Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

26.2.16

ΠΡΟΚΛΟΣ Ο ΛΥΚΙΟΣ η ΠΡΟΚΛΟΣ Ο ΔΙΑΔΟΧΟΣ Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πεπος

Ο Πρόκλος, ο οποίος έγινε και ο Διευθυντής της Πλατωνικής Ακαδημίας, αποτελεί μια μεγάλη μορφή της Ελληνικής Φιλοσοφίας, ο οποίος σε εποχές δύσκολες κατόρθωσε να καταγράψει και να διασώσει ένα σημαντικότατο έργο και να εκπληρώσει την αποστολή που, κατά τον βιογράφο του Μαρίνο, του είχε αναθέσει η ίδια η θεά Αθηνά. Είτε αυτό είναι αλήθεια, είτε αυτό αποτελεί υπερβολή του βιογράφου του Μαρίνου, εκ του αποτελέσματος αποδεικνύεται ότι σίγουρα δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα, μιας και ο Πρόκλος μας παρέδωσε ένα σημαντικότατο έργο, το οποίο αποτελεί θησαυρό για τους μελετητές της Ελληνικής Φιλοσοφίας, και το οποίο μας δίνει την απόδειξη ότι η Ελληνική Φιλοσοφία αποτελεί επιστήμη και μάλιστα σε εκπληκτική ταύτιση με τις ανακαλύψεις και προσεγγίσεις της σύγχρονης Φυσικής μιας και εκεί αναγνωρίζουμε και ταυτοποιούμε, έκπληκτοι μάλιστα, έννοιες όπως τη θεωρία της σχετικότητας, την έννοια του χωροχρονικού συνεχούς, την φύση της σκοτεινής ύλης και της σκοτεινής ενέργειας, ότι το σύμπαν είναι ένα ολογραφικό φράκταλ, την λογική για την ύπαρξη των πολλαπλών συμπάντων και άλλα. Ο Πρόκλος τελικά, κατέγραψε και διέσωσε πολλά από αυτά που εδιδάσκοντο μέσα στην Ακαδημία και που δεν είχαν μέχρι τότε καταγραφεί και που ο Αριστοτέλης τα είχε ονομάσει «Άγραφα Δόγματα». 

Οι όποιες παραπομπές στο έργο του βιογράφου του Μαρίνου, προέρχονται από τις εκδόσεις Κάκτος, για τις οποίες οφείλουμε να αποδώσουμε χάριτες και ευγνωμοσύνη μιας και μας παρέδωσαν το σύνολο του έργου του Πρόκλου (πάνω από 40 τόμους) αφ’ ενός μεν ως συμβολή στην προσπάθεια των Ελλήνων μελετητών να προσεγγίσουν σε βάθος την Ελληνική Φιλοσοφία, αφ’ ετέρου δε ως ασπίδα απέναντι στους διάφορους περιφερόμενους επιτηδείους που αυτοπαρουσιαζόμενοι ως δάσκαλοι και προσπαθώντας να ικανοποιήσουν προσωπικά συμπλέγματα και φιλοδοξίες, παρουσιάζουν μια διαστρεβλωμένη και παραποιημένη προσωπική εκδοχή της Ελληνικής Φιλοσοφίας και ιδιαιτέρως της Ορφικοπυθαγορείου και Πλατωνικής γραμμής. Ο Πρόκλος γεννήθηκε στην πόλη του Βυζαντίου την 8η Φεβρουαρίου του +412. Καταγόταν από μια πλούσια οικογένεια της Λυκίας. Όταν έγινε έφηβος, πήγε για σπουδές στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου κατ’ αρχήν ασχολήθηκε με την ρητορική και στην συνέχεια με την φιλοσοφία με δασκάλους τον Ολυμπιόδωρο και τον μαθηματικό Ήρωνα. Σε ηλικία 20 περίπου ετών μεταβαίνει στην Αθήνα, όπου εγκαθίσταται μόνιμα. Φοιτά στην Πλατωνική Ακαδημία με διευθυντή τον Πλούταρχο τον Αθηναίο και ακολούθως με τον Συριανό, τον οποίο και διαδέχεται στην διεύθυνση της Πλατωνικής Ακαδημίας, αποκτώντας για τον λόγο αυτό, το προσωνύμιο Διάδοχος. Κατά τον Μαρίνο, ο Πρόκλος είχε εξαιρετικά καλή κατάσταση των αισθήσεων και μάλιστα «της όρασης και της ακοής που έχουν δωριθεί από τους θεούς στους ανθρώπους για την φιλοσοφία και την καλή ζωή» (υπονοώντας έτσι την δυνατότητα διόρασης και διακοής), σωματική δύναμη. Είχε καλή μνήμη, ήταν φιλομαθής, γενναιόδωρος ευχάριστος, φιλαλήθης, δίκαιος, ανδρείος και σώφρων. Η σχέση του με την θεά Αθηνά αρχίζει από την παιδική του ηλικία μιας και γεννήθηκε στην πόλη του Βυζαντίου του οποίου πολιούχος ήταν η Αθηνά. «Τον υποδέχεται και σχεδόν τον γεννά η πολιούχος θεά του Βυζαντίου, η οποία υπήρξε τότε η αιτία της ύπαρξης του, καθώς γεννήθηκε στην πόλη της, και αργότερα φρόντισε για την καλή του κατάσταση, όταν πλέον έφτασε στην παιδική και την εφηβική ηλικία. 

Γιατί αυτή εμφανιζόμενη στο όνειρο του, τον καλούσε στην φιλοσοφία. Για αυτό πιστεύω σε αυτόν υπήρξε και μεγάλη οικειότητα με την θεά, ώστε και με εξαίρετο τρόπο να πραγματοποιεί τα μυστήρια της και με μεγαλύτερο ενθουσιασμό να ακολουθεί τις επιταγές της» μας λέει ο Μαρίνος. Μεταβαίνοντας στην Αλεξάνδρεια και θέλοντας να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του σαν δικηγόρος, σπούδασε δίπλα στον σοφιστή Λεωνά και στον γραμματικό Ωρίωνα. Μετά από ένα πολύ σύντομο ταξίδι στο Βυζάντιο, όπου και είδε σε όνειρο την θεά Αθηνά να τον προτρέπει να σπουδάσει φιλοσοφία στην Αθήνα, επιστρέφοντας στην Αλεξάνδρεια σπούδασε κοντά στον φιλόσοφο Ολυμπιόδωρο και στον μαθηματικό Ήρωνα. Όταν πια αισθάνθηκε ότι ήλθε η ώρα, ταξίδεψε στην Αθήνα, υπακούοντας στο όραμα και την προτροπή της θεάς Αθηνάς που είχε όταν ταξίδεψε στο Βυζάντιο. «Για να διατηρηθεί πλέον ανόθευτη και γνήσια η διαδοχή στον Πλάτωνα, τον οδηγούν οι θεοί στην προστάτιδα της φιλοσοφίας, όπως ξεκάθαρα φανέρωσαν όσα προηγήθηκαν από το ταξίδι του, και τα θεϊκά σημάδια που πραγματικά συνέβησαν, προφητεύοντας σε αυτόν ξεκάθαρα την κληρονομιά από τον πατέρα του και την απόφαση για την διαδοχή που θα ερχόταν από ψηλά» μας τονίζει ο Μαρίνος, σημειώνοντας έτσι την σπουδαιότητα της αποστολής που είχε ανατεθεί στον Πρόκλο και που εκ του αποτελέσματος αποδεικνύεται. Η πρώτη επαφή του ήταν με τον Συριανό, ο οποίος και τον σύστησε στον Πλούταρχο τον γιό του Νεστορίου. Εκείνος, διακρίνοντας την αγάπη και την έφεση του Πρόκλου για την φιλοσοφία, παρόλη την μεγάλη του ηλικία, αφιέρωσε πολύ χρόνο στην εκπαίδευση του, μετά δε από δύο χρόνια που πέθανε, την διδασκαλία του την ανέλαβε ο καινούργιος πλέον διευθυντής της Πλατωνικής Ακαδημίας, ο Συριανός. 

Η εξέλιξη του Πρόκλου ήταν ραγδαία. «Και αυτός εφαρμόζοντας άγρυπνη εξάσκηση και φροντίδα νύχτα-μέρα και καταγράφοντας συνοπτικά και με κριτικό πνεύμα όσα συζητούσαν, τόσο πολύ προόδευε σε μικρό χρονικό διάστημα ώστε όταν ήταν είκοσι οκτώ χρονών, έγραψε και πολλά άλλα και τα γλαφυρά και γεμάτα με επιστημονική γνώση υπομνήματα στον Τίμαιο» Το έργο του Πρόκλου ήταν πολύ δύσκολο, διότι εκτός από τα εξεζητημένα θέματα της Φιλοσοφίας που διαπραγματευόταν, είχε να αντιμετωπίσει και την πνευματική παρακμή και τον σκοταδισμό που επικρατούσε εκείνη την εποχή στην Αθήνα. Έτσι θα βρούμε διάσπαρτα στα κείμενα του, δείγματα της αγωνίας και της αντίστασης που ακόμα αντέτασσαν οι πνευματικοί Έλληνες στην υποδούλωση της ελευθερίας της σκέψης. Ο ίδιος ο Πρόκλος αναφέρει ότι: «Ωστόσο, θα έλεγε κανείς, ότι και με άλλο τρόπο μπορεί να εκλείψει το ανθρώπινο γένος. Γιατί σήμερα δεν υπάρχουν κάτοικοι τούτων εδώ των τόπων της Αττικής, μολονότι δεν συνέβη ούτε κατακλυσμός ούτε εκπύρωση αλλά μια τρομερή ασέβεια η οποία αφανίζει ολοκληρωτικά τα ανθρώπινα». Λέει δε σε ένα άλλο του έργο: «Οι άνθρωποι της εποχής μας κατεξοχήν συνηθίζουν να επικρίνουν τους παλαιούς μύθους ότι ευθύνονται για την μεγάλη αφ’ενός θρασύτητα στις περί θεών δοξασίες και αφ’ετέρου, για τις πολλές αταίριαστες και ταπεινές φανταστικές εικόνες, και δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να οδηγούν τους πολλούς ανθρώπους στην τωρινή φοβερή και ανώμαλη καταπάτηση των ιερών θεσμών» Σχετικά δε ο Μαρίνος αναφέρει: «Και το είδος της πολιτικής του ανδρείας το απέδειξε πραγματικά ηράκλειο. 

Γιατί αν και βρέθηκε μέσα σε μια παραζάλη και τρικυμία περιστάσεων και σε τυφωνικούς ανέμους που φυσούσαν ενάντια στην έννομη ζωή, αυτός ο άνδρας σταθερά και ακλόνητα, αν και ριψοκίνδυνα, διέσωσε την ζωή του και, όταν κάποτε αποκαλύφθηκε σε ένα κλοιό αρπακτικών, έφυγε όπως μπορούσε από την Αθήνα, υπακούοντας στην περιφορά του σύμπαντος, και πραγματοποίησε το ταξίδι στην Ασία, και αυτό με πάρα πολύ μεγάλη ωφέλεια… Αφού έζησε ένα μόνο χρόνο στην Λυκία, επέστρεψε και πάλι στην Αθήνα με την πρόνοια της θεάς της σοφίας» Βοηθούσε όσο μπορούσε όσους ασχολούντο με την φιλοσοφία, απαιτώντας την στήριξη τους από τους τότε άρχοντες, ήταν δε συμπονετικός και φιλάνθρωπος προς όλους όσους υπέφεραν και είχαν ανάγκη. Ο Μαρίνος, παρόλο που θα μπορούσε να περιγράψει με πιο γνωστά και σταθερά στοιχεία που ακριβώς εβρίσκετο το σπίτι του Πρόκλου, προτίμησε να το προσδιορίσει αναφέροντας ιερά. Έτσι, αναφερόμενος σε μια τελετή που είχε κάνει κρυφά ο Πρόκλος στο Ασκληπιείο για την ίαση της Ασκληπιαγένειας και υπονοώντας πόσο σκοτεινή ήταν η εποχή εκείνη για τους Έλληνες, θρησκευτές αναφέρει: «Και τέτοιο έργο έκανε με τον ίδιο τρόπο με αυτή την περίπτωση διαφεύγοντας την προσοχή των πολλών και χωρίς να δίνει καμία αφορμή σε όσους ήθελαν να τον υπονομεύσουν, καθώς σε αυτό βοηθούσε και το σπίτι, στο οποίο αυτός κατοικούσε. Γιατί εκτός από τα άλλα τυχερά, η κατοικία του υπήρξε απολύτως κατάλληλη, την οποία και ο πατέρας του ο Συριανός και ο παππούς του, όπως ο ίδιος τον αποκαλούσε, Πλούταρχος κατοίκησαν, και η οποία ήταν γειτονική με το ξακουστό από τον Σοφοκλή Ασκληπιείο, αλλά και με το θέατρο του Διονύσου, ενώ φαινόταν ότι ήταν και με άλλους τρόπους αντιληπτή από την ακρόπολη της Αθηνάς» Την μεγάλη του σχέση με την θεά Αθηνά, πέραν των ήδη αναφερθέντων, την περιγράφει πολύ συγκινητικά ο Μαρίνος, αναφερόμενος στην αρπαγή του αγάλματος της Αθηνάς από τον Παρθενώνα: «Πόσο αυτός ήταν αγαπητός και στην ίδια την θεά της σοφίας, το παρουσίασε αρκετά και η επιλογή της φιλοσοφικής ζωής, η οποία έγινε έτσι, όπως ο λόγος πιο πάνω υπέδειξε. Αλλά και η ίδια η θεά με σαφήνεια το υπέδειξε, όταν το άγαλμα της που από το παρελθόν είχε τοποθετηθεί στον Παρθενώνα, μεταφερόταν από αυτούς που κινούν τα ακίνητα. 

Γιατί είδε ο φιλόσοφος στο όνειρο του ότι βρισκόταν δίπλα του μια όμορφη γυναίκα και ότι του ανήγγειλε ότι πρέπει πολύ γρήγορα να προετοιμάσει το σπίτι του. Γιατί η κυρίαρχη Αθηναΐδα, του είπε, θέλει να μείνει κοντά σου» Ο Πρόκλος δεν παρέλειπε να τιμά και όσους έπρεπε να τιμηθούν κατά τα πάτρια: «Γιατί δεν είχε παραλείψει καμιά κατάλληλη στιγμή της συνηθισμένης λατρείας για αυτούς, σε κάποιες συγκεκριμένες ημέρες κάθε χρόνου, και περιερχόμενος τους τάφους των αττικών ηρώων και τα μνήματα των φιλοσόφων και των άλλων που υπήρξαν φίλοι και γνωστοί του, έκανε τα καθιερωμένα όχι μέσω κάποιου άλλου, αλλά ενεργώντας ο ίδιος. Και μετά από την λατρεία καθενός, έφευγε για την Ακαδημία και εξευμένιζε τις ψυχές των προγόνων του και γενικά όλες τις ψυχές της γενιάς του ξεχωριστά σε κάποιον τόπο. Από κοινού πάλι με τις ψυχές όλων των φιλοσόφων σε άλλο μέρος πρόσφερε χοές. Και εκτός από όλους αυτούς, ο ευσεβής οριοθέτησε και έναν τρίτο τόπο και μέσα σε αυτόν πρόσφερε εξιλαστήριες θυσίες σε όλες τις ψυχές των νεκρών» Πέθανε το 124ο έτος από την βασιλεία του Ιουλιανού ή αλλιώς την 17η Απριλίου του +485. Ετάφη σε κοινό τάφο με τον δάσκαλο του τον Συριανό, στην περιοχή του Λυκαβηττού, στο δε μνήμα του εγράφη και το παρακάτω επίγραμμα που το συνέθεσε ο ίδιος: «Εγώ υπήρξα ο Πρόκλος, Λύκιος στην γενιά, το οποίο ο Συριανός εδώ με ανέθρεψε διάδοχο της διδασκαλίας του. Αυτός εδώ ο κοινός τάφος δέχτηκε τα σώματα και των δύο, μακάρι και τις ψυχές μας κοινός τόπος να τις λάβει» Ο Πρόκλος θεωρείτο σοφός άνθρωπος στην εποχή του καθώς και από τους μεταγενέστερους του και ήταν ευρύτατα γνωστός ακόμη και σε μη Ελληνόφωνους, γι’ αυτό και κάποια έργα του (ολόκληρα ή τμήματα τους) έχουν διασωθεί και σε Λατινική ή Αραβική μετάφραση. Η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τον Πρόκλο στον Ελληνικό χώρο γίνεται με τον Μιχαήλ Ψελλό και κορυφώνεται με τον Πλήθωνα Γεμιστό. Πολλοί δε οικειοποιήθηκαν και παραποίησαν μέρη του έργου του για να παρουσιάσουν δική τους φιλοσοφική θεώρηση, όπως για παράδειγμα ο ψευδό-Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Σήμερα υπάρχει στην ξένη βιβλιογραφία απειρία βιβλίων, μελετών και άρθρων Πανεπιστημιακών και μη μελετητών του Πρόκλου. Στην Ελληνική πραγματικότητα, πέραν της μεγάλης προσφοράς των εκδόσεων Κάκτος, αρχίζουν και εμφανίζονται δειλά-δειλά, μελέτες και αναλύσεις των έργων του Πρόκλου, τα οποία ευκτέον είναι να πολλαπλασιασθούν. ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ! Πηγή (περισσότερα): http://empedotimos.blogspot.gr/2009/02/blog-post.html

