Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

22.3.16

Ο ΚΑΦΕΣ ΤΩΝ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ

Πώς συνδέονται οι αναμνήσεις του παρελθόντος με τα φλιτζάνια του καφέ;
La mère de l’artiste. Πίνακας του Τουλούζ-Λοτρέκ



Δεν θυμούμαι πότε ήπια για πρώτη φορά καφέ. Παιδί, στο χωριό των γονιών μου κοντά στην Κομοτηνή, έβλεπα συγγενείς και γείτονες να κρατούν το φλιτζάνι με το πιατάκι ψηλά, στο μέσον περίπου του στήθους, και να ρουφούν ηδονικά το περιεχόμενο με μικρές γουλιές και σε αραιά χρονικά διαστήματα συζητώντας περί ανέμων και υδάτων ή, πιο σωστά,  σχολιάζοντας τη ζωή των άλλων, αφού εκείνα τα χρόνια στα σπίτια δεν συνηθίζονταν οι πολιτικές συζητήσεις. Για αυτές υπήρχαν τα καφενεία, όπου δεν πήγαιναν οι γυναίκες και τα παιδιά. Οι ζωές των ανδρών, των γυναικών και των παιδιών δεν μπερδεύονταν. Ο καθένας ήξερε τον ρόλο του.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 αυτά δεν τα επέβαλλαν τα ήθη αλλά η ανάγκη της επιβίωσης. Στους επισκέπτες, μαζί με τον καφέ σερβιριζόταν και γλυκό του κουταλιού, παρασκευασμένο συνήθως από την οικοδέσποινα. Και ο καφές ήταν μόνο καφές, δεν είχε προέλευση ή εθνικότητα. Τότε δεν υπήρχε καφές φίλτρου ή εσπρέσο στην επαρχία. Η Ιταλία και ο υπόλοιπος κόσμος έμοιαζε να απέχουν έτη φωτός και το ταξίδι ακόμη και σε μια γειτονική πόλη ήταν μια μικρή περιπέτεια.
Δεν με διακατέχει καμιά νοσταλγία για εκείνη την εποχή. Και καγχάζω κάθε φορά που θυμούμαι τα γελοία χρονογραφήματα στα σχολικά βιβλία, στα οποία ο ιδρώτας του «ξωμάχου» (τι λέξη κι αυτή!) λάμπει μέσα στο φως του καλοκαιριού σαν το «χρυσαφένιο στάρι» και άλλα παρόμοια. Ενας από τους συγγραφείς τέτοιων κειμένων ήταν ο απερίγραπτος Σπύρος Μελάς, που ζούσε τότε. Θα έπρεπε να του πει κανείς: Για μπες στο χωράφι Ιούλιο μήνα με 40 βαθμούς θερμοκρασία να θερίσεις το σιτάρι με το δρεπάνι (τότε δεν υπήρχαν θεριστικές ή θεριζοαλωνιστικές μηχανές) και έπειτα έλα να μας πεις πόσο «χρυσαφένιο» είναι.
Η επαρχιακή Ελλάδα ήταν ένας κόσμος γεμάτος φτώχεια και φαντάσματα. Στα σχολεία εξακολουθούσαν να στέλνουν προμήθειες από την αμερικανική βοήθεια, γάλα σκόνη και κίτρινο τυρί - cheddar cheese, αν δεν με απατά η μνήμη μου -, ακόμη και στα χωριά που δεν τα είχαν καμιά ανάγκη.

Χρήματα δεν υπήρχαν, αλλά το γάλα ήταν άφθονο, όπως και το τυρί, το βούτυρο και το γιαούρτι, αφού το κάθε σπίτι είχε τις αγελάδες, τα πρόβατα ή τα κατσίκια του. Κι όμως, τα πρωινά στo σχολείo, πριν από την προσευχή, ο δάσκαλος έβαζε και λιώνανε τη σκόνη του γάλακτος σε τεράστια καζάνια και υποχρέωνε τα παιδιά να πιουν τουλάχιστον ένα κύπελλο από εκείνο το άθλιο παρασκεύασμα. Τα παιδιά έκαναν πως πίνουν και την κατάλληλη στιγμή, όταν ο δάσκαλος κοίταζε αλλού, έχυναν το ψεύτικο γάλα στους θάμνους ή στα δέντρα.
Ο δάσκαλος ήταν τυπικό δείγμα των εκπαιδευτικών της εποχής, για τους οποίους η μόρφωση και η ηθική συνοδεύονταν απαραιτήτως από τη σφαλιάρα. Στην αρχή της χρονιάς, μετά την τέλεση του αγιασμού, έβγαζε μπροστά στη γραμμή όσα παιδιά είχαν την κακή συνήθεια να κυνηγούν το καλοκαίρι πουλιά με τη σφεντόνα. Και αφού τα έπιανε με το ένα χέρι από τα μαλλιά, με το άλλο τα χαστούκιζε ανηλεώς και επί ώρα για να συμμορφωθούν και να «μην το ξανακάνουν». Οι πιτσιρικάδες, χωρίς να έχουν φυσικά ακούσει ποτέ το όνομα Φρόιντ, εξηγούσαν ψυχαναλυτικά τη συμπεριφορά του: Κάτι δεν πήγαινε καλά στην προσωπική του ζωή - γι' αυτό και τα ξυλοφορτώματα. Ο μόνος τρόπος να τον εκδικηθούν ήταν να τον κοροϊδεύουν μεταξύ τους για το μανικιούρ στο μικρό δάχτυλο του δεξιού του χεριού και να τον αποκαλούν «ξεβίδωτο».
Στα μέρη μας δεν έβαζαν γάλα στον καφέ ή καφέ στο γάλα. Και καφέ χωρίς ζάχαρη δεν έπινε σχεδόν κανείς - εγώ τουλάχιστον δεν θυμούμαι ούτε έναν από τους μεγαλύτερους να πίνει τον καφέ του σκέτο. Μια φορά που ένας θαμώνας από αλλού παράγγειλε στο καφενείο του παππού μου έναν καφέ σκέτο, η γιαγιά μου σχολίασε σαρδόνια: «Θα του μαυρίσει το μέσα».
Η ίδια στο σπίτι δεν χρησιμοποιούσε έτοιμο, αλεσμένο καφέ. Τον αγόραζε πάντοτε σε σπόρους, τον καβούρδιζε και τον άλεθε σε μια χειροκίνητη μηχανή που τότε, όπως και σήμερα, την αποκαλούσαν «μύλο». Θυμούμαι βέβαια τη μυρωδιά που κυριαρχούσε και έμενε για πολλές ώρες στην ατμόσφαιρα. Εγώ παρακολουθούσα τη διαδικασία του αλέσματος εκστατικός. Τα υπόλοιπα, συναντήσεις, συζητήσεις και τα παρόμοια, τα συνέδεα πάντοτε με τη μυρωδιά και τη μηχανή του αλέσματος.

Η μηχανή εκείνη δεν υπάρχει σήμερα. Είδα παρόμοιες να πουλιούνται πανάκριβα, χρόνια αργότερα, στο Μοναστηράκι. Δεν υπάρχει ούτε το γραμμόφωνο του παππού μου αφότου αγόρασε το πρώτο πικάπ, ένα Philips που δούλευε με μπαταρίες.
Τον εντυπωσίαζαν πάντοτε τα αγαθά της τεχνολογίας. Και ό,τι πάλιωνε, για εκείνον έπαυε να έχει την παραμικρή αξία. Οταν βγήκαν στην αγορά τα πικάπ και οι δίσκοι 45 στροφών, πήρε το γραμμόφωνο και το ανέβασε στο πατάρι, ενώ το χωνί το κόλλησε στην πίσω πλευρά του τρακτέρ επάνω σε ένα περίεργο εξάρτημα δικής του κατασκευής, που καθάριζε στο άψε σβήσε τα κολοκύθια. Και μόλις εμφανίστηκαν τα τρανζίστορ, ανέβασε στο πατάρι και το παλιό ξύλινο ραδιόφωνο, που δούλευε με μπαταρία αυτοκινήτου, και πήγε στην Κομοτηνή και αγόρασε ένα μικρό τρανζίστορ Toshiba. Μου φαίνεται ότι τον είχε επηρεάσει η διαφήμιση της εποχής «και μ' ένα Toshiba ακούτε το σύμπαν».
Το δικό του σύμπαν δεν ήταν μεγάλο. Το σπίτι του, το καφενείο κολλητά στο σαλόνι (γι' αυτό και υπήρχε πόρτα από όπου περνούσες από το σαλόνι στο καφενείο), τα χωράφια και η Κομοτηνή όπου πήγαινε κάθε Τρίτη για να δώσει τις παραγγελίες του ή να πουλήσει τα προϊόντα του στο παζάρι.
Ηταν και ο παράλληλος κόσμος, φυσικά: οι αναμνήσεις του από την πατρίδα πριν απ' όλα (άλλωστε η τενεκεδένια επιγραφή πάνω από την είσοδο του καφενείου του έγραφε «Ουζοπαντοπωλείον η Ανατολική Θράκη»).

Την επιγραφή εκείνη την είχε φτιάξει ο ζωγράφος Ιωάννης Πιστικός στην Κομοτηνή, όπως και τις περισσότερες στα καταστήματα της πόλης και των γειτονικών χωριών. Επειδή δεν ήταν δυνατόν να ζήσει από τους ελάχιστους πίνακες που πουλούσε, έφτιαχνε πινακίδες για παντοπωλεία, καφενεία και μανάβικα στις οποίες πρόσθετε διακριτικά σε κάποια γωνία τους μία φέτα καρπούζι και δύο μήλα, ένα κομμάτι σαλάμι ή ένα φλιτζάνι του καφέ που άχνιζε. Προτού οι συνταγματάρχες σκεπάσουν το ποτάμι της πόλης, τον Μπουκλουτζά, ο Ιωάννης Πιστικός καθόταν τα ανοιξιάτικα απογεύματα κοντά στο ξύλινο γεφυράκι, που βρισκόταν δίπλα στο εργαστήριό του, και ένωνε τις όχθες του Μπουκλουτζά, έχοντας μπροστά του δύο καβαλέτα. Στο ένα έφτιαχνε μια πινακίδα και στο άλλο έναν πίνακα που παρίστανε συνήθως τοπία ευρωπαϊκών πόλεων.
Στον παππού μου άρεσε να αφηγείται τις εμπειρίες του από τον πόλεμο της Αλβανίας και τη μάχη στα Πέντε Αβγά, όπως την έλεγε, για την οποία ουδέποτε άκουσα οτιδήποτε από κανέναν. Δεν πρέπει να ήταν καμιά σπουδαία μάχη, αλλά για τον ίδιο είχε μεγάλη σημασία, αφού ένα θραύσμα από οβίδα τον είχε τραυματίσει ελαφρά αφήνοντάς του ένα μικρό ελάττωμα στο μικρό δάχτυλο του αριστερού χεριού που δεν μπορούσε να το λυγίσει.
Τη μάχη αυτή μου την είχε αφηγηθεί πάμπολλες φορές τα βράδια του καλοκαιριού, όταν του άρεσε να στρώνει μια ψάθα στην αυλή, να βάζει τα μαξιλάρια του, να ξαπλώνει, να πίνει το ουζάκι του με τον σχετικό μεζέ και  ανοίγοντας το τρανζιστοράκι του «να ακούει το σύμπαν». Εγώ καθόμουν δίπλα του, τον άκουγα να μου λέει το ένα και το άλλο και έβλεπα από πάνω το άλλο σύμπαν: το μαγικό Διάστημα, τον έναστρο ουρανό του καλοκαιριού όπου ανέβαιναν οι φωνές των γρύλων.

Ο παππούς μου έπινε τον καφέ του βαρύ γλυκό - και αυτός, μου φαίνεται, ήταν ο λόγος για τον οποίο έτσι τον έπινα και εγώ για μερικά χρόνια. Αρχισα να πίνω μέτριο καφέ εξαιτίας ενός λάθους. Το 1974, στη Θεσσαλονίκη, σχεδόν κάθε απόγευμα περνούσα από το βιβλιοπωλείο του Μανόλη Αναγνωστάκη και του Γιάννη Πάνου στη Χρυσοστόμου Σμύρνης και έκανα παρέα στη Νόρα. Ο πρώτος καφές που με κέρασε η Νόρα ήταν βαρύς γλυκός, όπως τον έπινα.
Τη δεύτερη φορά, όμως, «μέτριος, ε;» είπε, και εγώ ο νεοσσός ντράπηκα να πω «όχι».
Ολες τις επόμενες φορές ο καφές ερχόταν μέτριος. Τον συνήθισα γρήγορα και έτσι τον πίνω έκτοτε. Μολονότι είχαν περάσει τέσσερα χρόνια σχεδόν από τότε που μετακομίσαμε οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη, για έναν παράξενο λόγο αυτή η αλλαγή των προτιμήσεων σηματοδοτεί για μένα το πέρασμά μου από τον κόσμο της επαρχίας στη μεγάλη πόλη.
Στη δεκαετία του 1950 υπήρχαν ακόμη σπίτια στα χωριά όπου τον καφέ τον νόθευαν με ρεβίθι. Ηταν κατάλοιπο της Κατοχής και του Εμφυλίου. Ο καφές στοίχιζε - και χρήματα δεν υπήρχαν ούτε για καφέ ούτε για τίποτε. Αυτό, φυσικά, δεν κράτησε για πολύ καιρό. Η μετανάστευση στη Δυτική Γερμανία τη δεκαετία του 1960 άλλαξε ριζικά τις συνήθειες, τις απαιτήσεις και τον τρόπο ζωής. Για πρώτη φορά οι κάτοικοι στα χωριά είχαν σε μηνιαία σχεδόν βάση μετρητά από τα εμβάσματα των παιδιών και των συγγενών τους. Καταργήθηκαν σιγά σιγά το τεφτέρι του μπακάλη, το μπαλωμένο παντελόνι και τα λαστιχένια παπούτσια, και από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 άρχισαν να εμφανίζονται στα χωριά και τα πρώτα αυτοκίνητα.

Σχεδόν 40 χρόνια αργότερα διαπίστωσα πως στο Μπαλί εξακολουθούσαν να νοθεύουν τον καφέ - όμως αυτό δεν σήμαινε τίποτε, ιδίως αν σκεφτεί κανείς πως στην Ασία πίνουν κυρίως τσάι και όχι καφέ.
Καφέ άρχισα να πίνω συστηματικά στις δύο τελευταίες τάξεις του γυμνασίου στην Κομοτηνή. Το μοναδικό κτίριο όπου στεγαζόταν το γυμνάσιο της πόλης, εξατάξιο τότε, δεν επαρκούσε, και έτσι λειτουργούσε σε δύο βάρδιες. Οταν, λοιπόν, ήμασταν απογευματινοί, καθ' οδόν προς το σπίτι σταματούσαμε στο κέντρο της πόλης δίπλα στο μουσουλμανικό τέμενος, όπου βρισκόταν το καφενείο του Μολά Μουσταφά, κολλητά στο τζαμί. Μια τρύπα ήταν, που λέει ο λόγος, για τα σημερινά δεδομένα, αλλά για μας λειτουργούσε σαν ένα είδος γιάφκας χωρίς συνωμότες. Υπήρχαν ακόμη ναργιλέδες και τουρκικές εφημερίδες στα αραβικά, όμως μπορεί να κάνω και λάθος. Ισως να ήταν εφημερίδες από την Αίγυπτο ή άλλες αραβικές χώρες.
Ο Μολά Μουσταφά έφτιαχνε τον καλύτερο καφέ στην πόλη. Δύσκολο να πω αν αυτό ήταν μύθος ή αν πράγματι έτσι συνέβαινε. Ο πατέρας μου κάποτε μου είχε πει ότι δεν υπήρχε καμιά μυστική συνταγή - παρά τις φήμες. Ο Μολά Μουσταφά είχε το δικό του χαρμάνι, αφού συνδύαζε διαφορετικές ποικιλίες σπόρων και ποτέ δεν χρησιμοποιούσε έτοιμο καφέ, αλλά τον άλεθε ο ίδιος. Κυρίως, όμως, η ποιότητα του καφέ του, και κατεξοχήν το πλούσιο καϊμάκι του, οφειλόταν στο ότι δεν τσιγκουνευόταν τον καφέ και έβαζε μεγάλη ποσότητα, έστω και αν έτσι το κέρδος του μειωνόταν αισθητά.

Ο πατέρας μου είχε δίκιο εν μέρει. Παχύ καϊμάκι μπορείς να πάρεις αυξάνοντας την ποσότητα, αν όμως ο καφές δεν είναι καλής ποιότητας και δεν έχει καβουρδιστεί σωστά, η γεύση του είναι χάλια. Ισως πιο ενδιαφέρον να ήταν το τσάι που ετοίμαζε ο Μολά Μουσταφά σε μια ποικιλία γεύσεων και χρωμάτων σπάνια για την εποχή. Εμείς, ωστόσο, τσάι δεν πίναμε γενικώς. Ο καφές και το τσιγάρο ήταν τα μέσα να περάσουμε από την εφηβική ηλικία στην ανδρική.
Παραγγέλναμε καφέ και ανάβαμε τσιγάρο, ενώ ένας μας κρατούσε τσίλιες στην πόρτα, μήπως και εμφανιστεί κάποιος καθηγητής από αυτούς που ήταν εντεταλμένοι να ελέγχουν βάσει ενός γελοίου κανονισμού σχολείου τέσσερα πράγματα: πρώτον, ότι δεν κυκλοφορούν στην πόλη μαθητές μετά τις 9 το βράδυ, δεύτερον, πως δεν συχνάζουν στα σφαιριστήρια, τρίτον, πως δεν πηγαίνουν στον κινηματογράφο παρά μόνο τα Σαββατοκύριακα και σε κατάλληλα έργα και τέταρτον, - και χειρότερο - πως δεν καπνίζουν. Οσο ανόητα και αν ακούγονται αυτά σήμερα, ήταν η πραγματικότητα των εφήβων της εποχής. Αν σε έπιαναν με τσιγάρο, κινδύνευες να αποβληθείς - και μάλιστα διά παντός - απ' όλα τα γυμνάσια της χώρας.
Κάποιο βράδυ δεχτήκαμε την έφοδο ενός εκ των καθηγητών. Ηταν ο γυμναστής, που εισέβαλε φουριόζος στο καφενείο, αλλά πιο μπροστά ο Νίκος, που φύλαγε τσίλιες, πρόλαβε να φωνάξει «σύρμα, ο Μπ», κι εμείς σβήσαμε τα τσιγάρα βιαστικά και χώσαμε τα αποτσίγαρα στις τσέπες μας.
Ο γυμναστής πλησίασε και κατά διαβολική σύμπτωση στράφηκε στον μόνο που δεν κάπνιζε από τους πέντε της παρέας μας:
«Θεόφιλε, κάνε χου».
Εσκυψε και τον μύρισε σαν κυνηγόσκυλο. Επειτα στράφηκε στους υπόλοιπους:
«Ξέρω ότι καπνίζετε».
Ο γυμναστής ήταν Πελοποννήσιος. Γύρισε στον Μολά Μουσταφά που μετά βίας προσπαθούσε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο.

«Καπνίζουν, έτσι δεν είναι;» του είπε.
«Μπιλμέμ» (δεν ξέρω) είπε ο Μολά Μουσταφά στα τουρκικά.
Ο γυμναστής κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Πριν βγει, γύρισε το κεφάλι και μας ξανακοίταξε.
«Οχι μόνο καπνίζετε, αλλά μιλάτε και τουρκικά» είπε και βρόντηξε την πόρτα φεύγοντας.
Αλλη έφοδος στο καφενείο δεν επιχειρήθηκε. Το μένος των προστατών της εφηβικής μας ηθικής εξαντλήθηκε σε απανωτές εφόδους στα σφαιριστήρια του Τζίμη, όπου ο εξάδελφός μου ο Βασίλης διέπρεπε στο μπιλιάρδο, επίδοση που την πλήρωσε με τρεις τετραήμερες αποβολές, με αποτέλεσμα - για άλλους λόγους βέβαια - ο σύλλογος των καθηγητών να αποφασίσει να τον αποβάλει διά παντός από το περίφημο Γυμνάσιον Αρρένων Κομοτηνής που ο γυμνασιάρχης του, ένας χοντρός με φουσκωτά μάγουλα, ήθελε να το κάνει πρότυπο και το διοικούσε σαν να ήταν τάγμα Ιησουιτών.
Δεν ξέρω αν ο γυμναστής εκείνος ζει σήμερα, αλλά δεν έχει σημασία. Οι σαχλαμάρες μιας εποχής καταντούν η χλεύη της επόμενης. Η «ευπρεπής» Ελλάδα της δεκαετίας του 1960 ήταν μια χώρα σκιών, σαν κι αυτές που στοίχειωσαν τη δική μας εφηβεία.

Γι' αυτό, λοιπόν, δεν χρειάζονται ξόρκια. Το αεράκι του χρόνου τα έχει σκορπίσει εδώ και πολλά χρόνια. Τώρα, κάθε φορά που ανεβαίνω στη γενέθλια πόλη διαπιστώνω πως απλούστατα δεν γνωρίζω σχεδόν κανέναν. Δεν μου είναι ενοχλητικό, σχεδόν απολαμβάνω την ανωνυμία σε έναν τόπο που μου ήταν κάποτε τόσο οικείος. Και δεν αισθάνομαι την παραμικρή συγκίνηση. Ολα άλλαξαν προς το καλύτερο. Στην κεντρική πλατεία της πόλης υπάρχουν σήμερα καφετέριες όπου οι θαμώνες προτιμούν συνήθως να πίνουν εσπρέσο. Οπως συμβαίνει πλέον και στην πιο απομακρυσμένη περιοχή της Ελλάδας, ο εσπρέσο στοιχίζει δύο φορές περισσότερο από όσο στη Βαρκελώνη. Ομως στην Κομοτηνή εξακολουθεί να παρασκευάζεται ο καλύτερος καφές, τουρκικός, ελληνικός ή αραβικός - ή όπως θέλει κανείς να τον ονομάζει. Πρόκειται για το λεγόμενο «χαρμάνι κόκκινο φλιτζάνι» του καφεκοπτείου Κέκκερη.
Ο Θεοφάνης Κέκκερης ήταν ένας λιγνός άνδρας που μιλούσε ελάχιστα, όπως τουλάχιστον τον θυμούμαι. Ημουν συμμαθητής με έναν από τους γιους του στα δύο πρώτα χρόνια του γυμνασίου. Πολύ σύντομα θα μάθαινα πως τη βελούδινη γεύση του καφέ που πουλούσε δεν μπορούσε κανείς να τη συναγωνιστεί. Τότε, αυτό που έλεγαν οι μεγάλοι ήταν πως οφειλόταν σε κάποια κρυφή συνταγή, μια μυθολογία που σ' εμένα φάνταζε περίπου σαν κι αυτή για τη μυστική συνταγή της κόκα-κόλα. Η εποχή, άλλωστε, ευνοούσε τη δημιουργία μύθων σχεδόν για τα πάντα. Για το καλύτερο ούζο, το καλύτερο σαλάμι και τον πιο νόστιμο κιμά, για το πού θα βρει κανείς το πιο εύγευστο και φρέσκο γιαούρτι. Πίσω από το κάθε «καλύτερο» υπέφωσκε κι ένα μυστικό.
Με τα μυστικά και τα μυστήρια ζούσε μια θεία του πατέρα μου, η γιαγιά Ανθούλα, που έμενε στην περιοχή του Πωσπώς, όπου ο άνδρας της, ο φοβερός παππούς Απόστολος, ένας φριχτός τσιγκούνης και πρώην χωροφύλακας, είχε το σπίτι και την ταβέρνα του.

Ακόμη και σήμερα δεν ξέρω για ποιον λόγο η περιοχή πήρε αυτό το όνομα. Θρυλείται πως κάποτε, όταν ο βασιλιάς Παύλος - ή μήπως ήταν η Φρειδερίκη; - βρισκόταν στην Κομοτηνή και τον ξεναγούσαν στην περιοχή, ρώτησε πώς λένε το μέρος. Κάτι του είπαν και δεν άκουσε καλά. Ρώτησε, λοιπόν, «Πώς; Πώς;» κι έτσι, λένε, δόθηκε το όνομα στην περιοχή.
Κάθε φορά που πηγαίναμε στο Πωσπώς ήμουν κατενθουσιασμένος. Για πολλούς λόγους. Πρώτον, γιατί η ταβέρνα της γιαγιάς Ανθούλας και του παππού Απόστολου ήταν μέσα στα δέντρα, όπου χίλια δυο μυστήρια υπήρχαν κρυμμένα σε κάθε βήμα. Δεύτερον, γιατί ο γαμπρός τους, ο Μιχάλης, κάθε φορά μού έκανε δώρο και μια υπέροχη σφυρίχτρα από ξύλο λεύκας, που μόνον εκείνος ήξερε να φτιάχνει. Είχε τον πιο δυνατό και διαπεραστικό ήχο που μπορεί κάποιος να φανταστεί, ικανό να ακουστεί ως την άλλη άκρη της πόλης. Τρίτον, γιατί απέναντι από την ταβέρνα βρίσκονταν τα σφαγεία της Κομοτηνής, και επομένως το κρέας στο τραπέζι ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να βρει κανείς. Και τέταρτον - και πιο σπουδαίο -, επειδή στο Πωσπώς πηγαίναμε τα Σαββατοκύριακα.
Τα βράδια του Σαββάτου, ιδιαίτερα τους ανοιξιάτικους και τους καλοκαιρινούς μήνες, μου φάνταζαν παραδεισένια. Η ταβέρνα ήταν γεμάτη κόσμο που έτρωγε και έπινε μέσα στα δέντρα, ένα μεγάφωνο έπαιζε τα βαλς που έβαζε ο παππούς Απόστολος στο πικάπ και σε μια πίστα στρωμένη με τσιμέντο, που τη φώτιζαν δύο λουξ, χόρευαν τα ζευγάρια των θαμώνων, ενώ εγώ μπαινόβγαινα ανάμεσά τους ακολουθώντας τον δικό μου ρυθμό, δηλαδή το πέρασμα από το φως της πίστας στο σκοτάδι των δέντρων που την κύκλωναν.
Αλλά πίσω στα δέντρα κρυβόταν το μαγικό τοπίο. Ολα τα άστρα είχαν κατεβεί από τον ουρανό και πετούσαν χαμηλά, ανάμεσα στους θάμνους αναβοσβήνοντας, μόνο που εδώ κάτω ήταν πιο λαμπερά και πολύ περισσότερα - τι περισσότερα, χιλιάδες. Ηταν οι πυγολαμπίδες που έτρεχα πίσω τους και προσπαθούσα να τις πιάσω στον αέρα, με επιτυχία πολλές φορές, να τις κρατήσω στη χούφτα μου και να τις βλέπω να αναβοσβήνουν, λες και πάνω στην παλάμη μου ανοιγόκλεινε ο κόσμος.

Πιο μπροστά, παρακολουθούσα προσεκτικά τον Μιχάλη καθώς ετοίμαζε τα δύο λουξ και στη συνέχεια ανέβαινε και τα κρεμούσε σε δύο ψηλά κλαδιά πάνω από την πίστα. Την ξύλινη σφυρίχτρα δεν τη χρησιμοποιούσα νύχτα. Φοβόμουν πως έτσι και σφύριζα θα μου την έπαιρναν. Ο ήχος της ήταν ήχος της ημέρας γιατί τη νύχτα υπήρχε το μεγάφωνο και πιο πέρα τα τριζόνια.
Εμενα μαζί με τους μεγάλους αργά, μέχρι που έκλεινε η ταβέρνα, παρά τις επανειλημμένες εντολές να πάω στο κρεβάτι. Γιατί μετά τα μεσάνυχτα ένα άλλο μυστήριο συνέβαινε. Ο παππούς Απόστολος με άλλους δύο έπαιρναν ένα τσουβάλι, έβαζαν μέσα αξίνες και φτυάρια, ανέβαιναν σε ένα τρίκυκλο και αναχωρούσαν προς άγνωστη κατεύθυνση.
Ο παππούς Απόστολος, πριν μπει να καθήσει δίπλα στον τοπικό «Κοτζαμάνη», έστριβε το τσιγκελωτό του μουστάκι και έκανε τον σταυρό του. Ο «Κοτζαμάνης», μονίμως αξύριστος, ήταν ένας μαυριδερός τύπος με μεγάλα φρύδια. Τον τρίτο, που καθόταν στην καρότσα, δεν τον θυμούμαι. Πού πήγαιναν; Το έμαθα ύστερα από χρόνια, όταν πια δεν ζούσαν ούτε ο παππούς Απόστολος ούτε η γιαγιά Ανθούλα. Τραβούσαν για τα βουνά, όπου όλη τη νύχτα έσκαβαν ψάχνοντας για κρυμμένους θησαυρούς, χρυσές λίρες δηλαδή που κάποιος αγάς προ αμνημονεύτων ετών κάπου θα είχε θάψει. Τώρα, από πού οι δήθεν πληροφορίες, ένας Θεός ξέρει. Το συνεργείο δούλευε χρόνια, έχοντας αλωνίσει τις παρυφές της Ροδόπης. Βέβαια, ούτε θησαυρούς βρήκε ποτέ ούτε λίρες.

