Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

3.4.16

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΑΜΟΥΡΑ'Ι' ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΙΑΠΩΝΙΑ

Γυναίκες Σαμουράι Η Τομόε Γκοζέν

Εν γένει η κοινωνία των σαμουράι ήταν ανδροκρατούμενη, αλλά τα ιστορικά αρχεία αναφέρουν ότι τα θηλυκά μέλη στις πατριές των σαμουράι επεδείκνυαν συχνά μαχητικό πνεύμα, ενώ η φροντίδα τους για θέματα τιμής και καθήκοντος μπορούσε να παραβληθεί με αυτή των ανδρών. Οι γυναίκες εκπαιδεύονταν στις τέχνες της μάχης και με την πάροδο του χρόνου γίνονταν επιδέξιες στη χρήση της ναγκινάτα λόγχης. Ιστορίες για θαρραλέες και αφοσιωμένες σαμουράι γυναίκες αφθονούν στο επικό έργο Χάικε Μονογκατάρι. Κύρια μορφή ανάμεσά τους είναι η Τομόε Γκοζέν, η σύζυγος του Μιναμότο Γιοσινάκα, αλλά στην ίδια περίοδο υπάρχουν και πολλές άλλες ηρωικές σαμουράι γυναίκες, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνεται η Χότζο Μασάκο, η σύζυγος του Μιναμότο Γιοριτόμο, η οποία μετά το θάνατο του συζύγου της έγινε βουδίστρια μοναχή –μια κοινή μοίρα για τις χήρες των σαμουράι. Η Μασάκο έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πολιτική σκηνή κατά τα πρώτα χρόνια της αντιβασιλείας των Χότζο.

Από τη νέα θέση της ως βουδίστρια μοναχή υποστήριξε με επιτυχημένο τρόπο την ανάδειξη της τάξης των σαμουράι μέσα στο σογκουνάτο. Τούτες οι ιστορίες αντανακλούν τη σχετικά ισχυρή θέση των γυναικών στη σαμουράι κοινωνία εκείνης της εποχής. Οι νόμοι που κυβερνούσαν την αυλή του σόγκουν στις αρχές του 13ου αιώνα, επέτρεπαν ίσα δικαιώματα των γυναικών σε κληρονομικά θέματα και το δικαίωμα της κατοχής και διαχείρισης περιουσίας. Επί πλέον οι γυναίκες των σαμουράι είχαν μεγάλη θέση στη διαχείριση της οικίας τους. Ήταν υπεύθυνες για οικονομικά θέματα, για το υπηρετικό προσωπικό και αναλάμβαναν την υπεράσπιση του οίκου σε καιρό πολέμου. Επίσης, ήταν υπεύθυνες για την ανατροφή των παιδιών τους στις ιδέες των σαμουράι, για την περιφρόνηση του θανάτου και την αδιαμφισβήτητη υπακοή στον άρχοντά τους. Στους αιώνες που ακολούθησαν οι κόρες των οικογενειών έγιναν πιόνια στην αγορά του γάμου. Η ταυτόχρονη επίδραση του Νεοκομφουκιανισμού συνέτεινε στη μείωση της θέσης των γυναικών σαμουράι. Το ιδανικό της ατρόμητης αφιέρωσης αντικαταστάθηκε σταδιακά από την παθητική, ήσυχη υπακοή. Κατά το 17ο αιώνα πολλοί σαμουράι θεωρούσαν πως ενώ οι γυναίκες είναι απαραίτητες για να φέρουν παιδιά, δε θεωρούνταν κατάλληλες για σύντροφοι των πολεμιστών στη μάχη. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη ομοφυλοφιλικών τάσεων ανάμεσα στους πολεμιστές με τη μορφή μυητικής τελετουργίας των πρεσβύτερων προς τους νεότερους (μια παράδοση που ονομάζεται σούντο - 衆道 ).
Παρά την επανειλημμένη απαγόρευση, δεν ήταν λίγοι οι σαμουράι που διατηρούσαν στενές σχέσεις με άνδρες. Το 1687 ο Ιχάρα Σαϊκάκου δημοσίευσε το περίφημο βιβλίο του «Νανσόκου οκαγκάμι», που σημαίνει «Ο Μεγάλος Καθρέπτης της Ανδρικής Αγάπης» και είχε ως θέμα του τις ομοφυλοφιλικές δραστηριότητες ανάμεσα στους σαμουράι. «Η γυναίκα είναι ένα πλάσμα εντελώς ασήμαντο», έγραφε, «αλλά η ειλικρινής παιδεραστική αγάπη είναι η μοναδική αγάπη». Ωστόσο, όλοι περίμεναν από τις γυναίκες να δείχνουν περιφρόνηση στο θάνατο, όταν επρόκειτο για θέματα υπεράσπισης της τιμής του οίκου τους. Η θυσία της τιμής της γυναίκας για χάρη του συζύγου της ήταν κοινό θέμα στο ιαπωνικό δράμα. Η αυταπάρνηση ήταν επιτακτική για τις γυναίκες και παρέμεινε έτσι ακόμα και στα τέλη του 19ου αιώνα, παρά το γεγονός ότι οι δυτικές ιδέες για το θέμα έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλείς.
Γράφοντας το βιβλίο του Μπουσίντο, η ψυχή της Ιαπωνίας, ο Ινάζο Νιτόμπε αφιέρωσε ένα κεφάλαιο στην εκπαίδευση και τη θέση των γυναικών στην κοινωνία των σαμουράι, στο οποίο υπογραμμίζει τον κατώτερο ρόλο τους. Στην ανοδική κλίμακα της υπηρεσίας πρώτη στη βάση στέκει η γυναίκα που θυσιάζει τον εαυτό της για τον άνδρα. Ο άνδρας με τη σειρά του θυσιάζει τον εαυτό του για τον άρχοντα, ώστε να υπακούει τον Ουρανό. Ωστόσο, το μαχητικό πνεύμα των θηλυκών σαμουράι έβρισκε διέξοδο σε αρκετές περιπτώσεις. Η μαχητική τους γενναιότητα φάνηκε ιδιαίτερα κατά την εξέγερση Σατσούμα, το 1877. Οι γυναίκες του Καγκοσίμα πολέμησαν ενάντια στον αυτοκρατορικό στρατό. Το 1868 οι μάχες ανάμεσα στους υποστηρικτές του σογκουνάτου και τους υποστηρικτές της αυτοκρατορικής παλινόρθωσης έδωσαν άλλο ένα παράδειγμα της γυναικείας μαχητικότητας. Οι σαμουράι της πατριάς Αϊζού, υποστηρικτές του σογκουνάτου, έμειναν να υπερασπιστούν το φρούριό τους στο Κάστρο Γακαμάτσου. Περικυκλωμένοι από ένα στρατό 20.000 ανδρών οι 3.000 Αϊζού κινητοποίησαν οποιονδήποτε μπορούσε να χρησιμοποιήσει όπλο. Μια ομάδα 20 γυναικών σχημάτισε μια μονάδα που πολεμούσε στην πρώτη γραμμή. Η Νακάνο Τακέκο, πολύ καλά εκπαιδευμένη στη χρήση του ναγκινάτα, φέρεται ότι όρμησε κατά τη διάρκεια της μάχης στις εχθρικές γραμμές και πετσόκοψε αρκετούς άνδρες, πριν την πυροβολήσουν στο στήθος. Για να αποφύγει την ατίμωση της αιχμαλωσίας, είπε στην αδελφή της Γιούκο να την αποκεφαλίσει και να πάρει το κεφάλι της σπίτι. Προς τιμήν της χτίστηκε μνημείο στο ναό Χοκάι, στο Αϊζού Μπανγκεμάτσι, της επαρχίας
 Φουκισίμα.

Σεπούκου, η τελετουργική αυτοκτονία
Η λέξη σεπούκου αντιπροσωπεύει τον τυπικό όρο της ιαπωνικής γλώσσας για την τελετουργική αυτοκτονία (χάρα-κίρι είναι ο κοινώς χρησιμοποιούμενος όρος)15. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα οδυνηρή μέθοδο αυτοθανάτωσης, αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την ιστορία της φεουδαρχικής Ιαπωνίας (1192-1868). Είναι ένα κομμάτι του κώδικα μπουσίντο και της μαθητείας της πολεμικής τάξης των σαμουράι. Ωστόσο, πριν την εμφάνιση των σαμουράι ως οργανωμένη κοινωνική κάστα και επαγγελματική πολεμική τάξη, ήταν μια πράξη εντελώς ξένη προς τη νοοτροπία και τα πιστεύω των Ιαπώνων. Η μελέτη της πρώιμης ιστορίας της Ιαπωνίας αποκαλύπτει πως οι Ιάπωνες ενδιαφέρονταν περισσότερο για την καλή ζωή, παρά για τον οδυνηρό θάνατο.
Μετά από την εισαγωγή του Βουδισμού στην Ιαπωνία και τις θεωρήσεις για τη μεταβατική φύση της ζωής, κατέστη δυνατή η ανάπτυξη και εδραίωση της τελετουργικής αυτοκτονίας. Ωστόσο, τούτη η θεώρηση αποκαλύπτει και μια διαστρεβλωμένη αντίληψη των βουδιστικών πεποιθήσεων, οι οποίες μάλλον βλέπουν τη ζωή ως ευκαιρία ρύθμισης του παγκόσμιου νόμου του κάρμα για την ατομική ύπαρξη και όχι ως αμελητέα ποσότητα που υποκύπτει στις δυνάμεις της αυτοκαταστροφής εν ονόματι οποιουδήποτε ηθικού κώδικα. Οι σαμουράι λάμβαναν την εντολή να τελέσουν σεπούκου είτε για να τιμωρηθούν ή για να μην υποστούν ατιμωτικό θάνατο πέφτοντας στα χέρια του εχθρού τους. Συνεπώς, για αυτούς η τελετουργική αυτοκτονία ήταν αναμφισβήτητη επίδειξη τιμής, θάρρους, αφοσίωσης και ηθικού χαρακτήρα. Βέβαια, όταν βρίσκονταν στο πεδίο της μάχης, τελούσαν χάρα-κίρι γρήγορα, δίχως ιδιαίτερες προετοιμασίες, για να μην τους προλάβει ο εχθρός. Σε άλλες περιπτώσεις, όμως, ιδιαίτερα όταν έδινε την εντολή κάποιος φεουδάρχης άρχοντας ή ο ίδιος ο σόγκουν, το σεπούκου ήταν τελετουργική διαδικασία που απαιτούσε την παρουσία μαρτύρων και αρκετή προετοιμασία. Όμως, δεν πίστευαν όλοι οι σαμουράι στην τελετουργική αυτοκτονία, ακόμα κι αν πολλοί από αυτούς ακολουθούσαν το έθιμο.
Ο μεγάλος Ιεγιάσου Τοκουγκάβα, ο ιδρυτής της τελευταίας μεγάλης δυναστείας της Ιαπωνίας το 1603 προχώρησε στην έκδοση διατάγματος που απαγόρευε το σεπούκου σε όλες τις τάξεις των ακολούθων. Το έθιμο ήταν τόσο βαθιά εντυπωμένο, όμως, που συνέχισε παρά τις απαγορεύσεις. Έτσι, επί του Άρχοντα Νομπουτσούνα Ματσουντάιρα του Ίζου, η κυβέρνηση του σογκουνάτου εξέδωσε ένα αυστηρότερο διάταγμα που απαγόρευε την τελετουργική αυτοκτονία. Τούτο το διάταγμα ακολουθείτο από αυστηρή τιμωρία για οποιονδήποτε άρχοντα επέτρεπε στους ακόλουθους του να τελέσουν σεπούκου.
Ο σαμουράι αγαπούσε περισσότερο την τιμή παρά τη ζωή και σε πολλές περιπτώσεις η αυτοθανάτωση θεωρείτο όχι απλώς ορθή, αλλά ο μοναδικός ορθός δρόμος για την αποφυγή της ήττας και της ατίμωσης. Υπάρχουν μάλιστα περιπτώσεις στις οποίες οι σαμουράι ακόλουθοι ενός νταΐμιο έδειχναν τη θλίψη τους για το θάνατο του άρχοντα τελώντας σεπούκου. Το ίδιο έκαναν, όταν ήθελαν να διαμαρτυρηθούν για κάποια αδικία ή όταν επιθυμούσαν να πιέσουν τον κύριό τους να ξανασκεφτεί μια ανάξια πράξη του. Η τελετουργία του αποκεφαλισμού έπρεπε να τελεστεί ήρεμα και χωρίς δείλιασμα. Αν καταδικαζόταν ο σαμουράι σε θάνατο, ήταν προνόμιό του να εκτελεί την ποινή για τον εαυτό του, παρά να ατιμωθεί, πεθαίνοντας στα χέρια του δημόσιου δήμιου. Σημαντική ήταν, επίσης, η τοποθεσία στην οποία ετελείτο η τελετουργία. Αρκετά συχνά γινόταν μέσα σε ναό –όχι όμως σε σιντοϊστικό ιερό– σε κήπους επαύλεων και στο εσωτερικό οικιών. Ακόμα και το μέγεθος της διαθέσιμης έκτασης ήταν σημαντικό σε τέτοιες περιπτώσεις για τους σαμουράι υψηλής τάξης. Όλα τα ζητήματα που σχετίζονταν με την πράξη ετοιμάζονταν προσεκτικά και με τον λεπτομερέστερο τρόπο.
Ο σημαντικότερος συμμέτοχος στην πράξη, εκτός από το θύμα, ήταν ο καϊσάκου ή βοηθός. Ήταν υπεύθυνος για το κόψιμο της κεφαλής του θύματος από τη στιγμή που βύθιζε το μαχαίρι στην κοιλιά του. Ο μάρτυρας της πράξης ήταν ένας στενός φίλος ή συγγενής του καταδικασμένου. Αν και η αυτοκτονία αποδοκιμάζεται στην Ιαπωνία σήμερα, εντούτοις δεν έχει τη χροιά του αμαρτήματος, όπως στη Δύση. Υπάρχουν και στην εποχή μας άνθρωποι που αυτοκτονούν για την αποτυχία της επιχείρησής τους, την εμπλοκή σε ερωτικά σκάνδαλα ή γιατί απέτυχαν στις εξετάσεις του σχολείου τους. Όλα αυτά είναι δείγμα πως για κάποιους ο θάνατος θεωρείται ακόμη καλύτερος από την ατίμωση.

