Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

23.3.16

ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ 1911-1992 [Από τον ανιχνευτή κειμένων Επικούρειο Πέπο.]

Ποιητής, στιχουργός και μεταφραστής, ο Νίκος Γκάτσος παραμένει μία ξεχωριστή περίπτωση για τα ελληνικά γράμματα. Με μία μόνο ποιητική σύνθεση στο ενεργητικό του, την περίφημη και αξεπέραστη Αμοργό, που έγραψε μεσούσης της Κατοχής, θεωρείται ένας από τους κορυφαίους ποιητές μας.

Γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1911, κατ' άλλους στις 30 Απριλίου 1915, στα Χάνια Φραγκόβρυσης (Κάτω Ασέα) Αρκαδίας. Τελείωσε το Δημοτικό στο χωριό του και το Γυμνάσιο στην Τρίπολη, όπου μυήθηκε στη λογοτεχνία και έμαθε μόνος του ξένες γλώσσες. Στη συνέχεια μετακόμισε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στις αρχές της δεκαετίας του '30 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στα περιοδικά «Νέα Εστία» (1931) και «Ρυθμός» (1933). Γνώριζε ήδη αρκετά καλά Αγγλικά και Γαλλικά και είχε μελετήσει τον Παλαμά, το Σολωμό, το δημοτικό τραγούδι, όπως και τις νεωτεριστικές τάσεις της ευρωπαϊκής ποίησης.
Το 1943 κυκλοφόρησε την ποιητική του σύνθεση «Αμοργός», που προκάλεσε έντονο ενδιαφέρον και του χάρισε περίοπτη θέση στο Πάνθεον των ελλήνων ποιητών. Λέγεται ότι το μακρύ αυτό ποίημα γράφτηκε μέσα σε μια νύχτα με το σύστημα της «αυτόματης γραφής», που χρησιμοποιούν οι σουρεαλιστές δημιουργοί. «Μνημειώδες έργο του νεοελληνικού ποιητικού λόγου» χαρακτήρισε την «Αμοργό» ο στενός φίλος του Μάνος Χατζιδάκις, «επειδή περιέχει βαθύτατα την ελληνική παράδοση, δεν την εκμεταλλεύεται, ενώ συγχρόνως περιέχει όλη την ευρωπαϊκή θητεία του Μεσοπολέμου». Με την «Αμοργό» κλείνει και ολοκληρώνεται ο πρώτος κύκλος του ελληνικού υπερρεαλισμού, που είχε ανοίξει με τον Νικήτα Ράντο, τον πρώιμο Ελύτη, τον Εμπειρίκο και τον Εγγονόπουλο.
Από τότε έως τον θάνατό του, ο Γκάτσος δημοσίευσε μόνο τρία ποιήματα: «Ελεγείο» (1946), «Ο Ιππότης και ο θάνατος» (1947) και το «Τραγούδι του παλιού καιρού» (1963). Τη λυρική του φλέβα ο Νίκος Γκάτσος τη διοχέτευσε στους στίχους τραγουδιών, καταργώντας συχνά τα όρια ποίησης και στιχουργίας. Το έργο του είναι εντυπωσιακό σε ποσότητα και ποιότητα. Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Δήμος Μούτσης, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης και άλλοι συνθέτες μελοποίησαν στίχους του, που τραγουδήθηκαν από δημοφιλείς καλλιτέχνες και έγιναν μεγάλες επιτυχίες («Αθανασία», «Της γης το χρυσάφι», «Ρεμπέτικο», «Αρχιπέλαγος», «Πήρες το μεγάλο δρόμο», «Πορνογραφία», «Λαϊκή Αγορά», «Η Μικρή Ραλλού», «Μια γλώσσα, μια πατρίδα», «Αν θυμηθείς τ' ονειρό μου», «Η νύχτα», «Στον Σείριο υπάρχουνε παιδιά», «Αντικατοπτρισμοί», «Το κατά Μάρκον», «America, America», «Χάρτινο το Φεγγαράκι», «Πάει ο καιρός» κ.ά.).
Σπουδαίο είναι και το μεταφραστικό του έργο, το οποίο δοκιμάστηκε επί σκηνής. Μετέφρασε για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα («Ματωμένος Γάμος», «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα»), Αύγουστο Στρίνμπεργκ («Ο Πατέρας»), Ευγένιο Ο' Νηλ («Ταξίδι μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα»), Λόπε ντε Βέγκα («Φουέντε Οβεχούνα») και Τενεσί Ουίλιαμς («Λεωφορείο ο Πόθος»).
Ο Νίκος Γκάτσος πέθανε στην Αθήνα στις 12 Μαΐου 1992 και τάφηκε στη γενέτειρά του.

Μυρτιώτισσα 1881 – 1968 [Απο΄τον ανιχνευτή κειμένων κ.ο.μ. Επικούρειο Πέπο.]

Ελληνίδα ποιήτρια και μεταφράστρια. Αγαπήθηκε όσο λίγες γυναίκες στην εποχή της, τόσο για την ομορφιά της, όσο και για το πνεύμα και τα ερωτικά της ποιήματα.

Η Θεώνη Δρακοπούλου, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε το 1881 στο Μπεμπέκι, προάστιο της Κωνσταντινούπολης. Ο πατέρας της ήταν διπλωμάτης και έξι χρόνια μετά τη γέννηση της κόρης του διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στην τουρκοκρατούμενη τότε Κρήτη, όπου μετακόμισε μαζί με την οικογένειά του. Μετά από παραμονή δυο χρόνων στο νησί, η οικογένεια Δρακόπουλου εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα, όπου η Θεώνη φοίτησε στη Σχολή Χιλ της Πλάκας..
Από μαθητική ηλικία είχε κλίση προς την ποίηση και το θέατρο. Σε ηλικία 16 ετών προκάλεσε θόρυβο γύρω από το όνομά της, όταν απήγγειλε στον «Παρνασσό» το ποίημα του Κωστή Παλαμά «Ξύπνα, ξύπνα», - ένα σπαραξικάρδιο θρηνολόγημα για το παιδί του. Στη συνέχεια πήρε μέρος σε ερασιτεχνικές παραστάσεις αρχαίου δράματος και συνεργάστηκε με τη «Νέα Σκηνή» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Την ίδια εποχή ερωτεύεται τον κατά έξι χρόνια μεγαλύτερό της ποιητή Πέτρο Ζητουνιάτη (1875-1909). Ο έρωτάς τους θα έχει άδοξο τέλος, μετά τις απειλές της οικογένειάς της προς τον νεαρό ποιητή από τη Λειβαδιά, για διακοπή της σχέσης του.
Έπειτα από σύντομη διακοπή της ενασχόλησής της με το θέατρο, λόγω αντίδρασης της οικογένειάς της, συνέχισε τις δραματικές σπουδές της στο Παρίσι, όπου εγκαταστάθηκε μετά το γάμο της με τον μακρινό της εξάδελφο Σπύρο Παππά, ο οποίος υπηρετούσε στο διπλωματικό σώμα. Το ζευγάρι απέκτησε ένα γιο, τον Γιώργο Παππά (1903-1958), ο οποίος αναδείχθηκε σε μεγάλο πρωταγωνιστή του ελληνικού θεάτρου.
Ο γάμος της  ήταν βραχύβιος, αφού έγινε παρά τη θέλησή της, και μετά από μερικά χρόνια επέστρεψε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως καθηγήτρια απαγγελίας στο Ωδείο Αθηνών. Καθοριστική για την ποιητική της έκφραση στάθηκε η γνωριμία και ο έρωτάς της με τον ποιητή Λορέντζο Μαβίλη. Μετά τον δραματικό θάνατό του στη μάχη του Δρίσκου το 1912 κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, η Μυρτιώτισσα στράφηκε στην ποίηση για να εκφράσει τον πόνο της. Το 1919 κυκλοφόρησε η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Τραγούδια». Σημαντική για τη ζωή της στάθηκε επίσης η βαθιά φιλία που τη συνέδεε με τον Κωστή Παλαμά, ο οποίος στάθηκε καθοδηγητής της.
Τιμήθηκε με κρατικά βραβεία ποίησης, το 1932 για τα «Δώρα της αγάπης» και το 1939 για τις «Κραυγές». Μετά τον πρόωρο χαμό του γιου της, τον οποίο υπεραγαπούσε, εξέδωσε το βιβλίο «Ο Γιώργος Παππάς στα παιδικά του χρόνια (1962)». Ασχολήθηκε, επίσης, με τη μετάφραση ξένων λογοτεχνών και ελλήνων κλασικών, που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά ή κυκλοφόρησαν σε αυτοτελή βιβλία. 
Η Μυρτιώτισσα πέθανε στην Αθήνα στις 5 Αυγούστου 1968, σε ηλικία 87 ετών.
Η ποίηση της  κυριαρχείται από έντονο λυρισμό, ενώ συχνά θέματά της είναι η φύση και το δίπτυχο έρωτας - θάνατος. Η Μυρτιώτισσα, όπως  παρατήρησε και ο Κωστής Παλαμάς, δεν επιμένει, ιδίως στις πρώτες της συλλογές, στην επεξεργασία του στίχων και παρουσιάζει χαλαρότητα στο ύφος, μειονεκτήματα, που καλύπτονται συχνά από τον πηγαίο θερμό λυρισμό της.

ΜΑΛΙΣΣΑΝΘΗ-ΗΒΗ ΚΟΥΓΙΑ [Από τον ανιχνευτή κειμένων κ.ο.μ. Επικούρειο Πέπο.]

Ελληνίδα ποιήτρια, από τις πιο αντιπροσωπευτικές φωνές της υπαρξιακής ποίησης στην Ελλάδα.
Η Ήβη Κούγια, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στις 7 Απριλίου 1907 στην Αθήνα. Σπούδασε γαλλικά στο Γαλλικό Ινστιτούτο με καθηγητή τον Οκτάβιο Μερλιέ, ο οποίος την ενθάρρυνε να ασχοληθεί με την ποίηση. Σπούδασε ακόμη, γερμανικά, αγγλικά, μουσική και μελέτησε φιλοσοφία.
Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και καθηγήτρια γαλλικών, ενώ υπήρξε συνεργάτιδα του λογοτεχνικού προγράμματος του ΕΙΡ από το 1945 έως το 1955, από το οποίο παρουσίαζε ελληνική και ξένη ποίηση, δικές της εργασίες και θεατρικές διασκευές. Το 1932 παντρεύτηκε τον Ιωάννη Σκανδαλάκη, δικηγόρο, πολιτικό (βουλευτή του Λαϊκού Κόμματος) και συγγραφέα φιλοσοφικών δοκιμίων.

Στη λογοτεχνία εμφανίσθηκε το 1930 με την ποιητή συλλογή «Φωνές Εντόμου». Ακολούθησε τον επόμενο χρόνο η ποιητική συλλογή «Προφητείες», η οποία αποτέλεσε το λογοτεχνικό γεγονός της χρονιάς και την καθιέρωσε ως ποιήτρια. Σε μία συνέντευξή της στην Ελευθεροτυπία (31/12/1976) η Μελισσάνθη αποκάλυψε το πώς ξεκίνησε την ενασχόλησή της με την ποίηση:
Οι ερεθισμοί οι δικοί μου ξεκίνησαν από προβλήματα υπαρξιακά, από την οδυνηρή επαφή μου με τον κόσμο και όπως μου άρεσε η ποίηση βρήκαν διέξοδο σ' αυτήν. Οι συγκρούσεις με το περιβάλλον πρώτα πρώτα. Ένας νέος άνθρωπος σ' έναν κόσμο φτιαγμένο από τους άλλους, που του είναι αδύνατο να τον παραδεχτεί. Αρχίζει τότε μια πάλη που είτε είναι εξωτερική, στήθος με στήθος, είτε εσωτερική, να εξηγήσει και να παραδεχτεί το σκληρό παιχνίδι που παίζεται γύρω μου. Η δεύτερη αυτή πάλη γίνεται πιο σκληρή όταν αισθάνεσαι την αδυναμία σου να δράσεις εξωτερικά.
Η Μελισσάνθη τιμήθηκε με το Β' και το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1966 και 1976) και με το ποιητικό βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1976). Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, ΗΠΑ, Καναδά, Μεξικό, Ρουμανία, Πολωνία, Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία και έχουν περιληφθεί σε συνολικά 26 ξένες ανθολογίες.
Ο θρησκευτικός και υπαρξιακός χαρακτήρας στάθηκαν από την αρχή τα κύρια γνωρίσματα του έργου της Μελισσάνθης, ενός έργου άνισου στο σύνολό του, τόσο από την άποψη της γραφής όσο και από την άποψη της ποιότητας, προ πάντων στις προ του 1950 ποιητικές της συλλογές. Ξεκίνησε να γράφει ποίηση στα πλαίσια της παραδοσιακής στιχουργικής και οδηγήθηκε σταδιακά προς τον ελεύθερο στίχο (από το 1945), επιλογή που οδήγησε και σε μια ανάλογη ανανέωση των θεματικών και γλωσσικών της επιλογών.
Η ποίησή της εκτιμάτο από μεγάλη μερίδα του λογοτεχνικού κόσμου της εποχής της. «Φαινόμενο που πραγματικά αγγίζει το θαύμα», την έχει αποκαλέσει ο ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης. Ο συγγραφέας και εκπαιδευτικός Ιωάννης Γρυπάρης την παραλληλίζει με τον Γκαίτε, ενώ ο κριτικός της λογοτεχνίας Μάρκος Αυγέρης σημειώνει ότι η ποίησή της «και σαν αίσθηση και σαν ποίηση και στους τόνους και στην έκφραση είναι ολότελα μοντέρνα, βυθίζεται ολόκληρη μέσα στη σημερινή αισθαντικότητα και όπως αναζητά την πνευματική γεύση του κόσμου συναντά τους ίδιους πανάρχαιους δρόμους της πνευματικής ηδονής ενώνοντας “τα εγγύς και τα άπω”».