Τα πρωινά της Κυριακής οι γυναίκες του σπιτιού έπαιρναν τον καφέ τους στο δωμάτιο της γιαγιάς Ανθούλας - όλες μαζί. Τον καφέ τον έφτιαχνε πάντοτε η κόρη της η Ελένη. Οι επισκέπτριες, ακόμη και αν ήταν συγγενείς, δεν έμπαιναν ποτέ στην κουζίνα. Ηταν ντροπή και σήμαινε πως αν γινόταν αυτό η σπιτονοικοκυρά ήταν τσαπατσούλα και τεμπέλα.
Τη γιαγιά Ανθούλα σπανίως τη θυμούμαι όρθια. Η μνήμη μου συγκρατεί την εικόνα μιας μαυροφορεμένης που είναι μόνιμα ξαπλωμένη στο κρεβάτι, ελαφρώς ανασηκωμένη και με τρία μαξιλάρια στην πλάτη. Γύρω της καθισμένες σε ψάθινες καρέκλες οι νεότερες, νύφες, ανιψιές και γειτόνισσες, όλες κρατώντας με το δεξί το φλιτζάνι του καφέ και με το αριστερό το πιατάκι, ρουφώντας την πρώτη γουλιά πάντοτε θορυβωδώς, όχι από έλλειψη τρόπων φυσικά, αφού μόνο έτσι μπορεί να πάρει κανείς με την πρώτη όλο το καϊμάκι. Κι εγώ να στέκομαι στην πόρτα με τη σφυρίχτρα μου και να τις ακούω να συζητούν περί ανέμων και υδάτων - αλλά όχι ακριβώς. Το μόνιμο θέμα συζήτησης, όπου η γιαγιά Ανθούλα αγόρευε και οι υπόλοιπες άκουγαν, περιστρεφόταν γύρω από το ζήτημα των ποικίλων, πραγματικών και φανταστικών, ασθενειών της οικοδέσποινας, γιατί η γιαγιά Ανθούλα ήταν, από τότε που τη θυμόμουν, άρρωστη - ή έτσι έλεγε - και παρά ταύτα έμενε σε μια περιοχή μέσα στην υγρασία. Αλλά στις ιστορίες που αράδιαζε ουδείς γιατρός εμφανιζόταν, κανένα φάρμακο, ούτε καν η ασπιρίνη, ακούστηκε ποτέ, αντίθετα παρήλαυναν διάφορα μαντζούνια και καταπλάσματα, ονόματα διάσημων κομπογιαννιτών, χαρτοριχτρών και καφετζούδων, ειδικών στο ξεμάτιασμα και άλλα συναφή.
Η μονίμως άρρωστη γιαγιά Ανθούλα πέθανε αρκετά χρόνια μετά τον παππού Απόστολο. Το είχε διαβάσει στο φλιτζάνι μια τσιγγάνα καφετζού από το Πωσπώς: «Ασε τι λένε οι γιατροί. Εσύ θα ζήσεις πιο πολύ από τον άντρα σου».
Ο Αναστάσης Βιστωνίτης είναι συγγραφέας και συντάκτης του «Βήματος». Ο «Καφές των αναμνήσεων» περιλαμβάνεται στο βιβλίο του «Κάτω από την ίδια στέγη», που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Κίχλη.

ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ Η βαβυλωνιακή σύγχυση των λέξεων και άλλα 499 ποιήματα.

Μπέρτολτ Μπρεχτ
Η βαβυλωνιακή σύγχυση των
λέξεων και άλλα 499 ποιήματα.
Μετάφραση Γιώργος Κεντρωτής.
Εκδόσεις Gutenberg, 2014,

Παραβιάζει κανείς ανοιχτές θύρες λέγοντας ότι ο Μπέρτολτ Μπρεχτ παραμένει ένας από τους δημοφιλέστερους γερμανούς συγγραφείς στη χώρα μας - για να μην πω ο δημοφιλέστερος. Ολα σχεδόν τα θεατρικά του έργα έχουν ανεβαστεί στη σκηνή πάνω από μία φορά, μυθιστορήματα και θεωρητικά του κείμενα μεταφράστηκαν και διαβάστηκαν από μεγάλο μέρος του αναγνωστικού κοινού, ενώ πολλά ποιήματά του έχουν επίσης μεταφραστεί και αρκετά έχουν γίνει τραγούδια. Ομως τώρα για πρώτη φορά μάς προσφέρονται τόσα ποιήματά του στα ελληνικά σε έναν μόνο τόμο. Πεντακόσια! Για να αποδειχθεί ότι το ποιητικό έργο του Μπρεχτ δεν ήταν συμπλήρωμα των θεατρικών του, ότι ακόμη και χωρίς το θέατρό του θα ανήκε στους κορυφαίους ποιητές του 20ού αιώνα.
Ο Μπρεχτ ήταν από μόνος του μια ολόκληρη εποχή, όπως άλλωστε και ένας άλλος σπουδαίος γερμανός: ο Τόμας Μαν - μολονότι, σύμφωνα και με τα όσα έλεγε, ο τελευταίος υπήρξε παιδί του 19ου αιώνα. Και ως στάση και ως ιδιοσυγκρασία. Ενώ ο Μπρεχτ αναδείχθηκε στη δεκαετία του 1920, την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, μαζί με τα υπόλοιπα «τρομερά παιδιά» της εποχής, τον Κουρτ Βάιλ, τον Χανς Αϊσλερ και τον Πάουλ Ντεσάου στη μουσική ή τον Γκέοργκ Γκρος στη ζωγραφική.
Η δύναμη του αυτονόητου
Ο τόμος περιλαμβάνει ποιήματα από όλη τη δημιουργική περίοδο του Μπρεχτ. Δεν λείπει φυσικά κανένα από τα πασίγνωστα: από την «Τζένη των πειρατών» και τους «Συλλογισμούς για το πώς να 'ναι η κόλαση» ως τα σύντομα αριστουργηματικά που περιλαμβάνονται στα Μπουκοβιανά ελεγεία. Εκείνοι που γνωρίζουν ήδη τα όσα έχουν μεταφραστεί - και μάλιστα πολλές φορές - θα γνωρίσουν και πολλά άλλα λιγότερο γνωστά αλλά εξίσου σημαντικά. Και όσοι θα έλθουν για πρώτη φορά σε επαφή με το μεγάλο αυτό έργο θα αποκτήσουν την πλήρη εικόνα ενός από τους αντιπροσωπευτικότερους ποιητές του 20ού αιώνα.
Ο Μπρεχτ ήταν - και ήθελε να είναι - διδακτικός ποιητής. Με την έννοια αυτή έγραφε ποίηση που στόχευε στο να την κατανοούν οι πάντες και κατά συνέπεια να έχει την αξία του ντοκουμέντου. Γι' αυτό και όπως έλεγε ο ίδιος έγραφε τα ποιήματά του σε «βασικά» γερμανικά. Ομως η απλότητα, όταν πίσω της υπάρχει το μεγάλο ταλέντο, αναδεικνύει την τρομερή δύναμη που έχουν οι απλές αλήθειες ή αλλιώς: το αυτονόητο. Με μία διαφορά ωστόσο: η απλότητα στον Μπρεχτ είναι ποτισμένη με το καυστικό υγρό της αγανάκτησης για έναν κόσμο χωρισμένο στα δύο: των προνομιούχων και των θυμάτων, όσων έχουν την εξουσία και των μαύρων προβάτων.
Αλλά τα ποιήματά του δεν είναι γραμμένα στη λογική του άσπρου-μαύρου. Κανένας δεν αξιοποίησε στην ποίηση τη διαλεκτική όπως αυτός και κανένας δεν μίλησε με τη δική του αμεσότητα για τη δεύτερη βιομηχανική επανάσταση. Ο Στάινερ τον χαρακτήριζε Λούθηρο της Αριστεράς και όχι μόνο, γιατί, όπως γνωρίζουμε, η Βίβλος του Λούθηρου ανήκε στα αγαπημένα αναγνώσματα του Μπρεχτ. Οταν απευθύνεσαι είτε στις μάζες (όπως ο ίδιος) είτε στο εκκλησίασμα (όπως ο Λούθηρος), ο λόγος σου πρέπει να αποτυπώνεται στον νου και στην καρδιά και να αλλάζει τη συνείδηση των αποδεκτών του. Η εξέδρα, η σκηνή στο θέατρο ή στο καμπαρέ είναι, τρόπον τινά, υποκατάστατα του άμβωνα, όπου ο Θεός έχει πλέον ένα άλλο όνομα: επανάσταση. Τα πράγματα βεβαίως στην ποίηση δεν είναι τόσο απλά. Ο Μπρεχτ κάνει κήρυγμα, όμως πουθενά ο λόγος του δεν λειτουργεί ως απλή προπαγάνδα. Απόδειξη ότι ενώ σε πολλούς συγγραφείς της Αριστεράς η στράτευση ζημίωσε το ταλέντο τους στον Μπρεχτ ο μαρξισμός απεδείχθη μεγάλη δημιουργική δύναμη.
Ποιητής πόλης
Ο Μπρεχτ, όπως κι ο Καβάφης, είναι ποιητής της πόλης. Αλλά ενώ το κύριο μέρος της θεματικής περιοχής του Αλεξανδρινού το καταλαμβάνει η Ιστορία, ο Μπρεχτ κινείται στο παρόν, είναι δηλαδή ποιητής εποχής. Αυτό άλλωστε σημαίνει σε τελική ανάλυση η παρατήρηση ότι τη θεματική του περιοχή την καλύπτει στο μεγαλύτερο μέρος της η επικαιρότητα, στην οποία δεν δίστασε να βυθιστεί από την αρχή σχεδόν της ποιητικής του πορείας.
Ο Μπρεχτ όμως είναι και πολλά άλλα. Σπάνιος παρατηρητής και εξαίρετος αφηγητής (δεν υπάρχει ούτε ένα ποίημά του σχεδόν, ακόμη και το πιο μικρό, που να μη λέει μια ιστορία), παραμένει θεατρικός στην ποίησή του όπως και άκρως ποιητικός στο θέατρό του. Λες και η μεγάλη, προφορική κυρίως, ποίηση του δρόμου συμπυκνώθηκε στο έργο του και μας έδωσε ποιήματα ανεπανάληπτα.
Οταν λέμε ποίηση του δρόμου, εννοούμε του δημόσιου χώρου, των όσων συμβαίνουν τη μέρα και τη νύχτα στις πλατείες, στους δρόμους, στα καμπαρέ, στα εργοστάσια. Ο Μπρεχτ όμως μπορεί να είναι κι ενδοσκοπικός, να καταλήγει σε μια εικόνα που εκφράζει τον ψυχικό του κόσμο, πάντοτε ωστόσο ως αντανάκλαση της ζωής που εισπράττει από το περιβάλλον. Και άλλοτε να γράφει με έναν τρόπο που θυμίζει τους μεγάλους κινέζους ποιητές της δυναστείας των Τανγκ, όπως σε αυτό το εξαίσιο με τίτλο «Ελατα» από τα Μπουκοβιανά ελεγεία:
«Με το χάραμα / τα έλατα είναι μπρούντζινα. / Ετσι τα πρωτοείδα / πριν από μισόν αιώνα / πριν από δύο παγκοσμίους πολέμους / με τα νεανικά μου μάτια εγώ».
Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου ο Μπρεχτ κατηγορήθηκε για πλείστα όσα. Για τις γυναικοδουλειές του, για την τυφλή υποστήριξή του στο σοβιετικό καθεστώς και για τις καταθέσεις του στις ελβετικές τράπεζες. Τίποτε από αυτά δεν στάθηκε ικανό να αμαυρώσει τη φήμη του, απλούστατα επειδή στηριζόταν σε ένα μεγάλο έργο: και σε όγκο και σε ποιότητα. Η επίδρασή του τόσο στη Γερμανία όσο και στον υπόλοιπο κόσμο υπήρξε τεράστια. Η καλύτερη ποιητική συλλογή του Χανς Μάγκνους Εντσεσμπέργκερ με τίτλο Μαυσωλείο είναι λ.χ. ένα από την αρχή ως το τέλος «μπρεχτικό» βιβλίο.
Το ύφος και οι επιδράσεις
Το μπρεχτικό ύφος σε πλείστες παραλλαγές δεν είναι δύσκολο να το διακρίνει κανείς ακόμη και στη δική μας μεταπολεμική ποίηση. Ο ίσκιος του Μπρεχτ υπάρχει λ.χ. πίσω από την τελευταία συλλογή Ο στόχος του Μανόλη Αναγνωστάκη (από τις καλύτερές του). Τη γόνιμη επίδρασή του τη διαπιστώνουμε επίσης και στο έργο του Τίτου Πατρίκιου - για να μείνω μόνο σε δύο από τους εξέχοντες μεταπολεμικούς μας ποιητές.
Οι συγγραφείς πρώτης γραμμής είναι δεκτικοί στις επιδράσεις. Ο Μπρεχτ εμπνέει γιατί κι ο ίδιος εμπνεύστηκε. Και τις εμπνεύσεις του τις μεταμόρφωσε και τους έδωσε άλλη διάσταση. Σχεδόν όλες του οι μπαλάντες παραπέμπουν στον Φρανσουά Βιγιόν, στον οποίο ανακάλυψε μια αδελφή ψυχή που έζησε έξι αιώνες πριν από τον ίδιο. Ποιος δεν θα διαβάσει την «Μπαλάντα του νταβατζή» και δεν θα θυμηθεί αμέσως τη «Μπαλάντα της χοντρής Μαργκό» του Βιγιόν - αν φυσικά έχει διαβάσει τα ποιήματα του τελευταίου;
Ορθώς λοιπόν ο μεταφραστής Γιώργος Κεντρωτής, στον οποίο αξίζει κάθε έπαινος (τέτοιες δουλειές σπανίζουν στις μέρες μας), συμπεριέλαβε ποιήματα και τραγούδια του Μπρεχτ από τα θεατρικά του έργα και τα πεζά του κείμενα. Από μια τέτοια έκδοση δεν θα μπορούσαν να λείπουν τα αριστουργηματικά «Η ηθικοπλαστική μπαλάντα του Μάκη του μαχαιροβγάλτη», «Η Τζένη των πειρατών», «Το τραγούδι του Σολομώντα» ή «Το τραγούδι της γυναίκας του ναζί φαντάρου».
Πολλά ποιήματα του Μπρεχτ είναι γραμμένα σε μέτρο και ομοιοκαταληξία. Ετσι τα μετέφερε στα ελληνικά και ο Κεντρωτής επιλέγοντας τη δύσκολη λύση. Ομως πέραν του ότι αυτό δεοντολογικά είναι εκ των ων ουκ άνευ, υπάρχει και ένας επιπλέον λόγος: ο Μπρεχτ ήταν μεγάλος τεχνίτης και άψογος χειριστής της φόρμας. Ο μεταφραστής πάτησε πάνω στα δικά του πρότυπα για να βρει αντιστοιχίες στα ελληνικά, με ευρηματικότητα και κατά κανόνα με επιτυχία. Γιατί και στη μετάφραση, της ποίησης ιδίως, «η μορφή είναι περιεχόμενο, το περιεχόμενο μορφή» - όπως ισχύει και για το πρωτότυπο.
Με το βιβλίο αυτό οι εκδόσεις Gutenberg των Γιώργου και Κώστα Δαρδανού, συνεχίζοντας μιαν άτυπη παράδοση, προσφέρουν στο αναγνωστικό κοινό ένα ακόμη λογοτεχνικό έργο υψηλής εκδοτικής στάθμης. Επειδή η απάντηση στην οικονομική κρίση (που δεν άφησε αλώβητη την εκδοτική αγορά) είναι απλούστατη: επένδυση στην ποιότητα.

