Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

11.3.21

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ ''Ελεύθεροι Πολιορκημένοι'' σχεδίασμα Γ' ανάλυση [απόσπασμα] από τον Κωνσταντίνο Μάντη.

 Ο Διονύσιος Σολωμός έχοντας δουλέψει σχεδόν 11 χρόνια (1833-1844) το Β΄ σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων, ξεκινά μια νέα επεξεργασία του ποιήματος, σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο ξανά, χωρίς όμως τις ομοιοκαταληξίες.

1

Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα,
Κι αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου
Με λογισμό και μ’ όνειρο, τι χάρ’ έχουν τα μάτια,
Τα μάτια τούτα, να σ’ ιδούν μες στο πανέρμο δάσος,
Που ξάφνου σου τριγύρισε τ’ αθάνατα ποδάρια
(Κοίτα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα του Βαϊώνε!
Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα,
Ατάραχη σαν ουρανός μ’ όλα τα κάλλη πόχει,
Που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη ‘ναι κρυμμένα·
Αλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν’ ακούσω τη φωνή σου,    
Κι ευθύς εγώ τ’ Ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω;
Δόξα ‘χ’ η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.
Στο Γ΄ Σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων ο ποιητής έχει το μοναδικό προνόμιο της επικοινωνίας με την προσωποποιημένη Μητέρα Πατρίδα. Ο πρώτος κιόλας στίχος αποτελεί αποστροφή προς τη μητέρα πατρίδα στην οποία ο ποιητής εκφράζει την απορία του για τη δυνατότητα και την τιμή που του δίνεται να αντικρίσει τη θεϊκή μορφή της.
Η πατρίδα προσφωνείται μητέρα, για να τονιστεί το ισχυρό συναισθηματικό δέσιμο που αισθάνονταν όλοι οι Έλληνες με την ελληνική γη είτε ζούσαν στα ελάχιστα απελευθερωμένα εδάφη της είτε στα ακόμη υποδουλωμένα.
Ο ποιητής χαρακτηρίζει την πατρίδα μεγαλόψυχη, διαπνεόμενη δηλαδή από ανωτερότητα και γενναιοδωρία, τόσο στις στιγμές του πόνου όσο και της δόξας. Η Ελλάδα και το ελληνικό έθνος διατηρούν την αξιοπρέπεια και το μεγαλείο της ψυχής τους σε κάθε περίσταση, ακόμη και στις πιο δύσκολες. Τρανό παράδειγμα, άλλωστε, αποτελεί η στάση των πολιορκημένων Μεσολογγιτών, οι οποίοι παρόλο που βρίσκονται αντιμέτωποι μ’ έναν βέβαιο θάνατο στα χέρια του εχθρού, δεν καταδέχονται να σκεφτούν το ενδεχόμενο της παράδοσης. Με πρωτόγνωρο ψυχικό σθένος αποφασίζουν να πεθάνουν μαχόμενοι, θυσιάζοντας κάθε πιθανότητα επιβίωσης στο ιδανικό της ελευθερίας. Έτσι, οι απλοί άνθρωποι του Μεσολογγίου ξεπερνούν κάθε φόβο και γίνονται ήρωες και διαχρονικά σύμβολα του ανθρώπινου πόθου για ελευθερία και αξιοπρέπεια.

2

Έργα και λόγια,1 στοχασμοί, -στέκομαι και κοιτάζω-
Λουλούδια μύρια, πούλουδα, που κρύβουν το χορτάρι,
Κι άσπρα, γαλάζια, κόκκινα καλούν χρυσό μελίσσι.
Εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο. –
Μες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,
Και σα θολώσουν τα νερά, και τ’ άστρα σα πληθύνουν,
Ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι οι βράχοι.
«Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπ’ Άγγλου!

Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι·
Κι αλιά! σε λίγο ξέσκεπα τα λίγα στήθια μένουν·
Αθάνατη ‘σαι, που ποτέ, βροντή, δεν ησυχάζεις;»
Στην πλώρη, που σκιρτά, γυρτός, τούτα ‘π’ ο ξένος ναύτης.
Δειλιάζουν γύρου τα νησιά, παρακαλούν και κλαίνε,
Και με λιβάνια δέχεται και φώτα τον καημό τους
Ο σταυροθόλωτος ναός και το φτωχό ξωκλήσι.
Το μίσος όμως έβγαλε και κείνο τη φωνή του:
«Ψαρού, τ’ αγκίστρι π’ άφησες, αλλού να ρίξεις άμε.»

Μες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,
Κι όταν θολώσουν τα νερά, κι όταν πληθύνουν τ’ άστρα,
Ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι οι βράχοι.
Γέρος μακριά, π’ απίθωσε στ’ αγκίστρι τη ζωή του,
Το πέταξε, τ’ αστόχησε, και περιτριγυρνώντας:
«Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπ’ Άγγλου!
Πέλαγο μέγ’, αλίμονον! βαρεί το καλυβάκι·
Σε λίγην ώρα ξέσκεπα τα λίγα στήθη μένουν
Αθάνατή ‘σαι, που, βροντή, ποτέ δεν ησυχάζεις;
Πανερημιά της γνώρας μου, θέλω μ’ εμέ να κλάψεις.»

Στο δεύτερο απόσπασμα του ποιήματος ο Σολωμός επιχειρεί ουσιαστικά να αποδώσει την ένταση της πολεμικής δραστηριότητας που συγκλόνιζε το πολιορκούμενο Μεσολόγγι, θέλοντας έτσι να αιτιολογήσει την ανάγκη να υμνηθεί η τραγική αυτή εμπειρία των Μεσολογγιτών.
Στους τρεις πρώτους στίχους μάλιστα ο ποιητής εκφράζει με μια ιδιαίτερη παρομοίωση το μεγαλείο των πολιορκημένων, οι οποίοι παρά το γεγονός ότι είναι αντιμέτωποι με τόσες δυσκολίες, όχι μόνο δεν υποκύπτουν στο φόβο τους, αλλά σχεδιάζουν μια ηρωική έξοδο, που σχεδόν βέβαια θα τους φέρει σε θανάσιμο κίνδυνο, θα τους γλιτώσει όμως απ’ τον ατιμωτικό αφανισμό λόγω της πείνας και της εξαθλίωσης.
Ο ποιητής λοιπόν παρατηρεί τις πράξεις και τα σχέδια, του συλλογισμούς, των πολιορκημένων, που του φαίνονται σα χιλιάδες πανέμορφα λουλούδια, όλων των χρωμάτων. Λουλούδια που προσκαλούν με το κάλλος τους τις μέλισσες να λάβουν απ’ αυτά τη γύρη τους, πράξεις δηλαδή που στέκονται ως πηγή ζωής και αναδημιουργίας, ως άριστα παραδείγματα για τον αγώνα των υπόλοιπων Ελλήνων.
Οι πολιορκούμενοι γνωρίζουν πως αν παραμείνουν εγκλωβισμένοι στο Μεσολόγγι δεν έχουν καμία ελπίδα επιβίωσης, γι’ αυτό και θα τολμήσουν μια συλλογική έξοδο που ίσως διασφαλίσει τη σωτηρία σε όσους, ελάχιστους, κατορθώσουν να περάσουν στ’ απέναντι νησιά και στις γύρω περιοχές.