Όπλα των Σαμουράι
Η Ιαπωνία, όπως και η Κίνα σε αρχαιότερους χρόνους, έχει να επιδείξει μεγάλη τεχνογνωσία στην παραδοσιακή οπλουργία. Είναι εκπληκτική μάλιστα η επινοητικότητα στην κατασκευή και τη χρήση εξειδικευμένου οπλισμού εκ του μη όντος, καθώς είναι γνωστό πως το υπέδαφος των ιαπωνικών νήσων είναι ιδιαίτερα φτωχό σε μεταλλεύματα, έτσι ώστε –ακόμα και σήμερα– η χώρα να εξαρτάται από τις εισαγωγές πρώτων υλών. Αναμφίβολα, το πλέον εντυπωσιακό όπλο είναι το θρυλικό και παγκοσμίως γνωστό ξίφος κατάνα. Δεν είναι απλώς όπλο, αλλά η ψυχή του πολεμιστή και προέκταση του σώματός του. Όσο πιο όμορφο είναι, τόσο πιο κοφτερή και η λεπίδα του. Άλλωστε η ομορφιά του βρίσκεται ακριβώς εκεί, στην κόψη και την κατασκευή της λεπίδας. Ακολουθεί το γουακιζάσι, λίγο κοντύτερο από το κατάνα, που χρησιμοποιόταν στους εσωτερικούς χώρους, καθώς το κατάνα σε τέτοιες περιπτώσεις θεωρείτο δυσκίνητο. Μικρότερο ακόμα είναι το τάντο, κατασκευασμένο από το ίδιο ατσάλι που χρησιμοποιόταν για το κατάνα και αντικαθιστούσε ενίοτε το γουακιζάσι. Τα ιαπωνικά ξίφη έπαιξαν ιδιαίτερο ρόλο στην ιαπωνική ιστορία, ενώ παρουσιάζονται ακόμη και σε μυθολογικά θέματα.
Η θεά του Ήλιου, η Αματεράσου Ομικάμι, λέγεται πως έδωσε στον εγγονό της Νινίγκι Μικότο ένα ξίφος, με το οποίο θα εδραίωνε τη βασιλεία του πάνω στη γη. Οι Ιάπωνες πολεμιστές θεωρούσαν πως τα ξίφη τους είχαν ψυχή, βούληση και θαυματουργές δυνάμεις από μόνα τους. Όταν ένας Σαμουράι πολεμούσε, πιστευε ότι το ίδιο το σπαθί τον καθοδηγούσε ώστε να χτυπήσει με ακρίβεια. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας αντίληψης ήταν η ανάπτυξη ενός περίπλοκου και εκλεπτυσμένου κώδικα για την κατασκευή και το χειρισμό του ξίφους στη μάχη. Οι πολεμιστές που ηττούντο στη μάχη, προσεύχονταν στα ιερά του πολεμικού θεού Χακίμαν ρωτώντας γιατί το ξίφος τους έχασε το πνεύμα του. Όπως είναι φυσικό λοιπόν, είναι πολλές οι ιστορίες τόσο για τις πνευματικές δυνάμεις του ξίφους, όσο και για την αιχμηρότητα της κόψης της λεπίδας του. Μία από αυτές τις ιστορίες μιλά για δυο διάσημους τεχνίτες, τον Μουραμάσα και τον Μασούμε, που θεωρούνταν ίσοι στην επιδεξιότητα της κατασκευής του ξίφους. Κάποτε αποφάσισαν να διαγωνιστούν, για να δουν ποιος μπορούσε να φτιάξει το καλύτερο ξίφος. Για να δοκιμάσει το ξίφος, ο Μουρασάμα κράτησε τη λεπίδα του κόντρα στο ρεύμα ενός γοργού ρυακιού. Όσα από τα φυλλαράκια που παρέσυρε το ρεύμα έπεφταν πάνω στην κόψη του ξίφους σχίζονταν στα δύο. Όταν ο Μασούμε έβαλε το ξίφος του στο ρυάκι για την ίδια δοκιμή, τα φύλλα που επέπλεαν απέφευγαν την κόψη του. Η λεπίδα που κατασκεύασε θεωρήθηκε ανώτερη, γιατί κατείχε πνευματικές δυνάμεις. Εξαιτίας της σπουδαιότητας του ξίφους και της μυστικιστικής σημασίας που του αποδιδόταν, οι κατασκευαστές του ήταν τιμώμενη τάξη και προσέγγιζαν το έργο του με μεγάλη ιεροπρέπεια. Πιστευόταν πως μόνον εκείνοι που είχαν την αγνότερη καρδιά και τα υψηλότερα ηθικά κριτήρια μπορούσαν να γίνουν πραγματικοί κυρίαρχοι της τέχνης. Πριν σφυρηλατήσουν τις λεπίδες, οι τεχνίτες νήστευαν και εξαγνίζονταν τελετουργικά. Κατόπιν δούλευαν πάνω στα αμόνια τους με λευκούς –ιερατικούς σχεδόν– μανδύες.

Κατάνα και γουακιζάσι
Σίγουρα οι προσπάθειές τους ανταμείφθηκαν. Σχεδόν από τις αρχές του 13ου αιώνα τα ιαπωνικά ξίφη αναγνωρίζονταν ως τα καλύτερα του κόσμου. Μόνον η επιστημονική μεταλλουργία του 19ου αιώνα μπόρεσε να κατασκευάσει ατσάλι που θα ανταγωνιζόταν σε ποιότητα εκείνο των Ιαπώνων τεχνιτών, μετά από 600 χρόνια. Για να παράγουν τις κοφτερές λεπίδες τους οι Ιάπωνες μεταλλουργοί έπρεπε να ξεπεράσουν ένα πρόβλημα που απασχόλησε όλους τους οπλουργούς του κόσμου από τις πρώτες φάσεις της ιστορίας. Είχαν τη δυνατότητα να κατασκευάσουν ατσάλι τόσο σκληρό, έτσι ώστε να μπορεί να έχει σκληρή κόψη. Όμως, το πολύ σκληρό ατσάλι ήταν ταυτόχρονα εύθραυστο κι έτσι έσπαζε, όταν συναντούσε την αντίσταση ενός άλλου ξίφους ή κάποιου αντικειμένου. Είχαν επίσης τη δυνατότητα να παράγουν μαλακό ατσάλι, με διαφορετικά όρια θραύσης. Όμως, το μαλακό ατσάλι γρήγορα θα στόμωνε στη μάχη και δε θα μπορούσε να διαπεράσει την πανοπλία ή να κόψει με τον τρόπο που περιμένει κανείς από ένα καλό ξίφος.
Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισαν οι μεταλλουργοί εκείνης της εποχής το πρόβλημα ήταν εκπληκτικός. Σφυρηλατούσαν μαζί διαφορετικά στρώματα ατσαλιού διαφορετικής σκληρότητας, ενώνοντάς τα σε ένα είδος μεταλλικού «σάντουιτς». Τούτο το «σάντουιτς» ξαναθερμαινόταν, αναδιπλωνόταν κι εσφυρηλατείτο απ' την αρχή. Στο τέλος της επεξεργασίας η λεπίδα περιείχε χιλιάδες λεπτά στρώματα μαλακού και σκληρού ατσαλιού με πάχος μικρότερο από εκείνο του χαρτιού. Όταν διαμορφωνόταν η κόψη, το σκληρό μέταλλο απ' έξω άντεχε το στόμωμα, ενώ το μαλακό μέταλλο από μέσα εμπόδιζε τη θραύση του ξίφους. Ωστόσο, για να παράγουν τις καλύτερες λεπίδες τους, αυτές που αναζητούν σήμερα οι συλλέκτες σε όλο τον κόσμο, οι μεταλλουργοί χρησιμοποιούσαν μια πιο περίπλοκη διαδικασία. Για τον πυρήνα του ξίφους χρησιμοποιούσαν ένα συγκριτικά μαλακό μέταλλο σε επιστρώσεις λεπτών φύλλων, έτσι ώστε να αντέχει στη θραύση. Το εξωτερικό, όμως, τμήμα του και η κόψη ήταν κατασκευασμένη από ατσάλι με διαφορετικούς βαθμούς σκληρότητας διαμορφωμένο σε επιστρωματώσεις που είχαν αναδιπλωθεί και σφυρηλατηθεί 20 φορές ή περισσότερο με 1.000.000 ή περισσότερα χτυπήματα σφυρηλάτησης! Αυτή η εξωτερική επικάλυψη γινόταν ακόμη σκληρότερη με τη θέρμανση και την απότομη ψύξη της λεπίδας στο νερό. Στο τελικό στάδιο ο μεταλλουργός κάλυπτε όλη τη λεπίδα με πυκνό στρώμα κολλώδους υλικού, κυρίως πηλού. Το μόνο σημείο που έμενε εκτεθειμένο ήταν η κόψη. Κατόπιν θέρμαινε τη λεπίδα ως το σημείο της λευκοπύρωσης. Έλεγχε το χρώμα που παρήγαγε το πυρωμένο μέταλλο και για αυτό η όλη διαδικασία γινόταν σε σκοτεινό δωμάτιο. Κατόπιν ακολουθούσε η ανάλογη προσευχή και το ξίφος βυθιζόταν στο νερό. Η εκτεθειμένη κόψη πάγωνε απότομα, σκληραίνοντας ακόμη περισσότερο. Η υπόλοιπη λεπίδα κρύωνε σιγά-σιγά. Έτσι, περίπου 5 χιλιοστά της κόψης ήταν καμωμένα από μέταλλο τόσο σκληρό, που κρατούσε την ξυραφένια κόψη του, παρά την επανειλημμένη χρήση του στη μάχη.
Τέτοια ξίφη ακόμη κατασκευάζονται στην Ιαπωνία σήμερα. Η Japan Sword Company στο Τόκιο διατηρεί τις αρχαίες τεχνικές και τα σιντοϊστικά τυπικά των πρώτων μεταλλουργών, για να κατασκευάσει τις λεπίδες της. Το γιουμί, το ιαπωνικό τόξο, ήταν άλλο ένα όπλο που έχαιρε μεγάλου σεβασμού από τους πολεμιστές και χρησιμοποιείτο έως το 1530 περίπου ως κύριο όπλο στο πεδίο της μάχης. Το τυπικό ιαπωνικό τόξο έχει μήκος 2,3 μ και είναι καμωμένο από μπαμπού και φτερά πτηνού. Το μπαμπού είναι το καλύτερο υλικό στο φυτικό βασίλειο για την κατασκευή των τόξων. Η χορδή ήταν κατασκευασμένη από μεταξωτή κλωστή εμβαπτισμένη σε ρητίνη πεύκου. Αν και κατώτερο σε κατασκευή από τα σημερινά αθλητικά τόξα ως προς την ακρίβεια και τη δύναμη διείσδυσης του βέλους, εντούτοις στα χέρια των εκπαιδευμένων σαμουράι ήταν θανατηφόρα όπλα. Το τόξο εγκαταλείφθηκε σχεδόν ολοσχερώς μετά την εισαγωγή του μουσκέτου στην Ιαπωνία από την Ευρώπη, το 17ο αιώνα. Το γιαρί, η ιαπωνική λόγχη, δε διέφερε και πολύ από τις λόγχες που χρησιμοποιούνταν σε άλλες χώρες. Ήταν το κύριο όπλο των πολεμιστών κατά τη διάρκεια της περιόδου του Εμφυλίου Πολέμου. Το ναγκινάτα, αντίθετα, ένα ραβδί με κυρτή λεπίδα στο ένα άκρο του, είναι ένα όπλο με πλούσια παράδοση και ιστορία, καθώς χρησιμοποιείται από την περίοδο Νάρα ως σήμερα. Αρχικά χρησιμοποιόταν από τους πολεμιστές, αλλά αργότερα έγινε το ιδιαίτερο όπλο των Σοχέι ή βουδιστών μοναχών, καθώς και των γυναικών.