Copy the BEST Traders and Make Money :
http://bit.ly/fxzulu
Ο Πρόκλος, ο οποίος έγινε και ο Διευθυντής της Πλατωνικής Ακαδημίας, αποτελεί μια μεγάλη μορφή της Ελληνικής Φιλοσοφίας, ο οποίος σε εποχές δύσκολες κατόρθωσε να καταγράψει και να διασώσει ένα σημαντικότατο έργο και να εκπληρώσει την αποστολή που, κατά τον βιογράφο του Μαρίνο, του είχε αναθέσει η ίδια η θεά Αθηνά. Είτε αυτό είναι αλήθεια, είτε αυτό αποτελεί υπερβολή του βιογράφου του Μαρίνου, εκ του αποτελέσματος αποδεικνύεται ότι σίγουρα δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα, μιας και ο Πρόκλος μας παρέδωσε ένα σημαντικότατο έργο, το οποίο αποτελεί θησαυρό για τους μελετητές της Ελληνικής Φιλοσοφίας, και το οποίο μας δίνει την απόδειξη ότι η Ελληνική Φιλοσοφία αποτελεί επιστήμη και μάλιστα σε εκπληκτική ταύτιση με τις ανακαλύψεις και προσεγγίσεις της σύγχρονης Φυσικής μιας και εκεί αναγνωρίζουμε και ταυτοποιούμε, έκπληκτοι μάλιστα, έννοιες όπως τη θεωρία της σχετικότητας, την έννοια του χωροχρονικού συνεχούς, την φύση της σκοτεινής ύλης και της σκοτεινής ενέργειας, ότι το σύμπαν είναι ένα ολογραφικό φράκταλ, την λογική για την ύπαρξη των πολλαπλών συμπάντων και άλλα. Ο Πρόκλος τελικά, κατέγραψε και διέσωσε πολλά από αυτά που εδιδάσκοντο μέσα στην Ακαδημία και που δεν είχαν μέχρι τότε καταγραφεί και που ο Αριστοτέλης τα είχε ονομάσει «Άγραφα Δόγματα». Οι όποιες παραπομπές στο έργο του βιογράφου του Μαρίνου, προέρχονται από τις εκδόσεις Κάκτος, για τις οποίες οφείλουμε να αποδώσουμε χάριτες και ευγνωμοσύνη μιας και μας παρέδωσαν το σύνολο του έργου του Πρόκλου (πάνω από 40 τόμους) αφ’ ενός μεν ως συμβολή στην προσπάθεια των Ελλήνων μελετητών να προσεγγίσουν σε βάθος την Ελληνική Φιλοσοφία, αφ’ ετέρου δε ως ασπίδα απέναντι στους διάφορους περιφερόμενους επιτηδείους που αυτοπαρουσιαζόμενοι ως δάσκαλοι και προσπαθώντας να ικανοποιήσουν προσωπικά συμπλέγματα και φιλοδοξίες, παρουσιάζουν μια διαστρεβλωμένη και παραποιημένη προσωπική εκδοχή της Ελληνικής Φιλοσοφίας και ιδιαιτέρως της Ορφικοπυθαγορείου και Πλατωνικής γραμμής. Ο Πρόκλος γεννήθηκε στην πόλη του Βυζαντίου την 8η Φεβρουαρίου του +412. Καταγόταν από μια πλούσια οικογένεια της Λυκίας. Όταν έγινε έφηβος, πήγε για σπουδές στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου κατ’ αρχήν ασχολήθηκε με την ρητορική και στην συνέχεια με την φιλοσοφία με δασκάλους τον Ολυμπιόδωρο και τον μαθηματικό Ήρωνα. Σε ηλικία 20 περίπου ετών μεταβαίνει στην Αθήνα, όπου εγκαθίσταται μόνιμα. Φοιτά στην Πλατωνική Ακαδημία με διευθυντή τον Πλούταρχο τον Αθηναίο και ακολούθως με τον Συριανό, τον οποίο και διαδέχεται στην διεύθυνση της Πλατωνικής Ακαδημίας, αποκτώντας για τον λόγο αυτό, το προσωνύμιο Διάδοχος. Κατά τον Μαρίνο, ο Πρόκλος είχε εξαιρετικά καλή κατάσταση των αισθήσεων και μάλιστα «της όρασης και της ακοής που έχουν δωριθεί από τους θεούς στους ανθρώπους για την φιλοσοφία και την καλή ζωή» (υπονοώντας έτσι την δυνατότητα διόρασης και διακοής), σωματική δύναμη. Είχε καλή μνήμη, ήταν φιλομαθής, γενναιόδωρος ευχάριστος, φιλαλήθης, δίκαιος, ανδρείος και σώφρων. Η σχέση του με την θεά Αθηνά αρχίζει από την παιδική του ηλικία μιας και γεννήθηκε στην πόλη του Βυζαντίου του οποίου πολιούχος ήταν η Αθηνά. «Τον υποδέχεται και σχεδόν τον γεννά η πολιούχος θεά του Βυζαντίου, η οποία υπήρξε τότε η αιτία της ύπαρξης του, καθώς γεννήθηκε στην πόλη της, και αργότερα φρόντισε για την καλή του κατάσταση, όταν πλέον έφτασε στην παιδική και την εφηβική ηλικία. Γιατί αυτή εμφανιζόμενη στο όνειρο του, τον καλούσε στην φιλοσοφία. Για αυτό πιστεύω σε αυτόν υπήρξε και μεγάλη οικειότητα με την θεά, ώστε και με εξαίρετο τρόπο να πραγματοποιεί τα μυστήρια της και με μεγαλύτερο ενθουσιασμό να ακολουθεί τις επιταγές της» μας λέει ο Μαρίνος. Μεταβαίνοντας στην Αλεξάνδρεια και θέλοντας να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του σαν δικηγόρος, σπούδασε δίπλα στον σοφιστή Λεωνά και στον γραμματικό Ωρίωνα. Μετά από ένα πολύ σύντομο ταξίδι στο Βυζάντιο, όπου και είδε σε όνειρο την θεά Αθηνά να τον προτρέπει να σπουδάσει φιλοσοφία στην Αθήνα, επιστρέφοντας στην Αλεξάνδρεια σπούδασε κοντά στον φιλόσοφο Ολυμπιόδωρο και στον μαθηματικό Ήρωνα. Όταν πια αισθάνθηκε ότι ήλθε η ώρα, ταξίδεψε στην Αθήνα, υπακούοντας στο όραμα και την προτροπή της θεάς Αθηνάς που είχε όταν ταξίδεψε στο Βυζάντιο. «Για να διατηρηθεί πλέον ανόθευτη και γνήσια η διαδοχή στον Πλάτωνα, τον οδηγούν οι θεοί στην προστάτιδα της φιλοσοφίας, όπως ξεκάθαρα φανέρωσαν όσα προηγήθηκαν από το ταξίδι του, και τα θεϊκά σημάδια που πραγματικά συνέβησαν, προφητεύοντας σε αυτόν ξεκάθαρα την κληρονομιά από τον πατέρα του και την απόφαση για την διαδοχή που θα ερχόταν από ψηλά» μας τονίζει ο Μαρίνος, σημειώνοντας έτσι την σπουδαιότητα της αποστολής που είχε ανατεθεί στον Πρόκλο και που εκ του αποτελέσματος αποδεικνύεται. Η πρώτη επαφή του ήταν με τον Συριανό, ο οποίος και τον σύστησε στον Πλούταρχο τον γιό του Νεστορίου. Εκείνος, διακρίνοντας την αγάπη και την έφεση του Πρόκλου για την φιλοσοφία, παρόλη την μεγάλη του ηλικία, αφιέρωσε πολύ χρόνο στην εκπαίδευση του, μετά δε από δύο χρόνια που πέθανε, την διδασκαλία του την ανέλαβε ο καινούργιος πλέον διευθυντής της Πλατωνικής Ακαδημίας, ο Συριανός. Η εξέλιξη του Πρόκλου ήταν ραγδαία. «Και αυτός εφαρμόζοντας άγρυπνη εξάσκηση και φροντίδα νύχτα-μέρα και καταγράφοντας συνοπτικά και με κριτικό πνεύμα όσα συζητούσαν, τόσο πολύ προόδευε σε μικρό χρονικό διάστημα ώστε όταν ήταν είκοσι οκτώ χρονών, έγραψε και πολλά άλλα και τα γλαφυρά και γεμάτα με επιστημονική γνώση υπομνήματα στον Τίμαιο» Το έργο του Πρόκλου ήταν πολύ δύσκολο, διότι εκτός από τα εξεζητημένα θέματα της Φιλοσοφίας που διαπραγματευόταν, είχε να αντιμετωπίσει και την πνευματική παρακμή και τον σκοταδισμό που επικρατούσε εκείνη την εποχή στην Αθήνα. Έτσι θα βρούμε διάσπαρτα στα κείμενα του, δείγματα της αγωνίας και της αντίστασης που ακόμα αντέτασσαν οι πνευματικοί Έλληνες στην υποδούλωση της ελευθερίας της σκέψης. Ο ίδιος ο Πρόκλος αναφέρει ότι: «Ωστόσο, θα έλεγε κανείς, ότι και με άλλο τρόπο μπορεί να εκλείψει το ανθρώπινο γένος. Γιατί σήμερα δεν υπάρχουν κάτοικοι τούτων εδώ των τόπων της Αττικής, μολονότι δεν συνέβη ούτε κατακλυσμός ούτε εκπύρωση αλλά μια τρομερή ασέβεια η οποία αφανίζει ολοκληρωτικά τα ανθρώπινα». Λέει δε σε ένα άλλο του έργο: «Οι άνθρωποι της εποχής μας κατεξοχήν συνηθίζουν να επικρίνουν τους παλαιούς μύθους ότι ευθύνονται για την μεγάλη αφ’ενός θρασύτητα στις περί θεών δοξασίες και αφ’ετέρου, για τις πολλές αταίριαστες και ταπεινές φανταστικές εικόνες, και δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να οδηγούν τους πολλούς ανθρώπους στην τωρινή φοβερή και ανώμαλη καταπάτηση των ιερών θεσμών» Σχετικά δε ο Μαρίνος αναφέρει: «Και το είδος της πολιτικής του ανδρείας το απέδειξε πραγματικά ηράκλειο. Γιατί αν και βρέθηκε μέσα σε μια παραζάλη και τρικυμία περιστάσεων και σε τυφωνικούς ανέμους που φυσούσαν ενάντια στην έννομη ζωή, αυτός ο άνδρας σταθερά και ακλόνητα, αν και ριψοκίνδυνα, διέσωσε την ζωή του και, όταν κάποτε αποκαλύφθηκε σε ένα κλοιό αρπακτικών, έφυγε όπως μπορούσε από την Αθήνα, υπακούοντας στην περιφορά του σύμπαντος, και πραγματοποίησε το ταξίδι στην Ασία, και αυτό με πάρα πολύ μεγάλη ωφέλεια… Αφού έζησε ένα μόνο χρόνο στην Λυκία, επέστρεψε και πάλι στην Αθήνα με την πρόνοια της θεάς της σοφίας» Βοηθούσε όσο μπορούσε όσους ασχολούντο με την φιλοσοφία, απαιτώντας την στήριξη τους από τους τότε άρχοντες, ήταν δε συμπονετικός και φιλάνθρωπος προς όλους όσους υπέφεραν και είχαν ανάγκη. Ο Μαρίνος, παρόλο που θα μπορούσε να περιγράψει με πιο γνωστά και σταθερά στοιχεία που ακριβώς εβρίσκετο το σπίτι του Πρόκλου, προτίμησε να το προσδιορίσει αναφέροντας ιερά. Έτσι, αναφερόμενος σε μια τελετή που είχε κάνει κρυφά ο Πρόκλος στο Ασκληπιείο για την ίαση της Ασκληπιαγένειας και υπονοώντας πόσο σκοτεινή ήταν η εποχή εκείνη για τους Έλληνες, θρησκευτές αναφέρει: «Και τέτοιο έργο έκανε με τον ίδιο τρόπο με αυτή την περίπτωση διαφεύγοντας την προσοχή των πολλών και χωρίς να δίνει καμία αφορμή σε όσους ήθελαν να τον υπονομεύσουν, καθώς σε αυτό βοηθούσε και το σπίτι, στο οποίο αυτός κατοικούσε. Γιατί εκτός από τα άλλα τυχερά, η κατοικία του υπήρξε απολύτως κατάλληλη, την οποία και ο πατέρας του ο Συριανός και ο παππούς του, όπως ο ίδιος τον αποκαλούσε, Πλούταρχος κατοίκησαν, και η οποία ήταν γειτονική με το ξακουστό από τον Σοφοκλή Ασκληπιείο, αλλά και με το θέατρο του Διονύσου, ενώ φαινόταν ότι ήταν και με άλλους τρόπους αντιληπτή από την ακρόπολη της Αθηνάς» Την μεγάλη του σχέση με την θεά Αθηνά, πέραν των ήδη αναφερθέντων, την περιγράφει πολύ συγκινητικά ο Μαρίνος, αναφερόμενος στην αρπαγή του αγάλματος της Αθηνάς από τον Παρθενώνα: «Πόσο αυτός ήταν αγαπητός και στην ίδια την θεά της σοφίας, το παρουσίασε αρκετά και η επιλογή της φιλοσοφικής ζωής, η οποία έγινε έτσι, όπως ο λόγος πιο πάνω υπέδειξε. Αλλά και η ίδια η θεά με σαφήνεια το υπέδειξε, όταν το άγαλμα της που από το παρελθόν είχε τοποθετηθεί στον Παρθενώνα, μεταφερόταν από αυτούς που κινούν τα ακίνητα. Γιατί είδε ο φιλόσοφος στο όνειρο του ότι βρισκόταν δίπλα του μια όμορφη γυναίκα και ότι του ανήγγειλε ότι πρέπει πολύ γρήγορα να προετοιμάσει το σπίτι του. Γιατί η κυρίαρχη Αθηναΐδα, του είπε, θέλει να μείνει κοντά σου» Ο Πρόκλος δεν παρέλειπε να τιμά και όσους έπρεπε να τιμηθούν κατά τα πάτρια: «Γιατί δεν είχε παραλείψει καμιά κατάλληλη στιγμή της συνηθισμένης λατρείας για αυτούς, σε κάποιες συγκεκριμένες ημέρες κάθε χρόνου, και περιερχόμενος τους τάφους των αττικών ηρώων και τα μνήματα των φιλοσόφων και των άλλων που υπήρξαν φίλοι και γνωστοί του, έκανε τα καθιερωμένα όχι μέσω κάποιου άλλου, αλλά ενεργώντας ο ίδιος. Και μετά από την λατρεία καθενός, έφευγε για την Ακαδημία και εξευμένιζε τις ψυχές των προγόνων του και γενικά όλες τις ψυχές της γενιάς του ξεχωριστά σε κάποιον τόπο. Από κοινού πάλι με τις ψυχές όλων των φιλοσόφων σε άλλο μέρος πρόσφερε χοές. Και εκτός από όλους αυτούς, ο ευσεβής οριοθέτησε και έναν τρίτο τόπο και μέσα σε αυτόν πρόσφερε εξιλαστήριες θυσίες σε όλες τις ψυχές των νεκρών» Πέθανε το 124ο έτος από την βασιλεία του Ιουλιανού ή αλλιώς την 17η Απριλίου του +485. Ετάφη σε κοινό τάφο με τον δάσκαλο του τον Συριανό, στην περιοχή του Λυκαβηττού, στο δε μνήμα του εγράφη και το παρακάτω επίγραμμα που το συνέθεσε ο ίδιος: «Εγώ υπήρξα ο Πρόκλος, Λύκιος στην γενιά, το οποίο ο Συριανός εδώ με ανέθρεψε διάδοχο της διδασκαλίας του. Αυτός εδώ ο κοινός τάφος δέχτηκε τα σώματα και των δύο, μακάρι και τις ψυχές μας κοινός τόπος να τις λάβει» Ο Πρόκλος θεωρείτο σοφός άνθρωπος στην εποχή του καθώς και από τους μεταγενέστερους του και ήταν ευρύτατα γνωστός ακόμη και σε μη Ελληνόφωνους, γι’ αυτό και κάποια έργα του (ολόκληρα ή τμήματα τους) έχουν διασωθεί και σε Λατινική ή Αραβική μετάφραση. Η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τον Πρόκλο στον Ελληνικό χώρο γίνεται με τον Μιχαήλ Ψελλό και κορυφώνεται με τον Πλήθωνα Γεμιστό. Πολλοί δε οικειοποιήθηκαν και παραποίησαν μέρη του έργου του για να παρουσιάσουν δική τους φιλοσοφική θεώρηση, όπως για παράδειγμα ο ψευδό-Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Σήμερα υπάρχει στην ξένη βιβλιογραφία απειρία βιβλίων, μελετών και άρθρων Πανεπιστημιακών και μη μελετητών του Πρόκλου. Στην Ελληνική πραγματικότητα, πέραν της μεγάλης προσφοράς των εκδόσεων Κάκτος, αρχίζουν και εμφανίζονται δειλά-δειλά, μελέτες και αναλύσεις των έργων του Πρόκλου, τα οποία ευκτέον είναι να πολλαπλασιασθούν. ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ! Πηγή (περισσότερα): http://empedotimos.blogspot.gr/2009/02/blog-post.html

Copy the BEST Traders and Make Money : http://bit.ly/fxzulu

Πώς ο δάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι στην πραγματικότητα, ακόμη και σήμερα, ο μεγάλος δάσκαλος της Ευρώπης

