Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

9.2.17

«Εχουμε τον καλύτερο διευθυντή σχολείου όλου του κόσμου» Υπόψιν Διοτίμας.

«Εχουμε τον καλύτερο διευθυντή σχολείου όλου του κόσμου»

ΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΑΡΟΥ

Οι τρεις δάσκαλοι, σε συνεργασία πάντα με τον διευθυντή και τους υπόλοιπους διδάσκοντες, έκαναν τα παιδιά να θέλουν να πηγαίνουν στο σχολείο, να μένουν παραπάνω ώρες τα απογεύματα, να έρχονται Κυριακές και αργίες για εργαστήρια και θέατρα και τα υπόλοιπα προγράμματα που υλοποιούν κάθε χρονιά.
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Λύκειο Φιλώτα, Δήμου Αμυνταίου, νομού Φλώρινας. Ενα μικρό περιφερειακό λύκειο, σε ένα χωριό 2.000 κατοίκων. Παιδιά αγροτών ή υπαλλήλων της ΔΕΗ. Το χωρίζουν μόλις 15 χιλιόμετρα από την Πτολεμαΐδα. Είναι κυριολεκτικά χτισμένο μέσα στα εργοστάσια, περιβάλλεται από φουγάρα και ορυχεία. Τον χειμώνα, δάσκαλοι και οι περίπου 75 μαθητές συχνά διασχίζουν κλειστούς δρόμους για να φτάσουν στο σχολείο. Πολλά παιδιά περιμένουν πάνω από μία ώρα τη συγκοινωνία στα χωριά τους. Αλλά ως γνωστόν λουλούδια φυτρώνουν και στις πιο απόκρημνες πλαγιές. «Κάθε πρωί πηγαίνουμε σε μια δουλειά που λαχταράμε», θα πει σε μια αποστροφή της η φιλόλογος Αννα Βακάλη. Με τους Γιώργο Γεωργιάδη, επίσης φιλόλογο, και Δαμιανό Ξανθόπουλο, μαθηματικό, είναι η «αγία τριάδα», έτσι τους λένε οι μαθητές τους.
Οι δάσκαλοι που, σε συνεργασία πάντα με τους υπόλοιπους διδάσκοντες, έκαναν τα παιδιά να θέλουν να πηγαίνουν στο σχολείο, να μένουν παραπάνω ώρες τα απογεύματα, να έρχονται Κυριακές και αργίες για εργαστήρια και θέατρα και τα υπόλοιπα προγράμματα που υλοποιούν κάθε χρονιά.
Αλλά τίποτα δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς τον Λευτέρη Ελευθεριάδη, τον διευθυντή. Λευτέρη τον φωνάζουν και οι μαθητές, ή Freedom. «Ενα διαμάντι», θα πει η Αννα. «Μας στηρίζει σε όλα, όλα τα προωθεί, τα παιδιά τον αγαπούν σαν πατέρα τους. Να φανταστείς έλειπε λίγες ημέρες για ένα οικογενειακό πρόβλημα και τώρα που γύρισε όλο το σχολείο πανηγύριζε».
Οταν άκουσε τις τρελές ιδέες των τριών καθηγητών του, δεν το σκέφτηκε καθόλου. Συμμετοχή σε εργαστήριο Ρομποτικής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας; Γιατί όχι; Δημιουργία τηλεοπτικού σποτ με θέμα τον αποκλεισμό και τη βία κατά των μαθητών με τον θεατρολόγο Χριστόδουλο Κοτσινά; Εννοείται πως ναι. Συμμετοχή σε ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές με γνωστούς τραγουδιστές και παραγωγούς; Ποιητικό διάλογο με τον Τίτο Πατρίκιο; Σεμινάριο σεναρίου με τον Γιώργο Φειδά; Εκδρομή στη Βουδαπέστη και τη Βιέννη για να δουν από κοντά τον πίνακα του Kadinsky που υπάρχει στο βιβλίο των Μαθηματικών της Β΄ Λυκείου και τον πίνακα του Josef Albers, έναν φόρο τιμής στο τετράγωνο; Ναι, ναι και πάλι ναι. Το μικρό σχολείο, εδώ και τέσσερα χρόνια, είναι κέντρο διερχομένων σκηνοθετών και σεναριογράφων, ποιητών και ζωγράφων, μουσικών και επιστημόνων. Οι δράσεις δεν έχουν τελειωμό. Πρόγραμμα δημιουργικής γραφής σε συνεργασία με το αντίστοιχο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και τον επιστημονικό υπεύθυνό του, Τριαντάφυλλο Φωτόπουλο, παρακολούθηση μαθημάτων θεάτρου στη Σχολή Ιασμος του Βασίλη Διαμαντόπουλου κ.ο.κ.
Κανείς δεν αρνείται
«Είδα ότι δεν είναι δύσκολο. Τους περισσότερους δεν τους γνώριζα. Πήρα τηλέφωνο και είπα “γεια σας, να έρθουμε;” Μέχρι στιγμής κανείς δεν μου έχει πει όχι», λέει η κ. Βακάλη. «Θέλει κόπο, θέλει κάποια έξοδα, αλλά κανείς δεν αρνείται, υπάρχει καλή πρόθεση».
Ολα άρχισαν πριν από περίπου τέσσερα χρόνια όταν δημιουργήθηκε η κατάλληλη «συναστρία» των καθηγητών. «Ετυχε και βρέθηκε στο σχολείο μια παρέα που το στήριξε αυτό. Γιατί από την πορεία μου έχω δει ότι υπάρχουν και άνθρωποι που δεν θέλουν να λειτουργεί έτσι η εκπαίδευση, που αδιαφορούν, “δεν γίνεται”, “δεν μπορούμε”. Γι’ αυτό και μπόρεσα και ανοίχτηκα σε αυτό το σχολείο, γιατί βρήκα τους κατάλληλους ανθρώπους».
Φυσικά τα παιδιά ανταποκρίθηκαν. Οποτε χρειάστηκε, έμειναν και τέσσερις και πέντε ώρες μετά το κουδούνι, ήρθαν Κυριακές και ξεκλείδωσαν το σχολείο. Διακρίθηκαν στους διαγωνισμούς δημιουργικής γραφής, σε ευρωπαϊκούς διαγωνισμούς όπως ο Euroscola – και φυσικά στις Πανελλήνιες. Το ποσοστό επιτυχίας των μαθητών του Λυκείου Φιλώτα στις Πανελλήνιες Εξετάσεις ξεπερνάει το 85%. «Πέρυσι όλα τα παιδιά κάπου πέρασαν, πάνω από τα μισά στις σχολές της πρώτης προτίμησής τους». Οπως λέει η Αννα, τα παιδιά είναι προικισμένα, η περιοχή έχει έφεση στις τέχνες και τα γράμματα. Αλλά η διάθεση των δασκάλων τους τους δίνει επιπλέον κίνητρο. «Στα διαλείμματα συχνά τους κάνω “κήρυγμα” όπως τους λέω. Να ακολουθήσουν τα πράγματα που αγαπούν. Μας ακούνε, γιατί έχουν δεθεί μαζί μας». Με τους καθηγητές έχουν πάντα «ελευθέρας». Μπαίνουν στο γραφείο τους ή ακόμα και στο γραφείο του διευθυντή με άνεση, χτυπούν την πόρτα και μπαίνουν. Θα μιλήσουν για το πρόβλημά τους, την αγωνία τους, τον καημό τους.
«Στο πουθενά»
«Είμαστε στην άκρη του πουθενά. Ενα σχολείο μικρό, με μηδενική οικονομική στήριξη από την πολιτεία, σε απόσταση από τα κέντρα των εξελίξεων, αλλά νιώθω ότι κάναμε το μικρό μας θαύμα. Μόνος στόχος είναι να βοηθήσουμε τα παιδιά μας. Να δουν τον κόσμο και τη γνώση με χαρά και κέφι».
Τώρα όλοι περιμένουν να ζεστάνει ο καιρός. Καθηγητές και μαθητές θα σηκώσουν θρανία και καρέκλες και θα βγουν στην αυλή να κάνουν μάθημα. Το Λύκειο Φιλώτα είναι λύκειο για «φίλημα», όπως λένε τα παιδιά.
Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Ευγένιος Τριβιζάς : «Το σχολείο θέλει χιούμορ και φαντασία»


Συνέντευξη στον Γιώργο Κιούση  Είναι εξερευνητής, εφευρέτης, ταχυδακτυλουργός και ζογκλέρ μελάτων αυγών. Έχει ανακαλύψει το Νησί των Πυροτεχνημάτων, τη Φρουτοπία, το Κουνουπακιστάν, το Πιπερού, τη Χώρα των Χαμένων Χαρταετών, το Γαλαξία των Λεξεων και την Πολιτεία με όλα τα Χρώματα εκτός από το Ροζ.

Ο Ευγένιος ζει στο Νησί των Πυροτεχνημάτων με τον παπαγάλο του τη Σύνθια, τον άσπρο ελέφαντα τον Πουκιπόν, τον Οράτιο το αόρατο πράσινο καγκουρό, τον Πελέ τον ταχυδρομικό πελεκάνο, τον Παντελή τον απότομο ιπποπόταμο και τη Λιλή την παρδαλή λεοπάρδαλη. Κάθε τόσο μαζί με τους φίλους του τον κάπτεν- Βαρθολομαίο Μπορφίν και τον Αλέξη Πτωτιστή ταξιδεύουν στα πέρατα του κόσμου, σώζουνε πριγκίπισσες από δράκους και δράκους από πρίγκιπες και προσπαθούν να βρούνε το χαμένο όγδοο χρώμα του ουράνιου τόξου.Τι καλύτερο για τη νέα σχολική χρονιά από τη φαντασία και την έμπνευση του Ευγένιου Τριβιζά.
– Τι κάνει ο δάσκαλος όταν βλέπει ορθογραφικά λάθη;
«Σκέφτεται ότι σοβαρότερα από τα ορθογραφικά είναι τα λάθη της ζωής και από αυτά πρέπει να προφυλάξει κυρίως τους μαθητές του».
– Το πιο πολύτιμο δώρο για τα παιδιά;
«Ο χρόνος που τους αφιερώνουμε».
– Γιατί βαριούνται τα παιδιά στην τάξη;
«Επειδή τα μαθήματα είναι ως επί το πλείστον κουραστικά και βαρετά. Η διαδικασία της μάθησης θα μπορούσε να γίνει πολύ πιο ελκυστική αν μπολιαζόταν με χιούμορ και φαντασία».
– Το μάθημα των Θρησκευτικών πώς θα το ξεκινούσατε;
«Ο Θεός να βάλει το χέρι του».
– Τι συμβαίνει όταν πεθαίνει η παιδικότητα;
«Δεν πεθαίνει. Κρύβεται ντροπιασμένη ή φοβισμένη και περιμένει τη στιγμή που θα απαλλαγούμε από την έπαρση της σοβαροφάνειας».
– Σε τι έχουμε αλλάξει από την εποχή που ήμασταν παιδιά;
«Οταν ήμασταν παιδιά, ψάχναμε με τις ώρες για να βρούμε τετράφυλλα τριφύλλια. Τώρα που μεγαλώσαμε, ψάχνουμε με τις ώρες για να βρούμε ταξί. Οταν ήμασταν παιδιά, ελπίζαμε να γίνει ένα θαύμα και να πέσει στα χέρια μας ένα πεφταστέρι. Τώρα που μεγαλώσαμε, ελπίζουμε να γίνει ένα θαύμα και να μας πέσει η πίεση».
– Σε μια σχολική κασετίνα τι υλικά θα βάζατε;
«Μια γόμα που σβήνει τα δάκρυα και μια ξύστρα για ουρανοξύστες».
– Πού έχει φτάσει το σκορ στην αναμέτρηση του «Πανχελωνιακού εναντίον της Λαγουδένιας Λαίλαπας»;
«Ο Πανχελωνιακός εξακολουθεί να θριαμβεύει. Η ιστορία του θρυλικού ματς με τη Λαγουδένια Λαίλαπα θα κυκλοφορήσει σύντομα σε νέα εμπλουτισμένη έκδοση από τις εκδόσεις Καλέντη».
– Πότε τα φύκια μεταμορφώνονται σε μεταξωτές κορδέλες;
«Οταν τα μαζεύουν το ηλιοβασίλεμα ερωτευμένες γοργόνες για να στολίσουν τα μαλλιά τους».
– Γιατί δεν δίνουν Οσκαρ στους πολιτικούς;
«Για να μην επισύρουν την προσοχή του κοινού στο υποκριτικό τους ταλέντο».
– Τους «Δραπέτες της σκακιέρας» σε ποιους θα τους αφιερώνατε;
«Σε όλους αυτούς που αρνούνται να γίνουν ρομπότ ή πιόνια».
– Και σε ποιον θα αφιερώνατε το «Αν σου πέσει ένα βουβάλι στο κεφάλι», το τελευταίο σας βιβλίο στη σειρά «Παραμύθια Ντορεμύθια»;
«Σε όσους λαχταρούν να ξαναβρούν τη χαμένη τους αισιοδοξία. Γι’ αυτό άλλωστε έχει τον υπότιτλο «Το βιβλίο της αισιοδοξίας»».
– Αν ήταν παραμύθι η κρίση, πώς θα τελείωνε;
«Ζήσανε αυτοί καλά και εμείς χειρότερα».
-Τελικά ποιο είναι το επάγγελμά σας; Εφευρέτης, ταχυδακτυλουργός ή ζογκλέρμελάτων αβγών;
«Το μόνο σίγουρο είναι ότι γράφω παραμύθια. Και μέσα από αυτά αλλάζω ειδικότητες».
-Από τα λεγόμενά σας λοιπόν συγγραφέας δεν είναι ένα ακόμη επάγγελμα;
«Μα και βέβαια όχι. Και έτσι θα έπρεπε να ήταν όλα τα επαγγέλματα. Δεν πρέπει να βλέπουμε τη δουλειά ως αγγαρεία αλλά ως ικανοποίηση».
–Πόσες χώρες έχετε ανακαλύψει;
«Γύρω στις 484. Η πιο γνωστή από όλες η Φρουτοπία. Το Αβγανιστάν, το Κουφέιτ, το Νησί των Πυροτεχνημάτων, καθώς και το Ανω και Κάτω Βόλτα. Στο Ανω μένουν αυτοί που έχουν πάρει την κάτω βόλτα και αντίστροφα».
-Η πιο γνωστή εφεύρεσή σας;
«Ο γαργαλιός. Ενα μηχάνημα που σε γαργαλάει όταν είσαι λυπημένος και σε κάνει να γελάς».
-Μια εφεύρεση που θα έλυνε τα χέρια των Αθηναίων;
«Ο ταξιμαγνήτης. Οποιος τον κρατάει τα ταξί αισθάνονται μια ακαταμάχητη έλξη προς το μέρος του».
-Και η τελευταία σας εφεύρεση;
«Το ελαφρύδι».
-Μας διευκρινίζετε για τι ακριβώς πρόκειται;
«Το αντίθετο από το βαρύδι. Τα κάνει όλα ανάλαφρα. Ξέρετε, ταξιδεύω πολύ συχνά· βάζω λοιπόν ένα – δύο ελαφρύδια στη βαλίτσα μου και τη σηκώνω με μεγάλη ευκολία».
-Ποιο μέσο χρησιμοποιείται συνήθως στις μετακινήσεις σας;
«Το ιπτάμενο κρουασάν».
-Με τι γράφετε τα βιβλία σας;
«Με φτερό παγονιού βουτηγμένο σε μελάνι ασημένιας σουπιάς».
-Όλοι κρύβουμε ένα παιδί μέσα μας;
Οταν η παιδικότητα πεθαίνει, το πτώμα της το αποκαλούμε «ενηλικίωση» είχε κάποιος σχολιάσει. Το τραγικό είναι ότι συχνά χάνουμε την παιδικότητά μας χωρίς να αποκτήσουμε ωριμότητα. Ευτυχώς ποτέ δεν είναι αργά να απαλλαγούμε από τις παρωπίδες τις σοβαροφάνειας και να ξαναγίνουμε παιδιά. Να ξαναβρούμε δηλαδή τη φρεσκάδα της ματιάς, την πίστη ότι πάντα υπάρχει ελπίδα, ότι μπορούμε να νικήσουμε τους δράκους που μας απειλούν και τους γίγαντες που μας δυναστεύουν. Κι αυτό επειδή οι αναμνήσεις, τα σκιρτήματα, τα πρωτόγνωρα συναισθήματα της παιδικής μας ηλικίας δεν είναι πουκάμισο φιδιού το οποίο αποβάλλουμε όταν ενηλικιωνόμαστε, αλλά ένας θησαυρός που μας συνοδεύει σε όλη μας τη ζωή. Μπορεί τον θησαυρό να τον έχουμε παραμελήσει, αγνοήσει ή λησμονήσει, αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν εξακολουθεί να υπάρχει και να περιμένει τη στιγμή που θα τον ξαναβρούμε.
Πηγή:  http://www.presspublica.gr/

Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΘΥΜΟΥ Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Ο Λαμπρακιάς πήγε στη δουλειά του αργοπορημένος. Ο εργοδότης του είχε τα νεύρα του γιατί ακυρώθηκε μια συμφωνία. Βλέποντας τον Λαμπρακιά καθυστερημένο, ξέσπασε τον θυμό του. Τον αποκάλεσε ουρλιάζοντας «άχρηστο», «τεμπέλη» και «αχάριστο». Ο Λαμπρακιάς θύμωσε πάρα πολύ με τους χαρακτηρισμούς του αφεντικού του, όμως δεν αντιμίλησε. Μέσα του συνέβη μια έκρηξη η οποία δεν μπορούσε να εκδηλωθεί. Η ένταση συνέχισε να συσσωρεύεται μέχρι που έφτασε η ώρα να επιστρέψει στο σπίτι του.

Επιστρέφοντας στο σπίτι του, ο Λαμπρακιάς κάθισε να φάει. Η σύζυγός του όμως, η Μαρία, που ήταν η σειρά της να μαγειρέψει, έριξε περισσότερο αλάτι στο φαγητό από ότι έπρεπε. Ο Λαμπρακιάς δοκίμασε το φαγητό και ξέσπασε όλη την ένταση που είχε συσσωρεύσει από το πρωί στη γυναίκα του. Μάλιστα, την αποκάλεσε φωνάζοντας και χτυπώντας το τραπέζι «άχρηστη» και «ανοικοκύρευτη». Η Μαρία θύμωσε πάρα πολύ με την υπερβολική αντίδραση του Λαμπρακιά και καθώς γύρισε εκνευρισμένη να πάει στο σαλόνι σκόνταψε στα παιχνίδια της κόρης της, της Κωνσταντίνας.

Γύρισε προς την Κωνσταντίνα, η οποία την κοίταζε έντρομη, και της έβαλες τις φωνές, καθώς επίσης κλώτσησε τα παιχνίδια της και έφυγε. Η Κωνσταντίνα, πληγωμένη και θυμωμένη ταυτόχρονα, παράτησε τα παιχνίδια της και έτρεξε στο δωμάτιό της. Εκεί, βρισκόταν ο αδερφός της ο Κωστής με δύο φίλους του που έπαιζαν ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι. Η Κωνσταντίνα, μπήκε με φόρα στο δωμάτιο και τους έδιωξε όλους κακήν κακώς, φωνάζοντας τόσο στον αδερφό του όσο και στους φίλους του.  Οι φίλοι του Κωστή ένιωσαν προσβεβλημένοι και θυμωμένοι από τη συμπεριφορά της Κωνσταντίνας και έφυγαν.
Ο Κωστής  όμως, αντί να μπει κι αυτός στον κύκλο του θυμού, είπε στην Κωνσταντίνα «Αδερφούλα μου! Σε αγαπώ πολύ! Είχα φυλάξει μια σοκολάτα για εσένα. Παρ’ την», και της έδωσε τη σοκολάτα. Η Κωνσταντίνα βγήκε αμέσως από το θυμό της και αγκάλιασε τον αδερφό της.
Το βράδυ, το αφεντικό του Λαμπρακιά, ο Λαμπρακιάς και η Μαρία ένιωθαν ενοχές για τη συμπεριφορά τους. Δημιουργήθηκε ένα μεγάλος κύκλος θυμού που άρχισε από το αφεντικό του Λαμπρακιά, εξαπλώθηκε στην οικογένειά του και μεταφέρθηκε έξω από αυτήν μέσα από τους φίλους του Κωστή.

Ο Κωστής ήταν αυτός που έσπασε τον κύκλο. Για να το πράξει όμως έπρεπε να κάνει μια υπέρβαση. Έπρεπε να μην επιτρέψει να μπει κι αυτός στον κύκλο. Και είναι υπέρβαση διότι είναι εύκολο να παρασυρθούμε, να αφεθούμε και να επεκτείνουμε τον κύκλο. Την επόμενη φορά λοιπόν που κάποιος θα ξεσπάσει επάνω σας να θυμάστε ότι απλά πάει να επεκτείνει τον κύκλο του θυμού. Αξίζει λοιπόν να αντισταθείτε και να τον βοηθήσετε να βγει κι εκείνος από αυτόν. Μη γίνετε τροφή. Απεναντίας κλείστε αυτούς τους κύκλους κι ανοίξτε κύκλους ευγνωμοσύνης και χαράς. Γιατί όλα κύκλοι είναι. Και όλα επιστρέφουν πάλι σε εμάς… ΥΓ. Κάποτε ένας σοφός ρωτήθηκε: ''Τι είναι θυμός;'' Και απαντά: ''Είναι μια τιμωρία που δίνουμε στον εαυτό μας για τα λάθη κάποιου άλλου!''

7.2.17

Τι είναι ο έρωτας; Το συμπόσιο σε μια υπέροχη ηχογράφηση του 1961 Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί επισκέπτες του ιστολογίου σας καλησπερίζω, θα ήθελα να σας παρακαλέσω να επισκεφτείτε την πιο κάτω ιστοσελίδα για ν' ακούσετε ένα μοναδικό ηχητικό ντοκουμέντο. Συγχαρητήρια στους υπεύθυνους του antiklidi.com γι' αυτό το υπέροχο και νοσταλγικό ηχητικό πανόραμα.

http://antikleidi.com/2016/01/20/simposio/ 

Ακούστε το “Συμπόσιο”, σε μια υπέροχη νοσταλγική ηχογράφηση του 1961, με σπουδαίους ηθοποιούς σαν τον Λυκούργο Καλλέργη και τον Νίκο Κουρκουλο, αλλά και με την επιμέλεια του μεγάλου Νίκου Γκάτσου. Θα σας αφήσει άφωνους
Ο νεαρός ποιητής Αγάθωνας κέρδισε το βραβείο στα Λήναια το έτος 416 π.Χ., επί άρχοντος Ευφήμου. Την επόμενη μέρα όμως κάλεσε σε συμπόσιο όλους τους εξέχοντες άνδρες της αριστοκρατικής τάξης της Αθήνας, επειδή την προηγούμενη μέρα δεν είχαν μπορέσει να παρευρεθούν στην γιορτή.
Στο συμπόσιο πήραν μέρος ο Αριστόδημος, ο Φαίδρος, ο Αγάθωνας, ο γιατρός Ερυξίμαχος, ο Παυσανίας, ο Αριστοφάνης, ο Αλκιβιάδης και αργότερα ο Σωκράτης, ο οποίος αρχικά δίσταζε να παρευρεθεί και περίμενε έξω από την πόρτα ακούγοντας τα λεγόμενα. Η πρώτη μας επαφή με τον Σωκράτη γίνεται στο ενδιάμεσο του κειμένου, τη στιγμή που αυτός εμφανίζεται στο συμπόσιο. Οι παρευρισκόμενοι αποφασίζουν να περάσουν τη βραδιά όχι με άγριο φαγοπότι, αλλά όμορφα και διαλεκτικά, συζητώντας γύρω από ένα συγκεκριμένο θέμα. Το θέμα του συμποσίου είναι λοιπόν η αναζήτηση της υφής του έρωτα: «τι είναι ο έρωτας;»
Δομή του έργου
Σχεδόν ολόκληρος ο διάλογος είναι σε μορφή αφήγησης από τον Απολλόδωρο στον Εταίρο, έναν φίλο του στον δρόμο για την Αθήνα. Ο Απολλόδωρος άκουσε τη συζήτηση από τον Αριστόδημο, ο οποίος συμμετείχε στο συμπόσιο, και πιθανότατα ο Πλάτωνας έλαβε γνώση των λεγομένων από τον αδερφό του ή από τον ακατονόμαστο φίλο.
• Η συζήτηση αρχίζει με τον λόγο του Φαίδρου, που υποστηρίζει, ότι ο Έρωτας είναι ένας από τις αρχαιότερες θεότητες. Ενώ ένας πιστός φίλος είναι η μεγαλύτερη ευτυχία, ο έρωτας είναι αυτός που μας κάνει να κάνουμε τις ηρωικότερες πράξεις.
Ο Παυσανίας φέρνει τον έρωτα σε σχέση με την θεά Αφροδίτη, και υποστηρίζει ότι όπως η Αφροδίτη έχει δύο φύσεις, την ανθρώπινη και την θεϊκή, έτσι και ο έρωτας έχει δύο μορφές. Ο σαρκικός έρωτας αποσκοπεί στην απλή ικανοποίηση, ενώ ο ανώτερος έρωτας επιφέρει την παντοτινή ένωση με τον αγαπημένο ή την αγαπημένη.
Ο γιατρός Ερυξίμαχος από ιατρικής άποψης βλέπει τον έρωτα σαν μια συγκυρία τεσσάρων ερωτικών δυνάμεων που κατοικούν μέσα στο ανθρώπινο σώμα: η ζέστη, το κρύο, η πίκρα και η γλύκα.
Ο Αριστοφάνης επιχειρεί να αποδείξει την δύναμη του έρωτα με τον μύθο των σφαιρικών ανθρώπων, που ήταν ερμαφρόδιτοι. Είχαν τόσο μεγάλη δύναμη, που οι θεοί τους έκοψαν στην μέση και από τότε το ένα μισό αναζητάει το άλλο. (διαβάστε το λόγο του Αριστοφάνη, μαζί με μια υπέροχη εικονογράφηση ΕΔΩ)
Ο Αγάθων με μεγάλη ρητορική ικανότητα και με την βοήθεια λογικών αποδείξεων λέει πως ο έρωτας είναι ένας θεός που είναι αιώνια νεαρός, τρυφερός, πανέμορφος, δίκαιος, σώφρων, τολμηρός και σοφός. Προς τιμή του τραγουδάει και έναν ύμνο.
Εκείνη την στιγμή παρουσιάζεται ο Σωκράτης, ο οποίος λέει ότι δεν ξέρει να πει τίποτα. Η ιέρεια Διοτίμα όμως του ανέθεσε να μεταφέρει ότι ο έρωτας είναι ένας δαίμονας, που μεσολαβεί μεταξύ των θνητών και των αθανάτων.
Ξαφνικά εμφανίζεται ο Αλκιβιάδης, πολύ μεθυσμένος και με την μορφή ενός Διόνυσου. Όλοι οι παρευρισκόμενοι θέλουν να τους κάνει παρέα, αλλά ο Αλκιβιάδης στρέφεται μόνο στον Σωκράτη και τον επαινεί.
Η συζήτηση συνεχίζεται όλη τη νύχτα, και με άφθονο φαγητό και κρασί. Μόνον ο Σωκράτης παραμένει νηφάλιος, αν και πίνει περισσότερο από τους άλλους. Την επόμενη μέρα θα ξεκινήσει πρωί-πρωί για να κάνει τις καθημερινές του απασχολίες, μαζί με τον μαθητή του, τον Αριστόδημο.
Για το ραδιόφωνο: ηχογράφηση το 1961 Μετάφραση διασκευή του Θρασύβουλου Σταύρου Μουσική Μιχάλη Αδάμη Φλάουτο ντόλτσε Δέσποινα Μαζαράκη Ραδιοφωνική επιμέλεια Νίκου Γκάτσου Παίζουν οι ηθοποιοί: Λυκούργος Καλλέργης, Θάνος Κωτσόπουλος, Νίκος Χατζίσκος, Βασίλης Παπανίκας, Γρηγόρης Βαφειάς, Βύρων Πάλλης, Αγνή Καραβά, Ιορδάνης Μαρίνος, Νίκος Παπαναστασίου, Νίκος Κουρκουλος.
Πηγή: hradio-theatre , πληροφορίες/εικόνες: διαδίκτυο, επεξεργασία: Antikleidi

Edith Hamilton – Αθάνατη Ελλάδα. Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Πεντακόσια χρόνια πριν από το Χριστό, σε μια μικρή πόλη, στις ακραίες παρυφές τού τότε πολιτισμένου και κατασταλαγμένου κόσμου, μια καινούρια, παράξενη δύναμη άρχισε να έρχεται στο φως.
Κάτι είχε ξυπνήσει μέσα στο νου των ανθρώπων πού ζούσαν εκεί κι αυτό το κάτι θα ’μενε πια γραμμένο στην μορφή του κόσμου ολόκληρου, κι ούτε οι αιώνες ούτε οι αλλαγές πού φέρνει η ιστορία θα είχαν τη δύναμη να σβήσουν τα βαθιά του σημάδια.

Αν είμαστε σήμερα διαφορετικοί, κι αν νιώθουμε διαφορετικά, το χρωστάμε σ’ ότι δημιουργούσε επί ένα δυο αιώνες εκείνη η μικρή πολιτεία, —- πάνε δυο χιλιάδες τετρακόσια χρόνια τώρα.
Ήτανε κρίσιμη η στιγμή.
Πολιτισμοί παλιοί, ισχυροί, είχανε εκλείψει και χαθεί, κι η σκιά τς άγνοιας πλανιότανε πάνω απ’ τη γη. ο κόσμος πορευότανε ξανά προς μια εποχή άγρια, και σκοτεινή, και βάρβαρη…
Κι όμως στο κέντρο αυτής τής σκοτεινιάς, μια μικρή Ιστία πνευματική φούντωνε σιγά σιγά και σπίθιζε: στην πόλη των ’Αθηνών ένας καινούριος πολιτισμός γεννιότανε, πού η Ανθρωπότητα ως τότε δεν είχε ξαναδεί.

Πώς έγινε αυτό;
Έχει σημασία για μας να το γνωρίσουμε.
Αυτό πού ανακάλυψαν οι Έλληνες, κι ο τρόπος με τον όποιο το ανακάλυψαν, κι ο τρόπος με τον όποιο έφεραν στο φως έναν καινούριο κόσμο μέσα από τα χαλάσματα ενός παλιού πού μόλις είχε γκρεμιστεί, μπορεί να είναι χρήσιμο και σέ μας πού είδαμε χτες έναν ολόκληρο κόσμο να καταρρέει μέσα σε δυο δεκαετίες.
Πραγματικά.
Στο χάος και στη σύγχυση τού σύγχρονου καιρού μας αξίζει να μελετήσουμε πολύ σοβαρά πώς οι Έλληνες κατόρθωσαν να πετύχουν μια τέτοια διαύγεια στη σκέψη τους και μια τέτοια σταθερή τελείωση της τέχνης πού δημιούργησαν.
Άλλες είναι βέβαια οι συνθήκες πού τότε αντιμετώπιζαν, μα πρέπει πάντα να έχουμε στο νου πώς όσο κι αν αλλάζει το φλούδι τής ζωής η ουσία της μένει ίδια και πώς ένα είναι το βιβλίο πού πρέπει να διαβάζουμε αν θέλουμε σωστά ν’ αποφοιτήσουμε απ’ το σχολείο τής ανθρώπινης εμπειρίας: ο Άνθρωπος.
Τα μεγάλα βιβλία, παλιά και σημερινά, δεν είναι παρά το απόσταγμα τής γνώσης τής ανθρώπινης καρδιάς, και τα μεγάλα έργα δεν είναι παρά η επίτευξη μιας ισορροπίας στη σύγκρουση ανάμεσα στις επιταγές τού εξωτερικού και τού εσωτερικού μας κόσμου.
Κρίμα.
Απ’ όσα έφτιαξαν οι Έλληνες λίγα έχουν φτάσει ως εμάς και δεν έχουμε τρόπο να εξακριβώσουμε αν είναι κιόλας ότι καλύτερο είχαν δημιουργήσει. Στους μεγάλους σπασμούς τής ιστορίας οπού επικρατεί μονάχα ο νόμος τού Δυνατού δεν υπάρχει κι άλλος ένας νόμος να πού διασφαλίζει την επιβίωση τού ωραίου.
Μα όσα λίγα διατήρησαν για χάρη μας οι ιδιοτροπίες των καιρών και οι συντυχιές των περιστάσεων μοιάζει να δίνουν το μέτρο τής υψηλότερης στάθμης στην οποία είναι δυνατόν ποτέ να αναχθεί το κάθε τι πού άγγιξε ο Ελληνικός πολιτισμός.

Την γλυπτική τους, τίποτα δεν την συναγωνίζεται.
Την αρχιτεκτονική τους, κανένας δεν την ξεπέρασε.
Την γραμματεία τους, ποιος θα την φτάσει;
Τί έχει απομείνει απ’ όλον τούτο τον τεράστιο αισθητικό πλούτο;
Γκρεμίστηκαν τα κτίρια, παραμορφώθηκαν τα Αγάλματα, έσβησαν οι ζωγραφιές κι απ’ τα γραφτά λίγα έχουν σωθεί.
Κι όμως. Πάνω σ’ αυτά τα συντρίμμια των όσων προ υπήρξανε, ο κόσμος έμαθε να κτίζει, γιατί επί δύο χιλιάδες χρόνια δεν είχε τίποτα καλύτερο. Τούτα τα λιγοστά κατάλοιπα της πανώριας Ελληνικής οικοδομής στάθηκαν έμπνευση και πρόκληση στον άνθρωπο κι είναι ακόμα ότι πιο πολύτιμο κατέχει ο Δυτικός πολιτισμός.
‘Ότι έφτιαξαν οι Έλληνες το έχει υιοθετήσει πια ολόκληρη η άνθρωπό της, και δεν υπάρχει σήμερα κανένας πού να αρνείται στο Ελληνικό πνεύμα την πλήρη δικαίωσή του.
Εκείνο όμως πού δεν είναι τόσο γνωστό και πού συχνά παραγνωρίζουμε, είναι οι αιτίες πού οδήγησαν σ’ αυτές τις επιτεύξεις. Συνηθίσαμε, στον καιρό μας, να μιλάμε για το Ελληνικό θαύμα και να θεωρούμε την ξαφνική άνθιση τού Ελληνικού πνεύματος σαν κάτι πού δεν έχει ρίζες πουθενά και πού δεν μπορούμε να το αποδώσουμε σε καμιάν αίτια. οι ανθρωπολόγοι μάλιστα προσπαθούνε να μας μεταφέρουνε με το στανιό πίσω σέ κείνα τ’ άγρια δάση οπού έχει την προέλευσή του κάθε τι το ανθρώπινο και να μας πείσουν πώς εκεί γεννήθηκε και κάθε τι το Ελληνικό.
Μ’ άλλο είναι ο σπόρος και άλλο το λουλούδι.
Η τραγωδία, λένε, τι άλλο είναι παρά συνέχεια πρωτόγονων ιεροτελεστιών χαμένων στα βάθη των αιώνων; Μα να είναι τάχα μόνον αυτό; Κανένας ως τώρα δεν πρόσφερε μίαν ιστορική γεφύρωση ανάμεσα σ’ εκείνες τις άγριες τελετές και στο συγκροτημένο οικοδόμημα τής πραγματικής Ελληνικής Τραγωδίας, ενώ υπάρχει αυτή η γέφυρα, και υπάρχει και η ερμηνεία. ’Αποφεύγουμε απλώς την ευθύνη παρουσιάζοντας την Τραγωδία σαν ένα θαύμα απρόσμενο. Η πνευματική και αισθητική δραστηριότης πού μέσα σ’ ελάχιστα χρόνια έκανε την ’Αττική εποχή να μην συγκρίνεται με καμιάν άλλη εποχή στην ιστορία δεν είναι ανεξήγητη…

Σήμερα όλοι συμφωνούμε πώς η Ελλάδα ανήκει στον κόσμο τον Αρχαίο. Κάθε φορά πού ο ιστορικός πάει να τραβήξει μια γραμμή ανάμεσα στον κόσμο τον παλιό και τον κόσμο τον καινούριο, τοποθετεί τούς “Έλληνες στον κόσμο τον παλιό, γιατί εκεί, λέει, ανήκουν.
Κι εκεί βέβαια ανήκουν χρονικά, αλλά, μονάχα από πλευράς αριθμήσεως τον αιώνων. Αν κοιτάξουμε βαθύτερα μέσα στον καθρέφτη του καιρού θα δούμε ευθύς τη διαφορά.
Αυτός ο «αρχαίος κόσμος» αλήθεια,—ως το σημείο, φυσικά, πού μπορούμε να τον αναπλάσουν —έχει παντού τα ίδια χαρακτηριστικά. στην Αίγυπτο, στην Κρήτη, στην Μεσοποταμία, όσο μπορούμε να μαντέψουμε απ’ τα θρύψαλα, ίδιες ήταν οι συνθήκες τής ζωής.
Ένας μονάρχης, δεσποτικός, πού κυβερνούσε το λαό του σύμφωνα με τα κέφια του και τα κρυφά του πάθη. “Ένας λαός κατατρεγμένος, υποταγμένος, εξαθλιωμένος. και μια μεγάλη ιερατική ομάδα προνομιούχων πού χειρίζεται αποκλειστικά κάθε τι με το πνεύμα και τη σκέψη.
Αυτός είναι ο τύπος ενός κράτους πού ακόμα και σήμερα ονομάζουμε Ασιατικό. Διατηρήθηκε μέσα στους αιώνες χωρίς να χάση κανένα από τα χαρακτηριστικά του, και μονάχα στα τελευταία χρόνια παρουσιάζει, τουλάχιστον εξωτερικά, δείγματα προσπάθειας να συμμορφωθεί προς τίς επιταγές τού σύγχρονου πολιτισμού.
Μα κατά βάθος η Ανατολή ποτέ της δεν αλλάζει. Από τ’ αρχαία χρόνια ως σήμερα στάθηκε πάντα φοβισμένη και διατακτική σέ κάθε εξέλιξη και σέ κάθε γόνιμη αλλαγή.
Πως να σύνδεσης λοιπόν τούς Έλληνες με μια τέτοια νοοτροπία ;
Οι Έλληνες φτιάξανε κάτι εντελώς νέο και πρωτότυπο.
Ήταν οι πρώτοι Δυτικοί, οι δημιουργοί μιας νοοτροπίας πού σήμερα είναι πια η δική μας.
Αυτή ήταν η βασική Ελληνική συνεισφορά κι’ αυτή είναι και σήμερα η θέση τής Ελλάδας στον σύγχρονο κόσμο μας.
Δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο και για την Ρώμη.
Δεν ήταν βέβαια υποταγμένη, η Ρώμη, στο πνεύμα το ανατολικό κι ήταν φορές πού άνθρωποι υπεύθυνοι επαναστατούσαν και θεωρούσαν ανόητους τούς διαλογισμούς των σοφών τής Ανατολής. «Τί έστιν αλήθεια;» ρώτησε με περιφρόνηση ο Πιλάτος.
Αλλά εξίσου απομακρυσμένη ήταν η Ρώμη κι από το πνεύμα. το Ελληνικό. Οι επιστήμες,—τα μαθηματικά, η φιλοσοφία,— η αέναη έρευνα των μυστικών του κόσμου και των τρόπων με τούς όποιους πορεύεται,—σταμάτησαν επι αιώνες όταν η ηγεσία πέρασε από τούς Έλληνες στους Ρωμαίους.
Η δήθεν Ελληνορωμαϊκή «κλασσική παράδοση» στην όποια συχνά αναφερόμαστε και στην, όποια αποδίδουμε τα ίδια χαρακτηριστικά είναι μια ψευδαίσθηση. η Αθήνα και η Ρώμη είχαν ελάχιστα κοινά σημεία μεταξύ τους.

Εκείνο πού διακρίνει τον σύγχρονο κόσμο μας απ’ τον παλιό και πού χωρίζει τη Δύση από την Ανατολή είναι η υπεροχή του νου στις σχέσεις των ανθρώπων, κι αυτό στην Ελλάδα μόνο γεννήθηκε και ανάμεσα στους Έλληνες μόνον διατηρήθηκε, απ’ όλους τούς λαούς τού αρχαίου κόσμου. Σέ μια ανθρωπότητα όπου επικρατούσε ο παραλογισμός, αυτοί ήταν οι πρωτοπόροι τού λόγου, οι πρώτοι αληθινά πνευματικοί άνθρωποι πού φάνηκαν στη γη.
Μας είναι δύσκολο σήμερα να συλλάβουμε τι μεγάλη σημασία είχε αυτή η καινοτομία.
Ο κόσμος μες στον όποιο ζούμε μας φαίνεται κάπως λογικός και καταληπτός, κι έχουμε πια ένα πλήθος συγκεκριμένα στοιχεία για το κάθε τι πού μας τριγυρίζει.
Τώρα πού βρήκαμε τον τρόπο να εντάσσουμε τις τρομακτικές φυσικές δυνάμεις στην εξυπηρέτηση δικών μας σκοπών η κυριότερη προσπάθειά μας είναι να εντείνουμε την επικυριαρχία μας πάνω στον υλικό κόσμο.
Δεν πλανιόμαστε πάνω απ’ την γη με τα φτερά τής φαντασίας, ούτε βυθιζόμαστε μέσα στον εσωτερικό μας κόσμο με τα μάτια τής ψυχής. Παρατηρούμε απλώς τι γίνεται γύρω μας και βγάζουμε τα συμπεράσματά μας με το μέσο τής λογικής.
Η δραστηριότης μας είναι κυρίως νοητική. η κοινωνία μέσα την όποια ζούμε είναι μια κοινωνία βασισμένη στη λογική. τα συναισθήματα και τα δράματα έχουν τη θέση τους μονάχα όταν εναρμονίζονται προς τα έλλογο αυτό κοινωνικό μας πλέγμα.
Μα δεν ήταν τέτοιος ο κόσμος μέσα στον όποιο πρωτοβρέθηκαν οι Αρχαίοι Έλληνες. Ακόμα και σήμερα αυτά πού λέμε για τον κόσμο μας εφαρμόζονται μονάχα σ’ ένα περιορισμένο γεωγραφικό χώρο και δεν περιλαμβάνουν τις απέραντες εκτάσεις και τούς απειράριθμους πληθυσμούς τής ’Ανατολής.
Εκεί ισχύει αυτό πού ίσχυε πάντα, η υπεροχή του ψυχικού στοιχείου. Ότι δεν συμβαίνει μέσα στον άνθρωπο θεωρείται ασήμαντο και ανάξιο τής προσοχής των αληθινά σοφών. Η παρατηρητικό της για τα όσα συμβαίνουν γύρω μας, για τα πραγματικά περιστατικά τού έξω κόσμου, δεν εκτιμάται στην Ανατολή.
Ο κόσμος, λοιπόν, μέσα στον όποιο πρωτοεμφανίστηκε η Ελλάς ήταν ένας κόσμος όπου ο νους είχε την τελευταία θέση. Ότι άξιζε και ότι επικρατούσε ως τότε ήταν το άγνωστο, το απύθμενο, κείνο πού βλέπει μόνο η ψυχή.
Αλλά τον ψυχικό κόσμο δεν τον βλέπει κανένας, ούτε τον ακούει, ούτε τον αγγίζει. τον ζει μονάχα, κι ούτε τον μοιράζεται με τον άλλον. Ίσως οι άγιοι η οι ήρωες να μπορούν να τον αποδώσουνε μ’ ένα λόγο η με ένα τραγούδι, η με μια ζωγραφιά, κι αυτό μονάχα αν είναι οι ίδιοι καλλιτέχνες.
Νους και ψυχή μαζί είναι ότι μας διακρίνουν απ’ τον άλλον κόσμο, τον ζωικό. Αυτά είναι πού δίνουν στον άνθρωπο την δυνατότητα να μάθει την Αλήθεια, μα και να πεθάνει για χάρη της. Δύσκολα χωρίζονται και δύσκολα απομονώνονται, γιατί και τα δυο μαζί είναι εκείνα πού (για να θυμηθούμε τον Πλάτωνα) «δίνουν στο άμορφο μορφή».
Κι όμως διακρίνονται.
Όταν ο Άγιος Παύλος λέει πώς τα όσα βλέπουμε είναι πρόσκαιρα και τα όσα δεν βλέπουμε είναι αιώνια, διαχωρίζει τα σύνορα τού νου πού ασχολείται με τα απτά και τα ορατά από τα όρια τής ψυχής πού ζει μέσα στ’ αόρατα και τα υπερκόσμια.

Όταν η Ελλάδα ανακάλυψε τη δύναμη του νου, η υπόλοιπη ανθρωπότης ήταν γυρισμένη κι αντίκριζε τα ψυχικά ερέβη. Τότε, για μια στιγμή, η Δύση κι η Ανατολή στην Ελλάδα σμίξανε: η τάση προς τον ρασιοναλισμό πού θα γινότανε με τον καιρό το έμβλημα τής Δύσης και η βαθιά ψυχική κληρονομιά τής  ανατολής ενώθηκαν.
Τί μεγάλη σημασία είχε μια τέτοια ένωση, τι καταπληκτική δημιουργική ώθηση είναι η διαύγεια του νου συνταιριαγμένη με την δύναμη την ψυχική, μπορεί κανένας να το νιώσει αν σκεφτεί τι συνέβαινε στην Ανθρωπότητα προτού φανεί η Ελλάδα, μ’ άλλους λόγους, τι συμβαίνει κάθε φορά πού υπάρχει ψυχική δύναμη, μα το μυαλό, παράλληλα, τηρείται σε μίαν απόσταση και μια ακινησία.
Edith Hamilton – Αθάνατη Ελλάδα: η ελληνική συνεισφορά στον δυτικό κόσμο.
Αντικλείδι , http://antikleidi.com

Β. Ραφαηλίδης – Το διάβασμα, η ανάγνωση και ο περιπλανώμενος αναγνώστης. Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Αν από το αρχαιοελληνικό ρήμα “διαβιβάζω” διαγράψετε σαν πλεονάζουσα τη μεσαία συλλαβή “βι”, θα πάρετε το νεοελληνικό ρήμα “διαβάζω” που σημαίνει, ακριβώς, διαβιβάζω, δηλαδή μεταφέρω απ’ το ένα μέρος στο άλλο. Μ’ άλλα λόγια, το διάβασμα είναι μια πράξη μεταφοράς της γνώσης από εκείνον που την έχει στον άλλο που δεν την έχει και που θα επιθυμούσε να την αποχτήσει.
Κατά κάποιον τρόπο, όλοι εμείς οι αναγνώστες ανήκουμε στο… σώμα των Διαβιβάσεων, με μια διαφορά ωστόσο απ’ τους στρατιώτες διαβιβαστές: Η γνώση μας διαβιβάζεται από άλλους και η επικοινωνία σταματάει σε μας. Για να διαβιβάσουμε, με τη σειρά-μας, τη γνώση που αποκτήσαμε, μαζί με τις δικές-μας ενδεχομένως προσθήκες, πρέπει από αναγνώστες να γίνουμε συγγραφείς, καλλιτέχνες, ρήτορες, ή απλώς συζητητές.

Αυτό σημαίνει πως η διαδικασία του διαβάσματος που σταματάει στο διάβασμα χάνει το νόημά-της, δηλαδή δεν είναι πια διαβίβαση της γνώσης, αφού το μήνυμα ή η πληροφορία θα χαθεί μαζί με μας αν δεν φροντίσουμε να διαβιβαστεί εμπλουτισμένη σε άλλους.
Για να συμβεί ωστόσο κάτι τέτοιο, για να σταματήσει δηλαδή η διαδικασία μεταβίβασης της γνώσης απ’ τον ένα άνθρωπο στον άλλο, απ’ τη μια γενιά στην άλλη, απ’ τον ένα αιώνα στον άλλο, πρέπει να φανταστούμε έναν κόσμο στον οποίο, ενώ όλοι γνωρίζουν ανάγνωση, κανείς δε γνωρίζει γραφή. Και το σπουδαιότερο, κανείς δεν μπορεί να μιλήσει. Αν και υπάρχουν άνθρωποι που ούτε να γράψουν ούτε να μιλήσουν είναι σε θέση, ωστόσο ο πολιτισμός-μας στηρίζεται στην τεράστια πλειοψηφία εκείνων που μπορούν είτε να μιλήσουν, είτε να γράψουν, είτε να τα κάνουν και τα δυο.
Μ’ άλλα λόγια, η διαδικασία μεταβίβασης της γνώσης, που είναι το διάβασμα νοούμενο με μια έννοια διαλεκτική, απ’ τη στιγμή που άρχισε κάποτε δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να διακοπεί, παρά μόνο με τον γενικό και ολικό αφανισμό του “χόμο παρλάριμπους”, πράγμα που δεν αναμένεται να συμβεί παρά μόνο στην περίπτωση ολικού αφανισμού του ανθρώπινου γένους ύστερα από ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα.
Για την διαιώνιση της γνωστικής λειτουργίας φροντίζουν οι πάντες ακόμα και οι… αστυνομικοί, δηλαδή άνθρωποι ενταγμένοι σ’ ένα σώμα εξ ορισμού ακατάλληλο για διαβιβαστικές λειτουργίες διαφορετικές απ’ αυτές που έχουν σχέση με τη διαβίβαση διαταγών. Απόδειξη για τη φροντίδα της αστυνομίας για τη διαιώνιση της γνώσης αποτελεί και το γνωστό ανέκδοτο που “εξηγεί” γιατί οι χωροφύλακες πάνε δυο δυο στα περιπολικά: Διότι, λέει, ο ένας γνωρίζει ανάγνωση και ο άλλος γράφη!! Μ’ αυτόν τον ανεκδοτολογικό συνδυασμό, που δεν απέχει πάρα πάρα πολύ από μια πραγματικότητα που καθορίζει η στάθμη παιδείας του “αστυνομικού οργάνου”, η αστυνομία έλυσε με τον τρόπο-της το πρόβλημα της μεταβίβασης της “αστυνομικής γνώσης”, και το αστυνομικό μοντέλο του “διδύμου” θα μπορούσε να ισχύει επίσης και για πνευματικά ανάπηρους, που ωστόσο δεν είναι αστυνομικοί.
Το διάβασμα λέγεται και “ανάγνωση”. Τούτη η αρχαιοελληνική και πάντα σε χρήση λέξη παραπέμπει σε μια οντολογική αντίληψη της γνώσης, ενώ η νεοελληνική λέξη “διάβασμα” παραπέμπει σε μια διαλεκτική αντίληψη της γνώσης. Πράγματι, “αναγιγνώσκω” ή “αναγινώσκω” σημαίνει στα αρχαία ελληνικά αναγνωρίζω, γνωρίζω καλά και με σαφήνεια κάτι που προϋπάρχει από μένα τον αναγνώστη. Κι αυτό που προϋπάρχει στην προκειμένη περίπτωση, είναι η γνώση των άλλων, ή καλύτερα η αλήθεια καθεαυτή σα μια δυνατότητα που ενυπάρχει στη φύση. Στην ανάγνωση η γνώση δεν είναι μια ατέρμονη διαδικασία, όπως στο διάβασμα αλλά μια επίμονη αναζήτηση αληθειών που υπάρχουν κάπου έτοιμες και που περιμένουν να τις “συλλέξουμε”, αν διαθέτουμε το μεγάλο χάρισμα να ερχόμαστε σε επαφή με το πνεύμα.
Εδώ η αλήθεια που ψάχνουμε με την ανάγνωση δεν είναι μια ατέρμονη διαδικασία αλλά μια οντότητα που υπάρχει κάπου και μας περιμένει εκεί απαθής να την πιάσουμε με την απόχη του μυαλού μας, σα να ήταν πεταλούδα. Όμως, τέτοιες “ακίνητες” αλήθειες δεν υπάρχουν, παρά μόνο στα μυαλά των θεολόγων. Η αλήθεια δεν είναι πράγμα, δεν έχει διαστάσεις, δεν έχει βάρος, δεν έχει σχήμα. Ούτε, ακόμα, είναι οντότητα άυλη και πνευματική. Η αλήθεια είναι μια διαρκής αναζήτηση που δεν σταματάει ποτέ. Η, αλήθεια συνεπώς είναι πάντα σχετική, και ο βαθμός της εγκυρότητάς της εξαρτάται πάντα απ’ τη νόηση και την παιδεία εκείνου που την ψάχνει, καθώς κι απ’ το ιδεολογικό σύστημα στα πλαίσια του οποίου την ψάχνει.
Τόσο η ανάγνωση όσο και το διάβασμα προϋποθέτουν ένα έξυπνο και στοχαστικό υποκείμενο που είτε μετέχει στη διαδικασία της μεταβίβασης της γνώσης (διάβασμα) είτε ψάχνει για τα σταθερά ερείσματα του νου (ανάγνωση). Το δυστύχημα είναι πως τούτο το αναγκαίο για τη γνώση υποκείμενο, δηλαδή ο αναγνώστης, δεν είναι ούτε πάντα έξυπνο ούτε αναγκαστικά στοχαστικό. (Η βαθιά και πλήρης μεταφυσική προσέγγιση των προβλημάτων προϋποθέτει κι αυτή βαθιά και πλήρη νόηση. Το παραλήρημα και η έκσταση δεν βοηθούν τη μεταφυσική, βοηθούν μόνο την αποβλάκωση). Έτσι, το διάβασμα, στις περισσότερες των περιπτώσεων, έχει εκπέσει σε μια εντελώς χρησιμοθηρική διαδικασία, μηχανική, ανούσια και αντιπνευματική, που δεν αποσκοπεί ούτε στη μεταβίβαση της γνώσης, που είναι το διάβασμα στη διαλεκτική-του έννοια, ούτε στην αποκάλυψη αληθειών, που είναι το διάβασμα (ανάγνωση) στην οντολογική του έννοια.
Οι περισσότεροι άνθρωποι διαβάζουν για τους παρακάτω λόγους:
  1. Για να αποχτήσουν ένα χρήσιμο στον βιοπορισμό τους δίπλωμα, και διακόπτουν το διάβασμα μόλις πετύχουν το σκοπό τους. Εδώ το διάβασμα είναι ένα “αναγκαίο κακό” που μπορεί να γίνει μαρτύριο για τον σπουδαστή που πασχίζει να πάρει ένα δίπλωμα κι όχι να μάθει κάτι από αγάπη για τη μάθηση και προσωπικό ενδιαφέρον για τη γνώση. Σ’ αυτή την περίπτωση ο δάσκαλος, εντέλλεται να παίξει ρόλο χωροφύλακα της γνώσης, και γιαυτό συχνά αφήνει τη διδαχή και πιάνει την μαγκούρα. Πρόκειται για την τυπικά αστική αντίληψη περί γνώσεως, νοούμενης σαν “χρήσιμο εργαλείο” στην πιο χυδαία εκδοχή. Είναι χρήσιμη η γνώση γιατί μ’ αυτήν θα βγάλουμε λεφτά.
  2. Για ν’ αποχτήσουν κοινωνικό κύρος, και διακόπτουν το διάβασμα μόλις το αποχτήσουν ή το συνεχίζουν “με μέτρο”, ίσα ίσα για να τροφοδοτούν το κύρος τους και για να μη βρεθούν ξαφνικά “ντεμοντέ”. Είναι καταπληκτικό το τι ανοησίες διαβάζουν οι “παράγοντες”, των οποίων τα φρικαλέα αναγνωστικά γούστα τα επισημαίνουμε κάθε Χριστούγεννα σ’εκείνους τους άκρως αποκαλυπτικούς αναγνωστικούς απολογισμούς των εφημερίδων, που λες και γίνονται ίσα ίσα για να εκθέσουν τους αποπνευματοποιημένους “πνευματικούς” μας ανθρώπους.
  3. Για να ξεκουράζονται απ’ τη “σοβαρή” τους δουλειά!!! Εδώ έχουμε τον πλήρη και ολικό εξευτελισμό της λειτουργίας της ανάγνωσης, που γίνεται πράξη τελείως περιστασιακή και περιθωριακή, ίσης αξίας και σημασίας με το κουμ-κάν ή με τη μεσημβρινή σιέστα. Οι βροχερές μέρες ευνοούν πολύ αυτόν τον τύπο ανάγνωσης, αλλά η ελληνική εκδοχή της αμάθειας πρέπει να αποδοθεί μάλλον στην ηλιοφάνεια της Ελλάδας: Είναι προτιμότερο να λιάζεσαι παρά να διαβάζεις κάτω από τεχνητό φως. Και το διάβασμα κάτω απ’ το φως του ήλιου στην πλάζ δεν είναι παρά ένα πάσα-τέμπο που σε συντροφεύει τις μακρές ώρες της ηλιοθεραπείας.
  4. Για να υποβοηθούν τον κακό τους ύπνο. Έχουμε εδώ μια… ιατρική χρήση του βιβλίου, καθόλου αξιοκαταφρόνητη καθεαυτή: Είναι προτιμότερο, όταν έχεις αϋπνίες να “παίρνεις” μερικές σελίδες “Νόρας” παρά μερικά χαπάκια βάλιουμ. Βέβαια, σε μια τέτοια υπναγωγική κατάσταση, ούτε λόγος να γίνεται για ανάγνωση. Άλλωστε, τα καλά αναγνώσματα λειτουργούν σαν διεργετικό και όχι σαν υπνωτικό. Βιβλίο που είναι δυνατό να διαβαστεί στο κρεβάτι είναι ένα μη—βιβλίο, και ο αναγνώστης που διαβάζει στο κρεβάτι είναι, απλά, ένας νυσταγμένος άνθρωπος που θα ήταν προτιμότερο να μετράει προβατάκια, κατά την παλιά καλή συνταγή της γιαγιάς που φέρνει ύπνο βολικό, παρά σελίδες συμπεπυκνωμένης ανοησίας που, δυστυχώς, δεν ξεχνιούνται με τον ξύπνο:Πάντα κάτι μένει απ’ τα κρεβατικά αναγνώσματα κι αυτό μας κάνει να κοιμούμαστε κι όταν απ’ την οριζόντια βρεθούμε στην όρθια στάση. Πάντως δεν είναι και τόσο βλαβερό να διαβάζουμε στο κρεβάτι αναγνώσματα που γράφτηκαν γι’αυτόν ακριβώς το σκοπό: Να φέρνουν ύπνο.
Τα ίδια “φαρμακευτικά” αναγνώσματα μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε και σαν βοηθητικά της εκκένωσης στην περίπτωση χρόνιας δυσκοιλιότητας. Μάλιστα, αν βρεθούμε στην εξοχή ή σε τουαλέτα χωριού πολύ ορεινού, το υπακτικό ανάγνωσμα εύκολα γίνεται χαρτί τουαλέτας, κυρίως όταν είναι τυπωμένο σε καλό χαρτί. Και τα λεγάμενα “λαϊκά περιοδικά” είναι κατά κανόνα τυπωμένα σε καλό και μαλακό χαρτί, που αν το είχαμε στην κατοχή θα λύναμε ευκολότερα τα πολύ δύσκολα τότε προβλήματα ατομικής υγιεινής. Έτσι, λοιπόν, με τούτη την τελευταία χρήση του “λαϊκού αναγνώσματος” ολοκληρώνεται ο κύκλος της λειτουργίας-του, πράγμα που σημαίνει πως έχουμε τη γνώση στην κυριολεξία… χεσμένη!
Απομένει μια τελευταία κατηγορία αναγνωστών: Είναι αυτοί που διαβάζουν από μια βαθιά υπαρξιακή ανάγκη, που θέλουν οπωσδήποτε να ικανοποιήσουν κάποιες ουσιαστικές περιέργειές τους και να βρουν απαντήσεις — που εκ των προτέρων ξέρουν πως δεν θα τις βρουν τελικά— σε μερικά πρωταρχικά κα βασανιστικά ερωτήματα σχετικά με τον κόσμο μέσα στον οποίο βρέθηκαν τυχαία πεταγμένοι με μια γέννηση για την οποία δεν φέρουν καμιά ευθύνη. Μ’ άλλα λόγια είναι αυτοί που δεν αρκούνται στο γεγονός πως γεννήθηκαν άνθρωποι και που προσπαθούν να γίνουν άνθρωποι, προτάσσοντας έτσι την ύπαρξη στην ανθρώπινη “ουσία” τους, όπως θα έλεγε ο Σάρτρ. Η γεμάτη αίμα και δυστυχία ανθρώπινη Ιστορία μαρτυράει πως δεν είναι αρκετό να γεννηθεί κανείς άνθρωπος. Πρέπει να γίνει άνθρωπος. Κι αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός της ανάγνωσης: Μας κάνει ανθρώπους ικανούς να ξεχωρίζουμε το ανθρώπινο απ’ το ζωώδες, το νοητικό απ’ το ενστικτώδες, το καλό απ’ το κακό, το όμορφο απ’ το άσχημο, το δίκαιο απ’ το άδικο.
Αν δεν γίνουμε ικανοί για τέτοιους διαχωρισμούς, που πρέπει να γίνονται αυτόματα ύστερα από μια κάποια ηλικία, θα έχουμε διαρκώς ανάγκη από ερμηνευτές των γραφών, που ως γνωστόν δεν τις ερμηνεύουν πάντα προς όφελος μας. Αν προηγηθεί η ανθρώπινη “ουσία” της ανθρώπινης ύπαρξης το μόνο που θα μπορούσε να μας σώσει πια είναι μια βαθιά, πλήρης και ειλικρινής πίστη στο Θεό, που όλα τα ξέρει κι όλα τα μπορεί για λογαριασμό ημών των ταπεινών, των αγνοούντων και των ανήμπορων.
Μπορούμε έτσι να δώσουμε αποφασιστική λύση στο φρικτό πρόβλημα της υπαρξιακής μας αγωνίας. Αλλά σε τι θα διαφέρει πια ο άνθρωπος απ’ το πρόβατο αν έπαυε να αγωνιά και να βιώνει την αγωνία του με πληρότητα, όπως ο Κίργκεργκορντ, για παράδειγμα, που όλο προσέγγιζε το Θεό κι όλο τούφευγε, ή όπως ο Καμύ που έζησε και πέθανε ηρωικά και πένθιμα, σαν τον Σίσυφο που τον λάτρεψε περίπου σα θεότητα;
Όταν μιλάμε για σωστούς αναγνώστες, λοιπόν, πρέπει να αναφερόμαστε μόνο σ’ αυτούς που αντιμετωπίζουν τη γνώση σαν απολύτως αναγκαία για την ίδια-τους την ύπαρξη, όπως το οξυγόνο. Οι υπόλοιποι, απλώς γεννήθηκαν άνθρωποι που αρνούνται τον παραπέρα εξανθρωπιστισμό – τους μέσα απ’ τη γνώση. Δικαίωμά τους να εξομοιώνουν την κατάστασή τους μ’ αυτήν του προβάτου.
(Το παραπάνω κείμενο είναι αναδημοσίευση, με προσθήκες και διορθώσεις, απ’ το περιοδικό “Διαβάζω”, No 58). – 4/3/1983
Κείμενα στο Έθνος – Β.Ραφαηλίδης
Αντικλείδι , http://antikleidi.com

22 ρητά του αραβικού κόσμου που θα σας κάνουν να σκεφτείτε διαφορετικά. Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Από ιστορική άποψη η Μέση Ανατολή ήταν το λίκνο του πολιτισμού και έχει μέχρι και σήμερα μια τεράστια πολιτιστική κληρονομιά. Τα ζεστά χρώματα, τα στενά δρομάκια, ο καυτός ήλιος, τα όμορφα φορέματα και τα καραβάνια που κινούνται μέσα στην καυτή άμμο, συνθέτουν ένα πολύ ελκυστικό σκηνικό, που προσελκύει όσους είναι πρόθυμοι να ανακαλύψουν τα μυστικά της αρχαίας σοφίας του. Δείτε παρακάτω 22 αραβικές παροιμίες, που εκφράζουν τη φιλοσοφική σκέψη, την κοσμοθεωρία και την ηθική του αραβικού κόσμου.
  1. Να ανοίγετε το στόμα μας μόνο, όταν αυτό που έχετε να πείτε είναι πολυτιμότερο από την σιωπή.
  2. Ένας στρατός προβάτων με αρχηγό ένα λιοντάρι, θα νικήσει έναν στρατό λιονταριών με αρχηγό ένα πρόβατο.
  3. Ένα και μόνο λάθος εξασφαλίζει διπλή αποτυχία.
  4. Ο σοφός κλείνει το μάτι, ο ανόητος κλοτσάει.
  5. Είναι προτιμότερο να ρωτήσετε τον έμπειρο από τον αυτόν που ακόμα μαθαίνει.
  6. Με μια γλυκιά γλώσσα και ευγένεια μπορείτε να σύρετε έναν ελέφαντα από μια τρίχα.
  7. Οι άνεμοι πνέουν αντίθετα από την επιθυμία του πλοίου.
  8. Αν είστε αμόνι, να είστε υπομονετικοί. Αν είστε σφυρί, χτυπήστε δυνατά.
  9. Όποιος αναζητά έναν άψογο και αλάθητο φίλο μένει χωρίς φίλους.
  10. Η ηλιοφάνεια όλο τον χρόνο κάνει την έρημο.
  11. Μείνετε μακριά από το κακό και απλά παρακολουθήστε από μακριά.
  12. Η αναγκαία σύνδεση της κίνησης και του χρόνου είναι πραγματική και ο χρόνος είναι κάτι, που η ψυχή κατασκευάζει με την κίνηση.
  13. Κρατήστε ένα πράσινο δέντρο στην καρδιά σας και ίσως έρθει ένα πουλί να τραγουδήσει.
  14. Το να υπερνικάτε την περηφάνια είναι καλό. Το να ξεπερνάτε τον θυμό, σάς κάνει χαρούμενους. Το να ξεπερνάτε ένα πάθος, σάς κάνει επιτυχημένους. Το να ξεπερνάτε την απληστία, σάς κάνει ευτυχισμένους.
  15. Κανείς δεν μπορεί να διατάξει έναν άλλον, όταν δεν μπορεί να διοικήσει τον εαυτό του.
  16. Αν φοβάστε, μην το κάνετε. Αν το κάνετε, μην φοβάστε.
  17. Η νίκη δείχνει ότι είστε ικανοί. Η ήττα δείχνει τι αξίζετε.
  18. Μην ανοίγετε μια πόρτα, που δεν θα μπορείτε να κλείσετε.
  19. Οι άντρες, που δεν μπορούν να συγχωρήσουν τις γυναίκες για τα μικρά τους λάθη, δεν πρόκειται να απολαύσουν ποτέ τις αρετές τους.
  20. Αν έχετε αποκαλύψει τα μυστικά σας στον άνεμο, μην κατηγορείτε τον άνεμο, που αποκάλυψε τα μυστικά σας στα δέντρα.
  21. Αν δεν μπορείτε να τα πάρετε όλα, μην αφήνετε τα λίγα….
  22. Πηγή: Αντικλείδι. Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.

Σαράντος Καργάκος – Καί πάλι περί Ἀθηνῶν. Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Σε προηγούμενο ἄρθρο μας μιλήσαμε γιά τά θέλγητρα τῶν Ἀθηνῶν, τή γλύκα τῆς ἀθηναϊκῆς νύχτας, τά ἐξαίσια χρώματα τοῦ δειλινοῦ, ὅταν εἰδικά ὁ Ὑμηττός παίρνει ἐκεῖνο τό μή ζωγραφιζόμενο μενεξεδένιο χρῶμα. Μιλήσαμε γιά τούς ἀρχαίους Ἀθηναίους πού ἔδωσαν στόν ἑαυτό τους πρῶτα, καί σέ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα ἀκολούθως, ἄν ὄχι τό ἰδανικώτερο, τουλάχιστον τό ἀξιοπρεπέστερο πολίτευμα. «Δοῦλος εἶναι ἐκεῖνος πού δέν μπορεῖ νά πεῖ τή σκέψη του», γράφει κάπου ὁ Εὐριπίδης.

Κι ἐκεῖνο τό φαινομενικά ἀσήμαντο, καί τό ὁποῖο ἔφθασε ὡς παροιμιακός λόγος σ’ ἐμᾶς, τό «Τίς ἀγορεύειν βούλεται;» πού φώναζαν οἱ κήρυκες στήν Ἐκκλησία τοῦ Δήμου, δέν ἦταν ἕνα ἁπλό δικαίωμα «ἰσηγορίας» (ὅρος τοῦ Ἡροδότου), ἦταν ἡ πεμπτουσία τῆς δημοκρατίας. Ἡ «ἰσηγορία» δίδαξε τούς Ἀθηναίους νά σκέπτονται ὑπεύθυνα. Καί γι’ αὐτό κάθε ἄρχοντας μετά τό τέλος τῆς ἀρχῆς του, πού ἦταν ἐνιαύσια, ἦταν ὑποχρεωμένος νά λογοδοτήσει: «Διδόναι εὔθυνα».

Ἀλλ’ ἡ ἄσκηση εὐθύνης προαπαιτεῖ τήν προαγωγή τοῦ Νοῦ. Ὁ νοῦς, ὡς κυρίαρχο στοιχεῖο κάθε ἐκφράσεως ζωῆς, εἶναι αὐτό πού διαφοροποιεῖ τόν Ἕλληνα ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς Ἀνατολῆς. «Ὅλα ἦσαν χαώδη, ὥσπου σπίθισε ὁ νοῦς κι ἔβαλε τάξη στά πάντα», λέει ὁ Ἀναξαγόρας, ὁ καί «Νοῦς» ἀποκαλούμενος. Ἔτσι, μπόρεσαν οἱ Ἀθηναῖοι νά δημιουργήσουν κάτι ἐντελῶς νέο καί πρωτόφαντο. «Ἦταν οἱ πρῶτοι Δυτικοί, οἱ δημιουργοί μιᾶς νέας νοοτροπίας πού εἶναι σήμερα δική μας», ἔγραψε πρό πολλῶν δεκαετιῶν μιά διακεκριμένη Ἀμερικανίδα φιλόλογος, ἡ Edith Hamilton στό βιβλίο της «Ἀθάνατη Ἑλλάδα».

Ἡ ἴδια συγγραφεύς, κάνοντας μιά σύγκριση ἀνάμεσα στούς Αἰγυπτίους καί στούς Ἕλληνες, γράφει πώς οἱ πρῶτοι ἔκαναν πολιτισμό θανάτου, ἐνῶ οἱ δεύτεροι πολιτισμό ζωῆς, παρ’ ὅλο πού κατοικοῦσαν σέ μιά κακοτράχαλη γῆ. Τί μπορεῖ νά βρεῖ στούς πολιτισμούς τῶν λαῶν αὐτῶν ὁ ἐρευνητής; «Στήν Αἴγυπτο: ἕνα μνῆμα! Στήν Ἑλλάδα: ἕνα θέατρο»! Τό θέατρο ἦταν, εἰδικά γιά τούς Ἀθηναίους, ὄχι μόνο χῶρος ψυχαγωγίας ἀλλά καί χῶρος διδασκαλίας. Ἄλλωστε, «διδασκαλία» λεγόταν τό στήσιμο τῶν τραγωδιῶν. Ὅλα αὐτά, ἀκόμη καί τά παιχνίδια (οἱ Ἀθηναῖοι ἦσαν οἱ πιό «παιχνιδιάρηδες» ἄνθρωποι τῆς ἱστορίας) ἀνέβαζαν τόπνεῦμα καί προωθοῦσαν τή δημοκρατία.

Ὅταν εἶχα τή χαρά νά διδάσκω Ἑλληνόπουλα παλιά (κι ὄχι κακέκτυπα Ἑλληνοπαίδων), τούς τόνιζα ἐμφαντικά ὅτι ἡ δημοκρατία εἶναι γνώση· καί κάτι περισσότερο: ἐπίγνωση. Ἄν, λοιπόν, τό πολίτευμα τῆς δημοκρατίας γεννήθηκε καί εὐδοκίμησε μόνον στήν ἀρχαία Ἀθήνα, τοῦτο δέν ὀφείλεται σέ γεωγραφικούς καί κλιματολογικούς ὅρους, ὅπως ἔγραφε ὁ Μοντεσκιέ, ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι οἱ Ἀθηναῖοι εἶχαν μέση μόρφωση ἀνώτερη ἀπό κάθε ἄλλον λαό τῆς ἐποχῆς τους. 

Καί ἡ μόρφωσή τους δέν ἦταν μόνον πνευματική, ἦταν καί αἰσθητική. Γι’ αὐτό ἔφεραν στό παγκόσμιο πνευματικό καί καλλιτεχνικό στερέωμα ἕνα νέο ἀστραποβόλημα, ἕνα ρίγος καινούργιο. Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, ἐξακολουθοῦν νά εἶναι οἱ πάντα νέοι της ἱστορίας, οἱ «αἰώνιοι ἔφηβοι», κατά τόν Μάρξ, «οἱ ἀεί παῖδες», καθώς εἶπε ὁ Αἰγύπτιος ἱερέας στόν Σόλωνα, κατά τή μαρτυρία τοῦ Πλάτωνος.

Ἀπ’ ὅλους αὐτούς τούς ὑπέροχους ἀνθρώπους, πού ἔκαναν τήν Ἀθήνα ὄχι μόνον τῆς Ἑλλάδος ἀλλά καί τῆς οἰκουμένης «παίδευσιν», πόσους γνωρίζουμε ἐμεῖς σήμερα;
Οἱ ἀναγνῶστες θά ἔχουν ἀκούσει συχνά τή φράση: οἱ ἄνθρωποι γράφουν τήν ἱστορία. Φρικτή πλάνη! Ἡ ἱστορία γράφει τούς ἀνθρώπους. Διερωτῶμαι: χωρίς τόν Ἡρόδοτο, τί θά ξέραμε γιά τόν Μιλτιάδη, τόν Θεμιστοκλῆ, τόν Ἀριστείδη; Χωρίς τόν Θουκυδίδη, τί θά ξέραμε γιά τόν Περικλῆ, τόν Κλέωνα, τόν Βρασίδα, τόν Ἀλκιβιάδη; Ἀλλ’ ἐπειδή ἡ ἱστορία τῶν Ἀθηνῶν εἶναι τόσο ἀπέραντη καί τρικυμιώδης ὅσο καί ὁ εὐφημιστικά λεγόμενος Εἰρηνικός ὠκεανός, μοιραῖα ὁ ἱστορικός –παλαιός ἤ νέος, ἀδιάφορα– εἶναι ὑποχρεωμένος νά γίνεται ἐκλεκτικός, ἐπιλεκτικός. Κι αὐτό μπορεῖ νά συνιστᾶ ἀδικία. Νά ἀγνοοῦνται μορφές πού συνέβαλαν στήν ἀνάπτυξη τοῦ χώρου αὐτοῦ καί τή δόξα νά μονοπωλοῦν κάποιοι τυχεροί, ἐπειδή ἔτυχε νά πέσουν πάνω τους οἱ προβολεῖς ἑνός ἱστορικοῦ. Ἔτσι, ἐνῶ δοξάζεται –καί δικαίως– ὁ Περικλῆς, ἀγνοεῖται ὁ Κλεισθένης πού θεμελίωσε τή δημοκρατία. Μά πιό πολύ ἀγνοεῖται ὁ Ἐφιάλτης, ὁ γυιός τοῦ Σοφωνίδη, πού ἔστρωσε τόν δρόμο γιά τόν Περικλῆ καί ὁ ὁποῖος –ποτέ ἡ συνωμοσία δέν ἀπουσιάζει ἀπό τήν ἱστορία– ἔπεσε θύμα δολοφονίας. Κάποτε, ὅμως οἱ δύο αὐτοί ἄνδρες πρέπει νά τιμηθοῦν πρεπόντως ἀπό τόν Δῆμο Ἀθηναίων.
 Σαράντος Καργάκος – Ἐφημερὶς Ἑστία,

6.2.17

Irvin Yalom – Ο Επίκουρος και η άχρονη σοφία του. Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Ο Επίκουρος πίστευε ότι η αποστολή της φιλοσοφίας είναι ν’ ανακουφίσει την ανθρώπινη δυστυχία. Ποια αιτία όμως βρίσκεται στη ρίζα της ανθρώπινης δυστυχίας; Ο Επίκουρος δεν είχε καμιά αμφιβολία ως προς την απάντηση στο ερώτημα αυτό: ο πανταχού παρών φόβος μας για τον θάνατο.

Η τρομακτική σκέψη του αναπόφευκτου θανάτου, επέμενε ο Επίκουρος, μας εμποδίζει ν’απολαύσουμε τη ζωή μας και δεν αφήνει καμιά ηδονή αδιατάρακτη. Επειδή καμιά δραστηριότητα δεν μπορεί να ικανοποιήσει τη λαχτάρα μας για αιώνια ζωή, οποιαδήποτε δραστηριότητα είναι εγγενώς μη ικανοποιητική. Ο Επίκουρος έγραψε ότι πολλοί άνθρωποι αναπτύσσουν ένα μίσος για τη ζωή σε σημείο να φτάνουν, κατά έναν ειρωνικό τρόπο, ακόμα και στην αυτοκτονία. Άλλοι αφοσιώνονται στη φρενιτιώδη και άσκοπη δραστηριότητα, η οποία δεν έχει άλλο στόχο από την αποφυγή της οδύνης που είναι εγγενής στην ανθρώπινη μοίρα.
Ο Επίκουρος απάντησε στην ατελείωτη και ανικανοποίητη αναζήτηση καινούριων δραστηριοτήτων προτρέποντάς μας ν’ αποθηκεύουμε και ν’ ανακαλούμε βαθιά χαραγμένες μνήμες ευχάριστων εμπειριών. Αν μπορούμε να μάθουμε ν’ αντλούμε πάλι και πάλι από αυτές τις μνήμες, υποστήριζε, τότε δεν θα έχουμε ανάγκη την ατελείωτη ηδονιστική αναζήτηση.
Ο θρύλος λέει ότι ο Επίκουρος ακολούθησε την ίδια του τη συμβουλή, και στο κρεβάτι του θανάτου του (από επιπλοκές που ακολούθησαν την εμφάνιση πέτρας στα νεφρά) διατήρησε, παρά τους αφόρητους πόνους, την αταραξία του ανακαλώντας ευχάριστες συζητήσεις που είχε κάνει στο παρελθόν με τον κύκλο των φίλων και των μαθητών του.
Η μεγαλοφυΐα του πρόλαβε μάλιστα τη σύγχρονη άποψη για το ασυνείδητο: ο Επίκουρος τόνιζε ότι οι ανησυχίες μας για τον θάνατο στους περισσότερους ανθρώπους δεν είναι συνειδητές, αλλά μπορούμε να τις συναγάγουμε από μεταμφιεσμένες εκδηλώσεις, όπως, για παράδειγμα, την ακραία θρησκευτικότητα, την ολοκληρωτική ανάλωση στη συγκέντρωση πλούτου και την τυφλή αρπακτικότητα για εξουσία και τιμές, πράγματα που προσφέρουν μια επίπλαστη εκδοχή αθανασίας.
Πώς επιχείρησε ο Επίκουρος ν’ ανακουφίσει το άγχος θανάτου; Διατύπωσε μια σειρά από καλά κατασκευασμένα επιχειρήματα, τα οποία οι μαθητές του απομνημόνευαν σαν κατήχηση. Πολλά απ’τα επιχειρήματα αυτά αμφισβητήθηκαν στα 2.300 χρόνια που μεσολάβησαν, συνεχίζουν όμως να αποδεικνύονται καίρια στο πώς μπορεί κανείς να ξεπεράσει τον φόβο του θανάτου. Στο κεφάλαιο αυτό θα συζητήσω τρία απ’ τα πιο γνωστά του επιχειρήματα, τα οποία αποδείχτηκαν πολύτιμα στη δουλειά μου με πολλούς ασθενείς αλλά και με τον ίδιο μου τον εαυτό, για την ανακούφιση του προσωπικού μου άγχους θανάτου.
  • 1.     Η θνητότητα της ψυχής 
  • 2.    Το υπέρτατο τίποτα του θανάτου 
  • 3.    Το επιχείρημα της συμμετρίας 
Η θνητότητα της ψυχής
Ο Επίκουρος δίδασκε ότι η ψυχή είναι θνητή και πεθαίνει μαζί με το σώμα, ένα συμπέρασμα διαμετρικά αντίθετο με το συμπέρασμα στο οποίο είχε καταλήξει ο Σωκράτης. Λίγο πριν από τη θανάτωσή του, εκατό χρόνια νωρίτερα, ο Σωκράτης είχε βρει παρηγοριά στην πίστη του στην αθανασία της ψυχής και στην προσδοκία ότι μετά τον θάνατο η ψυχή του θ’ απολάμβανε αιώνια μια κοινότητα ανθρώπων με παρόμοιο τρόπο σκέψης, με τους οποίους θα μοιραζόταν την αναζήτηση της σοφίας. Ένα μεγάλο μέρος της θέσης του Σωκράτη που περιγράφεται ολοκληρωμένα στον πλατωνικό διάλογο Φαίδων υιοθετήθηκε και διατηρήθηκε από τους νεοπλατωνικούς και επρόκειτο στο μέλλον ν’ ασκήσει πολύ σημαντική επιρροή στη χριστιανική κατασκευή για τη μετά θάνατον ζωή.
Ο Επίκουρος καταδίκαζε δριμύτατα τους σύγχρονούς του θρησκευτικούς ηγέτες, οι οποίοι, προσπαθώντας ν’ αυξήσουν τη δύναμή τους, ενέτειναν το άγχος θανάτου των οπαδών τους προειδοποιώντας τους για τις τιμωρίες που θα επιβάλλονταν μετά θάνατον σε όσους δεν τηρούσαν συγκεκριμένους κανόνες και κανονισμούς. (Στους αιώνες που θ’ ακολουθούσαν, η θρησκευτική εικονογραφία του μεσαιωνικού χριστιανισμού που απεικόνιζε τις τιμωρίες της Κόλασης όπως στις σκηνές της Ημέρας της Κρίσεως που ζωγράφισε ο Ιερώνυμος Μπος πρόσθεσε στο άγχος θανάτου μια αιματοβαμμένη εικαστική διάσταση.)
Αν είμαστε θνητοί κι η ψυχή μας δεν ζει μετά τον θάνατό μας, επέμενε ο Επίκουρος, τότε δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε στο επέκεινα της ζωής. Δεν θα έχουμε συνείδηση, δεν θα νιώθουμε θλίψη για τη ζωή που χάσαμε, ούτε θα υπάρχει τίποτα να φοβηθούμε απ’ τους θεούς. Ο Επίκουρος δεν αρνιόταν την ύπαρξη θεών (ένα τέτοιο επιχείρημα θα τον εξέθετε σε θανάσιμο κίνδυνο, αφού ο Σωκράτης είχε θανατωθεί με την κατηγορία του αιρετικού λιγότερο από έναν αιώνα νωρίτερα),υποστήριζε όμως ότι οι θεοί δεν ασχολούνταν με τη ζωή των ανθρώπων και μας χρησίμευαν μόνο ως πρότυπα γαλήνης και μακαριότητας, προς τα οποία θα έπρεπε να προσβλέπουμε.
Το υπέρτατο τίποτα τον θανάτου
Στο δεύτερο επιχείρημά του ο Επίκουρος υποστηρίζει ότι ο θάνατος δεν είναι τίποτα για μας, γιατί η ψυχή είναι θνητή και τη στιγμή του θανάτου διασκορπίζεται. Αυτό που διασκορπίστηκε δεν έχει ικανότητα αντίληψης, και οτιδήποτε δεν γίνεται αντιληπτό είναι για μας ένα τίποτα. Με άλλα λόγια: όπου είμαι εγώ, δεν είναι ο θάνατος. Όπου είναι ο θάνατος, δεν είμαι εγώ. Επομένως, έλεγε ο Επίκουρος, «γιατί να φοβόμαστε τον θάνατο, αφού δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να τον αντιληφθούμε;»
Η θέση του Επίκουρου έχει την ακριβώς αντίστροφη οπτική απ’ το ευφυολόγημα του Γούντυ Άλλεν:«Δεν φοβάμαι τον θάνατο, απλώς δεν θέλω να είμαι εκεί όταν θα έρθει». Ο Επίκουρος λέει ότι πράγματι δεν θα είμαστε εκεί, ότι δεν θα το ξέρουμε όταν θα συμβεί, γιατί ο θάνατος κι «εγώ» με τίποτα δεν γίνεται να συνυπάρχουμε. Επειδή είμαστε νεκροί, δεν γνωρίζουμε ότι είμαστε νεκροί. Σ’ αυτή την περίπτωση λοιπόν, τι να φοβηθούμε;
Το επιχείρημα της συμμετρίας
Το τρίτο επιχείρημα του Επίκουρου υποστηρίζει ότι η κατάσταση της μη ύπαρξης μετά τον θάνατο είναι η ίδια κατάσταση στην οποία βρισκόμασταν πριν απ’ τη γέννησή μας. Παρά τις πολλές φιλοσοφικές διαφωνίες γι’ αυτό το αρχαίο επιχείρημα, πιστεύω ότι εξακολουθεί να διατηρεί μεγάλη δύναμη να προσφέρει ανακούφιση στους ανθρώπους που πεθαίνουν.
Απ’ τους πολλούς ανθρώπους που επαναδιατύπωσαν αυτό το επιχείρημα στο πέρασμα των αιώνων, κανείς δεν το έχει πει τόσο όμορφα όσο ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, ο μεγάλος Ρώσος μυθιστοριογράφος, στην αυτοβιογραφία του, Μίλα, μνήμη , η οποία ξεκινάει με τις εξής φράσεις: «Το λίκνο αιωρείται πάνω από μια άβυσσο, κι η κοινή λογική μας λέει ότι η ύπαρξη μας δεν είναι παρά μια σύντομη αναλαμπή φωτός ανάμεσα σε δύο αιωνιότητες σκότους. Παρότι οι δυο τους είναι όμοια δίδυμα, ο άνθρωπος κατά κανόνα βλέπει την προγεννητική άβυσσο με μεγαλύτερη γαλήνη από την άβυσσο προς την οποία κατευθύνεται (με περίπου τεσσερισήμισι χιλιάδες παλμούς την ώρα)»
  Aπόσπασμα από το βιβλίο του IRVIN D. YALOM – ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ TOY ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ (Αφήνοντας πίσω τον τρόμο του θανάτου )
by Αντικλείδι , http://antikleidi.com/

Αγάπη: 10 αλήθειες που ξεχνάμε. Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Όλοι αναζητάμε την αγάπη, τον ένα και μοναδικό άνθρωπο που θα μας προσφέρει τη ζεστασιά, την προστασία και την ευτυχία που τόσο αναζητάμε. Όταν φανταζόμαστε την ιδανική σχέση τείνουμε να εξιδανικεύουμε όχι μόνο τον σύντροφο που θα έχουμε στη ζωή μας αλλά και την ίδια την αγάπη.

 Η αγάπη μπορεί να υπάρχει στην καθημερινή μας ζωή μαζί με την ρουτίνα, τα προβλήματα, την βαρεμάρα. Για αυτό μην ξεχνάτε τι είναι πραγματικά η αγάπη:

 1. Η αγάπη είναι επιλογή: Η αγάπη διαφέρει από την επιθυμία, το πάθος και άλλα συναισθήματα που διαρκούν συνήθως λίγο αλλά είναι πολύ έντονα. Η αγάπη είναι μια επιλογή. Έχουμε επιλέξει να αγαπάμε κάποιον και κανείς και τίποτα δεν μπορεί να μας πιέσει να αισθανθούμε αγάπη.

2. Η αγάπη δεν είναι παθιασμένη: Η αγάπη δεν είναι ένα συναίσθημα υπερβολικό. Δεν μας οδηγεί να κάνουμε τρελά πράγματα και δεν βγάζει τον κακό μας εαυτό προς τα έξω. Η αγάπη είναι ένα συναίσθημα που μπορούμε να αντέξουμε για αυτό και διαρκεί για πάντα.

3. Η αγάπη χρειάζεται χρόνο για να δημιουργηθεί: Η αγάπη μεταξύ δύο ανθρώπων χρειάζεται αρκετό χρόνο, εμπιστοσύνη και οικειότητα για να δημιουργηθεί. Βασίζεται στον χρόνο που περνάμε με τον σύντροφό μας για να τον γνωρίσουμε, να μοιραστούμε τα ενδιαφέροντά μας και τις απόψεις μας. Η αγάπη εμφανίζεται όταν γνωρίζουμε τον άλλο τόσο καλά ώστε να τον σεβόμαστε για αυτό που είναι και να τον θαυμάζουμε.

4. Αγάπη σημαίνει υπομονή: Για να αγαπήσουμε πρέπει να ξέρουμε να αγαπάμε τον εαυτό μας, να έχουμε υπομονή με τα συναισθήματά μας και τους άλλους. Δεν χρειάζεται να περιμένουμε άμεση αντίδραση ή ανταπόδοση, αλλά αρκεί να αφήσουμε τα πράγματα να κυλήσουν μόνα τους.

5. Η αγάπη απαιτεί δουλειά: Χρειάζεται προσπάθεια και δύο ανθρώπους που δουλεύουν καθημερινά για τη σχέση τους. Έτσι η αγάπη γίνεται πιο δυνατή και δεν εξασθενεί.

6. Η αγάπη απαιτεί την παρουσία μας: Δεν μπορούμε να αγαπάμε κάποιον από ‘απόσταση’. Πρέπει να είμαστε μέρος της ζωής τους, να ακούμε τα προβλήματα τους, να τους βοηθάμε και να προσφέρουμε την συμπαράστασή μας. Η αγάπη δηλώνει το παρόν σωματικά, συναισθηματικά, ψυχικά και πνευματικά.

7.  Αγάπη είναι η καλοσύνη: Εάν η αγάπη σας πληγώνει τον άλλο, τότε δεν είναι αγάπη. Αν τον καταπιέζει, δημιουργεί άσχημα συναισθήματα ή καταστάσεις, τότε δεν είναι μια ώριμη αγάπη. Η αγάπη πρέπει να μας κάνει να αισθανόμαστε σιγουριά και να δημιουργεί μια σταθερότητα στη ζωή μας.

8. Η αγάπη δεν είναι εγωιστική: Όταν αγαπάμε σταματάμε να ενδιαφερόμαστε μόνο για τον εαυτό μας. Γινόμαστε ένα με τον άλλο και λειτουργούμε μαζί του σαν μια οντότητα.

9. Η αγάπη δεν είναι ποτέ τέλεια: Η ιδανική αγάπη υπάρχει μόνο στον κινηματογράφο. Η πραγματική αγάπη υπάρχει μαζί με την ρουτίνα, τα προβλήματα και τη βαρεμάρα. Ο συμβιβασμός είναι το κλειδί για μια ευτυχισμένη σχέση όπου υπάρχει αγάπη.

10. Η αγάπη απαιτεί δέσμευση: Πάντα θα υπάρχουν πειρασμοί, όμως όταν δύο άνθρωποι έχουν δεσμευτεί να αγαπούν ο ένας τον άλλο, ξέρουν τον τρόπο για να λειτουργήσει η σχέση τους. Η αληθινή αγάπη δεν μας αφήνει να αναρωτιόμαστε αν ‘υπάρχει κάποιος καλύτερος’ για εμάς αλλά υπάρχει μόνο όταν έχουμε αποφασίσει να μοιραστούμε με ένα άνθρωπο τη ζωή μας.
Πηγή: Αντικλείδι

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΑΝΕΠΑΝΑΛΗΠΤΟ ΔΑΣΚΑΛΟ ΛΙΑΝΤΙΝΗ. Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Φίλες και φίλοι αγαπητοί φιλέλληνες, ολίγον φιλέλληνες, και αυτοαποκαλούμενοι Έλληνες θα ήθελα να σας παρακαλέσω ν' αφιερώσετε λίγο από τον χρόνο σας για να παρακολουθήσετε το βιντεάκι που σας στέλνω. Σε όσους από σας δεν αρέσει θα υπάρξει αποζημίωση. Ειδικότερα παρακαλούνται τα μέλη της Ο.ΚΡ.Α και της ΟΜΑ.Σ να το μελετήσουν γιατί στις 18/02 στη συνάντηση που έχουμε προγραμματίσει θα μιλήσουμε επ' αυτού. Σας ευχαριστώ. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος.

https://www.youtube.com/watch?v=MB_u0j1FdZA

Λιαντίνης – Έζησα έρημος και ισχυρός

Απόσπασμα από το βιβλίο του δημοσιογράφου Δημήτρη Αλικάκου*
EΙΣΑΓΩΓΗ
Ο Δημήτρης Λιαντίνης υπήρξε αναπληρωτής καθηγητής του τομέα Παιδαγωγικής, του τμήματος Φ.Π.Ψ. της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δίδασκε φιλοσοφία της αγωγής και διδακτική αρχαίων και νέων ελληνικών.
Εξαφανίστηκε αυτοθέλητα την 1η Ιουνίου του 1998, σε ηλικία 56 ετών.
Στις 4 Ιουλίου του 2005 αποκαλύφθηκε ο σκελετός του από τον πιο έμπιστο φίλο του, σε μια μικρή σπηλιά του Ταϋγέτου.
Όλα είχαν σχεδιαστεί από τον ίδιο.

Είναι τρελός!
Κάπως έτσι αντέδρασαν πολλοί νεοέλληνες στο άκουσμα της είδησης.
Είχαν δίκιο. Τούτος, δεν ήταν σαν τους άλλους, σαν εμάς. Ξένο σώμα έδειχνε στη τάξη των ανθρώπων.
Τα λόγια του ήταν αλλόκοτα, ακαταλαβίστικα• ήχοι περίεργοι στη μονότονη μουσική της ζωής μας.
Το έργο είχε ξαναπαίξει. Τί κι αν το θυμούνται λίγοι.
Πήρα στυλό και τετράδιο και άρχισα να ρωτάω, να μαθαίνω και να γράφω.

Κάποιων ανθρώπων η ζωή, δεν ακολουθεί το φρόνιμο μονοπάτι των άλλων. Επιλέγει κρυφά περάσματα και απόκρημνες πλαγιές για να βαδίσει. Κάποτε σηκώνεται από το χώμα, πετά και χάνεται στον ορίζοντα. Τη ζωή αυτών, κανείς δεν δύναται να ακολουθήσει, πόσο μάλλον να καταγράψει. Αυτό που μας μένει είναι να νιώσουμε. Να νιώσουμε την αύρα που αφήνει πίσω του καθώς χάνεται…
Πώς μπορείς να μιλήσεις για έναν άνθρωπο που βαδίζει στο θάνατο συνειδητά και χαμογελώντας; Ποια στοιχεία μπορείς να εισφέρεις που να δικαιολογούν αυτή την εικόνα; Ο δημοσιογραφικός λόγος στέκεται ανίκανος να δώσει επαρκή απάντηση.
Η πράξη του Λιαντίνη, η έξοδός του από τη ζωή, θα περιμένει υπομονετικά τον φιλόσοφο και ποιητή για να την βάλει στο χειρουργικό τραπέζι. Να την αναλύσει και να την ερμηνέψει. Μα πάνω απ’ όλα θα περιμένει το χρόνο. Αυτός είναι ο πιο δίκαιος κριτής.
Η παρούσα έρευνα θα επιχειρήσει να πλησιάσει τον άνθρωπο. Έτσι όπως φανερώνεται μέσα από μαρτυρίες ατόμων που τον γνώρισαν και τον αγάπησαν, όπως φοιτητές, συνάδελφοι, συμμαθητές του από τα μαθητικά χρόνια, ακόμα και ο δάσκαλός του στο δημοτικό που μιλάει για ένα «παιδί φαινόμενο».
Μιλούν για πρώτη φορά οι τρείς φίλοι του Λιαντίνη, οι άνθρωποι που ο ίδιος επέλεξε να αναφέρει στην τελευταία του επιστολή. Ο αντιπρύτανης, ο γιατρός και ο μεταλλειολόγος. «Όλα αυτά τα χρόνια σιωπήσαμε από σεβασμό στη μνήμη του. Ήρθε η ώρα να πούμε την αλήθεια», λένε.

Έρχεται στο φως η προσωπική του αλληλογραφία με τον δίδυμο αδελφό του και τον καλύτερο φίλο του στα ταραγμένα χρόνια της νιότης του. Επιστολές που αποκαλύπτουν τον άνθρωπο και φανερώνουν μια σπάνια στάση ζωής που φτάνει στα όρια της υπέρβασης.
Θα μας αποκαλύψει ο ίδιος τον μεγάλο έρωτά του, πώς τον βίωσε και γιατί έμεινε ανεκπλήρωτος.
Θα ακούσουμε την κραυγή αγωνίας του προς τον αδελφικό φίλο του: «Δος μου το χέρι σου φίλε. Τώρα που καίγομαι».
Θα παρακολουθήσουμε τα τελευταία του βήματα μέσα από μαρτυρίες ανθρώπων και δικές του επιλογές. Θα μάθουμε ποια ήταν η τελευταία του επιθυμία. Τι χειρόγραφα εμπιστεύθηκε και σε ποιόν λίγο πριν φύγει.
Θα γνωρίσουμε τον άνθρωπο που λάμβανε επί 25 χρόνια κάθε μήνα ένα γράμμα του και θα μάθουμε το γιατί.
Θα σταθούμε στη μάνα του, την περήφανη αυτή γυναίκα που και εκείνη έκανε τη δική της υπέρβαση. Τι της είπε ο γιος της γι’ αυτό που σχεδίαζε να κάνει και πώς εκείνη αντέδρασε; Λίγο πριν το τέλος, θα μάθουμε το «σχέδιο» του Λιαντίνη από τον άνθρωπο-κλειδί που κλήθηκε να το φέρει εις πέρας. Θα ακούσουμε τον ίδιο να μιλά για πρώτη φορά. Θα παρακολουθήσουμε το χρονικό του θανάτου του. Ενός θανάτου που, όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, ήταν σχεδιασμένος στη παραμικρή λεπτομέρεια. Ο τόπος, ο χρόνος, ο τρόπος.
Τέλος, θα δώσουμε το λόγο στον ιατροδικαστή. Εκεί τον αναγνώστη, περιμένει ένα μεγάλο αίνιγμα, «πρωτόγνωρο», σύμφωνα με τον ίδιο.
Ανάμεσα σ’ όλα αυτά, θα παρεμβάλονται μικρά αποσπάσματα από το συγγραφικό του έργο ως ένα πρώτο άγγιγμα στη σκέψη του, κυρίως όμως για να μας θυμίσουν μια λέξη ξεχασμένη στις μέρες μας: συνέπεια.

Για τον Δημήτρη Λιαντίνη η πιο σημαντική μέρα της ζωής του ήταν η μέρα που επέλεξε να φύγει για πάντα. Είκοσι πέντε χρόνια, ίσως και παραπάνω, ο Δημήτρης Λιαντίνης ζει και αναπνέει για να μπορέσει εκείνη τη μέρα να κάνει το μεγάλο άλμα. Είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια προετοιμάζει τον εαυτό του για να δει για τελευταία φορά το ηλιοβασίλεμα εκείνης της μέρας. Να ακούσει για τελευταία φορά τον ήχο από τις πέτρες που πατάει και αφήνει πίσω του στο μονοπάτι που δεν έχει γυρισμό. Και εκεί ψηλά στη κορυφή του βουνού να αγναντέψει για τελευταία φορά από μακριά τη Λιαντίνα, το αγαπημένο του χωριό, τη γη της Λακωνίας που τον γέννησε.
Το στερητικό και το λίγο της πέτρας, πολεμώντας την αρρώστια του περιττού, διακονεί τη ρώμη του αναγκαίου (Ο Νηφομανής, σελ. 81)
Ο Λιαντίνης ζητάει από όλους να τον κατανοήσουν. Όχι να συμφωνήσουν μαζί του, απλά να μπορέσουν να τον κατανοήσουν μέσα από το άρωμα που άφησε πίσω του στους δεκάδες, εκατοντάδες ανθρώπους που ήρθαν σε επαφή με κείνον και το έργο του. Και σαν τον κατανοήσουν ακούγοντας τους ανθρώπους που τον γνώρισαν και κυρίως μελετώντας το έργο του, τότε μπορούν χωρίς την ενοχή της άγνοιας να τον δεχθούν ή να τον απορρίψουν.
Κάποτε ήλθε ένα 28χρονο παλικάρι να με βρει. Όνομα δεν μου άφησε, μονάχα μου είπε τούτο: «Ήμουν φοιτητής του Λιαντίνη. Μια μέρα με είδε δακρυσμένο και με ρώτησε τι έχω. Του είπα πως θέλω να βάλω τέρμα στη ζωή μου. Με πήρε αγκαλιά και βγήκαμε απ’ το αμφιθέατρο. Βαδίσαμε κάμποση ώρα στο δάσος της Καισαριανής. Μου μιλούσε συνεχώς. Τον άκουγα. Στο τέλος με φίλησε στο μάγουλο, χαμογέλασε και έφυγε. Του χρωστώ τη ζωή μου. Τον ευχαριστώ».
Φεύγοντας μου ζήτησε να του υποσχεθώ πως θα το γράψω κάποτε αυτό, «να μάθουν ποιος ήταν ο Λιαντίνης».

Ποιος ήταν λοιπόν ο Λιαντίνης;
Μερικές εκατοντάδες γραμμάρια μελάνι σε χαρτί. Η σκέψη του, το έργο που άφησε φεύγοντας, στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Οκτώ βιβλία, εκ των οποίων το ένα μετάφραση. Ας τα δούμε συνοπτικά:
Το 1978 εξέδωσε την διδακτορική του διατριβή πάνω στον Γερμανό ποιητή Ράινερ Μαρία Ρίλκε με τον τίτλο «Έξυπνον Ενύπνιον».
Ο υπεύθυνος της τριμελούς επιτροπής που κλήθηκε να κρίνει την διατριβή, τη χαρακτήρισε ακατανόητη…

Οι καμπάνες, οι γραβάτες, οι χειραψίες και τα πρωτόκολλα, η ελεημοσύνη και οι διακυρήξεις για ισότητα, δικαιοσύνη και ελευθερία αποτελούν τα διάσημα του ξεπεσμού του ανθρώπου. (σελ. 50)
Την ίδια χρονιά ο Λιαντίνης θα γράψει μια εργασία με θέμα τον Διονύσιο Σολωμό για να συμμετάσχει στη διεκδίκηση του βραβείου της Ακαδημίας Αθηνών. Την έγραψε λοιπόν, την έβαλε σε κλειστό ανώνυμο φάκελο, όπως προβλεπόταν, την έστειλε και το πήρε. Όμως δεν πήγε να το παραλάβει, όπως επίσης και το χρηματικό βραβείο 100 χιλ. δρχ. Το βιβλίο, που από πολλούς θεωρείται ως η καλύτερη προσέγγιση στο Σολωμό που γράφτηκε ποτέ, έχει τίτλο «Χάσμα Σεισμού-Ο φιλοσοφικός Σολωμός».
Σύμφωνα με την οντολογία και την ηθική του Σολωμού η θέση του ανθρώπου είναι να βρίσκεται πάνοπλος στην ακμή της Εξόδου και ανυπόδητος στην κόψη του σπαθιού. Να ανθίζει στη ρωγμή των βράχων και να αστράφτει στο χάσμα της νυχτολαμπής. (σελ. 117)
Το 1979 θα μπει στα βαθιά καθώς θα επιχειρήσει να μεταφράσει Νίτσε και συγκεκριμένα το «Ίδε ο άνθρωπος».
Χρεωστώ τούτη την εξομολόγηση. Υπάρχουν ώρες που ανοίγοντας να διαβάσω Nietzsche δεν καταλαβαίνω λέξη. (σελ. 15)
Στο εξώφυλλο του βιβλίου, ο Λιαντίνης θα δώσει ένα μικρό δείγμα από το στίγμα της μετάφρασης του «δύσκολου» Νίτσε. Θα επιλέξει αντί των συνηθισμένων «Μετέφρασε», «Απέδωσε», το άγνωστο «Ελλήνισε». Τα επόμενα χρόνια θα ασχοληθεί με την μελέτη των έργων του Γιώργου Σεφέρη καρπός της οποίας είναι το βιβλίο «Ο Νηφομανής», που θα εκθοδεί το 1982.
Ο Νηφομανής δηλώνει το νηφάλιο και το μαινόμενο ταυτόχρονα. Είναι εκείνος που νοεί και κρίνει, αλλά την ίδια στιγμή ενθουσιά και εμπνέεται. Ζει τον έλλογο μύθο ζυμωμένον με τη φρόνιμη τρέλα. (σελ. 11)

Λάτρεψε την γυναίκα ο Λιαντίνης. Τον λάτρεψε και εκείνη
Το 1984 θα γράψει ένα αμιγώς φιλοσοφικό βιβλίο. Το «Homo Educandus: Φιλοσοφία της Αγωγής».
Μέσα στο χώρο της Φιλοσοφίας της Αγωγής το βιβλίο τούτο μοιάζει αιρετικό. Αν το παραβάλει κάποιος προς τον κλασσικό – που σημαίνει και συμβατικό αναπότρεπτα- τύπο των παρόμοιων μελετών, μόνο τον υπότιτλο θά ‘βρισκε κοινό. (σελ. 9)
Το 1987 θα γράψει το «Πολυχρόνιο-Στοά και Ρώμη» μια μελέτη πάνω στην «επίδραση της στωικής φιλοσοφίας στην πολιτική παιδαγωγική της Ρώμης».
Από τη πτώση της Ρώμης και ύστερα, ο άνθρωπος πορεύεται πλέον τον δρόμο της ιστορίας ανάποδα. Βλέπει τάχα το Χριστό, και τραβάει ίσια κατά το Διάβολο. (σελ. 164)

Το 1992 θα γράψει «Τα Ελληνικά». Είναι η εποχή που διδάσκει στο Μαράσλειο Διδασκαλείο όπου μετεκπαιδεύονται δάσκαλοι. Ο ίδιος επιθυμεί το βιβλίο του να έχει συγκεκριμένο αναγνωστικό κοινό: Προορίζεται μόνο για τους φοιτητές και για εκπαιδευτικούς που δεν έχουν περάσει το μεσοστράτι της ζωής τους. (προμετωπίδα)
Να υπάρχεις ελληνικός δηλώνει τέσσερες τρόπους συμπεριφοράς.
Ότι δέχεσαι την αλήθεια που έρχεται μέσα από την φύση. Όχι την αλήθεια που  φτιάχνει το μυαλό των ανθρώπων.
Ότι ζεις σύμφωνα με την ηθική της γνώσης. Όχι με την ηθική της δεισιδαιμονίας και των προλήψεων.
Ότι αποθεώνεις την εμορφιά• γιατί η εμορφιά είναι δυνατή σαν το νου σου και φθαρτή σαν τη σάρκα σου.
Και κυρίως αυτό: Ότι αγαπάς τον άνθρωπο. Πώς αλλιώς! Ο άνθρωπος είναι το πιο τραγικό πλάσμα μέσα στο σύμπαν.

Και ερχόμαστε στη «Γκέμμα», το κύκνειο άσμα του. Το βιβλίο αυτό γράφτηκε σε δύο καλοκαίρια. Του 1993 και του 1994 στο εξοχικό της οικογένειας στις Κεχριές. Στο τυπογραφείο πήγε το 1996, αν και μέσα αναφέρει ως έτος έκδοσης το 1997. Στα βιβλιοπωλεία κυκλοφόρησε περί τα τέλη της άνοιξης του 1998.
Γιατί η διαφορά η τρομερή εστάθηκε ότι οι ποιητές, που μοιάζαν την αλήθεια, είπανε ψέματα. Εγώ όμως, που μοιάζει με τα ψέματα, έζησα την αλήθεια. (τελευταίες λέξεις του βιβλίου)
Τα τελευταία πέντε βιβλία του τυπώθηκαν από ένα μικρό εκδοτικό οίκο, τη «Βιβλιογονία». Κανείς άλλος οίκος δεν δεχόταν να τα τυπώσει.
Υπάρχει, τέλος, και ένα άλλο έργο του Λιαντίνη. Στις 7 Μαρτίου 1998, το εμπιστεύθηκε:σε μορφή χειρογράφου:στον φοιτητή του Ηλία Αναγνώστου και το επισήμανε στην τελευταία του επιστολή: «Κάποια στοιχειά από το αρχείο μου το κρατά ως ιδιοκτησία ο Ηλίας Αναγνώστου».
Είναι μια ανάλυση στο έργο του Κ.Π. Καβάφη. Έχει τον τίτλο Requiem και σύντομα θα πάρει το δρόμο για το τυπογραφείο από τον ιδιοκτήτη του.

Η ιδέα του «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον», είναι η ωραία στάση μπροστά στο θάνατο. Δεν είναι ανάγκη να γίνεις Αντώνιος, ώστε εκείνο που θα χάσεις πεθαίνοντας να είναι η πόλη του Αλεξάνδρου.
Η Αλεξάνδρεια είναι το άλλο όνομα της ζωής.
Στον καθένα που αξιώθηκε να υψωθεί σε συνείδηση, να ανοίξει τα μάτια του δηλαδή και να κλείσει μέσα τους το θαύμα της ζωής, στον καθένα που είχε τη χαρά έστω και μόνο να κυττάξει ένα Μάη τις ανθισμένες σπίθες των σπάρτων, του χαρίζεται, και του χρεώνεται μια ολόκληρη Αλεξάνδρεια. Με το φάρο, με τη Βιβλιοθήκη της, τους στόλους και το Νείλο, την αιχμηρή της χερσόνησο στη μακρυνή γοητεία των Φαραώ, με τους χορούς της ιερής νύχτας και της ιερής φρίκης, και με την Κλεοπάτρα της. Αυτή τη μυθική συναλλαγματική ο άνθρωπος με την πράξη του θανάτου του την εξοφλεί ως τον τελευταίο του όβολο.
Η ώρα της πληρωμής επομένως αξιώνει γενναιοδωρία και αρχοντιά ισομέτρητη προς το μέγεθος της χρέωσης.
Όρος που ορίστηκε κοινός για το βασιλιά και το στρατιώτη, το φοροβαστάχτη και το βιολιστή, τον ταξιδευτή και τον ερωτευμένο
. (απόσπασμα)

Αυτός ήταν λοιπόν ο Λιαντίνης; Ένας στοχαστής, παιδαγωγός, ποιητής;
Όχι, μας λέει ο ίδιος.

Το αληθινότερο ποίημα στο γνήσιο ποιητή είναι η ίδια η ζωή του. (Χάσμα Σεισμού σελ. 24)
Καθώς λοιπόν έγραφε τα ποιήματα του, του σώθηκε το μελάνι.
Τότε αποφάσισε να γράψει με το αίμα του.