Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

20.3.16

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΣΑΠΦΩ. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Σαπφώ

Η Σαπφώ, γενική της Σαπφούς, (αιολική διάλεκτος Ψαπφώ, αποκαλούμενη και Σαπφώ η Λεσβία από τον τόπο καταγωγής της) (~ 630 - 570 π.Χ.), ήταν Eλληνίδα λυρική ποιήτρια από τη Λέσβο, ιδιαίτερα γνωστή από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα για τα ποιήματά της. Με το όνομά της έχει συνδεθεί και ο λεσβιακός έρωτας.
Η ζωή της Για τη ζωή της ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά. Είναι πιθανό ότι γεννήθηκε στην Ερεσό της Λέσβου. Ήταν σύγχρονη του Αλκαίου και του Πιττακού. Πατέρας της αναφέρεται ο Σκαμανδρώνυμος και μητέρα της η Κλεΐς. Είχε επίσης τρεις αδελφούς, τον Λάριχο, τον Χάραξο και τον Ευρύγιο. Ο φιλόσοφος Μάξιμος ο Τύριος (β΄ μισό του 2ου μ.Χ. αι.), την περιγράφει ως μικρόσωμη και μελαχρινή («μικρά και μέλαινα»). Σύμφωνα με το βυζαντινό λεξικό Σούδα, πιθανότατα παντρεύτηκε έναν πλούσιο από την Άνδρο, τον Κερκύλα, με τον οποίο απέκτησε μια κόρη, που ονομάστηκε Κλεΐδα σύμφωνα με το έθιμο της εποχής. Λόγω πολιτικών αναταραχών στη Λέσβο που οδήγησαν την αριστοκρατία του νησιού σε εξορία από την πρωτεύουσα Μυτιλήνη, η Σαπφώ κατέφυγε προσωρινά στη Σικελία. Αργότερα, μετά την κατάλυση της τυραννίας, επί Πιττακού του Μυτιληναίου, γύρισε στη Μυτιλήνη, συγκέντρωσε γύρω της νεαρές όμορφες φίλες από την αριστοκρατία του νησιού και των μικρασιατικών πόλεων, για να τους διδάξει τις τέχνες της μουσικής και της ποίησης, στην υπηρεσία της Αφροδίτης και των Μουσών. Αυτή η σχέση, που ήταν εμπνευσμένη από θρησκευτικές ιδέες, δεν ήταν κάτι που έκανε πρώτη η Σαπφώ. Μαρτυρείται ότι και άλλες γυναίκες της εποχής διατηρούσαν τέτοιου είδους ωδεία. Όμως η σχέση της Σαπφούς με τις μαθήτριές της θεωρήθηκε αργότερα απρεπής, επειδή είχε και ερωτικές διαστάσεις και γι' αυτό έμεινε στην ιστορία ως «λεσβιακός έρως». Ένας μεταγενέστερος θρύλος λέει ότι η Σαπφώ, λόγω του ανεκπλήρωτου έρωτά της για τον όμορφο νέο Φάωνα, που την απέρριψε και την εγκατέλειψε, έπεσε από τα βράχια της Λευκάδας στη θάλασσα. Δεν είναι όμως γνωστό, αν υπήρξε καν πρόσωπο με αυτό το όνομα ή αν πρόκειται για θρύλο. Πιθανότατα πρόκειται για παρερμηνεία κάποιου ποιήματός της, όπου η Σαπφώ εξυμνεί την ομορφιά του Φάωνα, ακόλουθου της Αφροδίτης
Η γνώμη των αρχαίων για τη Σαπφώ
 
Η Σαπφώ θεωρείται με την ποίησή της, που ήταν γραμμένη στην αιολική διάλεκτο, ως η σημαντικότερη λυρική ποιήτρια της αρχαιότητας. Ο Πλάτων την ονομάζει «σοφή» και «δέκατη Μούσα», ο Ανακρέων «ηδυμελή», ο Λουκιανός «μελιxρόν αύχημα Λεσβίων» οι Ιουλιανός και Αντίπατρος «θηλυκό Όμηρο» και «τιμή Λεσβίων γυναικών», ενώ ο Στράβων «θαυμαστόν τέρας». Ο Οράτιος στη 2η ωδή του μας λέει ότι ακόμα και οι νεκροί στον κάτω κόσμο ακούν τα τραγούδια της με θαυμασμό σε ιερή σιγή.
Μετά τον θάνατό της στην πατρίδα της Λέσβο έκοψαν νόμισμα με τη μορφή της. Στις Συρακούσες και στην Πέργαμο στήθηκαν αγάλματά της, ενώ στις Συρακούσες κατασκευάστηκε και ένα κενοτάφιο σε ανάμνησή της.
Σε μεταγενέστερη όμως εποχή, οι Αττικοί κωμωδιογράφοι τη δυσφήμησαν για ομοφυλοφιλικές τάσεις (εξ ου και ο όρος λεσβία). Αφορμή για τις φήμες υπήρξε πιθανόν το ότι η Σαπφώ εκδήλωνε έντονο συναισθηματισμό προς τις μαθήτριές της. Μολονότι κανένας από τους συγγραφείς δεν αναφέρει κάτι σχετικό μέχρι την εποχή του Αριστοτέλη, οι κρίσεις αυτές για τη Σαπφώ επικράτησαν. Μάλιστα αναφέρεται ότι η Σαπφώ είχε ερωτευθεί την Ατθίδα, την Τελέσιππα και τη Μεγάρα. Σύγχρονοί μας μελετητές εκφράζουν αμφιβολίες για το αν η Σαπφώ ήταν όντως λεσβία.
Απήχηση στα μεταγενέστερα χρόνια Καθώς τον έβδομο αιώνα μ.Χ. τα ποιήματα της Σαπφούς εξακολουθούσαν ακόμη να διαβάζονται στην Αίγυπτο και αργότερα στην εποχή των Κομνηνών η Πατριαρχική Σχολή περιελάμβανε στην ύλη της ποιητές όπως η Σαπφώ και ο Πίνδαρος, μάλλον δεν υπήρξε κάποια επίσημη επιβολή λογοκρισίας από την Χριστιανική Εκκλησία. Είναι όμως πιθανό, πολλά από τα έργα της να χάθηκαν λόγω της μη αντιγραφής τους, εξαιτίας της χαμηλής ζήτησης που ίσως είχαν μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού και στα πλαίσια μιας πιο αυστηρής άποψης για την ηθική. Ο επίσης Μυτιληνιός σύγχρονος ποιητής Οδυσσέας Ελύτης την περιέγραψε σαν μια «μακρινή εξαδέλφη» του με την οποία μεγάλωσαν παίζοντας «στους ίδιους κήπους, γύρω από τις ίδιες ροδιές, πάνω απ' τις ίδιες στέρνες» και της αφιέρωσε ένα από τα μικρά του έψιλον. Το 1986 κυκλοφόρησε στην Ελλάδα ο δίσκος «Σαπφώ» σε μουσική του Σπύρου Βλασσόπουλου και παραγωγή του Διονύση Σαββόπουλου, με μελοποιήσεις 12 ποιημάτων της Σαπφούς σε μετάφραση του Σωτήρη Κακίση, και ερμηνεία της Αλέκας Κανελλίδου.[1]
Ο αστεροειδής 80 Σαπφώ (80 Sappho), που ανακαλύφθηκε το 1864, πήρε το όνομά του από τη λυρική αυτή ποιήτρια.Έργα
Η Σαπφώ έγραψε ερωτικά ποιήματα, ύμνους στους θεούς και επιθαλάμια (τραγούδια του γάμου). Η ποίησή της δονείται από αυθορμητισμό και έντονα αισθήματα. Αρκετοί από τους στίχους της μαρτυρούν έντονο ερωτισμό και λυρισμό. Από τα ποιήματά της, που συνέλεξαν οι Αλεξανδρινοί και δημοσίευσαν σε βιβλία, τα πιο διάσημα ήταν οι Ύμνοι και τα Επιθαλάμια. Ίσως κανένας άλλος λογοτέχνης δεν μπορεί να συγκριθεί με τη Σαπφώ στην ομορφιά της σκέψης, στον μελωδικό της στίχο και στην ένταση των αισθημάτων της. Εκτός από μικρά αποσπάσματα, έχουν διασωθεί ολόκληρα μόνο ένας Ύμνος στην Αφροδίτη («Ποικιλόθρον' αθάνατ' Αφρόδιτα»), η Ωδή «Ότωι τις έραται» και ένα αναφερόμενο στο μύθο της Ηούς (Αυγής) και του Τιθωνού, που ανακαλύφθηκε από αποκατάσταση παπύρου της Οξυρρύγχου και εκδόθηκε το 2005. Αυτά υπάρχουν μεταφρασμένα στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες.
Τρία επιγράμματα με το όνομα της Σαπφούς, από τον Στέφανο του Μελέαγρου, υπάρχουν στην Παλατινή Ανθολογία, εντονότατα αμφισβητούμενα (VI 269, VII 489, VII 505).[1]
Πηγή: Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σαπφώ- Ποιήματα με μετάφραση του Οδυσσέα Ελύτη
1. Κέλομαι σε Γογγύλα
Σε φωνάζω Γογγύλα
Φανερώσου πάλι κοντά μου
Το χιτώνα τον άσπρο σαν το γάλα όταν φοράς,
νά 'ξερες τους πόθους που σε τριγυρίζουν
όμορφη, και πώς χαίρομαι που δεν είμαι εγώ,
μα η ίδια η Αφροδίτη που σε μαλώνει.

2. Ατθίδα
Σαν άνεμος μου τίναξε ο έρωτας τη σκέψη
σαν άνεμος που σε βουνό βελανιδιές λυγάει.
'Ηρθες, καλά που έκανες, που τόσο σε ζητούσα
δρόσισες την ψυχούλα μου, που έκαιγε ο πόθος.
Από το γάλα πιο λευκή
απ' το νερό πιο δροσερή
κι από το πέπλο το λεπτό, πιο απαλή.
Από το ρόδο πιο αγνή
απ' το χρυσάφι πιο ακριβή
κι από τη λύρα πιο γλυκιά, πιο μουσική...

3. Θεός μου φαίνεται..
Θεός μου φαίνεται στ΄ αλήθεια εμένα κείνος
ο άντρας που κάθεται αντίκρυ σου κι από
κοντά τη γλύκα της φωνής σου απολαμβάνει
και το γέλιο σου αχ που ξελογιάζει
και που λιώνει στο στήθος την καρδιά μου
σου τ΄ ορκίζομαι" γιατί μόλις που πάω να
σε κοιτάξω νιώθω ξάφνου μου κόβεται η μιλιά μου
μες στο στόμα η γλώσσα μου
στεγνώνει" πυρετός κρυφός με σιγοκαίει κι
ούτε βλέπω τίποτα ούτε ακούω μα
βουίζουν τ΄ αυτιά μου κι ένας κρύος ιδρώτας
το κορμί μου περιχάει" τρέμω σύγκορμη αχ
και πρασινίζω σάν το χόρτο και λέω πώς λίγο ακόμη"
λίγο ακόμη και πάει θα ξεψυχήσω.

4. Το τραγούδι της Αριγνώτας
Συχνά από τις Σάρδες σε μας δώ πέρα
η σκέψη της γυρίζει,
πως ζούσαμε μαζί,
τι εφάνταζες εμπρός της σα μια θεά,
κι η ποιο τρανή χαρά της
το δικό σου τραγούδι ήτανε πάντα.

Τώρα μέσα στις Λυδές γυναίκες ξεχωρίζει
καθώς σαν πέσει ο ήλιος
κι η σελήνη ροδοδάχτυλη λάμπει
τ' άστρα τ' άλλα σκοτεινιάζοντας
κι ίδια γύρω αφήνει το φώς της να απλωθεί
πα σ' αλμυρά πελάγη και σε πολύανθες χώρες.

Κι έχει πάρει γλυκιά δροσιά να χύνεται
τα ρόδα μοσχοβολούν και τ' απαλό χορτάρι
και το τριφύλλι ολούθε τ' ανθισμένο.

Κι εκείνη πέρα δώθε τριγυρίζει
την Ατθίδα θυμάμενη
η καρδιά της η τρυφερή από πόθο πλημμυρίζει
κι απ' τον καημό βαραίνει μες τα στήθη.

Κι εμας τις δυό φωνάζει
να βρεθούμε κοντά της.
'Ομως, [...]

5. Αποχαιρετισμός στην μαθήτρια..
"Να 'σαι ευτυχισμένη, πήγαινε, άλλωστε τίποτα δε διαρκεί.
Να θυμάσαι όμως πάντα πόσο σ' αγάπησα,
κρατιόμασταν χέρι χέρι μέσα στη νύχτα που ευωδίαζε,
πηγαίναμε στην πηγή ή τριγυρίζαμε στους λόγγους
κι έφτιαχνα για το λαιμό σου γιρλάντες μεθυστικές". 

