Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

16.1.16

Με αφορμή την κ. Ευθυμίου λίγη Ιστορία από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Ιστορία του κόσμου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Ιστορία του κόσμου
Herodot und Thukydides.jpg
Προϊστορία
Παλαιολιθική (2.5 εκ. - 10000 π.Χ.)
Μεσολιθική (10000 - 3000 π.Χ.)
Νεολιθική (3000 - 2000 π.Χ.)
Χαλκολιθική (3500 - 1500 π.Χ.)
Εποχή του Χαλκού (2000 - 1000 π.Χ.)
Εποχή του Σιδήρου (1600 - 600 π.Χ.)
Αρχαία Ιστορία
Αρχαϊκή (10ος - 7ος αιώνας π.Χ.)
Κλασική (7ος - 4ος αιώνας π.Χ.)
Ύστερη (3ος αι. π.Χ. - 5ος αι. μ.Χ.)
Μεσαίωνας
Πρώιμος (6ος - 10ος αιώνας)
Ώριμος (10ος - 13ος αιώνας)
Ύστερος (14ος - 15ος αιώνας)
Νεότερη Εποχή
Πρώιμη νεότερη περίοδος (14ος - 18ος αιώνας.)
Νεότερη Εποχή
Σύγχρονη Ιστορία
20ός αιώνας
21ος αιώνας
Η ιστορία του κόσμου είναι το χρονικό της ανθρωπότητας, η εξιστόρηση της μακραίωνης πορείας του ανθρώπινου είδους στον πλανήτη Γη, από την εμφάνιση των πρώτων ανατομικά σύγχρονων ανθρώπων έως και σήμερα. Είναι ξεχωριστή από την ιστορία της Γης και την ιστορία του Σύμπαντος, των οποίων αποτελεί μονάχα μια χρονικά αμελητέα και ελάχιστη ποσότητα, και ασχολείται με την μελέτη των αρχαιολογικών ευρημάτων και των γραπτών χρονικών του παρελθόντος.
Η εμφάνιση των πρώτων σύγχρονων ανθρώπων ξεκινά στην Παλαιολιθική εποχή, στα 200.000 χρόνια πριν, και την εξάπλωση τους σχεδόν σε όλο τον πλανήτη έως 10.000 χρόνια πριν, ως νομάδες κυνηγοί-συλλέκτες. Το τέλος της Εποχής των Παγετώνων φέρνει τη Νεολιθική Εποχή και τη Νεολιθική επανάσταση -μεταξύ του 8000 και 5000 π.Χ.- στις εύκρατες περιοχές της Μεσοποταμίας, Φοινίκης και Αιγύπτου. Η περίοδος αυτή επέφερε μια ριζική αλλαγή στην ανθρώπινη ιστορία, καθώς οι άνθρωποι πλέον ξεκίνησαν τη συστηματική γεωργία και κτηνοτροφία[1][2][3], και με την εξασφάλιση της τροφής τους οι κοινωνίες αναπτύχθηκαν και επεκτάθηκαν. Η ολοένα και αυξανόμενη περιπλοκότητα των ανθρώπινων κοινωνιών οδήγησε στην ανάγκη για καταγραφή και οργάνωση των πληροφοριών, με τη χρήση συστημάτων γραφής και λογιστικής,[4] ενώ πολλές πόλεις ιδρύθηκαν στις όχθες λιμνών και ποταμών, με τις πρώτες να έχουν ιδρυθεί ήδη από το 3000 π.Χ. στη Μεσοποταμία[5].
Με τις αρχαίες κοινωνίες να ακμάζουν και να αποκτούν όλο και περισσότερη γνώση για τον κόσμο γύρω τους, υπήρξε μια σειρά από επιστημονικές ανακαλύψεις, γεωπολιτικές αυτοκρατορίες, φιλοσοφικές αναζητήσεις, γλώσσες, θρησκείες και κοινωνικά ρεύματα που αναπτύχθηκαν στην πάροδο του χρόνου, που δημιουργούν την ανάγκη για μια κατηγοριοποίηση της ιστορίας σε χρονικά τμήματα που παρουσιάζουν μια ομοιογένεια συνθηκών και γεγονότων. Η ιστορία του Παλαιού Κόσμου συχνά διαιρείται στην Αρχαία ιστορία, τον Μεσαίωνα, την Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό της πρώιμης Νεότερης ιστορίας, τη Βιομηχανική Επανάσταση της ύστερης Νεότερης, και τη Σύγχρονη ιστορία του 20ου και 21ου αιώνα[6][7][8].
Πέρα από την Ευρωπαϊκή ήπειρο, σε μέρη όπως η αρχαία Κίνα[9], η αρχαία Ινδία, και ο Νέος Κόσμος της ηπείρου της Αμερικής, οι ιστορικές εξελίξεις κύλισαν διαφορετικά και με πιο αργούς ρυθμούς, στα τέλη του 18ου αιώνα όμως, μέσω των εκτεταμένων εμπορικών συναλλαγών και την ίδρυση αποικιών παγκοσμίως, τα χαρακτηριστικά των περισσότερων πολιτισμών αναμείχθηκαν σε μεγάλο βαθμό, οδηγώντας σε μια παγκοσμιοποίηση, αρνητικές εκφάνσεις της οποίας αργότερα υπήρξαν ο Πρώτος και Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, καθώς και ο Ψυχρός Πόλεμος κατά το μεγαλύτερο μέρος του δεύτερου μισού.
Στις απαρχές του 21ου αιώνα, ο ρυθμός ανάπτυξης του πληθυσμού, της γνώσης, της τεχνολογίας, του εμπορίου, της καταστροφικής ισχύος των πολεμικών εξοπλισμών και της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης έχει επιταχυνθεί ιδιαίτερα και σε συνδυασμό με την Ψηφιακή Επανάσταση και την Εποχή της Πληροφορίας δημιουργεί τις αντίστοιχες μεγάλες ευκαιρίες αλλά και τις σοβαρές απειλές με τις οποίες το ανθρώπινο είδος είναι αντιμέτωπο.

Προϊστορία
Για την καλύτερη κατανόηση της ταυτότητας του ανθρώπου ως είδος, τις περιβαλλοντικές συνθήκες που καθόρισαν τις τύχες του, καθώς και την συνύπαρξη του με τις άλλες μορφές ζωής, χρειάζεται μια σύντομη εισαγωγή στη ζωή που προϋπήρχε του ανθρώπου και το πως εξελίχθηκε ο άνθρωπος μέσω αυτής. Επιπλέον, ανακαλύψεις όπως αυτές της κατασκευής πέτρινων εργαλείων και της χρήσης της φωτιάς, εφευρέθηκαν από παλαιότερα είδη ανθρώπου τα οποία έχουν πλέον εκλείψει.
Η εμφάνιση της ζωήςΟ πλανήτης Γη σχηματίστηκε στα 4.5 δισ. χρόνια πριν, και στα 1 δις. έτη που ακολούθησαν του σχηματισμού του εμφανίστηκε η πρώτη μορφή ζωής πάνω του, ως οι προκαρυωτικοί οργανισμοί, απλοί μικροβιακοί οργανισμοί όπως βακτήρια, οι οποίοι όμως ήταν σε θέση να αναπαραχθούν και να καταναλώσουν τροφή από το υδάτινο περιβάλλον τους, και το πιο σημαντικό, ικανοί για φωτοσύνθεση. Δύο δις. χρονια μετά τους προκαρυωτικούς εμφανίστηκαν οι ευκαρυωτικοί, ελαφρώς πιο σύνθετοι και μεγαλύτεροι, όπως οι αμοιβάδες. Μετά την πάροδο άλλων 500 εκατομμυρίων χρόνων, η πολυκύτταρη ζωή εμφανίστηκε ως σπόγγοι και μύκητες, και μετά από ακόμα άλλα 500 εκατομμύρια χρόνια, τα πρώτα, πολύ απλά, υποθαλάσσια ζώα των οποίων η μορφή είναι δύσκολο να εκτιμηθεί.
Σε αυτό το σημείο, 4,1 δισ χρόνια μετά τον σχηματισμό της Γης και 400 εκατομμύρια χρόνια πριν τη σημερινή εποχή, έγινε και η μετάβαση της ζωής από τους αρχέγονους ωκεανούς στην ξηρά με τους αμφίβιους οργανισμούς, και σύντομα εμφανίστηκαν τα πρώτα σπονδυλωτά, οργανισμοί οι οποίοι έχουν σπονδυλική στήλη, στα 380 εκατομμύρια έτη πριν. Οι δεινόσαυροι εμφανίστηκαν και κυριάρχησαν στη Γη στην περίοδο των 230 με 65 εκ χρόνων πριν, και μετά την εξαφάνιση τους τα θηλαστικά αναδείχθηκαν στην κυρίαρχη μορφή ζωής, ανάμεσα στα οποία αυτό και του πιθήκου, το παλαιότερο δείγμα των οποίων έχει βρεθεί στα 25 εκ. χρόνια πριν.
Τα πρώτα ανθρώπινα είδη Το πρώτο απολύτως στοιχειώδες δείγμα ανθρώπινης συμπεριφοράς, εμφανίστηκε πριν από 6 εκ. χρόνια στην Αιθιοπία της Αφρικής με το είδος του Αυστραλοπιθήκου, το οποίο είχε τους πρώτους πιθήκους που ήταν ικανοί να περπατήσουν σε όρθια στάση, ως αποτέλεσμα της αντικατάστασης των τροπικών δασών της Αφρικής με τη σαβάνα λόγω της μακρόχρονης αλλαγής των παγκόσμιων γεωλογικών και κλιματολογικών συνθηκών.[10]
Κατόπιν, πριν από 4 εκ. χρόνια εμφανίζεται το είδος του Homo habilis, το οποίο είναι το πρώτο το οποίο ήταν ικανό να κατασκευάσει απλά πέτρινα εργαλεία για την επεξεργασία της τροφής, στοιχείο κρίσιμο καθώς ως πτωματοφάγοι μπορούσαν να σπάσουν τα κόκκαλα των σκελετών των ζώων και να καταναλώσουν το θρεπτικό μεδούλι τους, κάτι στο οποίο τα μεγαλύτερα ζώα όπως τα λιοντάρια και τα αρπακτικά πτηνά δεν μπορούσαν να έχουν πρόσβαση.[10]
Η μεγάλη αλλαγή όμως ήρθε 2 εκατομμύρια έτη πριν, με τον Homo Ergaster, οι οποίοι ανατομικά ήταν οι πρώτοι που ήταν περισσότερο άνθρωποι, παρά πίθηκοι, μια και διέθεταν μεγάλο εγκέφαλο και ασπράδι στα μάτια, στοιχεία τα οποία βοήθησαν την αλληλεπικοινωνία μεταξύ τους, ήταν σχετικά άτριχοι και ανατομικά ικανοί για εφίδρωση ώστε να αποβάλλουν την επιπλέον θερμοκρασία που ανέπτυσσαν με τις δραστηριότητες τους, και είχαν προφορική επικοινωνία με πρωτόγονους ήχους και λέξεις. Οι Ergaster χρησιμοποιούσαν απλά ξύλινα και πέτρινα εργαλεία όπως τσεκούρια και μαχαίρια για χιλιετίες, και με το πέρασμα του καιρού τα εργαλεία αυτά γίνονταν όλο και πιο εκλεπτυσμένα και σύνθετα. Το είδος αυτό θεωρείται πως είναι το πρώτο που έκανε συστηματική χρήση της φωτιάς, κάτι το οποίο είναι ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα του, μια και εξασφάλισε τη θέρμανση του, το μαγείρεμα της τροφής, καθώς και έφερε προστασία απέναντι στο ψύχος και άλλα μεγαλύτερα ζώα της εποχής. Το άλλο σημαντικό επίτευγμα του, είναι ότι ήταν το πρώτο είδος ανθρώπου το οποίο έφυγε από την Αφρική και εξαπλώθηκε σε Ευρώπη και Ασία, και με το πέρασμα των χιλιετιών μετεξελίχθηκε στον Homo Erectus, το είδος του ανθρώπου έξω από την Αφρική, και κατόπιν τον Homo heidelbergensis, μια αρκετά παρόμοια και πιο εξελιγμένη έκδοση του Ergaster/Erectus.[10]
Με τον ερχομό μιας νέας εποχής παγετώνων περίπου 400.000 χρόνια πριν, το τότε ανθρώπινο είδος διαχωρίστηκε και αναπτύχθηκε διαφορετικά. Στην παγωμένη Ευρώπη και Ασία μετεξελίχθηκε στους Νεάντερταλ, ένα είδος του ανθρώπου το οποίο ήταν ιδιαίτερα δυνατό και ανθεκτικό στο ψύχος και κακουχίες, ικανοί κυνηγοί έναντι μεγαλύτερων ζώων με την χρήση ακοντίων και παγίδων, και ανατομικά ικανοί για σύνθετη ομιλία και γλώσσα. Στην Αφρική, όπου επικρατούσαν οι αντίθετες κλιματολογικές συνθήκες με ανυδρία και καύσωνα, οι πληθυσμοί των heidelbergensis αποδεκατίστηκαν, σε αυτούς που επέζησαν όμως έχει παρατηρηθεί η ανάπτυξη και παρουσία στρατηγικής σκέψης ως εργαλείου επιβίωσης, όπως η αποθήκευση νερού σε κελύφη αυγών στρουθοκαμήλων και η τοποθέτηση τους κάτω από το έδαφος ως μελλοντικό απόθεμα.
Οι πρώτοι σύγχρονοι άνθρωποι Από τους μικρούς πληθυσμούς των Homo heidelbergensis της Αφρικής που επέζησαν τον καύσωνα και λειψυδρία, εν τέλει εξελίχθηκαν και εμφανίστηκαν και οι ανατομικά σύγχρονοι άνθρωποι του Homo Sapiens στα 200.000 χρόνια πριν. Σταδιακά, με την πάροδο των χιλιετιών, απέκτησαν τα χαρακτηριστικά συμπεριφοράς των σύγχρονων ανθρώπων πριν από 50.000 χρόνια[11].
Κατόπιν με την αύξηση του πληθυσμού τους, υπήρξε μια δεύτερη μετανάσταστευση του ανθρώπινου είδους μετά τον Homo Ergaster, του σύγχρονου αυτή τη φορά, προς Ευρώπη και της Ασία[12], και σε αυτή την περίοδο φαίνεται πως συνηπήρξαν για μερικές χιλιετίες με τους Νεάντερταλ στην Ευρώπη, καθώς και με τους πληθυσμούς των Erectus στην Ασία. Τα άλλα είδη ανθρώπου τελικά εξαφανίστηκαν συνολικά ως είδος ή απορροφήθηκαν από τους σύγχρονους ανθρώπους 30.000 χρόνια πριν, με τον Sapiens να γίνεται το μοναδικό είδος ανθρώπου στη Γη.
Κατά την περίοδο αυτή που ονομάζεται Παλαιολιθική, παρατηρούνται και τα κύρια γνωρίσματα του σύγχρονου ανθρώπου που έλλειπαν από τα παλαιότερα είδη. Αυτά είναι η συστηματική ταφή των νεκρών, και οι πρώτες καλλιτεχνικές εκφράσεις της φαντασίας και πνευματικότητας των ανθρώπων, με τη μορφή τοιχογραφιών σε σπήλαια, καθώς και με την κατασκευή γλυπτών και κοσμημάτων, κατασκευασμένων από πέτρα, βότσαλα, κοχύλια, ξύλο και κόκκαλο.
Η εξάπλωση της ανθρωπότητας στη Βόρειο Αμερική και την Ωκεανία, διαδραματίστηκε στην κορύφωση της πιό πρόσφατης Εποχής των Παγετώνων, 20.000 χρόνια πριν, στη διάρκεια της οποίας περιοχές που είναι εύκρατες σήμερα ήταν εξαιρετικά αφιλόξενες τότε. Παρόλα αυτά, οι άνθρωποι αποίκισαν σχεδόν όλα τα μη παγωμένα μέρη της υφηλίου έως το τέλος της Εποχής των Παγετώνων, περίπου 12.000 χρόνια πριν, με την εξαίρεση περιοχών όπως η Μαδαγασκάρη και Νέα Ζηλανδία οι οποίες και αποικίστηκαν λίγες χιλιετίες αργότερα.
Κατά την διάρκεια όλης της παραπάνω περιόδου, όλοι οι ανθρώπινοι πληθυσμοί ζούσαν ως κυνηγοί-συλλέκτες, εξασφαλίζοντας την τροφή τους και τις πρώτες ύλες που χρειάζονταν απευθείας από το φυσικό περιβάλλον τους, και είχαν γενικά, νομαδική συμπεριφορά[13].