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ 1832 ΒΟΛΦΚΑΝΓΚ ΓΚΑΙΤΕ. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Ο μεγαλοφυής λογοτέχνης και διανοητής Βόλφγκανγκ Γκαίτε

Υπήρξε μία από τις κορυφαίες διάνοιες όχι μόνο της Γερμανίας, αλλά ολόκληρου του κόσμου. Μεγαλοφυΐα της εποχής του, ο Γκαίτε διακρίθηκε ως ποιητής, συγγραφέας θεατρικών έργων, φιλόσοφος, ζωγράφος, αλλά και επιστήμονας και πολιτικός.
Ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε, που γεννήθηκε στις 28 Αυγούστου 1749, ήταν γιος μιας ιδιαίτερα εύπορης οικογένειας. Διδάχτηκε κατ’ οίκον πάνω σε μια ευρεία σειρά θέματα, με έμφαση στους κλασικούς συγγραφείς και τις γλώσσες (λατινικά, ελληνικά, αγγλικά και γαλλικά). Από μικρός εκδηλώνει κλίση προς τη λογοτεχνία και το θέατρο, κάτι που ενθαρρύνει η μητέρα του, ενώ αγαπάει με πάθος τη ζωγραφική. Αντιπαθεί ιδιαίτερα την Εκκλησία, την ιστορία της οποίας χαρακτήρισε «συνονθύλευμα πλανών και βίας».

Σε ηλικία 16 ετών ξεκινά σπουδές Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, ενώ παράλληλα έκανε μαθήματα σχεδίου με τον Adam Oeser. Με αφορμή έναν άτυχο έρωτα, δημιουργεί το πρώτο του θεατρικό έργο το 1767. Ολοκληρώνει τις σπουδές της Νομικής το 1768 και από το 171 εξασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου. Σε ηλικία του 1774, σε ηλικία 25 ετών δημοσιεύει το έργο που του χάρισε την πανευρωπαϊκή αναγνώριση: Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου, με το οποίο δημιουργεί το πρότυπο του ρομαντικού ήρωα.
Ο νεαρός Γκαίτε ήταν έρμαιο των συναισθημάτων του, όπως ανέφερε, σε τέτοιο βαθμό ώστε ανησυχούσε για την πνευματική ισορροπία του. Με το ποίημά του «Προμηθέας», όπου υποστήριξε ότι άνθρωπος πρέπει να πιστεύει στον εαυτό του κι όχι στους θεούς, γίνεται ο εκπρόσωπος ενός ολόκληρου κινήματος. Το 1775 επισκέπτεται τον Δούκα της Βαϊμάρης, Karl August, και αναλαμβάνει διαδοχικά διάφορα κυβερνητικά αξιώματα. Στην πόλη αυτή έζησε ως το θάνατό του.
Παράλληλα με τη λογοτεχνία και τη δραματουργία, μελέτησε φυσική, χημεία και ανατομία – ήταν αυτός ο οποίος, 70 χρόνια πριν από τον Δαρβίνο, διατύπωσε την θεωρία της ενότητας και της συνέχειας στη φύση, παρατηρώντας τις μορφολογικές ομοιότητες μεταξύ ειδών. Το δε 1784 ανακάλυψε την ύπαρξη του μη διακρινόμενου (λόγω της απώθησής του στο πρόσθιο τμήμα των άνω γνάθων και της συνοστέωσής του με αυτά) μεσογνάθιου οστού στον άνθρωπο. Η μελέτη της συγκριτικής ανατομίας τον οδήγησε να εισηγηθεί το 1790 ένα νέο κλάδο των επιστημών της φύσης, τη Μορφολογία. Σε μια πραγματεία του, το 1795, ορίζει τη Μορφολογία, ως «αυτοτελή επιστήμη και βοηθητική της Φυσιολογίας που πρέπει να περιλαμβάνει τη διδασκαλία περί της μορφής, σχηματισμού και μετασχηματισμού των οργανικών σωμάτων».

Τα χρόνια 1791 - 1817 διεύθυνε το Αυλικό Θέατρο της Βαϊμάρης. Το 1795 γνωρίζεται με τον Friedrich Schiller κι αναπτύσσουν μεταξύ τους μια βαθιά φιλία, που κράτησε ως το θάνατο του δεύτερου, το 1805. Ο Γκαίτε, το 1806 παντρεύτηκε τη Christiane Vulpius, με την οποία είχε ήδη από το 1789 ένα γιο, χρονιά κατά την οποία ξέσπασε η Γαλλική Επανάσταση, της οποίας υπήρξε θαυμαστής. Ο Φάουστ, το διασημότερο έργο του και το δημιούργημα μιας ολόκληρης ζωής, ολοκληρώθηκε ένα έτος πριν το θάνατο του, ενώ η αυτοβιογραφία του «Ποίηση και Αλήθεια», θεωρείται από τ' αριστουργήματα του γερμανικού πεζού λόγου.
Πέθανε στις 22 Μαρτίου του 1832, μετά από μια ζωή κορυφαίας δημιουργίας. Ο τάφος του βρίσκεται στο ιστορικό κοιμητήριο της Βαϊμάρης. 
Πηγή: TVXS

Ο ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΠΑΝΤΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΣ Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο. [Δεύτερη ανάρτηση.]

Η πλήρης εικόνα του ποιητή που ξεκίνησε ως νεορομαντικός, ιδεαλιστής και με υψηλά πατριωτικά ιδεώδη για να αποκτήσει τη δική του φωνή, φωνή των μαύρων προβάτων, των καταπιεσμένων, του λαού
«Ακου πώς παίρνουν οι αγέρες / χιλιάδων χρόνων τη φωνή! / Μέσα στο λόγο το δικό μου / όλ’ η ανθρωπότητα πονεί»



  
Κώστας Βάρναλης
Απαντα τα ποιητικά (1904-1975)
Εκδόσεις Κέδρος, 2014,

Στις 16 Δεκεμβρίου 1974, πέντε μήνες μετά την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας, έφυγε από τη ζωή ο Κώστας Βάρναλης στα ενενήντα του χρόνια. Το έργο του αγαπήθηκε και υμνήθηκε με πάθος από τον κόσμο της Αριστεράς, στην υπόθεση της οποίας αφιέρωσε τη ζωή του και την τέχνη του. Αλλά η σημασία του έργου του - και η αξία του φυσικά - δεν ορίζεται αποκλειστικά από το πολιτικό του περιεχόμενο. Η ιδεολογία είναι βεβαίως ουσία - και όχι απλό όχημα ή προπαγάνδα - στην ποίησή του. Δύο από τις συλλογές του, το Φως που καίει (1922) και οι Σκλάβοι πολιορκημένοι (1927), αποτελούν και σήμερα σταθμούς της νεοελληνικής ποίησης, παρά τις ενστάσεις και τον όποιον αναδρομικό ψόγο που μπορεί να επιστρατεύσουν οι «καλοθελητές».
Είναι άλλωστε της μόδας, και εδώ και διεθνώς, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης η λεγόμενη «στρατευμένη» λογοτεχνία να ρίχνεται στο πυρ το εξώτερον, ανεξαρτήτως της αξίας της. Αλλά τα καλλιτεχνικά έργα έχουν τη δύναμη να υπερβαίνουν τα αίτια και τις αφορμές που τα προκάλεσαν - ακόμη και το ίδιο τους το περιεχόμενο καθαυτό. Ποιος μπορεί να αρνηθεί πως η «Μαγδαληνή» στο Φως που καίει είναι από τα ωραιότερα ελληνικά ποιήματα και ακόμη περισσότερο «Οι πόνοι της Παναγιάς» στους Σκλάβους πολιορκημένους, όπου η Παναγία γίνεται η αιώνια μάνα και αναρωτιέται: «Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί», για να καταλήξει με απελπισμένη οργή: «Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά / την άβυσσο, μακριά απ' τους λύκους να κρυφογεννήσω». Ή ποιον μπορεί να μη συγκινήσουν βαθιά στίχοι από το ίδιο ποίημα όπως: «Θεριά οι ανθρώποι, δε μπορούν το φως να το σηκώσουν» ή ακόμη: «Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν»; Και ποιοι θα διαβάσουν τους Σκλάβους πολιορκημένους και δεν θα τους εντυπωθεί ο καταληκτικός στίχος του πρώτου ποιήματος «Αχ, πού 'σαι νιότη που 'δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!»;

Καθαρό βίωμα, βαθιά πίστη
Μόνο ένας ποιητής πρώτης γραμμής θα μπορούσε να υπερβεί τη σχηματικότητα που συνεπάγεται η μεταφορά (στο πεδίο της τέχνης) της οποιασδήποτε πολιτικής ή φιλοσοφικής θεωρίας. Οι ποιητές γενικά, καθώς λέγεται, δεν πρέπει να εμπιστεύονται τους φιλοσόφους, από τον καιρό ακόμη του Πλάτωνα, όπου κατά τον Ρόμπερτ Γκρέιβς οι Ελληνες πήραν στραβό δρόμο και εγκατέλειψαν την ποίηση προς χάριν της φιλοσοφίας.
Στον Βάρναλη η πολιτική θεωρία είναι καθαρό βίωμα και βαθιά πίστη. Οταν στο Φως που καίει εισάγει τον χαρακτήρα της Αριστέας (που εκπροσωπεί την αντίδραση) και της Μαϊμούς (υπηρέτριάς της) κινείται στο ίδιο πεδίο με πολλούς άλλους καλλιτέχνες του Μεσοπολέμου που παρουσιάζουν στο συμβολικό πεδίο την άρχουσα τάξη ως πόρνη πολυτελείας. Η Αριστέα και η μαϊμού θα χαθούν μέσα σε έναν ανοιγμένο τάφο, αφού πιο μπροστά έχει προηγηθεί ο «Οδηγητής» που ξεσηκώνει τον λαό.
Δεν ξέρω αν ο Βάρναλης είχε διαβάσει στο Παρίσι, όπου είχε μεταβεί το 1919 για μεταπτυχιακές σπουδές ως υπότροφος του ελληνικού κράτους και «μυήθηκε» στις σοσιαλιστικές θεωρίες, το κορυφαίο ποίημα Οι Δώδεκα του Αλεξάντερ Μπλοκ (σε γαλλική μετάφραση, υποθέτω).
Οι Δώδεκα εκδόθηκαν το 1918 (το Φως που καίει το 1922) και ανήκουν στα μεγαλύτερα επιτεύγματα της ρωσικής και της παγκόσμιας ποίησης που εισάγουν το σύμβολο του επαναστατημένου Χριστού στην ποίηση του 20ού αιώνα. Πάντως έχει μεγάλο ενδιαφέρον να δει κανείς τις ομοιότητες ανάμεσα στο μεγάλο ποίημα του Ρώσου και στον «Οδηγητή» του Ελληνα: στον βηματισμό, στην ένταση, στο πάθος: «Ενας δεν είμαι μα χιλιάδες! / Οχι μονάχα οι ζωντανοί - κι οι πεθαμένοι μ' ακλουθάνε / σε μιαν αράδα σκοτεινή». Ή ακόμη: «Ακου πώς παίρνουν οι αγέρες / χιλιάδων χρόνων τη φωνή! / Μέσα στο λόγο το δικό μου / όλ' η ανθρωπότητα πονεί». Οι στίχοι αυτοί θα μπορούσαν κάλλιστα να ανήκουν στους Δώδεκα (που τρεις και πλέον δεκαετίες αργότερα μετέφρασε ο Γιάννης Ρίτσος).

Εκανα τη σύγκριση για να τονίσω πως μπορεί μεν η ποίηση να μην αξιολογείται πρωτίστως με βάση το περιεχόμενό της ή, για να είμαι ακριβέστερος, τη θεματική της περιοχή, αλλά το περιεχόμενο ανήκει αναμφισβήτητα στα ποιοτικά της χαρακτηριστικά όταν το ποιητικό επίτευγμα είναι σπουδαίο. «Επαναστατικά», ας πούμε, ποιήματα είχαμε και πριν από το Φως που καίει, όμως το βιβλίο του Βάρναλη είναι το πρώτο και από πολλές πλευρές οριακό (και εν πολλοίς αξεπέραστο) επαναστατικό ποιητικό έργο. Γι' αυτό και η δραστικότητά του παραμένει αμείωτη (και δεν εννοώ βεβαίως ότι συνιστά ένα είδος κατήχησης των μαζών).
Η σολωμική επίδραση
Οσοι γνωρίζουν επαρκώς την ελληνική ποίηση δεν θα δυσκολευτούν να εντοπίσουν τη δημιουργική αφομοίωση των διδαγμάτων που ο Βάρναλης άντλησε από τον Σολωμό πρωτίστως αλλά και από τον Παλαμά, όπως και από την εκκλησιαστική υμνογραφία. Το ότι διαβάζει και αφομοιώνει το σολωμικό δίδαγμα «χωρίς μεταφυσική», όπως λέει στην ομότιτλη μελέτη του, έχει τη σημασία του. Η άψογη λ.χ. στιχουργική του (όπως σε κάποιες περιπτώσεις και η εικονοποιία του) θυμίζει τον Σολωμό: «Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει» γράφει για παράδειγμα ο Σολωμός και «- Ω πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσιο» ο Βάρναλης.

Η ενότητα Σκόρπια ποιήματα 1910-1958 περιέχει πολλά άνισα αλλά και ορισμένα από τα ωραιότερα - και γνωστότερα - ποιήματα του Βάρναλη, όπως το νεανικό Ορέστης, την Μπαλάντα του κυρ Μέντιου, τους πασίγνωστους Μοιραίους, το Πέρασμά σου και την  Μπαλάντα του Αντρίκου.
Οι κατοπινές συλλογές Ελεύθερος κόσμος και Οργή λαού δεν είναι ίδιας αξίας με το Φως που καίει και τους Σκλάβους πολιορκημένους, αν και εδώ βρίσκει κανείς σκόρπιους εδώ κι εκεί θαυμάσιους στίχους ή και ολόκληρες στροφές ιδιαίτερα σε κάποια λακωνικά και ιδιαιτέρως σκληρά ποιήματα προς εμαυτόν, όπως αυτό στη σελ. 494: «Αφήστε με λιγάκι, άσωτοι πόνοι / να πάω ως το τραπέζι ως το μπαλκόνι. / Στο τραπέζι, να γράψω την κατάρα μου, / στο μπαλκόνι να φτύσω από ψηλά / τωρινά, περασμένα και μελλούμενα». Δύο χρόνια προτού πεθάνει έγραφε με αφοπλιστική αποστροφή: «Οσο τα περασμένα ανακαλώ / τόσο δε βρίσκω τίποτα καλό. / Πόνοι, αρρώστιες, με κάναν μοιρασιά / μα θα πεθάνω μοναχά από σιχασιά».
Ο τόμος προσφέρει την πλήρη εικόνα του ποιητή Βάρναλη που ξεκίνησε ως νεορομαντικός, ιδεαλιστής και με υψηλά πατριωτικά ιδεώδη για να αποκτήσει τη δική του φωνή, φωνή των μαύρων προβάτων, των καταπιεσμένων, του λαού, του ποιητή ο οποίος οιστρηλατείται από τις ελπίδες που γέννησε η Οκτωβριανή Επανάσταση το 1917. Η φωνή αυτή, συνδυασμένη με το σαρκαστικό (αριστοφανικό) της χιούμορ, καθιστά την ποιητική του κατάθεση μοναδική. Γι' αυτό και, μολονότι κατέρρευσε το σύστημα στο οποίο πίστεψε, ο Βάρναλης παραμένει επίκαιρος.
Άψογη τεχνική και απαράμιλλη πλαστικότητα.

Πριν γράψει το Φως που καίει ο Βάρναλης εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές: τους Πυθμένες το 1904 (στα είκοσι χρόνια του), τις Κηρήθρες το 1905 και τον Προσκυνητή το 1919. Αλλά και σ' αυτές η επίδραση του Σολωμού είναι εμφανέστατη. Μολονότι η τεχνική του ήταν από τότε αξιοζήλευτη, αν δεν άλλαζε προσανατολισμό κι έμενε στο κλίμα αυτών των συλλογών θα ήταν ένας ακόμη ελάσσων ποιητής περιορισμένης κλίμακας και τετριμμένης θεματογραφίας. Αλλά ο Προσκυνητής με την έντονη ελληνολατρία του προετοιμάζει το Φως του καίει. Ηδη η τεχνική του Βάρναλη είναι υψηλού επιπέδου, οι ρίμες του εξαιρετικής πρωτοτυπίας συχνά, οι εικόνες του καθαρές. Υπάρχει βεβαίως μια επιτήδευση, αλλά κι αυτά που προετοιμάζουν το μέλλον της κατοπινής του ποίησης: «Εγώ 'μουν όλοι εσείς, εγώ 'μουν η άχνα / που από της μάζας έβγαινε τα σπλάχνα». Οι δύο τελευταίοι στίχοι μάλιστα αυτού του συνθετικού ποιήματος μοιάζουν να προετοιμάζουν το Φως που καίει το οποίο θα ακολουθήσει τρία χρόνια αργότερα: «Αν φτάσω είναι το φτάσιμο δικό σας, / η ήττα δικιά μου αν πέσω για το φως σας».
Λένε πως το αναγνωστικό κοινό της ποίησης είναι πρωτίστως οι ποιητές οι ίδιοι. Ο Βάρναλης δεν ήταν απλώς από τους σημαντικότερους ποιητές, σπουδαίος φιλόλογος και άριστος χειριστής της ελληνικής γλώσσας. Τα ποιήματά του από το 1923 και εξής αποτελούν πρότυπα τεχνικής, ιδιαίτερα για τους νέους ποιητές που δεν γνωρίζουν το μετρικό σύστημα, δεν ξέρουν τι θα πει πρωτότυπη ρίμα ούτε συνίζηση και χασμωδία. Η άψογη τεχνική του ώριμου Βάρναλη είναι εναρμονισμένη με την απαράμιλλη πλαστικότητα της γλώσσας του και τη νοηματική της καθαρότητα, που είναι εμφανής ακόμη και στα πεποιημένα και εκβιασμένα συχνά ποιήματα των δεκαετιών του 1960 και του 1970. 
Πηγή: Αναστάσιος Βιστωνίτης ΤΟ ΒΗΜΑ    

ο Αδριανός της Γιουρσενάρ: "Ο,τι καλό έχει λεχθεί από τον άνθρωπο, έχει ως επί το πλείστον λεχθεί στα ελληνικά". ΝΟΥΤΣΙΟ ΟΡΝΤΙΝΕ

Νούτσιο Ορντινε: Η χρησιμότητα του άχρηστου

Ο καθηγητής έρχεται στην Αθήνα και μας εξηγεί γιατί η τυφλή λογική του κέρδους υπονομεύει όλα όσα η κοινωνία του χρήματος θεωρεί περιττά, δηλαδή σχολεία, μουσεία και σπουδές και όχι μόνο.



Τον κώδωνα του κινδύνου για την ελευθερία, τη δημοκρατία, την Παιδεία και τον πολιτισμό εξαιτίας της υποβάθμισης των ανθρωπιστικών σπουδών κρούει ο διακεκριμένος συγγραφέας, ακαδημαϊκός δάσκαλος και μελετητής της Αναγέννησης Νούτσιο Ορντινε που αύριο στις 7 μ.μ. θα δώσει διάλεξη στο Μέγαρο Μουσικής σε συνεργασία με το Κοινωφελές Ιδρυμα Κοινωνικού και Πολιτιστικού Εργου (ΚΙΚΠΕ) με θέμα Σε τι είναι χρήσιμη μια άχρηστη γνώση και μεθαύριο στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Επκοινωνήσαμε μαζί του και μας παραχώρησε τη συνέντευξη που ακολουθεί με τη βοήθεια της μεταφράστριάς του Μαρίας Σπυροπούλου. Το βιβλίο του Νούτσιο Ορντινε Η χρησιμότητα του άχρηστου κυκλοφόρησε με μεγάλη επιτυχία σε 18 γλώσσες. Στα ελληνικά από την Αγρα σε μετάφραση Ανταίου Χρυσοστομίδη.  
Στο βιβλίο σας «Η χρησιμότητα του άχρηστου» προειδοποιείτε για τους κινδύνους από την υποβάθμιση των ανθρωπιστικών σπουδών. Οσοι όμως λαμβάνουν τις αποφάσεις δεν ενδιαφέρονται για το πρόβλημα. Τι θα πρέπει να γίνει;
«Είμαστε ενώπιον μιας επιδημίας που εξαπλώνεται σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτό ακριβώς το καλοκαίρι προκάλεσε κατακραυγή στην Ιαπωνία μια επιστολή του υπουργού Παιδείας Χακουμπούν Σιμομούρα με την οποία ζητούσε από τους πρυτάνεις να κλείσουν ή να μετατρέψουν τα τμήματα εκείνα που δεν είναι "χρήσιμα" έτσι ώστε να δυναμώσουν μόνο οι φυσικές  και τεχνολογικές επιστήμες. Πρόκειται για πολιτική επιλογή που μπορεί να οδηγήσει στην πολιτιστική αυτοκτονία. Σήμερα, δυστυχώς, θεωρούνται "άχρηστες" οι γνώσεις που δεν ευνοούν άμεσα κέρδη. Ομως συχνά ο κόσμος των πανεπιστημιακών έχει αποδεχθεί την κατάσταση και παρατηρεί παθητικά αυτή την πτώση. Να γιατί αποφάσισα να γράψω αυτό το "Μανιφέστο". Πρέπει να αντιδράσουμε πριν να είναι πολύ αργά».
Φαίνεται πως ό,τι αποκαλούμε ολοκληρωμένη εκπαίδευση ανήκει στο παρελθόν. Η εξειδίκευση προέχει. Η εικόνα, όπως την περιγράφετε, είναι σκοτεινή. Πώς μπορούμε να την αντιστρέψουμε;
«Με τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις πολλές χώρες προσπαθούν να "επαγγελματοποιήσουν" τα προγράμματα σπουδών στα σχολεία και στα πανεπιστήμια. Ζητάνε από  μαθητές που έχουν μόλις κλείσει τα 13 τους χρόνια να επιλέξουν ένα επάγγελμα και να συνεχίσουν τη φοίτησή τους σκεπτόμενοι μόνο τη θέση εργασίας. Δεν αντιλαμβάνονται ότι η υποταγή της Παιδείας και της εκπαίδευσης στις απαιτήσεις της αγοράς είναι μια ήδη χαμένη μάχη. Πώς μπορεί κανείς να εναρμονίσει την ταχύτητα των μεταβολών της αγοράς με τους αργούς χρόνους της εκπαίδευσης; Ετσι όχι μόνο δεν λύνεται το πρόβλημα της απασχόλησης, αλλά υπάρχει κίνδυνος να διαφθαρούν οι φοιτητές που εγγράφονται στο πανεπιστήμιο με την επιθυμία να αποκτήσουν ένα πτυχίο για να κερδίσουν χρήματα. Κανένα επάγγελμα δεν μπορεί να ασκηθεί συνειδητά χωρίς γενική παιδεία. Δεν σπουδάζει κανείς για να αποκτήσει ένα κομμάτι χαρτί που θα εξαργυρώσει στην αγορά εργασίας». 
Εκπαίδευση, λογοτεχνία, σπουδή των κλασικών... Ομως οι σπουδαστές σήμερα έχουν τόσα αντικείμενα με τα οποία θα πρέπει να ασχοληθούν και τόση γνώση που πρέπει να απορροφήσουν ώστε δεν τους μένει χρόνος να διαβάσουν τους κλασικούς - ούτε καν τους σύγχρονους συγγραφείς.
«Σε μια εξαιρετική ομιλία του Ευγένιου Ιονέσκο, ο σπουδαίος δραματουργός περιγράφει την τραγική συνθήκη του σύγχρονου ανθρώπου: που τρέχει, που δεν "έχει χρόνο" για "άχρηστα" πράγματα, διότι σκέφτεται μόνο το κέρδος. Με τον ανόητο στόχο να γίνει το διάβασμα πιο εύπεπτο για να πάρουν γρήγορα το απολυτήριό τους οι μαθητές και το πτυχίο τους οι φοιτητές, τα σχολικά προγράμματα και τα προγράμματα σπουδών των πανεπιστημίων έχουν μειώσει στο ελάχιστο το διάβασμα των κλασικών συγγραφέων: οι μαθητές και οι φοιτητές διαβάζουν περιλήψεις, ιστορίες της λογοτεχνίας, επεξηγηματικά κείμενα για έργα τα οποία δεν έχουν διαβάσει ποτέ. Πώς μπορεί όμως ένας νέος να αγαπήσει τον Ομηρο όταν διαβάζει μια περίληψη της Οδύσσειας; Μόνο διαβάζοντας την Οδύσσεια με τη βοήθεια ενός γεμάτου πάθος καθηγητή οι μαθητές και οι φοιτητές μπορούν να αντιληφθούν ότι  η εμπειρία του ταξιδιού του Οδυσσέα είναι κάτι που αφορά τη ζωή μας. Γι' αυτό θεωρώ ότι ο ρόλος του καθηγητή είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Ενας καθηγητής που δεν διδάσκει με πάθος δεν μπορεί να μεταδώσει πάθος. Στα σχολεία και στα πανεπιστήμια οι καθηγητές γίνονται γραφειοκράτες: περνούν τον χρόνο τους συμπληρώνοντας έγγραφα και πηγαίνοντας σε συνελεύσεις κάθε είδους, ξεχνώντας πως ένας καλός καθηγητής πρέπει πρώτα απ' όλα να είναι ένας ακούραστος μαθητής και ένας γεμάτος πάθος δάσκαλος».   
Η εξειδίκευση είναι η τάση των σημερινών κοινωνιών που ορίζονται από το χρήμα. Αυτό αλλάζει τη σχέση μας με τον κόσμο - και πώς;
«Σε μια κοινωνία όπου μετρούν μόνο τα χρήματα, ένα σφυρί αξίζει περισσότερο από ένα ποίημα ή ένα κουτάλι από έναν πίνακα. Εχουμε χάσει κάθε ενδιαφέρον για το αφιλοκερδές. Κατά συνέπεια και την αγάπη για τα πράγματα που κάνουν την καρδιά μας να πάλλεται. Ο Μονταίνιος μας θυμίζει ότι δεν είναι η κατοχή των πραγμάτων που κάνει ευτυχισμένο τον άνθρωπο αλλά η απόλαυσή τους. Αν ένα μουσείο ή μια αρχαιολογική ανασκαφή παράγουν κέρδος δεν είναι κακό. Μπορεί όμως η αξία του Κολοσσαίου ή του Παρθενώνα να υπολογιστεί με βάση τα έσοδα; Κι αν ένα πολύ σημαντικό μουσείο δεν παράγει κέρδος, θα πρέπει να το κλείσουμε; Και οι βιβλιοθήκες και τα Αρχεία του κράτους (που δεν είναι πηγή οικονομικού πλούτου) τι μέλλον θα έχουν σε μια κοινωνία βασισμένη σ' αυτές τις αρχές;».   
Πριν από χρόνια ο Ρόμπερτ Γκρέιβς είπε πως όποιος γνωρίζει καλά μόνο ένα πράγμα έχει το μυαλό ενός βαρβάρου. Θα θέλατε να το σχολιάσετε;
«Ενα ρητό που αποδίδεται στον Θωμά τον Ακινάτη ("Timeo lectorem unius libri", "Φοβάμαι τον αναγνώστη ενός μόνο βιβλίου") αναφέρεται έμμεσα και στα προφανή όρια όσων πιστεύουν ότι το διάβασμα ενός μόνο βιβλίου μπορεί να φτάνει για να κατανοήσουμε τον κόσμο. Στη Λευκή Θεά ο Graves ήθελε να καταδείξει τον κίνδυνο που ενέχει η γνώση ενός μόνο πράγματος, η εξειδίκευση με τη συνεπαγόμενη απώλεια των σχέσεων μεταξύ των γνώσεων και των επιστημών. Τα χρόνια που ο Αϊνστάιν σύχναζε στην "Ακαδημία της Ολυμπίας" - όπου συζητούσαν για λογοτεχνία και φιλοσοφία - στάθηκαν αποφασιστικά στο να ανοίξουν τον πνευματικό του ορίζοντα και να τον βοηθήσουν να συλλάβει τον μαθηματικό τύπο της σχετικότητας. Δεν είναι τυχαίο πως σε όλα τα άρθρα που έγραψε για τη διδασκαλία και τη μόρφωση των νέων είχε καταδικάσει την "εξειδίκευση" των σπουδών. Δυστυχώς, όταν σήμερα παρουσιάζεται ένα ερευνητικό πρόγραμμα, πρέπει πάντα να απαντάς στην ερώτηση "σε τι χρησιμεύει". Ο Αριστοτέλης έχει απαντήσει με λεπτότητα σε αυτό το ανόητο ερώτημα: η φιλοσοφία "δεν χρησιμεύει" διότι δεν "κάνει εκδούλευση", διότι δεν είναι στην υπηρεσία κανενός, διότι μας διδάσκει να είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι».
Η υποβάθμιση των ανθρωπιστικών σπουδών έχει αλλάξει τη σχέση του ατόμου με την Ιστορία;
«Οδεύουμε προοδευτικά προς την απώλεια της "μνήμης". Εχουμε επικεντρωθεί στο παρόν, σκεφτόμαστε ότι το παρελθόν δεν έχει πλέον σημασία και ότι τα μόνα ουσιαστικά πράγματα αφορούν αποκλειστικά τα άμεσα προσωπικά μας πλεονεκτήματα. Και πάλι: "Σε τι χρησιμεύει η μελέτη των αρχαίων ελληνικών;". Την πιο ωραία απάντηση την έχει δώσει ο Αδριανός της Γιουρσενάρ: "Ο,τι καλό έχει λεχθεί από τον άνθρωπο, έχει ως επί το πλείστον λεχθεί στα ελληνικά". Εχουμε δημιουργήσει μια κοινωνία "αμνημόνων". Η απώλεια της μνήμης σημαίνει απώλεια της ικανότητας να κατανοήσουμε το παρόν και να προβλέψουμε το μέλλον. Οταν θα χαθούν και οι τελευταίοι γνώστες των αρχαίων ελληνικών, των λατινικών, των σανσκριτικών, κανείς δεν θα είναι πλέον σε θέση να αποκωδικοποιήσει μια επιγραφή ή να μεταφράσει μια περγαμηνή. Θα αναγκαστούμε να κλείσουμε τις βιβλιοθήκες και τα μουσεία, διότι κανείς δεν θα είναι ικανός να διαβάσει ένα χειρόγραφο. Με τρομακτικές συνέπειες για τη δημοκρατία και την ελευθερία...».
Τα πρώτα θύματα της οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη ήταν η εκπαίδευση και ο πολιτισμός. Είναι εμφανές πως όσοι παίρνουν τις αποφάσεις δεν αντιλαμβάνονται την προστιθέμενη αξία που περιέχουν ο πολιτισμός και οι ανθρωπιστικές σπουδές. Πώς το εξηγείτε;
«Η κρίση που βιώνουμε δεν είναι μόνο οικονομική: είναι κυρίως ηθική. Η δικτατορία του ωφελιμισμού έχει αλλοιώσει τη λειτουργία της Ευρώπης. Μπορεί άραγε η ευρωπαϊκή ταυτότητα να περιοριστεί με βάση την παράμετρο "ποιος πληρώνει τα χρέη και ποιος δεν τα πληρώνει"; Είναι δυνατόν να σκεφτεί κανείς μια Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα, την Ιταλία ή την Ισπανία; Πώς μπορεί να λειτουργήσει ένα κοινοβούλιο στο οποίο η αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών ποδοπατείται καθημερινά από τα ιδιαίτερα συμφέροντα κάθε μεμονωμένου κράτους; Χρειάστηκε να πεθάνουν χιλιάδες άνθρωποι στη Μεσόγειο για να καταλάβουμε ότι το ζήτημα των προσφύγων δεν είναι πρόβλημα αποκλειστικά ελληνικό ή ιταλικό. Πώς είναι δυνατόν να μην έχει διαμαρτυρηθεί κανείς για το σκάνδαλο της προφανούς σύγκρουσης συμφερόντων της Γερμανίας: είναι θεμιτό να ωθείς την ελληνική κυβέρνηση να πουλήσει την περιουσία της και έπειτα να συναινείς στο ξεπούλημα όλων των ελληνικών αεροδρομίων σε μια γερμανική επιχείρηση; Δεν είναι δίκαιο να πληρώνουν την κρίση μόνον οι πιο αδύναμοι και οι ανυπεράσπιστοι. Η διαφθορά και η φοροδιαφυγή είναι οι αληθινές αιτίες της οικονομικής καταστροφής πολλών χωρών. Καταπολεμούνται όμως μόνο μερικώς με τους καλούς νόμους. Πρέπει να εκπαιδεύσουμε τις νέες γενιές στις αξίες της αλληλεγγύης, στον σεβασμό του κοινού καλού. Ενώ οι κυβερνήσεις, αντιθέτως, κάνουν περικοπές στα κονδύλια για την Παιδεία, τον πολιτισμό και τη βασική επιστημονική έρευνα. Επενδύω στη μόρφωση και στον πολιτισμό σημαίνει ενδυναμώνω τη δημοκρατία και την ελευθερία, ελπίζω σε έναν μελλοντικό κόσμο καμωμένο από ανθρώπινα όντα ικανά να ανθίστανται στη διαφθορά και ελεύθερα από τα δεσμά του εγωισμού»
Πηγή: Αναστάσιος Βιστωνίτης ΤΟ ΒΗΜΑ

ΓΚΙΝΤΕΡ ΓΚΡΑΣ ΕΝΑΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΣ ΦΙΛΕΛΛΗΝΑΣ. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Γκίντερ Γκρας: Ο άνθρωπος που άλλαξε την πορεία της γερμανικής λογοτεχνίας

Αδηφάγος, ανήσυχος, προκλητικός. Εβλεπε τη Γερμανία ως χώρα που θα έπρεπε να περάσει από ένα μακροχρόνιο στάδιο ηθικής διαπαιδαγώγησης προκειμένου να ενηλικιωθεί
Ο γερμανός συγγραφέας Γκίντερ Γκρας: με τον θάνατό του δεν έφυγε από τη ζωή μόνο ένας συγγραφέας πρώτης γραμμής αλλά και ένας από τους τελευταίους σημαντικούς φιλέλληνες



 
Το 1959 ο Τζορτζ Στάινερ δημοσίευσε ένα από τα γνωστότερα δοκίμιά του: το Κούφιο θαύμα, που το περιέλαβε αργότερα στο βιβλίο του Language and Silence (Γλώσσα και σιωπή). Ο 30χρονος Στάινερ ισχυριζόταν εκεί ότι η χιτλερική εποχή είχε επιφέρει σχεδόν ανεπανόρθωτη καταστροφή στη γερμανική γλώσσα, η οποία δεν ήταν πλέον η γλώσσα του Γκαίτε, του Χέλντερλιν και του Τόμας Μαν. Η ναζιστική θεομηνία, σύμφωνα με το σκεπτικό του, είχε καταστρέψει την κουλτούρα της χώρας - κατά συνέπεια, το μεταπολεμικό γερμανικό «οικονομικό θαύμα» ήταν «κούφιο». Επρόκειτο για ένα λαμπρό, παθιασμένο αλλά και ακραίο εν πολλοίς κείμενο το οποίο προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις.
Ο Στάινερ δεν φανταζόταν ότι την ίδια εκείνη χρονιά θα κυκλοφορούσε ένα μυθιστόρημα που θα άλλαζε την πορεία της γερμανικής πεζογραφίας. Τίτλος του Το τενεκεδένιο ταμπούρλο και συγγραφέας του ο άγνωστος ως τότε Γκίντερ Γκρας, δύο χρόνια μεγαλύτερος από τον Στάινερ. Ο τελευταίος έγραψε αργότερα έναν ύμνο για το μυθιστόρημα, από τα σημαντικότερα της μεταπολεμικής λογοτεχνίας, το οποίο ο Γκρας δεν κατάφερε να ξεπεράσει. Αλλωστε και το βραβείο Νομπέλ του απονεμήθηκε το 1999 για αυτό κυρίως το έργο, σαράντα χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή του.
Αλλά οι ειδοποιημένοι νεότεροι συγγραφείς που αποτελούσαν το Gruppe 47 (στο οποίο ανήκε και ο Γκρας) και θα άλλαζαν την πορεία της γερμανικής λογοτεχνίας το είχαν διαισθανθεί από την προηγούμενη χρονιά. Τότε στο πανδοχείο «Schwarzer Adler» των γερμανικών Αλπεων, την Ημέρα των Αγίων Πάντων, είχαν συγκεντρωθεί τα μέλη του Gruppe 47. Σύμφωνα με το Spiegel της περασμένης Κυριακής, ο πρόεδρος του Gruppe Χανς Βέρνερ Ρίχτερ χτυπώντας μια κουδούνα κάλεσε τα μέλη του να συγκεντρωθούν. Ενας νέος συνάδελφός τους θα τους διάβαζε δύο κεφάλαια από το μυθιστόρημα που είχε πρόσφατα ολοκληρώσει. Επρόκειτο για το Τενεκεδένιο ταμπούρλο που ο Γκρας είχε γράψει σε ένα υπόγειο στο Παρίσι - και σε συνθήκες μεγάλης ένδειας.
Από τα πρώτα λεπτά οι παριστάμενοι συνειδητοποίησαν ότι επρόκειτο για ένα νέο, εντελώς διαφορετικό από ό,τι είχαν ως τότε συνηθίσει και πρωτότυπο έργο. «Η ανάγνωση άλλαξε τα πάντα» γράφει το Spiegel.
Στην αίθουσα βρισκόταν και ο Ζίγκφριντ Ούνσελντ που θα ανελάμβανε αργότερα τη διεύθυνση ενός σπουδαίου γερμανικού οίκου, του Suhrkamp. Εκείνος πρότεινε στον Ρίχτερ να δοθεί το βραβείο του Gruppe στον Γκρας. Χρόνια αργότερα και αφού του απονεμήθηκε το βραβείο Νομπέλ, ο Γκρας δήλωσε ότι εκείνο το βραβείο του Gruppe σήμαινε για τον ίδιο πολύ περισσότερα από το βραβείο της Σουηδικής Ακαδημίας, γιατί τότε «πέθαινε της πείνας».
Δεν «μασούσε» τα λόγια του
Στο εξής η φήμη του θα εκτοξευόταν στα ύψη, όχι μόνο στη Γερμανία αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη και στις ΗΠΑ, και θα συνοδευόταν από την έντονη παρουσία του και τις παρεμβάσεις του στα δημόσια πράγματα, μολονότι ο Γκρας δεν υπήρξε διανοούμενος με την έννοια που ήταν, για παράδειγμα, ένα άλλο μέλος του Gruppe 47, ο Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ. Οι πολιτικές απόψεις του όμως εθεωρούντο αιρετικές και προκαλούσαν πάντοτε έριδες. Ο Γκρας δεν μασούσε τα λόγια του και παρενέβαινε στο πολιτικό γίγνεσθαι σε κάθε «πρόσφορη» ευκαιρία. Παρείχε κριτική υποστήριξη στο γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα αλλά ποτέ δεν υπήρξε μέλος του, παρά τη μακρόχρονη φιλία του με τον Βίλι Μπραντ, τους λόγους του οποίου έγραφε επί μία δεκαπενταετία.
Δεν είναι λίγοι όσοι ισχυρίζονται ότι ο Γκρας επεδίωκε να προκαλεί. Αναρωτιέσαι όμως αν αυτό οφειλόταν μόνο στον χαρακτήρα του ή και στις περιστάσεις. Οταν εξεδόθη το Τενεκεδένιο ταμπούρλο, το πολιτικό και θρησκευτικό κατεστημένο της εποχής στράφηκε εναντίον του κατηγορώντας τον για ανηθικότητα, ενώ πολλοί το χαρακτήρισαν πορνογραφικό. Κάποιοι μάλιστα έφτασαν στο σημείο να προτείνουν να περιληφθεί στον Index librorum prohibitorum (Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων) του Βατικανού.
Αντιδράσεις υπήρξαν και στην «άλλη όχθη». Στην Ανατολική Γερμανία το βιβλίο απερρίφθη ως μικροαστικό και παρακμιακό και παρέμεινε ανέκδοτο ως τα μέσα της δεκαετίας του 1980.
Τίποτε από αυτά δεν στάθηκε ικανό να εμποδίσει την εκπληκτική επιτυχία του μυθιστορήματος. Στη Δυτική Γερμανία, σε λιγότερο από τρεις μήνες, θα ξεπερνούσε σε πωλήσεις τα 300.000 αντίτυπα. Τεράστια ήταν η επιτυχία του και στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπως και στις ΗΠΑ, όπου η πρώτη έκδοσή του ήταν 100.000 αντίτυπα, ασύλληπτο νούμερο για ξένο συγγραφέα, αν μάλιστα σκεφθεί κανείς ότι το Δόκτωρ Ζιβάγκο του Παστερνάκ είχε πουλήσει 5.000 αντίτυπα και θεωρήθηκε μάλιστα και επιτυχία για βιβλίο ξένου συγγραφέα.
Τα επόμενα δύο μυθιστορήματά του, το Γάτα και ποντίκι και Σκυλίσια χρόνια, μαζί με το Ταμπούρλο συνιστούν τη λεγόμενη τριλογία του Ντάντσιχ. Είναι κι αυτά σημαντικά, όχι όμως εφάμιλλα του Ταμπούρλου. Τα υπόλοιπα βιβλία του είναι ακόμη πιο κάτω. Ο Μαρσέλ Ράιχ Ρανίτσκι θεωρούσε ότι μόνο το Ταμπούρλο είναι σπουδαίο και δεν παρέλειψε να πει ότι ο Γκρας έχει υπερτιμηθεί. Αλλά βέβαια και ένα μόνο σπουδαίο μυθιστόρημα αρκεί για να κατακτήσει ο συγγραφέας του την υστεροφημία. Κι ίσως ο μεγαλύτερος έπαινος που έχει αποδοθεί στον Γκρας να είναι του Τζορτζ Στάινερ που είπε ότι ο Γκρας συνεχίζει εκεί που σταμάτησε ο Αλφρεντ Ντέμπλιν με το εμβληματικό για την ευρωπαϊκή πεζογραφία μυθιστόρημά του Βερολίνο Αλεξάντερπλατς.
Ενας προκλητικός Ραμπελέ
Ο Γκρας ποτέ δεν ξεπέρασε τη μεγαλειώδη αλληγορία του Τενεκεδένιου ταμπούρλου, που εύλογα θα το κατέτασσε κανείς δίπλα στα έργα του Στερν, του Τζόναθαν Σουίφτ και του Ραμπελέ. Ενας Ραμπελέ ήταν κατά κάποιον τρόπο και ο ίδιος. Αδηφάγος, ανήσυχος, προκλητικός. Εβλεπε τη Γερμανία ως χώρα που θα έπρεπε να περάσει από ένα μακροχρόνιο στάδιο ηθικής διαπαιδαγώγησης προκειμένου να ενηλικιωθεί.
Οι συμπατριώτες του, ιδιαίτερα οι συντηρητικοί αλλά κυρίως όσοι προέρχονταν ή ζούσαν στην πρώην Ανατολική Γερμανία, δεν του το συγχώρησαν ποτέ. Θύελλα αντιδράσεων προκάλεσε όταν δήλωσε πως ήταν εναντίον της επανένωσης της Γερμανίας και ότι προτού γίνει αυτό θα έπρεπε να μεσολαβήσει μια περίοδος επτά ετών κατά την οποία οι δύο Γερμανίες θα λειτουργούσαν ως Ομοσπονδία. Και μερικά χρόνια αργότερα, όταν εξέδωσε την αυτοβιογραφία του Ξεφλουδίζοντας το κρεμμύδι, βρήκαν την ευκαιρία να του επιτεθούν με δριμύτητα εκμεταλλευόμενοι το ότι εκεί ομολογεί πως για τρεις μήνες υπηρέτησε στα διαβόητα Βάφεν Ες Ες. Μα τότε ήταν λιγότερο από 17 ετών, αντέτειναν οι υπερασπιστές του. Ναι, είπαν οι αντίπαλοι, το θέμα δεν ήταν ότι υπηρέτησε στα Βάφεν Ες Ες αλλά ότι το απέκρυψε όλα τα χρόνια που παρίστανε τον κήρυκα της ηθικής.
Η διαμάχη είχε ως αποτέλεσμα να αγνοηθεί η λογοτεχνική αξία της αυτοβιογραφίας του, όπως και η σημασία της ως ντοκουμέντου που φώτιζε πλήθος πτυχές της ζωής και του έργου του. Πρόκειται για βιβλίο συγκινημένο και συγκινητικό, το οποίο σου δίνει την εντύπωση ότι είναι ένα είδος εξομολόγησης του συγγραφέα που την απευθύνει πρωτίστως στον εαυτό του. Ο τόνος είναι απολογητικός και το βιβλίο αποκαλύπτει πώς από το μηδέν, από μια δύσκολη ζωή, προέκυψε ένας συγγραφέας που θα γνώριζε την παγκόσμια φήμη αλλά και μέσα από ποιες δυσκολίες, τι πείσμα και προσπάθεια δημιούργησε το έργο του.
Η αυτοβιογραφία του Γκρας αποκαλύπτει και κάτι ακόμη: ότι ως το τέλος της ζωής του δεν κατάφερε να ξεπεράσει το Τενεκεδένιο ταμπούρλο. Αλλά και τα υπόλοιπα βιβλία του, τα καλά και τα μέτρια, μοιάζει σαν να έχουν γραφτεί στη σκιά του αριστουργήματός του.
Από λογοτεχνικής πλευράς, αν συνέκρινε κανείς τους δύο κορυφαίους γερμανούς πεζογράφους του Μεταπολέμου, τον Χάινριχ Μπελ και τον Γκρας, θα έλεγε πως ο πρώτος είναι με το σύνολο του έργου του σημαντικότερος. Ο Γκρας όμως άλλαξε τον ρουν της γερμανικής πεζογραφίας. Το λένε οι Γερμανοί - και καλό είναι να τους ακούμε.
Ο προκλητικός Γκρας που έγραφε τα μυθιστορήματά του όπως ανέπνεε, που ζωγράφιζε, έκανε γλυπτά και έγραφε έστω και μέτρια ποιήματα αγαπούσε την Ελλάδα. Το υμνητικό ποίημα το οποίο έγραψε το 2012 μεσούσης της οικονομικής κρίσης με τίτλο Ντροπή της Ευρώπης προκειμένου να υπερασπιστεί την Ελλάδα και να στηλιτεύσει την ευρωπαϊκή πολιτική έναντι της χώρας μας δεν είναι κανένα ποιητικό αριστούργημα αλλά προερχόμενο από δημιουργό της δικής του ακτινοβολίας έχει μεγάλη συμβολική σημασία. Με τον θάνατό του δεν έφυγε από τη ζωή μόνο ένας συγγραφέας πρώτης γραμμής αλλά και ένας από τους τελευταίους σημαντικούς φιλέλληνες.
Το «ταμπούρλο» και οι γερμανικές τύψεις
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη επιτυχία για οποιονδήποτε συγγραφέα από το να δημιουργήσει έναν διαχρονικό ήρωα. Αν όμως 65 χρόνια μετά την έκδοσή του το Τενεκεδένιο ταμπούρλο μοιάζει ανέγγιχτο από τον χρόνο, είναι όχι μόνο γιατί κληροδότησε στην παγκόσμια λογοτεχνία έναν τέτοιο ήρωα αλλά και επειδή ο ήρωας αυτός εκφράζει τις τύψεις και τις ενοχές ενός ολόκληρου λαού. Κανένα άλλο μυθιστόρημα δεν εξέφρασε με την ίδια δύναμη το γερμανικό αίσθημα ενοχής για τα δεινά του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Και μάλιστα ως ρεαλιστική αλληγορία.
Ο νάνος Οσκαρ Ματσεράτ που πρωταγωνιστεί αντιπροσωπεύει τον μέσο Γερμανό. Δεν μιλάει αλλά βγάζει κάτι παράξενες τσιρίδες εξαιτίας των οποίων σπάνε τα τζάμια των κτιρίων γύρω του. Λατρεύει το τύμπανό του που το χτυπά συνεχώς. Βρισκόμαστε στον Μεσοπόλεμο, αλλά καθώς τα χρόνια περνούν ο Οσκαρ, που «αρνείται» να ψηλώσει, εξακολουθεί να χτυπά το τύμπανό του και αργότερα, στη διάρκεια του πολέμου και κατόπιν, ώσπου στο τέλος καταδικάζεται για φόνο και τον κλείνουν στο ψυχιατρείο.
Τι είναι το τύμπανο του Οσκαρ; Του πολέμου ή των τύψεων; Ενδεχομένως και τα δύο. Και τι είναι ο Οσκαρ; Πρόκειται για έναν διαβολικό Πίτερ Παν σε μια σκοτεινή αλληγορία του παραμυθιού όπου τώρα ο κάπτεν Χουκ και οι πειρατές έχουν αντικατασταθεί από τους ναζιστές.  Το Τενεκεδένιο ταμπούρλο επιπλέον λειτουργεί και ως υπερμέγεθες, γκροτέσκο και καυστικό σχόλιο της μικροαστικής ηθικής μέσα από την οποία αναδύθηκε το χιτλερικό άγος. Και ως μακάβρια και πικρή ανάγνωση του παρόντος που δεν αφορά μόνο τη Γερμανία αλλά ολόκληρη την Ευρώπη. Εχει κανείς την εντύπωση ότι πολλοί συμπατριώτες του Γκρας, ιδίως μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών, δεν μπορούν να καταπιούν την πικρή αλήθεια που προκύπτει από το μυθιστόρημα: ότι δεν είναι τα θύματα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου αλλά οι απόγονοι των θυτών. Και ότι το ξεπέρασμα των συνεπειών της χιτλερικής εποχής δεν είναι η λήθη αλλά η αυτογνωσία και η μνήμη.
Πηγή: Αναστάσιος Βιστωνίτης ΤΟ ΒΗΜΑ

ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Χ. ΤΖ. ΓΟΥΕΛΣ. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Από την ουτοπία στην Ιστορία

Μια γοητευτική εξιστόρηση που αρχίζει με την καταγωγή της Γης και φθάνει ως το 1922 από τον συγγραφέα της «Μηχανής του χρόνου» Χ. Τζ. Γουέλς
Ο Χ. Τζ. Γουέλς




 
H. G. Wells
Σύντομη ιστορία του κόσμου
Σχολιασμένη έκδοση από τον Μάικλ Σέρμπορν.
Εισαγωγή του Νόρμαν Στόουν.
Μετάφραση Γιώργος Μαραγκός.
Εκδόσεις Κέδρος

Ο Χέρμπερτ Τζορτζ Γουέλς (1866-1946) υπήρξε εξαιρετικά πληθωρικός και ως συγγραφέας και ως προσωπικότητα της πνευματικής και κοινωνικής ζωής της Αγγλίας. Ηταν επίσης θαυμάσιος συγγραφέας - και πρωτοπόρος στην εποχή του. Συγγραφέας της ουτοπίας αλλά και πρόδρομος της επιστημονικής φαντασίας, εξέδωσε 150 μπροσούρες και βιβλία, κάποια από τα οποία, όπως Η μηχανή του χρόνου, Το νησί του δρος Μορώ ή Ο αόρατος άνθρωπος, παραμένουν αξεπέραστα. Αλλά εκτός από τα μυθοπλαστικά του έργα έγραψε και πλήθος άλλα, πολιτικού και επιστημονικού περιεχομένου. Το κυριότερο από αυτά, η Σύντομη ιστορία του κόσμου, μεταφρασμένο υποδειγματικά από τον Γιώργο Μαραγκό, κυκλοφορεί τώρα και στη γλώσσα μας 93 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση στη Μεγάλη Βρετανία.
Αναρωτιέται κανείς: Είναι δυνατόν μέσα σε λιγότερες από 500 σελίδες να γραφτεί η ιστορία - έστω και σύντομη - του κόσμου από την καταγωγή της Γης ως το 1922 που τελειώνει το βιβλίο του Γουέλς; Κι όμως ο συγγραφέας αυτός αποδεικνύει πως είναι. Γιατί εκείνο που εισπράττουμε  ολοκληρώνοντας την ανάγνωσή του είναι πως ο Γουέλς δεν στόχευε στο να «καταγράψει» την ιστορία του κόσμου αλλά να μας πει ποιος είναι - και άρα ποιος πρέπει να είναι ή να γίνει - ο κόσμος, η ανθρωπότητα, δηλαδή, που καθώς παρατηρεί βρίσκεται τώρα στην εφηβεία της. Και πως όσα είχε ως τότε κατορθώσει ο άνθρωπος δεν ήταν παρά «το προοίμιο των όσων έχει να κάνει ακόμα».
Σε μια εποχή ακραίας εξειδίκευσης ο αναγνώστης απορεί και θαυμάζει που ένας συγγραφέας μπορεί να έχει τόσες γνώσεις, όχι μόνον ιστορίας αλλά και εθνολογίας και φυσικών επιστημών, με άλλα λόγια γνώσης της Ιστορίας σε ένα τέτοιο πεδίο. Να είναι ενημερωμένος για την αρχαία Ελλάδα, για τη Ρώμη, την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τον πολιτισμό και την ιστορία της Κίνας, των Αράβων, των ΗΠΑ, της Βιομηχανικής Επανάστασης, της αποικιοκρατίας ή της ανάπτυξης των ιδεών στην Ευρώπη. Ηταν άραγε ένας homo universallis; Kατά μία έννοια, ναι. Ηταν όμως πρωτίστως συγγραφέας που διέθετε δύο αρετές οι οποίες συνδυασμένες αρμονικά δίνουν το μέτρο της επιτυχίας του: έγραφε για να πει την άποψή του και να εκφραστεί, δηλαδή λειτουργούσε με λογοτεχνικά κριτήρια είτε ως μυθιστοριογράφος είτε ως δοκιμιογράφος, αλλά και για να διαβαστεί. Αυτό ήταν το δίδαγμά του από τη μακρά και εξαιρετικά επιτυχημένη θητεία του στη δημοσιογραφία και τον πολιτικό λόγο, αφού υπήρξε ειρηνιστής, πρώιμος σοσιαλιστής και για ένα διάστημα φαβιανός.
Επιπλέον, στην εποχή του συνέβη μια μεγάλη επανάσταση που επηρέασε τα ευρωπαϊκά γράμματα σε μεγαλύτερο βάθος από όσο πιστεύουμε. Επρόκειτο για τη δαρβινική θεωρία. Γι' αυτό και η θητεία του Γουέλς στο έργο του Τόμας Χένρι Χάξλεϊ (παππού του Αλντους Χάξλεϊ) ο οποίος απεκλήθη «το μπουλντόγκ του Δαρβίνου» είναι εμφανέστατη.
Το γενικότερο συμπέρασμα που προκύπτει από τη Σύντομη ιστορία είναι πως με τη βοήθεια της επιστήμης ο κόσμος μπορεί να γίνει καλύτερος. Δεν είναι μια τυφλή πίστη στην πρόοδο. Είναι περισσότερο μια προσδοκία. Πέραν αυτού, το βιβλίο είναι κι ένα θαυμάσιο ανάγνωσμα.
Πηγή: Αναστάσιος Βιστωνίτης ΤΟ ΒΗΜΑ                                                            

Tολστόι ή Ντοστογιέφσκι; Ένα βιβλίο του Τζώρτζ Στάϊνερ. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Τζωρτζ Στάϊνερ
Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι.
Δοκίμιο Παλαιάς Κριτικής
Μετάφραση Κώστας Σπαθαράκης.

Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο που εξέδωσε ο Τζορτζ Στάινερ. Τον καθιέρωσε σχεδόν αμέσως ως έναν από τους σημαντικότερους δοκιμιογράφους και δεν είναι ανεξήγητο που ακόμη και σήμερα αποτελεί έργο αναφοράς. Eξεδόθη το 1959, όταν η Νέα Κριτική κυριαρχούσε όχι μόνο στο εσωτερικό της αγγλόφωνης πανεπιστημιακής κοινότητας αλλά και στις κριτικές αναλύσεις στα περιοδικά της εποχής. Ο Στάινερ, παρότι αναγνωρίζει τις οφειλές του στη Νέα Κριτική που επανέφερε το ζήτημα της σοβαρής ανάγνωσης και ανάλυσης των λογοτεχνικών έργων, δεν ασπάζεται το δόγμα των εκπροσώπων της ότι το έργο είναι αυτόνομη ενότητα ανεξάρτητη από τον δημιουργό της. Χαρακτηρίζει την κριτική του «παλαιά» (οι κοινωνιολόγοι θα τη χαρακτήριζαν «ολιστική») επειδή συνδέει τον δημιουργό με το έργο, την εποχή, το παρελθόν και το παρόν. Και επιλέγει τους δύο κορυφαίους του ρωσικού ρεαλισμού, τον Τολστόι και τον Ντοστογέφσκι, ως τα αντιπροσωπευτικότερα παραδείγματα.


Η ανάλυση του Στάινερ είναι συγκριτική, η μέθοδός του διαλεκτική (χεγκελιανή), η αφήγησή του πολυπρισματική και αναφέρεται σε ένα τεράστιο φάσμα συγγραφέων και έργων προϋποθέτοντας ότι ο αναγνώστης τα γνωρίζει. Η περιοχή του εδώ είναι το μυθιστόρημα, δεν παραλείπει όμως όποτε του είναι χρήσιμο να αναφέρεται και σε ποιητές. Στο κέντρο της τοποθετεί τον Τολστόι και τον Ντοστογέφσκι, συγγραφείς με τους οποίους οι Νέοι Κριτικοί ουδέποτε ασχολήθηκαν. Αντιπαραθέτοντάς τους και αναλύοντας τα μείζονα έργα τους εξηγεί γιατί μέσω των επιτευγμάτων τους αποδεικνύεται η ενότητα του δυτικού πολιτισμού: ο Τολστόι είναι ο επικός, ο κληρονόμος της ομηρικής παράδοσης, ενώ ο Ντοστογέφσκι ο δραματικός, ο διάδοχος των ελλήνων τραγικών και του Σαίξπηρ.
Προτιμά ελαφρώς τον Ντοστογέφσκι
Ο αναγνώστης δεν καλείται να επιλέξει ανάμεσα στον Τολστόι και στον Ντοστογέφσκι - μολονότι ο Στάινερ φαίνεται να προτιμά ελαφρώς τον δεύτερο. Αν όμως το πράξει, κατά την ευφυέστατη ανάλυσή του, στρατεύεται υπαρξιακά στη φαντασία. Θα κινηθεί ανάμεσα στο μυστήριο που αντιπροσωπεύει το μέλλον (Τολστόι) και στο μυστήριο του Θεού (Ντοστογέφσκι). Ο Τολστόι πίστευε ότι μόνο η κοινωνία των ανθρώπων μπορεί να μας δείξει το μονοπάτι της ζωής και πως ο Θεός υπάρχει μέσα μας. Αυτό εκφράζεται κατ' εξοχήν στο μεγάλο του έπος, το Πόλεμος και ειρήνη, αλλά και σε πλήθος άλλα κείμενά του. Για τον Ντοστογέφσκι μόνο η πίστη μπορεί να σώσει τον άνθρωπο. Αντιπαραθέστε στις απόψεις του Τολστόι τις φοβερές σελίδες της συνάντησης του Χριστού με τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή στους Αδελφούς Καραμαζόφ και θα καταλάβετε τη διαφορά.
Λέων Τολστόι, ο επικός, ο κληρονόμος της ομηρικής παράδοσης
Ο Στάινερ βεβαίως αναφέρεται και σε άλλες διαφορές. Μία από τις κυριότερες: ο Τολστόι είναι συγγραφέας του φυσικού κόσμου, ενώ ο Ντοστογέφσκι κατ' εξοχήν της πόλης (γι' αυτό και τα μυθιστορήματα του τελευταίου διαθέτουν απαράμιλλη θεατρικότητα και διασκευές τους έχουν ανεβεί σε πολλές θεατρικές σκηνές παγκοσμίως). Ο Τολστόι είναι η φύση, η γη, ο απέραντος κόσμος της δημιουργίας. Ο Ντοστογέφσκι είναι το δράμα (κάποτε και το μελόδραμα) και ο χώρος του δράματος, δηλαδή η πόλη. Και επειδή για τον Τολστόι καθήκον μας, με την έννοια του ηθικού αιτήματος,  είναι να δημιουργήσουμε ένα επί γης βασίλειο του Θεού, χριστιανισμός και  παγανισμός συγκλίνουν στο έργο του και διαμορφώνουν την ουτοπία του. Οι διαφορές ανάμεσα στην πόλη και στην ύπαιθρο για τον Τολστόι δεν είναι μόνο ηθικής αλλά και αισθητικής και κοινωνικής τάξεως. Αν η κοινωνία είναι η μόνη που μπορεί να μας δείξει το μονοπάτι προς το μέλλον, αντιλαμβανόμαστε γιατί οι μπολσεβίκοι προτιμούσαν τον Τολστόι από τον Ντοστογέφσκι (που τον προτιμούν επίσης οι αναρχικοί) ή γιατί τον θαύμαζε ο Γκάντι.
Ο Στάινερ παρατηρεί ότι «ο Θεός του Τολστόι εμπλέκεται σε έναν συναρπαστικό ανταγωνισμό με τον Θεό του Ντοστογέφσκι». Τον τελευταίο τον απορρίπτει όχι μόνο ο Ναμπόκοφ αλλά και πολλοί ορθολογιστές τόσο για τον πανσλαβισμό του όσο και για τον κατά τον Μπέρτραντ Ράσελ νευρωτικό χριστιανισμό του.
Υπεράσπιση του δυτικού πολιτισμού
Ο Τολστόι και ο Ντοστoγέφσκι δεν συναντήθηκαν ποτέ (όπως ουδέποτε συναντήθηκε ο Σολωμός με τον Κάλβο όταν ζούσαν και οι δύο στη Ζάκυνθο). Είχε κανονιστεί μια συνάντησή τους, αλλά ο Τολστόι έκανε πίσω την τελευταία στιγμή.
Ο Στάινερ εκφράζει τον θαυμασμό του και για τους δύο από την αρχή ακόμη του βιβλίου του και συγκρίνοντάς τους με τους ρεαλιστές άλλων χωρών τους θεωρεί ανώτερους. Ετσι, για τον ίδιον η Αννα Καρένινα του Τολστόι είναι ανώτερη από τη Μαντάμ Μποβαρύ του Φλoμπέρ και ο γίγαντας του γαλλικού ρεαλισμού Μπαλζάκ κατώτερος από τους δύο Ρώσους.
Το εύρος των παραθεμάτων και των παραδειγμάτων που χρησιμοποιεί τούτος ο Γαργαντούας της γραφής είναι τεράστιο και εμφανώς οφείλεται στο ότι ήθελε να καταπλήξει. Ο αναγνώστης μπορεί αρκετά από τα βιβλία στα οποία παραπέμπει να μην τα έχει διαβάσει, αλλά δεν δυσκολεύεται να παρακολουθήσει τους συλλογισμούς και τη ροή του σταϊνερικού λόγου, γιατί αυτός ο μείζων δοκιμιογράφος, που δοκίμασε τις δυνάμεις του και στη μυθοπλασία χωρίς επιτυχία, διαθέτει ένα σπάνιο για δοκιμιογράφο προσόν: ασύγκριτη αφηγηματική χάρη που συνοδεύει ένα ανήσυχο και σπινθηροβόλο πνεύμα. Θα έλεγα ότι, πέραν του θέματος που πραγματεύεται, το βιβλίο του συνιστά και μια υπεράσπιση του δυτικού πολιτισμού, των μεγάλων αφηγήσεων και της λογοτεχνίας στο σύνολό της. Αυτή είναι άλλωστε η κινητήρια δύναμη και του έργου που κατέθεσε αργότερα.
Σχεδόν όλα τα σημαντικά  βιβλία του Τζορτζ Στάινερ έχουν μεταφερθεί στη γλώσσα μας. Το Τολστόι ή Ντοστογέφσκι (ή και οι δύο, θα λέγαμε), μεταφρασμένο θαυμάσια από τον Κώστα Σπαθαράκη, έρχεται τώρα να προστεθεί στον «κατάλογο».
Ο Στάινερ στο εγκώμιό του για τον Λούκατς, που περιλαβάνεται στη συλλογή δοκιμίων του Language and Silence, αναφερόμενος στη «μούσα της κριτικής», την αποκαλεί «μικρή». Δεν είναι διόλου βέβαιος κανείς γι' αυτό, ιδίως όταν διαβάζει δοκιμιογράφους του δικού του διαμετρήματος.
Πηγή: Αναστάσιος Βιστωνίτης ΤΟ ΒΗΜΑ

ΕΜΙΛ ΖΟΛΑ Το 1898 ο Εμίλ Ζολά ήταν ο πιο διάσημος ευρωπαίος συγγραφέας. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.


Το 1898 ο Εμίλ Ζολά ήταν ο πιο διάσημος ευρωπαίος συγγραφέας. Στις 13 Ιανουαρίου εκείνης της χρονιάς δημοσιεύθηκε πρωτοσέλιδο στην εφημερίδα «L'Aurore» το ιστορικό του άρθρο με τίτλο «J'Accuse» («Κατηγορώ»). Παραμένει και σήμερα η πιο διάσημη πρώτη σελίδα στην ιστορία της δημοσιογραφίας.
Τα περιστατικά είναι λίγο-πολύ γνωστά: ο εβραϊκής καταγωγής λοχαγός του γαλλικού στρατού Αλφρεντ Ντρέιφους κατηγορήθηκε για κατασκοπεία, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά και εστάλη να εκτίσει την ποινή του στο φοβερό Νησί του Διαβόλου. Η δίωξη και η καταδίκη του υπήρξαν προϊόν συνωμοσίας που εξυφάνθηκε στα ανώτερα κλιμάκια του στρατού. Τους συνωμότες κατηγορεί ευθέως στο άρθρο του κατονομάζοντάς τους ο Ζολά, ο οποίος προκειμένου να αποφύγει τις διώξεις αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί για έναν χρόνο.

Μαζί του όμως συντάχθηκαν κάποιοι από τους λαμπρότερους γάλλους συγγραφείς της εποχής (ανάμεσά τους ο Ανατόλ Φρανς και ο Μαρσέλ Προυστ). Απέναντί τους είχαν βεβαίως τη γαλλική Ακροδεξιά, στην οποία ανήκαν και κάποιοι διόλου ευκαταφρόνητοι διανοούμενοι, όπως ο Μορίς Μπαρές και ο Σαρλ Μοράς.
Υστερα από διαδοχικές δίκες ο Ντρέιφους απαλλάχθηκε. Εκτοτε οι διανοούμενοι στη Γαλλία θα αποκτούσαν τεράστιο κύρος και θα το διατηρούσαν ως τις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν η παρεμβατική τους δύναμη θα εξασθενούσε σε τέτοιον βαθμό ώστε στον γαλλικό Τύπο να δημοσιεύονται άρθρα με τίτλους όπως «Τι απέγιναν οι διανοούμενοι;» ή «Τέλος των διανοουμένων;».
Το «Κατηγορώ» του Ζολά παραμένει και σήμερα ένα κείμενο που συνδυάζει υποδειγματικά την πολιτική άποψη και το ερευνητικό - και άρα αποκαλυπτικό - ρεπορτάζ. Εκτός Γαλλίας είναι σχεδόν το μόνο γνωστό δημοσιογραφικό του κείμενο. Ωστόσο δεν ήταν ένα περιστασιακό άρθρο. Ο Ζολά δημοσιογραφούσε από την αρχή ως το τέλος της συγγραφικής του καριέρας. Στα πρώτα χρόνια μάλιστα, προτού γνωρίσει τη διασημότητα ως μυθιστοριογράφος, ζούσε από τα δημοσιογραφικά του κείμενα όχι μόνο σε γαλλικά αλλά και σε ρωσικά έντυπα.
Στον Τύπο της εποχής δημοσίευσε πλήθος λογοτεχνικά κείμενα και τεχνοκριτικές που την εποχή εκείνη κατά την οποία αναπτυσσόταν το κίνημα των εμπρεσιονιστών έπαιξαν πολύ μεγάλο ρόλο - και ας μη συγκρίνονται σήμερα με τα θαυμάσια τεχνοκριτικά κείμενα του Μποντλέρ. Και όσο για το κοινωνικό περιεχόμενο των μυθιστορημάτων του, δεν αρκεί από μόνη της η θεωρία του Δαρβίνου. Πρέπει να λαμβάνει κανείς υπόψη και τα πολιτικά του άρθρα, όπου εκφράζει την αντιπάθειά του για τον αυτοκράτορα της Γαλλίας Ναπολέοντα Γ'.
Ο Ζολά δεν ήταν εστέτ όπως ο Μποντλέρ ή είρων όπως ο Σταντάλ. Πίστευε πως ο συγγραφέας δεν λογοδοτεί μόνο στον εαυτό του αλλά και στους αναγνώστες του. Είχε δηλαδή αντιληφθεί τη σημασία της δημοσιότητας και την αξία της τεκμηριωμένης διαφωνίας ως προϋποθέσεις όχι μόνο της επιτυχίας αλλά και της συγγραφικής ωρίμασης. Και αυτό το έμαθε εργαζόμενος από το 1862 ως το 1866 στον εκδοτικό οίκο Hatchet, κυρίως όμως δημοσιεύοντας, από τότε, κείμενά του στον Τύπο.
Με το Κατηγορώ ο Ζολά επαναλάμβανε εκείνο που είχε επιτύχει ο Βολταίρος, όταν κατάφερε να αποκαταστήσει τη μνήμη του Ζαν Καλάς, του «δολοφονημένου μάρτυρα», όπως τον είχε αποκαλέσει, που δικάστηκε και καταδικάστηκε αδίκως για τη δολοφονία του γιου του και πέθανε μαρτυρικά στον τροχό στις 10 Μαρτίου 1762. Τα αίτια βεβαίως ήταν διαφορετικά. Ο Καλάς υπήρξε θύμα του θρησκευτικού φανατισμού της εποχής. Ηταν προτεστάντης. (Σημειώνω πως το επώνυμο Κάλας το οποίο επέλεξε ο δικός μας Νικόλαος Καλαμάρης δεν αποτελεί συντομογραφία του πραγματικού του επωνύμου, όπως έγραψε ο Αλέξανδρος Αργυρίου, αλλά ο ποιητής και κριτικός το επέλεξε εις ανάμνησιν του Ζαν Καλάς.)
Οπως ο Ζαν Καλάς κατέληξε στον τροχό επειδή ήταν προτεστάντης, έτσι και ο Ντρέιφους καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά λόγω της εβραϊκής του καταγωγής. Ο αντισημιτισμός εκείνη την εποχή ήταν ευρύτατα διαδεδομένος σε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού της Ευρώπης και ενδημικός στα ανώτερα κλιμάκια της γαλλικής πολιτικής εξουσίας, του στρατού και της Καθολικής Εκκλησίας.
Οι συγγραφείς τότε είχαν αντιληφθεί τον ρόλο που αποκτούσε ο Τύπος στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, ρόλο τον οποίο ως τότε έπαιζε το θέατρο. Διά του Τύπου ο δημόσιος λόγος περνούσε από τη σκηνή του θεάτρου στον ανοιχτό χώρο των πόλεων, όπου οι αναγνώστες από θεατές γίνονταν μέτοχοι του κοινωνικού γίγνεσθαι. Η πόλη ήταν πλέον η δίχως όρια πλατεία.
Είναι μεγάλη συζήτηση το πόσα έμαθε ως συγγραφέας ο Ζολά γράφοντας για τον Τύπο. Οπως φυσικά και το πόσα από όσα αθροιστικά και εν συντομία κατέθεσε στα έντυπα της εποχής διαμορφώθηκαν ως εκτενείς αφηγήσεις στα μυθιστορήματά του. Τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν οι μελέτες που πιστοποιούν ότι η τριβή με την επικαιρότητα υπήρξε για τον ίδιο τεράστια μαθητεία. Απευθυνόμενος διά του Τύπου στο κοινό της εποχής ανακάλυπτε ταυτοχρόνως το ύφος και την προσωπικότητά του - για να μην αναφερθεί κανείς σε θέματα τεχνικής: στην περιεκτικότητα, στον αφηγηματικό ρυθμό, στο πώς δηλαδή να βάζει στη σωστή σειρά αυτό που προηγείται και εκείνο που έπεται.
Ο Ζολά μπήκε στη δημοσιογραφία για λόγους βιοποριστικούς αλλά ποτέ δεν την εγκατέλειψε, γιατί πίστευε πως δεν υπάρχει αληθινή τέχνη που να μην είναι δημόσια, δηλαδή παρεμβατική - και με την έννοια αυτή βαθύτατη πολιτική. Πίστευε ότι όπως τα όσα συμβαίνουν στην τέχνη αλλάζουν την κοινωνία, έτσι και τα όσα συμβαίνουν στην κοινωνία αλλάζουν την τέχνη. Πολλά χρόνια αργότερα η Οριάνα Φαλάτσι ακολουθώντας το παράδειγμά του δήλωνε πως μπήκε στη δημοσιογραφία για να γίνει συγγραφέας. Και δεν ήταν η μόνη ούτε και το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, αφού υπήρξε μεν ρεπόρτερ πρώτης γραμμής, όχι όμως και πρώτης γραμμής συγγραφέας. Αντιθέτως, ο Τζορτζ Οργουελ που προηγήθηκε ήταν μείζων συγγραφέας και ταυτοχρόνως κορυφαίος δημοσιογράφος αποδεικνύοντας με το έργο του πως μπορεί μεν να υπάρχουν κατηγορίες κειμένων αλλά ο χώρος της γραφής είναι ενιαίος. Για τον Οργουελ όμως την επόμενη Κυριακή.
Πηγή: Αναστάσιος Βιστωνίτης ΤΟ ΒΗΜΑ