Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

22.3.16

Ο ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΠΑΝΤΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΣ Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο. [Δεύτερη ανάρτηση.]

Η πλήρης εικόνα του ποιητή που ξεκίνησε ως νεορομαντικός, ιδεαλιστής και με υψηλά πατριωτικά ιδεώδη για να αποκτήσει τη δική του φωνή, φωνή των μαύρων προβάτων, των καταπιεσμένων, του λαού
«Ακου πώς παίρνουν οι αγέρες / χιλιάδων χρόνων τη φωνή! / Μέσα στο λόγο το δικό μου / όλ’ η ανθρωπότητα πονεί»



  
Κώστας Βάρναλης
Απαντα τα ποιητικά (1904-1975)
Εκδόσεις Κέδρος, 2014,

Στις 16 Δεκεμβρίου 1974, πέντε μήνες μετά την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας, έφυγε από τη ζωή ο Κώστας Βάρναλης στα ενενήντα του χρόνια. Το έργο του αγαπήθηκε και υμνήθηκε με πάθος από τον κόσμο της Αριστεράς, στην υπόθεση της οποίας αφιέρωσε τη ζωή του και την τέχνη του. Αλλά η σημασία του έργου του - και η αξία του φυσικά - δεν ορίζεται αποκλειστικά από το πολιτικό του περιεχόμενο. Η ιδεολογία είναι βεβαίως ουσία - και όχι απλό όχημα ή προπαγάνδα - στην ποίησή του. Δύο από τις συλλογές του, το Φως που καίει (1922) και οι Σκλάβοι πολιορκημένοι (1927), αποτελούν και σήμερα σταθμούς της νεοελληνικής ποίησης, παρά τις ενστάσεις και τον όποιον αναδρομικό ψόγο που μπορεί να επιστρατεύσουν οι «καλοθελητές».
Είναι άλλωστε της μόδας, και εδώ και διεθνώς, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης η λεγόμενη «στρατευμένη» λογοτεχνία να ρίχνεται στο πυρ το εξώτερον, ανεξαρτήτως της αξίας της. Αλλά τα καλλιτεχνικά έργα έχουν τη δύναμη να υπερβαίνουν τα αίτια και τις αφορμές που τα προκάλεσαν - ακόμη και το ίδιο τους το περιεχόμενο καθαυτό. Ποιος μπορεί να αρνηθεί πως η «Μαγδαληνή» στο Φως που καίει είναι από τα ωραιότερα ελληνικά ποιήματα και ακόμη περισσότερο «Οι πόνοι της Παναγιάς» στους Σκλάβους πολιορκημένους, όπου η Παναγία γίνεται η αιώνια μάνα και αναρωτιέται: «Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί», για να καταλήξει με απελπισμένη οργή: «Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά / την άβυσσο, μακριά απ' τους λύκους να κρυφογεννήσω». Ή ποιον μπορεί να μη συγκινήσουν βαθιά στίχοι από το ίδιο ποίημα όπως: «Θεριά οι ανθρώποι, δε μπορούν το φως να το σηκώσουν» ή ακόμη: «Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν»; Και ποιοι θα διαβάσουν τους Σκλάβους πολιορκημένους και δεν θα τους εντυπωθεί ο καταληκτικός στίχος του πρώτου ποιήματος «Αχ, πού 'σαι νιότη που 'δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!»;

Καθαρό βίωμα, βαθιά πίστη
Μόνο ένας ποιητής πρώτης γραμμής θα μπορούσε να υπερβεί τη σχηματικότητα που συνεπάγεται η μεταφορά (στο πεδίο της τέχνης) της οποιασδήποτε πολιτικής ή φιλοσοφικής θεωρίας. Οι ποιητές γενικά, καθώς λέγεται, δεν πρέπει να εμπιστεύονται τους φιλοσόφους, από τον καιρό ακόμη του Πλάτωνα, όπου κατά τον Ρόμπερτ Γκρέιβς οι Ελληνες πήραν στραβό δρόμο και εγκατέλειψαν την ποίηση προς χάριν της φιλοσοφίας.
Στον Βάρναλη η πολιτική θεωρία είναι καθαρό βίωμα και βαθιά πίστη. Οταν στο Φως που καίει εισάγει τον χαρακτήρα της Αριστέας (που εκπροσωπεί την αντίδραση) και της Μαϊμούς (υπηρέτριάς της) κινείται στο ίδιο πεδίο με πολλούς άλλους καλλιτέχνες του Μεσοπολέμου που παρουσιάζουν στο συμβολικό πεδίο την άρχουσα τάξη ως πόρνη πολυτελείας. Η Αριστέα και η μαϊμού θα χαθούν μέσα σε έναν ανοιγμένο τάφο, αφού πιο μπροστά έχει προηγηθεί ο «Οδηγητής» που ξεσηκώνει τον λαό.
Δεν ξέρω αν ο Βάρναλης είχε διαβάσει στο Παρίσι, όπου είχε μεταβεί το 1919 για μεταπτυχιακές σπουδές ως υπότροφος του ελληνικού κράτους και «μυήθηκε» στις σοσιαλιστικές θεωρίες, το κορυφαίο ποίημα Οι Δώδεκα του Αλεξάντερ Μπλοκ (σε γαλλική μετάφραση, υποθέτω).
Οι Δώδεκα εκδόθηκαν το 1918 (το Φως που καίει το 1922) και ανήκουν στα μεγαλύτερα επιτεύγματα της ρωσικής και της παγκόσμιας ποίησης που εισάγουν το σύμβολο του επαναστατημένου Χριστού στην ποίηση του 20ού αιώνα. Πάντως έχει μεγάλο ενδιαφέρον να δει κανείς τις ομοιότητες ανάμεσα στο μεγάλο ποίημα του Ρώσου και στον «Οδηγητή» του Ελληνα: στον βηματισμό, στην ένταση, στο πάθος: «Ενας δεν είμαι μα χιλιάδες! / Οχι μονάχα οι ζωντανοί - κι οι πεθαμένοι μ' ακλουθάνε / σε μιαν αράδα σκοτεινή». Ή ακόμη: «Ακου πώς παίρνουν οι αγέρες / χιλιάδων χρόνων τη φωνή! / Μέσα στο λόγο το δικό μου / όλ' η ανθρωπότητα πονεί». Οι στίχοι αυτοί θα μπορούσαν κάλλιστα να ανήκουν στους Δώδεκα (που τρεις και πλέον δεκαετίες αργότερα μετέφρασε ο Γιάννης Ρίτσος).

Εκανα τη σύγκριση για να τονίσω πως μπορεί μεν η ποίηση να μην αξιολογείται πρωτίστως με βάση το περιεχόμενό της ή, για να είμαι ακριβέστερος, τη θεματική της περιοχή, αλλά το περιεχόμενο ανήκει αναμφισβήτητα στα ποιοτικά της χαρακτηριστικά όταν το ποιητικό επίτευγμα είναι σπουδαίο. «Επαναστατικά», ας πούμε, ποιήματα είχαμε και πριν από το Φως που καίει, όμως το βιβλίο του Βάρναλη είναι το πρώτο και από πολλές πλευρές οριακό (και εν πολλοίς αξεπέραστο) επαναστατικό ποιητικό έργο. Γι' αυτό και η δραστικότητά του παραμένει αμείωτη (και δεν εννοώ βεβαίως ότι συνιστά ένα είδος κατήχησης των μαζών).
Η σολωμική επίδραση
Οσοι γνωρίζουν επαρκώς την ελληνική ποίηση δεν θα δυσκολευτούν να εντοπίσουν τη δημιουργική αφομοίωση των διδαγμάτων που ο Βάρναλης άντλησε από τον Σολωμό πρωτίστως αλλά και από τον Παλαμά, όπως και από την εκκλησιαστική υμνογραφία. Το ότι διαβάζει και αφομοιώνει το σολωμικό δίδαγμα «χωρίς μεταφυσική», όπως λέει στην ομότιτλη μελέτη του, έχει τη σημασία του. Η άψογη λ.χ. στιχουργική του (όπως σε κάποιες περιπτώσεις και η εικονοποιία του) θυμίζει τον Σολωμό: «Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει» γράφει για παράδειγμα ο Σολωμός και «- Ω πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσιο» ο Βάρναλης.

Η ενότητα Σκόρπια ποιήματα 1910-1958 περιέχει πολλά άνισα αλλά και ορισμένα από τα ωραιότερα - και γνωστότερα - ποιήματα του Βάρναλη, όπως το νεανικό Ορέστης, την Μπαλάντα του κυρ Μέντιου, τους πασίγνωστους Μοιραίους, το Πέρασμά σου και την  Μπαλάντα του Αντρίκου.
Οι κατοπινές συλλογές Ελεύθερος κόσμος και Οργή λαού δεν είναι ίδιας αξίας με το Φως που καίει και τους Σκλάβους πολιορκημένους, αν και εδώ βρίσκει κανείς σκόρπιους εδώ κι εκεί θαυμάσιους στίχους ή και ολόκληρες στροφές ιδιαίτερα σε κάποια λακωνικά και ιδιαιτέρως σκληρά ποιήματα προς εμαυτόν, όπως αυτό στη σελ. 494: «Αφήστε με λιγάκι, άσωτοι πόνοι / να πάω ως το τραπέζι ως το μπαλκόνι. / Στο τραπέζι, να γράψω την κατάρα μου, / στο μπαλκόνι να φτύσω από ψηλά / τωρινά, περασμένα και μελλούμενα». Δύο χρόνια προτού πεθάνει έγραφε με αφοπλιστική αποστροφή: «Οσο τα περασμένα ανακαλώ / τόσο δε βρίσκω τίποτα καλό. / Πόνοι, αρρώστιες, με κάναν μοιρασιά / μα θα πεθάνω μοναχά από σιχασιά».
Ο τόμος προσφέρει την πλήρη εικόνα του ποιητή Βάρναλη που ξεκίνησε ως νεορομαντικός, ιδεαλιστής και με υψηλά πατριωτικά ιδεώδη για να αποκτήσει τη δική του φωνή, φωνή των μαύρων προβάτων, των καταπιεσμένων, του λαού, του ποιητή ο οποίος οιστρηλατείται από τις ελπίδες που γέννησε η Οκτωβριανή Επανάσταση το 1917. Η φωνή αυτή, συνδυασμένη με το σαρκαστικό (αριστοφανικό) της χιούμορ, καθιστά την ποιητική του κατάθεση μοναδική. Γι' αυτό και, μολονότι κατέρρευσε το σύστημα στο οποίο πίστεψε, ο Βάρναλης παραμένει επίκαιρος.
Άψογη τεχνική και απαράμιλλη πλαστικότητα.

Πριν γράψει το Φως που καίει ο Βάρναλης εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές: τους Πυθμένες το 1904 (στα είκοσι χρόνια του), τις Κηρήθρες το 1905 και τον Προσκυνητή το 1919. Αλλά και σ' αυτές η επίδραση του Σολωμού είναι εμφανέστατη. Μολονότι η τεχνική του ήταν από τότε αξιοζήλευτη, αν δεν άλλαζε προσανατολισμό κι έμενε στο κλίμα αυτών των συλλογών θα ήταν ένας ακόμη ελάσσων ποιητής περιορισμένης κλίμακας και τετριμμένης θεματογραφίας. Αλλά ο Προσκυνητής με την έντονη ελληνολατρία του προετοιμάζει το Φως του καίει. Ηδη η τεχνική του Βάρναλη είναι υψηλού επιπέδου, οι ρίμες του εξαιρετικής πρωτοτυπίας συχνά, οι εικόνες του καθαρές. Υπάρχει βεβαίως μια επιτήδευση, αλλά κι αυτά που προετοιμάζουν το μέλλον της κατοπινής του ποίησης: «Εγώ 'μουν όλοι εσείς, εγώ 'μουν η άχνα / που από της μάζας έβγαινε τα σπλάχνα». Οι δύο τελευταίοι στίχοι μάλιστα αυτού του συνθετικού ποιήματος μοιάζουν να προετοιμάζουν το Φως που καίει το οποίο θα ακολουθήσει τρία χρόνια αργότερα: «Αν φτάσω είναι το φτάσιμο δικό σας, / η ήττα δικιά μου αν πέσω για το φως σας».
Λένε πως το αναγνωστικό κοινό της ποίησης είναι πρωτίστως οι ποιητές οι ίδιοι. Ο Βάρναλης δεν ήταν απλώς από τους σημαντικότερους ποιητές, σπουδαίος φιλόλογος και άριστος χειριστής της ελληνικής γλώσσας. Τα ποιήματά του από το 1923 και εξής αποτελούν πρότυπα τεχνικής, ιδιαίτερα για τους νέους ποιητές που δεν γνωρίζουν το μετρικό σύστημα, δεν ξέρουν τι θα πει πρωτότυπη ρίμα ούτε συνίζηση και χασμωδία. Η άψογη τεχνική του ώριμου Βάρναλη είναι εναρμονισμένη με την απαράμιλλη πλαστικότητα της γλώσσας του και τη νοηματική της καθαρότητα, που είναι εμφανής ακόμη και στα πεποιημένα και εκβιασμένα συχνά ποιήματα των δεκαετιών του 1960 και του 1970. 
Πηγή: Αναστάσιος Βιστωνίτης ΤΟ ΒΗΜΑ    

ο Αδριανός της Γιουρσενάρ: "Ο,τι καλό έχει λεχθεί από τον άνθρωπο, έχει ως επί το πλείστον λεχθεί στα ελληνικά". ΝΟΥΤΣΙΟ ΟΡΝΤΙΝΕ

Νούτσιο Ορντινε: Η χρησιμότητα του άχρηστου

Ο καθηγητής έρχεται στην Αθήνα και μας εξηγεί γιατί η τυφλή λογική του κέρδους υπονομεύει όλα όσα η κοινωνία του χρήματος θεωρεί περιττά, δηλαδή σχολεία, μουσεία και σπουδές και όχι μόνο.