Οι πρώτες σύνθετες κοινωνίεςΣε αυτό περίπου το χρονικό σημείο, το τέλος της Εποχής των Παγετώνων το 12.000 π.Χ., φέρνει τις κατάλληλες κλιματολογικές συνθήκες για την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, και την Νεολιθική Επανάσταση, που άλλαξε δραστικά τον ανθρώπινο τρόπο ζωής. Με τις καλλιέργειες σιτηρών και οπωρολαχανικών, και την τροφή από τα εξημερωμένα ζώα, έγινε δυνατό να αναπτυχθούν πολύ πιο πυκνοί πληθυσμοί, οι οποίοι με την πάροδο του χρόνου οργανωθήκαν σε έθνη και κράτη.
Μέσω της γεωργίας επήλθε και το πλεόνασμα των τροφών, οι οποίες μπορούσαν πλέον να προωθηθούν προς τα άτομα τα οποία δεν απασχολούνταν απευθείας με την παραγωγή τους. Έτσι, οι περισσότεροι πληθυσμοί, σταδιακά μετέβησαν από μια νομαδική ζωή προς μια γεωγραφικά καθορισμένη, ως γεωργοί και κτηνοτρόφοι σε μόνιμους καταυλισμούς. Με τη γεωργική παραγωγή να αυξάνεται, η εξέλιξη της καλλιέργειας των δημητριακών δημιούργησε μια ανάγκη καταμερισμού της εργασίας για την οργάνωση και την αποθήκευση των τροφών ανάμεσα στις περιόδους καλλιέργειας τους. Οι διάφοροι τύποι εργασίας που προέκυψαν από τον καταμερισμό, η αύξηση του αριθμού των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, και η περαιτέρω ανάπτυξη της γεωργίας, οδήγησαν στην ανάδειξη μιας προνομιούχας άνω τάξης και στην ανάπτυξη των πρώτων πόλεων, ιδιαίτερα αυτές των Σουμερίων.
Οι πόλεις ήταν τα κέντρα του εμπορίου, των κατασκευών και της πολιτικής δύναμης, και δεν είχαν σχεδόν καθόλου δική τους αγροτική παραγωγή. Καθιέρωσαν μια συμβίωση με την ύπαιθρο που τις περιέβαλλε και απορροφώντας τα αγροτικά προϊόντα που παρήγαγε. Σε αντάλλαγμα, παρείχε πίσω την τεχνοτροπία σε κατασκευές, όπως και στρατιωτικό έλεγχο και προστασία σε διάφορους βαθμούς[14][15][16]. Οι μετακινήσεις γινόταν και μέσω των υδάτινων οδών —τους ποταμούς και τις θάλασσες. Η Μεσόγειος Θάλασσα, στη διασταύρωση τριών ηπείρων, προώθησε την προβολή της στρατιωτικής ισχύος και την ανταλλαγή αγαθών, ιδεών και εφευρέσεων. Αυτή η εποχή, επίσης, έφερε τη χρήση νέων τεχνολογιών στο έδαφος, όπως τη χρήση αλόγων για ιππικό και άρματα, που επέτρεψαν στους στρατούς να μετακινούνται ταχύτερα.
Η εμφάνιση της γραφής ήταν ακόμα ένα κομβικής σημασίας γεγονός στην ανθρώπινη ιστορία, μια και έκανε, τη διαχείριση των πόλεων και την ανταλλαγή ιδεών, πολύ πιο εύκολη απ' ό,τι πριν. Μερικές από τις αρχαιότερες γνωστές πόλεις που κατοικούνται έως και σήμερα, είναι αυτές της ευρύτερης περιοχής της Δαμασκού(9000 π.Χ.) στη σύγχρονη Συρία, των Άρβηλων(6000 π.Χ) στο Ιράκ, της Βύβλου(5000 π.Χ.) στο Λίβανο, και του Άργους(5000 π.Χ.) και Αθήνας(5000 π.Χ.) στην Ελλάδα.
Η ανάπτυξη των πόλεων ήταν συνώνυμη με την άνοδο του πολιτισμού [17]. Οι πρώτοι πολιτισμοί εμφανίστηκαν πρώτα στην κάτω Μεσοποταμία (3500 π.Χ.) των Τίγρη και Ευφράτη ποταμών[18][19], και ακολούθησε ο Αιγυπτιακός πολιτισμός κατά μήκος του Νείλου (3000 π.Χ.)[20], και ο πολιτισμός της κοιλάδας του Ινδού(2500 π.Χ.)[21][22], και οι πρώιμοι Κινεζικοί πολιτισμοί κοντά στον ποταμό Γιανγκτσέ και τον Κίτρινοποταμό. Οι κοινωνίες αυτές ανέπτυξαν έναν αριθμό από κοινά χαρακτηριστικά, όπως μια κεντρική κυβέρνηση, μια σύνθετη οικονομία και μια κοινωνική δομή, εκλεπτυσμένες γλώσσες και συστήματα γραφής και διακριτές παραδόσεις και θρησκείες.
Καθώς οι σύνθετοι πολιτισμοί εξελισσόταν, το ίδιο συνέβαινε και με τις σύνθετες θρησκείες, και οι πρώτες του είδους φαίνεται να αναπτύχθηκαν σε αυτό το χρονικό σημείο[23][24][25]. Στοιχεία της φύσης, όπως ο Ήλιος, η Σελήνη, η Γη, ο Ουρανός και η Θάλασσα, συχνά θεοποιούνταν[26]. Χτίστηκαν βωμοί, οι οποίοι μετεξελίχθηκαν σε ναούς, ολοκληρωμένους με μια σύνθετη ιεραρχία ιερέων και άλλων υποβοηθητικών ρόλων. Ένα χαρακτηριστικό της Νεολιθικής εποχής είναι η τάση να λατρεύονται ανθρωπομορφικές θεότητες. Ανάμεσα στις πρώτες γραφές θρησκευτικού περιεχομένου, που διασώζονται, είναι τα Αιγυπτιακά Κείμενα των Πυραμίδων, τα παλαιότερα των οποίων χρονολογούνται μεταξύ του 2400 και 2300 π.Χ.[27]. Μια ομάδα αρχαιολόγων έχει προτείνει, βασιζόμενη σε ανασκαφές, οι οποίες βρίσκονται σε εξέλιξη, στη νότια Τουρκία, στο ναϊκό συγκρότημα του Γκόμπεκλι Τεπέ, το οποίο χρονολογείται στα 11.500 χρόνια πριν, ότι η θρησκεία είναι προγενέστερη της Νεολιθικής Επανάστασης, αντί να εμφανίστηκε μετά από αυτή όπως γενικά εκτιμάται[28].
Η νομαδικότητα και οι μετακινήσεις συνέχισαν να υπάρχουν σε κάποιες περιοχές, ιδιαίτερα σε απομονωμένες εκτάσεις με λίγα είδη φυτών, που μπορούσαν να καλλιεργηθούν[29], αλλά η σχετική ασφάλεια και αυξανόμενη παραγωγικότητα που έφερε η γεωργία επέτρεψε στις κοινότητες να επεκταθούν σε όλο και μεγαλύτερες εκτάσεις επωφελούμενες από τις βελτιώσεις στις μεταφορές, ανάμεσα στις οποίες εξαιρετικά σημαντική υπήρξε η ανακάλυψη του τροχού, περίπου το 4000 π.Χ. στη Μεσοποταμία.
Όλες οι παραπάνω εξελίξεις αυτές οδήγησαν στην άνοδο των αυτοκρατοριών. Οι γεωγραφικά ευρείς αυτοί πολιτισμοί επέβαλαν ειρήνη και σταθερότητα μέσω της ισχύς τους σε μεγάλες εκτάσεις. Η πρώτη αυτοκρατορία, η οποία είχε υπό τον έλεγχο της μεγάλο αριθμό περιοχών και πόλεων, αναπτύχθηκε στην Αίγυπτο με την ένωση της Άνω και Κάτω Αιγύπτου το 3100 π.Χ., ενώ στην Κρήτη ο Μινωϊκός πολιτισμός, άρχισε να ανθεί από το 2700 π.Χ. και θεωρείται ο πρώτος Ευρωπαϊκός πολιτισμός μαζί με τον Κυκλαδικό στην περιοχή του Αιγαίου. Κατά τις επόμενες χιλιετίες, υπήρξαν και άλλες κοιλάδες ποταμών που είδαν τις μοναρχικές αυτοκρατορίες τους να αναδεικνύονται. Τον 24ο αιώνα π.Χ., η Ακκαδική Αυτοκρατορία εμφανίστηκε στη Μεσοποταμία[30], και το 2200 π.Χ. η Δυναστεία των Ξία στην Κίνα.
Κατά τη διάρκεια των επόμενων χιλιετιών, οι πολιτισμοί αναπτύχθηκαν σε όλο τον κόσμο. Το εμπόριο, σταδιακά, μετατράπηκε σε πηγή δύναμης, καθώς οι πολιτείες, που είχαν πρόσβαση σε σημαντικούς πόρους, έλεγχαν σημαντικές εμπορικές οδούς και έγιναν κυρίαρχες. Το 2500 π.Χ., το Βασίλειο της Κέρμα, αναπτύχθηκε στο Σουδάν ως η μεγάλη εμπορική δύναμη νοτίως της Αιγύπτου, και το 2300 π.Χ. η Ακκαδική αυτοκρατορία[31][32] ιδρύθηκε στη Μεσοποταμία.
Η πολύ μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας που σημειώθηκε σε κάποιο χρονικό σημείο ανάμεσα στο 1630 και 1600 π.Χ.[33] στην ανατολική περιοχή της Μεσογείου, θεωρείται πως επηρέασε σημαντικά τις εξελίξεις και ισορροπίες των ανθρώπινων κοινωνιών στην περιοχή. Στην περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα η σύγχρονη Τουρκία, οι Χετταίοι διαχειριζόταν μια μεγάλη αυτοκρατορία, και κατά το 1600 π.Χ. η Μυκηναϊκή Ελλάδα άρχισε να εξαπλώνεται και σταδιακά απορρόφησε τον Μινωικό[34][35] και τον Κυκλαδικό πολιτισμό, και επεκτάθηκε προς τη Μικρά Ασία θέτωντας τις βάσεις του θρύλου του Τρωικού πολέμου.[36]
Αρχαία ιστορίαΠρώιμηΤο 1046 π.Χ., στην Κίνα αναδυκνείεται η δυναστεία των Ζου, η οποία ανέτρεψε την προηγούμενη δυναστεία των Σονγκ. Κατά τον 10ο με 7ο αιώνα π.Χ., αναπτύσσεται η Ασσυριακή αυτοκρατορία στη Μεσοποταμία. Στην νοτιοανατολική Ευρώπη του του 9ου αιώνα π.Χ., ιδρύονται οι πρώτες Ελληνικές πόλεις-κράτη, και είναι η ίδια περίοδος στην οποία χρονολογούνται τα έπη του Ομήρου, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια. Στην Ινδία η εποχή αυτή ονομάζεται Βεδική περίοδος, κατά τη διάρκεια της οποίας τέθηκαν τα θεμέλια του Ινδουϊσμού και άλλα πολιτιστικά στοιχεία της πρώιμης Ινδικής κοινωνίας και έληξε τον 6ο αιώνα π.Χ..
Καθώς οι σύνθετοι πολιτισμοί αναπτυσσόταν στο Ανατολικό Ημισφαίριο, οι περισσότερες ιθαγενείς κοινωνίες στην Αμερική παρέμειναν σχετικά απλές για ένα διάστημα, διαιρεμένες σε πολυποίκιλους τοπικούς πολιτισμούς. Κατά τη Διαμορφωτική Περίοδο στην Κεντρική Αμερική (περίπου 1500 π.Χ. με 500 μ.Χ.) άρχισαν να εμφανίζονται πιο σύνθετοι και συγκεντρωτικοί πολιτισμοί, κυρίως στη θέση των σημερινών εκτάσεων, όπου βρίσκονται το Μεξικό και Περού. Αυτοί αποτελούνται από πολιτισμούς όπως οι Ολμέκοι, οι Μάγια, οι Ζαποτέκοι, οι Μότσε, οι Νάζκα, οι Αζτέκοι και οι Ίνκα. Ανέπτυξαν, επίσης, και γεωργικές τεχνικές για την καλλιέργεια αραβόσιτου και άλλων σπάρτων που υπήρχαν μόνο στην Αμερική, δημιουργώντας έναν ξεχωριστό πολιτισμό και θρησκεία.
Κλασική ΕποχήΞεκινώντας τον 8ο αιώνα π.Χ., η λεγόμενη "Κλασική Εποχή", έφερε την ανάπτυξη και μια σειρά από θρησκευτικές και φιλοσοφικές ιδέες, που επηρέασαν τον κόσμο ανεξάρτητα η κάθε μία, και σε πολλές διαφορετικές περιοχές. Κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. αναπτύχθηκαν ο Κινεζικός Κονφουκιανισμός[37][38], ο Ινδικός Βουδισμός, ο Τζαϊνισμός και ο ΕβραϊκόςΜονοθεισμός. Το 776 π.Χ. τελούνται οι πρώτοι Ολυμπιακοί αγώνες, και τον 5ο αιώνα π.Χ. ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας έκαναν σημαντικές προόδους στην ανάπτυξη της Αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας.
Στην Άπω Ανατολή, υπήρξαν τρεις σχολές σκέψεις, που κυριαρχούν στον Κινεζικό πολιτισμό, μέχρι και σήμερα: του Ταοϊσμού[39], του Νομικισμού[40] και του Κονφουκιανισμού[41]. Η Κονφουκιανική παράδοση, η οποία, τελικά, υπερίσχυσε των άλλων, ήταν σε αναζήτηση μιας ηθικής πολιτικής και όχι στην επιβολή του νόμου αλλά στη δύναμη και το παράδειγμα της παράδοσης. Ο Κονφουκιανισμός επεκτάθηκε αργότερα στην Κορεατική χερσόνησο και την Ιαπωνία.
Στη Δύση, η Ελληνική φιλοσοφική παράδοση, η οποία εκπροσωπούνταν από τους Σωκράτη[42], Πλάτωνα[43], Αριστοτέλη[44][45], επεκτάθηκε σε όλη την Ευρώπη, την Αίγυπτο, τη Μέση Ανατολή και τη Βόρειοδυτική Ινδία, ξεκινώντας τον 4ο αιώνα π.Χ., με τις κατακτήσεις του Αλέξανδρου Γ' της Μακεδονίας, ευρύτερα γνωστού με το όνομα Μέγας Αλέξανδρος[46][47][48]. Ξεκινώντας περίπου το 550 π.Χ., τα πολλά ανεξάρτητα ινδικά βασίλεια και κρατίδια που είχαν ιδρυθεί στη χώρα έγιναν συνολικά γνωστά με τον συλλογικό τίτλο Μαχαγιαναπάδες.
Ύστερη εποχήΗ χιλιετία από το 500 π.Χ. έως το 500 μ.Χ. είδε μια σειρά από αυτοκρατορίες πρωτοφανούς μεγέθους να αναπτύσσονται. Καλά εκπαιδευμένοι επαγγελματικοί στρατοί, ενωτικές ιδεολογίες, και σύνθετα γραφειοκρατικά συστήματα έδωσαν τη δυνατότητα στους αυτοκράτορες να κυριαρχήσουν πάνω σε μεγάλες εκτάσεις, των οποίων ο πληθυσμός έφτανε αριθμούς άνω των δέκα εκατομμυρίων. Οι μεγάλες αυτές αυτοκρατορίες εξαρτώνταν από την στρατιωτική κατάκτηση περιοχών και την κατασκευή οχυρωμένων καταυλισμών, ώστε να εξασφαλίσουν τα αγροτικά τους κέντρα[49]. Οι σχετικοί περίοδοι ειρήνης που έφεραν οι αυτοκρατορίες ενεθάρρυναν το διεθνές εμπόριο, και κυρίως τις πολύ μεγάλες εμπορικές οδούς της Μεσογείου, τις θαλάσσιες εμπορικές οδούς του Ινδικού Ωκεανού, και τον Δρόμο του Μεταξιού. Στη νότια Ευρώπη, οι Έλληνες και αργότερα οι Ρωμαίοι, στην εποχή που είναι γνωστή ως η "Κλασική Αρχαιότητα" ανέπτυξαν πολιτισμούς των οποίων οι πρακτικές, νόμοι και έθιμα θεωρούνται το θεμέλιο του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού.