3

Δεν τους βαραίν’ ο πόλεμος, αλλ’ έγινε πνοή τους
..............κι εμπόδισμα δεν είναι
Στες κορασιές να τραγουδούν και στα παιδιά να παίζουν.

Στο τρίτο απόσπασμα ο ποιητής τονίζει το βαθμό στον οποίοι οι πολιορκημένοι Μεσολογγίτες έχουν πια συνηθίσει την εμπόλεμη αυτή κατάσταση. Αντί να τους βαραίνει ο πόλεμος, αντί να τους εμποδίζει και να τους δυσανασχετεί έχει γίνει πια κομμάτι της ζωής τους, έχει γίνει ως ένα βαθμό ό,τι τους παρακινεί σε δράση. Έτσι, ενώ κάποιος θα περίμενε ότι μέσα στην πόλη του Μεσολογγίου οι κάτοικοι θα βρίσκονταν σε μια διαρκή επιβεβλημένοι αδράνεια, η ζωή μοιάζει ν’ ακολουθεί τους κανονικούς της ρυθμούς, με τις κοπέλες να τραγουδούν και τα παιδιά να παίζουν.

4

Από το μαύρο σύγνεφο κι από τη μαύρη πίσσα,
.............................................................
Αλλ’ ήλιος, αλλ’ αόρατος αιθέρας κοσμοφόρος
Ο στύλος φανερώνεται, με κάτου μαζωμένα
Τα παλικάρια τα καλά, μ’ απάνου τη σημαία,
Που μουρμουρίζει και μιλεί και το Σταυρόν απλώνει
Παντόγυρα στον όμορφον αέρα της αντρείας,
Κι ο ουρανός καμάρωνε, κι η γη χεροκροτούσε·
Κάθε φωνή κινούμενη κατά το φως μιλούσε,
Κι εσκόρπα τα τρισεύγενα λουλούδια της αγάπης:
«Όμορφη, πλούσια, κι άπαρτη, και σεβαστή, κι αγία!»    

Σ’ ένα από τα ωραιότερα αποσπάσματα του Γ΄ Σχεδιάσματος ο Σολωμός παρουσιάζει τους νέους Μεσολογγίτες να στέκουν μαζί κάτω από τον στύλο στον οποίο κυματίζει η ελληνική σημαία.
Μέσα στη σκοτεινιά, μέσα απ’ το μαύρο σύννεφο που καλύπτει τον ουρανό εμφανίζεται σαν ήλιος, σαν αιθέρας που φέρει όλο τον κόσμο, ο στύλος που έχει πάνω του την ελληνική σημαία.
Ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής παρουσιάζει το στύλο με την ελληνική σημαία τονίζει τη μεγάλη αξία που αποδίδει στο σύμβολο του ελληνικού έθνους. Έτσι, ο στύλος με τη σημαία λειτουργεί όχι μόνο ως πηγή φωτός μέσα στο σκοτάδι των δυσκολιών που ταλανίζει τους πολιορκημένους Μεσολογγίτες, αλλά μοιάζει συνάμα μ’ έναν αόρατο άνεμο που κρατά επάνω του ολόκληρο τον κόσμο.
Η ελληνική σημαία δεν είναι ένα απλό σύμβολο, είναι η πεμπτουσία όλων εκείνων που έχουν απόλυτη αξία για τους Έλληνες, είναι το σύμβολο της πατρίδας και της θρησκείας, το σύμβολο της ελευθερίας, το σύμβολο για τον ιερό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.  Γι’ αυτό κι ο ποιητής παρουσιάζει τη σημαία να μιλά σ’ όσους είναι γύρω της και ν’ απλώνει το Σταυρό, μέσα στον αέρα της ανδρείας και της γενναιότητας που διαπνέει το Μεσολόγγι. Ακόμη κι ο ουρανός καμάρωνε αντικρίζοντας το ιερό αυτό σύμβολο, ακόμη κι η γη χειροκροτούσε, συμπληρώνοντας έτσι τη συγκίνηση και την υπερηφάνεια των νέων Μεσολογγιτών που δέχονταν το μήνυμα της ελληνικής σημαίας.

6

Ο Πειρασμός

Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,
Κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
Και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
Ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
Χύνονται μες στην άβυσσο τη μόσχοβολισμένη,
Και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,
Κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
Τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ’ αναβρύζει κι η ζωή σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα. 
Αλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητο ‘ναι κι άσπρο,
Aκίνητ’ όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρ’ ως τον πάτο,
Mε μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,
Που ‘χ’ ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι ‘δες·    
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Ουδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
Γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
Κι όμορφη βγαίνει κορασιά2 ντυμένη με το φως του.

Στην ενότητα αυτή, που αντίστοιχή της, με αρκετές ομοιότητες, υπάρχει και στο Β΄ Σχεδίασμα, ο ποιητής παρουσιάζει ό,τι εύλογα αποδίδει κι ο τίτλος του αποσπάσματος, τον πειρασμό δηλαδή που συνιστά η φύση μ’ όλες τις ομορφιές της για τους πολιορκημένους, οι οποίοι έχουν πάρει την απόφαση να θυσιάσουν τη ζωή τους.
Οι Μεσολογγίτες αποφάσισαν να τελέσουν την ηρωική τους έξοδο και ουσιαστικά την ύστατη αυτοθυσία στις 10 Απρίλη, κάτι που σήμαινε πως τη στιγμή που η άνοιξη χάριζε στη φύση όλες τις ομορφιές της, οι πολιορκημένοι Έλληνες θα έπρεπε να βρουν τη δύναμη να απαρνηθούν τη ζωή τους. Ο πειρασμός, επομένως, που προέκυπτε γι’ αυτούς απ’ την αναγεννημένη φύση, ήταν μια εξαιρετικά μεγάλη δοκιμασία που όφειλαν να υπερνικήσουν προκειμένου να φτάσουν στην επίτευξη του στόχου τους. Έτσι, πέρα από την πείνα, την εξαθλίωση και το φόβο του θανάτου, οι Μεσολογγίτες είχαν τώρα να παλέψουν και με το ανυπέρβλητο κάλλος της φύσης που ήταν το δίχως άλλο ένα ισχυρό κάλεσμα της ίδιας της ζωής.
 Η άνοιξη έχει κοσμήσει τη φυσικό περιβάλλον με κάθε δυνατή ομορφιά, δημιουργώντας μια εικόνα άφατης μαγείας, ένα κάλεσμα για την απόλαυση της ζωής και μια σαφή υπενθύμιση για την υπέρτατη αξία που έχει το δώρο της ζωής που οι Έλληνες του Μεσολογγίου είναι τώρα έτοιμοι να το θυσιάσουν.
Ο Απρίλης, ο μήνας της άνοιξης που φέρνει μαζί του την ανθοφορία, την ηλιοφάνεια και το στόλισμα της φύσης, στήνει χορό με τον έρωτα, με τη φυσική αυτή δύναμη που ενορχηστρώνει την αναγέννηση της φύσης. Παντού κυριαρχεί η ομορφιά κι η ευδαιμονία του ανοιξιάτικου τοπίου, όπου καθετί αποπνέει θελκτικά αρώματα κι αποτελεί μια κατάφαση της ζωής.
Μέσα από τη σκιά που δημιουργούν τα φυτά που έχουν πια φουντώσει κρύβονται δροσιές κι αρώματα, ακούγεται ένα πρωτάκουστο κελάιδισμα, ένα λιποθυμισμένο κελάιδισμα, ενός νέου πουλιού που μ’ όλη τη γλύκα της πρωτόφαντης ζωής απευθύνει το ερωτικό του κάλεσμα.
Νερά καθαρά, γλυκά και χαριτωμένα περνούν μέσα από τα σκιώδη μέρη και παίρνουν μαζί τους μέρος απ’ τα αρώματα των λουλουδιών, αφήνοντάς τους ως αντάλλαγμα μέρος απ’ τη δροσιά τους. Κι έτσι όπως ξεχύνονται στο φως, δείχνοντας την καθαρότητα, αλλά και τον πλούτο της πηγής τους, κελαρύζουν όπως θα έκαναν χαρούμενα αηδόνια που πετούν εδώ κι εκεί.

7

Έρμα ‘ν’ τα μάτια, που καλείς, χρυσέ ζωής αέρα.

Το κάλεσμα του αέρα, το κάλεσμα του χρυσού αέρα της ζωής μένει χωρίς ανταπόκριση καθώς πολλοί από τους Μεσολογγίτες έχουν πια χάσει τη ζωή τους απ’ την πείνα και τη γενικότερη εξαθλίωση. Τα μάτια τους έτσι ένα έρμα, δεν έχουν πια ίχνος ζωής, για να νιώσουν την ομορφιά της ζωής, για να νιώσουν τη χαρά και την υπόσχεση ευδαιμονίας που μεταφέρει ο «χρυσός» αέρας.

9

Τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν,
Κι όσ’ άνθια θρέφει και καρπούς τόσ’ άρματα σε κλειούνε.

Αν και δεν είναι σαφές ποιος διατυπώνει τα λόγια αυτά, είναι βέβαιο πως απευθύνονται σε κάποιον από τους πολιορκημένους Μεσολογγίτες.
Το πρόσωπο που μιλά εκφράζει τη διαρκή συναισθηματική ένταση στην οποία βρίσκεται παρομοιάζοντας τα σπλάχνα του με την αεικίνητη θάλασσα. Ενώ συνάμα επισημαίνει στο συνομιλητή του το πλήθος των εχθρικών αρμάτων που έχουν περικυκλώσει το Μεσολόγγι, τα οποία είναι ισάριθμα με τ’ άνθη και τους καρπούς που έχει η γύρω τους περιοχή.
Όπως είναι εύλογο όσοι βίωναν τη στενή αυτή πολιορκία και βρίσκονταν αντιμέτωποι μ’ ένα τέτοιο πλήθος εχθρών, ζούσαν σε μια διαρκή κατάσταση φόβου και εσωτερικής έντασης, μιας κι έπρεπε να συμβιβαστούν με την ιδέα του ίδιου τους του θανάτου.

10

Φεύγω τ’ αλόγου την ορμή και του σπαθιού τον τρόμο.
Τ' ονείρου μάταια πιθυμιά, κι όνειρο αυτή ‘ν’ η ίδια!
Εγύρισε η παράξενη του κόσμου ταξιδεύτρα,
Μου ‘πε με θείο χαμόγελο βρεμένο μ’ ένα δάκρυ:
Κόψ’ το νερό στη μάνα του, μπάσ’ το στο περιβόλι,
Στο περιβόλι της ψυχής το μοσχαναθρεμμένο.

Το πρώτο πρόσωπο που χρησιμοποιείται στο απόσπασμα αυτό δημιουργεί την αίσθηση πως ακούμε τα λόγια του ποιητή, σα να είναι κι αυτός ένας από τους πολιορκημένους που ζει τις ίδιες ακριβώς καταστάσεις.
Το πρόσωπο που μιλά (είτε είναι ο ποιητής είτε κάποιος από τους Μεσολογγίτες) μας περιγράφει τις δυσκολίες που βιώνει καθώς αναγκάζεται να αποφεύγει τον ορμητικό καλπασμό του εχθρικού αλόγου και τον τρόμο που προκαλεί το εχθρικό σπαθί, ενώ παράλληλα εξαιτίας των συνθηκών στις οποίες ζει μάταια επιθυμεί ακόμη και τον ύπνο, ακόμη και την παρηγοριά ενός ονείρου. Είναι μάλιστα τόσο δύσκολο ν’ αποκοιμηθεί, ώστε η επιθυμία του να ονειρευτεί μοιάζει κι η ίδια με όνειρο.
Σ’ αυτές τις συνθήκες της ψυχικής και σωματικής κόπωσης βλέπει μπροστά του τη θεϊκή γυναικεία μορφή, πιθανότατα του 1ου αποσπάσματος, που με συγκίνηση του ζητά να αξιοποιήσει τις δύσκολες αυτές εμπειρίες του ως μέσο παραδειγματισμού και εκπαίδευσης για τις ψυχές των νέων ανθρώπων.

11

Μία των γυναικών προσφεύγει εις το στοχασμό του θανάτου ως μόνη σωτηρία της με τη χαρά την οποίαν αισθάνεται το πουλάκι,

Οπού ‘δε σκιάς παράδεισο και τηνέ χαιρετάει
Με του φτερού το σάλαγο και με κανέναν ήχο,

εις τη στιγμήν οπού είναι κοπιασμένο από μακρινό ταξίδι, εις τη φλόγα καλοκαιρινού ήλιου.

Οι δυσκολίες που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι πολιορκημένοι είναι το δίχως άλλο υπεράνθρωπες, υπό την έννοια πως ζουν σε μια πόλη χωρίς καθόλου τρόφιμα, εξαθλιωμένοι και χωρίς καμία ελπίδα να γλιτώσουν απ’ αυτό το μαρτύριο. Έτσι, για μια από τις Μεσολογγίτισσες η σκέψη του θανάτου μοιάζει πια περισσότερο ως σωτηρία, ως η μόνη διαφυγή από την απάνθρωπη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει.
Τη σκέψη του θανάτου μας την παρουσιάζει με μια εξαίσια παρομοίωση ο ποιητής, παραλληλίζοντας τη χαρά που πηγάζει για τη Μεσολογγίτισσα απ’ την προσδοκία του θανάτου με τη χαρά που αισθάνεται ένα πουλάκι, το οποίο πετάει κατάκοπο για πολλή ώρα κάτω απ’ τον καλοκαιρινό ήλιο, τη στιγμή που βλέπει μια σκιά. Η σκιά φαντάζει για το κουρασμένο πουλί σαν παράδεισος κι αυτό εκφράζει τον ενθουσιασμό του χαιρετώντας τη με τη φτερούγα του.

12

Και βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες
Γύρου στη φλόγα π’ άναψαν, και θλιβερά τη θρέψαν
Μ’ αγαπημένα πράματα και με σεμνά κρεβάτια,
Ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ·
Και ‘γγίζ’ η σπίθα τα μαλλιά και τα λιωμένα ρούχα·
Γλήγορα, στάχτη, να φανείς, οι φούχτες να γιομίσουν.

Βασική επιθυμία του Σολωμού ήταν να τιμήσει της γυναίκες του Μεσολογγίου, οι οποίες επέδειξαν εξαιρετικό θάρρος και απίστευτη ψυχική δύναμη κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. Άντεξαν την πείνα, υπέμειναν τις κακουχίες και τις απώλειες, όπως και οι άντρες, χωρίς ποτέ να λυγίσουν, όπως θα περίμενε κανείς πως θα αντιδρούσαν οι γυναίκες μπροστά σε τόσο δύσκολες καταστάσεις.
Έτσι, μέσα από τα μάτια ενός Μεσολογγίτη βλέπουμε τα παιδιά και τις αντρογυναίκες -τις γυναίκες που επιδεικνύουν αρετές και χαρακτηριστικά που αρμόζουν κυρίως στους άντρες- να στέκουν γύρω από μια φωτιά στην οποία έκαψαν όλα τους τα αγαπημένα αντικείμενα, αλλά και τα σεμνά, τα τίμια κρεβάτια τους, προκειμένου να τα γλιτώσουν απ’ τη λεηλασία που θ’ ακολουθούσε την είσοδο των εχθρών στο Μεσολόγγι. Οι γυναίκες κοιτάζουν τη φωτιά να καίει ό,τι κάποτε αποτελούσε σημαντικό κομμάτι της καθημερινότητάς τους, να καίει ό,τι τους έδενε με τη ζωή, χωρίς κλάματα, χωρίς καν έναν αναστεναγμό. Ατάραχες και αδιαφορώντας για τις σπίθες της φωτιάς που πέφτουν στα ρούχα και τα μαλλιά τους, το μόνο που περιμένουν είναι να τελειώσει η φωτιά το έργο της ώστε να γεμίσουν τις χούφτες τους με τη στάχτη από τα υπάρχοντά τους.
Ο συμβολισμός αυτής της φωτιάς είναι εξαιρετικής σημασίας καθώς έχοντας κάψει πια τα αγαπημένα τους αντικείμενα επισφραγίζουν την απόφασή τους να προχωρήσουν στην ηρωική έξοδο, που το πιθανότερο είναι πως θα τους στοιχίσει τη ζωή. Το γεγονός, μάλιστα, ότι πλάι τους έχουν τα παιδιά τους, δείχνει πως οι γυναίκες αυτές, οι μανάδες του Μεσολογγίου, είχαν αποφασίσει όχι μόνο να θυσιάσουν τη δική τους ζωή, αλλά και τη ζωή των παιδιών τους.

13

Είν’ έτοιμα στην άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων
Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά, κι ελεύθεροι να μείνουν,
Εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο.

Το 13ο απόσπασμα μας φέρνει ελάχιστες στιγμές πριν την πραγματοποίηση της ηρωικής εξόδου των Ελλήνων απ’ το Μεσολόγγι, όπου οι πολιορκημένοι είναι έτοιμοι να ξεχυθούν στο αναρίθμητο πλήθος των εχθρικών όπλων δίνοντας την ύστατη μάχη.
Είναι βέβαια σημαντικό να τονιστεί πως εκείνο που διεκδικούν δεν είναι το δικαίωμα να ζήσουν, αλλά το δικαίωμα να είναι ελεύθεροι, κι αυτό θα το κερδίσουν είτε κατορθώσουν να φτάσουν στ’ απέναντι νησιά με τους υπόλοιπους Έλληνες είτε πέσουν μαχόμενοι. Κι εδώ ακριβώς είναι το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής, το μεγαλείο της ελληνικής ψυχής, που θέτει την ελευθερία υψηλότερα κι από την ίδια τη ζωή. Οι Μεσολογγίτες προτιμούν να πεθάνουν παρά να συνεχίσουν να βρίσκονται υπό τον έλεγχο των εχθρών τους. Οι Μεσολογγίτες επιθυμούν να είναι ελεύθεροι και τίποτε δεν μπορεί και δεν πρόκειται να τους σταματήσει απ’ το να κερδίσουν ξανά την ελευθερία τους. Ούτε το πλήθος των εχθρών τους τρομάζει, ούτε ο φόβος του θανάτους τους αποτρέπει, ούτε η ομορφιά της ζωής τους δελεάζει.   

1. Για την ερμηνεία των στίχων 1-3 κοίταξε το εισαγωγικό σημείωμα. Ολόκληρο το απ. 2 να συσχετιστεί με το απόσπασμα 5 του Β' Σχεδιάσματος.
μητέρα: κοίταξε Σχεδ. Β', απ. 12.
τα μάτια τούτα: τα μάτια του ποιητή.
πούλουδο: λουλούδι.
τόπι: κανόνι και η μπάλα του κανονιού.
τα νησιά: τα Επτάνησα.
το μίσος: οι στίχοι 16-17 αναφέρονται σε ανθρώπους που δεν είχαν συνειδητοποιήσει τη σημασία του αγώνα. Το θέμα το ξαναβρίσκουμε στη Γυναίκα της Ζάκυθος.
Ψαρού: η γυναίκα του ψαρά. Εδώ (ειρωνικά) η πόλη του Μεσολογγίου, επειδή οι περισσότεροι από τους κατοίκους της ασχολούνται με το ψάρεμα.
στύλος: το κοντάρι της σημαίας. 
ανάκουοτος: πρωτάκουστος.
αλαφροΐσκιωτος: κατά τη λαϊκή πίστη, εκείνος που έχει την ιδιότητα και την ικανότητα να βλέπει τον αόρατο κόσμο των ξωτικών, «ν' ακούει και να βλέπει όλα τα
μυστικά της φύσης». 
2. Για την ερμηνεία του οράματος και το συμβολισμό της «φεγγαροντυμένης» διατυπώθηκαν πολλές απόψεις: παρασταίνει την ομορφιά της ζωής και της φύσης, είναι μορφή αντίστοιχη με τις νεράιδες, η αναδυόμενη Αφροδίτη, η θεά Ελευθερία - Ελλάδα κ.ά. Πάντως, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι, όπως προκύπτει από παραλλαγές του στίχου, πρόκειται για θεϊκή μορφή και ότι την ξαναβρίσκουμε στα ποιήματα του Σολωμού Λάμπρος και Κρητικός.
άναψαν: για να κάψουν τ' αγαπημένα τους πράγματα, πριν από την έξοδο.
έτοιμα: ενν. τα σπαθιά.
ΠΗΓΗ: https://latistor.blogspot.com/

9.3.21

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ. Η επιλογή έγινε από τον Πεπέ.

Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,

Όπως το βρεις κι όπως το δεις να μη το παρατήσεις.

Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα,

και πλούτισε τη χλώρη του και πλάτηνε τη γη του,
κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις,
και να του φέρεις το νερό το αγνό της βρυσομάνας.

Κι άν αγαπάς τ’ ανθρώπινα κι όσα άρρωστα δεν είναι,
ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά, να φύγουν,
και τη ζωντάνια σπείρε του μ’ όσα γερά, δροσάτα.

Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, (γίνε) διαφεντευτής.

Κι αν είναι κι έρθουνε χρόνια δίσεχτα,
πέσουν καιροί οργισμένοι,
κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δέντρα,
για τίποτ’ άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια,
μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά ! τσεκούρι !τράβα !,
ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι, κόφ’ το,
και χτίσε κάστρο απάνω του και ταμπουρώσου μέσα,
για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα.

Π’ όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για νάρθει,
κι’ όλο συντρίμμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων.
R
Φτάνει μια ιδέα να στο πει, μια ιδέα να στο προστάξει,
κορώνα ιδέα, ιδέα σπαθί, που θα είναι απάνου απ’ όλα
-----------------------------------------------------------------------
Η ΝΙΚΗ
Εδώ στο ελληνικό το χώμα,
το στοιχειωμένο και ιερό,
που το ίδιο χώμα μένει ακόμα
κι απ’ τον αρχαίο τον καιρό,

στο χώμα τούτο πάντα ανθούνε
κι έχουν αθάνατη ζωή
και μας θαμπώνουν, μας μεθούνε
νεράιδες, ήρωες, θεοί!

Είδα τη Νίκη τη μεγάλη,
τη Νίκη την παντοτινή!
Την είδα εμπρός μου να προβάλλει
με φορεσιά ολοφωτεινή.

Ασύγκριτη σαν την ιδέα,
σαν όνειρο λαχταριστή,
είδα τη Νίκη την αρχαία,
τη Νίκη την κυματιστή!

Την είδα. Με το πέταμά της
δεν έφευγε στους ουρανούς,
εκεί που δύσκολα σιμά της
μπορεί να κρατηθεί κι ο νους.

Δεν έτρεχε να φτάσει πρώτη,
να στεφανώσει φτερωτή
το λιονταρόκαρδο στρατιώτη,
τον εμπνευσμένο τον ποιητή.

Την είδα να περνά μπροστά μου
με φορεσιά ολοφωτεινή
και λύγισα στη γη εκεί χάμου
κι έκραξα με τρανή φωνή,

Εσύ που δείχνεις πώς ανθούνε
εδώ μ’ αθάνατη ζωή,
πώς μας εμπνέουν και μας μεθούνε
νεράιδες, ήρωες, θεοί!»

Εδώ στο ελληνικό το χώμα,
το στοιχειωμένο και ιερό,
που το ίδιο χώμα μένει ακόμα
κι απ’ τον αρχαίο τον καιρό,

στο χώμα τούτο πάντα ανθούνε
κι έχουν αθάνατη ζωή
και μας θαμπώνουν, μας μεθούνε
νεράιδες, ήρωες, θεοί!
------------------------------------------------------

Ο ΔΙΓΕΝΗΣ
Καβάλα πάει ο Χάροντας τον Διγενή στον Άδη,
κι άλλους μαζί... Κλαίει δέρνεται τ’ ανθρώπινο κοπάδι.
Και τους κρατεί στου αλόγου του δεμένους τα καπούλια,
της λεβεντιάς τον άνεμο, της ομορφιάς την πούλια.

Και σαν να μη τον πάτησε του Χάρου το ποδάρι,
ο Ακρίτας μόνο ατάραχα κοιτάει τον καβαλάρη,
«Ο Ακρίτας είμαι, Χάροντα δεν περνώ με τα χρόνια.
Μ’ άγγιξες και δε μ’ ένιωσες στα μαρμαρένια αλώνια;

Εγώ είμαι η ακατάλυτη ψυχή των Σαλαμίνων,
στην Εφτάλοφην έφερα το σπαθί των Ελλήνων.
Δε χάνομαι στα Τάρταρα, μονάχα ξαποσταίνω,
στη ζωή ξαναφαίνομαι και λαούς ανασταίνω!».

Καβάλα πάει ο Χάροντας, τον Διγενή στον Άδη!
----------------------------------------------------------------------

Τῆς Ἀθηνᾶς ἀνάγλυφο

Πῶς ἀκούμπησες ἄπραγα τὸ δόρυ;
Τὴ φοβερή σου περικεφαλαία
βαριὰ πῶς γέρνεις πρὸς τὸ στῆθος, Κόρη;
Ποιὸς πόνος τόσο εἶναι τρανός, ὦ Ἰδέα,

γιὰ νὰ σὲ φτάση! Ὀχτροὶ κεραυνοφόροι
δὲν εἶναι γιὰ δικά σου τρόπαια νέα;
Δὲν ὁδηγεῖ στὸ Βράχο σου τὴν πλώρη
τοῦ καραβιοῦ σου πλέον πομπὴ ἀθηναῖα;

Σὲ ταφόπετρα βλέπω νὰ τὴν ἔχῃ
καρφωμένη μία πίκρα τὴν Παλλάδα.
Ὤ! κάτι μέγα, ἀπίστευτο θὰ τρέχη ...

Χαμένη κλαῖς τὴν ἱερή σου πόλη
ἢ νεκρὴ μέσ᾿ στὸ μνῆμα καὶ τὴν ὅλη
τοῦ τότε καὶ τοῦ τώρα, ὠιμένα! Ἑλλάδα;

Ὕμνος εἰς τὴν Ἀθήνα

Χαρὰ σ᾿ ἐσέ, χώρα λευκὴ καὶ χώρα εὐτυχισμένη!
Καμιὰ χώρα σ᾿ ὅλη τη γῆ, καμιὰ στὴν οἰκουμένη
δὲν ηὖρε τέτοιο φυλαχτὸ σὰν τὸ δικό μου μάτι.
Ἀπ᾿ ἄλλες χῶρες πέρασα γοργὰ - γοργὰ τρεχάτη
καὶ μ᾿ εἶδαν τῆς Ἑλλάδας μου τ᾿ ἀγαπημένα μέρη
σὰν ἄνεμο καὶ σὰν ἀϊτὸ καὶ σύννεφο κι ἀστέρι.
Ὅμως σ᾿ ἐσὲ τὸ θρόνο μου αἰώνια θεμελιώνω
καὶ ρίζωσ᾿ ἡ ἀγάπη μου στὰ χώματά σου μόνο.

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ ποίημα ''Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ'' ανάλυση από τον Κωνσταντίνο Μάντη.

 Ο Κρητικός του Διονυσίου Σολωμού (Ζάκυνθος 1798 – Κέρκυρα 1857), αφηγηματικό ποίημα σε πέντε μέρη, γράφεται κατά τη διετία 1833 έως 1834 και θεωρείται «σταθμός στην ποιητική πορεία του Σολωμού, το πρώτο από τα μεγάλα και σημαντικά ποιήματα της εντελώς ώριμης περιόδου του. Μολονότι χαρακτηρισμένο απόσπασμα, μπορεί να θεωρηθεί ποίημα απόλυτα ολοκληρωμένο, με εσωτερική ενότητα και συνοχή».

Πηγή έμπνευσης
 του ποιητή στάθηκαν πραγματικά γεγονότα της επανάστασης στην Κρήτη: «κατάληψη της Μεσαράς και έπειτα των Σφακιών από τους Τούρκους στα 1823-24 και φυγή χιλιάδων Χριστιανών με πλοία από τη νότια και δυτική Κρήτη προς τα Κύθηρα, τα Αντικύθηρα και την Πελοπόννησο».
Το κείμενο του ποιήματος αναπαράγει το τραγούδι ενός πρόσφυγα Κρητικού, που μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα του αναπολεί τα περασμένα, πλεγμένα γύρω στο περιστατικό που καθόρισε τη ζωή του. Περιληπτικά η υπόθεση των πέντε μερών: «[1-2] Ναυαγός ο Κρητικός προσπαθεί να σώσει την αγαπημένη του μέσα στην τρικυμία· [3-4] Η τρικυμία παύει απότομα και μπροστά του φανερώνεται μια "φεγγαροντυμένη" θεϊκή μορφή· [5] όταν η οπτασία χαθεί, θ’ ακουστεί ένας μαγευτικός απόκοσμος ήχος που θα συνεπάρει την ψυχή του ναυαγού· κι όταν ο ήχος σωπάσει, θα φτάσει αυτός στην ακρογιαλιά, θ’ αποθέσει εκεί την αγαπημένη του, αλλά θα είναι πεθαμένη».

Διονύσιος Σολωμός «Ο Κρητικός»

Ἐκοίταα, κι ἤτανε μακριά ἀκόμη τ' ἀκρογιάλι·
«Ἀστροπελέκι μου καλό, γιά ξαναφέξε πάλι!»
Τρία ἀστροπελέκια ἐπέσανε, ἕνα ξοπίσω στ' ἄλλο
Πολύ κοντά στήν κορασιά μέ βρόντημα μεγάλο·
Τά πέλαγα στήν ἀστραπή κι ὁ οὐρανός ἀντήχαν,
Οἱ ἀκρογιαλιές καί τά βουνά μ' ὅσες φωνές κι ἄν εἶχαν.


 Πιστέψετε π' ὅ,τι θά πῶ εἶν' ἀκριβή ἀλήθεια,
Μά τές πολλές λαβωματιές πού μὄφαγαν τά στήθια,
Μά τούς συντρόφους πὄπεσαν στήν Κρήτη πολεμώντας,
Μά τήν ψυχή πού μ' ἔκαψε τόν κόσμο ἀπαρατώντας.

(Λάλησε, Σάλπιγγα! κι ἐγώ τό σάβανο τινάζω,
Καί σχίζω δρόμο καί τς ἀχνούς ἀναστημένος κράζω:
«Μήν εἴδετε τήν ὀμορφιά πού τήν Κοιλάδα ἁγιάζει;
Πέστε, νά ἰδεῖτε τό καλό ἐσεῖς κι ὅ,τι σᾶς μοιάζει.
Καπνός δέ μένει ἀπό τη γῆ· νιός οὐρανός ἐγίνη·7

Σάν πρῶτα ἐγώ τήν ἀγαπῶ καί θά κριθῶ μ' αὐτήνη.
— Ψηλά τήν εἴδαμε πρωί· τῆς τρέμαν τά λουλούδια
Στή θύρα τῆς Παράδεισος πού ἐβγῆκε μέ τραγούδια·
Ἔψαλλε τήν Ἀνάσταση χαροποιά ἡ φωνή της,
Κι ἔδειχνεν ἀνυπομονιά γιά νά 'μπει στό κορμί της·

Ὁ οὐρανός ὁλόκληρος ἀγρίκαε σαστισμένος,
Τό κάψιμο ἀργοπόρουνε ὁ κόσμος ὁ ἀναμμένος·
Καί τώρα ὀμπρός τήν εἴδαμε· ὀγλήγορα σαλεύει·
Ὅμως κοιτάζει ἐδῶ κι ἐκεῖ καί κάποιονε γυρεύει»).


Ἀκόμη ἐβάστουνε ἡ βροντή...............................
Κι ἡ θάλασσα, πού σκίρτησε σάν τό χοχλό πού βράζει,
Ἡσύχασε καί ἔγινε ὅλο ἡσυχία καί πάστρα,
Σάν περιβόλι εὐώδησε κι ἐδέχτηκε ὅλα τ' ἄστρα·

Κάτι κρυφό μυστήριο ἐστένεψε τή φύση
Κάθε ὀμορφιά νά στολιστεῖ καί τό θυμό ν' ἀφήσει.
Δέν εἶν' πνοή στόν οὐρανό, στή θάλασσα, φυσώντας
Οὔτε ὅσο κάνει στόν ἀνθό ἡ μέλισσα περνώντας,
Ὅμως κοντά στήν κορασιά, πού μ' ἔσφιξε κι ἐχάρη,

Ἐσειότουν τ' ὁλοστρόγγυλο καί λαγαρό φεγγάρι·
Καί ξετυλίζει ὀγλήγορα κάτι πού ἐκεῖθε βγαίνει,
Κι ὀμπρός μου ἰδού πού βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Ἔτρεμε το δροσάτο φῶς στή θεϊκιά θωριά της,
Στά μάτια της τά ὁλόμαυρα καί στά χρυσά μαλλιά της.

 

 Ἐκοίταξε τ' ἀστέρια, κι ἐκεῖνα ἀναγαλλιάσαν,
Καί τήν ἀχτινοβόλησαν καί δέν τήν ἐσκεπάσαν·
Κι ἀπό τό πέλαο, πού πατεῖ χωρίς νά τό σουφρώνει,
Κυπαρισσένιο ἀνάερα τ' ἀνάστημα σηκώνει,

Κι ἀνεῖ τς ἀγκάλες μ' ἔρωτα καί μέ ταπεινοσύνη,
Κι ἔδειξε πάσαν ὀμορφιά καί πάσαν καλοσύνη.
Τότε ἀπό φῶς μεσημερνό ἡ νύχτα πλημμυρίζει,
Κι ἡ χτίσις ἔγινε ναός πού ὁλοῦθε λαμπυρίζει.
Τέλος σ' ἐμέ πού βρίσκομουν ὀμπρός της μές στά ρεῖθρα,

Καταπώς στέκει στό Βοριά ἡ πετροκαλαμίθρα,
Ὄχι στήν κόρη, ἀλλά σ' ἐμέ τήν κεφαλή της κλίνει·
Τήν κοίταζα ὁ βαριόμοιρος, μ' ἐκοίταζε κι ἐκείνη.
Ἔλεγα πώς τήν εἶχα ἰδεῖ πολύν καιρόν ὀπίσω,
Κάν σέ ναό ζωγραφιστή μέ θαυμασμό περίσσο,
Κάνε τήν εἶχε ἐρωτικά ποιήσει ὁ λογισμός μου,

Κάν τ' ὄνειρο, ὅταν μ' ἔθρεφε τό γάλα τῆς μητρός μου·
Ἤτανε μνήμη παλαιή, γλυκιά κι ἀστοχισμένη,
Πού ὀμπρός μου τώρα μ' ὅλη της τή δύναμη προβαίνει·
Σάν τό νερό πού τό θωρεῖ τό μάτι ν' ἀναβρύζει

Ξάφνου ὀχ τά βάθη τοῦ βουνοῦ, κι ὁ ἥλιος τό στολίζει.
Βρύση ἔγινε το μάτι μου κι ὀμπρός του δέν ἐθώρα,
Κι ἔχασα αὐτό τό θεϊκό πρόσωπο γιά πολλή ὥρα,
Γιατί ἄκουγα τά μάτια της μέσα στά σωθικά μου,
Πού ἐτρέμαν καί δέ μ' ἄφηναν νά βγάλω τή μιλιά μου·

Ὅμως αὐτοί εἶναι θεοί, καί κατοικοῦν ἀπ' ὅπου
Βλέπουνε μές στήν ἄβυσσο καί στήν καρδιά τ' ἀνθρώπου,
Κι ἔνιωθα πώς μοῦ διάβαζε καλύτερα τό νοῦ μου
Πάρεξ ἄν ἤθελε τῆς πῶ μέ θλίψη τοῦ χειλιοῦ μου:
«Κοίτα με μές στά σωθικά, πού φύτρωσαν οἱ πόνοι
..........................................................................
...........................................................................

Ὅμως ἐξεχειλίσανε τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου·
Τ' ἀδέλφια μου τά δυνατά οἱ Τοῦρκοι μοῦ τ' ἀδράξαν,
Τήν ἀδελφή μου ἀτίμησαν κι ἀμέσως τήν ἐσφάξαν,
Τόν γέροντα τόν κύρην μου ἐκάψανε τό βράδι,
Καί τήν αὐγή μοῦ ρίξανε τή μάνα στό πηγάδι.

Στήν Κρήτη......................................................
Μακριά 'πό κεῖθ' ἐγιόμισα τές φοῦχτες μου κι ἐβγῆκα.
Βόηθα, Θεά, τό τρυφερό κλωνάρι μόνο νά 'χω·
Σέ γκρεμό κρέμουμαι βαθύ, κι αὐτό βαστῶ μονάχο».


 Ἐχαμογέλασε γλυκά στόν πόνο τῆς ψυχῆς μου,
Κι ἐδάκρυσαν τά μάτια της, κι ἐμοιάζαν τῆς καλῆς μου.
Ἐχάθη, ἀλιά μου! ἀλλ' ἄκουσα τοῦ δάκρυου της ραντίδα
Στό χέρι, πού 'χα σηκωτό μόλις ἐγώ τήν εἶδα. —

Ἐγώ ἀπό κείνη τή στιγμή δέν ἔχω πλιά τό χέρι,
Π' ἀγνάντευεν Ἀγαρηνό κι ἐγύρευε μαχαίρι·
Χαρά δέν τοῦ 'ναι ὁ πόλεμος· τ' ἁπλώνω τοῦ διαβάτη
Ψωμοζητώντας, κι ἔρχεται μέ δακρυσμένο μάτι·
Κι ὅταν χορτάτα δυστυχιά τά μάτια μου ζαλεύουν,

Ἀργά, κι ὀνείρατα σκληρά τήν ξαναζωντανεύουν,
Καί μέσα στ' ἄγριο πέλαγο τ' ἀστροπελέκι σκάει,
Κι ἡ θάλασσα νά καταπιεῖ τήν κόρη ἀναζητάει,
Ξυπνῶ φρενίτης, κάθομαι, κι ὁ νοῦς μου κινδυνεύει.
Καί βάνω τήν παλάμη μου, κι ἀμέσως γαληνεύει. —

Τά κύματα ἔσχιζα μ' αὐτό, τ' ἄγρια καί μυρωδάτα,
Μέ δύναμη πού δέν εἶχα μήτε στά πρῶτα νιάτα,
Μήτε ὅταν ἐκροτούσαμε, πετώντας τά θηκάρια,
Μάχη στενή μέ τούς πολλούς ὀλίγα παλληκάρια.
Μήτε ὅταν τόν μπομπο-Ἰσούφ καί τς ἄλλους δύο βαροῦσα

Σύρριζα στή Λαβύρινθο π' ἀλαίμαργα πατοῦσα.
Στό πλέξιμο τό δυνατό ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς μου
(Κι αὐτό μοῦ τ' αὔξαιν') ἔκρουζε στήν πλεύρα τῆς κυρᾶς μου.
...............................................................................................
...............................................................................................
Ἀλλά τό πλέξιμ' ἄργουνε καί μοῦ τ' ἀποκοιμοῦσε
Ἠχός, γλυκύτατος ἠχός, ὁπού μέ προβοδοῦσε.

Δέν εἶναι κορασιᾶς φωνή στά δάση που φουντώνουν,
Καί βγαίνει τ' ἄστρο τοῦ βραδιοῦ καί τά νερά θολώνουν,
Καί τόν κρυφό της ἔρωτα τῆς βρύσης τραγουδάει,
Τοῦ δέντρου καί τοῦ λουλουδιοῦ πού ἀνοίγει καί λυγάει·

Δέν εἶν' ἀηδόνι κρητικό, πού σέρνει τή λαλιά του

Σέ ψηλούς βράχους κι ἄγριους ὅπ' ἔχει τή φωλιά του,
Κι ἀντιβουΐζει ὁλονυχτίς ἀπό πολλή γλυκάδα
Ἡ θάλασσα πολύ μακριά, πολύ μακριά ἡ πεδιάδα,
Ὥστε πού πρόβαλε ἡ αὐγή καί ἔλιωσαν τ' ἀστέρια,
Κι ἀκούει κι αὐτή καί πέφτουν της τά ρόδα ἀπό τά χέρια·

Δέν εἶν' φιαμπόλι τό γλυκό, ὁπού τ' ἀγρίκαα μόνος
Στόν Ψηλορείτη ὅπου συχνά μ' ἐτράβουνεν ὁ πόνος
Κι ἔβλεπα τ' ἄστρο τ' οὐρανοῦ μεσουρανίς νά λάμπει
Καί τοῦ γελοῦσαν τά βουνά, τά πέλαγα κι οἱ κάμποι·
Κι ἐτάραζε τά σπλάχνα μου ἐλευθεριᾶς ἐλπίδα

Κι ἐφώναζα: «ὦ θεϊκιά κι ὅλη αἵματα Πατρίδα!»
Κι ἅπλωνα κλαίοντας κατ' αὐτή τά χέρια μέ καμάρι·
Καλή 'ν' ἡ μαύρη πέτρα της καί τό ξερό χορτάρι.
Λαλούμενο,67 πουλί, φωνή, δέν εἶναι νά ταιριάζει,
Ἴσως δέ σώζεται στή γῆ ἦχος πού νά τοῦ μοιάζει·68

Δέν εἶναι λόγια· ἦχος λεπτός......................

Δέν ἤθελε τόν ξαναπεῖ ὁ ἀντίλαλος κοντά του.
Ἄν εἶν' δέν ἤξερα κοντά, ἄν ἔρχονται ἀπό πέρα·
Σάν τοῦ Μαϊοῦ τές εὐωδιές γιομίζαν τόν ἀέρα,

Γλυκύτατοι, ἀνεκδιήγητοι ........................

Μόλις εἶν' ἔτσι δυνατός ὁ Ἔρωτας καί ὁ Χάρος.
Μ' ἄδραχνεν ὅλη τήν ψυχή, καί νά 'μπει δέν ἠμπόρει
Ὁ οὐρανός, κι ἡ θάλασσα, κι ἡ ἀκρογιαλιά, κι ἡ κόρη·
Μέ ἄδραχνε, καί μ' ἔκανε συχνά ν' ἀναζητήσω
Τή σάρκα μου νά χωριστῶ γιά νά τόν ἀκλουθήσω.

Ἔπαψε τέλος κι ἄδειασεν ἡ φύσις κι ἡ ψυχή μου,
Πού ἐστέναξε κι ἐγιόμισεν εὐθύς ὀχ τήν καλή μου·
Καί τέλος φθάνω στό γιαλό τήν ἀρραβωνιασμένη,
Τήν ἀπιθώνω μέ χαρά, κι ἤτανε πεθαμένη.

Στους τελευταίους στίχους του ποιήματος, με τον χρονικό προσδιορισμό «τέλος» ακολουθείται η τεχνική περίληψης του χρόνου που εντείνει τη δραματικότητα της αφήγησης, καθώς σημαντικά γεγονότα δίνονται με ταχύ ρυθμό και επιγραμματικότητα. Ο αφηγητής δεν μας δίνει περαιτέρω λεπτομέρειες σχετικά με την εμπειρία του γλυκύτατου ήχου, όπως το πόσο διήρκησε αυτή, ούτε άλλα στοιχεία σχετικά με την προσπάθειά του να φτάσει στο ακρογιάλι, εφόσον τα σημαντικότερα στοιχεία έχουν ήδη καλυφθεί.
Η αίσθηση εκπλήρωσης του αρχικού στόχου, με το φτάσιμο στο ακρογιάλι, και η χαρά του 1ου ημιστιχίου στον τελευταίο στίχο, ανατρέπεται αιφνιδίως στο καταληκτικό ημιστίχιο του ποιήματος (κι ήτανε πεθαμένη). Η θλίψη του ήρωα, αν και δεδομένη, δεν παρουσιάζεται, καθώς ο ποιητής επιλέγει να αποφύγει τη συναισθηματική ένταση ενός θρήνου, που έχει ήδη βρει την παραμυθία του στην 2η ενότητα, και στην εκεί υπονοούμενη συνάντηση των δύο ηρώων. Ο ποιητής, άλλωστε, πιστεύει απόλυτα στην ανάσταση των νεκρών και στη συνέχεια της ύπαρξης, σ’ ένα πνευματικό επίπεδο, μετά το τέλος της εφήμερης θνητότητας.
Ο χαμός της κόρης δίνεται με τρόπο λιτό και αφήνεται να επιδράσει στη σκέψη του αναγνώστη, με όλη την τραγικότητα που ενέχει η απώλεια ενός βαθύτατα αγαπημένου προσώπου.
Οι δραματικοί ενεστώτες (φθάνω, απιθώνω) που προσδίδουν παραστατικότητα, ενέργεια και ζωντάνια στην αφήγηση, ακολουθούνται από το παρελθοντικό και αμετάκλητο της τελικής διαπίστωσης «ήτανε πεθαμένη».
Η αναφορά στο ακρογιάλι δημιουργεί σχήμα κύκλου με την αρχή του ποιήματος και προσφέρει έτσι την αίσθηση της ολοκλήρωσης και της πληρότητας στην αφηγούμενη ιστορία.

Ο αιφνίδιος τερματισμός του ήχου, που συνδέεται πιθανώς με την πραγμάτωση του σκοπού του ν’ αποτρέψει τον ήρωα απ’ τη διάσωση της αγαπημένης του, δημιουργεί μιαν αίσθηση κενότητας τόσο στη φύση, όσο και στην ψυχή του ήρωα, που είχε βιώσει μια διονυσιακή έκσταση υπό την επίδραση του ήχου. Πολύ γοργά, ωστόσο, και μ’ έναν στεναγμό που φανερώνει την ένταση στην οποία βρισκόταν για ώρα ο ήρωας, επιστρέφει εκ νέου στην ψυχή του (και στην σκέψη του) η αγαπημένη κόρη. Είναι εύλογα η πρώτη του σκέψη και η βασική του ανησυχία, αφού για τη δική της σωτηρία αγωνίζεται, έστω κι αν προσωρινά τη λησμόνησε.
Με την ολοκλήρωση της προσπάθειας «και τέλος», χωρίς να δίνονται λεπτομέρειες για το πόσο χρειάστηκε να φτάσει στο ακρογιάλι απ’ τη στιγμή που απελευθερώθηκε απ’ την επίδραση του ήχου, ο Κρητικός ακουμπά με χαρά την αρραβωνιαστικιά του στη στεριά, και άρα στην ασφάλεια, μόνο και μόνο για να διαπιστώσει πως εκείνη έχει ήδη πεθάνει.
Ο ήρωας βρίσκεται στο τέλος των δοκιμασιών του να έχει αποτύχει για μια ακόμη φορά. Μη έχοντας κατορθώσει να γλιτώσει την οικογένειά του και την πατρίδα του απ’ τη μανία των Τούρκων, αποτυγχάνει και στη διάσωση της αγαπημένης τους. Η ηθική συντριβή του ήρωα είναι απόλυτη, καθώς απομένει ολομόναχος χάνοντας πια και το τελευταίο του πιθανό στήριγμα.
Το ποίημα κλείνει με τη λέξη «πεθαμένη» που αποκαλύπτει την αποτυχία του ήρωα και αιτιολογεί την πλήρη μεταστροφή της προσωπικότητάς του. Ο ήρωας εξαγνίζεται και αναβαπτίζεται μέσα απ’ τον πόνο της σημαντικής αυτής απώλειας. Σαφής εδώ η τεχνική της απόκρυψης, που δημιουργεί στον ήρωα την πλανερή εντύπωση μέχρι και την τελευταία στιγμή πως έχει καταφέρει να σώσει την αγαπημένη του.
Το απότομο και χωρίς στοιχεία θρήνου ή λυρισμού τέλος του ποιήματος μας παραπέμπει στη δημοτική ποίηση. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο να λεχθεί, καθώς με τη βοήθεια των αναδρομών και των προλήψεων έχουν όλα ήδη καλυφθεί κατά τη διάρκεια της αφήγησης.
Αντιθέσειςδειασεν - γιόμισεν / Τήν πιθώνω μέ χαρά, κι τανε πεθαμένη
https://latistor.blogspot.com/