Τον κώδωνα του κινδύνου για την ελευθερία, τη δημοκρατία, την Παιδεία και τον πολιτισμό εξαιτίας της υποβάθμισης των ανθρωπιστικών σπουδών κρούει ο διακεκριμένος συγγραφέας, ακαδημαϊκός δάσκαλος και μελετητής της Αναγέννησης Νούτσιο Ορντινε που αύριο στις 7 μ.μ. θα δώσει διάλεξη στο Μέγαρο Μουσικής σε συνεργασία με το Κοινωφελές Ιδρυμα Κοινωνικού και Πολιτιστικού Εργου (ΚΙΚΠΕ) με θέμα Σε τι είναι χρήσιμη μια άχρηστη γνώση και μεθαύριο στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Επκοινωνήσαμε μαζί του και μας παραχώρησε τη συνέντευξη που ακολουθεί με τη βοήθεια της μεταφράστριάς του Μαρίας Σπυροπούλου. Το βιβλίο του Νούτσιο Ορντινε Η χρησιμότητα του άχρηστου κυκλοφόρησε με μεγάλη επιτυχία σε 18 γλώσσες. Στα ελληνικά από την Αγρα σε μετάφραση Ανταίου Χρυσοστομίδη.  
Στο βιβλίο σας «Η χρησιμότητα του άχρηστου» προειδοποιείτε για τους κινδύνους από την υποβάθμιση των ανθρωπιστικών σπουδών. Οσοι όμως λαμβάνουν τις αποφάσεις δεν ενδιαφέρονται για το πρόβλημα. Τι θα πρέπει να γίνει;
«Είμαστε ενώπιον μιας επιδημίας που εξαπλώνεται σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτό ακριβώς το καλοκαίρι προκάλεσε κατακραυγή στην Ιαπωνία μια επιστολή του υπουργού Παιδείας Χακουμπούν Σιμομούρα με την οποία ζητούσε από τους πρυτάνεις να κλείσουν ή να μετατρέψουν τα τμήματα εκείνα που δεν είναι "χρήσιμα" έτσι ώστε να δυναμώσουν μόνο οι φυσικές  και τεχνολογικές επιστήμες. Πρόκειται για πολιτική επιλογή που μπορεί να οδηγήσει στην πολιτιστική αυτοκτονία. Σήμερα, δυστυχώς, θεωρούνται "άχρηστες" οι γνώσεις που δεν ευνοούν άμεσα κέρδη. Ομως συχνά ο κόσμος των πανεπιστημιακών έχει αποδεχθεί την κατάσταση και παρατηρεί παθητικά αυτή την πτώση. Να γιατί αποφάσισα να γράψω αυτό το "Μανιφέστο". Πρέπει να αντιδράσουμε πριν να είναι πολύ αργά».
Φαίνεται πως ό,τι αποκαλούμε ολοκληρωμένη εκπαίδευση ανήκει στο παρελθόν. Η εξειδίκευση προέχει. Η εικόνα, όπως την περιγράφετε, είναι σκοτεινή. Πώς μπορούμε να την αντιστρέψουμε;
«Με τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις πολλές χώρες προσπαθούν να "επαγγελματοποιήσουν" τα προγράμματα σπουδών στα σχολεία και στα πανεπιστήμια. Ζητάνε από  μαθητές που έχουν μόλις κλείσει τα 13 τους χρόνια να επιλέξουν ένα επάγγελμα και να συνεχίσουν τη φοίτησή τους σκεπτόμενοι μόνο τη θέση εργασίας. Δεν αντιλαμβάνονται ότι η υποταγή της Παιδείας και της εκπαίδευσης στις απαιτήσεις της αγοράς είναι μια ήδη χαμένη μάχη. Πώς μπορεί κανείς να εναρμονίσει την ταχύτητα των μεταβολών της αγοράς με τους αργούς χρόνους της εκπαίδευσης; Ετσι όχι μόνο δεν λύνεται το πρόβλημα της απασχόλησης, αλλά υπάρχει κίνδυνος να διαφθαρούν οι φοιτητές που εγγράφονται στο πανεπιστήμιο με την επιθυμία να αποκτήσουν ένα πτυχίο για να κερδίσουν χρήματα. Κανένα επάγγελμα δεν μπορεί να ασκηθεί συνειδητά χωρίς γενική παιδεία. Δεν σπουδάζει κανείς για να αποκτήσει ένα κομμάτι χαρτί που θα εξαργυρώσει στην αγορά εργασίας». 
Εκπαίδευση, λογοτεχνία, σπουδή των κλασικών... Ομως οι σπουδαστές σήμερα έχουν τόσα αντικείμενα με τα οποία θα πρέπει να ασχοληθούν και τόση γνώση που πρέπει να απορροφήσουν ώστε δεν τους μένει χρόνος να διαβάσουν τους κλασικούς - ούτε καν τους σύγχρονους συγγραφείς.
«Σε μια εξαιρετική ομιλία του Ευγένιου Ιονέσκο, ο σπουδαίος δραματουργός περιγράφει την τραγική συνθήκη του σύγχρονου ανθρώπου: που τρέχει, που δεν "έχει χρόνο" για "άχρηστα" πράγματα, διότι σκέφτεται μόνο το κέρδος. Με τον ανόητο στόχο να γίνει το διάβασμα πιο εύπεπτο για να πάρουν γρήγορα το απολυτήριό τους οι μαθητές και το πτυχίο τους οι φοιτητές, τα σχολικά προγράμματα και τα προγράμματα σπουδών των πανεπιστημίων έχουν μειώσει στο ελάχιστο το διάβασμα των κλασικών συγγραφέων: οι μαθητές και οι φοιτητές διαβάζουν περιλήψεις, ιστορίες της λογοτεχνίας, επεξηγηματικά κείμενα για έργα τα οποία δεν έχουν διαβάσει ποτέ. Πώς μπορεί όμως ένας νέος να αγαπήσει τον Ομηρο όταν διαβάζει μια περίληψη της Οδύσσειας; Μόνο διαβάζοντας την Οδύσσεια με τη βοήθεια ενός γεμάτου πάθος καθηγητή οι μαθητές και οι φοιτητές μπορούν να αντιληφθούν ότι  η εμπειρία του ταξιδιού του Οδυσσέα είναι κάτι που αφορά τη ζωή μας. Γι' αυτό θεωρώ ότι ο ρόλος του καθηγητή είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Ενας καθηγητής που δεν διδάσκει με πάθος δεν μπορεί να μεταδώσει πάθος. Στα σχολεία και στα πανεπιστήμια οι καθηγητές γίνονται γραφειοκράτες: περνούν τον χρόνο τους συμπληρώνοντας έγγραφα και πηγαίνοντας σε συνελεύσεις κάθε είδους, ξεχνώντας πως ένας καλός καθηγητής πρέπει πρώτα απ' όλα να είναι ένας ακούραστος μαθητής και ένας γεμάτος πάθος δάσκαλος».   
Η εξειδίκευση είναι η τάση των σημερινών κοινωνιών που ορίζονται από το χρήμα. Αυτό αλλάζει τη σχέση μας με τον κόσμο - και πώς;
«Σε μια κοινωνία όπου μετρούν μόνο τα χρήματα, ένα σφυρί αξίζει περισσότερο από ένα ποίημα ή ένα κουτάλι από έναν πίνακα. Εχουμε χάσει κάθε ενδιαφέρον για το αφιλοκερδές. Κατά συνέπεια και την αγάπη για τα πράγματα που κάνουν την καρδιά μας να πάλλεται. Ο Μονταίνιος μας θυμίζει ότι δεν είναι η κατοχή των πραγμάτων που κάνει ευτυχισμένο τον άνθρωπο αλλά η απόλαυσή τους. Αν ένα μουσείο ή μια αρχαιολογική ανασκαφή παράγουν κέρδος δεν είναι κακό. Μπορεί όμως η αξία του Κολοσσαίου ή του Παρθενώνα να υπολογιστεί με βάση τα έσοδα; Κι αν ένα πολύ σημαντικό μουσείο δεν παράγει κέρδος, θα πρέπει να το κλείσουμε; Και οι βιβλιοθήκες και τα Αρχεία του κράτους (που δεν είναι πηγή οικονομικού πλούτου) τι μέλλον θα έχουν σε μια κοινωνία βασισμένη σ' αυτές τις αρχές;».   
Πριν από χρόνια ο Ρόμπερτ Γκρέιβς είπε πως όποιος γνωρίζει καλά μόνο ένα πράγμα έχει το μυαλό ενός βαρβάρου. Θα θέλατε να το σχολιάσετε;
«Ενα ρητό που αποδίδεται στον Θωμά τον Ακινάτη ("Timeo lectorem unius libri", "Φοβάμαι τον αναγνώστη ενός μόνο βιβλίου") αναφέρεται έμμεσα και στα προφανή όρια όσων πιστεύουν ότι το διάβασμα ενός μόνο βιβλίου μπορεί να φτάνει για να κατανοήσουμε τον κόσμο. Στη Λευκή Θεά ο Graves ήθελε να καταδείξει τον κίνδυνο που ενέχει η γνώση ενός μόνο πράγματος, η εξειδίκευση με τη συνεπαγόμενη απώλεια των σχέσεων μεταξύ των γνώσεων και των επιστημών. Τα χρόνια που ο Αϊνστάιν σύχναζε στην "Ακαδημία της Ολυμπίας" - όπου συζητούσαν για λογοτεχνία και φιλοσοφία - στάθηκαν αποφασιστικά στο να ανοίξουν τον πνευματικό του ορίζοντα και να τον βοηθήσουν να συλλάβει τον μαθηματικό τύπο της σχετικότητας. Δεν είναι τυχαίο πως σε όλα τα άρθρα που έγραψε για τη διδασκαλία και τη μόρφωση των νέων είχε καταδικάσει την "εξειδίκευση" των σπουδών. Δυστυχώς, όταν σήμερα παρουσιάζεται ένα ερευνητικό πρόγραμμα, πρέπει πάντα να απαντάς στην ερώτηση "σε τι χρησιμεύει". Ο Αριστοτέλης έχει απαντήσει με λεπτότητα σε αυτό το ανόητο ερώτημα: η φιλοσοφία "δεν χρησιμεύει" διότι δεν "κάνει εκδούλευση", διότι δεν είναι στην υπηρεσία κανενός, διότι μας διδάσκει να είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι».
Η υποβάθμιση των ανθρωπιστικών σπουδών έχει αλλάξει τη σχέση του ατόμου με την Ιστορία;
«Οδεύουμε προοδευτικά προς την απώλεια της "μνήμης". Εχουμε επικεντρωθεί στο παρόν, σκεφτόμαστε ότι το παρελθόν δεν έχει πλέον σημασία και ότι τα μόνα ουσιαστικά πράγματα αφορούν αποκλειστικά τα άμεσα προσωπικά μας πλεονεκτήματα. Και πάλι: "Σε τι χρησιμεύει η μελέτη των αρχαίων ελληνικών;". Την πιο ωραία απάντηση την έχει δώσει ο Αδριανός της Γιουρσενάρ: "Ο,τι καλό έχει λεχθεί από τον άνθρωπο, έχει ως επί το πλείστον λεχθεί στα ελληνικά". Εχουμε δημιουργήσει μια κοινωνία "αμνημόνων". Η απώλεια της μνήμης σημαίνει απώλεια της ικανότητας να κατανοήσουμε το παρόν και να προβλέψουμε το μέλλον. Οταν θα χαθούν και οι τελευταίοι γνώστες των αρχαίων ελληνικών, των λατινικών, των σανσκριτικών, κανείς δεν θα είναι πλέον σε θέση να αποκωδικοποιήσει μια επιγραφή ή να μεταφράσει μια περγαμηνή. Θα αναγκαστούμε να κλείσουμε τις βιβλιοθήκες και τα μουσεία, διότι κανείς δεν θα είναι ικανός να διαβάσει ένα χειρόγραφο. Με τρομακτικές συνέπειες για τη δημοκρατία και την ελευθερία...».
Τα πρώτα θύματα της οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη ήταν η εκπαίδευση και ο πολιτισμός. Είναι εμφανές πως όσοι παίρνουν τις αποφάσεις δεν αντιλαμβάνονται την προστιθέμενη αξία που περιέχουν ο πολιτισμός και οι ανθρωπιστικές σπουδές. Πώς το εξηγείτε;
«Η κρίση που βιώνουμε δεν είναι μόνο οικονομική: είναι κυρίως ηθική. Η δικτατορία του ωφελιμισμού έχει αλλοιώσει τη λειτουργία της Ευρώπης. Μπορεί άραγε η ευρωπαϊκή ταυτότητα να περιοριστεί με βάση την παράμετρο "ποιος πληρώνει τα χρέη και ποιος δεν τα πληρώνει"; Είναι δυνατόν να σκεφτεί κανείς μια Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα, την Ιταλία ή την Ισπανία; Πώς μπορεί να λειτουργήσει ένα κοινοβούλιο στο οποίο η αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών ποδοπατείται καθημερινά από τα ιδιαίτερα συμφέροντα κάθε μεμονωμένου κράτους; Χρειάστηκε να πεθάνουν χιλιάδες άνθρωποι στη Μεσόγειο για να καταλάβουμε ότι το ζήτημα των προσφύγων δεν είναι πρόβλημα αποκλειστικά ελληνικό ή ιταλικό. Πώς είναι δυνατόν να μην έχει διαμαρτυρηθεί κανείς για το σκάνδαλο της προφανούς σύγκρουσης συμφερόντων της Γερμανίας: είναι θεμιτό να ωθείς την ελληνική κυβέρνηση να πουλήσει την περιουσία της και έπειτα να συναινείς στο ξεπούλημα όλων των ελληνικών αεροδρομίων σε μια γερμανική επιχείρηση; Δεν είναι δίκαιο να πληρώνουν την κρίση μόνον οι πιο αδύναμοι και οι ανυπεράσπιστοι. Η διαφθορά και η φοροδιαφυγή είναι οι αληθινές αιτίες της οικονομικής καταστροφής πολλών χωρών. Καταπολεμούνται όμως μόνο μερικώς με τους καλούς νόμους. Πρέπει να εκπαιδεύσουμε τις νέες γενιές στις αξίες της αλληλεγγύης, στον σεβασμό του κοινού καλού. Ενώ οι κυβερνήσεις, αντιθέτως, κάνουν περικοπές στα κονδύλια για την Παιδεία, τον πολιτισμό και τη βασική επιστημονική έρευνα. Επενδύω στη μόρφωση και στον πολιτισμό σημαίνει ενδυναμώνω τη δημοκρατία και την ελευθερία, ελπίζω σε έναν μελλοντικό κόσμο καμωμένο από ανθρώπινα όντα ικανά να ανθίστανται στη διαφθορά και ελεύθερα από τα δεσμά του εγωισμού»
Πηγή: Αναστάσιος Βιστωνίτης ΤΟ ΒΗΜΑ