Οι κύριες αυτοκρατορίες αυτής της περιόδου περιλαμβάνουν:
  • τη δυναστεία των Κίν(221 – 206 π.Χ.), την πρώτη αυτοκρατορική δυναστεία της Κίνας, η οποία ακολουθήθηκε από τη δυναστεία των Χαν(206 – 220 π.Χ.). Οι Χαν είχαν δύναμη και επιρροή ανάλογη με αυτή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η οποία βρισκόταν στο άλλο άκρο του Δρόμου του Μεταξιού. Ενώ οι Ρωμαίοι έχτισαν έναν τεράστιο στρατό πρωτοφανούς δύναμης, η Κίνα των Χαν ανέπτυσσε προχωρημένες τεχνικές χαρτογραφίας, ναυπήγησης, και πλοήγησης. Στην Άπω Ανατολή εφευρέθηκαν οι υψικάμινοι οι οποίοι μπορούσαν να παράγουν περίτεχνα χάλκινα εργαλεία. Όπως και με άλλες αυτοκρατορίες της Κλασικής Περιόδου, η Κίνα των Χαν ανέπτυξε σημαντικά τους τομείς της διακυβέρνησης, εκπαίδευσης, μαθηματικών, αστρονομίας, τεχνολογίας, καθώς και πολλούς άλλους.
  • το βασίλειο του Αξούμ που βρισκόταν στη σημερινή Αιθιοπία. Έως τον 1ο αιώνα μ.Χ. το Αξούμ είχε καθιερωθεί ως μια μεγάλη εμπορική δύναμη, κυριαρχώντας τους γείτονες της στη Νότια Αραβία και στο Κούς και ελέγχοντας το εμπόριο της Ερυθράς Θάλασσας. Εξέδωσαν το δικό τους νόμισμα, και χάραξαν τεράστιες μονολιθικές στήλες όπως τον Οβελίσκο του Αξούμ διακοσμώντας τους τάφους των αυτοκρατόρων τους.
  • τις επιτυχημένες αυτοκρατορίες που εγκαθιδρύθηκαν στην Αμερική, προερχόμενες από παλαιούς πολιτισμούς που προϋπήρχαν εκεί ήδη από το 2000 π.Χ.. Στην Κεντρική Αμερική[50], κτίστηκαν πολύ μεγάλες προ-Κολομβιανές κοινότητες, με τις πιο αξιόλογες να είναι η αυτοκρατορία των Ζαποτέκων(200 π.Χ. – 100 μ.Χ.), και η αυτοκρατορία των Μάγια, οι οποίες έφτασαν στον υψηλότερο βαθμό ανάπτυξης τους κατά την Κλασική περίοδο της Κεντρικής Αμερικής(250 – 900 μ.Χ.) και συνέχισαν να υπάρχουν κατά τη μετακλασική περίοδο μέχρι την άφιξη των Ισπανών κονκισταδόρων τον 16ο αιώνα μ.Χ.. όταν ο πολιτισμός των Μάγια παράκμασε. Ο πολιτισμός των Μάγια θεωρείται ως η μητρική κουλτούρα των Ολμέκων[51], οι μεγάλες πόλεις-κράτη των Μάγια αύξησαν σταδιακά τον πληθυσμό και την επιρροή τους, και ο πολιτισμός τους εξαπλώθηκε σε όλη τη χερσόνησο του Γιουκατάν και τις γύρω περιοχές. Η μεταγενέστερη αυτοκρατορία των Αζτέκων στηρίχτηκε πάνω στις γειτονικές κουλτούρες και επηρεάστηκε από τους πληθυσμούς που κατέκτησε όπως οι Τολτέκοι.
Μερικές περιοχές είχαν αργή αλλά σταθερή τεχνολογική ανάπτυξη, με σημαντικές προόδους όπως τους αναβολείς για τα άλογα και τα φτερά στα άροτρα, ανάμεσα σε άλλες ανακαλύψεις μέσα στους αιώνες. Ωστόσο, υπήρξαν και κάποιες περιοχές με πάρα πολύ γρήγορη τεχνολογική πρόοδο, με τις πιο σημαντικές να είναι η περιοχή της Μεσογείου κατά τη διάρκεια της Ελληνιστικής περιόδου, όπου και εφευρέθηκαν εκατοντάδες σημαντικές τεχνολογίες[52][53][54]. Περίοδοι, όπως και αυτές, ακολουθήθηκαν από περιόδους τεχνολογικής παρακμής, όπως κατά την παρακμή και πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την περίοδο του Μεσαίωνα που ακολούθησε.
Ελληνιστικά και Ρωμαϊκά ερείπα στην αρχαία Παλμύρα της Συρίας
Το κεντρικό πρόβλημα των αυτοκρατοριών ήταν τα υψηλά κόστη συντήρησης των τεράστιων στρατών τους και η υποστήριξη της κεντρικής γραφειοκρατίας τους. Τα κόστη αυτά επιβάρυναν κυρίως τους χωρικούς, ενώ οι μεγιστάνες γαιοκτήμονες κατόρθωναν να αποφεύγουν όλο και περισσότερο τον κεντρικό έλεγχο και τα κόστη του. Οι βαρβαρικές πιέσεις στα σύνορα επιτάχυναν την εσωτερική αποσάθρωση. Η αυτοκρατορία των Χαν στην Κίνα είχε εμφύλιο πόλεμο το 220 π.Χ., ενώ η Ρωμαϊκή γινόταν όλο και πιο πολύ αποκεντρωμένη και διαιρεμένη την ίδια χρονική περίοδο. Οι μεγάλες αυτοκρατορίες της Ευρασίας ήταν όλες εδραιωμένες σε εύκρατες πεδιάδες και κοντά σε παράκτιες περιοχές. Στις στέπες της Κεντρικής Ασίας, οι βασισμένοι στα άλογα νομάδες(Ούνοι, Μογγόλοι, Τάταροι, και διάφορα Τουρκικά φύλα) κυριαρχούσαν σε ένα μεγάλο μέρος της ηπείρου. Η εφεύρεση του αναβολέα, και η ανατροφή αλόγων τα οποία ήταν αρκετά δυνατά ώστε να μεταφέρουν έναν πλήρως οπλισμένο τοξότη, ανέδειξε τις νομαδικές φυλές σε μια διαρκή απειλή ενάντια στους πιο εδραιωμένους πολιτισμούς.
Η σταδιακή διάλυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας[55][56], η οποία διήρκεσε για μερικούς αιώνες μετά τον 2ο αιώνα π.Χ., συνέπεσε με τη διάδοση του Χριστιανισμού από τη Μέση Ανατολή προς τα δυτικά. Η δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατέρρευσε[57] κάτω από την πίεση των Γερμανικών φυλών του 5ου αιώνα μ.Χ., και τα πολιτεύματα αυτά εξελίχθηκαν σε διάφορα εμπόλεμα κράτη, όλα συνδεδεμένα με τον ένα τρόπο ή με τον άλλο με την Ρωμαϊκή Καθολική Εκκλησία. Το εναπομείναν μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην ανατολική Μεσόγειο, ήταν πλέον η Βυζαντινή Αυτοκρατορία[58]. Αιώνες αργότερα, μια περιορισμένη ένωση αποκαταστάθηκε στη δυτική Ευρώπη μέσω της ίδρυσης της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας[59] το 962, την οποία αποτελούσαν ένα σύνολο από κρατίδια τα οποία σήμερα αντιστοιχούν στα κράτη της Γερμανίας, Αυστρίας, Ελβετίας, Τσεχίας, Βελγίου, Ιταλίας και μέρη της Γαλλίας.
Οι Κινέζικες δυναστείες είχαν παρόμοια τύχη[60][61], μια και μετά από την πτώση της δυναστείας των Χαν[62] και την παρακμή των Τριών Βασιλείων, οι βόρειες νομαδικές φυλές ξεκίνησαν τις επιδρομές τον 4ο αιώνα μ.Χ., κατακτώντας περιοχές της βόρειας Κίνας και εγκαθιδρύοντας πολλά μικρά βασίλεια.
ΜεσαίωναςΗ εποχή του Μεσαίωνα ακολουθεί αυτή της Κλασικής Αρχαιότητας και η έναρξη της συχνά χρονολογείται με την πτώση της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 476 μ.Χ.. Η δυτική αυτοκρατορία διασπάστηκε σε διάφορα ξεχωριστά μικρά βασίλεια, πολλά από τα οποία αρκετά αργότερα συνασπίστηκαν υπό τον τίτλο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η Ανατολική Ρωμαϊκή ή Βυζαντινή Αυτοκρατορία επέζησε έως το τέλος του Μεσαίωνα. Η περίοδος του Μεσαίωνα επίσης συμπίπτει με τις Ισλαμικές κατακτήσεις[63], τη μετέπειτα Ισλαμική χρυσή εποχή[64][65], την έναρξη και επέκταση του Αραβικού δουλεμπορίου, και ακολουθείται από τις εισβολές των Μογγόλων στη Μέση Ανατολή και Κεντρική Ασία, και την ίδρυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1299. Στην Νότια Ασία διαδραματίστηκε η εμφάνιση των μεσαίων βασιλείων της Ινδίας και κατόπιν η εγκαθίδρυση των Ισλαμικών βασιλείων στην Ινδία. Στη δυτική Αφρική, αναπτύχθηκαν η αυτοκρατορία του Μάλι και η αυτοκρατορία του Σονγκχάϊ. Στη νοτιοανατολική ακτή της Αφρικής κτίστηκαν τα Αραβικά λιμάνια, όπου εμπορεύονταν χρυσός, μπαχαρικά, και άλλα αγαθά αξίας. Αυτό επέτρεψε στην Αφρική να έρθει σε επαφή με το σύστημα εμπορίου της Νοτιοανατολικής Ασίας, και σε συνδυασμό με την Ισλαμική κουλτούρα να δημιουργηθεί ο πολιτισμός των Σουαχίλι. Η Κινέζικη Αυτοκρατορία εν τω μεταξύ είχε μια διαδοχή δυναστειών των Σούι, Τάνγκ, Σόνγκ, Γουάν, και την έναρξη της δυναστείας Μίνγκ. Οι εμπορικές οδοί της Μέσης Ανατολής κατά μήκος του Ινδικού Ωκεανού, και ο Δρόμος του Μεταξιού μέσω της ερήμου Γκόμπι, έφεραν ως αποτέλεσμα μια -περιορισμένη- οικονομική και πολιτιστική επαφή μεταξύ των Ασιατικών και Ευρωπαϊκών πολιτισμών. Κατά τη διάρκεια της ίδια περιόδου οι πολιτισμοί στην Αμερική, όπως οι Ίνκα, Μάγια, και Αζτέκοι, άγγιξαν το απόγειο της ακμής τους.
Μεσαιωνική Ευρώπη Η Ευρώπη κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα χαρακτηριζόταν από μειώσεις πληθυσμού, αποκέντρωση, και βαρβαρικές επιδρομές, όλα τα οποία ξεκίνησαν κατά την ύστερη Αρχαιότητα. Τον 7ο αιώνα, η Βόρειος Αφρική και η Μέση Ανατολή, οι οποίες ήταν κάποτε μέρη της ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, έγιναν μέρος του Χαλιφάτου με τις κατακτήσεις των διαδόχων του Μωάμεθ. Στη Δύση, οι βάρβαροι επιδρομείς ίδρυσαν τα δικά τους νέα βασίλεια πάνω στα απομεινάρια της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αν και υπήρξαν ουσιαστικές αλλαγές στην κοινωνία και τις πολιτικές δομές, η εναλλαγή δεν ήταν όσο ακραία όσο κάποτε θεωρούνταν από τους ιστορικούς, με τα περισσότερα νέα βασίλεια να ενσωματώνουν όσους περισσότερους από τους υπάρχοντες Ρωμαϊκούς θεσμούς μπορούσαν. Ο Χριστιανισμός επεκτάθηκε στη Δυτική Ευρώπη και ιδρύθηκαν μοναστήρια. Τον 7ο και 8ο αιώνα οι Φράγκοι της δυναστείας των Καρολιδών, δημιούργησαν μια αυτοκρατορία η οποία έλεγχε το μεγαλύτερο μέρος της δυτικής Ευρώπης, και διήρκεσε έως τον 9ο αιώνα όταν και υπέκυψε στην πίεση νέων εισβολέων – των Βίκινγκ από τα βόρεια, των Μαγυάρων από τα ανατολικά και των Σαρακηνών από τα νότια.
Κατά το ύστερο μέρος του Μεσαίωνα, το οποίο ξεκίνησε μετά το 1000, ο πληθυσμός της Ευρώπης αυξήθηκε σημαντικά με την εφεύρεση νέων τεχνολογιών και γεωργικών καινοτομιών που επέτρεψαν στο εμπόριο να ανθίσει και στις σοδειές να αυξηθούν. Κατά την περίοδο της Φεουδαρχίας, η οικονομική πολιτική επέβαλε την οργάνωση των αγροτών σε χωριά τα οποία πλήρωναν ενοίκια για τη γη που διέμεναν και παρείχαν υπηρεσίες στους ευγενείς γαιοκτήμονες και η πολιτική δομή αποτελούνταν από ιππότες και ευγενείς χαμηλότερης κοινωνικής τάξης, οι οποίοι παρείχαν τα στρατιωτικά καθήκοντα τους στους ηγεμόνες τους ως αντίτιμο για το δικαίωμα ιδιοκτησίας της δικής τους γης και κατοικιών. Τα βασίλεια έγιναν πιο συγκεντρωτικά μετά τη διάλυση της δυναστείας των Καρολιδών και τις αποκεντρωτικές επιπτώσεις που επέφερε. Οι Σταυροφορίες, οι οποίες ξεκίνησαν το 1095, ήταν μια απόπειρα των χριστιανών της Δύσης να ανακτήσουν τους Αγίους Τόπους από τους Μουσουλμάνους, και είχαν μερική επιτυχία ως προς την εγκαθίδρυση Χριστιανικών βασιλείων στη Μέση Ανατολή για κάποιο διάστημα, αλλά και παράλληλα αποδυνάμωσαν σημαντικά την ισχυρή τότε Βυζαντινή Αυτοκρατορία με την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204. Η πνευματική ζωή σημαδεύτηκε από τον σχολαστικισμό και την ίδρυση πανεπιστημίων, ενώ η ανόρθωση των Γοτθικών καθεδρικών ναών ήταν ένα από τα εξαιρετικά καλλιτεχνικά επιτεύγματα της εποχής.
Ο ύστερος Μεσαίωνας σημαδεύτηκε από μεγάλες δυσκολίες και συμφορές. Λιμοί, επιδημίες και πόλεμος ερήμωσαν τον πληθυσμό της δυτικής Ευρώπης. Ο Μαύρος Θάνατος μόνο σκότωσε περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού μεταξύ του 1347 και 1350. Ήταν μια από τις πιο θανατηφόρες πανδημίες της ανθρώπινης ιστορίας. Ξεκινώντας στην Ασία, η ασθένεια έφτασε στη Μεσόγειο και τη δυτική Ευρώπη στα τέλη της δεκαετίας του 1340[66], και σκότωσε δεκάδες εκατομμύρια Ευρωπαίους σε διάστημα έξι ετών, περίπου το ένα τρίτο με μισό του συνολικού πληθυσμού[67].
Κατά τον Μεσαίωνα συνέβη και η παρατεταμένη αστικοποίηση της βόρειας και δυτικής Ευρώπης[68]. Πολλά σύγχρονα Ευρωπαϊκά κράτη χρωστούν την ύπαρξη τους στα γεγονότα που συνέβησαν κατά τον Μεσαίωνα, με τα τωρινά Ευρωπαϊκά πολιτικά σύνορα να είναι από πολλές απόψεις, το αποτέλεσμα των στρατιωτικών και δυναστικών διαμαχών κατά τη διάρκεια αυτής της ταραχώδους περιόδου[69]. Ο Μεσαίωνας διήρκεσε έως την αρχή της Πρώιμης Σύγχρονης Περιόδου[7] τον 16ο αιώνα, η οποία χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση των εθνών-κρατών, τη διαίρεση της Δυτικής Χριστιανοσύνης κατά τη θρησκευτική Μεταρρύθμιση[70], την άνοδο του ουμανισμού στην Ιταλική Αναγέννηση[71], και το ξεκίνημα των Ευρωπαϊκών διατλαντικών εξερευνήσεων που έφερε σε επαφή τους πληθυσμούς της Ευρωπαϊκής ηπείρου με αυτούς της Αμερικής[72].