Είπε... Για την ελληνική ποίηση…

Το γεγονός και μόνο ότι έχουμε στην κορυφή έναν-δύο παγκόσμια αναγνωρισμένους ποιητές σημαίνει ότι έχουμε ένα πολύ σημαντικό υπόστρωμα. Πιστεύω ότι η ελληνική ποίηση όχι μόνο στέκεται δίπλα στην ευρωπαϊκή αλλά και προπορεύεται σε ποιότητα, προβληματισμό και θεματικό πλούτο.

Για την σχέση του σύγχρονου ανθρώπου με την ποίηση…

Από μια διαίσθηση, ίσως να βρει το καθαρό του βλέμμα που έχει χάσει στη σκληρή κερδοσκοπική κοινωνία που ζούμε, να δει τα πράγματα στην ιερότητα και στην αγνότητά τους. Πρέπει να καταλάβουμε ότι το «τερατώδες» της εποχής μας είναι γέννημα της χρησιμοθηρικής αντίληψης του κόσμου που είναι ταυτόσημη με το πνεύμα της στυγνής εκμετάλλευσης σ' όλα τα πεδία.«Και να λοιπόν, που σε μια εποχή πέρα για πέρα χρησιμοθηρική, ψυχρά ωφελιμιστική και απάνθρωπη, οι νέοι άνθρωποι του τόπου μας αρχίζουν ν' αποζητούν αυτό που φαίνεται λιγότερο χρήσιμο: την ποίηση και τον ποιητή! Μέσα σ' έναν κόσμο θωρακισμένο, οικοδομημένο πάνω στην υλική δύναμη , ο ποιητής -αυτός ο ανυπεράσπιστος άνθρωπος του πλανήτη- μαθαίνει ξαφνικά ότι τον χρειάζονται. Κι αυτό είναι πολύ πολύ συγκινητικό.

Για την σωτηρία του ανθρώπου…

Ο κόσμος επιζεί από την ισορροπία. Αν υπάρχει κάποια πάλη σήμερα μεταξύ καλού και κακού, φαίνεται ότι υπερισχύει το κακό. Πιστεύω όμως πως όπως σ' έναν άρρωστο οργανισμό δημιουργούνται αντίθετες δυνάμεις που τον βοηθάνε να επιζήσει, έτσι θα βρεθούνε δυνάμεις τέτοιες που δεν θ' αφήσουν τον κόσμο να καταστραφεί. Πιστεύω ότι από τον άνθρωπο πάλι θα 'ρθει η σωτηρία. Η σωτηρία αυτή θα μπορούσε να 'ρθει και τώρα αν σε μεγάλο ποσοστό οι άνθρωπο έπαυαν να συντηρούν το κακό…Αυτό το κακό που συμβαίνει στην καταναλωτική κοινωνία, η μανία που μας έχει πιάσει όλους ν' αποκτήσουμε πράγματα περιττά και άχρηστα. Αν το συνειδητοποιήσουμε αυτό, όπως το συνειδητοποίησαν κάποτε οι χίπις, που δεν έκαναν όμως μια πλήρη επανάσταση, θα μπορούσαν ν' αλλάξουν πολλά πράγματα.

Για την ποίησή της…

Μιλάω έμμεσα, με σύμβολα, αλληγορικά. Θα πρέπει ίσως να σας πω εγώ η ίδια ότι κάποιο ποίημά μου είναι εμπνευσμένο από την Κατοχή ή το Πολυτεχνείο για να το καταλάβετε. Βλέπω το δράμα το ανθρώπινο διαχρονικά. Δεν μ' ενδιαφέρει να κάνω δημαγωγία. Δεν μου αρέσουν οι αφορισμοί, το κάθε τι που δικαιώνεται σαν ποιητικός λόγος είναι δεκτό. Μιλάω για τη δική μου ποίηση. Δεν έχω κλειστεί σε κανέναν πύργο. Κλείνεται κανένας σ' έναν πύργο όταν έχει κλειστεί σε μια ιδεολογία. Αυτός μένει αμετακίνητος. Στο μόνο που μένω αμετακίνητη είναι η πίστη μου στον άνθρωπο. Δεν είναι μια ιδεολογία, είναι μια βαθιά πεποίθηση που βγαίνει υπαρξιακά από μέσα μου.
Για την Αθήνα…
Καμία ίσως πόλη του κόσμου δεν αντικατοπτρίζει την κόλαση του σημερινού κόσμου όσο η Αθήνα!
Η Ήβη Κούγια-Δασκαλάκη πέθανε στην Αθήνα στις 9 Νοεμβρίου 1990.

Μαρία Πολυδούρη 1902 – 1930 [Από τον ανιχνευτή κειμένων κ.ο.μ. Επικούρειο Πέπο.]

Ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής από την Καλαμάτα. Γεννήθηκε την 1η Απριλίου του 1902 και ήταν κόρη του φιλόλογου Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου, μιας γυναίκας με πρώιμες φεμινιστικές ανησυχίες. Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές της σπουδές στην Καλαμάτα, αφού προηγουμένως είχε φοιτήσει σε σχολεία του Γυθείου και των Φιλιατρών.

Στα γράμματα εμφανίζεται σε ηλικία 14 ετών, με το πεζοτράγουδο «Ο πόνος της μάνας». Αναφέρεται στο θάνατο ενός ναυτικού, τον οποίον ξέβρασαν τα κύματα στις ακτές των Φιλιατρών και είναι επηρεασμένο από τα μανιάτικα μοιρολόγια που άκουγε στο Γύθειο. Σε ηλικία 16 ετών διορίζεται στη Νομαρχία Μεσσηνίας, κατόπιν διαγωνισμού και παράλληλα εκδηλώνει ζωηρό ενδιαφέρον για το γυναικείο ζήτημα. Το 1920 χάνει, σε διάστημα σαράντα ημερών, τον πατέρα και τη μητέρα της.
Το 1921 μετατίθεται στη Νομαρχία Αθηνών και παράλληλα εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην υπηρεσία της θα γνωρίσει τον συνάδελφο και ομότεχνό της Κώστα Καρυωτάκη και μεταξύ τους θα αναπτυχθεί ένας σφοδρός έρωτας, που θα κρατήσει λίγο, αλλά θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη ζωή και το έργο της.
Συναντήθηκαν για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1922, όταν η Πολυδούρη ήταν 20 χρονών και ο Καρυωτάκης 26. Εκείνη είχε δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα, εκείνος είχε εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, τον «Πόνο των ανθρώπων και των πραμάτων» (1919) και τα «Νηπενθή» (1921), και είχε ήδη κατακτήσει την εκτίμηση ορισμένων κριτικών και ομοτέχνων του.
Το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης μαθαίνει ότι έχει προσβληθεί από σύφιλη, νόσημα τότε ανίατο και κοινωνικά στιγματισμένο. Το ανακοινώνει πρώτα στην αγαπημένη του και της ζητά να χωρίσουν. Εκείνη, του προτείνει να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, αλλά ο Καρυωτάκης είναι πολύ περήφανος για να δεχθεί τη θυσία της. Εκείνη πάλι αμφιβάλλει για την ειλικρίνειά του, νομίζει ότι η αρρώστια του είναι πρόφαση για να την απομακρύνει από κοντά του.
Στη διάρκεια του 1924 μπαίνει στη ζωή της ο δικηγόρος Αριστοτέλης Γεωργίου, άρτι αφιχθείς εκ Παρισίων. Είναι νεαρός, ωραίος και πλούσιος. Θα τον αρραβωνιαστεί στις αρχές του 1925, αν και στην καρδιά της σιγοκαίει ο έρωτάς της για τον Καρυωτάκη.
Παρά την αφοσίωση του αρραβωνιαστικού της, η Μαρία Πολυδούρη δείχνει να μην μπορεί να συγκεντρωθεί σοβαρά σε καμιά δραστηριότητα. Χάνει τη δουλειά της στο Δημόσιο από τις αλλεπάλληλες απουσίες της κι εγκαταλείπει τη Νομική. Φοιτά στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, προλαβαίνει μάλιστα να εμφανισθεί ως ηθοποιός σε μία παράσταση.
Το καλοκαίρι του 1926 διαλύει τον αρραβώνα της και φεύγει στο Παρίσι. Σπουδάζει ραπτική, αλλά δεν κατορθώνει να εργαστεί, επειδή προσβάλλεται από φυματίωση. Επιστρέφει στην Αθήνα και συνεχίζει τη νοσηλεία της στο νοσοκομείο «Σωτηρία», όπου μαθαίνει για την αυτοκτονία του πρώην εραστή της Κώστα Καρυωτάκη. Τον ίδιο χρόνο κυκλοφορεί την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Οι τρίλλιες που σβήνουν» και το 1929 τη δεύτερη, με τίτλο «Ηχώ στο Χάος». Η φυματίωση τελικά θα την καταβάλει και θα αφήσει την τελευταία της πνοή στην Κλινική Χριστομάνου τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930.
Η Μαρία Πολυδούρη ανήκει στη λογοτεχνική γενιά του '20, που καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίησή της. Είναι μεστή από πηγαίο λυρισμό που ξεσπά σε βαθιά θλίψη και κάποτε σε σπαραγμό, με εμφανείς τις επιδράσεις από τον Καρυωτάκη και τα μανιάτικα μοιρολόγια. Οι συναισθηματικές και συγκινησιακές εξάρσεις της Πολυδούρη καλύπτουν κάποιες φορές τις τεχνικές αδυναμίες και της στιχουργικές ευκολίες της ποίησής της. Η Μαρία Πολυδούρη άφησε και δύο πεζά έργα: Το «Ημερολόγιο» της και μια ατιτλοφόρητη νουβέλα, με την οποία ανελέητα σαρκάζει το συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της.
Τα «Άπαντα» της Μαρίας Πολυδούρη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Αστάρτη», σε επιμέλεια Τάκη Μενδράκου. Ο συγγραφέας και ποιητής Κωστής Γκιμοσούλης έγραψε μία μυθιστορηματική βιογραφία της Μαρίας Πολυδούρη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος» με τον τίτλο «Βρέχει Φως». Ποιήματά της έχουν μελοποιήσει έλληνες συνθέτες «κλασικοί», «έντεχνοι» και «ροκ». Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Μενέλαο Παλλάντιο, Κωστή Κριτσωτάκη, Νίκο Μαμαγκάκη, Γιάννη Σπανό, Νότη Μαυρουδή, Δημήτρη Παπαδημητρίου, Μιχάλη Κουμπιό, Στέλιο Μποτωνάκη και το συγκρότημα «Πληνθέτες».

Ποίηση Ποιητές ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ [Από τον ανιχνευτή κειμένων κ.ο.μ. Επικούρειο Πέπο.]

Διακεκριμένη και πολυβραβευμένη ποιήτρια της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, με μεγάλη απήχηση στο αναγνωστικό κοινό.
Η Βασιλική Ράδου, όπως ήταν το πατρικό της όνομα, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 6 Ιουνίου του 1931, με καταγωγή από την Καλαμάτα. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές της, προσελήφθη ως υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος, στην οποία εργάστηκε επί 25 χρόνια, έως το 1974, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Για μια οκταετία εργάστηκε αποσπασμένη στη σύνταξη του περιοδικού Kύκλος, που εξέδιδε η τράπεζα, με λογοτεχνικό και οικονομικό περιεχόμενο, στο οποίο δημοσιεύονταν κείμενά της. Το 1954 παντρεύτηκε τον ποιητή Άθω Δημουλά (1921-1986), ο οποίος εργαζόταν ως πολιτικός μηχανικός στους Ελληνικούς Σιδηροδρόμους. Το ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά, τον Δημήτρη (1956) και την Έλση (1957).
Η Κική Δημουλά πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1952 με την ποιητική συλλογή Ποιήματα, την οποία αποκήρυξε μετά από λίγο και την απέσυρε από την κυκλοφορία. Από τότε εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές:
  • Έρεβος (1956)
  • Ερήμην (1958)
  • Επί τα ίχνη (1963)
  • Το λίγο του κόσμου (1971)
  • Το τελευταίο σώμα μου (1981)
  • Χαίρε ποτέ (1988)
  • Η εφηβεία της λήθης (1994)
  • Ενός λεπτού μαζί (1998)
  • Ποιήματα (συγκεντρωτική έκδοση 1998)
  • Ήχος απομακρύνσεων (2001)
  • Χλόη θερμοκηπίου (2005)
  • Συνάντηση (Ανθολογία με εβδομήντα τρία ζωγραφικά έργα του Γιάννη Ψυχοπαίδη, 2007)
  • Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως (2007)
  • Τα εύρετρα ( 2010)
Το 1972 τιμήθηκε με το Β' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Το λίγο του κόσμου, το 1989 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Χαίρε Ποτέ, το 1996 με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή Η εφηβεία της λήθης και το 2001 με το Αριστείο των Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, για το σύνολο του έργου της. Τον ίδιο χρόνο της απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Τάγματος της Τιμής από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο.
Το 2002 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, η τρίτη μόλις γυναίκα, που έτυχε αυτής της τιμής, από το ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της Ελλάδας. Οι βραβεύσεις για την Κική Δημουλά συνεχίστηκαν το 2009 με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου της και το 2010 με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, επίσης, για το σύνολο του έργου της. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες του κόσμου (Αγγλικά Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά, Πολωνικά, Βουλγαρικά, Γερμανικά, Σουηδικά κ.ά.).
Η Κική Δημουλά έχει να επιδείξει και ένα μικρό σε έκταση αφηγηματικό έργο, μία επιλογή του οποίου περιέχεται στο βιβλίο Εκτός Σχεδίου (2005). Κυκλοφορούν, επίσης, η ομιλία που εκφώνησε στην Ακαδημία Αθηνών κατά την τελετή υποδοχής της με τίτλο Ο Φιλοπαίγμων Μύθος (2004) και η ομιλία της στην Αρχαιολογική Εταιρεία με τίτλο Έρανος σκέψεων (2009).
Ο ποιητικός λόγος της Κικής Δημουλά ακολούθησε μια εξελικτική πορεία, με επιδράσεις από την καβαφική ποίηση στο ξεκίνημά του και με βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία τη λογοπλαστική τάση και την εικονοπλαστική ενάργεια. Ο προβληματισμός της Δημουλά, σαφώς υπαρξιακός, εκφράζει την αγωνιώδη αναζήτησή της για το νόημα της φθαρτής ανθρώπινης ζωής. Τα θέματα που κυριαρχούν στα ποιήματά της είναι η απουσία, η φθορά, η απώλεια, η μοναξιά και ο χρόνος. Στοιχεία της γραφής της είναι ο γοργός και αιχμηρός στίχος, ο ειρωνικός τόνος με τη χρήση των λέξεων της καθαρεύουσας, της τεχνολογίας, της αργκό ή και νεολογισμών, η φιλοπαίγμων διάθεση με την παράθεση αντίθετων ή ομόηχων λέξεων, η ηθελημένη αμέλεια στη σύνταξη και οι επαναλήψεις.