ΓΚΙΝΤΕΡ ΓΚΡΑΣ ΕΝΑΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΣ ΦΙΛΕΛΛΗΝΑΣ. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Γκίντερ Γκρας: Ο άνθρωπος που άλλαξε την πορεία της γερμανικής λογοτεχνίας

Αδηφάγος, ανήσυχος, προκλητικός. Εβλεπε τη Γερμανία ως χώρα που θα έπρεπε να περάσει από ένα μακροχρόνιο στάδιο ηθικής διαπαιδαγώγησης προκειμένου να ενηλικιωθεί
Ο γερμανός συγγραφέας Γκίντερ Γκρας: με τον θάνατό του δεν έφυγε από τη ζωή μόνο ένας συγγραφέας πρώτης γραμμής αλλά και ένας από τους τελευταίους σημαντικούς φιλέλληνες



 
Το 1959 ο Τζορτζ Στάινερ δημοσίευσε ένα από τα γνωστότερα δοκίμιά του: το Κούφιο θαύμα, που το περιέλαβε αργότερα στο βιβλίο του Language and Silence (Γλώσσα και σιωπή). Ο 30χρονος Στάινερ ισχυριζόταν εκεί ότι η χιτλερική εποχή είχε επιφέρει σχεδόν ανεπανόρθωτη καταστροφή στη γερμανική γλώσσα, η οποία δεν ήταν πλέον η γλώσσα του Γκαίτε, του Χέλντερλιν και του Τόμας Μαν. Η ναζιστική θεομηνία, σύμφωνα με το σκεπτικό του, είχε καταστρέψει την κουλτούρα της χώρας - κατά συνέπεια, το μεταπολεμικό γερμανικό «οικονομικό θαύμα» ήταν «κούφιο». Επρόκειτο για ένα λαμπρό, παθιασμένο αλλά και ακραίο εν πολλοίς κείμενο το οποίο προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις.
Ο Στάινερ δεν φανταζόταν ότι την ίδια εκείνη χρονιά θα κυκλοφορούσε ένα μυθιστόρημα που θα άλλαζε την πορεία της γερμανικής πεζογραφίας. Τίτλος του Το τενεκεδένιο ταμπούρλο και συγγραφέας του ο άγνωστος ως τότε Γκίντερ Γκρας, δύο χρόνια μεγαλύτερος από τον Στάινερ. Ο τελευταίος έγραψε αργότερα έναν ύμνο για το μυθιστόρημα, από τα σημαντικότερα της μεταπολεμικής λογοτεχνίας, το οποίο ο Γκρας δεν κατάφερε να ξεπεράσει. Αλλωστε και το βραβείο Νομπέλ του απονεμήθηκε το 1999 για αυτό κυρίως το έργο, σαράντα χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή του.
Αλλά οι ειδοποιημένοι νεότεροι συγγραφείς που αποτελούσαν το Gruppe 47 (στο οποίο ανήκε και ο Γκρας) και θα άλλαζαν την πορεία της γερμανικής λογοτεχνίας το είχαν διαισθανθεί από την προηγούμενη χρονιά. Τότε στο πανδοχείο «Schwarzer Adler» των γερμανικών Αλπεων, την Ημέρα των Αγίων Πάντων, είχαν συγκεντρωθεί τα μέλη του Gruppe 47. Σύμφωνα με το Spiegel της περασμένης Κυριακής, ο πρόεδρος του Gruppe Χανς Βέρνερ Ρίχτερ χτυπώντας μια κουδούνα κάλεσε τα μέλη του να συγκεντρωθούν. Ενας νέος συνάδελφός τους θα τους διάβαζε δύο κεφάλαια από το μυθιστόρημα που είχε πρόσφατα ολοκληρώσει. Επρόκειτο για το Τενεκεδένιο ταμπούρλο που ο Γκρας είχε γράψει σε ένα υπόγειο στο Παρίσι - και σε συνθήκες μεγάλης ένδειας.
Από τα πρώτα λεπτά οι παριστάμενοι συνειδητοποίησαν ότι επρόκειτο για ένα νέο, εντελώς διαφορετικό από ό,τι είχαν ως τότε συνηθίσει και πρωτότυπο έργο. «Η ανάγνωση άλλαξε τα πάντα» γράφει το Spiegel.
Στην αίθουσα βρισκόταν και ο Ζίγκφριντ Ούνσελντ που θα ανελάμβανε αργότερα τη διεύθυνση ενός σπουδαίου γερμανικού οίκου, του Suhrkamp. Εκείνος πρότεινε στον Ρίχτερ να δοθεί το βραβείο του Gruppe στον Γκρας. Χρόνια αργότερα και αφού του απονεμήθηκε το βραβείο Νομπέλ, ο Γκρας δήλωσε ότι εκείνο το βραβείο του Gruppe σήμαινε για τον ίδιο πολύ περισσότερα από το βραβείο της Σουηδικής Ακαδημίας, γιατί τότε «πέθαινε της πείνας».
Δεν «μασούσε» τα λόγια του
Στο εξής η φήμη του θα εκτοξευόταν στα ύψη, όχι μόνο στη Γερμανία αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη και στις ΗΠΑ, και θα συνοδευόταν από την έντονη παρουσία του και τις παρεμβάσεις του στα δημόσια πράγματα, μολονότι ο Γκρας δεν υπήρξε διανοούμενος με την έννοια που ήταν, για παράδειγμα, ένα άλλο μέλος του Gruppe 47, ο Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ. Οι πολιτικές απόψεις του όμως εθεωρούντο αιρετικές και προκαλούσαν πάντοτε έριδες. Ο Γκρας δεν μασούσε τα λόγια του και παρενέβαινε στο πολιτικό γίγνεσθαι σε κάθε «πρόσφορη» ευκαιρία. Παρείχε κριτική υποστήριξη στο γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα αλλά ποτέ δεν υπήρξε μέλος του, παρά τη μακρόχρονη φιλία του με τον Βίλι Μπραντ, τους λόγους του οποίου έγραφε επί μία δεκαπενταετία.
Δεν είναι λίγοι όσοι ισχυρίζονται ότι ο Γκρας επεδίωκε να προκαλεί. Αναρωτιέσαι όμως αν αυτό οφειλόταν μόνο στον χαρακτήρα του ή και στις περιστάσεις. Οταν εξεδόθη το Τενεκεδένιο ταμπούρλο, το πολιτικό και θρησκευτικό κατεστημένο της εποχής στράφηκε εναντίον του κατηγορώντας τον για ανηθικότητα, ενώ πολλοί το χαρακτήρισαν πορνογραφικό. Κάποιοι μάλιστα έφτασαν στο σημείο να προτείνουν να περιληφθεί στον Index librorum prohibitorum (Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων) του Βατικανού.
Αντιδράσεις υπήρξαν και στην «άλλη όχθη». Στην Ανατολική Γερμανία το βιβλίο απερρίφθη ως μικροαστικό και παρακμιακό και παρέμεινε ανέκδοτο ως τα μέσα της δεκαετίας του 1980.
Τίποτε από αυτά δεν στάθηκε ικανό να εμποδίσει την εκπληκτική επιτυχία του μυθιστορήματος. Στη Δυτική Γερμανία, σε λιγότερο από τρεις μήνες, θα ξεπερνούσε σε πωλήσεις τα 300.000 αντίτυπα. Τεράστια ήταν η επιτυχία του και στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπως και στις ΗΠΑ, όπου η πρώτη έκδοσή του ήταν 100.000 αντίτυπα, ασύλληπτο νούμερο για ξένο συγγραφέα, αν μάλιστα σκεφθεί κανείς ότι το Δόκτωρ Ζιβάγκο του Παστερνάκ είχε πουλήσει 5.000 αντίτυπα και θεωρήθηκε μάλιστα και επιτυχία για βιβλίο ξένου συγγραφέα.
Τα επόμενα δύο μυθιστορήματά του, το Γάτα και ποντίκι και Σκυλίσια χρόνια, μαζί με το Ταμπούρλο συνιστούν τη λεγόμενη τριλογία του Ντάντσιχ. Είναι κι αυτά σημαντικά, όχι όμως εφάμιλλα του Ταμπούρλου. Τα υπόλοιπα βιβλία του είναι ακόμη πιο κάτω. Ο Μαρσέλ Ράιχ Ρανίτσκι θεωρούσε ότι μόνο το Ταμπούρλο είναι σπουδαίο και δεν παρέλειψε να πει ότι ο Γκρας έχει υπερτιμηθεί. Αλλά βέβαια και ένα μόνο σπουδαίο μυθιστόρημα αρκεί για να κατακτήσει ο συγγραφέας του την υστεροφημία. Κι ίσως ο μεγαλύτερος έπαινος που έχει αποδοθεί στον Γκρας να είναι του Τζορτζ Στάινερ που είπε ότι ο Γκρας συνεχίζει εκεί που σταμάτησε ο Αλφρεντ Ντέμπλιν με το εμβληματικό για την ευρωπαϊκή πεζογραφία μυθιστόρημά του Βερολίνο Αλεξάντερπλατς.
Ενας προκλητικός Ραμπελέ
Ο Γκρας ποτέ δεν ξεπέρασε τη μεγαλειώδη αλληγορία του Τενεκεδένιου ταμπούρλου, που εύλογα θα το κατέτασσε κανείς δίπλα στα έργα του Στερν, του Τζόναθαν Σουίφτ και του Ραμπελέ. Ενας Ραμπελέ ήταν κατά κάποιον τρόπο και ο ίδιος. Αδηφάγος, ανήσυχος, προκλητικός. Εβλεπε τη Γερμανία ως χώρα που θα έπρεπε να περάσει από ένα μακροχρόνιο στάδιο ηθικής διαπαιδαγώγησης προκειμένου να ενηλικιωθεί.
Οι συμπατριώτες του, ιδιαίτερα οι συντηρητικοί αλλά κυρίως όσοι προέρχονταν ή ζούσαν στην πρώην Ανατολική Γερμανία, δεν του το συγχώρησαν ποτέ. Θύελλα αντιδράσεων προκάλεσε όταν δήλωσε πως ήταν εναντίον της επανένωσης της Γερμανίας και ότι προτού γίνει αυτό θα έπρεπε να μεσολαβήσει μια περίοδος επτά ετών κατά την οποία οι δύο Γερμανίες θα λειτουργούσαν ως Ομοσπονδία. Και μερικά χρόνια αργότερα, όταν εξέδωσε την αυτοβιογραφία του Ξεφλουδίζοντας το κρεμμύδι, βρήκαν την ευκαιρία να του επιτεθούν με δριμύτητα εκμεταλλευόμενοι το ότι εκεί ομολογεί πως για τρεις μήνες υπηρέτησε στα διαβόητα Βάφεν Ες Ες. Μα τότε ήταν λιγότερο από 17 ετών, αντέτειναν οι υπερασπιστές του. Ναι, είπαν οι αντίπαλοι, το θέμα δεν ήταν ότι υπηρέτησε στα Βάφεν Ες Ες αλλά ότι το απέκρυψε όλα τα χρόνια που παρίστανε τον κήρυκα της ηθικής.
Η διαμάχη είχε ως αποτέλεσμα να αγνοηθεί η λογοτεχνική αξία της αυτοβιογραφίας του, όπως και η σημασία της ως ντοκουμέντου που φώτιζε πλήθος πτυχές της ζωής και του έργου του. Πρόκειται για βιβλίο συγκινημένο και συγκινητικό, το οποίο σου δίνει την εντύπωση ότι είναι ένα είδος εξομολόγησης του συγγραφέα που την απευθύνει πρωτίστως στον εαυτό του. Ο τόνος είναι απολογητικός και το βιβλίο αποκαλύπτει πώς από το μηδέν, από μια δύσκολη ζωή, προέκυψε ένας συγγραφέας που θα γνώριζε την παγκόσμια φήμη αλλά και μέσα από ποιες δυσκολίες, τι πείσμα και προσπάθεια δημιούργησε το έργο του.
Η αυτοβιογραφία του Γκρας αποκαλύπτει και κάτι ακόμη: ότι ως το τέλος της ζωής του δεν κατάφερε να ξεπεράσει το Τενεκεδένιο ταμπούρλο. Αλλά και τα υπόλοιπα βιβλία του, τα καλά και τα μέτρια, μοιάζει σαν να έχουν γραφτεί στη σκιά του αριστουργήματός του.
Από λογοτεχνικής πλευράς, αν συνέκρινε κανείς τους δύο κορυφαίους γερμανούς πεζογράφους του Μεταπολέμου, τον Χάινριχ Μπελ και τον Γκρας, θα έλεγε πως ο πρώτος είναι με το σύνολο του έργου του σημαντικότερος. Ο Γκρας όμως άλλαξε τον ρουν της γερμανικής πεζογραφίας. Το λένε οι Γερμανοί - και καλό είναι να τους ακούμε.
Ο προκλητικός Γκρας που έγραφε τα μυθιστορήματά του όπως ανέπνεε, που ζωγράφιζε, έκανε γλυπτά και έγραφε έστω και μέτρια ποιήματα αγαπούσε την Ελλάδα. Το υμνητικό ποίημα το οποίο έγραψε το 2012 μεσούσης της οικονομικής κρίσης με τίτλο Ντροπή της Ευρώπης προκειμένου να υπερασπιστεί την Ελλάδα και να στηλιτεύσει την ευρωπαϊκή πολιτική έναντι της χώρας μας δεν είναι κανένα ποιητικό αριστούργημα αλλά προερχόμενο από δημιουργό της δικής του ακτινοβολίας έχει μεγάλη συμβολική σημασία. Με τον θάνατό του δεν έφυγε από τη ζωή μόνο ένας συγγραφέας πρώτης γραμμής αλλά και ένας από τους τελευταίους σημαντικούς φιλέλληνες.
Το «ταμπούρλο» και οι γερμανικές τύψεις
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη επιτυχία για οποιονδήποτε συγγραφέα από το να δημιουργήσει έναν διαχρονικό ήρωα. Αν όμως 65 χρόνια μετά την έκδοσή του το Τενεκεδένιο ταμπούρλο μοιάζει ανέγγιχτο από τον χρόνο, είναι όχι μόνο γιατί κληροδότησε στην παγκόσμια λογοτεχνία έναν τέτοιο ήρωα αλλά και επειδή ο ήρωας αυτός εκφράζει τις τύψεις και τις ενοχές ενός ολόκληρου λαού. Κανένα άλλο μυθιστόρημα δεν εξέφρασε με την ίδια δύναμη το γερμανικό αίσθημα ενοχής για τα δεινά του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Και μάλιστα ως ρεαλιστική αλληγορία.
Ο νάνος Οσκαρ Ματσεράτ που πρωταγωνιστεί αντιπροσωπεύει τον μέσο Γερμανό. Δεν μιλάει αλλά βγάζει κάτι παράξενες τσιρίδες εξαιτίας των οποίων σπάνε τα τζάμια των κτιρίων γύρω του. Λατρεύει το τύμπανό του που το χτυπά συνεχώς. Βρισκόμαστε στον Μεσοπόλεμο, αλλά καθώς τα χρόνια περνούν ο Οσκαρ, που «αρνείται» να ψηλώσει, εξακολουθεί να χτυπά το τύμπανό του και αργότερα, στη διάρκεια του πολέμου και κατόπιν, ώσπου στο τέλος καταδικάζεται για φόνο και τον κλείνουν στο ψυχιατρείο.
Τι είναι το τύμπανο του Οσκαρ; Του πολέμου ή των τύψεων; Ενδεχομένως και τα δύο. Και τι είναι ο Οσκαρ; Πρόκειται για έναν διαβολικό Πίτερ Παν σε μια σκοτεινή αλληγορία του παραμυθιού όπου τώρα ο κάπτεν Χουκ και οι πειρατές έχουν αντικατασταθεί από τους ναζιστές.  Το Τενεκεδένιο ταμπούρλο επιπλέον λειτουργεί και ως υπερμέγεθες, γκροτέσκο και καυστικό σχόλιο της μικροαστικής ηθικής μέσα από την οποία αναδύθηκε το χιτλερικό άγος. Και ως μακάβρια και πικρή ανάγνωση του παρόντος που δεν αφορά μόνο τη Γερμανία αλλά ολόκληρη την Ευρώπη. Εχει κανείς την εντύπωση ότι πολλοί συμπατριώτες του Γκρας, ιδίως μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών, δεν μπορούν να καταπιούν την πικρή αλήθεια που προκύπτει από το μυθιστόρημα: ότι δεν είναι τα θύματα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου αλλά οι απόγονοι των θυτών. Και ότι το ξεπέρασμα των συνεπειών της χιτλερικής εποχής δεν είναι η λήθη αλλά η αυτογνωσία και η μνήμη.
Πηγή: Αναστάσιος Βιστωνίτης ΤΟ ΒΗΜΑ

ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Χ. ΤΖ. ΓΟΥΕΛΣ. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Από την ουτοπία στην Ιστορία

Μια γοητευτική εξιστόρηση που αρχίζει με την καταγωγή της Γης και φθάνει ως το 1922 από τον συγγραφέα της «Μηχανής του χρόνου» Χ. Τζ. Γουέλς
Ο Χ. Τζ. Γουέλς




 
H. G. Wells
Σύντομη ιστορία του κόσμου
Σχολιασμένη έκδοση από τον Μάικλ Σέρμπορν.
Εισαγωγή του Νόρμαν Στόουν.
Μετάφραση Γιώργος Μαραγκός.
Εκδόσεις Κέδρος

Ο Χέρμπερτ Τζορτζ Γουέλς (1866-1946) υπήρξε εξαιρετικά πληθωρικός και ως συγγραφέας και ως προσωπικότητα της πνευματικής και κοινωνικής ζωής της Αγγλίας. Ηταν επίσης θαυμάσιος συγγραφέας - και πρωτοπόρος στην εποχή του. Συγγραφέας της ουτοπίας αλλά και πρόδρομος της επιστημονικής φαντασίας, εξέδωσε 150 μπροσούρες και βιβλία, κάποια από τα οποία, όπως Η μηχανή του χρόνου, Το νησί του δρος Μορώ ή Ο αόρατος άνθρωπος, παραμένουν αξεπέραστα. Αλλά εκτός από τα μυθοπλαστικά του έργα έγραψε και πλήθος άλλα, πολιτικού και επιστημονικού περιεχομένου. Το κυριότερο από αυτά, η Σύντομη ιστορία του κόσμου, μεταφρασμένο υποδειγματικά από τον Γιώργο Μαραγκό, κυκλοφορεί τώρα και στη γλώσσα μας 93 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση στη Μεγάλη Βρετανία.
Αναρωτιέται κανείς: Είναι δυνατόν μέσα σε λιγότερες από 500 σελίδες να γραφτεί η ιστορία - έστω και σύντομη - του κόσμου από την καταγωγή της Γης ως το 1922 που τελειώνει το βιβλίο του Γουέλς; Κι όμως ο συγγραφέας αυτός αποδεικνύει πως είναι. Γιατί εκείνο που εισπράττουμε  ολοκληρώνοντας την ανάγνωσή του είναι πως ο Γουέλς δεν στόχευε στο να «καταγράψει» την ιστορία του κόσμου αλλά να μας πει ποιος είναι - και άρα ποιος πρέπει να είναι ή να γίνει - ο κόσμος, η ανθρωπότητα, δηλαδή, που καθώς παρατηρεί βρίσκεται τώρα στην εφηβεία της. Και πως όσα είχε ως τότε κατορθώσει ο άνθρωπος δεν ήταν παρά «το προοίμιο των όσων έχει να κάνει ακόμα».
Σε μια εποχή ακραίας εξειδίκευσης ο αναγνώστης απορεί και θαυμάζει που ένας συγγραφέας μπορεί να έχει τόσες γνώσεις, όχι μόνον ιστορίας αλλά και εθνολογίας και φυσικών επιστημών, με άλλα λόγια γνώσης της Ιστορίας σε ένα τέτοιο πεδίο. Να είναι ενημερωμένος για την αρχαία Ελλάδα, για τη Ρώμη, την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τον πολιτισμό και την ιστορία της Κίνας, των Αράβων, των ΗΠΑ, της Βιομηχανικής Επανάστασης, της αποικιοκρατίας ή της ανάπτυξης των ιδεών στην Ευρώπη. Ηταν άραγε ένας homo universallis; Kατά μία έννοια, ναι. Ηταν όμως πρωτίστως συγγραφέας που διέθετε δύο αρετές οι οποίες συνδυασμένες αρμονικά δίνουν το μέτρο της επιτυχίας του: έγραφε για να πει την άποψή του και να εκφραστεί, δηλαδή λειτουργούσε με λογοτεχνικά κριτήρια είτε ως μυθιστοριογράφος είτε ως δοκιμιογράφος, αλλά και για να διαβαστεί. Αυτό ήταν το δίδαγμά του από τη μακρά και εξαιρετικά επιτυχημένη θητεία του στη δημοσιογραφία και τον πολιτικό λόγο, αφού υπήρξε ειρηνιστής, πρώιμος σοσιαλιστής και για ένα διάστημα φαβιανός.
Επιπλέον, στην εποχή του συνέβη μια μεγάλη επανάσταση που επηρέασε τα ευρωπαϊκά γράμματα σε μεγαλύτερο βάθος από όσο πιστεύουμε. Επρόκειτο για τη δαρβινική θεωρία. Γι' αυτό και η θητεία του Γουέλς στο έργο του Τόμας Χένρι Χάξλεϊ (παππού του Αλντους Χάξλεϊ) ο οποίος απεκλήθη «το μπουλντόγκ του Δαρβίνου» είναι εμφανέστατη.
Το γενικότερο συμπέρασμα που προκύπτει από τη Σύντομη ιστορία είναι πως με τη βοήθεια της επιστήμης ο κόσμος μπορεί να γίνει καλύτερος. Δεν είναι μια τυφλή πίστη στην πρόοδο. Είναι περισσότερο μια προσδοκία. Πέραν αυτού, το βιβλίο είναι κι ένα θαυμάσιο ανάγνωσμα.
Πηγή: Αναστάσιος Βιστωνίτης ΤΟ ΒΗΜΑ                                                            

Tολστόι ή Ντοστογιέφσκι; Ένα βιβλίο του Τζώρτζ Στάϊνερ. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Τζωρτζ Στάϊνερ
Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι.
Δοκίμιο Παλαιάς Κριτικής
Μετάφραση Κώστας Σπαθαράκης.

Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο που εξέδωσε ο Τζορτζ Στάινερ. Τον καθιέρωσε σχεδόν αμέσως ως έναν από τους σημαντικότερους δοκιμιογράφους και δεν είναι ανεξήγητο που ακόμη και σήμερα αποτελεί έργο αναφοράς. Eξεδόθη το 1959, όταν η Νέα Κριτική κυριαρχούσε όχι μόνο στο εσωτερικό της αγγλόφωνης πανεπιστημιακής κοινότητας αλλά και στις κριτικές αναλύσεις στα περιοδικά της εποχής. Ο Στάινερ, παρότι αναγνωρίζει τις οφειλές του στη Νέα Κριτική που επανέφερε το ζήτημα της σοβαρής ανάγνωσης και ανάλυσης των λογοτεχνικών έργων, δεν ασπάζεται το δόγμα των εκπροσώπων της ότι το έργο είναι αυτόνομη ενότητα ανεξάρτητη από τον δημιουργό της. Χαρακτηρίζει την κριτική του «παλαιά» (οι κοινωνιολόγοι θα τη χαρακτήριζαν «ολιστική») επειδή συνδέει τον δημιουργό με το έργο, την εποχή, το παρελθόν και το παρόν. Και επιλέγει τους δύο κορυφαίους του ρωσικού ρεαλισμού, τον Τολστόι και τον Ντοστογέφσκι, ως τα αντιπροσωπευτικότερα παραδείγματα.