Νοτιοδυτική Ασία Πριν την έλευση του Ισλάμ τον 7ο αιώνα, στη Μέση Ανατολή κυριαρχούσαν η εκχριστιανισμένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία με στοιχεία των Ρωμαϊκών και Ελληνικών πολιτισμών και η ζωροαστρική Περσική αυτοκρατορία των Σασσανιδών με την οποία γίνονταν διαδοχικές συγκρούσεις για τον έλεγχο της Αρμενίας, Ανατολίας, τις νοτιοανατολικές ακτές της Μεσογείου και άλλες αμφισβητούμενες περιοχές. Πέρα από τη μάχη για γεωγραφική επικράτηση ήταν επίσης μια σύγκρουση ιδεολογιών, δεδομένων των διαφορών σε θρησκεία, εθνολογικών υπόβαθρων και κοινωνικών παραδόσεων. Ο σχηματισμός της Ισλαμικής θρησκείας δημιούργησε ένα νέο ανταγωνιστή στην περιοχή, ο οποίος γρήγορα ξεπέρασε και τους δύο παλαιότερους αντιπάλους, επιδρώντας καθοριστικά στην πολιτική, οικονομική, και στρατιωτική ιστορία του Παλαιού Κόσμου και ιδιαίτερα της Μέσης Ανατολής.
Από τη βάση τους στην Αραβική Χερσόνησο, οι μουσουλμάνοι ξεκίνησαν την επέκταση τους στις απαρχές του Μεσαίωνα. Έως το 750, κατόρθωσαν να κατακτήσουν το μεγαλύτερο μέρος της Μέσης Ανατολής, Βορείου Αφρικής, καθώς και μέρη της νότιας Ευρώπης, όπου κατόπιν στον Αραβικό κόσμο ξεκίνησε μια περίοδος μελέτης, επιστήμης και εφευρέσεων γνωστή ως η Ισλαμική Χρυσή Εποχή. Οι γνώσεις και ανακαλύψεις της αρχαίας Μέσης Ανατολής, της Ελλάδας, και της Περσίας, την ίδια στιγμή που λησμονούνταν στην Ευρώπη διατηρήθηκαν κατά τον Μεσαίωνα από τους Άραβες, οι οποίοι μάλιστα τις συνδύασαν με νέες και σημαντικές καινοτομίες που εισήγαγαν από άλλα μέρη, όπως την κατασκευή και χρήση χαρτιού από την Κίνα και το δεκαδικό σύστημα αρίθμησης από την Ινδία. Ένα μεγάλο μέρος της μάθησης και ανάπτυξης μπορεί να συνδεθεί με την ευρύτερη γεωγραφία της περιοχής. Ακόμα και πριν την παρουσία του Ισλάμ η πόλη της Μέκκας ήταν το κέντρο του εμπορίου στην Αραβία, και ο ίδιος ο προφήτης Μωάμεθ ήταν έμπορος. Με την Ισλαμική παράδοση να ακολουθεί το Χατζ, το προσκύνημα στη Μέκκα, η κεντρική σημασία της πόλης στην ανταλλαγή αγαθών και ιδεών διευρύνθηκε ακόμα περισσότερο. Η επιρροή που είχαν οι Μουσουλμάνοι έμποροι στις Αφρο-Αραβικές και Αραβο-Ασιατικές οδούς του εμπορίου ήταν σημαντικότατη. Ως αποτέλεσμα, ο Ισλαμικός πολιτισμός αναπτύχθηκε και επεκτάθηκε στηριζόμενος πάνω στις γερές βάσεις που είχε θέσει η οικονομία του εμπορίου του, σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους, Ινδούς και Κινέζους της εποχής που είχαν βασίσει την ανάπτυξη των κοινωνιών τους στους γαιοκτήμονες και ευγενείς. Οι Άραβες έμποροι ταξίδεψαν τα εμπορεύματα τους και τη θρησκεία τους στην Κίνα, Ινδία, Νοτιοανατολική Ασία, και τα βασίλεια της δυτικής Αφρικής, και επέστρεψαν πίσω με νέες ανακαλύψεις και εφευρέσεις.
Κινούμενοι από θρησκευτικό ζήλο και επιθυμώντας κατακτήσεις, οι βασιλιάδες της Ευρώπης ξεκίνησαν μια σειρά από Σταυροφορίες, ώστε να αναδιπλώσουν τη Μουσουλμανική επιρροή και να ξαναθέσουν τους Αγίους Τόπους υπό χριστιανικό έλεγχο (οι οποίοι πριν την εμφάνιση του Ισλάμ, διαχειρίζονταν από τη χριστιανική Βυζαντινή Αυτοκρατορία). Στο σύνολο τους οι Σταυροφορίες αποδείχτηκαν να είναι τελικά αποτυχημένες, και με την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 είχαν σαν αποτέλεσμα να αποδυναμώσουν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η οποία με την πάροδο του χρόνου άρχισε να χάνει όλο και περισσότερες περιοχές από τους Οθωμανούς Τούρκους, οι οποίοι ήταν ακόλουθοι του Ισλάμ. Όσο για τους Άραβες, η κυριαρχία τους στην περιοχή έληξε στα μέσα του 11ου αιώνα με την έλευση των Σελτζούκων Τούρκων, οι οποίοι μετανάστευσαν μαζικά προς τα νότια από την αρχική τοποθεσία των Τουρκικών φύλων στην Κεντρική Ασία, και εξισλαμίστηκαν όπως και οι Οθωμανοί αργότερα. Στις αρχές του 13ου αιώνα, ένα ακόμα νέο κύμα εισβολέων από την Κεντρική Ασία, οι ορδές της Μογγολικής αυτοκρατορίας, σάρωσαν όλη την περιοχή στο πέρασμα τους αλλά με την πάροδο του χρόνου ήταν οι Τούρκοι αυτοί που εγκαταστάθηκαν οριστικά με την ίδρυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1299.
Υποσαχάρια Αφρική Η Αφρική του Μεσαίωνα νοτίως της Σαχάρας φιλοξένησε πολλούς και διάφορους πολιτισμούς. Το βασίλειο του Αξούμ παράκμασε τον 7ο αιώνα, καθώς η έλευση του Ισλάμ το απομάκρυνε από τους Χριστιανούς συμμάχους του και ο πληθυσμός του μετακινήθηκε προς τα ενδότερα των Αιθιοπικών υψιπέδων για να προστατευτεί. Με τον καιρό αντικαταστάθηκε από τη δυναστεία των Ζάγκουε, η οποία είναι διάσημη για τη λαξευμένη στο βράχο αρχιτεκτονική της πόλης Λαλιμπέλα. Οι Ζάγκουε με τη σειρά τους αντικαταστάθηκαν από τη Σολομωνική Δυναστεία, η οποία ισχυριζόταν ότι κατάγονταν από τους Αξουμίτες αυτοκράτορες και η οποία διαχειρίστηκε την περιοχή εύρυθμα έως και μέχρι ένα μεγάλο μέρος του 20ου αιώνα. Στη Δυτική Αφρική, στο ύψος της γεωγραφικής ζώνης Σαχέλ, αναπτύχθηκαν πολλές Ισλαμικές αυτοκρατορίες όπως οι αυτοκρατορίες της Γκάνα, του Μάλι, του Σονγκχάϊ, και του Κανέμ, οι οποίες έλεγχαν το διασαχαρικό εμπόριο σε χρυσό, ελεφαντόδοντο, αλάτι και δούλους.
Νότια από το Σαχέλ, οι πολιτισμοί εγκαταστάθηκαν στα δάση κοντά στις παραλιακές περιοχές όπου τα άλογα και οι καμήλες δεν μπορούσαν να επιβιώσουν. Πολιτισμοί όπως αυτός των Γιορούμπα και την πόλη του Ίφε που ήταν διάσημη για τη νατουραλιστική τέχνη της, την αυτοκρατορία των Όγιο, την αυτοκρατορία του Μπενίν και των Έντο με έδρα την πόλη του Μπενίν, τους Ίγκμπο και το βασίλειο της Νίρι, το οποίο παρήγαγε προηγμένη μπρούτζινη τέχνη στην πόλη Ίγκμπο Ουκούου, και τους Ακάν, οι οποίοι φημίζονταν για την πολύπλοκη αρχιτεκτονική τους.
Στην τοποθεσία όπου βρίσκεται σήμερα η Ζιμπάμπουε υπήρξε ένας αριθμός από βασίλεια που προήλθαν από το βασίλειο του Μάπουνγκούμπουέ εκεί όπου βρίσκεται το κράτος της σημερινής Νότια Αφρικής. Αναπτύχθηκαν μέσω εμπορίου με τους Σουαχίλι λαούς των ακτών της Ανατολικής Αφρικής, και έκτισαν μεγάλες αμυντικές πέτρινες κατασκευές χωρίς κονίαμα όπως την πόλη Μεγάλη Ζιμπάμπουε, η οποία ήταν η πρωτεύουσα του βασιλείου της Ζιμπάμπουε, την πρωτεύουσα του βασιλείου της Μπουτούα το Κχάμι, καθώς και το Νταναμόμπε, την πρωτεύουσα του βασιλείου των Ρόζουι. Όσο για τους Σουαχίλι, οι ίδιοι κατοικούσαν στις ακτές της Ανατολικής Αφρικής από τη σημερινή Κένυα έως την Μοζαμβίκη, και εμπορεύονταν συχνά με Ασιάτες και Άραβες οι οποίοι με τον καιρό τους εισήγαγαν στο Ισλάμ. Οι Σουαχίλι επίσης έκτισαν πολλές παράκτιες πόλεις και λιμάνια όπως την Μομπάσα, τη Ζανζιβάρη, και την Κίλουα Κισιουάνι, πόλεις οι οποίες ήταν γνωστές στους Μουσουλμάνους γεωγράφους καθώς και στους Κινέζους ναυτικούς του Τσενκ Χι.
Ινδική υποήπειρος Στη βόρεια Ινδία, μετά την πτώση της αυτοκρατορίας των Γκούπτα το 550 μ.Χ., η περιοχή διασπάστηκε σε ένα σύνθετο και ρευστό δίκτυο μικρότερων βασιλείων[73]. Η επιστήμη και η τεχνολογία της περιοχής ήταν στο απόγειο της, και σε αυτή την περίοδο ο Ινδός μαθηματικός Αραμπάτα περιέγραψε την έννοια του μηδενός, την οποία τελειοποίησε ο μετέπειτα μεγάλος μαθηματικός Βραχμαγκούπτα, ο οποίος και εισήγαγε την πρώτη γνωστή χρήση των σύγχρονων αριθμών. Τα ψηφία αυτά, υιοθετήθηκαν αργότερα από τους Άραβες οι οποίοι τα μετέφεραν στην Ευρώπη, όπου και έγιναν γνωστοί ως Αραβικοί αριθμοί.
Οι πρώτες Ισλαμικές εισβολές ξεκίνησαν στη δύση το 711 μ.Χ., όταν το Χαλιφάτο των Ομεϋάδων κατέκτησε σχεδόν το σύνολο της περιοχής, όπου βρίσκεται το σημερινό Πακιστάν. Η στρατιωτική επέκταση των Αραβικών στρατευμάτων σταμάτησε σε μεγάλο βαθμό σε αυτό το σημείο, αλλά το Ισλάμ ως θρησκεία εξακολούθησε να επεκτείνεται στην περιοχή κυρίως λόγω των Αράβων εμπόρων κατά το μήκος της δυτικής ακτής. Τον 12ο αιώνα, Τουρκικά μουσουλμανικά φύλα ίδρυσαν το Σουλτανάτο του Δελχί, το οποίο είχε υπό τον έλεγχο του ένα μεγάλο μέρος της βόρειας Ινδίας. Στο τέλος του 15ου αιώνα, τα σουλτανάτα του Ντέκκαν εξαπλώθηκαν από τις δυτικές όχθες τις μέσης Ινδίας προς τις ανατολικές καλύπτοντας παράλληλα τον ενδιάμεσο χώρο στην μέση της χώρας. Εξαιτίας της απάθειας που υπήρξε στα πεδία της επιστήμης και τεχνολογίας, υπήρξε πολύ μικρή πρόοδος μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Μια ακόμα μεγάλη δύναμη της εποχής ήταν η Μογγολική Αυτοκρατορία της Ινδίας, η οποία κυριάρχισε στην πλειονότητα της Ινδικής υποηπείρου για πάνω από τρεις αιώνες. Επίσης εξαιτίας της Αραβικής επιρροής στις τάξεις των κυβερνώντων, μεγάλο μέρος της ανάπτυξης που σημειώθηκε μεταξύ του 1000 και 1800 είχε έντονα Αραβικά στοιχεία.
Στη νότια Ινδία, οι μετακλασικές δυναστείες αποτελούνται από αυτές των Τσαλούκγια, Ραστρακούτα, Χογσάλα, Τσόλα, και την αυτοκρατορία των Βιτζαγαναγκάρα. Η επιστήμη, μηχανική, τέχνη, λογοτεχνία, αστρονομία, και φιλοσοφία, άνθισαν κάτω από την προστασία και υποστήριξη των βασιλείων αυτών.
Κεντρική Ασία Ξεκινώντας με τη δυναστεία Σουί (581-618), οι Κινέζοι ξεκίνησαν την επέκταση τους προς τα δυτικά, όπου και είχαν να αντιμετωπίσουν τους νομάδες των Τουρκικών φύλων, οι οποίοι αναδεικνύονταν στην κυρίαρχη εθνοτική ομάδα στην Κεντρική Ασία[74][75]. Αρχικά η σχέση τους διέπονταν από συνεργασία και ομαλό κλίμα, αλλά το 630 η δυναστεία Τανγκ άρχισε να επιτίθεται στους Τούρκους,[76] κατακτώντας περιοχές της Μογγολικής ερήμου του Όρντος. Η αυτοκρατορία των Τανγκ, συναγωνιζόταν με το γειτονικό Θιβέτ, για τον έλεγχο των περιοχών στην Έσω και Κεντρική Ασία[77][78]. Τον 8ο αιώνα, το Ισλάμ άρχισε να εισέρχεται στην περιοχή και σύντομα έγινε η καθιερωμένη θρησκεία του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού, αν και ο Βουδισμός παρέμενε ισχυρός στα ανατολικά. Οι νομάδες των ερήμων της Αραβίας συναγωνίζονταν ισάξια τους νομάδες της στέππας, και με τις Ισλαμικές επιδρομές του Χαλιφάτου κατάφεραν να αποκτήσουν έλεγχο σε κάποια από τα εδάφη της Κεντρικής Ασίας.
Οι Εφθαλίτες ήταν η πιο ισχυρή από τις διάφορες νομαδικές ομάδες, που ζούσαν στην περιοχή τον 6ο και 7ο αιώνα, και κατείχαν σημαντικές εκτάσεις. Τον 10ο και 11ο αιώνα η περιοχή διασπάστηκε μεταξύ διαφόρων ισχυρών κρατών όπως η δυναστεία των Σαμανιδών, η δυναστεία των Σελτζούκων Τούρκων και η αυτοκρατορία των Χαζάρων. Η με διαφορά πιο εντυπωσιακή αύξηση δύναμης στην Κεντρική Ασία συνέβη, όταν ο Τζένγκις Χαν ένωσε τις διάφορες Μογγολικές φυλές το 1206. Η Μογγολική Αυτοκρατορία εξαπλώθηκε ραγδαία και έφτασε να αποτελείται από ολόκληρη την Κεντρική Ασία και Κίνα, μεγάλα κομμάτια της Ρωσίας, καθώς και μέρη της Μέσης Ανατολή ς. Μετά τον θάνατο του Τζένγκις Χαν το 1227, το μεγαλύτερο μέρος της Κεντρικής Ασίας συνέχισε να κυριαρχείται από το Χανάτο των Τσαγκατάϊ. Το 1369, ο Ταμερλάνος, ένας Τουρκομάνος ηγέτης των Μογγόλων, κατέκτησε με τη σειρά του το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής. Η μεγάλη αυτοκρατορία του κατέρρευσε σύντομα μετά τον θάνατο του, και στη θέση της δημιουργήθηκαν διάφορα χανάτα, όπως αυτά της Χίβας, της Μπουκχάρας, της Κοκάνδης, με το μακροβιότερο και πιο δυτικό αυτό της Κριμαίας.