Ζωρζ Σαρή 1925 – 2012 [Από τον ανιχνευτή κειμένων κ.ο.μ. Επικούρειο Πέπο.]

Ελληνίδα ηθοποιός και συγγραφέας. Θεωρείται από τους σπουδαιότερους συγγραφείς παιδικών βιβλίων στη χώρα μας.

Η Ζωρζ Σαρή ή Γεωργία Σαρηβαξεβάνη, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε τον Μάιο του 1925 στην Αθήνα από Μικρασιάτη πατέρα και Γαλλίδα μητέρα. Από πολύ μικρή άρχισε να ασχολείται με το θέατρο, με δάσκαλο το Βασίλη Ρώτα. Στα χρόνια της Κατοχής φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Δημήτρη Ροντήρη, παράλληλα με τη δράση της στην Αντίσταση, μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ. Το 1947, μεσούντος του Εμφυλίου Πολέμου, αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί στο Παρίσι, όπου συνέχισε τις σπουδές της στην υποκριτική, στη σχολή του Σαρλ Νιτλέν. Στη γαλλική πρωτεύουσα γνώρισε και παντρεύτηκε τον Αιγυπτιώτη χειρουργό Μάρκελλο Καρακώστα, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά.
Το 1962 επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα και άρχισε να εμφανίστηκε στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Μετά την επικράτηση της Απριλιανής Χούντας το 1967 έμεινε άνεργη και στράφηκε στο γράψιμο. Ως συγγραφέας πρωτοεμφανίσθηκε το 1969, με το μυθιστόρημα Ο Θησαυρός της Βαγίας, που ξεκίνησε σαν παιχνίδι με τα παιδιά της και τους φίλους τους. Το βιβλίο είχε και εξακολουθεί να έχει μεγάλη εκδοτική επιτυχία και το 1985 μεταφέρθηκε στην τηλεόραση. Συνέχισε να γράφει πολλά βιβλία, κυρίως για μικρά παιδιά και νέους, με τη  θεματολογία της να περιστρέφεται πολλές φορές γύρω από σημαντικές στιγμές της νεότερης ελληνικής ιστορίας.
Μαζί με την Άλκη Ζέη καθιέρωσε ένα νέο στυλ στο νεανικό μυθιστόρημα, τόσο από την άποψη του ζωντανού, αυτοβιογραφικού ύφους, όσο και της εισαγωγής του πολιτικού, κοινωνικού και ιστορικού στοιχείου στο είδος, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα η πολιτική σκέψη να μην αποτελεί πια προνόμιο μόνο των ενηλίκων. Με τα βιβλία της  οδήγησε στην απομάκρυνση της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας από τα πρότυπα του 19ου αιώνα, στα οποία κυριαρχούσε το προστατευτικό ύφος, ο ηθικοπλαστικός διδακτισμός και η προβολή ενός ιδεατού κόσμου. Η Ζωρζ Σαρή αντιμετώπισε το παιδί ως αυτόνομο άτομο με δική του προσωπικότητα και προέβαλε ήρωες ρεαλιστικούς.
Το 1994 βραβεύτηκε με το Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου για το μυθιστόρημα Νινέτ. Το 1995 και το 1999 βραβεύτηκε από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. Το 1988 προτάθηκε για το διεθνές βραβείο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Ως ηθοποιός τιμήθηκε το 1960 με το βραβείο Β' Γυναικείου ρόλου του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για την ταινία του Ντίνου Κατσουρίδη Έγκλημα στα Παρασκήνια.
Η Γεωργία Σαρηβαξεβάνη (Ζωρζ Σαρή) πέθανε στις 9 Ιουνίου 2012, σε ηλικία 87 χρονών.

Σαρλ Περό 1628 – 1703 [Από τον ανιχνευτή κειμένων Επικούρειο Πέπο.]

Γάλλος συγγραφέας παιδικών παραμυθιών («Κοκκινοσκουφίτσα», «Ωραία Κοιμωμένη», «Κοντορεβυθούλης» κ.α), ποιητής και πεζογράφος. Υπήρξε διακεκριμένο μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας και πρωτοστάτησε στη φιλολογική διαμάχη, γνωστή ως «Διαμάχη των Αρχαίων και των Νεωτέρων» («Querelle des Anciens et des Modernes»).

Ο Σαρλ Περό (Charles Perrault) γεννήθηκε στο Παρίσι στις 12 Ιανουαρίου 1628, στους κόλπους μιας πλούσιας αστικής οικογένειας. Σπούδασε νομικά κι εργάστηκε αρχικά ως υπεύθυνος των βασιλικών κτηρίων. Άρχισε να γίνεται γνωστός ως λογοτέχνης περί το 1660 με ερωτικά ποιήματα, οπότε αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στη μελέτη τής ποίησης και των καλών τεχνών.
Το 1671 εξελέγη μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, η οποία σύντομα διχάστηκε εξαιτίας της αποκαλούμενης «Διαμάχης μεταξύ των Αρχαίων και των Νεωτέρων». Ο Περό υποστήριξε την άποψη των νεωτέρων, σύμφωνα με την οποία και η λογοτεχνία εξελίσσεται με την πρόοδο του πολιτισμού με την πρόοδο. Το ποίημά του «Ο αιώνας του Μεγάλου Λουδοβίκου» («Le Siecle de Louis le Grand», 1687) τοποθετούσε νεώτερους συγγραφείς, όπως τον Μολιέρο και τον Φρανσουά ντε Mαλέρμπ σε υψηλότερη θέση από τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους συγγραφείς. Ο βασικός αντίπαλός του σ' αυτή τη διαμάχη ήταν ο Νικολά Μπουαλό - Ντεπρεό (1636-1711).
Το 1697 δημοσίευσε τη συλλογή παραμυθιών «Διηγήσεις και Ιστορίες του παρελθόντος» με τον υπότιτλο «Ιστορίες της μάνας μου της χήνας» για να διασκεδάσει τα παιδιά. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονται πασίγνωστα παραμύθια, όπως «Η Κοκκινοσκουφίτσα», «Η Ωραία Κοιμωμένη», «Ο Παπουτσωμένος Γάτος» και «Ο Κυανοπώγων», που είναι διασκευές μισοξεχασμένων παραδοσιακών παραμυθιών, τα οποία διηγήθηκε με ύφος απλό και ανεπιτήδευτο.
Ο Σαρλ Περό πέθανε στο Παρίσι στις 16 Μαΐου 1703, σε ηλικία 75 ετών.

Γιάκομπ και Βίλχελμ Γκριμ 1785–1863 / 1786–1859 [Από τον ανιχνευτή κειμένων Επικούρειο Πέπο.]

Οι αδελφοί Γκριμ γεννήθηκαν σ’ ένα μικρό χωριό της Γερμανίας, ο Γιάκομπ (Jacob Ludwig Carl Grimm) στις 4 Ιανουαρίου του 1785 και ο Βίλχεμ (Wilhelm Carl Grimm) στις 24 Φεβρουαρίου του 1786. Και οι δύο σπούδασαν νομικά, όπως και ο πατέρας τους, ενώ από μικρή ηλικία έδειξαν τεράστιο ενδιαφέρον για τις γερμανικές λαϊκές αφηγήσεις και παραδόσεις.

Συνέλεγαν παραδοσιακές ιστορίες, προσπαθώντας να αποτυπώσουν στο χαρτί όσο πιο πιστά μπορούσαν την τεχνική και τις λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι αφηγητές. Από αυτές εμπνεύστηκαν για να γράψουν περισσότερα από 200 παραμύθια, τα οποία σήμερα είναι γνωστά ως Παραμύθια Γκριμ. Ο πρώτος τόμος με 86 παραμύθια κυκλοφόρησε στις 20 Δεκεμβρίου 1812 εν μέσω αντιδράσεων, επειδή ορισμένα από αυτά θεωρήθηκαν ακατάλληλα για παιδιά. Τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ έχουν μεταφραστεί σε 160 γλώσσες και αγαπήθηκαν από τα παιδιά όλου του κόσμου. Ανάμεσά τους, Η Κοκκινοσκουφίτσα, Η Σταχτοπούτα, Η Χιονάτη και οι επτά νάνοι, Η ωραία κοιμωμένη, Χάνσελ και Γκρέτελ, Ραπουντζέλ.
Ο Γιάκομπ ως φιλόλογος έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μεσαιωνική λογοτεχνία και γλωσσολογία. Συνέταξε τη Γερμανική Γραμματική, ενώ διατύπωσε και μία γενική αρχή, γνωστή ως Νόμος του Γκριμ, που περιγράφει τη σχέση μεταξύ των διαφόρων γλωσσών. Ο Βίλχελμ ασχολήθηκε περισσότερο με τη λογοτεχνική κριτική.
Το 1829 τα δύο αδέλφια έγιναν βιβλιοθηκάριοι και καθηγητές στο Πανεπιστήμιο του Gottingen. Την ίδια χρονιά, ο Γιάκομπ εξέδωσε άλλο ένα σημαντικό πόνημά του, τις Γερμανικές Μυθολογίες, με όλες τις δοξασίες της προχριστιανικής Γερμανίας.
Το 1840 ο βασιλιάς Φρειδερίκος Ουίλιαμ IV της Πρωσίας τούς κάλεσε στο Βερολίνο, όπου έγιναν μέλη της Βασιλικής Ακαδημίας Επιστημών. Ξεκίνησαν να εργάζονται για τη δημιουργία ενός τεράστιου ιστορικού λεξικού, το οποίο άφησαν ημιτελές, καθώς ο Βίλχεμ πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου του 1859 και ο Γιάκομπ στις 20 Σεπτεμβρίου του 1863. Το έργο τους ολοκληρώθηκε από μεταγενέστερους ερευνητές, πολλά χρόνια αργότερα.

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν 1805 – 1875 [Από τον ανιχνευτή κειμένων Επικούρειο Πέπο.]

Δανός συγγραφέας και ποιητής, πασίγνωστος σ’ όλο τον κόσμο για τα παραμύθια του. Γιος ενός παπουτσή και μιας πλύστρας, ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν (Hans Christian Andersen) γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του 1805 στην πόλη Οντένσε. Έμεινε ορφανός από πατέρα στα 11 του χρόνια και έκανε διάφορες δουλειές για να τα φέρει βόλτα αυτός και η μητέρα του. Το σχολείο ήταν μια πολυτέλεια για τον μικρό Χανς Κρίστιαν.

Το προσωπικό του καταφύγιο, τις όποιες ελεύθερες ώρες είχε, ήταν ένα μικρό κουκλοθέατρο. Έφτιαχνε με τα ίδια του τα χέρια τις κούκλες, τις έντυνε κι έδινε τις δικές του προσωπικές παραστάσεις, με έργα κυρίως του Σαίξπηρ, τα οποία απομνημόνευε με χαρακτηριστική ευκολία.
Η χάρη του αυτή έφτασε στα αυτιά του βασιλιά της Δανίας Φρειδερίκου του 6ου, ο οποίος ενδιαφέρθηκε προσωπικά για το παράξενο αυτό αγόρι. Τον έστειλε σ’ ένα από τα καλύτερα σχολεία της χώρας, καταβάλλοντας ο ίδιος τα δίδακτρα. Μετά κόπων και βασάνων, ο Χανς Κρίστιαν τελείωσε το Γυμνάσιο σε ηλικία 23 ετών. «Τα χρόνια αυτά ήταν τα πιο πικρά και σκοτεινά της ζωής μου», έγραψε στην αυτοβιογραφία του. Στη συνέχεια γράφεται στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του.
Το 1822 εκδίδει το πρώτο βιβλίο του, που θα περάσει απαρατήρητο. Το 1829 γράφει μια ιστορία φαντασίας με τίτλο «Περίπατος από το κανάλι του Χόλμενς στο ανατολικό σημείο του νησιού Άμαγκερ, που θα σημειώσει μεγάλη επιτυχία. Συνεχίζει να γράφει, ποιήματα, θεατρικά έργα, λιμπρέτα για λυρικά έργα, μυθιστορήματα, που γνωρίζουν επιτυχία περισσότερο στη Γερμανία, παρά στην πατρίδα του.
Το 1835 δημοσιεύει τα πρώτα του «Παραμύθια για παιδιά» και μόνο 8 χρόνια αργότερα κερδίζουν την επιδοκιμασία του κόσμου. Θα γράψει συνολικά 168 παραμύθια ως το 1872 με πιο γνωστά, «Τα κόκκινα Παπούτσια», «Η πριγκίπισσα και το μπιζέλι», «Η βασίλισσα του χιονιού», «Το ασχημόπαπο», «Το μολυβένιο στρατιωτάκι», «Το μικρό έλατο», «Η μικρή γοργόνα», «Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα», «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα» και «Η Τοσοδούλα».
Ενώ τα έργα του Άντερσεν είναι σχεδόν άγνωστα έξω από τη Δανία και τις γειτονικές της χώρες, τα παραμύθια του είναι από τα πιο πολυμεταφρασμένα έργα σ’ όλη την ιστορία της λογοτεχνίας. Μολονότι βασίζονται σε λαϊκούς θρύλους, τα περισσότερα χαρακτηρίζονται από έναν ηθικό ρεαλισμό, παρά απ’ την ανάγκη εκπλήρωσης μιας επιθυμίας. Οι κακοί δεν είναι δράκοι ή μάγισσες των λαϊκών μυθιστοριών, αλλά εκπρόσωποι ανθρώπινων αδυναμιών, όπως ματαιοδοξίας, σνομπισμού ή εγωιστικής αδιαφορίας. Ορισμένα από τα παραμύθια του αποκαλύπτουν μία αισιόδοξη πίστη στην επικράτηση του καλού και του ωραίου, άλλα είναι βαθιά απαισιόδοξα και έχουν δυσάρεστο τέλος.
Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν θα διακριθεί και στην ταξιδιωτική λογοτεχνία. Από το 1833 ως το 1857 πραγματοποιεί 29 ταξίδια σε Ευρώπη, Ασία και Αφρική, γνωρίζεται με μεγάλες προσωπικότητες της εποχής και καταγράφει τις εμπειρίες του σε σειρά ταξιδιωτικών βιβλίων.
Τα βήματά του θα τον φέρουν ως την Ελλάδα τον Μάρτιο του 1841. Στο οδοιπορικό του «Το Παζάρι ενός ποιητή», που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Εστία» με τον τίτλο «Οδοιπορικό στην Ελλάδα» περιγράφει λεπτομερώς τη διαμονή στην Αθήνα.
Παρά τις ανησυχίες και τις φοβίες του, δεν δίστασε να ταξιδέψει και να επισκεφτεί το Θησείο, το Φάληρο, τον Κολωνό και την Ακρόπολη, όπου ανέβαινε κάθε μέρα. Με ειδική άμαξα εξόρμησε στα χωριά των Μεσογείων, αλλά και τις πλαγιές της Πεντέλης.
Η προσωπική του ζωή δεν μοιάζει με την εικόνα ενός καλοκάγαθου τζέντλεμαν, που αφιέρωσε τη ζωή του ολοκληρωτικά στη συγγραφή έργων για παιδιά, μα πιο πολύ με την εικόνα ενός φιλόδοξου, τρωτού, ματαιόδοξου, ευαίσθητου και ευφυή άνδρα. Δεν έκανε οικογένεια, αν και πολλές φορές ερωτεύτηκε βαθιά, ιδιαίτερα τη διάσημη σουηδέζα τραγουδίστρια Γιένυ Λιντ.
Την άνοιξη του 1872, ο Άντερσεν έπεσε από το κρεβάτι του και χτύπησε σοβαρά. Δεν ξανάγινε ποτέ τελείως καλά και στις 4 Αυγούστου του 1875 πέθανε, σε ηλικία 70 ετών.

Κάρολος Ντίκενς 1812 – 1870 [Από τον ανιχνευτή κειμένων Επικούρειο Πέπο.]

Άγγλος δημοσιογράφος και συγγραφέας, ο κορυφαίος μυθιστοριογράφος, που ανέδειξε η βικτωριανή Αγγλία κι ένας από τους σπουδαιότερους σε παγκόσμιο επίπεδο. Υπήρξε από τους σφοδρότερους επικριτές τόσο των ταξικών διαιρέσεων της αγγλικής κοινωνίας του 19ου αιώνα, όσο και της τεράστιας φτώχειας, την οποία σήμανε για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού η Βιομηχανική Επανάσταση. 
Ο Ντίκενς είναι ο συγγραφέας των φτωχών, των ανήμπορων και των ξεγυμνωμένων.

Ο Τσαρλς Τζον Χάφαμ Ντίκενς (Charles John Huffam Dickens) γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1812 στο νησί Πόρτσι, που περιβάλλεται από την πόλη Πόρτσμουθ της Νότιας Αγγλίας. Ήταν το δεύτερο από τα οκτώ παιδιά του Τζον και της Ελίζαμπεθ Ντίκενς. Ο πατέρας του ήταν υπάλληλος στην Υπηρεσία Μισθοδοσίας του Ναυτικού. Αμειβόταν ικανοποιητικά, αλλά οι σπατάλες και η άσωτη ζωή του οδήγησαν πολλές φορές την οικογένεια σε οικονομικό αδιέξοδο ή και στην καταστροφή, με αποκορύφωμα το 1824, όταν ο Τζον Ντίκενς φυλακίστηκε για χρέη.
Το 1817 η οικογένειά του μετακόμισε στο Τσάταμ του Κεντ, όπου ο νεαρός Κάρολος πέρασε πέντε ευτυχισμένα χρόνια. Πήγαινε σε ιδιωτικό σχολείο, έπαιζε πολύ και διάβαζε μανιωδώς τις νουβέλες των Χένρι Φίλντινγκ και Τομπάιας Σμόλετ. Το 1822 η οικογένειά του αναγκάσθηκε να μετακομίσει στο Λονδίνο, λόγω των χρεών του πατέρα του.
Μετά τη φυλάκιση του πατέρα του για χρέη το 1824 έζησε στο σπίτι της γηραιάς κυρίας Ελίζαμπεθ Ρόιλανς, που ήταν φίλη της οικογένειας. Για να πληρώνει τη διαμονή και διατροφή του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο και να δουλεύει καθημερινά επί δεκάωρο σ’ ένα εργοστάσιο βερνικιών. Οι συνθήκες εργασίας ήταν απάνθρωπες, αλλά διαμόρφωσαν τον κατοπινό συγγραφικό του χαρακτήρα. Τη δική του οικτρή οικονομική κατάσταση και τις συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης αποτέλεσαν το θέμα του πιο αγαπημένου του έργου, του αυτοβιογραφικού Δαβίδ Κόπερφιλντ (1849-1850).
Μία απρόσμενη κληρονομιά βοήθησε τον πατέρα του να βγει από τη φυλακή και να διευθετήσει τα χρέη με τους πιστωτές του. Όμως, η σχέση με τον γιο του Κάρολο είχε διαρραγεί οριστικά. Τη διετία 1827-1828 ο νεαρός Ντίκενς δούλεψε ως βοηθός σε δικηγορικό γραφείο και στη συνέχεια ως στενογράφος στα δικαστήρια του Λονδίνου. Οι δύο αυτές ενασχολήσεις τού άφησαν μία βαθειά απέχθεια γιο το αγγλικό δικαστικό σύστημα, που πίστευε ότι ήταν κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των πλουσίων.
Το 1830 ο Ντίκενς συνάντησε τον πρώτο έρωτα της ζωής του, στο πρόσωπο της Μαρίας Μπίντνελ, που αποτέλεσε το μοντέλο για τον χαρακτήρα της Ντόρα Σπένλοου στον Δαβίδ Κόπερφιλντ. Οι γονείς της νεαρής κοπέλας εναντιώθηκαν στη σχέση και την έστειλαν να σπουδάσει στο Παρίσι.
Από το 1833 και μετά η επαγγελματική του ζωή εναλλασσόταν μεταξύ δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας. Διετέλεσε πολιτικός και κοινοβουλευτικός συντάκτης σε διάφορα έντυπα φιλελευθέρων αποχρώσεων. Γνωρίζοντας την πολιτική ζωή από τα μέσα, έχασε σιγά -σιγά την εμπιστοσύνη του στο πολιτικό σύστημα, που εξέθρεφε «τη φτώχεια, την πείνα και την αμάθεια», όπως έλεγε, ενώ ήταν ιδιαίτερα επικριτικός για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, που «αποδεικνύεται τέλεια αποτυχία». Δεν είχε όμως και κάποια άξια λόγου εναλλακτική λύση να προτείνει.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1830 άρχισε να δημοσιεύει τα πρώτα του λογοτεχνικά έργα με τη μορφή επιφυλλιδογραφικών μυθιστορημάτων, δηλαδή σε συνέχειες σε περιοδικά και εφημερίδες. Ήταν σαν να λέγαμε τα τηλεοπτικά σήριαλ της εποχής, εξ ου και η ικανότητα του Ντίκενς να διατηρεί αμείωτη την προσοχή του αναγνώστη από ενότητα σε ενότητα και από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, εξασφαλίζοντας ένα γεμάτο εντάσεις μύθο, που συνδυάζεται με τη συναρπαστική δράση.
Το πρώτο μυθιστόρημα αυτής της κατηγορίας είναι Τα Χαρτιά του Πίκγουικ, που εξέδωσε το 1836 και αμέσως έκανε γνωστό το όνομά του. Στο έργο αυτό παρουσιάζονται σε εμβρυακή κατάσταση, πολλά από τα χαρακτηριστικά, που υπάρχουν στο μεταγενέστερο μυθοπλαστικό του σύμπαν: σατιρικές ή καταγγελτικές επιθέσεις εναντίον των κοινωνικών κακών και των ανεπαρκών θεσμών, παρεμβάσεις σε κοινωνικά ζητήματα της εποχής, γνώση του Λονδίνου (του χώρου που κυριαρχεί πάντα στα έργα του), ένα διάχυτο πνεύμα συμπόνιας και μια στάση εγκαρδιότητας απέναντι στους ανθρώπους, καθώς και μια ανεξάντλητη δυνατότητα στο πλάσιμο των χαρακτήρων.Στις 2 Απριλίου 1836 ο Κάρολος Ντίκενς παντρεύεται την Κάθριν Χόγκαρθ, κόρη του ευυπόληπτου σκωτσέζου δημοσιογράφου Τζορτζ Χόγκαρθ, με την οποία θα αποκτήσει δέκα παιδιά. Θα χωρίσουν 22 χρόνια αργότερα, λόγω των εξωσυζυγικών περιπετειών του.
Η φήμη του εκτοξεύεται με τα δύο επόμενα μυθιστορήματα του, Όλιβερ Τουίστ (1837-1838) και Νίκολας Νίκλεμπι (1838-1838), τα οποία αποκαλύπτουν με τα μελανότερα χρώματα τη μαύρη καθημερινότητα του Λονδίνου και του Γιορκσάιρ, με ένα σύμπαν βυθισμένο στην εκμετάλλευση, στο έγκλημα και την πορνεία.
Το 1842 πραγματοποιεί το πρώτο του ταξίδι στις ΗΠΑ, όπου θα παραμείνει επί πεντάμηνο. Παντού γίνεται δεκτός με άκρατο ενθουσιασμό και απολαμβάνει βασιλικών τιμών. Δεν διστάζει, όμως, να θίξει το φιλότιμο των αμερικανών, υποστηρίζοντας την κατάργηση της δουλείας και διαμαρτυρόμενος για την έλλειψη προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων των συγγραφέων της χώρας. Αυτός που ασκούσε δριμύτατη κριτική κατά των βρετανικών θεσμών, περίμενε  περισσότερα «από τη δημοκρατία των ονείρων του», όπως έλεγε.
Το 1844 γράφει το πιο δημοφιλές έργο του, τη Χριστουγεννιάτικη Ιστορία, που είναι ο μοναδικός χριστουγεννιάτικος μύθος της σύγχρονης λογοτεχνίας και μέσα από τον οποίο ξεπροβάλλει η φιλοσοφία του για τη ζωή, που δεν είναι άλλη από το πνεύμα των Χριστουγέννων, που θα έπρεπε να κυριαρχεί στις σχέσεις των ανθρώπων καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Το 1849 αρχίζει να δημοσιεύει σε συνέχειες το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Δαβίδ Κόπερφιλντ, που αποκαλύπτει το στυγνό πρόσωπο της εργοδοσίας. Δύο άλλα σπουδαία μυθιστορήματά του, ο Ζοφερός Οίκος (1852-1853) και Μικρή Ντόριτ (1855-1857), θα αποτελέσουν ανάθεμα για τους βικτωριανούς θεσμούς και τη βικτωριανή οικονομία (άδικο δικαστικό σύστημα, με σωρεία φυλακίσεων για χρέη, αποχαλινωμένη εργασιακή αγορά, απουσία της οποιασδήποτε προστασίας για τον πολύωρο και προκλητικά απλήρωτο μόχθο).
Το 1855 η πρώτη του αγάπη, η Μαρία Μπίντνελ, επανακάμπτει για λίγο στη ζωή του και αμέσως μετά ερωτεύεται την 27χρονη ηθοποιό Έλεν Τέρναν. Ο γάμος του κλονίζεται και το 1858 ο Ντίκενς χωρίζει από τη σύζυγό του Ελίζαμπεθ. Το σκάνδαλο που θα ξεσπάσει στη συντηρητική βικτωριανή Αγγλία δεν θα επηρεάσει την απήχησή του στο ευρύ κοινό, αλλά θα του στερήσει κάποιες σπουδαίες φιλίες.
Τα επόμενα χρόνια δημοσιεύει δύο από τα πιο γνωστά μυθιστορήματά του, την επική Ιστορία των δύο Πόλεων (1859), που εκτυλίσσεται στο Λονδίνο και το Παρίσι κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης (θεωρείται ένα από τα λογοτεχνικά μπεστ σέλερ, με πωλήσεις άνω των 200 εκατομμυρίων αντιτύπων) και τις Μεγάλες Προσδοκίες (1860-1861), με ήρωα ένα ορφανό, τον Πιπ. Ένα έργο που παρουσιάζει ομοιότητες με τον Δαβίδ Κόπερφιλντ, ως αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο και από την άποψη ότι δίνουν το περίγραμμα κάποιων πλευρών της προσωπικότητας και των προσωπικών εμπειριών του Ντίκενς.
Το φιλάνθρωπο πνεύμα, που είναι διάχυτο στο έργο του Ντίκενς, βρίσκει συχνά πρακτική έκφραση σε δημόσιες ομιλίες, οργάνωση εράνων και ιδιωτικές φιλανθρωπικές πρωτοβουλίες. Μία από αυτές είναι η διοργάνωση δημοσίων συγκεντρώσεων με εισιτήριο, στις οποίες διαβάζει αποσπάσματα από τα έργα του. Η δραστηριότητά του εντάθηκε κι έγινε επικερδής για τον Ντίκενς μετά τον χωρισμό του από τη σύζυγό του. Αποκαλυπτική είναι η παρατήρηση της καθηγήτριας Κάθλιν Τίλοτσον (1906-2001), ειδικής στο έργο του συγγραφέα, ότι «ο ισόβιος ερωτά του Ντίκενς με το αναγνωστικό του κοινό, ήταν σε τελευταία ανάλυση ο σημαντικότερος έρωτας της ζωής του».
Συνολικά πραγματοποίησε από σκηνής 471 παρουσιάσεις των λογοτεχνικών έργων του. Ήταν ένας λαμπρός ηθοποιός και κατά τη διάρκεια των παραστάσεων αποκαλύφθηκαν σπουδαία στοιχεία της τέχνης του (απαγγελία, δραματική μίμηση). Κανένας άλλος σπουδαίος συγγραφέας από την εποχή του Ομήρου δεν είχε αφιερώσει τόσο χρόνο και τόσες δυνάμεις σε μια τέτοια δραστηριότητα.Στις 9 Ιουνίου 1865, επιστρέφοντας από το Παρίσι με την ερωμένη του Έλεν Τέρναν και τη μητέρα της, ενεπλάκη σε σιδηροδρομικό δυστύχημα στο Στέιπλχαρστ του Κεντ. Τα βαγόνια της πρώτης θέσης του συρμού εκτροχιάστηκαν πάνω σε μία προσφάτως ανακαινισμένη γέφυρα και έπεσαν στα νερά του ποταμού Μπελτ. Μόνο το βαγόνι στο οποίο επέβαινε η συντροφιά του Ντίκενς παρέμεινε στις ράγες. Ο διάσημος συγγραφέας δεν έπαθε το παραμικρό και βοήθησε τους τραυματίες μέχρις ότου φθάσουν τα σωστικά συνεργεία. Τον επόμενο χρόνο περιέγραψε την εμπειρία του στο διήγημα The Signal-Man. Στο σιδηροδρομικό αυτό δυστύχημα, που έμεινε στην ιστορία για τον διάσημο επιβάτη του, έχασαν τη ζωή τους δέκα άνθρωποι, ενώ οι τραυματίες ξεπέρασαν τους σαράντα. 
Τον Νοέμβριο του 1967 ο Ντίκενς πραγματοποίησε τη δεύτερη αμερικάνικη περιοδεία του με ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία, παραμένοντας στον Νέο Κόσμο επί τετράμηνο. Η φήμη του παρέμενε αμείωτη, παρά το γεγονός ότι η στάση της κριτικής ήταν διαρκώς περισσότερο εχθρική απέναντί του. Ο συγγραφέας Χένρι Λονγκφέλοου, επισημαίνοντας τον απίστευτο ενθουσιασμό που προκαλούσε ο Ντίκενς, παρατηρεί: «Δύσκολα μπορεί να συλλάβει στην ολότητά της αυτή την αλήθεια και να συνειδητοποιήσει την παγκοσμιότητα της φήμης του». Ο φιλόσοφος Ραλφ Γουόλντο Έμερσον, παρακολουθώντας μία δημόσια ανάγνωση του Ντίκενς στη Βοστώνη, θα γράψει: «Φοβούμαι ότι έχει πάρα πολύ ταλέντο για τη μεγαλοφυΐα του. Πρόκειται για μια φοβερή ατμομηχανή, στην οποία είναι δεμένος και δεν μπορεί ούτε να ελευθερωθεί από αυτήν, ούτε να ηρεμήσει… Με τρομάζει! Δεν μπορώ να το εξηγήσω, δεν έχω το κλειδί».
Την επόμενη διετία ο Ντίκενς πραγματοποίησε περιοδείες με αναγνώσεις έργων του εντός της Μεγάλης Βρετανίας. Στις 22 Απριλίου 1869 έπαθε το πρώτο του εγκεφαλικό. Γρήγορα το ξεπέρασε και επιδόθηκε στις συνήθεις δραστηριότητες τους με τους γνωστούς φρενήρεις ρυθμούς του. Στις 8 Ιουνίου 1870 έπαθε ένα ακόμη εγκεφαλικό στην αγροικία του στο Γκαντ’ς Χιλ του Τσάταμ, που απέβη μοιραίο. Την επόμενη μέρα άφησε την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 58 ετών, ακριβώς πέντε χρόνια μετά το σιδηροδρομικό δυστύχημα του Στέιπλχαρστ, αφήνοντας ημιτελές το μυθιστόρημά του Το μυστήριο του Έντουιν Ντρουντ, το οποίο πολλοί επιχείρησαν να ολοκληρώσουν από τότε.
Ο Κάρολος Ντίκενς υπήρξε ένας μεγάλος δημιουργός στον χώρο τόσο της ψυχαγωγίας όσο και της τέχνης. Το έργο του συγκέντρωνε τέτοιες αρετές, ώστε να βρίσκει απήχηση τόσο στον απλό άνθρωπο, όσο και στον καλλιεργημένο. Επαινέθηκε από ομοτέχνους του, όπως ο Λέων Τολστόι και κατακρίθηκε από συγγραφείς όπως ο Χένρι Τζέιμς και η Βιρτζίνια Γουλφ, που τον κατηγόρησαν για συναισθηματισμό, μελοδραματισμό κι έλλειψη αληθοφάνειας. Τα έργα του έχουν γίνει γνωστά στα πέρατα της οικουμένης και με τη βοήθεια των σύγχρονων μέσων, του κινηματογράφου, της τηλεόρασης και του κόμικς.
Στην Ελλάδα το πρώτο λογοτεχνικό έργο του Ντίκενς -το μυθιστόρημα Τα δύσκολα χρόνια- εκδόθηκε το 1887 από το περιοδικό Εβδομάς, χωρίς να αναφέρεται το όνομα του μεταφραστή. Προηγουμένως είχε δημοσιευτεί στο εν λόγω περιοδικό σε συνέχειες. Εικάζεται ότι είναι ο κεφαλλονίτης λόγιος Παναγιώτης Πανάς (ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα του ελληνικού ριζοσπαστισμού κατά τον 19ο αιώνα), ο οποίος ένα χρόνο αργότερα μετέφρασε το διήγημα Άσμα των Χριστουγέννων (A Christmas Carol, Χριστουγεννιάτικη Ιστορία, όπως είναι γνωστό σήμερα). Έκτοτε, τα σημαντικότερα έργα του Ντίκενς έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, όχι μία, αλλά πολλές φορές. Οι μεταπολεμικές γενιές γνώρισαν τον Ντίκενς και μέσα από τα Κλασσικά Εικονογραφημένα.

