Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

5.11.15

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΣΤΕΦΑΝΟΥ Συνώνυμο του καλού Ραδιοφώνου. 'Ενας κορυφαίος ραδιοφωνάνθρωπος

Ο Γιώργος Παπαστεφάνου Ήταν Πάντα Εκεί, Φίλες και Φίλοι καλησπέρα η σημερινή ανάρτηση είναι αφιερωμένη σ' έναν άνθρωπο του ραδιοφώνου, σ' έναν άνθρωπο που μας έχει κρατήσει πολλές ώρες συντροφιά στο ραδιόφωνο κυρίως, αλλά και στην τηλεόραση. Κύριε Παπαστεφάνου σας ευχαριστούμε. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος.
Στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση, σε όλες τις σημαντικές στιγμές του σύγχρονου ελληνικού λαϊκού πολιτισμού. Διαβάστε τις ιστορίες μιας συναρπαστικής ζωής ενός ανθρώπου που ήταν πάντα πολλά παραπάνω από μια υπέροχη φωνή.
Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος / FOSPHOTOS
Το όνομα του έγινε συνώνυμο του ραδιοφώνου. Ή μάλλον του καλού ελληνικού ραδιοφώνου. Θέλεις η φυσική ευγένεια; Θέλεις η καθαρότητα της γνώριμης φωνής; Θέλεις το χαμόγελο που αντιλαμβάνεσαι ότι διαγράφεται στο πρόσωπό του όταν μιλάει στο μικρόφωνο; Θέλεις το μοναδικό, πολύπλευρο ταλέντο του που κατέστησε επιτυχημένο το πέρασμά του και από την τηλεόραση, ενώ τον καθιέρωσε και ως σημαντικό στιχουργό αγαπημένων διαχρονικών τραγουδιών; Επισκεφθήκαμε τον Γιώργο Παπαστεφάνου ένα απόγευμα στο σπίτι του στο Παγκράτι κι απλά αφήσαμε το κασετοφωνάκι (και την κάμερα) να γράφει. Ο λόγος του είναι ανακουφιστικός, η αφήγηση του καθηλωτική, οι ιστορίες πάμπολλες - σχεδόν σαν να περνάει μπροστά σου η ιστορία του σύγχρονου ελληνικού λαϊκού πολιτισμού των τελευταίων 50+ χρόνων. Απολαύστε μια ζωή τόσο συναρπαστική όσο μια καλοφτιαγμένη ραδιοφωνική εκπομπή, γεμάτη εκπλήξεις.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα κοντά στην Ομόνοια, στην Αγίου Κωνσταντίνου. Στα Δεκεμβριανά απείλησαν ότι θα ανατινάξουν την πολυκατοικία που μέναμε και φύγαμε. Ήταν από τις πρώτες της Αθήνας-κτίριο του 1926- και υπάρχει ακόμα.
AdTech Ad
Η μητέρα μου ήταν μεγαλοαστή με καταγωγή από την Ρόδο και την Αίγυπτο. Πρώτα ξαδέλφια της μητέρας μου ήταν οι Νίκος και Μανώλης Κάσδαγλης.  Στο σπίτι του Μανώλη που ήταν παντρεμένος με την ποιήτρια Λίνα Κάσδαγλη (και γιος τους είναι ο Χριστόφορος, δημοσιογράφος και συγγραφέας σήμερα), γνώρισα  πολλά πρόσωπα της λογοτεχνίας. Το περιβάλλον ήταν αυτό που λέμε «πνευματικό».
Η οικογένεια του πατέρα μου, αντίθετα, δεν ήταν μεγαλοαστική. Ο παππούς μου ήταν παπάς και λεγόταν Στέφανος. Έτσι  προέκυψε το επώνυμό μας. Δεν τον πρόλαβα, αλλά μου είπαν ότι ήταν αντάρτης και φανατικά βενιζελικός, κάνοντας φυλακή για αυτό. Παπάς ήταν και ο μεγαλύτερος αδερφός του πατέρα μου και επιστήθιος φίλος του Καζαντζάκη. Από την αλληλογραφία τους φαίνεται μεγάλη αλληλοεκτίμηση ανάμεσά τους.
Στο σπίτι πάντα κυκλοφορούσαν δύο εφημερίδες, κάτι που με έκανε να απορώ. «Για να δεις ότι καθένας τα σερβίρει με τον τρόπο του», έλεγε ο πατέρας μου. Στη Βαρβάκειο είχα μάλιστα συμμαθητή τον γιο του Κυριαζή, διευθυντή του Έθνους. Όταν τον ρώτησα γιατί στην αρχή στήριζαν μια παράταξη και στη συνέχεια άλλη, μου είπε: «Δε μας έδιναν ατέλεια χάρτου». Όλα αυτά με βοήθησαν να δω το παρασκήνιο από πρώτο χέρι όταν μπήκα στην ΕΡΤ. Με κάθε αλλαγή κυβέρνησης, μέχρι τη δικτατορία, η γεύση ήταν ίδια.
Το εργοστάσιο του πατέρα μου έβγαζε μια επιτυχημένη φίρμα από μπαταρίες. Από εκεί απέκτησα το πρώτο τρανζίστορ,  στα 7 μου. Κι έλεγα ότι ήθελα να γίνω ραδιοφωνικός εκφωνητής, αν και ο πατέρας μου ήθελε να συνεχίσω την δουλειά στο εργοστάσιο Σε ηλικία οκτώ χρόνων με έβαλε να δουλεύω τα απογεύματα του Σαββάτου με χαρτζιλίκι οκτώ δραχμών. Όντας όμως ξεμυαλισμένος, τραγουδούσα συνεχώς παρασύροντας και τις εργάτριες, με αποτέλεσμα να με απολύσει. Πάντως, αν και δεν μου το καλλιεργούσαν από το σπίτι, η ιδιότητα του κληρονόμου της επιχείρησης ήταν ένας εφιάλτης που με ακολούθησε για χρόνια. Αργότερα, έκανα μια ιδιαίτερη συλλογή. Όταν βγήκαν οι αυτόματοι τηλεφωνητές, δεν σήκωνα τηλέφωνα σε γενέθλια και γιορτές. Άφηνα τον τηλεφωνητή να απαντήσει και στο τέλος έκανα μια ωραία συλλογή με τις φωνές φίλων και γνωστών που μου εύχονταν.
Οι γονείς μου με πρωτοπήγαν στο θέατρο. Έχω δει την Λήδα Πρωτοψάλτη και τον Πιλάβιο να παίζουν σε παραμύθι του Άντερσεν, σαν παιδιά-θαύματα. Μέσα σε έναν χειμώνα είδα την Κυβέλη στο Μυστικό της Κοντέσας Βαλέραινας, τον Κατά Φαντασίαν Ασθενή με Νέζερ-Βαλάκου και σε πρώτη εμφάνιση την Αλίκη! Επίσης, είδα τον Λογοθετίδη στην Σάντα Τσικίτα και το Θανασάκης ο Πολιτευόμενος με Ηλιόπουλο και Συνοδινού. Εκεί κατάλαβα  τη βρωμιά και το ψώνιο της πολιτικής. Ήμουν δε μέλος στην κινηματογραφική λέσχη από τα 15.  Εκεί πηγαίναμε κάθε Κυριακή πρωί ανελλιπώς, χάνοντας ακόμα κι εκδρομές. Τις προβολές προλόγιζαν προσωπικότητες όπως οι Αγλαΐα Μητροπούλου, Ρωζίτα Σώκου, Λέων Καραπαναγιώτης, Γιάννης Μπακογιαννόπουλος. Την πρώτη φορά που πήγα μίλαγε η Ροζίτα. Θεωρώ ότι εκείνη μας έμαθε σινεμά.
Σιχαίνομαι τον τηλεθεατή που βλέπει μια εκπομπή που έχει να πει μια ιστορία κι εκείνος μιλάει στο τηλέφωνο ή σαχλαμαρίζει.