Η ανάλυση του Στάινερ είναι συγκριτική, η μέθοδός του διαλεκτική (χεγκελιανή), η αφήγησή του πολυπρισματική και αναφέρεται σε ένα τεράστιο φάσμα συγγραφέων και έργων προϋποθέτοντας ότι ο αναγνώστης τα γνωρίζει. Η περιοχή του εδώ είναι το μυθιστόρημα, δεν παραλείπει όμως όποτε του είναι χρήσιμο να αναφέρεται και σε ποιητές. Στο κέντρο της τοποθετεί τον Τολστόι και τον Ντοστογέφσκι, συγγραφείς με τους οποίους οι Νέοι Κριτικοί ουδέποτε ασχολήθηκαν. Αντιπαραθέτοντάς τους και αναλύοντας τα μείζονα έργα τους εξηγεί γιατί μέσω των επιτευγμάτων τους αποδεικνύεται η ενότητα του δυτικού πολιτισμού: ο Τολστόι είναι ο επικός, ο κληρονόμος της ομηρικής παράδοσης, ενώ ο Ντοστογέφσκι ο δραματικός, ο διάδοχος των ελλήνων τραγικών και του Σαίξπηρ.
Προτιμά ελαφρώς τον Ντοστογέφσκι
Ο αναγνώστης δεν καλείται να επιλέξει ανάμεσα στον Τολστόι και στον Ντοστογέφσκι - μολονότι ο Στάινερ φαίνεται να προτιμά ελαφρώς τον δεύτερο. Αν όμως το πράξει, κατά την ευφυέστατη ανάλυσή του, στρατεύεται υπαρξιακά στη φαντασία. Θα κινηθεί ανάμεσα στο μυστήριο που αντιπροσωπεύει το μέλλον (Τολστόι) και στο μυστήριο του Θεού (Ντοστογέφσκι). Ο Τολστόι πίστευε ότι μόνο η κοινωνία των ανθρώπων μπορεί να μας δείξει το μονοπάτι της ζωής και πως ο Θεός υπάρχει μέσα μας. Αυτό εκφράζεται κατ' εξοχήν στο μεγάλο του έπος, το Πόλεμος και ειρήνη, αλλά και σε πλήθος άλλα κείμενά του. Για τον Ντοστογέφσκι μόνο η πίστη μπορεί να σώσει τον άνθρωπο. Αντιπαραθέστε στις απόψεις του Τολστόι τις φοβερές σελίδες της συνάντησης του Χριστού με τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή στους Αδελφούς Καραμαζόφ και θα καταλάβετε τη διαφορά.
Λέων Τολστόι, ο επικός, ο κληρονόμος της ομηρικής παράδοσης
Ο Στάινερ βεβαίως αναφέρεται και σε άλλες διαφορές. Μία από τις κυριότερες: ο Τολστόι είναι συγγραφέας του φυσικού κόσμου, ενώ ο Ντοστογέφσκι κατ' εξοχήν της πόλης (γι' αυτό και τα μυθιστορήματα του τελευταίου διαθέτουν απαράμιλλη θεατρικότητα και διασκευές τους έχουν ανεβεί σε πολλές θεατρικές σκηνές παγκοσμίως). Ο Τολστόι είναι η φύση, η γη, ο απέραντος κόσμος της δημιουργίας. Ο Ντοστογέφσκι είναι το δράμα (κάποτε και το μελόδραμα) και ο χώρος του δράματος, δηλαδή η πόλη. Και επειδή για τον Τολστόι καθήκον μας, με την έννοια του ηθικού αιτήματος,  είναι να δημιουργήσουμε ένα επί γης βασίλειο του Θεού, χριστιανισμός και  παγανισμός συγκλίνουν στο έργο του και διαμορφώνουν την ουτοπία του. Οι διαφορές ανάμεσα στην πόλη και στην ύπαιθρο για τον Τολστόι δεν είναι μόνο ηθικής αλλά και αισθητικής και κοινωνικής τάξεως. Αν η κοινωνία είναι η μόνη που μπορεί να μας δείξει το μονοπάτι προς το μέλλον, αντιλαμβανόμαστε γιατί οι μπολσεβίκοι προτιμούσαν τον Τολστόι από τον Ντοστογέφσκι (που τον προτιμούν επίσης οι αναρχικοί) ή γιατί τον θαύμαζε ο Γκάντι.
Ο Στάινερ παρατηρεί ότι «ο Θεός του Τολστόι εμπλέκεται σε έναν συναρπαστικό ανταγωνισμό με τον Θεό του Ντοστογέφσκι». Τον τελευταίο τον απορρίπτει όχι μόνο ο Ναμπόκοφ αλλά και πολλοί ορθολογιστές τόσο για τον πανσλαβισμό του όσο και για τον κατά τον Μπέρτραντ Ράσελ νευρωτικό χριστιανισμό του.
Υπεράσπιση του δυτικού πολιτισμού
Ο Τολστόι και ο Ντοστoγέφσκι δεν συναντήθηκαν ποτέ (όπως ουδέποτε συναντήθηκε ο Σολωμός με τον Κάλβο όταν ζούσαν και οι δύο στη Ζάκυνθο). Είχε κανονιστεί μια συνάντησή τους, αλλά ο Τολστόι έκανε πίσω την τελευταία στιγμή.
Ο Στάινερ εκφράζει τον θαυμασμό του και για τους δύο από την αρχή ακόμη του βιβλίου του και συγκρίνοντάς τους με τους ρεαλιστές άλλων χωρών τους θεωρεί ανώτερους. Ετσι, για τον ίδιον η Αννα Καρένινα του Τολστόι είναι ανώτερη από τη Μαντάμ Μποβαρύ του Φλoμπέρ και ο γίγαντας του γαλλικού ρεαλισμού Μπαλζάκ κατώτερος από τους δύο Ρώσους.
Το εύρος των παραθεμάτων και των παραδειγμάτων που χρησιμοποιεί τούτος ο Γαργαντούας της γραφής είναι τεράστιο και εμφανώς οφείλεται στο ότι ήθελε να καταπλήξει. Ο αναγνώστης μπορεί αρκετά από τα βιβλία στα οποία παραπέμπει να μην τα έχει διαβάσει, αλλά δεν δυσκολεύεται να παρακολουθήσει τους συλλογισμούς και τη ροή του σταϊνερικού λόγου, γιατί αυτός ο μείζων δοκιμιογράφος, που δοκίμασε τις δυνάμεις του και στη μυθοπλασία χωρίς επιτυχία, διαθέτει ένα σπάνιο για δοκιμιογράφο προσόν: ασύγκριτη αφηγηματική χάρη που συνοδεύει ένα ανήσυχο και σπινθηροβόλο πνεύμα. Θα έλεγα ότι, πέραν του θέματος που πραγματεύεται, το βιβλίο του συνιστά και μια υπεράσπιση του δυτικού πολιτισμού, των μεγάλων αφηγήσεων και της λογοτεχνίας στο σύνολό της. Αυτή είναι άλλωστε η κινητήρια δύναμη και του έργου που κατέθεσε αργότερα.
Σχεδόν όλα τα σημαντικά  βιβλία του Τζορτζ Στάινερ έχουν μεταφερθεί στη γλώσσα μας. Το Τολστόι ή Ντοστογέφσκι (ή και οι δύο, θα λέγαμε), μεταφρασμένο θαυμάσια από τον Κώστα Σπαθαράκη, έρχεται τώρα να προστεθεί στον «κατάλογο».
Ο Στάινερ στο εγκώμιό του για τον Λούκατς, που περιλαβάνεται στη συλλογή δοκιμίων του Language and Silence, αναφερόμενος στη «μούσα της κριτικής», την αποκαλεί «μικρή». Δεν είναι διόλου βέβαιος κανείς γι' αυτό, ιδίως όταν διαβάζει δοκιμιογράφους του δικού του διαμετρήματος.
Πηγή: Αναστάσιος Βιστωνίτης ΤΟ ΒΗΜΑ

ΕΜΙΛ ΖΟΛΑ Το 1898 ο Εμίλ Ζολά ήταν ο πιο διάσημος ευρωπαίος συγγραφέας. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.


Το 1898 ο Εμίλ Ζολά ήταν ο πιο διάσημος ευρωπαίος συγγραφέας. Στις 13 Ιανουαρίου εκείνης της χρονιάς δημοσιεύθηκε πρωτοσέλιδο στην εφημερίδα «L'Aurore» το ιστορικό του άρθρο με τίτλο «J'Accuse» («Κατηγορώ»). Παραμένει και σήμερα η πιο διάσημη πρώτη σελίδα στην ιστορία της δημοσιογραφίας.
Τα περιστατικά είναι λίγο-πολύ γνωστά: ο εβραϊκής καταγωγής λοχαγός του γαλλικού στρατού Αλφρεντ Ντρέιφους κατηγορήθηκε για κατασκοπεία, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά και εστάλη να εκτίσει την ποινή του στο φοβερό Νησί του Διαβόλου. Η δίωξη και η καταδίκη του υπήρξαν προϊόν συνωμοσίας που εξυφάνθηκε στα ανώτερα κλιμάκια του στρατού. Τους συνωμότες κατηγορεί ευθέως στο άρθρο του κατονομάζοντάς τους ο Ζολά, ο οποίος προκειμένου να αποφύγει τις διώξεις αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί για έναν χρόνο.

Μαζί του όμως συντάχθηκαν κάποιοι από τους λαμπρότερους γάλλους συγγραφείς της εποχής (ανάμεσά τους ο Ανατόλ Φρανς και ο Μαρσέλ Προυστ). Απέναντί τους είχαν βεβαίως τη γαλλική Ακροδεξιά, στην οποία ανήκαν και κάποιοι διόλου ευκαταφρόνητοι διανοούμενοι, όπως ο Μορίς Μπαρές και ο Σαρλ Μοράς.
Υστερα από διαδοχικές δίκες ο Ντρέιφους απαλλάχθηκε. Εκτοτε οι διανοούμενοι στη Γαλλία θα αποκτούσαν τεράστιο κύρος και θα το διατηρούσαν ως τις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν η παρεμβατική τους δύναμη θα εξασθενούσε σε τέτοιον βαθμό ώστε στον γαλλικό Τύπο να δημοσιεύονται άρθρα με τίτλους όπως «Τι απέγιναν οι διανοούμενοι;» ή «Τέλος των διανοουμένων;».
Το «Κατηγορώ» του Ζολά παραμένει και σήμερα ένα κείμενο που συνδυάζει υποδειγματικά την πολιτική άποψη και το ερευνητικό - και άρα αποκαλυπτικό - ρεπορτάζ. Εκτός Γαλλίας είναι σχεδόν το μόνο γνωστό δημοσιογραφικό του κείμενο. Ωστόσο δεν ήταν ένα περιστασιακό άρθρο. Ο Ζολά δημοσιογραφούσε από την αρχή ως το τέλος της συγγραφικής του καριέρας. Στα πρώτα χρόνια μάλιστα, προτού γνωρίσει τη διασημότητα ως μυθιστοριογράφος, ζούσε από τα δημοσιογραφικά του κείμενα όχι μόνο σε γαλλικά αλλά και σε ρωσικά έντυπα.
Στον Τύπο της εποχής δημοσίευσε πλήθος λογοτεχνικά κείμενα και τεχνοκριτικές που την εποχή εκείνη κατά την οποία αναπτυσσόταν το κίνημα των εμπρεσιονιστών έπαιξαν πολύ μεγάλο ρόλο - και ας μη συγκρίνονται σήμερα με τα θαυμάσια τεχνοκριτικά κείμενα του Μποντλέρ. Και όσο για το κοινωνικό περιεχόμενο των μυθιστορημάτων του, δεν αρκεί από μόνη της η θεωρία του Δαρβίνου. Πρέπει να λαμβάνει κανείς υπόψη και τα πολιτικά του άρθρα, όπου εκφράζει την αντιπάθειά του για τον αυτοκράτορα της Γαλλίας Ναπολέοντα Γ'.
Ο Ζολά δεν ήταν εστέτ όπως ο Μποντλέρ ή είρων όπως ο Σταντάλ. Πίστευε πως ο συγγραφέας δεν λογοδοτεί μόνο στον εαυτό του αλλά και στους αναγνώστες του. Είχε δηλαδή αντιληφθεί τη σημασία της δημοσιότητας και την αξία της τεκμηριωμένης διαφωνίας ως προϋποθέσεις όχι μόνο της επιτυχίας αλλά και της συγγραφικής ωρίμασης. Και αυτό το έμαθε εργαζόμενος από το 1862 ως το 1866 στον εκδοτικό οίκο Hatchet, κυρίως όμως δημοσιεύοντας, από τότε, κείμενά του στον Τύπο.
Με το Κατηγορώ ο Ζολά επαναλάμβανε εκείνο που είχε επιτύχει ο Βολταίρος, όταν κατάφερε να αποκαταστήσει τη μνήμη του Ζαν Καλάς, του «δολοφονημένου μάρτυρα», όπως τον είχε αποκαλέσει, που δικάστηκε και καταδικάστηκε αδίκως για τη δολοφονία του γιου του και πέθανε μαρτυρικά στον τροχό στις 10 Μαρτίου 1762. Τα αίτια βεβαίως ήταν διαφορετικά. Ο Καλάς υπήρξε θύμα του θρησκευτικού φανατισμού της εποχής. Ηταν προτεστάντης. (Σημειώνω πως το επώνυμο Κάλας το οποίο επέλεξε ο δικός μας Νικόλαος Καλαμάρης δεν αποτελεί συντομογραφία του πραγματικού του επωνύμου, όπως έγραψε ο Αλέξανδρος Αργυρίου, αλλά ο ποιητής και κριτικός το επέλεξε εις ανάμνησιν του Ζαν Καλάς.)
Οπως ο Ζαν Καλάς κατέληξε στον τροχό επειδή ήταν προτεστάντης, έτσι και ο Ντρέιφους καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά λόγω της εβραϊκής του καταγωγής. Ο αντισημιτισμός εκείνη την εποχή ήταν ευρύτατα διαδεδομένος σε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού της Ευρώπης και ενδημικός στα ανώτερα κλιμάκια της γαλλικής πολιτικής εξουσίας, του στρατού και της Καθολικής Εκκλησίας.
Οι συγγραφείς τότε είχαν αντιληφθεί τον ρόλο που αποκτούσε ο Τύπος στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, ρόλο τον οποίο ως τότε έπαιζε το θέατρο. Διά του Τύπου ο δημόσιος λόγος περνούσε από τη σκηνή του θεάτρου στον ανοιχτό χώρο των πόλεων, όπου οι αναγνώστες από θεατές γίνονταν μέτοχοι του κοινωνικού γίγνεσθαι. Η πόλη ήταν πλέον η δίχως όρια πλατεία.
Είναι μεγάλη συζήτηση το πόσα έμαθε ως συγγραφέας ο Ζολά γράφοντας για τον Τύπο. Οπως φυσικά και το πόσα από όσα αθροιστικά και εν συντομία κατέθεσε στα έντυπα της εποχής διαμορφώθηκαν ως εκτενείς αφηγήσεις στα μυθιστορήματά του. Τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν οι μελέτες που πιστοποιούν ότι η τριβή με την επικαιρότητα υπήρξε για τον ίδιο τεράστια μαθητεία. Απευθυνόμενος διά του Τύπου στο κοινό της εποχής ανακάλυπτε ταυτοχρόνως το ύφος και την προσωπικότητά του - για να μην αναφερθεί κανείς σε θέματα τεχνικής: στην περιεκτικότητα, στον αφηγηματικό ρυθμό, στο πώς δηλαδή να βάζει στη σωστή σειρά αυτό που προηγείται και εκείνο που έπεται.
Ο Ζολά μπήκε στη δημοσιογραφία για λόγους βιοποριστικούς αλλά ποτέ δεν την εγκατέλειψε, γιατί πίστευε πως δεν υπάρχει αληθινή τέχνη που να μην είναι δημόσια, δηλαδή παρεμβατική - και με την έννοια αυτή βαθύτατη πολιτική. Πίστευε ότι όπως τα όσα συμβαίνουν στην τέχνη αλλάζουν την κοινωνία, έτσι και τα όσα συμβαίνουν στην κοινωνία αλλάζουν την τέχνη. Πολλά χρόνια αργότερα η Οριάνα Φαλάτσι ακολουθώντας το παράδειγμά του δήλωνε πως μπήκε στη δημοσιογραφία για να γίνει συγγραφέας. Και δεν ήταν η μόνη ούτε και το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, αφού υπήρξε μεν ρεπόρτερ πρώτης γραμμής, όχι όμως και πρώτης γραμμής συγγραφέας. Αντιθέτως, ο Τζορτζ Οργουελ που προηγήθηκε ήταν μείζων συγγραφέας και ταυτοχρόνως κορυφαίος δημοσιογράφος αποδεικνύοντας με το έργο του πως μπορεί μεν να υπάρχουν κατηγορίες κειμένων αλλά ο χώρος της γραφής είναι ενιαίος. Για τον Οργουελ όμως την επόμενη Κυριακή.
Πηγή: Αναστάσιος Βιστωνίτης ΤΟ ΒΗΜΑ

ΣΟΥ ΡΟΟΥ ΙΝ ΜΟΝΤΜΑΡΤΡΕ Ενα χρονικό και πολλαπλές βιογραφίες καλλιτεχνών του περασμένου αιώνα.