Άλλο όπλο που χρησιμοποιόταν από τους σαμουράι, και από τη φεουδαρχική αστυνομία, ήταν το τζουτέ, ιδιαίτερα χρήσιμο για να ανακόπτει την κατερχόμενη λεπίδα16. Ο οπλισμός του σαμουράι ολοκληρώνεται με την πανοπλία του. Εδώ διακρίνονται πολλοί τύποι πανοπλίας, από τον αρχαϊκό Ο-Γιορόι τύπο ως τον Τοσέι-Γκουσόκου τύπο του 16ου αιώνα και τον θωρακισμένο για τα μουσκέτα τύπο Γιοκινοσίτα-ντο. Στη διάρκεια της εξέλιξής τους οι πανοπλίες, εξαιτίας του υψηλού κόστους κατασκευής τους, στοίχιζαν ακριβά στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο. Πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν τα μέταλλα που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή τους διαβρώνονταν σχετικά γρήγορα. Έτσι, ένα μεγάλο τμήμα τους αντικαταστάθηκε με δέρμα, το οποίο υφίστατο την κατάλληλη επεξεργασία. Ωστόσο, σε αυτές τις εντυπωσιακές πανοπλίες υπήρχαν συχνά αδύνατα σημεία, ιδιαίτερα στα σημεία ένωσης του βραχίονα και του στήθους, στο στομάχι και τη ράχη. Σε αυτά τα αδύνατα σημεία ο σαμουράι αντιπαρέβαλλε το θάρρος και την ικανότητά του στο χειρισμό του ξίφους, πολύ συχνά και τη φοβία που προκαλούσε στον αντίπαλο με τα αστραφτερά του χρώματα και τα κέρατα του κράνους του. Όμως, εκτός από μέσο προστασίας το κράνος ήταν και ένδειξη κοινωνικής θέσης και ικανότητας. Οι Ιάπωνες πολέμαρχοι ήθελαν να γνωρίζει ο αντίπαλός τους με ποιον έχει να κάνει. Τα πρώτα κράνη ήταν καμωμένα από πριτσινωμένα σφηνοειδή ελάσματα και ονομάζονταν χάτσι. Μολονότι ήταν λειτουργικά, αντικαταστάθηκαν γρήγορα από ένα πιο αποτελεσματικό κράνος, το ζουμάρι μπάτσι, το οποίο αποτελείτο από τρεις δίσκους κατάλληλα διαμορφωμένους. Η εισαγωγή του ζουμάρι μπάτσι άνοιξε το δρόμο για το καβάρι κάμπουτο, με το μοναδικό του στυλ και τα περίεργα στολίσματα ως έκφραση κοινωνικής θέσης και πλούτου.
Η ενδυμασία του Σαμουράι
Το βασικό στοιχείο ενδυμασίας για τους σαμουράι ήταν το κιμονό, το οποίο για τους άνδρες αποτελείτο συνήθως από ένα εξωτερικό και ένα εσωτερικό ένδυμα. Τα βαρύτερα κιμονό φοριούνταν το χειμώνα, ενώ τα ελαφρύτερα, καμωμένα από μετάξι για παράδειγμα, φοριούνταν το καλοκαίρι. Στην πραγματικότητα υπήρχε συγκεκριμένη ημέρα κατά την οποία τα χειμερινά κιμονό άλλαζαν με τα αντίστοιχα καλοκαιρινά. Παραδοσιακά τούτο συνέβαινε την 1η ημέρα του τέταρτου μήνα (περίπου την πρώτη εβδομάδα του Μαΐου). Το κιμονό ενός σαμουράι κανονικά ήταν φτιαγμένο από μετάξι, ένα υλικό που θεωρείται ανώτερο από το βαμβάκι και την κάνναβη όχι μόνο για την αίσθηση και την εμφάνισή του, αλλά και για τη σχετική δροσιά που προσφέρει το καυτό ιαπωνικό καλοκαίρι. Φυσικά, η ποιότητα ενός κιμονό που μπορούσε να φορέσει κάποιος εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τη θέση και το εισόδημά του. Ωστόσο, πριν από την περίοδο Έντο δεν υπήρχαν συγκεκριμένοι κανόνας επί του θέματος. Το Χότζο Σουν17, για παράδειγμα, αγγίζει το θέμα της ενδυμασίας στα 21 άρθρα του κάτω από μια διαφορετική και περισσότερο πνευματική σκοπιά: «Μη σκέφτεστε ότι τα ξίφη σας και η ενδυμασία σας πρέπει να είναι τόσο καλή όσο εκείνη άλλων ανθρώπων. Να είστε ικανοποιημένοι αν δε φαίνονται φοβερά. Μόλις αρχίσετε να αποκτάτε αυτό που δεν έχετε και γίνετε ακόμα φτωχότεροι, τότε θα γίνετε περίγελος».

Με βάση τον παραπάνω κανόνα μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί τα εξαιρετικά φωτεινά χρώματα και τα εξωτικά σχέδια αποφεύγονταν χαρακτηριστικά ως επίδειξη απρέπειας ή και αλαζονείας ακόμα. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι γυναίκες των οικογενειών σαμουράι ντύνονταν με κιμονό ανάλογα του βαθμού και της θέσης του συζύγου τους. Οι πρεσβύτεροι σαμουράι φορούσαν συνήθως γκρίζα ή καφετιά ενδύματα, που τόνιζαν την αξιοπρέπεια της ηλικίας τους. Κάτω από το κιμονό φοριόταν το φουντόσι. Ήταν ουσιαστικά ένα περικάλυμμα που, ελλείψει καλύτερης περιγραφής, μπορούμε να πούμε ότι έμοιαζε με πάνα. Ένας άλλος τύπος (που φοριόταν συχνότερα κάτω από την πανοπλία), ήταν ένα μακρύ κομμάτι υλικού που ξεκινούσε από το εμπρόσθιο τμήμα του σώματος και ήταν στερεωμένο σε ένα βρόγχο γύρω από το λαιμό. Αγκάλιαζε το σώμα και ερχόταν να καταλήξει πίσω στη μέση, όπου δενόταν με σκοινί.
Οι σαμουράι φορούσαν επίσης κάλτσες, τάμπι, στις οποίες το μεγάλο δάχτυλο ήταν ραμμένο ξέχωρα από τα άλλα δάχτυλα, για να διευκολύνεται το φόρεμα των σανδαλιών. Τα υποδήματα των Σαμουράι ήταν γενικά τα σανδάλια (γαράτζι) και τα ξύλινα γκέτα. Τα σανδάλια κατασκευάζονταν από διάφορα υλικά, ανάμεσα στα οποία συμπεριλαμβάνεται το άχυρο, η κάνναβη και το βαμβακερό νήμα. Τα γκέτα συνδέθηκαν γενικά με τις κατώτερες τάξεις. Οι γκέισες, για παράδειγμα, και οι ηθοποιοί καμπούκι απεικονίζονται συχνά να φορούν γκέτα, αν και οι σαμουράι τα φορούσαν κατά διαστήματα. Στην ιστορία της Χάικε αναφέρεται ότι ο ισχυρός Τάιρα Κιγιομόρι φορούσε ξυλοπέδιλα, αν και είναι πιθανό αυτού του είδους η πληροφορία να προστέθηκε από τους ανταγωνιστές του. Οι μπότες από δέρμα αρκούδας ήταν δημοφιλείς, ειδικά όταν συνδυάζονταν με εξοπλισμό, αλλά ήδη από τον 16ο αιώνα θεωρούνταν αρχαϊκές. Για τις βροχερές ημέρες οι σαμουράι, όπως και όλοι οι άλλοι, φορούσαν αδιάβροχα καμωμένα από άχυρο (κάπα) και χρησιμοποιούσαν ομπρέλες που έμοιαζαν μάλλον σαν βικτοριανά παρασόλια.
Μεταξύ του 12ου και του 17ου αιώνα, έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές το χιτατάρε. Αντίθετα από το κοινό κιμονό, το χιτατάρε αποτελείτο από δύο κομμάτια αρκετά ευρύχωρα για να ευνοούν μια αρκετά μεγάλη γκάμα κινήσεων του σώματος. Όπως και με το τυποποιημένο κιμονό, τα ξίφη των σαμουράι θηκάρωναν σε μια ζώνη (όμπι) που τυλιγόταν γύρω από τη μέση και δενόταν μπροστά. Από το χιτατάρε επιτρεπόταν να φορεθεί και μόνο το κάτω μισό. Το πάνω μισό κρεμιόταν στη μέση, σε περιπτώσεις τοξοβολίας ή άλλων τέτοιων δραστηριοτήτων (με άλλα λόγια, για πολεμικούς σκοπούς). Κατά την περίοδο Έντο το χιτατάρε έδωσε τη θέση του στο καμισίμο. Το καμισίμο αποτελείται επίσης από δύο κομμάτια και είναι πιθανώς το γνωστότερο ένδυμα των σαμουράι. Το πάνω μισό ονομαζόταν καταγκίνου και ήταν ουσιαστικά ένα αμάνικο σακάκι. Εναλλακτικά, φοριόταν από πάνω το χαορί, ένα μακρύ ένδυμα που χρησιμοποιόταν για τα ταξίδια και τις κακοκαιρίες. Το κάτω μισό ήταν το διάσημο χακάμα, που τόσο έχει απασχολήσει τους διάφορους ερευνητές στο διαδίκτυο, ένα φαρδύ παντελόνι, πρακτικότατο για τις κινήσεις της μάχης.
Τα μαλλιά των σαμουράι ήταν ένα σημαντικό τμήμα της εμφάνισής τους, και οι περισσότεροι κώδικες των σαμουράι αναφέρονται στη σημασία της περιποιημένης εμφάνισής τους. Η παραδοσιακή κόμμωση για περισσότερο από 1000 χρόνια ήταν η κοτσίδα στην κορυφή του κεφαλιού. Σχεδόν όλοι, με εξαίρεση τους βουδιστές ιερείς, χρησιμοποιούσαν αυτό το στυλ, καθιστώντας την έρευνα για τη γένεση αυτού του ύφους σχεδόν αδύνατη. Υπάρχουν αναφορές για τη χρήση της κοτσίδας στην κορυφή του κεφαλιού στην αρχαία Κίνα και είναι πιθανώς μια από τις πολλές πολιτισμικές εισαγωγές των περιόδων Νάρα και Χεϊάν. Το ύφος του ξυρίσματος του εμπρόσθιου τμήματος της κεφαλής αναπτύχθηκε, υποθετικά, για την άνετη χρήση του κράνους. Κατά τις πρώιμες φάσεις της περιόδου Έντο έγινε απλώς μόδα που την ακολουθούσαν και οι άλλες κοινωνικές τάξεις. Όσο για το μουστάκι και τα γένια, ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα στοιχεία επίδειξης ανδρισμού. Ιδιαίτερα το μουστάκι τιμούσαν οι στρατηγοί. Στα μέσα της περιόδου Έντο οι γενειάδες έχασαν τη δημοτικότητά τους και ως σήμερα δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς ανάμεσα στους Ιάπωνες.
Τέχνη και Σαμουράι