Ανατολική Ασία Μετά από μια περίοδο σχετικής διαίρεσης, η δυναστεία Σουί επανένωσε την Κίνα το 581, και με τη δυναστεία Τανγκ (618–907) που τη διαδέχτηκε η Κίνα μπήκε σε μια δεύτερη χρυσή εποχή. Με τη διάλυση της δυναστείας Τανγκ και την περίοδο αναταραχής που ακολούθησε και διήρκεσε μισό αιώνα, η βόρεια δυναστεία των Σόνγκ επανένωσε ξανά την Κίνα το 982, ενώ η πίεση από τις νομαδικές φυλές στον βορά άρχισε να γίνεται σταδιακά όλο και πιο έντονη. Το 1142, η βόρεια Κίνα κατακτήθηκε από τους Τζουρτσέν κατά τους πολέμους των Τζίν-Σόνγκ, και η Μογγολική Αυτοκρατορία[79][80] κατέκτησε ολόκληρη την Κίνα το 1279, μαζί με σχεδόν τη μισή έκταση της Ευρασίας. Μετά από σχεδόν ένα αιώνα Μογγολικής διακυβέρνησης υπό την δυναστεία Γιουάν, το έθνος των Κινέζων επανέκτησε τον έλεγχο υπό την δυναστεία Μινγκ το 1368.
Στην Ιαπωνία, η γενεαλογία των αυτοκρατόρων είχε ήδη καθιερωθεί αυτόν τον καιρό, και κατά τη διάρκεια της περιόδου Ασούκα(538-710) η επαρχία Γιαμάτο εξελίχθηκε σε ένα ξεκάθαρα κεντρικό κράτος[81]. Επίσης κατά την περίοδο αυτή έγινε η πρώτη επαφή με τον Βουδισμό[82], και υπήρξε έμφαση στην υιοθέτηση στοιχείων από τον Κινέζικο πολιτισμό και από τον Κονφουκιανισμό. Η περίοδος Νάρα του 8ου αιώνα, έφερε την ανάδειξη ενός ισχυρού Ιαπωνικού κράτους και συχνά θεωρείται ως η χρυσή εποχή της Ιαπωνίας. Σε αυτή την περίοδο, η αυτοκρατορική κυβέρνηση αποπεράτωσε μεγάλα και σημαντικά δημόσια έργα, όπως κυβερνητικές εγκαταστάσεις, ναούς, δρόμους, και συστήματα άρδευσης. Η περίοδος Χεϊάν (794-1185) είδε την κορύφωση της αυτοκρατορικής δύναμης, που ως συνέπεια είχε τη μετέπειτα εμφάνιση των στρατιωτικοποιημένων φυλών, και την έναρξη της Ιαπωνικής φεουδαρχίας[83]. Η φεουδαρχική περίοδος της Ιαπωνικής ιστορίας, κυριαρχήθηκε από τις πανίσχυρες τοπικές οικογένειες των νταϊμγιό και τον στρατιωτικό έλεγχο των πολεμάρχων σόγκουν, και διήρκεσε από το 1185 έως το 1868. Ο αυτοκράτορας υπήρχε κυρίως ως συμβολική μορφή και η επιρροή των εμπόρων ήταν αδύναμη.
Η μετακλασική Κορέα είδε το τέλος των τριών βασιλείων του Γκογκουρίγιο, Μπαεκτζέ και Σιλλά. Το βασίλειο του Σιλλά κατέκτησε το Μπαεκτζέ το 660 και ακολούθως το Γκογκουρίγιο το 668[84], εγκαινιάζοντας την περίοδο των Βορείων και Νοτίων κρατών, με το ενοποιημένο Σιλλά στο νότο, και το διάδοχο κράτος του Γκογκουρίγιο το Μπαλχαέ στον βορά. Περίπου το 900 μ.Χ., αυτή η κατάσταση αντιστράφηκε με τα Ύστερα Τρία Βασίλεια, όπου το Γκογκουρίγιο αναδείχθηκε η κυρίαρχη δύναμη και ενοποίησε ολόκληρη την Κορεατική χερσόνησο έως το 936[85]. Το Γκογκουρίγιο μετεξελίχθηκε στη δυναστεία Γκοργεό, η οποία κυβέρνησε μέχρι το 1392, όταν και τη διαδέχτηκε η δυναστεία Τζοσεόν, η οποία ήταν στην εξουσία για τα επόμενα 500 χρόνια.
Νοτιοανατολική Ασία Η έναρξη του Μεσαίωνα στη Νοτιοανατολική Ασία έφερε την κατάκτηση του Βασιλείου του Φουνάν το 550 από το Βασίλειο του Τσένλα, το οποίο αργότερα επίσης κατακτήθηκε από την Αυτοκρατορία των Χμέρ το 802. Η Άνγκορ ήταν η πρωτεύουσα των Χμέρ στην τοποθεσία όπου βρίσκεται η σημερινή Καμπότζη, και η παγκοσμίως μεγαλύτερη σε μέγεθος πόλη την εποχή αυτή και περιείχε πάνω από χίλιους ναούς με τον πιο διάσημο αυτόν της Άνγκορ Βατ.
Ο ναός του Άνγκορ Βατ στην Καμπότζη, κατασκευάστηκε στις αρχές του 12ου αιώνα [86]
Τα βασίλεια των Σουχοτάϊ το 1238 και της Αγιουτάγια το 1351 ήταν οι κύριες δυναστείες των Ταϋλανδών, η οποία είχαν επηρεαστεί από τους Χμέρ. Ξεκινώντας τον 9ο αιώνα, το βασίλειο των Παγκάν, αναδείχθηκε στη σημερινή Μπούρμα. Άλλα σημαντικά βασίλεια της περιόδου είναι αυτά του Σριβιτζάγια και του Λάβο (και τα δυο αναδείχτηκαν τον 7ο αιώνα), του Τσάμπα και του Χαριφουντσάϊ (και τα δυο περίπου στο 750), το Ντάϊ Βιέτ (968), Λάννα (13ος αιώνας), Ματζαπαχίτ (1293), Λαν Ξανγκ (1354) και το βασίλειο της Άβα(1364). Στις αρχές του 13ου αιώνα το Ισλάμ άρχισε να εξαπλώνετε στις περιοχές, όπου βρίσκεται η σημερινή Ινδονησία, όπως και στα Μαλαισιανά κρατίδια που είχαν αρχίσει να εδραιώνονται.
Ωκεανία Η Τούι αυτοκρατορία των Τόνγκα εγκαθιδρύθηκε τον 10ο αιώνα και επεκτάθηκε στο διάστημα μεταξύ 1200 και 1500. Ο πολιτισμός των Τόνγκα, η γλώσσα, και η ηγεμονία τους επεκτάθηκε ευρέως στην Ανατολική Μελανησία, Μικρονησία και κεντρική Πολυνησία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου[87][88], επιπλέον, επηρεάζοντας περιοχές όπως η Σαμόα, Κιριμπάτι, Βανουάτου και τη Νέα Καληδονία (ιδιαίτερα τα νησιά Λόγιαλτι όπου το κύριο νησί ήταν κατοικημένο από τους Μελανήσιους Κανάκ)[89].
Περίπου την ίδια εποχή, μια ισχυρή θαλασσοκρατία εμφανίστηκε στην Ανατολική Πολυνησία γύρω από τα νησιά Σοσάετι, ειδικά στην ιερή τοποθεσία του Ταπουταπουατέα Μαράε, το οποίο προσέλκυσε αποίκους από την Ανατολική Πολυνησία καθώς και από απομακρυσμένα μέρη όπως η Χαβάη, την Αοτεαρόα της σημερινής Νέας Ζηλανδίας, και τα νησιά Τουαμότου, για πολιτικούς, πνευματικούς, και οικονομικούς λόγους, έως την ανεξήγητη και χωρίς ίχνη κατάρρευση της τακτικής ναυσιπλοΐας μεγάλων αποστάσεων στον Ανατολικό Ειρηνικό Ωκεανό, λίγους αιώνες πριν οι Ευρωπαίοι άρχισαν να εξερευνούν την περιοχή.
Τα αγάλματα Μοάι όπως αυτά στο Άχου Τονγκαρίκι, Νησί του Πάσχα, χτίστηκαν κατά την περίοδο 1250 με 1500 [90]
Δεν υπάρχουν γηγενή γραπτά χρονικά από αυτή την περίοδο, καθώς φαίνεται πως όλοι οι κάτοικοι των νησιών του Ειρηνικού, με την πιθανή εξαίρεση των αινιγματικών Ραπανουί στο Νησί του Πάσχα και το έως σήμερα μη αποκρυπτογραφημένο σύστημα γραφής τους το Ρόγκο Ρόγκο, δεν είχαν απολύτως κανένα σύστημα γραφής έως ότου την εισαγωγή της γραφής από τους Ευρωπαίους αποίκους. Έτσι η ιστορία των λαών αυτών, εξαρτάται κυρίως από τις τοπικές προφορικές παραδόσεις και μαρτυρίες, καθώς και από τη συνεχιζόμενη μελέτη των επιστημονικών ευρημάτων της αρχαιολογίας, ανθρωπολογίας, και γλωσσολογίας στις αντίστοιχες περιοχές και τοπικούς πληθυσμούς.
Αμερική Στη Βόρεια Αμερική, κατά το 800 μ.Χ. αναπτύχθηκε ο πολιτισμός του Μισσισσιπή στην περιοχή όπου βρίσκονται σήμερα οι νοτιοανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες, ο οποίος και έκτισε το μεγάλο αστικό κτιριακό συγκρότημα της Καχόκια τον 12ο αιώνα. Επίσης η αρχαία φυλή των Ανασάζι και οι προκάτοχοι της (9ος έως 13ος αιώνας) έκτισαν εκτεταμένα συγκροτήματα μονίμων κατοικιών, μαζί με πέτρινες κατασκευές οι οποίες θα παρέμεναν τα μεγαλύτερα κτήρια στη Βόρεια Αμερική μέχρι τον 19ο αιώνα[91][92].
Στην Κεντρική Αμερική, με την πτώση του πολιτισμού των Τεοτιουακάν ολοκληρώθηκε η κατάρρευση του κλασικού πολιτισμού των Μάγια. Οι Αζτέκοι κατόπιν κυριάρχησαν σε ένα μεγάλο μέρος της Κεντρικής Αμερικής τον 14ο και 15ο αιώνα.

Μάτσου Πίτσου—το κυρίαρχο σύμβολο του πολιτισμού των Ίνκα, χτίστηκε στα τέλη του 15ου αιώνα [93]
Στη Νότια Αμερική, ο 14ος και 15ος αιώνας έφερε την άνοδο των Ίνκα. Η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας τους ήταν το Κούσκο και η κυριαρχία τους είχε επεκταθεί σε ολόκληρη την οροσειρά των Άνδεων, με αποτέλεσμα η κουλτούρα αυτή να είναι ο μεγαλύτερος προ-κολομβιανός πολιτισμός[94][95]. Οι Ίνκα ευημερούσαν και ήταν ανεπτυγμένοι, καθώς και ικανοί μηχανικοί, όπως αποκαλύπτουν τα έργα του εξαιρετικού οδικού δικτύου τους και η απαράμιλλη τοιχοποιία των κτιρίων τους.
Πρώιμη νεότερη εποχή Ο όρος Νεότερη Εποχή ή Νεότεροι Χρόνοι αναφέρεται στην ιστορία του ανθρώπινου είδους μετά τον Μεσαίωνα. Έτσι οι Νεότεροι Χρόνοι διακρίνονται στην Πρώιμη Νεότερη εποχή (Αναγέννηση, Διαφωτισμός, Γαλλική Επανάσταση) και την Ύστερη Νεότερη Εποχή (Ναπολεόντιοι πόλεμοι, Βρετανική Αυτοκρατορία, Βιομηχανική Επανάσταση, και γεγονότα έως το τέλος του 19ου αιώνα).
Το οριστικό τέλος του Μεσαίωνα συχνά σηματοδοτείται από ένα συνδυασμό ιδιαίτερα σημαντικών γεγονότων όπως την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, την τελειοποίηση της μηχανικής εκτύπωσης του Γουτεμβέργιου το 1455, και την εξερεύνηση της Αμερικής από τον Κολόμβο το 1493. Η περίοδος της Αναγέννησης που τον αντικαθιστά ξεκινά παράλληλα με τα τέλη του Μεσαίωνα -μέσα του 14ου αιώνα- και είναι συνδεδεμένη κυρίως με τα δυτικά και κεντρικά Ευρωπαϊκά κράτη τα ανέλαβαν πρωταγωνιστικό ρόλο στις παγκόσμιες εξελίξεις την περίοδο αυτή.
Η Ευρωπαϊκή Αναγέννηση ξεκίνησε στα μέσα του 14ου αιώνα[96], και χαρακτηρίζεται από την επανεκτίμηση της γνώσης και τέχνης του Κλασικού κόσμου της Αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης, καθώς και από την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της Ευρώπης. Επίσης η εποχή αυτή εισήγαγε μια διάθεση εξέτασης και κριτικής σκέψης, η οποία οδήγησε στον Ουμανισμό[97] και την Επιστημονική Επανάσταση[98]. Αν και υπήρξαν κοινωνικές και πολιτικές ανατροπές και επαναστάσεις σε πολλές πνευματικές δραστηριότητες, η Αναγέννηση είναι κυρίως γνωστή για την ανάπτυξη των Καλών Τεχνών καθώς και για τις πολυμαθείς προσωπικότητες που έζησαν σε αυτή την περίοδο όπως ο Λεονάρντο ντα Βίντσι και ο Μιχαήλ Άγγελος, οι οποίοι ενέπνευσαν τον όρο "Αναγεννησιακός Άνθρωπος"[99][100]. Στην εποχή αυτή γενικά σχεδόν σε όλη την Ευρώπη έρχεται η παρακμή και η τελική εξαφάνιση της Φεουδαρχίας, της δουλείας, καθώς και ο περιορισμός της
Χαρακτηρίζεται επίσης από την ανάπτυξη της επιστήμης, τον αυξανόμενο ρυθμό της τεχνολογικής προόδου, την κοσμική πολιτική διαχείριση και την εμφάνιση του έθνους-κράτους. Οι καπιταλιστικές οικονομίες αναπτύχθηκαν αρχικά στις δημοκρατίες της βορείου Ιταλίας, όπως η Γένοβα, η Βενετία και ο Άγιος Μαρίνος, με την ίδια περίοδο επίσης να φέρνει την εμφάνιση και επικράτηση της οικονομικής θεωρίας του Εμποροκρατισμού.
Διαφωτισμός και Κριτική σκέψη Το κίνημα του Διαφωτισμού αναπτύχθηκε πρώτα στη Γαλλία και κατόπιν στις υπόλοιπες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, και προετοίμασε τις συνθήκες για τη μετέπειτα Αμερικανική Επανάσταση (1776) και τη Γαλλική Επανάσταση (1789). Οι διαφωτιστές προωθούσαν συστηματικά τον ορθολογισμό και την πίστη στην πρόοδο, απαιτώντας αλλαγή στους πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς, την οικονομία, την εκπαίδευση και τη θρησκεία. Ήταν υπέρ των ατομικών ελευθεριών και εναντίων των μοναρχικών και τυραννικών κυβερνήσεων. Σημαντική συμβολική ενέργεια ήταν η δημοσίευση το 1751 της Εγκυκλοπαίδειας (γαλλ. Encyclopédie ou Dictionnaire raisonné des arts et métiers) από τον φιλόσοφο Ντενί Ντιντερό και τον μαθηματικό Ζαν Ντ' Αλαμπέρ. Σημαντικοί παράγοντες για το κίνημα ήταν η ανάπτυξη της μέσης τάξης, η επιστημονική πρόοδος, οι κοινωνικές αξίες, η αμφισβήτηση των μέχρι τότε γνώσεων, ακόμη και της θρησκείας, της αριστοκρατίας και της απόλυτης μοναρχίας, η ανάπτυξη και η διάδοση της γνώσης, σε έναν κόσμο που είχε επεκταθεί μέσω της ανάπτυξης του παγκόσμιου εμπορίου.
Παγκόσμιες εξελίξεις και Ευρωπαϊκή επέκταση Σημαντικά γεγονότα που διαδραματίζονται την εποχή αυτή περιλαμβάνουν την θρησκευτική Μεταρρύθμιση, τον Τριακονταετή Πόλεμο στην Κεντρική Ευρώπη, την Εποχή των Εξερευνήσεων με τους Ισπανούς και Πορτογάλους θαλασσοπόρους εξερευνητές να πρωτοστατούν, την αποικιοκρατική εξάπλωσητων Ευρωπαίων, την κυριαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας σε Μέση Ανατολή, Βόρεια Αφρική και νοτιοανατολική Ευρώπη, και την κορύφωση του κυνηγιού μαγισσών στην Ευρώπη.