Το 1980 κυκλοφόρησε στην Ιταλία ένα μυθιστόρημα που θα γινόταν μέσα σε λίγα χρόνια μία από τις μεγαλύτερες εκδοτικές επιτυχίες. Μία τριετία αργότερα εκδόθηκε και στις ΗΠΑ, όπου επέτυχε το σχεδόν αδιανόητο για βιβλίο ξένου συγγραφέα: επί 150 και πλέον εβδομάδες παρέμεινε στον κατάλογο ευπώλητων των «New York Times». Τίτλος του, «Το όνομα του ρόδου» και συγγραφέας του ο Ουμπέρτο Εκο.
 Ηταν ένα μυθιστόρημα ασυνήθιστο και η επιτυχία του, λένε, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη σοφή αστυνομική πλοκή του, στο ότι οι χαρακτήρες του είναι τόσο φανταστικά όσο και πραγματικά πρόσωπα, δίνοντάς μας μια εντυπωσιακή εικόνα της μεσαιωνικής Ευρώπης μέσω της μυθοπλασίας.
Πέραν όμως αυτών, με το βιβλίο του ο ευφυέστατος Ιταλός είχε την ευκαιρία, διεισδύοντας στη μεσαιωνική σκέψη, να μας παρουσιάσει τη μέθοδο των σχολαστικών: του Φραγκίσκου της Ασίζης, του Θωμά Ακινάτη και άλλων, δηλαδή εκείνων που μελέτησαν και ερμήνευσαν το έργο του Αριστοτέλη. Αλλωστε, η υπόθεση του μυθιστορήματος εκτυλίσσεται στις αρχές του 14ου αιώνα σε ένα μοναστήρι Βενεδικτίνων, στο οποίο βρισκόταν το χαμένο χειρόγραφο του δεύτερου μέρους της «Ποιητικής» του Αριστοτέλη - ενώ το διασωζόμενο πρώτο αναφέρεται στην τραγωδία, το δεύτερο αφορά την κωμωδία.
Το εύρημα του Εκο έχει λογική βάση. Στο διασωζόμενο χειρόγραφο περιέχεται η νύξη ότι υπάρχει και μια δεύτερη μελέτη, για την κωμωδία. Και αυτό είχε προκαλέσει πλήθος από εικασίες μέσα στους αιώνες.
Πέρα από αυτά τα συναρπαστικά, προκύπτει και ένα άλλο συμπέρασμα: ότι η Ευρώπη καθ' όλη τη διάρκεια του ύστερου Μεσαίωνα υπήρξε αριστοτελική. Αλλά σε μεγάλο βαθμό και αργότερα, ως τα τέλη του 16ου αιώνα, όπως μπορεί να διαπιστώσει ο καθένας αν ανατρέξει στις σχετικές μελέτες.
Ιησουίτες και Αριστοτέλης
Ο Αριστοτέλης έγινε γνωστός στην Ευρώπη τον 12ο αιώνα από τον Αβερρόη (1126-1198), ο οποίος γεννήθηκε στην Κόρδοβα της Ανδαλουσίας και πέθανε στο Μαρακές. Υπήρξε ο πρώτος συστηματικός σχολιαστής του και πατέρας του σχολαστικισμού.
Εκτοτε η σκέψη του μεγάλου Σταγιρίτη διαποτίζει είτε με θετικό είτε με αρνητικό τρόπο τις πολιτικοοικονομικές θεωρίες, την κοινωνιολογία, τη μεταφυσική, την αισθητική, την ηθική και κάθε τομέα του επιστητού, όπως αναλύθηκαν και ερμηνεύθηκαν στη Δύση. Και επιπλέον, το εκπαιδευτικό σύστημα. Πολλά από τα σημαντικότερα πανεπιστήμια, και κατ' εξοχήν αυτά που φέρουν το όνομα του ιδρυτή του Τάγματος των Ιησουιτών Ιγνάτιου Λογιόλα, είναι αριστοτελικά. (Ενα είδος πανεπιστημίου, άλλωστε, ήταν και η Περιπατητική Σχολή του Αριστοτέλη, το Λύκειον, ένα από τα τρία αρχαιότερα γυμνάσια της πόλης, μαζί με αυτό της Ακαδημίας του Πλάτωνα και του Κυνοσάργους. Το Λύκειον βρισκόταν στην περιοχή μεταξύ του Σαρόγλειου Μεγάρου και του Ωδείου Αθηνών. Από τον περασμένο Ιούνιο, μάλιστα, ο αρχαιολογικός χώρος είναι επισκέψιμος και λειτουργεί καθημερινά, 8 π.μ.-8 μ.μ., με είσοδο είτε από την οδό Ρηγίλλης είτε από το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο.)
Οι Ιησουίτες προχώρησαν ένα βήμα πιο μπροστά από τον Αβερρόη και προσπάθησαν να συνδυάσουν την αριστοτελική φιλοσοφία με το χριστιανικό δόγμα. Τα αποτελέσματα υπήρξαν εντυπωσιακά, επειδή οι Ιησουίτες δεν στόχευαν μόνο στο να εξηγήσουν τον Αριστοτέλη, αλλά και στο να ερμηνεύσουν μέσω του έργου του το χριστιανικό δόγμα με ορθολογικό τρόπο. Επόμενο ήταν να μην περιορίζονται σε όσα είπε πράγματι ο φιλόσοφος, αλλά και στο τι θα μπορούσε να είχε πει - και έτσι εξηγείται εν πολλοίς το ενδιαφέρον τέσσερις αιώνες αργότερα των στρουκτουραλιστών (που τόσο θόρυβο έκαναν στην εποχή τους) για την ιησουίτικη παράδοση. Πέραν όμως αυτού, οι αναφορές των Ιησουιτών βασίζονταν πάντοτε στην αριστοτελική μεθοδολογία. Τέτοιος υπήρξε λίγο-πολύ ο πυρήνας της διδασκαλίας τους, γι' αυτό και το Ιησουίτικο Πανεπιστήμιο δεν ήταν παρά ένας συνδυασμός του καθολικού μοναστηριού και του Αριστοτελικού Λυκείου.
Το σώμα, η ψυχή και ο νους
Ο Αριστοτέλης ήταν ο ιδεώδης φιλόσοφος για τις θεολογικές μελέτες των Ιησουιτών, όπως και των Δομινικανών που προηγήθηκαν. Και η λέξη «θεολογία», άλλωστε, είναι αριστοτελική, όπως προκύπτει από το έργο του «Μετά τα φυσικά», όπου τη συναντούμε, και καθώς παρατηρεί ο Μπέρτραντ Ράσελ, «είναι ένα από τα ονόματα που χρησιμοποιεί για ό,τι εμείς ονομάζουμε μεταφυσική». Από τον Αριστοτέλη αντλούνται και τα επιχειρήματα ή αποδείξεις περί ύπαρξης του Θεού, τον οποίο θεωρεί ως βασική αρχή της ζωής, άποψη απολύτως συμβατή με το χριστιανικό δόγμα (υπό την προϋπόθεση, φυσικά, ότι ένας χριστιανός θεολόγος θα αλλάξει αυτό που πρέπει να αλλάξει).
Η ενότητα ύλης και πνεύματος, σώματος και ψυχής, είναι αριστοτελική και δεν έχει αντικατασταθεί σήμερα με κάποια καλύτερη ή τουλάχιστον πειστικότερη. Απορρίπτοντας το δόγμα περί μετεμψύχωσης των Πυθαγορείων, ο Αριστοτέλης προχώρησε και σε μια άλλη σημαντική διάκριση: αυτήν ανάμεσα στον νου και την ψυχή. Και η πολύ κατοπινή μεταφορά (που βολεύει τους αγνωστικιστές) ότι το Σύμπαν είναι ένα είδος κοσμικού νου ενδεχομένως δεν θα είχε διατυπωθεί αν δεν είχε υπάρξει ο Αριστοτέλης.
Κατά συνέπεια, δεν είναι συμπτωματικό που ιησουίτες ιεραπόστολοι επιχείρησαν να διαδώσουν τη διδασκαλία του Αριστοτέλη ακόμη και στη μακρινή Κίνα, όπου καθαυτό το έργο του Σταγιρίτη δεν προκάλεσε το ενδιαφέρον που περίμεναν όταν άρχισε να μεταφράζεται στα κινεζικά τον 17ο αιώνα. Δεν συνέβη εν τούτοις το ίδιο με το έργο του Ευκλείδη, το οποίο έγινε δεκτό με ενθουσιασμό.
Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για τους λόγους που το αριστοτελικό έργο άφησε σχεδόν αδιάφορους τους Κινέζους. Ενδεχομένως επειδή διέθεταν τον δικό τους δάσκαλο της αρετής, τον Κομφούκιο. Ομως υπάρχει πιο αριστοτελικό έργο στα Μαθηματικά από την ευκλείδεια γεωμετρία; Και είναι τυχαίο που στα αγγλόφωνα λύκεια μέχρι πριν από τρεις δεκαετίες οι μαθητές αποκαλούσαν το μάθημα της Γεωμετρίας «Euclid»;
Ερμήνευσε τα πάντα
Αν ισχύει εκείνο που πίστευαν οι Αλεξανδρινοί, ότι ο Αριστοτέλης έγραψε περίπου 400 έργα, ο καθένας μπορεί να σκεφτεί το μέγεθος και το εύρος των ενδιαφερόντων του. Αλλά και τα 47 που διασώθηκαν είναι αρκετά προκειμένου να συμπεράνουμε πόσο ο Αριστοτέλης αναζήτησε και διατύπωσε απαντήσεις για τα πάντα. Οσο για το γεγονός ότι κάποια δεν είναι απολύτως γνήσια, ότι δηλαδή είτε τα έγραψαν εν μέρει μαθητές ή οπαδοί του είτε πρόσθεσαν παραγράφους, δεν αναιρεί την αξία τους, αρκεί μόνο να λάβουμε υπ' όψιν ότι τα «Ανάλεκτα» του Κομφούκιου γράφτηκαν από μαθητές του. Και στις δύο περιπτώσεις, κυριαρχεί το πνεύμα του δασκάλου.
Τα κείμενα του Αριστοτέλη συνοψίζουν το περιεχόμενο της διδασκαλίας του και μπορεί κάποιος να φανταστεί το επίπεδο αυτής της διδασκαλίας, όπου ένας και μόνον άνθρωπος είχε την ικανότητα να μιλήσει, να αναλύσει και να συστηματοποιήσει το νόημα και το περιεχόμενο του κόσμου τόσο στο σύνολό του όσο και στα επί μέρους.
Το σημαντικότερο, ωστόσο, δεν είναι πόσες και ποιες από τις θεωρίες του επαληθεύτηκαν, όπως και η αξία του Νεύτωνα δεν μειώνεται επειδή η θεωρία του περί βαρύτητας αντικαταστάθηκε από τη Θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν. Το σημαντικότερο είναι ότι σε αυτόν οφείλεται σε μεγάλο βαθμό ο τρόπος με τον οποίο σκεφτόμαστε, η διατύπωση της φύσης και του χαρακτήρα του συλλογισμού (όπως παρουσιάζεται στο επί αιώνες αναντικατάστατο έργο του για την τυπική λογική), η ανάπτυξη της σκέψης, η οποία μας καθιστά ικανούς να αποκτήσουμε ολοκληρωμένη εικόνα του κόσμου που μας περιβάλλει, του ποιοι είμαστε, τι μπορούμε να γίνουμε, τι να πετύχουμε και γιατί υπάρχουμε σε τούτο τον κόσμο. Και ακόμη, πώς συνδέεται το αισθητό με το υπεραισθητό, ποιες φυσικές δυνάμεις κινούν τα ακίνητα, τι υπάρχει πέρα από εμάς.
Πρόδρομος της «θεωρίας»
Κάποιοι έχουν υποστηρίξει πως ο Αριστοτέλης ήταν ο μεγαλύτερος ταξινόμος που εμφανίστηκε ποτέ και με αυτό εννοούν στην ουσία ότι δεν ήταν «πραγματικός» φιλόσοφος - σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, του οποίου υπήρξε μαθητής. Οι Δομινικανοί, όμως, που επεξεργάστηκαν τις θεωρίες των νεοπλατωνιστών και του ερμητισμού, επηρεάστηκαν στον ίδιο βαθμό και από το έργο του Αριστοτέλη.
Το ότι ο Πλάτωνας υποκατέστησε τον Αριστοτέλη στην Αναγέννηση ισχύει μόνον εν μέρει. Και αν σήμερα κάποιοι νεότεροι σχετικιστές, αποδομιστές ή γενικώς μεταμοντέρνοι απορρίπτουν τον Αριστοτέλη, αυτό δεν σημαίνει απολύτως τίποτε.
Ο σχετικιστής δεν μπορεί να δεχθεί ότι υπήρξε άνθρωπος που κατάφερε να συσχετίσει τα πάντα, να δημιουργήσει ένα σύστημα ενότητας και να διατυπώσει την αρχή της μέσα σε μία παράγραφο, όπως είναι, αν τον μεταφέρει κανείς και σε άλλα πεδία, ο ορισμός του για την τραγωδία: «Εστιν ουν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας μέγεθος εχούσης, ηδυσμένω λόγω, χωρίς εκάστω των ειδών εν τοις μορίοις, δρώντων και ου δι' απαγγελίας, δι' ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν». (Σε ελεύθερη απόδοση: «Η τραγωδία είναι λοιπόν η μίμηση μιας πράξης σπουδαίας και ολοκληρωμένης - η οποία διαθέτει κάποια διάρκεια - με λόγο ποιητικό· τα μέρη της διαφέρουν στη φόρμα τους, αναπαριστάται και δεν απαγγέλλεται, ενώ, προκαλώντας τη συμπόνια και τον φόβο του θεατή, επιτυγχάνει τη λύτρωσή του από παρόμοια ψυχικά συναισθήματα».)
Η αριστοτελική άποψη της ενότητας, καθώς προκύπτει από τον παραπάνω ανυπέρβλητο ορισμό, δεν έχει ξεπεραστεί. Δεν μπορεί να γραφτεί κείμενο που να στοχεύει στη διάρκεια χωρίς να ανταποκρίνεται στις τρεις προϋποθέσεις της ενότητας: ενότητα του μύθου (ή αλλιώς της υπόθεσης), ενότητα χώρου και ενότητα χρόνου. Και όλα τα κείμενα που γράφτηκαν στον 20ό αιώνα κατά παράβαση του παραπάνω ορισμού αυτού θα έμεναν σε πειραματικό επίπεδο και δεν θα άντεχαν στον χρόνο.
Ο ορισμός, όπως και το σύνολο της «Ποιητικής», δεν αφορά μόνο την τραγωδία. Οπως είναι γενικά παραδεκτό, πρόκειται για το πρώτο κείμενο θεωρίας της λογοτεχνίας που μαζί με το μεταγενέστερο «Περί ύψους» του Λογγίνου συνιστούν τα θεμέλιά της.
Το σημαντικότερο έργο του Εριχ Αουερμπαχ «Μίμησις» έχει τις ρίζες του στον Αριστοτέλη.
Οι νεότεροι θεωρητικοί που χρησιμοποιούν κατά κόρον τον όρο «ποιητική» (λ.χ. ο Τοντορόφ έχει γράψει ολόκληρο βιβλίο με τίτλο «Η ποιητική της πρόζας») στον Αριστοτέλη παραπέμπουν, ακόμη και εκείνοι που τον απορρίπτουν. Και είναι εντυπωσιακό ότι ενώ οι τελευταίοι θεωρούν σημαντικότερο τον Πλάτωνα, χρησιμοποιούν αριστοτελικούς όρους.
Αλλά το πού συγκλίνουν και πού αποκλίνουν οι θεωρίες των δύο μεγαλύτερων φιλοσόφων της αρχαιότητας είναι ένα τεράστιο ζήτημα. Ποιες, για παράδειγμα, είναι οι ομοιότητες και ποιες οι διαφορές ανάμεσα στις υποστασιοποιημένες «ιδέες» του Πλάτωνα και τις «μορφές» του Αριστοτέλη; Ας σημειώσουμε εδώ ότι ο μαθητής (ο Αριστοτέλης) ξεκινά από τον δάσκαλό του (τον Πλάτωνα) για να κινηθεί στο πεδίο που έχει ο ίδιος δημιουργήσει. Και τούτο, μολονότι αυτονόητο, έχει μεγαλύτερη σημασία από τη μια φορά κι έναν καιρό διάσημη θεωρία περί «δια-φωράς» του Ντεριντά.
Η παραγωγική σκέψη
Τα διασημότερα έργα του Αριστοτέλη, μαζί με την «Ποιητική», είναι τα «Πολιτικά», τα «Ηθικά Νικομάχεια», τα «Φυσικά» (μαζί με το «Περί ουρανού») και βεβαίως η «Λογική», βασικό μάθημα επί αιώνες στα λύκεια της Δύσης (και στη χώρα μας).
Η επίδρασή του στον Καντ και στον Χέγκελ είναι εμφανέστατη. Δεδομένου ότι ο Μαρξ μετέφερε στο πεδίο του ιστορικού υλισμού τη χεγκελιανή διαλεκτική, θα λέγαμε ότι και ο ιδρυτής του διαλεκτικού υλισμού ήταν κατά μία έννοια αριστοτελικός, αν μάλιστα λάβουμε υπ' όψιν την παρατήρηση του Μπέρτραντ Ράσελ ότι ο Μαρξ υπήρξε ο τελευταίος οικοδόμος ενός μεγάλου συστήματος στη φιλοσοφία.
Ο Αριστοτέλης επιχείρησε το επίσης αδιανόητο για έναν φιλόσοφο: να συνδυάσει τη φιλοσοφία με την επιχειρηματολογία του κοινού νου - και αυτό αποτελεί γνώρισμα μόνο των μεγάλων δασκάλων. Η ουσία και το παράδειγμα της διδασκαλίας δεν διατυπώθηκαν από κανέναν άλλον ως σήμερα με την ελλειπτικότητα και την ακρίβεια που διακρίνουμε στο αριστοτελικό έργο.
Η φιλοσοφία και η σκέψη του Αριστοτέλη είναι κατά κύριο λόγο παραγωγική (από το γενικό στο μερικό). Το αντίθετό της, η επαγωγική σκέψη, αναπτύχθηκε αργότερα στην Αλεξάνδρεια. Στις μέρες μας είναι και οι δύο απαραίτητες, ανάλογα με το αντικείμενο και τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσει ο καθένας τα επιχειρήματά του. Η διαφορά τού τότε με το τώρα είναι ωστόσο τεράστια. Η παιδεία για τον Αριστοτέλη ήταν μέσον ατομικής ολοκλήρωσης, σαν να λέμε αυτοσκοπός, και όχι μέσον επαγγελματικής ή κοινωνικής ανάδειξης όπως σήμερα.
Αριστοτέλης και Μέγας Αλέξανδρος
Στην «Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας» ο Μπέρτραντ Ράσελ θεωρεί «μηδαμινή» την επίδραση του Αριστοτέλη στον διασημότερο μαθητή του: τον Μ. Αλέξανδρο, για τον οποίο μάλιστα γράφει, παραθέτοντας τον Α. Γ. Μπεν, πως ήταν «υπερφίαλος, μέθυσος, σκληρός, εκδικητικός και άξεστα δεισιδαίμων» και πως συνδύαζε «τα ελαττώματα ενός ορεσίβιου σκωτσέζου οπλαρχηγού με την εξαλλοσύνη ενός ανατολίτη δεσπότη».
Εντάξει, οι πρωθύστεροι ψόγοι δεν είναι κάτι σπάνιο στην παγκόσμια σκέψη, ιδίως αν πρόκειται για την περιοχή των ιδεών. Ο Χέγκελ, όμως, κρίνοντας από τη σταδιοδρομία του Αλεξάνδρου, αποφαίνεται πως αποδεικνύει την πρακτική χρησιμότητα της φιλοσοφίας, θυμίζοντας έτσι και το πρακτικό (διδακτικό) περιεχόμενό της που αποτελούσε ακράδαντη πεποίθηση του Αριστοτέλη.
Πρωθύστερο είναι και το επιχείρημα ότι ενώ ο φιλόσοφος έλεγε πως ιδεώδης πολιτεία είναι εκείνη που δεν υπερβαίνει τους 100.000 κατοίκους, ο μαθητής του δημιούργησε την πρώτη τεράστια αυτοκρατορία στον κόσμο. Απόδειξη ότι πολλούς αιώνες αργότερα η ιδέα της πόλης-κράτους, έστω και υπό διαφορετικές συνθήκες, αποκτά νέα μορφή με τις πόλεις της ιταλικής Αναγέννησης. (Αλλωστε, αναγέννηση σημαίνει και αναγέννηση της ιδέας της πόλης.)
Αλλά γιατί η ιδέα της ενότητας του κόσμου, έστω και μέσω των πολεμικών επιχειρήσεων, δεν είναι μεταφορικά, ας πούμε, της κοσμοαντίληψης ότι εφόσον υπάρχει ενότητα σε όλα τα αισθητά και τα υπεραισθητά (που προκύπτει ευθέως από την αριστοτελική διδασκαλία) να μη δημιουργηθεί και ένα ενιαίο πολυεθνικό κράτος; Αν δεν συνέβαινε αυτό, το πολιτιστικό έργο του Αλεξάνδρου δεν θα μπορούσε να αιτιολογηθεί. Γιατί η πράξη, όταν έχει τέτοιους στόχους, προκύπτει πάντοτε από τη διδασκαλία.
Ολοκληρωμένη εκπαίδευση
Οι μεταμοντερνιστές ή, τέλος πάντων, εκείνοι τους οποίους χαρακτηρίζουμε έτσι, δηλαδή μια γενιά σχετικιστών η οποία αναδύθηκε εξαιτίας της πνευματικής κόπωσης που χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό σήμερα την κουλτούρα και κατ' εξοχήν την ακαδημαϊκή εκπαίδευση στη Δύση, απορρίπτουν τον Αριστοτέλη. Είναι λίγο-πολύ αναπόφευκτο ένας σχετικιστής να θεωρεί τον συστηματικό ως αντίπαλό του.
Η εξειδίκευση σήμερα έχει προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό που το αριστοτελικό παράδειγμα, αυτό της ολοκληρωμένης εκπαίδευσης, αποκτά ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα. Πριν από κάμποσα χρόνια ο Ρόμπερτ Γκρέιβς έγραφε πως «το να ξέρει κανείς μόνον ένα πράγμα σημαίνει πως διαθέτει το μυαλό ενός βαρβάρου». Θα μπορούσε να το έχει πει - άλλωστε το είπε με διαφορετικά λόγια εδώ κι εκεί - ο μεγάλος Σταγιρίτης.
Η μόρφωση και η καλλιέργεια τον καιρό του Αριστοτέλη ήταν έννοιες ταυτόσημες - όχι πλέον σήμερα, και τούτο συνιστά ένα από τα σοβαρά προβλήματα του σύγχρονου κόσμου. Μπορεί κάποιος να γνωρίζει ένα γνωστικό αντικείμενο σε πλάτος και σε βάθος, αλλά να μην είναι μορφωμένος άνθρωπος, δηλαδή ολοκληρωμένη προσωπικότητα.
Οι κοινωνίες των ημερών μας περισσότερο από το να παρέχουν τη γνώση ενδιαφέρονται να τη διαχειριστούν. Αυτό έχει τεράστιες συνέπειες στο πεδίο της εξουσίας, δηλαδή της πολιτικής όπου μοιάζει να έχει χαθεί η αριστοτελική αρχή της αρετής, με άλλα λόγια η σχέση της ηθικής με την πολιτική.
Η ολοκληρωμένη εκπαίδευση είναι αίτημα που χρονολογείται ήδη από τη δεκαετία του 1950. Τη σημασία και την κρισιμότητά της τόνισε ο Αλντους Χάξλεϋ σε ένα από τα μαθήματά του με τίτλο «The Integrated Education» (Η ολοκληρωμένη εκπαίδευση) στο Πανεπιστήμιο της Σάντα Μπάρμπαρα στην Καλιφόρνια το 1959.
Τα κείμενα αυτών των μαθημάτων συγκεντρώθηκαν σε έναν τόμο που εκδόθηκε με τίτλο «The Human Situation» (Η ανθρώπινη κατάσταση). Το βιβλίο δυστυχώς δεν έχει εκδοθεί στα ελληνικά. Τον πολυμαθή εκείνον συγγραφέα, ο οποίος στο μυθοπλαστικό και δοκιμιακό του έργο καλύπτει ένα τεράστιο πεδίο του επιστητού, γι' αυτό και χαρακτηρίστηκε αναγεννησιακός, θα μπορούσαμε κατά τη γνώμη μου πολύ ευκολότερα να τον ονομάσουμε αριστοτελικό.
Η Ευρώπη εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να είναι και σήμερα αριστοτελική. Η ιδέα περί «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», λ.χ., για όσους τουλάχιστον δεν περιορίζονται στο να την αντιμετωπίζουν ως απλή διαδικασία τεχνικής φύσεως, είναι στον πυρήνα της αριστοτελική. Και ας την απειλούν τα όσα συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια.
Δεν υπάρχει όραμα ενότητας που να μην προϋποθέτει τον Αριστοτέλη. Εκπαίδευση και αρετή - αυτό είναι το παράδειγμα του Σταγιρίτη, πέραν του φιλοσοφικού του έργου. Στην εκπαίδευση, άλλωστε, έλεγε πρόσφατα σχετικά ο πρώην πρόεδρος της Αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας, Αλαν Γκρίνσπαν, πρέπει να βασίσουν το μέλλον τους οι σημερινές κοινωνίες. Με μια διαφορά εν τούτοις. Ο Αριστοτέλης έβλεπε την εκπαίδευση απολύτως συνυφασμένη με την αρετή - και όχι με την κουλτούρα του χρήματος. Και η αρετή έχει δύο μορφές: είναι και πρακτική και θεωρητική. Μόνον η δεύτερη, όμως, οδηγεί στην ευδαιμονία.
Βιστωνίτης Α., ΤΟ ΒΗΜΑ 08/09/2014

Σωκράτης (469 - 399 π.Χ.)