6. Απόσπασμα
''κι ανάμεσα σε μαλακά σκεπάσματα χνουδάτα
με προσοχή την πλάγιασε
α να `ταν πάντα το κεφάλι ν' ακουμπάς
σε τέτοιας φιλενάδας τρυφερής τα στήθη
να κράταγε για μένα δυο φορές η νύχτα ετούτη
να `ταν χρυσή Αφροδίτη μου
τέτοια μια μοίρα να μου λάχει εμένα!»
7. Για την Ατθίδα
«πάλι πάλι ο έρωτας` ο έρωτας με παιδεύει
και πώς να τον παλέψω Ατθίδα μου` που
αυτός με τα φαρμάκια και τις γλύκες του
μου κόβει τα ήπατα το τέρας!
κι εσύ πάει με βαρέθηκες`
κάνεις φτερά το ξέρω για την Ανδρομέδα
ποια `ναι λοιπόν αυτή που σε ξετρέλανε
η χωριάτα που μήτε
καν πώς να κρατήσει το φουστάνι της πάνω
από τον αστράγαλο δεν ξέρει;»

8. Για την Μίκα
«μα να σ' αφήκω εγώ δε γίνεται Μίκα γλυκιά μου`
κι ας έλαχε να σ' αγαπήσουν κόρες από το σόι των Πενθελιδών εμάς όλο παραξενιές
κάποιο μαγευτικό τραγούδι στ' άκουσμα ψάλλει
κι αηδόνια με κελαηδητό τρελό
δρόσο σταλάζοντας...»

9. Αποσπάσματα..
''....
μια παιδούλα τρυφερή λεπτή που μάζευε
αγκαλιές λουλούδια που η φωνή της κι
απ' της λύρας είναι ακόμη πιο γλυκιά
πιο λευκή κι απ' το γάλα πιο γλυκόπιοτη α-
πό το νερό πιο μελωδική απ' τη λύρα πιο
γαύρη απ' της φοράδας πιο βελούδινη απ'
το ρόδο πιο τρυφερή απ' το ρούχο το απαλό
πιο πολύτιμη από το χρυσάφι.''
''...
μαντατοφόρος άνοιξης ηδονικής φωνής αηδόνι
της Αφροδίτης η θεραπαινίδα η χρυσοφώτεινη
ανέβαινε ψηλά η πανσέληνος
και στου βουνού το χώρο συναγμένες
καθώς σ' άλλους καιρούς της Κρήτης οι κοπέλες
έσερναν το χορό τριγύρω στον ωραίο βωμό
και με ρυθμό τα λυγερά τα πόδια τους
χτυπώντας πατούσανε στα τρυφερά των χόρτων
ανθουλάκια.''

''...
αρχινώ το τραγούδι μου μ' αιθέρια λόγια
μα γι'αυτό κι απαλά στ' άκουσμα
την Ομορφιά διακόνησα-τι ποιο μεγάλο θα μπορούσα
που μ' αξίωσαν (οι Μούσες) τη δική τους
δύναμη δίνοντας να λέω: αλήθεια
σε μελλούμενους καιρούς κάποιος
θα βρίσκεται να με θυμάτ' εμένα.''
11.  Γρήγορα η ώρα πέρασε..
γρήγορα η ώρα πέρασε,μεσάνυχτα κοντεύουν,
πάει το φεγγάρι πάει κι η Πούλια βα-
σιλέψανε-και μόνο εγώ κείτομαι δω μονάχη
κι έρημη ο Έρωτας που βάσανα μοιράζει
ο Έρωτας που παραμύθια πλάθει
μου άρπαξε την ψυχή μου και την τρά-
νταξε ίδια καθώς αγέρας από τα βουνά χυ-
μάει μέσα στους δρυς φυσομανώντας.
Πηγή:  http://niovilontou.pblogs.gr
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος. 

21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

Ανάλυση Ποιημάτων (τι είναι;)

Ανάλυση ποιημάτων είναι
η διαδικασία διερεύνησης της φόρμας, του περιεχομένου και της ιστορίας ενός ποιήματος υπό ένα ενημερωτικό πρίσμα που σκοπό έχει την δημιουργία ενδιαφέροντος προς τον αναγνώστη στην κατανόηση και την εκτίμηση του έργου.
Οι λέξεις "ποίημα" και "ποίηση" προέρχονται από την αρχαίοελληνική λέξη "ποιώ" που σημαίνει "δημιουργώ". Υπό αυτήν την ετυμολογία το ποίημα αποκτά πραγματική υπόσταση και καθίσταται ως δημιούργημα. Υπό τη θεώρηση του William Carlos Williams, του ποιήματος ως μιας "μηχανής φτιαγμένης από λόγια" το ποιητικό κατασκεύασμα παράγει κάποιας ποιότητας και ποσότητας εντυπώσεις, αποτελέσματα και έργο στον αναγνώστη. Το έργο που παράγει μια "μηχανή φτιαγμένη από λόγια", το ποίημα, είναι η εντύπωση που δημιουργεί στα αισθητήρια του αναγνώστη. Όταν εκείνος πλέον αναλύει το ποίημα λειτουργεί ομοίως με μηχανικό που αποσυνθέτει κι ανασυνθέτει μια μηχανή για να κατανοήσει τη λειτουργία της.
χαμόγελο
Χωρίς να το μάθει ποτέ, εδάκρυσε,
ίσως γιατί έ π ρ ε π ε να δακρύσει,
ίσως γιατί οι συφορές έ ρ χ ο ν τ α ι.
Απόψε είναι σαν όνειρο το δείλι·
απόψε η λαγκαδιά στα μάγια μένει.
Δεν βρέχει πια. Κι η κόρη αποσταμένη
στο μουσκεμένο ξάπλωσε τριφύλλι.
Σα δυο κεράσια χώρισαν τα χείλη·
κι έτσι βαθιά, γιομάτα ως ανασαίνει,
στο στήθος της ανεβοκατεβαίνει
το πλέον αδρό τριαντάφυλλο τ' Απρίλη
Ξεφεύγουνε απ' το σύννεφον αχτίδες
και κρύβονται στα μάτια της· τη βρέχει
μια λεμονιά με δυο δροσοσταλίδες
που στάθηκαν στο μάγουλο διαμάντια
και που θαρρείς το δάκρυ της πως τρέχει
καθώς χαμογελάει στον ήλιο αγνάντια.  

Νοσταλγία
Μεσ' από το βάθος των καλών καιρών
οι αγάπες μας πικρά μάς χαιρετάνε.
Δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, λες.
κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν δακρύζεις
που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα,
δεν αγαπάς και δεν θυμάσαι, ας κλαις.
Ξάφνου θα ιδείς δυο μάτια γαλανά
-- πόσος καιρός! -- τα χάιδεψες μια νύχτα·
και σα ν' ακούς εντός σου να σαλεύει
μια συφορά παλιά και να ξυπνά.
Θα στήσουνε μακάβριο το χορό
οι θύμησες στα περασμένα γύρω·
και θ' ανθίσει στο βλέφαρο σαν τότε
και θα πέσει το δάκρυ σου πικρό.
Τα μάτια που κρεμούν -- ήλιοι χλωμοί --
το φως στο χιόνι της καρδιά και λιώνει,
οι αγάπες που σαλεύουν πεθαμένες
οι πρώτοι ξανά που άναψαν καημοί...
Αγάπη
Κι ήμουν στο σκοτάδι. Κι ήμουν το σκοτάδι.
Και με είδε μια αχτίδα

Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της
κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι.
Πώς μ' έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης,
πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!

Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι
δεν έιμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος,
κι ελύγισα σαν από τρυφερότη,
εγώ που μ' είχε πέτρα κάνει ο πόνος.
Νύχτα
Είναι αξημέρωτη νύχτα η ζωή.

Στις μεσονύχτιες στράτες περπατάνε
αποσταμένοι οι έρωτες
κι οι γρίλιες των παράθυρων εστάξανε
τον πόνο που κρατάνε

Στις στέγες εκρεμάστη το φεγγάρι
σκυμμένο προς τα δάκρυα του
κι η μυρωμένη λύπη των τριαντάφυλλων
το δρόμο της θα πάρει

Ολόρθο το φανάρι μας σωπαίνει
χλωμό και μυστηριώδικο
κι η πόρτα του σπιτιού μου είναι σα ν' άνοιξε
και λείψανο να βγαίνει.

Σαρκάζει το κρεβάτι τη χαρά τους
κι αυτοί λέν πως έτριξε·
δε λεν πως το κρεβάτι οραματίζεται
μελλοντικούς θανάτους.

Και κλαίνε οι αμανέδες στις ταβέρνες
τη νύχτα την αστρόφεγγη
που θα' πρεπε η αγάπη ναν την έπινε
και παίζουν οι λατέρνες.

Χυμένες στα ποτήρια καρτερούνε
οι λησμονιές γλυκύτατες·
οι χίμαιρες τώρα θα ειπούν το λόγο τους
και οι άνθρωποι θ' ακούνε

Καθημερνών χαμώνε κοιμητήρι
το πάρκον ανατρίχιασε
την ώρα που νεκρός κάποιος εκίνησε
να πάει στη χλόη να γείρει
Πηγή: http://dimitriosgogas.blogspot.gr/ 
ΑΝΙΧΝΕΥΤΉΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ
 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΟΓΚΑΣ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ

Πέντε Χαϊκού με αρχή το ΔΕΝ... 

Κύριε Γκόγκα σας ευχαριστώ, φίλες και φίλοι ανακαλύψτε τη μαγεία των Χαϊκού μέσα από τα ποιήματα του ποιητή Δημητρίου Γκόγκα. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος.

Δημήτριος Γκόγκας

Δεν ανασαίνω,
εκεί που
το χώμα γίνεται λάσπη.


Δεν βαδίζω
την ασέληνη νύχτα.
Ντύνομαι λάβα.

Δεν σπάει το ρόδι
στην αυλή.
Παγώνει το δάκρυ.
Δεν θα πεθάνω την αυγή.
Έμαθα πως είσαι
φάλτσο αηδόνι.
Δεν το ξεχνώ αγάπη μου.
Κολυμπώ στον Αχέροντα
και γίνομαι στάλα.

Αγάπη μου….

Αγάπη μου….
Προσπαθώντας να γράψω ένα ποίημα για σένα
Αγόρασα ένα καινούργιο άροτρο, μια πευκοβελόνα
κι ένα σβηστήρι άσπρο να λιώνει στη κάψα του κάμπου, 
να λιώνει στο σώμα σου.
Για την αγάπη μου,
κέντησα τη καρδιά σου πάνω στο στήθος μου
Να χτυπά στο ρυθμό της
Μάζεψα τα μαλλιά σου ένα κότσο να φιλώ το λαιμό σου
Και κείνο τον κρεμαστό λοβό του μικρού σου αυτιού
Πήρα το χρώμα των ματιών σου και άνοιξα τη κάμαρα της Άνοιξης
nα μπούνε πετροχελίδονα στη φωλιά της ψυχής μου.
Τι είναι τούτη η λάβα που ρέει στο καταχείμωνο του κόσμου
Τι είναι τούτο το θειάφι που κυκλώνει τη καψερή λιμνούλα
Μέσα στο δάσος
Κάτω απ΄ τα πεύκα
Είσαι αγάπη μου εσύ.

Τρία τραύματα

1.
Κάποτε θυμάμαι
υποφέραμε από ανομβρία
γιατρικό δεν υπήρχε
στάλα στάλα μαζεύαμε
το δάκρυ μας σε μεγάλα ντεπόζιτα
Τώρα που βρέχει
δουλειά δεν έχουμε
τρυπάμε τα ντεπόζιτα.

2.
Κάποτε θυμάμαι
οι γονείς μας δικάστηκαν
ερήμην
γίνανε αριθμοί.
Το παιδί
έβαλε στόχο
να γίνει μαθηματικός.
Δεν το πέτυχε.
Μπλέχτηκε στις πράξεις.

3.
Κάποτε θυμάμαι
κέρδισε η ελπίδα
στις κάλπες.
Η ελπίδα εκείνη
δεν ήταν παρά
μέλανας ζωμός
συνοδεία λωτού.
Η Κίρκη έβγαινε στο τέλος.
Πηγή: http://dimitriosgogas.blogspot.gr/
Aνιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος

21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ KΥΠΡΙΑΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

τριανταφυλλένη μου https://www.youtube.com/watch?v=oAV8nqlCDso

Τζι’ αν αρρωστήσω μάνα μου
θέλω να μηνύσω
να `ρτεις τριανταφυλλένη μου
να σε αποσιαιρετίσω


Μεν φοηθείς την μάνα σου
μήτε κανεναν αλλον,
μόνο τριανταφυλλένη μου
πρόφτασε δίχως άλλο.