ΧΕΡΜΑΝ ΜΕΛΒΙΛ 1819-1891 Εμβληματικός αμερικανός συγγραφέας, γνωστός για τα μυθιστορήματά του με θέματα από την ανοιχτή θάλασσα, από τα οποία ξεχωρίζει το αριστούργημά του Μόμπι Ντικ (1851).

Εμβληματικός αμερικανός συγγραφέας, γνωστός για τα μυθιστορήματά του με θέματα από την ανοιχτή θάλασσα, από τα οποία ξεχωρίζει το αριστούργημά του Μόμπι Ντικ (1851).

Ο Χέρμαν Μέλβιλ (Herman Melville) γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη την 1η Αυγούστου 1819. Ήταν το τρίτο από τα οκτώ παιδιά μιας οικογένειας που καταγόταν από τους πρώτους Σκώτους και Ολλανδούς αποίκους της Νέας Υόρκης. Οι πρόγονοί του είχαν διακριθεί κατά την Αμερικανική Επανάσταση και είχαν αναπτύξει σπουδαία δράση στον σκληρό ανταγωνισμό που χαρακτήριζε τόσο το εμπόριο, όσο και τον πολιτικό βίο του νεοσύστατου κράτους. Το 1826 προσβλήθηκε από οστρακιά, η οποία του προκάλεσε χρόνιο πρόβλημα στην όραση. Μετά τη χρεωκοπία του έμπορου πατέρα του Άλαν Μέλβιλ (1830) και τον θάνατό του (1832), ο νεαρός Χέρμαν αναγκάστηκε να βγει στη βιοπάλη. Μπάρκαρε σ' ένα εμπορικό καράβι, που έκανε τη διαδρομή μεταξύ Νέας Υόρκης και Λίβερπουλ και δούλεψε ως καμαρότος. Η πρώτη του δουλειά και η επαφή του με τη θάλασσα αποτέλεσαν τον πυρήνα του μυθιστορήματός του Ρέντμπερν (Redburn: His First Voyage, 1849).
Το 1835 γράφτηκε στη Σχολή Κλασσικών Σπουδών του Όλμπανι και το 1837 δούλεψε ως γραφιάς και δάσκαλος. Ο Μέλβιλ ήταν κατά βάση αυτοδίδακτος. Οι ιστορίες της Βίβλου με τις οποίες μεγάλωσε αποτέλεσαν τη βάση της μόρφωσής του, που συμπληρώθηκε από τη μελέτη του για τον Σέξπιρ. Η αποτυχία του να βρει μια σταθερή απασχόληση και η τυχοδιωκτική του φύση τον ώθησαν να μπαρκάρει και πάλι τον Ιανουάριο του 1841 ως ναύτης στο φαλαινοθηρικό Ακούσνετ. Τον Ιούλιο του 1842 το πλοίο του αγκυροβόλησε στα νησιά Μαρκέζας του Νότιου Ειρηνικού. Οι περιπέτειες του Μέλβιλ στην περιοχή αυτή έγιναν το θέμα του πρώτου του μυθιστορήματος Typee (1846) ή Περιπέτειες στη χώρα των κανιβάλων, όπως αποδόθηκε στα ελληνικά. Σύμφωνα με την αφήγηση, ο Μέλβιλ κι ένας συνάδελφός του εγκατέλειψαν το πλοίο και έζησαν για τέσσερις μήνες ως φιλοξενούμενοι - αιχμάλωτοι της φυλής των Ταϊπή, τους οποίους ο συγγραφέας χαρακτηρίζει ανθρωποφάγους. Παρά τους κινδύνους που διέτρεξε, περιγράφει τον τόπο των Ταϊπή, ως ένα ειδυλλιακό τόπο φυγής από τον καταπιεστικό και απειλητικό πολιτισμό.
Στην πραγματικότητα, ο Μέλβιλ ναυτολογήθηκε τον Αύγουστο του 1842 στο αυστραλιανό φαλαινοθηρικό Λούσι Αν. Το περιστατικό μιας ναυτικής ανταρσίας στην οποία ο Μέλβιλ έλαβε μέρος και τις περιπέτειες που ακολούθησαν αποτελεί το θέμα του επόμενου βιβλίου του Omoo (Όμου), γραμμένο σε εύθυμο τόνο το 1847. Κατά τη διάρκεια των περιπλανήσεών του ωρίμασε ο σαρκασμός του για τις ταπεινώσεις και την εκμετάλλευση των ιθαγενών από τους αποίκους και προπαντός από τους ιεραποστόλους.
Το 1843 ο Μέλβιλ πήγε στη Χαβάη, όπου έπιασε δουλειά σ' ένα γραφείο και σ' ένα βιβλιοπωλείο. Σύντομα, όμως, έφτασε στη Χονολουλού το παλιό του πλοίο, το Ακούσνετ, που έψαχνε για λιποτάκτες. Φοβούμενος μήπως τον βρουν και τον ξαναπάρουν στο φαλαινοθηρικό, ο Μέλβιλ έσπευσε να μπει σ' ένα αμερικάνικο πολεμικό πλοίο ως απλός ναύτης. Δεκατέσσερις μήνες αργότερα έφτασε στο λιμάνι της Βοστώνης. Το 1850 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του White-jacket (Τα άσπρα αμπέχονα), στο οποίο περιγράφει τη ζωή του πάνω στο πολεμικό πλοίο και κατακρίνει τις βαρβαρότητες και ιδιαίτερα το μαστίγωμα, το οποίο συνηθιζόταν τότε στα σκάφη του αμερικανικού ναυτικού. Η κριτική επαίνεσε το βιβλίο και τη θαρραλέα στάση του, η οποία βρήκε ισχυρή πολιτική υποστήριξη.
Στις 4 Αυγούστου 1847 ο Μέλβιλ παντρεύτηκε την Ελίζαμπεθ Σο, κόρη του Λέμιουελ Σο, προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Μασαχουσέτης και παιδικού φίλου του πατέρα του. Το ζεύγος Μέλβιλ απέκτησε τέσσερα παιδιά (δύο αγόρια και δύο κορίτσια), ενώ αγόρασαν κι ένα αγροτόσπιτο στο Πίτσφιλντ της Μασαχουσέτης. Εκεί γνώρισε και συνδέθηκε στενά με τον διάσημο συγγραφέα Ναθάνιελ Χόθορν (Άλικο Γράμμα). Σ' αυτόν αφιέρωσε ο Μέλβιλ το Μόμπι Ντικ, το οποίο εκδόθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1851 στο Λονδίνο κι ένα μήνα αργότερα στις ΗΠΑ.
Ακολούθησαν και άλλα έργα του, όπως ο Πιερ (Pierre, 1852), ένα έντονα αυτοβιογραφικό έργο, που θεωρήθηκε ανήθικο, ο Χαφιές (The Confidence-Man, 1857), μια απελπισμένη σάτιρα για μια Αμερική διεφθαρμένη από τα ευτελή όνειρα του κόσμου του εμπορίου. Ήταν και το τελευταίο του μυθιστόρημα που εκδόθηκε εν ζωή. Εκτός από μυθιστορήματα, ο Μέλβιλ έγραψε και διηγήματα, από τα οποία ξεχωρίζουν τα Μπάρτλεμπι, ο γραφιάς (Bartleby, the Scrivener: A Story of  Wall Street, 1853) με ατμόσφαιρα που θυμίζει Κάφκα και Μπενίτο Σερένο (Benito Cereno, 1855), που επικεντρώνεται σε μια εξέγερση σκλάβων πάνω σ' ένα ισπανικό πλοίο.
Χρόνο με το χρόνο, η απήχησή του ως συγγραφέα συνεχώς έφθινε. Από το 1860 είχε στραφεί στην ποίηση και το 1866 αναγκάστηκε να γίνει τελωνειακός στη Νέα Υόρκη για να ζήσει. Έμεινε σ' αυτή τη θέση 19 χρόνια. Το 1878 εξέδωσε το ποίημά του Clarel, που αποτελείται από 16.000 στίχους και αναφέρεται στην επίσκεψή του στους Αγίους Τόπους. Το 1888 εξέδωσε με δικά του έξοδα την ποιητική συλλογή Battle-Pieces and Aspects of War (Σκηνές μαχών και όψεις του πολέμου), η οποία αντλεί τη θεματολογία της από τον πόλεμο, που απασχολούσε πολύ τη σκέψη του, ενώ ένα χρόνο αργότερα θα ακολουθήσει μια δεύτερη ποιητική συλλογή με τίτλο John Marr and other sailors; With Some Sea-Pieces (Ο Τζον Μαρ και άλλοι ναυτικοί, με μερικές αφηγήσεις από τη θάλασσα). Στις 19 Απριλίου του 1891 ολοκλήρωσε το μυθιστόρημά του Billy Budd, το οποίο εκδόθηκε μόλις το 1924. Αναφέρεται στον νεαρό ναύτη Μπίλι Μπάντι, που οργισμένος από μια άδικη κατηγορία, σκοτώνει άθελά του τον σατανικό οπλονόμο του πλοίου και καταδικάζεται σε θάνατο διά απαγχονισμού.
Ο Χέρμαν Μέλβιλ πέθανε σχεδόν ξεχασμένος στις 28 Σεπτεμβρίου 1891 στη Νέα Υόρκη από καρδιακή προσβολή. Το ενδιαφέρον για το έργο του αναζωπυρώθηκε στη δεκαετία του '20, όταν εκδόθηκαν η βιογραφία του από τον Ρέιμοντ Γουίβερ (Herman Melville: Man, Mariner and Mystic, 1921) και το μυθιστόρημά του Μπίλι Μπαντ. Σήμερα αναγνωρίζεται πλέον ως ένας από τους σπουδαιότερους αμερικανούς λογοτέχνες και ο Μόμπι Ντικ ως ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Βιβλία του Χέρμαν Μέλβιλ στα Ελληνικά