Βιογραφικά
 Ο διασημότερος φιλόσοφος όλων των αιώνων και των εποχών Σωκράτης, γιος του Σωφρονίσκου και της Φαιναρέτης, γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου, μετά από μια ζωή πλουσιότατη σε δράση και διδασκαλία, φιλοσοφική, πέθανε το 399 π.Χ. πίνοντας το κώνειο, ύστερα απ` τη γνωστή θανατική καταδίκη του, σε ηλικία 70 ετών.
Πριν απ` όλα τα άλλα θεωρούμε απαραίτητο να υπενθυμίσουμε εδώ τον χρησμό εκείνο του αρχαίου μαντείου, ο οποίος έλεγε: `Σοφός Σοφοκλής, σοφότερος Ευριπίδης, ανδρών δ` απάντων Σωκράτης σοφότατος`.
Ήταν μάλλον φτωχός, για αυτό και υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο βαρύ πεζικό. Αν και δεν πήρε μεγάλη μόρφωση, ωστόσο ήδη από τα νιάτα του παραμελούσε τις κοσμικές του υποθέσεις για να αφοσιωθεί στη σκέψη. Παραδίδεται μάλιστα ότι συνήθιζε να στέκεται για ολόκληρες ώρες ατενίζοντας το κενό, απόλυτα απορροφημένος από το διαλογισμό του για κάποιο θέμα ή πρόβλημα που τύχαινε εκείνη τη στιγμή να τον απασχολεί.
Παντρεύτηκε την Αθηναία Ξανθίππη, μάλλον σε προχωρημένη ηλικία, και απέκτησε τρία αγόρια. Ιδιαίτερα ενεργός πολίτης, συμμετείχε σε όλες πς εκδηλώσεις της Αθήνας και έλαβε μέρος, στη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, στις μάχες της Ποτίδαιας (431 π.Χ.), του Δηλίου (424 π.Χ.) και της Αμφίπολης (422 π.Χ.).
Αρχικά ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα του, που ήταν γλύπτης, αλλά σε λίγο το παράτησε κι άρχισε να ασχολείται αποκλειστικά με τη φιλοσοφία, την οποία θεράπευσε σε όλο το υπόλοιπο διάστημα της ζωής του. Μαθήτευσε κοντά στον Αναξαγόρα και άλλους φιλοσόφους και τούτου το αποτέλεσμα ήταν να αναδειχτεί πολύ σύντομα σαν λίαν σπουδαίος και μεγάλος φιλόσοφος των Αθηνών, που, με τη διαλεκτικά διατυπωμένη περίφημη διδασκαλία του, συνάρπαζε κυριολεκτικά τους μαθητές του και τον κόσμο, ο οποίος συνέρεε και κατανυχτικά τον άκουγε.
Από τη στιγμή, που αποφάσισε να αφοσιωθεί στις φιλοσοφικές του διατριβές, δεν ασκούσε κάποιο άλλο επάγγελμα καθαρά βιοποριστικό αλλά, ελεύθερος, γυρνούσε στις όχθες του Ιλισσού, τα καταστήματα και τις διάφορες στοές της πόλης, άσχημος γενικά κατά την όψη, ξυπόλητος και κακοφορεμένος, διδάσκοντας, παροτρύνοντας, συμβουλεύοντας και καυτηριάζοντας (ανάλογα με την περίσταση) τους οπαδούς του κι όσους άλλους τον περιστοίχιζαν.
O Σωκράτης συγκαταλέγεται ανάμεσα σε εκείνες τις δημιουργικές προσωπικότητες που δεν άφησαν κάποιο σύγγραμμα, όπως εξάλλου συνέβη και με τον Πυθαγόρα. Έτσι, οι ερευνητές προσπαθούν να ανασυνθέσουν τις φιλοσοφικές του απόψεις κυρίως μέσα από τα συγγράμματα δύο μαθητών του, του φιλόσοφου Πλάτωνα και του ιστορικού Ξενοφώντα. Επικουρικά χρησιμοποιούνται τα λείψανα των λεγόμενων Σωκρατικών, δηλαδή του Ανπσθένη, του Αισχίνη, του Αρίστιππου, καθώς και πληροφορίες που αντλούνται από τον Αριστοτέλη αλλά και από τον κωμωδιογράφο Αριστοφάνη.
Δεν έγραψε κανένα έργο, ότι δε γνωρίζουμε σχετικά με αυτόν αντλείται από συγγράμματα των μαθητών του Πλάτωνα, Ξενοφώντα και Αριστοτέλη. Με τη διδασκαλία του προσπάθησε να διορθώσει τα `κακώς κείμενα` της κοινωνίας, κηρύσσοντας συνέχεια την αλήθεια και την αρετή. Δίδασκε πάντα δωρεάν και ποριζόταν τα αναγκαία για το `ζην` μόνο από τις προσφορές των οπαδών του. Ξεκινούσε τη διδασκαλία του από τα Γυμνάσια κάθε πρωί και την παρέτεινε το απόγευμα στους περιπάτους και ως αργά το βράδυ.
Ανάμεσα στους μαθητές του συγκαταλέγονται πλείστοι όσοι υστερότερα σπουδαίοι και ισχυροί παράγοντες των γραμμάτων και της αθηναϊκής πολιτικής, σαν τον Πλάτων, τον Αλκιβιάδη, τον Αισχίνη, τον Αντισθένη, τον Ευκλείδη, τον Κρίτωνα, τον Φαίδωνα κ.α.
Πρέσβευε και δίδασκε ότι υπάρχει ένα υπέρτατο ον, το οποίο το ονόμαζε `δαιμόνιον μεγίστης σοφίας και αγαθότητας`. Από το σημείο αυτό ξεκινώντας μερικοί εχθροί του, που δεν τον χώνευαν γιατί έλεγχε συνέχεια το βίο και την πολιτεία του, ως παραγόντων της δημόσιας αθηναϊκής ζωής, τον κατηγόρησαν πως στρέφεται δήθεν εναντίον στους αναγνωρισμένους θεούς, εισάγοντας `καινά δαιμόνια` και παραβιάζοντας έτσι το νόμο, ο οποίος, με ποινή θανάτου, απαγόρευε κάθε προσβολή των καθιερωμένων θεοτήτων της εποχής. Και συνάμα ότι με τον τρόπο του αυτό διαφθείρει τη νεολαία της πόλης και διαδίδει μεταξύ της νέες ανατρεπτικές ιδέες.
Συγκεκριμένα ο Σωκράτης το 399 π.Χ. κατηγορήθηκε από τους επαγγελματίες συκοφάντες Μέλητο, Άνυτο και Λύκωνα ότι δήθεν αδικεί Σωκράτης ους μεν η πόλις νομίζει θεούς ου νομίζων, έτερα σε καινά δαιμόνια εισφέρων. Αδικεί δε και τους νέους διαφθείρων, δηλαδή «δεν δέχεται ο Σωκράτης τους θεούς που πιστεύει η πόλη και εισάγει νέους θεούς. Αδικεί επίσης γιατί διαφθείρει τους νέους»
Μετά την κατηγορία, ο ρήτορας Λυσίας προσφέρθηκε να τον υπερασπιστεί δωρεάν αλλά ο Σωκράτης δεν το δέχθηκε αυτό κι ανέλαβε από μόνος του την υπεράσπισή του μπροστά στο από 500 μέλη δικαστήριο, που τον δίκασε. Παρότι στην απολογία του απέδειξε περίτρανα την αθωότητά του, με δύναμη και διαλεκτική δεινότητα πραγματικά ασύγκριτες, εντούτοις, η απόφαση βγήκε τελικά καταδικαστική σε βάρος του (με πλειοψηφία 283 ψήφων, σε σύνολο 500). Όταν, αμέσως μετά, του είπαν να υποβάλει αίτηση μετατροπής της ποινής του σε εξορία ή πρόστιμο, αυτός πάλι αρνήθηκε να το κάνει, λέγοντας πως, αν το έκανε αυτό, θα ήταν σαν παραδεχόταν ο ίδιος την ενοχή του.
Όταν επίσης, κατά τις τελευταίες μέρες πριν απ` τη θανάτωσή του, ο μαθητής του Κρίτωνας του υπέδειξε να δραπετεύσει (είχε δωροδοκήσει του φύλακές του) και στη συνέχεια να φυγαδευτεί μακριά, εκείνος ξανά αρνήθηκε, λέγοντας ότι χρέος του πολίτη είναι να υπακούει στους κείμενους νόμους της πατρίδας του.
Την ημέρα της εκτέλεσής του, αφού έκανε πιο πριν στους μαθητές του μια υπέροχη διδασκαλία, σχετική με την αθανασία της ψυχής, με θαυμαστή κι απόλυτη αταραξία, πήρε από το δεσμοφύλακα του το φλιτζάνι με το κώνειο και, όταν το ήπιε. "εξεμάρτησε το ζήν", δίνοντας με τον τρόπο τούτο, στον κόσμο ένα ισχυρότατο παράδειγμα φιλοπατρίας, αρετής και τέλειας προσήλωσης στους νόμους και τις πεποιθήσεις του.
H προσωπικότητα του
Όλοι σχεδόν συμφωνούν ότι ο Σωκράτης υπήρξε τύπος ιδιόρρυθμος, σχεδόν εκκεντρικός. Διέθετε, εκτός από έναν απόλυτα ενεργοποιημένο κοινό νου, χιούμορ, φαντασία, πνευματική δύναμη και μια αγάπη για την αλήθεια τόσο θερμή, που μερικές φορές μπορούσε να φτάσει μέχρι την έκσταση. H εμφάνιση του θύμιζε μυθικό Σάτυρο, ενώ  φίλοι και αντίπαλοι τον περιγράφουν ως ιδιαίτερα καρτερικό και εγκρατή.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και μια άλλη πλευρά του, αυτή του έντονα θρησκευόμενου πολίτη. Χαρισματικός στην επικοινωνία του με τους νέους, ασκούσε μεγάλη επιρροή στους φίλους του. Αυτήν του τη γοητεία δείχνουν τα λόγια που βάζει στο στόμα του Αλκιβιάδη ο Πλάτωνας στο Συμπόσιο του: H τε καρδία πηδά και δάκρυα εκχείται υπό των λόγων των τούτου (Και η καρδιά αναπηδά και τα δάκρυα τρέχουν από τα λόγια του). O Σωκράτης με το λεγόμενο «παιδαγωγικό έρωτα» ξεχώρισε από τους αντιπάλους του σοφιστές στη σχέση δάσκαλου-μαθητή, η οποία σε καμιά περίπτωση δεν είχε οικονομική βάση.
Ήταν από πεποίθηση νομιμόφρων, για αυτό δεν δίστασε πολλές φορές να αντιταχθεί στις αποφάσεις της Εκκλησίας του Δήμου, σε μια εποχή που ο σημαντικός αυτός θεσμός της αθηναϊκής πολιτείας ελεγχόταν από διάφορους δημαγωγούς. Όταν κατείχε το αξίωμα του επιστάτη των πρυτάνεων το 406 π.Χ., εναντιώθηκε με σφοδρότητα στην παράλογη απόφαση των Αθηναίων να εκτελέσουν τους νικητές ναυάρχους της ναυμαχίας των Αργινουσών, επειδή δεν περισυνέλεξαν τους νεκρούς από τη θάλασσα. Υπήρξε ιδιαίτερα επικριτικός απέναντι σης αυθαιρεσίες των Τριάκοντα, στοιχείο που καταδεικνύει την ακεραιότητα του χαρακτήρα του.
O Σωκράτης και το θείον
O Σωκράτης ήταν απόλυτα πιστός στην πατρογονική λατρεία. Πολύ συχνά οι συμπολίτες του τον έβλεπαν να κάνει θυσίες σε δημόσιους βωμούς. H θέση του όμως αυτή στηριζόταν σε ιδέες και απόψεις ιδιαίτερα φωτισμένες. Αντίθετα με τους περισσότερους, οι οποίοι πίστευαν πως η ικανότητα γνώσης των θεών ήταν μάλλον περιορισμένη στο χώρο και το χρόνο, ο Σωκράτης διακήρυσσε ότι οι θεοί βρίσκονται παντού και γνωρίζουν τα πάντα.
Αυτό μάλιστα που χαρακτηρίζει το Σωκράτη ως άνθρωπο αλλά και ως διανοούμενο είναι το περίφημο «δαιμόνιον», το οποίο, όπως υποστήριζε ο ίδιος, ήταν μια εσωτερική αποτροπή και καμιά φορά προειδοποίηση που τον προφύλασσε από οποιαδήποτε παρέκκλιση από το σωστό δρόμο.
H πίστη αυτή του Σωκράτη στο μεγαλείο και τη σοφία του θεού ενισχύθηκε με το επιχείρημα του προορισμού. O κόσμος είναι φτιαγμένος για τον άνθρωπο και το κάθε μέρος, το κάθε κομμάτι του ανθρώπου είναι προσαρμοσμένο σε έναν καλό σκοπό. Άρα, λοιπόν, όλα τα πράγματα που υπάρχουν είναι δημιουργήματα ενός σοφού τεχνίτη, ο οποίος αγαπάει όλα τα ζωντανά όντα.
O άνθρωπος όμως είναι το ανώτερο από όλα τα πλάσματα και για αυτό το λόγο η θεότητα έχει λάβει ιδιαίτερη μέριμνα για αυτόν.
Όπως αναφέραμε παραπάνω, ο Σωκράτης αισθανόταν υποχρεωμένος να κάνει ευχαριστήριες θυσίες, αλλά πίστευε ότι η χαρά των θεών είναι ανάλογη με την αγιότητα αυτού που πραγματοποιούσε τη θυσία ή έκανε την προσευχή του. Επειδή μάλιστα οι θεοί γνώριζαν καλά το δικό του συμφέρον, συνήθιζε να προσεύχεται απλά: «Δώστε μου, θεοί, ό,τι είναι καλύτερο για μένα».
Οι φιλοσοφικές θέσεις του
Με το Σωκράτη αρχίζει η ανθρωπολογική περίοδος της ελληνικής φιλοσοφίας, γιατί αυτός δεν ασχολείται, όπως οι πριν από αυτόν, με τα προβλήματα για την αρχή του κόσμου, αλλά μόνο με τον άνθρωπο. Επιδιώκει να γεννήσει σε αυτόν την εσωτερική ανησυχία και να αφυπνίσει τον έρωτα για τη σοφία, προς την αρετή.
Βασική θέση της σωκρατικής φιλοσοφίας ήταν ότι η αληθινή γνώση δεν είναι μόνο πηγή, αλλά η ουσία της αρετής. Για αυτό προτιμούσε να αναζητεί εκείνο το είδος της αλήθειας που θα καθόριζε τη διαγωγή των ανθρώπων. Έτσι, προσπαθούσε να βρει απάντηση στα ερωτήματα: «Τι είναι ευσέβεια και τι ασέβεια;», «Τι είναι το ωραίο και π το άσχημο;», «Τι είναι κυβερνήτης ανθρώπων και π δεσποτικός χαρακτήρας;» κ.λ.π.
H σωκρατική μέθοδος έρευνας γινόταν πάντα μέσω της συζήτησης με κάποιον από τους συντρόφους του. Επειδή ήταν εκπληκτικός χειριστής του λόγου, χωρίς δυσκολία μπορούσε να αποδείξει στο συνομιλητή του πως ήταν ακατατόπιστος στο θέμα που συζητούσαν. Αφού είχε ξεκαθαρίσει το θέμα της συζήτησης, προχωρούσε επαγωγικά στο να θεμελιώσει ακριβείς ορισμούς γενικών όρων. Έτσι, ενώ δήλωνε πλήρη άγνοια για όλα τα θέματα, συγχρόνως προσπαθούσε να δημιουργήσει μια κύρια βάση ηθικής επιστήμης που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως οδηγός στον εαυτό του και στους άλλους. Αμφισβητώντας όλα τα πράγματα, βρισκόταν κοντά στους σοφιστές. Όμως εκείνος υποδείκνυε τη λογική μάλλον παρά τις αισθήσεις ως το καθολικό και αιώνιο στοιχείο μέσα στον άνθρωπο και για αυτό αποτελούσε το μοναδικό αλάθητο κριτήριο της αλήθειας.