Ενώ η ουσία της ζωής ενός Σαμουράι ήταν η απόκτηση δεξιοτήτων στην τέχνη του πολέμου και την άσκηση του κώδικα Μπουσίντο, σε περιόδους ειρήνης καλλιέργησε ειρηνικότερες αναζητήσεις. Όπως συμβουλεύει ο Νταϊντότζι Γιουζάν στο Μπούντο Σοσινσού (17ος αιώνας): «Αν και το Μπουσίντο υπονοεί καταρχήν τις ιδιότητες της δύναμης, η πραγματική δύναμη δεν μπορεί να αναπτυχθεί με μονομέρεια». Στο πέρασμα των αιώνων αρκετοί σαμουράι έγιναν ολοκληρωμένοι ποιητές. Ο Μιναμότο Σανετόμο (1192-1219), ο τρίτος σόγκουν της πατριάς Καμακούρα, δημοσίευσε μια ανθολογία των ποιημάτων του, το Κινκαϊσού. Ο Τάιρα Ταντανόρι (1144-1184), ο νεότερος γιος του Τάιρα Κιγιομόρι, επίσης απέκτησε μεγάλη φήμη ως ποιητής. Ακόμη και κατά τη διάρκεια μακρόχρονων εκστρατειών οι σαμουράι εύρισκαν το χρόνο να αναπτύσσουν τις καλλιτεχνικές τους δεξιότητες. Ο Ντάτε Μασαμούνε (1565-1636), νταΐμιο του Σεντάι στη βόρεια Χόνσου, έγινε γνωστός ως «μονόφθαλμος δράκος» όταν πληγώθηκε στη μάχη. Πέταξε μακριά το πληγωμένο μάτι που κρέμασε κάτω από το μάγουλό του, για να μπορεί να βλέπει καθαρότερα έναν εχθρό κατά τη διάρκεια της μάχης. Θα υπόθέσουμε, λοιπόν, ότι ένα τέτοιο άτομο δεν είχε χρόνο για ποίηση. Ωστόσο, αντικρίζοντας την ομορφιά του Φούτζι ο Μασαμούνε παρακινήθηκε να γράψει τους παρακάτω στίχους:
Κάθε που βλέπω το Φούτζι
Μου φαίνεται αλλιώτικο
Νιώθω σαν να το βλέπω Πάντα
για πρώτη φορά.

Ενώ η ποίηση, η καλλιγραφία και η λογοτεχνία προσέλκυσαν τους σαμουράι, ίσως ο δημοφιλέστερος τρόπος καλλιτεχνικής έκφρασης ήταν η τέχνη Τσα νο Γιου, ή η τελετή του τσαγιού18. Προερχόμενη από τα τελετουργικά που ακολουθήθηκαν στους κινεζικούς βουδιστικούς ναούς, η τελετή του τσαγιού εισήχθηκε στην Ιαπωνία από τους μοναχούς Εϊζάι (1141-1215) και Ντάι-Ο (1236-1308). Ως τέχνη εμπνευσμένη από το Ζεν, το Τσα νο Γιού ανέπτυξε μια αίσθηση της φυσικής απλότητας, μια άμεση εμπειρία της πραγματικότητας, απαλλαγμένη από τις διανοητικές διεργασίες.
Ο διδάσκαλος του Ζεν, Τακουάν Σόχο, (1573-1645)19, περιέγραψε τις ιδανικές συνθήκες για την τελετή του τσαγιού: «Διαμορφώστε ένα μικρό χώρο σε ένα άλσος μπαμπού ή κάτω από τα δέντρα, τριγυρισμένο από ρυάκια, από βράχια και δέντρα και θάμνους. Σε αυτό το χώρο μπορούμε να απολαύσουμε τα ρυάκια και τα βράχια, όπως κάνουμε με τα ποτάμια και τα βουνά στην άπλα της φύσης. Εδώ θα ακούσουμε το νερό να βράζει και θα μας θυμίζει το αεράκι που περνά μέσα από τις πευκοβελόνες. Εδώ απομακρύνονται οι εγκόσμιες θλίψεις και ανησυχίες, και καθώς χύνουμε το νερό του δοχείου, έτσι σκορπίζεται μακριά η σκόνη του νου. Αυτός είναι αληθινά ο κόσμος των αναχωρητών και των αγίων επί της γης».
Οι μεγάλοι πολέμαρχοι, ο Όντα Νομπουνάγκα και ο Τογιοτόμι Χιντεγιόσι, ήταν και οι δύο ενθουσιώδεις προστάτες της τελετής του τσαγιού. ο Χιντεγιόσι μάλιστα ενθουσιάστηκε τόσο από το τελετουργικό, ώστε το 1587 οργάνωσε μια μεγάλη δημόσια εκδήλωση, ανοικτή για όποιον ενδιαφερόταν για την τέχνη Τσα νο Γιού. Την πρώτη μέρα μόνο οι διδάσκαλοι του τσαγιού εξυπηρέτησαν πάνω από 800 φιλοξενουμένους. Ωστόσο, για πολλούς σαμουράι, η τελετή του τσαγιού ήταν απλά ένα άλλο μέσο επίδειξης πλούτου και ευημερίας και κατέβαλλαν τεράστια ποσά για την αγορά αγγειοπλαστικών ειδών, μπαμπού και μετάλλων που χρησιμοποιούνταν στην τελετή.

ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΠΟΛΤΟΣ Από τον Μasaki Kamakura ΙΑΠΩΝΙΑ

Αποκαλύφθηκε το μυστικό του βασιλικού πολτού των μελισσών

Αποκαλύφθηκε το μυστικό συστατικό του βασιλικού πολτού, με τον οποίο οι μέλισσες ταΐζουν τις προνύμφες που θα γίνουν βασίλισσες. Οι συγκεκριμένες προνύμφες αρχικά δεν διαφέρουν από αυτές που γίνονται και εργάτριες, αλλά υπό την επίδραση του βασιλικού πολτού εξελίσσονται σε βασίλισσες.
Ο Masaki Kamakura του Πανεπιστημίου της Toyama στην Ιαπωνία, αποθήκευεσε βασιλικό πολτό σε θερμοκρασία 40°C για 30 ημέρες και τάιζε με αυτό προνύμφες μελισσών κατά διαστήματα. Η επίδρασή του σταδιακά αποδυναμώθηκε, γεγονός που υποδηλώνει ότι το βασικό συστατικό ήταν σε αποσύνθεση. Στη συνέχεια έτρεφε τις προνύμφες με τον πολτό αλλά κάθε δόση βασιζόταν σε ένα συγκεκριμένο συστατικό που αποδυναμώνεται με τον καιρό. Μόνο ένα συστατικό έκανε τις προνύμφες να μετατραπούν σε βασίλισσες: μια πρωτεΐνη που ο Kamakura ονομάζει «royalactin».
Για να εντοπίσει πώς λειτουργεί η «royalactin», ο Kamakura την ενέταξε στη διατροφή των νυμφών μύγας. Η πρωτεϊνη τις έκανε να μεγαλώνουν και να γεννούν περισσότερα αυγά, όπως τις μέλισσες. Έτσι, διαπίστωσε ότι η «royalactin» λειτουργεί ενεργοποιώντας το γονίδιο EGFR, που εντοπίζεται σε όλο το ζωικό βασίλειο.
Αυτό υποδηλώνει ότι ένας προϋπάρχον μηχανισμός προγραμματίστηκε ώστε να παράγει το σύστημα των καστών στις μέλισσες, λέει στο New Scientist ο Francis Ratnieks του Πανεπιστημίου του Σάσεξ. Όταν τα έντομα έφτιαξαν αρχικά αποικίες, οι βασίλισσες και οι μέλισσες-εργάτες πρέπει να είχαν τα ίδια φυσικά χαρακτηριστικά –τονίζει- και οι κάστες δημιουργήθηκαν αργότερα, από τη royalactin ή κάτι παρόμοιο. 
Πηγή: tvxs gr.

Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΩΝ NINJA Από την Ιαπωνία σας στέλνω την αγάπη μου Fuji Tomo Kazu. ΙΑΠΩΝΙΑ

Μαυροντυμένες φιγούρες με καλυμμένα πρόσωπα, που διασχίζουν αυλές, αναρριχώνται σε τοίχους και περπατούν στις στέγες με γρήγορο βηματισμό.
Αυτή είναι η εικόνα του Ninja όπως παρουσιάζεται στην σημερινή εποχή. Ποια είναι όμως η ιστορική πραγματικότητα για αυτούς ;

Ιστορικά στοιχεία
Oι Ninja ήσαν επαγγελματίες κατάσκοποι – δολοφόνοι και παρόλο που η ύπαρξή τους είναι ιστορικά τεκμηριωμένη, εντούτοις είναι πολύ δύσκολο να προσδιορισθεί επακριβώς η εμφάνιση των πρώτων Ninja (ακριβές όνομα Shinobi).
Η λέξη ninja προέρχεται από δύο χαρακτήρες της κινεζικής γραφής kanji (忍者) οι οποίοι στην ιαπωνική γλώσσα προφέρονται Shinobi-no-mono ενώ στην κινεζική γλώσσα προφέρονται nin-sha. Οι λέξεις shinobi και nin σημαίνουν «απαρατήρητος», «ήσυχος», «σιωπηλός» και «αυτός που υπομένει», ενώ οι λέξεις mono και sha σημαίνουν «πρόσωπο».
Η Ιαπωνική λαογραφία, αναφέρει ότι ο χαρακτηρισμός ninja προέρχεται από έναν δαίμονα ο οποίος ήταν μισός άνθρωπος και μισός κοράκι. Όμως στην πραγματικότητα οι Νinja δημιουργήθηκαν «ως αντίπαλο δέος» έναντι των κοινωνικά ανώτερων Samurai, στην ύστερη φεουδαρχική Ιαπωνία.
Οι περισσότερες πηγές αναφέρουν ότι η τέχνη του ninjutsu (βασική πολεμική τέχνη των Ninja) άρχισε να αναπτύσσεται μεταξύ 600 – 900 μ.Χ και συγκεκριμένα όταν ο πρίγκηπας Shotoku (574-622) προσέλαβε ως κατάσκοπο τον Otomono Sahito.

Επιρροές
Το έτος 850 η κινεζική δυναστεία των Tang βρισκόταν σε παρακμή και το έτος 907 διαλύθηκε, βυθίζοντας την Κίνα στο χάος για 50 έτη. Λόγω αυτής της διάλυσης ορισμένοι Κινέζοι στρατηγοί διέφυγαν μέσω θαλάσσης στην Ιαπωνία, μεταφέροντας νέες εμπειρίες, στρατιωτική φιλοσοφία και τακτικές πολέμου.
Επιπλέον το 1020 αρκετοί Κινέζοι μοναχοί – πολεμιστές άρχισαν να φθάνουν στην Ιαπωνία, μεταφέροντας ιατρική τεχνογνωσία – φάρμακα, αλλά και πολεμικές τεχνικές. Εξάλλου πάρα πολλές θεωρίες – φιλοσοφίες  – διαλογιστικές μέθοδοι – πολεμικές τεχνικές, μέσω Θιβέτ – Κίνας κατέληξαν στην Ιαπωνία.
Οι Κινέζοι μοναχοί δίδαξαν τις μεθόδους τους στους yamabushi 山伏 (Ιάπωνες ερημίτες – ασκητικοί οι οποίοι φημολογείται ότι είχαν υπεράνθρωπες δυνάμεις – η λέξη σημαίνει «αυτός που ζει στο βουνό») καθώς και στις πρώτες ομάδες Ninja.

Η πρώτη σχολή Ninja
Για περισσότερο από έναν αιώνα, η μίξη Κινεζικών και ιαπωνικών τακτικών, η οποία αργότερα θα ονομαζόταν ninjutsu, αναπτύχθηκε σαν ένα είδος αντικουλτούρας, χωρίς συγκεκριμένους κανόνες και επισημοποιήθηκε για πρώτη φορά από τους Daisuke Nishina και Kagakure Doshi.
Ο Daisuke ήταν πρώην samurai, αλλά όταν ηττήθηκε σε μια τοπική μάχη ο απέρριψε τον τίτλο και εγκατέλειψε τα εδάφη του. Κανονικά σε αυτές τις περιπτώσεις ο Samurai εκτελεί seppuku (αυτοκτονεί) κάτι το οποίο δεν έκανε ο Daisuke.
Το 1162 ο Daisuke περιπλανώμενος στα βουνά του νοτιοδυτικού Honshu συναντά τον Doshi, έναν κινέζο μοναχό. Ο Daisuke αποποιείται τον κώδικα bushido και μαζί με τον Doshi εφευρίσκουν μια νέα μορφή ανορθόδοξου πολέμου το ninjutsu.
Αργότερα οι διάδοχοι του Daisuke θα δημιουργήσουν την πρώτη σχολή ninja το Togakureryu.

Ninjutsu εναντίον Bushido
Το ninjutsu δημιουργήθηκε ως αντίπαλο δέος του bushido.
Οι Samurai θεωρούσαν την πίστη και τιμή ως τις υπέρτατες ηθικές αξίες.
Πριν πολεμήσει ο Samurai επέλεγε έναν αντίπαλο, ανακοίνωνε την πρόκληση και κατόπιν επιτίθετο. Κατά την διάρκεια της μάχης φορούσε χρωματιστά ρούχα για να καταδείξει την οικογενειακή του προέλευση. Το bushido διέπετο από ευγένεια και τιμή, αλλά δεν ήταν πάντα αποτελεσματικό.
Σε αυτό το σημείο στόχευε το ninjutsu. Ο κώδικας των ninja προέβλεπε την ολοκλήρωση της αποστολής με την χρήση οιουδήποτε μέσου ήταν αναγκαίο. Η χρήση μεθόδων όπως…..ύπουλες επιθέσεις, δηλητήριο, κατασκοπεία, αποτελούσαν ντροπή για τον samurai, σε αντίθεση με τον κώδικα των ninja, που θεωρούνταν απαραίτητες.

Προέλευση
Ορισμένοι από τους αρχηγούς των Νinja (οι αποκαλούμενοι jonin) όπως ο Daisuke Togakure υπήρξαν πρώην samurai που είχαν εκπέσει του αξιώματος, είτε επειδή είχαν χάσει τον αφέντη (daimyo) τους σε μάχη, είτε επειδή αυτός τους είχε διώξει και αυτοί είχαν δραπετεύσει αντί να κάνουν seppuku, είτε απλώς λιποτάκτησαν.
Οι περισσότεροι Νinja όμως δεν προήρχοντο από τις τάξεις των ευγενών……….ήσαν αγρότες οι οποίοι έμαθαν να πολεμούν για λόγους αυτοπροστασίας.
Οι πλέον φημισμένες περιοχές από τις οποίες προήρχοντο ήταν οι περιοχές Iga και Koga.
Στις αποστολές συμμετείχαν και γυναίκες………..οι θηλυκοί Νinja (kunoichi) διείσδυαν στις τάξεις του εχθρού σαν χορεύτριες, παλλακίδες ή υπηρέτριες και ήσαν αποτελεσματικές σαν κατάσκοποι ή δολοφόνοι.

Αντιμετώπιση των Ninja από τους Samurai
Επειδή οι Samurai δεν εμάχοντο πάντοτε σε ανοικτό πεδίο και επιπλέον δεσμεύονταν από τον κώδικα Bushido, προσελάμβαναν συχνά Νinja προκειμένου να διευθετούν ζητήματα τέτοιας φύσεως.
Αυτό το σύστημα ήταν πολύ επικερδές για τους Νinja καθότι οι αμοιβές ήσαν μεγάλες και αυτό είχε σαν επακόλουθο οι  κατώτερες τάξεις να ενισχύουν το εισόδημά τους.
Φυσικά εφόσον και ο αντίπαλος είχε την δυνατότητα να προσλάβει Νinja, αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι Samurai να τρέφουν αντικρουόμενα αισθήματα «εξάρτησης», «απέχθειας» και «φόβου» έναντι των Νinja.
H δομή και οργάνωση των Νinja ήταν απλή: ο αρχηγός (jonin) έδινε εντολές στον ενδιάμεσο (chunin) ο οποίος τις μεταβίβαζε στον στρατιώτη (genin).

Ένδυση – οπλισμός – εξοπλισμός
Στην σύγχρονη εποχή οι Νinja παρουσιάζονται να φορούν μαύρα ρούχα έχοντας μόνο τα μάτια ακάλυπτα……………… η εμφάνιση όμως αυτή προέρχεται από το θέατρο kabuki.
Στην πραγματικότητα οι Νinja φορούσαν στολή χρώματος σκούρου μπλε κατά τις νυχτερινές επιχειρήσεις, ενώ τις περισσότερες φορές – ανάλογα με τις ανάγκες της αποστολής (κατασκοπεία, δολιοφθορά) – φορούσαν ρούχα προσαρμοσμένα στο εκάστοτε επιχειρησιακό περιβάλλον.

ΚΩΔΙΚΑΣ ΤΙΜΗΣ BOUSHIDO Από τον Fuji Tomo Kazu ΙΑΠΩΝΙΑ

Κώδικας τιμής Bushido
Ο κώδικας τιμής Bushido (δρόμος του πολεμιστή) αναφέρει τις οκτώ αρετές που πρέπει να διέπουν τον Samurai. Ιδού πως περιγράφει τις αρετές του Bushido o Nitobe Inazō (1822-1933) ένας από τους πλέον σημαντικούς μελετητές των Samurai στο βιβλίο του Bushido – The Soul of Japan (Bushido – η ψυχή της Ιαπωνίας).

Ι. Εντιμότητα – Δικαιοσύνη
Το Bushido αναφέρεται όχι μόνο στην πολεμική ευθύτητα, αλλά στην προσωπική ευθύτητα……εντιμότητα – δικαιοσύνη, είναι η ισχυρότερη αρετή του Bushido που καθορίζει τον σωστό Samurai «ευθύτητα είναι η δύναμη του ατόμου να αποφασίζει για την πορεία της συμπεριφοράς σύμφωνα με την αιτία, χωρίς αμφιταλαντεύσεις «να πεθαίνει όταν πρέπει να πεθάνει και να χτυπά όταν πρέπει να χτυπήσει».
Ευθύτητα είναι το οστό που δίνει σταθερότητα και ανάστημα. Χωρίς οστά το κεφάλι δεν μπορεί να στηριχτεί στην κορυφή της σπονδυλικής στήλης και τα χέρια ή τα πόδια δεν μπορούν να κινηθούν. Χωρίς εντιμότητα………….ούτε το ταλέντο ούτε η εκπαίδευση μπορεί να διαμορφώσουν έναν σωστό σαμουράι».

II. Θάρρος
Το Bushido διαχωρίζει την γενναιότητα από το  θάρρος. Το θάρρος αξίζει ως αρετή μόνο όταν ασκείται για σκοπούς δικαιοσύνης και εντιμότητας. Ο Κομφούκιος λέει….«Έχουμε θάρρος όταν κάνουμε αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως σωστό» Με λίγα λόγια «το θάρρος πράττει σωστά».
III. Καλοσύνη – Οίκτος
Ο άνδρας που έχει την δύναμη να διοικεί (διατάσσει) και να σκοτώνει πρέπει να διέπεται από τη δύναμη της καλοσύνης και του οίκτου. Η αγάπη, η μεγαλοψυχία, ο αλτρουισμός, η συμπάθεια και ο οίκτος, είναι χαρακτηριστικά της καλοσύνης, το σπουδαιότερο αγαθό της ανθρώπινης ψυχής. Ο Κομφούκιος και ο Mencius είπαν ότι «η υψηλότερη αρετή ενός ηγεμόνα είναι η καλοσύνη».

IV. Ευγένεια
Ο περιστασιακός επισκέπτης (τουρίστας) ίσως δυσκολευθεί να διακρίνει τη διαφορά μεταξύ δουλοπρέπειας και ευγένειας στην συμπεριφορά των Ιαπώνων. Όμως για έναν πραγματικό άνδρα η ευγένεια έχει τις ρίζες της στην καλοσύνη. Αποτελεί δε «φτωχή αρετή» εφόσον έχει ως κίνητρο την κολακεία. Στις υψηλότερες μορφές έκφρασης η ευγένεια προσεγγίζει (σε αξία) την αγάπη.

V. Τιμιότητα και ειλικρίνεια
Οι πραγματικοί Samurai, σύμφωνα με τον συγγραφέα Nitobe απεχθάνονταν τα χρήματα, πιστεύοντας ότι «οι άνθρωποι πρέπει να φθονούν τα χρήματα που προορίζονται για πλουτισμό διότι εμποδίζουν την σοφία». Έτσι, τα παιδιά των υψηλόβαθμων Samurai ανατράφηκαν με την αρχή ότι «μιλώντας για χρήματα έδειχναν χαμηλό επίπεδο μόρφωσης ενώ η άγνοια των νομισματικών αξιών αναδείκνυε την καλή ανατροφή τους». Το Bushido ενθάρρυνε την λιτότητα, όχι για οικονομικούς λόγους, αλλά για λόγους εγκράτειας. Η πολυτέλεια εθεωρείτο η μεγαλύτερη απειλή για τους Samurai, ενώ η υπέρμετρη απλότητα αποτελούσε προσόν για τον πολεμιστή.

VI. Τιμή
Αν και το Bushido ασχολείται κυρίως με στρατιωτική συμπεριφορά του πολεμιστή, δεν παύει να ασχολείται εξίσου και με την  κοινωνική συμπεριφορά. Η αίσθηση της Τιμής, αποτελεί κορωνίδα της προσωπικής αξιοπρέπειας και πρέπει να χαρακτηρίζει τον Samurai. O Samurai γεννήθηκε για να τιμά το καθήκον και τα προνόμια του επαγγέλματός του. «Ο φόβος της ντροπής – ατίμωσης επικρέμεται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από το κεφάλι κάθε Samurai»……….. Όπως λέει η λαϊκή παροιμία «αληθινή υπομονή σημαίνει να υπομένεις το αφόρητο».

VII. Αφοσίωση
Οι πραγματικοί άνδρες παραμένουν πιστοί στο σκοπό που έχουν ταχθεί. Η αφοσίωση στον ανώτερο ήταν η πιο χαρακτηριστική  αρετή της φεουδαρχικής εποχής στην Ιαπωνία. Προσωπική πίστη και αφοσίωση υπάρχει μεταξύ όλων των ειδών των ανθρώπων…….ακόμη και μια συμμορία κλεφτών ορκίζεται πίστη στον αρχηγό της. Όμως μόνο στον ιπποτικό κώδικα η Τιμή αναδεικνύει την αρετή της αφοσίωσης σε ύψιστο βαθμό.

 VIII. Χαρακτήρας και αυτοέλεγχος
Ο Bushido διδάσκει ότι οι άνδρες πρέπει να συμπεριφέρονται σύμφωνα με την απόλυτη ηθική, σε βαθμό υπεράνω λογικής. Το σωστό είναι σωστό και το λάθος είναι λάθος. Η διαφορά μεταξύ καλού – κακού και σωστού – λάθους είναι δεδομένη, δεν υπόκειται σε συζήτηση ή αιτιολόγηση και ένας Samurai υποχρεούται να την γνωρίζει. Είναι υποχρέωση του άνδρα να διδάσκει στα παιδιά του, τα ηθικά πρότυπα μέσω της δικής του συμπεριφοράς. Προηγείται η εκπαίδευση του χαρακτήρα και έπεται η εκπαίδευση στην σύνεση, την ευφυΐα και διαλεκτική. Η πνευματική ανωτερότητα είναι επιθυμητή, αλλά ο Samurai είναι ουσιαστικά άνθρωπος της δράσης. Ουδείς ιστορικός θα διαφωνήσει ότι ο Hideyoshi (διάσημος Samurai  που έζησε από το 1536 – 1598) αποτελεί την προσωποποίηση των οκτώ αρετών του Bushido. Επιλέγοντας συμπόνοια αντί αντιπαράθεση και φιλανθρωπία αντί επιθετικότητα, κατέδειξε την διαχρονική αξία της ανδρειοσύνης.
Σήμερα οι διδαχές του Bushido δεν θα μπορούσαν να είναι πιο επίκαιρες.
Συνοψίζοντας τον ιστορικό απόηχο των Samurai…………..η ιστορία τιμά αυτούς που έζησαν με τιμή.
Πηγές
Ansart, Olivier (2007) «Loyalty in Seventeenth and Eighteenth Century Samurai Discourse,» Japanese Studies, 27:2, 139-154.
Collcutt, Martin (1996) «The ‘Emergence of the Samurai’ and the Military History of Early Japan,» Harvard Journal of Asiatic Studies, 56:1, 151-164.
http://www.wsu.edu
http://artofmanliness.com

Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΩΝ ΣΑΜΟΥΡΑ'Ι' Από την Ιαπωνία ο Fuji Tomo Kazu σας στέλνει την αγάπη του.

Οι Samurai (Samurai=αυτός που υπηρετεί) ήταν πολεμιστές υψηλού επιπέδου εκπαίδευσης και ικανοτήτων, οι οποίοι εμφανίσθηκαν σταδιακά στην Ιαπωνία μετά τις μεταρρυθμίσεις του Taika το 646 μ.Χ. Οι μεταρρυθμίσεις που περιελάμβαναν αναδιανομή της γης και βαρείς φόρους, είχαν ως σκοπό την ίδρυση μιας αυτοκρατορίας «Κινεζικού τύπου». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, πολλοί μικροί αγρότες να αναγκασθούν να πουλήσουν τη γη και να εργάζονται ως αγρότες – ενοικιαστές.
Εν τω μεταξύ ορισμένοι μεγάλοι γαιοκτήμονες είχαν συγκεντρώσει δύναμη και πλούτο, δημιουργώντας ένα φεουδαρχικό σύστημα παρόμοιο με το αντίστοιχο μεσαιωνικό της Ευρώπης. Αυτό το σύστημα αποδείχθηκε ανεφάρμοστο και κατέρρευσε μέσα σε μερικούς αιώνες. Όπως λοιπόν και στην Ευρώπη, οι νέοι φεουδάρχες χρειάζονταν πολεμιστές για υπερασπίζονται την περιουσία τους τους. Έτσι γεννήθηκε ο πολεμιστής Samurai (ή «bushi»).

Πρώιμη φεουδαρχική Εποχή Samurai
Ορισμένοι Samurai ήσαν συγγενείς των γαιοκτημόνων, ενώ άλλοι είχαν προσληφθεί ως μισθοφόροι. Ο κώδικας των Samurai τόνιζε την πίστη στον κύριό του, ακόμα και υπεράνω της οικογενειακής τιμής. Η ιστορία δείχνει ότι οι πιο πιστοί Samurai ήσαν συνήθως μέλη της οικογένειας ή οικονομικά εξαρτώμενα μέλη των κυρίων τους.
Στο 900 μ.Χ, οι αδύναμοι αυτοκράτορες της δυναστείας των Heian (794 – 1185) έχασαν τον αγροτικό έλεγχο της Ιαπωνίας. Η χώρα σπαρασσόταν από εξεγέρσεις και η εξουσία του αυτοκράτορα σύντομα περιορίσθηκε στα όρια της πρωτεύουσας. Σε ολόκληρη τη χώρα οι πολεμιστές κλήθηκαν να αναπληρώσουν το κενό εξουσίας με αποτέλεσμα το 1100 οι Samurai να αποκτήσουν στρατιωτική και πολιτική εξουσία στο μεγαλύτερο τμήμα της Ιαπωνίας.
Τέλος της εποχής Heian / άνοδος των Samurai
Η ήδη αδύναμη αυτοκρατορική εξουσία δέχθηκε μοιραίο πλήγμα το 1156, όταν ο αυτοκράτορας Toba πέθανε χωρίς να ορίσει διάδοχο. Οι γιοι του Sutoku και Go Shirakawa ξεκίνησαν εμφύλιο πόλεμο που ονομάσθηκε εξέγερση Hogen. Στο τέλος του εμφυλίου είχαν ηττηθεί και οι δύο καθότι……η αυτοκρατορική εξουσία είχε πλέον απωλέσει όλα τα προνόμια.
Κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πόλεμου, ήρθαν στο προσκήνιο οι οίκοι των Samurai Minamoto και Taira οι οποίοι το 1160 πολέμησαν ο ένας εναντίον του άλλου στην εξέγερση Heiji. Μετά τη νίκη ο Taira ίδρυσε την πρώτη κυβέρνηση της χώρας αποτελούμενη από Samurai ή Shogunate, με τον αυτοκράτορα να αποτελεί «διακοσμητικό στοιχείο». Οι δε ηττημένοι Minamoto εκδιώχθηκαν από την πρωτεύουσα Kyoto.

Περίοδος Kamakura
Οι δύο οίκοι πολέμησαν ακόμη μια φορά στον πόλεμο Genpei (1180-1185) ο οποίος έληξε αυτή την φορά με νίκη του Minamoto.
Ο Minamoto no Yorimoto ίδρυσε το Kamakura Shogunate (στρατιωτική κυβέρνηση Kamakura) η οποία κυβέρνησε το μεγαλύτερο μέρος της Ιαπωνίας (βόρειες και δυτικές περιοχές) μέχρι το 1333. Ενώ όμως η Kamakura ήταν ισχυρή, ποτέ δεν κατάφερε να κατακτήσει τις βόρειες και δυτικές περιοχές της χώρας, διότι οι Shoguns (στρατιωτικοί διοικητές) αντιμετώπιζαν περιοδική αντίσταση από άλλες οικογένειες Samurai.
Το 1268 εμφανίστηκε μια εξωτερική απειλή. Ο Kublai Khan αυτοκράτορας των Μογγόλων Yuan, απαίτησε φόρο υποτέλειας από την Ιαπωνία. Το Κιότο αρνήθηκε και οι Μογγόλοι εισέβαλαν το 1274 με 600 πλοία, αλλά τυφώνας κατέστρεψε το στόλο τους, όπως επίσης την ίδια τύχη είχε ένας δεύτερος στόλος το 1281.

Πτώση της Kamakura / Πρώιμη περίοδος Muromachi (Ashikaga)
Παρά την βοήθεια από τη φύση, οι επιθέσεις των Μογγόλων είχαν κοστίσει ακριβά στην Kamakura. Αδυνατώντας να προσφέρουν γη ή πλούτη στους ηγέτες Samurai που κινητοποιήθηκαν για την άμυνα της Ιαπωνίας, οι αποδυναμωμένοι Shogun έχουν να αντιμετωπίσουν και μία επιπλέον πρόκληση από τον Αυτοκράτορα Go-Daigo το 1318. Ο αυτοκράτορας εξορίστηκε το 1331, αλλά επέστρεψε και ανέτρεψε το Shogunate (στρατιωτικό καθεστώς) το 1333.
Αυτή όμως η αποκατάσταση αυτοκρατορικής εξουσίας διήρκεσε μόλις τρία χρόνια.
Το 1336, το Shogunate Ashikaga υπό την ηγεσία του Ashikaga Takauji επανέφερε το καθεστώς διοίκησης Samurai, αλλά πολύ ασθενέστερο σε δύναμη από ότι η Kamakura. Εκείνη την περίοδο απέκτησαν σημαντική δύναμη οι περιφερειακοί άρχοντες που ονομάζονταν «Daimyo».

Ύστερη περίοδος Muromachi
Το 1460 οι Daimyo είχαν πλέον τόση δύναμη, ώστε αγνοούσαν τις διαταγές του εκάστοτε Shogun και υποστήριζαν διαφορετικούς διαδόχους για τον αυτοκρατορικό θρόνο. Όταν ο Shogun, Ashikaga Yoshimasa παραιτήθηκε το 1464, οι διαφορές μεταξύ των υποστηρικτών του νεότερου αδελφού του και του γιου του, πυροδότησαν ακόμη πιο έντονη διαμάχη μεταξύ των Daimyo.
Το 1467, αυτές ο αντιπαραθέσεις οδήγησαν στο δεκαετή πόλεμο Onin κατά τον οποίο χιλιάδες έχασαν τη ζωή τους και το Κιότο καταστράφηκε ολοσχερώς.
Ο πόλεμος Onin οδήγησε στην «περιόδο εμπόλεμων κρατών» (ασιατική ιστορική περίοδος) ή Sengoku. Μεταξύ των ετών 1467 και 1573, πολλοί Daimyo οδήγησαν τους οίκους τους σε μάχες για την εθνική κυριαρχία, εμπλέκοντας σχεδόν όλες τις επαρχίες.

Περίοδος Azuchi-Momoyama / Αποκατάσταση της τάξης
Η περιόδος εμπόλεμων κρατών άρχισε να βαίνει προς το τέλος το 1568, όταν ο πολέμαρχος Oda Nobunaga νίκησε τρεις ισχυρούς Daimyo, βάδισε στο Κιότο και διό-ρισε ως Shogun τον ευνοούμενό του, Yoshiaki.
Ο Nobunaga αφιέρωσε τα επόμενα 14 χρόνια στην κατάκτηση αντίπαλων Daimyo και την καταστολή εξεγέρσεων από Βουδιστές μοναχούς.
Το κάστρο Azuchi που κατασκευάστηκε επί ηγεμονίας του,  το 1576 – 1579, έγινε σύμβολο της Ιαπωνικής επανένωσης.
Το 1582 ο Nobunaga δολοφονήθηκε από τον στρατηγό του Akechi Mitsuhide. Την ενοποίηση ολοκλήρωσε ένας άλλος από τους στρατηγούς του ο Hideyoshi, ο οποίος και κυβέρνησε ως kampaku (αντιβασιλέας). Ο Hideyoshi εισέβαλε στην Κορέα το 1592 και το 1597.

Tokugawa Shogunate (περίοδος Edo).
Ο Hideyoshi είχε εξορίσει τον μεγάλο οίκο Tokugawa από την περιοχή γύρω από το Κιότο στην περιοχή Kanto στη δυτική Ιαπωνία. To 1600 ο Tokugawa Leyasu είχε κατακτήσει το υπόλοιπο δυτικό Daimyo έχοντας ως ορμητήριο το κάστρο του στο Edo (σημερινό Τόκιο).
Ο Hidetada (γιος του Tokugawa) έγινε Shogun της ενωμένης χώρας το 1605, εγκαινιάζοντας 250 χρόνια ειρήνης και σταθερότητας για την Ιαπωνία.
Ο ισχυρός Shogun Tokugawa επιβλήθηκε στους Samurai, αναγκάζοντάς τους ή να υπηρετούν τους άρχοντες στις πόλεις, ή να παραδώσουν τα ξίφη τους και τα αγροκτήματα τους. Αυτό μετέτρεψε τους υπερήφανους πολεμιστές σε μια τάξη «καλλιεργημένων γραφειοκρατών».

Αποκατάσταση Meiji και παρακμή των Samurai
Το 1868 η αποκατάσταση Meiji σηματοδότησε την αρχή του τέλους για τους Samurai.
Στο σύστημα συνταγματικής μοναρχίας Meiji περιλαμβάνονταν μεταρρυθμίσεις όπως οι προϋποθέσεις για την ανάληψη δημόσιου αξιώματος. Ο Αυτοκράτορας Meiji απομάκρυνε τους Samurai, μείωσε τη δύναμη των Daimyo και μετέφερε την πρωτεύουσα από το Κιότο στο Τόκιο. Η νέα κυβέρνηση δημιούργησε στρατό κληρωτών το 1873 στον οποίο οι περισσότεροι αξιωματικοί προέρχονταν κατά βάση από τις τάξεις των πρώην Samurai.
Το 1877, κάποιοι πρώην Samurai επαναστάτησαν εναντίον του Meiji στων εξέγερση Satsuma. Έχασαν τη μάχη της Shiroyama, και η εποχή των Samurai έλαβε τέλος.

Πολιτισμός των Samurai
Η κουλτούρα των Samurai ήταν θεμελιωμένη στην έννοια του Bushido – «δρόμος του πολεμιστή.» Τα κεντρικά δόγματα του Bushido είναι τιμή και περιφρόνηση στον θάνατο. Ένας Samurai νομιμοποιείτο να σκοτώσει όποιον δεν τον υπηρετούσε με τιμή. Οι πολεμιστές διέποντο από το πνεύμα Bushido «να πολεμούν γενναία για τον κύριό τους και να προτιμούν τον αξιοπρεπή θάνατο από την ατίμωση της ήττας».
Από αυτή την περιφρόνηση για τον θάνατο, δημιουργήθηκε η ιαπωνική παράδοση του seppuku……..οι ηττημένοι πολεμιστές (και ατιμασμένα κυβερνητικά στελέχη) αυτοκτονούσαν με τιμή, μέσω τελετουργίας (τομή στην κοιλιακή χώρα) με ένα μικρό ξίφος μήκους 15-30 εκατοστών (Tantο).