  • Περιπέτειες στη χώρα των κανιβάλων (Ζαχαρόπουλος)
  • Τρεις απόκληροι: Μπάρτλεμπυ, ο γραφιάς - Ο βιολιστής - Τζίμυ Ρόουζ (Καστανιώτης)
  • Μόμπι Ντικ (Gutenberg)
  • Γουάιτ-τζάκετ (Gutenberg)
  • Η ιστορία του Τάουν-Χο (Gutenberg)
  • Μπίλλυ Μπαντ και άλλες ιστορίες (Εστία)
  • Μπενίτο Σερένο (Άγρα)
  • Το Καμπαναριό (Κέδρος)
  • Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος

22.3.16

ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΟΑ. [Από τον ανιχνευτή κειμένων Επικούρειο Πέπο.]

Ο Πεσόα και το σύμπαν των ετερωνύμων. Νέες μεταφράσεις έργων του πορτογάλου συγγραφέα, ο οποίος «εφηύρε» δεκάδες ποιητές και πεζογράφους που ο καθένας τους είχε διαφορετική θεματολογία και ύφος

Στις 30 Νοεμβρίου 1935 πέθανε στη Λισαβόνα ο συγγραφέας Φερνάντο Πεσόα από κίρρωση του ήπατος. Οσο ζούσε δημοσίευσε αρκετά πρωτότυπα κείμενα και μεταφράσεις, αλλά εξέδωσε μόνο μια ποιητική συλλογή με τίτλο Mensagem (Μήνυμα). Υπήρξε χαρακτήρας κλειστός, ελάχιστοι ήξεραν λεπτομέρειες της ιδιωτικής του ζωής και ως τότε ήταν γνωστός σε έναν μικρό κύκλο λογοτεχνών.
Ανάμεσα στα πράγματα που άφησε ήταν και ένα μπαούλο. Εκείνοι που το άνοιξαν βρέθηκαν μπροστά σε μια έκπληξη. Το μπαούλο περιείχε 25.426 χειρόγραφα. Ποιήματα, διηγήματα, μεταφράσεις, δοκίμια, κριτικές, σημειώσεις για πλείστα όσα. Αποδεικνυόταν ότι ο μοναχικός τύπος που πέθανε αλκοολικός ήταν ένας Γαργαντούας της γραφής. Κι όταν άρχισε η μελέτη των χειρογράφων του, διαπιστώθηκε ότι στο μπαούλο κρυβόταν το έργο ενός από τους σημαντικότερους και ευφυέστερους ποιητές του 20ού αιώνα.
Οι επιμελητές τώρα έπρεπε να φέρουν σε πέρας το δικό τους έργο, που έμοιαζε να ξεπερνά τα όρια της φιλολογίας. Να ανταποκριθούν στην εκδοτική βούληση του ποιητή, να συνθέσουν τα κείμενά του, δημοσιευμένα και ανέκδοτα, με τέτοιον τρόπο ώστε να δίνεται η πολυεπίπεδη εικόνα του Πεσόα και όχι το πώς μπορεί ο καθένας να την ερμηνεύσει, να τα τακτοποιήσουν, να συγκρίνουν τα λίγα γνωστά με τις πρώτες τους δημοσιεύσεις και ταυτοχρόνως να προβούν στην αναγκαία περιοδολόγηση, προκειμένου να αποδώσουν την περιπέτεια της γραφής του και το πέρασμα του συγγραφέα από τη μια στην άλλη μορφή έκφρασης.
Αλλά η δυσκολία ήταν ακόμη μεγαλύτερη επειδή εκείνη η δαιμονική ψυχή «εφηύρε» ούτε έναν ούτε δύο αλλά 81 ποιητές και πεζογράφους που ο καθένας τους είχε διαφορετική θεματολογία και ύφος. Είναι οι περίφημοι ετερώνυμοι του Πεσόα, ένας κόσμος φανταστικός αλλά για τον ίδιο πιο πραγματικός από τον πραγματικό. Οι ετερώνυμοι όχι μόνον έγραφαν διά χειρός Πεσόα αλλά και συζητούσαν και διαφωνούσαν μεταξύ τους. Ηταν μια κοινωνία της γραφής δημιουργημένη από έναν και μόνον άνθρωπο, ικανό να συλλάβει ένα εύρημα σαν κι αυτό, των ετερωνύμων, οι οποίοι εξέφραζαν την πολυδιάσπαση του εαυτού και την προσπάθεια ανασύνθεσής του στην περιοχή της φαντασίας.
Ο κάθε ετερώνυμος είναι σωσίας ενός άλλου ετερωνύμου και όλοι μαζί σωσίες του ίδιου του Πεσόα. Το παιχνίδι είναι κι αυτό δαιμονικό και το αποτέλεσμα κατά κανόνα συναρπαστικό.
Ζωή μέσα από τη λογοτεχνία
Η λογοτεχνία για τον δίγλωσσο (πορτογαλικά και αγγλικά) Πεσόα υποκαθιστά τη ζωή στο σύνολό της. Επομένως η ζωή σε σχέση με το έργο είναι δευτερεύουσας σημασίας. Γι' αυτό και όλα τα θαυμαστά που επέτυχε αλλά και οι αποτυχίες του (που θυμίζουν τον στίχο του Ρόμπερτ Μπράουνιγκ «της τέχνης η βασανιστική κατάρα: το ανολοκλήρωτο») συνθέτουν την αγωνιώδη του προσπάθεια να ανοίξει έναν διάλογο με τον κόσμο και το σύμπαν παραφράζοντας συχνά τον εαυτό του.
Ο Πεσόα δημιουργεί τη δική του ουτοπία. Είναι μια ουτοπία της αγωνίας, όπου μέσω των ετερωνύμων προσπαθεί να ενσωματώσει όλες τις πιθανές ταυτότητες που μπορούν να δώσουν την ενιαία εικόνα του κόσμου, αυτού που ζει και κυρίως εκείνου που φαντάζεται.
Οι ετερώνυμοι είναι και μια μεγαλειώδης παράφραση, μια ριζοσπαστική προσέγγιση του «υψηλού», με αποτέλεσμα ο αποσπασματικός χαρακτήρας του κόσμου (αλλά και του εαυτού) να μην καταστέλλει τον πόθο του Πεσόα για το ατελέσφορο, αλλά να τον οδηγεί σε υπερβατικά πεδία, όπου ελπίζει ότι θα κατακτήσει την ενότητα.
Μόνο ένας δημιουργός με τέτοια φαντασία θα μπορούσε να ζήσει μέσα στις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις. Και μέσω του κατά γενική παραδοχή καλύτερου ετερώνυμού του, του Αλβάρο ντε Κάμπος, ο Πεσόα ορίζει τον εαυτό του: «Να αισθάνομαι τα πάντα μ' όλους τους τρόπους, / να 'χω όλες τις απόψεις, / να 'μαι ειλικρινής αντιφάσκοντας κάθε λεπτό». Αλλά ο αντίποδας του Αλβαρο ντε Κάμπος, ένας άλλος ετερώνυμος, ο Αλμπέρτο Καέιρο, είναι εξίσου σημαντικός: ή, για να παραπέμψω σε μια από τις εγκυρότερες μελετήτριες του Πεσόα, τη Μαρία Ιρένε Ραμάλο ντε Σόουζα Σάντος, «ο Καέιρο και ο Κάμπος τραγουδούν σαν ένα ντουέτο το "Τραγούδι του Εαυτού μου"» (εννοεί βεβαίως το πασίγνωστο ποίημα του Ουόλτ Ουίτμαν). Και δίπλα τους ασφαλώς θα πρέπει να βάλουμε έναν ακόμη: τον Ρικάρντο Ρέις.  
Πεσόα, Ουίτμαν, Πόου
Ο Χάρολντ Μπλουμ θαυμάζει τον Πεσόα και του δίνει εξέχουσα θέση στον Δυτικό κανόνα του μαζί με τον Νερούδα και τον Μπόρχες. Προφανώς επειδή ο Πεσόα θαύμαζε τον Ουίτμαν τον οποίον ο Μπλουμ θεωρεί ακρογωνιαίο λίθο της νεότερης ποίησης. Αλλά ο Πορτογάλος θαύμαζε εξίσου και τον Ε. Α. Πόου, ο οποίος είναι ο αντίποδας του Ουίτμαν. Ο Μπλουμ θεωρεί πως το θαυμαστό εύρημα των ετερωνύμων είναι ένας τρόπος να αποσπαστεί ο Πεσόα από τον Ουίτμαν.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Πεσόα ήταν αγχώδης δημιουργός (και ταιριάζει στη θεωρία περί Αγχους της επίδρασης του Μπλουμ), οι επιδράσεις του όμως προέρχονται και από διαφορετικές - και κάποτε διόλου «ουιτμανικές» - κατευθύνσεις. Η συγγένειά του με τον Πόου λ.χ. είναι προφανής, όχι μόνο γιατί μετέφρασε πολλά διηγήματά του στα πορτογαλικά αλλά και επειδή στα τέσσερα δικά του διηγήματα η επίδραση - για να μην πούμε η μίμηση - του Πόου είναι εμφανέστατη. Ενα από αυτά, το νεανικό Ενα πολύ πρωτότυπο δείπνο, που μεταφράστηκε για πρώτη φορά στη γλώσσα μας, το έγραψε σε πολύ μικρή ηλικία και εμφανέστατα παραπέμπει στον Πόου.   
Ασφαλώς οι απηχήσεις του Ουίτμαν είναι πολλές. Υπάρχουν όμως και διαφορές. Ενώ ο Ουίτμαν χαιρετίζει τη δημοκρατία, ο Πεσόα στα ποιήματα του Αλβαρο ντε Κάμπος χαιρετίζει την εποχή των μηχανών και των εργοστασίων, γι' αυτό άλλωστε και αντιμετωπίζει θετικά τον Μαρινέτι και τους φουτουριστές.
Διόλου λίγες ωστόσο δεν είναι και οι επιδράσεις του πορτογαλικού μπαρόκ - ακόμη και του Καμόενς, του μέγιστου πορτογάλου ποιητή του 16ου αιώνα. Το Mensagem, η συλλογή που ο Μπλουμ παραλληλίζει με την περίφημη Γέφυρα του Χαρτ Κρέιν, το αποτελούν ποιήματα γραμμένα από Πορτογάλο, για τον οποίον η θάλασσα «ανοίγει την άβυσσο στην ψυχή του αργοναύτη». Και μόνον ένας Πορτογάλος, απόγονος δηλαδή των μεγάλων θαλασσοπόρων, θα μπορούσε να δει στο πρόσωπο του Μαγγελάνου τον Ιάσονα του νεότερου κόσμου.
Δημοφιλής και στην Ελλάδα
Στα πέντε βιβλία του Πεσόα που εξέδωσαν οι εκδόσεις Gutenberg πρέπει να προστεθεί και το Βιβλίο της ανησυχίας (εκείνο το αυτοβιογραφικό παραλήρημα) για όσους επιθυμούν να αποκτήσουν μια καλή εικόνα του έργου και της ζωής του Πεσόα. Και επιπλέον, όλα μαζί βοηθούν στο να μην παρασυρθούν και αρχίσουν να τον συγκρίνουν (όπως συνέβη πριν από μερικά χρόνια) με τον Καβάφη, με τον οποίον δεν έχει καμιάν απολύτως σχέση - εξαιτίας, υποθέτω, του «μετά βίας απωθημένου ομοερωτισμού» του Πεσόα, όπως λέει ο Χάρολντ Μπλουμ. (Από την άποψη αυτή εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι επιστολές που αντήλλαξε ο Πορτογάλος με τη νεαρή Οφέλια, τον μοναδικό έρωτα της ζωής του, δεσμό τον οποίο διέκοψε απότομα χωρίς να δώσει καμιά εξήγηση. Κι εδώ, πέραν των περιστατικών της καθημερινότητας, οι ετερώνυμοι παίζουν βασικότατο ρόλο «παρεμβαίνοντας» ακόμη και στις πιο προσωπικές στιγμές της ζωής του Πεσόα.)
Υφολογικά, θεματικά, κοσμοθεωρητικά ουδεμία σχέση έχει ο Αλεξανδρινός με τον Πορτογάλο. Είναι δύο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι. Επομένως, αφού δεν υπάρχουν ομοιότητες δεν υφίσταται και συγκριτικό πεδίο.
Ο Πεσόα πρωτομεταφράστηκε από τον Φίλιππο Δρακονταειδή το 1982 που εξέδωσε στις εκδόσεις Γνώση μια εκλογή από τα ποιήματα του (ετερωνύμου) Αλμπέρτο Καέιρο. Στα τριάντα δύο χρόνια που πέρασαν από τότε κυκλοφόρησαν τριάντα τέσσερα βιβλία του στη χώρα μας, αν μέτρησα σωστά, από διάφορους εκδότες. Τώρα οι εκδόσεις Gutenberg ανέλαβαν να μας προσφέρουν το έργο του Πεσόα σε πλείστες εκδοχές του. Τα πέντε μέχρι στιγμής βιβλία που εξέδωσαν είναι άριστα από τυποτεχνικής πλευράς και εξαιρετικά επιμελημένα. Συνοδεύονται επιπλέον από χρονολόγια, πλήθος βιογραφικές και βιβλιογραφικές πληροφορίες και διαφωτιστικά δοκίμια ξένων μελετητών, όπως και προλόγους και επίμετρα των μεταφραστών, στους οποίους και ανήκει ο κύριος έπαινος. Πρωτίστως στη διευθύντρια της σειράς Μαρία Παπαδήμα, η οποία εδώ και χρόνια μεταφράζει από τα πορτογαλικά και επιμελείται την έκδοση των έργων του Πεσόα στη γλώσσα μας.  
Εναντίον του Σαλαζάρ
Τον Φεβρουάριο του 1935 (έτος του θανάτου του) στον Πεσόα απονεμήθηκε ένα από τα κρατικά βραβεία λογοτεχνίας για το Mensagem (Μήνυμα), το μοναδικό ποιητικό βιβλίο που εξέδωσε - και το οποίο είχε κυκλοφορήσει την 1η Δεκεμβρίου της προηγούμενης χρονιάς. Στην εκδήλωση του Εθνικού Γραφείου Πραπαγάνδας ο ποιητής δεν παρευρέθη. Εναν μήνα αργότερα έγραψε το πρώτο από τα ποιήματά του εναντίον του Σαλαζάρ και του Νέου Κράτους του (Estado Nuovo) με τίτλο Libertade (Ελευθερία). Ας θυμίσω ότι Νέον κράτος ονομαζόταν το πολιτιστικό-ιδεολογικό περιοδικό της δικής μας 4ης Αυγούστου για την οποία το σαλαζαρικό καθεστώς υπήρξε πρότυπο.
Οι φιλομοναρχικές ιδέες του Πεσόα για μεγάλο διάστημα λειτούργησαν ανασταλτικά όσον αφορά τη μελέτη και την παγκόσμια καταξίωση του έργου του, παρά το γεγονός ότι από τη δεκαετία του 1940 άρχισαν να εμφανίζονται σποραδικά κάποια σημαντικά κείμενα για την ποίησή του. Μόνο μετά την Επανάσταση των Γαριφάλων στην Πορτογαλία το 1974, όταν δημοσιεύθηκαν τα αντιδικτατορικά κείμενα του Πεσόα, το ενδιαφέρον για το έργο του, τόσο στην Πορτογαλία όσο και στο εξωτερικό, αναζωπυρώθηκε, με αποτέλεσμα σήμερα πλέον να μην μπορεί κανείς να παρακολουθήσει όλα τα κείμενα, τις μελέτες και τις διδακτορικές διατριβές που γράφονται και εκδίδονται κατά ριπάς.
Στις 29 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς, μία ημέρα προτού πεθάνει στο γαλλικό νοσοκομείο της Λισαβόνας, ο Πεσόα έγραψε στα αγγλικά τα τελευταία του λόγια: «Δεν ξέρω τι θα φέρει το αύριο» («I know not what tomorrow will bring»). Το ότι μερικές δεκαετίες αργότερα η παγκόσμια λογοτεχνική κοινότητα θα τον κατέτασσε στους κορυφαίους ποιητές του 20ού αιώνα δεν θα το είχε, κατά πάσα πιθανότητα, φανταστεί.   
Πηγή: Aναστάσιος Βιστωνίτης ΤΟ ΒΗΜΑ  

ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ του Αναστάσιου Βιστωνίτη. [Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.]

Μίλτος Σαχτούρης
Ποιήματα (1945-1998)
Εκδόσεις Κέδρος, 2014,


Ο βρετανός ποιητής Αλφρεντ Εντουαρντ Χάουσμαν έλεγε στον Ρόμπερτ Γκρέιβς πως αληθινή ποίηση είναι εκείνη που κάνει τις τρίχες της κεφαλής σου να σηκωθούν όρθιες. Αν δεχτούμε την υπερβολή, τότε θα λέγαμε πως σε κανέναν έλληνα ποιητή δεν ταιριάζει όσο στον Μίλτο Σαχτούρη.

Η πρόσφατη έκδοση των Απάντων του από τον Κέδρο προσφέρει τώρα στους νεότερους αναγνώστες την ευκαιρία να γνωρίσουν το έργο ενός από τους σπαρακτικότερους, τους δραματικότερους και τους πλέον εξέχοντες ποιητές της γενιάς του. Οι δεκατέσσερις λιγοσέλιδες ποιητικές συλλογές που εξέδωσε σε διάστημα μισού αιώνα συνιστούν ένα έργο συμπαγές, ακραίο αλλά εξαιρετικής πρωτοτυπίας και υψηλής φόρτισης.
Η θεματική περιοχή από όπου αντλεί τα βιώματά του ο Σαχτούρης, όπως και οι σημαντικότεροι ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, είναι βεβαίως η Κατοχή και ο Εμφύλιος. Αυτός όμως ο μονήρης ποιητής προσωποποίησε τα πάντα και ανήγαγε τον εφιάλτη της Ιστορίας σε ατομικό βίωμα απίστευτης έντασης. Η σχέση του με τη γλώσσα, που μέσω της ακραίας συναισθησίας την οδηγεί στα όριά της, είναι σχεδόν σωματική. Και αν κανείς θέλει τα παραπάνω να τα αναγάγει στο τεχνικό επίπεδο θα έλεγε πως ο Σαχτούρης ενσωμάτωσε στις εξπρεσιονιστικές αφηγήσεις του (γιατί όλα σχεδόν τα ποιήματά του αφηγούνται μια ιστορία) την υπερρεαλιστική εικόνα μέσω της οποίας βιώνει το ιστορικό και το υπαρξιακό του δράμα.
Αγανάκτηση και οργή
Ποιητής του πάθους και της οργής, άφησε ένα έργο όπου το πένθος και το δράμα, η αγανάκτηση και ο τρόμος πάνε μαζί. Γι' αυτό και κάποια από τα καλύτερα ποιήματά του ακούγονται σαν εξορκισμοί, με χαρακτηριστικότερο εκείνο το αριστουργηματικό Του θηρίου από την καλύτερη συλλογή του Με το πρόσωπο στον τοίχο, που κυκλοφόρησε τρία χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου, όταν ο ποιητής ήταν 33 ετών: «Μη φεύγεις θηρίο / θηρίο με τα σιδερένια δόντια... Θα σε φέρω σ' άλλα λιμάνια / να δεις τα βαπόρια / πώς τρώνε / τις άγκυρες / που σπάζουν στα δυο τα κατάρτια / κι οι σημαίες ξάφνου να βάφονται μαύρες... Θα σου βρω πάλι τους ίδιους / στρατιώτες / αυτόν που χάθηκε παν τρία χρόνια / με την τρύπα πάνω απ' το μάτι / κι αυτόν που χτυπούσε τη νύχτα / τις πόρτες / με κομμένο το χέρι».
Στην ίδια συλλογή θα συναντήσουμε κι άλλα τρία από τα σπουδαιότερα ελληνικά ποιήματα του 20ού αιώνα: Τα Χριστούγεννα 1948, όπου «πέφτει η οβίδα στη φάτνη / του μικρού Χριστού», τη Σκηνή, όπου «Η δυστυχία απ' έξω έγδερνε τις πόρτες» και βέβαια τη φοβερή Αποκριά, που έγινε «μακριά σ' εν' άλλο κόσμο», όπου «πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό / κατέβαιναν για μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους που τους είχαν ξεχάσει» κι όπου «έπεφτε χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμος».
Σε όλα τα ποιήματά του το στοιχείο της σκηνοθεσίας είναι εμφανέστατο. Εντυπωσιακή και η εμμονή του σε ένα περιορισμένο φάσμα λέξεων - το εκπληκτικό είναι πως η δραστικότητά τους δεν μειώνεται, τουλάχιστον ως την τελευταία αιχμηρή συλλογή του, το Σκεύος (1971), γιατί στα κατοπινά του βιβλία παρουσιάζεται μια κάμψη, αλλά ταυτόχρονα και μια αγωνία να ανανεωθεί. Λέξεις όπως «φεγγάρι», «κόκκινο», «μαύρο», «ουρανός», «γυναίκα», «νεκρός», «πουλί», «σιδερένιος», «θάνατος», «θηρίο» επαναλαμβάνονται αδιάκοπα - κατά συνέπεια και η λέξη «νύχτα», γιατί ο Σαχτούρης είναι νυχτερινός ποιητής. Αναπόφευκτα το φεγγάρι στην ποίησή του έχει απείρως μεγαλύτερη σημασία από τον ήλιο. Και όταν χρησιμοποιεί τη λέξη άσπρο κατά κανόνα αυτό είναι μαύρο, λες και αντλεί τον συμβολισμό του από τους πολιτισμούς της Απω Ανατολής, όπου το χρώμα του πένθους είναι το λευκό.
Ενταση και ρίγος
Ο Σαχτούρης, ποιητής μικρής έκτασης αλλά μεγάλης έντασης, θέλει να προκαλέσει στον αναγνώστη ρίγος αντίστοιχο των βιωμάτων από τα οποία προκύπτουν τα ποιήματά του (όπως συμβαίνει και στα ποιήματα ενός κορυφαίου του γερμανικού εξπρεσιονισμού: του Γκέοργκ Τρακλ). Και όταν συχνά το επιτυγχάνει, ο αναγνώστης συνταράσσεται όπως και ο ίδιος. Ποιος μπορεί να διαβάσει στίχους σαν κι αυτούς της Μάχης (από τις Παραλλογαίς) και να μην αισθανθεί το ρίγος που μόνο η σπουδαία ποίηση μας προσφέρει;
«Απλωνες όλο άπλωνες το βήμα σου / και μέσα στη βροχή στεκόταν Προσοχή / ο κρεμασμένος / με τα χρυσά σιρίτια το βιολί και το μαντίλι του / με δέκα σύννεφα από λάσπη μέσα στην καρδιά του... ενώ τριγύρω από τα σκοτεινά παράθυρα / όλοι πυροβολούσαν». 
Ποιήματα όπως Το εργοστάσιο, Ο στρατιώτης ποιητής, Η πορτοκαλιά, Η Μαρία, το Συμπέρασμα, το Ξένε, το Παιδί, ο Αρχοντας, η Φεγγαράδα αλλά και μεμονωμένοι στίχοι είναι αδύνατον να μη σ' αγγίξουν βαθιά. Το ίδιο και οι μοναδικές του εικόνες, εκεί όπου «ατάραχος ο Θάνατος κάθεται στην καρέκλα του», όπου ο κόσμος είναι «μενεξεδένια συνάρτηση», όπου «δυο μαύρα σύννεφα στον ουρανό / κοιτάζονται στα μάτια αγριεμένα» ή όπου «η καρδιά του αερόστατο γελούσε στο κενό».
Αλλόκοτα και γκροτέσκα
Τα εντελώς προσωπικά βιώματα στους σημαντικούς ποιητές μεταμορφώνονται και περνούν στην περιοχή του καθολικού. Από τα βιώματα αυτά, βιώματα της Κατοχής και του Εμφυλίου πρωτίστως, ο Σαχτούρης έφτιαξε τον δικό του Κάτω Κόσμο. Από πάνω όμως έστησε έναν ουρανό, που αντιπροσωπεύει - αν και όχι πάντοτε - την ανάταση, για να μπορεί να βλέπει στα έγκατα και πού και πού να σηκώνει τα μάτια για να πει «τι μαύροι που είναι οι άνθρωποι / τι τι καθαρά που είναι τ' άστρα».
Τα ποιήματά του είναι συχνά γκροτέσκα, όπως οι αρλεκίνοι του Απολινέρ, με τον οποίο συγγενεύει ως προς τη σκηνοθεσία. Είναι συχνά παράδοξα, δηλαδή αλλόκοτα - κι εδώ ενδεχομένως αξίζει να θυμηθούμε μια από τις δύο ετυμολογικές εκδοχές του «αλλόκοτος», λέξης σύνθετης (άλλος+κότος). Ο κότος είναι λέξη αρχαιοελληνική που απαντάται στον Ομηρο αλλά και στον Αισχύλο και σε άλλους συγγραφείς και σημαίνει την μήνιν, την οργή. «Σήμερα καθώς οργίζομαι και μπαίνω / εις τα πενήντα δύο μου χρόνια / με δέος και θάμβος μαζί σε χαιρετίζω / αδελφικό μου φάσμα Ντύλαν Τόμας» γράφει το 1971 στο ποίημά του Στον Ντύλαν Τόμας. Ο Ουαλός Τόμας, που έλεγε πως μέσα του υπάρχουν ένας άγγελος, ένα θηρίο κι ένας τρελός, ήταν κι αυτός ποιητής της οργής. Οπως ο Ουαλός έτσι κι ο Ελληνας μοιάζει να μην έχει προγόνους. Κι ωστόσο, σαν τον Τόμας και τους ποιητές που τον διαδέχτηκαν στην Αγγλία, ο Σαχτούρης θα άφηνε βαθιά ίχνη στην ποίηση των μεταγενέστερων, ιδιαίτερα των ποιητών της δικής μου γενιάς (του 1970).
Ισως αν έγραφε σε μια από τις λεγόμενες μεγάλες γλώσσες η διεθνής φήμη του να ήταν σήμερα πολύ μεγαλύτερη, όπως συνέβη λ.χ. με τον Πάουλ Τσέλαν. Τόσο Του θηρίου όσο και Η αποκριά κατά τη γνώμη μου είναι εφάμιλλα της διάσημης Φούγκας θανάτου του Τσέλαν. Αυτό όμως δεν ισχύει μόνο για τον Σαχτούρη αλλά και για τους άλλους εξέχοντες ποιητές μας της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.
Το 2006 οι εκδόσεις Archipelago κυκλοφόρησαν στις ΗΠΑ τα ποιήματά του μεταφρασμένα από τον Κάρεν Εμεριχ. Το βιβλίο παραλίγο να πάρει το βραβείο της χρονιάς για την ποίηση (κατετάγη δεύτερο) από τον σημαντικότατο National Book Critics' Circle. Εξήντα και πλέον χρόνια νωρίτερα κάποιοι από τους εδώ «επίσημους» (και παντοδύναμους τότε) κριτικούς, όπως ο Πέτρος Χάρης, ο Αιμίλιος Χουρμούζιος και ο Αλκης Θρύλος είχαν αντιμετωπίσει την ποίηση του Σαχτούρη από αρνητικά ως χλευαστικά. Επρεπε από τη δεκαετία του 1960 και εξής προσωπικότητες της δικής του γενιάς, όπως η Νόρα Αναγνωστάκη, ο Δ. Ν. Μαρωνίτης και ο Γιάννης Δάλλας να τον τοποθετήσουν με τις μελέτες τους στη θέση που του αξίζει.
Πηγή: Αναστάσιος Βιστωνίτης ΤΟ ΒΗΜΑ

ΓΙΟΧΑΝ ΒΟΛΦΓΚΑΝΓΚ ΦΟΝ ΓΚΑΙΤΕ Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Ο Γκαίτε «μαθητής» στην Ιταλία
Από τα πιο χαρακτηριστικά και προσωπικά έργα του γερμανού συγγραφέα, με έντονο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, όπου περιγράφει τις εμπειρίες του από τα ταξίδια που πραγματοποίησε από το 1786 ως το 1788
Ο Γκαίτε «μαθητής» στην Ιταλία
Ο Γκαίτε σε εξοχή της Ρώμης, πίνακας του Τίσμπαϊν (1787)

ΓΙΟΧΑΝ ΒΟΛΦΓΚΑΝΓΚ ΦΟΝ ΓΚΑΙΤΕ
Το ταξίδι στην Ιταλία
Εισαγωγή - μετάφραση Γιώργος Δεπάστας,
Εκδόσεις Ολκός, 2014,
«Et in Arcadia ego! (Κι εγώ στην Αρκαδία!)». Το μότο, τίτλος δύο πινάκων του Νικολά Πουσέν (1594-1665), προτάσσεται στο Ταξίδι στην Ιταλία του Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε, από τα πιο χαρακτηριστικά και προσωπικά έργα του, γραμμένο υπό μορφή ημερολογίου, με έντονο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, όπου περιγράφει τις εμπειρίες του από τα ταξίδια που πραγματοποίησε στην Ιταλία από το 1786 ως το 1788.
Ο Γκαίτε δεν χρησιμοποιεί το μότο στα λατινικά, όπου η Αρκαδία είναι η ιδανική χώρα αλλά το εγώ είναι ο θάνατος. Με άλλα λόγια, ακόμη και στην ιδανική ουτοπία παραμένουμε θνητοί. Ο γίγαντας της Βαϊμάρης χρησιμοποιεί τη γερμανική μετάφραση «Auch ich in Arkadien», που το νόημά της είναι ελαφρώς διαφορετικό, δηλαδή περίπου «(κατάφερα) κι εγώ (να πάω) στην Αρκαδία».
Η μυθική Αρκαδία λοιπόν είναι για τον Γκαίτε η Ιταλία, ο κοσμικός παράδεισος που τον επισκέπτεται ως περιηγητής, ως προσκυνητής αλλά και με τη βαθύτερη επιθυμία να κατανοήσει και να εισχωρήσει στο πνεύμα ενός μεγάλου πολιτισμού ώστε να αποκτήσει άμεση εμπειρία της αρχαιότητας που θα του προσφέρουν κυρίως η Ρώμη και η Σικελία.
Οταν ταξιδεύει στη χώρα του Δάντη είναι 37 ετών αλλά διατηρεί έντονες τις αναμνήσεις από τις αφηγήσεις του πατέρα του ο οποίος είχε επισκεφθεί τη Βενετία και άλλες ιταλικές πόλεις.
Ετσι μέσα στα χρόνια η νοσταλγία των αναμνήσεων μεταβλήθηκε σε ανάγκη και πόθο να ζήσει με τον δικό του τρόπο όσα είχε ζήσει και ο πατέρας του.
Σε όλη τη διάρκεια των ταξιδιών του έστελνε επιστολές σε γνωστούς και φίλους με τις εντυπώσεις του. Αυτές υπήρξαν το πρωτογενές υλικό του Ταξιδιού.
Οι θαυμάσιες παρατηρήσεις του Γκαίτε συνοδεύουν τον ενθουσιασμό του για τον κόσμο στον οποίο βρέθηκε, ένα θαύμα της ζωής και της δημιουργίας, όπως λ.χ. όταν γράφει πως η Βενετία είναι «μια μεγάλη οντότητα που ξεπήδησε από τα σπλάχνα της θάλασσας».
Και δεν είναι διόλου τυχαίο που ο Τόμας Μαν, ο οποίος θεωρούσε τον εαυτό του συνεχιστή του Γκαίτε, εκείνον είχε κατά νου όταν διαμόρφωνε τον χαρακτήρα του συγγραφέα Γκούσταβ Ασενμπαχ, πρωταγωνιστή της νουβέλας του Θάνατος στη Βενετία.
Παρατηρητής και μαθητής
Ο Γκαίτε είναι παρατηρητής αλλά και «μαθητής». Γι' αυτό και γράφει, όταν βρίσκεται στη Ρώμη: «Ηξερα βέβαια ότι εδώ θα μάθω κάτι σημαντικό, αλλά πως θα 'πρεπε να πάω στο σχολείο από την αρχή, να ξεχάσω πολλά από αυτά που ξέρω για να τα ξαναμάθω διαφορετικά, αυτό δεν το είχα σκεφτεί». Για να αποφανθεί παρακάτω: «Νομίζω ότι και η ηθική μου υφίσταται μαζί με την αισθητική μου μεγάλη ανανέωση».
Αν για τον ίδιο η Ιταλία είναι ένα καλλιτεχνικό σύνολο όπου «ζει κανείς όπως σε ένα δωμάτιο με καθρέφτες» και «παρά τη θέλησή του βλέπει τον εαυτό του και τους άλλους πάλι και πάλι», αντιλαμβανόμαστε πως τα ταξίδια αυτά δεν είναι απλώς το άνοιγμα σε έναν κόσμο που τον συναρπάζει αλλά και μια μορφή αυτογνωσίας.
Ενας Βόρειος μπαίνει στο εκθαμβωτικό τοπίο του Νότου για να αναπνεύσει την αύρα των εποχών και τα δημιουργήματα μιας ευαισθησίας που σε πρώτο κοίταγμα μοιάζουν να τον ξεπερνούν. Δεν είναι τόσο η ένταση των παραστάσεων που προσλαμβάνει όσο η απαράμιλλη δύναμή τους να μεταμορφώνουν τον εσωτερικό του κόσμο. Γιατί τότε μόνο η εμπειρία αγγίζει το θαύμα.
Το θαύμα όμως δεν βρίσκεται μόνο στα έργα τέχνης: στην αρχιτεκτονική, στη γλυπτική, στους αρχαίους ναούς, στους ανυπέρβλητους πίνακες της Αναγέννησης, όπου ο «μαθητής» Γκαίτε «θα μάθει και θα βρίσκει και σ' αυτούς τον εαυτό του».
Βρίσκεται και στις σκηνές της καθημερινής ζωής, στη γάτα της νοικοκυράς του στη Ρώμη που «προσεύχεται (η γάτα!) στον Θεό», στις άμαξες, στις γόνδολες, στην κινούμενη εικόνα των κατοίκων στη Νάπολη που δεν είναι μια καθαρή πόλη αλλά ένα μέρος στο οποίο (σε αντίθεση με τη Ρώμη, όπου χαίρεται κανείς να σπουδάσει) θέλει μόνο να ζει κι ας είναι αναγκασμένος, όπως ο Ναπολιτάνος, να ζει «και με τον Θεό και με τον Σατανά».
Αυτά και πλήθος παρόμοια τον συναρπάζουν σε τέτοιον βαθμό ώστε να γράφει πως θα προτιμούσε, αν δεν επέστρεφε στη Γερμανία αλλαγμένος, να μην ξαναγυρνούσε ποτέ.
Καταστατικό έργο της παγκόσμιας ταξιδιογραφίας
Αν το καταστατικό έργο για τη γαλλική ταξιδιογραφία είναι ο Οδοιπόρος του Σατομπριάν, για τη γερμανική αντίστοιχη είναι το Ταξίδι στην Ιταλία του Γκαίτε. Ωστόσο το έργο του Γερμανού όσον αφορά την ταξιδιογραφία που επακολούθησε είναι κατά τη γνώμη μου σημαντικότερο.
Οχι μόνο επειδή μας προϊδεάζει για τα κατοπινά μεγάλα έργα του, αλλά και γιατί η μετουσίωση της εμπειρίας είναι βαθύτερη και ελκυστικότερη.
Το Ταξίδι ενώ είναι έργο εποχής διαβάζεται σαν να αφορά το παρόν, σαν να μεταφέρεται η προγενέστερη εμπειρία σε εικόνες που τις αναγνωρίζει και σήμερα όποιος ταξιδέψει στις ιταλικές πόλεις που επισκέφθηκε ο Γκαίτε.
Η ελληνική έκδοση του Ταξιδιού στην Ιταλία περιλαμβάνει μόνο το πρώτο μέρος. Το δεύτερο δεν θα ενδιέφερε το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, αφού εκεί ο Γκαίτε αναφέρεται κυρίως στην αλληλογραφία του και στην ολοκλήρωση των έργων του Τουρκουάτο Τάσο και Εγκμοντ.
Ο μεταφραστής Γιώργος Δεπάστας ακολούθησε τα ίχνη του Γκαίτε, και στο κείμενο αλλά και στον κόσμο που περνάει από τις σελίδες του, πραγματοποίησε δηλαδή ένα πραγματικό και ένα παράλληλο γλωσσικό οδοιπορικό παραδίδοντάς μας μια εξαιρετική μετάφραση, υποδειγματική από την αρχή ως το τέλος.

Πηγή: Βιστωνίτης Αναστάσιος ΤΟ ΒΗΜΑ