Δυτική και Κεντρική Ευρώπη
Κατά την περίοδο αυτή οι δυτικές Ευρωπαϊκές δυνάμεις έφτασαν να κυβερνούν το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου. Η γεωγραφία της Ευρώπης είχε σημαντικό ρόλο στην επιτυχία της αυτή, μια και σε αντίθεση με τις άλλες δυνάμεις της εποχής στη Μέση Ανατολή, Ινδία και Κίνα οι οποίες περιβάλλονταν από μεγάλες εκτάσεις γης, η Ευρώπη περιβάλλονταν περιμετρικά από τη Βόρεια Θάλασσα, Ατλαντικό Ωκεανό και τη Μεσόγειο Θάλασσα, όπως και οροσειρές όπως αυτές των Πυρηναίων, Άλπεων, Απέννινων και τα Καρπάθια Όρη, ένας γεωγραφικός συνδυασμός που παρείχε έναν καλό βαθμό προστασίας από εξωτερικούς εισβολείς -ιδιαίτερα στα κράτη της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης- αλλά και ευκολία στη διενέργεια υπερπόντιων εξερευνήσεων.
Αρχικά οι Πορτογάλοι και Ισπανοί ήταν οι κύριες δυνάμεις κατάκτησης και επιρροής και η συνεργασία τους έφερε ως αποτέλεσμα την Ιβηρική Ένωση[102], την πρώτη παγκόσμια αυτοκρατορία στην οποία ο 'ήλιος δεν έδυε ποτέ'. Σύντομα τα βορειοευρωπαϊκά κράτη των Άγγλων, Γάλλων, και Ολλανδών, άρχισαν να κυριαρχούν στον Ατλαντικό. Μετά από μια σειρά πολέμων του 17ου και 18ου αιώνα που ακολουθήθηκαν με τους Ναπολεόντιους πολέμους, η Βρετανία αναδείχθηκε ως η νέα παγκόσμια δύναμη.
Οι χώρες της δυτικής Ευρώπης ενώ επεκτεινόταν διαρκώς μέσω της τεχνολογικής προόδου και των αποικιακών κατακτήσεων τους, βρίσκονταν οικονομικά και στρατιωτικά η μία με την άλλη σε μια κατάσταση συνεχούς πολέμου. Συχνά οι πόλεμοι αυτοί αποκτούσαν και θρησκευτική διάσταση, είτε με Καθολικούς εναντίων Προτεσταντών, είτε -κυρίως στη νότια και ανατολική Ευρώπη- με Χριστιανούς εναντίων Μουσουλμάνων. Πόλεμοι ιδιαίτερης σημασίας που διαδραματίστηκαν αυτή την εποχή είναι ο Εκατονταετής Πόλεμος (1337-1453), οι Γαλλικοί θρησκευτικοί πόλεμοι (1562-1598), ο Τριακονταετής Πόλεμος(1618-1648), ο Πόλεμος της Ισπανικής Διαδοχής (1701-1714), ο Επταετής Πόλεμος (1756-1763), και οι Πόλεμοι της Γαλλικής Επανάστασης (1792-1802).
Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, η κύρια εξωτερική απειλή την περίοδο αυτή ήταν η Οθωμανική αυτοκρατορία, η οποία με τη ραγδαία μετέπειτα εξάπλωση της έφτασε να απειλήσει σοβαρά την κεντρική Ευρώπη (Πρώτη και Δεύτερη πολιορκία της Βιέννης το 1529 και 1683 αντίστοιχα, Συνθήκη του Κάρλοβιτς το 1699), νοτιοκεντρική Ευρώπη (Εισβολή της Κορσικής το 1553, Πολιορκία της Μάλτας το 1565, Οθωμανικές επιδρομές στη νότια Ιταλία τον 16ο αιώνα), και μέρος της Βόρειας Ευρώπης (Πολωνικοί-Οθωμανικοί Πολέμοι ειδικά κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα).
Ανατολική Ευρώπη Με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία να έχει καταρρεύσει, η περιοχή των Βαλκανίων στη νοτιοανατολική Ευρώπη πέρασε ολοκληρωτικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία κατέκτησε όλους τους λαούς της περιοχής, όπως οι Βυζαντινοί Έλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι, Αλβανοί και οι κατακτήσεις τους έφτασαν και βορειότερα ως τις περιοχές που σήμερα βρίσκονται η Σλοβακία, Ρουμανία, Ουγγαρία και Ουκρανία. Σημαντικές εξελίξεις στην περιοχή αυτή για την ανακοπή της εξάπλωσης των Οθωμανών προς την Ιταλία και τη Δυτική Ευρώπη, αποτέλεσαν η βαριά ήττα των Οθωμανών στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571 και η εξαιρετικά μακρόχρονη πολιορκία του Χάνδακα στην περιοχή του σημερινού Ηρακλείου της Κρήτης, η οποία διήρκεσε από το 1648 έως το 1669 και αποτελεί την πιο μακρόχρονη πολιορκία στην ιστορία.
Πιο βόρεια, οι Σλαβικοί πληθυσμοί της Ρωσίας κατάφεραν κατά τη διάρκεια του 14ου και 15ου αιώνα να απαλλαγούν από τη Μογγολική κυριαρχία, ειδικά με τη μάχη του Κουλίκοβο το 1380 και τη μάχη στον ποταμό Ούγκρα το 1480. Αργότερα υπό τον Ιβάν τον Τρομερό, ο οποίος έγινε ο πρώτος Τσάρος της Ρωσίας το 1547, με την επικράτηση επί των υπολοίπων Μογγολικών και Τουρκικών φύλων της περιοχής, η Ρωσία μεταμορφώθηκε σε μια σημαντική τοπική δύναμη, η οποία αποτέλεσε ανάχωμα στην επέκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς τα βορειοανατολικά, μέσω μιας σειράς συγκρούσεων από τον 16ο έως και τις αρχές του 20ου αιώνα γνωστών συλλογικά ως οι Ρωσοτουρκικοί πόλεμοι.
Μέση Ανατολή, Αφρική και Ινδία Η ισχυρή Οθωμανική αυτοκρατορία μετά τις κατακτήσεις της στη νοτιοανατολική Ευρώπη, εξαπλώθηκε γρήγορα τους επόμενους 2 αιώνες σε όλη τη Μέση Ανατολή, το μεγαλύτερο μέρος της Βόρειας Αφρικής και παράλια της βορειοανατολικής, καθώς και με διάφορες ναυτικές επιδρομές απείλησε την κυριαρχία των Πορτογαλικών αποικιών της Ανατολικής Αφρικής και του Ινδικού Ωκεανού.
Η Περσία κατακτήθηκε από την αυτοκρατορία των Σαφαβιδών το 1501, την οποία ακολούθησαν η αυτοκρατορία των Αφσαριδών το 1736 και η αντίστοιχη των Κατζαριδών το 1796. Οι περιοχές στα βόρεια και ανατολικά ήταν υπό τον έλεγχο των Ουζμπέκων και Παστούν.
Στην Ινδία, το Σουλτανάτο του Δελχί και τα Σουλτανάτα του Ντέκκαν έδωσαν τη θέση τους στις αρχές του 16ου αιώνα στην αυτοκρατορία των Μουγκάλ (Μογγόλων της Ινδίας). Ξεκινώντας στα βορειοδυτικά, μέχρι το τέλος του 17ου αιώνα οι Μουγκάλ κυριάρχησαν σχεδόν σε όλη την έκταση της Ινδίας[103], εκτός από τις Ινδικές επαρχίες στο νότιο άκρο της χώρας, οι οποίες κατόρθωσαν να παραμείνουν ανεξάρτητες. Η Ινδουιστική αυτοκρατορία των Μαράτα ιδρύθηκε στις δυτικές ακτές της Ινδίας το 1674 και ενάντια στους Μουγκάλ κατάφερε με την πάροδο των δεκαετιών να αποκτήσει την πλειοψηφία των περιοχών, ειδικά κατά τους πολέμους του Ντέκκαν (1681-1701).
Η εξερεύνηση της Αφρικής από τους Ευρωπαίους, κυρίως με τις δυνάμεις των Πορτογάλων και των Ολλανδών έφτασε στο ζενίθ της την περίοδο αυτή. Στην ανατολική Αφρική η ακτή των Σουαχίλι παράκμασε αφότου πέρασε υπό τον έλεγχο των Πορτογάλων και κατόπιν του Ομάν. Στη δυτική Αφρική, η αυτοκρατορία του Σονγκχάϊ αλώθηκε από την εισβολή των Μαροκινών το 1591. Στη νότια Αφρική, το Βασίλειο της Ζιμπάμπουε αντικαταστάθηκε από μικρότερα βασίλεια, όπως της Μουτάπα, Μπουτούα, και Ρόζουι. Η Αιθιοπία αντιμετώπισε την εισβολή του 1531 από το Σουλτανάτο του Αντάλ και το 1769 μπήκε στην περίοδο του Ζέμενε Μεσάφιντ κατά τη διάρκεια της οποίας ο Αυτοκράτορας υπήρχε συμβολικά και η χώρα κυριαρχούνταν από πολέμαρχους, αν και αργότερα ολόκληρη η σειρά των βασιλέων αποκαταστάθηκε από τον αυτοκράτορα Τεούοντρος Β'. Το Σουλτανάτο του Ατζουράν στο Κέρας της Αφρικής, άρχισε να φθίνει τον 17ο αιώνα και τη θέση του πήρε το Σουλτανάτο του Γκελέντι. Άλλοι πολιτισμοί που άκμασαν αυτοί την περίοδο, είναι η αυτοκρατορία των Όγιο, η οποία έφτασε στη χρυσή εποχή της, το βασίλειο του Μπενίν, το βασίλειο των Ασάντι, το οποίο αναδείχθηκε στην Γκάνα το 1670, καθώς και το βασίλειο του Κονγκό.
Άπω Ανατολή Η Ιαπωνία και η Κίνα επηρεάστηκαν σημαντικά κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου με την επέκταση του ναυτεμπορίου με την Ευρώπη και ειδικά αυτή την Πορτογάλων στο Μακάο της Κίνας και στο Ναγκασάκι της Ιαπωνίας.
Στην Κίνα η δυναστεία των Μινγκ αντικαταστάθηκε το 1644 από τη δυναστεία Τσινγκ, την τελευταία Κινέζικη αυτοκρατορική δυναστεία η οποία συνέχισε ως το 1912.
Η Ιαπωνία είχε την εμπειρία της εμφυλιοπολεμικής περιόδου Αζούτσι-Μομογιάμα (1568 – 1603), η οποία ακολουθήθηκε από την περίοδο Έντο (1603-1868) κατά την οποία οι κυβερνήσεις μέσω απομονωτικών πολιτικών προσπάθησαν να εξαλείψουν τις Ευρωπαϊκές επιρροές.
Στην Κορέα η δυναστεία Τζοσεόν (1392-1910) κατόρθωσε να παραμείνει στην εξουσία όλο αυτό το καιρό και απέκρουσε τις εισβολές από Κίνα και Ιαπωνία τον 16ο και 17ο αιώνα.
Νοτιοανατολική Ασία και Ωκεανία Το 1511, οι Πορτογάλοι ανέτρεψαν το Σουλτανάτο της Μαλάκκα στην περιοχή, όπου βρίσκεται η σημερινή Μαλαισία και Ινδονησιακή Σουμάτρα, και κράτησαν αυτή τη σημαντική εμπορική περιοχή και κομβικό ναυσιπλοϊκό σημείο έως ότου ανατράπηκαν από τους Ολλανδούς το 1641. Το Σουλτανάτο του Τζοχόρ, στο νότιο άκρο της Μαλαισιανής χερσονήσου έγινε η κύρια εμπορική δύναμη στην περιοχή.
Με τον καιρό ο Ευρωπαϊκός αποικιοκρατισμός επικράτησε σχεδόν σε ολόκληρη τη Νοτιοανατολική Ασία –οι Βρετανοί στην Μπούρμα και μετά τους Πορτογάλους και Ολλανδούς επίσης στη Μαλαισία, οι Γάλλοι στην Ινδοκίνα, οι Ολλανδοί στην Ινδονησία, και οι Ισπανοί στις Φιλιππίνες. Μόνο η Ταϋλάνδη κατάφερε επιτυχώς να αντισταθεί στον αποικιοκρατισμό.
Τα νησιά του Ειρηνικού Ωκεανού στην Ωκεανία επηρεάστηκαν επίσης από την Ευρωπαϊκή επαφή, ξεκινώντας με τον περίπλου της γης από τον Μαγγελάνο, ο οποίος αποβιβάστηκε στα νησιά Μαριάνα και σε άλλα νησιά στην περιοχή το 1521. Επίσης αξιοσημείωτα ήταν τα ταξίδια του Άμπελ Τάσμαν το 1642 έως 1644 σε Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία και τα ταξίδια του Τζέιμς Κούκ το 1768 έως 1779, ο οποίος έκανε την πρώτη Ευρωπαϊκή επαφή με τη Χαβάη. Μερικά χρόνια αργότερα, η Βρετανική Αυτοκρατορία ίδρυσε την πρώτη αποικία της στην Αυστραλία το 1788 στην τοποθεσία του σημερινού Σίδνεϊ.
Αμερική Οι δυτικοευρωπαϊκές δυνάμεις αποίκισαν εντατικά τη νεοευρεθείσα ήπειρο, εκτοπίζοντας του ιθαγενείς πληθυσμούς και καταστρέφοντας τους προηγμένους πολιτισμούς των Αζτέκων και των Ίνκα. Οι αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες της Ισπανίας, Πορτογαλίας, Βρετανίας και Γαλλίας, έκαναν εκτενείς εδαφικές διεκδικήσεις και εισήγαγαν μεγάλο αριθμό εποίκων, μαζί με τη μαζική εισαγωγή σκλάβων από την Αφρική. Τη μερίδα του λέοντος απέκτησε η Ισπανία, η οποία είχε στην εξουσία της ολόκληρη τη Νότια Αμερική (με εξαίρεση τη Βραζιλία, η οποία πέρασε στην Πορτογαλία), όλη την Κεντρική, καθώς και σημαντικό ποσοστό στο νότιο και στο δυτικό κομμάτι της Βόρειας Αμερικής αντίστοιχα.
Η Βρετανία αποίκισε την ανατολική ακτή της Βόρειας Αμερικής και η Γαλλία την κεντρική περιοχή της. Η Ρωσική αυτοκρατορία έστειλε αποστολές στη βορειοδυτική ακτή της ηπείρου και ίδρυσε την πρώτη της αποικία στην Αλάσκα το 1784[104] και αργότερα το προκεχωρημένο οχυρό του Φορτ Ρος στην περιοχή της σημερινής Καλιφόρνια το 1812[105]. Στη δίνη του Επταετή Πολέμου το 1762, η Γαλλία παραχώρησε μυστικά τις περισσότερες από τις Βορειοαμερικανικές κτίσεις της στην Ισπανία με τη Συνθήκη του Φονταινεμπλώ. Το 1776 οι δεκατρείς Βρετανικές αποικίες κήρυξαν την ανεξαρτησία τους ως οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, με την ανεξαρτησία τους να επικυρώνεται από τη Συνθήκη του Παρισιού το 1783, τερματίζοντας την Αμερικανική Επανάσταση.
Αφότου οι Ευρωπαίοι απέκτησαν τον έλεγχο στην Αμερική, οι επεκτατικές δραστηριότητες της Δύσης στράφηκαν προς την Ανατολική Ασία και την Αφρική[106][107], όπου τον 19ο αιώνα τα Ευρωπαϊκά κράτη είχαν ξεκάθαρο τεχνολογικό προβάδισμα σε σχέση με τα κράτη των περιοχών αυτών[108]. Η Βρετανία απέκτησε τον έλεγχο ολόκληρης της Ινδίας, της Αιγύπτου και της Μαλαισιανής χερσονήσου[109]. Οι Γάλλοι με τη σειρά τους απέκτησαν την Ινδοκίνα, ενώ οι Ολλανδοί στερέωσαν τον έλεγχο τους στις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες. Οι Βρετανοί, επίσης, εποίκισαν την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και τη Νότια Αφρική με μεγάλους αριθμούς εποίκων από τη Βρετανία[109]. Η Ρωσία αποίκισε μεγάλες περιοχές της Σιβηρίας, στις οποίες δεν είχε αναπτυχθεί η καλλιέργεια ακόμα[110][111], αυξάνοντας δραματικά το μέγεθος της. Συνέπεια του εκτεταμένου αποικιοκρατισμού, ήταν και η κυριαρχία του Λατινικού αλφαβήτου σε μεγάλο μέρος του κόσμου έως σήμερα.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις διαίρεσαν τις περιοχές της Αφρικής που απέμεναν σε ζώνες επιρροής. Εντός της Ευρώπης, οι οικονομικές και στρατιωτικές προκλήσεις δημιούργησαν ένα σύστημα εθνών-κρατών και εθνο-γλωσσολογικών ομάδων, οι οποίες ταυτοποιούνταν ως ξεχωριστά έθνη, αναζητώντας πολιτιστική και πολιτική αυτονομία.
