Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

5.4.16

ΕΛ ΣΙΝΤ Ο Ροδρίγο (ή Ρούι) Ντίαθ δε Βιβάρ (Rodrigo Díaz de Vivar, 1048 – Βαλένθια, 10 Ιουλίου 1099), γνωστός και ως Ελ Σιντ Καμπεαδόρ, ήταν Καστιλλιανός ευγενής, στρατιωτικός και πολιτικός.

Ο Ροδρίγο (ή Ρούι) Ντίαθ δε Βιβάρ (Rodrigo Díaz de Vivar, 1048Βαλένθια, 10 Ιουλίου 1099), γνωστός και ως Ελ Σιντ Καμπεαδόρ, ήταν Καστιλλιανός ευγενής, στρατιωτικός και πολιτικός. 

Χρημάτισε αλφέρεθ (alférez), δηλαδή αρχιστράτηγος του καστιλλιανικού στρατού υπό τον Σάντσο Β' της Καστίλλης, ενώ εξορίστηκε από τον αδερφό και διάδοχο του τελευταίου Αλφόνσο ΣΤ'. Η εξορία αυτή έγινε έναυσμα για τη μυθιστορηματική ζωή και δράση που επέδειξε έκτοτε με αποκορύφωμα την κατάκτηση της πλούσιας πόλης της Βαλένθια. Οι συνεχείς στρατιωτικοί θρίαμβοι εναντίον χριστιανών και μουσουλμάνων, καθώς και η συνήθειά του να μην πολιτεύεται σύμφωνα με τα φεουδαρχικά ήθη της εποχής, τον κατέστησε αγαπητό στον ισπανικό λαό και πρότυπο για τους ιππότες της πατρίδας του. Μετά το θάνατό του τα κατορθώματά του, πραγματικά και φανταστικά, τραγουδήθηκαν όσο λίγων από τους τροβαδούρους, δημιουργώντας ένα θρύλο γύρω από το όνομά του. Θεωρείται εθνικός ήρωας της Ισπανίας.

Ο τίτλος Ελ Σιντ (στα ισπανικά προφέρεται Ελ Θιδ), με τον οποίο είναι παγκοσμίως γνωστός, προέρχεται από το ισπανικό άρθρο Ελ και την αραβική λέξη سيد «σίντι» ή «σαϊντ» (κύριος, άρχοντας). Ο τίτλος Καμπεαδόρ (Campeador) ανήκει στη δημώδη Λατινική και μπορεί να αποδοθεί ως «κύριος των πολεμικών τεχνών».
Η εποχή του Σιντ
Η Ιβηρική χερσόνησος του 11ου αι. ήταν διαιρεμένη σε χριστιανικά κρατίδια στο βορρά και μουσουλμανικά εμιράτα στον νότο. Τα χριστιανικά κράτη προέρχονταν από τις βησιγοτθικές εστίες αντίστασης κατά της αραβικής προέλασης τον 8ο αι. Οι συγκρούσεις μεταξύ τους ήταν τόσο συχνές όσο και οι πόλεμοι εναντίον των μουσουλμάνων. Κάποιες φορές ο ισχυρότερος χριστιανός ηγεμόνας ένωνε όλα αυτά τα κρατίδια, ή τα περισσότερα αυτών, σε ενιαία «αυτοκρατορία», η οποία διαλυόταν αμέσως μετά τον θάνατό του. Ένας τέτοιος ηγεμόνας ήταν ο Σάντσο Γ΄ ο Πρεσβύτερος (999-1035) κύριος των βασιλείων της Ναβάρρας, της Αραγωνίας και της κομητείας της Καστίλλης. Λίγο πριν πεθάνει μοίρασε το κράτος του στους γιους του. Ο δυναμικότερος εξ αυτών, Φερδινάνδος Α΄ της Λεόν (1035-1065) ο επονομαζόμενος Μέγας, γρήγορα επιβλήθηκε επί των αδερφών του, αλλά και επί των γειτονικών χριστιανικών και μουσουλμανικών ηγεμονιών και αυτοαναγορεύθηκε «Αυτοκράτορας». Με το θάνατό του επαναλήφθηκαν τα γεγονότα της γενιάς του με τους κληρονόμους του να αντιμάχονται για το σύνολο του ισπανικού χριστιανικού βορρά.
Στον μουσουλμανικό νότο (Ανδαλουσία, από το «Αλ-Ανταλούς») η κατάσταση δεν διέφερε πολύ. Το ισχυρό Χαλιφάτο της Κόρδοβας διαλύθηκε το 1031 και τη θέση του πήραν τα λεγόμενα «βασίλεια του Τάιφα» (τάιφα: «κόμμα», «φατρία»).[1] Πολεμώντας συνεχώς μεταξύ τους και εναντίον των χριστιανών, συνάπτοντας ευκαιριακές συμμαχίες τόσο με ομόθρησκους όσο και με αλλόθρησκους, υπέκυπταν από καιρού εις καιρόν στις ορδές των βορειοαφρικανών Βερβέρων (πρώτα στους Αλμοραβίδες κι από τον 12ο αι. στους Αλμοάδες) για να ανακτήσουν την ανεξαρτησία τους μόλις οι τελευταίοι αποσύρονταν ξανά στις αχανείς ερήμους της Σαχάρας.
Νεανικά χρόνια Καταγωγή και Ανέλιξη Ο Ροδρίγο Ντίαθ ντε Βιβάρ (Rodrigo Díaz de Vivar) γεννήθηκε περίπου το 1048 στο ομώνυμο οικογενειακό φέουδο (Βιβάρ ή Μπιβάρ) κοντά στην πρωτεύουσα της κομητείας της Καστίλης, Μπούργος. Αν και ο πατέρας του, Ντιέγο Λαΐνεθ (Diego Laínez), ανήκε στην κατώτερη αριστοκρατία (infanzones) η μητέρα του πιθανώς καταγόταν από τους μεγαλογαιοκτήμονες φεουδάρχες (hidalgos). Οι ινφανθόνες παραδοσιακά στήριζαν την κεντρική διοίκηση και στελέχωναν το στρατό του βασιλιά, σε αντίθεση με τους ιδάλγος που εξυπηρετούσαν τα εαυτών συμφέροντα και αρκετές φορές εναντιώνονταν στην εξουσία του ηγεμόνα. Έτσι ο Ροδρίγο σε μικρή ηλικία εστάλη στην Αυλή του βασιλιά Φερδινάνδου Α΄ και εντάχθηκε στην συνοδεία του πρωτότοκου γιου του, Σάντσο. Εκεί ανατράφηκε και μορφώθηκε σύμφωνα με το τυπικό και τα πρότυπα της Αυλής. Διδάχθηκε γραφή, ανάγνωση, λατινικά, λογοτεχνία, Μαθηματικά κλπ. Φυσικά το βάρος της εκπαίδευσης δόθηκε στην πολεμική κατάρτιση, τόσο στον χειρισμό των όπλων όσο και στην οργάνωση και διεξαγωγή επιχειρήσεων. Το 1061 χρίσθηκε ιππότης από τον Σάντσο και έκτοτε συνόδευσε τον ινφάντη (βασιλόπαιδα) σε διάφορες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Στις εκστρατείες αυτές αναδείχθηκαν οι πολεμικές ικανότητες και αρετές του νεαρού ιππότη. Συγκεκριμένα κατά τη μάχη του Γράους (1063) εναντίον του Ραμίρο Α' της Αραγωνίας επέδειξε μεγάλη προσωπική ανδρεία, που μετά την εκστρατεία του χάρισε τον τίτλο του Καμπεαδόρ (Campeador).[2] Επίσης γνωρίστηκε με τον εμίρη της Σαραγόσα Αλ Μουκταντίρ, προς βοήθεια του οποίου το καστιλιανό στράτευμα είχε προστρέξει, και συνδέθηκε με φιλία μαζί του. Πολλά χρόνια αργότερα η φιλία αυτή θα αποδεικνυόταν πολλή χρήσιμη.
Υπό τον Σάντσο Β΄ της Καστίλλης Το 1065 ο βασιλιάς Φερδινάνδος Α΄ πέθανε, έχοντας μοιράσει λίγο πριν το θάνατό του την επικράτεια στα παιδιά του. Ο Σάντσο έλαβε το βασίλειο της Καστίλης, ο Αλφόνσο το αντίστοιχο της Λεόν, ο Γκαρθία τη Γαλικία, τις Αστούριας και την Πορτογαλία και οι πριγκίπισσες Ουρράκα και Ελβίρα μοναστηριακά φέουδα και πόλεις, υπό τον όρο να μην παντρευτούν. Δύο χρόνια αργότερα απεβίωσε και η χήρα τού Φερδινάνδου, Σάντσα. Σχεδόν αμέσως ξέσπασαν εμφύλιες συρράξεις μεταξύ των νέων ηγεμόνων, καθώς ο πρωτότοκος και πιο δυναμικός Σάντσο θεωρούσε ότι έπρεπε να είναι ο μοναδικός κληρονόμος όλης της «αυτοκρατορίας» του πατέρα του.
Ο Σάντσο, αμέσως μετά τη στέψη του, προώθησε σε διοικητικές θέσεις ανθρώπους έμπιστους στον ίδιο, ώστε να ισχυροποιήσει τη θέση του. Μέσα σ’ αυτούς ήταν και ο Ροδρίγο που προήχθη σε αλφέρεθ, δηλαδή σημαιοφόρο-υπασπιστή του βασιλιά, ουσιαστικά αρχιστράτηγο του βασιλικού στρατού. Με αυτό το αξίωμα συμμετείχε στους αδερφοκτόνους πολέμους στο πλευρό του Σάντσο. Αρχικά διακρίθηκε στην εκστρατεία για την κατάληψη της κοιλάδας του Έβρου. Την περιοχή διεκδικούσαν, εκτός από τον Σάντσο Β΄ της Καστίλλης και τον εμίρη της Σαραγόσα Αλ Μουκταντίρ, ο Σάντσο Δ' της Ναβάρρας και ο Σάντσο Ραμίρεθ της Αραγωνίας (πόλεμος των τριών Σάντσο). Αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν η Σαραγόσα να καταστεί υποτελής της Καστίλλης.
Έπειτα, ο βασιλιάς της Καστίλλης στράφηκε εναντίον του αδελφού του, Αλφόνσο. Στις 19 Ιουλίου του 1068, οι Καστιλλιανοί κατανίκησαν το στρατό της Λεόν στην πεδιάδα της Γιαντάδα. Ο Αλφόνσο διέφυγε στον νότο όπου ανασύνταξε τις δυνάμεις του και επιτέθηκε εναντίον του εμιράτου του Μπαδαχόθ, υποτελές στον τρίτο αδερφό, Γκαρθία. Υπό το πρόσχημα ότι σπεύδει να βοηθήσει τον Γκαρθία κατά του Αλφόνσο, ο Σάντσο κατέλαβε και τη Γαλικία. Ο Γκαρθία κατέφυγε στη μουσουλμανική Σεβίλλη, ενώ η προσπάθεια του Αλφόνσο για επάνοδο στο θρόνο του, κατέληξε πάλι σε ήττα (μάχη της Γκολπεχέρα, 1072). Ακάθεκτος ο Σάντσο κατέλαβε χωρίς αντίσταση την πόλη Τόρο της Ελβίρας και πολιόρκησε την πόλη Θαμόρα της Ουρράκα. Σε όλες αυτές τις επιχειρήσεις η συμβολή του Ροδρίγο ήταν καταλυτική, χαρίζοντας θριάμβους στον καστιλλιανικό θρόνο. Η φήμη του άρχισε πλέον να ξεπερνάει τα στενά όρια της Καστίλλης και να απλώνεται στην Ιβηρική χερσόνησο, μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων εξίσου. Οι τελευταίοι του έδωσαν το προσωνύμιο «Σαϊντ», δηλαδή «κύριος», «άρχοντας», απ’ όπου προήλθε ο τίτλος «Ελ Σιντ» με τον οποίο ο Ισπανός ήρωας πέρασε στην Ιστορία και το θρύλο. Παράλληλα όμως η δημοτικότητα και η άνοδός του στην ιεραρχία της καστιλλιανικής Αυλής, δημιούργησε εχθρούς μεταξύ των ιδάλγος, που πάντα έβλεπαν τον νεαρό ιππότη ως παρείσακτο στις τάξεις τους.[3] Τότε ακριβώς ένα απροσδόκητο γεγονός άλλαξε την ανοδική πορεία του επιτυχημένου καμπεαδόρ με τέτοιο τρόπο, ώστε η μετέπειτα μυθιστορηματική ζωή του να τραγουδηθεί από τους Ισπανούς τροβαδούρος και ο ίδιος να θεωρείται εθνικός ήρωας και πρότυπο χριστιανού ιππότη από τους συμπατριώτες του. Το γεγονός αυτό ήταν η δολοφονία του βασιλιά Σάντσο από στρατιώτες της Ουρράκα κατά την πολιορκία της Θαμόρα. Ο Ροδρίγο ενεργώντας με ψυχραιμία, κατάφερε να ελέγξει και να ανασυντάξει τον αναστατωμένο στρατό. Μετέφερε και έθαψε τη σορό του νεκρού βασιλιά στο μοναστήρι της Όνια και αμέσως μετά μετέβη στη Λεόν όπου είχε επιστρέψει ο Αλφόνσο, μαθαίνοντας τον θάνατο του αδερφού του.
Υπό τον Αλφόνσο ΣΤ΄
Ο Σάντσο πέθανε άγαμος και άτεκνος. Έτσι ο Αλφόνσο κληρονόμησε το θρόνο της Καστίλης, ενώ σύντομα εξουδετέρωσε και τον άλλο αδερφό του, Γκαρθία ο οποίος συνελήφθη και φυλακίστηκε μέχρι το θάνατό του (1090). Μ’ αυτόν τον τρόπο έθεσε υπό το σκήπτρο του όλη την επικράτεια του πατέρα του. Δεν είναι γνωστό αν ο Σάντσο δολοφονήθηκε κατόπιν διαταγής της αδερφής του, Ουρράκα, ή αν υπήρξε κάποιο οργανωμένο σχέδιο. Οι φήμες που κυκλοφορούσαν, όμως, ήθελαν τον Σάντσο θύμα συνωμοσίας, οργανωμένης από την Ουρράκα και τον Αλφόνσο. Σύμφωνα με το «Έπος του Σιντ» (ή Ποίημα του Σιντ) οι Καστιλλιανοί ήταν πολύ καχύποπτοι απέναντι στον Αλφόνσο. Έτσι, σύμφωνα πάντα με τον Έπος, η αριστοκρατία της Καστίλης, υπό την ηγεσία του καμπεαδόρ και άλλων επιφανών ευγενών, ανάγκασε τον Αλφόνσο να ορκιστεί δημοσίως και πολλαπλώς σε ιερά λείψανα ότι δεν είχε καμιά συμμετοχή σε συνωμοσία και στη δολοφονία του αδερφού του [4]. Παρόλο που το γεγονός δεν μαρτυρείται σε σύγχρονες πηγές, είναι ευρέως αποδεκτό καθώς εξηγεί την μετέπειτα εχθρική συμπεριφορά του Αλφόνσο προς τον Ροδρίγο. Πάντως αρχικά οι σχέσεις των δύο ανδρών εξελίχθηκαν αρκετά καλά. Η φήμη του Ροδρίγο ήταν ήδη μεγάλη και η πολεμική εμπειρία του πολύτιμη, έτσι ο Αλφόνσο φρόντισε να συσφίξει τις σχέσεις τους. Μάλιστα το 1075, με παρότρυνση του νέου ηγεμόνα, ο Σιντ νυμφεύτηκε την αριστοκρατικής καταγωγής και συγγενή της βασιλικής οικογένειας δόνια Χιμένα του Οβιέδο. Επίσης διετέλεσε βασιλικός δικαστής στην ύπαιθρο του Μπούργος και των Αστούριας μεταξύ των ετών 1075 και 1076. Βέβαια η επιρροή του παλιού αρχιστρατήγου στην καινούρια Αυλή είχε μειωθεί σημαντικά, αφού ο Αλφόνσο προώθησε αρκετούς δικούς του ανθρώπους. Νέος αλφέρεθ χρίστηκε ο ισχυρός κόμης Γκαρθία Ορδόνιεθ, πολιτικός αντίπαλος του Ροδρίγο.
Το 1079, ο Αλφόνσο ΣΤ΄ ήταν ο ισχυρότερος χριστιανός ηγεμόνας της Ιβηρικής. Στο ηνωμένο βασίλειο της Καστίλης, Λεόν και Αστούριας προστέθηκε η ισχυρή επιρροή επί του στέμματος της Ναβάρας (1076). Επιπλέον τα εμιράτα της Σεβίλλης και της Γρανάδας ήταν φόρου υποτελή. Αισθανόμενος αρκετά δυνατός, ο Ισπανός βασιλιάς αποφάσισε να αυξήσει τον φόρο υποτέλειας των εμιράτων. Η απόφαση ξεσήκωσε αντιδράσεις, για την διευθέτηση των οποίων η ισπανική Αυλή απέστειλε ένοπλες αντιπροσωπείες. Επικεφαλής των αντιπροσωπειών ήταν ο Ροδρίγο και ο κόμης Ορδόνιεθ αντίστοιχα. Το γεγονός ότι και οι δύο εμίρηδες ήταν υποτελείς στον Αλφόνσο, δεν τους εμπόδιζε να ερίζουν μεταξύ τους. Στα πρόσωπα των απεσταλμένων του επικυρίαρχού τους βρήκαν ο καθένας από έναν βάσιμο σύμμαχο. Έτσι ο Ροδρίγο και ο Ορδόνιεθ βρέθηκαν αντιμέτωποι στο πεδίο της μάχης (μάχη της Κάμπρα). Νικητές αναδείχθηκαν θριαμβευτικά οι μουσουλμάνοι της Σεβίλλης χάρη στις ικανότητες του Σιντ. Ο Ορδόνιεθ και αρκετοί αξιωματικοί του αιχμαλωτίστηκαν και προσωρινά φυλακίστηκαν. Τρεις μέρες αργότερα αφέθηκαν ελεύθεροι αλλά χωρίς τον οπλισμό τους, πράξη πολύ υποτιμητική για τα ήθη της εποχής ιδίως για έναν ιππότη. Με την επιστροφή τους στην Καστίλη, οι εξοργισμένοι πρώην αιχμάλωτοι διέβαλαν τον Ροδρίγο στον βασιλιά. Αυτός δεν προχώρησε αμέσως σε κάποια ενέργεια κατά του φημισμένου και δημοφιλούς στρατηγού του, παρόλο που δεν έβλεπε με καλό μάτι τις πρωτοβουλίες του. Ωστόσο δύο χρόνια αργότερα μια αυθαίρετη επιδρομή του Σιντ στο υποτελές στην Καστίλη εμιράτο του Τολέδο, οδήγησε σε οριστική ρήξη μεταξύ των δύο ανδρών. Υπό τις διαμαρτυρίες του εμίρη της πόλης, Αλ Καντίρ, και τις συνεχείς διαβολές των εχθρών του Ροδρίγο, ο βασιλιάς διέταξε την εξορία του στρατηγού του (1081).
Εξόριστος Μισθοφόρος Σύμφωνα με το διάταγμα, ο Σιντ έπρεπε να αφήσει τη χώρα μόνος του χωρίς συνοδεία και χωρίς την οικογένειά του, η οποία θα παρέμενε στο βασίλειο. Την οικογένειά του την εμπιστεύθηκε στο μοναστήρι της Καρδένια , αλλά ο Ροδρίγο κάθε άλλο παρά μόνος διέσχισε τα σύνορα της χώρας. 2000 στρατιώτες τον ακολούθησαν, παρά τη διαταγή, πρόθυμοι να εμπλακούν σε όποια περιπέτεια επέλεγε ο αγαπημένος τους ηγέτης. Έτσι επικεφαλής αυτού του μικρού στρατού ο Ροδρίγο καθίστατο αυτομάτως μια υπολογίσιμη και ανεξάρτητη δύναμη, την οποία πολλοί ηγεμόνες της κατακερματισμένης Ισπανίας θα επιθυμούσαν να εντάξουν στο στρατό τους.
Αρχικά ο Σιντ παρουσιάστηκε στη Βαρκελώνη του Ραμόν Μπερενγκέρ Β', ο Καταλανός ηγεμόνας όμως δεν ήθελε να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια του ισχυρού Αλφόνσο. Επόμενος προορισμός ήταν η Σαραγόσα όπου ο εξόριστος στρατός έτυχε θερμής υποδοχής. Ο εμίρης Αλ Μουκταντίρ δέχτηκε μετά χαράς τον άνθρωπο που τον είχε βοηθήσει εναντίον του καταπατητή Ραμίρο Α΄ της Αραγωνίας (1063) και τον διόρισε αξιωματικό στον στρατό του. Σύντομα όμως ο εμίρης πέθανε (1082) μοιράζοντας την ηγεμονία του στους δύο γιους του, Γιουσούφ Αλ Μουταμίν και Αλ Μουντχίρ. Αμέσως τα δύο αδέρφια ήρθαν σε σύγκρουση στην οποία ενεπλάκησαν και οι χριστιανοί γείτονες. Ο Αλ Μουντχίρ δέχτηκε τη συμμαχία της Βαρκελώνης (Ραμόν Μπερενγκέρ Β΄) και της Αραγωνίας (Σάντσο Ραμίρεθ), ενώ ο πρωτότοκος Αλ Μουταμίν είχε μόνον τον Ροδρίγο στο πλευρό του. Ωστόσο παρά την κρισιμότητα της κατάστασης, ο Καστιλλιάνος πολέμαρχος ήταν αρκετός για να εξασφαλίσει την επικράτηση τού εργοδότη του. Τον ίδιο κιόλας χρόνο (1082) συνέτριψε τους Καταλανούς στη μάχη του Αλμενάρ. Μάλιστα επέδραμε και στο στρατόπεδό τους έξω από τα τείχη της πόλης Ταμαρίτε, σκοτώνοντας και αιχμαλωτίζοντας πολλούς. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν ο κόμης Μπερενγκέρ και αρκετοί Καταλανοί ευγενείς. Έπειτα στράφηκε κατά των ενωμένων στρατών του Αλ Μουντχίρ και των Αραγωνέζων. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε δύο χρόνια αργότερα (μάχη της Μορέγια) και κατέληξε πάλι σε περιφανή νίκη του Ροδρίγο. Πλήθος λαφύρων και αιχμαλώτων συνόδευσαν την θριαμβευτική επιστροφή του στη Σαραγόσα, όπου ο ευγνώμων Αλ Μουταμίν του επεφύλαξε υποδοχή Άραβα ήρωα. Κατόπιν τον διόρισε αρχηγό του στρατού του και του πρόσφερε πολλά πλούσια δώρα (χρυσό, ασήμι, πολυτελή κοσμήματα κ.ά) καθώς επίσης φέουδα και κάστρα κατά τα επόμενα χρόνια. Η δημοτικότητα του «Σιντ», όπως πλέον ονομαζόταν και από τους χριστιανούς ήταν τεράστια και απλωνόταν σε όλη την Ιβηρική. Χριστιανοί και μουσουλμάνοι θαύμαζαν τον αήττητο πολέμαρχο και διηγούνταν τα κατορθώματά του.
Συμφιλίωση με τον Αλφόνσο και Δεύτερη Εξορία Η εμφάνιση των Βερβέρων
Το 1085 ο Αλφόνσο ΣΤ΄ εγκαινίασε την «Ανακατάληψη» (Reconquista) των μουσουλμανικών εδαφών της νότιας Ισπανίας από τους χριστιανούς. Στις 25 Μαΐου του ιδίου έτους κατέκτησε το Τολέδο, καθιστώντας το ορμητήριο για τις επιχειρήσεις του εναντίον του μουσουλμανικού νότου. Ανήσυχοι οι εμίρηδες πολλών πόλεων, ζήτησαν τη βοήθεια των Βερβέρων Αλμοραβιδών, κυριάρχων σχεδόν όλης της βορειοδυτικής Αφρικής. Στον αντιχριστιανικό συνασπισμό ήταν και ο νέος ηγεμόνας της Σαραγόσα, Αλ Μουσταΐν, γιος και διάδοχος του Αλ Μουταμίν που πέθανε την ίδια χρονιά. Ο Ροδρίγο είχε άριστες σχέσεις με την νέα ηγεσία και συνέχιζε να διοικεί το στρατό του εμιράτου, αλλά όταν ο Αλφόνσο εισέβαλε στην επικράτεια του μουσουλμανικού κρατιδίου και πολιόρκησε την πρωτεύουσα Σαραγόσα, ο φημισμένος πολέμαρχος βρέθηκε μπροστά σε δίλημμα. Από τη δύσκολη θέση τον έβγαλε η ορμητική επέλαση των Αλμοραβιδών, που αποβιβάστηκαν στις νότιες ακτές της Ανδαλουσίας τον Ιούνιο του 1086. Ο Αλφόνσο έλυσε την πολιορκία και έσπευσε να αντιμετωπίσει τον ενωμένο μουσουλμανικό στρατό. Στην συγκλονιστική μάχη του Σαγράχας (23 Οκτ. 1086) κοντά στο Μπαδαχόθ οι σκληροτράχηλοι Βορειοαφρικανοί διέλυσαν τον χριστιανικό στρατό. Μόνον 500 άνδρες επέζησαν, μεταξύ των οποίων και ο τραυματισμένος βασιλιάς τους και διέφυγαν κακήν κακώς από το πεδίο της μάχης. Απρόσμενα, ο Βέρβερος ηγέτης Γιουσούφ ιμπν Τασφίν επέστρεψε στην Αφρική λόγω του θανάτου του γιου του, αλλά ο μουσουλμανικός συνασπισμός διατηρήθηκε αναμένοντας την επιστροφή του. Ο Καστιλλιάνος βασιλιάς μπροστά στον κίνδυνο να χάσει την επικράτειά του, συμφιλιώθηκε με τον Σιντ, τον ικανότερο χριστιανό στρατηγό της Ιβηρικής εκείνη τη στιγμή, τον ανακάλεσε από την εξορία και τον αποκατέστησε στο βασίλειό του. Για δύο χρόνια η συνεργασία των δύο ανδρών υπήρξε αποδοτική, αλλά κατέρρευσε ξανά το 1089. Αφορμή αυτή τη φορά ήταν η αδυναμία του Ροδρίγο να συνδράμει το βασιλιά του να άρει την πολιορκία του κάστρου Αλέδο από τον εμίρη της Σεβίλλης. Την ευκαιρία άδραξαν πολιτικοί αντίπαλοι και αυλοκόλακες, με πρώτους τους Ορδόνιεθ με αποτέλεσμα ο Σιντ να πάρει ξανά το δρόμο της εξορίας, παρά τις επίμονες προσπάθειές του για την παραχώρηση ακρόασης από τον βασιλιά, αλλά και το γεγονός ότι το κάστρο του Αλέδο τελικά σώθηκε.[5]
Κατάκτηση της Βαλένθια Μοναδικός σύμμαχος του Σιντ αυτή τη φορά ήταν ο Αλ Μουσταΐν της Σαραγόσα και οι ελάχιστοι που τον ακολούθησαν. Με τη βοήθεια του τελευταίου, ο εξόριστος Καμπεαδόρ έθεσε ως στόχο την κατάκτηση της πλούσιας πόλης της Βαλένθια. Εμίρης της ήταν ο Αλ Καντίρ, παλαιός εμίρης του Τολέδο και υποτελής του Αλφόνσο. Πρώτα όμως κινήθηκε κατά του εμίρη της Δένια και της Τορτόσα Αλ Χαγίμπ, θείου του Αλ Μουσταΐν και υποτελούς του Ραμόν Μπερενγκέρ Β΄ της Βαρκελώνης με σκοπό να εξουδετερώσει την επιρροή του τελευταίου στην περιοχή. Ο Καταλανός κόμης έσπευσε να υπερασπιστεί τον υποτελή του, αλλά παραπλανήθηκε από τον Ροδρίγο και αιχμαλωτίστηκε μαζί με 5000 άνδρες του. Ο ίδιος ο Ροδρίγο τραυματίστηκε ελαφρά, ο στρατός του όμως είχε μείνει ανέπαφος. Έτσι βάδισε κατά της μουσουλμανικής παράκτιας πόλης με έναν ισχυρό στρατό 7000 ανδρών. Μπροστά στον αήττητο ιππότη και εφόσον ο Αλφόνσο ήταν απασχολημένος με τους Αλμοραβίδες, ο Αλ Καντίρ άνοιξε τις πύλες της πόλης του και δέχτηκε τον Σιντ ως επικυρίαρχό του (1090).
Με τον τρόπο αυτό, ο Ροδρίγο έγινε ουσιαστικά κύριος όλης της νοτιοανατολικής μουσουλμανικής Ισπανίας. Οι υποτελείς ηγεμόνες κατέβαλλαν 95000 δηνάρια ετησίως για προστασία, που ήταν εξασφαλισμένη από τη στιγμή που εγγυητής της ήταν ο αήττητος εξόριστος καμπεαδόρ. Η δύναμη του τελευταίου μεγάλωνε συνεχώς καθώς πολλοί έτρεχαν να καταταχθούν στον στρατό του, σίγουροι για νίκες και πλούσια λάφυρα. Η πολιτική του ήταν ήπια και συνετή. Η πολύτιμη εμπειρία που είχε αποκομίσει στην Αυλή της Σαραγόσα τον βοήθησε να πολιτεύεται και να τοποθετείται σοφά απέναντι στους μουσουλμάνους, οι οποίοι συντάσσονταν με τον χριστιανό ιππότη ακόμη και εναντίον ομοθρήσκων τους. Η ειρήνευση της περιοχής έφερε την ευημερία και τη σταθερότητα, για λίγο τουλάχιστον, αφού κανένας, είτε χριστιανός είτε μουσουλμάνος, δεν τολμούσε να προκαλέσει τον θρυλικό πλέον πολέμαρχο.
Το 1090 ο Γιουσούφ Ιμπν Τασφίν επανήλθε για τρίτη φορά στην Ιβηρική. Οι μουσουλμάνοι της περιοχής της Βαλένθια δεν συντάχθηκαν μαζί του, προτιμώντας την επικυριαρχία του Σιντ. Ο τελευταίος αν και πολιορκούσε τη Λέρια, ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του Αλφόνσο που βάδιζε κατά της Γρανάδας. Σε ελάχιστο χρόνο η συμμαχία των δύο ανδρών διαλύθηκε ακόμη μία φορά και ο Βέρβερος άρχοντας γρήγορα απέσπασε από την επιρροή της Καστίλλης τα εμιράτα της Ανδαλουσίας και εδραίωσε την κυριαρχία του σε όλη τη νότιο Ισπανία, εξαιρουμένης της Βαλένθια.
Κυβερνήτης της Βαλένθια To 1092 σημειώθηκαν ταραχές στη Βαλένθια που οδήγησαν στη θανάτωση του εμίρη Αλ Καντίρ. Ο Ροδρίγο έλειπε για λίγους μήνες στη Σαραγόσα όταν οι Αλμοραβίδες κινήθηκαν κατά της πόλης. Την αναστάτωση των κατοίκων εκμεταλλεύτηκε ο καδής Ιμπν Τζαχάρ. Πέτυχε τη δολοφονία του Αλ Καντίρ, έθεσε τη Βαλένθια στη διάθεση του Γιουσούφ και επιβλήθηκε στην πόλη με τη βοήθεια βορειοαφρικανικού αγήματος. Αμέσως ο Σιντ άρχισε προετοιμασίες για επίθεση κατά του Ιμπν Τζαχάρ. Προέβη σε στρατολογήσεις και απέκλεισε τη Βαλένθια από ξηρά. Σε έναν μήνα ο καδής υπό την πίεση των πεινασμένων κατοίκων ήρθε σε συμφωνία με τον Σιντ. Εκδιώχθηκαν οι Αλμοραβίδες από την πόλη, ο Ιμπν Τζαχάρ διατήρησε τον τίτλο του εμίρη και ο Ροδρίγο ορίστηκε επικυρίαρχος, όπως και επί Αλ Καντίρ, αποφεύγοντας ξανά να πάρει την άμεση διακυβέρνηση της περιοχής στα χέρια του για να μην προκαλέσει τον Αλφόνσο.
Ωστόσο οι Βέρβεροι δεν αποδέχτηκαν την επάνοδο του χριστιανού πολέμαρχου, που μόνον τυπικά δεν κατείχε την αρχή. Για τα επόμενα δύο χρόνια οι συγκρούσεις μεταξύ των δύο στρατοπέδων μαίνονταν, ενώ ο Καστιλιάνος βασιλιάς δεν είχε καμιά συμμετοχή. Εκμεταλλευόμενος τις συχνές απουσίες του καμπεαδόρ ο Ιμπν Τζαχάρ αποστάτησε ξανά. Έτσι ο Σιντ, παράλληλα με τις άλλες επιχειρήσεις, απέκλεισε τη Βαλένθια η οποία παραδόθηκε ολοκληρωτικά μετά από 19 μήνες, στις 15 Ιουνίου 1094. Αυτή τη φορά πήρε την εξουσία στα χέρια του. Εγκαταστάθηκε στο παλάτι της πόλης μαζί με την οικογένειά του και κυβέρνησε προσωπικά την επικράτειά του. Για να μην προκαλέσει την αντίδραση των άλλων χριστιανικών βασιλείων και ιδίως του Αλφόνσο, διατήρησε πάλι ένα καθεστώς τυπικής υποτέλειας προς τον τελευταίο, αλλά στην ουσία ήταν απόλυτος κύριος του κράτους του.
Η ίδρυση ενός νέου βασιλείου υπό τον αήττητο Σιντ προκάλεσε πολλές δυσαρέσκειες στα υπόλοιπα χριστιανικά κράτη της χερσονήσου. Πολύ περισσότερο δε στον Τασφίν ο οποίος έβλεπε την επιρροή του στην περιοχή να μειώνεται, αφού οι Μαυριτανοί της Ανδαλουσίας προτιμούσαν την πιο διαλλακτική πολιτική του χριστιανού πολέμαρχου. Έτσι ο Βέρβερος άρχοντας έστειλε εναντίον της Βαλένθιας τον ανιψιό του Μοχάμεντ με ισχυρό στρατό. Οι δύο αντίπαλοι συγκρούστηκαν στις 14 Οκτωβρίου του 1094 στην πολίχνη Κουάρτε, κοντά στη Βαλένθια, όπου ο μικτός στρατός του καμπεαδόρ νίκησε κατά κράτος τους κατά πολύ υπέρτερους αριθμητικά βορειοαφρικανούς εισβολείς. Η μάχη αυτή η πρώτη νίκη των χριστιανών της Ιβηρικής εναντίον των ορμητικών Βερβέρων. Από τα πλούσια λάφυρα που περιήλθαν στην κατοχή του Ροδρίγο, ένα μέρος εστάλη στον Αλφόνσο ως δείγμα νομιμοφροσύνης προς τον τυπικό επικυρίαρχο, σύμφωνα με το φεουδαρχικό έθιμο.
Το 1097 οι Αλμοραβίδες επανεμφανίστηκαν στην Ισπανία, αυτή τη φορά υπό την άμεση εποπτεία του Τασφίν. Την αντιμετώπισή τους αυτή τη φορά ανέλαβε ο Αλφόνσο. Ο άρχοντας της Βαλένθια δεν συνέδραμε προσωπικά τον βασιλιά του, ωστόσο έστειλε ενισχύσεις υπό τον γιο του, Ντιέγο. Η αποφασιστική μάχη (μάχη της Κονσουέγρα) ήταν καταστροφική για τους χριστιανούς. Ο στρατός τους διαλύθηκε και ο Αλφόνσο διέφυγε πάλι κακήν κακώς με λίγους στρατιώτες του. Αλλά και για τον Σιντ η μάχη ήταν μοιραία αφού εκεί σκοτώθηκε ο μοναχογιός του, Ντιέγο, κληρονόμος της ηγεμονίας της Βαλένθια. Ωστόσο ανέλαβε αμέσως δράση κατά των Βερβέρων, που βάδιζαν ανενόχλητοι προς τη Βαλένθια με σκοπό να την πολιορκήσουν. Με τη βοήθεια του Πέδρο Α΄ της Αραγωνίας επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στους αντιπάλους του στη θέση Μπαϊρέν (Bairén). Ο αλμοραβικός στρατός, που θεωρούσε ότι ο Σιντ θα τους περιμένει πίσω από τα τείχη τής πόλης του, νικήθηκε ολοκληρωτικά. Έτσι σταμάτησε προσωρινά η προώθηση των βορειοαφρικανών και επανήλθαν μετά το θάνατο του Σιντ.[6]
Ο Ροδρίγο Ντίαθ δε Βιβάρ πέθανε στις 10 Ιουλίου του 1099 από φυσικά αίτια και θρηνήθηκε από τους οπαδούς τους ως λαϊκός ήρωας. Η επιδεξιότητά του στα στρατιωτικά και πολιτικά ζητήματα είχαν αρχίσει να δημιουργούν έναν θρύλο γύρω από το πρόσωπό του ενόσω ακόμα ζούσε, ενώ η συνήθειά του να μην πολιτεύεται σύμφωνα με τα φεουδαρχικά ήθη της εποχής του εξασφάλισε σε μεγάλο βαθμό τη φήμη μεταξύ των απλών ανθρώπων.[7] Η ηγεμονία που ίδρυσε δεν επέζησε πολύ μετά το θάνατό του. Τρία χρόνια μετά, η σύζυγός του εγκατέλειψε μαζί με όλους τους θησαυρούς του νεκρού συζύγου της τη Βαλένθια με τη βοήθεια του βασιλιά Αλφόνσο. Το λείψανο του Σιντ μεταφέρθηκε στο μοναστήρι του Αγίου Πέτρου της Καρδένια (San Pedro de Cardeña). Σήμερα βρίσκεται στον καθεδρικό ναό του Μπούργος.
Γάμος και Οικογένεια Ο Σιντ παντρεύτηκε τον Ιούλιο του 1075 την Χιμένα του Οβιέδο, συγγενή του βασιλιά Αλφόνσο ΣΤ΄. Δεν είναι γνωστή με σαφήνεια η καταγωγή της συζύγου του. Η «Ιστορία του Ροδρίγο» (Historia Roderici) που εμφανίστηκε περίπου μισό αιώνα αργότερα, αναφέρει ως πατέρα της τον κόμη Ντιέγο του Οβιέδο ενώ άλλες μεταγενέστερες πηγές τον κόμη Γκόμεθ δε Γκορμάθ. Και τα δύο πρόσωπα δεν αναφέρονται σε σύγχρονες ή άλλες πηγές. Ο Ροδρίγο και η Χιμένα απέκτησαν τρία παιδιά, την Κριστίνα, τη Μαρία και τον Ντιέγο. Η Κριστίνα νυμφεύτηκε τον Αραγωνέζο πρίγκιπα Ραμίρο, κόμη του Μονθόν, και η Μαρία τον Ραμόν Μπερενγκέρ Γ' της Βαρκελώνης. Ο Ντιέγο σκοτώθηκε κατά τη μάχη της Κονσουέγρα (1097).
Με τον γάμο του, όπως και με τους γάμους των παιδιών του, ο Σιντ συνδέθηκε με τις βασιλικές δυναστείες της Ιβηρικής και βελτίωσε την πολιτική και διπλωματική θέση του. Επίσης μέσω της κόρης του Κριστίνα αποτελεί πρόγονο των δυναστειών της Γαλλίας και της Αγγλίας, οι οποίες κατάγονται από τον βασιλιά Γκαρθία Ραμίρεθ της Ναβάρρας, γιο της Κριστίνα.
Ο Σιντ στην Τέχνη - Υστεροφημία Κύρια ιστορική πηγή για τη ζωή και τα κατορθώματα του Σιντ αποτελεί η «Ιστορία του Ροδρίγο» (Historia Roderici), γραμμένη στα λατινικά περί τα μέσα του 12ου αι. Την ίδια εποχή ή λίγο αργότερα (αρχές 13ου αι.) εμφανίζεται το μεγάλο καστιλιάνικο έπος «Ποίημα του Σιντ» (El Poema del Cid) ή «Τραγούδι του Σιντ μου» (Cantar de Mio Cid), ανώνυμου συγγραφέα. Η σωζόμενη μορφή του έχει έκταση περί τους 3700 στίχους ενώ λείπουν ακόμη αρκετές εκατοντάδες. Η θρυλική αίγλη που έλαβε το όνομα του Καστιλλιάνου ήρωα οφείλεται κατά κύριο λόγο στις «Μπαλάντες του Σιντ» (Romancero del Cid). Αυτά τα σύντομα ποιήματα (14ος αι.) προερχόμενα από την επική ποίηση των προηγούμενων αιώνων, αναφέρονται τόσο σε πραγματικά γεγονότα όσο και σε φανταστικές και συχνά υπερβολικές καταστάσεις και ασχολούνται σε μεγάλο βαθμό με τα νεανικά χρόνια του ήρωα και τον έρωτά του με την ωραία Χιμένα.
Οι μπαλάντες αυτές αποτέλεσαν την πηγή για το δράμα «Τα νεανικά χρόνια του Σιντ» (Lοs Mocedades del Cid) του Ισπανού Γκιγιέν ντε Κάστρο (Guillén de Castro) (1612). Το έργο αυτό ήταν το μοναδικό τού ντε Κάστρο που ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας του. Έτσι αποτέλεσε με τη σειρά του βάση για την κλασσική ιλαροτραγωδία «Σιντ» (Le Cid, 1636) του Γάλλου δραματουργού Πιέρ Κορνέιγ (Pierre Corneille).
Ακολούθησαν οι ομώνυμες όπερες των Πέτερ Κορνέλιους (Peter Cornelius) και Ιουλίου Μασσνέ (Jules Massenet) το 1865 και 1885 αντίστοιχα, ενώ τον επόμενο αιώνα ο θρύλος του Ισπανού ήρωα αναβιώνει στον κινηματογράφο με την χολλυγουντιανή παραγωγή «Ελ Σιντ» (1960). Τον ομώνυμο ρόλο ερμηνεύει ο διάσημος ηθοποιός Τσάρλτον Ίστον, ενώ η Σοφία Λόρεν συμπρωταγωνιστεί ως Χιμένα. Το κοινό επιφύλαξε ενθουσιώδη υποδοχή και η ταινία απέσπασε τρία βραβεία Όσκαρ. Άλλες σχετικές παραγωγές είναι η ταινία κινουμένων σχεδίων El Cid: La Leyenda (2003, ελληνικός τίτλος: Ελ Σιντ ο Ιππότης) όπως και η ισπανική σειρά "Ruy, el Pequeño Cid" στις αρχές της δεκαετίας του ’80 που ασχολείται με τα παιδικά χρόνια του Σιντ.

 Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

ΟΡΑΤΙΟΣ ΝΕΛΣΟΝ Ο μπαρουτοκαπνισμένος θρύλος των θαλασσών Οράτιος Νέλσον. Ο βρετανός «Θεός του Πολέμου» που κατατρόπωσε τον Ναπολέοντα στο Τραφάλγκαρ!

Ο μπαρουτοκαπνισμένος θρύλος των θαλασσών Οράτιος Νέλσον. Ο βρετανός «Θεός του Πολέμου» που κατατρόπωσε τον Ναπολέοντα στο Τραφάλγκαρ!

Η παγκόσμια πολεμική ιστορία επεφύλαξε για τον θρύλο των θαλασσών μια σπουδαία θέση, χαρακτηρίζοντάς τον ως έναν από τους κορυφαίους ναυάρχους που είδαν ποτέ οι μάχες στο υγρό στοιχείο.

Μονόχειρας και μονόφθαλμος από τα τόσα τραύματά του-παράσημα τιμής, ο κορυφαίος βρετανός θαλασσάνθρωπος έμελλε να χάσει τη ζωή του στη ναυμαχία που θα τον έστελνε στο πάνθεο των στρατηγών και θα σφράγιζε τους Ναπολεόντειους Πολέμους: ήταν στο Τραφάλγκαρ που θα σκοτωνόταν τελικά από σφαίρα γάλλου στρατιώτη, έχοντας προλάβει πάντως να θαυμάσει το τελευταίο του πολεμικό κατόρθωμα, την κατατρόπωση του ορκισμένου εχθρού του Βοναπάρτη και την πετυχημένη υπεράσπιση της χώρας του.
Εθνικός ήρωας της Βρετανίας, ιππότης και υποκόμης, ο Νέλσον μέτρησε μια σειρά από αποφασιστικής σημασίας νίκες στη θάλασσα, όπως στον Νείλο (1798) και το Τραφάλγκαρ (1805), αν και στην πραγματικότητα έκανε πολλά περισσότερα από αυτό. Γιατί ο Νέλσον κατέρριψε κάθε δόγμα τακτικής και στρατηγική μάχης των περασμένων αιώνων, διδάσκοντας ταυτοχρόνως στους αξιωματικούς του πώς να παίρνουν πρωτοβουλίες και να βασίζονται στη δική τους κρίση.
Ο ζωντανός εφιάλτης του Βοναπάρτη με τις εντυπωσιακές νίκες στη θάλασσα, την απαράμιλλη ανθρωπιά του ως διοικητής αλλά και τη σκανδαλώδη ερωτική του ζωή, ανήλθε σε καθεστώς θεότητας στο εσωτερικό της χώρας του, ιδιαίτερα όταν τον διαπέρασε εκείνη η μοιραία σφαίρα στο απόγειο της δόξας του…
Πρώτα χρόνια
Ο Οράτιος Νέλσον γεννιέται στις 29 Σεπτεμβρίου 1758 στο Νόρφολκ της Αγγλίας ως το έκτο από τα έντεκα παιδιά ενός τοπικού εφημέριου, η καταγωγή του οποίου μετρούσε ωστόσο ακόμα και πρωθυπουργούς της Βρετανίας. Οι Νέλσον ήταν θεοσεβούμενοι, ευγενικοί και φτωχοί. Καθοριστικός παράγοντας στη ζωή του μικρού Οράτιου ήταν ο αδερφός της μητέρας του, που ήταν αξιωματικός του Βασιλικού Ναυτικού, και μετά τον θάνατό της ανέλαβε να τον πάρει υπό την προστασία του, συστήνοντας ουσιαστικά τη θάλασσα στο μικρό αγόρι.
Κι έτσι ήδη από νεαρός θα βρεθεί πάνω σε πολεμικό πλοίο, γνωρίζοντας την περιπέτεια στο πετσί του. Πέρα από τις ασκήσεις ρουτίνας στον Τάμεση, ο Οράτιος θα ζήσει τον κίνδυνο κατά τη διάρκεια εμπορικής αποστολής στις Δυτικές Ινδίες αλλά και σε επιστημονική εκστρατεία στον Αρκτικό Κύκλο το 1773. Την πρώτη του πολεμική δράση θα τη δει πρόωρα στον Ινδικό Ωκεανό, όταν και θα χτυπηθεί πιθανότατα από ελονοσία και θα σταλεί στο σπίτι του για ανάρρωση.
Αναρρώνοντας στην Αγγλία, θα πάρει τη μεγάλη απόφαση να αποδείξει ότι είναι τουλάχιστον εφάμιλλος των επιφανών συγγενών του και με νέα αισιοδοξία και πατριωτισμό θα ανοιχτεί στην περιπέτεια: το 1777 θα περάσει τις εξετάσεις για υποπλοίαρχος του Βασιλικού Ναυτικού και θα σταλεί στις Δυτικές Ινδίες, το πιο μπαρουτοκαπνισμένο πολεμικό θέρετρο των Άγγλων κατά των αμερικανικών αποικιών.

Αφού διακρίθηκε για τη γενναιότητά του, το 1779 θα προαχθεί σε πλοίαρχο, σε ηλικία 21 ετών, όταν και θα αναλάβει τη διοίκηση της δικής του φρεγάτας και θα πάρει μέρος στις επιχειρήσεις κατά των ισπανικών αποικιών στη Νικαράγουα. Πλέον είχε απέναντί του και τους Ισπανούς, οι οποίοι είχαν προσχωρήσει στον γαλλο-αμερικανικό συνασπισμό.
Η επίθεση στο Σαν Χουάν ήταν νικηφόρα μεν για τους Βρετανούς, αποδείχθηκε ωστόσο καταστροφική, καθώς ο κίτρινος πυρετός αποδεκάτισε το πλήρωμα. Ο Νέλσον τη γλίτωσε παρά τρίχα. Το 1783, μετά το πέρας της Αμερικανικής Επανάστασης, ο Νέλσον επέστρεψε στην Αγγλία και παρασημοφορήθηκε από τη διοίκηση του Ναυτικού, η οποία τον ξαπέστειλε την επόμενη χρονιά πάλι στις Δυτικές Ινδίες.

Εκεί θα παντρευτεί μια χήρα, που είχε ήδη έναν πεντάχρονο γιο (Μάρτιος 1787), μετρώντας το πρώτο σκάνδαλο της προσωπικής του ζωής. Οι περιπέτειες της ερωτικής του ζωής θα τον αφήσουν πέντε χρόνια άνεργο, αν και λίγες μέρες μετά την εκτέλεση του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ της Γαλλίας (Ιανουάριος 1793), θα βρεθεί επικεφαλής του «Αγαμέμνονα» των 64 κανονιών!
Η θητεία στη Μεσόγειο
Από τη στιγμή αυτή, ο Νέλσον θα αρχίσει να αποδεικνύει τη ναυτική του διάνοια, έχοντας παρέα στο πολεμικό τον θετό του γιο. Με αποστολή να κατατροπώνει την επαναστατική Γαλλία όπου τη συναντά στη Μεσόγειο, ο Νέλσον υπερασπίστηκε το λιμάνι της Τουλόν, όπου και αντιμετώπισε για πρώτη φορά έναν 24χρονο γάλλο αξιωματικό του πυροβολικού, κάποιον Ναπολέων Βοναπάρτη!

Όταν έπεσε η Τουλόν, ο Νέλσον μετατέθηκε στην Κορσική για να υπερασπιστεί τις παράκτιες ιταλικές πόλεις από τις επιδρομικές διαθέσεις των Γάλλων. Εκεί θα τον βρει μια σφαίρα στο δεξί του μάτι και θα το χάσει, αν και τα πολεμικά του κατορθώματα θα τον φέρουν στην πρώτη γραμμή των πολλά υποσχόμενων αξιωματικών. Ο νέος διοικητής αναγνώρισε τα ταλέντα του πλοιάρχου και τον χαρακτήρισε «περισσότερο συνεργάτη παρά κατώτερό μου αξιωματικό».
Μέχρι τότε βέβαια οι Γάλλοι προέλαυναν στη Μεσόγειο και οι Άγγλοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις μεσογειακές τους βάσεις, αποσυρόμενοι πια στο Γιβραλτάρ…
Η Ναυμαχία του Νείλου
Στις 14 Φεβρουαρίου 1797, έπειτα από κακό υπολογισμό του βρετανού ναυάρχου, ο Νέλσον θα βρεθεί να αρμενίζει καταμεσής μιας ισπανικής αρμάδας 27 πλοίων! Αγνοώντας τις εντολές των ανωτέρων του, ο Νέλσον ξεκόπηκε από τον μικρό αγγλικό στόλο και όρμησε κατά της ναυαρχίδας των Ισπανών, αναγκάζοντας τον στόλο να κοπεί στα δυο. Οι Άγγλοι που είχαν οπισθοχωρήσει αναγκάστηκαν να γυρίσουν για να τον συνδράμουν, καθώς ο Νέλσον πολεμούσε τώρα με εφτά ισπανικά πλοία!
Ο ανέλπιστος βρετανικός θρίαμβος στα ανοιχτά του Ακρωτηρίου του Αγίου Βικεντίου (στα νότια της Πορτογαλίας) εξασφάλισε στον Νέλσον την ιπποσύνη αλλά και προαγωγή στη θέση του υποναύαρχου. Αν και η πρώτη του μάχη ως επικεφαλής δικού του στολίσκου έμελλε να είναι καταστροφική: στη Ναυμαχία της Τενερίφης, μια ομοβροντία διαπέρασε τον δεξί του αγκώνα: το χέρι του ακρωτηριάστηκε πάνω στο κατάστρωμα του πλοίου του, αν και μέχρι την άνοιξη του 1798 ήταν και πάλι ετοιμοπόλεμος.

Η νέα του αποστολή ήταν να επιτηρεί έναν γαλλικό στολίσκο που ήταν έτοιμος να εκστρατεύσει στην Αίγυπτο. Παρά το γεγονός ότι το πλοίο του χτυπήθηκε από την καταιγίδα και υπέφερε μεγάλες ζημιές, ο Νέλσον ακολούθησε τον εχθρό μέχρι το λιμάνι της Αλεξάνδρειας, κοντά στο δέλτα του Νείλου. Την 1η Αυγούστου 1798 έλαβε χώρα η Ναυμαχία του Νείλου, η οποία κατέληξε την επόμενη μέρα στον πλήρη αποδεκατισμό των Γάλλων.

Η αποφασιστικής σημασίας νίκη του Νέλσον στον Νείλο επέφερε ραγδαίες αλλαγές στη στρατηγική των Γάλλων, αλλά και στην προσωπική του ζωή, καθώς σε αναγνώριση του κατορθώματός του ο υποναύαρχος τιμήθηκε με τίτλο ευγενείας στο Λονδίνο: πλέον ήταν βαρόνος.
Ο αποκλεισμός της Νάπολης και η Ναυμαχία της Κοπεγχάγης
Το καλοκαίρι του 1799, η μοίρα του Νέλσον υποστήριξε την πετυχημένη τελικά προσπάθεια του Φερδινάνδου να ανακαταλάβει τη Νάπολη, όταν τα σκάνδαλα της προσωπικής του ζωής θα αποδεικνύονταν για άλλη μια φορά εμπόδιο στην καριέρα του. Στη ναυτική διοίκηση του Λονδίνου είχαν αρχίσει να χάνουν την υπομονή τους με τα καμώματα του ερωτύλου υποναυάρχου, την ίδια ώρα που ο Βοναπάρτης είχε καταφέρει να επιστρέψει αλώβητος από την Αίγυπτο στη Γαλλία. Ο νέος ναύαρχος τον διέταξε να μεταβεί στη νήσο Μινόρκα (Βαλεαρίδες), όπου περίμενε τη νέα επίθεση των Γάλλων, αν και ο Νέλσον αρνήθηκε ξερά καθώς υπολόγιζε ότι οι Γάλλοι θα επιτεθούν στη Νάπολη!
Τα γεγονότα τον δικαίωσαν μεν, αλλά η ανυπακοή του δεν θα μπορούσε να μείνει αναπάντητη: κι έτσι η ναυτική διοίκηση τον καλεί εσπευσμένα αλλά ψυχρά στο Λονδίνο. Εκεί θα γίνει δεκτός με τιμές ήρωα από τον λαό και οι επιτελείς δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να τον προάγουν σε αντιναύαρχο το 1801, όντας πια το Νο 2 του Βασιλικού Ναυτικού της Αγγλίας!

Επόμενος στόχος, η Κοπεγχάγη. Ο άγγλος ναύαρχος πάλευε μάταια να την καταλάβει εδώ και καιρό και καθώς αποτύγχανε κάλεσε εσπευσμένα τον Νέλσον σε βοήθεια, με τον αντιναύαρχο να παρατηρεί πικρόχολα: «τώρα που είναι σίγουρο πως θα πολεμήσουμε, τώρα στέλνουν εμένα». Αποκαλύπτοντας για άλλη μια φορά τη στρατιωτική του διάνοια, κατάφερε να αποφύγει τη θαλάσσια άμυνα του λιμανιού και στις 2 Απριλίου όρμησε στην πόλη, παρά το γεγονός ότι ο ναύαρχος είχε διατάξει οπισθοχώρηση! Ο Νέλσον παράκουσε για άλλη μια φορά τις εντολές, αν και έπειτα από μία ώρα η πόλη ήταν δική του. Η θέση του ναυάρχου του ανήκε πλέον, όπως και νέος τίτλος ευγενείας, αυτός του υποκόμη.

Παρά τις ψυχρές του σχέσεις με το πολιτικό κατεστημένο, κανείς δεν μπορούσε να αγνοήσει τη στρατιωτική διάνοια του Νέλσον που χάριζε απροσδόκητες νίκες στους Βρετανούς. Ο Νέλσον μέτρησε μια σειρά από αποτυχημένες εκστρατείες κατά των Γάλλων, ιδιαίτερα σε παράκτιες γαλλικές πόλεις, αν και τον Μάρτιο του 1802 θα υπογραφόταν η Συνθήκη της Αμιένης και θα μπορούσε πια να απολαύσει τους καρπούς των θριάμβων του. Η νέα του ερωμένη, παντρεμένη κι αυτή, έφερε στον κόσμο την κόρη του και το ζευγάρι ζούσε πια μέσα στη χλιδή και την πολυτέλεια σε έπαυλη στα περίχωρα του Λονδίνου. Αν και δεν θα το χαιρόταν για πολύ…
Ο θρίαμβος του Τραφάλγκαρ και το τέλος
Όλοι ήξεραν ότι ο Βοναπάρτης ετοιμαζόταν για πόλεμο και δύο μέρες πριν αυτός ξεσπάσει, ο Νέλσον στάλθηκε στη Μεσόγειο (Μάιος του 1803) μέσα στη ναυαρχίδα πια του Βρετανικού Ναυτικού, τη «Νίκη». Η αποστολή του ήταν να αποκλείσει το λιμάνι της Τουλόν για να αποτρέψει την ένωση του γαλλικού στόλου με τον ισπανικό, καθώς οι Ισπανοί είχαν μόλις κηρύξει τον πόλεμο στους Άγγλους. Η συνδυασμένη δύναμη Γάλλων και Ισπανών θα επέτρεπε τώρα στον Βοναπάρτη την εισβολή στην Αγγλία και τίποτα δεν θα μπορούσε να το ανακόψει αυτό. Στις αρχές του 1805, ο Ναπολέων έχοντας ήδη στεφθεί αυτοκράτορας, έδωσε την εντολή.

Το σχέδιο ήταν απλό: Γάλλοι και Ισπανοί θα έσπαγαν τον βρετανικό αποκλεισμό, θα κατευθύνονταν στις Δυτικές Ινδίες για να χαλάσουν το βρετανικό εμπόριο και θα επέστρεφαν στον Ατλαντικό ως ενιαία πια δύναμη ώστε να διαλύσουν το Βασιλικό Ναυτικό, να ελέγξουν τα Στενά της Μάγχης και να βοηθήσουν τον γαλλικό στρατό των 350.000 αντρών να επιτεθούν στην Αγγλία.

Τον Μάρτιο, ο γάλλος ναύαρχος Πιερ Βιλνέβ, εκμεταλλευόμενος την κακοκαιρία, κατάφερε να βγει από την Τουλόν και να χαθεί μέσα στην πυκνή ομίχλη. Ο Νέλσον τον κυνήγησε και του κατάφερε καίριο πλήγμα, αν και πρόλαβε ο Γάλλος να κλειστεί στο Κάντιθ. Αποκλείοντας το ισπανικό λιμάνι, ο Νέλσον επέστρεψε στην Αγγλία για 25 μέρες, ώστε να σχεδιάσει τη στρατηγική του για την τελική μάχη με τον γαλλο-ισπανικό στόλο. Ο Νέλσον ήταν ο μόνος που μπορούσε να ανακόψει τη γαλλική επίθεση στην Αγγλία και όλοι βασίζονταν πάνω του ως τη μοναδική ελπίδα του λαού.
Στις 15 Σεπτεμβρίου, ο Νέλσον επιβιβάστηκε στη «Νίκη» και σάλπαρε, όντας πια στον κολοφώνα της δόξας και της ακμής του. Τη μέρα των 47ων γενεθλίων του, κάλεσε σε δείπνο πάνω στη ναυαρχίδα του τους 15 πλοιάρχους του εξηγώντας τους αναλυτικά το πλάνο του. Στις 20 Οκτωβρίου, παίρνοντας την εντολή από τον Βοναπάρτη, ο Βιλνέβ έσπασε τον ναυτικό αποκλεισμό του Κάντιθ και η επόμενη μέρα θα βρει παραταγμένο τον γαλλο-ισπανικό στόλο στα ανοιχτά του Ακρωτηρίου Τραφάλγκαρ, στα νοτιοδυτικά του Κάντιθ. Με την εχθρική αρμάδα να πλησιάζει στις 21 Οκτωβρίου, ο Νέλσον έδωσε το περίφημο σύνθημά του: «Η Αγγλία περιμένει ότι ο καθένας θα κάνει το καθήκον του».

Η ναυμαχία άρχισε και μαινόταν κάποια στιγμή γύρω από τη βρετανική ναυαρχίδα, όταν γάλλος ελεύθερος σκοπευτής πυροβόλησε τον Νέλσον από κοντινή απόσταση στο στέρνο και τον ώμο. Ο Νέλσον μεταφέρθηκε στο αμπάρι για να υποβληθεί σε επέμβαση, αν και ήταν σαφές ότι δεν θα την έβγαζε καθαρή.

Όταν τον ενημέρωσαν ότι 15 εχθρικά πλοία είχαν αιχμαλωτιστεί, ο ναύαρχος αποκρίθηκε: «Αυτό είναι καλό, αν και εγώ παζάρεψα για 20»! Ο πλοίαρχος της ναυαρχίδας τον φίλησε κατόπιν στο μέτωπο ως ύστατο χαίρε και ο Νέλσον αποκρίθηκε για τελευταία φορά: «Τώρα είμαι ικανοποιημένος. Ευχαριστώ τον Θεό γιατί έκανα το καθήκον μου». Παρά το γεγονός ότι ο θρίαμβος στο Τραφάλγκαρ έσωσε οριστικά τη Βρετανία από τις ιμπεριαλιστικές διαθέσεις του Βοναπάρτη, η σπουδαία νίκη επισκιάστηκε από τον τραγικό θάνατο του Νέλσον. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β’, όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του εθνικού ήρωά του, ξέσπασε σε λυγμούς δηλώνοντας πως «χάσαμε περισσότερα απ’ όσα κερδίσαμε».

Η σορός του Νέλσον μεταφέρθηκε στο Λονδίνο και εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στον Καθεδρικό του Αγίου Παύλου κάτω από τα λάβαρα Γαλλίας και Ισπανίας που άρπαξε ο νικητήριος στόλος του. Οι επιτυχίες του Νέλσον στη θάλασσα εξασφάλισαν όχι μόνο την ανεξαρτησία της Αγγλίας αλλά και την πρωτοκαθεδρία της στο νερό στα χρόνια που θα έρχονταν…

Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr

ΙΣΠΑΝΙΚΟΣ ΕΜΦΥΛΙΟΣ

Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος ξεκίνησε στις 17 Ιουλίου 1936 με την εξέγερση του στρατού και ολοκληρώθηκε την 1η Απριλίου 1939 με την ήττα των αριστερών και φιλελεύθερων δυνάμεων που κατείχαν την εξουσία και τη νίκη των εθνικιστών του στρατηγού Φρανθίσκο Φράνκο, που επέβαλε δικτατορία.

Στις αρχές της δεκαετίας του '30 η πολιτική ζωή στην Ισπανία είχε πολωθεί επικίνδυνα ανάμεσα στην αριστερά και τη δεξιά. Η Μοναρχία είχε καταργηθεί και η αριστερά διεκδικούσε την αναδιανομή της γης, την αυτονομία των περιοχών που συνιστούσαν την Ισπανία (Καταλονία, Βασκωνία κλπ) και τον περιορισμό της δύναμης της πανίσχυρης Καθολικής Εκκλησίας.
AdTech Ad
Το 1936 η Αριστερά, αλλά και δυνάμεις από τον κεντρώο χώρο, συνασπίσθηκαν και ανέβηκαν στην εξουσία. Η κεντροαριστερή κυβέρνηση της χώρας υπονομεύθηκε, τόσο από τους αναρχικούς, που αποτελούσαν πιο σημαντική δύναμη από τους κομμουνιστές, όσο και από τους ακροδεξιούς φαλαγγίτες και τους καρλιστές (φιλοβασιλικούς).
Οι εκατέρωθεν αιματηρές αψιμαχίες δεν άργησαν να προκαλέσουν την εξέγερση του στρατού, που στασίασε πρώτα στο Μαρόκο και τις άλλες αποικίες της Ισπανίας και στη συνέχεια στο εσωτερικό της χώρας. Ιδίως οι νεαροί αξιωματικοί, στους οποίους στηρίχθηκε ο Φράνκο, πίστευαν ότι η Ισπανία ήταν υπό «ερυθρά απειλή» και ότι έπρεπε πάση θυσία να υπερασπίσουν τον χριστιανικό πολιτισμό. Η δια των όπλων αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο «Ισπανίες» ήταν γεγονός.
Από τη μία πλευρά ήταν οι «Δημοκράτες». Στις τάξεις τους συνυπήρχαν φιλελεύθεροι αστοί, σοσιαλιστές, αναρχικοί (CNT, FAI), τροτσκιστές (POUM) και το μικρό, αλλά ιδιαίτερα δραστήριο Κομμουνιστικό Κόμμα, που εκείνη την εποχή δεν θα μπορούσε παρά να είναι φιλοσοβιετικό. Η ετερόκλητη αυτή συμμαχία διακρινόταν για τα αντικληρικαλιστικά πιστεύω και διατηρούσε τη μεγαλύτερη δύναμή της στις πόλεις. Στο πλευρό της στάθηκε η συντηρητική Βασκωνία (Χώρα των Βάσκων), που διεκδικούσε, όπως και η Καταλονία, μεγαλύτερη αυτονομία από την κυβέρνηση της Μαδρίτης.
Από την άλλη πλευρά, οι Εθνικιστές εκπροσωπούσαν τους δεξιούς, τους ακροδεξιούς και τους φιλοβασιλικούς, ενώ αντλούσαν τη δύναμή τους από τους αγρότες, την πλουτοκρατία της Ισπανίας και την Καθολική Ισπανία. Σε αντίθεση με τους Δημοκρατικούς, επιδίωκαν ένα συγκεντρωτικό κράτος και αντιτίθεντο στις αυτονομιστικές τάσεις της Βασκωνίας και της Καταλονίας.
Οι δυνάμεις του Φράνκο είχαν σχεδόν από την αρχή την υποστήριξη της φασιστικής Ιταλίας και της ναζιστικής Γερμανίας, με έμψυχο και άψυχο υλικό. Η Γαλλία βοήθησε στην αρχή τη νόμιμη κυβέρνηση της Μαδρίτης, ενώ σταθεροί σύμμαχοί της παρέμειναν η Σοβιετική Ένωση και το Μεξικό. Οι περισσότερες δημοκρατικές χώρες της Δύσης κράτησαν επισήμως ουδέτερη στάση.
Ο πόλεμος στα τρία χρόνια που διήρκεσε ήταν άγριος και ανελέητος, όπως κάθε εμφύλιος. Ωμότητες διαπράχθηκαν και από τις δύο πλευρές, αλλά τα θύματα ήσαν σαφώς περισσότερα από την πλευρά των Δημοκρατικών. Ο συνολικός αριθμός των θυμάτων του Ισπανικού Εμφυλίου δεν είναι μέχρι σήμερα εξακριβωμένος. Οι νεκροί υπολογίζονται από 300.000 ως 1.000.000.
Οι Δημοκρατικοί στην επίθεση των δυνάμεων του Φράνκο απάντησαν με επιθέσεις εναντίον της Καθολικής Εκκλησίας, που θεωρούσαν καταπιεστικό θεσμό και υποστηρικτή του παλαιού καθεστώς. Υπήρξαν σφαγές του κλήρου και εκτεταμένες πυρπολήσεις ναών και μοναστηριών. 12 επίσκοποι, 283 καλόγριες, 2.365 μοναχοί και 4.184 ιερείς υπολογίζεται ότι σκοτώθηκαν από τους Δημοκρατικούς κατά τη διάρκεια του Εμφύλιου.
Οι Εθνικιστές, από την πλευρά τους, προέβησαν σε μαζικές εκκαθαρίσεις αντιπάλων τους και διαφωνούντων, δρόμο με δρόμο, πόρτα με πόρτα, εκμισθώνοντας συχνά τις υπηρεσίες ανθρώπων του υποκόσμου. Πιο γνωστό θύμα τους, ο διάσημος θεατρικός συγγραφέας και ποιητής Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Οι εθνικιστές του Φράνκο είχαν στη διάθεσή τους υπέρτερο αριθμό και ποιότητα οπλισμού. Πραγματοποίησαν εκτεταμένους βομβαρδισμούς με αεροπλάνα, που έθεσαν στη διάθεσή τους ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι. Ο βομβαρδισμός της βασκικής πόλης Γκερνίκα (Γκουέρνικα), έμεινε στην ιστορία, χάρις στον περίφημο πίνακα του Πάμπλο Πικάσο, που αποτύπωσε μοναδικά τη φρίκη του πολέμου.
Ο Ισπανικός Εμφύλιος ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας και προκάλεσε κύμα συμπάθειας και ενεργού συμπαράστασης από χιλιάδες αντιφασίστες σε όλο τον κόσμο, που έσπευσαν να ενταχθούν στις κομμουνιστικής εμπνεύσεως «Διεθνείς Ταξιαρχίες». Περίπου 50.000 έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις στο πλευρό των Δημοκρατικών και 10.000 από αυτούς δεν επέστρεψαν ποτέ στις χώρες τους. Ανάμεσά τους και πολλοί Έλληνες, γύρω στους 300, παρότι τη χώρα μας κυβερνούσε το φασίζον καθεστώς της 4ης Αυγούστου.
Ο δικτάτωρ Ιωάννης Μεταξάς, παρά την ιδεολογική του συγγένεια με τον Φράνκο, δεν δίστασε να πουλήσει πολεμοφόδια στους Δημοκρατικούς, σε μια εποχή που η χώρα μας είχε ανάγκη το ξένο συνάλλαγμα. Τη «δουλειά» ανέλαβε να διεκπεραιώσει ο πανέξυπνος επιχειρηματίας Μποδοσάκης (Πρόδρομος Αθανασιάδης) με την «Ελληνική Εταιρία Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου».
Η ετερόκλητη σύνθεση των Δημοκρατικών και η αλληλοϋπονόμευση στο εσωτερικό τους συνέτειναν στην κατάρρευση της κυβέρνησή τους. Με την κατάληψη της Βαρκελώνης (26 Ιανουαρίου 1939) και της Μαδρίτης (28 Μαρτίου 1939), ο ισπανικός εμφύλιος έλαβε και τυπικά τέλος την 1η Απριλίου 1939. Ο Φράνκο ήταν, πλέον, ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Επέβαλε μία στυγνή και φασίζουσα δικτατορία, η οποία κατέρρευσε με τον θάνατό του το 1975, οπότε η Ισπανία ανέπνευσε ξανά τον αέρα της Δημοκρατίας.
Πηγή: sansimera.gr

Λα Πασιονάρια (Ντολόρες Ιμπαρούρι) Ποιήτρια, επαναστάτρια (1895-1989)


Αφοσιωμένη πολέμια του φασισμού, βασικό μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ισπανίας, υπέρμαχος των δικαιωμάτων των γυναικών. Για να καταλάβει όμως κανείς την αληθινή αξία της γυναίκας που έμεινε στην ιστορία ως «Λα Πασιονάρια» («La Pasionaria», από το «λουλούδι του Πάθους», ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε για να υπογράφει τα άρθρα της στην εφημερίδα των ανθρακωρύχων «El Mineero Vizcaino» και στην αριστερή εφημερίδα «Mundo Obero») πρέπει να εξετάσει τις συνθήκες και τις ιδιαιτερότητες της εποχής στην οποία μεγάλωσε.
Γεννήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 1895 στην Γκαγιάρτα της Ισπανίας και ήταν το έκτο από τα συνολικά 11 παιδιά μιας φτωχής οικογένειας ανθρακωρύχων. «Στην εποχή μου οι γυναίκες ήταν οικιακοί σκλάβοι χωρίς δικαιώματα. Και η λέξη "γάμος" σήμαινε για εμάς: ράψιμο, εγκυμοσύνες και κλάματα. Κλάματα, πολλά κλάματα για την κακή μας μοίρα, για την παντελή έλλειψη δύναμης, για τα αθώα παιδιά μας στα οποία έπρεπε να προσφέρουμε φροντίδες βουτηγμένες στα δάκρυα. Κλάματα για τη γεμάτη πόνο ζωή μας, μια ζωή χωρίς προοπτικές, γεμάτη αδιέξοδα. Πικρά δάκρυα με μια κατάρα μόνιμα στην καρδιά και μια βλασφημία στα χείλη». (Απόσπασμα από την αυτοβιογραφία της, την οποία συνέγραψε το 1963.) 

Αυτό ήταν το κοινωνικό πλαίσιο στις αρχές του αιώνα στην Ισπανία. Και πράγματι, παρ' ότι εξαίρετη μαθήτρια, η οικογένεια της Ντολόρες δεν είχε τα χρήματα για να τη στείλει να σπουδάσει δασκάλα, όπως εκείνη ήθελε. Εγινε μοδίστρα, το 1931 παντρεύτηκε και αυτή έναν ανθρακωρύχο, έκανε έξι παιδιά, όμως μόνο τα δύο από αυτά επέζησαν από τις κακουχίες. «Είναι δικό μου λάθος. Διότι δεν τους προσέφερα τις σωστές ιατρικές φροντίδες και τις γαλουχίες όταν έπρεπε» έγραψε αργότερα. Και οι συνθήκες διαβίωσης εκείνης και των παιδιών της έγιναν ακόμη χειρότερες όταν ο άνδρας της, ως ενεργό μέλος του Εργατικού Συνδικάτου, φυλακίστηκε επειδή ηγήθηκε μιας απεργίας. Η Ιμπαρούρι μελέτησε και εμπνεύστηκε από τον Μαρξ και έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος (PCE). Και ήταν τότε που άρχισε να δημοσιεύει τα πύρινα άρθρα της στις εφημερίδες του κύκλου της, ήταν τότε που γεννήθηκε η «Πασιονάρια». 



Το 1920 εξελέγη στην Περιφερειακή Επιτροπή του Βασκικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Σύντομα εξελίχθηκε σε σημαντική προσωπικότητα του χώρου της και το 1930 εξελέγη μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Την επόμενη χρονιά έγινε αυτή εκδότρια της «Mundo Obrero», θέση την οποία χρησιμοποίησε για να προβάλει ιδέες που θα βελτίωναν την κοινωνική θέση της γυναίκας. Φυλακίστηκε τον Σεπτέμβριο του 1931 και τελικά, ύστερα από αρκετές ταλαιπωρίες, απελευθερώθηκε τον Ιανουάριο του 1933. Συνέχισε με πάθος τους αγώνες της κατά του επερχόμενου φασισμού, ταξίδεψε στη Σοβιετική Ενωση και ανέβηκε πολύ στην ιεραρχία του Κομμουνιστικού Κινήματος. Οι πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία του Μπενίτο Μουσολίνι και στη Γερμανία του Αδόλφου Χίτλερ τής έφερναν εφιάλτες. Ελεγε: «Μην κλείνετε τα μάτια σας στην άνοδο αυτών των στοιχείων. Αν σε μια χώρα της Ευρώπης οι φασίστες καταφέρουν να αποκτήσουν εξουσία, τότε η μπόρα θα μας πάρει όλους». Βοήθησε στην ίδρυση της Παγκόσμιας Επιτροπής Γυναικών κατά του Πολέμου και του Φασισμού. Το 1936 εξελέγη στα Cortes, τη Βουλή της Ισπανίας. Αγωνίστηκε για τον εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας, των εργατικών δικαιωμάτων, για τη βελτίωση της δημόσιας υγείας, κατάφερε ακόμη και να διαπραγματευτεί με επιτυχία την αποφυλάκιση αρκετών πολιτικών κρατουμένων.

Κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου η ευρέως γνωστή ως «Πασιονάρια» πλέον ήταν υπεύθυνη επικοινωνίας των δημοκρατικών. Στις 18 Ιουλίου του 1936 ολοκληρώνοντας μια ραδιοφωνική ομιλία της διακήρυξε: «Νο pasaran!» (οι φασίστες «δεν θα περάσουν!»). Η φράση αυτή έγινε το σύνθημα όλων των δημοκρατικών, των επαναστατημένων του κάθε ιδεολογικού αγώνα, μέχρι και του μεξικανού επαναστάτη Εμιλιάνο Ζαπάτα. Στην ανθολογία της παγκόσμιας Ιστορίας έχουν μείνει ακόμη δύο διακηρύξεις της. Η περίφημη «είναι καλύτερο να είμαστε χήρες ηρώων, παρά σύζυγοι δειλών». Και το θρυλικό: «Οι Ισπανοί να πεθάνουν όρθιοι, παρά να ζήσουν γονατιστοί». Ηταν μια φράση την οποία χρησιμοποίησε σε μια ομιλία της κατά τη διάρκεια της εκστρατείας για την ενίσχυση των δημοκρατικών, μια αποστολή ζωής που είχε φέρει την «Πασιονάρια» στη Γαλλία και στο Βέλγιο. Η Ευρώπη είχε πλέον καταγοητευτεί από τη φλογερή επαναστάτρια με το πανέμορφο πρόσωπο και το ασυμβίβαστο πνεύμα.
Η έλευση των φασιστών όμως δεν στάθηκε δυνατό να αποτραπεί. Η «Πασιονάρια» προτίμησε να ζήσει στη Σοβιετική Ενωση. Ο μόνος της γιος, ο Ρούμπεν, σκοτώθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 1942 στο Στάλινγκραντ, πολεμώντας στις τάξεις του Κόκκινου Στρατού. Η «Πασιονάρια» συνέχισε τους αγώνες της. Εγινε Γενική Γραμματέας του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCE) τον Μάιο του 1944. Το 1964 τιμήθηκε με το βραβείο Ειρήνης Λένιν και την επόμενη χρονιά με το παράσημο Λένιν. Και όμως, το 1968 επετέθη δριμέως κατά του Κόκκινου Στρατού για τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία.

Η «Πασιονάρια» θέλησε να επιστρέψει στην Ισπανία μετά τον θάνατο του Φρανσίσκο Φράνκο. Το 1977 εξελέγη ξανά στα Cortes. Πέθανε στις 12 Νοεμβρίου 1989, σε ηλικία 93 ετών, από πνευμονία.
Πηγή: TO BHMA 

4.4.16

MATΣΟΥΟ ΜΠΑΣΟ (1644-1694) Με αγάπη από την Ιαπωνία Fuji Tomo Kazu

Χειμωνιάτικη μέρα,
πάνω στ’ άλογό μου
παγωμένος ίσκιος.

Φθινοπωρινό φεγγάρι, η παλίρροια αφρίζει πάνω στο πορτόνι.
Φθινόπωρο –και τα πουλιά και τα σύννεφα ακόμη μοιάζουν γέρικα.
Έλα δες, αληθινά λουλούδια αυτού του οδυνηρού κόσμου.
 (Μετάφραση: Σωκράτης Σκαρτσής)

Όλα σωπαίνουν:
η φωνή του τζίτζικα
σχίζει το βράχο.

Δροσιά: πώς αλλιώς να ξεπλύνεις την τόση σκόνη του κόσμου.
Άδειο κέλυφος: κι η ψυχή του τζίτζικα τραγουδημένη.
Άνθη κερασιάς: των περασμένων χρόνων μικρές φωτίτσες.
Κανένα ίχνος στη φωνή του τζίτζικα ότι πεθαίνει.
Μεσημεράκι: ο τοίχος να δροσίζει τις πατούσες μου.
Όταν αστράφτει
ο φωτισμένος άνθρωπος
κι αυτός θαυμάζει.

(Απόδοση: Διονύσης Καψάλης)

γέρικη λίμνη
πηδάει ένα βατράχι
σκίρτημα νερού

μια πεταλούδα γλιστρά στα φύλλα της ιτιάς· Απρίλης…
φθινοπωριάζει: θάλασσα κι ορυζώνες ένα πράσινο
να μεθύσω· να
πέσω να κοιμηθώ σε
ρόδινες πέτρες

δροσοσταλίδα, άσε με να ξεπλύνω τη μαυρίλα μου
απόψε άγρια
θάλασσα κι από πάνω
σιωπηλά άστρα

πώς να διαβάσω;
τέλειωσε το λαδάκι
·
πάω για ύπνο 

(Μετάφραση:  Ρούμπη  Θεοφανοπούλου)

Κ Ο Μ Π Α Γ Ι Α Σ Ι   Ι Σ Σ Α  (1763-1827)
Το πρώτο τζιτζίκι:
η ζωή είναι
σκληρή, σκληρή, σκληρή.

Χαμένος στα μπαμπού –μα το φεγγαρόφωτο, στο σπίτι μου.
Στην καλύβα μου κηλίδες πρωϊνών λάμψεων.
Όταν φύγω φύλα τον τάφο μου ακρίδα.
Η νιρβάνα του Βούδδα,
πέρ’  απ’ τα λουλούδια
και τα λεφτά.                    
Φθινοπωρινός άνεμος –ο ήσκιος του βουνού ταλαντεύεται.     
(Μετάφραση: Σωκράτης Σκαρτσής)


Έτσι θ’ ανθίζουν
κι οι κερασιές στην άλλη
όχθη της ζωής.

Σαλιγκάρι μου: αργά αργά ν’ ανέβεις το όρος του Φούτζι.
Από το θάμνο λαμπροστόλιστη, να την: η πεταλούδα.
Στέκει τρέμοντας η καλύβα της πόρνης στην καταιγίδα.
Απόψε τ’ άστρα το ‘να με τ’ άλλο μοιάζει να ψιθυρίζουν.
Μόνη στο σπίτι κι αυτή θα βλέπει τώρα την πανσέληνο.
Περπατήσαμε μέσα στα χρυσάνθεμα πίνοντας σάκε.
Ίσια στο χιόνι της πόρτας κατουρώντας, ανοίγω τρύπα.
Ο κόσμος της πάχνης κόσμος της πάχνης είναι κι ωστόσο , κι ωστόσο. 
(Απόδοση: Διονύσης Καψάλης)

μυγούλες μου! κι                           
εσείς θα υποφέρετε
από μοναξιά
αχ τρελακρίδα, πρόσεξε μη σπάσεις                         
τις δροσοσταλίδες!

φρέσκια δροσούλα κόσμος εφήμερος που εξατμίζεται
τί θέα! από                                     την τρύπα της κουρτίνας ο γαλαξίας
καλοκαιρινή
βροχή
· γυμνός πάνω σε
άλογο γυμνό  

(Μετάφραση: Ρούμπη Θεοφανοπούλου)

ΙΑΠΩΝΙΚΗ ΚΛΑΣΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Με αγάπη από την Ιαπωνία FUJI TOMO KAZU

Κλασική Ιαπωνική Ποίηση

Μετάφραση  Ζ. Δ. Αϊναλής

Haiku της περιόδου των Tokugawa (1568 – 1868)




Matsuo Bashô
(1644 – 1694)
Πρώτη μέρα του χρόνου
σκέφτομαι τη μοναξιά
των δειλινών του φθινοπώρου

Το φθινόπωρο πλησιάζει
η δαμασκηνιά κι η σελήνη
τα πάντα αγγέλουν τον ερχομό του

Σ’ ένα κλαρί νεκρό
κάποιο κοράκι στάθηκε
του φθινοπώρου δείλι.

Δεν καίει λάδι πια στη λάμπα μου,
ξάπλωσα. Νύχτα,
κι απ’ το παράθυρο το φεγγάρι.

Φεγγάρι ολόγιομο.
Τριγύρω απ’ τη λίμνη όλη τη νύχτα
περιπλανήθηκα.
 
Τα νερά του καταρράκτη διαυγή.
Μέσα στα κύματα άσπιλα
λάμπει η σελήνη καλοκαιρινή.
*** Μιαν αστραπή:
Μες το σκοτάδι αστράφτει
του ερωδιού η κραυγή.
***
Μπροστά σε μιαν αστραπή
αξιοθαύμαστος
αυτός που δεν καταλαβαίνει!
***
Ένα πέπλο βροχή
μια μέρα χωρίς το Fuji να δω
η χαρά.
***
Ξύπνα, ξύπνα, φωνάζω,
φίλη μου εσύ μοναχή,
πεταλούδα, που τώρα κοιμήθηκες.

 Τη μοναξιά αυτή
θα ‘ρθεις να τη μοιραστείς μαζί μου
φύλλο παυλόβνιας;

Όταν λείπει η αγάπη
τα πάντα μοιάζουν παρατημένα
και τα φύλλα νεκρά.

Έφτασ’ η άνοιξη
στο βουνό χωρίς όνομα
ομίχλη πρωινή.

Τ’ άνθη ποιου δέντρου
αδύνατο να πεις
κι όμως τι άρωμα!

Στο άρωμα των δαμασκηνιών
ξάφνου σηκώνετ’ ο ήλιος
μονοπάτι μες τα βουνα

Των τζιτζικιών το άσμα
ίσαμε την καρδιά των βράχων
γαλήνη.

Όπου να ‘ναι θα πεθάνουνε
τα τζιτζίκια. Όσο τ’ ακούμε
δεν το σκεφτόμαστε.

Ανάκατα ψέματα κι αλήθειες
κι όμως υπάρχει μια σκέψη αγαθή
στο προσκεφάλι μου πλάι.

Πρώτη του χειμώνα νεροποντή.
Ο πίθηκος μοιάζει κι αυτός
ένα βρόχινο να ζητάει παλτό.

Χειμωνιάτικος ήλιος
εγώ καβαλάρης
και παγωμέν’ η σκιά μου

Αρρώστησα ταξιδεύοντας,
τώρα σ’ ένα λειμώνα πλανώνται
τα όνειρα μου γυμνό.
Yamaguchi Sodô
(1642 – 1716)

Κάτω από τη σελήνη στιλπνή
με μόνη συντροφιά γυρίζω στο σπίτι μου
τη σκιά μου.
Sugiyama Sampû
(1647 – 1732)

Θα τον περιμένουνε τα παιδιά του
όσο ο κορυδαλλός
ανεβαίνει ψηλά!
Ikenishi Gonsui
(1650 – 1722)

Κόπασε του χειμώνα
ο άγριος άνεμος,
μην αφήνοντας πίσω του παρά τον αχό των κυμάτων.
Mukai Kyorai
(1651 – 1704)

Μπείτε! Μπείτε λοιπόν!
Ούρλιαζα, μα συνεχίζαμε να χτυπάμε τη θύρα
σκεπασμένη με χιόνι.
Hattori Ransetsu
(1654 – 1707)

Φθινόπωρο φεγγάρι γεμάτο
έρπουνε οι ατμοί
στην επιφάνεια του νερού.
Enomoto Kikaku
(1661 – 1707)

Στο καπέλο μου
το χιόνι μου φαντάζει λαφρύ
ότι είναι δικό μου.

Έφτασε ο χειμώνας.
Στα σκιάχτρα
κουρνιάζουνε τα κοράκια.

Το γεμάτο φεγγάρι λαμπρό.
Στο ψάθινο δάπεδο, των πεύκων
αντανακλώνται οι σκιές.
Tachibana Hokushi
(† 1718)

Όλα καήκαν.
Ευτυχώς οι ανθοί
είχαν προλάβει ν’ ανθίσουν.

Ομπρέλες…
Πόσες περάσαν
Τούτη τη βραδιά μες το χιόνι;
Yosa Buson
(1716 – 1783)

Καθ’ όλην τη διάρκεια της μέρας
στου φθινοπώρου τη θάλασσα
η φουσκοθαλασσιά κυματίζει.
Ôshima Ryôta
(1718 – 1787)

Κρύβονται
οι πυγολαμπίδες κυνηγημένες
στις ακτίνες του φεγγαριού.
Kobayashi Issa

(1763 – 1827)
Με τι βλέμμα ζηλόφθονο
την πεταλούδα ακολουθεί
στο κλουβί το πουλί!
Suzuki Michihiko
(1757 – 1819)

Ω! υπέροχη, με το χιόνι
όπου παντρεύεται η ομίχλη
και τη σελήνη, αυγή!
Μύθοι και Θρύλοι από τα βιβλία του Manyôshû (8ος αι.)

Ανωνύμου

Ο θρύλος του Urashima
Περασμένο φθινόπωρο μέρα βαριά
Ομίχλη τριγύρω παχιά
Κι εγώ κάτω στο Suminoe
Στην ακτή περπατώντας αργά
Τις ψαρόβαρκες που στα κύματα
Κοιτώντας να ταλαντεύονται
Μιαν ιστορία απ’ τα παλιά
Όταν μου ‘ρθε στο μυαλό ξαφνικά.
Ήτανε κάποτε ένας νέος λαμπρός,
Ο Urashima, του Mizunoe ο γιος,
Και για τα δίχτυα του όπού ‘ταν ξακουστός,
Κι όπου στο ψάρεμα του τόνου, της τσιπούρας
Δεν τον παράβγαινε κανείς.
Μα να κάποια που έφυγε βραδιά
Μα να που κιόλα μέρες πέρασαν επτά
Και που στο σπίτι του δε γύρισε ξανά.
Και να που με τη βάρκα του
Τώρα στο χείλος της θάλασσας μπροστά.
Και να που μπροστά του προβάλλει ξαφνικά
Του θεού των θαλασσών χωρίς βιασύνη
Κωπηλατώντας η θυγατέρα αργά.
Κι ώρα θα μιλήσουν οι δυο τους για πολλά
Και θα ερωτευτούν παράφορα πολύ.
Και να που όρκους θ’ ανταλλάξουνε καυτούς
Και να που στη χώρα της αιώνιας ζωής
Στο τέλος θα επιστρέψουνε μαζί.
Έτσι απ’ το χέρι τώρα πιασμένοι τρυφερά
Με καρδιοχτύπι μπαίνουν κι οι δυο διστακτικά
Στη κατοικία τη μελλοντική,
Σαν που ταιριάζει μεγαλόπρεπη και οχυρή.
Κι έτσι ανέμελα καιρός πολλής περνά
Δίχως καθόλου να γερνάν
Μήτε και να πεθαίνουνε ποτέ
Μες στα παλάτια του θεού των θαλασσών θαλασσινά.
Μ’ αυτός ο αλαφρόμυαλος,
Ο γιος του κόσμου αυτού,
Στη σύζυγο του έτσι μιλά κι έτσι της λέει:
Είναι φορές που θα ‘θελα στο σπίτι μου το πατρικό
Σαν βέλος γρήγορο να πεταχτώ
Και νέα να μάθω του γέρου του πατέρα μου
Και της γριάς της μάνας μου ν’ ακούσω τη φωνή,
Κι ευτύς αμέσως πίσω να γυρίσω πλάι σου ξανά.
Κι έτσι αφού μίλησε τα λόγια αυτά
Έτσι τ’ αποκρίθηκ’ η γυναίκα του
Μια πίκρα τρίζει τη φωνή:
Πίσω, σαν το θελήσεις, στον κόσμο τούτο
Της αιώνιας ζωής να γυρίσεις ξανά
Και μαζί μου να ζήσεις σαν και πρώτα και πάλι,
Σ΄ ότι έχεις, να χαρείς, στον κόσμο σ’ ικετεύω, ιερό,
Με τα ψιμύθια πάρε το σεντουκάκι μου τούτο το μικρό
Που μου ‘ναι ακριβό πολύ κι αγαπητό
Και μην τ’ ανοίξεις πλάι μου ίσαμε να γυρίσεις πίσω πάλι εδώ.
Και να που τον βάζει να το επαναλάβει
Και να που τον βάζει να ορκιστεί.
Κι εκείνος το επόμενο πρωί
Στο Suminoe ευτύς αμέσως σα βέλος πετάγεται γοργά
Ψάχνει το σπίτι του
Και πια σπίτι δε βλέπει πουθενά,
Ψάχνει το χωριό του
Και πια χωριό δε βλέπει πουθενά.
Κι αμήχανος στέκεται κει στοχαστικός.
Και μέσα του μιλά και έτσι λέει:
Μέσα στα τρία χρόνια μόνο αυτά
Οπού ‘φυγα από το σπίτι μου μακριά
Είν’ έτσι τάχα δυνατόν να χάθηκαν τα πάντα
Και δίχως το ίχνος το παραμικρό
Και σαν να μην υπήρξανε ποτές
Τα πάντα να εξαφανιστούν;
Κι αν άνοιγα άραγε τούτο το σεντουκάκι
Μια ματιά μονάχα, έτσι για να δω,
Λες άραγε το σπίτι μου σαν άλλοτε και το χωριό
Μπροστά στα μάτια μου να εμφανίζονταν ξανά;
Κι ανοίγει ο άμυαλος
Το σεντουκάκι με τα ψιμύθια της ακριβής του τ’ ακριβό
Κι ευτύς αμέσως ξεχύνεται εν’ άσπρο σύννεφο, καπνός
Και φεύγει και χάνεται πέρα μακριά
Και πίσω στη χώρα της αιώνιας ζωής πετά.
Και που τρεκλίζοντας τα πόδια ξαφνικά,
Ουρλιάζει υποφέροντας φριχτά
Τους πόνους σ’ όλο το κορμί
Γκρεμίζεται και να που τώρα σέρνεται στη γη
Με δίχως δύναμη ξανά να σηκωθεί.
Και κάθε που περνά στιγμή
Το πνεύμα ολοένα πιο αδύναμο στα ξαφνικά
Και να που το δέρμα έτσι οπού ‘ταν νέο
Ίσαμε τώρα σφριγηλό
Γρήγορα πως γερνά
Και οι ρυτίδες έτσι πως το καλύπτουνε παντού
Και τα μαλλιά του οπού ‘ταν έτσι όμορφα
Ολόμαυρα και μακριά
Γρήγορα πως ασπρίζουνε
Κι έτσι πως αραιώνουνε τώρα στο κεφάλι τα μαλλιά!
Και μες το στέρνο ευτύς αρχίζει ναν τον πνίγει η πνοή
Και τον αφήνει τελικά, τον παρατάει η ζωή.
Κι από τον Urashima τώρα,
Του Mizunoe το γιο,
Μονάχα βλέπω τώρα το στερνό
Της κατοικίας του το τόπο τον παντοτινό.
Πηγή: https://moggolospolemistisvalkaniosagrotisoklonos.wordpress.com

''ΚΑΤΑΝΑ'' ΤΑ ΣΠΑΘΙΑ ΤΩΝ ΣΑΜΟΥΡΑ'Ι' με αγάπη από την Ιαπωνία FUJI TOMO KAZU

Τα μυστικά του σπαθιού των Σαμουράι

Αν ακουμπήσεις το πιο λεπτό μετάξι στην κόψη της κατάνα, θα το δεις να κόβεται στα δυό.
Το σπαθί των Σαμουράι δε γίνεται από κομμάτια μετάλλου που δένονται μεταξύ τους, όπως το δυτικό σπαθί.Στη Δύση, ένα κομμάτι μέταλλο έμπαινε στη φωτιά κι ύστερα πάνω στο αμόνι, για να δεχθεί το χτύπημα του σφυριού, ώσπου να γίνει αρκετά λεπτό και κοφτερό. Το γεγονός του ενός ενιαίου κομματιού σήμαινε ότι το σπαθί λύγιζε και έσπαγε ευκολότερα. Το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε την εποχή των Βίκινγκς, που πρώτοι σκέφτηκαν να κατασκευάσουν σπαθιά από διαφορετικά κομμάτια μέταλλο, μικρότερα, χαρίζοντας έτσι νέα ανθεκτικότητα στις σπάθες τους.
Τα γιαπωνέζικα σπαθιά φτιάχνονται τελείως διαφορετικά: ένα φύλλο, ένα έλασμα μετάλλου διπλώνεται και ξαναδιπλώνεται πάνω από τη φωτιά, ώσπου να γίνει λάμα, μια παντοδύναμη, αιχμηρή λάμα που δε γίνεται να καταστραφεί παρά από τη φωτιά που τη γέννησε.

Ο κατασκευαστής κατάνα δεν ήταν ένας απλός καλός τεχνίτης, όπως ο κατασκευαστής σπαθιών στη δύση. Ήταν πρόσωπο σεβαστό και η τάξη στην οποία ανήκε θεωρούνται από τις κοινωνικά ανώτερες, έχουσα μάλιστα κι ιερατικά καθήκοντα καθώς η κατασκευή κατάνα ήταν τέχνη δοσμένη από τους Θεούς. Σε κάθε κατάνα ο κατασκευαστής της έγραφε, μάλιστα το όνομά του και τους τίτλους ευγενείας που το συνόδευαν.
Πολλές φορές η πρώτη δοκιμή του καινούριου ξίφους του Σαμουράι γινόταν πάνω σε κάποιον καταδικασμένο εγκληματία ή, αν δεν υπήρχε η δυνατότητα, σε κάποιο πτώμα που το ξίφος έπρεπε να κόψει στα δυό.
Η τέχνη του σπαθιού είναι η μητέρα του κώδικα τιμής. Προηγείται. Η δημιουργία του Κενζούτσου τοποθετείται στον 11ο αιώνα και τα χαρακτηριστικά του είναι καθαρά επιθετικά. Σκοπός του μόνον ο φόνος. Ο σαμουράι δεν έχει κανένα λόγο να χαριστεί στον αντίπαλό του, θέλει να τον σκοτώσει χωρίς να του δωσει ευκαιρία αλλά και χωρίς να ξεπέσει στη βαρβαρότητα.Η επίδειξη δεν είναι μες στις προθέσεις του – το πάθος όμως είναι βασικό συστατικό στον πόλεμό του. Χαρακτηριστικά, στο άθλημα που προέκυψε από το Κενζούτσου, το Κέντο – «ο τρόπος των σπαθιών»- μετρά κι ανταμείβεται βαθμολογικά το πάθος με το οποίο γίνεται μια επίθεση, σε αντίθεση με την μοντέρνα δυτική αθλητική ξιφασκία όπου τον πρώτο ρόλο έχει η ανδροπρεπής χάρη, ειδικά στην άμυνα. Η χάρη στο Κενζούτσου είναι στρατιωτική.
Στην ιαπωνική μυθολογία το πρώτο σπαθι το κατασκεύασε ο θεός Ιζανάγκι για να σκοτωσει το γιό του, το Θεό της Φωτιάς, ο οποίος όταν γεννήθηκε προκάλεσε τέτοιους πόνους στη μητέρα του Ινζανάμι, που εκείνη εγκατέλειψε το συζυγό της και κρύφτηκε στα έγκατα της γης. Το πρώτο αυτό σπαθί κατέληξε σε γυναικεία χέρια: στην κόρη του Ιζανάγκι και θεά του Ήλιου, Αματεράσα Ομικάμι, η οποία το παρέδωσε τελικά στον εγγονό της, Νινίγκι-νο Μικότο για να κυβερνήσει τη Γη.
  Για να δείτε τους Αγγλικούς υπότιτλους, πατήστε το κουμπί cc και μετά αγγλικούς υπότιτλους.
Δυστυχώς δεν μπόρεσα να βρω το ντοκιμαντέρ στα Ελληνικά.
Οι ρίζες του Ιαπωνικού σπαθιού προέρχονται πιθανότατα από την Κίνα και η αρχική τεχνολογία κατασκευής τους έφτασε στην Ιαπωνία μέσω της Κορέας. Τα πρώτα σπαθιά που γνωρίζουμε προέρχονται από τάφους που χρονολογούνται στον 4ο – 5ο αιώνα μ.χ. Οι λεπίδες αυτές είναι ίσιες και έχουν μονή κόψη. Αυτά τα σπαθιά είναι γνωστά ως Chokuto. Στην περίοδο Heian τα πρώτα γνώριμα σπαθιά έχουν αναπτυχθεί, και χαρακτηρίζονται από καμπυλωτές μακριές λεπίδες μονής εξωτερικής κόψης που προοριζόταν για έφιππες μάχες. Τα σπαθιά αυτά έχουν όλα τα χαρακτηριστικά της ιδιαίτερης κατασκευής που κάνουν τα ιαπωνικά σπαθιά ξεχωριστά. Αυτή την τεχνική θα την αναλύσουμε λίγο αργότερα. Τα σπαθιά αυτά χαρακτήριζαν την πρώτη εποχή του Ιαπωνικού σπαθιού (Koto) και είναι γνωστά ως Tachi.
Οι λόγοι για την εμφάνιση τους ήταν πρακτικοί. Επειδή πολεμούσαν από τα αλόγα υπήρχε η ανάγκη για ένα σπαθί που έκοβε σαν ξυράφι και όχι για ένα σπαθί που καρφωνόταν στο κορμί του εχθρού. Σε αυτό οφείλεται και η μονή κόψη και το καμπυλωτό σχήμα. Για το σχήμα υπήρχε ο επιπλέον λόγος ότι ήταν πιο εύκολο και γρήγορο να βγάλει κανείς το σπαθί από την θήκη του. Το Tachi ήταν πιο μακρύ από τα μετέπειτα σπαθιά αλλά έπρεπε και να μπορούν να το κρατάνε με το ένα χέρι, οπότε η λεπίδα χαρακτηριζόταν από την λεπτότητα της και το μικρό της πλάτος για λόγους βάρους. Το Tachi το φορούσαν στην μέση με την κοφτερή πλευρά της λεπίδας να κοιτά προς τα κάτω. Ελάχιστα γνωρίζουμε για τους σιδηρουργούς εκείνης της εποχής.
Η εποχή των εμφυλίων που ακολούθησε (Kamakura) υπήρξε η χρυσή εποχή του ιαπωνικού σπαθιού αφού όλες οι τεχνολογικές εξελίξεις που καθόρισαν την τελική μορφή του, εμφανιστήκαν τότε. Σε αυτή την περίοδο για πρώτη φορά οι σιδηρουργοί εισήγαγαν μαλακό ατσάλι χαμηλό σε περιεκτικότητα άνθρακα, στο σκληρό πλούσιο σε άνθρακα περίβλημα του σπαθιού. Σε αυτή την περίοδο δημιουργηθήκαν τα κοντά σπαθιά Tanto για να χρησιμοποιούνται σε μάχες χέρι με χέρι. Παράλληλα τα Tachi έγιναν βαρύτερα και κοντύτερα για χρήση και με τα δυο χέρια. Το βάρος των τακτικών είχε πέσει στην ανάπτυξη του πεζικού. Μέχρι την περίοδο Muromachi είχαν εδραιωθεί οι πέντε βασικές σχολές κατασκευής του Ιαπωνικού σπαθιού με πιο γνωστή την σχολή Bizen. Tην ίδια περίοδο έκαναν την εμφάνιση τους και τα Uchigatana που ήταν σπαθιά μεσαίου μήκους για χρήση σε εσωτερικούς χώρους, και ήταν οι πρόγονοι των Wakizashi. Τέλος στη περίοδο Momoyama (1568-1603) το Tachi καταργήθηκε και εδραιώθηκε το ζευγάρι των δυο σπαθιών (Daisho) που όλοι γνωρίζουμε σήμερα, το Katana και το κοντύτερο Wakizashi. Αυτά τα σπαθιά μπορούσαν να τα φέρουν μόνο όσοι ανήκαν στην τάξη των Samurai. Εμφανισιακά το Katana είναι παρόμοιο με το Tachi, αλλά είναι ελαφρώς κοντύτερο, πιο παχύ με μεγαλύτερη μύτη, συνήθως μικρότερη καμπυλότητα, και μεγαλύτερη Tsuba (sword guard). Το Wakizashi είναι απλώς μια μικρότερη έκδοση του μεγάλου του αδερφού. Πολλές φορές οι Samurai έφεραν και ένα Tanto που χρησιμοποιούσαν για δολοφονίες και τελετουργική αυτοκτονία. Το Tanto το έφεραν και οι γυναίκες των Samurai για προστασία.
Το βασικότερο πρόβλημα που είχαν οι Ιάπωνες ήταν η έλλειψη πλουσίου ορυκτού πλούτου στη χώρα τους. Για να κατασκευαστεί το ατσάλι που χρειαζόταν για τα σπαθιά χρειάστηκε να αναπτυχθούν ορισμένες χρονοβόρες τεχνικές. Το σίδηρο το έβρισκαν σε μορφή ρινισμάτων στις κοίτες των ποταμών. Χρησιμοποιούσαν ειδικά κατασκευασμένους κλιβάνους (Tatara) οπού αναμείγνυαν τα ρινίσματα με κάρβουνο από καμένα δέντρα. Τα έψηναν σε μεγάλες θερμοκρασίες και το κατακάθι της διαδικασίας ήταν ένα πλούσιο σε άνθρακα ατσάλι. Η Tatara ήταν κατασκευασμένη έτσι ώστε να ελέγχεται η περιεκτικότητα του ατσαλιού σε άνθρακα, ανάλογα με το πιο μέρος του σπαθιού θα το χρησιμοποιούσαν. Στην ταινία του Miyazaki, Princess Mononoke, η πόλη της Λαίδης Eboshi κάνει αυτή την δουλειά χρησιμοποιώντας τα δέντρα για άνθρακα και σίδερο από την λίμνη. Οι κλίβανοι που χρησιμοποιούν οι πρώην πόρνες είναι Tatara.
Το ατσάλι που παράγεται στην Tatara ονομάζεται Tamahagane και είναι η πρώτη ύλη για τα γιαπωνέζικα σπαθιά
Τα επόμενα στάδια τώρα είναι δουλειά του σιδηρουργού. Υπάρχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που θέλει να πετύχει. Το σπαθί που θα φτιάξει θα πρέπει να μην σπάει (unbreakability), να είναι εύκαμπτο (rigidity), και να κόβει σαν ξυράφι. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι εξαιρετικά δύσκολο να συνδυαστούν. Το ένα βασίζεται σε μαλακό ατσάλι (low Carbon) ενώ τα αλλά δυο χρειάζονται σκληρό ατσάλι (High Carbon). Το σκληρό ατσάλι σπάει εύκολα, ενώ το μαλακό δεν κόβει καλά. Οι Γιαπωνέζοι σιδηρουργοί κατάφεραν να συνδυάσουν τα χαρακτηριστικά αυτά χρησιμοποιώντας τρία διαφορετικά στάδια στο forging process.
* Ένα εξωτερικό περίβλημα σκληρού ατσαλιού δημιουργείται διπλώνοντας το μέταλλο μέχρι και 10 φορές η παραπάνω για να επιτευχθεί ίση κατανομή του άνθρακα στο μέταλλο και να απομακρυνθούν ατέλειες (phosphates & sulphates). Το αποτέλεσμα είναι ένα ατσάλι με πολλά επίπεδα (layers) και συγκεκριμένα αισθητικά χαρακτηριστικά (δημιουργούνται αυλακωτές γραμμές που μοιάζουν με αυτές ενός κομμένου ξύλου).
* Μαλακό ατσάλι χρησιμοποιείται για το εσωτερικό της λεπίδας και το σκληρό ατσάλι τυλίγεται γύρω του.
* Η λεπίδα επικαλύπτεται κατά το μήκος της κόψης με πηλό ανακατεμένο με στάχτη. Ο πηλός δεν καλύπτει όλο τα πλάτος της λεπίδας. Το σπαθί μετά πυρακτώνεται μέχρι να φτάσει σε μια κρίσιμη θερμοκρασία η οποία υπολογίζεται από το χρώμα της πυρακτωμένης λεπίδας. Αυτό είναι το πιο κρίσιμο σημείο που μπορεί να καταστραφεί ένα σπαθί. Ο έμπειρος σιδηρουργός θα βγάλει τη λεπίδα από την φωτιά την κατάλληλη στιγμή και θα την βουτήξει σε παγωμένο νερό. Η απότομη ψύξη σε συνδυασμό με τον πηλό θα αποφέρει μια λεπίδα, τα μέρη της οποίας ψύχθηκαν με διαφορετική ταχύτητα. Αυτό οδηγεί σε μια κόψη με σκληρή (martensitic) επιφάνεια που θα κόβει σαν ξυράφι, και μια μαλακότερη πίσω επιφάνεια (pearlitic) που είναι πιο εύκαμπτη και αντέχει σε κραδασμούς.
Ο συνδυασμός αυτών των τεχνικών οδηγεί σε ένα τέλειο σπαθί που κατέχει όλα τα επιθυμητά χαρακτηριστικά

Tα επόμενα στάδια έχουν να κάνουν με το σχήμα και τα αισθητικά χαρακτηριστικά του σπαθιού. Ο σιδηρουργός θα καθορίσει την καμπυλότητα του σπαθιού, το μήκος και σχήμα της μύτης, και τις αυλακώσεις η τα σχεδία που θα χαράξει πάνω στην λεπίδα. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά είναι προϊόν των προτιμήσεων του σιδηρουργού η του πελάτη για τον οποίο φτιάχνεται το σπαθί. Αφού ο σιδηρουργός είναι απόλυτα ευχαριστημένος από την δουλειά του, θα χαράξει την υπογραφή του στη λαβή της λεπίδας.
Το επόμενο στάδιο του Polishing (ακόνισμα) συνήθως το αναλαμβάνει ένας ειδικός τεχνίτης που είναι εξειδικευμένος σε αυτή την δουλειά. Δεν έχει καμιά σχέση με τον τροχό ακονίσματος που χρησιμοποιείται στην Ευρώπη, αλλά πρόκειται για μια επίπονη διαδικασία που κρατάει τουλάχιστον ένα μήνα.
Ο Polisher χρησιμοποιεί ένα σύνολο από ειδικές πέτρες με διαφορετική επιφάνεια που τις χρησιμοποιεί διαδοχικά πάνω στην επιφάνεια της λεπίδας. Αυτό είναι μια επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία που απαιτεί μεγάλη τέχνη και υπομονή. Ο σκοπός είναι διπλός. Πρώτον να ακονιστεί η κόψη και να αποκτήσει τις κοπτικές ιδιότητες ενός ξυραφιού. Δεύτερον, να αναδειχθούν οι ικανότητες του σιδηρουργού κάνοντας εμφανή τα layers του διπλωμένου ατσαλιού, και παράλληλα να αναδειχθεί το Hamon που είναι το ίχνος που αφήνει στη λεπίδα η διαδικασία με το πηλό.
Το Hamon εμφανίζεται σαν μια χλωμή λευκή επιφάνεια κατά το μήκος της κόψης. Το σχήμα του εξαρτάται από το τρόπο που άπλωσε τον πηλό ο σιδηρουργός. Υπάρχουν διάφορα στυλ. Το Hamon σε συνδυασμό με τα layers του διπλωμένου ατσαλιού δημιουργούν ένα σπαθί μοναδικής ομορφιάς.
Αφού ολοκληρωθεί η διαδικασία του polishing, δεν σημαίνει ότι το σπαθί είναι έτοιμο. Μέχρι τώρα απλά έχουμε μια λεπίδα. Τώρα πρέπει να ντύσουμε το σπαθί. Πρέπει να κατασκευαστεί η λαβή (Τsuka), η Tsuba (sword guard), και η saya (θήκη). Όλα αυτά σε ένα περίπλοκο και ακριβό σπαθί μπορεί να απαιτήσουν διαφορετικό τεχνίτη για κάθε μέρος.
Τα μέρη αυτά του σπαθιού είναι και τα ιδία συλλεκτικά αντικείμενα και πολλές φορές είναι δημιουργήματα διάσημων τεχνιτών. Αυτό ισχύει ειδικά με τις Tsuba οι οποίες πολλές φορές έχουν περίπλοκα σχεδία από χρυσαφί και αλλά κράματα μετάλλων, και συνήθως είναι υπογεγραμμένα από τους δημιουργούς τους. Η κάλυψη της λαβής είναι κατασκευασμένη από ξύλο τυλιγμένο με δέρμα σελαχιού. Από πάνω τυλίγεται με μετάξι, μαλλί η δέρμα. Η Saya είναι συνήθως φτιαγμένη από λακαρισμένο ξύλο και είναι μερικές φορές διακοσμημένη με διακριτικά σχέδια
Μια ολοκληρωμένη πλούσια διακόσμηση που περιλαμβάνει όλα τα προβλεπόμενα ρούχα ενός σπαθιού ονομάζεται Koshirae. Για λόγους κόστους, πολλές καινούριες λεπίδες εφαρμόζονται σε θήκες από λείο λευκό ξύλο, χωρίς κανένα από τα παραπάνω εξαρτήματα. Αυτό ονομάζεται Shirasaya.
Πηγή: http://www.youtube.com

''ΣΕΠΟΥΚΟ'' ή ''ΧΑΡΑΚΙΡΙ'' Αυτό που λείπει από την Ελληνική παράδοση.

«Σεπούκου» ή «Χαρακίρι»
(«Seppuku», «Hara kiri»)

Κατά την Ιαπωνική Παράδοση μετά την έλευση στην χώρα του Βουδισμού και την καθιέρωση του κώδικα «Μπουσίντο» («Bushido»), η τελετουργική αυτοκτονία σε περίπτωση που απειλείται η τιμή ή η αξιοπρέπεια ενός πολεμιστή ή ευγενή.



«Σεπούκου» ή «Χαρακίρι» («Seppuku», «Hara kiri»). Κατά την Ιαπωνική Παράδοση μετά την έλευση στην χώρα του Βουδισμού και την καθιέρωση του κώδικα «Μπουσίντο» («Bushido»), η τελετουργική αυτοκτονία σε περίπτωση που απειλείται η τιμή ή η αξιοπρέπεια ενός πολεμιστή ή ευγενή: «Η νίκη ή η ήττα είναι αποτελέσματα της τυχαίας δύναμης των συνθηκών. Αυτό που διαφέρει είναι η αποφυγή της αναξιοπρέπειας και αυτό γίνεται μόνο στον θάνατο» («Hagakure» ή «Ο Δρόμος των Σαμουράϊ», 1709 -1716).

Η ιδεολογική – ηθική – θρησκευτική βάση του «Σεπούκου», που δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην τιμή από την διατήρηση στην ζωή, βρίσκεται στην βουδιστική αντίληψη ότι ο ανθρώπινος βίος είναι μία παροδική κατάσταση, σε συνδυασμό με την κομφουκιανή υπευθυνότητα προς την οικογένεια και τους ιεραρχικά ανώτερους, καθώς και με τον ανιμισμό και την λατρεία των προγόνων του παραδοσιακού - πολυθεϊστικού Σίντο.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΔΥΤΙΚΟ
Αναφορικά με το «Σεπούκου» γράφει ο ιστορικός Στέφεν Θάμπουλ (Stephen Tumbull): «Το σεπούκου είναι πιο γνωστό στον δυτικό κόσμο ως χαρακίρι (κόψιμο της κοιλιάς) και είναι κάτι τόσο ξένο προς την ευρωπαϊκή παράδοση, που έγινε μία από τις ελάχιστες λέξεις των σαμουράϊ που πέρασαν σε άλλες γλώσσες δίχως ανάγκη να μεταφραστούν. Το σεπούκου συνήθως γινόταν με ένα ξιφίδιο, μετά από πολύωρη προετοιμασία και τελετή στο σπίτι ή βιαστικά σε μία ήσυχη γωνία του πεδίου της μάχης, ενώ οι συμπολεμιστές κρατούσαν σε απόσταση τον εχθρό.

Στον κόσμο των πολεμιστών, το σεπούκου ήταν μία εκδήλωση του θάρρους που έπρεπε να δείξει ένας σαμουράϊ που ήξερε ότι είχε ηττηθεί ή είχε ατιμαστεί ή πληγωθεί ηθικά. Σήμαινε ότι είχε τελειώσει την ζωή του καθαρός από κάθε προσβολή και με την υπόληψή του όχι απλώς άθικτη, αλλά επιπλέον και ανεβασμένη. Το κόψιμο της κοιλιάς απελευθέρωνε το πνεύμα του σαμουράϊ με τον πιο δραματικό τρόπο, αλλά ήταν ένας υπερβολικά επώδυνος και αγωνιώδης τρόπος θανάτου, με αποτέλεσμα συχνά ο σαμουράϊ που το διέπραττε να ζητάει από έναν αφοσιωμένο σύντροφό του να τού κόψει το κεφάλι την στιγμή της κορύφωσης της αγωνίας» («Samurai. The World of the Warrior»).



ΤΟ ΤΥΠΙΚΟ ΤΟΥ «ΣΕΠΟΥΚΟΥ»

Το πρώτο «Σεπούκου» έχει καταγραφεί ιστορικά κατά την περίοδο Χεϊάν (Heian, 794 - 1185) από έναν πολεμιστή από το Μιναμότο (Minamoto), ωστόσο η τέλεσή του γενικεύθηκε, καθώς και εμπλουτίσθηκε το τελετουργικό του κατά την μακρά περίοδο των εμφυλίων πολέμων «Sengoku - jidai» («Εποχή της εμπόλεμης χώρας»). Από την γρήγορη αυτοκτονία του ηττημένου σαμουράϊ στο πεδίο της μάχης, το Σεπούκου ντύθηκε σιγά - σιγά με ένα πλούσιο και επιβλητικό τελετουργικό. Λευκοντυμένος ο σαμουράϊ που πρόκειτο να αυτοχειριαστεί, γονάτιζε συνήθως στο μέσον ενός κήπου ή ενός βουδιστικού (και ουδέποτε σιντοϊστικού) Ναού μπροστά σε έναν ξύλινο δίσκο (που μετά την αυτοκτονία καιγόταν), επάνω στον οποίο βρίσκονταν χαρτί, μελάνι, μία κούπα σακέ και ένα μικρό μαχαίρι (το «tanto»). Ο αυτόχειρας έπινε συμβολικά σε 2 γουλιές το σακέ, έγραφε στο χαρτί ένα αποχαιρετιστήριο ποίημα και προχωρούσε με το «tanto» στο οριζόντιο άνοιγμα της κοιλιάς του («hara», που στον Βουδισμό είναι το κέντρο της ανθρώπινης προσωπικότητας). Δεύτερη τομή της κοιλιάς, κάθετη και προς τα επάνω, αποτελούσε δείγμα εξαιρετικής γενναιότητας και ψυχικής δύναμης (η ακραία αυτή μορφή του «Σεπούκου» λεγόταν «jumonji giri»).
Τον αυτόχειρα βοηθούσε ο λεγόμενος «καϊσάκου» («Kaishakunin», «Αξιωματικός του Θανάτου», ένας ρόλος που αποτελούσε εξαιρετική τιμή), εξουσιοδοτημένος να κόψει το κεφάλι του συντρόφου του αμέσως μετά το άνοιγμα της κοιλιάς του και να δώσει τέλος στον πόνο του. Το σπαθί του «καϊσάκου» με το οποίο είχε κόψει το κεφάλι του συντρόφου του, θεωρούμενο μολυσμένο καταστρεφόταν αμέσως μετά την τελετή. Η πιο σκληρή μορφή «Σεπούκου», που δεν απαιτούσε παρουσία «καϊσάκου», ήταν το προαναφερθέν «jumonji giri» («σταυρωτό κόψιμο»), κατά το οποίο ο αυτόχειρας πέθαινε αργά από αιμορραγία με σταυροειδώς ανοικτή την κοιλιά του.


ΤΟ «ΣΕΠΟΥΚΟΥ» ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Το «Σεπούκου» δεν ήταν αποκλειστικό προνόμιο των πολεμιστών ή των ανδρών. Έχουν καταγραφεί και περιπτώσεις τέτοιου αυτοχειριασμού γυναικών ή ανήλικων παιδιών. Το γυναικείο «Σεπούκου» λεγόταν «Τζιγκάϊ» («Jigai»). Η πιο γνωστή γυναίκα αυτόχειρας με «Τζιγκάϊ» ήταν η σύζυγος του στρατηγού Νόγκι Μαρεσούκε (Nogi Maresuke) που έφυγε μαζί του το έτος 1912.

Την γενίκευση της τέλεσης «Σεπούκου» κατά την διάρκεια των ηρωϊκών χρόνων της φεουδαρχικής Ιαπωνίας (1192 - 1868), όταν πολύ συχνά οι σαμουράϊ το έπρατταν για να ακολουθήσουν στον θάνατο τον πεθαμένο κύριό τους (πρόκειται για το λεγόμενο «οϊμπάρα», «oibara» ή «τσουϊφούκου», «tsuifuku»), προσπάθησαν να σταματήσουν διάφοροι ηγεμόνες, όπως λ.χ. ο σογκούν Τοκουγκάβα Ιεϊάσου, που το 1603 απαγόρευσε με έδικτό του την τέλεση «Σεπούκου» σε όλες τις τάξεις των ακολούθων του. Οι απαγορεύσεις όμως δεν έφεραν κανέναν αποτέλεσμα, αντίθετα οι σαμουράϊ τελούσαν συχνά «Σεπούκου» και για άλλους σκοπούς, όπως λ.χ. για να διαμαρτυρηθούν για κάποια αδικία ή για να προσπαθήσουν να μεταπείσουν τον κύριό τους. Με «Σεπούκου» αυτοκτόνησε στις 24 Σεπτεμβρίου 1877 ο θρυλικός «τελευταίος σαμουράϊ» Τακαμόρι Σαϊγκό (Takamori Saigο, 1827 - 1877), όταν έχασε την τελευταία του μάχη κατά των εκδυτικιστών.

ΤΟ «ΣΕΠΟΥΚΟΥ» ΣΤΑ ΝΕΟΤΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ
Ομαδικά «Σεπούκου» στρατιωτικών σημειώθηκαν το 1868 (από τους τραγικούς 20 νεαρούς πολεμιστές «Byakkotai»), το 1895 (όταν επεστράφησαν κάποια εδάφη στην Κίνα) και το 1945, στο τέλος δηλαδή του Β Παγκοσμίου Πολέμου (από αξιωματικούς, στρατιώτες, αλλά και απλούς πολίτες που δεν δέχονταν να παραδοθούν στους Αμερικανούς, αλλά και από αξιωματικούς που σπρώχτηκαν στην αναπόφευκτη παράδοση, όπως λ.χ. ο στρατηγός Κορετσίκα Ανάμι, Korechika Anami, 1887 – 15 Αυγούστου 1945).

Στην σημερινή Ιαπωνία πάντως το «Σεπούκου» αποτελεί παρελθόν, με σπανιότατες εξαιρέσεις λίγων αφοσιωμένων στην Εθνική Παράδοση Ιαπώνων. Το 1970 συγκλόνισε ολόκληρο τον κόσμο η επιδεικτική αυτοκτονία με «Σεπούκου» του βραβευμένου λογοτέχνη Γιούκιο Μίσιμα, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τον εξαμερικανισμό και κατά προέκταση την ηθική και πνευματική κατάπτωση της πατρίδας του.


Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2007