H Φλωρεντία του 20ού αιώνα

Ενα χρονικό και μια πολλαπλή βιογραφία των καλλιτεχνών του περασμένου αιώνα από τη Σου Ρόου, η οποία θέλει να αποδείξει πως η σύγχρονη τέχνη σε όλα τα πεδία δίνει τα μείζονα έργα της στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα
Πικάσο, «Οι δεσποινίδες της Αβινιόν», 1907



 
Sue Roe
In Monmartre.
Picasso, Matisse and the Βirth of Modernist Art.
Penguin Press, 2015, ΗΠΑ
σελ. 365, τιμή 29,95 δολάρια

Το 1900 έφτασε στο Παρίσι ένας 19χρονος ισπανός ζωγράφος και εγκαταστάθηκε στον λόφο της Μονμάρτρης όπου ζούσαν και άλλοι καλλιτέχνες. Μέσα σε μία δεκαετία αυτός και οι φίλοι του θα έφερναν στις καλές τέχνες πραγματική επανάσταση, η οποία δεν περιορίστηκε μόνο στη ζωγραφική αλλά επέδρασε και στη λογοτεχνία, στη μουσική και στον χορό. Το όνομά του: Πάμπλο Πικάσο.

Η ζωή και το έργο εκείνων των καλλιτεχνών έχουν πάρει εδώ και χρόνια μυθικές διαστάσεις και οι τιμές των έργων τους είναι πλέον ασύλληπτες. Πέρυσι ένας πίνακας του Πικάσο πουλήθηκε για περισσότερα από 100 εκατ. δολάρια, ενώ σε ιλιγγιώδη ποσά πουλιούνται και τα έργα των άλλων καλλιτεχνών που έζησαν στη Μονμάρτρη την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα: του Ματίς, του Ντερέν, του Μπρακ, του Μοντιλιάνι, του Βλαμένκ.

Παθιασμένοι μποέμ
Η ιστορία της σύγχρονης τέχνης έχει βεβαίως γραφτεί - και με λεπτομέρειες. Στα μεγάλα μουσεία του κόσμου τα έργα αυτών των παθιασμένων μποέμ κυριαρχούν και δεν είναι λίγοι όσοι πιστεύουν ότι τίποτε πραγματικά ριζοσπαστικό δεν συνέβη από τότε. Τι προσθέτει επομένως ένα βιβλίο σαν κι αυτό της Σου Ρόου στα όσα ήδη γνωρίζουμε; Η Ρόου κατάφερε να γράψει ένα γοητευτικό βιβλίο, ένα χρονικό και ταυτοχρόνως μια πολλαπλή βιογραφία των πρωταγωνιστών της εποχής, για να αποδείξει πως η σύγχρονη τέχνη σε όλα τα πεδία δεν δίνει τα μείζονα έργα της στη δεκαετία του 1920, όπως λέγεται, αλλά στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Και πως η Μονμάρτρη ήταν για τον 20ό αιώνα ό,τι η Φλωρεντία για τον 15ο.

Το θέμα δεν είναι αν διαφωνεί ή συμφωνεί κανείς, εν όλω ή εν μέρει, με την άποψή της. Εχουμε ένα βιβλίο τεκμηριωμένο και ταυτοχρόνως ένα ανάγνωσμα που διαβάζεται σαν πρώτης κατηγορίας μυθιστόρημα, όπου το έργο των καλλιτεχνών εξηγεί τη ζωή τους - και αντιστρόφως. Και όπου οι καλλιτέχνες που πρωταγωνιστούν ήθελαν αλλάζοντας την τέχνη να αλλάξουν την ίδια τη ζωή. Ανοιξαν τους δρόμους της πρωτοπορίας και δημιούργησαν νέες μορφές έκφρασης υπακούοντας σε αυτή την εσωτερική ανάγκη.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ζωή των μποέμ ασκούσε στους νέους καλλιτέχνες μιαν απαράμιλλη γοητεία. Η ζωή στη Μονμάρτρη ήταν φθηνή. Και έπαιρνε αμέτρητες μορφές στους δρόμους, στα καμπαρέ, στις συναντήσεις των καλλιτεχνών μεταξύ τους, στις φιλίες αλλά και στις αντιπάθειές τους, στη συμπεριφορά τους, στις αναζητήσεις τους. Η Ρόου θεωρεί ότι δύο ήταν οι κυρίαρχες μορφές αυτής της δεκαετίας: ο Ματίς και ο Πικάσο, και σύμφωνα με τον πρώτο η απόσταση ανάμεσά τους ήταν όση χωρίζει τον Βόρειο από τον Νότιο Πόλο. Κι όμως ο απόμακρος και με πομπώδες ύφος Ματίς ήταν εξίσου ριζοσπαστικός και ευρηματικός με τον κατά δέκα χρόνια νεότερό του Πικάσο.

Αθροισμα ζωής
Στο χρονικό της Ρόου τα περιστατικά που αναφέρονται δεν είναι ανεκδοτολογικού χαρακτήρα. Συνιστούν άθροισμα ζωής και όλα μαζί μάς προσφέρουν την εικόνα της εποχής που τη γέννησε αλλά και τις μεταβολές που οι καλλιτέχνες εκείνοι επέφεραν. Ο Πικάσο, ο οποίος στην αρχή δεν είχε καμία εκτίμηση για τη λεγόμενη λαϊκή τέχνη, συγκλονίστηκε όταν είδε τις πρώτες αφρικανικές μάσκες.

Η ζωή υπαγόρευε τις καλλιτεχνικές αναζητήσεις. Η λεγόμενη μπλε περίοδος του Πικάσο είναι η περίοδος της φτώχειας, ενώ η ροζ που ακολούθησε, του αισθησιασμού.
Η εμφάνιση των καλλιτεχνών είχε μιμητικό χαρακτήρα. Μιμούνταν τους εαυτούς τους, δηλαδή προσπαθούσαν να είναι ό,τι δεν ήταν οι άλλοι. Να φορούν πράσινα κοστούμια, κίτρινα παπούτσια και κόκκινα πανωφόρια, ακόμη και ζωγραφισμένες ξύλινες γραβάτες. Ριζοσπαστικοί ήταν και στην τέχνη τους. Ο Ουτριλό ανακάτευε στα χρώματά του ξέσμα λεμονιού, τσιμέντο και άμμο και ο Μπρακ χρησιμοποιούσε αλεσμένο καφέ, καπνό και χώμα.

Οι πρωταγωνιστές αυτής της πολυεπίπεδης βιογραφίας αναδύονται μέσα από τη σύνθετη αφήγηση της Ρόου ολοζώντανοι. Μπορεί κανείς να «δει» μπροστά του τον Μοντιλιάνι να σκιτσάρει σε ένα καφενείο με απίστευτη ταχύτητα, τις πόρνες να κυκλοφορούν στα δρομάκια της Μονμάρτρης με τα κορακάτα βαμμένα μαλλιά τους (εικόνα που σόκαρε τον Πικάσο και τους φίλους του όταν την πρωτοείδαν) ή τον τελευταίο να ζωγραφίζει το πορτρέτο της Γερτρούδης Στάιν, ο αδελφός της οποίας ήταν μανιώδης συλλέκτης, όπως άλλωστε και η ίδια. 
Εδώ ο Πικάσο ζωγράφισε επτά χρόνια μετά την άφιξή του τον περίφημο πρωτο-κυβιστικό πίνακα «Οι δεσποινίδες της Αβινιόν», που αρχικά τον είχε ονομάσει «Το μπορντέλο της Αβινιόν». Η νέα ονομασία με την οποία είναι γνωστός ο πίνακας δόθηκε από τον ποιητή Αντρέ Σαλμόν που διοργάνωσε την έκθεση του Salon d'Antin, όπου ο πίνακας εκτέθηκε για πρώτη φορά το 1916. Ηταν τότε που η σύγκρουση του Πικάσο με τον Ματίς είχε πάρει διαστάσεις.

Ζωγράφοι και ποιητές
Η φιλία των ζωγράφων με άλλους καλλιτέχνες ήταν συστατικό γνώρισμα της ζωής στη Μονμάρτρη. Του Πικάσο με τους ποιητές (τον Απολινέρ και τον Σαλμόν λ.χ.) ή του Ματίς με πλειάδα γάλλων ποιητών. Και το γνωστότερο πορτρέτο της Αχμάτοβα είναι ένα από τα δεκαέξι που της φιλοτέχνησε ο Μοντιλιάνι το 1911, όταν η ποιήτρια βρισκόταν στο Παρίσι σε ταξίδι του μέλιτος με τον πρώτο της σύζυγο Νικολάι Γκουμιλιόφ.
Η ώσμωση των τεχνών και της καθημερινής ζωής χαρακτήριζε τη ζωή στη Μονμάρτρη, από την οποία παλαιότερα είχαν περάσει και άλλοι σημαντικοί ζωγράφοι, όπως ο Ρενουάρ ή ο Βαν Γκογκ, αλλά η δεκαετία 1900-1910 θα καθιστούσε θρυλικό έναν λόφο που σήμερα δεν έχει καμία σχέση με εκείνη την εποχή και είναι απλώς τουριστικό αξιοθέατο.

Η Σου Ρόου, ποιήτρια και μυθιστοριογράφος, γνωρίζει πώς να συνθέσει ένα πλήθος ιστοριών σε μια ενιαία πολυπρισματική αφήγηση. Να μιλήσει για τους πρωταγωνιστές της και να αναπλάσει μια ολόκληρη εποχή. Ελπίζω το βιβλίο της να κινήσει το ενδιαφέρον των ελλήνων εκδοτών και να μεταφραστεί στη γλώσσα μας.
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ Βιστωνίτης Αναστάσιος

ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ ΠΟΛΩΝΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ 

Η γραμμή σκιάς
Βιστωνίτης Αναστάσιος

Στην πόλη Γδύνια της Πολωνίας, που βρίσκεται στην ακτή της Βαλτικής, μπορεί κάποιος να δει το άγαλμα ενός διάσημου πολωνού συγγραφέα, ο οποίος όμως όλα του τα έργα τα έγραψε στην αγγλική γλώσσα: πρόκειται για τον Τζόζεφ Κόνραντ (1857 - 1924).
Είναι αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι ο συγγραφέας αυτός, από τους μεγαλύτερους πεζογράφους του αγγλόφωνου κόσμου, έγραψε τα βιβλία του σε μια γλώσσα η οποία δεν ήταν η μητρική του. Μάλιστα, τα αγγλικά δεν αποτελούσαν καν τη δεύτερη γλώσσα του (που ήταν τα γαλλικά) και παρά ταύτα υπήρξε ανεπανάληπτος στυλίστας. Ο στενός του φίλος και συγγραφέας Τ. Ε. Λόρενς (ο Λόρενς της Αραβίας), ο οποίος ήταν πάντοτε αυστηρός στις κρίσεις του, έλεγε: «Μακάρι να ήξερα πώς γράφει κάθε του παράγραφο».
Ο Τέοντορ Κόνραντ Ναλέτζ Κορτσενιόφσκι (όπως ήταν το πραγματικό του όνομα) έπρεπε να γίνει 21 ετών για να μάθει τέλεια τα αγγλικά και να περιμένει άλλα 15 χρόνια ώσπου να γράψει και να εκδώσει το πρώτο του βιβλίο. Από εκεί και πέρα η συγγραφική του σταδιοδρομία περιλαμβάνει βιβλία τα οποία το ένα είναι καλύτερο από το άλλο. Στα 39 του χρόνια ο Τζόζεφ Κόνραντ δημοσίευε ένα από τα αριστουργήματά του, την Καρδιά του σκότους, που άσκησε και ασκεί ακόμη τεράστια επιρροή. Από τον Ελιοτ, ο οποίος εμπνεύσθηκε από αυτόν την Ερημη χώρα (χαρακτηριστικό είναι άλλωστε ότι το αρχικό μότο της ήταν από το βιβλίο του Κόνραντ) ως τον Φράνσις Φορντ Κόπολα που το σενάριο της ταινίας του Αποκάλυψη τώρα είναι βασισμένο στην Καρδιά του σκότους. Δεν είναι καθόλου τυχαίο επομένως που πολλοί σήμερα θεωρούν τον Κόνραντ συγγραφέα ο οποίος με το έργο του προλέγει ή προετοιμάζει τον μοντερνισμό.
Ο Κόνραντ επηρέασε ανάμεσα σε πολλούς άλλους και τον Ερνεστ Χεμινγκγουέι, τον Ντ.Χ. Λόρενς, τον Γκράχαμ Γκριν, τον Γουίλιαμ Μπάροουζ, τον Τζόζεφ Χέλερ, τον Γέρζι Κοζίνσκι - με διαφορετικό τρόπο και για διαφορετικούς λόγους τον καθένα.
Στην εποχή του - και μολονότι ως συγγραφέας ήταν εξαιρετικά επιτυχημένος - πολλοί κριτικοί πίστευαν ότι ο πεσιμισμός του θα απέτρεπε πολλούς αναγνώστες να διαβάσουν το έργο του. Οχι μόνον δεν συνέβη αυτό αλλά ο εξωτικός και αντιηρωικός κόσμος του θα γοήτευε πολύ περισσότερους αναγνώστες στα χρόνια που θα ακολουθούσαν.
Ο Κόνραντ υπηρέτησε επί 16 χρόνια στα εμπορικά πλοία της Μεγάλης Βρετανίας κι έκανε μεγάλα ταξίδια διασχίζοντας την υδρόγειο, ταξίδια από τα οποία άντλησε πάμπολλα θέματα και εμπειρίες για τα κατοπινά του βιβλία, αφού πιο μπροστά πέρασε από ποικίλες συναισθηματικές και ψυχολογικές κρίσεις. Το 1878 προέβη σε αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας κι ευθύς αμέσως μετά κατετάγη στο εμπορικό ναυτικό. Το παρθενικό του ταξίδι ήταν στην Κωνσταντινούπολη για να ακολουθήσουν πλήθος άλλα, με αποτέλεσμα σήμερα σε πολλά ξενοδοχεία από τα οποία - θεωρητικά κατά το πλείστον - πέρασε ο Κόνραντ να έχει δοθεί το όνομά του.
Στα σημαντικότερα έργα του περιλαμβάνονται: Ο νέγρος του Νάρκισσου, Λόρδος Τζιμ, Τυφώνας, Νοστρόμο, Με τα μάτια ενός Δυτικού και το πιο ιδιότυπο απ' όλα, Η γραμμή σκιάς.
Το 1923 του προτάθηκε ο τίτλος του ιππότη αλλά τον αρνήθηκε. Ο ακατάβλητος αυτός συγγραφέας αλλά φιλάσθενος άνθρωπος πέθανε τον επόμενο χρόνο από καρδιακή συγκοπή και ενταφιάστηκε στην Αγγλία όχι ως Τζόζεφ Κόνραντ αλλά κατά την επιθυμία του με το πολωνικό του όνομα.
* Γοητεία και μυστήριο
Η γραμμή σκιάς, η οποία εκδόθηκε το 1917, είναι από τα πιο παράξενα και γοητευτικά μυθιστορήματα του Κόνραντ - και από τα τελευταία του. Οπως σε όλα του τα βιβλία η δράση εκτυλίσσεται στη θάλασσα. Στα πρότυπα τα οποία εφάρμοσε στην Καρδιά του σκότους, η αφήγηση είναι κι εδώ διπλή και αφορά τη σύγκρουση του παλαιού με το καινούργιο. Ετσι, ο τίτλος παραπέμπει στο ψυχολογικό υπόβαθρο του μυθιστορήματος και ειδικότερα στη φύση της εμπειρίας, της ωριμότητας και επομένως της σοφίας. Πάντως, πολλοί πιστεύουν ότι εδώ ο συγγραφέας αναφέρεται αλληγορικά στον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο, όμως στο βιβλίο συμβαίνουν πολλά «μαγικά» και παράξενα, όπως λ.χ. η εμφάνιση του φαντάσματος του πρώην καπετάνιου του πλοίου στο οποίο εκτυλίσσεται η δράση, ο οποίος και το καταριέται. Ετσι, Η γραμμή σκιάς μπορεί κάποιος να πει ότι είναι μια από τις γοητευτικότερες συνθέσεις που συνυπάρχουν το πραγματικό και το φανταστικό, και οι εναλλαγές τους κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα.

Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ

21.3.16

ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΑΤΖΗΣ απαντά στο ερωτηματολόγιο του ΠΡΟΥΣΤ Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

O Γιώργος Δουατζής απαντά στο ερωτηματολόγιο του Προυστ

Επιμέλεια: Γιάννης Φαρσάρης //
Ο Γιώργος Δουατζής είναι ένας δημιουργός πολυμορφικός και ακούραστος. Μια ιδιαίτερη φωνή με ευρεία εκφραστική γκάμα, που αρέσκεται να δοκιμάζει διαρκώς νέους τρόπους ανάπλασης των λέξεων. Οι αφηγήσεις του μοιάζουν με σκυταλοδρομία υπερβαίνουσα τον χρόνο, αποδεικνύοντας πως στη λογοτεχνία όλα είναι θέμα ύφους και οπτικής, πέρα από τις προθέσεις. Ο Γιώργος Δουατζής είναι ένας γενναίος δωρητής συναισθημάτων
Ποιο είναι το κυρίαρχο γνώρισμα του χαρακτήρα σας; Η παιδιόθεν τρυφερότητα για τους άλλους

Ποια αρετή προτιμάτε σ΄ έναν άντρα; Να σε κοιτάζει στα μάτια και να σκέπτεται φωναχτά

Ποια αρετή προτιμάτε σε μια γυναίκα; Να σε κοιτάζει στα μάτια και να σκέπτεται φωναχτά

Τι εκτιμάτε περισσότερο στους φίλους σας; Το ότι υπάρχουν

Ποιο είναι το βασικό σας ελάττωμα; Η αυστηρότητα στις κρίσεις μου, αλλά ευτυχώς κρατάει για λίγο.

Ποια είναι η αγαπημένη σας ενασχόληση; Να γράφω ακούγοντας μουσική

Ποια είναι η εικόνα που έχετε για την ευτυχία; Να μπορώ να μοιράζομαι στιγμές, έργο, χαρές.

Ποια είναι για εσάς η μεγαλύτερη δυστυχία; Η αρρώστια και η ανελευθερία.

Εάν δεν ήσασταν ο εαυτός σας, ποιος θα θέλατε να είστε; Έχω πολλούς εαυτούς. Οπότε διαλέγω κατά περίπτωση διάφορες προσμίξεις τους.

Σε ποια χώρα θα θέλατε να ζείτε; Στην Ελλάδα με άλλους πολιτικούς και α-φθονους ποιητές

Το αγαπημένο σας χρώμα; Βαθύ πορφυρό

Το αγαπημένο σας λουλούδι; Το πρόσωπό της

Το αγαπημένο σας πουλί; Το χελιδόνι

Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς; Καμύ, Κορτάσαρ, Τσβάιχ, Μπόρχες, Έσσε, Μπέρνχαρτ.

Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας ποιητές; Λειβαδίτης, Σεφέρης, Ελύτης, Λεοντάρης, Σαχτούρης, Ρίτσος, Βαρβιτσιώτης, Λαπαθιώτης και δεκάδες άλλοι

Οι αγαπημένοι σας λογοτεχνικοί ήρωες; Οι Δαίμονες του Ντοστογιέφσκι, ο Ηρακλής Πουαρώ της Αγκάθα Κρίστι

Οι αγαπημένες σας λογοτεχνικές ηρωίδες; Αυτές που κατοικούν στα ποιήματά μου.

Οι αγαπημένοι σας συνθέτες; Μπετόβεν, Μπαχ, Σιμπέλιους, Σατί, Σούμπερτ

Οι αγαπημένοι σας ζωγράφοι; Βαν Γκογκ, Νταλί, Πικάσο, Σίλε, Κλιμτ, Γραμματόπουλος, Σκουλάκης, Ψυχοπαίδης, Αμάραντος.

Οι ήρωες σας από την πραγματική ζωή; Μιχαήλ Ευχέτης

Ποιες ιστορικές προσωπικότητες αντιπαθείτε περισσότερο; Χίτλερ, Στάλιν, Φράνκο

Οι αγαπημένες σας ηρωίδες από την παγκόσμια ιστορία; Ζηνοβία, βασίλισσα Παλμύρας

Το αγαπημένο σας φαγητό και ποτό; Γαύρος, τσίπουρο ή μωλτ ουίσκι

Τα αγαπημένα σας ονόματα; Μαρία, Ελένη, Ερατώ, Αστυάναξ.

Τι μισείτε περισσότερο; Δεν έχω νιώσει ποτέ μίσος.

Ποιο ιστορικό στρατιωτικό γεγονός θαυμάζετε περισσότερο; Μάχη του Μαραθώνα

Με ποιο φυσικό ταλέντο θα θέλατε να είστε προικισμένος; Της μουσικής και της ζωγραφικής.

Με ποιον τρόπο θα επιθυμούσατε να πεθάνετε; Αιφνιδίως, όρθιος, στο σπίτι μου πλημμυρισμένο μουσική, με την αίσθηση ότι δεν έχω να γράψω κάτι ακόμα.

Σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκεστε αυτό τον καιρό; Παραγωγικής μελαγχολίας

Σε ποια λάθη δείχνετε τη μεγαλύτερη επιείκεια; Σε όλα. Αφού είναι λάθη…

Το αγαπημένο σας απόφθεγμα; Μεγαλύτερη ενοχή, η ανοχή μας. Ή το Μην είστε προληπτικοί. Φέρνει γρουσουζιά.

Η Ποίηση δεν είναι μια απλή καταγραφή όσων συναισθηματικά και μόνον συμβαίνουν “εντός' του ποιητή. Η Ποίηση δεν έχει σκοπό την περίτεχνη χρησιμοποίηση λέξεων που χαρίζουν αισθητική απόλαυση χωρίς περιεχόμενο. Η Ποίηση δεν απέχει από τα τεκταινόμενα στην κοινωνία και τον κόσμο. Η Ποίηση αφουγκράζεται τις αγωνίες του διπλανού και προσφέρει βάλσαμο στην ψυχή του τα τραγούδια της. Η Ποίηση δεν μπορεί να συνεχίσει να κλείνεται στην ασφυκτική “ιδιωτική εσωστρέφεια*' των τελευταίων δεκαετιών.
Η Ποίηση δεν υπάρχει, παρά ταυτισμένη με την αποδοχή της μοναχικότητας του δημιουργού, τη διεισδυτική σκέψη, τα πετάγματα του νου, την ανακάλυψη νέων αληθειών, τη συμπόρευση με τη φιλοσοφία. Η μοναχικότητα όμως δεν μπορεί να συνιστά στοιχείο, δικαιολογία, ουσιαστικής απομόνωσης. Η Ποίηση από τη φύση της σκύβει με αγάπη στον άνθρωπο, στον αδύναμο, στον διεκδικούντα και αντιστρατεύεται κάθε μορφή εξουσίας.

Ο ποιητής προσλαμβάνει, αναλύει, καταγράφει όσα γίνονται γύρω του και συχνά διαβλέπει τα επερχόμενα. Ο ποιητής αγαπάει με ανιδιοτέλεια τους ανθρώπους. Έχει πλήρη επίγνωση της τραγικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης. Τραγικότητας, όχι για την τελευταία πράξη ζωής, το θάνατο, αλλά για την ποιότητα της ίδιας της ζωής. Μιας ζωής, η οποία δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς αξίες και ιδανικά και με πάγια αιτούμενα την ελευθερία, το δικαίωμα στην εργασία, την υγεία, την Παιδεία, τη γνώση και σε ό,τι αποτελεί συστατικό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Η σαφής αντιεξουσιαστική τάση, η υπεράσπιση των κάθε λογής αδυνάτων, η ανιδιοτέλεια, η αγάπη στον άνθρωπο, η στήριξη κάθε προσπάθειας για καλύτερη ζωή, ήταν πάντοτε και είναι συστατικά πολιτικής στάσης και στοιχεία που χαρακτηρίζουν κάθε γνήσιο δημιουργό, πόσο περισσότερο τους ποιητές.
Νομίζω ότι πρέπει έστω και τόσο αργά, τώρα, να δούμε την καταστροφική έως σήμερα εσωστρέφεια – αδιαφορία για τον διπλανό μας, που χαρακτήρισε τα τελευταία τριάντα χρόνια την ποιητική παραγωγή, να κάνουμε την αυτοκριτική μας ως μονάδες του κοινωνικού συνόλου, μακριά από επάρσεις και μικρόψυχες αλαζονείες και επιτέλους να στρέψουμε το ποιητικό μας έργο στον άνθρωπο και όχι στον …μέγα εαυτό μας.
Ευτυχώς για τον τόπο και για την Ποίηση, υπάρχουν πολλές εξαιρέσεις στον κανόνα της “ιδιωτικής εσωστρέφειας', η οποία οδήγησε στο τραγικό σημείο που έφτασε σήμερα η χώρα μας. Μπορούν και οφείλουν οι ποιητές μας να ξεφύγουν από την προσήλωση στο προσωπικό, ώστε να στραφούν δημιουργικά στο συλλογικό, διότι αυτή η στροφή αποτελεί μονόδρομο για κάθε γνήσιο δημιουργό και κυρίως την απαιτούν οι καιροί, ώστε να γίνουν παραγωγικές οι ευαισθησίες μας κι εμείς ακόμα πιο χρήσιμοι.
Γιώργος Δουατζής www.douatzis.gr
* Στην αρχαιότητα ιδιώτης ήταν αυτός που ασχολείται μόνον με τα προσωπικά του και αγνοεί τα κοινά και γι αυτό χαρακτηρίζονταν - και ήταν υψίστη προσβολή – ιδιώτες, ήτοι κουτοί, διότι μόνον ένας βλάκας ήταν δυνατόν να “ιδιωτεύει'.

ΘΟΔΩΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ 1935 - 2012 Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Έλληνας σκηνοθέτης του κινηματογράφου με διεθνή προβολή και σημαντικές διακρίσεις. Ο δημιουργός της εμβληματικής ταινίας Ο Θίασος (1974), παραμένει ο σημαντικότερος κινηματογραφιστής, που ανέδειξε η χώρα μας κι ένας από τους σπουδαιότερους του παγκόσμιου κινηματογράφου. Κυρίαρχα θέματα στο φιλιμικό του σύμπαν η μετανάστευση, η επιστροφή στην πατρίδα και η ελληνική ιστορία του 20ου αιώνα.
Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 1935. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο της οδού Αχαρνών στον Άγιο Παντελεήμονα και συνέχισε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Β' Γυμνάσιο Αρρένων, με συμμαθητές γνωστές προσωπικότητες της πνευματικής ζωής της χώρας, όπως ο καθηγητής φιλοσοφίας Χρήστος Γιανναράς, ο δημοσιογράφος και στιχουργός Λευτέρης Παπαδόπουλος και ο ζωγράφος Αλέκος Φασιανός.
Η σχέση του με τον κινηματογράφο άρχισε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, όταν μαθητής του δημοτικού ακόμη παρακολούθησε την γκανγκστερική ταινία του Μάικλ Κέρτιζ Κολασμένες Ψυχές (Angels With Dirty Faces). Όπως αφηγείται ο ίδιος «Υπάρχει μια σκηνή στην ταινία όπου ο ήρωας οδηγείται από δυο φύλακες στην ηλεκτρική καρέκλα. Καθώς προχωρούν, οι σκιές τους μεγαλώνουν στον τοίχο. Ξαφνικά μια κραυγή... Δεν θέλω να πεθάνω. Αυτή η κραυγή για καιρό μετά στοίχειωνε τις νύχτες μου. Ο κινηματογράφος μπήκε στη ζωή μου με μια σκιά που μεγάλωνε σε έναν τοίχο και μια κραυγή».