Η αυτοκρατορία των Μαράτα ηττήθηκε και πέρασε στον έλεγχο των Βρετανών το 1818 υπό τον έλεγχο της Αγγλικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών και όλη η πρώην εξουσία, που κατείχαν οι Μαράτα και οι Μουγκάλ, πέρασε στο Βρετανικό Ρατζ το 1858. Κατά τον 19ο αιώνα η Βρετανική Αυτοκρατορία μετά την ήττα της Γαλλίας στους Ναπολεόντιους πολέμους, εξαπλώθηκε και απέκτησε μεγάλες γεωγραφικές εκτάσεις, με τις μεγαλύτερες να είναι η Αυστραλία και Ινδία, κάτι που, ιστορικά, την αναδεικνύει ως τη γεωγραφικά μεγαλύτερη αυτοκρατορία στην ιστορία της ανθρωπότητας. Στα μέσα του 19ου αιώνα επίσης σημειώθηκε ένας από τους πλέον πολύνεκρους πολέμους της παγκόσμιας ιστορίας, ο εμφύλιος πόλεμος της εξέγερσης των Ταϊπίνγκ στην Κίνα με τουλάχιστον 20 εκατομμύρια νεκρούς, στον οποίο οι Βρετανοί έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο ως προς την έκβαση, εξοπλίζοντας, εκπαιδεύοντας και διοικώντας τις δυνάμεις του αυτοκρατορικού στρατού της δυναστείας των Τσινγκ εναντίον των επαναστατών Ταϊπίνγκ.
Η Επιστημονική Επανάσταση άλλαξε την αντίληψη της ανθρωπότητας για τον κόσμο και οδήγησε στη Βιομηχανική Επανάσταση και μια μεγάλη αλλαγή των παγκόσμιων οικονομιών[112][113]. Η Βιομηχανική Επανάσταση ξεκίνησε στη Μεγάλη Βρετανία και χρησιμοποίησε νέες τεχνικές παραγωγής — το εργοστάσιο, μαζική παραγωγή και μηχανοποίηση — για να παράγει μια μεγάλη ποικιλία αγαθών γρηγορότερα και χρησιμοποιώντας λιγότερη χειρωνακτική εργασία από ό,τι πριν. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, η παγκόσμια οικονομία έγινε εξαρτημένη στη χρήση άνθρακα ως καυσίμου, καθώς νέες μέθοδοι μεταφοράς, όπως τα τρένα και τα ατμόπλοια, σμίκρυναν ουσιαστικά κατά πολύ τις αποστάσεις στα διάφορα σημεία του κόσμου, με τα τέλη του 19ου αιώνα να φέρνουν την εμφάνιση των πρώτων μοντέλων αυτοκινήτων[113]. Την ίδια στιγμή, η βιομηχανική μόλυνση και περιβαλλοντική επιβάρυνση έκαναν την εμφάνιση τους, αισθητά, με τη χρήση των παραπάνω τεχνολογιών, τα παράγωγα της καύσης του άνθρακα και τη συστηματική χρήση ξυλείας για κάρβουνο και εξόρυξη γαιανθράκων από το έδαφος.
Σύγχρονη εποχή Η σύγχρονη εποχή ξεκινά με τον 20ο αιώνα και τα Ευρωπαϊκά κράτη να βρίσκονται στο απόγειο της δύναμης και πλούτου τους[114][115][116], με το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου να βρίσκεται υπό την άμεση κυριαρχία τους και το υπόλοιπο υπό την ισχυρή επιρροή τους[117].
20ος αιώνας: Παγκόσμιοι Πόλεμοι, Τηλεπικοινωνίες και Ψηφιακή ΕπανάστασηΈνα από τα κύρια χαρακτηριστικά της πρώιμης σύγχρονης εποχής υπήρξαν οι πόλεμοι ανεπανάληπτης έκτασης και καταστροφής με κέντρο την Ευρώπη, οι οποίοι επεκτάθηκαν παγκοσμίως. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος[118] έφερε στο τέλος τους πολλές από τις αυτοκρατορίες και μοναρχίες της Ευρώπης και αποδυνάμωσε τις πρώην υπερδυνάμεις της Βρετανίας και Γαλλίας[119]. Με το πέρας του, υπήρξε η ανάδειξη δυναμικών ιδεολογιών, οι οποίες έφεραν ακόμα μεγαλύτερες αλλαγές, όπως η Ρωσική Επανάσταση του 1917,[120][121][122] η οποία δημιούργησε το πρώτο κομμουνιστικό κράτος της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ). Αντίστοιχα, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1920 και 1930 ένα σημαντικό κομμάτι της Ευρώπης είδε την ανάδειξη μιλιταριστικών και φασιστικών καθεστώτων, όπως στην Γερμανία, τη Ιταλία, τη Ισπανία και αλλού[123].
Οι ασταμάτητες εθνικές αντιπαλότητες, υποδαυλίζονταν και από την Παγκόσμια οικονομική ύφεση του 1929, που τελικά έφεραν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο[124][125], δυο δεκαετίες μετά τη λήξη του Πρώτου το 1918. Τα μιλιταριστικά καθεστώτα της Ευρώπης και της Ιαπωνίας, με κύριο εκφραστή τη Ναζιστική Γερμανία, αναζήτησαν την εξάπλωση και επικράτηση τους σε μια παγκόσμια κλίμακα. Γνωστή με τον τίτλο «Άξονας», η συμμαχία αυτή ηττήθηκε οριστικά το 1945, και το κενό δύναμης που υπήρξε μετά το τέλος του καταστροφικού πολέμου, αντικατέστησαν η Σοβιετική Ένωση στην Ανατολική Ευρώπη -και γενικά στον Ανατολικό κόσμο- συγκροτώντας μια συμμαχία κρατών υπό τον τίτλο Ανατολικό Μπλoκ στα κράτη της οποίας εξαπλώθηκε ο κομμουνισμός, και οι Ηνωμένες Πολιτείες στη Δυτική Ευρώπη και, γενικότερα, στον Δυτικό κόσμο με την ίδρυση της συμμαχίας του ΝΑΤΟ, ως αντιστάθμισμα στη συμμαχία της Σοβιετικής Ένωσης, κάτι που επέφερε τη γενική διαίρεση ολόκληρου του κόσμου σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα.
Με τη δημιουργία των πυρηνικών όπλων μαζικής καταστροφής στο τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου από τις ΗΠΑ, και την ΕΣΣΔ σύντομα να ακολουθεί, υπήρξε μια συνεχής παραγωγή στρατιωτικών εξοπλισμών, ώστε η μια πλευρά να είναι πιο ισχυρή από την άλλη[126]. Με την αμοιβαία καχυποψία και προσπάθεια για περιορισμό της επιρροής και περαιτέρω εξάπλωσης της άλλης πλευράς, ήρθε η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου, μια σαρανταπενταετής περίοδος με έντονες αντιπαραθέσεις, υπονομεύσεις και απειλές μεταξύ των ΗΠΑ και ΕΣΣΔ και των αντίστοιχων συμμάχων τους. Η κορύφωση της απειλής, όχι μόνο για τη συνολική ύπαρξη του ίδιου του ανθρώπινου είδους, αλλά για την ύπαρξη του μεγαλύτερου ποσοστού έμβιων όντων στον πλανήτη πλέον, ήρθε με την Κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962, οπότε και οι δύο δυνάμεις έφτασαν πολύ κοντά στη χρήση πυρηνικών όπλων εναντίον της άλλης και ένα παγκόσμιο πυρηνικό πόλεμο. Η ψυχραιμία που επικράτησε και η θεώρηση και από τις δύο πλευρές πως ένας τέτοιος πόλεμος δεν θα ήταν πρακτικός μιας και θα υπήρχε αμοιβαία ολική καταστροφή, έφεραν τις μελλοντικές συγκρούσεις να επικεντρώνονται στη διενέργεια ενδιάμεσων πολέμων μέσω των συμμάχων τους, εις βάρος των χωρών του 3ου κόσμου. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ήρθε στη δεκαετία του 1990, οπότε η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε εκ των έσω, μη μπορώντας να αντέξει το οικονομικό βάρος των συνεχών εξοπλισμών ως αντιστάθμισμα των αντίστοιχων σε ΗΠΑ και Δυτική Ευρώπη. Τα κράτη του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, διεκδίκησαν την εθνική κυριαρχία τους και το 1991 η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε με τη Ρωσία να είναι ο απευθείας αποδυναμωμένος διάδοχος της[127][128][129] και τις ΗΠΑ να είναι πλέον η μοναδική παγκόσμια υπερδύναμη[130][131][132].
Στον υπόλοιπο κόσμο, κατά τις δεκαετίες μετά τους παγκόσμιους πολέμους και την αποδυνάμωση που έφεραν σε μεγάλο βαθμό στα Ευρωπαϊκά κράτη, σημειώθηκε η σχεδόν πλήρης αυτοδιάθεση και ανεξαρτησία των χωρών σε Αφρική και Ασία, που ήταν αποικίες των Βρετανών, Γάλλων, Βέλγων, Ολλανδών και άλλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων[133][134], αν και τα περισσότερα από αυτά παρέμειναν υπό την ισχυρή επιρροή των ΗΠΑ και ΕΣΣΔ αντίστοιχα.
Επίσης, ως μια προσπάθεια αποτροπής μελλοντικών καταστροφικών συγκρούσεων δημιουργήθηκαν τα Ηνωμένα Έθνη το 1945, ως οργανισμός για τη διεθνή συνεργασία και ειρήνη και ο οικονομικός συνασπισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην Ευρώπη, στα τέλη της δεκαετίας του 1950[135][136][137][138].
Ο 20ος αιώνας έφερε επίσης μια εκρηκτική πρόοδο στην επιστήμη και την τεχνολογία και αύξησε το προσδόκιμο ζωής και την ποιότητα ζωής, για το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας, ιδιαίτερα με την ευρεία παραγωγή και χρήση των αντιβιοτικών. Οι τηλεπικοινωνίες, έφεραν την άμεση ηχητική και οπτική επικοινωνία και μετάδοση πληροφοριών μεταξύ απομακρυσμένων τοποθεσιών με τη μαζική χρήση του τηλεφώνου, ραδιοφώνου και της τηλεόρασης. Επίσης αρκετές από τις αρχέγονες επιθυμίες του ανθρώπου έγιναν πραγματικότητα, όπως η πτήση στον ουρανό, με τον ερχομό του αεροπλάνου, η εξερεύνηση και κάθοδος στην άβυσσο των ωκεανών με τα υποβρύχια, και η αποστολή ανθρώπων στη Σελήνη και η εξερεύνηση του πλανήτη Άρη μέσω ρομποτικών συσκευών. Επιπλέον, η ανακάλυψη του DNA, των γενετικών πληροφοριών που υπάρχουν σε όλα τα έμβια είδη, όπως και στον άνθρωπο, άνοιξε μια νέα εποχή ως προς την κατανόηση της ζωής και την αντιμετώπιση των ασθενειών.
Όλες οι παραπάνω ιδιαίτερα σημαντικές ανακαλύψεις και εφευρέσεις άλλαξαν ριζικά τη ζωή του ανθρώπινου είδους, με την εξάπλωση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και του Διαδικτύου να λειτουργεί ως καταλύτης για όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες και να φέρνει μια πραγματική Ψηφιακή Επανάσταση ως προς την ευκολία και δύναμη επεξεργασίας, αποθήκευσης, συνδυασμού και μετάδοσης οποιουδήποτε είδους γνώσης και πληροφορίας[139].

21ος αιώνας: Εποχή της Πληροφορίας, Κλιματική κρίση και Τεχνολογική ΕπανάστασηΟ 21ος αιώνας ακολουθεί την τάση της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, καθώς και την επέκταση των επικοινωνιών με τη χρήση κινητών τηλεφώνων και του διαδικτύου. Οι δυνατότητες ψηφιακής επεξεργαστικής δύναμης και μετάδοσης πληροφοριών έχουν πλέον γίνει κοινό κτήμα στο ευρύ κοινό πέρα από τα πανεπιστήμια, επιχειρήσεις και τις μεμονωμένες ομάδες χρηστών της τελευταίας δεκαετίας του 20ου αιώνα, που κυρίως χρησιμοποιούσαν τις τεχνολογίες αυτές. Mε την ωρίμανση των τεχνολογιών για το καταναλωτικό κοινό έχει έρθει μια εκρηκτική άνοδος της παραγωγής και ανάλυσης δεδομένων και πληροφοριών, κάλυψης γεγονότων και γενικής δημιουργίας, που συνοψίζεται με τον τίτλο Εποχή της Πληροφορίας. Με τον ρυθμό παραγωγής νέων τεχνολογιών -αναλογικών και ψηφιακών πλέον- να έχει αυξηθεί κατακόρυφα, την επεξεργαστική ισχύ των υπολογιστών να διπλασιάζεται ανά περίπου 18 μήνες, και όλα τα παραπάνω να είναι προσιτά σε ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων -ειδικών και μη-, επιταχύνεται ο ρυθμός της εξερεύνησης και κατανόησης της φύσης του κόσμου σε μια πολύ ευρύτερη κλίμακα (Σύμπαντος, Ζωής, ακόμα και της ίδιας της Γνώσης) με τον 21ο αιώνα να αποτελεί ένα κομβικό σημείο για την ιστορία της ανθρωπότητας.

Η παγκόσμια ζήτηση και συναγωνισμός για φυσικούς πόρους έχει αυξηθεί ιδιαίτερα λόγω των αυξανόμενων πληθυσμών και βιομηχανοποίησης, κυρίως στις ΗΠΑ, Ινδία, Κίνα και Βραζιλία. Η ζήτηση αυτή προκαλεί ολοένα και αυξανόμενη επιβάρυνση στο φυσικό περιβάλλον και μια γενικευμένη απειλή για ένα παγκόσμιο φαινόμενο του θερμοκηπίου[140]. Για την αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού υπάρχει ένα κοινωνικό, πολιτικό και επιχειρηματικό ρεύμα, το οποίο προωθεί τη χρήση και ανάπτυξη εναλλακτικών πηγών ενέργειας, οι οποίες δεν επιβαρύνουν το περιβάλλον (όπως ηλιακή, αιολική, υδροηλεκτρική ενέργεια), ανακύκλωση και επαναχρησιμοποίηση υλικών, γενικός περιορισμός των ρύπων, και μια γενικότερη επανεκτίμηση και προσοχή στην κατάσταση και βελτίωση του φυσικού κόσμου.[141][142][143] Άλλες σημαντικές απειλές περιλαμβάνουν, χρήση πυρηνικών όπλων ή ατυχήματα πυρηνικής ενέργειας, παγκόσμια κλιματική αλλαγή, υπερπληθυσμός, παγκόσμια εξάπλωση επιδημιών, όπως Έμπολα και Γρίπη των Πτηνών, αστεροειδείς και κομήτες στην τροχιά της Γης[144], τεχνητή νοημοσύνη εάν στο μέλλον ξεπεράσει τις ανθρώπινες ικανότητες και ανεξαρτοποιηθεί[145][146], και η μη επάρκεια αναγκαίων φυσικών πόρων στον πλανήτη -ιδιαίτερα ορυκτών καυσίμων- για την κάλυψη του συνόλου της παγκόσμιας ζήτησης και κατανάλωσης.[147]
Με την εμφάνιση των ανατομικά σύγχρονων ανθρώπων πριν από 200.000 χρόνια, την εξάπλωση τους σε όλο τον πλανήτη πριν από 12.000 χρόνια, την εφεύρεση της γραφής πριν 5.000, την κάθε μικρή και μεγάλη ανακάλυψη στην πάροδο των χιλιετιών, που η συνδυαστική τους επίδραση οδήγησε στα μεγάλα θαύματα της τεχνολογίας του 20ου αιώνα, μέχρι τα ψηφιακά διαδικτυακά βασίλεια στις αρχές του 21ου αιώνα, το ανθρώπινο είδος είναι μακράν το πιο εξελιγμένο είδος του πλανήτη Γη. Ο τρόπος που θα αντιδράσει στις προκλήσεις που αναδεικνύονται, τους σοβαρούς κινδύνους που ελλοχεύουν, και τις μεγάλες ευκαιρίες που το περιμένουν, θα καθορίσει το μέλλον του.
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ένα μικρό αφιέρωμα στον Σιλβέν Πονς και στον Σμούκε.