Επειδή όμως η πνευματική μόρφωση μπορούσε να μεγαλώνει τη δύναμη του ανθρώπου για να πράξει το κακό, προσπάθησε πρώτα από όλα να διδάξει στους μαθητές του τον αυτοέλεγχο και να τους εμπνεύσει πνεύμα σωφροσύνης στις σχέσεις τους με τους θεούς.
Πρέπει να γυρεύουμε, ισχυριζόταν, τη σοφία και τη δικαιοσύνη όχι γιατί είναι χρήσιμες στους ανθρώπους, αλλά και γιατί είναι αρεστές στους θεούς. Κοντολογίς τα διδάγματα του ήταν σχεδόν στον ίδιο βαθμό θρησκευτικά αλλά και φιλοσοφικά.
Αναλυτικότερα ο Σωκράτης είναι περισσότερο γνωστός από την άποψη του ότι «η αρετή είναι γνώση». Οι κυρίως αντίπαλοι του, οι σοφιστές, υποστήριζαν δύο πράγματα:
α) ότι οι ίδιοι μπορούσαν να διδάξουν ή να μεταδώσουν την αρετή,
β) ότι η γνώση, τουλάχιστον αυτή που μπορούσε να διδαχτεί, ήταν μια χίμαιρα.
Εξισώνοντας, λοιπόν αρετή και γνώση ο Σωκράτης με το ρητό του εμφανίζεται να τους προκαλεί.
Για να αποδείξει την αλήθεια των ισχυρισμών του επέμενε να στρέφει τη συζήτηση σε ταπεινούς και φαινομενικά άσχετους ανθρώπους, όπως ήταν οι τσαγκάρηδες και οι ξυλουργοί, τη στιγμή που οι συνομιλητές του ρωτούσαν να μάθουν τι σήμαινε πολιτική ικανότητα ή αν υπήρχε κάτι ανάλογο της ηθικής υποχρέωσης. Αν θέλεις να γίνεις καλός τσαγκάρης, έλεγε ο Σωκράτης, το πρώτο που είναι απαραίτητο να μάθεις είναι τι είναι παπούτσι και ποιος ο σκοπός του. Δεν έχει αξία να προσπαθείς να αποφασίσεις για το καλύτερο είδος εργαλείων ή υλικού και για την καλύτερη μέθοδο χρησιμοποίησης τους, αν δεν έχεις σχηματίσει πριν στο νου σου μια σαφή και λεπτομερειακή έννοια για το τι ξεκίνησες να κατασκευάσεις και ποια λειτουργία θα έχει αυτό το αντικείμενο να εκτελέσει. Δηλαδή η αρετή του τσαγκάρη εξαρτάται από την κατοχή αυτής της γνώσης.
Ήταν πολύ φυσικό για το Σωκράτη να μιλάει για την αρετή ενός τσαγκάρη, όπως ακριβώς θα μπορούσε να μιλήσει για την αρετή ενός στρατηγού ή πολιτικού. H λέξη αρετή σήμαινε αυτό που τους έκανε καλούς στο συγκεκριμένο τους επάγγελμα και, ξεκινώντας από τα ταπεινά παραδείγματα των πρακτικών τεχνών, ο Σωκράτης μπορούσε εύκολα να δείξει ότι σε κάθε περίπτωση η απόκτηση αυτής της ικανότητας είχε να κάνει με τη γνώση, και πως η πρώτη και αναγκαιότερη γνώση ήταν η γνώση σε κάθε περίπτωση του σκοπού της δημιουργίας. Αν, λοιπόν, υπάρχει αποδεκτή σημασία βάσει της οποίας μπορούμε να μιλάμε για απόλυτη αρετή, όπως επαγγέλλονταν ότι διδάσκουν οι σοφιστές -εννοώντας ότι με την αρετή μπορούσε ο κάθε άνθρωπος να τα βγάλει πέρα ικανοποιητικά στη ζωή - έπεται ότι πρέπει να υπάρχει σκοπός ή λειτούργημα που όλοι μας, ως ανθρώπινα όντα, πρέπει να επιτελέσουμε.
H πρώτη λοιπόν προσπάθεια, αν είναι να αποκτήσουμε αυτή τη γενική ανθρώπινη αρετή, είναι να ανακαλύψουμε ποιος είναι ο σκοπός του ανθρώπου. Δίνει ο Σωκράτης άραγε απάντηση σε αυτό το θεμελιώδες ερώτημα; H απάντηση είναι μονολεκτική: Όχι!
Είναι σύμφωνο με το χαρακτήρα του Σωκράτη να μην έχει δώσει την απάντηση. Είχε
συνηθίσει να λέει ότι ο ίδιος δεν γνώριζε τίποτε και ότι το μόνο στο οποίο ήταν σοφότερος από τους άλλους ήταν πως είχε συνείδηση της άγνοιας του, ενώ αυτοί δεν είχαν της δικής τους. H ουσία της σωκρατικής μεθόδου ήταν να πείθει το συνομιλητή του ότι, ενώ πίστευε πως ήξερε κάτι, στην πραγματικότητα δεν ήξερε.
H πεποίθηση της άγνοιας είναι το απαραίτητο πρώτο βήμα για την απόκτηση της γνώσης, γιατί κανείς δεν αναζητεί τη γνώση σχετικά με οτιδήποτε, αν έχει την αυταπάτη ότι την κατέχει ήδη. Άπαξ και αντιλαμβανόταν ποιος ήταν ο δρόμος για το στόχο, ήταν πρόθυμος να τον αναζητήσει μαζί τους και η όλη φιλοσοφία για το Σωκράτη συνίστατο σε αυτή την ιδέα της «κοινής έρευνας». Ούτε ο συνομιλητής του ούτε ο ίδιος ήξερε ακόμα την αλήθεια, αλλά, αν πειθόταν ο άλλος ότι αυτό ήταν έτσι, θα μπορούσαν και οι δύο να ξεκινήσουν μαζί, με την ελπίδα πάντοτε να βρουν την αλήθεια. Αυτή η πίστη για την άγνοια όχι μόνο του εαυτού του αλλά και όλης της ανθρωπότητας, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο αποτελεί τη συμβολή του Σωκράτη στη φιλοσοφική σκέψη.
H συζήτηση των ανθρώπων της εποχής του είχε αναμειχθεί με μια μεγάλη ποικιλία γενικών όρων, ιδιαίτερα αυτών που χρησίμευαν για να περιγράψουν ηθικές έννοιες - δικαιοσύνη, σωφροσύνη, ανδρεία κ.ο.κ. O Σωκράτης ξεκινούσε πιστεύοντας ότι οι άνθρωποι ήξεραν π σήμαιναν αυτοί οι όροι, εφόσον τους χρησιμοποιούσαν καθημερινά, και ήλπιζε ότι θα το έλεγαν και σε αυτόν που δεν το γνώριζε. Όταν τους ρωτούσε όμως, ανακάλυπτε ότι κανείς τους δεν μπορούσε να του δώσει μια σωστή ερμηνεία.
Ίσως υπό το φως της σοφιστικής διδασκαλίας θα έπρεπε να υποτεθεί ότι αυτοί οι όροι δεν είχαν πράγματι σημασία, αλλά, εάν ίσχυε αυτό, οι άνθρωποι θα έπρεπε να σταματήσουν να τους χρησιμοποιούν. Εάν εξάλλου είχαν κάποια σταθερή σημασία, τότε όσοι τις χρησιμοποιούν θα έπρεπε να είναι σε θέση να πουν τι σημαίνουν. Δεν μπορείς να συζητάς για ενέργειες σοφές, δίκαιες ή χρηστές, παρά μόνο αν ξέρεις τι είναι σοφία, δικαιοσύνη ή χρηστότητα.
Αν, όπως υποψιαζόταν ο Σωκράτης, οι διάφοροι άνθρωποι χρησιμοποιώντας τις ίδιες λέξεις εννοούν διαφορετικά πράγματα, συζητούν χωρίς να συνεννοούνται, το μόνο αποτέλεσμα θα είναι η σύγχυση. H σύγχυση θα είναι γνωστική αλλά - το σημαντικότερο - και ηθική.
Από γνωστική άποψη το να συζητάς με κάποιον που χρησιμοποιεί τους όρους του με σημασία διαφορετική από τη δική σου δεν μπορεί να οδηγήσει πουθενά και, από ηθική άποψη, όταν οι αμφισβητούμενοι όροι παίρνουν τη θέση ηθικών εννοιών, τότε μόνο αναρχία μπορεί να προκύψει. Αυτή τη διπλή όψη του προβλήματος, γνωστική και ηθική, ήθελε να εκφράσει ο Σωκράτης με το ρητό του ότι η αρετή είναι γνώση. Τόσο καθαρό εξάλλου ήταν το μυαλό του και τόσο σταθερός ο χαρακτήρας του, ώστε του φαινόταν αυταπόδεικτο το γεγονός όπ, αν οι άνθρωποι μπορούσαν να φτάσουν στο σημείο να δουν αυτή την αλήθεια, θα διάλεγαν αυτόματα το σωστό. Ό,τι χρειαζόταν ήταν να τους πείσει κάποιος να κάνουν τον κόπο να βρουν ποιο είναι το σωστό. Από εδώ προκύπτει το δεύτερο περίφημο ρητό του, ότι κανείς δεν κάνει με τη θέληση του το κακό. Av η αρετή είναι γνώση, η κακία οφείλεται στην άγνοια και μόνο.
Πώς, λοιπόν, θα ξεκινήσουμε για να κατακτήσουμε τη γνώση του τι είναι αρετή, δικαιοσύνη κ.λπ.; O Σωκράτης ήταν έτοιμος να προτείνει μια μέθοδο και για τους άλλους και για τον εαυτό του.
H γνώση κατακτάται σε δύο στάδια, στα οποία αναφέρεται ο Αριστοτέλης, όταν λέει ότι ο Σωκράτης μπορεί δικαιολογημένα να προβάλει ως δικά του δύο πράγματα, την επαγωγή και το γενικό ορισμό. Αυτοί οι λογικοί όροι δεν φαίνονται να έχουν και πολλή σχέση με την ηθική, αλλά για το Σωκράτη η σχέση ήταν ζωτική. Το πρώτο στάδιο ήταν να συγκεντρωθούν παραδείγματα, για τα οποία -συμφωνούν και οι δύο συζητητές- μπορεί να ισχύσει ο όρος «δικαιοσύνη» (αν η δικαιοσύνη είναι το ζητούμενο). Τότε τα συγκεντρωμένα παραδείγματα των δίκαιων πράξεων εξετάζονται για να ανακαλυφθεί σε αυτά κάποια κοινή ιδιότητα, χάρη στην οποία οι πράξεις φέρουν αυτό το χαρακτηρισμό. H κοινή ιδιότητα, ή μια ομάδα ή μια δέσμη από κοινές ιδιότητες, συνιστά την ουσία τους ως δίκαιων πράξεων. Συνιστά πράγματι αυτή τον ορισμό της δικαιοσύνης. Έτσι, η επαγωγή αποτελεί μια «πορεία» του νου από τις ειδικές περιπτώσεις, αν τις συγκεντρώσουμε και τις δούμε συνολικά, προς την κατανόηση του κοινού όρου.
Το σφάλμα που έβρισκε ο Σωκράτης στις απαντήσεις των συνομιλητών του ήταν ότι θεωρούσαν αρκετό να ολοκληρώνουν το πρώτο στάδιο μόνο, δηλαδή να αναφέρουν μερικά παραδείγματα και να λένε, π.χ., «αυτό κι εκείνο είναι δικαιοσύνη» και για αυτό προσπαθούσε να τους κάνει να δουν όπ, έστω και αν υπάρχουν πολλά και ποικίλα παραδείγματα ορθής ενέργειας, πρέπει όλα αυτό να έχουν μια κοινή ιδιότητα ή ένα χαρακτήρα κοινό, με βάση τον οποίο και χαρακτηρίζονται ορθά. Διαφορετικά, η λέξη «ορθός» δεν έχει νόημα.
Αυτός ήταν ο στόχος των επίμονων και καμιά φορά ενοχλητικών ερωτήσεων που κατέστησαν το Σωκράτη τόσο αντιδημοτικό - να φτάσει από το σμήνος των αρετών στον ορισμό του ενός, της αρετής. Μοιάζει με άσκηση λογικής, αλλά στην πράξη ήταν ο μόνος τρόπος με τον οποίο πίστευε ο Σωκράτης ότι θα καταπολεμούσε τις ανατρεπτικές ηθικές συνέπειες της σοφιστικής διδασκαλίας. Αυτοί οι άνθρωποι, που σε απάντηση σε παρόμοια ερωτήματα, όπως «Τι είναι ευσέβεια;» απαντούσαν «Αυτό που κάνω τώρα», είναι ακριβώς αυτοί που θα υποστήριζαν ότι ο μόνος κανόνας για την πράξη είναι να αποφασίζεις αυθόρμητα ποιο είναι το πλεονεκτικότερο. Κανόνες με την παραδεγμένη έννοια δεν υπήρχαν. Το λογικό σόφισμα οδηγούσε κατευθείαν σε ηθική αναρχία.
Σχηματικά ο Σωκράτης πίστευε ότι ο άνθρωπος είναι φύσει αγαθός και οι ηθικές έννοιες λανθάνουν στο εσωτερικό του και αποτελούν ένα αντικειμενικό κριτήριο. O άνθρωπος, εάν εμβαθύνει στον εαυτό του, θα βρει τους ηθικούς κανόνες (γνώθι σαυτόν) και θα γίνει ενάρετος. Έπειτα από αυτό οι πράξεις του θα είναι αγαθές, γιατί δεν μπορεί να είναι κακός, αφού αυτό συγκρούεται με την εσώτατη φύση του.
H μαιευτική μέθοδος
H μέθοδος του Σωκράτη για την αναζήτηση της αλήθειας, κατά την εφαρμογή της, εμφανίζεται με δύο μορφές:
α. Αρνητική, ως ειρωνεία. Σύμφωνα με αυτή, παριστάνοντας τον εαυτό του να αγνοεί και να έχει ανάγκη από διδασκαλία, με συνεχείς ερωτήσεις οδηγούσε αυτόν με τον οποίο διαλεγόταν σε αντιφάσεις και τελικά τον εξανάγκαζε να ομολογήσει την άγνοια του.
β. Θετική, ως μαιευτική. Μεταφέροντας την τέχνη της μητέρας του σε πνευματικό έδαφος, κατόρθωνε να εκμαιεύσει από το συνομιλητή του σκέψεις για τις οποίες δεν είχε μέχρι τότε καμιά συνείδηση αυτός, δηλαδή ο συνομιλητής. Με την καθοδήγηση του άλλου στην εύρεση και τον καθορισμό της έννοιας, με τη βοήθεια της επαγωγής, έγινε συγχρόνως και ο εισηγητής της.
Μεταξύ των γνωμικών και αποφθεγμάτων του Σωκράτη ξεχωρίζουν τα παρακάτω τρία:
  1. `Εν οίδα ότι ουδέν οίδα`, που σημαίνει: `Ένα ξέρω, πως τίποτα δεν ξέρω` (μπροστά στον απέραντο ωκεανό της ανθρώπινης γνώσης).
  2. `Αρχή σοφίας της αγνοίας η γνώσις`, δηλαδή: `Η γνώση της άγνοιας του συνιστά την αφετηρία της (αληθινής) σοφίας για έναν άνθρωπο`.
  3. `Η παιδεία, καθάπερ ευδαίμων χώρα, πάντα τ` αγαθά φέρει`, που σημαίνει: `Όπως ακριβώς μια εύφορη χώρα, έτσι κι η παιδεία μας φέρνει όλα τα εν γένει καλά`. 
    Πηγή: https://sciencearchives.wordpress.com 
    Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος.