Τζιαι ανταν να μπεις της πόρτας μου,
μεν κρύψεις τον καμό σου
Μα ρώτα τζιαι την μάνα μου
τζιαι πε της "πού εν ο γιος σου;"


Τζιαι ανταν σε δει η μάνα μου
που λόγια εννα σε πάρει
Μα εν είσαι αγάπη πειστιτζή
στο νου σου μεν τα βάλεις


Έμπα ζερβά στην κάμαρη
τζιαι έλα δεξιά στο στρώμα
Σιύψε τριανταφυλλενη μου
τζιαι φίλα με στο στόμα


Με τα γρουσά σιερούθκια σου
βάστα την τζεφαλη μου
Βάστα με στην αγκάλη σου
ώσπου να φκει η ψυσιή μου.


Τζιαι ανταν τζιαι δεις τζιαι ποσπαστουν
τζιαι πάσιν να με θάψουν,
τες πέτρες τες ασυντυσιες
κάμε τες να με κλάψουν.


Τζιαι ανταν να με περάσουσιν
από τη γειτονιά σου,
εύκα κρυφά της μάνας σου
τζιαι τράβα τα μαλλιά σου.


Τζιαι αν αρρωστήσω μάνα μου
θέλω να σου μηνύσω

Γιασεμί μου https://www.youtube.com/watch?v=p-gfEc-NiTQ

Το γιασεμί στην πόρτα σου
γιασεμί μου
ήρθα να το κλαδέψω
ωχ γιαβρί μου
και νόμισε η μάνα σου
γιασεμί μου
πως ήρθα να σε κλέψω
ωχ γιαβρί μου


Το γιασεμί στην πόρτα σου
γιασεμί μου
μοσκοβολά τις στράτες
ωχ γιαβρί μου
κι η μυρωδιά του η πολλή
γιασεμί μου
σκλαβώνει τους διαβάτες
ωχ γιαβρί μου

η βράκα https://www.youtube.com/watch?v=KHa8pnIJJQI
Ε, σαρανταδκυό πήχες παννίν,
σαρανταδκυό πήχες παννίν,
έκαμαν μου έκαμαν μου
μια βράκαν.
Τη γ’ έρμην την βράκα
που κάμνει τρίκκι τράκκα.


Ε, τζι ήρτεν ο κάβαλλος μακρύς,
τζι ήρτεν ο κάβαλλος μακρύς,
τζι εσάριζεν τζι εσάριζεν
την στράταν.
 

Τη γ’ έρμην την βράκα
που κάμνει τρίκκι τράκκα.

Τη βράκα μου στη λίμνην
τζιαι πκοιός να μου την πλύνει,
τζιαι πκοιός να την απλώσει,
στον ήλιον να στεγνώσει,
τζιαι πκοιά εν τζιείνη άξια,
πονά τη σιερώσει,
την βράκαν μου την τόσην
τζιαι πκοιά ‘ννα τη διπλώσει;

Ε, τζι ήμουν δεκατριών χρονών,
τζι ήμουν δεκατριών χρονών,
τζι εφόρουν την τζι εφόρουν την
βρακού μου.
Τη γ’ έρμην την βράκα
που κάμνει τρίκκι τράκκα.

Ε, τζι εγύριζα μες στο χωρκόν,
τζι εγύριζα μες στο χωρκόν,
κρυφά τους χω κρυφά τους
χωρκανούς μου.
Τη γ’ έρμην την βράκα
που κάμνει τρίκκι τράκκα.

Τη βράκα μου στη λίμνην
τζιαι πκοιός να μου την πλύνει,
τζιαι πκοιός να την απλώσει,
στον ήλιον να στεγνώσει,
τζιαι πκοιά εν τζιείνη άξια,
πονά τη σιερώσει,
την βράκαν μου την τόσην
τζιαι πκοιά ‘ννα τη διπλώσει;

Ε, παρά να πάρεις άδρωπον,
παρά να πάρεις άδρωπον,
τζιαι ναν’ τζιαι με τζιαι ναν’ τζιαι με
την βράκαν.
 

Την γέραμην την βράκαν
που κάμνει τρίκκι τράκκα.

 

Ε, καλλίτερα πανταλονάν
καλλίτερα πανταλονάν
τζι ας εν με την τζι ας εν με την
κομμάταν
 

Τη γ’ έρημην την βράκα
που κάμνει τρίκκι τράκκα.

Τη βράκα μου στη λίμνην
τζιαι πκοιός να μου την πλύνει,
τζιαι πκοιός να την απλώσει,
στον ήλιον να στεγνώσει,
τζιαι πκοιά εν τζιείνη άξια,
πονά τη σιερώσει,
την βράκαν μου την τόσην
τζιαι πκοιά ‘ννα τη διπλώσει;
 

Πηγή: http://dimitriosgogas.blogspot.gr/ 
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος
 

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ. Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.

Φοβάμαι

Φοβάμαι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».

Φοβάμαι τους ανθρώπους που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.

Φοβάμαι τους ανθρώπους που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.

Φοβάμαι τους ανθρώπους που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».

Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.

Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.

Αναγνωστάκης Μανώλης (βιογραφία)

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης (Θεσσαλονίκη, 10 Μαρτίου 1925 – Αθήνα, 23 Ιουνίου 2005) ήταν Έλληνας ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου σπούδασε ιατρική. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην ΕΠΟΝ. Κατά τη διετία 1943-1944 ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού "Ξεκίνημα", που ανήκε στον εκπολιτιστικό όμιλο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είχε έντονη πολιτική δράση στο φοιτητικό κίνημα, για την οποία φυλακίστηκε το 1948, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Βγήκε από τη φυλακή με την γενική αμνηστία το 1951.
Την περίοδο 1955-1956 ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη και κατόπιν άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Δημοσίευσε κείμενά του για πρώτη φορά στο περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα (1942) και αργότερα στο φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944), του οποίου υπήρξε και αρχισυντάκτης για μία περίοδο. Ποιήματά του, καθώς και κριτικές δημοσιεύτηκαν αργότερα σε αρκετά περιοδικά. Την περίοδο 1959-1961 εξέδιδε το περιοδικό Κριτική, ενώ υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973).
Το 1986 του απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, ενώ το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος και ο Μιχάλης Γρηγορίου έχουν μελοποιήσει αρκετά ποιήματά του, ενώ έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ιταλικά.
Καταγόταν από το χωριό Ρούστικα Ρεθύμνης, όπου σώζεται το σπίτι του πατέρα του.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης και οι περισσότεροι από τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς “Δεν είναι τυχαίο ότι μοιράζονται ως ποιητές, πέρα από τις όποιες διαφορές στη γλώσσα, έναν αγωνιώδη μόχθο για το νόημα της ίδιας τους της ύπαρξης, για να καταλήξουν στη διαπίστωση που θα τους απορυθμίσει: η «ποιητική λειτουργία» είναι τόσο περιθωριακή όσο και αναποτελεσματική.”.
“Η έντονα υπαρξιακή διάσταση της ποίησης του Αναγνωστάκη – ιδίως της ποιητικής παραγωγής του πριν από το Στόχο, που όντως είναι η πλέον πολιτική του ποιητική κατάθεση – γίνεται αισθητή ως επισήμανση σε ορισμένες προσεγγίσεις όπως των Γιάννη Δάλλα, Στέφανου Μπεκατώρου, Άννας Τζούμα, Αλέξανδρου Αργυρίου, Βιτσέντζο Ορσίνα, ενώ στο μελέτημα του Νάσου Βαγενά
«Ξαναδιαβάζοντας τον Αναγνωστάκη» το ζήτημα τίθεται ρητά, με πειστικότητα και διαύγεια: «Δεν γνωρίζω άλλον Έλληνα ποιητή», τονίζει ο Βαγενάς, «με τόσο στρατευμένο πολιτικό βίο, που να διοχετεύει τόσο λίγα από τα στοιχεία της ιδεολογικής του ταυτότητας στο ποιητικό του έργο ( το φαινόμενο θα πρέπει να οφείλεται κατά κύριο λόγο, στην υψηλή αισθητική συνείδηση του Αναγνωστάκη)».”
Η μη ύπαρξη – ο θάνατος – απασχολεί τον ποιητή από την πρώτη στιγμή της παρουσίας του στο λογοτεχνικό χώρο. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετικά; “Ο θάνατος μπαινοβγαίνει διαρκώς σ’ ολόκληρη την ύπαρξή του, μέσα από τις τρύπες που άνοιγαν οι σφαίρες των αποσπασμάτων στα διάτρητα σώματα των συντρόφων του”. Πόλεμος. Κατοχή. Εμφύλιος. Απώλειες φίλων. Η καταδίκη του ίδιου εις θάνατον. Είναι μερικά από τα γεγονότα που συνθέτουν το τοπίο μέσα στο οποίο ξεκινά και εξελίσσεται η πνευματική του δραστηριότητα. […] Σε φόντο σελίδων Με πένθιμο χρώμα […] …Νόμισα πως θα πνιγόμουνα! […] Τον πρώτο Μάρτη, στον πόλεμο, γνώρισα έναν Εγγλέζο θερμαστή Που μου διηγήθηκε ολόκληρη την ιστορία του Σαμ Ντέυλαν “Είναι αργά” μου είπε κάποτε “θα ‘πρεπε πια να πηγαίνουμε Μα δεν είναι ανάγκη επιτέλους να κλαίτε τόσο πολύ για έναν άνθρωπο που σκοτώθηκε […]
“Ήταν ένας τρόπος για να εκφραστώ” λέει ο ίδιος για την ενασχόληση του με την ποιητική. […] ( Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, Αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας).
“Αυτός είναι ο Χάρης” λέει ο ποιητής δείχνοντας μια φωτογραφία με ένα τσούρμο νεαρών ανδρών. Το ποίημα Χάρης 1944 δε μας εισάγει στο κλίμα του θανάτου αλλά αποτελεί μια από τις κορυφαίες στιγμές “συγκέντρωσης” αυτού του κυριαρχικού “συστατικού”. Το ίδιο μπορούμε να πούμε για τα ποιήματα Εδώ…, Όταν τα βράδια…, καθώς και το σημείωμα της σελ. 12 από το Περιθώριο ’68-’69. Η αγάπη είναι ο φόβος… και το σημείωμα της σελ. 34 από το Περιθώριο ’68-’69 παρατίθενται ως συμπληρωματικά μαζί με τα υπόλοιπα ποιήματα.
Εκτός από τις ποικίλες προσεγγίσεις ολόκληρου του κύκλου που κλείνει με τις Εποχές 324, το σημείωμα της σελ. 34 μας φανερώνει τη στάση ζωής του Μανόλη Αναγνωστάκη αλλά και το βλέμμα προς τους “άλλους” αυτούς που δεν ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο, ακόμη και προς τους Επιγόνους, αυτούς που “Λιθοβολούν τους ξένους,” και “θύουν σ’ ομοιώματα”. Ο “σπαραγμός του πνεύματος του ποιητή” στο ποίημα Σκυφτοί περάσανε…καθρεφτίζει την πιο βαθιά υπαρξιακή αγωνία. […] ( Πώς θα ζήσουμε με μια κατάμαυρη σκιά στη θύ- μηση επάνω; Πώς θα κοιμίσουμε τα είκοσι χρόνια μας στη θα- λασσα της λησμονιάς; ) Μη ύπαρξη – θάνατος – για τον ποιητή, τον κάθε ποιητή, είναι και η σιωπή. Το θέμα της σιωπής του Αναγνωστάκη πραγματεύονται συχνά οι αναφερόμενοι στο έργο του.
“ Ο Αναγνωστάκης”, γράφει ο Γιώργος Καφταντζής το 1955, “τοποθέτησε στη βιτρίνα της νέας μας ποίησης ένα καινούριο μπουκαλάκι με άγνωστο δηλητήριο. Μα αν έλειπε δε θα ‘ξερε κανείς πως η ζωή μας αυτούς τους καιρούς είχε την κατρακύλα της. Είναι για την ελληνική τέχνη ότι ο πόνος για το κορμί το ανθρώπινο. Προειδοποιεί τον κίνδυνο.”. Όπως στο ποίημα Αφιέρωση ή το σημείωμα της σελ. 13 από το Περιθώριο ’68-’69. Και απαντά σ’ αυτόν τον κίνδυνο πάλι με ποίηση η οποία, όπως επισημαίνει η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου σταχυολογώντας τον ποιητή, είναι “απόδειξη, όχι επίδειξη”.

 http://el.wikipedia.org/
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος

ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ. Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.

N
έα περί του θανάτου του Iσπανού ποιητού
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα στις 19 Aυγούστου του 1936μέσα στο χαντάκι του Kαμίνο Nτε Λα Φουέντε  Νίκος 
Εγγονόπουλος.                    
 ...una accion vil y disgraciado.
η τέχνη κι’ η ποίηση δεν μας βοηθούν να ζήσουμε:
η τέχνη και η ποίησις μας βοηθούνε
να πεθάνουμε
περιφρόνησις απόλυτη
αρμόζει
σ’ όλους αυτούς τους θόρυβους
τις έρευνες
τα σχόλια επί σχολίων
που κάθε τόσο ξεφουρνίζουν
αργόσχολοι και ματαιόδοξοι γραφιάδες
γύρω από τις μυστηριώδικες κι’ αισχρές συνθήκες
της εκτελέσεως του κακορρίζικου του Λόρκα
υπό των φασιστών
μα επί τέλους! πια ο καθείς γνωρίζει
πως
από καιρό τώρα
― και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα ―
είθισται
να δολοφονούν τους ποιητάς.

Νίκος Εγγονόπουλος (βιογραφία)

Ο Νίκος Εγγονόπουλος του Παναγιώτου (21 Οκτωβρίου 1907 - 31 Οκτωβρίου 1985) ήταν Έλληνας καθηγητής του Ε.Μ. Πολυτεχνείου, ζωγράφος, σκηνογράφος και ποιητής. Θεωρείται ένας από τους μείζονες εκπροσώπους της γενιάς του '30, ενώ αποτέλεσε και έναν από τους κύριους εκφραστές του υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Το έργο του περιλαμβάνει ακόμα μεταφράσεις, κριτικές μελέτες και δοκίμια.

Γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1907 στην Αθήνα και πραγματοποίησε τις βασικές του σπουδές εσωτερικός σε Λύκειο του Παρισιού. Το 1927 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία και μετά την απόλυσή του εργάστηκε ως μεταφραστής σε τράπεζα και γραφέας στο Πανεπιστήμιο, ενώ το 1930 διορίστηκε στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων ως σχεδιαστής στη Διεύθυνση Σχεδίων Πόλεων.
Το 1932 γράφτηκε στην Σχολή Καλών Τεχνών, όπου μαθήτευσε κοντά στον Κωνσταντίνο Παρθένη, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα βυζαντινής τέχνης στο εργαστήριο των Φώτη Κόντογλου και Α. Ξυγγόπουλου, μαζί με το Γιάννη Τσαρούχη. Έκανε ελεύθερες σπουδές σε Παρίσι, Βιέννη, Μόναχο και Ιταλία. Δίδαξε στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π., ζωγραφική, ιστορία της τέχνης και σκηνογραφία από το 1938, διαδοχικά ως επιμελητής, έκτακτος, μόνιμος και τακτικός καθηγητής. Την ίδια περίοδο γνωρίστηκε με άλλους σημαντικούς καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Γιάννης Μόραλης και ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο. Σε όλο το διάστημα των σπουδών ζωγραφικής ο Εγγονόπουλος παρέμεινε στη θέση του στο Υπουργείο και το 1934 τοποθετήθηκε στην Τοπογραφική Υπηρεσία, όπου μετά από έξι χρόνια μονιμοποιήθηκε με το βαθμό του Σχεδιαστή Α΄ Τάξεως.
Τα πρώτα δείγματα της ζωγραφικής του παρουσιάστηκαν το 1938 στην Έκθεση Τέχνη της Νεοελληνικής Παραδόσεως και αποτελούσαν έργα που απεικόνιζαν παλαιά σπίτια της Δυτικής Μακεδονίας. Την ίδια χρονιά σημειώθηκε και η είσοδός του στα ελληνικά γράμματα, αρχικά με τη δημοσίευση μεταφράσεων σε ποιήματα του Τριστάν Τζαρά και λίγο αργότερα, τον Ιούνιο του 1938, με την κυκλοφορία της πρώτης του ποιητικής συλλογής με τον τίτλο Μην ομιλείτε εις τον οδηγό.

Το Σεπτέμβριο του 1939 εκδόθηκε η δεύτερη ποιητική του συλλογή, Τα Κλειδοκύμβαλα της Σιωπής, ενώ το Νοέμβριο πραγματοποιήθηκε η πρώτη ατομική έκθεση ζωγραφικής του, στο σπίτι του Νίκου Καλαμάρη. Την ίδια περίοδο εργάστηκε για την παράσταση της Ηλέκτρας του Σοφοκλή στο Θέατρο Κοτοπούλη, σχεδιάζοντας τα κοστούμια των ηθοποιών και συμμετείχε σε ομαδική έκθεση Ελλήνων καλλιτεχνών στη Νέα Υόρκη.
Το 1945 αποσπάστηκε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο ως βοηθός στην έδρα Διακοσμητικής και Ελευθέρου Σχεδίου, θέση που διατήρησε μέχρι το 1956. Το 1949 συμμετείχε στην ίδρυση του καλλιτεχνικού ομίλου Αρμός με σκοπό την προώθηση μιας σύγχρονης αισθητικής πρότασης στον ελληνικό χώρο, μαζί με άλλα μέλη στα οποία περιλαμβάνονταν οι ζωγράφοι Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Μόραλης και Τσαρούχης. Παράλληλα εργάστηκε στο Υπουργείο Οικισμού και Ανοικοδομήσεως και σε συνεργασία με την αρχιτεκτονική ομάδα του Δημήτρη Πικιώνη σχεδιάζε νέα κτίρια.
Τα επόμενα χρόνια συμμετείχε σε αρκετές ομαδικές εκθέσεις, ενώ το 1954 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 27η Μπιενάλε της Βενετίας με συνολικά 72 έργα του. Την ίδια περίοδο εκλέχθηκε μόνιμος επιμελητής του Πολυτεχνείου και παραιτήθηκε οριστικά από το Υπουργείο Δημοσίων Έργων. Το 1958 του απονεμήθηκε το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας για την ποιητική συλλογή Εν Ανθηρώ Έλληνι Λόγω, ενώ το 1966 τιμήθηκε για το ζωγραφικό του έργο από το βασιλιά Κωνσταντίνο Β΄ με το παράσημο του Χρυσού Σταυρού του Γεωργίου Α΄. Το κρατικό βραβείο ποίησης θα του απονεμηθεί αργότερα για δεύτερη φορά το 1979, καθώς και το παράσημο του Ταξιάρχη του Φοίνικος. Υπήρξε μέλος του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου, της Ελληνικής Εταιρίας Αισθητικής, της Societe Europeennee de Culture κ.ά. Μιλούσε αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά. Ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών (οδού Αναγνωστοπούλου).
Πίνακές του υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη, στις Δημοτικές Πινακοθήκες Αθηνών, Ρόδου, Θεσσαλονίκης, στο Μουσείο Θεάτρου στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και σε ιδιωτικές συλλογές.
Πέθανε το 1985 από ανακοπή καρδιάς και η κηδεία του πραγματοποιήθηκε δημοσία δαπάνη στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας.
Ποιήματα του Εγγονόπουλου έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά, ισπανικά, δανικά, πολωνικά, ουγγρικά και τη βενετική διάλεκτο. Επιπλέον έχουν μελοποιηθεί από το Νίκο Μαμαγκάκη και τον Αργύρη Κουνάδη, ο οποίος έγραψε τη μουσική υπόκρουση στο ποίημα Μπολιβάρ για το δίσκο της εταιρίας Διόνυσος, σε απαγγελία του ίδιου του Εγγονόπουλου.
Το έτος 2007 ανακηρύχθηκε από τον καλλιτεχνικό κόσμο της χώρας ως "Έτος Ν. Εγγονόπουλου".
Πηγή: http://dimitriosgogas.blogspot.gr 
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος

19.3.16

ΑΛΚΙΝΟΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ

Έχω μια λέξη

Έχω μια λέξη για να πω
μα είναι το στόμα μου κλειστό
και την κρατάω μέσα μου
να μεγαλώνει.
Γύρω μου απλώνει
το φιλοθεάμον μου κενό.
Σ' ένα μονόλογο παλιό
ένα μεγάλο βόδι μου πατάει τη γλώσσα.
Ψυχή μου κλώσα,
μου είχες πει κάποια φορά
μέσα στα λόγια το πολλά
πως πριν κατέβουμε στη γη ήμαστ' αστέρια.
Σπασμένα χέρια
τώρα μου δίνεις να πιαστώ
και το μικρό μου εαυτό
μέχρι την άλλη μου ζωή θα ξεπουλάω.
Σε ποιον χρωστάω;
Σε ποιον τη λέξη μου να πω
και ποιου το χέρι τρυφερά θα την κρατήσει;
Που έχω ζήσει;
Σε τίνος τ' όνειρο να μπω
μια λέξη μόνο να του πω και να το σκάσω;
Αχ, να ξεχάσω!
Λέγαν σαν ήμουνα μικρός
πως είν' ο κόσμος σκοτεινός
μ' από τα φώτα τα πολλά πώς έχω λιώσει;
Έχω πληρώσει.
Έδωσα χώμα και νερό
μήπως σωθεί ό,τι ακριβό έχω γνωρίσει
και ό,τι γνήσιο έχω ζήσει.
Έχω ξοφλήσει.
Έχω μια λέξη για να πω
μα είναι το στόμα μου κλειστό
και την κρατάω μέσα μου
να μεγαλώνει.
Και με σκοτώνει
σ' έναν ισόβιο τοκετό
το ‘να μου μέρος το κρυφό
και νιώθω μέσα απ' τη βαθιά μου εγκυμοσύνη
αυτό που φτύνει η τεχνητή μας νοημοσύνη:
Ευγνωμοσύνη!

Απόγευμα στο δέντρο

Ο κόσμος ξεμακραίνει
ωραία στιγμή μου ξένη
Βαθαίνουν τα πηγάδια
ζωή μου που'σαι άδεια
Ο κόσμος ξεμακραίνει,είναι βράδυ
ωραία στιγμή μου ξένη,στάσου λίγο
Βαθαίνουν τα πηγάδια,το φεγγάρι
ζωή μου που'σαι άδεια,γέλα λίγο αν μ'αγαπάς
Ο κόσμος ξεμακραίνει,είναι βράδυ,μη μιλάς
ωραία στιγμή μου ξένη,στάσου λίγο αν μ'αγαπάς
Βαθαίνουν τα πηγάδια,το φεγγάρι οταν κοιτάς
ζωή μου που'σαι άδεια,γέλα λίγο αν μ'αγαπάς
Ανθίζουνε τ'αστέρια,όνειρό μου,
οταν περνάς
δωσ'μου τα δυο σου χέρια
και τον κόσμο αν μ'αγαπάς.

Φως

Ξημέρωσε το καλοκαίρι
κι ήρθε ο ήλιος να το δει και πύρωσε.
Ξημέρωσε κι όσα ο ύπνος
είχε χθες βράδυ ορκιστεί τα πλήρωσε.
Κι είναι το πρώτο φως της μέρας
που σου ταιριάζει να φοράς,
γιατί αλλιώς σε φανερώνει
κι αλλιώς σε κάνει να κοιτάς,
σαν μ' αγαπάς.
Κι έγινε η μέρα μεσημέρι
κι ήταν οι άνθρωποι βιαστικοί και τρέχανε.
Κι είχανε τ' όνειρο στο χέρι,
το βγάζαν βόλτα σα σκυλί που πέθανε.
Κι είν' ένα φως το μεσημέρι
που σου ταιριάζει να φοράς,
γιατί αλλιώς σε φανερώνει
κι αλλιώς σε κάνει να κοιτάς
σαν μ' αγαπάς.
Κοίτα πώς γέρνει τώρα ο ήλιος
και μεγαλώνει τις σκιές στα χώματα.
Και πώς κοιτάζουν προς τα μέσα
κι αφήνουν να τα φανταστείς τα χρώματα.
Κι είν' ένα φως μες το σκοτάδι
που σου ταιριάζει να φοράς,
γιατί αλλιώς σε φανερώνει
κι αλλιώς σε κάνει να κοιτάς,
σαν μ' αγαπάς.

Όσα η αγάπη ονειρεύεται

Παίρνω απόσταση απ' το χθες
να 'ρθούνε κι άλλες εποχές.
Να 'ρθουνε λύπες και χαρές
καινούριες να σου τις χαρίσω.
Παίρνω απόσταση απ' το χθες
για να μπορέσω να με θες
να βρω τραγούδια, μουσικές
καινούριες να σου τραγουδήσω.
Έλα μη μου καίγεσαι,
θα σου χαρίσω ό,τι θες
έλα μη μου καίγεσαι,
όλα μου τ' αύριο και τα χθες
στο τώρα θα τα κλείσω
Όσα η αγάπη ονειρεύεται,
τα αφήνει όνειρα η ζωή.
Μα όποιος στ' αλήθεια ερωτεύεται
κάνει τον πόνο προσευχή,
βαρκούλα κάνει το φιλί
και ξενιτεύεται.
Παίρνω απόσταση άμα θες
κι από τις πρώτες μας ματιές,
για να μπορέσω με γητειές
καινούργιες να στις ξαναδώσω.
Βρίσκω στον έρωτα γιατρειές
να τον γιατρέψω απ' τις πληγές
και στολισμένο χαρακιές
καινούριες να τον ξανανιώσω.
Έλα μη μου καίγεσαι
θα σου χαρίσω ό,τι θες
έλα μη μου καίγεσαι
όλα μου τ' αύριο και τα χθες
στο τώρα θα τα κλείσω
Όσα η αγάπη ονειρεύεται
τα αφήνει όνειρα η ζωή
μα όποιος στ' αλήθεια ερωτεύεται
κάνει τον πόνο προσευχή,
βαρκούλα κάνει το φιλί
και ξενιτεύεται.

ο κόσμος που αλλάζει

Μεγάλο δέντρο ο στεναγμός, μεγάλη κι η σκιά του
απλώνει ρίζες στην ψυχή, στο σώμα τα κλαδιά του
Μα όπως ανοίγει ένα πουλί φτερούγα στον αέρα
το δέντρο γίνεται γιορτή και φτερουγίζει η μέρα
Πόσες φορές να σου το πω, πόσες να στο μηνύσω?
Να σου το πω ψιθυριστά ή να στο τραγουδήσω?
Θα σου το πω ψιθυριστά, όπως μιλάει το βλέμμα
που κρύβει μες τη σιγαλιά του κόσμου όλο το αίμα
Αυτός ο κόσμος που αλλάζει
πως σου μοιάζει, πως σου μοιάζει
Αυτός ο κόσμος που αλλάζει
με τρομάζει, με τρομάζει
Χαμένοι μοιάζουμε, λοιπόν, στο γύρο του θανάτου
στην παγωνιά του οριστικού, στον τρόμο του αοράτου
Μα οριστικά θα ‘χεις χαθεί, μονάχα αν το διαλέξεις
όπως διαλέγει η μουσική τα λόγια και τις λέξεις
Αυτός ο κόσμος που αλλάζει
πως σου μοιάζει, πως σου μοιάζει
Αυτός ο κόσμος που αλλάζει
με τρομάζει, με τρομάζει

Πηγή: http://dimitriosgogas.blogspot.gr/
Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.


ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ Αφιερωμένο σε όσες και όσους τολμούν ακόμα να Ονειρεύονται.

Το χρώμα του φεγγαριού

- Tι χρώμα έχει η λύπη; Ρώτησε το αστέρι την κερασιά και παραπάτησε στο ξέφτι κάποιου σύννεφου που περνούσε βιαστικά. Δεν άκουσες; Σε ρώτησα, τι χρώμα έχει η λύπη;
- Έχει το χρώμα που παίρνει η θάλασσα την ώρα που γέρνει ο ήλιος στη αγκαλιά της. Ένα βαθύ άγριο μπλέ.
- Τι χρώμα έχουν τα όνειρα;
- Τα όνειρα; Τα όνειρα έχουν το χρώμα του δειλινού.
- Τι χρώμα έχει η χαρά;
- Το χρώμα του μεσημεριού αστεράκι μου.
- Και η μοναξιά;
- Η μοναξιά έχει χρώμα μενεξελί.
- Τι όμορφα που είναι τα χρώματα! Θα σου χαρίσω ένα ουράνιο τόξο, να το ρίχνεις επάνω σου όταν κρυώνεις.
Το αστέρι έκλεισε τα μάτια του και ακούμπησε στο φράκτη. Έμεινε κάμποσο εκεί και ξεκουράστηκε.
- Και η αγάπη; Ξέχασα να σε ρωτήσω, τι χρώμα έχει η αγάπη;
- Το χρώμα που έχουν τα μάτια του Θεού, απάντησε το δέντρο.
- Τι χρώμα έχει ο έρωτας;
- Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, όταν είναι πανσέληνος.
- Έτσι ε; Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, είπε τo αστέρι ... Κοίταξε μακριά στο κενό ... Και δάκρυσε ...
- Πες μου ένα χαρούμενο τραγούδι για την ζωή, είπε το δέντρο στο αστέρι του.
- Το τραγούδι που λέει η καγκελόπορτα, όταν ανοίγει και μπαίνει κάποιος που αγαπάς.
- Δείξε μου ένα ακριβό στολίδι.
- Τα καράβια και τους Ινδιάνους με τα βέλη και τα πολύχρωμα φτερά, που είναι ζωγραφισμένα στους άσπρους τοίχους μιας καμαρούλας.
- Όμορφη βραδιά απόψε. Aκου, πως τραγουδάει το τριζόνι!
Σε λίγο θα βγεί ο Αυγερινός. Σε λίγο θα ξημερώσει. Κοίτα που ξεχάστηκε μια ξελογιασμένη καρδερίνα. Και ξαγρυπνά. Κοιτάζει το φεγγάρι. Και ονειρεύεται ...
- Σε λίγο θα ξημερώσει ... Κοίτα που ξεχάστηκαν κάποιοι ξελογιασμένοι άνθρωποι. Και ξαγρυπνούν. Κοιτάζουν το φεγγάρι. Κι ονειρεύονται...
Ονειρεύονται και ελπίζουν

Τι φταις αλήθεια......

Τι φταις αλήθεια.
Κανείς δε σου 'μαθε το δρόμο για το "εμείς".
Και το χειρότερο, κανένας δε σε εκπαίδευσε να επενδύεις στο "εγώ".
Σαν επαίτης εκλιπαρείς μπροστά στην πόρτα του "εσείς".
Έσπασες αμέτρητες φορές τα μούτρα σου, προσπαθώντας ανάμεσα σε σκοτάδια ν' ανακαλύψεις το "εσύ".
Σ' έπιασε πάντα πανικός στη θέα και στη σκέψη του "αυτοί".
Και στην απελπισία, στο χαμό σου, φώναζε "Αυτός! Αυτός!"
Κι έπιασες ένα πιστόλι, να πολεμάς.
Τι φταις!

Ρίσκο

Είσαι για ένα ταξίδι στ'ανοιχτά;
Είσαι για ένα ρίσκο;
Θελω να μου υποσχεθείς
πως δε θα πάρεις
μετεωρολογικό δελτίο.
Πως δε θα χεις μαζί σου
προμήθειες και αποσκευές.
Πως δε θα γεμίσεις
το πλεούμενο με σωσίβια.
Θα δέσουμε την άγκυρά μας
στα φτερά των γλάρων.
Και θα ορίσουμε τιμονιέρη μας
το πιο τρελό δελφίνι.
Θα σου χαρίσω
όλο το γαλάζιο του πελάγου.
Όλο το χρυσαφι του ήλιου.
Όλο το ροζ του δειλινού.
Να χεις χρώματα πολλά
να βάφεις τους πόθους και τις σκέψεις σου.
Θα γεμίσω τ'αμπάρι μας με ονειρα.
Να χεις πολλά.
Να μη φοβάσαι πως θα σου τελειώσουν.
Αν έχει λιακάδα θα απλώσουμε
τα δίχτυα της ζωής μας στην κουβέρτα
και θα μπαλώσουμε τις τρύπες

που μας ανοιξαν τα σκυλόψαρα.
Αν έχει βροχή θα βγάλουμε τη ψυχή μας
στ΄άλμπουρο να ξεπλυθεί.
Είσαι επιτέλους, για ένα ταξίδι στ ανοιχτά;
Για ένα ρίσκο;
Πηγή: http://dimitriosgogas.blogspot.gr/ 
Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ Ένα μικρό αφιέρωμα για την ημέρα ποίησης 21 Μαρτίου ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.

Δεν έχεις τι να χάσεις

Καλὰ τὰ βγάζει πέρα ἡ μοναξιὰ
φτωχικὰ ἀλλὰ τίμια.
Ἀλλοῦ κοιμᾶται αὐτὴ
κι ἀλλοῦ τὸ ἐγκρατὲς σκεπτικὸ ἐάν.
Μόνο καμιὰ φορὰ
σὲ πειραματισμοὺς τὴν παρασύρει
ἡ περιέργεια
- ὄφις προγενέστερος
καὶ πιὸ φανατικὸς
ἀπ᾿ τὸν νερόβραστον ἐκεῖνον τῆς μηλέας.
Δοκίμασε τῆς λέει, μὴ φοβᾶσαι
δὲν ἔχεις τί νὰ χάσεις
καὶ τὴν πείθει
νὰ κουλουριάζεται πνιχτὰ
νὰ τρίβεται σὰ γάτα ἀνεπαίσθητη
πάνω στὸν διαθέσιμο ἀέρα
ποῦ ἀφήνεις προσπερνώντας.
Ἀπόλαυση πολὺ μοναχικότερη
ἀπὸ τὴ στέρησή της.

Γράμμα

Ὁ ταχυδρόμος,
σέρνοντας στὰ βήματά του τὴν ἐλπίδα μου
μοῦ ῾φερε καὶ σήμερα ἕνα φάκελο
μὲ τὴ σιωπή σου.
Τὸ ὄνομά μου γραμμένο ἀπ᾿ ἔξω μὲ λήθη.
Ἡ διεύθυνσή μου ἕνας ἀνύπαρκτος δρόμος.
Ὅμως ὁ ταχυδρόμος
τὸν βρῆκε ἀποσυρμένο στὴ μορφή μου,
κοιτώντας τὰ παράθυρα ποὺ ἔσκυβαν μαζί μου,
διαβάζοντας τὰ χέρια μου
ποὺ ἔπλαθαν κιόλας μιὰ ἀπάντηση.
Θὰ τὸν ἀνοίξω μὲ τὴν καρτερία μου
καὶ θὰ ξεσηκώσω μὲ τὴ μελαγχολία μου
τ᾿ ἄγραφά σου.
Κι αὔριο θὰ σοῦ ἀπαντήσω
στέλνοντάς σου μιὰ φωτογραφία μου.
Στὸ πέτο θὰ ἔχω σπασμένα τριφύλλια,
στὸ στῆθος σκαμμένο
τὸ μενταγιὸν τῆς συντριβῆς.
Καὶ στ᾿ αὐτιά μου θὰ κρεμάσω-συλλογίσου-
τὴ σιωπή σου.

"πληθυντικός αριθμός"-

Ο έρωτας,
Όνομα ουσιαστικόν,
πολύ ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,
γένους ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός αριθμός
Οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.
Ο φόβος,
όνομα ουσιαστικόν,
στην αρχή ενικός αριθμός
και μετά πληθυντικός:
οι φόβοι.
Οι φόβοι
Για όλα από δω και πέρα.
Η μνήμη,
κύριο όνομα των θλίψεων,
ενικού αριθμού,
μόνον ενικού αριθμού
και άκλιτη.
Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.
Η νύχτα,
όνομα ουσιαστικό,
γένους θυληκού,
ενικός αριθμός.
Πληθυντικός αριθμός
οι νύχτες.
Οι νύχτες από δω και πέρα.

Συνέντευξις

Φυσικά και ονειρεύομαι
Ζει κανείς μόνο μ' ένα ξερό μισθό;
Πόσο συχνά;
Κάθε που εγκαταλείπουν συχνότατα όλοι.
Επηρεάζουν τους απόντες τα όνειρα μας;
Βέβαια. Το ξανασκέφτονται καλά
και μάλλον μετανοιώνουν οριστικά τους όλοι.
Είναι ελευθέρα η είσοδος;
Όχι εντελώς. Ζητάω την άδεια του ονείρου
πριν ελπίσω, Μου την δίνει εν γένει
μαζί με κάποιες οδηγίες αυστηρές.
Να πιστέψω δίχως να αγγίξω
να μην μιλήσω διόλου στον καπνό
γιατί είναι υπνοβάτης και θα πέσει
μόνο δια του βλέμματος ν' αφήσω
το αίτημα μου στην κρεμάστρα
ό,τι μου δοθεί να το δεχτώ
κι ας μην έχει καμιά ομοιότητα
μ αυτό που ζωγραφίζει η έκκληση μου-
θα την επανεύρει μόλις ξαναχαθεί.

Ένα μόνο δεν μου δίνει το όνειρο
Το όριο. Ως που να κινδυνέψω.
Γιατί τότε πια δεν θα ήταν όνειρο.
Θα' ταν γεράματα.

Νοσταλγία


Τον θυμάμαι ακόμα.
Παράξενο πολύ,
γιατί όσο ένα ανοιξιάτικο σύννεφο έμεινε,
όσο χρειάζεται για να ειπωθεί ένα αντίο.
Υπέροχο μνημείο.
Διάχυτος σαν μυρουδιά,
απροσδιόριστος σαν το άπειρο,
βλέμμα σάμπως σ’ ατέλειωτη νύχτα.
Μπροστά μας ένα σταχτοδοχείο
όπου τινάζαμε μια τεφρωμένη ολοκλήρωση.
Το ρολόγι του σχεδίαζε με το χρόνο
κάποιο ξεκίνημα πικρό.
Και τότε εγώ
σήκωνα το ποτήρι
και πίναμε μαζί κάποιο σαλπάρισμα
ανάκατο με μια σιγή.
Στο χωρισμό μήτε αντίο

μήτε φιλί.

Έκστασις

Το μικρό μου παιδί
σοβαρή αταξία έκανε πάλι.
Στο πεζούλι του σύμπαντος σκαρφάλωσε,
σκούντησε με το χέρι του
το κρεμασμένο στον τοίχο τ' ουρανού
κόκκινο πιάτο,
κι έχυσε όλο το φως επάνω του.
Ο θεός απόρησε
που είδε τον ήλιο
ντυμένο ρούχα παιδικά
να κατεβαίνει τρέχοντας
της φαντασίας μου τη σκάλα
και να 'ρχεται σε μένα.
Κι εγώ κάθομαι
τώρα
και μαλώνω αυστηρά
το μικρό μου παιδί
ενώ κλέβω κρυφά
τον χυμένο επάνω του ήλιο.

Πηγή: http://dimitriosgogas.blogspot.gr/
Aνιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος

ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Ὁ ἔρωτας τῶν χρωμάτων καὶ τῆς προσωπικῆς δημιουργίας

Ἀξιότιμε κύριε,

Ἀπὸ ἐδῶ ποὺ βρίσκομαι (καὶ μένω ἀπὸ πολλοὺς καιροὺς σ᾿ αὐτὸ τὸ μακρινὸ ἀστέρι), κάπου κάπου ἔχω τὴν περιέργεια καὶ παρακολουθῶ τὰ δικά σας, ὄχι βέβαια γιὰ νὰ δῶ ἂν θὰ γράψουν κάτι γιὰ μένα, ὅσο γιὰ νὰ ἱκανοποιήσω παλιὲς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες.
Ἡ τύχη τό ῾φερε νὰ κατοικῶ στὸν Παράδεισο περίπου δεκαπέντε χρόνια. Ζῶ ἐντελῶς φανταστικὰ (αὐτὴ τὴ λέξη δὲν μπορῶ νὰ σᾶς τὴν ἐξηγήσω πρόχειρα) καὶ αὐτὸ μοῦ δημιουργεῖ περίπλοκα προβλήματα. Ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ εἶναι πὼς δὲν ἔχω κανέναν γνωστό μου γιὰ παρέα. Εἶναι περίεργο καὶ ἐξωφρενικὸ μέσα σὲ τόσες χιλιάδες νὰ μὴν μπορῶ νὰ διακρίνω ἕναν ἄνθρωπο τῆς γειτονιᾶς μου. Ὅσο γιὰ κείνους ποὺ γνώριζα ἀπ᾿ τὶς ἐφημερίδες (ἐπιστήμονες, ἀθλητές, καλλιτέχνες), αὐτοὶ ζοῦν ὅπως τὰ ξέρετε καὶ στὴ Γῆ. Κῆποι, μέγαρα, αὐτοκίνητα καὶ βέβαια μαζί μας καμιὰ ἐπαφή. Νομίζω ὅμως πὼς αὐτὲς οἱ δυσκολίες δημιουργοῦνται καμιὰ φορὰ κι ἀπ᾿ τὶς ἀπρόβλεπτες καταστάσεις, καθὼς βλέπω νύχτα μέρα νὰ μεταφέρονται σὲ πολὺ μακρινὲς ἀποστάσεις ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ κάποτε γνωριστήκαμε. Χῶρος φυσικὰ ὑπάρχει, ἀλλὰ μέχρι νὰ τακτοποιηθοῦν ὅπως πρέπει, τὰ προβλήματα ποὺ ἐμφανίζονται κάποια στιγμὴ δημιουργοῦν ἐξωφρενικὲς δυσχέρειες. Σ᾿ ἕναν ἀπὸ τοὺς τελευταίους πολέμους μαζεύτηκαν ξαφνικὰ τόσοι πολλοί, φέρνοντας μαζὶ καὶ τὰ παιδιά τους, ποὺ ἀναγκάστηκαν νὰ τοὺς βάλουν νὰ κοιμοῦνται σὲ ράντζα στοὺς διαδρόμους τῶν κτιρίων μέχρι ν᾿ ἀποφασιστεῖ σὲ ποιὰ κτίρια θὰ τοποθετηθοῦν ὁριστικά. Γιὰ παράδειγμα ἔχω νὰ σᾶς ἀναφέρω, γιὰ τὸ γοῦστο τοῦ πράγματος, τὸ ἑξῆς.
Πρὶν ἀπὸ μένα, στὸ ἴδιο δωμάτιο ποὺ μένω τώρα, ἔμενε κάποιος ποιητής. Μὲ τὴν ποίηση πάντα μὲ ἔδενε μία μυστικὴ σχέση. Ἔχω περάσει πολλὲς νύχτες ἀγρυπνώντας, διαβάζοντας ποιήματα σ᾿ ἐκεῖνο τὸ σαραβαλιασμένο σπίτι τῆς ὁδοῦ Εὐβοίας. Συχνὰ τύχαινε νὰ παρακολουθῶ καὶ ποιητικὰ βραδινὰ ποὺ ἦταν τόσο τῆς μόδας σ᾿ ἐκεῖνα τὰ ἠλίθια χρόνια.
Εἶχα γνωρίσει κάμποσους ποιητὲς καὶ μεταξὺ ἐκείνων κι ἐτοῦτον καὶ χάρηκα ποὺ τὸν συνάντησα καὶ δὲν ἔβλεπα τὴν ὥρα νὰ τοῦ τὸ πῶ καὶ ἴσως νὰ μὲ θυμόταν καὶ νὰ κάναμε παρέα. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ὅταν ἔφτασα, μοῦ λέει ὁ ἄγγελος ἐσὺ θὰ μείνεις ἐδῶ καὶ ὁ ποιητὴς θὰ περάσει ἀπέναντι.
Ὁ ποιητὴς ποὺ ἦταν μονόχνωτος ἄνθρωπος, βασανισμένος εἶναι ἡ ἀλήθεια ἀπὸ τὶς ἀρρώστιες, τὶς φυλακὲς καὶ τὴ γυναίκα του, σηκώθηκε καὶ πῆγε ἀπέναντι μὲ μισὴ καρδιά, ἀλλὰ στὴν ἀπέναντι πολυκατοικία δὲν εἶχε, λέει, ἀρκετὴ θέρμανση κι αὐτὸ τὸν στενοχώρησε.

Ἔρχεται πίσω ἀμέσως καὶ σὰν μαινόμενος ταῦρος μοῦ λέει:

-Ἐσεῖς, κύριε, γράψατε ποτὲ στὴ ζωή σας;

-Ὄχι, λέω ἐγὼ καὶ κοκκινίζω καὶ νὰ τώρα ἐγώ, ποὺ ποτὲ δὲν εἶχα πεῖ στὴ ζωή μου ψέματα, ἀναγκάζομαι νὰ τοῦ λέω μέσα στὸν Παράδεισο.

-Τότε, μοῦ λέει, ἢ εἶστε μουσικὸς ἢ ζωγράφος.

-Ναί, λέω ἐγὼ καὶ ἀνασαίνω κανονικά, ποὺ ἐπιτέλους λέω καθαρὰ αὐτὸ ποὺ μὲ βασάνισε τόσα χρόνια καὶ ποὺ δὲν τόλμησα ποτὲ νὰ τὸ πῶ καὶ ποὺ κανεὶς ποτὲ δὲν μοῦ ῾χε ἀναγνωρίσει. Εἶμαι ζωγράφος, κύριε.

-Νὰ πᾶτε μὲ τοὺς ζωγράφους, λέει μοχθηρά. Ἐκεῖ εἶναι ἡ θέση σας.

Ὁ ἄγγελος, ποὺ ὅλη ἐκείνη τὴν ὥρα ἄκουγε σιωπηλός, τοῦ εἶπε πὼς μποροῦσε νὰ κάνει ὑπομονὴ λίγες ὧρες μέχρι νά ῾ρθει ἀπὸ τὴ Γῆ κάποιος ὑδραυλικὸς νὰ διορθώσει τὸ καλοριφέρ. Ὁ ποιητὴς ἦταν ἀνένδοτος. Τὸν παρεκάλεσα κι ἐγώ, ἀλλὰ μάταια. Μ᾿ ἔβαλαν μὲ τοὺς ζωγράφους, λοιπὸν (τοὺς ὁποίους, εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, δὲν εἶδα ἀκόμη) καὶ ἡσύχασα, ὥσπου μία μέρα μὲ εἰδοποίησαν ὅτι μποροῦσα νὰ ἐγκατασταθῶ στὸ δωμάτιο τοῦ ποιητῆ. (Φαίνεται ὅτι σκοτεινοὶ κύκλοι μεσολάβησαν καὶ ἤθελαν νὰ μὲ διώξουν ἀπὸ τὶς τάξεις τῶν ζωγράφων, δεδομένου ὅτι δὲν εἶχα κανενὸς τὴν ἀναγνώριση ὅσο ζοῦσα καὶ δυστυχῶς αὐτὴ ἡ ἄδικη τύχη μὲ ἀκολουθοῦσε καὶ στοὺς οὐρανούς...). Ρώτησα τί συμβαίνει καὶ μοῦ εἶπαν ὅτι ὁ ποιητὴς μεταφερόταν ἀλλοῦ, δίπλα στοὺς μεγάλους ποιητὲς τοῦ ταλαιπωρημένου γένους μας, ὅτι στὴ Γῆ εἶχε ἀνακηρυχτεῖ ἀθάνατος κι ὅτι ὑπαίτιος γι᾿ αὐτὸ ἦταν ὁ ποιητὴς Τάκης Σινόπουλος, ποὺ μεσολάβησε καὶ γράφτηκε κάτι γι᾿ αὐτὸν σ᾿ ἕνα περιοδικὸ τῆς συμφορᾶς, μὲ τὴ σκέψη νά ῾χει κάποιον νὰ μιλάει, ὅταν θὰ ῾ρχόταν κι αὐτὸς κάποτε στὰς αἰωνίους μονάς.
Πέρασαν ὅμως τόσα χρόνια καὶ κανένας ἀληθινὸς ποιητὴς δὲν ἔρχεται, δεδομένου ὅτι αὐτὰ τὰ πράγματα μαθαίνονται ἀμέσως. Ἕνας στιχουργὸς ἦρθε μόνο, ταλαιπωρημένος καὶ δυστυχῆς, καὶ μοῦ ῾φερε τὸ ἀπόκομμα τῆς ἐφημερίδας ποὺ γράψατε γιὰ μένα, αὐτὸ ποὺ λέτε ὅτι ἀνακαλύψατε τὰ ἔργα μου σὲ μιὰ ἀποθήκη καὶ ἦταν ἕτοιμα νὰ τὰ πετάξουν στὰ σκουπίδια καὶ τὰ σώσατε - τί εὐγένεια! - καὶ λέτε ἀκόμη ὅτι ἀρχίσατε κιόλας ἔρευνες γιὰ τὴ ζωή μου νὰ μάθετε τὰ τί καὶ τὰ πῶς, τί τὰ θέλετε ἀλήθεια; - καὶ δὲν βρίσκετε, λέτε, κανένα ποὺ νὰ εἶχε ὑποψιαστεῖ ὅτι ζωγράφιζα καὶ δὲν ἔχω δυστυχῶς τὰ ὑπόλοιπα ἄρθρα σας, μοῦ λείπουν, δὲν ἔχω τὴ δυνατότητα νὰ τὰ βρῶ καὶ πῶς ἄλλωστε νὰ μοῦ τὰ στείλετε, τέλος πάντων.
Συνεχίζω χωρὶς νὰ κρατῶ καμία σειρὰ καὶ ἀπαντώντας ὅσο μπορῶ στὰ πιὸ κύρια σημεῖα τοῦ ἄρθρου σας γιὰ τὴν ἀθέατη ζωὴ καὶ τὸ ἔργο μου. Κατ᾿ ἀρχὴν ἐδῶ εἶμαι ὑπεύθυνος, κάτι σὰν ἐπιστάτης, σ᾿ ἕνα μεγάλο περιβόλι καὶ τὸν τελευταῖο καιρὸ ἔχει πέσει πολλὴ δουλειά. (Συνεχίζω τὸ γράμμα μου ὕστερα ἀπὸ δέκα χρόνια ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ ἄρχισα κι αὐτὸ γιατὶ δὲν προλαβαίνω μήτε νὰ τὸ ξαναδιαβάσω μήτε νὰ θυμηθῶ ἂν ἐκεῖνα ποὺ σᾶς ἔγραψα πιὸ πάνω τὰ ξαναγράφω).
Καὶ κάποτε στὴ ζωή μου, λοιπόν, ἦρθαν τὰ πιὸ θλιβερά. Ἔβλεπα νὰ πεθαίνουν ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο καὶ τὸ σπίτι μία ἐποχὴ μοῦ φαινόταν πολὺ μικρὸ κι ἄλλοτε ἀπέραντο. Τὸ ἐπάνω πάτωμα εἶχε ἀχρηστευτεῖ σχεδὸν οὔτε ἀνέβαινα πιά, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἄκουγα κάποιους θορύβους καὶ κάτι σὰν λαχανιασμένα τρεχαλητά. Ἤξερα βέβαια πὼς θὰ ἦταν ἀνόητο νὰ πιστέψω ὅτι ὑπάρχουν φαντάσματα, ἀλλὰ ὅσο οἱ θόρυβοι μεγάλωναν κάθε νύχτα τόσο καὶ πίστευα πραγματικὰ στὴ μοναξιά μου. Ἔτσι καὶ κάπως ἔτσι ἔμαθα νὰ ζῶ στὴ μοναξιά.
Ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἀκολούθησαν, ὄχι πὼς εἶναι δύσκολο νὰ τὰ πῶ, ἀλλὰ ὅση προσοχὴ καὶ νὰ δώσετε δὲν θὰ τὰ καταλάβετε ποτέ. Θέλω νὰ πῶ, ἦταν τὰ δικά μου πράγματα ποὺ δὲν τὰ μοιράστηκα μὲ κανένα. Ὁ φόνος ποὺ ἔγινε ξαφνικὰ ἔφερε μπροστὰ στὰ μάτια μου ἄλλες ἐποχές, ὅταν ξανάβλεπα τὴ θεία μου Ἀννεζούλα νὰ βγαίνει στοὺς δρόμους μὲ τὰ νυχτικά, ξεχτένιστη, σκέτη κόκαλα, τότε ποὺ θά ῾τανε γύρω στὰ ἐνενῆντα καὶ νὰ φωνάζει τὸν αἴτιο γιὰ τὴ ζωή της. Ποιὸν αἴτιο ποτὲ δὲν ἔμαθα. Δικά της πράγματα, σκοτωμένα, χαμένα. Δὲν θυμᾶμαι τὴ σειρὰ ποὺ πέθαναν ὅλοι τους, γιατὶ τὸ ἡμερολόγιο ποὺ κρατοῦσα ἐκεῖνα τὰ χρόνια μία στιγμὴ τό ῾καψα. Ἦρθαν δύσκολες ἐποχὲς κι ἐγὼ ποὺ τότε ζωγράφιζα μὲ τὴν ψυχὴ στὸ στόμα, κολλοῦσα μὲ ἀλευρόκολλα στὸ πίσω μέρος τοῦ πίνακα ἐφημερίδες γιὰ νὰ συγκρατηθεῖ τὸ ἄθλιο χαρτόνι. Τότε ἀναγκάστηκα νὰ νοικιάσω τὸ ἐπάνω πάτωμα.
Στὴν ἀρχὴ ἦρθαν δυὸ φοιτητὲς τῆς φιλολογίας κι ὅταν ἔφυγαν, ἦρθαν κι ἄλλοι κι ἄλλοι, ὥσπου ἔγινε τὸ κακὸ ποὺ σᾶς εἶπα γιὰ δικά τους πράγματα. Εἶναι ἀνόητο αὐτὸ ποὺ θὰ πῶ, ἀλλὰ συνέβαινε τὸν φόνο νὰ τὸν ἀκούω πολὺν καιρὸ πρὶν γίνει. Μ᾿ αὐτὴ τὴν περιπέτεια πρώτη φορὰ στὴ ζωή μου ἦρθα σ᾿ ἐπαφὴ μὲ δικηγόρους, ἀστυνομίες καὶ δικαστήρια.
Θ᾿ ἀναρωτιέστε ἀκόμη μὲ τί νὰ μοιάζω. Ἔτσι ποὺ γράψατε τὸ ἄρθρο σας ὁ κόσμος νομίζω ὅτι δὲν κατάλαβε τίποτα. Τὰ μάτια μου, ἔτσι ὅπως τὰ περιγράφετε, τὰ τοποθετήσατε στὸ πίσω μέρος τοῦ κεφαλιοῦ μου, εἶμαι χωρὶς χέρια, μ᾿ ἕνα πόδι ἀνάπηρο, ρημαγμένο ἀπὸ τοὺς ρευματισμοὺς κι ὁ ὑπόλοιπος σακατεμένος ἀπὸ τὴ μυωπία καὶ τὸ ἕλκος.
Τώρα ποὺ σᾶς γράφω γι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα, αἰσθάνομαι κάτι ἄδειο. Σὰ νά ῾χουν ξεκολλήσει τὰ σπλάγχνα μου. Δὲν μπορῶ νὰ ἐξηγήσω τίποτα. Ἂν βρισκόμαστε κάποτε μαζί, θὰ σᾶς μιλοῦσα ἀλλιῶς καὶ θά ῾τανε καλύτερα. Ἀλλὰ ὅπως μοῦ ἐξήγησαν, ἐδῶ θ᾿ ἀργήσουμε πάρα πολὺ νὰ συναντηθοῦμε. Ἴσως ἂν προσέξετε τ᾿ αὐτοκίνητα, πάρα πάρα πολύ. Ὡς ἐκείνη τὴν ὥρα λοιπὸν θὰ μπορεῖτε νὰ διακρίνετε καλύτερα τὸ μήνυμά μου. Ἀφήνω στὰ χέρια σας πολλὲς λαχτάρες καὶ πολλοὺς φόβους. Ἂν ψάξετε, θὰ τὰ βρεῖτε. Συμβουλὲς δὲν ἔχω νὰ δώσω σὲ κανένα. Ἔχω ἀπαλλαγεῖ ἐδῶ πάνω ἀπὸ πολλὲς ἀδυναμίες. Κάποτε, ξαφνικά, αἰσθάνομαι κάτι νὰ μὲ βασανίζει, ἀλλὰ μπορῶ καὶ ξέρω τί εἶναι. Λέω: αὐτὸ εἶναι ἐπιθυμία γιὰ νερό, γιὰ φαγητό, γιὰ ὕπνο. Ἐκεῖνο ἦταν ἡ ἀνάγκη νὰ ξεκουραστῶ, νὰ συναντήσω καὶ νὰ κοιμηθῶ μὲ μία γυναίκα καὶ τὸ ἄλλο ποὺ ἔνιωσα πρὶν ἀπὸ λίγο, νὰ πάω στὴν τουαλέτα.
Στὴ Γῆ μὲ βασάνισαν πολὺ αὐτὰ τὰ καθημερινὰ καὶ τὰ πρακτικά. Ἰδίως, αὐτὰ τὰ τελευταῖα, μὲ ἀρρώσταιναν. Τύχαινε νὰ μὴν μπορῶ μήτε τὰ ἐλάχιστα. Τὸ χειρότερο: δὲν ἤξερα τί μοῦ συμβαίνει. Τώρα μπορῶ καὶ ἡσυχάζω. Δὲν κοιμᾶμαι καθόλου κι ὅμως, ποτὲ δὲν αἰσθάνθηκα τὴν ἀνάγκη νὰ κοιμηθῶ ἢ νὰ φάω. Χτυπάω τὰ χέρια μου στ᾿ ἀγκάθια ἢ σ᾿ ἐκεῖνα ποὺ νομίζω ὅτι εἶναι ἀγκάθια, ἀλλὰ δὲν βγαίνει οὔτε μία σταγόνα αἷμα. Πρῶτα μποροῦσα νὰ πανικοβληθῶ. Ἔχω δέρμα, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι δὲν εἶναι. Καὶ τὰ χέρια μου παρ᾿ ὅλο ποὺ τὰ βλέπω κανονικὰ ἐντούτοις μποροῦν νὰ φτάσουν ὁπουδήποτε.
Ἐδῶ ὑπάρχουν λίμνες καὶ ποτάμια, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ἔχουν μέσα δὲν εἶναι νερό. Οἱ παλιοὶ θρύλοι στὴ Γῆ μιλοῦσαν γιὰ δάκρυα. Μὴν πιστεύετε τίποτα. Ἦταν ὁ φόβος καὶ ἡ ἄγνοια τῶν ἀνθρώπων ποὺ τοὺς ἀνάγκαζε νὰ ἐπινοοῦν τέτοιες ἱστορίες. Δὲν εἶναι λοιπὸν νερὸ μήτε δάκρυα. Καὶ τὰ καράβια ποὺ βλέπω στὶς θάλασσες μὲ ναυάρχους καὶ ναῦτες παρατεταγμένους σὰν λαϊκὲς ζωγραφιὲς ἀπὸ τὸν ἀγώνα τοῦ Εἰκοσιένα, δὲν εἶναι καράβια. Μᾶλλον (δὲν τόλμησα, βλέπετε, ἀκόμα νὰ κάνω πολλὲς ἐρωτήσεις) εἶναι κι αὐτὸ οἱ παλιὲς ἐπιθυμίες ἢ τὰ ὁράματα γιὰ πράγματα ποὺ γνωρίσαμε πολὺ λίγο ἢ ποὺ θέλαμε νὰ δοῦμε ἀπὸ κοντά.
Καὶ κάποτε, γιὰ νὰ συνεχίσω αὐτὲς τὶς σκόρπιες γραμμὲς (ποὺ φαντάζομαι νὰ μὴ σᾶς ζαλίζουν), σταμάτησα νὰ ζωγραφίζω. Μέσα μου ἡ ἴδια φωνὴ ποὺ ἄλλοτε μὲ ἀνάγκαζε, τώρα μοῦ ῾λεγε πὼς ἔπρεπε νὰ σταματήσω. Ὅσο κι ἂν λένε ὅτι ὁ τάδε πέθανε πάνω στὰ γραφτά του ἢ ὁ τάδε ἠθοποιὸς πάνω στὴ σκηνή, αὐτὴ ἡ διάθεση μὲ χτυπάει στὸ κεφάλι. Σταμάτησα λοιπὸν καὶ προσπάθησα ν᾿ ἀσχοληθῶ μὲ κάτι ἄλλο, τί ἄλλο;
Γονάτιζα καὶ παρακαλοῦσα τοὺς ἁγίους. Τὴ νύχτα ἔβλεπα ἀγγέλους στὸν ὕπνο μου καὶ τὸ πρωὶ τοὺς ζωγράφιζα. Ὅταν μ᾿ ἔπιασαν οἱ ρευματισμοί, τότε ζωγράφιζα πραγματικὰ μέσα στὸν ὕπνο μου. Τὸ περίεργο καὶ τὸ ἐξωφρενικὸ εἶναι πὼς ὅταν δὲν τέλειωνε ἕνας πίνακας στὸ πρῶτο ὄνειρο, τὸν συνέχιζα τὴν ἄλλη νύχτα. Τότε ἦταν ποὺ προσπάθησα νὰ συνθέσω εἰκόνες ἀπὸ πράγματα ποὺ γνώρισα πολὺ λίγο ἢ ἐκεῖνα ποὺ δὲν τὰ γνώρισα ποτέ. Καὶ ἀναφέρομαι σ᾿ ἐκεῖνα ποὺ ἀνέφερα παραπάνω, τὰ σχετικὰ μὲ τὰ δικαστήρια. Ἔλεγα: «Πῶς μπορεῖ νά ῾ναι τὸ ἐσωτερικὸ μιᾶς φυλακῆς;». Μετὰ ὅμως δὲν σκεφτόμουν τὴ φυλακή. Τὸ μυαλό μου πήγαινε στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἦταν κλεισμένοι ἐκεῖ μέσα καὶ σ᾿ ἐκείνους τοὺς δικούς τους ποὺ ἔμεναν ἔξω, ἀλλὰ ἡ καρδιά τους ἦταν δοσμένη σ᾿ ἐκείνους καὶ ἦταν κι ἐκείνη φυλακισμένη. Στὸ δικαστήριο εἶδα πολλὲς τέτοιες σκηνὲς καὶ μία στιγμὴ δὲν καταλάβαινα ποιὸς εἶναι ὁ κατηγορούμενος καὶ ποιὸς ὁ ἀθῶος πατέρας του, ποὺ ἦρθε νὰ τὸν συνδράμει καὶ νὰ τὸν ἐμψυχώσει κι ἔβλεπα μάρτυρες χωριάτες μὲ κουμπωμένο ὡς ἀπάνω τὸ πουκάμισο, χωρὶς γραβάτα, φτωχοὺς καὶ στραβογηρασμένους μὲ κόκκινο σταφιδιασμένο πρόσωπο καὶ πολλὲς ψιλὲς ρυτίδες γύρω ἀπὸ τὰ μάτια καὶ τὴ μύτη.
Ντρέπομαι ποὺ γράφω γι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα, ἀλλὰ στὴν ἀπομόνωσή μου συναρμολογοῦσα αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους μὲ περίεργα ὑλικὰ καὶ μὲ μίαν ἀντίληψη ποὺ θὰ ταίριαζε περισσότερο σ᾿ ἕναν φιλόσοφο. Ἔτσι κι ἀπὸ τότε καὶ κάπως ἔτσι ἄρχισα νὰ σκέφτομαι. Καὶ ἔμαθα νὰ σκέφτομαι σὰν ν᾿ ἄρχιζα νὰ μαθαίνω μία ξένη γλώσσα. Κι ὅταν ἔμαθα νὰ σκέφτομαι, τότε πραγματικὰ σταμάτησα νὰ ζωγραφίζω.
Θὰ μοῦ μείνει ἀξέχαστο τὸ σημεῖο ποὺ λέτε γιὰ τὶς μικρὲς πινελιές μου. Τὸ ἀναλύετε σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ τὴν τεχνοτροπία ἑνὸς μεγάλου καὶ δύσκολου ζωγράφου, ποὺ ἔμεινε δάσκαλος ἐσαεί. Μέχρι σ᾿ ἕνα σημεῖο κάτι ἀνακαλύψατε. Δὲν εἶναι ὅμως αὐτὸ ποὺ μὲ ἀνάγκαζε νὰ τὸ κάνω. Ζωγραφικὴ δὲν σπούδασα ποτὲ κι αὐτὸ ἦταν γιὰ μένα τότε μεγάλη περηφάνια. Σιχάθηκα καὶ σχολὲς καὶ ζωγράφους. Εἶδα πολλὲς ἐκθέσεις. Τὸ κέρδος μου ἦταν νὰ παίρνω ἀπ᾿ ὅλους ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἄφηναν χωρὶς συνείδηση νὰ μισοφαίνονται, μὲ δυὸ λόγια νὰ ἐκμεταλλεύομαι ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἔδειχναν μία κρυμμένη ἀνακάλυψη. Τὰ πρῶτα μου χρώματα θύμιζαν ἐρειπωμένα σπίτια. Σπίτια ποὺ κατεδαφίζονται καὶ χρόνια πρὶν τά ῾βλεπες κι ἔλεγες ἀμήχανος ποιοὶ ἄραγε τὰ κατοικοῦν καὶ πῶς τρῶνε καὶ πῶς κοιμοῦνται σ᾿ αὐτὰ τὰ μέγαρα καὶ βλέπεις ξαφνικὰ στὸ βάθος, ἀχνὰ ρὸζ καὶ κίτρινα καὶ γλυκὰ βυσσινὶ μὲς στὰ ξεχαρβαλωμένα ντουλάπια.
Ἐπειδὴ ἦρθαν δύσκολοι καιροί, ἀναγκαζόμουν νὰ διπλασιάζω τὰ χρώματα μὲ τὴν ἁπλὴ μέθοδο τῆς διάλυσης. Μάλιστα! Ἔριχνα λίγο νέφτι παραπάνω καὶ τὸ χρῶμα γινόταν διπλό. Ἰδοὺ λοιπὸν ὁ λόγος, ποὺ χρησιμοποιοῦσα τὰ ἀχνὰ χρώματα. Μερικὲς φορές, μόλις φαινόταν ἡ τελευταία στρώση καὶ βέβαια τὰ ἔργα ἦταν ἄχρηστα, ἀλλὰ ἄρχιζα καὶ ζωγράφιζα κάτι ἄλλο ἐπάνω τους καὶ τὸ πρῶτο θέμα μόλις καὶ μισοφαινόταν κι αὐτὸ ἐσεῖς βρήκατε τὴν εὐκαιρία νὰ τὸ ὀνομάσετε συνταρακτικὸ εὕρημα. Ἔτσι, ὅμως, μὲ τέτοιες συνθῆκες δὲν θὰ βρεῖτε ποτὲ τὸ ὅραμά μου. Γιατὶ ξέρω πιά, πὼς δὲν θὰ μπορέσω νὰ ἐξηγήσω τίποτα, μήτε νὰ ξαναζουλήξω τὸ σωληνάριο ποὺ εἶχε τελειώσει.
Ὅσο γιὰ τὶς μικρὲς πινελιὲς ποὺ ἀνακαλύψατε καὶ μείνατε ἐκστατικὸς εἶναι κι αὐτὸ ἀπὸ τὴ στέρηση ποὺ μ᾿ ἔδερνε. Ὅταν χαλοῦσε ἕνα πινέλο τό ῾κοβα σιγὰ - σιγὰ μὲ τὸ ψαλίδι καὶ ἀργότερα, σ᾿ ἕνα - δυὸ μῆνες, τὸ ἴδιο. Στὸ τέλος ἔμεναν τέσσερις τρίχες ἢ πολλὲς μαζί, ἀλλὰ πολὺ κοντές. Νομίζω, ἐξηγήθηκα μὲ ὅση εἰλικρίνεια μποροῦσα.
Ἐδῶ, ὅπως σᾶς εἶπα, δὲν ἔχω μήτε ἡλικία μήτε ὄνομα. Τραυλίζω ἄσχετες χρονολογίες καὶ γεγονότα, σὰν ἐκείνους ποὺ χάσανε τὰ λογικά τους κι ἄλλοτε μὲ τοὺς τρόμους (ἀκόμη) ποὺ αἰσθανόμουν σὰν μαθητὴς μπροστὰ στὴν κόλλα τοῦ διαγωνίσματος τῶν Μαθηματικῶν. Εἶμαι πιασμένος γιὰ πάντα μέσα στὴ φαρμακερὴ ἀράχνη ὀνομάτων καὶ ἀναμνήσεων. Ἀκούω καμιὰ φορὰ κάποιο θόρυβο, ὅπως ὅταν ὁ δαιμονισμένος ἀέρας παρασέρνει κονσερβοκούτια καὶ ξέρω πὼς κάτι ἔγινε, κάπου, μέσα σὲ ψιθυρίσματα, τρεχαλητά, χτυπήματα φτερῶν καὶ μικροὺς ἀναστεναγμούς, ἀλλὰ εἶναι ἀδύνατο νὰ ἐντοπίσω τί ἀκριβῶς γίνεται, παρ᾿ ὅλο ποὺ νιώθω πὼς ἕνας δικός μου ἄνθρωπος στέκεται δίπλα μου ἀόρατος καὶ σκεφτικὸς καὶ προσπαθεῖ μάταια νὰ μὲ βοηθήσει. Νιώθω ἀκόμη νὰ χύνεται στὰ σπλάγχνα μου ἕνα γλυκὸ μαῦρο χρῶμα καὶ πάντα λογαριάζω νὰ τὸ χρησιμοποιήσω γιὰ μία λεπτομέρεια στοὺς πίνακές μου, ἀλλὰ μόλις ἁπλώνω τὸ χέρι μου στὸ ὑποτιθέμενο πινέλο, τὸ χέρι μου ἀγγίζει μόνο τὸ περίγραμμά του. Ἐκτὸς αὐτοῦ, δὲν νιώθω πιὰ τὸν ἔρωτα γιὰ τὰ χρώματα, ποὺ ἔνιωθα κάποτε, δεδομένου ὅτι ἀκόμη καὶ ἂν ζωγραφίσω ὅπως ποτὲ δὲν ἀξιώθηκα ἢ κι ἂν ξεπεράσω ὅλους τοὺς ζωγράφους ποὺ θαύμασα (ἐγὼ μόνο ξέρω πόσο ἔκλαψα κοιτάζοντας τὶς νεκρὲς φύσεις τῶν μεγάλων δασκάλων), τὸ νιώθω πὼς δὲν ἔχει κανένα νόημα. Ὁ ἔρωτας τῆς δημιουργίας, ἔτσι τὸ λέγανε κάποτε, ἔχει χαθεῖ.
Πῶς θά ῾θελα νὰ τὰ συζητήσουμε ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ μᾶς χωρίζουν μόνο δυὸ κοῦπες σκέτος καφές. Τώρα ποὺ κάνουν ἐξώφυλλα βιβλίων τοὺς πίνακές μου, ποὺ μὲ ταχυδρομοῦν σὲ κὰρτ ποστὰλ τὶς γιορτές, ποὺ κάνουν διαλέξεις γιὰ τὸ ἔργο μου καὶ τὴ ζωή μου, ἄσχετο ἂν κανεὶς δὲν μὲ εἶδε, γιατὶ ἁπλούστατα ποτὲ καὶ κανεὶς δὲν μὲ γνώρισε κι οὔτε ἐνδιαφέρθηκε κι οὔτε ἔβγαλα κι ἐγὼ μία φωτογραφία γιὰ νὰ δοῦνε τέλος πάντως, πὼς ἤμουνα... ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ μὲ κυνήγησαν μὲ περιφρόνηση σὰν ἐκεῖνο τὸν ἐπηρμένο ἐκδότη ἑνὸς λογοτεχνικοῦ περιοδικοῦ, ποὺ ἀποφάσισα καὶ χτύπησα τὴν πόρτα του καὶ τοῦ ζήτησα πολὺ ταπεινὰ ἂν ἤθελε νὰ βάλει ἕνα σχεδιάκι μου σὲ κάποιο ἀφιέρωμα ἑνὸς ποιητῆ καὶ μοῦ εἶπε, μάλιστα, κύριε, θαυμάσια, θαυμάσια καὶ νὰ τὸν πάρω τηλέφωνο τὴν Τρίτη καὶ μετὰ χάθηκε. Χάθηκε.
Τώρα, φαντάζομαι ὅτι θά ῾γινε κιόλας ἀκαδημαϊκός, γιατὶ ὁλοένα ἔτρεχε μαζί τους κι ὁλοένα ἔπαιρνε συνεντεύξεις ἀπὸ γέρους καὶ ἑτοιμόρροπους καλλιτέχνες καὶ βρέθηκε μὲ τοῦ κόσμου τὰ ἀρχεῖα καὶ τὰ ἔργα τέχνης καὶ ξενυχτοῦσε μαζί τους σὲ πρεμιέρες καὶ συναυλίες, τί νὰ τὰ λέω τώρα.
Κάπου κάπου βλέπω κάποιες σκιὲς ἀνθρώπων καὶ νιώθω ὅτι μὲ κοιτάζουν μὲ περιέργεια καὶ ἴσως μὲ φόβο καὶ ἀποστροφὴ καὶ πολλοὶ εἶναι, θαρρεῖς, κρυμμένοι πίσω ἀπὸ σύννεφα μὲ ὁλόχρυσα φυλλώματα καὶ πουλιὰ (καὶ ἡ σκιά τους ἀκόμη εἶναι ὁλόχρυση) μὲ κοιτοῦν ἐξεταστικὰ καὶ σὰν νὰ μὲ κατασκοπεύουν καὶ κάτι ψιθυρίζουν γιὰ μένα. Μήπως ἄραγε, εἶστε ἐσεῖς; Καὶ γιατί διστάζετε; Ντρέπεστε; Καὶ εἶστε ἀπὸ καιρὸ ἐδῶ; Τότε δὲν θὰ λάβετε ποτὲ τὸ γράμμα μου. Τί κρίμα. Ποτὲ δὲν ἔμαθα αὐτὴ τὴ φυλὴ τῶν ἀνθρώπων καὶ πολὺ περισσότερο τὴ γυναίκα μου, μιὰ γυναίκα ἀμίλητη σὰν εἴδωλο, ποὺ τὴν παντρεύτηκα χωρὶς σχεδὸν νὰ τὸ ξέρω - ὅλα ἔγιναν μέσα σὲ ἀπελπισμένες καταστάσεις - ἀλλὰ ποὺ μόνο ἐκείνη ἤξερε νὰ μὲ ταξιδεύει ἐκεῖ ποὺ ἤθελα. Μεγάλα λόγια, θὰ πεῖτε, κι αἰσθάνομαι κιόλας τὴ μαχαιριὰ τῆς περιφρόνησής σας, ἀλλὰ πῶς ἀλλιῶς νὰ γίνει καὶ πῶς ἀλλιῶς νὰ περπατήσει ὁ κόσμος καὶ ἀλλιῶς νὰ μιλήσω.

from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=3727 

Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος