Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

8.3.21

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ.

    Ὁ γκρεμιστής

Ἀκοῦστε. Ἐγὼ εἶμαι ὁ γκρεμιστής, γιατί εἶμ᾿ ἐγὼ κι ὁ κτίστης,
ὁ διαλεχτὸς τῆς ἄρνησης κι ὁ ἀκριβογιὸς τῆς πίστης.
Καὶ θέλει καὶ τὸ γκρέμισμα νοῦ καὶ καρδιὰ καὶ χέρι.
Στοῦ μίσους τὰ μεσάνυχτα τρέμει ἑνὸς πόθου ἀστέρι.

Κι ἂν εἶμαι τῆς νυχτιᾶς βλαστός, τοῦ χαλασμοῦ πατέρας,
πάντα κοιτάζω πρὸς τὸ φῶς τὸ ἀπόμακρο τῆς μέρας.
ἐγὼ ὁ σεισμὸς ὁ ἀλύπητος, ἐγὼ κι ὁ ἀνοιχτομάτης·
τοῦ μακρεμένου ἀγναντευτής, κι ὁ κλέφτης κι ὁ ἀπελάτης*
καὶ μὲ τὸ καριοφίλι μου καὶ μὲ τ᾿ ἀπελατίκι*
τὴν πολιτεία τὴν κάνω ἐρμιά, γῆ χέρσα τὸ χωράφι.

Κάλλιο φυτρῶστε, ἀγκριαγκαθιές, καὶ κάλλιο οὐρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκῶστε, πόταμοι καὶ κάλλιο ἀνοῖχτε τάφοι,
καί, δυναμίτη, βρόντηξε καὶ σιγοστάλαξε αἷμα,
παρὰ σὲ πύργους ἄρχοντας καὶ σὲ ναοὺς τὸ Ψέμα.
Τῶν πρωτογέννητων καιρῶν ἡ πλάση μὲ τ᾿ ἀγρίμια
ξανάρχεται. Καλῶς νὰ ῾ρθῆ. Γκρεμίζω τὴν ἀσκήμια.

Εἶμ᾿ ἕνα ἀνήμπορο παιδὶ ποὺ σκλαβωμένο τό ῾χει
τὸ δείλιασμα κι ὅλο ρωτᾷ καὶ μήτε ναὶ μήτε ὄχι
δὲν τοῦ ἀποκρίνεται κανείς, καὶ πάει κι ὅλο προσμένει
τὸ λόγο ποὺ δὲν ἔρχεται, καὶ μία ντροπὴ τὸ δένει
Μὰ τὸ τσεκοῦρι μοναχὰ στὸ χέρι σὰν κρατήσω,
καὶ τὸ τσεκοῦρι μου ψυχὴ μ᾿ ἕνα θυμὸ περίσσο.

Τάχα ποιὸς μάγος, ποιὸ στοιχειὸ τοῦ δούλεψε τ᾿ ἀτσάλι
καὶ νιώθω φλόγα τὴν καρδιὰ καὶ βράχο τὸ κεφάλι,
καὶ θέλω νὰ τραβήξω ἐμπρὸς καὶ πλατωσιὲς* ν᾿ ἀνοίξω,
καὶ μ᾿ ἕνα Ναὶ νὰ τιναχτῶ, μ᾿ ἕνα Ὄχι νὰ βροντήξω;
Καβάλα στὸ νοητάκι* μου, δὲν τρέμω σας ὅποιοι εἶστε
γκρικάω*, βγαίνει ἀπὸ μέσα του μιὰ προσταγή: Γκρεμίστε!

*απελάτης= βυζαντινός φρουρός των συνόρων - ζωοκλέφτης.
*απελατίκι= σιδερένιο ρόπαλο
*πλατωσιές= πλατώματα, πλατύ άνοιγμα, ξέφωτο
*νοητάκι= μαγικό άλογο με υπερφυσικές ικανότητες
*γρικάω= ακούω

 Το ποίημα "Ο γκρεμιστής" γράφτηκε το 1907 και ο Κωστής Παλαμάς (1859-1943) το αφιέρωσε στον 'Ιωνα Δραγούμη. (Από τη συλλογή : Δειλοί και κρυφοί στίχοι,1928)

--------------------------------

Άκουσε, βαριόμοιρη,
τι κελαηδούν τ’ αηδόνια
Πήγαν και παλέψανε
στα μαρμαρένια αλώνια.

Πόλεμος δε στάθηκεν
ωσάν και τούτον άλλος
ο μικρός ο Έρωτας,
κι ο Χάρος ο μεγάλος.

Και χωρίστηκε σε δυο,
στριμώχτηκεν η πλάση
για να ιδεί ποιός απ’ τους δυο
τον άλλο θα χαλάσει.

--------------------------------------

Ανατολή.

Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα,
λυπητερά

Πώς η ψυχή μου σέρνεται μαζί σας.
Είναι χυμένη απ’ τη μουσική σας
και πάει με τα δικά σας τα φτερά
και πάει με τα δικά σας τα φτερά.

Μέσα σας κλαίει το μαύρο φτωχολόι·
κι όλα σας, κι η χαρά σας, μοιρολόι·
πικρό κι αργό.

Μαύρος, φτωχός και σκλάβος κι ακαμάτης
στενόκαρδος κι αδούλευτος, διαβάτης
μαζί με σας κι εγώ
μαζί με σας κι εγώ.

Σας γέννησε και μέσα σας μιλάει
και βογγάει και βαρειά μοσχοβολάει
η λαγγεμένη Ανατολή

Και μια φυλή ζει μέσα σας και λιώνει
και μια ζωή δεμένη σπαρταρά
γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μαυρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα,
λυπητερά.

--------------------------------------------

Αστόλιστο.

Άφκιαστο κι αστόλιστο
του χάρου δε σε δίνω
στάσου με το ανθόνερο
την όψη σου να πλύνω

Το στερνό το χτένισμα
με τα χρυσα τα χτένια
πάρ’ τε απ’ τη μανούλα σας
μαλλάκια μεταξένια

Μήπως και τον χάροντα
καθώς θα σε κοιτάξει
του φανείς αχάιδευτο
και σε παραπετάξει

Κι αν διψάσεις μην το πιεις
από τον κάτω κόσμο
το νερό της αρνησιάς
φτωχο κομμένο δυόσμο

Μην το πιεις και ολότελα
και αιώνια μας ξεχάσεις
βάλε τα σημάδια σου
τον δρόμο να μην χάσεις

Και στο σπίτι τ’ άραχνο
γυρνώντας ω ακριβέ μας
γίνε αεροφύσημα
και γλυκοφίλησέ μας

-----------------------------------------------------

Τριαντάφυλλα.

Γεια σας, τριαντάφυλλα
και γιασεμιά
στου βράχου φέρτε με
την κυκλαμιά

Πάει της καλύβας μου
το χελιδόνι
Του κάμπου δώστε μου την
την ανεμώνη

Πάει κι η λιογέννητη
Καλοκαιριά
Καλό στα σύννεφα
με το βοριά

Αϊ Γιώργης έφυγε
τ’ Απρίλη η χάρη
δόξα στ’ αδέρφι του
στον καβαλάρη

Χινοπωριάτικος
με τα’ άλογό του
περνά και είν’ έρωτας
το πρόσωπό του.

------------------------------------------------

Δόξα στις πατρίδες.

Κι έκραζες βραχνά – το κράξιμό σου
δεν μπορώ να τ’ απολησμονήσω –
κι έκραζες: «Φωτιά! να κάψω την Παράδεισο!»
κι έκραζες: «Νερό! την Κόλαση να σβήσω!»

Όσο ανάμεσα στους τόπους
είναι τόποι πιο ακριβοί,
και σα χέρια και σα μάτια
παίρνουν την ψυχή.

Όσο γίνεται απ’ το μέλι
στην κυψέλη το κερί
κι όσο ζούνε μες τους φράχτες
τους στενούς τρανοί λαοί.

Κι όσο αφέντες νόμοι δένουν
με δεσίματα λογής
και τ’ ανθρώπου τα φτερούγια
και τα πόδια της φυλής΄.

Και στα κακοτόπια τ’ άνανθα
και στους βράχους τους γυμνούς,
σάμπως μες σε περιβόλια,
σάμπως πέρα σε ουρανούς

Όσο θρέφουνε τους έρωτες
μίση, πόλεμοι, θυμοί,
και φυλάνε τους παράδεισους
η φωτιά και το σπαθί.

Όσο του ήλιου και οι αχτίδες
δε ζεσταίνουν όμοια και μαζί
πολυπρόσωπη, πολύψυχη τη Γη –
δόξα, δόξα στις πατρίδες!

--------------------------------------------------------

Τα μάτια της μάνας.

Του λυγμού μου το λάδι
σώθηκε και ξαγρυπνώ
τη νύχτα, άστρο κανένα.

Στην άκρια το κρεβάτι μου,
ένα φάντασμα κι απάνω μου
δυο μάτια καρφωμένα.

Ο κόσμος δεν υπάρχει,
από τις άβυσσους ρουφίχτηκε,
τα στόματα σκοτάδια.

Μόνο δυο μάτια υπάρχουνε
στα ανύπαρκτα, δυο μάτια
μοναχά, γιομίζουν τ’ άδεια,
μόνο δυο μάτια στα σκοτάδια
φέγγουνε, όλα κοιμούνται,
χάνονται, όλα σβούνε.

Μόνο τα μάτια της μάνας.
με κοιτάζουν άγρυπνα,
δεν κλείσανε ποτέ,
δε θα κλειστούνε.

Η ελιά

Είμαι του ήλιου θυγατέρα*
η πιο απ’ όλες χαϊδευτή,
χρόνια η αγάπη του πατέρα
σ’ αυτόν τον κόσμο με κρατεί.
Όσο να γείρω νεκρωμένη,
αυτόν το μάτι μου ζητεί.
Είμαι η ελιά η τιμημένη!

Φρίκη, ερημιά, νερό, σκοτάδι,
τη γη τη θάψαν μια φορά.
Εμέ ζωής φέρνει σημάδι
στο Νώε η περιστερά.
Όλης της γης είχα γραμμένη
την ομορφάδα και χαρά.
Είμαι η ελιά η τιμημένη!

Όπου κι αν λάχω* κατοικία,
δεν μου απολείπουν οι καρποί.
Ως τα βαθιά μου γερατεία
δε βρίσκω στη δουλειά ντροπή.
Μ’ έχει ο Θεός ευλογημένη
κι είμαι γεμάτη προκοπή.
Είμαι η ελιά η τιμημένη!

Εδώ στον ίσκιο μου αποκάτου
ήρθ’ ο Χριστός ν’ αναπαυθεί
κι ακούστηκε η γλυκιά λαλιά Του
λίγο προτού να σταυρωθεί.
Το δάκρυ Του,

------------------------------------------------

ΥΜΝΟΣ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ

Αρχαίον Πνεύμ’ αθάνατο, αγνέ πατέρα
του ωραίου, του μεγάλου και τ’ αληθινού,
κατέβα, φανερώσου κι άστραψ’ εδώ πέρα
στη δόξα της δικής σου γης και τ’ ουρανού.

Στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι
στων ευγενών αγώνων λάμψε την ορμή,
και με τ’ αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι
και σιδερένιο πλάσε κι άξιο το κορμί.

Κάμποι, βουνά, και πέλαγα φέγγουν μαζί σου
σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός,
και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου,
Αρχαίον Πνεύμ’ αθάνατο, κάθε λαός.

7.3.21

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ ποίημα ''Ο Πόρφυρας'' ανάλυση από τον Κωνσταντίνο Μάντη.

Διονύσιος Σολωμός «Ο Πόρφυρας» [ανάλυση]

Νέος άγγλος στρατιώτης εκατασπαράχτηκε από έναν πόρφυρα, ενώ εκολυμπούσε μέσα εις το
λιμάνι της Κέρκυρας, και την ακόλουθην ημέρα τα κύματα έβγαλαν εις τ’ ακρογιάλι του Κάστρου ένα απομεινάρι από το σώμα. Το πραγματικό αυτό συμβεβηκός είναι η υπόθεση τούτου του ποιήματος.

I
Η Κόλαση πάντ’ άγρυπνη σού στήθηκε τριγύρου·
Αλλά δεν έχει δύναμη πάρεξ μακριά και πέρα
Μακριά ‘πο την Παράδεισο, και συ σ’ εσέ ‘χεις μέρος·
Μέσα στα στήθια σου τ’ ακούς, Καλέ, να λαχταρίζη;

II
Κοιτάς του ρόδου τη λαμπρή πρώτη χαρά του ήλιου,
Ναι πρώτη, αλλ’ όμως δεύτερη από το πρόσωπό σου!

III
«Χιλιάδες άστρα στο λουτρό μ’ εμέ να στείλ’ η νύχτα!»

IV
«Γελάς και συ στα λούλουδα, χάσμα του βράχου μαύρο».

V
«Kοντά ‘ναι το χρυσόφτερο και κατά δω γυρμένο,
Π’ άφησε ξάφνου το κλαδί για του γιαλού την πέτρα,
Και κεί γρικά της θάλασσας και τ’ ουρανού τα κάλλη,
Και κεί τραβά τον ήχο του μ’ όλα τα μάγια πόχει.
Γλυκά ‘δεσε τη θάλασσα και την ερμιά του βράχου,
Και τ’ άστρο κράζει πάρωρα, και πρέπει να προβάλει
Πουλί πουλάκι, που σκορπάς το θαύμα της φωνής σου,
Ευτυχισμός α δέν ειναι το θαύμα της φωνής σου,
Καλό στη γη δεν άνθισε, στον ουρανό, κανένα.
Aλλ’ αχ! να δώσω μια πλεξιά και να ‘μαι και φτασμένος,
Ακόμ’, αφρέ μου, να βαστάς και να ‘μαι γυρισμένος,
με δυο φιλιά της μάνας μου, με φούχτα γη της γης μου !».

VI
«Φιλώ τα χέρια μ’ και γλυκά το στήθος μ’ αγκαλιάζω.
Ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου.
Ποια πηγή τάχα σε γεννά, χαριτωμένη βρύση;»

VII
Φύση, χαμόγελ’ άστραψες κι εγίνηκες δική του∙
Eλπίδα, τόδεσες το νου μ’ όλα τα μάγια πόχεις∙
Nιος κόσμος όμορφος παντού χαράς και καλοσύνης.
Γύρου κοιτά να τον ιδεί..............
Kοντά ‘ναι εκεί στο νιον ομπρός ο τίγρης του πελάγου.
Κι αλιά, μακριά ‘ναι το σπαθί, μακριά ‘ναι το τουφέκι !
Αλλ’ όπως έσκισ’ εύκολα βάθος τρανό κι εβγήκε.
Κι όρμησε.................
Κατά τον κάτασπρο λαιμό που λάμπει ωσάν τον κύκνο,
Κατά το στήθος το πλατύ και το ξανθό κεφάλι,
Κατά τη μεγαλόψυχη γλυκιά πνοή της νιότης.
Έτσι κι ο νιος.............
Της φύσης από τς όμορφες και δυνατές αγκάλες,
οπού τον εγλυκόσφιγγε και του γλυκομιλούσε,-
Κι ευθύς ξυπνά στο λευκό γυμνό κορμί π’ αστράφτει,
Την τέχνη του κολυμπιστή μ’ αυτήν του πολεμάρχου.

VIII
Πριν πάψ’ η μεγαλόψυχη πνοή χαρά γεμίζει∙
Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του.
Οι κόσμοι γύρου ν’ άνοιγαν κορόνες να του ρίξουν.
........................................................................
Aπομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου,
Όμορφε ξένε και καλέ, και στον ανθό της νιότης,
Άμε και δέξου στο γιαλό του δυνατού την κλάψα.

Ένας Άγγλος στρατιώτης κατασπαράχτηκε το 1847 από έναν πόρφυρα (σκυλόψαρο, καρχαρία), ενώ κολυμπούσε στο λιμάνι της Κέρκυρας. Το πραγματικό αυτό γεγονός αξιοποίησε ο Σολωμός για τη δημιουργία ενός εξαιρετικού ποιήματος, όπου η θεματική της δοκιμασίας κυριαρχεί.
Ο Σολωμός παρουσιάζει εδώ τη φύση σε διττό ρόλο, καθώς από τη μία προσφέρει μια ανυπέρβλητη εικόνα ομορφιάς κι από την άλλη ενέχει ένα θανάσιμο κίνδυνο, ο οποίος θα σημάνει το πρόωρο τέλος του νεαρού στρατιώτη.
Στους Ελεύθερους Πολιορκημένους η φύση με την ομορφιά της αντιμάχεται τη θέληση και την αποφασιστικότητα των πολιορκημένων να θυσιάσουν τη ζωή τους σε μια ύστατη προσπάθεια να αντισταθούν στους εχθρούς. Ενώ, στον Πόρφυρα ο νεαρός ήρωας εγκλωβίζεται από την ομορφιά της φύσης και δε συνειδητοποιεί έγκαιρα τον κίνδυνο που καραδοκεί, πέφτοντας θύμα μιας βίαιης έκφανσης της φύσης. Αντιστοίχως, στον Κρητικό ο ήρωας θα έρθει αντιμέτωπος αρχικά με την αρνητική όψης της φύσης, όπως αυτή εκδηλώνεται με την ισχυρή τρικυμία, κι αμέσως μετά θα δοκιμαστεί από τη θετική όψη της φύσης, η οποία με την υπερβατική γοητεία της επιχειρεί να αποτρέψει τον ήρωα από τη διάσωση της αγαπημένης του. Οι ήρωες του Σολωμού, στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, δοκιμάζονται, όχι απέναντι σε αρνητικές δυνάμεις, αλλά απέναντι στη θετική και όμορφη εικόνα της φύσης, η οποία επιχειρεί να κάμψει τις αντιστάσεις τους και να θέσει σε δοκιμασία την αφοσίωσή τους στον αρχικό τους στόχο. Στον Πόρφυρα, ωστόσο, όπως άλλωστε και στον Κρητικό, ο ήρωας έρχεται αντιμέτωπος παράλληλα με τη θετική και την αρνητική πλευρά της φύσης, και καλείται να αποδεσμευτεί τόσο από τη μαγεία που του ασκεί η ομορφιά της φύσης όσο και από το φόβο που του προκαλεί η άλογη βία της.

«Η Κόλαση πάντ’ άγρυπνη σού στήθηκε τριγύρου·
Αλλά δεν έχει δύναμη πάρεξ μακριά και πέρα
Μακριά ‘πο την Παράδεισο, και συ σ’ εσέ ‘χεις μέρος·
Μέσα στα στήθια σου τ’ ακούς, Καλέ, να λαχταρίζη;»

Ο νεαρός ήρωας του ποιήματος βρίσκεται περιτριγυρισμένος από τις αρνητικές δυνάμεις της κολάσεως· από την άλογη και βίαιη δύναμη που θα του στοιχίσει τη ζωή. Εντούτοις, το κακό δεν έχει καμία δύναμη πάνω σε αυτόν, όπως ακριβώς δεν έχει καμία ισχύ στον Παράδεισο, μέρος του οποίου ενυπάρχει στην ψυχή του ήρωα. Ο ποιητής φροντίζει να δηλώσει από την αρχή πως ο νεαρός ήρωας είναι ηθικά άρτιος και απόλυτα αγαθός, γι’ αυτό και του απευθύνει το ερώτημα, αν αισθάνεται μέσα στο στήθος του να λαχταρίζει, να «αναστατώνεται» και να «σπαρταρά» το κομμάτι του Παραδείσου που βρίσκεται εντός του. Πρόκειται, το δίχως άλλο, για την επικοινωνία του ήρωα με το θεϊκό στοιχείο που διακρίνει κάθε αγαθό πλάσμα της φύσης.  
Η υπόσταση του ήρωα ανταποκρίνεται, λοιπόν, στο πρότυπο του καλού καγαθού (καλς κγαθός) των αρχαίων Ελλήνων, υπό την έννοια πως είναι ψυχικά αγαθός -γι’ αυτό κι έχει μέσα του μέρος του Παραδείσου-, αλλά και σωματικά ωραίος, γι’ αυτό κι ο ποιητής τον προσφωνεί Καλό. Ενώ, συνάμα, φροντίζει να παρουσιάσει το κάλλος του, με ακόμη μεγαλύτερη έμφαση, στο επόμενο απόσπασμα.

«Κοιτάς του ρόδου τη λαμπρή πρώτη χαρά του ήλιου,
Ναι πρώτη, αλλ’ όμως δεύτερη από το πρόσωπό σου!»

Το όμορφο ρόδο που λαμποκοπά στο φως του ήλιου και σκορπίζει ολόγυρά του την αψεγάδιαστη ομορφιά του, έρχεται δεύτερο ιεραρχικά, αν συγκριθεί με την ομορφιά που έχει το πρόσωπο του νεαρού ήρωα.
Ο ηθικά άρτιος ήρωας είναι παράλληλα πρότυπο σωματικού κάλλους, γεγονός που του επιτρέπει να συνυπάρχει αρμονικά και να επικοινωνεί με την ομορφιά κάθε άλλου στοιχείου της φύσης (του ρόδου, των αστεριών). Ενώ, το ενάρετο της ψυχής του τού επιτρέπει να έχει μια αδιάκοπη επαφή με το θείο, όπως υποδηλώνει η παρουσία παραδείσιου μέρους μέσα του, αλλά και όπως θα φανεί στη συνέχεια του ποιήματος με την υπέρβαση τόσο της έλξης που του ασκεί το φυσικό κάλλος όσο και του φόβου που του προκαλεί ο επικείμενος -σωματικός- του θάνατος.

«Χιλιάδες άστρα στο λουτρό μ’ εμέ να στείλ’ η νύχτα!»

Εμφανής εδώ η επαφή και η επικοινωνία του ήρωα με τα υπόλοιπα στοιχεία της φύσης, καθώς με το εκστατικό του κάλεσμα επιζητεί να βρεθεί ανάμεσα στα χιλιάδες αστέρια που θα καθρεφτιστούν πάνω στο γαλήνιο νερό της θάλασσας.
Η έξοχη αυτή εικόνα ομορφιάς επανέρχεται συχνά στο έργο του Σολωμού και αποδίδει το απόλυτο γαλήνεμα της φύσης· που προηγείται, ωστόσο, μιας έντονης αλλαγής, η οποία και συνιστά το πεδίο δοκιμασίας του εκάστοτε ήρωα.

«Γελάς και συ στα λούλουδα, χάσμα του βράχου μαύρο».

Το απόσπασμα αυτό (IV), το οποίο ο Στυλιανός Αλεξίου έχει απομακρύνει από τη δική του έκδοση, φανερώνει την αντίθεση ανάμεσα στη θετική όψη της φύσης και στη βίαιη -αρνητική- όψη της, που καραδοκεί. Το μαύρο χάσμα του βράχου αποτελεί ενδεχομένως το χώρο στον οποίο βρίσκεται και περιμένει το θύμα του ο φονικός πόρφυρας.

«Kοντά ‘ναι το χρυσόφτερο και κατά δω γυρμένο,
Π’ άφησε ξάφνου το κλαδί για του γιαλού την πέτρα,
Και κεί γρικά της θάλασσας και τ’ ουρανού τα κάλλη,
Και κεί τραβά τον ήχο του μ’ όλα τα μάγια πόχει.
Γλυκά ‘δεσε τη θάλασσα και την ερμιά του βράχου,
Και τ’ άστρο κράζει πάρωρα, και πρέπει να προβάλει
Πουλί πουλάκι, που σκορπάς το θαύμα της φωνής σου,
Ευτυχισμός α δέν ειναι το θαύμα της φωνής σου,
Καλό στη γη δεν άνθισε, στον ουρανό, κανένα.
Aλλ’ αχ! να δώσω μια πλεξιά και να ‘μαι και φτασμένος,
Ακόμ’, αφρέ μου, να βαστάς και να ‘μαι γυρισμένος,
με δυο φιλιά της μάνας μου, με φούχτα γη της γης μου !».

Ένα χρυσόφτερο πουλί αφήνει το κλαδί του δέντρου όπου καθόταν και πετά κοντά στο γιαλό, απολαμβάνει την ομορφιά του ουρανού και της θάλασσας και συνοδεύει την ομορφιά αυτή με το μαγευτικό τραγούδι του. Υπό τον ήχο του κελαϊδίσματος του, που αντηχεί από τη θάλασσα μέχρι το βράχο, όλη η φύση συνενώνεται σε μια αρμονική εικόνα ομορφιάς κι ευδαιμονίας και το πουλί καλεί τον Αποσπερίτη, το πρώτο άστρο που εμφανίζεται στον ουρανό να προβάλει νωρίτερα απ’ ό,τι συνηθίζει, για να συμπληρώσει με την παρουσία του την ομορφιά της φύσης.
Ο νεαρός μαγεμένος από το κελάιδισμα του πουλιού, του μιλά, λέγοντάς του πως αν δεν είναι ο ήχος της φωνής του η απόλυτη ευτυχία τότε τίποτε καλό δεν έχει γίνει στη γη και στον ουρανό. Ο ήρωας του ποιήματος βρίσκεται σε μια κατάσταση πλήρους ευδαιμονίας, καθώς απολαμβάνει το κολύμπι του περιτριγυρισμένος από την εκστατική ομορφιά της φύσης κι εύχεται να μπορούσε πολύ γρήγορα, προτού καν διαλυθεί ο αφρός του κύματος, να φτάσει στη χώρα του και να γυρίσει έχοντας πάρει δυο φιλιά από τη μητέρα του και μια φούχτα χώμα από την πατρίδα του. Ο νεαρός Άγγλος αισθάνεται πως η ευτυχία του θα ήταν πληρέστερη αν είχε και την ευλογημένη στοργή της μητέρας του, καθώς και λίγο έστω χώμα από την πατρική του γη.

«Φιλώ τα χέρια μ’ και γλυκά το στήθος μ’ αγκαλιάζω.
Ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου.
Ποια πηγή τάχα σε γεννά, χαριτωμένη βρύση;»

Η ευδαιμονία που αισθάνεται ο νεαρός αγγίζει τα όρια της έκστασης και του διονυσιασμού, ωθώντας το νεαρό να φιλήσει τα χέρια του και να αγκαλιάσει το στήθος του. Αισθάνεται τις αισθήσεις του, τα μάτια της ψυχής του, να βρίσκονται σε πλήρη εγρήγορση κι απορεί ποια είναι η πηγή όλη αυτής της ομορφιάς που έχει κατακλύσει τη φύση γύρω του.

Φύση, χαμόγελ’ άστραψες κι εγίνηκες δική του∙
Eλπίδα, τόδεσες το νου μ’ όλα τα μάγια πόχεις∙
Nιος κόσμος όμορφος παντού χαράς και καλοσύνης.
Γύρου κοιτά να τον ιδεί..............
Kοντά ‘ναι εκεί στο νιον ομπρός ο τίγρης του πελάγου.
Κι αλιά, μακριά ‘ναι το σπαθί, μακριά ‘ναι το τουφέκι !
Αλλ’ όπως έσκισ’ εύκολα βάθος τρανό κι εβγήκε.
Κι όρμησε.................
Κατά τον κάτασπρο λαιμό που λάμπει ωσάν τον κύκνο,
Κατά το στήθος το πλατύ και το ξανθό κεφάλι,
Κατά τη μεγαλόψυχη γλυκιά πνοή της νιότης.
Έτσι κι ο νιος.............
Της φύσης από τς όμορφες και δυνατές αγκάλες,
οπού τον εγλυκόσφιγγε και του γλυκομιλούσε,-
Κι ευθύς ξυπνά στο λευκό γυμνό κορμί π’ αστράφτει,
Την τέχνη του κολυμπιστή μ’ αυτήν του πολεμάρχου.

Η προσωποποιημένη φύση μοιάζει να χαμογελά στο νεαρό και να του παραδίνεται, καθώς ο νεαρός βιώνει την ευδαιμονική της ομορφιά με κάθε του αίσθηση, μέχρι τα βάθη της ψυχής του. Η χαρά αυτή που αισθάνεται του γεννά μια απρόσμενη ελπίδα, πως η ζωή είναι απόλυτα όμορφη κι αυτός θα μπορέσει να τη βιώσει στο έπακρο. Η ελπίδα της ζωής και της χαράς κυριεύει το νου του νεαρού με όλα τα μάγια που έχει, υπό την έννοια πως η ελπίδα όντας ουσιαστικά ένα συναίσθημα, κατορθώνει να επηρεάσει καταλυτικά την ψυχή του νεαρού, δίνοντας την υπόσχεση μιας ευτυχίας πρωτόγνωρης. Ο νεαρός στην αποκορύφωση της χαράς που αισθάνεται και παρασυρμένος από την αίσθηση της ελπίδας που τον έχει κατακλύσει βλέπει γύρω του τον κόσμο αναγεννημένο και δομημένο με υλικά ομορφιάς, χαράς και καλοσύνης.
Κοντά στο νεαρό, όμως βρίσκεται ο τίγρης του πελάγους, ο καρχαρίας, τον οποίο ο νεαρός δεν αντιλήφθηκε νωρίτερα, καθώς βρισκόταν σε μια κατάσταση διονυσιακής απόλαυσης της ομορφιάς της φύσης. Η θετική έκφανση της φύσης παγίδευσε το νεαρό και τον άφησε εκτεθειμένο στην επίθεση του καρχαρία, στην επίθεση της βίαιης και αρνητικής έκφανσής της. Ο νεαρός είναι άοπλος, καθώς το σπαθί και το όπλο του βρίσκονται στην ακτή.
Ο καρχαρίας με μεγάλη ταχύτητα προβάλλει από το βάθος της θάλασσας και ορμά στο νεαρό. Ο ποιητής εδώ μας παρουσιάζει σταδιακά το σώμα του νεαρού, ξεκινώντας από το λευκό λαιμό του, προχωρώντας στο πλατύ στήθος και το ξανθό του κεφάλι και καταλήγοντας στην έδρα της ζωής του, στη γλυκιά πνοή της νιότης του. Ο καρχαρίας επιτίθεται για να σκοτώσει.
Ο νεαρός, βέβαια, δεν παραμένει άπραγος απέναντι στη φονική επίθεση που δέχεται. Αποδεσμεύεται αμέσως από τη μαγεία που τόση ώρα του ασκούσε η ομορφιά της φύσης και τον είχε παγιδεύσει και ξυπνά μέσα του η τέχνη του κολυμβητή και του πολεμιστή. Ο νεαρός είναι έτοιμος να κολυμπήσει μακριά από τον καρχαρία, αλλά και να παλέψει για τη ζωή του. Ξυπνά μέσα του μια αγωνιστική διάθεση, που όσο κι αν είναι μάταιη σ’ αυτόν τον άνισο αγώνα, σηματοδοτεί τη δυναμική αντίσταση του νεαρού τόσο απέναντι στην ομορφιά της φύσης που τον είχε κρατήσει δέσμιό της, όσο κι απέναντι στο φόβο που του προκαλεί ο φονικός καρχαρίας.

Πριν πάψ’ η μεγαλόψυχη πνοή χαρά γεμίζει∙
Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του.
Οι κόσμοι γύρου ν’ άνοιγαν κορόνες να του ρίξουν.
........................................................................
Aπομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου,
Όμορφε ξένε και καλέ, και στον ανθό της νιότης,
Άμε και δέξου στο γιαλό του δυνατού την κλάψα.

Την ύστατη στιγμή προτού ο νεαρός ξεψυχήσει, αισθάνεται να τον κυριεύει ένα αίσθημα χαράς και με μια ξαφνική λάμψη φωτός∙ με μια διαδικασία τάχιστη, ο νεαρός φτάνει στην αυτογνωσία, στο απόλυτο επίπεδο πνευματικής εξέλιξης. Ο νεαρός αντιλαμβάνεται πως βρίσκεται πολύ πέρα από την ομορφιά της φύσης, αλλά και πέρα πια από το φόβο του θανάτου. Τίποτα δεν τον δεσμεύει και σε τίποτα δεν είναι υποταγμένος, είναι ο ίδιος ένα αυτόνομο δημιούργημα τέλειο και απόλυτα ολοκληρωμένο που δεν έχει ανάγκη ούτε τα κάλλη της φύσης, ούτε κι επηρεάζεται από την κατάσταση του θανάτου. Έχει κι ο ίδιος μια θεϊκή υπόσταση, όπως και κάθε άλλο δημιούργημα και δεν βρίσκεται σε θέση εξάρτησης απέναντι στις δυνάμεις της φύσης.
Ο ηθικά αγαθός και σωματικά άρτιος νέος περνά πέρα από τα δεσμά της γήινης υπόστασής του, αφού είναι πια έτοιμος να πεθάνει χωρίς αυτό να του προκαλεί μήτε πόνο απ’ την πρόωρη και βίαιη απομάκρυνσή του από το κάλλος της φύσης, μήτε όμως και φόβο μπροστά στο φονικό πλάσμα της φύσης που θα τον κατασπαράξει. Η ζωή του έφτασε στην πλήρωσή της με τη συνειδητοποίηση και την αποδοχή της πραγματικής του υπόστασης που μπορεί να υπάρξει και πέρα από το γήινο πλαίσιο του χώρου και του χρόνου.
«Οι κόσμοι γύρου ν’ άνοιγαν κορόνες να του ρίξουν»: Το νόημα του στίχου δεν είναι ολοκληρωμένο, αλλά από ένα ιταλικό σχεδίασμα του Σολωμού γνωρίζουμε τι σκόπευε να γράψει ο ποιητής: «Ν’ άνοιγαν γύρου οι κρυφοί κόσμοι να του ρίξουν κορόνες, θα τον έβρισκαν αδιάφορον, όπως και η ιδέα πως την πράξη του κανείς ποτέ δε θα τη μάθει.» Ο νεαρός δεν ενδιαφέρεται ούτε για την επιβράβευση του θάρρους του, ούτε τον απασχολεί αν το κουράγιο και η δύναμη που επέδειξε τη στιγμή του θανάτου του περάσουν απαρατήρητα.

Το ποίημα κλείνει με τα λόγια θρήνου του ποιητή, ο οποίος υπενθυμίζει την ομορφιά, την καλοσύνη και φυσικά τη νεότητα του στρατιώτη που πέθανε τόσο πρόωρα. Ό,τι έχει απομείνει από το σώμα του το έφεραν τα κύματα στην ακτή, όπου και ο νεαρός θα γίνει αποδέκτης του θρήνου των ανθρώπων που τον αγαπούσαν. 

Πηγή: https://latistor.blogspot.com/

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ ο Εθνικός μας ποιητής. του Κωνσταντίνου Μάντη. Μάρτιος 2021

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

Εργοβιογραφικά στοιχεία


Ο κόμης Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1798. Οι ρίζες της οικογένειάς του βρίσκονται στη Βενετία, αλλά το όνομα Σολωμός συναντάται για πρώτη φορά σε ένα διάταγμα του Δόγη στο οποίο αναφέρεται ότι ο Ιωάννης Αρσένιος Σολωμός έφυγε από την Κρήτη μετά την κατάληψη του νησιού από τους Τούρκους και έφτασε στον Μοριά. Ο ποιητής Διονύσιος Σολωμός ήταν γιος του κόντε Νικολάου και της Αγγελικής Νίκλη, παραδουλεύτρας στο σπίτι των Σολωμών. Είχε και ένα μικρότερο αδερφό, τον Δημήτριο, ενώ από τον πρώτο γάμο του πατέρα του και από τον δεύτερο γάμο της μητέρας του είχε και ετεροθαλή αδέρφια. Η κοινωνική θέση του πατέρα του και η οικονομική άνεση που του εξασφάλισε ο γάμος της μητέρας του με τον πατέρα του την παραμονή μόλις του θανάτου του τελευταίου, βοήθησαν τον νεαρό Σολωμό να πάρει μόρφωση αντάξια του ονόματός του. Ως πρώτος δάσκαλός του αναφέρεται ο Ιταλός Don Santo Rossi, ο οποίος, το 1808, συνόδευσε τον μικρό Διονύσιο στην πόλη Κρεμόνα της Ιταλίας, στο Λύκειο της οποίας άρχισε σπουδές σε ηλικία δέκα ετών. Ακολούθως έκαμε νομικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Παβίας, όπου γνώρισε και σχετίσθηκε με τον Μόντι, περίφημο μεταφραστή του Ομήρου, καθώς και τον Μαντσόνι. Επέστρεψε στη Ζάκυνθο το 1818 
χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του, αλλά πλούσιος σε εμπειρίες, σοφία και ποιητικές ιδέες. Στη Ζάκυνθο δημιούργησε έναν κύκλο φίλων και συνομιλητών, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν ιταλοθρεμένοι διανοούμενοι (Τερτσέτης, Μάτεσης, Ταγιαπιέρας, κ.ά.).

Το 1828 ο Σολωμός εγκαταλείπει τη Ζάκυνθο και εγκαθίσταται στην Κέρκυρα. Τα πρώτα χρόνια στο νησί είναι από τα πιο ευτυχισμένα και δημιουργικά του ποιητή, ο οποίος, απερίσπαστος, αφοσιώνεται στις δύο μεγάλες αγάπες του, τη μελέτη και την ποιητική δημιουργία. Όπως ο ίδιος σημειώνει σε γράμμα που στέλνει στον πατέρα του ποιητή Μαρκορά: «Είναι γλυκό μέσα στην ησυχία του μικρού δωματίου να καταστρώνει κανείς ό,τι μέσα λέγει η καρδιά». Η ευτυχισμένη και δημιουργική αυτή φάση όμως δεν θα κρατήσει πολύ. Το 1833 θα αρχίσει για τον ποιητή μια οδυνηρή περίοδος, όταν θα εμπλακεί σε δικαστικό αγώνα με τον Νικόλαο Λεονταράκη, γιο της μητέρας του από τον δεύτερο γάμο της, για τη διεκδίκηση του ονόματος και της περιουσίας του κόντε Σολωμού. Στη διαμάχη αυτή, η οποία θα λήξει το 1838 με δικαίωση του Σολωμού, η μητέρα του πήρε στάση κατά του ποιητή, γεγονός το οποίο θα συγκλονίσει ανεπανόρθωτα την ψυχή του. Το 1857 πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο σε ηλικία μόλις 59 ετών και το 1865 το λείψανό του μεταφέρθηκε και ενταφιάστηκε στη Ζάκυνθο.

Τις πρώτες του ποιητικές απόπειρες τις έκανε ο Σολωμός στην ιταλική γλώσσα, που ήταν η γλώσσα των σπουδών του. Γρήγορα όμως την εγκατέλειψε για να αναζητήσει στη μητρική του γλώσσα τα εκφραστικά μέσα τα οποία θα υπηρετούσαν τις υψηλές ιδέες του. Ο Χριστόπουλος με τα Λυρικά του, τα ποιήματα του Βηλαρά, τα δημοτικά τραγούδια, ο Ερωτόκριτος του Κορνάρου, η συναναστροφή με τον Πολυλά και τον Σπ. Τρικούπη θα είναι οι πρώτοι «δάσκαλοι» του ποιητή, ο οποίος έμελλε να αναδείξει την ελληνική γλώσσα σε αξία ισότιμη της πατρίδας. «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα» είναι η αποστροφή που συνοψίζει το δημιουργικό του σύμπαν. Το ποιητικό έργο του Σολωμού μπορεί να ενταχθεί σε χρονικές περιόδους οι οποίες σχετίζονται τόσο με το γλωσσικό όργανο που χρησιμοποιεί όσο και με τη μορφή και τη θεματολογία των ποιημάτων του.

΄Ετσι, μετά τις πρώτες του ποιητικές απόπειρες στα ιταλικά, αρχίζει η πρώτη ουσιαστικά φάση της ποίησής του, η ζακυνθινή λεγόμενη περίοδος, η οποία περιλαμβάνει τα μικρής έκτασης ποιήματα, Ξανθούλα, Αγνώριστη, Τρελή Μάνα. Η γόνιμη δεκαετία του ποιητή θα ξεκινήσει το 1823 με το πρώτο εκτεταμένο (158 στροφές) ποίημά του, Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν, το οποίο του χάρισε τον τίτλο του εθνικού ποιητή, και θα συνεχιστεί με την ωδή Εις τον θάνατον του Λορδ Μπάιρον, το επίγραμμα των «Ψαρών» (1825), το ποίημα Η Φαρμακωμένη (1826). Στην παραγωγή αυτών των χρόνων ανήκει και το δοκίμιο για τη γλώσσα, Διάλογος (1824), καθώς και το παράξενα γκροτέσκο πεζογράφημα Η γυναίκα της Ζάκυθος. Στην περίοδο της ωριμότητας, η οποία συμπίπτει με τη δημιουργική παραμονή του ποιητή στην Κέρκυρα, ανήκουν οι μεγάλες συνθέσεις, Ο Κρητικός (1833), Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι (1833-1844) και Ο Πόρφυρας (1849). Πρόκειται για το περίφημο «είδος μικτό αλλά νόμιμο», όπου ο ποιητής —συνειδητά, για ορισμένους μελετητές, από αδυναμία, για άλλους— δημιουργεί ημιτελή σχεδιάσματα, αποδεσμευόμενος από τα κυρίαρχα ανταγωνιστικά ρεύματα του κλασικισμού και του ρομαντισμού. Ο γνήσιος εθνικός δεκαπεντασύλλαβος είναι η ποιητική φόρμα στην οποία επεξεργάζεται πλέον ο ποιητής τα μεγάλα θέματα της ποιητικής του: πατρίδα, ελευθερία, φύση, έρωτας. Στην τελευταία φάση της δημιουργίας του δουλεύει ξανά και ξανά τα μεγάλα έργα του και τέλος επιστρέφει στην ιταλική γλώσσα, για να δώσει λίγα ακόμα σονέτα, επιγράμματα και πεζά σχεδιάσματα.

Το 1815 θα περάσει στο πανεπιστήμιο της Παβίας και θα επιστρέψει στη Ζάκυνθο μετά τρία χρόνια, είκοσι χρονών. Είχε γεννηθεί εκεί τον Απρίλιο του 1798. Ο πατέρας του είναι πλούσιος άρχοντας, η μητέρα του η Αγγελική Νίκλη, είναι γυναίκα του λαού, δουλεύτρα στο πατρικό σπίτι. Όταν γεννιέται ο Διονύσιος, η Αγγελική δεν είναι δεκαέξι χρονών. Αποφασιστική θα είναι από την άλλη μεριά στο νεαρό Διονύσιο και η επίδραση του Ιταλού δασκάλου του ιερωμένου Don Santo Rossi. Δέκα χρονών, το 1808, κι αφού ένα χρόνο πριν είχε πεθάνει ο πατέρας του, ο Σολωμός συνοδευμένος από τον Rossi, έρχεται στην Ιταλία να σπουδάσει, στο Λύκειο της Κρεμόνας, στο Πανεπιστήμιο της Παβίας ύστερα.

Από την εποχή της Ιταλίας τα πρώτα του ποιητικά γραψίματα – φυσικά όλα ιταλικά. «Η καταστροφή της Ιερουσαλήμ», «Ωδή για πρώτη λειτουργία». Μερικά από τα αυτοσχέδια αυτά σονέτα του Σολωμού τυπώθηκαν στην Κέρκυρα το 1822, με τον τίτλο Rime Imrovisate. Όσα έγραψε υστερότερα ως το 1827 ξεχωρίζουν για τη θεματική σοβαρότητα. Στο λόρδο Γκίλφορντ, για το θάνατο του πάπα Πίου Ζ΄, για το θάνατο του Ugo Foscolo. Αυτά είναι και τα τελευταία του ιταλικά γραψίματα. Κρίσιμη στάθηκε στο τέλος του 1822 η συνάντησή του με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, ο οποίος ζήτησε να δει το Σολωμό και του είπε πως αυτό που χρειάζεται η πατρίδα είναι μια ποίηση ελληνική.

Τα νεανικά του ποιήματα (της πενταετίας 1818-1823) είναι γραμμένα τα περισσότερα σε μικρούς ευλύγιστους στίχους: Ο θάνατος του βοσκού, Ο θάνατος της ορφανής, Η Ευρυκόμη, Τρελή μάνα, το ποίημα έχει και υπότιτλο Το κοιμητήριο, Αγνώριστη, Ξανθούλα. Το ξέσπασμα του 1821 συγκλονίζει τον Έλληνα ποιητή. Το 1824 στο Διάλογο, θα πει: Μήπως έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα; Το Μάιο του 1823 σ’ ένα μήνα μέσα και σε συνεχή διάθεση λυρικού ενθουσιασμού θα γράψει τις 158 στροφές του Ύμνου εις την Ελευθερία. Ποίημα της επιτυχίας που καθιερώνει αμέσως τον εικοσιπεντάχρονο ποιητή. Ο Ύμνος είχε μεγάλη απήχηση, μεταφράστηκε στις περισσότερες ξένες γλώσσες και η λυρική του φωνή ενίσχυσε το κίνημα του φιλελληνισμού. Δέκα χρόνια υστερότερα έγραψε τον Κρητικό. Το επίγραμμα για την καταστροφή των Ψαρών (1825). Η δυσκολία που νιώθει ένας συγγραφέας δεν είναι να δείξει φαντασία και πάθος, αλλά να υποτάξει τα δύο αυτά, με καιρό και με κόπο, εις το νόημα της τέχνης. Η αρμονία του στίχου δεν είναι πράγμα όλο μηχανικό αλλά είναι ξεχείλισμα της ψυχής.

Στο τέλος του 1828 αφήνει το μικρό επαρχιακό περιβάλλον της Ζακύνθου και πάει να εγκατασταθεί στην Κέρκυρα ζητώντας απομόνωση και περισυλλογή. Μια ξεχωριστή προσωπικότητα εκεί, ο μουσουργός Νικόλαος Μάντζαρος που θα τους δέσει μια διαρκής και ειλικρινή φιλία. Εις μοναχήν 2829. Ο Λάμπρος 1834, μάλιστα δίνει και δημοσιεύεται ένα μεγάλο απόσπασμα στην Ιόνιο Ανθολογία. Τα δύο μοναδικά πεζά του Σολωμού. Το πρώτο είναι ο Διάλογος του 1824, το πιστεύω του Σολωμού για τη δημοτική γλώσσα, σαν συνέχεια του Ονείρου και του Λογιότατου ταξιδιώτη του Βηλαρά. Το δεύτερο πεζό έργο Η Γυναίκα της Ζάκυθος. Ξεκινημένο ίσως ως σάτιρα εναντίον μιας συγκεκριμένης γυναίκας, παίρνει προεκτάσεις καθολικότερες και γίνεται θρήνος και προφητεία ή όνειρο εφιαλτικό. Η πρόζα είναι έξοχη, καθαρή, στιβαρή δημοτική, η έκφραση πυκνή, ο τόνος πολλές φορές αποκαλυπτικός.

Το 1883, από τη μια μεριά μια οικογενειακή δίκη θα έρθει να του ταράξει την ευτυχισμένη ζωή στην Κέρκυρα, κι από την άλλη με τον Κρητικό θα μπει σε μια νέα περίοδο απόλυτης ωριμότητας. Τη δίκη την υποκίνησε ο ετεροθαλής αδελφός του Ιωάννης Λεονταράκης, πρώτος γιος από το δεύτερο γάμο της μητέρας του, που ήθελε να αποδείξει πως γεννήθηκε μέσα στις προβλεπόμενες προθεσμίες και επομένως είναι γιος του γέρου Σολωμού. Έξι χρόνια κράτησε η δίκη.

Αλλά το 1883 είναι και η χρονιά που γράφει τον Κρητικό. Μας έχει παραδοθεί σαν απόσπασμα, αλλά αυτό είναι φαινομενικό μονάχα. Ο Κρητικός θα ήταν ένα επεισόδιο, το επεισόδιο όμως αυτό αποτελεί ένα ποίημα αυτοτελές και πέρα ως πέρα ολοκληρωμένο. Το ποίημα αποτελεί, πολύ περισσότερο από τα προηγούμενα, μια διείσδυση προς τις ρίζες της εθνότητας, προς μια βαθύτερη συνείδηση του νεοελληνικού λυρικού λόγου. Είναι γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβα δίστιχα.

Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι. Ελεύθεροι είναι οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου κατά τη δεύτερη, μεγάλη πολιορκία από το 1825 ως την απεγνωσμένη και ηρωική έξοδο την παραμονή των Βαΐων του 1826. Έχουμε το πρώτο σχεδίασμα, γύρω στα 1830. Τι σημαντικότερο είναι το Β΄ σχεδίασμα, στον ίδιο στίχο με τον Κρητικό, που το δουλεύει δέκα και παραπάνω χρόνια, από το 1833 ως το 1844. Τότε και ενώ ήταν αρκετά προχωρημένος στη σύνθεση, άρχισε να το ξαναχύνει σε άλλη στιχουργική μορφή, σε δεκαπεντασύλλαβους πάλι, χωρίς όμως το εξωτερικό στολίδι της ομοιοκαταληξίας. Ο Σολωμός δεν προχώρησε ποτέ στην ολοκλήρωση, δεν θέλησε ή δεν ενδιαφέρθηκε να εντάξει τα λυρικά αυτά κομμάτια σ’ ένα σύνολο αφηγηματικό ή «επικολυρικό». Έμεινε στην καθαρή λυρική έκφραση, αδιαφορώντας για τη μη λυρική συνδετική ουσία, προχωρώντας προς μια κατάκτηση ενός καθαρού λυρικού χώρου, πολύ πριν από την εποχή του. Σωστότερο θα ήταν τα κομμάτια αυτά να τα πούμε λυρικές ενότητες ή επεισόδια λυρικά. Οι πολιορκημένοι ξεπερνούν τη μία μετά την άλλη τις δυσκολίες με τις οποίες έχουν να παλέψουν, φυσικές πρώτα (όπως την πείνα), ψυχικές ύστερα, ώσπου να φτάσουν στην υπέρτατη στιγμή της θυσίας. Η φύση την άνοιξη, στην πιο γλυκιά της ώρα, σαν μια δύναμη που έρχεται να φέρει τη δειλία και το δισταγμό στις ψυχές των πολιορκημένων – ένα θέμα ιδιαίτερα αγαπητό στο Σολωμό.

Στα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του (1847-1857) ξαναγυρίζει στην ιταλική ποίηση. Το σημαντικότερο από τα ελληνικά ποιήματα είναι ο Πόρφυρας του 1849. Πόρφυρα λένε στην Κέρκυρα τον καρχαρία. Ο Σολωμός πέθανε το Φεβρουάριο του 1857, ήταν μόλις 59 χρονών.