Η τέχνη και οι καλλιτέχνες. Παρακολουθώντας την ιστορία της τέχνης σε όλους τους λαούς, διαπιστώνουμε πως δεν υπήρξε ούτε λαός, ούτε εποχή που ο άνθρωπος δεν είχε τέχνες. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος αρχίζει να αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του, να σκέπτεται, να επικοινωνεί, νοιώθει την ανάγκη να εκφράζει τα συναισθήματα και τις σκέψεις του. Με το πέρας των χρόνων, οι ανάγκες των ανθρώπων αυξήθηκαν, και οι μορφές τέχνης ακολούθησαν μια εξελικτική πορεία, παρακολουθώντας την εξέλιξη του ανθρώπου, προσαρμοζόμενες στις συνθήκες και απαιτήσεις των καιρών, από την αρχαιότητα, έως σήμερα.
Η τέχνη είναι η απεικόνιση, η αποκρυστάλλωση και μορφοποίηση των ανθρώπινων ιδεών και συναισθημάτων σε καλλιτεχνικές μορφές. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί σχετικά με το σκοπό που εκφράζει η τέχνη. Κατά το πλείστον, θεωρείται σωστός ο χαρακτήρας της όταν μπορεί να καταγράψει τους παλμούς της εποχής, τις ανησυχίες της. Το καλλιτεχνικό έργο και ο δημιουργός του καταξιώνονται, όταν καταφέρουν να αποδώσουν με αισθητικό τρόπο το σημείο εκείνο που συγκλίνουν οι αξίες, οι ελπίδες και οι ανησυχίες του συνόλου. Σε αυτό το σημείο, έρχεται ο καλλιτέχνης, που είναι μέλος κοινωνικό, βιώνει τα κοινωνικά δεδομένα, καταγράφει τους παλμούς της εποχής. Ο προβληματισμός του είναι ευρύτερος προβληματισμός, οι ανησυχίες του συνολικές ανησυχίες, με τη διαφορά ότι αυτός προσπαθεί να ζωντανέψει την πραγματικότητα να της δώσει όνομα, όγκο, σχήμα, χρώμα, μορφή.
Η τέχνη, είναι μια αιώνια ερώτηση που απευθύνεται στον ορατό κόσμο μέσω της οπτικής αίσθησης και ο καλλιτέχνης είναι αυτός που έχει την ικανότητα και την επιθυμία να δώσει υλική μορφή στην οπτική του αντίληψη με δύο μέσα: το αντιληπτικό και το εκφραστικό, διαδικασίες που δε διαχωρίζονται, καθώς ο καλλιτέχνης εκφράζει ότι αντιλαμβάνεται και αντιλαμβάνεται ότι εκφράζει1. Η ιστορία της τέχνης είναι μια ιστορία μεθόδων οπτικής αντίληψης. Κάποιος μπορεί να πει ότι υπάρχει ένας μόνο τρόπος για να δει τον κόσμο. Ωστόσο, δεν είναι έτσι. Βλέπουμε ότι μαθαίνουμε να βλέπουμε και ότι θέλουμε να δούμε, και αυτό που βλέπουμε είναι προϊόν της επιθυμίας μας να κατασκευάσουμε ένα κόσμο που να είναι πιστευτός. Έτσι, η τέχνη γίνεται η κατασκευή της πραγματικότητας. Μπροστά σε ένα έργο τέχνης, θυμόμαστε χίλια δυο πράγματα που επηρεάζουν τις προτιμήσεις μας2. Οι περισσότεροι επιθυμούν να βλέπουν σε ένα έργο τέχνης, ότι τους αρέσει να βλέπουν στη πραγματικότητα. Αυτό δεν είναι απόλυτα κακό, αρκεί να μην αποτελεί εμπόδιο και κριτήριο απόρριψης ενός έργου λιγότερου «ελκυστικού», σύμφωνα με τα υποκειμενικά κριτήρια του καθενός. Το ίδιο που ισχύει για την ομορφιά, ισχύει και για την έκφραση. Ενώ, υπάρχουν και άνθρωποι, που προτιμούν να βλέπουν κάτι, που να τους επιτρέπει να προβληματίζονται και να προχωρούν παραπέρα, περνώντας έτσι από το στατικά ωραίο στο πνευματικό.
Ο τρόπος με τον οποίο οργανώνεται η αισθητηριακή αντίληψη του ανθρώπου, δεν εξαρτάται μόνο από φυσικούς αλλά και από ιστορικούς παράγοντες3. Άλλωστε, όπως έλεγε και ο Ιππόλυτος Τάϊν (Hippolyte Taine) «...Η τέχνη κάθε εποχής, καθορίζεται άμεσα από το περιβάλλον...»4 και ως εκ τούτου, δε πρέπει, να κάνουμε το λάθος, να ζητήσουμε να μετρήσουμε μια εποχή με τα μέτρα μιας άλλης εποχής5. Αντίθετα, πρέπει να μπούμε στο κλίμα της εποχής που κάθε φορά μελετάμε, να δούμε σε βάθος την εκάστοτε κοινωνία, τις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές, πολιτισμικές συνθήκες στις οποίες έζησε, για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τις αισθητικές αντιλήψεις, τις επιλογές, την εκάστοτε εποχή και έτσι να προβούμε στην ερμηνεία του έργου που μελετάμε. Κάθε καλλιτεχνική κίνηση είναι έκφραση, ερμηνεία της σύγχρονης συνείδησης και συνδέεται άμεσα με τον γενικό ιστορικό προβληματισμό6. Συνεπώς, πρέπει να δίνεται έμφαση στο ιστορικό υπόβαθρο που περιβάλει ένα έργο τέχνης και τα άτομα που το επέλεξαν, κάτι στο οποίο η φορμαλιστική μέθοδος του Χάινριχ Βέλφλιν (Heinrich Wölfflin) δεν έδινε έμφαση, αντανακλώντας την κυρίαρχη στην εποχή της θεωρία «Η τέχνη για την τέχνη», σε αντίθεση με τη σχολή της Βιέννης που επέμεινε στο συγκεκριμένο σημείο7.
Η ιστορία της τέχνης και οι διαφορετικές προσεγγίσεις
H ιστορία της τέχνης, ως θεωρητική επιστήμη, είναι δημιούργημα του 19ου αιώνα. Ωστόσο, από νωρίς έχουμε αναφορές σε καλλιτέχνες, όπως τον Ζεύξη και τα έργα του σε κείμενα από την αρχαία Ελλάδα. Στους χρόνους του Βυζαντίου, κωδικοποιούνται κανόνες για την τέχνη και στην Αναγέννηση στο πλαίσιο του ουμανισμού έχουμε τις πρώτες πραγματείες και τις πρώτες βιογραφίες καλλιτεχνών με τον Τζόρτζιο Βαζάρι (Giorgio Vasari) να ξεχωρίζει. Τον 19ο αιώνα ο όρος «ιστορία της τέχνης» πολιτογραφείται ως χαρακτηρισμός των εικαστικών τεχνών της Ευρώπης. Σε αντίθεση με την Γαλλία και την Αμερική που συμπεριέλαβε από ένα σημείο και πέρα και την έρευνα της ελληνικής και ρωμαϊκής τέχνης, στις γερμανόφωνες χώρες επέμενε να αναφέρεται στην καλλιτεχνική παραγωγή των αιώνων που ακολούθησαν στην αναγνώριση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο. Το επιστημονικό πεδίο της ιστορίας της τέχνης παρέμεινε η έρευνα, η περιγραφή και η ερμηνεία της ιστορίας της ευρωπαϊκής τέχνης και δη της χριστιανικής εποχής. Στα μέσα του 19ου αιώνα ο Φραντζ Θίοντορ Κούγκλερ (Franz Theodor Kugler) συνέγραψε το πρώτο Εγχειρίδιο της Ιστορίας της Τέχνης (1842) για μια τέχνη όλων των λαών και όλων των εποχών, ξεκινώντας από τον αρχαίο πολιτισμό των Αιγυπτίων μέχρι την τέχνη της Ινδίας, του Μεξικού και έφτανε έως τη σύγχρονή του εικαστική παραγωγή και την φωτογραφία. Αυτός μαζί με τον Καρλ Σνάασε (Carl Schnaase), που επίσης είχε συντάξει μια λιγότερο διευρυμένη ιστορία της τέχνης, εκπροσώπησε το αίτημα για μια παγκόσμια ιστορία της τέχνης που να αποτελεί και αυτόνομο επιστημονικό κλάδο. Ωστόσο, κάποια γερμανόφωνα πανεπιστήμια δύο δεκαετίες αργότερα απέφυγαν να συμπεριλάβουν στα εκπαιδευτικά και ερευνητικά τους προγράμματα την τέχνη των «φυσικών» κοινωνιών, των πολιτισμών της Ανατολής, της Αμερικής και της Ασίας, μια πρακτική που συνεχίζεται και στα επόμενα χρόνια, για πρακτικούς κυρίως λόγους, όπως η δυσκολία σε μη ινδοευρωπαϊκές σπουδές που απαιτούνται για την περιγραφή και έρευνα των τεχνουργημάτων των εξωευρωπαϊκών λαών. Τον 19ο αιώνα η ιστορία της τέχνης αποκτά σταδιακά μια πιο επιστημονική διάσταση, καθώς ιδρύονται διεθνή φόρουμ επικοινωνίας, όπως το 1873, το Διεθνές Συνέδριο Ιστορίας της Τέχνης στην Βιέννη, ινστιτούτα, όπως το Γερμανικό Ινστιτούτο Ιστορίας της Τέχνης σε Φλωρεντία, Ρώμη και Μόναχο, καθώς και άλλα αντίστοιχα ιδρύματα σε Ελβετία, Ζυρίχη, Ολλανδία, Ιταλία, με το Ινστιτούτο Warburg στο Λονδίνο να ξεχωρίζει. Παράλληλα, σημαντικά επιστημονικά περιοδικά εκδίδονται τον 19ο αιώνα, όπως το Kunstblatt (Επιφυλλίδα της τέχνης), που έγινε σταθερή σελίδα στην εφημερίδα Morgenblatt für die gebildeten Stände8.
Τα όρια του πεδίου της ιστορίας της τέχνης, τόσο από χρονική όσο και χωρική άποψη έχουν αρχίσει να μετακινούνται τα τελευταία χρόνια. Για πολύ καιρό το πεδίο περιοριζόταν σε κάποιο είδος αντικειμένων που έφεραν τον τίτλο «τέχνη», με το ενδιαφέρον να επικεντρώνεται στον καλλιτέχνη. Η πρώτη συγκρίσιμη διεύρυνση του πεδίου της, που βίωσε η ιστορία της τέχνης συνέβη κατά το β΄ μισό του 19ου αιώνα όταν άρχισαν να αναγείρονται παντού μουσεία έργων τέχνης. Με το διαμορφούμενο σκηνικό της σύγχρονης τέχνης, η ιστορία της τέχνης πλησιάζει σταδιακά σε μια χωρική και χρονική διεύρυνση του πεδίου της, ανταποκρινόμενη στις απαιτήσεις της εποχής9. Από τη στιγμή μάλιστα, που αντιλαμβάνεται κανείς τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ως συστατικά ενός οπτικού πολιτισμού που επιδέχεται επιστημονική ανάλυση, το πεδίο της τέχνης αυτόματα διευρύνεται πραγματολογικά και αντικείμενο έρευνας γίνεται ολόκληρη η υπόθεση των νέων media.
Όσον αφορά την τεκμηρίωση ενός έργου τέχνη, και συνεπώς την ερμηνεία του υπάρχουν διάφοροι μέθοδοι-σχολές. Η μορφολογική ανάλυση των έργων τέχνης που προτείνει ο Βέλφλιν, επιτρέπει στον θεατή-ερμηνευτή την κατανόηση του προσωπικού ύφους του κάθε καλλιτέχνη, την κατανόηση των εννοιών του τοπικού και εθνικού ρυθμού, ενώ παράλληλα δίνει τη δυνατότητα στον ερμηνευτή να κάνει λόγο για σταθερή περιοδικότητα στο ρυθμό. Σύμφωνα με τον Βέλφλιν, η πορεία εξέλιξης της τέχνης καθορίζεται από πέντε ζεύγη αντιθετικών εννοιών και την μετάβαση από την πρώτη στη δεύτερη έννοια. Έτσι, αναφέρεται στην μετάβαση από το «γραμμικό» στο «ζωγραφικό» στυλ, από την επιφάνεια στο βάθος της σύνθεσης, από την «κλειστή» στην «ανοιχτή» φόρμα / σύνθεση, από την πολλαπλότητα (όλον) στην ιδιαίτερη ενότητα (μέρος) και από την απόλυτη σαφήνεια στην σχετική σαφήνεια. Ως αντίδραση στην μορφολογική προσέγγιση, εμφανίζεται στη συνέχεια η εικονογραφική-εικονολογική μέθοδος του Έρβιν Πανόφσκι (Erwin Panofsky) και του Άμπυ Βάρμπουργκ (Aby Warburg), σε μια προσπάθεια να μελετηθεί η καταγωγή και ο συνδυασμός των μοτίβων, καθώς και η σημασία των μοτίβων στις σύγχρονες προς τον πίνακα πηγές, διερευνώντας την γενική σημασία των έργων στα ιστορικά και πολιτισμικά τους συμφραζόμενα, κάνοντας μια συγκριτική μελέτη. Επίσης, υπάρχει η αναλυτική-ψυχολογική προσέγγιση της τέχνης με το ενδιαφέρον να επικεντρώνεται στην προσωπικότητα του καλλιτέχνη και βάση αυτής να ερμηνεύεται το έργο του, με τις θεωρίες του Σίγκμουντ Φρόυντ (Sigmund Freud), του Καρλ Γιούνγκ (Carl Gustav Jung) και του Ζακ Λακάν (Jacques Lacan) να διαμορφώνουν καθοριστικά το πεδίο των ερμηνειών. Από την άλλη πλευρά, μια εκ διαμέτρου αντίθετη προσέγγιση είναι η κοινωνικοϊστορική, όπου δίδεται έμφαση στην υλιστική έννοια της τέχνης. Η μέθοδος της στυλιστικής ανάλυσης του Βέλφλιν, που φιλοδοξούσε να θέσει τα θεμέλια μιας ιστορίας της όρασης, είχε στρέψει την προσοχή προς τα οπτικά φαινόμενα, προς τους μορφολογικούς τύπους, χωρίς όμως να καταφέρνει να προσδιορίσει τις αιτίες για την μεταβολή και εξέλιξη ενός στυλ. Οι αισθητικές μορφές εμπεριέχουν κοσμοθεωρίες, εκφράζουν ταξικά συμφέροντα και αξιολογήσεις της κοινωνικής πραγματικότητας, οδηγώντας σε μια κοινωνική ιστορία της τέχνης, όπως άρχισε να διαμορφώνεται στον «Κυριακάτικο Όμιλο της Βουδαπέστης» το 1915. Έτσι από τα μέσα του 20ού αιώνα, το ενδιαφέρον μελετητών όπως οι Άρνολντ Χάουζερ (Arnold Hauser), Φρέντερικ Άνταλ (Frederick Antal), Χέρμπετρ Ρηντ (Herbert Read), Άντονυ Μπλαντ (Anthony Blunt), Φρίτζ Σαξλ (Fritz Saxl), Μέγερ Σαπίρο (Meyer Shapiro), Ζίγκφριντ Γκίντιον (Sigfried Giedion), Μίλαρντ Μέις (Millard Meiss), Μπέρναρντ Μπέρενσον (Bernard Berenson), Φράνσις Χάσκελ (Francis Haskell), Πιέρ Φρανκαστέλ (Pierre Francastel), Τίμοθυ Τζέημς Κλαρκ (Timothy James Clark), Ενρίκο Καστελνουόβο (Enrico Castelnuovo), Μάικλ Μπάξανταλ (Michael Baxandall), Νίκος Χατζηνικολάου κ.α., στρέφεται στο κοινωνικό σύνολο και όχι το άτομο, συνδέοντας το έργο τέχνης με την κοινωνία, τις κοινωνικές ομάδες, τις τάξεις και τα σύνολα. Τέλος, από τη δεκαετία του '70, στο πλαίσιο της μενταμοντέρνας κουλτούρας και του πλουραλισμού, εμφανίζεται, με χαρακτηριστική εκπρόσωπο την Λίντα Νόκλιν (Linda Nochlin) και η φεμινιστική ιστορία της τέχνης, ως κομμάτι του φεμινιστικού κινήματος, αναλαμβάνοντας να δικαιώσει την μέχρι τότε καταπιεσμένη γυναικεία τέχνη και δημιουργικότητα.
Στειακάκης Χρυσοβαλάντης
(Ιστορικός Τέχνης)