Πλάτωνας (427 – 345 π.Χ.)

Ο Πλάτων, υπήρξε ο δεύτερος της μεγάλης τριάδας των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων -Σωκράτης, Πλάτων και Αριστοτέλης- που έθεσαν σε συνάφεια ο ένας προς τον άλλον τα φιλοσοφικά θεμέλια του Δυτικού πολιτισμού.
Υπήρξε ο διασημότερος μαθητής του Σωκράτη, ο δάσκαλος του Αριστοτέλη και μιας ολόκληρης πλειάδας άλλων φιλοσόφων και πνευματικών δημιουργών ένας γίγαντας πραγματικός της παγκόσμιας σκέψης, που εξάσκησε πελώρια, πράγματι, επιρροή στα πνεύματα κάθε κατοπινού αιώνα, κάθε χώρας και κάθε γενικά σκεπτόμενου ανθρώπου. Γεννήθηκε στο `δαιμόνιον πτολίεθρον` των Αθηνών, όπου και πέθανε, σε ηλικία 82 ετών.
Ως Αθηναίος ευπατρίδης ο Πλάτων έλαβε στην παιδική και στην εφηβική του ηλικία επιμελημένη γνώση και παιδεία με τους καλύτερους δασκάλους της εποχής, για τα γράμματα, τη μουσική, τη γυμναστική.
Αρχικά, ασχολήθηκε με τη μελέτη της ποίησης – αφού υπήρξε και ποιητής – όπως επίσης υπήρξε και αθλητής. Παραδίδονται επίσης, η μαθητεία του κοντά στον Κράτυλο, οπαδό της σκέψης του Ηρακλείτου, και η ενασχόληση του με τον τραγικό λόγο. Ό,τι όμως υπήρξε αποφασιστικό για τον ηθικοπνευματικό του προσανατολισμό, ήταν η γνωριμία του με τον δαιμόνιο άνδρα των Αθηνών, τον Σωκράτη, σε ηλικία είκοσι χρονών.
Θα πρέπει ακόμα να σημειωθεί, πως οι πρώιμες προσωπικές του φιλοδοξίες, ήταν πιθανώς πολιτικές, όμως η σχέση του με τη Σωκρατική διδασκαλία και το Σωκρατικό ήθος, μετέβαλαν οριστικά τον πνευματικό προσανατολισμό του, τον έκαναν να καταστρέψει τα νεανικά του ποιητικά έργα και τον μετέστρεψαν οριστικά στη φιλοσοφία. Άλλωστε, γρήγορα αισθάνθηκε απέχθεια για τις βιαιότητες που διαδραματίζονταν στην πόλη του.
Μετά την πτώση της ολιγαρχίας, ήλπιζε να βελτιωθεί η κατάσταση με την παλινόρθωση της δημοκρατίας. Τελικά όμως, διαπίστωσε πως δεν υπήρχε θέση για έναν ευσυνείδητο άνθρωπο στην αθηναϊκή πολιτική. Η θανάτωση λίγο αργότερα του δικαιότατου Σωκράτους και η επακόλουθή της ψυχολογική ατμόσφαιρα είχαν και τη συνέπεια να καταφύγει ο Πλάτων μαζί με άλλους σωκρατικούς στα Μέγαρα. Τότε έκλεινε τα τριάντα του χρόνια.
Στα Μέγαρα έμεινε λίγο καιρό και από εκεί πήγε στην Κυρήνη όπου παρακολούθησε μαθήματα γεωμετρίας, έπειτα μετέβη στην Αίγυπτο. Ακόμα, ταξίδεψε στην Κάτω Ιταλία και από εκεί πήγε στη Σικελία όπου συνδέθηκε φιλικά με τον εικοσάχρονο τότε Δίωνα που με σύστασή του συναναστράφηκε με τον τύραννο Διονύσιο τον Πρεσβύτερο. Εκεί όμως, πουλήθηκε από τον τύραννο Διονύσιο ως δούλος σε κάποιον Αιγινήτη, επειδή επιχείρησε να πείσει τον ίδιο για τις αρχές της δικαιοσύνης που πρέπει να διέπουν την άσκηση της εξουσίας.
Έπειτα ελευθερώθηκε με λίτρα από τον Κυρηναίο τον Ανίκκερη, ο οποίος ήταν πληροφορημένος για την προσωπικότητά του. Το 387 ο Πλάτων βρίσκεται και πάλι στην πατρίδα του όπου ιδρύει την Ακαδημία της φιλοσοφικής σχολής του, η οποία πήρε την ονομασία της από τον χώρο στον οποίο βρισκόταν το ιερό του ήρωα Ακάδημου. Το 347 επισφραγίζεται η ζωή του, με ήρεμο θάνατο και θάβεται στην Ακαδημία όπου δίδασκε.
Στην ηλικία των 40 ετών γύρισε μετά τα ταξίδια του στην Αθήνα όπου ίδρυσε τη διάσημη Σχολή του, που, λόγω της γειτνίασης της με το ιερό του Ακαδήμου, πήρε την επωνυμία `Ακαδημία Πλάτωνος`. (Πάνω στην Ιερά οδό, όπου ως τώρα ακόμη σώζεται και η περίφημη `ελιά του Πλάτωνα`). Στην είσοδο της είχε γράψει την επιγραφή `Μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω`, δηλαδή: `Κανένας ας μη μπαίνει εδώ, που να μην ξέρει γεωμετρία` και κατ` επέκταση, τα μαθηματικά, που ήταν τότε ένας κλάδος της φιλοσοφίας.
Μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ, η Ακαδημία του αποτελούσε το κέντρο της πλατωνικής φιλοσοφίας.
Στις αρχαίες βιογραφικές πηγές διακρίνονται ετερόκλητες κρίσεις για το χαρακτήρα του Πλάτωνα, καθώς σε ορισμένες παρουσιάζεται ως σοφός και θείος άνδρας, ενώ άλλες τον περιγράφουν ως υπερόπτη και ζηλόφθονο υπηρέτη των τυράννων, που σχεδίασε εσφαλμένα την εικόνα του Σωκράτη και των σοφιστών.
Πίστευε στην αθανασία της ψυχή, μετά το θάνατο του ανθρώπου. Το πολιτικό σύστημα του Πλάτωνα, που το εκθέτει βασικά στην ιδανική και σε μεγάλο βαθμό ουτοπιστική `Πολιτεία` του, ήτανε αριστοκρατικό και αντιδημοκρατικό. Πρόβλεπε την ύπαρξη τριών κύριων κοινωνικοπολιτικών τάξεων: Των αρχόντων, των γενναίων πολιτών (επιφορτισμένων με την ασφάλεια του κράτους και την εκτέλεση των αποφάσεων των αρχόντων) και τέλος των γεωργοεπαγγελματιών.
Εξάλλου, στους `Νόμους` του, κατοχυρώνει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, προβλέπει μέτρα για τη διαίρεση των κρατικών λειτουργιών, τη δίωξη των άθεων και τη συντήρηση της τότε ισχύουσας δουλοκτησίας. Με λίγα λόγια, μέτρα αντιδημοκρατικά και ως ένα σοβαρό βαθμό, ανελεύθερα.
Την πιο κολοσσιαία όμως γενική επίδραση πάνω στους μεταγενέστερους (ανθρώπους, λαούς, κοινωνίες, θρησκείες, κοσμοθεωρίες και πολιτικές ιδεολογίες) την άσκησε αναμφίβολα η περίφημη διδασκαλία του περί ιδεών. Πρώτος αυτός, άλλωστε, χρησιμοποίησε τον όρο `Ιδέα`, σα μια έννοια όμως υπερβατική. Ειδικότερα δε δίδαξε πως: ότι υποπίπτει στις αισθήσεις μας είναι κάτι το μεταβλητό και το διαρκώς εξελισσόμενο, υποκείμενο στον νόμο της γένεσης και της φθοράς. Πάνω απ` αυτό όμως υπάρχει κάτι άλλο ανώτερο και τέλειο, που συνιστά το αποκαλούμενο `ιδεώδες`, δηλαδή τον κόσμο των ιδεών, ο οποίος είναι άφθαρτος, αιώνιος και αναλλοίωτος από το πέρασμα του παντόφθορου χρόνου.
Η φιλοσοφία του Πλάτωνα συνιστά τη συνέχιση, έξαρση, συμπλήρωση και συστηματοποίηση εκείνης του Σωκράτη. Αλλά, εκτός από τη φιλοσοφία, ο μέγιστος αυτός φιλόσοφος είχε και άλλες επιδόσεις. Έτσι π.χ. διέπρεψε και στα μαθηματικά, τη γεωγραφία, την αστρονομία, τη λογική και την ψυχολογία, όπου επίσης το διάβα του άφησε μια πραγματικά μεγάλη εποχή.
Στον τάφο του επάνω χάραξαν το ακόλουθο επίγραμμα: `Σώμα μεν εν κόλποις κατέχει τόδε γαία Πλάτωνος, ψυχή δ` ισοθέων τάξιν έχει μακάτων`, που σημαίνει ότι: `Η γη μεν κατέχει αυτό εδώ του Πλάτωνα το σώμα, αλλά η ψυχή του βρίσκεται ανάμεσα στους ισοθέους μάκαρες`.
Τα έργα του
Τα έργα του Πλάτωνα είναι 36 και όλα, εκτός από την Απολογία, διαλογικά. Στη συγγραφή ο φιλόσοφος μιμήθηκε τη διδασκαλία του Σωκράτη, ο οποίος δίδασκε διαλογικά. Οι διάλογοί του επιγράφονται με το όνομα κάποιου από τα διαλεγόμενα πρόσωπα, π.χ. Τίμαιος, Γοργίας, Πρωταγόρας, κλπ. Τρεις μόνο διάλογοι, το Συμπόσιο, η Πολιτεία και οι Νόμοι τιτλοφορούνται από το περιεχόμενό τους. Σ’ όλους τους διαλόγους τη συζήτηση διευθύνει ο Σωκράτης, εκτός από τους Νόμους όπου απουσιάζει εντελώς. Στους παλαιότερους διαλόγους διατηρεί την εικόνα του πραγματικού Σωκράτη, ενώ στους νεότερους, όπως εικάζουν οι φιλόλογοι, κάτω από το πρόσωπο του δάσκαλου κρύβεται ο ίδιος ο μαθητής.
Το σύνολο του πλατωνικού έργου διακρίνεται σε τρεις περιόδους με βάση τη χρονολογική σειρά, ωστόσο υπάρχουν διαφωνίες μεταξύ των φιλολόγων για την ακριβή σειρά συγγραφής των έργων στο εσωτερικό κάθε περιόδου. Το βέβαιο είναι ότι άρχισε να γράφει τα έργα του μετά τη θανάτωση του Σωκράτη και ότι έγραφε ως το τέλος της ζωής του:
(α) Περίοδος νεότητας (400 π.Χ. – 387 π.Χ.). Σ΄ αυτήν ανήκουν οι διάλογοι:
Απολογία: με την πλατωνική εκδοχή της απολογίας του Σωκράτη στο δικαστήριο,
Κρίτων: με θέμα το δίκαιο και την αδικία,
Χαρμίδης: όπου αναπτύσσεται η έννοια της σωφροσύνης,
Πρωταγόρας: για το αν μπορεί να διδαχτεί η αρετή,
Λάχης, Ευθύφρων, Ιππίας Μείζων, Ιππίας Ελάσσων, Ίων, Λύσις.
(β) Περίοδος ωριμότητας (386 π.Χ. – 367 π.Χ.). Σ’ αυτήν ανήκουν οι διάλογοι:
Μενέξενος: στο μεγαλύτερο μέρος του ένας επιτάφιος λόγος
Κρατύλος: όπου συζητώνται γλωσσολογικά ζητήματα
Ευθύδημος, Γοργίας, Μένων, Παρμενίδης
Φαίδων
: όπου περιγράφονται οι τελευταίες στιγμές του Σωκράτη. Ο ίδιος ο Πλάτωνας απουσίαζε αφού, όπως λέει ένας από τους συνομιλιτές, «Πλάτων δὲ οἶμαι ἠσθένει» («Ο Πλάτωνας νομίζω ότι ήταν άρρωστος»).
Φαίδρος, Θεαίτητος
Πολιτεία
: εκτεταμένη περιγραφή μίας ιδανικής πολιτείας
Συμπόσιον: για την φύση του έρωτα
και (γ) Περίοδος γήρατος (366 π.Χ. – 348 π.Χ.). Περιλαμβάνονται οι διάλογοι:
Σοφιστής, Πολιτικός, Φίληβος Τίμαιος: για την δημιουργία του κόσμου
Κριτίας: ένας ημιτελής διάλογος με αναφορές στην Ατλαντίδα,
Νόμοι: διάλογος σε 12 βιβλία όπου ο Πλάτωνας επανέρχεται στο ζήτημα των ορθών νόμων για μία πολιτεία
Έβδομη επιστολή: με αυτοβιογραφικές πληροφορίες για τη δράση του στη Σικελία
Η φιλοσοφία του
Η πλατωνική φιλοσοφία είναι δυϊστική, χωρίζοντας τον κόσμο σε μία υλική και μία ιδεατή σφαίρα ύπαρξης. Αυτό γίνεται με την εισαγωγή της θεωρίας των ιδεών, οι οποίες κατά τον Πλάτωνα είναι τα αιώνια αρχέτυπα των αισθητών, υλικών πραγμάτων, υπερβατικά καλούπια τα οποία γίνονται αντιληπτά μόνο με τη λογική και όχι με τις αισθήσεις. Τα αισθητά αντικείμενα τα θεωρεί κατώτερα, υλικά και φθαρτά είδωλα των ιδεών, οι οποίες τα μορφοποιούν. Έτσι π.χ. κάθε άλογο είναι υλικό στιγμιότυπο, ή αντανάκλαση, της άυλης ιδέας "άλογο", η οποία συγκεντρώνει τα αναλλοίωτα και κοινά χαρακτηριστικά όλων των αλόγων (αφηρημένες έννοιες όπως η δικαιοσύνη ή η ομορφιά έχουν επίσης τις δικές τους αρχετυπικές ιδέες).
Ο Πλάτων λοιπόν αναγνωρίζει δύο διαφορετικούς κόσμους, τον αισθητό, ο οποίος διαρκώς μεταβάλλεται και βρίσκεται σε ασταμάτητη ροή, κατά τον Ηράκλειτο, και τον νοητό κόσμο, τον αναλλοίωτο, δηλαδή τις ιδέες, οι οποίες υπάρχουν σε τόπο επουράνιο. Αυτές είναι τα αρχέτυπα του ορατού κόσμου, τα αιώνια πρότυπα και υποδείγματα τα οποία συντηρούν τη μορφή των υποκείμενων υλικών σωμάτων. Πρόκειται δηλαδή για ένα δυϊστικό, ιεραρχικό μεταφυσικό σύστημα.
Ο Πλάτωνας ανέπτυξε συστηματικά τις διδασκαλίες του πυθαγορισμού, ευνοώντας όπως και ο Πυθαγόρας τα μαθηματικά, τα οποία έβλεπε ως "παράθυρο" στον κόσμο των ιδεών αφού ασχολούνται με άυλες και αναλλοίωτες έννοιες οι οποίες διαμορφώνουν τον κόσμο και ως μέσο προετοιμασίας για την σωκρατική διαλεκτική. Κατηγορήθηκε ότι με τη θεωρία των ιδεών αποκάλυπτε "τα μυστικά των Μυστηρίων" στα οποία προφανώς ήταν μυημένος.
Η γνωσιολογία του ήταν καθαρά ορθολογική, καθώς πίστευε ότι μόνο με τον νου μπορούν να προσεγγιστούν οι ιδέες και άρα η πραγματική, βαθύτερη φύση του κόσμου. Η εμπειρία των αισθήσεων για τον Πλάτωνα ήταν από αβέβαιη έως ψευδής, ενώ αντιθέτως η λογική διερεύνηση αποκάλυπτε έμφυτη γνώση, ενόραση των ανάλογων υπερβατικών ιδεών, η οποία προϋπήρχε με λανθάνουσα μορφή στον νου λόγω της θείας καταγωγής της ψυχής πριν την ενσάρκωση της. Υψηλότερη ιδέα θεωρούσε την ιδέα του Αγαθού από την οποία απέρρεαν όλες οι άλλες.
Στην ψυχή ο Πλάτωνας διακρίνει τρία μέρη, το λογιστικό, το θυμοειδές και το επιθυμητικό. Γι’ αυτό και αναγνωρίζει τρεις αρετές, τη σοφία, την ανδρεία και τη σωφροσύνη, η καθεμία από τις οποίες αντιστοιχεί και σε ένα από τα τρία μέρη της ψυχής. Τις τρεις αυτές αρετές της ψυχής τις παραλληλίζει με τις τρεις χορδές της λύρας, την υπάτη, τη μέση και τη νήτη. Αλλά οι τρεις αυτές αρετές πρέπει να αναπτύσσονται αρμονικά, ώστε το λογιστικό ως θείο να κυβερνά, το θυμοειδές να υπακούει σ’ αυτό ως βοηθός, και τα δύο μαζί να διευθύνουν το επιθυμητικό, για να μην επιχειρεί να άρχει αυτό, αφού είναι το πιο άπληστο και το κατώτερο μέρος της ψυχής. Από την αρμονική ανάπτυξη των τριών αρετών αποτελείται η δικαιοσύνη, η οποία είναι αρμονία των τριών άλλων αρετών.
Επειδή και η πόλη αποτελεί μία αντανάκλαση του ανθρώπου, διακρίνει και σ’ αυτήν τρία γένη: το βουλευτικό, το πολεμικό και το χρηματικό, τα οποία αντιστοιχούν προς τα τρία μέρη της ψυχής. Όπως στον άνθρωπο, έτσι και στην πόλη πρέπει να υπάρχει η δικαιοσύνη, δηλαδή η αρμονία, που πετυχαίνεται, όταν και στην πόλη το καθένα από τα γένη εκτελεί το δικό του έργο και δεν επιδιώκει τα ξένα.
Πλάτων και ατομικοί
Αντίθετα από τον Αριστοτέλη, ο Πλάτων δεν αναφέρει πουθενά στα γραπτά του τον Δημόκριτο ή άλλους ατομικούς. Η ατομική θεωρία, εντούτοις, θα πρέπει να του ήταν καλά γνωστή, αφού σε ορισμένους διαλόγους (κυρίως στον Τίμαιο και τους Νόμους) καταπολεμούνται απόψεις οι οποίες ανήκουν στους ατομικούς.
Παρ’ όλη τη μεγάλη διαφορά που χωρίζει το πλατωνικό σύστημα από το ατομικό, υπάρχουν σημεία στα οποία οι δύο θεωρίες παραδόξως συγκλίνουν. Έτσι, ο Πλάτων δανείστηκε από τον Δημόκριτο την έννοια της ιδέας, η οποία αποτελεί το κέντρο του πλατωνικού συστήματος. Απλώς απέκοψε την ταύτιση της μορφής με τα υλικά σώματα και την ανύψωσε σε έναν ξεχωριστό και αληθέστερο κατά τη γνώμη του κόσμο. Αλλά και η πλατωνική αντίληψη της μαθηματικής δομής των στοιχείων της φύσης, αποτελεί συνδυασμό της ατομικής θεωρίας και της πυθαγόρειας αριθμολογίας: η έννοια των ατμήτων επιπέδων φαίνεται να αντλεί την έμπνευσή της κατευθείαν από την ατομική έννοια των ατμήτων ελάχιστων μεγεθών.
Η Παιδεία κατά τον Πλάτωνα
Ο Πλάτωνας θεώρησε ακόμα πολύ σημαντικό παράγοντα για την ιδανική πολιτεία, την παιδεία. Σύμφωνα με τη θεωρία του λοιπόν οι νέοι που από τα μέρη της ψυχής τους επικρατέστερο είναι το επιθυμητικό, θα περιοριστούν στην εκμάθηση πρακτικών τεχνών. Έτσι, με το εφόδιο της πρακτικής τέχνης θα ενταχθούν στην τάξη των κοινών πολιτών, που κύριο μέλημά τους θα είναι να παράγουν υλικά αγαθά απαραίτητα για τη διαβίωση των πολιτών.
Τώρα οι νέοι που στην ψυχή τους πρώτη θέση κατέχει το θυμοειδές τμήμα, θα διδαχθούν τα μαθηματικά και τις άλλες επιστήμες. Αυτή τους η μόρφωση, θα τους καταστήσει ικανούς να ασχοληθούν με τη σωστή λειτουργία και την ασφάλεια της πολιτείας.
Τέλος, οι νέοι στους οποίους από τα τρία τμήματα της ψυχής το πιο αναπτυγμένο είναι το λογιστικό, θα εξαντλήσουν όλα τα περιθώρια της παιδείας. Δηλαδή, πέρα από τη σπουδή των επιστημών, θα διδαχθούν τη φιλοσοφία, την ανώτατη μορφή γνώσης. Το γεγονός αυτό, θα τους εντάξει στην κορυφαία τάξη, στην οποία ανήκει το προνόμιο της διακυβέρνησης της πολιτείας.
Αντίκτυπος του έργου του
Η επίδραση του φιλοσόφου αυτού υπήρξε πάρα πολύ μεγάλη. Η ιστορία της φιλοσοφίας μέχρι τον Κικέρωνα είναι σαφώς επηρεασμένη από αυτόν και είτε αμφισβητεί είτε ακολουθεί τη διδασκαλία του. Ο μαθητής του Αριστοτέλης, εξ ίσου επιδραστικός με τον ίδιο, οδηγήθηκε στην ανάπτυξη τμήματος του έργου του ως απάντηση στον πλατωνισμό. Η σχολή την οποία ο Πλάτωνας ίδρυσε το 387 π.Χ., η Ακαδημία, συνέχισε να ακμάζει ως τις αρχές του πρώτου αιώνα π. Χ., έχοντας όμως μετατραπεί σε σκεπτική σχολή μετά τις αρχές της ελληνιστικής περιόδου.
Κατά την εποχή του Αυγούστου υπήρξε αναβίωση της πλατωνικής φιλοσοφίας, ο μεσοπλατωνισμός με εκπροσώπους όπως ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς, εισηγήτρια μιας όλο και πιο ευδιάκριτης τάσης συγκρητισμού και εκλεκτικισμού στην ελληνική φιλοσοφία, σε πλήρη αντίθεση με τον διανοητικό σεκταρισμό της ελληνιστικής εποχής.
Κατά τα τέλη του δεύτερου αιώνα ο μεσοπλατωνισμός άρχεσαι να μετατρέπεται σταδιακά, υπό την επίδραση του νεοπυθαγορισμού και του ερμητισμού στην κατεχόμενη από τους Ρωμαίους Αίγυπτο, στο κίνημα του νεοπλατωνισμού, με αρχικούς εκπροσώπους όπως ο Πλωτίνος, το οποίο είχε ιδεαλιστικό, μυστικιστικό και σωτηριολογικό χαρακτήρα. Η Ακαδημία στην Αθήνα επανιδρύθηκε ως κέντρο νεοπλατωνικών μελετών κατά τον τέταρτο αιώνα.
Την ίδια εποχή, περίοδο έντονων θρησκευτικών ζυμώσεων στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και σταδιακής επικράτησης του χριστιανισμού στη Μεσόγειο, οι ακόλουθοι της αστικής ελληνορωμαϊκής θρησκείας αλλά και των ελληνικών μυστηριακών λατρειών συσπειρώθηκαν γύρω από τον νεοπλατωνισμό ως υπερασπιστή του μέχρι πρότινος επικρατούντος παγανισμού. Μεμονωμένοι νεοπλατωνικοί και παγανιστικοί πυρήνες επέζησαν ως τον έκτο αιώνα, οπότε και ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός έκλεισε με διάταγμα την Ακαδημία της Αθήνας.
Ο πλατωνισμός επιβίωσε υπογείως καθ’ όλον τον Μεσαίωνα, κρυμμένος σε μυστηριακά ρεύματα, έως ότου οι πρωτότυπες ιδέες του επανανακαλύφθηκαν και σχολιάστηκαν κατά την Αναγέννηση. Έτσι ούτε η νεότερη φιλοσοφική σκέψη έμεινε ανεπηρέαστη από αυτόν. Τα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα ή προσπαθούν να ανατρέψουν τις ιδέες του ή οικοδομούνται πάνω σ’ αυτές εκσυγχρονίζοντάς τες.
Η διαλεκτική και η ηθική του Πλάτωνα
Τη μέθοδο της ανυψώσεως ως τις ιδέες ο Πλάτωνας την ονομάζει διαλεκτική. Η διαλεκτική διακρίνει το βάθος από την επιφάνεια, το ατέλειωτο από το πρόσκαιρο, το άφθαρτο από το φθαρτό. Με τη βοήθεια αυτής της διαλεκτικής, ο Πλάτωνας δημιούργησε μια απόλυτη ηθική.
Η ηθική του αποτελεί, είπαν, «Μίμηση του Θεού». Δηλαδή, τα καθήκοντα του ανθρώπου είναι να γίνει όσο μπορεί όμοιος με τον Θεό. Και αυτό, γιατί στον Θεό βρίσκονται οι ιδέες του αληθινού, του μεγάλου, του δυνατού, του δίκαιου.
Ο άνθρωπος οφείλει να πραγματοποιεί ανάλογα με τις ικανότητές του (σχετικά), τις ιδέες, τις οποίες ο Θεός πραγματοποιεί με την παντοδυναμία του (απόλυτα). Ο Θεός είναι δίκαιος.
Ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ο δίκαιος, μπορεί όμως να είναι ένας δίκαιος. Γιατί δικαιοσύνη, θα πει καλό, αγαθό, αλήθεια, μεγαλείο. Είναι ισχυρή η δικαιοσύνη όταν αποτελεί δύναμη που διατηρεί, αντίθετα, με την αδικία, που αποτελεί δύναμη που καταστρέφει. Έτσι η δικαιοσύνη γίνεται αιώνια, δεν αλλάζει ποτέ. Κατά τον Πλάτωνα λοιπόν, ο προορισμός του ανθρώπου είναι να ενεργεί δίκαια, μ’ όλες τις σημασίες της λέξεως δικαιοσύνη.
Ο «πλατωνικός έρωτας»
Ο Πλάτωνας, δέχεται τον έρωτα σαν μια από τις εφαρμογές της ηθικής. Θεωρεί λοιπόν, πως όπως όλων των πραγμάτων, έτσι και του έρωτα η ιδέα υπάρχει μέσα στον Θεό. Βρίσκεται στον Θεό καθαρή κατάσταση, δηλαδή χωρίς να ανακατεύεται καθόλου με την ιδέα της ηδονής, γιατί ουσιαστικά η ηδονή είναι εφήμερη, παροδική, φθαρτή. Ο έρωτας όμως που βρίσκεται στον Θεό είναι μονάχα η γεμάτη πάθος θεωρία για το κάλλος, για το φυσικό και ηθικό κάλλος. Θα μοιάσουμε λοιπόν με τον Θεό μόνο αν αγαπάμε το κάλλος κατά τέτοιο τρόπο και χωρίς διέγερση, δίχως αισθησιακό πόθο αποκλειστικά. Όπως υπογραμμίζει ο Πλάτωνας, ο έρωτας είναι η ορμή να μάθουμε και να γνωρίσουμε. Όπως ένας ερωτευμένος οδηγείται στο πρόσωπο που αγαπά, έτσι και η ψυχή αγαπά τις ιδέες, που είδε όταν υπήρχε πριν από το σώμα. Ο έρωτας τονίζει ο Πλάτωνας, φουντώνει στην ψυχή όταν νοιώθοντας τα σωματικά πράγματα, θυμάται τις ιδέες, με τις οποίες μοιάζουν κάπως. Τέλος, ο Πλάτωνας επισημαίνει πως ο έρωτας δεν είναι κτήση, μα τάση για κτήση.
Δικτυακές πηγές μεταξύ άλλων: wiikipedia, Αμαλία Ηλιάδη
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος.