Τον επόμενο χρόνο ο Κακογιάννης θα έκανε ταινία την Eroica του Κοσμά Πολίτη που βασίζεται σε παιδιά. Έβγαλε ανακοίνωση για οντισιόν στο θέατρο Αλίκη και ένας φίλος μου που ήθελε να γίνει ηθοποιός  μου ζήτησε να πάμε παρέα για να συμμετάσχει. Μόλις με είδε ο Κακογιάννης είπε «εσένα σε θέλω». Τα γυρίσματα ξεκινούσαν με ένα μπαλ μασκέ σε ένα σπίτι της Κηφισιάς, ενώ τα εξωτερικά θα γίνονταν στον Πόρο. Έζησα όλο το παρασκήνιο με τα κοστούμια του Τσαρούχη και την Ελευθερία Κωνσταντινίδου να τραγουδάει «Δυο πόρτες έχει η ζωή». Έτσι το πρωτάκουσα και όχι από τον Καζαντζίδη. Πήγα για δύο βραδιές στο γύρισμα όπου γνωρίστηκα με δυο παιδιά, τον ζωγράφο  Δήμο Σκουλάκη  και έναν νέο ηθοποιό που ήρθε να δει πώς γίνεται ένα γύρισμα. Το δεύτερο βράδυ με παρακάλεσε να του δανείσω ένα εικοσάρικο γιατί του άρεσε μια Εγγλέζα και ήθελε να της «κολλήσει». Του το έδωσα, αλλά δεν ξαναπήγα σε γύρισμα λόγω του σχολείου. Μετά από τρία χρόνια τον συνάντησα στον δρόμο και μου είπε «να σου γνωρίσω την γυναίκα μου». Ήταν η Εγγλέζα, η οποία μου θύμισε ότι μου χρωστούσαν είκοσι δραχμές. Της είπα ότι ήταν το γαμήλιο δώρο μου. Ο νεαρός ηθοποιός ήταν ο Γιάννης Βόγλης.

Με έναν άλλο φίλο μου είπαμε στην Ελένη Χαλκούση ότι θέλαμε να γίνουμε ηθοποιοί. Μόλις το άκουσε, τρόμαξε. «Όχι, δεν θέλουμε άλλους ηθοποιούς. Θέλουμε καλούς θεατές στην πλατεία», είπε. Αυτούς τους καλούς θεατές της πλατείας είχα στο μυαλό μου όταν έκανα τις εκπομπές στην τηλεόραση. Σιχαίνομαι τον τηλεθεατή που βλέπει μια εκπομπή που έχει να πει μια ιστορία κι εκείνος μιλάει στο τηλέφωνο ή σαχλαμαρίζει.
Το '58 ξεκίνησε, στο δεύτερο πρόγραμμα, μια εκπομπή με πιο εξευγενισμένα  λαϊκά, όπως την «Συννεφιασμένη Κυριακή», την «Αρχόντισσα» κ.ά. Δεν είχα βρεθεί σε λαϊκό κέντρο κι από λαϊκό τραγούδι ήξερα μόνο ότι παιζόταν στα διαλείμματα του σινεμά. Εντυπωσιάστηκα. Κράτησα το όνομα της παραγωγού και σκέφτηκα να της τηλεφωνήσω κάποια στιγμή. Ήταν ήδη τέλος του '59 όταν την πήρα. Ήταν η Φραγκίσκη Ψαχαροπούλου-Καρόρη. Το σήκωσε ο πατέρας της και μου είπε ότι βρισκόταν στο μαιευτήριο γιατί μόλις είχε γεννήσει (την Τζουλιέτα Καρόρη). Εκείνος νόμιζε ότι το τηλεφώνημά μου ήταν επαγγελματικό και ζήτησε το τηλέφωνό μου να της το δώσει. Στις 11 Φεβρουαρίου μου τηλεφώνησε και με ξετίναξε επί δύο ώρες με διάφορες ερωτήσεις από την ηλικία μου μέχρι λογοτεχνία, θέατρο και πολλά άλλα. Στο τέλος μού είπε ότι της έκανα για το ραδιόφωνο  και την επόμενη θα μιλούσε στους υπεύθυνους του σταθμού. Με ρώτησε αν η οικογένειά μου είχε κάποια γνωριμία στην ΕΡΤ. Εκείνη την περίοδο ήταν τεχνικός διευθυντής κάποιος Ασλανίδης, παιδικός φίλος της μητέρας μου. Μόλις κλείσαμε πήγα ενθουσιασμένος στους γονείς μου και τους τα είπα. Ο πατέρας μου συμφώνησε αρκεί να έπαιρνα το πτυχίο μου πρώτα. Είπα στη μητέρα μου να τηλεφωνήσει στον Ασλανίδη. Μόλις του είπε τι θέλαμε εκείνος απάντησε «γιατί θέλεις να καταστρέψεις το παιδί;». Τελικά, συμφώνησαν να πάω στο γραφείο του. Όταν συναντηθήκαμε είπε «θέλεις πραγματικά να πεθάνεις μέσα στην ραδιοφωνία;». Η Καρόρη είχε ήδη μιλήσει σε κάποιον Σιάσκα που ήταν διευθυντής, τον οποίο αναγκάστηκε να πάρει και ο Ασλανίδης. Μπροστά μου του είπε, «θα σου τον στείλω, αλλά μην τον πάρεις γιατί θα τον καταστρέψεις».
Όταν ξεκίνησα υπέγραψα ένα χαρτί που έλεγε ότι θα με δοκιμάσουν για δύο μήνες  χωρίς καμία οικονομική απαίτηση. Κόλλησα επάνω στην Φραγκίσκη με απίστευτο πάθος.  Άρχισα με κάτι ψευτοεκπομπές και στο δίμηνο μου δίνουν να κάνω κάτι δύσκολο. Έπρεπε σε μια ώρα να χωρέσω πενήντα ρεφρέν τραγουδιών. Τα δύο τελευταία ήταν της Μελίνας. Την επομένη πήγα στο μαγαζί Κύκλος της Ρηνιώς Παπανικόλα  και μου λέει η υπάλληλος «άκουσα χθες μια καταπληκτική εκπομπή σας». Εκείνη την ώρα μπαίνει ένας πελάτης και λέει «άκουσα χθες το απόγευμα δυο τραγούδια της Μελίνας σε μια καταπληκτική εκπομπή». Κοκκίνισα και του είπα «εγώ την έκανα». Έτσι, άρχισα λιγάκι να «ψηλώνω». Στην ραδιοφωνία μόλις με έβλεπαν, μου έλεγαν «Τι πράγμα ήταν αυτό χθες;». Εγώ δεν είχα καταλάβει ότι ήταν κάτι σπουδαίο. Κατά τις 11 μου τηλεφώνησαν από το γραφείο του Σπυρομήλιου να μου πουν ότι προσλαμβάνομαι. Ήταν 15 Φεβρουαρίου του '60.
Ο Τσιτσάνης ξεκαθάρισε ότι ήθελε να τα πει μόνος του. Πώς θα έλεγα κάτι τέτοιο στην Μπέλλου; Την πήρα τηλέφωνο και πριν πω οτιδήποτε, το είχε καταλάβει «Ξέρω, είναι του βλάχου το κόλλημα. Θα έρθω για ένα τραγούδι».
 Το ΄72 με έβγαλε η Χαραμή με το ζόρι στην τηλεόραση. Από τη μία θεωρούσα ότι η τηλεόραση δεν ταιριάζει σε άνθρωπο με λίγα μαλλιά και γυαλιά και από την άλλη ήξερα ότι σου κόβει την ιδιωτική ζωή. Το είχα ζήσει με τον Σπανό που ανέκαθεν ήταν πρόσχαρος άνθρωπος. Όταν πηγαίναμε στα κέντρα τον αναγνωρίζανε και μόλις του μιλούσαν, εκείνος, άθελά του, μαγκωνόταν. «Αυτό είναι η δημοσιότητα, σκλαβιά», σκεφτόμουν.
Οι εκπομπές μου γίνονταν πάντα με σενάριο. Έχω φέρει τον συγγραφέα Γιώργο Ιωάννου  ή την Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ να μου γράψουν κείμενα. Ήταν σημαντικό να τους έχω. Επίσης, σημαντικοί ήταν οι συνδυασμοί τραγουδιστών όπως Μαρινέλλα-Μπέλλου. Παρόλ' αυτά, δεν πίστευα ότι όσα κάναμε ήταν κάποιο είδος παρακαταθήκης. Μαζί με τους συνεργάτες μου κάναμε το κέφι μας. Πολλά από αυτά δεν τα πληρωνόμασταν. Απλά, γνωρίζαμε ότι από την άλλη πλευρά υπήρχαν άνθρωποι (τηλεθεατές ή ακροατές) που το εισέπρατταν.
Ας πούμε, η Ρόζα Εσκενάζι δεν ήταν η πρώτη φορά που έβγαινε στην τηλεόραση. Την γνώρισα σε μια μπουάτ, στην Πλάκα, που είχε κάνει η Λιλάντα Λυκιαρδοπούλου και έφερνε μόνο παλιούς, ξεχασμένους ρεμπέτες. Η εμφάνισή της όμως  στην εκπομπή μου ήταν η πρώτη σε τηλεοπτικό στούντιο. Θυμάμαι ότι ξαφνιάστηκε με τον έντονο φωτισμό. Ήταν Μάιος και  όταν τελειώσαμε και βγήκε στο φως του ήλιου, είπε «μπα, μέρα είναι ακόμα;». Ήταν μια γόησσα, παρόλο που ήταν ηλικιωμένη. Περισσότερο από όλους όμως, με γοήτευσε η  Μοσχολιού. Ήταν ένα αντράκι με πολλή λεβεντιά, μπέσα και χιούμορ. Παρόλο που δεν ήταν μορφωμένη, μιλούσε υπέροχα. Η Ρεζάν μου έλεγε «η Μοσχολιού είναι η μόνη που ξέρει να δίνει συνεντεύξεις».

Στη Μουσική Βραδιά έκανα μια εκπομπή με τον Γιώργο Νταλάρα. Την  ημέρα της προβολής, με πήρε τηλέφωνο ο διευθυντής της ΕΡΤ Φώτης Μεσθεναίος και μου είπε ότι θα του άναβα φωτιές γιατί ο Νταλάρας θα έλεγε το «Πάγωσε η τσιμινιέρα» του Λοΐζου που μιλούσε για απεργίες. Παρόλο που αυτό το κομμάτι ακουγότανε στα διαφημιστικά της Μίνος, σε όλες τις ραδιοφωνικές εκπομπές, μου είπε ότι θα το έκοβε. Ενημέρωσα τον Νταλάρα που εκνευρίστηκε πολύ, αλλά για χάρη μου δεν το έκανε θέμα. Κατά τη διάρκεια της εκπομπής του ζήτησα να πει μια στροφή από το «Δέντρο» του Λοΐζου, χωρίς να γνωρίζω ότι ήταν ύμνος της ΚΝΕ. Είπε την στροφή και μετά από δύο μέρες βγήκε μια εφημερίδα γρόφοντας ότι κάναμε κομμουνιστική προπαγάνδα. Εκείνη την περίοδο, ετοίμαζα για επόμενο θέμα τα «Τραγούδια Διαμαρτυρίας» της Φαραντούρη, αλλά ο Μεσθεναίος μου είπε να το ξεχάσω. Τελικά, έκανα μια «ανώδυνη» εκπομπή με τραγούδια αγάπης. Θυμήθηκα που είχα πρωτοβγάλει την Άννα Βίσση στην τηλεόραση το '74, στις Χρυσές Φωνές και μου είχαν κάνει εντύπωση η εξυπνάδα, το θάρρος και η ομορφιά της. Σκέφτηκα ότι θα ήταν πολύ καλή κι επιβεβαιώθηκα.
Η Μπέλλου με έφερε σε επαφή με τον Τσιτσάνη για να κανονίσουμε την εκπομπή που θα έβγαιναν μαζί. Όταν φτάσαμε στο τι τραγούδια θα έλεγαν, ο Τσιτσάνης ξεκαθάρισε ότι ήθελε να τα πει μόνος του. Πώς θα έλεγα κάτι τέτοιο στην Μπέλλου, αφού το είχαμε ξεκινήσει με εκείνη; Την πήρα τηλέφωνο και πριν πω οτιδήποτε, το είχε καταλάβει «Ξέρω, είναι του βλάχου το κόλλημα. Θα έρθω για ένα τραγούδι». Ήταν συγκλονιστικό. Την ώρα που άνοιξε το στόμα της και είπε «Σαν απόκληρος γυρίζω» ανατρίχιασα!

Αυτό το είχα ξαναζήσει μαζί της, όταν την πρωτοάκουσα στη «Νήσο Ύδρα», στην Κολοκυνθούς. Ήταν στη δεύτερη καριέρα της κάπου στο '65, όταν ήμουν φαντάρος. Είχε χαθεί για δυο χρόνια και μόλις μάθαμε ότι τραγουδάει εκεί, πήγαμε. Μάλιστα, βάλαμε μια εκφωνήτρια του σταθμού ενόπλων δυνάμεων που την γνώριζε να κλείσει τραπέζι. Φανταζόμασταν ότι θα έχει ουρά από κόσμο. Τελικά, το κέντρο ήταν άδειο. Είχε ακόμα αποκριάτικο διάκοσμο, παρόλο που είχε περάσει το Πάσχα. Επίσης, εκεί έπαιζε και η ορχήστρα του σπουδαίου Γιώργου Ροβερτάκη. Η Σωτηρία ήρθε στο τραπέζι μας και της ζητήσαμε να μας πει ένα τραγούδι εκεί, παρεΐστικα. Άρχισε να λέει την «Αχάριστη» και τρελαθήκαμε .
Είχα τη χαρά να ζήσω πολλές τέτοιες στιγμές. Έζησα όμως και το αντίστροφο, όπως όταν είχε έρθει ο κλασικός βιολιστής Σλόμο Μιντς  να εμφανιστεί στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού. Θα παρουσίαζα την συναυλία του και πήγαμε για πρόβα. Στο θέατρο ήμαστε εμείς της ΕΡΤ, κάποιοι του θεάτρου, κάποιοι του φεστιβάλ και η ορχήστρα με τον Μιντς κάτω από ένα ρομαντικό φεγγάρι. Καθώς άρχισε να παίζει το κοντσέρτο, είπα μέσα μου: «Τι ευτυχία! Να κάνεις το επάγγελμα που αγαπάς και να ζεις αυτή τη στιγμή». Την ώρα που τα σκεφτόμουν αυτά, ακούω έναν εικονολήπτη να λέει «τι θα γίνει ρε μαλάκα, θα τελειώσεις καμιά φορά να πάμε σπίτι μας;».
Μου έχει τύχει καλεσμένος  που απαντούσε μονολεκτικά. Ήταν την περίοδο της χούντας κι έπρεπε να προσέχουμε τι λέμε εξαιτίας της λογοκρισίας. Είχα καλεσμένο τον Αντώνη Καλογιάννη που ήταν ο τραγουδιστής του Μίκη στο εξωτερικό. Ήταν ομιλητικότατος, αλλά είχαμε την έννοια μην πει κάτι περίεργο. Ξεκίνησα με την πρώτη ερώτηση και μου απαντάει «ναι». Συνεχίζω με την δεύτερη και λέει «όχι» κ.ο.κ. Τελικά, διέκοψα και του είπα ότι δεν μπορούσαμε να κάνουμε έτσι εκπομπή. Την ξανακάναμε και την απλώσαμε. Επίσης, μου έχει τύχει να γράψω την απάντηση καλεσμένων μου όταν κάποιοι (δεν λέμε ονόματα) δεν μπορούσαν να τα πουν.
Οι Χατζιδάκις και Θεοδωράκης είναι συνθέτες παγκοσμίου βεληνεκούς και νομίζω ότι αδικήθηκαν που έζησαν σε μικρή χώρα. Μιλούν όλοι για τους αμερικάνους τραγουδοποιούς όπως οι Μπερτ Μπάκαρα και Χένρι Μαντσίνι που όμως δεν είναι τίποτα μπροστά τους.
 Υπήρξε μια εποχή που το τραγούδι αφορούσε πολύ τον κόσμο. Οι Χατζιδάκις και Θεοδωράκης το είχαν κάνει πρωτοσέλιδο! Αισθανόσουν ότι συνέβαιναν καυτά πράγματα. Επίσης, ήταν εποχή που κοιτούσαμε ψηλά. Η Ελλάδα έπαιρνε Νόμπελ, τα θέατρα Τέχνης κι Εθνικό ακούγονταν στο εξωτερικό, είχαμε το Ποτέ την Κυριακή με τη Μελίνα, ο Χατζιδάκις με «Τα παιδιά του Πειραιά», ο Θεοδωράκης που μελοποιούσε ποιητές. Ήταν  μια εποχή που ο πολιτισμός μας αφορούσε όλους και υπήρχε η ψευδαίσθηση ότι μπορεί ο κόσμος να αλλάξει. Πολύς κόσμος που δεν ήταν της μουσικής ασχολήθηκε με το τραγούδι είτε γράφοντας στίχο είτε γρατζουνώντας μια κιθάρα είτε τραγουδώντας. Στα πρόσωπα που πέρασαν από τις μπουάτ συναντάμε πολλούς ηθοποιούς, ζωγράφους, φοιτητές. Δεν ξεκίνησαν όλοι να κάνουν μουσική. Μέσα σ' αυτό το κλίμα έγραψα κι εγώ στιχάκια, χωρίς ποτέ να πιστέψω ότι έχω κάποιο ταλέντο. Τον πρώτο καιρό «κρυβόμουν». Κάθε φορά που ένα τραγούδι μου γινόταν επιτυχία δεν το πίστευα, όπως δεν πιστεύω και σήμερα ότι μερικά από αυτά έχουν αντοχή στον χρόνο. Ήταν μια παρένθεση για την οποία χαίρομαι πολύ. Μέσα σ' αυτό το παιχνίδι των στίχων ανακάλυψα καλλιτέχνες όπως οι Καίτη Χωματά, Αρλέτα, Γιάννης Σπανός (ενώ στο ραδιόφωνο είχα την πρώτη παρουσίαση του Σταύρου Ξαρχάκου, στην αρχή της καριέρας του το 1962). Σαν θεατής έχω ζήσει πολλά σημαντικά πράγματα, όπως η γνωστή συναυλία στο θέατρο Κεντρικόν, το 1961 με τον Χατζιδάκι στο πιάνο και τον Θεοδωράκη μαέστρο. Εκείνη τη μέρα ξέραμε ότι γινόταν κάτι ιστορικό.
Το «Μια αγάπη για το καλοκαίρι» το έγραψα στο πανεπιστήμιο, σε μια βαρετή παράδοση κάποιου καθηγητή Ράμου που παρακολουθούσα υποχρεωτικά γιατί έπαιρνε παρουσίες. Το μάθημα ήταν 4-5μμ, μόλις τελείωνα την δουλειά στην Ραδιοφωνία και ήμουν κουρασμένος. Για να περάσει η ώρα, έγραψα ένα στιχάκι και έτσι γεννήθηκε το τραγούδι.
Μια κοπέλα που ήμασταν μαζί τότε, ήταν συγγενής της οικογένειας Μπότση και εξασφάλισε μια σελίδα σε ένα περιοδικό που ανήκε στην Ακρόπολη και την Απογευματινή για να γράφουμε μαζί μουσικά θέματα. Υπογράφαμε σαν Ρένια Στεφάνου (εκείνη λεγόταν Ρενέ κι εγώ Παπαστεφάνου). Κάποια μέρα αποφάσισα να κάνω ένα ταξίδι στο Παρίσι. Εκείνη την εποχή, όταν φεύγαμε στο εξωτερικό, για να μην χανόμαστε στις μεγάλες πόλεις, μαζεύαμε τηλέφωνα από γνωστούς για να έχουμε έναν άνθρωπο μόλις φτάναμε. Πήρα έναν φίλο μου και μου είπε ότι εκεί βρισκόταν ένας πιανίστας που παίζει στις μπουάτ. Μου έδωσε το τηλέφωνό του και μου είπε ότι λέγεται Γιάννης Σπανός. Σκέφτηκα ότι θα του έπαιρνα και συνέντευξη για το περιοδικό και του τηλεφώνησα. «Έλα απόψε, θα έχουμε μακαρονάδα», είπε. Πήγα και μου έδειξε σκίτσα που έφτιαχνε για περιοδικά, ενώ παράλληλα μου έδωσε κι ένα δισκάκι που είχε ήδη βγάλει. Όταν γύρισα άρχισα να το παίζω στο ραδιόφωνο από όπου το άκουσε ο Πατσιφάς και του άρεσε.
Με τα χρόνια όμως τα μεγέθη μικραίνουν. Σήμερα υπάρχουν ταλαντούχοι άνθρωποι, αλλά δεν υπάρχουν πνευματικοί ηγέτες. Το τεράστιο άνοιγμα στον πολιτισμό που έκαναν οι Χατζιδάκις και Θεοδωράκης, έπρεπε να έχεις την προσωπικότητα και την παιδεία αυτών των ανθρώπων για να το πετύχεις. Πιστεύω ότι, όπως και τότε, που μετά τους πολέμους ο πολιτισμός μας έδωσε ανάταση, έτσι και τώρα, μετά από τον οικονομικό πόλεμο, ο πολιτισμός θα μας βοηθήσει. Επίσης, όμως, θεωρώ ότι πρέπει να δούμε περισσότερο μέσα μας και να πετάξουμε ό,τι περιττό αποκτήσαμε όλο αυτό το διάστημα. Από την εποχή του lifestyle και της ιδιωτικής τηλεόρασης και ραδιοφωνίας, το κακό που απλά υπήρχε, πλέον πρωταγωνιστεί. Στην εποχή των Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Κουν, Μινωτή υπήρχε επίσης το φτηνιάρικο εμπορικό θέατρο ή η φθηνή κινηματογραφική ταινία, αλλά ξέραμε να βάζουμε το κάθε πράγμα στο ράφι του. Αν δεν απαλλαγούμε από τη νοοτροπία του lifestyle, ίσως δυσκολευτούμε να ξαναβρούμε την χαμένη πνευματικότητα. Παρόλα αυτά, οι πολιτισμοί κάνουν κύκλους και πάντα μετά από το σκοτάδι έρχεται το φως. Αυτό ανατίθεται στις επόμενες γενιές. Γι' αυτό και όταν με ρωτούν για όσα συμβαίνουν σήμερα στη μουσική, απαντώ να ρωτήσουν τα νέα παιδιά μιας κι εκείνους αφορά.
Οι Χατζιδάκις και Θεοδωράκης είναι συνθέτες παγκοσμίου βεληνεκούς και νομίζω ότι αδικήθηκαν που έζησαν σε μικρή χώρα. Αν τους είχε η Αμερική ή η Αγγλία, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά και παρόλο που ο Χατζιδάκις πήρε το Όσκαρ, θεωρώ ότι δεν είχε την καριέρα που του άξιζε.  Μιλούν όλοι για τους αμερικάνους τραγουδοποιούς όπως οι Μπερτ Μπάκαρα και Χένρι Μαντσίνι που όμως δεν είναι τίποτα μπροστά τους. Στην αγορά για να μπορέσεις να επιβληθείς πρέπει να ζεις στα μεγάλα κέντρα. Αυτό το έκαναν οι Μούσχουρη, Παπαθανασίου, Μπάλτσα κ.ά. Είναι δύσκολο να ζεις εδώ, να είσαι, π.χ., ο σούπερ ταλαντούχος Κραουνάκης και να σε ανακαλύψουν από το εξωτερικό.
Η Μελίνα ήταν τεράστια. Μπορεί μια ηθοποιός να παίξει δυο μεγάλους ρόλους και να καθαρίσει για όλη την καριέρα της. Η Βίβιαν Λι έπαιξε στο Λεωφορείον ο Πόθος και καθάρισε. Η Μελίνα έπαιξε συγκλονιστικά τόσο στο Γλυκό Πουλί της Νιότης και στην Στέλλα. Δεν ήταν όμως και τόσο κινηματογραφική. Το πληθωρικό ταμπεραμέντο της  δεν «γράφει» καλά στον κινηματογράφο που χρειάζεται μέτρο και έλεγχο στην ερμηνεία. Ήταν σπουδαία προσωπικότητα και ήμουν ερωτευμένος μαζί της από την πρώτη μέρα που την είδα, στα 14 μου!
Το '93 έφυγα δυσαρεστημένος από την ΕΡΤ και πήγα στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΙ. Οι τότε κρατούντες της ΕΡΤ μου φέρθηκαν άσχημα, παρόλο που ήμουν ψηλά στην ιεραρχεία και ο αρχαιότερος . Στον ΣΚΑΙ βρήκα τον σεβασμό που δεν μου έδειξαν τα τελευταία χρόνια στην ΕΡΤ. Εκείνη την εποχή ήταν διευθύντρια η Σοφία Μιχαλίτση. Δεν ασχοληθήκαμε ποτέ με νούμερα ακροαματικότητας. Ξεκινήσαμε με σκοπό να συνεργαστούμε τρεις μήνες και έμεινα τέσσερα χρόνια!
Για πολλά χρόνια κοιμόμουν λίγο κι έβγαινα πολύ. Πλέον, δεν βγαίνω συχνά, αλλά προτιμώ να βλέπω dvd. Θεωρώ ότι οι καλύτεροι ηθοποιοί του κόσμου είναι οι Τούρκοι. Μιλάνε με τα μάτια. Θα έπρεπε να παραδίδουν σεμινάρια. Βλέπω τούρκικες ταινίες και σήριαλ και ζηλεύω που είναι τόσο επαγγελματίες και έχουν καταπληκτική κινηματογραφική και τηλεοπτική βιομηχανία.
Ανέκαθεν θεωρούσα ότι ο ύπνος χρειάζεται μόνο για να παίρνεις μια ανάσα. Μια μέρα θα κοιμόμαστε μονίμως. Το κρεβάτι με διώχνει.
Πηγή: POPΔAGANTA
Ανιχνευτής: Fuji Tomo Kazu

3.11.15

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΤΩΝ ΚΟΡΥΦΑΙΩΝ ένας Τρικαλινός κορυφαίος συνθέτης - μουσικός. Ο Μπετόβεν της Ελλάδας.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ 1915-1984
Φίλες και Φίλοι αγαπητοί μουσικόφιλοι και μουσικάντηδες καλησπέρα κ.ο.μ. Η σημερινή ανάρτηση είναι ξεχωριστή γιατί αφορά τον Κορυφαίο των Κορυφαίων, πριν λίγες μέρες επικοινώνησε μαζίμου ο μέγας βιρτουόζος της κιθάρας ο ΓΚΟΤΖΙΟ ο οποίος αν είχε γεννηθεί στην Ισπανία θα ήταν σήμερα το εθνικό της σύμβολο, δυστυχώς όμως γεννήθηκε στο Μαγευτικό και Πανέμορφο μεν Γοργογύρι αλλά προφανώς λόγω διαφορετικών ακουσμάτων αυτός ο κλασικός γίγαντας αδικείται, άντε τώρα να καταλάβει ο Αμίγος π.χ. και ο Βύρωνας την κλασική παιδεία του ΓΚΟΤΖΙΟ κι όμως αυτόν τον διεθνούς φήμης καλλιτέχνη ελάχιστοι τον γνωρίζουν στην Ελλάδα, και ακόμα πιο ελάχιστοι τον ακούν όταν παίζει την Ισπανική υποχώρηση, η όταν ξεσηκώνει το γυναικείο φύλλο με τις μελωδίες του, το ευτύχημα είναι που δεν τον ζηλεύει η γυναίκα του γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα είχαμε μεγάλα ντράβαλα. Αυτός λοιπόν ο χρυσοδάκτυλος καλλιτέχνης μου έκανε την πρόταση να ξεκινήσω ένα αφιέρωμα στον δικό μας Μπετόβεν, στον δικό μας Μότσαρτ τον ανεπανάληπτο ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΙΤΣΑΝΗ σας εύχομαι καλή ανάγνωση και καλή ακρόαση στις μελωδίες του. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Fuji Tomo Kazu.
Συνθέτης, στιχουργός, δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και τραγουδιστής· από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου και γενικά της ελληνικής λαϊκής μουσικής του 20ου αιώνα.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας στις 18 Ιανουαρίου 1915. Οι γονείς του ήταν Ηπειρώτες κι εκτός από τον Βασίλη είχαν άλλα τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι. Αργότερα, οι φίλοι του οι ρεμπέτες του κόλλησαν το παρατσούκλι «Ο Βλάχος», επειδή ήταν ο μόνος  ρεμπέτης με στεριανή προέλευση.

Ο πατέρας του, τσαρουχάς στο επάγγελμα, είχε ένα μαντολίνο, με το οποίο έπαιζε κλέφτικα τραγούδια. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη, μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία. Παρότι τον συνέπαιρνε η μουσική, πρωτόπιασε όργανο στα χέρια του μετά το θάνατο του πατέρα του το 1926. Ήταν ένα μαντολίνο, που κάποιος ντόπιος οργανοποιός είχε μετατρέψει σε μπουζούκι.
Στα γυμνασιακά του χρόνια άρχισε να αποκτά κάποιες γνώσεις μουσικής, μαθαίνοντας βιολί. Με αυτό συμμετείχε και σε κάποιες τοπικές εκδηλώσεις, προκειμένου να συνεισφέρει οικονομικά στην οικογένειά του. Αν και δεν είχε εμφανιστεί ακόμα δημοσίως με το μπουζούκι, καθώς ήταν απαγορευμένο και χωρίς καμία κοινωνική καταξίωση, έγραψε τα πρώτα του τραγούδια πάνω σ' αυτό, σε ηλικία μόλις 15 ετών.
Το φθινόπωρο του 1936 κατέβηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομική και προκειμένου να συμπληρώσει το εισόδημά του έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Μπιζέλια». Τον επόμενο χρόνο γνώρισε τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον πήγε στη δισκογραφική εταιρεία «Οντεόν»,  όπου ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι «Σ' έναν τεκέ μπουκάρανε» (1937). Η «Αρχόντισσα», από τα σπουδαιότερα τραγούδια στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, ήταν ένα από τα δεκάδες που ακολούθησαν. Την ίδια περίοδο, τραγούδια του, όπως «Να γιατί γυρνώ», «Παλάτια Χρυσοστόλιστα», «Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ» και «Γι' αυτά τα μαύρα μάτια σου», ερμήνευσαν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Στέλιος Κερομύτης, αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης.Βρισκόμαστε στον αστερισμό της δικτατορίας Μεταξά και η εποχή επιβάλλει εμβατήρια, ενώ απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου, όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες. Ο Τσιτσάνης απαντά με το μπόλιασμα του ρεμπέτικου με δυτικά μελωδικά στοιχεία κι έτσι προσεγγίζει τις ευρύτερες μάζες. Τον Μάρτιο του 1938 υπηρετεί τη στρατιωτική θητεία του στο Τάγμα Τηλεγραφητών, στη Θεσσαλονίκη. Παίρνει άδειες και ποτέ δεν γυρνά στην ώρα του, γεγονός που εξοργίζει τους διοικητές του. Περνά πολλές μέρες στο πειθαρχείο, όπου γράφει ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του, την «Αρχόντισσα». Στη Θεσσαλονίκη θα γνωρίσει και τη μελλοντική σύζυγό του, τη Ζωή Σαμαρά, με την οποία θα αποκτήσει δύο παιδιά, τη Βικτωρία και τον Κώστα.
Τα χρόνια της Κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου ανοίγει ένα δικό του κουτούκι, το «Ουζερί Τσιτσάνη», στην οδό Παύλου Μελά 22. Παράλληλα, γράφει ορισμένες από τις μεγάλες επιτυχίες του («Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος της αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα», «Συννεφιασμένη Κυριακή»), που θα ηχογραφήσει μετά τον πόλεμο, όταν θα ανοίξουν και πάλι τα εργοστάσια δίσκων.

Με τη Μαρίκα Νίνου
Το 1946 κατεβαίνει ξανά στην Αθήνα. Η εποχή του εμφυλίου αποτελεί άλλη μία πηγή έμπνευσης για τον Τσιτσάνη. Τα τραγούδια του, όμως, λογοκρίνονται και πάλι. Ορισμένα καταφέρνει και τα εκδίδει, επινοώντας διάφορα τεχνάσματα, πολλά κυκλοφόρησαν αρκετά χρόνια μετά, ενώ κάποια δεν εκδόθηκαν ποτέ. Το τέλος του εμφυλίου σημαίνει ταυτόχρονα και την πλήρη αποδοχή του Βασίλη Τσιτσάνη. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '50 μεσουρανεί στο μουσικό στερέωμα. Μερικά από τα τραγούδια αυτής της περιόδου είναι τα: «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Καβουράκια», «Ξημερώνει και βραδιάζει».Φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές, που δένονται μαζί του, όπως η Μαρίκα Νίνου, η Σωτηρία Μπέλλου και ο Πρόδρομος Τσαουσάκης. Ακόμα, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Πάνος Γαβαλάς, ο Μανώλης Αγγελόπουλος, η Καίτη Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας κ.ά. ερμηνεύουν τα διαχρονικά τραγούδια του: «Ίσως αύριο» (1958), «Τα λιμάνια» (1962), «Τα ξένα χέρια» (1962), «Μείνε αγάπη μου κοντά μου» (1962), «Κορίτσι μου όλα για σένα» (1967), «Με παρέσυρε το ρέμα» «Απόψε στις ακρογιαλιές» (1968), «Κάποιο αλάνι» (1968), «Της Γερακίνας γιος» (1975), «Δηλητήριο στη φλέβα» (1979).
Το 1980, με πρωτοβουλία της ΟΥΝΕΣΚΟ, ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο «Χάραμα», όπως λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας και της ζωής του. Σ' αυτό το δίσκο παίζει μία σειρά από κλασικά του τραγούδια, αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι. Με την έκδοσή του στη Γαλλία, το 1985, παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας «Σαρλ Γκρο». Όμως, στο μεταξύ, ο κορυφαίος δημιουργός έχει φύγει για πάντα...
Ο Βασίλης Τσιτσάνης άφησε την τελευταία του πνοή ανήμερα των γενεθλίων του, στις 18 Ιανουαρίου 1984, στο νοσοκομείο «Μπρόμπτον» του Λονδίνου, έπειτα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και λίγες ημέρες πριν από το θάνατό του εμφανιζόταν κανονικά στο «Χάραμα» και δούλευε καινούργια τραγούδια.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης έβαλε τη δική του ανεξίτηλη σφραγίδα στην ελληνική λαϊκή μουσική. Μπόλιασε το ρεμπέτικο με δυτικά μελωδικά στοιχεία και το έβγαλε από το περιθώριο, που το είχαν τάξει τα «αντικοινωνικά» και ανατολίτικα στοιχεία του. Εμπλούτισε τη λαϊκή ορχήστρα με νέα ηχοχρώματα, προσθέτοντας το πιάνο κι επιβάλλοντας το ακορντεόν ως όργανο της κομπανίας. Καινοτόμησε στο στίχο, με την απομάκρυνσή του από τις παραδοσιακές φόρμες του δίστιχου και της ομοιοκαταληξίας και επισημοποίησε και γενίκευσε το ρόλο του ρεφρέν. Με τον Τσιτσάνη, το ρεμπέτικο γίνεται «τέχνη» και η ρήξη με την παράδοση αρχίζει να γίνεται ορατή.
Πηγή: Σαν σήμερα gr.
Aνιχνευτής: Ενδυμίων.

2.11.15

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΚΡΙΔΑΚΗΣ ΕΝΑΣ ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΖΩΗΣ

Οι υπουργοί βγαίνουν ο ένας μετά τον άλλον με ύφος θλιμμένο κ μας ανακοινώνουν ότι χάσαμε την τάδε κ την δείνα μάχη κ πρέπει να πληρώσουμε κι άλλα
Ο πρωθυπουργός βγαίνει κι αυτός θλιμμένος κ μας ανακοινώνει ότι δεν συμφωνεί με όλα αυτά που καλείται να περάσει αλλά δεν μπορεί να πράξει αλλιώς
Ο Σύριζα βγαίνει με πρόσκληση "όλων των δημοκρατικών πολιτών" να διαδηλώσουν ενάντια στην ανάλγητη Ευρώπη που δεν δέχεται με την πολιτική της να γκρεμισει η "αριστερή" ελληνική "κυβέρνηση" τον φράχτη της ντροπής στον Έβρο, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τις περισσότερες δολοφονίες στα νερά του Αιγαίου.

Είναι φανερό από όλην αυτή την πολιτική στάση ότι η "κυβέρνηση" κινείται επί ενός κ μόνον σχεδίου. Να παρουσιάζει τον εαυτό της άμοιρο ευθυνών κ αιχμάλωτο της ευρωπαικής πολιτικής επί όλων των θεμάτων, πολιτική την οποία οι ίδιοι προσπαθούν δήθεν εκ των έσω να αλλάξουν την ίδια ώρα που την υπηρετούν πιο πειθήνια από κάθε προηγούμενη "κυβέρνηση". Την ίδια ώρα που δεν έχουν καν φροντίσει να μην προδίδονται από τα χαζογελάκια τους στη Βουλή κ από τα χειροκροτήματα, τις αγκαλιές, τα συχαρίκια, τους πανηγυρισμούς μετά από κάθε εφαρμοστικό νόμο εξαθλίωσης κ εκποίησής μας που ψηφίζουν. Την ίδια ώρα που ενώ αυτοπροβάλλονται ως αιχμάλωτοι, κάνουν κιτς φιέστες και γελοίες δηλώσεις περί ανεξάρτητου και κυρίαρχου ελληνικού κράτους.
Αν δεν ήταν τόσο ανηθικο, τόσο χυδαίο, τόσο υποκριτικό, υστερόβουλο, ιδιοτελές κ ανάλγητο, θα ήταν μόνον ανόητο το σχέδιό τους αυτό
Στα κοινωνικά δίκτυα φαίνεται θυμωμένος, στα βιβλία του ευαίσθητος. Πώς είναι όταν τον συναντήσεις από κοντά;
ΜΑΡΙΑ ΜΑΝΩΛΕΛΗ
Πριν από οχτώ χρόνια 
περίπου έπεσε στα χέρια 
 μουένα βιβλίο αρκετά 
 διαφορετικό. Τίτλος: «Ανάμισης ντενεκές», γλώσσα διαφορετική, 
βασισμένο στη λαϊκή αφήγηση, ντοπιολαλιά και μαρτυρίες. 
Μυθοπλασία συνδυασμένη με έρευνα,μια ιστορία που συναρπάζει. 
Η φωτογραφία του συγγραφέα στο 
εσώφυλλο έδειχνε ένα νέο άνθρωπο. Ασυνήθιστο υλικό στα
χέρια μου. Τελείωσα τοβιβλίο σε χρόνο μηδέν. Ποιος να είναι, 
άρχισα να ρωτάω βιβλιοφάγους φίλους. Γνωρίζαμε ελάχιστα 
πράγματα για εκείνον τότε. 
Μέσα στα επόμενα χρόνια ο Γιάννης Μακριδάκης μάς αιφνιδίασε 
ξανά και ξανά μέσα από τα βιβλία του. Τον γνωρίσαμε καλύτερα ως 
συγγραφέα μέσα από τα επόμενα βιβλία-εκπλήξεις και μέσα από μια 
μαχητική αρθρογραφία. Υπέρμαχος της απλότητας, καλλιεργητής 
της γης, ζει μόνιμα στη Χίο και υπερασπίζεται με σθένος τα 
«εφ ω ετάχθη». Τον Φεβρουάριο μάς ξαναέκανε τοκ-τοκ στην
πόρτα με το βιβλίο του «Αντί Στεφάνου» (εκδόσεις Εστία), μια 
νουβέλα που απεικονίζει με τον πιο σαφή τρόπο την αντιμετώπιση 
που έχει όποιος συνειδητά ή μη αποφασίσει να μη βαδίσει στην 
πεπατημένη. Μια μικρή κοινωνία που παρατηρεί, σχολιάζει 
και κρίνει τον «λοξό». Γέλιο, προβληματισμός και η 
ελληνική επαρχία σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια και όλη της
τη μικροπρέπεια.
Είναι γνωστό πια πως πέρα από τη συγγραφική σου ιδιότητα είσαι φυσικός καλλιεργητής και υπέρμαχος της απλής ζωής. Είναι της μόδας ο «λιτός βίος»;
Είμαι υπέρμαχος της φυσικής ζωής, η οποία προϋποθέτει τη συνειδητοποίηση της φυσικής μας υπόστασης και της θέσης μας ανάμεσα στα άλλα πλάσματα. Προϋποθέτει επίσης τη συνειδητοποίηση της ευθύνης μας ως προς τη λελογισμένη χρήση και αναπλήρωση των φυσικών πόρων που χρησιμοποιούμε για να ζούμε καθημερινά, προϋποθέτει, τέλος, και την απόλυτη ένταξή μας στον κύκλο της ζωής, ήτοι ζωή να λαμβάνουμε από το οικοσύστημα και ζωή να παραδίδουμε σ' αυτό καθημερινά αλλά και αναχωρώντας, όχι πια απορρίμματα και χημικές ουσίες και σαρκία. Είμαι δηλαδή υπέρμαχος της οικουμενικής θεώρησης των πάντων, της θεώρησης με βάση το αυθύπαρκτο οικοσύστημα και όχι το τεχνητό χρηματοοικονομικό σύστημα. Ο λιτός βίος ορίζεται λοιπόν ως εξοικονόμηση, σοφή χρήση και αναπλήρωση των φυσικών πόρων, του αέναου και μοναδικού πλούτου μας δηλαδή, των αρχέγονων αγαθών κοινοκτημοσύνης όλων των πλασμάτων του σύμπαντος κόσμου, και η λιτότητα είναι αρετή την οποίαν έχουν υμνήσει όλες οι θρησκείες και οι φιλοσοφίες στην πορεία της ανθρωπότητας. Δεν νομίζω λοιπόν ότι είναι στη μόδα όλα αυτά, δυστυχώς. Ίσως ως έκφραση ο λιτός βίος και ως πολιτική η λιτότητα να είναι στη μόδα, ναι, αλλά η ανθρωπότητα των καταναλωτών αλλιώς τα ερμηνεύει και αλλιώς τα ορίζει, σε άλλο σύστημα, πλαστό, χωλό, ανήθικο και πλάνο, αλλιώς τα κατανοεί και δεν τα νιώθει πια.   Ο Homo Hydeous Katanaloticus, όπως αποκαλείς το σύγχρονο άνθρωπο, τι μπορεί να κάνει μέσα στις πόλεις που ζει ώστε να διώξει από πάνω του τον τίτλο;
Έχουμε φτάσει στο υπέρτατο σημείο της ύβρης, νομίζω. Άλωση, ανάλωση, κατανάλωση, βαθμός υπερθετικός. Έννοια χυδαία για να ορίζει πλάσμα φυσικό, πόσο μάλλον τον άνθρωπο. Φτάσαμε στο σημείο να αυτοχαρακτηριζόμαστε δίχως ντροπή καταναλωτές, να γυρνάμε ολημερίς γύρω από τον εαυτό μας προσπαθώντας με κάθε τρόπο να βγάλει λεφτά ο ένας από τον άλλον. Ανοησία και σπατάλη ζωής. Φτάσαμε στο σημείο να απομυζούμε κατά τη διάρκεια της καθημερινής ζωής μας το οικοσύστημα δίχως να σκεφτόμαστε καν ότι ίσως και να έχουμε χρέος να αναπληρώσουμε έστω και ένα μικρό ποσοστό από τους πόρους που χρησιμοποιούμε, ώστε να μπορούν να ζήσουν και τα άλλα πλάσματα γύρω μας ή τα τέκνα μας στο μέλλον το άμεσο. Εξ-αφανίζουμε πλάσματα και είδη ζωής από τον πλανήτη καταστρέφοντας τους βιοτόπους τους με την αστική καταναλωτική μας διαβίωση. Χρησιμοποιούμε το ρήμα «καταναλώνω» για να περιγράψουμε τις φυσικές μας λειτουργίες σαν να είμαστε μηχανήματα, δεν τρώμε πια φυσικά παραγόμενες τροφές αλλά καταναλώνουμε μαζικά παρασκευασμένα τρόφιμα, συντηρημένα με χημικά και συσκευασμένα μέσα σε απορρίμματα. Πετάμε μέσα μας το χημικό απόρριμμα-τρόφιμο καθιστώντας τον εαυτό μας όμοιό του, πετάμε και γύρω μας τα απορρίμματα της συσκευασίας του. Βρομίζουμε και ταυτόχρονα φτωχαίνουμε τον πλανήτη κάθε μέρα με τη ζωή μας. Υποθηκεύουμε τον εαυτό μας, την υγεία μας αλλά και τις επόμενες γενιές, οι οποίες θα ζουν ανάμεσα στα σκουπίδια μας, σκουπίδια και οι ίδιοι με όσα θα καταναλώνουν τρεφόμενοι και με όσα θα τους κληροδοτήσουμε ως χημικοί τους γονείς, θα απομείνουν στο τέλος μόνοι, δίχως άλλα πλάσματα γύρω τους. Αυτοκαταστρεφόμαστε δηλαδή ως ανθρωπότητα, καταναλώνουμε τον ίδιο τον εαυτό μας και πεθαίνουμε ο καθένας μόνος, ασθενής και έντρομος. Ο σύγχρονος άνθρωπος που ζει στις πόλεις δεν μπορεί να κάνει πολλά για να αναστρέψει αυτή την κατάσταση, η οποία δημιουργήθηκε με διολίσθηση χρόνων, και με τα χρόνια πάλι θα αλλάξει, ίσως όμως και με μια «στιγμιαία» οδυνηρή κατάρρευση του συστήματος και του πύργου της ύβρης μας. Μία πιο συνειδητή διαβίωση, ήτοι η συνειδητοποίηση ότι κάθε μικρή ή μεγάλη καθημερινή μας κίνηση έχει συνέπειες χαοτικές στο οικοσύστημα και ότι η κατανάλωση μας καθιστά ασθενείς και υποχείρια όσων «πλουτίζουν» εις βάρος μας και εις βάρος του πλανήτη, είναι ένα πρώτο βήμα προς την αλλαγή πορείας, προς την αποκαθήλωση σιγά-σιγά του οικοδομήματος της ύβρης μας με πλήρη και ολιστική στροφή προς την φυσική μας υπόσταση και τη φυσική ζωή...
H λοξή πορεία συνεχίζει να σε συναρπάζει αλλά πλέον, όπως τα 'φεραν η μοίρα και τα χρόνια, οι «λοξοί» ήρωες των βιβλίων σου αρχίζουν να δικαιώνονται.Το διακρίνεις;
Κάτι ψυλλιάζομαι! Ακόμη όμως χρειάζεται χρόνος και αλλεπάλληλες σπορές λόγου με κάθε τρόπο και μέσον για να γίνουμε όλοι εμείς οι λοξοί η κρίσιμη μάζα που θα αλλάξει και πολιτικά την κατάσταση και την πορεία της ανθρωπότητας προς την ωριμότητα, την αποδοχή δηλαδή της αργής φυσικής ανάπτυξης και την υιοθέτηση φιλοσοφίας και στάσης ζωής με βάση τη μη βία των φυσικών ρυθμών και νόμων που μας ορίζουν.
Έχεις αγαπημένο ήρωα από αυτούς που έχουμε γνωρίσει μέσα από τα βιβλία σου;
Όλους τους αγαπώ. Ο καθένας είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Ίσως, επειδή είναι η εποχή τέτοια, μπορώ να μνημονεύσω λίγο παραπάνω τον καπτά Σίμο το Σφαντό, τον γέρο ψαρά στο «Λαγού μαλλί», ο οποίος, αν και το βιβλίο γράφτηκε τις πρώτες μέρες των μνημονίων, όταν ακόμη δεν ξέραμε τι μας περιμένει, θέτει σαφώς και επιτακτικά το ζήτημα της αξιοπρέπειας, αυτής που χάσαμε στην πορεία των τελευταίων χρόνων ως χώρα και ως πολίτες της.
Στο βιβλίο σου «Ήλιος με δόντια» ο ήρωας, ο Κωνσταντής, είναι ένας άνδρας που έχει πέσει θύμα χλεύης και ρατσισμού λόγω της ομοφυλοφιλίας του. Η ιστορία του βιβλίου εκτυλίσσεται πριν και μετά το 1920. Ο ρατσισμός και η ομοφοβία όμως, ειδικά σε κλειστές κοινωνίες, δεν έπαψαν να υπάρχουν. Βλέπεις συχνά έναν Κωνσταντή μέσα στην κοινωνία;
Πριν λίγες μέρες βρέθηκε νεκρός ο νεαρός σπουδαστής από την Κρήτη, ο οποίος είχε πέσει κατ' επανάληψη θύμα βίας, χλεύης και ρατσισμού, όπως είχαμε πληροφορηθεί. Εκείνη την Κυριακή που βρέθηκε το πτώμα του άτυχου παιδιού, έλαβα δύο μέιλ από αναγνώστες που διάβαζαν εκείνη ακριβώς τη μέρα το βιβλίο μου και μου έγραψαν τα συναισθήματά τους για την περίπτωση του νεκρού φοιτητή παραλληλίζοντάς την με τον ήρωα, τον Κωνσταντή. Άρα δυστυχώς υπάρχουν σύγχρονοι Κωνσταντήδες, ευτυχώς όμως τους αντιλαμβάνονται, τους αναγνωρίζουν, τους νιώθουν και τους υποστηρίζουν ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι νομίζω, και είναι αυτό ένα βήμα της ανθρωπότητας προς τη συνειδητότητα και τον πολιτισμό.
Αυτός ο παραλληλισμός που πολλές φορές έχει γίνει με τη γραφή του Παπαδιαμάντη και τη γραφή σου, που πιθανά δεν οφείλεται μόνο στη γλώσσα αλλά και στη γλαφυρή περιγραφή της εκάστοτε πραγματικότητας που αγγίζεις, τι συναισθήματα σου γεννάει;
Αδιαμφισβήτητα είναι μεγάλη τιμή αυτός ο παραλληλισμός αλλά προσωπικά δεν νιώθω ούτε καν συγγραφέας, πόσω μάλλον μέγιστος λογοτέχνης όπως ο Παπαδιαμάντης. Νιώθω απλά ασκητής στη γη και στη λογοτεχνία. Στο τέλος αποδίδονται οι τίτλοι, αν τους αξίζει αυτός που φεύγει. Διότι τα στερνά τιμούν τα πρώτα, όπως λέει ο λαός, μιας και η ζωή είναι γεμάτη προκλήσεις που έχουν στόχο τη μικρότητα και όχι το μεγαλείο μας.
Έχεις κοινά στοιχεία με τον Στέφανο, τον ήρωα του «Αντί Στεφάνου»; Έχεις νιώσει να σε αντιμετωπίζει μια μικρή κοινωνία με διστακτικότητα ή ακόμα και αμφισβήτηση;
Ο Στέφανος είμαι εγώ. Η ζωή του είναι σχεδόν η ζωή που κάνω. Λιτή ως προς τη χρήση πόρων φυσικών και το σαρκίο μου σημείο του κύκλου της ζωής στη γη. Στο παρελθόν έχω νιώσει πολύ τη διστακτικότητα, την αμφισβήτηση αλλά και την επιθετικότητα της κοινωνίας προς τη διαφορετική μου θεώρηση της ζωής. Τώρα είναι πολύ καλύτερα τα πράγματα. Βοήθησε σε αυτή την αλλαγή η λογοτεχνία φυσικά και η αποδοχή των έργων μου από τους ανθρώπους.
Αν κάποιος σε γνωρίσει είσαι ένας ιδιαίτερα γελαστός και ζεστός άνθρωπος. Αν σε γνωρίσει μέσα από τα βιβλία σου είναι πολύ ευδιάκριτη μια βαθιά κατανόηση και  ευαισθησία προς τους ανθρώπους και προς τη φύση. Αν όμως κάποιος σε γνωρίσει μέσα από την αρθρογραφία σου ή τις αναρτήσεις σου στα κοινωνικά δίκτυα, θα δει έναν πολύ πιο θυμωμένο άνθρωπο που ενοχλείται συχνά από συμπεριφορές. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Όλοι είμαστε όλα. Μεγαλείο και μικρότητα είναι ο άνθρωπος. Όσο πιο πολυσχιδής δε η προσωπικότητά του και όσο πιο καλλιτεχνική και ψυχωμένη η φύση του, τόσο πιο αλλοπρόσαλλες οι στιγμιαίες εικόνες της. Όποιος δεν έχει απωθημένα, ούτε ενοχές, όποιος έχει αυτοπεποίθηση, αυθορμητισμό, ζει με αλήθεια και αξιοπρέπεια, δεν ντρέπεται για καμία από τις πτυχές του χαρακτήρα του και δεν νοιάζεται να κρατάει κρυφές κάποιες από αυτές. Όποιος παρεξηγεί έχει το πρόβλημα και όχι όποιος παρεξηγείται. Προσωπικά νομίζω ότι όλα τα συναισθήματα και όλες οι πτυχές πρέπει να καταγράφονται, να επικοινωνούνται στην ώρα τους. Διότι όλα αυτά μαζί συνθέτουν την προσωπικότητα και την Τέχνη που παράγει, όποιας αξίας κι αν είναι αυτή.
Θα δανειστώ το στίχο ενός φίλου για να σε ρωτήσω κάτι για την έμπνευση. «Τι χρώμα έχουν οι μέρες όταν έρχεται»;
 Συνήθως το χρώμα μοναχικής οκτωβριάτικης φουσκοθαλασσιάς, νοτιαδούρα με σουέλ, να αγκομαχεί το πέλαγος σαν λαβωμένο θερίο αλλά να αχνοφαίνεται στο βάθος ο ορίζοντας και ο ήλιος κάπου πίσω, να ανατέλλει.
Aνιχνευτής: Ενδυμίων

1.11.15

ΜΕΛΙΤΖΑΝΕΣ ΓΙΑΧΝΗ ΜΕ ΠΑΤΑΤΕΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΦΡΑΤΖΟΛΑ Καλό μήνα κ.ο.μ.


ΜΕΛΙΤΖΑΝΕΣ ΓΙΑΧΝΙ ΜΕ ΠΑΤΑΤΕΣ Συνταγή του σεφ Βασίλη Φραντζολά

Ένα απλό παλιό φαγητό, το γιαχνί, πάντα αρέσει γιατί ξυπνάει μνήμες στους παλιότερους και ... ίσως χρειαστεί και να το τρώμε πιο συχνά έτσι που μας τα πάνε τα πράγματα ...
Φίλες και Φίλοι αγαπητοί Δον Κιχώτες, και Σκουταριώτες!!!!!!!!!! καλημέρα κ.ο.μ. Κυριακή σήμερα και με τη Μrs Dolenthia αποφασίσαμε να ζωγραφίσουμε στην κατσαρόλα Μελιτζάνες Γιαχνί με Πατάτες, ίσως κάποιος καχύποπτος όπως ο Γογούλης και ο Γκοτζιό να πουν: μα γιατί ο Επικούρειος Πέπος λέει αποφασίσαμε να ζωγραφίσουμε, αντί του σωστού αποφάσισε να ζωγραφίσει; εννοώντας βέβαια πως ήταν θέμα της  Mrs Dolenthias; Μα αγαπητοί μου φίλοι για όσους κατέχουν την τέχνη της Ζωγραφικής-Μαγειρικής είναι προδήλως πασιφανές πως το ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ μυστικό στη μαγειρική με βάση τα λεγόμενα του Μεγάλου σέφ-δασκάλου του κορυφαίου Τσου Τσιγιέν είναι η σωστή δόση του αλατιού!!!!!!!!!!! Ίσως κάποιοι νομίζουν πως είναι π.χ. το κρέας, τα μπαχαρικά, η σωστή φωτιά, το σωστό σκεύος, η τα διάφορα συνοδευτικά, ΟΧΙ αγαπητές/οί μου φίλες και φίλοι, καλά και άγια όλα αυτά αλλά το μεγάλο μυστικό είναι το Αλάτι!!!!!!! Και το μυστικό της σωστής δόσης το κατέχω ΜΟΝΟΝ εγώ. Ελπίζω τώρα ο Γογούλης και ο Γκοτζιό να πάψουν να είναι ακόμα καχύποπτοι και να ζητήσουν συγγνώμη από τον Επικούρειο Πέπο. Σας εύχομαι καλή επιτυχία σε όσους αποφασίσετε να ζωγραφίσετε στην κατσαρόλα το πεντανόστιμο φαγητό και για να έχει την απόλυτη επιτυχία η προσπάθειά σας καλέστε για φαγητό εκλεκτούς φίλους. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Fuji Tomo Kazu.
Καλό μήνα λοιπόν και καλή συνέχεια στο φθινόπωρο, και καλά μας κέφια για μαγειρέματα στο σπίτι, για να φεύγει το άγχος και να κόψουμε και τα  πολλά τα έξω!
Εξω μιζέρια και καϋμοί, χαράτσια και περιορισμοί.EmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmojiEmoji
Emoji
6-7 τσακώνικες μελιτζάνες,σε κομμάτια των 5 εκ.
200 γραμμ  ελαιόλαδο.
1 μεγάλο κρεμμύδι ψιλοκομμένο.
3 κ.σ. πελτές.
4 μέτριες πατάτες.
3 σκελίδες σκόρδου ξεφλουδισμένες, ολόκληρες.
1 κ.γλ. ζάχαρη.
⅓  φλ. ψιλοκομμένος δυόσμος η βασιλικός.
1 κουταλάκι μπούκοβο.
Αλάτι, φρέσκο πιπέρι.


Σε μία μεγάλη κατσαρόλα ρίχνουμε τα ⅔ από την ποσότητα ελαιόλαδου και σοτάρουμε καλά τα κομμάτια μελιτζάνας γυρίζοντας τα 2-3 φορές χωρίς να βάζουμε πρόσθετο ελαιόλαδο επειδή το απορροφά συνέχεια όσο και να βάλουμε.

Βγάζουμε τις μελιτζάνες από την κατσαρόλα και τις τοποθετούμε προσωρινά σε ένα σκεύος.
Ρίχνουμε το υπόλοιπο ελαιόλαδο στην μεγάλη κατσαρόλα και σοτάρουμε καλά το ψιλοκομμένο κρεμμύδι σε μέτρια φωτιά μέχρι να μαλακώσει χωρίς όμως να αλλάξει χρώμα.

Αραιώνουμε τον πελτέ σε 2 φλυτζάνια νερό και τον προσθέτουμε στο σοταρισμένο κρεμμύδι μαζί με την ζάχαρη και το μπούκοβο.

Προσθέτουμε τις μελιτζάνες και τις κομμένες πατάτες (σε κομμάτια των 5 εκ περίπου). Σκεπάζουμε και βράζουμε για 40 -45 λεπτά περίπου ελέγχοντας αν θέλει να του προσθέσουμε και άλλο ζεστό νερό.

Προς το τέλος προσθέτουμε τον δυόσμο (η βασιλικό αν δεν έχουμε), αλάτι και αρκετό φρέσκο πιπέρι. Σερβίρουμε όταν το φαγητὀ θα έχει κρυώσει, ελαφρά χλιαρό.


 Υ.Γ. Σας στέλνω και λίγες ακόμα φωτογραφίες είτε για να σας φτιάξω τη διάθεση, είτε για να σας κάνω ακόμα πιο ορεξάτους, σαν συνοδευτικό προτείνω μερικά τυριά και ένα καλό κόκκινο οίνο που με τη βοήθεια του νερού θα το κάνετε κρασί. Η κοπέλα της φωτογραφίας είναι η κόρη του Τσου Τσιγιέν, και ο ασπρούλης!!! είναι το νέο μέλος της οικογένειας και τον έχουμε βαπτίσει Αίσωπο!!!!! Από την Περσεφόνη-Δήμητρα έλαβα κάποιες φωτογραφίες από την πόλη που την φιλοξενεί για το μεταπτυχιακό της και αναρωτήθηκα, άραγε θα επιστρέψει ποτέ πίσω στη μιζέρια; Επίσης αναρωτήθηκα γιατί αυτά τα παιδιά που ζουν σ' αυτό το μαγικό περιβάλλον όταν επιστρέφουν στην πατρίδα δεν απαιτούν να δημιουργηθούν οι ίδιες συνθήκες διαβίωσης; Τις πταίει; Από Λονδίνο μεριά ούτε φωνή ούτε ακρόαση.
Πηγή: filoftero
Aνιχνευτής: Επικούρειος Πέπος