Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

27.3.18

Μία καταπληκτική ομιλία του κ. Ηλία Γιαννακόπουλου σε άτομα της τρίτης΄΄ λυκείου΄΄ [ηλικίας]

Αγαπητοί φίλοι της Πιαλείας
Φίλοι συγχωριανοί
Σεβαστοί γέροντες και
γερόντισσες,

Βρισκόμαστε πάλι εδώ σήμερα για να γιορτάσουμε μαζί τη δική σας Ημέρα.
Μία ημέρα που δεν πρέπει να εμπεριέχει την υποκρισία για τη «δήθεν» φροντίδα προς εσάς, αλλά τον ειλικρινή σεβασμό που σας ανήκει.
Βέβαια θα πει κάποιος πως «ο σεβασμός δεν επιβάλλεται, αλλά υποβάλλεται, κερδίζεται».
Νομίζω, όμως, πως όλοι και όλες εσείς στη μάχη της ζωής κερδίσατε και πετύχατε όσα έπρεπε και όσα μπορούσατε.
Βέβαια δεν ζητιανεύετε κάτι που σας ανήκει αξιωματικά. Η φροντίδα και ο σεβασμός των παιδιών και των άλλων προς τους γονείς αποτελεί «αξίωμα» και δεν χρειάζεται «επιχειρήματα».
Παλέψατε, εργαστήκατε, δημιουργήσατε. Κερδίσατε τη μάχη του χρόνου. Μένει να κερδίσετε και τη Ζωή.
Γιατί η ζωή δεν ορίζεται από τα τόσα χρόνια πέρασαν, αλλά από το «πως έζησα»αυτά τα χρόνια.
Γιατί η ζωή δεν είναι μόνον η αναπνοή, αλλά η δημιουργία και η θέληση να αφήσουμε κάτι στους άλλους που θα έρθουν.
Ζωή είναι η τέχνη να γνωρίζω, να αποκτώ εμπειρίες και να αισθάνομαι ότι αποτελώ ακριβό κομμάτι αυτού του κόσμου.
Η παρακάτω ιστορία υποδηλώνει σαφέστατα το πραγματικό νόημα της ζωής:
«Μια χειμωνιάτικη μέρα σε ένα θάμνο βρέθηκαν ένα σκουλήκι κι ένας κότσυφας. Προσπαθούσαν για ώρα να δημιουργήσουν μια ζεστή ατμόσφαιρα για να αντιμετωπίσουν το δυνατό κρύο. Συζητούσαν ήρεμα για τα προβλήματα και τους κινδύνους επιβίωσής τους. Μετά από κάποια ώρα ο κότσυφας κουρασμένος από την απραξία του λέει δυνατά στο σκουλήκι:
«Εγώ βαρέθηκα τόση ώρα να κάθομαι εδώ κάτω από το θάμνο ακίνητος και άπρακτος. Θα πετάξω για λίγο να ξεμουδιάσω και θα επιστρέψω». Το σκουλήκι διαφώνησε με τον κότσυφα και του πρότεινε να αποφύγει το πέταγμα, γιατί κινδύνευε από κάποιον κυνηγό. «Καλά περνάμε εδώ. Ζεστά και ήρεμα. Εξάλλου δεν φοβάσαι τους κυνηγούς; Κινδυνεύεις…».
Ο κότσυφας αψήφησε τη συμβουλή του σκουληκιού και πέταξε. Μετά από λίγο κάποιος κυνηγός σημαδεύει τον κότσυφα και τον πυροβολεί. Ο κότσυφας βαριά χτυπημένος, χάνει ύψος και σωριάζεται ημιθανής δίπλα στο φοβισμένο σκουλήκι. Φαίνεται να ξεψυχά.
Τότε το σκουλήκι του λέει: «Είδες που σου το ‘λεγα. Κινδυνεύεις. Ορίστε τώρα. Σε λίγο θα πάψεις να ζεις. Γιατί δεν με άκουσες; Καλά δεν περνούσαμε εδώ κάτω από το θάμνο;».
Ο κότσυφας λίγο οργισμένος από τα λόγια του σκουληκιού και πριν εκπνεύσει του λέει: «Άκουσέ με σκουλήκι…. Εγώ πέταξα, είδα.. έζησα… Εσύ τι έκανες;…. Μια ζωή εδώ στο χώμα ακίνητο και φοβισμένο. Σκουλήκι μια ζωή….» Σε λίγο ο κότσυφας ξεψύχησε και έβαλε σε σκέψεις το σκουλήκι…Μια ζωή σκουλήκι….»
 Γερόντισσες και Γέροντες
Εμείς σας βλέπουμε όχι ως ενόχληση αλλά ως συνταξιδιώτες στο μακρινό ταξίδι.
Λένε πως «αρχίζει κανείς να γερνά, όταν οι άλλοι του φέρονται σαν να είναι γέρος».
Εγώ χαίρομαι που είμαι μαζί σας, γιατί:
Δεν θα ήθελα να ζω σε έναν κόσμο χωρίς τη ζωντανή έκφραση της παράδοσης, τους ηλικιωμένους. Όταν βαδίζω μπροστά, έχω ανάγκη να κοιτάζω πίσω «Ανέβηκα στους ώμους των προγόνων μου για να δω μακρύτερα».
Χρειάζομαι τα χαρακωμένα πρόσωπα των γερόντων, τις ιστορίες τους, τα όνειρά τους που διαψεύστηκαν, τις ατέλειωτες εξομολογήσεις τους για όσα έζησαν, τις υπερβολές τους, τα παραμύθια τους και βέβαια εκείνες τις λέξεις που μας φώτισαν και μας δίδαξαν.
Γι’ αυτό..
Όταν θυμάμαι τα παραμύθια και τις ιστορίες του παππού μου και της γιαγιάς μου, νιώθω ξαφνικά απογοητευμένος από την αδυναμία μου να πω τα ίδια στα δικά μου εγγόνια και
Όταν ακούω τους ξωμάχους της ζωής να επαινούν τους νέους για τις ιδέες και τα επιτεύγματά τους, τότε αισθάνομαι χαρούμενος, γιατί αυτό σημαίνει π ρ ό ο δ ο ς.
Δηλαδή, προοδευτικό είναι αυτό που ξεπερνά το παλιό και ταυτόχρονα υπηρετεί τον άνθρωπο και την αξιοπρέπειά του.
Αυτό ακριβώς πρέπει να είναι και η βάση κάθε ιδεολογίας. Διαφορετικά, οτιδήποτε άλλο είναι ι δ ε ο λ ό γ η μ α.
Ο άνθρωπος είναι χρήσιμος σε κάθε στάδιο της ηλικίας του. Είναι λάθος οι ηλικιωμένοι να αντιμετωπίζονται ως βάρος.
Η παρακάτω ιστορία καταγράφει ανάγλυφα όλα τα παραπάνω:

«Στα παλιά χρόνια στην Ιαπωνία οι γέροι που δεν μπορούσαν πια να εργαστούν μεταφέρονταν στα βουνά και αφήνονταν εκεί μόνοι. Αυτός ήταν ο νόμος. Ο νόμος άλλαξε χάρη στην αγάπη ενός γιου και τη σοφία του πατέρα του. Τα ονόματά τους δε διασώθηκαν.
Όταν ήρθε η ώρα ο γιος να μεταφέρει και να εγκαταλείψει τον πατέρα του στο βουνό, τον πήρε στην πλάτη του και άρχισε να εισχωρεί στη δασωμένη βουνοπλαγιά. Ο πατέρας, γεμάτος έγνοια για το παιδί του, κάθε τόσο έσπαγε ένα κλαδάκι και το άφηνε χάμω στο μονοπάτι για να μη χάσει το δρόμο της επιστροφής ο γιος.
Όταν έφτασαν ψηλά μέσα σ’ ένα φαράγγι κι ο γιος κατέβασε τον γέροντα από την πλάτη του, εκείνος του είπε να ακολουθήσει τα κλαδιά: έτσι ούτε το δρόμο θα έχανε ούτε θα καθυστερούσε. Συγκινημένος από τη φροντίδα του πατέρα του ο γιος τον ξανάβαλε στην πλάτη κι επέστρεψε σπίτι τους. Αν τους ανακάλυπταν οι άνθρωποι του ντάιμιο (μεγάλος άρχοντας), θα τους τιμωρούσαν και τους δυο πολύ αυστηρά. Αλλά ο γιος, αποφασισμένος για όλα, έσκαψε μια υπόγεια σπηλιά στην πίσω αυλή κι έκρυψε το γέροντα εκεί, φροντίζοντας για την τροφή και τις ανάγκες του.
Μια μέρα ήρθε μήνυμα στο χωριό πως ο ντάιμιο ζητούσε σκοινί από στάχτες. Το είχε δει σε όνειρο και έπρεπε να το έχει. Κανένας από τους χωρικούς δεν ήξερε πώς να φτιάξει κάτι τέτοιο. Κανένας σε ολόκληρη την επικράτεια δεν μπόρεσε να το φτιάξει. Μόνο ο γέροντας στην υπόγεια σπηλιά είπε στο γιο του: «Στερέωσε σ’ ένα μακρύ, φαρδύ σανίδι ένα κομμάτι σκοινί ζικ – ζακ και κάψε το».
Ο γιος το παρουσίασε στον άρχοντα κι αυτός, ευχαριστημένος, τον επαίνεσε για την εξυπνάδα του και τον αντάμειψε.
Λίγο αργότερα, ο ντάιμιο του έστειλε ένα ομοιόμορφο κοντάρι από μπαμπού και του ζήτησε να βρει σε ποια άκρη ήταν αρχικά η ρίζα. Ο γιος το έδειξε στον πατέρα του και ζήτησε τη γνώμη του. «Ω, είναι απλό», είπε ο γέροντας. «Βάλτο αργά σε νερό και η άκρη που τείνει προς τα κάτω είναι η ρίζα – η άλλη που τείνει να βγει πάνω από το νερό είναι η κορυφή». Ο γιος το έκανε και, πηγαίνοντας στο παλάτι, έδωσε στον άρχοντα το αποτέλεσμα.
Ο ντάιμιο εντυπωσιάστηκε πάλι.  Αμέσως όμως παρουσίασε ένα τρίτο πρόβλημα. Ζήτησε από το χωρικό να του φτιάξει ένα ταμπούρλο που ηχεί δίχως να χρειάζεται να το χτυπά κανείς.
Ο γιος συμβουλεύτηκε πάλι τον πατέρα του. «Πήγαινε να αγοράσεις δέρμα» είπε εκείνος. «Μετά φέρε από το βουνό ένα μελίσσι». Όταν ο γιος εκτέλεσε τις παραγγελίες, ο γέρος έφτιαξε ένα τύμπανο με το μελίσσι από μέσα και είπε στο γιο να το πάει στο ντάιμιο. Όταν ο ντάιμιο το πίεσε λίγο, οι μέλισσες μέσα κουνήθηκαν και ξαφνιασμένες πέταξαν στα τυφλά χτυπώντας στο δερμάτινο τοίχωμα που, φυσικά, βούιξε. Έτσι το ταμπούρλο ηχούσε χωρίς να το χτυπά κανείς.
Κι ο άρχοντας ομολόγησε τη μεγάλη του έκπληξη στο πως μόνο αυτός ο χωρικός σε όλη την επικράτεια μπόρεσε να λύσει τα προβλήματα.
«Άρχοντά μου» αποκρίθηκε ο χωρικός, «εγώ είμαι πολύ νέος για να έχω την πείρα και τη σοφία να λύσω τέτοια προβλήματα. Το ίδιο ισχύει και για τους άλλους κατοίκους της περιοχής μας. Μόνο κάποιος πολύ γηραιότερος θα μπορούσε να το κάνει. Η αλήθεια είναι πως εγώ βρήκα όλες τις λύσεις χάρη στη βοήθεια του πατέρα μου που είναι μεγάλος σε ηλικία κι έχει την απαραίτητη πείρα και σοφία». Μετά, με τη σκέψη της πιθανής τιμωρίας, συνέχισε δακρύζοντας: «Δεν άντεξα να αφήσω το γέροντα πατέρα μου στο βουνό να πεθάνει μόνος κι αφρόντιστος. Τον έκρυψα στο σπίτι μας. Εκείνος βρήκε αυτές τις λύσεις».
Ο άρχοντας εντυπωσιάστηκε. Καταλαβαίνοντας ξαφνικά πόσο πολύτιμοι για τη χώρα θα ήταν οι γέροντες με την πείρα και τη σοφία τους, αντέστρεψε το νόμο. Από τότε κι έπειτα απαγορεύτηκε στους ανθρώπους να εγκαταλείπουν τους γέροντες πατέρες τους στην άγρια ερημιά των βουνών».

Πηγή: Ηλίας Γιαννακόπουλος.
Αγαπητέ Ηλία σ' ευχαριστώ για την ιδέα που μου έδωσες, ελπίζω αυτό το καλοκαίρι να αξιωθώ να κάνω κάτι ανάλογο και στο Γοργογύρι.

Ηλίας Γιαννακόπουλος ένας Τρικαλινός φιλόσοφος; Απολαύστε τον.

Άνθρωπος και ποίηση, βίοι παράλληλοι
«Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας» (Ελύτης)
Αποτελεί κοινό τόπο η διαπίστωση πως η ιστορία του ανθρώπου είναι ταυτισμένη με την εξέλιξη της γλώσσας του. Αυτή ως κώδικας σημείων δε βοηθά μόνο τον άνθρωπο να σκέπτεται αλλά και να εκφράζει με σαφήνεια τις ταλαντώσεις του νου, τα κύματα της ψυχής αλλά και τις βαθύτερες επιθυμίες του.

Ο λόγος, λοιπόν, είτε προφορικός είτε γραπτός μαρτυρά και την πνευματική πορεία του ανθρώπου στο μονοπάτι της ιστορίας.
Ιστορικά, ο προφορικός λόγος προηγήθηκε, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αξιολογικά υπερτερεί του γραπτού. Με τον προφορικό λόγο ο άνθρωπος σάρκωσε την αγωνία του, τις ανησυχίες του, το φόβο του, την πίστη του, τις χαρές του, τις πνευματικές αναζητήσεις και γενικότερα έδωσε μορφή στα συναισθήματά του.
Μια από τις σημαντικότερες εκφράσεις του προφορικού λόγου στάθηκε η Ποίηση. Απροσχεδίαστα αλλά όχι άτεχνα ο πρωτόγονος αλλά και ο άνθρωπος των «κοινωνιών» με τη βοήθεια της ποίησης αναζήτησε το Ωραίο και το αληθινό...
Μέσα από τον ποιητικό λόγο όρισε τα όρια της ύπαρξής του ως πνευματικού και κοινωνικού όντος. Ο ποιητικός, δηλαδή, λόγος στάθηκε αρωγός στην προσπάθεια του ανθρώπου να ορίσει το Εγώ του ως Άτομο και ως Πολίτης.
Μέσα από τους στίχους σημάδεψε την πνευματική, πολιτική και ανθρώπινη πορεία του. Υπάρχουν στίχοι που με το πλούσιο σημασιολογικό τους φορτίο διαμόρφωσαν καταλυτικά τις κρίσεις και αξιολογήσεις μας για ένα ευρύ φάσμα θεμάτων. Διεύρυναν τα όρια της φαντασίας μας, όξυναν την ευαισθησία μας και εμπλούτισαν την αισθητική μας. Στίχοι που μας έγιναν τόσο οικείοι που όταν τους χρησιμοποιούμε νιώθουμε πως είμαστε και οι δημιουργοί τους.
Προνομιακός χώρος της ποίησης στάλθηκε διαχρονικά η εξύμνηση της ηρωικής δράσης των αγωνιστών για την Πολυπόθητη Ελευθερία: α. «Εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης» ανέκραξε ο Έκτορας, β. «Ίτε παίδες Ελλήνων…..ελευθερούτε πατρίδα…..Νυν υπέρ πάντων ο αγών». Έτσι, προέτρεπε ο Αισχύλος απευθυνόμενος στους Σαλαμινομάχους, γ. «Ως πότε παλληκάρια να ζώμεν στα στενά/ κλεισμένοι σα λιοντάρια/ στις στάνες, στα βουνά» τραγούδαγε Ρήγας Φεραίος στο Θούριό του και δ. «Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη/ των Ελλήνων τα ιερά/…χαίρε, ω Χαίρε ελευθεριά»υμνούσε ο Σολωμός την πολυπόθητη ελευθερία των Ελλήνων.
Η ποίηση δεν αποτύπωσε με τόση ένταση και γλαφυρότητα μόνο την πύρινη επιθυμία και το πάθος του Έλληνα και του παγκόσμιου ανθρώπου για εθνική ελευθερία,αλλά έδωσε μορφή και στις πολιτικές και κοινωνικές του αναζητήσεις και διεκδικήσεις. Οι παρακάτω στίχοι φανερώνουν με περισσή ενάργεια το ρόλο του ποιητικού λόγου στην έκφραση – κοινοποίηση του κοινωνικού και πολιτικού προβληματισμού:
α. «Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο , φως της αστραπής, / κ’ η Αλήθεια σου χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πεις./ Θεριά οι άνθρωποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν./ χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταβρώσουν»(Βάρναλης) και β. «Το ζήτημα έχει τεθεί:/ Ή θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε / όπως αυτός ο δραπέτης/ ή θα σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο/ απέναντί τους» (Μ. Κατσαρός).
Εξίσου, όμως, σημαντική κρίνεται και η συμβολή του ποιητικού λόγου στην εξωτερίκευση του πιο πηγαίου και ανθρώπινου συναισθήματος, της Αγάπης και του Έρωτα. «Έρως ανίκατε μάχαν..» διατυμπάνιζε ο Σοφοκλής τον 5ο αιώνα χαρτογραφώντας τη βαθύτερη ουσία του Έρωτα.
Αλλά και η δημοτική ποίηση είναι πλούσια σε αναφορές στο μεγαλείο και στη δύναμη της αγάπης και τον έρωτα: α. «Αν μ’ αγαπάς κ’ είν’ όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω,/ γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω», β. «Της θάλασσας τα κύματα τρέχω και δεν τρομάζω/ κι’ όταν σε συλλογίζομαι τρέμω κι αναστενάζω».
Εκείνο, όμως, που κατέστη αντικείμενο ιδιαίτερης περιγραφής από τον ποιητικό λόγο είναι η εξουσία που ασκούν τα μάτια πάνω στο συναισθηματικό κόσμο του ερωτευμένου: α. «Ποιος είδε τέτοιον πόλεμο να πολεμούν τα μάτια,/ χωρίς μαχαίρια και σπαθιά να γένουνται κομμάτια;» (Δημοτική ποίηση) και β. «Δεν τα ηύρα πια ξανά – τα τόσο γρήγορα χαμένα…./τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό / το πρόσωπο… στο νύχτωμα του δρόμου…» (Καβάφης).
Τέλος, σημαντική είναι η συνεισφορά του ποιητικού λόγου και στη σκιαγράφηση του φόβου αλλά και του ανθρώπινου δέους απέναντι στο αναπότρεπτο γεγονός του θανάτου. «Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα» γράφει αποφθεγματικά ο Σολωμός. Ο λαϊκός ποιητής συγκλονίζει τον αναγνώστη περιγράφοντας τον πόνο της Μάνας προς το νεκρό γιο της «Α δε φουσκώση η θάλασσα, ο βράχος δεν αφρίζει,/ κι’ αν δε σε κλάψη η μάννα σου, ο κόσμος δε δακρύζει» (Δημοτική ποίηση). Εξίσου, όμως, συγκλονιστικός είναι και ο λόγος του Παλαμά «Άφκιαστο κι αστόλιστο/ του Χάρου δε σε δίνω» (Ο τάφος).
Ο ποιητικός λόγος, λοιπόν, μας συντροφεύει σε κάθε στιγμή της ζωής μας. Μας ενθουσιάζει, μας εμπνέει, μας συγκινεί, μας φοβίζει και μας προβληματίζει. Είναι οι στίχοι που έγιναν κομμάτι της ζωής μας και της βιοθεωρίας μας. Ενδεικτικά, παρατίθενται μερικοί που φωτίζουν κάθε μας βήμα.
α. «Άστραψε φως κι εγνώρισε ο νιος τον εαυτό του» (Σολωμός)
β. «Τα σπλάχνα μου και η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν»(Σολωμός)
γ. «Τώρα θα το καταλάβεις Ιθάκες τι σημαίνουν» (Καβάφης)
δ. «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει» (Σεφέρης)
ε. «Λίγο ακόμα να σηκωθούμε ακόμα ψηλότερα» (Σεφέρης)
στ. «Όταν σφίγγουν το χέρι ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο(Ρίτσος)
ζ. «Θέλει αρετήν και τόλμη η Ελευθερία» (Κάλβος)
η. «Μην αμελήσετε./ Πάρτε μαζί σας νερό./ Το μέλλον μας έχει πολύ ξηρασία» (Μ. Κατσαρός)
θ. «Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής/ των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων»(Ν. Καββαδίας)
 ι. «Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους, για τους γενναίους, τους δυνατούς, / Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα, τα γενναία, τα δυνατά» (Ν. Εγγονόπουλος)
 Μπορεί, βέβαια, στις μέρες μας «κανένας στίχος να μην κινητοποιεί τις μάζες», ωστόσο η ποίηση «μπορεί να αλλάξει τις συνειδήσεις των ανθρώπων που φτιάχνουν τον κόσμο» (Ελύτης).
Η ποίηση είναι οσεισμογράφος της εποχής μας και ο παλμογράφος της εσωτερικής μας ζωής. Όσο φτωχαίνουμε εσωτερικά τόσο φτωχή γίνεται και η ποίηση. Παράλληλοι βίοι.
Ο ποιητής Μ. Αναγνωστάκης διακηρύσσει πως «η ποίηση είναι ο καλύτερος τρόπος να καλύψουμε το πρόσωπό μας». Εμείς, όμως, θέλουμε να έχουμε πρόσωπο και όχι προσωπείο. Γι αυτό χρειαζόμαστε την ποίηση όχι για να κρύψουμε το πρόσωπό μας αλλά για να το αποκαλύψουμε.
Ας καταστήσουμε, λοιπόν, την ποίηση εκρηκτική ύλη για τον ποιοτικό μετασχηματισμό του ανθρώπου, της κοινωνίας και για την αλλαγή του κόσμου προς μια θετική κατεύθυνση.
Εξάλλου η ποίηση υπάρχει παντού και μας βρίσκει πάντοτε «Εκεί που παλεύεις ν’ αποτινάξεις τα νέα δεσμά/ που ήρθαν μετά το ξέσπασμα της ανταρσίας σου/ που αγωνίζεσαι για την ελευθερία κι έπειτα βλέπεις/ πως η αμοίραστη ελευθερία για κάποιους γίνεται σκλαβιά/…να συμμαζέψεις κάπως και την κρυφή σου έπαρση…/ Εκεί απάνω σε βρίσκει η ποίηση» (Τίτος Πατρίκιος).

Πηγή: Ηλίας Γιαννακόπουλος.
ΥΓ. Αγαπητέ συμπατριώτη είσαι μια πνευματική όαση, σ' ευχαριστώ που μας επέτρεψες να παρουσιάσουμε όλον αυτόν τον πλούτο των κειμένων σου. Ανυπομονώ να βρεθούμε.

Ηλίας Γιαννακόπουλος: Μίμηση και ετερονομία

‟Αγόραζε βιβλία ελληνικά,/….Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,/ έμαθ’ επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται·/ κ’ έτρεμεν η ψυχή του μην τυχόν/χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι..„ (κ.Καβάφης, ‟Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης„).

Ο Καβάφης με παραστατικό τρόπο περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο ο Λίβυος Ηγεμόνας κατέφευγε στη μίμηση κάθε ελληνικού στοιχείου αλλά και το φόβο-άγχος που τον κατείχε μήπως αποκαλυφθεί η κενότητά του. Από την περιγραφή αυτή αναδεικνύεται το φαινόμενο της μίμησης αλλά και οι συνέπειές της για το άτομο και ιδιαίτερα οι ψυχολογικές ‟ κ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν…/κ’ έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας/κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.».

Ο άνθρωπος ον μιμητικό από τη φύση του χαρακτηρίζεται από την τάση να υιοθετεί στοιχεία συμπεριφοράς ανθρώπων που ξεχωρίζουν στο άμεσο ή έμμεσο περιβάλλον, σε τοπικό-εθνικό ή παγκόσμιο. Ο μιμητισμός αισθητοποιείται μέσα από δύο μορφές. Η πρώτη μορφή εκδηλώνεται ως δημιουργική μίμηση που προϋποθέτει την κριτική ικανότητα και την ωριμότητα σκέψης του υποκειμένου. Σε αυτήν τη μορφή μίμησης ο άνθρωπος υιοθετώντας στοιχεία συμπεριφοράς άλλων ανθρώπων τα προσαρμόζει στην προσωπικότητά του και τα ενσωματώνει ως πρότυπα στο αξιακό του σύστημα. Αυτό τον βοηθά να βρίσκει δικούς του τρόπους για να εκφράζεται.

Η δεύτερη μορφή συνιστά μία διαδικασία ‟άκριτης και παθητικής„ υιοθέτησης στοιχείων, μια μηχανική αντιγραφή. Αυτός ο άγονος μιμητισμός ταυτίζεται με την απόλυτη προσήλωση σε ό,τι είναι εντυπωσιακό και χαρίζει στο υποκείμενο την αίσθηση της ασφάλειας, της κοινωνικής αναγνώρισης και μιας ψευδούς αυταρέσκειας. «Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές…/ θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο..». Αποτέλεσμα αυτής της μορφής του άγονου μιμητισμού είναι η άρνηση του εαυτού μας και η αλλοτρίωση.

Η τάση του ατόμου να μιμείται δεν φανερώνει μόνο την εσωτερική του κενότητα αλλά και τις συναφείς προς αυτήν φοβίες και ανασφάλειες. Για να υπερβεί αυτές προβαίνει σε μιμήσεις και υιοθετήσεις ιδεών και συμπεριφορών που ‟εκπέμπουν„ δύναμη, σιγουριά και καταξίωση. Αρνείται το δικό του ‟πρόσωπο„ και επιλέγει το ‟προσωπείο„ της ομάδας και της αγέλης, αφού αυτό του εξασφαλίζει την ψυχική του ισορροπία και τον απελευθερώνει από το αίσθημα της έλληψης, της αδυναμίας και της μοναξιάς.

Παύει πλέον να λειτουργεί αυτόβουλα, χάνει κάθε εξουσία πάνω στο Εγώ του και ακολουθεί τυφλά τις επιταγές της ομάδας-αγέλης. Γίνεται ένα μικρό κομμάτι μιας άμορφης μάζας που από τη φύση της ομοιοποιεί τις διαφορετικές ταυτότητες .Αποτέλεσμα αυτού η ανάδυση μιας αγελαίας συμπεριφοράς από την οποία απουσιάζουν η προσωπική κρίση και η αυθεντικότητα της ταυτότητας του. Η αγελαία συνείδηση ροκανίζει τον προσωπικό στοχασμό και το υποκείμενο λειτουργεί ως ένα απρόσωπο εξάρτημα μιας αγέλης που γνωρίζει να υπακούει τυφλά αλλά όχι και να σκέπτεται. Συνήθως φοβάται, οργίζεται αλλά δεν ‟λογίζεται„.

Τα παραπάνω αρνητικά συμπληρώνει και το βασανιστικό άγχος και αγωνία για την αποκάλυψη της πραγματικής ταυτότητας και του βαθύτερου είναι του ατόμου που επιλέγει τη μίμηση. Και η αποκάλυψη θα είναι πιο συντριπτική κι από όλες τις άλλες συνέπειες. Η γελοιοποίηση και η διακωμώδηση των επιλογών προστίθενται στην εσωτερική ρηχότητα και στο χαμηλό δείκτη αυτοεκτίμησης που τον χαρακτηρίζει.

‟Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε./ Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος…../ κ’ οι Αλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό„.

Ωστόσο ο στείρος μιμητισμός δεν υφαίνει μόνο ένα αρνητικό πλαίσιο για άτομο όπου κυριαρχεί η ετερονομία, η παθητικοποίηση και η ψευδής εικόνα για τον εαυτό μας, αλλά διαβρώνει και τα συνεκτικά στοιχεία του έθνους και απειλεί με αλλοίωση την εθνική συνείδηση. Αυτή η άγονη μίμηση καθίσταται περισσότερο επικίνδυνη στο βαθμό που συνοδεύεται από μία άκριτη ξενομανία και προοδοπληξία ή και τροφοδοτείται και πυροδοτείται από ένα πολιτιστικό ιμπεριαλισμό.

Αν η μίμηση ως συμπεριφορά και στάση ζωής προβληθεί σε εθνικό επίπεδο τότε καταδεικνύει το μέγεθος της  εθνικής ανασφάλειας, της αυτοϋποτίμησης, του συμπλέγματος κατωτερότητας και της αγωνίας για αναγνώριση. Αντίδοτο στα παραπάνω αρνητικά συναισθήματα είναι η μίμηση του ξένου ως μία ευκαιρία πλήρωσης και φυγής από την πραγματικότητα. Άτομα και λαοί μεταχειρίζονται τις αδυναμίες τους όχι ως ευκαιρία για αυτογνωσία και εθνικό αυτοπροσδιορισμό αλλά ως κατάλυμα μέσα στο οποίο κρύβονται από τους άλλους.

 Άτομα και λαοί με τέτοια ψυχολογία ακυρώνουν όλα εκείνα τα στοιχεία που τη μοναδικότητα και ιδιαιτερότητα τόσο την εθνική όσο και την ατομική. Το υποκείμενο, δηλαδή, της μίμησης (άτομα, λαός) υιοθετεί ξένα πρότυπα-γλωσσικά, σκέψεις, ένδυσης…-υποβαθμίζοντας ό,τι μέχρι τώρα συνέθετε την εθνική του ταυτότητα και την εθνική του συνείδηση. Η τυφλή αποδοχή, όμως αλλότριων στοιχείων αποδομεί τα βάθρα της εθνικής φυσιογνωμίας και υπονομεύει τον πυρήνα της εθνικής συνείδησης, αφού στο αξιακό σύστημα ενσωματώνονται αρχές, κανόνες αντιλήψεις ξένες προς το εθνικό χρώμα.

Συμπερασματικά η μίμηση-αποθέωση των ξενικών στοιχείων και η άγονη-άκριτη αφομοίωση τους αλλοιώνουν τους μηχανισμούς σκέψεις και βούλησης του ατόμου, το απο-εθνικοποιούν και το καθιστούν ένα άτομο χωρίς ταυτότητα και πρόσωπο, ένα ανέστιο ον που αναζητά την επιβεβαίωσή του στην υποταγή. Μια αφανής και ασυνείδητη δουλοπρέπεια κατατρώγει τον εθνικό ιστό και φθείρει θανάσιμα τους πυλώνες της εθνικής συνείδησης.

Η απο-εθνικοποίηση, ως παράγωγο προϊόν της μίμησης ξενικών στοιχείων, αισθητοποιείται περισσότερο στο χώρο της ψυχαγωγίας. Μέσα στον αχανή και ασύνορο κόσμο της παγκοσμιοποίησης προωθούνται με έναν ελκυστικό και αφανή τρόπο πρότυπα ψυχαγωγίας χωρίς εθνικό χρώμα και ιδιαιτερότητες. Η ψυχαγωγία αποκτά ένα μαζικό χαρακτήρα και υπηρετεί περισσότερο τις ανάγκες της αγοράς και λιγότερο την καλλιέργεια της ψυχής. Μέσα στο μαζικό αυτό χρώμα της ψυχαγωγίας αλέθονται όλα τα ιδιαίτερα εθνικά χαρακτηριστικά και το αποτέλεσμα που προκύπτει είναι ένα άχρωμο εθνικά πολιτιστικό προϊόν.

Ο πολιτιστικός διεθνισμός δεν ευνοεί την ώσμωση των διαφορετικών πολιτιστικών στοιχείων αλλά υποβάλλει το μιμητισμό σε προϊόντα που προωθούνται από κέντρα και χώρες που πλεονεκτούν-υπερέχουν οικονομικά. Με την επικουρία μιας κατ’ επίφαση ελευθερίας επιλογών λαοί και άτομα-και ιδιαίτερα οι νέοι-οδηγούνται στη μίμηση ξένων προϊόντων με τα οποία δεν έχουν καμία βιωματική σχέση. Έτσι καθίστανται άβουλοι καταναλωτές ψυχαγωγικών προϊόντων που διαμορφώνουν όχι μόνον τις αισθητικές προτιμήσεις αλλά και τις ιδεολογικές τους κατευθύνσεις.

Έτσι με όλα αυτά πλέκεται ο ιστός της πολιτιστικής αλλοτρίωσης που αποτελεί το προστάδιο της αποφλοίωσης της εθνικής ταυτότητας και συνείδησης. Όταν, όμως, άτομα και λαοί, αφυδατωμένοι από τις εθνικές τους ιδιαιτερότητες, χωρίς αντιστάσεις και ριζικό σύστημα χρησιμοποιούνται ως επιβάτες ενός άρματος που οδηγείται τυφλά από τους νόμους της παγκοσμιοποίησης, τότε είναι σίγουρο πως οδεύουμε προς έναν κόσμο που θα κυριαρχεί το μαζικό, η ψευδαίσθηση, το φαίνεσθαι και το προσωπείο.

Καιρός είναι να αρνηθούμε τη μίμηση και να διασώσουμε το πρόσωπο (ατομικό-εθνικό),γιατί η πρόοδος και η εξέλιξη προϋποθέτουν την αυθεντικότητα και τη διαφορετικότητα.

 ‟ Όποιος μιμείται μόνο, χωρίς να ’χει τίποτα να πει/δικό του πάνω σε κείνο που μιμείται, μοιάζει/με τον κακόμοιρο το χιμπατζή/που μαϊμουδίζει τον αφέντη του καθώς καπνίζει,/μα δε καπνίζει ο ίδιος. Γιατί ποτέ/η μίμηση η αστόχαστη δεν μπορεί να ’ναι /μίμηση αληθινή!„ (Μπ Μπρεχτ).
Ηλίας Γιαννακόπουλος
Φιλόλογος