Δύο φιλόσοφοι Πορφύριος και Ιάμβλιχος από την Ελληνιστική Σύρο

Ο Πορφύριος (234/-301 /4 μ.Χ.  ήταν Σύρος από την Τύρο. Μαθήτεψε πρώτα στην αθηναϊκή Ακαδημία, ύστερα για πέντε χρόνια στη σχολή του Πλωτίνου στη Ρώμη. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε για ένα διάστημα στη Σικελία· γύρισε όμως στη Ρώμη μετά τον θάνατο του δασκάλου του για να τον διαδεχτεί στη σχολαρχία.
Ο Πορφύριος επιμελήθηκε,  την έκδοση των Ἐννεάδων του Πλωτίνου· έγραψε όμως και ο ίδιος πολλά. Από τα 65 έργα που ξέρουμε ότι είχε συγγράψει δε σώθηκαν παρά τα εννέα, ανάμεσά τους το πολύτιμο Περὶ Πλωτίνου βίου καὶ τῆς τάξεως τῶν βιβλίων αὐτοῦ, και ένα ακόμα βιογραφικό, ο Πυθαγόρου βίος.
Από τα υπόλοιπα ξεχωρίζουμε το Περὶ τοῦ ἐν Ὀδυσσείᾳ τῶν Νυμφῶν ἄντρου, όπου η γνωστή μας σπηλιά της Ιθάκης (ν 102-12) ερμηνεύεται αλληγορικά ως σύμβολο του αισθητού κόσμου ἐν ᾧ ὡς μεγίστῳ ἱερῷ αἱ ψυχαὶ διατρίβουσιν (12), και η Πρὸς Μαρκέλλαν, τη σύζυγό του, συμβουλευτική επιστολή, όπου πίστις, ἀλήθεια, ἔρως και ἐλπίς προβάλλονται ως τέσσερα στοιχεῖα που βοηθούν να προσεγγίσει ο άνθρωπος τον θεό. Από τα χαμένα του έργα ας θυμηθούμε μόνο το Κατὰ Χριστιανῶν, όπου ο φιλόσοφος διαφωνούσε με τη βιβλική κοσμογένεση, την ενανθρώπιση του Χριστού και τη Δευτέρα Παρουσία.
Τον Πορφύριο τον απασχόλησε περισσότερο από κάθε άλλο η προσπάθεια του ανθρώπου να εξασφαλίσει τη σωτηρία της ψυχής του, κατανικώντας με τον νου και τη θέληση τα πάθη και τους δαίμονες (!) που την κατοικούν. Ωστόσο, η σκέψη του δεν ήταν ιδιαίτερα πρωτότυπη· και ο ίδιος έδινε μεγαλύτερη σημασία στην ορθή κατανόηση, τον σχολιασμό και τη διάδοση της φιλοσοφίας του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και του Πλωτίνου, όπου η συμβολή του στάθηκε αλήθεια σημαντική.
Από τον πλατωνισμό στον νεοπλατωνισμό, και από τον Πλωτίνο στον Πορφύριο, η ακαδημαϊκή θεωρία όλο και περισσότερο απομακρυνόταν από τους παραδοσιακούς της φιλοσοφικούς προβληματισμούς, όλο και περισσότερο αναζητούσε και διατύπωνε απαντήσεις σε θέματα θεολογικά περισσότερο παρά φιλοσοφικά. Η ίδια τάση συνεχίστηκε και με τον τρίτο σημαντικό εκπρόσωπο του νεοπλατωνισμού, τον Ιάμβλιχο.
Ο Ιάμβλιχος (περ. 250-325 μ.Χ.)  ήταν Σύρος, όπως και ο Πορφύριος, που τον δίδαξε φιλοσοφία στη Ρώμη, αλλά βέβαια αυτό δεν εμπόδισε μαθητής και δάσκαλος να διαφωνήσουν αργότερα σε πολλά. Βαθύτατα θρησκευτική και μυστικιστική φύση, ο Ιάμβλιχος πίστευε και αυτός στην ύπαρξη των δαιμόνων· ενώ όμως ο Πορφύριος κρατούσε αποστάσεις από τη μαντική, τη μαγεία και κάθε προσπάθεια επηρεασμού των θεών με απόκρυφες τελετές και μαγγανείες, ο Ιάμβλιχος τις έκρινε απαραίτητες προκειμένου ο φιλόσοφος να προσεγγίσει, με τη μεσολάβηση των δαιμόνων, τη θεϊκή γνώση.
Όπως θα το περιμέναμε, η ροπή του προς τον μυστικισμό και τη θεοσοφία τον οδήγησε να μελετήσει σε βάθος τον πυθαγορισμό και να θελήσει να τον διαδώσει. Από το πολυσύνθετο έργο του Συναγωγὴ πυθαγορείων δογμάτων σώζονται το Περὶ τοῦ πυθαγορικοῦ βίου, το Λόγος προτρεπτικὸς πρὸς φιλοσοφίαν, τα Θεολογούμενα τῆς ἀριθμητικῆς κ.ά.
Ακόμα, ως γνήσιος νεοπλατωνικός, ο Ιάμβλιχος δεν παράλειψε να σχολιάσει ορισμένα έργα του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα, πιστεύοντας ότι ο τελευταίος μιλούσε με αἰνίγματα (υπαινιγμούς) και προτείνοντας νέους τρόπους ερμηνείας.
Τα βιογραφικά στοιχεία για τον Ιάμβλιχο, ιδιαίτερα για τα χρόνια της νιότης του, είναι λιγοστά. Γόνος πλούσιας και αριστοκρατικής οικογένειας, γεννήθηκε γύρω στο 250 μ. Χ. στη Χαλκίδα της Κοίλης Συρίας. Λέγεται ότι η οικογένειά του καταγόταν από τους βασιλιάδες ιερείς της Έμεσας (σημερινή Χομς), πόλη περίφημη για το ναό του συροφοινικικού θεού του ήλιου Ηλιογάβαλου. Περήφανος για την εθνική του καταγωγή, αρνήθηκε να υιοθετήσει ελληνικό ή λατινικό όνομα, σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής και διατήρησε το συριακό Για-μλικού, «ο θεός κυβερνά». Αρχικά μελέτησε το νεοπλατωνισμό κοντά στον Ανατόλιο τον περιπατητικό, έναν από τους πρώτους μαθητές του Πορφύριου και κατόπιν δίπλα στον ίδιο τον Πορφύριο, τον κορυφαίο μαθητή του Πλωτίνου, πιθανότατα στη Ρώμη, τον οποίο διαδέχτηκε στη θέση του Διαδόχου της Νεοπλατωνικής Σχολής. Νωρίτερα όμως είχε ιδρύσει δική του σχολή στη Συρία, όπου η φήμη του προσέλκυσε πλήθος μαθητές από όλες τις ανατολικές επαρχίες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Δεν είναι γνωστό πότε ή πώς ακριβώς πέθανε ο Ιάμβλιχος, πιθανόν γύρω στο 330, λίγο μετά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο και λίγο πριν ο Χριστιανισμός γίνει η επίσημη θρησκεία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Από τους πολυπληθείς μαθητές του ξεχωρίζουν ο Σώπατρος ο Απαμεύς και ο Αιδέσιος, που τον διαδέχτηκε στη διεύθυνση της Συριακής Σχολής, καθώς και ο μαθητής του Αιδέσιου, Μάξιμος ο Εφέσιος, δάσκαλος του αυτοκράτορα Ιουλιανού. Ο επιφανέστερος όμως συνεχιστής του Ιάμβλιχου είναι ο Πρόκλος, Διάδοχος της Αθηναϊκής Σχολής. Βαθιά επηρεασμένο από τη διδασκαλία του Ιάμβλιχου είναι και τα έργα του λεγόμενου «ψευδο-Διονύσιου» που άσκησαν μεγάλη επιρροή στη μεσαιωνική χριστιανική σκέψη.
Από τη «Χαλδαϊκή Θεολογία» του Ιάμβλιχου διασώθηκαν έξι βιβλία: Ο Βίος του Πυθαγόρα, Ο Προτρεπτικός εις Φιλοσοφία, Περί της κοινής μαθηματικής, Περί της Νικομάχου Γερασηνού Αριθμητικής Εισαγωγής, Τα Θεολογούμενα της Αριθμητικής και το Περί των Αιγυπτιακών Μυστηρίων. Επίσης, εκτεταμένα αποσπάσματα από το «Περί Ψυχής», από τις Επιστολές προς Μακεδόνιο και Σώπατρο «Περί Ειμαρμένης» και προς Δέξιππο και Σώπατρο «Περί Διαλεκτικής», σώζονται στο «Ανθολόγιο» του Στοβαίου.
Πηγή: https://sciencearchives.wordpress.com
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος.

25.2.16

Ηράκλειτος: ο φιλόσοφος της αέναης κίνησης και μεταβολής

Ο αινιγματικός Ηράκλειτος από την αρχαιότητα κιόλας είχε κερδίσει το τίτλο ο "σκοτεινός" και "αινικτής". Τη φιλοσοφία του τη διατύπωσε στο σύγγραμμά του Περί φύσεως, χωρίς ακριβείς αποδείξεις, με χτυπητούς αφορισμούς, σύντομους, που να μοιάζουν σαν χρησμοί. Για το ύφος του αυτό τον ονόμασαν "σκοτεινό". Οι αρχαίοι τον θεωρούσαν από τους πιο βαθυστόχαστους φιλοσόφους στην εποχή του, αλλά και σήμερα τον κατατάσσουν, μαζί με το Δημόκριτο, στους προδρόμους των σύγχρονων φυσικών επιστημών.
Αν και οι ακριβείς χρονολογίες της ζωής του είναι άγνωστες - θα πρέπει να άκμασε στο μεταίχμιο των αιώνων 60υ και 50υ π.Χ. - η θέση του στην ιστορία της φιλοσοφίας έχει σαφώς καθοριστεί από το γεγονός ότι άσκησε επώνυμη κριτική στον Πυθαγόρα και από το ότι ο Παρμενίδης τον υπαινίσσεται με τρόπο αρκετά σαφή. Είναι ο διασημότερος και βαθύτερος από τους μεγάλους προσωκρατικούς φιλοσόφους.
Αν τον θεωρούμε δυσνόητο, τούτο οφείλεται όχι μόνο στο ότι διαθέτουμε λίγα μόνο αποσπάσματα απ' ό,τι πράγματι έγραψε. Ήταν σαφώς πνεύμα αλαζονικό και υπεροπτικό και του άρεσε να εξαπολύει μεμονωμένα ρητά που θύμιζαν χρησμούς, παρά να αναπτύσσει μια υπομονετική και συνεχή σειρά επιχειρημάτων. μέθοδος με την οποία επικοινωνούσε με τους άλλους έμοιαζε με του Δελφικού μαντείου, το οποίο, όπως έλεγε, "ούτε λέγει, ούτε κρύπτει, άλλά σημαίνει".
Η ασάφεια αυτή των λόγων του ίσως να οφείλεται στο γεγονός πως το βιβλίο του γρά­φτηκε στην ιωνική διάλεκτο, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται, όπως το είχε επισημάνει ήδη ο Αριστοτέλης, πολυάριθμα γραμματικά ζητήμα­τα. Πολλοί είναι, ωστόσο, αυτοί που ισχυρίζονται πως το σκοτεινό ύφος του Ηράκλειτου ήταν ηθελημένο, καθώς κι ότι ο Εφέσιος πρέπει να κατέφυγε στον ερμητισμό, ώστε να είναι καταληπτός μόνο από έναν περιορι­σμένο αριθμό μυημένων ο ίδιος ο Σωκράτης άλλωστε ομολογούσε πως, για να διαβάσει τέτοιο βιβλίο δίχως να πνιγεί μέσα του, θα χρειαζόταν τη βοήθεια ενός δεινού «Δηλίου κολυμβητή».
Όμως αξίζει τον κόπο να γνωρίσουμε κάποιες από τις ιδέες που σρίσκονται κάτω από τις, ασύνδετες μεταξύ τους, φράσεις του. Αποκαλύπτουν ένα ενδιαφέρον στάδιο της ιστορίας
της σκέψεως.
Ο στόχος της κριτικής του κατά του Πυθαγόρα και άλλων ήταν οι έρευνές τους στην έξω φύση, η αναζήτηση εκ μέρους τους γεγονότων. 'Ή πολυμάθεια δεν μας βοηθεί στην κατανόηση", έγραψε. Διαφορετικά θα είχε διδάξει τον Ησίοδο και τον Πυθαγόρα, τον Ξενοφάνη και τον Εκαταίο"
Τέτοια μάθηση μας προσφέρουν οι αισθήσεις, αλλά "Μάτια και αυτιά είναι κακοί μάρτυρες, αν η ψυχή δεν εννοεί". Οι αισθήσεις μας παρουσιάζουν ένα διαφορετικό κόσμο στον καθένα. Κοίταξε μέσα σου - δηλ. μέσα στο νου σου - και θα βρεις τον "λόγον" δηλαδή την αλήθεια που είναι κοινή για όλα τα πράγματα. Είναι το πρώτο σαφές βήμα για την υπονόμευση των αισθήσεων ως οδηγών προς την αλήθεια.
Ο κρυμμένος νόμος της φύσης, τον οποίο ισχυριζόταν πως είχε ανακαλύψει ήταν - όπως φαίνεται - ότι όλα τα πράγματα βρίσκονται σε σύγκρουση, η οποία είναι ουσιώδης για τη ζωή και επομένως καλή. Το πυθαγόρειο ιδεώδες ενός κόσμου ειρηνικού και αρμονικού το απέρριπτε, ως ιδεώδες θανάτου. "'Ο πόλεμος είναι ο πατέρας όλων" και "Η φιλονικία είναι δικαιοσύνη". 
Τα ρητά αυτά πιθανώς είχαν στόχο τον Αναξίμανδρο που είχε περιγράψει τη συνεχή αλληλοδιείσδυση των αντιθέτων στοιχείων ως αδικία, για την οποία τα στοιχεία αυτά
θα έπρεπε με τη σειρά τους να τιμωρηθούν. Ως τώρα οι φιλόσοφοι αναζητούσαν το μόνιμο και το σταθερό. Δεν υπάρχει τέτοιο, λέει ο Ηράκλειτος, ούτε κανείς θα επιθυμούσε έναν
κόσμο στάσιμο. Ό,τι ζει, ζει χάρη στο θάνατο κάποιου άλλου. "Ή φωτιά ζει με το θάνατο του αέρα, και ο αέρας ζει με το θάνατο της φωτιάς το νερό ζει με το θάνατο της γης και η γη με το θάνατο του νερού"
Ο Ηράκλειτος. διακήρυττε πως όλα μεταβάλλονται, τίποτε δε μένει σταθερό, ακίνητο: "τα πάντα ρει, δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης, αεί γίγνεσθαι και μεταβάλλεσθαι και μηδέποτε το αυτό μένειν". Την αδιάκοπη αυτή κίνηση (ροή), κατά την οποία τα πάντα γίνονται και καταστρέφονται, ο Ηράκλειτος την έβλεπε ως μια αέναη πάλη αντίθετων αρχών, "εναντιοδρομία": "πάντα κατ' έριν γίγνεσθαι". Την κίνηση αυτή και την αλλαγή την υπηρετούν ευεργετικές αντιθέσεις: "το αντίξοον συμφέρον και εκ των διαφερόντων καλλίστην αρμονίην".
Οι Πυθαγόρειοι μίλησαν για την αρμονία των αντιθέτων, αλλά πώς μπορούν τα αντίθετα
να ζουν αρμονικά, παρά μόνο χωρίς τη θέλησή τους; Πρόκειται, είπε, για συγκερασμό αντίθετων τάσεων, όπως αυτός που συμβαίνει στο τόξο. Θα πρέπει να φανταστούμε, έτσι νομίζω, ένα τόξο μόλις τανυσμένο αλλά ακινητοποιημένο. Καθώς σκοπεύει, δεν αντιλαμβανόμαστε καμιά κίνηση, και το θεωρούμε σαν αντικείμενο στατικό, σε τέλεια ακινησία. Αλλά στην πράξη έχουμε μια συνεχή διελκυστίνδα, που μπορούμε να την αντιληφθούμε, μόλις η χορδή ελευθερωθεί. Το τόξο θα βρεθεί αμέσως σε πλεονεκτική θέση, θα τιναχτεί και θα τεντωθεί στην αρχική θέση. Η βάση της ισορροπίας είναι ο αγώνας, που είναι καθαυτόν καλός, αφού αποτελεί την πηγή της ζωής. Είναι άτοπο να θεωρούμε τη μία του πλευρά ή φάση αγαθή και την άλλη κακή.
"Ο κόσμος", λέει ο Ηράκλειτος, "είναι μια αιώνια φωτιά, που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο" . Αν υποθέσουμε, όπως για τους Ίωνες, ότι παραδέχονταν μία πρωταρχική ουσία, από την οποία προήλθε εξελικτικά ο κόσμος, τότε η φωτιά είναι κατά τον Ηράκλειτο η πρώτη αρχή. Αλλά  ο Ηράκλειτος δεν ήταν σαν τους Ίωνες. Δεν πίστευε σε καμιά κοσμογονία, όπως αυτή του Αναξίμανδρου, σε μια εξέλιξη του κόσμου από μια αρχική απλή κατάσταση. "Υπάρχει, υπήρχε και θα υπάρχει" ό,τι και τώρα, και η φωτιά αποτελεί μάλλον ένα είδος συμβόλου της φύσης του κόσμου. Αποτελεί η φωτιά την καλύτερη υλική έκφραση (και κανένα άλλο είδος εκφράσεως δεν ήταν τότε δυνατό) των δύο του κύριων αρχών: (i) το παν γεννάται από τον αγώνα, και (ίί) το παν βρίσκεται σε συνεχή κίνηση. Γιατί η φωτιά μόνο ζει κατ' αρχήν καταστρέφοντας και εκμηδενίζοντας, και κατά δεύτερο λόγο συνεχώς μεταβάλλεται ως ύλη, έστω και αν φαίνεται - όπως η φλόγα του κεριού - σταθερή και διαρκής για αρκετό διάστημα. Αν ο όλος κόσμος μοιάζει κάπως έτσι, τότε είναι πετυχημένη η παρομοίωσή του με κάποια μορφή φωτιάς.
Η αντίληψη του Ηράκλειτου για το "λόγο" είναι περίεργη και δυσνόητη. "Ακούστε όχι εμένα, αλλά το "λόγο"", λέει, και ο "λόγος" φαίνεται να έχει εδώ μια από τις συνηθισμένες
του σημασίες: "λογαριασμός", "περιγραφή", αλλά και ένα είδος ύπαρξης ανεξάρτητης από τον χρησιμοποιούντα τη λέξη, έτσι που τα δύο αυτοί να μπορούμε να τα αντιπαραθέσουμε. Ο "λόγος" ισχύει πάντοτε, όλα τα πράγματα συμφωνούν μαζί του, είναι κοινός για όλα και "πρέπει κανείς να ακολουθεί ό,τι είναι κοινό. Ταυτίζεται, υποθέτουμε, με τη "γνώμη" (=σκέψη) , με τη β0ήθεια της οποίας "διευθύνονται όλα τα πράγματα μέσα απ' όλα". Ένας κατοπινός φιλόσοφος λέει ότι, σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, "ανασαίνovτας προσλαμβάνουμε τον θεϊκό λόγο" δηλ. το θείο πνεύμα που κατευθύνει το παν είναι (α) ταυτόσημο με το πνεύμα μέσα μας, όπως δέχονται και οι Πυθαγόρειοι, (β) είναι επίσης κάτι υλικό. Είναι το ίδιο πράγματι με το κοσμικό πυρ, γιατί σύμφωνα με έναν άλλον αρχαίο σχολιαστή του Ηράκλειτου . "λέει (ο Ηράκλειτος) ότι αυτή η φωτιά έχει νου και αυτός είναι η αιτία της τάξης του σύμπαντος". Η έννοια της λογικής φωτιάς
δείχνει πόσο δύσκολο γίνεται το να εξηγήσει κανείς τα πάντα, χωρίς να προχωρήσει πέρα από την έννοια του υλικού.
Ο Ηράκλειτος έκλινε προς τον ορθολογισμό: "κακοί μάρτυρες ανθρώποισιν οφθαλμοί και ώτα". Το λογικό, ο λόγος, στον Ηράκλειτο δεν είναι δεμένος με μεταφυσικές, ιδεαλιστικές αντιλήψεις. Για το λόγο έκανε μια έκθεση, που η επίδρασή της φτάνει μέχρι τα χρόνια μας. Όλα στον κόσμο γίνονται λογικά, σύμφωνα μ' έναν αυστηρό νόμο, αδιάφορα αν δεν το αισθάνονται οι άνθρωποι. Ο λόγος είναι ο κοσμικός νόμος, η δύναμη που βρίσκεται μέσα στα πράγματα. Το ανθρώπινο λογικό είναι ένα κομμάτι, μια συνέπεια του κοσμικού λόγου. Παίρνοντας μέρος σ' αυτόν οι άνθρωποι γίνονται λογικοί. Γι' αυτό ο λόγος είναι κοινός και υποχρεωτικός για όλους, μ' όλο που οι άνθρωποι φαντάζονται και συλλογιούνται και ενεργούν ελεύθερα. Δικαιοσύνη και ηθική την πηγή τους την έχουν στον κοσμικό λόγο. Στον Ηράκλειτο η θεότητα είναι ενδοκοσμικός νους, που δημιουργεί (από μέσα του) τη φύση, την ιστορία, τη θρησκεία, το δίκαιο, την ηθικότητα.
Οι τρεις βασικές έννοιες του πανθεϊσμού του είναι: α) η ενότητα, β) η αιώνια αλλαγή, γ) η αδιάσπαστη νομοτέλεια της κοσμικής τάξης.Η πρώτη ύλη του κόσμου είναι η φωτιά, η θερμότητα, που είναι το πρώτο ευκίνητο στοιχείο μέσα στη φύση. Το πέρασμα από την πρώτη αυτή ύλη σ' όλες τις άλλες (αέρα, νερό, χώμα) ο Ηράκλειτος το έβλεπε ως μια διαρκή αλλαγή της φωτιάς, δηλ. ως μια αιώνια κίνηση της φωτιάς, που σβήνει και ξανανάβει. Ο πόλεμος (η πάλη) των στοιχείων ("πόλεμος πάντων πατήρ"), η "εναντιοδρομία", έχει κίνητρο το πυρ. Περίσσευμα θερμότητας σημαίνει περίσσευμα κίνησης και περίσσευμα ψυχρού σημαίνει ακινησία και νέκρα. Ο κόσμος κατά τον Ηράκλειτο. δε δημιουργήθηκε από κανέναν: "κόσμος τόνδε, τον αυτόν απάντων, ούτε τις θεών, ούτε ανθρώπων εποίησεν, αλλ' ην αεί και έστιν και έσται πυρ αείζωτον". Ο Ηράκλειτος θεωρείται υλιστής φιλόσοφος και η αντίληψή του για τη σχετική κίνηση και εξέλιξη του κόσμου τον χαρακτηρίζει ως πρόδρομο του διαλεκτικού υλισμού
Η κεντρική ιδέα της φυσικής του είναι αυτή του κύκλου και της αρμονίας των αντιθέτων. Καθοδική κίνηση είναι αυτή της φωτιάς που τίκτει τη θάλασσα, από την οποία πάλι γεννώνται από τη μια η γη κι από την άλλη οι στρόβιλοι του ανέμου. Γιατί είναι αλή­θεια, "όταν πέφτει ο κεραυνός, η βροχή γίνεται βίαια και θυελλώδης", και, όσον αφορά τη θάλασσα πάλι, ο Ηράκλειτος θα πρέπει να είχε ζήσει από πρώτο χέρι την αργή πρόσχωση του λιμανιού της Εφέσου, που έδιωχνε τη θάλασσα μακριά του. Η αντίθετη, ανοδική κίνηση επαναφέρει τη γη στο νερό και το νερό στη φωτιά μέσω των ξηρών εκπνοών που τρέφουν τα άστρα κι ιδιαίτερα τον ήλιο: γιατί οι εκπνοές αυτές συνιστούν την κατ' εξοχήν ασώματη αρχή, από την οποία τα πάντα απορρέουν κι η οποία βρί­σκεται σε αέναη ροή. Ανευρίσκουμε λοιπόν και πάλι μέσα σε αυτή τη φυ­σική εξήγηση των ατμοσφαιρικών φαινομένων όχι μόνο ίο θέμα της ανα­κύκλησης και της ενότητας των αντιθέτων αλλά και αυτό του επιμερισμού του Ενός σε πολλά και της επιστροφής του πολλαπλού στο πρωταρχικό Εν.
Στο πεδίο της αστρονομίας τώρα, φαίνεται πως ο Ηράκλειτος γνώριζε την πορεία της Σελήνης και του Ηλίου καθώς και των πλανητών, έχοντας μελετήσει τις τροχιές τους, των οποίων μάλιστα ίσως είχε υπολογίσει την κλίση. Αν κατά παράδοξο τρόπο μας βεβαιώνει πως μέρα και νύχτα είναι ένα και το αυτό, συμβαίνει γιατί καθεμιά τους δίνει ζωή στην άλλη με τον ημερολογιακό ρυθμό, ρυθμό που δίνει υπόσταση στη θεματική της αρμο­νίας των αντιθέτων και της ανακύκλησης.
Ο Ηράκλειτος εκφράζεται με αινίγματα, έλεγαν οι Έλληνες, και υπήρχαν δύο κύριοι λόγοι για κάτι τέτοιο. Πρώτα πρώτα ο χαρακτήρας του ήταν τέτοιος που να τον ευχαριστεί μια γλώσσα εvτυπωσιακή και παραδοξολογούσα. Μπορούσε να μας προσφέρει σαφή παράδοξα, όπως "Καλό και κακό είναι ένα και το αυτό", ή άλλοτε μια παρομοίωση θελκτική αλλά βασανιστική, όπως: »Ο χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει ζάρια· δική του είναι η βασιλεία"·  Κατά δεύτερο λόγο ο Ηράκλειτος είναι δύσκολος, γιατί η διανόηση στην περίπτωσή του έφτασε σε στάδιο παράξενα δύσκολο. Δεν μπορούσε να
ανέχεται πια τις αφελείς ιωνικές κοσμογονίες, ούτε να θεωρεί εύκολο και φυσικό να περιορίζει τη ζωή και τη σκέψη στον ζουρλομανδύα της υλικής ουσίας. Ήταν σαφές πώς πολύ γρήγορα θα τον διερρήγνυε.
Η διάρρηξη συνέβη με τρόπο παράξενο και οφειλόταν τελικά στο έργο ενός διανοητή και δυνατού αλλά και περιορισμένου, του οποίου και η δύναμη και οι αυτο-περιορισμοί σχημάτισαν κάτι σαν κοιλάδα στην ελληνική σκέψη. Αυτός ο φιλόσοφος ήταν ο Παρμενίδης, που έζησε το πρώτο μισό του 50υ αιώνα και ήταν το ακριβώς αντίθετο του Ηράκλειτου. Για τον Ηράκλειτο οι μόνες πραγματικότητες ήταν η κίνηση και η μεταβ0λή,  για τον Παρμενίδη η κίνηση δεν ήταν δυνατή και τη σύνολη πραγματικότητα αποτελούσε μία και μόνη, ακίνητη και αμετάβλητη ουσία.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ
Γεννήθηκε στην Έφεσο, το 544 (ή το 535) π.Χ. και πέθανε το 484 (ή το 475) π.Χ. Ο Ηράκλειτος ανήκε σε μια εξαιρετικά διακεκριμένη αριστοκρατική οικογένεια της Εφέσου· φαίνεται, μάλιστα, πως σε όλη του τη ζωή διατήρησε κάποιο αίσθημα περιφρόνησης έναντι των ανθρώπων, λεπτομέρεια έκδηλη σε ορισμένα αποσπάσματα του, όπου στηλιτεύει τα πολιτικά ήθη των συμπολιτών του. Ήταν όμως αντίπαλος τόσο της τυραννίας, όσο και της δημοκρατίας. Πήρε μέρος στους πολιτικούς αγώνες της πατρίδας του, στο πλευρό πάντοτε των αριστοκρατών, καταδικάζοντας την αρχή της ισότητας.
Κάποια παράδοση τον θέλει μελαγχολικό χαρακτήρα ενώ ορισμένοι χριστιανοί, άρα αρκετά μεταγενέστεροι, συγγραφείς ισχυρίζονται πως διώχθηκε για αθεϊσμό. Για τους δασκάλους του δεν γνωρίζουμε και πολλά πράγματα· από ορισμένους μάλιστα θεωρήθηκε μαθητής του Ξενοφάνη: το πιθανότερο, όμως, είναι πως ο τελευταίος είχε ήδη εγκαταλείψει την Ιωνία όταν γεννήθηκε ο Ηράκλειτος. Εν πάση περιπτώσει, όμως, ο Ηράκλειτος θα πρέπει να είχε διαβάσει το ποίημα του και να γνώριζε τις κοσμολογίες των Μιλησίων, εφόσον μας λέει (απ. 38) πως ο Θαλής υπήρξε ο πρώτος αστρονόμος. Μνημονεύει ακόμα τον Πυθαγόρα (απ. 81) και τον Εκαταίο. Είναι πιθανόν, τέλος, ο Παρμενίδης να γνώριζε το έργο του Ηράκλειτου, που πρέπει να ήταν είκοσι πέντε χρόνια μικρότερος του.
Σύ?φωνα ?ε τον Διογένη Λαέρτιο "Όταν του ζήτησαν να θεσπίσει νό?ους, αδιαφόρησε τελείως, επειδή είχε ήδη επικρατήσει κακός τρόπος κυβέρνησης της πόλης και πήγε στο ιερό της Αρτέ?ιδος κι έπαιζε ?ε τα παιδιά αστραγάλους. Τελικά, ?ίσησε τους ανθρώπους και έφυγε για να ζήσει στα βουνά τρώγοντας χόρτα και βότανα. Επειδή ό?ως αυτό έγινε αιτία να αρρωστήσει από υδρωπικία, κατέβηκε στην πόλη και ρωτούσε αινιγ?ατικά τους γιατρούς αν ?πορούσαν ?ετά από πολλή βροχή να δη?ιουργήσουν ξηρασία. Οι γιατροί δεν καταλάβαιναν τι τους έλεγε και αυτός τάφηκε σ' ένα βουτοστάσιο ελπίζοντας πως η ζεστασιά της κοπριάς θα τραβήξει από ?έσα την βλαβερή υγρασία. Ό?ως ούτε αυτό είχε αποτέλεσ?α και έτσι πέθανε.
ΘΕΩΡΙΕΣ
Όπως και ο Ξενοφάνης, ο Ηράκλειτος ξεκινά από την παρατήρηση του κόσμου, τον οποίο θεωρεί και αυτός ως ενιαίο όλο, που ως τέτοιο ούτε γεννήθηκε ούτε και θα χαθεί ποτέ. Και ενώ εκείνος την ουσία του κόσμου τη βρίσκει στη θεότητα, ο Ηράκλειτος τη βλέπει σε μία νοητική αρχή, το λόγο. Η αδιάκοπη αλλαγή, αστάθεια κάθε μερικού, του δημιουργεί τόσο δυνατή εντύπωση, ώστε σ' αυτό βλέπει τον καθολικό κοσμικό νόμο. Σε αντίθεση με τον Ξενοφάνη και την Ελεατική Σχολή, που πίστευε στην ακινησία του "είναι", του όντος,
ο Ηράκλειτος. διακήρυττε πως όλα μεταβάλλονται, τίποτε δε μένει σταθερό, ακίνητο: τα πάντα ρει, δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης, "αεί γίγνεσθαι και μεταβάλλεσθαι και μηδέποτε το αυτό μένειν". Την αδιάκοπη αυτή κίνηση (ροή), κατά την οποία τα πάντα γίνονται και καταστρέφονται, ο Ηράκλειτος την έβλεπε ως μια αέναη πάλη αντίθετων αρχών, "εναντιοδρομία": πάντα κατ' έριν γίγνεσθαι. Την κίνηση αυτή και την αλλαγή την υπηρετούν ευεργετικές αντιθέσεις: το αντίξοον συμφέρον και εκ των διαφερόντων καλλίστην αρμονίην. Πηγή για τις σωστές αυτές γνώσεις είναι το λογικό, ο λόγος.
Προς τον ορθολογισμό κλίνει και ο Ηράκλειτος: κακοί μάρτυρες ανθρώποισιν οφθαλμοί και ώτα. Το λογικό, ο λόγος, στον Ηράκλειτο δεν είναι δεμένος με μεταφυσικές, ιδεαλιστικές αντιλήψεις. Για το λόγο έκανε μια έκθεση, που η επίδρασή της φτάνει μέχρι τα χρόνια μας. Όλα στον κόσμο γίνονται λογικά, σύμφωνα μ' έναν αυστηρό νόμο, αδιάφορα αν δεν το αισθάνονται οι άνθρωποι. Ο λόγος είναι ο κοσμικός νόμος, η δύναμη που βρίσκεται μέσα στα πράγματα. Το ανθρώπινο λογικό είναι ένα κομμάτι, μια συνέπεια του κοσμικού λόγου. Παίρνοντας μέρος σ' αυτόν οι άνθρωποι γίνονται λογικοί. Γι' αυτό ο λόγος είναι κοινός και υποχρεωτικός για όλους, μ' όλο που οι άνθρωποι φαντάζονται και συλλογιούνται και ενεργούν ελεύθερα. Δικαιοσύνη και ηθική την πηγή τους την έχουν στον κοσμικό λόγο. Στον Η. η θεότητα είναι ενδοκοσμικός νους, που δημιουργεί (από μέσα του) τη φύση, την ιστορία, τη θρησκεία, το δίκαιο, την ηθικότητα.
Οι τρεις βασικές έννοιες του πανθεϊσμού του είναι: α) η ενότητα, β) η αιώνια αλλαγή, γ) η αδιάσπαστη νομοτέλεια της κοσμικής τάξης.Η πρώτη ύλη του κόσμου είναι η φωτιά, η θερμότητα, που είναι το πρώτο ευκίνητο στοιχείο μέσα στη φύση. Το πέρασμα από την πρώτη αυτή ύλη σ' όλες τις άλλες (αέρα, νερό, χώμα) ο Ηράκλειτος το έβλεπε ως μια διαρκή αλλαγή της φωτιάς, δηλ. ως μια αιώνια κίνηση της φωτιάς, που σβήνει και ξανανάβει. Ο πόλεμος (η πάλη) των στοιχείων ("πόλεμος πάντων πατήρ"), η "εναντιοδρομία", έχει κίνητρο το πυρ. Περίσσευμα θερμότητας σημαίνει περίσσευμα κίνησης και περίσσευμα ψυχρού σημαίνει ακινησία και νέκρα. Ο κόσμος κατά τον Ηράκλειτο. δε δημιουργήθηκε από κανέναν: "κόσμος τόνδε, τον αυτόν απάντων, ούτε τις θεών, ούτε ανθρώπων εποίησεν, αλλ' ην αεί και έστιν και έσται πυρ αείζωτον". Ο Ηράκλειτος θεωρείται υλιστής φιλόσοφος και η αντίληψή του για τη σχετική κίνηση και εξέλιξη του κόσμου τον χαρακτηρίζει ως πρόδρομο του διαλεκτικού υλισμού.
Πηγή: https://sciencearchives.wordpress.com
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος.