 2014, την επόμενη
καλημέρα θα σας τη στείλω μετά από έναν
ολόκληρο χρόνο
Αρχικά προβληματίστηκα πάρα πολύ για το
περιεχόμενο της σημερινής μου καλημέρας
γιατί όσο νάναι όταν πρόκειται να στείλεις
έναν ύστατο χαιρετισμό σε υπέροχους φίλους
για το 2014 ψάχνεις να βρείς κάτι καλό. Έτσι
κι εγώ έβαλα το ψαχτήρι του μυαλού μου
σε αναζήτηση ενός υπέροχου θέματος.
Το ψαχτήρι άρχισε να μου παρουσιάζει
πάρα πολλές επιλογές, και έπρεπε εγώ
να κάνω την καλύτερη επιλογή.
Κάποια στιγμή όταν έφθασα σε αδιέξοδο
άκουσα την έσω φωνή να μου λέει
''η λύση είναι στο Γοργογύρι!!!!!!!!!!!!''
για μια στιγμή σκέφτηκα να τηλεφωνήσω
στις νύμφες του ποταμού και να ρωτήσω:
Ποιά είναι η λύση? και οι νύμφες μ' ένα
στόμα απάντησαν
''Το ποίημα για το Γοργογύρι!''
Φίλες και Φίλοι η φωνή είχε δίκιο, η λύση
ήταν το καταπληκτικό ποίημα που είχε
γράψει ο ευλογημένος Φίλος μου απο
τον Στρατό όταν επισκέφτηκε το
Μαγευτικό και Πανέμορφο Γοργογύρι
το 2009 μαζί με την οικογένειά του.
Παναγιώτη σ'ευχαριστώ. Φίλες και Φίλοι
Καλή Χρονιά με υγεία και δημιουργία.
Με σεβασμό και αγάπη Επικούρειος Πέπος.
Και τώρα ένα κάλεσμα, τι θα λέγατε αγαπητοί
φίλοι της μέιλοπαρέας μας να βρεθούμε όλοι
στις 23/05/2015 στο Γοργογύρι?

     '' ΤΟ ΓΟΡΓΟΓΥΡΙ''   
Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Κόζιακα τα μέρη.

Πρόβαλε η ροδοδάχτυλη νυφούλα τ’ ουρανού
και άπλωνε το φέγγος της μαγεύοντας το νου.
Η πρώτη αχτίδα του ηλιού με βρίσκει στο ανηφόρι,
της αύρας νιώθω το κρυφό το μίλημα: «Προχώρει».

Νιώθω της αυγικής δροσιάς το τρυφερό το χάδι,
νιώθω τη γλύκα της ζωής μες στην καρδιά να στάζει.
Φτάνω σε τόπον όμορφο που’ χει περίσσεια χάρη,
όπου η φύση σκόρπισε απλόχερα τα κάλλη.

Ξεπέζεψα και έγειρα σε ριζιμιό λιθάρι,
σε ξάγναντο κι ευώδιαζε δίπλα μου το θυμάρι.
Ματιά και νους απλώθηκαν τα δυο μαζί παρέα
κι όλο περιεργάζονταν την όμορφη τη θέα.

Βλέπω χαλκόμαβες κορφές με γειτονιά τ’ αστέρια,
των αετών βασίλειο, των πετριτών λημέρια.
Γοργόφτερα γροικώ πουλιά μες στα γαλάζια πλάτη,
γυροβολιές και παιχνιδίσματα χορταίνουνε το μάτι.

Και με τη μελωδία του γλυκά, τερπνά με υψώνει
του λόγκου η πετροπέρδικα, της ρεματιάς τ ’αηδόνι.
Πλαγιές κατάφυτες φορούν σμαράγδινη στολή
με των σπιτιών τα κόκκινα πετράδια ταιριαστή.

Πεύκα κι ελάτια ολόισια και πλάτανους αιώνιους θωρώ,
και τ ΄ αγεριού τους ψίθυρους ακούω μες στους κλώνους.

Τ ‘ αγριολούλουδα κι αυτά πανώρια, μυροβόλα,
η μαργαρίτα, το γιοφύλλι, ο κρίνος κι η γλαδιόλα.

Θαρρείς πως ντύθηκε η γης, μυριοχρωματισμένη,
σοφής υφάντρας φορεσιά με ξόμπλια πλουμισμένη.
Κι εκεί που τέτοια λόγιαζα κι άλλα πολλά δροσάτα,
βλέπω μια κόρη ρόδινη που πρόβαλε στη στράτα.

Μια κόρη κρινοπρόσωπη, λιγνή σγουρομαλλούσα
που ‘ ρίξε γύρω ολόγυρα ματιά γοργοπετούσα.
Στέκω και τη θιαμαίνομαι, θέλω να της μιλήσω,
προσεκτικά και ευγενικά μην την κακοκαρδίσω.

-"Καλή σου ώρα, κόρη μου, και να ‘ σαι ευτυχισμένη,
καλότυχοι που σ’ έχουνε κόρη καμαρωμένη.
Πες μου ποιος είν ’ ο τόπος σου θέλω να σε ρωτήσω."

-"Ξένε, αφού με ρώτησες, εγώ θα σου απαντήσω.
Μάθε, εδώ που βρίσκεσαι, σ’ αυτή την πανδαισία,
όπου η αγάπη φύτρωσε, όπου ανθεί η φιλία,
όπου της φύσης γίνεται γιορτάσι, πανηγύρι,
εδώ ' ναι τ ' όμορφο χωριό, είναι το Γοργογύρι."

Το Γοργογύρι αγάπησα, το’ βαλα στην καρδιά μου
θα το’ χω μες στη μνήμη μου κι ας είναι μακριά μου.
Π.Λ.

24.12.14

Μίλα επιτέλους!!!!! Ως πότε θα σιωπάς? Μήπως είσαι μουγκή-μουγκός?

Μίλα επιτέλους!!!!!!!!!! Ως πότε θα σιωπάς? Μήπως είσαι μουγκός?-μουγκή?
Συναθλητές της Ουτοπίας καλημέεεεεεεεεεεεεεεερα@! πως είναι τα κέφια σας σήμερα? ξυπνήσατε καλά?
είπατε καλημέρα στο σκύλο σας, στη γατόνα σας, στο πουλάκι σας, [προς θεού, εννοώ το καναρίνι σας, η τον παπαγάλο σας] δώσατε μια ζεστή αγκαλίτσα σε αγαπημένα σας πρόσωπα? κάνατε σπονδή στα στοιχειώδη?
Τη σημερινή μου καλημέρα θα την συνοδεύσω με μία πρόταση, τι θα λέγατε να ιδρύσουμε έναν σύλλογο
με την ονομασία ''Σώπα'' με σκοπό την διάδοση της σιωπής, και την εξάπλωσή της ακόμα και στα ζώα?
Φρονώ πως το έργο μας δε θα είναι δύσκολο γιατί ήδη το κλίμα είναι ευνοϊκό, θα υπάρχουν βέβαια και
κανόνες, π.χ. θα επιτρέπουμε στα μέλη να μιλάνε μόνο οταν θα έχουν να πουν σαχλαμάρες, ή όταν θα
μιλάνε για ποδόσφαιρο, για κινο και για τ΄' άλλο, αλλά ποτέ για την ουσία, θα είναι επιτρεπτό στα μέλη να
μιλάνε για τους άλλους αόριστα, αλλά ποτέ συγκεκριμένα, και μετά το πέρας των εργασιών θα επιστρέφουμε
σπίτι μας σιωπηλοί, βεβαίως, βεβαίως η σιωπή θα ξεκινάει πάντα από το σπίτι μας για να δίνουμε το καλό
παράδειγμα, όπως αυτή την περίοδο που μας έχουν τρομοκρατήσει με τον γιο της κορώνας.

Στο σύλλογο θα γίνονται δεκτοί όλοι πλην των κουφάλολων για να μην διαταράσσεται η ησυχία μας.
Περιμένω τις δικές σας -σιωπηλές- προτάσεις. υ.γ. επίσης θα επιτρέπουμε να μιλάνε σ'αυτούς που δε θα έχουν τίποτα να πουν, καθώς επίσης και σ'αυτούς που θα λένε αυτά που δεν ενοχλούν τους άλλους, και κυρίως
αυτούς που θέλουν το καλό μας, και που κάνουν αυτό που κάνουν, για το καλό μας, και που εμείς ως βλάκες
δεν μπορούμε να καταλάβουμε τώρα, αλλά θα το καταλάβουμε αργότερα. σας αποστέλλω μια σιωπηλή καλημέρα
και σας παρακαλώ να πράξετε κι εσείς το ίδιο γιατί εμείς πρώτοι πρέπει να δίνουμε το καλό παράδειγμα, και
προς θεού δε μιλάμε ποτέ για δημοκρατία, για παιδεία, για πρόνοια, για σύστημα υγείας, για παραπαιδεία, γιαπολιτική παιδεία κ.λ.π. 

αυτες ειναι απαγορευμενες λεξεις και ενοιες για μας τους σιωπηλους αγωνιστες της αερολογιας κ.ο.μ. το σημα του συλλογου προτεινω να ειναι το σιωπηλό παπάκι @@@@@@@@@@@@@@@@@@@@@ τι λετε?
Ο ΥΜΝΟΣ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΙΟ ΚΑΤΩ ΠΟΙΗΜΑ, ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΜΕ ΠΡΟΣΟΧΗ, ΣΑΣ ΤΟ ΕΙΧΑ ΞΑΝΑΣΤΕΙΛΕΙ
ΠΡΙΝ ΑΡΚΕΤΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΑΛΛΑ ΠΡΟΦΑΝΩΣ ΤΩΡΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΙΔΡΥΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΜΑΣ. ΚΑΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΣΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΤ@@@@@@@ ΤΗΝ ΠΑΠΙΑ!! ΕΜΕΙΣ, ΓΙΑ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΤΟ
ΚΕΦΑΛΙ ΜΑΣ ΗΣΥΧΟ. ΜΕ ΣΕΒΑΣΜΟ ΚΑΙ ΗΣΥΧΙΑ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ.


ΣΩΠΑ, ΜΗ ΜΙΛΑΣ

Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή

κόψ' τη φωνή σου
σώπασε και επιτέλους
αν ο λόγος είναι άργυρος
η σιωπή είναι χρυσός.

Τα πρώτα λόγια οι πρώτες λέξεις που άκουσα από παιδί

έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα μου λέγαν: "σώπα".

Στο σχολείο μού κρύψαν την αλήθεια τη μισή,

μου λέγαν: "Σώπα!".

Με φιλούσε το πρώτο αγόρι που ερωτεύτηκα και μου λέγαν:

"κοίτα μη πεις τίποτα και σώπα!".

Κόψ' τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπα.

Και αυτό βάσταξε μέχρι τα είκοσί μου χρόνια.

Ο λόγος του μεγάλου

η σιωπή του μικρού.

Έβλεπα αίματα στα πεζοδρόμια,

"Τι σε νοιάζει εσένα;", μου λέγανε,
"θα βρεις το μπελά σου, τσιμουδιά, σώπα".

Αργότερα φώναζαν οι προϊστάμενοι

"Μη χώνεις τη μύτη σου παντού,
κάνε πως δεν καταλαβαίνεις και σώπα".

Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά

και τα 'μαθα να σωπαίνουν,
ο άντρας μου ήταν τίμιος και εργατικός και
ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή, που του 'λεγε "Σώπα".

Στα χρόνια τα δίσεκτα οι γείτονες με συμβούλευαν:

"Μην ανακατεύεσαι, πες πως δεν είδες τίποτα και σώπα"
Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμία ζηλευτή,
μας ένωνε, όμως, το Σώπα.

Σώπα ο ένας, σώπα ο άλλος, σώπα οι επάνω, σώπα οι κάτω,

σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσα μας.
Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιάξαμε το σύλλογο του "Σώπα"
και μαζευτήκαμε πολλοί
μια πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη, αλλά μουγκή!

Πετύχαμε πολλά και φτάσαμε ψηλά, μας δώσαν και παράσημα,

και όλα πολύ εύκολα, μόνο με το "Σώπα".
Μεγάλη τέχνη αυτή, το "Σώπα".

Μάθε το στη γυναίκα σου, στο παιδί σου, στην πεθερά σου

κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσα σου
και καν' την να σωπάσει
Κόφ' την σύρριζα.
Πέτα την στα σκυλιά.
Το μόνο άχρηστο όργανο από την στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.

Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες, τύψεις κι αμφιβολίες.

Δεν θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλυτώσεις από το βραχνά να μιλάς,
χωρίς να μιλάς να λες "έχετε δίκιο, είμαι με εσάς".
Αχ! Πόσο θα 'θελα να μιλήσω ο κερατάς.

και δε θα μιλάς,

θα γίνεις φαφλατάς,
θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς.

Κόψε τη γλώσσα σου, κόψ' την αμέσως.

Δεν έχεις περιθώρια.
Γίνε μουγκός.
Αφού δεν θα μιλήσεις, καλύτερα να το τολμήσεις. Κόψε τη γλώσσα σου.

Για να είσαι τουλάχιστο σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου

ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσα μου,
γιατί νομίζω πως θα 'ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω
και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο,
με έναν ψίθυρο, με ένα τραύλισμα, με μια κραυγή που θα μου λέει"
Μίλα!!!
Αζίζ Νεσίν
Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση ο CEO της ΟΚΡΑ Επικούρειος Πέπος.

18.12.14

Σπυρίδων= εκ του ''σπυριδών'' το καλάθι των αρχαίων. Από τον Επικούρειο Πέπο.

Σπυρίδων=από το αρχαίο ''σπυριδών'' το καλάθι, όπου τοποθετούνταν οι καρποί....... η σημερινή μου καλημέρα είναι αφιερωμένη ειδικότερα στην Σπυριδούλα-Κορνηλία το πιο μικρό μέλος της Λ.Ο.Γ.
Αγαπητοί μου φίλοι καλημέρα κ.ο.μ. Χρόνια Καλά στους εορτάζοντες.
Σήμερα θα σας παρουσιάσω έναν υπέροχο άνθρωπο, και μία απίστευτη ιστορία. Ο υπέροχος άνθρωπος
είναι ο ΠΟΛΚΑΝ ΣΑΡΚΑΡ. Η απίστευτη ιστορία διαδραματίστηκε σ' 'ενα χωριό των Τρικάλων, το μαγευτικό
 και πανέμορφο ΓΟΡΓΟΓΥΡΙ.
 Το 2007 με προσπάθειες των μελών της νεοϊδρυθείσας τότε Λογοτεχνικής Ομάδας Γοργογυρίου,
 πολλών φίλων, και την αρχική συνδρομή του πολιτιστικού συλλόγου ιδρύσαμε μια καταπληκτική και πολύ
πλούσια σε υλικό βιβλιοθήκη. Πάρα πολλοί άνθρωποι βοήθησαν ώστε το όνειρο να γίνει πραγματικότητα,
η εταιρεία ''ΠΛΑΙΣΙΟ'' μας έκανε δώρο έναν υπολογιστή, κ. ΓΕΡΑΡΔΟ σας ευχαριστούμε, οι εφημερίδες,

ΤΑ ΝΕΑ, ΤΟ ΕΘΝΟΣ, Η ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, Η ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ, ΑΡΚΕΤΟΙ ΦΙΛΟΙ ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΡΩΠΙ ΚΑΙ ΑΡΚΕΤΟΙ
ΑΠΟΔΗΜΟΙ ΓΟΡΓΟΓΥΡΑΙΟΙ ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα, τους ευχαριστούμε όλους. Τον Απρίλιο του 2007
κάναμε και τα εγκαίνια, ήταν τη δεύτερη μέρα του Πάσχα, και το γεγονός το γιορτάσαμε με χορούς στην πλατεία
του χωριού. Τα όργανα κράτησαν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες........... Δυστυχώς τ' άλλα τα όργανα της αδράνειας
και της αχαριστίας άρχισαν κι αυτά λίγο μετά, με αποτέλεσμα καταστροφικό. Τις τύχες της βιβλιοθήκης αντί να τις
αφήσουν στα μέλη της Λογοτεχνικής Ομάδας που είχαν το μεράκι και την ''τρέλα'' της δημιουργίας, επέλεξαν
να τις διαχειρισθούν άτομα που δεν είχαν καμία σχέση με το βιβλίο, και με τον τρόπο λειτουργίας μιας δανειστικής
βιβλιοθήκης. Ήταν προφανές πλέον ποιά θα ήταν η τύχη της βιβλιοθήκης. Είναι  ΚΛΕΙΣΤΗ ΕΔΩ ΚΑΙ ΕΠΤΑ ΧΡΟΝΙΑ!!!!
ΝΤΡΟΠΗ, ΝΤΡΟΠΗ,ΝΤΡΟΠΗ.

Διαβάστε τώρα αυτά που
αναφέρει το πιο κάτω άρθρο και θα καταλάβετε τη διαφορά. Ίσως κάποιος αναρωτηθεί, καλά οι δάσκαλοι, οι γονείς,
οι μορφωμένοι κ.κ.α.π. του χωριού τέλος πάντων, τί έκαναν? γιατί δεν αντέδρασαν? Στην πορεία ο MR PEPOS μη έχοντας
άλλη επιλογή παραχώρησε στα παιδιά του χωριού τη βιβλιοθήκη του σπιτιού του, και το 2010 στα παιδιά της έκτης
τάξης  χάρισε 250 βιβλία. Δυστυχώς ένα όνειρο που ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς είχε τη χειρότερη
συνέχεια. Σε όλη αυτή την προσπάθεια θα πρέπει να μνημονεύσω το όνομα της Βιβής Τσιούνη που αφιλοκερδώς
πρόσφερε πάρα πολλά στην υπόθεση της βιβλιοθήκης, Βιβή σ'ευχαριστώ. Επίσης ένα μεγάλο ευχαριστώ στα ιδρυτικά
μέλη εκείνης της ομάδας, την Ζαν Ντ' Αρκ, την Τερψιχόρη, την Ερατώ, Την Αντιόπη, την Σύλβια, την Κορνηλία, την Ανδρομέδα, την Μονμάρτη, την Mαριάννα, τους εύχομαι τα καλύτερα.
Ο ΓΥΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ
ΠΟΛΚΑΝ ΣΑΡΚΑΡ, 95. Ένας απλός άνθρωπος από το Μπανγκλαντές, του οποίου όμως ο τρόπος ζωής τον κάνει έναν από τους εκατοντάδες χιλιάδες, ίσως και πολύ περισσότερους, αφανείς και ξεχωριστούς ετούτου του κόσμου. Και πόσο, αλήθεια, τυχεροί είμαστε όταν τα μικρά-μεγάλα κατορθώματά τους φτάσουν, όχι με δική τους αυτοπροβολή, ποτέ, να γίνουν γνωστά σε μας. Πόσο υπέροχα είναι αυτά τα δάκρυα που, στο άκουσμα μιας απλής ιστορίας ανθρώπινης μεγαλοσύνης, μας κάνουν να νιώθουμε πως δε χάθηκαν όλα, πως υπάρχουν ακόμα σταγόνες δροσιάς.
ΜΕΓΑΛΗ η εισαγωγή μου και ζητώ συγγνώμη. Αλλά ο ενθουσιασμός μου να σας συστήσω μ’ αυτόν τον σπουδαίο «παππού» είναι τόση, ώστε όπως κάθε ενθουσιασμός να καθίσταται έως και πολύ υπερβολικός – δεν πειράζει. Ο κ. Πόλκαν, λοιπόν, όπως άκουσα στην εξαίρετη ραδιοφωνική εκπομπή Outlook του BBC (από αυτές που αντιστέκονται ακόμα στα φτηνά ραδιόφωνα με τις ασυνάρτητες play list και την δίχως όρια φλυαρία), διανύει κάθε μέρα απόσταση περίπου 8 μιλίων (σχεδόν 13 χιλιόμετρα δηλαδή), κουβαλώντας ένα βαρύ σακίδιο στον ώμο. Μέσα σε αυτό, υπάρχουν βιβλία. Πολλά βιβλία…
ΕΙΝΑΙ μέρος της βιβλιοθήκης του, που την έκτισε με τα χρόνια, και σήμερα αριθμεί περίπου 5.000 βιβλία. Στα σχεδόν 20 χωριά που επισκέπτεται κάθε εβδομάδα, μοιράζει τα βιβλία του σε συνανθρώπους του που, όπως και αυτός, η φτώχεια δεν τους άφησε να πάνε σχολείο, και είτε με βοήθεια, είτε όχι, μαθαίνουν τώρα να διαβάζουν. «Φτωχός», λέει, «δεν είναι όποιος δεν έχει να φάει, αλλά όποιος δεν έχει βιβλίο να διαβάσει».
ΜΕΓΑΛΩΣΕ κι αυτός σε οικογένεια με αναλφάβητους γονείς. Ο πατέρας του πέθανε όταν ο Πόλκαν ήταν μόλις 5 μηνών. Τον υιοθέτησε ο παππούς του, πατέρας της μάνας του. Εκεί γνωρίστηκε με ανθρώπους γραμματιζούμενους. Του άρεσε πολύ να ακούει τοις συζητήσεις τους. Ένας δάσκαλος του είχε μεγάλη αδυναμία. Και επειδή ζούσε σε ‘ένα διπλανό χωριό, του είπε πως εάν πάει να μείνει και εκείνος εκεί, αφού εκεί ζούσε και ένας θείος του, θα αναλάμβανε δωρεάν την μόρφωσή του. Η μητέρα του συμφώνησε, και ο Πόλκαν μετανάστευσε.
Μ’ ΑΥΤΟΝ τον δάσκαλο μαθήτευσε 4 χρόνια, αφού μετατέθηκε αλλού. Ταυτόχρονα όμως, η φτώχεια της οικογένειάς του δεν του επέτρεψε να συνεχίσει μαθήματα. Έπρεπε να βοηθήσει σε δουλειές. Όμως, ο σπόρος της μάθησης είχε εμφυτευτεί μέσα του. Όποιο τυπωμένο γραπτό κείμενο και εάν έβρισκε, ακόμα και σε χαρτί πεταμένο στον δρόμο, το μάζευε και το διάβαζε. «Ενώ όλοι γύρω μου ήταν φτωχοί, εγώ ένοιωθα πλούσιος διότι ήξερα γράμματα», είπε.
ΤΟ ένα βιβλίο έφερνε το άλλο. Κάποτε έπεσε στα χέρια του ένα θεατρικό έργο. Δεν θυμάται ποιο. Μόνο ότι ήταν κωμωδία. Κι η τύχη τάφερε να έρθει στο χωριό ένας περιφερόμενος θίασος και, όπως συνηθίζεται, ζητώντας από τους ντόπιους να λάβουν μέρος εθελοντικά στη παράσταση, εκείνος προθυμοποιήθηκε από τους πρώτους, και γνώρισε έτσι και τη γλυκιά γεύση του θεατρικού λόγου. Τους άρεσαν οι κωμικοί ρόλοι, και έγινε αγαπητός και διάσημος σε όλη τη περιοχή.
ΑΚΟΜΑ κι όταν έγινε φοροεισπράκτορας, το έκανε για δύο λόγους. Πρώτον είχε ανάγκη τα λεφτά, και δεύτερον τον ικανοποιούσε ότι με τα χρήματα που συγκέντρωνε, κυρίως από τους πιο εύπορους, έβλεπε ότι ενισχύονταν οι πιο αδύναμοι. Κτίζονταν σχολεία. Φτιάχνονταν δρόμοι, κλπ. Σιγά-σιγά, με τα λίγα λεφτά που του περίσσευαν, άρχισε να αγοράζει δικά του βιβλία. Αυτά είναι σήμερα ο θησαυρός του. Κι αυτόν τον θησαυρό μοιράζει ακόμα ανοιχτόχερα, αλλά και με τα πόδια. Περπατώντας τόσα χιλιόμετρα κάθε μέρα για να βοηθήσει συνανθρώπους του να διαβάζουν.
Υ.Γ. Σκεφτείτε τι έκανε, και τι συνεχίζει να κάνει αυτός ο υπέροχος άνθρωπος, και αναλογιστείτε τι δεν κάνουμε εμείς,
οι εραστές της απραξίας. Με σεβασμό και αγάπη Επικούρειος Πέπος-Poof-Pepe-Fuji Tomo Kazu.

Πηγή : http://filoftero.blogspot.gr/

1.12.14

ΓΟΡΓΟΓΥΡΙ 14-08-2014 ΟΚΤΩ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ευτυχώς που το 2019 στις 11 Αυγούστου ξαναζήσαμε μαγικές στιγμές στην αυλή των θαυμάτων.

ΕΝΑΣ ΥΣΤΕΡΟΣ ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ ΩΣΑΝ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΡΑΒΑΚΙ ΤΗΣ ΛΟΓ
ΚΑΙ ΤΟ ΥΠΕΡΟΧΟ ΠΛΗΡΩΜΑ ΠΟΥ ΣΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΓΝΩΡΙΣΕ
ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΥΣΚΟΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΑ ΔΕΝ ΑΝΤΕΞΕ ΑΥΤΟΒΥΘΙΣΤΗΚΕ
ΛΙΓΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΘΕΛΚΥΣΗ ΤΟΥ ΣΤΟ ΠΑΡΘΕΝΙΚΟ ΤΟΥ ΤΑΞΙΔΙ
ΣΤΟΥΣ ΩΚΕΑΝΟΥΣ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ.

Στην πορεία με άλλο πλήρωμα, και νέο σκάφος, ξεκινήσαμε ένα καινούριο ταξίδι ως νέοι Δον Κιχώτες
στους ανεμόμυλους της ποιητικολογοτέχνιας και όχι μόνο. Το νέο πλήρωμα αποτελούσαν οι 9 Μούσες
ΑΛΚΗΣΤΗ, ΜΥΡΤΩ, ΔΙΩΝΗ, ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ, ΗΡΩ, ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ-ΔΗΜΗΤΡΑ, ΔΑΝΑΗ, ΔΙΟΤΙΜΑ, ΛΑ'Ι'ΔΑ ΚΑΙ
ΟΙ ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΖΙΜ ΑΝΤΑΜΣ, ΑΡΚΑΣ, ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ και στα λίγα υπόλοιπα ο Επικούρειος Πέπος. Σημαντική

βοήθεια είχαμε ως προς τις αναρτήσεις απο τον γκουρού  της πληροφορικής τον μέγιστο ΓΕΝΙΚΟ.
Στο πρώτο πλήρωμα συμετείχαν οι πιο κάτω ΝΥΜΦΕΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΕΣ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ, ΑΜΑΖΟΝΕΣ,
ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΡΙΕΣ. Όλα έλαβαν χώρα στην αυλή των θαυμάτων-κήπο του Επικούρειου Πέπου.

ΤΕΡΨΙΧΟΡΗ, ΖΑΝ ΝΤ ΑΡΚ, ΕΡΑΤΩ, ΣΥΛΒΙΑ, ΑΝΔΡΟΜΕΔΑ, ΚΟΡΝΗΛΙΑ-ΡΙΑ, ΑΝΤΙΟΠΗ,                    ΜΟΝΜΑΡΤΗ, ΑΛΚΗΣΤΗ-ΕΦΗ, ΜΑΡΙΑΝΝΑ,ΘΑΛΕΙΑ,ΚΛΕΙΩ ΚΑΙ ΝΑΥΣΙΚΑ.

ΓΟΡΓΟΓΥΡΙ 14-08-2006 όλα ήταν μαγικά!!!!!!!

Τιμώμενος Ποιητής, ο Ποιητής των θαλασσών ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ. Τότε λοιπόν:

Στοχάστηκα: μια δημιουργική ομάδα με πολλές δραστηριότητες.
Στοχάστηκα: έναν πυρήνα ατόμων που στην πορεία θα μπορούσαν
να παρασύρουν και άλλα άτομα με στόχο τις πολλαπλές πολιτιστικές
εκδηλώσεις της ΛΟΓ.
Στοχάστηκα: πως ανάμεσα στ 'άλλα ενδιαφέροντα υπήρχε χώρος για ποίηση,
για λογοτεχνία, για ζωγραφική, για θέατρο, για μουσικές βραδιές μαζί με
τις καλλότχιες, για ορειβασία στο τρύπιο λιθάρι, για βραδιές κινηματογράφου
 για συνομιλίες, συναντήσεις και όχι μόνο.
Στοχάστηκα: πως αυτή η ομάδα μπορούσε να δημιουργήσει τις προυποθέσεις
ώστε το μαγευτικό και πανέμορφο  Γοργογύρι  να γινόταν σημείο αναφοράς
πολιτισμού, και πολιτιστικών εκδηλώσεων για πνευματική τροφή.
Στοχάστηκα: πως αυτή η υπέροχη ομάδα, παρ' όλα τα εμπόδια θα είχε τα κότσια
να τα ξεπεράσει γιατί ήταν ''ντοπαρισμένη'' με πείσμα δημιουργικότητας και
δεσμούς φιλίας.
Στοχάστηκα: πως η ομάδα των ιδρυτικών μελών που ήταν μια όμορφη παρέα
συν το χρόνο θα γινόταν μια γροθιά, και θα απογείωναν τη συνεργασία τους
παραμερίζοντας το μικρόβιο του ΕΓΩ.

Στοχάστηκα: πως αυτή η ομάδα με το πάθος που την διέκρινε θα χάραζε
καινούρια δεδομένα για την ευρύτερη περιοχή, και θα προκαλούσε ένα ντόμινο
καλλιτεχνοπολιτιστικολογοτεχνικής πανδαισίας.
Στοχάστηκα: πως κάποια στιγμή και οι γονείς των μελών θα γινόταν ένθερμοι
οπαδοί αυτής της προσπάθειας των παιδιών τους, συμμετέχοντας στα δρώμενα
και στις όποιες πρωτοβουλίες αναβάθμισης της βιβλιοθήκης.
Στοχάστηκα: πως κάθε καλοκαίρι στο  Μ.κ Π. Γοργογύρι  θα υπήρχε η δροσιά
της ΛΟΓ και το δροσερό αεράκι θα έπαιρνε  μαζί του τις μελωδικές φωνές
των γλυκολάλητων κοριτσιών-μουσών-νυμφών-αμαζόνων για να τις
μεταφέρει στ' αγαπημένα μας πρόσωπα που δεν ήταν κοντά μας.
Στοχάστηκα: πως η βραδιά ποίησης θα ήταν κι ένα προσκλητήριο γι αυτούς
που αναχώρησαν από τη ζωή και που τώρα θα μας παρατηρούσαν
 με τον δικό τους τρόπο, πότε ως αστέρια στον ουρανό,  και πότε ως πεταλούδες,
και φυσικά τον ανεπανάληπτο ΤΣΙΓΑΡΙΔΑ πάντα να σκαρώνει κάτι.
Στοχάστηκα: πως η πνευματική τροφή που υπήρχε ήταν πλούσια σε βιταμίνες
ευρέως φάσματος και πως στο αντιντόπινγκ κοντρόλ!  δε θα είχαμε πρόβλημα
 γιατί η λογοτεχνικοποιητική '' ντοπαμίνη'' δεν ήταν ανιχνεύσιμη από τους
 μηχανισμούς της νωχέλειας, και της χαβούζας.

Στοχάστηκα: πως λέξεις όπως, ανευθυνότητα, αδράνεια, ραστώνη, ωχαδερφισμός
καθώς και τα ξαδέρφια τους δε θα χτυπούσαν τη δική μας πόρτα γιατί νόμιζα
πως τις είχαμε ξεριζώσει από το μυαλό μας μια για πάντα, ενώ  όπως αποδείχθηκε
απλά τις είχαμε κλαδέψει με αποτέλεσμα να ξαναφουντώσουν πιο δυναμικές.
Στοχάστηκα: επίσης πως οι: Ευριπίδης, Αισχύλος, Αριστοφάνης, Σοφοκλής,
 Ελύτης, Σεφέρης, Ρίτσος, Καβάφης, Παλαμάς, Σολωμός, Βάρναλης, Καρυωτάκης,
Πολυδούρη, Δημουλά, Καμπανέλης,  Σκούρτης,  Καζαντζάκης, Γκάτσος, Παπαδόπουλος Λ.
Χατζηδάκις, Θεοδωράκης,  Μαρκόπουλος,  Ξαρχάκος, Τσιτσάνης, Καββαδίας, Λειβαδίτης,
 Μάνος Ελευθερίου, Σαραντάρης, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Μόραλης, Λύτρας, Γύζης, κ.π.α.
θα ήταν πιο σημαντικά πρόσωπα από τις περσόνες, και τους χαζοαστέρες της τουβούλας.
Στοχάστηκα: πως οι δάσκαλοι του χωριού κατά  περιόδους θα πήγαιναν τα παιδιά
του σχολείου στη βιβλιοθήκη που ήταν μόλις πέντε λεπτά απόσταση, είτε για δανεισμό
βιβλίων, είτε για άλλες δραστηριότητες. Αμ δε!!!!!!!

Στοχάστηκα: πως κάποια άτομα, και ειδικότερα το άλλο μισό του φεγγαριού, το πιο
φωτεινό, θα διέθετε  λίγο χρόνο, ειδικά τις μεγάλες νύχτες του χειμώνα, για την

ανάγνωση κάποιων βιβλίων, ώστε να ήταν το παράδειγμα προς μίμηση για τα παιδιά τους.
Στοχάστηκα: πως ο Πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού μου θ 'αγκάλιαζε ουσιαστικά,
και με στοργή το χώρο της βιβλιοθήκης και θα μεριμνούσε για την ανάπτυξή της,
και για τη σωστή λειτουργία της. Αμ δε!!!!!!!
Στοχάστηκα: πως τα μορφωμένα άτομα του χωριού θα πρωτοστατούσαν ώστε
η βιβλιοθήκη να είναι ο φάρος του πνευματικού μας λιμανιού, και κυρίως το
αραξοβόλι των παιδιών. Αμ δε!!!!!!!!!!!! Μορφωμένε του χωριού εσύ τί έκανες?
Στοχάστηκα: πως έστω και ένα παιδί να συμμετείχε σ' αυτό το όραμα αυτό θα
ήταν πολύ μεγάλο κέρδος, ήταν πράγματι πολύ Ουτοπικό, αλλά χωρίς όνειρα,
και όραμα έχει αξία η ζωή?

Στοχάστηκα: πως η Ιθάκη του Καβάφη θ' αργούσε να φανεί και πως στην πορεία
του ταξιδιού όλοι μας θα γινόμασταν πιο σοφοί, ή έστω λίγο πιο ποιητικοί.
Στοχάστηκα: πως μόνον οι στρατιά των απανταχού ηλιθίων, και μόνον αυτοί
 είναι που απορρίπτουν ως δυσνόητο οτιδήποτε δεν είναι βλακώδες, τουλάχιστον
 αυτό αναφέρουν τα εγχειρίδια της βλακείας.
Στοχάστηκα: πως η ποίηση διδάσκεται βήμα- βήμα  ανάμεσα στα πράγματα
 και στις υπάρξεις, χωρίς να τα χωρίσουμε, αλλά ενώνοντας τα με ανιδιοτελή
απλωσιά αγάπης, όπως έλεγε και ο Π.Ν.
Στοχάστηκα: πως τα πιο κάτω λόγια του  Μπέρτραντ Ράσελ δεν είχαν συνεπάρει
 μόνον εμένα: ''Τρία πάθη, απλά αλλά εξαιρετικά δυνατά, έχουν εξουσιάσει
 τη ζωή μου, η λαχτάρα για έρωτα, η αναζήτηση για  γνώση
 και η αβάσταχτη λύπη για τα δείνα του κόσμου''.


Στοχάστηκα: πως τον πιο κάτω στίχο του Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς θα τον άκουγα από
τα χείλη των μελών της ΛΟΓ  να τον απαγγέλουν στην αυλή των θαυμάτων,
και τα 'αστέρια να κρυφακούν  γεμάτα από ζήλια.
''Αλλά  εγώ όμως που σ' αγαπώ
δεν έχω παρά μόνο τα όνειρα μου,
τα έχω απλώσει κάτω από τα πόδια σου,
να περπατάς προσεκτικά
γιατί βαδίζεις πάνω στα όνειρα μου''.

Στοχάστηκα: πως όλες οι λέξεις που αναπνέω, κι όλες οι λέξεις που γράφω,
πρέπει ν' απλώσουν ακούραστα φτερά, και ποτέ να μη σταματήσουν την πτήση τους,
ώσπου να φτάσουν στη καρδιά των υπέροχων φίλων μου, και να τους τραγουδήσουν
μες στη νύχτα, πέρα από  κει που τρέχουν  τα νερά του Κεφαλοπόταμου, η κάτω από
τα φωτεινά  αστέρια του Δία και της Αφροδίτης. W.B.Y.''.
Tο  πιο κάτω ποίημα είναι αφιερωμένο  στις Μούσες και τις Νύμφες [μέλη της ΛΟΓ]
που κατά  περιόδους έλαβαν μέρος στα δρώμενα στη Αυλή των Θαυμάτων, και στις
μοναδικές  συναντήσεις-συνεντεύξεις  είτε στο Μουσείο της Ακρόπολης, είτε στο
Νομισματικό Μουσείο, είτε στο Μέγαρο Μουσικής είτε κάπου αλλού. Σας ευχαριστώ.

''Στις μεσονύχτιες στράτες περπατάνε
περήφανα με χάρη οι έρωτες
και από  τις γρίλιες των παραθύρων
τα κορίτσια με πόνο κρατάνε
τους κρυφούς καημούς αναστενάζοντας.
Στις στέγες κρεμάστηκε
απόψε το φεγγάρι
σκυμμένο πάνω
απ' την αυλή των θαυμάτων
και οι Μούσες καμαρώνουν τις Λογίτισες
που θ' απαγγείλουν ποιήματα
θα χορέψουν, θα τραγουδήσουν
και η ζωή το δρόμο της θα πάρει
στη λίμνη της καρδιάς μας για να φθάσει.
Στις μεγάλες μου αγάπες έφτιαξα μια πανοπλία
από παλιές μυθολογίες βγαλμένη
με στολίδια καλυμμένη
από τη φτέρνα ως το λαιμό''.
Αυτά και άλλα πολλά στοχάστηκα-ίσως θα πει κάποιος μάταια-
εξαρτάται από την οπτική του καθ' ενός, ως στοχαστής  συνεχίζω
να στοχάζομαι, συνεχίζω να ερωτεύομαι, συνεχίζω να κάνω λάθη,
αλλά όμως παράλληλα συνεχίζω να ''ζωγραφίζω'' να γράφω, να ονειρεύομαι,
 ν' ακούω υπέροχες μουσικές, να απολαμβάνω τ' αγαπημένα μου πρόσωπα'
και κυρίως να χαμογελώ στη ζωή. Κάντε το κι εσείς, είναι μεταδοτικό.
Υ.Γ.
ΟΙ ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΕΣ πάνε ομπρός
και βλέπουνε ως την άκρη
του κονταριού που εκρέμασαν
σημαία τους την ιδέα.
 Μ' εκτίμηση Επικούρειος Πέπος-Poof-Pepe-Fuji Tomo Kazu.
Το έργο ''ο ΣΚΕΠΤΟΜΕΝΟΣ'' είναι του κορυφαίου γλύπτη ΡΟΝΤΕΝ και βρίσκεται στο Παρίσι.