Οπλισμός των Samurai
Οι πρώτοι Samurai ήταν τοξότες, εμάχοντο πεζοί ή με άλογο φέροντας μεγάλα τόξα (Yumi). Τα ξίφη τα χρησιμοποιούσαν κυρίως για να επιφέρουν το θανατηφόρο χτύπημα στους τραυματισμένους εχθρούς.
Μετά τις επιδρομές των Μογγόλων το 1272 και 1281, οι Samurai άρχισαν να κάνουν μεγαλύτερη χρήση του ξίφους και δοράτων με καμπυλωτή λεπίδα – πτερύγιο που ονομάζονταν naginata.
Οι Samurai έφεραν δύο ξίφη μαζί  (μακρύ και κοντό) που ονομάζοντο Daisho. Το katana, μία κυρτή λεπίδα μήκους 24 εκατοστών, ενώ το Wakizashi μήκους 12-24 εκατοστά, χρησιμοποιείτο για μαχαίρωμα. Στα τέλη του 16ου αιώνα, όσοι δεν ήσαν Samurai απαγορευόταν να φορούν Daisho.
Οι Samurai στη μάχη φορούσαν πλήρη πανοπλία σώματος, συμπεριλαμβανομένου κράνους με κέρατα.

Samurai……….ο μύθος
Στην σύγχρονη Ιαπωνία τιμούν τη μνήμη των Samurai και ο bushido επηρεάζει ακόμα τον πολιτισμό τους. Σήμερα όμως η επίκληση του κώδικα τιμής των Samurai γίνεται περισσότερο σε εταιρικά διοικητικά συμβούλια και όχι στο πεδίο της μάχης.
Ακόμη και σήμερα όλοι γνωρίζουν την ιστορία των σαράντα επτά Ronin (ορφανοί Samurai = Samurai χωρίς κύριο) ενός Ιαπωνικού θρύλου.
«Το 1701, ο Asano Naganori Daimyo της επαρχίας Akō, ευρισκόμενος στο κάστρο Edo, προσπάθησε να σκοτώσει με στιλέτο τον Kira, έναν κυβερνητικό αξιωματούχο. Ο Asano συνελήφθη και αναγκάστηκε να κάνει seppuku. Δύο χρόνια αργότερα οι σαράντα επτά Samurai του Asano κατεδίωξαν και σκότωσαν τον Kira, χωρίς να γνωρίζουν τους λόγους που ανάγκασαν τον Asano να επιτεθεί…………..ήταν αρκετό γι’ αυτούς που ο κύριός τους τον ήθελε νεκρό. Δεδομένου ότι οι Ronin είχαν ακολουθήσει τον κώδικα Bushido, ο Shogun τους επέτρεψε να διαπράξουν seppuku αντί να εκτελεστούν.
Ακόμη και σήμερα οι Ιάπωνες εξακολουθούν να αποτίουν τιμή στους τάφους των 47 Ronin.

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΣΑΜΟΥΡΑ'Ι' Από την Ιαπωνία ο Fuji Tomo Kazu σας στέλνει την αγάπη του.

Οι τελευταίοι σαμουράι

Ενα ταξίδι στην Καμακούρα της Ιαπωνίας στα μέσα του Σεπτέμβρη για το ετήσιο φεστιβάλ του σίντο ναού Τσουρουγκαόκα Χατσιμάνγκου, όπου διεξάγεται το τελετουργικό ιππήλατης τοξοβολίας της σχολής της οικογένειας σαμουράι Ogasawara, το Yabusame. Κι έπειτα, στο σίντο ναό Τάντο στο νησί Χονσού, ακολουθώντας τους τοξοβόλους της σχολής.
Ο Τσουρουγκαόκα Χατσιμάνγκου (Tsurugaoka Hachimangu) είναι ένας από τους σημαντικότερους ναούς του σίντο, της παλαιότερης θρησκείας της Ιαπωνίας, που έχει τις ρίζες της έχει στον αρχαίο ανιμισμό και κορυφή της τον αυτοκράτορα. Είναι ο σημαντικότερος ναός της Καμακούρα, μιας παραλιακής πόλης κοντά στο Τόκιο, η οποία από το 1192 έως το 1334, την περίοδο «Καμακούρα» όπως λέγεται, ήταν πρωτεύουσα της Ιαπωνίας και οι πολλοί σίντο ναοί της και τα μοναστήρια ζεν την κάνουν εναλλακτικό προορισμό για ταξιδιώτες που δεν έχουν αρκετό χρόνο για να επισκεφθούν το Κιότο.
Η πρώτη μέρα του τριήμερου φεστιβάλ με βρήκε νωρίς το πρωί να περιμένω τους ιερείς του ναού στην παραλία της Καμακούρα, όπου θα ξεκινούσαν το φεστιβάλ με εξαγνισμό στη θάλασσα. Επειτα από σύντομη τελετή στην παραλία, έβγαλαν τα ρούχα τους και βούτηξαν για το πρωινό τελετουργικό μπάνιο. Νομίζοντας ότι απλώς θα βραχούν λίγο στα ρηχά, τους ακολούθησα στο νερό με τα ρούχα, προς μεγάλη τους έκπληξη, που κατέληξε σε δική μου απογοήτευση, καθώς οι ιερείς ξανοίχτηκαν στα βαθιά, αφήνοντάς με πίσω μισοβρεγμένη να προσπαθώ να τους φτάσω με τον τηλεφακό ενώ τα κύματα έπαιζαν με την ισορροπία μου. Αργότερα έμαθα ότι αυτή η «αφοσίωση» στη δουλειά μου ήταν ο λόγος που είχα τόση βοήθεια από τους ιερείς όσο φωτογράφιζα στις υπόλοιπες μέρες του φεστιβάλ. Μετά τον εξαγνισμό στο νερό της θάλασσας, οι ιερείς μετέφεραν φύκια στο ναό και το φεστιβάλ είχε πια ξεκινήσει.
Το βράδυ της ίδιας μέρας, μια μικρή προκαταρκτική τελετή στον κυρίως ναό προετοίμασε τους θεούς για τη μεγάλη τελετή της επομένης. Η δεύτερη μέρα ξεκίνησε στις 6 το πρωί, όταν οι τοξοβόλοι μαζεύτηκαν στο dojo (κτήριο όπου γίνονται μαθήματα αλλά και αγώνες ιαπωνικών πολεμικών τεχνών) του ναού για πρωινή εξάσκηση. Τα άλογα που χρησιμοποιούν στο Yabusame τα ιππεύουν για πρώτη φορά και ο λίγος χρόνος της εξάσκησης είναι για να τα συνηθίσουν και να μάθουν να τα ελέγχουν. Μέσα στις δύο πρωινές ώρες, οι τοξοβόλοι ίππευσαν με πειθαρχία και εσωτερική συγκέντρωση τα άλογα, μερικά από τα οποία έπρεπε να εξαναγκαστούν με σπρώξιμο προς τα πίσω για να μπουν στη στενή 250 μέτρων διαδρομή του Yabusame και να καλπάσουν με απίστευτη ταχύτητα, καθώς οι τοξοβόλοι ισορροπώντας πάνω τους μόνο με τα πόδια, σε στάση ελαφρώς όρθια, προσπαθούσαν να πετύχουν τους τρεις ξύλινους στόχους της διαδρομής. Η πρωινή εξάσκηση που θα επαναλαμβανόταν την επόμενη μέρα, τελείωσε με φροντίδα των αλόγων από τους ίδιους τους ιππείς, ως μέρος της εξοικείωσης που προσπαθούν να πετύχουν στο λίγο χρόνο που έχουν μαζί τους. Κάποιοι είχαν επιλέξει ακόμη και να κοιμηθούν σε δωμάτιο δίπλα στους στάβλους, για τον ίδιο λόγο.
Εξαγνισμός ιερέων στο θαλασσινό νερό.

Το μεσημέρι της δεύτερης μέρας, μετά την επίσημη τελετή στον κυρίως ναό, μια πομπή από ιερείς, τοξοβόλους και πιστούς ντυμένους με παραδοσιακά κοστούμια, που κουβαλούσαν στους ώμους τους τρεις φορητούς ναΐσκους, κατευθύνθηκε στο κέντρο της πόλης, όπου έκαναν τελετή αφιερώνοντας τρόφιμα και φρούτα στους θεούς με τελετουργικό χορό, από κοριτσάκια ντυμένα με πορτοκαλιές φορεσιές, και ευλογίες για τον κορυφαίο ιερέα του ναού. Γύρω κόσμος πολύς, ντόπιοι και τουρίστες παρακολουθούσαν και ακολούθησαν την πομπή καθώς επέστρεψε στο ναό. Καθ' όλη τη διάρκεια ο ήχος τυμπάνων από τοπικές μπάντες κρουστών γέμιζε τον αέρα.
Την τρίτη μέρα ο κόσμος που ήρθε να παρακολουθήσει το φεστιβάλ της Καμακούρα πολλαπλασιάστηκε. Από νωρίς είχαν λάβει θέσεις δίπλα στη διαδρομή του Yabusame και περίμεναν. Οι ιππείς, μετά τη δεύτερη μέρα εξάσκησης με τα υποταγμένα πλέον άλογα, φόρεσαν τις επίσημες κυνηγετικές φορεσιές εποχής Καμακούρα, με δέρματα ελαφιών που κάλυπταν το παντελόνι τους, και με τη συνοδεία επίσης παραδοσιακά ντυμένων ακολούθων και βοηθών πορεύτηκαν προς τον εξωτερικό ναό, όπου και θα έπαιρναν τις ευλογίες των ιερέων του ναού και θα μοιράζονταν μαζί τους λίγο ιερό σάκε. Ενας ντυμένος στα μπλε ιερέας στη μέση της διαδρομής έκανε μικρό τελετουργικό και αμέσως μετά οι ιππείς περπάτησαν τη διαδρομή με τα άλογά τους, προετοιμάζοντάς τα, αλλά και το κοινό, γι' αυτό που θα ακολουθούσε. Αφού οι δύο ελεγκτές στην αρχή και το τέλος της διαδρομής ύψωσαν αντίστοιχα κόκκινη και άσπρη βεντάλια, οι πρώτοι τρεις ιππείς, που αφιέρωναν τις βολές τους στις τρεις θεότητες του ναού, ξεχύθηκαν με γρήγορο καλπασμό στη στενή διαδρομή, εισπράττοντας χειροκροτήματα κάθε φορά που χτυπούσαν έναν στόχο. Ακολούθησαν οι υπόλοιποι τοξοβόλοι και κάθε φορά που ένα βέλος διέλυε έναν ξύλινο στόχο, οι θεατές εξέφραζαν τον ενθουσιασμό τους με επιφωνήματα θαυμασμού και χειροκροτήματα. Οταν τελείωσαν, το συναίσθημα που επικρατούσε γύρω αλλά και μέσα μου ήταν ότι όλα έγιναν τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβα να δω ή να καταλάβω τι είχε συμβεί μπροστά μου. Αυτές οι λίγες στιγμές μέσα στις οποίες είχαν συμπυκνωθεί κι εκφραστεί 15 αιώνες παράδοσης, ήταν κάτι που ήθελα να ξαναζήσω.
Το Yabusame έχει τις ρίζες του στον 5ο αι. μ.Χ. και αναπτύχθηκε ως τελετουργικό ιππήλατης τοξοβολίας, για να ευχαριστήσει τους χιλιάδες θεούς που προστατεύουν την Ιαπωνία ώστε να ευλογήσουν τη γη, τους ανθρώπους και τις σοδειές τους. Αρχικά παρουσιαζόταν μόνο στον κλειστό κύκλο του παλατιού του Κιότο, ώσπου κατά τη διάρκεια της περιόδου Καμακούρα ο ιδρυτής του τωρινού ναού Τσουρουγκαόκα Χατσιμάνγκου, σαμουράι Minamoto Yoritomo, αποφάσισε να το υιοθετήσει ως μέρος των τελετουργιών που γίνονται κάθε χρόνο για να τιμήσουν τις θεότητες του ναού. Με τη βοήθεια του ζεν μοναχού Sayo (πραγματικό όνομα: Sato Yoshikio), πρώην πολεμιστή και γνώστη της ιππήλατης τοξοβολίας, οργάνωσε το Yabusame και για πρώτη φορά το έκανε ανοιχτό στο λαό. Από τότε το Yabusame εξαπλώθηκε και πλέον πολλοί ναοί το έχουν υιοθετήσει ως κομμάτι του τελετουργικού τους.

«Λευκή» τελετουργία. 
Υπάρχουν δύο διάσημες σχολές που διδάσκουν και οργανώνουν τελετές Yabusame. Η παλαιότερη λέγεται Takeda και είναι της οικογένειας που δίδασκε και οργάνωνε το Yabusame της αυτοκρατορικής αυλής και η άλλη σχολή είναι της παλαιάς οικογένειας σαμουράι Ogasawara που οργανώνει το Yabusame στο ναό Τσουρουγκαόκα Χατσιμάνγκου, αλλά και σε πολλούς άλλους ναούς της Ιαπωνίας.
Οι Ogasawara είναι απόγονοι της φατρίας Seiwa Genji και κατά την περίοδο Καμακούρα που η ιππήλατη τοξοβολία ήταν κομμάτι της στρατιωτικής εκπαίδευσης των σαμουράι, ο πρόγονός τους Ogasawara Nagakliyo, που τότε ήταν 26 χρόνων, έγινε προσωπικός δάσκαλος ιππήλατης τοξοβολίας και πολεμικών τεχνών του σογκούν Minamoto Yoritomo, διάσημου στρατιωτικού διοικητή του σογκουνάτου της Καμακούρα. Από τότε οι Ogasawara συνέχισαν να είναι προσωπικοί δάσκαλοι των σογκούν. Αργότερα κατά την περίοδο Εντο (1600-1867) κι ενώ τα δυτικού τύπου όπλα είχαν πλέον επικρατήσει στις πολεμικές επιχειρήσεις, η ιππήλατη τοξοβολία αναβίωσε από τον Ogasawara Heibei Tsuneharu (1666-1747) έπειτα από διαταγή του σογκούν Tokugawa Yoshimune (1684-1751). Καθώς εκείνη η περίοδος ήταν ειρηνική, η τοξοβολία, όπως και άλλες πολεμικές τέχνες ασκούνταν περισσότερο ως μέθοδοι προσωπικής ανάπτυξης και όχι ως στρατιωτική εκπαίδευση. Η τωρινή κεφαλή της οικογένειας είναι ο Ogasawara Kiyotada, ο οποίος με τη βοήθεια του γιου του Kiyomoto συνεχίζει να διδάσκει την αρχαία παράδοση.
Στις πολλές σχολές της οικογένειας, εκτός από κλασική και ιππήλατη τοξοβολία, οι μαθητές μαθαίνουν και τις αξίες και τον τρόπο συμπεριφοράς των σαμουράι, το λεγόμενο bushido. Μέσα στα περίπου 830 χρόνια διδασκαλίας, οι Ogasawara έχουν καταφέρει να διατηρήσουν ακέραια την αρχαία παράδοση γιατί η σχολή τους είναι μη κερδοσκοπική. «Θα ήταν δύσκολο να συνεχίζαμε να διδάσκουμε το γνήσιο στυλ αν βγάζαμε χρήματα από αυτό», λέει ο νεαρός Kiyomoto Ogasawara. Αυτό που είναι σημαντικό είναι το ήθος των μαθητών. Οποιοσδήποτε μπορεί να γίνει μαθητής στις σχολές Ogasawara, όπου τα μόνα χρήματα που πληρώνει είναι για τον εξοπλισμό και το ενοίκιο των χώρων, αλλά αν μέσα στον έναν χρόνο εκμάθησης κρίνουν ότι δεν πληροί τα κριτήρια ήθους και συμπεριφοράς της σχολής, μπορεί να του ζητηθεί να φύγει. Η ευγένεια και οι προσεγμένοι τρόποι των μαθητών που συνάντησα, επιβεβαίωσαν τα παραπάνω.
Το Yabusame μοιάζει με αγώνισμα, αλλά δεν αντιμετωπίζεται σαν τέτοιο από τους συμμετέχοντες. Δεν υπάρχουν έπαθλα. Αυτό που κερδίζουν είναι η εμπειρία της συμμετοχής και μέσα απ' αυτή, την εσωτερική και παγκόσμια ισορροπία που βιώνουν τις στιγμές του Yabusame.
Η διδασκαλία από τη σχολή Ogasawara των παραδόσεων τοξοβολίας, ιππασίας και τρόπου συμπεριφοράς, βασίζεται στη φιλοσοφία του γιν και του γιανγκ. Η φιλοσοφία γιν και γιανγκ (ιν-γιο στα ιαπωνικά) εισήχθη στην Ιαπωνία από την Κίνα και πριν από περίπου 1.400 χρόνια, στην περίοδο Heian (ειρήνη - ειρηνική περίοδος), έγινε σημαντικό θεμέλιο για τη μελέτη των φυσικών φαινομένων. Λεγόταν ότι το Σύμπαν έχει χτιστεί από το γιν και το γιανγκ, την αθέατη ισχυρή ανταλλαγή ενέργειας, αλλά και ισορροπία μεταξύ δύο αντίθετων δυνάμεων, για παράδειγμα του φωτός με τη σκιά, του συν και του πλην, του Ηλιου και της Σελήνης κ.ά. Ο θεμελιακός προσανατολισμός και τα μαθηματικά που προέκυψαν από τη φιλοσοφία γιν-γιανγκ επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό το σχεδιασμό των βελών και τον τρόπο οργάνωσης των τελετουργιών τοξοβολίας της σχολής Ogasawara. Η κραυγή «ιν-γιο» που αφήνουν λίγο πριν να φύγει το βέλος από το τόξο τους είναι η έκφραση της πίστης τους στην αρχή γιν-γιανγκ. Μέσω της κραυγής τους την ώρα του Yabusame λέγεται ότι το πνεύμα και η ψυχή τους επικοινωνούν με το Σύμπαν, δηλαδή το θείο.

Ολα δουλεύουν ρολόι κατά την αναβίωση του εθίμου. Δεύτερη ευκαιρία
Η δεύτερη φορά που παρακολούθησα και φωτογράφισα το Yabusame ήρθε τον Νοέμβριο, στο σίντο ναό Τάντο (Tado) της επαρχίας Mie, στα νότια του νησιού Χονσού. Αυτή τη φορά ταξίδεψα και φιλοξενήθηκα στο ναό μαζί με τους τοξοβόλους της σχολής Ogasawara. Από την πρώτη στιγμή που φθάσαμε στο ναό ήταν φανερό ότι οι τρόποι επικοινωνίας ήταν διαφορετικοί από αυτούς της καθημερινότητας. Οι πρώτοι χαιρετισμοί προς τα μέλη, με καθιστές υποκλίσεις στο πάτωμα τατάμι των δωματίων του ναού, ακολουθήθηκαν από προσεγμένη συμπεριφορά καθ' όλη τη διάρκεια της παραμονής μου εκεί.
Οι συνεννοήσεις και οι διάφορες δραστηριότητες γίνονταν σε χαμηλό τόνο, χωρίς φλυαρίες και επικρατούσε η αίσθηση ότι ο καθένας ήταν συνεχώς συγκεντρωμένος στον εαυτό του.
Δειλά άρχισα να φωτογραφίζω κι ευτυχώς αισθάνθηκα ότι ήταν όλοι χαλαροί μαζί μου και χωρίς να μου δίνουν ιδιαίτερη σημασία με άφηναν να κινούμαι ελεύθερα. Ηταν σαν να με είχαν δεχτεί στην ομάδα τους και σιγά σιγά άρχισα να τους ανακαλύπτω. Το παρασκήνιο του Yabusame που εκτυλισσόταν μπροστά μου αποκάλυψε πως το τελικό αποτέλεσμα είναι προϊόν συνολικής δουλειάς ανθρώπων που έχουν αφιερώσει ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής τους σε αυτό. Ο Kiyomoto Ogasawara ήταν εκεί για να δώσει κατευθύνσεις και να έχει τον τελικό λόγο σε όποια πρωτοβουλία έπαιρναν.
Ο ναός Τάντο βρίσκεται στο βουνό Τάντο και η θεότητα που τιμάται εκεί είναι το ίδιο το βουνό. Το μέγεθος του ναού είναι μικρό αλλά η τοποθέτηση των κτηρίων μέσα στο δασώδες βουνό και δίπλα σε ποταμάκι, που είναι σαν να έρχεται μέσα από τα σπλάχνα του βουνού, το κάνουν πανέμορφο. Το φεστιβάλ που από το 1991 γίνεται εκεί στις 23 Νοεμβρίου έχει κεντρικό του άξονα το Yabusame και είναι μονοήμερο. Καθώς ο ναός είναι επαρχιακός, ο κόσμος που καταφτάνει να το παρακολουθήσει προέρχεται κυρίως από τις γύρω περιοχές και η ατμόσφαιρα είναι χαλαρή. Γι' αυτό οι τοξοβόλοι που παίρνουν μέρος στο Yabusame εκεί είναι αρκετά περισσότεροι απ' ό,τι σε άλλα μέρη και προέρχονται από παραρτήματα της σχολής Ogasawara σε όλη την Ιαπωνία.
Κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ έχουν τη δυνατότητα να ασκηθούν στην ιππήλατη τοξοβολία με πραγματικά άλογα και να εφαρμόσουν όσα μαθαίνουν στη διάρκεια της εκπαίδευσής τους που γίνεται σε μια ξύλινη κατασκευή προσομοίωσης αλόγου. Οι τοξοβόλοι που παίρνουν μέρος στο Yabusame θεωρούνται τυχεροί αν κατά τη διάρκεια ενός χρόνου μπορέσουν να εξασκηθούν 10 φορές με αληθινά άλογα.
Αυτό κάνει ακόμη πιο εντυπωσιακό το γεγονός ότι εκτός από το να κρατούν την ισσοροπία τους πάνω σε άλογα που ιππεύουν για πρώτη φορά, καθώς αυτά τρέχουν με 50 χλμ. την ώρα, μπορούν ταυτοχρόνως να στέλνουν τα βέλη τους στους στόχους.
Η εξάσκηση το απόγευμα της παραμονής και το πρωί της ημέρας του φεστιβάλ έδωσε τη δυνατότητα στον νεαρό Ogasawara να επιλέξει αυτούς που θα έπαιρναν τελικά μέρος στην τελετή του Yabusame. Οπως στο ναό Τσουρουγκαόκα Χατσιμάνγκου, έτσι κι εδώ οι τοξοβόλοι παραβρέθηκαν πρώτα σε μια τελετή με ιερείς του ναού, στην οποία συμμετείχαν οι τρεις πρώτοι ιππείς που αφιέρωσαν τις βολές τους στη θεότητα, ενώ οι υπόλοιποι παρέμειναν έξω από το ναό σε σχηματισμό.

Το τελετουργικό έχει εκτός από πειθαρχία και χρώμα. Ακολούθησε το Yabusame με 24 ιππείς, οι οποίοι εντυπωσίασαν τους πολλούς θεατές που είχαν απλωθεί κατά μήκος της διαδρομής. Ο γρήγορος καλπασμός των αλόγων συνοδευόταν από τις δυνατές κραυγές «ιν-γιο» των αναβατών και ο ήχος των στόχων που έσπαζαν κάθε φορά που ένα βέλος τούς έβρισκε, ακολουθούνταν από τα χειροκροτήματα του κοινού. Οι τοξοβόλοι που κατάφεραν να χτυπήσουν και τους τρεις στόχους της διαδρομής τιμήθηκαν από τους ιερείς του ναού.
Με το τέλος της γιορτής και την αναχώρηση του κόσμου, στο βουνό Τάντο επικράτησε και πάλι ηρεμία, με κυρίαρχο τον ήχο του νερού που κυλούσε, κάποια βήματα ιερέων και πού και πού κραυγές μαϊμούδων του δάσους.
Οι τοξοβόλοι βρίσκονταν ήδη στο δρόμο της επιστροφής και μαζί τους κι εγώ, έχοντας ένα συναίσθημα ότι και πάλι κάτι λείπει, ότι κάτι περισσότερο θέλω να δω και να φωτογραφίσω σε σχέση με το Yabusame, κάτι περισσότερο να καταλάβω...

Μάλλον στο επόμενο ταξίδι.