Το 1953 εισάγεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την οποία εγκαταλείπει στο πτυχίο. Το 1961, μετά το στρατιωτικό του, φεύγει για το Παρίσι, όπου αρχικά παρακολουθεί στη Σορβόννη μαθήματα γαλλικής φιλολογίας, φιλμογραφίας με τον Ζορζ Σαντούλ και εθνολογίας με τον Κλοντ Λεβί- Στρος. Για να ανταπεξέλθει στα έξοδα των σπουδών του δουλεύει στη ρεσεψιόν της φοιτητικής εστίας, όπου διαμένει. Στη συνέχεια, γίνεται δεκτός στην περίφημη σχολή Κινηματογράφου IDHEC, αλλά την εγκαταλείπει, όταν έρχεται σε ρήξη με ένα καθηγητή του. Παραμένει στο Παρίσι και παρακολουθεί μαθήματα σινεμά-ντιρέκτ δίπλα στον εθνολόγο - κινηματογραφιστή Ζαν Ρους.
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1964 και μέχρι το 1967 εργάζεται ως κριτικός κινηματογράφου στην αριστερή εφημερίδα Δημοκρατική Αλλαγή, μαζί με τον Βασίλη Ραφαηλίδη και την Τώνια Μαρκετάκη. Το 1965 αρχίζει κατά παραγγελία το γύρισμα της πρώτης του ταινίας Φόρμινξ Στόρι, με θέμα το συγκρότημα Φόρμινξ του Βαγγέλη Παπαθανασίου. Έρχεται, όμως, σε σύγκρουση με τον παραγωγό της ταινίας και το σχέδιο εγκαταλείπεται. Η πρώτη καθαρά προσωπική του ταινία είναι η μικρού μήκους Εκπομπή, που γυρίζει το 1966, με θέμα τον κόσμο των διαφημιστικών εκπομπών και των υποσχέσεων για δόξα και επιτυχία. Το 1969 μαζί με τον Βασίλη Ραφαηλίδη εκδίδουν το περιοδικό Σύγχρονος Κινηματογράφος, που αποτέλεσε το θεωρητικό όργανο του λεγόμενου «Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου».

Το 1970 γυρίζει την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, την Αναπαράσταση, που βραβεύτηκε τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό. Με αφετηρία ένα έγκλημα πάθους σ' ένα χωριό της Ηπείρου, ο σκηνοθέτης παρουσιάζει τα προβλήματα και τις συνθήκες διαβίωσης στην ελληνικής επαρχίας με μια “ματιά” πρωτόγνωρη για τον ελληνικό κινηματογράφο, συνδυάζοντας τον ρεαλισμό με τις μορφικές αναζητήσεις της πρωτοπορίας. Σημαντική συμβολή στη δημιουργία του σωστού κλίματος έπαιξε η φωτογραφία του Γιώργου Αρβανίτη, με τον οποίο ο Αγγελόπουλος θα συνεργαστεί σε πολλές από τις κατοπινές ταινίες του.
Ο Αγγελόπουλος θα αναδυθεί στο διεθνές κινηματογραφικό προσκήνιο με το ιστορικοπολιτικό τρίπτυχο Μέρες του '36 (1972), Θίασος (1974) και Κυνηγοί (1977), που αποτελεί μια σπουδή στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Οι Μέρες του ’36 είναι αυτές που προετοίμασαν την εγκατάσταση της δικτατορίας Μεταξά. Βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, η ταινία αφηγείται την ιστορία ενός πράκτορα της ασφάλειας που έχει πέσει σε δυσμένεια και κατηγορείται για τον φόνο ενός συνδικαλιστή. Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί το επεισόδιο αυτό για να καταδείξει τα αίτια που οδήγησαν στη δικτατορία Μεταξά και να κάνει ένα έμμεσο σχόλιο για τη δικτατορία των συνταγματαρχών, που διαφέντευε τις τύχες της Ελλάδας την εποχή που γυρίστηκε η ταινία. Στις Μέρες του '36 συναντάμε τα μεγάλης διάρκειας πλάνα-σεκάνς, που αποτελούν το “σήμα-κατατεθέν” της τέχνης του Αγγελόπουλου. Αργότερα έγιναν μανιέρα από τους επιγόνους του και «βύθισαν μια γενιά στα πιο βαθιά χασμουρητά», σύμφωνα με τον Διονύση Σαββόπουλο.


Ο Θίασος, το δεύτερο μέρος του ιστορικοπολιτικού τρίπτυχου, αναφέρεται στην ιστορία της Ελλάδας από το 1939 έως το 1952, μέσα από τις περιπέτειες ενός περιοδεύοντος θιάσου, που παίζει την Γκόλφω, το γνωστό κωμειδύλλιο του Περεσιάδη. Η ταινία, που έκανε διάσημο τον Αγγελόπουλο στο εξωτερικό, θεωρείται ίσως η κορυφαία στιγμή του ελληνικού κινηματογράφου, ενώ περιλαμβάνεται σε λίστες με τις καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου, που συντάσσονται κατά καιρούς από τους κινηματογραφικούς κριτικούς. Η ταινία θα ήταν υποψήφια για Βραβείο Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, αλλά η κυβέρνηση Καραμανλή τη θεώρησε πολύ «αριστερή» για να εκπροσωπήσει τη χώρα μας, προκαλώντας κύμα αντιδράσεων.Το τρίπτυχο κλείνουν Οι Κυνηγοί, μια ταινία που εκτυλίσσεται την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1977. Μία ομάδα κυνηγών βρίσκει στην περιοχή κοντά στη λίμνη των Ιωαννίνων, μέσα στο πυκνό χιόνι, το πτώμα ενός αντάρτη του Εμφυλίου. Το αίμα τρέχει ακόμα φρέσκο απ' την πληγή του, παρ' όλο που έχουν περάσει κοντά τριάντα χρόνια. Οι κυνηγοί, όλοι εκπρόσωποι της αστικής τάξης (μαζί τους κι ένας ανανήψας αριστερός), μεταφέρουν το πτώμα στο ξενοδοχείο τους, όπου και θα περάσουν μια νύχτα Πρωτοχρονιάς γεμάτη απ' τα φαντάσματα της ιστορικής τους συνείδησης και το φόβο του παρελθόντος.

Το 1980 ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γύρισε την ταινία Μεγαλέξαντρος, που τιμήθηκε με τον Χρυσό Λέοντα του Φεστιβάλ της Βενετίας, το πρώτο μεγάλο βραβείο για τον σκηνοθέτη. Στην ταινία του αυτή ο Αγγελόπουλος χρησιμοποιεί την ιστορία ενός ληστή των αρχών του 20ου αιώνα (τον υποδύεται ο Ιταλός ηθοποιός Όμερο Αντονούτι), για να καταπιαστεί με το πρόβλημα του σοσιαλισμού και των διαφόρων ιδεολογικών συγκρούσεων στο χώρο της Αριστεράς. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων γνωρίζεται με τη διευθύντρια παραγωγής Φοίβη Οικονομοπούλου, η οποία είναι από τότε η σύντροφος της ζωής του. Το ζευγάρι θα αποκτήσει τρεις κόρες, την Άννα (1980), την Κατερίνα (1982) και την Ελένη (1985).
Μετά τον Μεγαλέξανδρο, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γυρίζει δύο ντοκιμαντέρ για την τηλεόραση. Το 1981 για την ΥΕΝΕΔ το Χωριό ένα, κάτοικος ένας, διάρκειας 20 λεπτών, που αναφέρεται στην εγκατάλειψη του χωριού Νέα Σεβάστεια του νομού Θεσσαλονίκης από τον τελευταίο του κάτοικο και το 1983 το διάρκειας 43 λεπτών Αθήνα, επιστροφή στην Ακρόπολη, μία διαφορετική Αθήνα, της ιστορίας και του προσωπικού μύθου του σκηνοθέτη, που προβλήθηκε από την ΕΡΤ.
Το 1984, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γυρίζει το Ταξίδι στα Κύθηρα, την πρώτη ταινία από την «τριλογία της σιωπής», όπως την ονομάζει. Ένας μαχητής του Εμφυλίου Πολέμου (τον υποδύεται ο Μάνος Κατράκης) επιστρέφει ύστερα από τριάντα χρόνια εξορίας στην Τασκένδη, αλλά δεν μπορεί να προσαρμοστεί στην ελληνική πραγματικότητα.


Ακολουθεί ο Μελισσοκόμος (1986), μια ταινία δρόμου, με πρωταγωνιστή ένα συνταξιούχο δάσκαλο και νυν μελισσοκόμο (Μαρτσέλο Μαστρογιάνι), ο οποίος διασχίζει τη χώρα με τις κυψέλες του, ακολουθώντας το δρόμο των μελισσών. Η συνάντησή του με μια κοπέλα (Νάντια Μουρούζη) θα του ξαναζωντανέψει παλιά συναισθήματα κι αναμνήσεις. Είναι η πρώτη ταινία του Αγγελόπουλου με πρωταγωνιστή ένα σταρ του παγκόσμιου κινηματογράφου. Η «τριλογία της σιωπής» κλείνει με το Τοπίο στην Ομίχλη (1988), μία μεταφυσική ταινία δρόμου, μια υπαρξιακή Οδύσσεια δύο νεαρών παιδιών που αναζητούν τον πατέρα τους. Η ταινία βραβεύτηκε με τον Αργυρό Λέοντα του Φεστιβάλ της Βενετίας.Ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι ξανασυναντήθηκε με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο στην ταινία Το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού (1991). Ο σπουδαίος Ιταλός ηθοποιός υποδύεται ένα πολιτικό, ο οποίος μετά από μια συνεδρίαση στη Βουλή, όπου εκφωνεί μάλλον μια ποιητική ανακοίνωση, παρά έναν πολιτικό λόγο, εγκαταλείπει το κοινοβούλιο και το σπίτι του κι εξαφανίζεται χωρίς ν' αφήσει κανένα ίχνος. Στο ρόλο της συζύγου του, η σπουδαία Γαλλίδα ηθοποιός Ζαν Μορό. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας στη Φλώρινα, ο οικείος μητροπολίτης Αυγουστίνος (Καντιώτης) μη συμφωνόντας με το περιεχόμενο της ταινίας αφόρισε τον Αγγελόπουλο (17 Δεκεμβρίου 1990). Το συμβάν απασχόλησε για μέρες τα πρωτοσέλιδα του ελληνικού Τύπου.

Το 1995, ο Αγγελόπουλος γυρίζει την ταινία Το Βλέμμα του Οδυσσέα, με ήρωα έναν ελληνοαμερικανό σκηνοθέτη (τον υποδύεται ο Χάρβεϊ Καϊτέλ), ο οποίος επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια στην πατρίδα, αναζητώντας τρεις μπομπίνες ανεμφάνιστου φιλμ των Αδελφών Μανάκη, πιονιέρων του κινηματογράφου στα Βαλκάνια. Η απεγνωσμένη αναζήτηση του φιλμ, όπου καταγράφηκε το πρώτο βλέμμα πάνω σε τούτη τη χερσόνησο, γίνεται ταυτόχρονα και η αναζήτηση ενός βλέμματος από πλευράς του ήρωα της ταινίας (του Αγγελόπουλου, κατ’ επέκταση), που ψάχνει έναν καινούργιο τρόπο να ξαναδεί τον κόσμο. Η ταινία τιμήθηκε με το βραβείο της Κριτικής Επιτροπής του Φεστιβάλ των Καννών, προς μεγάλη απογοήτευση του Αγγελόπουλου, που θεώρησε ότι έπρεπε να του απονεμηθεί το μεγάλο βραβείο του Φεστιβάλ (ο Χρυσός Φοίνικας) και με δηλώσεις προκάλεσε ένα μικρό σκάνδαλο κατά τη διάρκεια της τελετής λήξης του Φεστιβάλ.


Οι Κάννες διόρθωσαν το «λάθος» τους τρία χρόνια αργότερα, όταν του απένειμαν τον Χρυσό Φοίνικα για την ταινία του Αιωνιότητα και μία μέρα, με πρωταγωνιστή τον Μπρούνο Γκαντζ στον ρόλο ενός θνήσκοντος συγγραφέα, ο οποίος επιχειρεί τον απολογισμό μιας ζωής, γεμάτης χαμένες ευκαιρίες και λάθος κινήσεις. Μια τυχαία συνάντησή του μ’ ένα άστεγο αγόρι, παιδί των φαναριών, αναβάλλει την «αναχώρηση» και παρατείνει την αιωνιότητα κατά μία μέρα, για να μεταφέρει στον μικρό φίλο του κάτι από τη γνώση του.Το Λιβάδι που δακρύζει (2004) είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας, που σκόπευε να γυρίσει ο Αγγελόπουλος. Διατρέχει την ελληνική ιστορία από το 1919 έως το 1949, μέσα από τις περιπέτειες μιας ομάδας Ελλήνων προσφύγων που εγκαταλείπουν την Οδησσό το 1919, όταν καταφθάνει στην περιοχή ο Κόκκινος Στρατός και εγκαθίστανται στην Ελλάδα.
Το 2008 γυρίζει το δεύτερο μέρος της τριλογίας Η Σκόνη του Χρόνου. Ένας ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης (Βίλεμ Νταφόε) γυρίζει μια ταινία πάνω στην ιστορία του και την ιστορία των γονιών του. Μια ιστορία που εξελίσσεται στην Ιταλία, τη Γερμανία, τη Ρωσία, το Καζακστάν, τον Καναδά και τις Η.Π.Α. Κεντρικό πρόσωπο, η Ελένη, που διεκδικείται και διεκδικεί το απόλυτο της αγάπης. Ταυτόχρονα, ένα μακρύ ταξίδι στη μεγάλη Ιστορία και στα γεγονότα των τελευταίων πενήντα χρόνων που σημάδεψαν τον 20ο αιώνα. Είναι η πρώτη ταινία του Αγγελόπουλου με γυρίσματα στο εξωτερικό.
Στα τέλη του 2011 ξεκίνησαν τα γυρίσματα της ταινίας Η άλλη θάλασσα, που θα αναφερόταν στην ελληνική κρίση και θα ολοκλήρωνε την τριλογία. Όμως, το νήμα της ζωής του μεγάλου Έλληνα σκηνοθέτη κόπηκε ανεπάντεχα αργά το βράδυ της 24ης Ιανουαρίου 2012 στο νοσοκομείο Μετροπόλιταν του Νέου Φαλήρου, όπου μεταφέρθηκε με βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Τον είχε χτυπήσει μία διερχόμενη μοτοσυκλέτα στον περιφερειακό της Δραπετσώνας, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας.