Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

9.12.17

Μιχαήλ Αναγνωστόπουλος. Ο μεγάλος Έλληνας που μάθαινε γράμματα τους τυφλούς της Αμερικής και άλλαξε τη μοίρα της Έλεν Κέλερ

«Μιχαήλ Αναγνωστόπουλος … καταγόταν από ένα ελληνικό χωριό / και όραμά του ήταν πάντα / το καλύτερο και το ανώτερο», γράφει το λατινικό επίγραμμα στην αναθηματική στήλη του Μάικλ Ανάγνος, όπως ήταν γνωστός στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στο κεντρικό κτίριο του κορυφαίου σχολείου για τυφλούς των ΗΠΑ, του περιβόητου Perkins.
Ο Ανάγνος ανήκει στην Ελλάδα, η φήμη του ωστόσο ήταν αποκλειστικά αμερικανική υπόθεση, αν και το έργο του είναι πια κτήμα όλης της ανθρωπότητας. Αυτή θα ήταν με δυο λέξεις η ιστορία του μεγάλου παιδαγωγού και ευεργέτη στον τόπο του Μιχαήλ Αναγνωστόπουλου από το Πάπιγκο.
Ενός ανθρώπου που προσέφερε πολλά αλλά παρέμεινε άγνωστος στην πατρίδα του, παρά τις τιμές που απόλαυσε και συνεχίζει να απολαμβάνει στην Αμερική. Και όχι μόνο γιατί ήταν αυτός που δέχτηκε να βοηθήσει ένα τυφλό κοριτσάκι που θα μεγάλωνε και θα γινόταν η ηρωίδα της ζωής Έλεν Κέλερ, η γυναίκας που θα έκανε το προσωπικό δράμα θρίαμβο της θέλησης και της αποφασιστικότητας.

Ο μεγάλος εκπαιδευτής της σχολής τυφλών Perkins γεννήθηκε στο τουρκοκρατούμενο Πάπιγκο Ζαγορίου το 1837 και τον τράβηξαν αμέσως τα γράμματα. Φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και αναγορεύτηκε διδάκτορας σε ηλικία 24 ετών, πριν δουλέψει ως δημοσιογράφος και γνωριστεί τελικά με τον μεγάλο φιλλέληνα Σάμιουελ Χάου, ο οποίος είχε κατέβει για πρώτη φορά στην Ελλάδα στις αρχές του 1825 για να συμμετάσχει στην Επανάσταση του 1821.
Ο ντελικάτος Βοστονέζος επέστρεψε στη χώρα μας το 1866 για να συνδράμει για άλλη μια φορά τον ελληνικό αγώνα για ανεξαρτησία, τώρα στις περιπέτειες της Κρητικής Επανάστασης. Στην Κρήτη θα γνωρίσει τον δημοσιογράφο Μιχαήλ Αναγνωστόπουλο, με τον θα συνεργαστεί στη νέα του απόπειρα να βοηθήσει το ελληνικό ζήτημα με χρήμα και προσωπικό ιδρώτα. Πριν φύγει από την Ελλάδα, ο Χάου προτείνει στον Αναγνωστόπουλο να τον πάρει στην Αμερική, καθώς το πνεύμα του ακαδημαϊκού είναι ανήσυχο και πολυσχιδές.
Ο Αναγνωστόπουλος καταφτάνει στις ΗΠΑ στα τέλη του 1867, διασχίζοντας τον αφιλόξενο ωκεανό με την οικογένεια Χάου, την κόρη του οποίου σύντομα θα ερωτευόταν. Ο Χάου ήταν ιδρυτής και πρόεδρος του ινστιτούτου τυφλών της Βοστόνης, Perkins, και αφήνει διάδοχό του τον φωτισμένο έλληνα γαμπρό του, τον οποίο θα εκλέξει αργότερα διευθυντή της σχολής το διοικητικό συμβούλιο.
Ήταν ώρα για τις μεγάλες συνεισφορές του Ανάγνος στην ειδική αγωγή αλλά και στο θαύμα που άκουγε στο όνομα Έλεν Κέλερ, ένα θαύμα που τον είχε φύλακα-άγγελο. Ο Αναγνωστόπουλος βοήθησε τα μέγιστα ώστε να γίνει η μικρή τυφλή και κωφάλαλη Κέλερ διδάκτωρ φιλοσοφίας και επιστήμονας της ειδικής αγωγής!
Ο οραματιστής δάσκαλος που άφησε μεγάλη συνεισφορά στην εκπαίδευση των τυφλών δεν ξέχασε ποτέ τον τόπο του, για τον οποίο υπήρξε άλλωστε μεγάλος ευεργέτης. Έχτισε σχολεία στο Πάπιγκο («Καλίνεια Σχολεία»), τα Γιάννενα και την Κόνιτσα και μερίμνησε ιδιαίτερα για τη μόρφωση των ηπειρωτών συμπατριωτών του.
Στην Αμερική εγκωμίασαν το έργο του και τίμησαν τη μνήμη του εκτεταμένα, περιλαμβάνοντας το όνομά του ακόμα και στο μνημείο του Αγάλματος της Ελευθερίας. Ο δάσκαλος του αγαθού και μεγάλος οδηγός των τυφλών θεμελίωσε νέες τεχνικές γραφής και ανάγνωσης στο πεδίο της ειδικής αγωγής, κάνοντας τον κόσμο σαφώς καλύτερο μετά το πέρασμά του…

Πρώτα χρόνια


Ο Μιχαήλ Αναγνωστόπουλος γεννιέται στις 7 Νοεμβρίου 1837 στο ορεινό χωριό Πάπιγκο του ιστορικού Ζαγορίου της Ηπείρου. Φτωχή η κοινότητα και υπό τουρκική μάλιστα κατοχή, ο μικρός Μιχάλης μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ του σχολείου και των προβάτων, βοηθώντας από την πρώτη στιγμή τον βοσκό πατέρα του Δημήτρη, τον οποίο θα έχανε ωστόσο σύντομα, μένοντας προστάτης της οικογένειας.
Είναι όμως γερός στα γράμματα και είναι κρίμα να χαθεί τέτοιο πνεύμα, συμφωνούν οι προύχοντες του χωριού και του δίνουν μια υποτροφία για να μπορέσει να φοιτήσει στη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων και να βγάλει το σχολείο. Εκείνος δικαιώνει την εμπιστοσύνη των Παπιγκιωτών τελειώνοντας τη σχολή με άριστα και το 1856 γίνεται δεκτός στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, με μοναστηριακό πια βοήθημα, από την οποία θα αναγορευτεί διδάκτορας φιλοσοφίας το 1861. Μέχρι τότε οι αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι θα έχουν κατακτήσει και την καρδιά και το πνεύμα του.
Τώρα θέλει να κάνει καριέρα στη δημοσιογραφία και αρχίζει να αρθρογραφεί στην αθηναϊκή εφημερίδα «Εθνοφύλαξ», της οποίας σύντομα θα είναι αρχισυντάκτης. Και είναι μόλις 24 ετών! Από τις στήλες της εφημερίδας θα φανεί ο άδολος πατριωτισμός του, ξεσηκώνοντας άρχοντες και λαό για την ενίσχυση της Κρητικής Επανάστασης που ξεσπά. Τα καυστικά σχόλιά του κατά του Όθωνα όμως θα προκαλέσουν όχι μόνο την απόλυσή του, αλλά και την εξάμηνη φυλάκισή του. Βγαίνοντας, μεταβαίνει στην Κρήτη και το 1867 πιάνει δουλειά ως γραμματέας στον περιβόητο αμερικανό φιλέλληλα Σάμιουελ Χάου, γνωστό στον τόπο μας ήδη από την Επανάσταση του 1821, όταν είχε περάσει έξι χρόνια ως γιατρός στο πεδίο της μάχης περιθάλποντας τους τραυματισμένους αγωνιστές.

Ο Χάου επέστρεψε στις ΗΠΑ αλλά δεν ξέχασε ποτέ τον αγώνα των απελπισμένων Ελλήνων. Έστελνε συχνά οικονομικά βοηθήματα, τρόφιμα και ρούχα στον τόπο μας μέσω φιλελληνικών εράνων που διοργάνωνε στις ΗΠΑ και κατέβαινε συχνά-πυκνά στην Ελλάδα για να οργανώσει προσφυγικούς καταυλισμούς και δομές υγείας.
Το 1831, όταν επέστρεψε στη Βοστόνη έπειτα από έξι χρόνια στην μπαρουτοκαπνισμένη ελληνική επικράτεια, ίδρυσε το πρώτο σχολείο για τυφλούς στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Perkins, του οποίου διετέλεσε και πρώτος διευθυντής. Το 1848 ίδρυσε ένα ανάλογο σχολείο ειδικής αγωγής για άτομα με νοητικές διαταραχές. Τώρα, το 1866, γηραιός πλέον, βρίσκεται για μια ακόμα φορά στην Ελλάδα, κι αυτό για να συνδράμει τους επαναστατημένους Κρητικούς!
Ο μεγάλος αυτός ευεργέτης των σκλαβωμένων Ελλήνων άφησε και πάλι τη σφραγίδα του στον ελληνισμό, αυτή τη φορά ερχόμενος μάλιστα στην Αθήνα οικογενειακώς. Εκεί θα γνωρίσει ο Αναγνωστόπουλος την κόρη του Χάου, Τζούλια Ρομάνα, με την οποία θα ερωτευτούν κεραυνοβόλα.
Ο Χάου τον προσκαλεί να τον πάρει μαζί του στις ΗΠΑ, έχοντας εκτιμήσει το πνεύμα και το άδολο του χαρακτήρα του. Ο μέντορας του Αναγνωστόπουλου σύντομα ωστόσο θα γινόταν και πεθερός του!

O δάσκαλος Αναγνωστόπουλος


Τέλη του 1867 λοιπόν ο Μιχάλης Αναγνωστόπουλος αποβιβάζεται στον Νέο Κόσμο και σύντομα θα γεννηθεί ο Μάικλ Ανάγνος, ο φωτισμένος διευθυντής του Perkins! To 1970 θα παντρευτεί την εκλεκτή της καρδιάς του, μία από τις δύο κόρες του Χάου, κάτι που θα τον δέσει με συγγενικούς δεσμούς τόσο με τον φιλέλληνα Χάου όσο και με το τρομερό του σχολείο.
Ο Αναγνωστόπουλος θα περάσει δέκα χρόνια ως αναπληρωτής διευθυντής και βοηθός ουσιαστικά του πεθερού του στο Perkins, το διασημότερο πλέον ίδρυμα τυφλών παγκοσμίως. Πέρα από τα διοικητικά καθήκοντα, ασκεί επί σειρά ετών και διδακτικό έργο, θέλοντας να γνωρίσει καλύτερα το λειτούργημα που συντελούνταν στη σχολή της Βοστόνης. Αλλά και να μάθει στα τυφλά παιδάκια ελληνικά και λατινικά! Ο Χάου έφυγε από τον κόσμο το 1876 και τη διεύθυνση της σχολής εμπιστεύτηκε τώρα πανηγυρικά το διοικητικό συμβούλιο στον 39χρονο Ανάγνος.
Άριστος γνώστης των κλασικών του πνεύματος και με πρότυπό του τον Σωκράτη, ο οραματιστής Αναγνωστόπουλος καθιέρωσε πλήθος παιδαγωγικών καινοτομιών στην εκπαίδευση ειδικής αγωγής, αντιμετωπίζοντας πρωτίστως τα τυφλά παιδιά ως ισότιμα μέλη της κοινωνίας. Ο δικός του αγώνας ήταν να πείσει όλους, από δασκάλους και συνεργάτες μέχρι και την κοινωνία την ίδια τελικά, πως τα τυφλά παιδιά είχαν τις δικές τους ικανότητες θέτοντας ως στόχο ζωής να τα βοηθήσει να αναδείξουν τις αρετές τους και να διεκδικήσουν έτσι μια καλύτερη θέση στον κόσμο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η Έλεν Κέλερ, η οποία στην αυτοβιογραφία της το 1966 εκφράζει τη βαθιά της ευγνωμοσύνη στον Μιχαήλ Αναγνωστόπουλο.

Μέχρι το 1886, όταν θα χάσει τελικά την αγαπημένη του σύζυγο και παντοτινή αρωγό στην εκπαιδευτική του μεταρρύθμιση, ήταν μακράν ο γνωστότερος Έλληνας της ομογένειας και ένας από τους διασημότερους εκπαιδευτικούς ειδικής αγωγής του κόσμου. Στα 30 χρόνια που θα περάσει στο τιμόνι του Perkins, ο Αναγνωστόπουλος ίδρυσε ακόμα και ειδικό τυπογραφείο, την ίδια ώρα που εκπροσωπούσε τόσο την αμερικανική εκπαίδευση όσο και την κυβέρνηση των ΗΠΑ σε συνέδρια και παγκόσμιους φορείς ειδικής αγωγής (όπως το 1900 στο Παρίσι, όταν παρακολούθησε ως επίσημος εκπρόσωπος της Αμερικής το διεθνές συνέδριο διδασκάλων ειδικής αγωγής).
Στη δουλειά του ήταν πραγματικά ασίγαστος, καθώς το έργο του ήταν ιερό. Έχοντας τη συνολική εποπτεία της σχολής, μελέτησε ενδελεχώς ό,τι αφορούσε στην εκπαίδευση των τυφλών και κωφάλαλων παιδιών και αναζήτησε συμπληρωματικά μέτρα και περισσότερη ενισχυτική διδασκαλία. Ο στόχος του ήταν να βελτιωθούν οι εκπαιδευτικές υπηρεσίες του ιδρύματος και η προσφορά του στα παιδιά.
Πέρα από τα γενναία κονδύλια που κατάφερε να αποσπάσει από φορείς και κράτος, ίδρυσε νηπιαγωγείο για τυφλά παιδιά (1887) και έφτιαξε την πληρέστερη βιβλιοθήκη ειδικής αγωγής του κόσμου. Ιδιαίτερη μέριμνα έλαβε και για τη μουσική παιδεία των μαθητών του, εξοπλίζοντας τις μουσικές αίθουσες με όλων των λογιών τα καλούδια. Κι αυτό γιατί θεωρούσε πως η μουσική θα μπορούσε να αποτελέσει πεδίο επαγγελματικής αποκατάστασης για τους τυφλούς, διδάσκοντάς τη μάλιστα ως μάθημα τεχνικής κατάρτισης!
Το καινοτόμο πρόγραμμα του Αναγνωστόπουλου υιοθέτησε μαθήματα αλλά και παιδαγωγικές τεχνικές για τη βέλτιστη σωματική και πνευματική εξέλιξη των τυφλών μαθητών, καθιερώνοντας όπως είπαμε τον θεσμό της επαγγελματικής απασχόλησης των τυφλών ως μέρος του αμερικανικού εκπαιδευτικού συστήματος. Λειτούργησε ακόμα και προγράμματα απασχόλησης τυφλών στη βιομηχανία, με στόχο να κάνει τους τυφλούς συμπολίτες του αυτάρκεις ως ενήλικες.

Ταυτοχρόνως, όργωσε την Ευρώπη για να επισκεφτεί τα εκεί σχολεία ειδικής αγωγής, ανταλλάσσοντας τεχνογνωσία και εξοπλισμό. Τέτοιος ήταν ο αντίκτυπός του στην ειδική αγωγή που το 1892 τιμήθηκε από το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ με τιμητικό μεταπτυχιακό τίτλο. Μέχρι τότε, ο διευθυντής του Perkins είχε κάνει τη σχολή ειδικής αγωγής τη σπουδαιότερη και πληρέστερη εκπαιδευτική δομή του κόσμου για τα τυφλά και κωφάλαλα παιδιά.
Τα δύο επιστημονικά συγγράμματά του για την ειδική αγωγή (το «Εκπαίδευση των τυφλών: Ιστορικό σχεδίασμα, αφετηρία, ανάπτυξη και πρόγραμμα» του 1882 και το «Νηπιαγωγείο και Δημοτικό Σχολείο για τους τυφλούς» του 1886) θεωρήθηκαν τομές στον ακαδημαϊκό χώρο και εν πολλοίς αξεπέραστα στην κατηγορία τους…

Ο ευεργέτης Αναγνωστόπουλος

Μεγάλος πατριώτης καθώς ήταν, ο Ανάγνος δεν ξέχασε ποτέ τον τόπο του και σήμερα φαντάζει ως ο μεγαλύτερος από τους εβδομήντα περίπου εθνικούς ευεργέτες που έβγαλε το Πάπιγκο! Αφού ίδρυσε και κράτησε για χρόνια το τιμόνι της Τοπικής Ένωσης Ελλήνων Αμερικής (παράρτημα Βοστόνης), μέσω της οποίας προωθούσε τα ελληνικά ζητήματα στην αμερικανική κυβέρνηση και έχτισε την ορθόδοξη εκκλησία της Βοστόνης, στράφηκε κατόπιν οικονομικά στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Ήπειρο. Τα μεγάλα εθνικά θέματα τον συγκινούν διαχρονικά και βαθύτατα, γι’ αυτό και ιδρύει στη Βοστόνη την «Εθνική Ένωση» για την ενίσχυση του Μακεδονικού Αγώνα. Το κάλεσμα που απευθύνει στον απόδημο ελληνισμό θα βρει απάντηση και τα κονδύλια που στέλνονται στην Ελλάδα από την ομογένεια θα κατευθυνθούν τελικά στη δημιουργία του ελληνικού πολεμικού στόλου.
Οι χρηματικές δωρεές του γενναίες και εκτεταμένες, καθώς στράφηκαν προς νομικά πρόσωπα, εκπαιδευτικά σωματεία κ.λπ. Ταυτοχρόνως, ιδρύει δημοτικά σχολεία τον Μάιο του 1906 στη γενέθλια γη, τα «Καλλίνεια» του Παπίγκου (στη μνήμη της μητέρας του Καλλίνας), χτίζει και λειτουργεί τη Γεωργική Σχολή της Κόνιτσας, ανοίγει δημοτικά σχολεία στα Γιάννενα κ.ά.

Διορίζει την τετραμελή «Διαχειριστική Επιτροπή των Καλλινείων Σχολείων Παπίγκου», την οποία αναγκάζει να λειτουργεί βάσει του κανονισμού που συντάσσει ο ίδιος, ώστε να εγγυηθεί τη μακροημέρευση των σχολείων του αλλά και του κληροδοτήματός του, από το οποίο πληρώνονται εξάλλου όλοι οι δάσκαλοι των δημοτικών που ευεργετεί. Αγοράζει και ένα μεγάλο κτήμα 7,5 στρεμμάτων μέσα στα Γιάννενα, «γνωστόν με την ονομασίαν ‘‘Παπιγκιώτικη Μάνδρα’’», όπως μας βεβαιώνει ο παραπάνω κανονισμός, το οποίο εμπιστεύεται στη Μητρόπολη Ιωαννίνων για να στεγαστούν δυο νέα δημοτικά σχολεία.
Στην Πολυχρόνειο Σχολή στο Πάπιγκο, που ανεγέρθηκε το 1897, έσπευσαν να στήσουν στον προαύλιο χώρο την προτομή του Αναγνωστόπουλου, καθώς χωρίς την οικονομική συνδρομή του δεν θα είχε αποπερατωθεί το έργο. Η φράση που χαράκτηκε στην προτομή συμπυκνώνει ίσως τη ζωή του: «Ζήσας επί μακρόν χρόνον εν τη αλλοδαπή ούτε εν ταις λύπαις, ούτε εν ταις ευτυχίαις ελησμόνησα την αγαπητήν μου πατρίδα, διετέλεσα δε ενθαρρύνων αείποτε».

Ανάγνος και Έλεν Κέλερ


Ο Μάικλ Άναγνος λαμβάνει μια επιστολή το 1886 από την ανήσυχη οικογένεια Κέλερ, η οποία ζει σε μια μικρή πόλη της Αλαμπάμα και μεγαλώνει ένα εξάχρονο κορίτσι χωρίς όραση και ακοή. Τη σχολή Perkins τη συστήνει στον βετεράνο λοχαγό του αμερικανικού εμφυλίου Άρθουρ Κέλερ ο ίδιος ο Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπελ, καθώς ξέρει πως η ευκατάστατη οικογένεια βρίσκεται σε απόγνωση μεγαλώνοντας ένα μικρό «αγρίμι», όπως λένε, που δεν μπορεί να επικοινωνήσει ουσιαστικά με κανέναν.
Ο Αναγνωστόπουλος συγκινείται από το γράμμα και αναλαμβάνει την ευθύνη αλλά και το παιδαγωγικό ρίσκο να στείλει στο σπίτι των Κέλερ μια εικοσάχρονη μαθήτριά του, την Άνι Σάλιβαν. Η Σάλιβαν, με προβλήματα όρασης κι αυτή, είναι ένα επίσης βασανισμένο κορίτσι που θέλει να ξεφύγει από τα ιδρύματα, διαθέτοντας πάθος για διδασκαλία αλλά και γνώσεις στην ειδική αγωγή.

Η Σάλιβαν θα καταφέρει σταδιακά, με απαράμιλλο πείσμα και υπομονή, να μάθει στην Έλεν τις πρώτες της λέξεις παρέχοντάς της συνεχή ερεθίσματα για εξέλιξη. Κέλερ και Σάλιβαν έμειναν αχώριστες μέχρι το τέλος και η δασκάλα πρόλαβε να καμαρώσει την πρωτόγνωρη εξέλιξη της μαθήτριάς της. Αμφότερες είχαν να χρωστούν πολλά στον Αναγνωστόπουλο, που ήταν πάντα εκεί να συνδράμει οικονομικά, εκπαιδευτικά αλλά και ηθικά, όταν η Σάλιβαν ένιωθε πως δεν σημείωνε καμία πρόοδο.

Οι επιστολές του Αναγνωστόπουλου τόσο με την Έλεν Κέλερ και τη Σάλιβαν όσο και με τους γονείς του κοριτσιού επιβίωσαν ως τις μέρες μας και φυλάσσονται στο Perkins. Όταν η Κέλερ επισκέφθηκε εξάλλου την Ελλάδα το 1946 για μια διάλεξη, δεν παρέλειψε να αναφέρει τον μέντορα όλων των τυφλών της Αμερικής, Μάικλ Ανάγνος…

Τελευταία χρόνια

Ο Αναγνωστόπουλος ξεκίνησε στις 17 Μαρτίου 1906 από τις ΗΠΑ για αυτό που έμελλε να γίνει το στερνό επαγγελματικό του ταξίδι στα Βαλκάνια. Έπειτα από άλλη μια περιοδεία του στην Ελλάδα, την Τουρκία, τη Σερβία και τη Βουλγαρία, όπου επισκέφτηκε τις ελληνικές κοινότητες και έδωσε μια σειρά από διαλέξεις, βρέθηκε στο πλαίσιο των επαγγελματικών αναγκών του στη Ρουμανία και μετέβη στην πόλη Ντρομπέτα-Τούρνου Σεβερίν, όπου όχι μόνο υπήρχε ισχυρή ηπειρώτικη παροικία αλλά εκεί ζούσε και ο θείος του, Κωνσταντίνος Παναγιωτέσκο.
Εκεί θα αφήσει την τελευταία του πνοή ο Μιχάλης Αναγνωστόπουλος στις 29 Ιουνίου 1906 κάτω από αδιευκρίνιστες και μυστηριώδεις συνθήκες. Οι αναφορές έκαναν λόγο για υποτροπή κάποιου σοβαρού προβλήματος υγείας που τον ταλαιπωρούσε εδώ και χρόνια, αν και στις τόσες εκδοχές για τον αιφνίδιο θάνατό του έχει υποστηριχθεί ακόμα και το ενδεχόμενο της δολοφονίας. Ενταφιάστηκε στο ορθόδοξο κοιμητήριο της πόλης και χρόνια αργότερα τα απομεινάρια του μεταφέρθηκαν στην Κόνιτσα, όπου βρίσκεται πλέον ο τάφος του.

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, έσπευσαν να γράψουν το όνομά του στο Άγαλμα της Ελευθερίας και ο κυβερνήτης της Μασαχουσέτης τον αποχαιρέτισε ως εξής: «Το όνομα του Μάικλ Ανάγνος ανήκει στην Ελλάδα, η φήμη του στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά το έργο του στην ανθρωπότητα».
Το επίγραμμα στην αναθηματική στήλη του Αναγνωστόπουλου που υπάρχει στο κεντρικό κτίριο του ινστιτούτου Perkins γράφει «Michael Anagnos - November 7, 1837 - June 29, 1906 - Vico Ortus Graeco - Tendebat sember - Ad Meliora - Atque Exelsiora». Ο κήρυκας των ελληνικών αξιών ενσάρκωνε πια το πανανθρώπινο πρότυπο του ηθικού κάλλους και της άδολης φιλανθρωπίας.
Εκείνος θα περιοριζόταν στα σίγουρα στον επικήδειο που έγραψε γι’ αυτόν μεγάλη αμερικανική εφημερίδα: «Έκανε τους τυφλούς να βλέπουν»…
Πηγή:www.newsbeast.gr

17.11.17

ΦΑΙΔΡΟΣ - ΠΛΑΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ''ΓΚΕΜΜΑ'' ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΙΑΝΤΙΝΗ η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Φαίδρος - Πλάτων. Phaedrus (dialogue) by Plato
Στο Φαίδρο, που ας ειπωθεί ένθετα βρίσκεται το πιο βαθύ κύτταρο της φιλοσοφίας του Πλάτωνα, η θεωρία των ιδεών, βρήκα πολλά πράγματα.

Βρήκα, γιατί ο έρωτας αποβλακώνει, και γιατί ο έρωτας τρελαίνει τους ανθρώπους.

Βρήκα, γιατί οι Έλληνες θελήσανε μοιχαλίδα την πιο ωραία γυναίκα που έφτασε να πλάσει η φαντασία τους, την Ελένη της Σπάρτης.

Βρήκα, πόσο υπέροχο πράγμα είναι η ελληνική αρετή, και η ηθική ελευθερία των ελλήνων. Και πόσο μοχθηρή και αφύσικη είναι η ηθική των εβραίων. Εκείνο το διαβόητο ου μοιχεύσεις του μωσαϊκού νόμου. Που το μόνο φυσικό νόημα και η μόνη κοινωνική σταθερά που το χαρακτηρίζει, είναι να παραβαίνεται ακατανίκητα από τους περισσότερους ανθρώπους σε όλες τις εποχές.

Βρήκα, πόσο βαθιά σκύψανε οι Έλληνες  και είδανε και γνωρίσανε τη φύση του ανθρώπου. Δεν τη λέω ψυχή, γιατί η λέξη ψυχή είναι διαβλημένη και έχει καταντήσει ύποπτη.
Βρήκα, τι είναι η τέχνη του λόγου. Και πώς γράφουνται τα πολλά ασήμαντα βιβλίδια, και τα λίγα αθάνατα έργα.

Και κυρίως αυτό. Βρήκα τον αγώνα, τη βούληση για δύναμη, τη φυσικότητα, την υγεία, τον πόνο και την εμορφιά που κρύβει η αρετή των ελλήνων. Πράγμα που την έκαμε αβάσταχτη σε όλους τους κατοπινούς. Τους ευρωπαίους, τους νεοέλληνες, τους "χριστιανούς, τους βουσμανοαμερικάνους, και όσους άλλους.

Και γι' αυτό τη διαστρέψανε. Και από την αστραφτερή τίγρη της Σουμάτρας κοιλοπονήσανε και γέννησαν και συγκατοικούν με μια ψωραλέα γάτα.

Έξω όμως από αυτά, έχω και μια κατάθεση. Διατείνομαι ότι ο Φαίδρος του Πλάτωνα είναι το ωραιότερο ερωτικό ποίημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Στα χρόνια μας τους πλατωνικούς έφηβους τους ανάστησε ο Καβάφης. Τα νιάτα τους, την εμορφιά και τη χάρη, την αίσθηση της όρασης, την αφή, την ευφυία τους.

Ο Καβάφης, μέσα στον Κεραμεικό της λυπημένης φαντασίας του, ανάσκαψε ένα πλήθος από τάφους πλατωνικών εφήβων: Ευρίωνος Τάφος, Λάνη Τάφος, Ιαση Τάφος, Ιγνατίου Τάφος, Ίμενος, Λεύκιος, Τέμεθος, Μύρης, Ρέμων, Κήμος Μενεδώρου, Ιάνθης Αντωνίου, Εν τω Μηνί Αθύρ.  Έχεις προσέξει, πόσο προσέχει ο Καβάφης, ώστε κανένας από τους ηδυμελείς εφήβους του να μην περάσει τα είκοσι εννέα του χρόνια;

Ένα πρωί λοιπόν, που έξω πυρώνει θείος Ιούλιος μήνας, ο Σωκράτης κάθεται με τον αστραφτερό Φαίδρο στις όχθες του Ιλισού ποταμού. Εκεί όπου σήμερα είναι η οδός Καλλιρρόης, κοντά στο Καλλιμάρμαρο. Κάτω από τις σκιές των πλατανιών έχουν ξαπλώσει δίπλα-δίπλα, είναι ξυπόλυτοι, και βρέχουν τις φτέρνες τους στο νερό που κυλάει. Η σκηνή ξαναγυρίζει ατόφυα στον καιρό μας:

Κι έθεσα εν τω μέσω έναν ωραίον νέον γυμνόν, ερωτικόν μες στο νερό την κνήμη τη μια τον έχει ακόμη.

Ο Φαίδρος διαβάζει στο Σωκράτη ένα ερωτικό γράμμα που του 'στειλε ο ρήτορας Λυσίας, και του προτείνει να γίνει ερωμένος του. Του Λυσία εννοείται. (Είναι άραγε ονοματική σύμπτωση που ο Καβάφης, δίπλα στους πολλούς τάφους των εφήβων του, έγραψε και το ποίημα Λυσίου Γραμματικού Τάφος;)

- Σαν το χέλι στο φλόμο έχω φλομώσει, Σωκράτη, του λέει ο Φαίδρος. Κοίτα, και πές μου. Ποιος θα μπορούσε να γράψει καλύτερο γράμμα απ' αυτό; Είμαι έτοιμος να πέσω σαν το σύκο.

- Ωραίο είναι το γράμμα, του λέει ο Σωκράτης.

-Νομίζω ότι ούτε κι εσύ θα μπορούσες να το συντάξεις με τόση μαεστρία.

-Καημένε μου, τρομάρα σου! του κάνει ο Σωκράτης. Εγώ, βρε φτωχέ, μπορώ να σπείρω τη θάλασσα κριθάρι. Θα σου γράψω γράμμα, που θα χάσεις τα πασχαλιά σου. Θα κοιμάσαι ξύπνιος, και θα το βλέπεις όνειρο.

-Εμπρός, λοιπόν, τι κάθεσαι; τον προκαλεί ο Φαίδρος. Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα.

-Προπαντός το πήδημα. Του λέει ο Σωκράτης, και κάθεται και γράφει το γράμμα.

Ψυχρά, έντεχνα, με λογική τετράγωνη, όλα υπολογισμένα. Του υποδείχνει, γιατί πρέπει να τον προτιμήσει σαν εραστή σε σύγκριση με το Λυσία.

Θά 'χεις να λάβεις ετούτα, κι ετούτα, κι ετούτα τα ωφέλη του λέει. Τι θα πάρεις, τι θα δώσεις, ποιό θά 'ναι το διάφορο.

Επρόκειτο για μια αγοραπωλησία σε ζωοπανήγυρη πρώτης τάξεως. Ο Σωκράτης, δηλαδή, γράφει το γράμμα πάνω στα πατήματα της επιστολής του Λυσία. Το πνεύμα των δύο επιστολών είναι να κάνεις έρωτα μόνο για την ηδονή. Μηχανικό αλισβερίσι και σύμβαση στυγνή. -Χωρίς το άρωμα της ψυχής.

Χωρίς το φτέρωμα και τη φτερνιά, την ιερή μανία, το άγριο μεθύσι, την παραφροσύνη. Χωρίς εκείνους τους σπασμούς των οραμάτων, που κατεβάζουν την ερωτική βίωση στη ρίζα του κοσμολογικού γίγνεσθαι.

Σαν ετελείωσε το γράμμα ο Σωκράτης, σαν τό 'δωκε στο Φαίδρο, σαν το διάβασε ο νέος, ο κόσμος τον συνεπήρε σαν ένας τροχός μες στο χάος. Έμεινε μαγεμένος και άλαλος. Έτοιμος να παραδώσει την πύλη, όπου είχαν κοιμηθεί όλες οι φρουρές.

Τότε, σε μια από κείνες τις άγριες μεταστροφές που αναποδογυρίζουν τη σωκρατική ειρωνεία σε τραγική, ο Σωκράτης πέφτει στα πόδια του Φαίδρου ικέτης.

- Την ασέβεια, του φωνάζει σεληνιασμένος. Την ασέβεια και την ύβρι να μου συχωρέσεις. Και συ και ο Έρωτας. Γιατί μ' αυτά που έγραψα τον ύβρισα τον έρωτα. Κι είναι φόβος να πάθω το πάθημα του Στησίχορου. Που τυφλώθηκε, όταν έγραψε ωδή και έβρισε την Ελένη για άπιστη.

Τώρα ο Σωκράτης αλλάζει τρόπο μουσικό. Αφήνει τις μειξολυδιστί και περνά στις δωριστί αρμονίες. Αναποδογυρίζει τη γης, και μέσα της καθρεφτίζει τον ουρανό. Κάνει την «παλινωδία» του, και μιλά για τον αληθινό έρωτα.

Μονομιάς, τα πουλιά και τα τζιτζίκια, τα νερά και τα δέντρα σωπαίνουν. Και ακούνε ακούσματα ανάκουστα.

Εμάς των ανθρώπων η ύπαρξη, λέει, μοιάζει με άρμα που το σέρνουν δυο άλογα. Και στη μέση ο ηνίοχος που τα οδηγεί.
Είναι ένας αρματηλάτης σαν εκείνον, που πενήντα χρόνια παλιότερα είχε χαλκουργήσει στους Δελφούς ο Πυθαγόρας από το Ρήγιο.

Το ένα άλογο είναι το κακό. Είναι το Επιθυμητικό, τα πάθη μας, η δύναμη που μας τραβά στην αδικία και στην άνομη ηδονή. Μια μέρα θα το ειπούνε id.

Το άλλο άλογο είναι το καλό. Είναι το Θυμοειδές, η βούληση μας, η δύναμη να αντισταθούμε στον πειρασμό, να νικήσουμε τα πάθη μας, να μην κάνουμε το ανήθικο. Μια μέρα οι άνθρωποι θα το ειπούνε ego.

Ο ηνίοχος είναι το Λογιστικό. Είναι η νόηση, η σύνεση και η φρονιμάδα μας, που με το φως του λόγου προσπαθεί να ημερώνει τα πάθη μας. Μας υποδείχνει πάντα την επιλογή του ενάρετου και του δίκαιου δρόμου. Μια μέρα θα το ειπούνε superego oι άνθρωποι.

Με τέτοια άρθρωση στοιχείων και δυνάμεων ζωγραφίζει ο Σωκράτης τον εραστή και τον ερωμένο, και τους ρίχνει στη μεγάλη πάλη.

Θα πηδοπηδηχτούν τα δύο ακόλαστα άλογα; Έπιπηδάν είναι το ρήμα του αγνού πρωτότυπου. Θα κυλιστούν ο εραστής και ο ερωμένος στη δροσερή κόλαση της σάρκας και της ηδονής. Η λύση που θα δώσει εδώ ο Σωκράτης θά 'ναι εκείνη του Συμποσίου, ή άλλη; Πιο κοντινή στον άνθρωπο και στη φύση του;

Για να τοποθετηθούμε σωστά απέναντι σε τούτη τη φονική καταιγίδα, όπου η ψυχή μας ιδρώνει και παθαίνεται, και φρικιά και τρέμει, πρέπει να μεταβάλουμε τις προοπτικές. Από τον αρχαίο καιρό να τις φέρουμε στο χωριό μας και στο σήμερα. Να τις ιδούμε να ζωντανεύουν.

Ας υποθέσουμε, λοιπόν, πως εκείνοι που στέκουνται αντίκρα έτοιμοι να κατασπαραχθούν μέσα στην εγκράτεια και στην αντίσταση, ή στο παράδομα και την ηδονή τους, και τα δύο σημαίνουν το ίδιο πράγμα, δεν είναι ο εραστής στα σαράντα του και ο ερωμένος στα δεκαοχτώ του χρόνια, αλλά ένας άντρας και μια γυναίκα της εποχής μας.
Είναι και οι δύο έγγαμοι, φρόνιμοι, θαλεροί, με οικογένειες χαρούμενες. Και έμορφοι σαν τη Φραντζέσκα και τον Πάολο Μαλατέστα. Αυτά λοιπόν τα συμβατικά δείγματα συναντιούνται ξαφνικά, γνωρίζουνται, μαγεύουνται ο ένας από τον άλλο.

Ερωτεύουνται με σεισμό και με πλημμύρα. Τι θα κάνουν; Θα παραδοθούν στην ένοχη επιθυμία; Θα απιστήσουν στους συντρόφους τους; Θα νικήσουν το πάθος που πλησιάζει με γλώσσες πυρκαγιάς; Θα μπορέσουν να σφαγιάσουν μέσα τους το πανέμορφο αγρίμι της ανομίας;

Σιγά σιγά, μη σπεύδετε! Η λύση είναι κοντά. Προσέχετε, πώς το λίγο λίγο γίνεται πολύ. Η πλατιά κίνηση των δύο ψυχών γράφει το χορό της πέστροφας στα νερά. Άλλοτε φέρνει στην αντίσταση με τη χαρά της νίκης, άλλοτε στο παράδομα με την αγωνία της μάχης. Προσέχετε τη σύνδεση του ευγενικού με το χυδαίο στην παντοδύναμη Αρχή της πραγματικότητας. Την ανάγκη για υπαρκτική εγρήγορση σε όλη μας τη ζωή. Κολυμπήστε μέσα στα καταιγιδοφόρα σύννεφα. Μιλά ο Σωκράτης:

«Και από τα δύο άλογα είπαμε πως το ένα είναι το  καλό, το άλλο όμως όχι. Μα ποια είναι η καλοσύνη του καλού και ποια η κακοσύνη του κακού, αυτό δεν το είπαμε, και θα το ειπούμε τώρα.

Το ένα λοιπόν από αυτά, πού 'ναι της μοίρας της καλής, έχει όρθιο το παράστημα, είναι καλοδεμένο στην άρθρωση, και έχει τον αυχένα ψηλά. Έχει γρυπά τα ρουθούνια, είναι ολόλευκο και με μάτια κατάμαυρα. Είναι φιλότιμο, με φρονιμάδα και με αιδώ, και αγαπά τη γνώμη την αληθινή. Δε δέχεται καθόλου το μαστίγιο, και υπακούει πρόθυμα στο λόγο του ηνίοχου.

Το άλλο όμως είναι ένας σωρός από κρέατα, στραβόκορμο και παχύσαρκο. Είναι σκληροτράχηλο και κοντόλαιμο, με ρουθούνια πλακουτσωτά, και μαυρειδερό. Και τα μάτια του σε ανοιχτό χρώμα ξεχυμένο στάζουνε αίμα. Είναι ακόλαστο και αλαζονικό, με αυτιά τριχωτά και βαρήκοα. Με δυσκολία δαμάζεται από τα σπηρούνια και το μαστίγιο.

Όταν λοιπόν ο ηνίοχος ιδεί το βλέμμα το ερωτικό, και καθώς το αντικρύζει πυρώνεται η ψυχή του και κατακλύζεται από τον οίστρο και την άγρια συνταραχή του πόθου, το καλό από τα δύο άλογα, όπως πάντα έτσι και τώρα, συγκρατιέται από τη φυσική του αιδώ, για να μην πηδήσει τον ερωμένο. Το άλλο όμως ούτε τα σπηρούνια νιώθει ούτε το μαστίγιο του ηνίοχου. Αλλά συνταράζεται όλο, και ορμά βίαια, και προκαλεί αταξία μεγάλη και στον ομόζυγα ίππο και στον ηνίοχο. Και τους αναγκάζει να ορμήσουν στον ερωμένο, καθώς τους υπενθυμίζει λάγνα την ηδονή του έρωτα. Αυτοί οι δύο όμως αντιστέκουνται στην αρχή, γιατί σπρώχνουνται να τολμήσουν πράγματα ανομολόγητα και φοβερά. Στο τέλος όμως, επειδή το κακό δεν έχει κράτος, υπακούουν  και ακολουθούν, στέργουν και ομολογούν ότι θα πράξουν εκείνο που ζητά τόσο επίμονα ο κακός ίππος.

Έτσι πλησιάζουν τον ερωμένο, και ατενίζουν την αστραφτερή του όψη. Καθώς λοιπόν την αντικρύζει ο ηνίοχος, ο νους του έρχεται στη φύση της εμορφιάς, που στοχαστικά την ξαναβλέπει να κάθεται απάνω σε βάθρο αγνό.

Και καθώς τη βλέπει, τονε κυριεύει τρόμος, και ο αναπηδά προς τα πίσω σαστισμένος. Έτσι πέφτοντας πίσω συνέλκει με τόση σφοδρότητα τα ηνία, ώστε τα δύο άλογα λυγίζουν τα καπούλια τους ως το χώμα. Το ένα το κάνει εκούσια, γιατί δεν αντιστέκεται. Το άλλο όμως το κάνει με μεγάλη δυσαρέσκεια.

Και σαν ξεμακρύνουνε λίγο, το ένα από κατάπληξη και αιδώ βρέχει με ιδρώτα όλη του την ψυχή. Το άλλο όμως, σαν του περάσει ο πόνος που ένιωσε από το πέσιμο και τα γκέμια, παίρνει ανάσα, και αρχίζει ύστερα με πολύ θυμό να βρίζει και τον ηνίοχο και τον ομόζυγα, γιατί λιποταχτήσανε άνανδρα και δειλά, και δεν εκράτησαν το λόγο τους.

Και τους σπρώχνει πάλι να πλησιάσουν τον ερωμένο, κι εκείνοι δε θέλουν, και παρακαλούν να το αναβάλουν για μια άλλη φορά. Και σαν έρθει η στιγμή που συμφώνησαν, ο ηνίοχος και ο καλός ομόζυγος κάνουν πως το ξεχνούν. Ο κακός όμως ίππος τους το θυμίζει και τους βιάζει. Χλιμιντράει και τους τραβάει βίαια, να ξαναπλησιάσουν τον ερωμένο για το ίδιο πράγμα. Και όταν τον πλησιάσουν, σκύβει κάτω το κεφάλι, ανασηκώνει λεπιδωτή την ουρά, δαγκώνει τους χαλινούς, και τραβάει ακράτητο.

Ο ηνίοχος όμως παθαίνει πάλι, και πιο έντονα τώρα, εκείνο που έπαθε και πρωτύτερα. Ορθώνεται προς τα πίσω, σα να βρήκε μπροστά του τεντωμένο σκοινί, και μέσα από τα δόντια του λάγνου αλόγου τραβάει με μεγαλύτερη ορμή το χαλινάρι προς τα πίσω. Ματώνουν τότε τα σαγόνια και η κακόλογη γλώσσα, και το αναγκάζει να ακουμπήσει βίαια τα καπούλια στο χώμα. Και το κάνει να πονάει.

Αφού λοιπόν πάθει το ίδιο πράγμα πολλές φορές ο πονηρός ίππος, στο τέλος υποτάζεται ταπεινωμένα, και πια ακολουθεί πειθήνια τον ηνίοχο. Και σα βλέπει πια τον ερωμένο, χάνεται από τον τρόμο του. Έτσι, η ψυχή τον εραστή, χωρίς την κακή ενόχληση, ακολουθεί με αιδώ και με φόβο τον ερωμένο.

Ο ερωμένος τότε δέχεται όλη τη λατρεία τον εραστή του, και τιμάται σα νά 'τανε θεός. Όχι προσποιητά, αλλά αληθινά και γνήσια. Και επειδή έχει από την ίδια τη φύση του συγγένεια με τον εραστή του, εάν οι σύντροφοι του πρωτύτερα ή κάποιοι άλλοι τον έκαναν να υποψιάζεται, λέγοντας τον πως δεν είναι καλό να πλησιάζει κάποιον που είναι ερωτευμένος μαζί του, και γι' αυτό απωθούσε τον εραστή, τώρα καθώς περνά ο καιρός, η ανάγκη και η ηλικία τον φέρνουν να πλησιάζει μπιστεμένα τον εραστή. Γιατί δεν είναι προορισμένο ο κακός να δένει φιλία με τον κακό, ούτε ο καλός να μη δένει φιλία με τον καλό.

Καθώς λοιπόν τον πλησιάζει τώρα και συχνοκουβεντιάζει μαζί του, η εικόνα που του δείχνει ο εραστής τον εκπλήσσει.

Έτσι, σιγά σιγά κατανοεί πως η φιλία που του δείχνουν όλοι οι άλλοι φίλοι και οι συγγενείς τον είναι ένα μικρό μέρος, μπροστά στη φιλία που νιώθει γι' αυτόν ο ένθεος εραστής του.

Όταν λοιπόν κάνουν πολύ καιρό συντροφιά, και ο πλησιάζουν και αγγίζουν ο ένας τον άλλο στη γυμναστική και στις άλλες επαφές, τότε η φορά εκείνου του ρεύματος, που o Δίας όταν αγαπούσε το Γανυμήδη την είπε ίμερο, φέρνεται με πολλή ορμή στον εραστή, και ένα μέρος της χύνεται στην ψυχή του. Ένα άλλο, όταν γιομίσει η ψυχή τον, χύνεται έξω.

Και όπως ο άνεμος ή ο ήχος αντιδονεί, όταν προσπέσει σε λείο και στέρεο σώμα, και επιστρέφει εκεί απ' όπου ξεκίνησε, έτσι γίνεται και με τη ροή της εμορφιάς. Γιατί ξαναγυρίζει πίσω στον έμορφο ερωμένο μέσα από τα μάτια του, που η φύση τα προόρισε να οδηγούν στην ψυχή. Κι άμα φτάσει και άμα την αναφτερώσει, ποτίζει τους πόρους των φτερών, τα κινάει να μεγαλώσουν, και γιομίζει και την ψυχή του ερωμένου με έρωτα.

Αγαπάει λοιπόν ο ερωμένος τώρα, αλλά δεν ξέρει ποιόνε. Κι ούτε καλολογιάζει τι έπαθε, ούτε ημπορεί να το παραστήσει. Αλλά σα να του μεταδόθηκε αρρώστεια στα μάτια από κάποιον άλλο, δεν ημπορεί να ειπεί πώς. Και δεν καταλαβαίνει ότι μέσα στον εραστή βλέπει τον εαυτό του σαν μέσα σε καθρέφτη.

Όταν λοιπόν ο εραστής είναι κοντά του, του περνά ο πόνος, όπως περνά και σ' εκείνον. Όταν όμως είναι μακρυά, ζητούν ο ένας τον άλλο, γιατί έχει τον αντέρωτα είδωλο του έρωτα. Και αυτό το λέει β και το νομίζει όχι έρωτα αλλά φιλία. Και επιθυμεί όμοια με τον εραστή, αλλά πιο αδύνατα, να τον βλέπει, να τον αγγίζει, να τον φιλάει και να ξαπλώνει δίπλα του.

Κι όπως είναι φυσικό αυτό το κάνει όλο και πιο συχνά. Όταν λοιπόν είναι ξαπλωμένοι δίπλα δίπλα, ο πονηρός ίππος του εραστή όλο και κάτι έχει να ειπεί στον ηνίοχο, και του ζητάει σε αντάλλαγμα της μεγάλης στέρησης νά 'χει και μια μικρή απολαβή.

Αλλά και τον ερωμένου ο λάγνος ίππος δεν έχει να ειπεί τίποτα. Αλλά γιομάτος πόθο και κέντρισμα αγκαλιάζει και φιλάει τον εραστή, σα να φιλάει κάποιον πολύ έμπιστο φίλο.

Και καθώς είναι ξάπλα μπορεί να γίνει να μην αρνηθεί να δοθεί στον εραστή, εάν τον το ζητήσει. Ωστόσο ο ομόζυγος ίππος και ο ηνίοχος εξακολουθούν να αντιστέκονται με αιδώ και με φρόνηση.

Εάν λοιπόν επικρατήσει η ανώτερη σφαίρα της ύπαρξης και τους οδηγήσει σε ζωή φιλοσοφημένη και πειθαρχική, περνούν τη ζωή τους εδώ ομονοητική και καλόζηλη. Γιατί και οι δύο είναι εγκρατείς και κόσμιοι. Και πετυχαίνουν να κυριαρχούν στο κακό κομμάτι της ψυχής τους, και να ελευθερώνουν το ενάρετο. Και σαν φθάσουν στο τέλος της ζωής, γίνουνται απάλαφροι και φτερωμένοι. Γιατί έχουν νικήσει στο ένα από τα τρία αγωνίσματα, τα αληθινά Ολυμπιακά. Και αγαθό μεγαλύτερο από τούτο δεν ημπορεί να δώσει στον άνθρωπο ούτε η ανθρώπινη φρονιμάδα ούτε η θεία εμπνοή.

Αν όμως ζουν πολυάσχολη ζωή και αφιλοσόφητη, και από κοντά φιλόδοξη, τότε θα τύχει κάποτε, σ' ένα μεθύσι ή σε μια ώρα απρόσεχτη και νυσταγμένη, και οι δύο ακόλαστοι ίπποι θα συλλάβουν αφρούρητη την ύπαρξη τους. Τότε θα συναγροικηθούν σε σμίξιμο. Και πια θα διαλέξουν και θα κάνουν εκείνη την πράξη, που το άκριτο πλήθος τη λογαριάζει ευδαίμονη.

Και σαν το κάνουν μια φορά, θα το ξανακάνουν. Πλην όμως πολύ σπανίως. Γιατί κάνουν πράξη που δεν την αποδέχονται με όλη τους την ύπαρξη.

Και τούτοι βέβαια είναι αγαπημένοι μεταξύ τους, αλλά λιγότερο από τους άλλους που δεν το κάνανε. Γιατί και τις ώρες που συνευρίσκουνται και τις άλλες περνούν τη ζωή τους με την αίσθηση ότι δίνουν και λαβαίνουν μεταξύ τους τις μεγαλύτερες εγγυήσεις. Και θεωρούν ανέντιμο να λύσουν το δεσμό τους και να καταντήσουν σε έχθρα. Και στο τέλος της ζωής τους πεθαίνουν χωρίς βέβαια φτερά, αλλά διατηρώντας την ορμή που είχανε να αποχτήσουν φτερά.

Ωστόσο δεν είναι μικρό το έπαθλο που λαβαίνουν για την τέτοια ερωτική τους δίαιτα. Γιατί ο νόμος ορίζει πως δεν είναι να πάνε στα σκοτάδια και στους δρόμους του Άδη εκείνοι που άρχισαν την ουράνια πορεία τους. Αλλά να είναι ευδαίμoνες, και να διάγουν ζωή φωτεινή. Έτσι θα περπατούν ο ένας δίπλα στον άλλο, έως ότου έρθει ο καιρός να γίνουν φτερωτοί. Εξαιτίας που αγαπήθηκαν πολύ.»

Μέσα σε τούτες τις τρεις παραγράφους του Φαιδρού ο Πλάτων ιστόρησε τον Άτλαντα της ύπαρξης του ανθρώπου. Εγκλείουν ατελείωτη ενέργεια φλόγας και βασάνου και λαχτάρας.

Το διαβασίδι σε τούτους τους τόπους είναι υπόθεση τραχιά.

Ευκολότερο θα 'ρχότανε στον πεζοπόρο να περπατήσει ξυπόλυτος τους ακανθώνες της Λυκίας, παρά να περάσει από δω.

Στην όλη διήγηση τα σημεία που αγγίζουν τα όρια είναι δύο.


Το ένα λέει: τήν υπό των πολλών μακαριστήν αΐρεσιν ειλέσθην τε και διεπραξάσθην. Δηλαδή, διαλέγουν και κάνουν την πράξη, που το άκριτο πλήθος τη λογαριάζει ευδαίμονη.
Αυτό σημαίνει ότι στο ερώτημα, εάν ο Σωκράτης υπήρξε αρσενοκοίτης, ο ίδιος ο Σωκράτης απαντά: δε θα το απέκλεια.

Βέβαια, θά 'τανε αλλόκοτο, και σε κάθε περίπτωση τρόπος γραφής μη ελληνικός, εάν ο Πλάτων πιανότανε να μας διηγηθεί ένα πήδημα του Σωκράτη. Ο Πλάτων είναι ποιητής. Δεν είναι Εμπειρίκος. Είναι ένας επώνυμος μεγάλος και πρώτος στην ιστόρηση της ύπαρξης. Δεν είναι η φιλήδονη μαϊμού στη μεταχείριση της σάρκας.

Το δεύτερο λέει: σπανία δέ. Δηλαδή, αφού το κάνανε μια φορά, θα το ξανακάνουν, αλλά πολύ σπανίως.
Αυτό σημαίνει πως, εάν οι παράνομοι εραστές δίνουνται ο ένας στον άλλο για μια νύχτα κάθε έξι ή δώδεκα μήνες, το τίμημα που πληρώνουν είναι πολύ ακριβό. Ο πόνος, δηλαδή, και η οδύνη από τη στέρηση και το βασανισμό που γιομίζει τα χάσματα της απουσίας από τη μία έως την άλλη φορά, είναι πολύ μεγαλύτερος από τη χαρά που χαίρουνται, όταν πολύ σπανίως χαρίζουνται ο ένας στον άλλο.

Εδώ έχουμε μια καίρια στιγμή της διήγησης. Γιατί προσδιορίζει την ανθρωπιά και την ελευθερία της ελληνικής αρετής. Τη σπανιότητα δηλαδή του νά 'σαι και να μένεις άνθρωπος, χωρίς να παραβιάζουνται ούτε τα όρια των νόμων της φύσης ούτε τα όρια των νόμων των ανθρώπων. Είναι ένα ακόμη νοητικό παράδειγμα, όπου εφαρμόζεται η θεωρία της απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ.
Σύμφωνα με το πνεύμα του Σωκράτη εδώ, το νά 'σαι και να μένεις άνθρωπος δηλώνει ότι δεν κρεουργείς το φυσικό της ανθρώπινης ύπαρξης με διαταγές-γιαταγάνια του τύπου «ου μοιχεύσεις» των εβραίων. Το «ου μοιχεύσεις» απεργάζεται καταπίεση, απωθήσεις, νευρώσεις, τροπές διαστροφές, το ξερίζωμα του φυσικού ελιξήριου, την καταχέρσωση του ψυχικού τοπίου, την ερωτική τερατογένεση και τερατουργία, και όχι μόνο.
Μία Βαστίλλη χτίζει για σένα και για τους άλλους, όπου φυλακίζεται το κελαηδητό του βίου μας μέσα στα βάσανα και τη βία του.
Η οδηγία αρετής του ελληνικού τρόπου, όπως την καταθέτει ο Πλάτων σ' αυτές τις τρεις παραγράφους του Φαίδρου, μας λέει:
Να χαίρεσαι τη ζωή σου τη σύντομη και την ανεπίστροφη. Αλλά μέσα στο ρυθμό και την τάξη. Φυσική και ελεύθερη, να κρατάς την εμορφιά των παθών, ένα κύπελλο στο χέρι σου από αγνό ασήμι. Αλλά με γνώση και με πειθαρχία. Εκείνο που θα σε κρίνει δεν είναι η ηθική σου πτώση, αλλά η βούληση για δύναμη που θα βρίσκει το δρόμο να σε ανεβάζει ξανά στην καθαρή σου αρχικότητα.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ ''ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ'' Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Δημήτρης Δημητριάδης, «Εμείς και οι ΄Ελληνες». Dimitris Dimitriadis, "We and the Greeks"
Παραλλάσσοντάς τον, δανείζομαι τον τίτλο από το κείμενο του Ph. Lacoue-Labarthe «Ο Χέλντερλιν και οι Έλληνες», ένα κείμενο που, με τη συγγενική του θεματογραφία, διατρέχει υπόγεια το δικό μου, όπως το διατρέχει και το κείμενο του Dominique Grandmont «Η Ελλάδα του Καβάφη», το οποίο υπήρξε καθοριστικής σημασίας για την οργάνωση και διατύπωση των παρακάτω σκέψεών μου. Από το κείμενο του Lacoue-Labarthe κρατώ επίσης την προμετωπίδα του Heiner Mullerστην οποία θα επανέλθω αργότερα.   οποία θα επανέλθω αργότερα.  
Ο κληρονόμος αναλογίζεται την κληρονομιά του από τη στιγμή που απειλείται με την απώλειά της. Ο κίνδυνος να τη χάσει ή να αποδειχθεί ότι δεν του ανήκει κινητοποιεί τον μηχανισμό της ιδιοποίησης μέσα του.

Ό,τι θεωρείται δεδομένο και εξασφαλισμένο αποκλείει τη στοχαστική αναφορά σε αυτό.

Ξεκινώντας από αυτή την παρακινδυνευμένη διαπίστωση, δίνεται η ευκαιρία να προσφύγουμε από την περιφέρεια στο κέντρο, από την περίμετρο στην καρδιά του προβλήματος, από τον εφησυχασμό στην ανησυχία. Να τολμήσουμε, όχι χωρίς συνέπειες, την ακρότητα.
Την θανάσιμη έξοδο. 
Έτσι λοιπόν, η παραπάνω διαπίστωση μας εισάγει κατευθείαν στη ζώνη του κινδύνου. Περνούμε, σχεδόν συνειρμικά, στην ετερότητα.  
Η ετερότητα είναι, στην προκειμένη περίπτωση, η Ελλάδα.
Η Ελλάδα αποκλείει την ταύτιση μαζί της.
Αποκλείει την ταυτότητα.
Και όλα τα παράγωγά της. Την οικειότητα, τη συγγένεια, την κατοχή, την ασφάλεια.
Εμείς, κάτοικοι αυτής της γεωγραφικής περιοχής, μόνον ως ξένοι δικαιούμαστε να αντιμετωπίζουμε τους Έλληνες.  
Να τους αντιμετωπίζουμε ως ξένους. 
Εμείς ως μη Έλληνες.

Ως μη Έλληνες εμείς τι είμαστε; 
Κάτοικοι μιας γεωγραφικής περιοχής που κατοικήθηκε από ανθρώπους που προσπάθησαν να γίνουν κάτι. Η προσπάθεια αυτή και οι καρποί της τους έκαναν Έλληνες.  
Εμείς δεν καταβάλλουμε καμία παρόμοια προσπάθεια. Επειδή πιστεύουμε ότι είμαστε Έλληνες.   
Δεν είμαστε Έλληνες.
Το δεδομένο και το εξασφαλισμένο αποκλείουν την προσπάθεια..
Ο αποκλεισμός της προσπάθειας μας αποκλείει από το να γίνουμε Έλληνες.
Όσοι δεν προσπαθούμε να γίνουμε Έλληνες, ούτε είμαστε ούτε θα γίνουμε ποτέ Έλληνες.
Να ένας πολύ σοβαρός λόγος για να μην επιστραφούν ποτέ τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Η μη επιστροφή τους θα πρέπει να συνιστά εθνικό στόχο διότι έτσι επιτυγχάνεται η ευεργετική ρήξη στη συνέχεια, η θραύση του κεκτημένου. Ο κληρονόμος διαπιστώνει ότι οφείλει να αγωνιστεί προκειμένου να του αναγνωριστεί το δικαίωμα κυριότητας πάνω στη θεωρούμενη ως δεδομένη και εξασφαλισμένη κληρονομιά του. Διαπίστωση τραγικού μεγέθους.
Η Ελλάδα δεν ανήκει στους Έλληνες. 
Αυτό είναι το τραγικό μέγεθος. 
Οι Έλληνες είναι Έλληνες επειδή και όταν η Ελλάδα δεν τους ανήκει.
Το ανάποδο σλόγκαν, δημαγωγικό και παραπλανητικό, στην πραγματικότητα αντιλαϊκό και στην ουσία ανθελληνικό, ληξιαρχική πράξη γεννήσεως του σημερινού μηδενός, κολάκευε το ατταβιστικό αίσθημα κυριότητας επιστεγάζοντας, με την αγοραία μαυλιστικότητά του, τη βολεμένη και ανέξοδη βεβαιότητα του αυτοβαυκαλιζόμενου κατέχοντος.
Διότι, πίσω από την ύπουλη φτήνια αυτού του σλόγκαν, κρυβόταν ο απεριχώρητος τρόμος της απώλειας. 
Μιας απώλειας συντελεσμένης. 
Οι Έλληνες δεν ανήκουν στην Ελλάδα.
Οι Έλληνες δεν είναι Έλληνες. 
Τι είναι, λοιπόν; 
Το τίποτε.
Ιδού το χαρμόσυνο άγγελμα.  
Το τίποτε. 
Με αυτό παρέχεται η κοσμογονική δυνατότητα να αρχίσει επιτέλους κάτι.
Ελλοχεύει όμως και ο κίνδυνος να παραμείνουν όλα εκεί που είναι. 
Στον ανέξοδο βαυκαλισμό του κατέχοντος. 
Τα πάντα γύρω μας κραυγάζουν πως θα συμβεί το δεύτερο.

Η καθησυχασμένη βεβαιότητα ότι η κληρονομιά μας ανήκει αδιαφιλονίκητα, καθιερώνει την εθνική στειρότητα ως κυρίαρχη συμπεριφορά, την αγκίστρωση στα κεκτημένα ως άρχουσα νοοτροπία, τον μηρυκασμό των στερεοτύπων ως ασφάλεια συνέχειας.   
Προτάθηκαν όλα τα σχήματα ερμηνείας αυτής της συνέχειας, ιδεολογικά και γεωφυσικά.
Ολοκληρώθηκαν και απέτυχαν όλα. Κατέληξαν σε αδιέξοδα. Παρήγαγαν ψευδαισθήσεις. Διένειμαν ανυπόστατους ρόλους. Απέδωσαν ψευδείς τίτλους. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, εξαπάτησαν καλλιεργώντας την αυτοτέλεια του προσωπείου πάνω στην ανυπαρξία προσώπου.  
Δεν παράγεται πολιτισμός με την αναπαραγωγή του δεδομένου.
Δεν παράγεται πολιτισμός με τον μηρυκασμό του εξασφαλισμένου.
Θεμελιώδης εκπρόσωπος της γενιάς που πρότεινε κι αυτή μια δική της Ελλάδα, ως εκδοχή ιδιοποίησης της Ελλάδας, αναρωτήθηκε: 
«Μήπως όλα αυτά που σκεφτήκαμε για την Ελλάδα ήσαν ψέματα, κατασκευάσματα του μυαλού μας;».
Ιδού η καρδιά του προβλήματος.
Παραμένει ακόμη ανέγγιχτη. 
Επειδή το άγγιγμά της είναι αφόρητο. 
Δεν είμαστε τίποτε.
Μόνον αυτή η βεβαιότητα παράγει ενέργεια, μόνον αυτή κινητοποιεί, ωθεί στην προσπάθεια να προσπελαστεί ο στόχος.
Ποιος είναι αυτός;
Να γίνουμε Έλληνες.
Με τι τρόπο; 
Αναγνωρίζοντας σε εκείνους τον ξένο. 
Αν μας ενδιαφέρει. 
Όντας ίδιοι, δηλαδή ταυτόσημοι με εκείνους, δεν είμαστε κανείς. Κανείς δεν είναι, δεν μπορεί να είναι, ίδιος με τους Έλληνες. Κανείς δεν είναι Έλληνας.   Γίνεται ή προσπαθεί να γίνει. 
Παραμένοντας ανελλιπώς ξένος. 
Με την ιδιότητα του ξένου, συγκαταλεγόμαστε, αν το θέλουμε, στη χορεία εκείνων που θέλουν να τείνουν προς την Ελλάδα.
Το ότι ζούμε στα ίδια χώματα δεν σημαίνει τίποτε. Στην πραγματικότητα φιλοξενούμαστε. Εκείνοι, οι Έλληνες, μας φιλοξενούν.
Το ότι στα θεμέλια του σπιτιού μας υπάρχουν θαμμένα τα σπίτια αρχαίων τραγικών δεν σημαίνει τίποτε. Δεν αρκεί αυτό για να μας κάνει τραγικούς, ή συγγενείς και συνεχιστές των τραγικών. Η τραγικότητα είναι υπόθεση άλλων θεμελίων που δεν τα υποψιάζονται όσοι έχουν τάξει τη ζωή τους και το έργο τους στη θλιβερή κολακεία ενός δήθεν λαϊκού αισθήματος το οποίο οι ίδιοι καρπώνονται με ανεξάντλητη απληστία και εγωπαθή μονομανία.
Το ότι βλέπουμε από το μπαλκόνι μας την Ακρόπολη δεν σημαίνει τίποτε. Η θέα δεν συνιστά εγγύηση ταυτότητας. Το τοπίο δεν αποτελεί τεκμήριο συνέχειας. Δεν μας εισάγει στο πνεύμα που γέννησε τη μυθοποίηση του τοπίου. Τη μεταποίηση της γεωγραφίας από φύση σε ποίηση.
Το ότι μιλούμε την ίδια γλώσσα επίσης δεν σημαίνει τίποτε. Τη γλώσσα πρέπει να την σκέφτεται κανείς για να την μιλήσει. Πρώτα σκέφτομαι τη γλώσσα και μετά την μιλώ. Ποιος σκέφτεται τη γλώσσα εδώ; Ποιος κάτοικος αυτής της γεωγραφικής περιοχής μιλά τη γλώσσα επειδή πρώτα την σκέφτεται;
Με την κατάρρευση των επικαλυμμάτων αποκαλύπτεται το σταθερό ζητούμενο, η δημιουργία τρόπων μεταποίησης του μη υπάρχοντος σε υπάρχον. 
Διάπλαση μορφών. 
Προσέγγιση απροσέγγιστου στόχου. 
Ξανά από την αρχή. 
Πάλι και πάλι. 
Ως εκ του μηδενός. 
Σύλληψη του ανέφικτου.
Παραβίαση του ορίου που διαχωρίζει αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε από εκείνο που στην πραγματικότητα δεν είμαστε.
Είναι μία απόπειρα ελληνική.
Για να είναι ένας λαός δημιουργικός, οφείλει να ζήσει την έλλειψη εκείνου που τον έκαναν να πιστεύει πως είναι. Και να δημιουργήσει τους τρόπους με τους οποίους θα καλύψει την έλλειψη. Έτσι δημιουργούνται πολιτισμοί. Με την κάλυψη του κενού. Ανέφικτη κάλυψη.
Όμως αυτό το ανέφικτο συνιστά την αληθινή προσπάθεια. Η ανέφικτη κάλυψη της έλλειψης και του κενού.
Τα πάντα γύρω μας κραυγάζουν ότι η έλλειψη και το κενό όχι μόνον δεν θα καλυφθούν, αλλά ότι θα εξακολουθούν να μη βιώνονται ως έλλειψη και ως κενό.
Άρα δεν χρειάζεται να γίνει καμία προσπάθεια.
Τα πάντα γύρω μας κραυγάζουν πως αυτό που έχουμε το έχουμε αναμφισβήτητα, πως αυτό που είμαστε το είμαστε αναμφισβήτητα. 
Ο ορισμός της γραφικότητας και της μικρόνοιας.
Τίποτε δεν έχουμε και τίποτε δεν είμαστε.
Στο τίποτε αυτό προσφέρεται η πιο χαρμόσυνη αγγελία, ο μόνος αληθινός ευαγγελισμός. 
Τι λέει;
Λέει: Αυτή είναι η πραγματική αφετηρία, ξεκινήστε, μπορείτε τα πάντα, αποπαγιδευτείτε, σπάστε τις εμπλοκές, τολμήστε την απεμπλοκή από τα ψεύδη και τα προσωπεία, μη φοβάστε, υπάρχουν κι άλλα πρόσωπα και άλλες αφηγήσεις, περάστε από τα στερεότυπα στην άπλαστη λάσπη, από το παγωμένο βλέμμα στο κοίταγμα της αβύσσου. Πλάστε τη φωτιά.
Τρομερό το αίτημα. 
Ζητά δημιουργικότητα. 
Διακινδύνευση. Τόλμη. 
Ζητά ζωή.
Ζητά παραδοχή μιας προσπάθειας κατά την οποία θα πρέπει να ιδιοποιηθούμε το ελληνικό ως έτερο. Το έτερο ως ελληνικό.
Γιγαντομαχία.
Διότι το ελληνικό δεν είναι έμφυτο ούτε εμφυτεύσιμο· δεν είναι φυσικό· δεν κληρονομείται, δεν μεταβιβάζεται, δεν κατοχυρώνεται, δεν διασφαλίζεται, δεν καταχωρείται.
Το ελληνικό δεν είναι ευρήματα ανασκαφών και διεκδικήσεις αρχαιοτήτων· δεν είναι κομπορρημοσύνη μεταπρατών και διαπραγματεύσεις κυβερνητικών παραγόντων· δεν είναι εξαγγελίες υπουργείων και τουριστικοί πομφόλυγες. 
Το ελληνικό είναι επίκτητο. 
Κατακτάται, εάν ευοδωθεί η προσπάθεια της κατάκτησής του.
Μπορούμε να γίνουμε ελληνικοί; 
Γίνεται κανείς ελληνικός όταν αρχίσει να στέκεται αντίκρυ στους Έλληνες. 
Στέκομαι αντίκρυ, σημαίνει, ανάμεσα σ’ εμένα και στο άλλο υπάρχει απόσταση. 
Κάτι περισσότερο: ρήξη, χάσμα. 
Ρήξη μας χωρίζει από τους Έλληνες. 
Χάσμα χάσκει ανάμεσα σ’ εμάς και την Ελλάδα.
Ρήξη και χάσμα, όμως, είναι προϋποθέσεις στοχασμού. 
Γιατί δεν υφίσταται στοχασμός σ’ αυτήν την γεωγραφική περιοχή; 
Η ένωση, η ταύτιση, η ταυτότητα, αποκλείουν τον στοχασμό. 
Το ίδιο, το ταυτόσημο, είναι άστοχα. 
Ο στοχασμός προϋποθέτει στόχο. 
Η ένωση, η ταύτιση, η ταυτότητα, αποκλείουν τον στοχασμό εφόσον θεωρούν τον στόχο δεδομένον και εξασφαλισμένον, κατακτημένον μια για πάντα. 
Ο στοχασμός όμως εκκινεί από την απώλεια, την απουσία, την έλλειψη. 
Ο στοχασμός εκκινεί από τη συνείδηση του τίποτε. 
Είναι ομογάλακτος του μηδενός. 
Είναι το ίδιον της ετερότητας.
Μόνον ως ξένοι δικαιούμαστε να κατοικούμε σ’ αυτά εδώ τα μέρη.
Θάλασσες, νησιά και βουνά, εξαντλήθηκαν στις γιγαντοαφίσες. 
Μόνον ως ξένοι δικαιούμαστε να μιλούμε αυτήν τη γλώσσα.  
Ακούστε το αφασικό παραμιλητό των τηλεπολιτικών.  
Μόνον ως ξένοι δικαιούμαστε να αναφερόμαστε στους Έλληνες. 
Κοιτάξτε γύρω σας τον πληθυσμιακό πολτό, με εγχάρακτη στα πρόσωπά τους την ολική αποτυχία. 
Το πεδίον ωστόσο ανοίγεται μπροστά μας, απέραντο αλλά δύσβατο. 
Μόνον γυμνούς και ατιτλοφόρητους μπορεί να μας δεχτεί. 
Ενδεδυμένους μόνον την περιβολή του τίποτε.
Ειδάλλως δεν πρόκειται να υπάρξει άλλη φορά πολιτισμός εδώ. Αν μας ενδιαφέρει αυτό.
Μπορούμε να συλλάβουμε το μήνυμα; 
Μπορούμε να συλλάβουμε τον αναγεννησιακό του χαρακτήρα; 
Τη λυτρωτική του διάσταση; Τη ζωτική του ώθηση; 
Μπορούμε να καταλάβουμε ότι μόνον αυτό μπορεί να μας βγάλει από τους τάφους;
Να διακόψει την αέναη μετακίνησή μας από φέρετρο σε φέρετρο; 
Τα πάντα γύρω μας κραυγάζουν πως όχι, δεν μπορούμε. 
Τι μένει, λοιπόν; 
Άνθρωποι.
Άνθρωποι που γεννιούνται, αρρωσταίνουν, γηράσκουν και πεθαίνουν, μέσα στην τριβή της καθημερινής τύρβης, αλληλοαγαπώμενοι και αλληλοσπαρασσόμενοι. Μαιευτήρια, κρεβατοκάμαρες, νοσοκομεία και νεκροταφεία. 
Ο αμετάφραστος πόνος.
Το άλλο όμως είναι άλλο. 
Από τη μια η τρέχουσα ανθρωπινότητα, και από την άλλη το άλλο. 
Η προμετωπίδα του Heiner Muller: 
«Για να συμβεί κάτι, χρειάζεται να ξεκινήσει κάτι· το πρώτο σχήμα της ελπίδας είναι ο φόβος, η πρώτη εμφάνιση του καινούργιου ο τρόμος». 
Όπως βλέπετε, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. 
Γι’ αυτό και δεν προσφέρονται. 
Για να προσφερθούν, πρέπει να τους προσφερθούμε εμείς προηγουμένως. Τίποτε δεν μας ανήκει. 
Δικό μας είναι μόνον το τίποτε. 
Δηλαδή η απόσταση. 
Άθροισμα αποστάσεων θεωρούσε τη ζωή ο Πεντζίκης. 
Η απόσταση.
Αυτή που γέννησε την ποίηση του Καβάφη.
«Κωνσταντίνος Καβάφης».
Ο Καβάφης ήταν ελληνικός επειδή ήταν μακριά, αλλού. 
Δεν ήταν εδώ, δεν ήταν μαζί, δεν ήταν δικός τους, δεν τους θεωρούσε δικούς του. 
Ήξερε ότι δεν κατείχε. 
Ελληνικός. Ιδιότητα τιμιότερη απ’ αυτήν δεν θεωρούσε άλλην. 
Αυτό θα πει ελληνικός. 
Να προσπαθείς να καλύψεις την απόσταση και να μην μπορείς.
«Η Ελλάδα ­ καταλήγει ο Lacoue-Labarthe ­ θα πρέπει να ήταν τούτος ο ίλιγγος και τούτη η απειλή: ένας λαός, ένας πολιτισμός που υποδηλώνονται, που δεν παύουν να υποδηλώνονται ως απρόσιτοι στον ίδιον τον εαυτό τους. Το κατ’ εξοχήν τραγικό, αν αληθεύει ότι το τραγικό αρχίζει με την κατάρρευση του μιμητού και την εξαφάνιση των προτύπων». 
Μπορούμε να αποδεχθούμε και να αναλάβουμε αυτήν την κατάρρευση και αυτήν την εξαφάνιση;
Αν μας ενδιαφέρει.
Ειδάλλως, ας πάψουμε να σφετεριζόμαστε εκείνα που ανήκουν σε άλλους.  
Στους Έλληνες.
Τελειώνω επανερχόμενος στον τίτλο. 
«Εμείς και οι Έλληνες». 
Το «και», όπως φαντάζομαι ότι κατανοήθηκε, δεν είναι συζευκτικό· δεν συνδέει· αποσυνδέει· διαζευγνύει. 
Στο θέμα που μας απασχολεί, για να συμβεί ένωση πρέπει να την ποδηγετεί ο χωρισμός· για να λάβει χώρα γάμος, πρέπει να ισχύει διαζύγιο. Με άλλα λόγια, ο μηχανισμός της τραγωδίας. 
Όχι η καπηλευτική αναπαράστασή της στην πιο χυδαία και πληθωριστική εκδοχή της που είναι ό,τι πιο καθησυχαστικό υπάρχει, αλλά η αιματηρή παράσταση της ανέκδοτης εκδοχής της σε ό,τι πιο ανησυχητικό υπάρχει. 
Το ελληνικό ως τρομακτικό.
Είναι καιρός, οι κάτοικοι αυτής της γεωγραφικής περιοχής επιτέλους να τρομάξουν γι’ αυτό που είναι, γι’ αυτό που δεν είναι, και γι’ αυτό που δεν θα καταφέρουν ποτέ να είναι.
Ένα σπουδαίο κείμενο του συγγραφέα Δημήτρη Δημητριάδη για την τραγωδία του να είσαι Έλληνας.

Μαρία Ευθυμίου: «Η εκπαίδευση, όπως όλα στη ζωή, είναι θέμα έρωτα» Η κορυφαία ιστορικός στο filomatheia.blogspot.com

Η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών, πέρα από την πολιτική, τις ρυθμίσεις, τις μεταρρυθμίσεις και το αμφιλεγόμενο περιεχόμενό τους, θέτει το ζήτημα του τι κινεί την Παιδεία – και του γιατί σήμερα αυτό απουσιάζει.

Κατά κανόνα, οι έλληνες πανεπιστημιακοί προτιμούν να εμμένουν στην πληροφορία παρά να κεντρίζουν το ενδιαφέρον του φοιτητικού κοινού με γοητευτικές λεπτομέρειες που μπορεί να γίνουν έναυσμα πρόσθετης έλξης για το αντικείμενο. Ωστόσο, σε έναν χώρο που η στεγνή γνώση ήταν ο κανόνας, οι παραδόσεις της Μαρίας Ευθυμίου στο μάθημα της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού διακρίνονταν πάντα για τη σπιρτάδα και την επινοητικότητά τους. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους οι ελεύθερες διαλέξεις της για κοινό ενηλίκων, εκτός πανεπιστημίου, μετρούν δεκάδες χιλιάδες ακροατές από το 2006, όταν και ξεκίνησαν, αλλά και πλήθος θεατών στο Διαδίκτυο. Για την αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών η σημερινή συγκυρία της εκπαίδευσης κάθε άλλο παρά ευτυχής είναι - και η καθοδική πορεία της ακολουθεί αυτήν της κοινωνίας. Ακόμη όμως και αν η Παιδεία βρίσκεται κοντά στο σημείο μηδέν, η Μαρία Ευθυμίου αρνείται να συνταχθεί με την πλευρά της πλήρους απαισιοδοξίας: γιατί η εκπαίδευση δεν έχει τόσο ανάγκη από νόμους και μεταρρυθμίσεις όσο από «εκπαιδευτικούς που να αγαπούν αυτό που κάνουν».

Aλλος ένας διάλογος για την Παιδεία ολοκληρώθηκε. Η Επιτροπή Εθνικού Διαλόγου έχει δώσει στη δημοσιότητα τα πορίσματά της, ένα πρώτο νομοσχέδιο με εκπαιδευτικές ρυθμίσεις ψηφίστηκε από τη Βουλή στο τέλος Αυγούστου. Οι κατευθύνσεις που μοιάζει να θέλει να ακολουθήσει η κυβέρνηση συμβαδίζουν με τις διεθνείς αναζητήσεις; «Στην Ελλάδα αλλάζουμε, υποτίθεται, το εκπαιδευτικό σύστημα πολύ συχνά. Κάτι που προφανώς δεν έχει νόημα. Πρόκειται για εθνική κωμωδία, γιατί όλοι γνωρίζουν πως κάθε «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση» είναι τραγικά εφήμερη. Και, εξ αυτού, άνευ ουσίας. Η χώρα μας βρίσκεται σε κακό σημείο. Η Παιδεία της φθίνει εδώ και δεκαετίες. Σήμερα πια είναι σε ελεύθερη πτώση. Οσον αφορά τις διεθνείς αναζητήσεις, υπάρχουν πολλά και διαφορετικά εκπαιδευτικά πρότυπα - και όχι ένα. Μπορεί κανείς, για τη συζήτηση, να επιλέξει διάφορα παραδείγματα γενικών κατευθύνσεων: εκείνα των αγγλοσαξονικών χωρών, για παράδειγμα, που κι αυτά δεν είναι ενιαία· ή της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Φινλανδίας, ή χωρών - δυτικών, κατά κανόνα - που έχουν δώσει κάποιο, θεωρούμενο ως επιτυχημένο, στίγμα. Και στο εξωτερικό, πάντως,  τα εκπαιδευτικά δεδομένα επανεξετάζονται - κατά καιρούς. Σε εμάς, βέβαια, όλα είναι δραματικά εφήμερα. Το μόνο σταθερό είναι η διαρκής πτώση. Και αν κρίνω από κάποιες αποφάσεις που πάρθηκαν για τα Αρχαία Ελληνικά ή τα Συμβούλια των Πανεπιστημίων, τα οποία η παρούσα κυβέρνηση καταργεί, τότε μόνο ζοφερό μπορώ να φανταστώ το μέλλον. Αλλά έχουμε, πλέον, συνηθίσει ως κοινωνία να ωθούμαστε προς όλο και μεγαλύτερο χάος και καταστροφή. Και είμαστε, μάλιστα, ήρεμοι μπροστά στο κακό αυτό. Σαν έτοιμοι από καιρό...».

Υπήρχε στο παρελθόν η αίσθηση ότι θα ήταν ενδεχομένως καλύτερο η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας να περάσει από τους επαγγελματίες πολιτικούς στα χέρια πανεπιστημιακών που γνωρίζουν από πρώτο χέρι τα προβλήματα του χώρου. Και τα τελευταία χρόνια γνωστοί πανεπιστημιακοί έγιναν όντως υπουργοί Παιδείας. «Το πρόβλημα δεν είναι στα ονόματα. Γιατί σε όλους τους χώρους υπάρχουν άνθρωποι με γνώση, με ευαισθησία και με υψηλή αίσθηση ευθύνης ως προς την κοινωνία. Η ελληνική κοινωνία, όμως, σε όλα τα επίπεδα, πάσχει από το απόλυτο "δήθεν" - κατάσταση που διογκώθηκε στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, οπότε ζήσαμε τη φούσκα των ιδεοληψιών και των μεγάλων λόγων. Μέσα σε αυτή τη φούσκα δημιουργήθηκε και ένα μεγάλο κομμάτι του λεγόμενου "πνευματικού κόσμου". Το ζήτημα, άρα, δεν είναι αν είναι κανείς πανεπιστημιακός ή όχι, "διανοούμενος" ή όχι. Δεν είναι καν αν είναι κανείς ειδικευμένος σε θέματα εκπαίδευσης. Και το λέω αυτό γιατί έχει δοθεί μεγάλη έμφαση και από την Ευρωπαϊκή Ενωση, με σημαντικές χρηματοδοτήσεις, που εδώ και δεκαετίες διοχετεύθηκαν σε παιδαγωγικές "μελέτες", "αναζητήσεις" και σε Παιδαγωγικά Τμήματα. Τελικά, όμως, είχαμε ένα σαθρό αποτέλεσμα. Τα Παιδαγωγικά Τμήματα στην Ελλάδα έχουν, συχνά, φοιτητές χαμηλού επιπέδου - φέτος αξιοθρήνητα χαμηλού, αν κρίνει κανείς από τις εισαγωγικές εξετάσεις - και η εκπαίδευση που τους παρέχεται είναι, σε κάποιες περιπτώσεις, συζητήσιμη. Ενώ εδώ θα έπρεπε να έχουμε τους άριστους των αρίστων, οι οποίοι και να λαμβάνουν την πιο απαρέγκλιτα απαιτητική και συστηματική εκπαίδευση, από, επίσης, τους άριστους των αρίστων. Βέβαια, όπως σε όλα τα ελληνικά πανεπιστήμια, όπως και σε όλο το φάσμα της εκπαίδευσης στην Ελλάδα, δίπλα στους "εκπαιδευτικούς" και τους "μαθητές" που απλώς διεκπεραιώνουν και αδιαφορούν για τη δουλειά τους, γίνονται και πράγματα καταπληκτικά από μεμονωμένους, αφιερωμένους, φωτισμένους ανθρώπους. Τους οποίους λίγοι τιμούν, λίγοι επαινούν και πολλοί περιγελούν. Ενώ αυτοί, αταλάντευτα, συνεχίζουν το φωτεινό έργο τους».

Εξαντλούμαστε στην πολιτική χρήση και στα διαδικαστικά της Παιδείας αγνοώντας το ίδιο το αντικείμενο τελικά; «Η εκπαίδευση, όπως όλα στη ζωή, είναι θέμα έρωτα. Δεν είναι θέμα κανενός νόμου και καμιάς μεταρρύθμισης. Αν δεν είναι ο δάσκαλος ερωτευμένος με αυτό που κάνει, το αποτέλεσμα είναι, σε κάθε περίπτωση, μηδενικό έως αρνητικό. Με τη λέξη "έρωτας" εννοώ αυτό που κάνεις να σε αφορά. Με πάθος. Με πόνο. Να κοιτάς τον μαθητή στα μάτια και να σε αφορά αν θα μάθει αυτό που του διδάσκεις. Ο δάσκαλος, εξάλλου, δεν μεταφέρει μόνον εγκύκλια γνώση στον διδασκόμενο. Μεταφέρει έναν ολόκληρο κόσμο, μια και η εκπαίδευση είναι άφατη μεταφορά χυμών, μεταφορά ήθους, μεταφορά στάσης ζωής. Δεν είναι διανοητική κατασκευή. Συζητούμε, κάθε τρεις και λίγο, για το πυροτέχνημα των εκάστοτε δήθεν "αλλαγών" και "μεταρρυθμίσεων" μόνο και μόνο για να μην επιστρέψουμε στην αρχή των πραγμάτων. Και η αρχή των πραγμάτων είναι να αγαπάς - τον άλλο, την κοινωνία, τη δουλειά σου, τη ζωή. Να νοιάζεσαι. Και να είσαι έτοιμος να δοθείς με όλες σου τις δυνάμεις και τις δεξιότητές σου σε αυτό. Κάτι που πολλοί έχουμε ξεχάσει. Και βολευόμαστε σε αυτό».

Το ανεπαρκές επίπεδο γνώσεων των εισακτέων φοιτητών, για το οποίο κάνατε λόγο παραπάνω, μνημονεύεται πολύ συχνά ως μείζον πρόβλημα για την κατάρτισή τους. «Είμαι στη Φιλοσοφική Σχολή σχεδόν 35 χρόνια. Κάθε χρόνο εισέρχονται στη Σχολή μας φοιτητές που υπήρξαν "αριστούχοι" μαθητές στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση  (εδώ και δεκαετίες, σχεδόν όλοι οι μαθητές στην Ελλάδα παίρνουν Α στο δημοτικό και 19 στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Τι να πει κανείς...). Και κάθε χρονιά το επίπεδο είναι χαμηλότερο από εκείνο της προηγούμενης. Να σας πω χαρακτηριστικά ότι στην εκφώνηση των ερωτήσεων στις εξετάσεις, αν χρησιμοποιήσω τον τύπο "αναφερθείτε" ή "τοποθετηθείτε", το "-τε" θα είναι γραμμένο με "αι" από το ένα τέταρτο περίπου των κατά τ' άλλα "αριστούχων" στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμιά τους εκπαίδευση φοιτητών. Φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, οι οποίοι, στην ουσία, προορίζονται μετά την αποφοίτησή τους για καθηγητές της ελληνικής γλώσσας».

Αλλά, από ό,τι καταλαβαίνω, δεν θεωρείτε ότι το ζήτημα είναι απλώς τεχνικό, ότι η έλλειψη τέτοιων βασικών γνώσεων αποδίδεται σε εκπαιδευτικά προβλήματα που λύνονται με αλλαγές υλικών, τρόπων ή μεθόδων διδασκαλίας. «Κοιτάξτε, η κεντρικά, κρατικά οργανωμένη υποχρεωτική εκπαίδευση είναι μια ιστορία μόλις δυόμισι, περίπου, αιώνων. Προέρχεται από το γερμανικό υπόδειγμα του 18ου αιώνα και το γαλλικό του 19ου αιώνα, που αποσκοπούσαν στη συγκρότηση ενιαίων κοινωνιών, στο πλαίσιο της εθνικής ιδεολογίας. Μια κοινή Παιδεία δημιουργεί κοινά αισθήματα, κοινούς κώδικες. Ενιαιοποιεί τις κοινωνίες. Η Παιδεία κάθε χώρας, δηλαδή, όντας εθνικής προτεραιότητας, δεν μπορεί παρά να έχει ως στόχο τον πολίτη, τον άνθρωπο που η κάθε χώρα θέλει να δημιουργήσει. Παλαιότερα, π.χ., μέχρι τη δεκαετία του 1980, το δημόσιο σχολείο της κάθε ελληνικής γειτονιάς ήταν σχολείο σκληρής εργασίας και απαιτητικότητας. Βάζοντας τους πραγματικούς βαθμούς, επαινώντας, προβιβάζοντας, αφήνοντας μετεξεταστέους, περνούσε το μήνυμα στον μαθητή ότι το να εργάζεται και να αποδίδει στο σχολείο είναι η δουλειά του. Και ότι η δουλειά είναι κάτι που τιμούμε και υπηρετούμε με αφοσίωση και στόχο. Για το οποίο, αναλόγως, είτε επαινούμεθα είτε μας ζητείται να ξαναπροσπαθήσουμε. Αντιθέτως, εμείς, τα τελευταία 40, περίπου, χρόνια, καθώς δημιουργήσαμε μια κοινωνία παρασιτική, χωρίς αξίες, χωρίς ηθικές αρχές και απαιτητικότητα, οδηγήσαμε και την Παιδεία μας σε αντίστοιχους δρόμους και πρακτικές. Από εκεί και τα εύκολα Α στο δημοτικό και τα 19 και 20 στο γυμνάσιο και στο λύκειο. Η δημιουργία πλήθους "αριστούχων" δίνει κακό εφαλτήριο στους μαθητές, ετοιμάζει το έδαφος για κακούς πολίτες. Γιατί επιβραβεύει την έλλειψη προσπάθειας. Eτσι, πολλοί νέοι που βγαίνουν από ένα τέτοιο σύστημα δεν έχουν συναίσθηση των εννοιών της εργατικότητας, της υπευθυνότητας, του ορίου, της συστηματικής δουλειάς για την επίτευξη ενός στόχου. Δημιουργήσαμε δούλους τού τίποτα. Γιατί ελευθερία δεν είναι η ασυδοσία. Είναι η έννοια του μέτρου, της εσωτερικής πειθαρχίας, του ορίου ως προς τον εαυτό σου και τους άλλους. Αντιθέτως, εμείς προτιμήσαμε την αντιστροφή των κοινωνικών προτεραιοτήτων. Στα ελληνικά σχολεία οι καθηγητές, από δεκαετίες, κάνουν τις συνελεύσεις τους την ώρα του ωραρίου τους, εις βάρος της εκπαίδευσης των νέων για την οποία και πληρώνονται από την κοινωνία! Στα ελληνικά σχολεία, από δεκαετίες, δεν υπάρχει έλεγχος, αξιολόγηση. Αυτά, εξάλλου, θεωρούνται "φασιστικά" πράγματα. Στα ελληνικά σχολεία και πανεπιστήμια, από δεκαετίες, αφήσαμε να επικρατήσει ως κανονικότητα το έθιμο των καταλήψεων και ετήσιων καταστροφών της δημόσιας περιουσίας - ένα lifestyle επαναστατικοειδές τού τίποτα, δήθεν ιδεολογικά φορτισμένο. Μετατρέψαμε τα σχολεία σε χώρους βανδαλισμών, αναίδειας, κοινωνικής αδιαφορίας, αμάθειας, βαρβαρότητας - υπό το κάλυμμα, μάλιστα, ιδεολογικών κατασκευών που απλώς υπηρετούν την ευτέλειά μας».   

Η αντιστροφή των κοινωνικών προτεραιοτήτων πόσο έχει να κάνει με αυτό που προηγήθηκε; Θέλω να πω, κατά πόσο η νοοτροπία των τελευταίων δεκαετιών, η νοοτροπία της Μεταπολίτευσης, μπορεί να διαμορφώνεται από την αντίδραση σε αξίες και έννοιες παρούσες σε μια εποχή που απορρίφθηκε πολιτικά και ιδεολογικά; «Πιστεύω ότι αυτό που ζούμε στη Μεταπολίτευση, όλη η κοινωνική και πολιτική ζωή, είναι βαθιά δηλητηριασμένη από τον Εμφύλιο Πόλεμο. O,τι κάνουμε και ό,τι δεν κάνουμε, ως κοινωνία και ως άτομα, είναι δαγκωμένο από το φίδι του Εμφυλίου και των επακόλουθών του. Θυμίζω ότι, στην ουσία, ο Εμφύλιος τελείωσε το 1974. Στρατιωτικά το 1949, πολιτικά όμως το 1974. Ηθικός νικητής, όμως, δεν ήταν ο στρατιωτικά υπερισχύσας. Hταν ο ηττημένος. Πάνω σε αυτό, μετά τη Μεταπολίτευση, πάτησαν διάφοροι - με μια προσχηματική, δήθεν αριστερή, φρασεολογία - για να δικαιώσουν επιτήδεια συμπεριφορές αντικοινωνικές, αντιδημοκρατικές, λεηλατικές, καταστροφικές. Αντί στην εποχή της δημοκρατίας να αξιοποιήσουμε τις δεινές εμπειρίες του παρελθόντος για το καλύτερο, απεμπολήσαμε αρχές σεβασμού της κοινωνίας, της δημοκρατίας και της αξιοπρέπειας του άλλου. Καταστρέψαμε το κοινό αγαθό. Με άποψη, μάλιστα, και αποφασιστικότητα. Και τούτο φαίνεται πιο βαριά στην Παιδεία».

Ωστόσο, η σημασία της Ιστορίας δεν αντανακλάται στον τρόπο με τον οποίο διδάσκεται στο σχολείο ένα μάθημα που κατεξοχήν προάγει την κριτική ικανότητα. «Δεν ξέρω αν η αποδυνάμωση του μαθήματος της Ιστορίας έγινε συνειδητά ή ασυνείδητα. Γιατί η Ιστορία είναι ένα μάθημα επαναστατικό. Είναι η ζωή των ανθρώπων που δεν υπάρχουν πια - η δική μας ζωή, μια και σε λίγο για εμάς ως Ιστορία θα μιλούν οι επόμενες γενιές. Μαθαίνοντας για τους ανθρώπους άλλων εποχών, για τον κόσμο που ζούσαν και για τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν, μαθαίνεις ουσιαστικά τον εαυτό σου. Είναι λοιπόν μάθημα επαναστατικό, γιατί σε ανατοποθετεί στον κόσμο, γιατί σε ωθεί σε στοχασμό, γιατί σε επαναπροσδιορίζει. Με τον τρόπο αυτόν, η Ιστορία σε απελευθερώνει».

Υπάρχει στο ευρύ κοινό μια έντονη επιθυμία για πρόσβαση σε ιστορική γνώση έγκυρη, επιστημονική, απλά δοσμένη; Αφορμή για την ερώτηση είναι η μεγάλη ανταπόκριση που βρίσκουν εδώ και περίπου μία δεκαετία οι ελεύθερες διαλέξεις σας για κοινό ενηλίκων σε όλη την Ελλάδα. «Το γεγονός ότι κάπου 50.000 άνθρωποι, υπολογίζω, έχουν προσέλθει μέχρι σήμερα σε αυτές τις διαλέξεις κάτι σημαίνει. Κοιτάξτε, η εκπαίδευση δεν σταματά σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας - και δεν αφορά μόνο δάσκαλο και μαθητή, καθηγητή και φοιτητή. Oλοι μαθαίνουμε διαρκώς, ο ένας από τον άλλο. Είμαστε όλοι και αδιαλείπτως ταυτοχρόνως και δάσκαλοι και μαθητές. Η ευρύτατη προσέλευση του κοινού σε διαλέξεις Ιστορίας δείχνει, ίσως, ότι επειδή έχουμε πλήθος κενών λόγω αποστήθισης και στρεβλής διδασκαλίας της Ιστορίας, σε καιρούς δύσκολους, μεταβατικούς και ρευστούς όπως αυτοί που διανύουμε, αναζητούμε εργαλεία ερμηνείας που μόνο η Ιστορία μπορεί να μας δώσει. Η Παγκόσμια Ιστορία, ιδιαίτερα, είναι πολύ πρόσφορη ως έναυσμα σκέψης για τον καθένα. Γιατί όταν ακούς τη δική σου Ιστορία, γίνεσαι σαν τον σκαντζόχοιρο. Το θέμα σε αφορά άμεσα, γι' αυτό και η προσέγγισή του σε πληγώνει. Δεν σε φέρνει στην ηρεμία που θα υποβοηθούσε την εσωτερική σου συζήτηση, καθώς είσαι διαρκώς έτοιμος να αντιδράσεις. Αντιθέτως, το πλεονέκτημα της Παγκόσμιας Ιστορίας είναι ότι μιλά για ανθρώπους σαν εσένα, σε άλλη χρονική στιγμή και σε άλλον τόπο. Eτσι, διαλέγεσαι μαζί τους και με τις καταστάσεις που αυτοί αντιμετώπισαν με μεγαλύτερη άνεση, χωρίς τις πληγές της δικής σου Ιστορίας που αιμάσσουν. Eπειτα, η παγκοσμιοποίηση είναι τόσο ορατή πλέον, ώστε χρειάζεσαι περισσότερα δεδομένα για να ερμηνεύσεις όσα συμβαίνουν γύρω σου. Ακροατές των μαθημάτων Παγκόσμιας Ιστορίας λένε πως ύστερα από αυτά βλέπουν με άλλον τρόπο τις ειδήσεις, διαβάζουν με άλλα μάτια τις εφημερίδες, αντιλαμβάνονται σε άλλη βάση τα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα, βλέπουν αλλιώς τα κινηματογραφικά έργα, διαβάζουν με άλλο φως την λογοτεχνία».

Είναι η ανταπόκριση αυτή και μια ένδειξη ότι υφίσταται στην ελληνική κοινωνία ετοιμότητα ευρύτερης δημόσιας συζήτησης γύρω από ιστορικά ζητήματα, όπως περίπου έγινε την τελευταία δεκαετία για τον Εμφύλιο Πόλεμο; «Οι Ελληνες έχουμε ενδιαφέρον για την Ιστορία. Iσως γιατί λόγω της σύγχρονης ηθικής και οικονομικής κατάρρευσής μας αντλούμε κουράγιο από το αρχαίο κλέος. Iσως γιατί έχουμε το προνόμιο να μπορούμε να ανιχνεύσουμε το παρελθόν μας με τόσο πολλά γραπτά μνημεία όσο λίγοι λαοί στον κόσμο. Απλώς, αυτό το ενδιαφέρον δεν το έχουμε αξιοποιήσει, κατά τη γνώμη μου, με συστηματικό και υγιή τρόπο. Ως λαός είμαστε σήμερα σε καλύτερη φάση για να συζητήσουμε για την Ιστορία μας. Ο Εμφύλιος, για παράδειγμα, τελείωσε στρατιωτικά πριν από σχεδόν 70 χρόνια, οι βασικοί πρωταγωνιστές του έχουν φύγει από τη ζωή, τα πολωτικά σχήματα "δεξιά" και "αριστερά", "προοδευτικός" και "συντηρητικός" έχουν καταρρεύσει. Είμαστε πλέον πιο ταπεινοί, λιγότερο αλαζόνες. Περνάμε όλοι τη δοκιμασία της κρίσης. Η βαριά εικόνα της Ελλάδας και του Eλληνα στο εξωτερικό μάς πληγώνει, αν και γνωρίζουμε ότι, σε έναν βαθμό, βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα και καταστάσεις. Eχουμε μπει δειλά δειλά στον δρόμο να συνομιλήσουμε με τον εαυτό μας ειλικρινά, αφήνοντας στην άκρη ιδεοληψίες και προκατασκευασμένες, politically correct, θεωρητικές συλλήψεις».

Αυτή η τελευταία φράση θα ίσχυε και ως υπόδειξη διεξόδου από τον λαβύρινθο των προβλημάτων της εκπαίδευσης; «Δεν είμαι τόσο απαισιόδοξη όσο μπορεί να φαίνεται από όλα όσα είπα παραπάνω. Στην εκπαίδευση υπάρχουν ακόμη διάσπαρτοι υπέροχοι άνθρωποι που μπορούν και κάνουν τη διαφορά. Και τα πράγματα είναι, εν τέλει, απλά. Στην πραγματικότητα, ένα πράγμα χρειάζεται η εκπαίδευση: εκπαιδευτικούς που να αγαπούν αυτό που κάνουν. Που να μπαίνουν στην τάξη και να λένε μέσα τους "Αυτά τα παιδιά θέλω να τα κερδίσω. Να τα εμπνεύσω. Να τα ελευθερώσω μέσα από τη χαρά της γνώσης, του σεβασμού, της προσπάθειας, της αξιοπρέπειας, της εργατικότητας, της αυτοεκτίμησης και της αλληλοεκτίμησης, της αξιοποίησης των ταλέντων του καθενός". Γιατί όλα είναι έρωτας. Και η Παιδεία ακόμη πιο πολύ».
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