Ο Γιαν Κοχανόφσκι (πολωνικά: Jan Kochanowski, 1530 - 22 Αυγούστου 1584) ήταν Πολωνός
ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Είναι ο θεμελιωτής της εθνικής
πολωνικής λογοτεχνίας και θεωρείται από πολλούς ο σπουδαιότερος
σλαβόφωνος ποιητής της Αναγέννησης.
Βιογραφία Ο Γιαν Κοχανόφσκι γεννήθηκε στο χωριό Σιτσίνα, κοντά στην πόλη Ράντομ (Radom) της κεντροανατολικής Πολωνίας το 1530. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Κρακοβίας και της Καινιξβέργης (σήμερα Καλίνινγκραντ), καθώς και στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας στην Ιταλία. Μιλούσε άπταιστα λατινικά και έγινε γνωστός για τις ερωτικές ελεγείες του, που συνέθετε στη λατινική γλώσσα. Συνειδητοποίησε όμως τη μεγάλη σημασία της εθνικής του γλώσσας στα γράμματα κι άρχισε έκτοτε να γράφει στα πολωνικά λυρικά ποιήματα και θεατρικά έργα, αντλώντας την έμπνευσή του από την λατινική γραμματεία. Χάρις στον Γιαν Κοχανόφσκι, η πολωνική γλώσσα εκτοπίζει εφεξής την λατινική.
Το 1575, ο Κοχανόφσκι παντρεύεται την Dorota Podlodowska, με την οποία απέκτησε επτά παιδιά. Ταξίδεψε στη Γαλλία, όπου γνωρίστηκε με τον ποιητή Πιερ ντε Ρονσάρ (Pierre de Ronsard, 1524 - 1585). Πέθανε, πιθανότατα από καρδιακή προσβολή, στην πόλη Λούμπλιν (Lublin) της Πολωνίας στις 22 Αυγούστου 1584, σε ηλικία μόνο 54 ετών.
Στο χωριό Czarnolas, 100 χλμ νοτιοανατολικά της Βαρσοβίας, βρίσκεται και λειτουργεί σήμερα ως μουσείο το σπίτι, όπου έζησε ο Κοχανόφσκι (Muzeum Jana Kochanowskiego). Μπροστά στο Μουσείο, έχει στηθεί ένα επιβλητικό μπρούτζινο άγαλμα του Κοχανόφσκι, με τη μακριά γενειάδα του και το γούνινο μακρύ παλτό του, φιλοτεχνημένο από τον γλύπτη Μ. Welter.
Ένα άλλο μνημείο με τη μαρμάρινη προτομή του Κοχανόφσκι (19ος αι.), ανάμεσα σε πολύχρωμες τοιχογραφίες με κόκκινα και ροζέ τριαντάφυλλα σε σχέδια του Στανίσλαβ Βισπιάνσκι, υπάρχει και στην Εκκλησία των Φραγκισκανών στην Κρακοβία, που έχει φιλοτεχνηθεί από τον Πολωνό γλύπτη Η. Κosowski (βλ. ένθετη εικόνα).
Τα Έργα
Η τραγωδία που έγραψε ο Κοχανόφσκι σε στίχους στην πολωνική γλώσσα,
"Η Αποπομπή των Ελλήνων Πρέσβεων" (πολων. "Odprawa posłów greckich",
αγγλ. μτφ. "The Dismissal of the Greek Envoys"), αποτελεί το
αριστούργημα του πολωνικού θεάτρου. Το έργο παίχτηκε στο Θέατρο της
Αυλής στη Βαρσοβία το 1578.
Η υπόθεση του έργου είναι παρμένη από την Ιλιάδα του Ομήρου και ιστορεί ένα περιστατικό του Τρωικού Πολέμου. Οι Έλληνες πρέσβεις Μενέλαος και Οδυσσέας φθάνουν στην Τροία και ζητούν από τους Τρώες να τους παραδώσουν την ωραία Ελένη, που απήγαγε ο Πάρις, ο γιος του βασιλιά Πριάμου.
Βιογραφία Ο Γιαν Κοχανόφσκι γεννήθηκε στο χωριό Σιτσίνα, κοντά στην πόλη Ράντομ (Radom) της κεντροανατολικής Πολωνίας το 1530. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Κρακοβίας και της Καινιξβέργης (σήμερα Καλίνινγκραντ), καθώς και στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας στην Ιταλία. Μιλούσε άπταιστα λατινικά και έγινε γνωστός για τις ερωτικές ελεγείες του, που συνέθετε στη λατινική γλώσσα. Συνειδητοποίησε όμως τη μεγάλη σημασία της εθνικής του γλώσσας στα γράμματα κι άρχισε έκτοτε να γράφει στα πολωνικά λυρικά ποιήματα και θεατρικά έργα, αντλώντας την έμπνευσή του από την λατινική γραμματεία. Χάρις στον Γιαν Κοχανόφσκι, η πολωνική γλώσσα εκτοπίζει εφεξής την λατινική.
Το 1575, ο Κοχανόφσκι παντρεύεται την Dorota Podlodowska, με την οποία απέκτησε επτά παιδιά. Ταξίδεψε στη Γαλλία, όπου γνωρίστηκε με τον ποιητή Πιερ ντε Ρονσάρ (Pierre de Ronsard, 1524 - 1585). Πέθανε, πιθανότατα από καρδιακή προσβολή, στην πόλη Λούμπλιν (Lublin) της Πολωνίας στις 22 Αυγούστου 1584, σε ηλικία μόνο 54 ετών.
Στο χωριό Czarnolas, 100 χλμ νοτιοανατολικά της Βαρσοβίας, βρίσκεται και λειτουργεί σήμερα ως μουσείο το σπίτι, όπου έζησε ο Κοχανόφσκι (Muzeum Jana Kochanowskiego). Μπροστά στο Μουσείο, έχει στηθεί ένα επιβλητικό μπρούτζινο άγαλμα του Κοχανόφσκι, με τη μακριά γενειάδα του και το γούνινο μακρύ παλτό του, φιλοτεχνημένο από τον γλύπτη Μ. Welter.
Ένα άλλο μνημείο με τη μαρμάρινη προτομή του Κοχανόφσκι (19ος αι.), ανάμεσα σε πολύχρωμες τοιχογραφίες με κόκκινα και ροζέ τριαντάφυλλα σε σχέδια του Στανίσλαβ Βισπιάνσκι, υπάρχει και στην Εκκλησία των Φραγκισκανών στην Κρακοβία, που έχει φιλοτεχνηθεί από τον Πολωνό γλύπτη Η. Κosowski (βλ. ένθετη εικόνα).
Η υπόθεση του έργου είναι παρμένη από την Ιλιάδα του Ομήρου και ιστορεί ένα περιστατικό του Τρωικού Πολέμου. Οι Έλληνες πρέσβεις Μενέλαος και Οδυσσέας φθάνουν στην Τροία και ζητούν από τους Τρώες να τους παραδώσουν την ωραία Ελένη, που απήγαγε ο Πάρις, ο γιος του βασιλιά Πριάμου.
Ο Αντήνωρ, ο σοφός σύμβουλος των Τρώων, αποδοκίμασε την αρπαγή της Ελένης και συμβούλευσε τους Τρώες να παραδώσουν στους Ατρείδες την Ελένη και τους θησαυρούς της. Βλέπει την Ελένη ως αιτία του κακού και πως δεν μπορεί να κινδυνεύσει η χώρα χάριν της ωραίας Ελληνίδας.
Ο Πάρις επιμένει, ότι η Ελένη πρέπει να κρατηθεί στην Τροία και δωροδοκώντας το συμβούλιο των δημογερόντων, αποσπά μιαν απόφαση, ώστε η Ελένη να μη παραδοθεί στους Έλληνες. Οι Έλληνες πρέσβεις εκφράζουν τη θλίψη τους για την εσπευσμένη και άδικη απόφαση των Τρώων και αναχωρούν για την Ελλάδα.
Η Τροία απειλείται τώρα από την εισβολή των Ελλήνων. Η Κασσάνδρα, η κόρη του Πριάμου, προλέγει τον πόλεμο. Ο Αντήνωρ συμβουλεύει να ετοιμάζεται ο λαός για τα χειρότερα. Όμως ο βασιλιάς Πρίαμος δεν σταθμίζει σωστά την κρισιμότητα της κατάστασης και δεν παίρνει στα σοβαρά τις συμβουλές. Ένας αγγελιαφόρος φέρνει τη φοβερή για τους Τρώες είδηση, ότι τα ελληνικά πλοία πλησιάζουν στις ακτές της Τροίας.
Ο Κοχανόφσκι έγραψε το δράμα αυτό, θέλοντας να αφυπνίσει τους ιθύνοντες της χώρας του, να ανυψώσει το φρόνημα του λαού και να προειδοποιήσει για τους μεγάλους κινδύνους που διατρέχει η πατρίδα του, αν δεν παραμερισθούν οι εσωτερικές έριδες και οι πολιτικές διαμάχες.
Ιδιαίτερη όμως θέση στην πολωνική λογοτεχνία κατέχουν και οι "Θρήνοι" (στο πρωτότυπο Threny), που έγραψε ο Κοχανόφσκι με αφορμή τον αιφνίδιο θάνατο της κόρης του Ούρσουλα, η οποία πέθανε σε ηλικία μόλις τριών ετών. Το έργο είναι εμπνευσμένο και διανθισμένο με τα χαρακτηριστικά στοιχεία των "θρηνωδιών" της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας. Δημοσιεύτηκε το 1580.
Πηγή: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Της Τιτικας Δημητρουλια. Θα ακούσει η Μόσχα να μιλούν για μένα, και οι Τάταροι / και οι κάθε λογής κάτοικοι του κόσμου\\ οι Αγγλοι, / ο Γερμανός και ο ανδρείος Ισπανός θα με γνωρίζουν / κι όσοι νερό πίνουν από τον Τίβερη τον βαθύ». Τον 15ο και τον 16ο αιώνα, οι ευρωπαϊκές γλώσσες αποκτούσαν τους τίτλους ευγενείας τους μέσω της ποίησης. Και οι ποιητές που θεμελίωναν τις εθνικές γλώσσες με την ποίησή τους, όπως ο Πολωνός ουμανιστής Γιαν Κοχανόφσκι (1530-1584) στον οποίο ανήκουν τα παραπάνω λόγια, είχαν απόλυτη συνείδηση της μεγαλοσύνης του έργου και της προσφοράς τους. Κατά το παράδειγμα της Πλειάδας και του Πιερ Ρονσάρ τον οποίο γνώρισε στο Παρίσι, στο ρεύμα του πετραρχισμού που επί χρόνια πολλά εξακολουθούσε να καθορίζει τον ευρωπαϊκό λυρισμό, ο Κοχανόφσκι, αυλικός που στη συνέχεια αποσύρεται μακριά από τη βουή του κόσμου χωρίς ποτέ να αποκοπεί ωστόσο από αυτόν, θα γράψει στα λατινικά, αλλά και στα πολωνικά, ποιήματα επικά και λυρικά και θα αναγνωριστεί ως ιδρυτική μορφή της πολωνικής και της σλαβικής λογοτεχνίας - που παραμένουν δυστυχώς σχετικά άγνωστες στη χώρα μας.
Πριν από λίγες μέρες, ο ακούραστος Δημήτρης Χουλιαράκης μάς παρέδωσε στα ελληνικά τους «Θρήνους» του Κοχανόφσκι (εκδ. Γαβριηλίδη), το σημαντικότερο έργο του (1580) πλάι στα «Τραγούδια» που εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του. Δεκαεννιά ποιήματα στα οποία κατά το ουμανιστικό ιδεώδες το χριστιανικό στοιχείο συναιρείται με την κλασική αρχαιότητα, οι «Θρήνοι» αποτελούν πρωτοπορία για την εποχή για έναν ακόμα λόγο, πέραν δηλαδή του ότι γράφτηκαν στα πολωνικά: ο ποιητής θρηνεί την κορούλα του, Ούρσουλα, που πέθανε σε ηλικία μόλις δυόμισι ετών - και λίγο αργότερα την ακολούθησε η αδελφή της Χάνα. Ετσι, έρχεται σε ρήξη με την καθεστηκυία ποιητική τάξη, που θεωρούσε ότι οι θρήνοι και τα εγκώμια ταιριάζουν μόνο στους επιφανείς.
Σπουδαίος ποιητής, ο Κοχανόφσκι γράφει ένα θρήνο στέρεα δομημένο πάνω σε μυθικές και βιβλικές αναφορές και μέσα από τη θαυμάσια μετάφραση του Χουλιαράκη περνά ανεπιτήδευτος και αυθεντικός ο σπαραγμός του πατέρα - θυμίζοντάς μας μάλιστα κάποιες στιγμές ποικιλοτρόπως τον παλαμικό «Τάφο». Η γνησιότητα του αισθήματος και η απλότητα της έκφρασης αιχμαλωτίζουν τον αναγνώστη, όπως στο σημείο που η μητέρα του λέει για την κόρη του ότι «δίπλα σε άγγελους και πνεύματα αιώνια / φέγγει γλυκά σαν τον Αυγερινό». Με αφορμή όμως το προσωπικό βίωμα, το οποίο αναβαθμίζει, ο Κοχανόφσκι διερευνά τα όρια της ανθρώπινης συνθήκης. Ετσι, το πένθος εντάσσεται στη γενικότερη απορία περί των ανθρωπίνων, με τρόπο που αναφέρεται ευθέως στον Πετράρχη: η παρηγοριά που έρχεται στον ποιητή στο τέλος μέσα από το όνειρο στο οποίο του παρουσιάζονται οι νεκρές του αγαπημένες, η μητέρα και η κορούλα του, παραπέμπει στο σονέτο CCCLIX του «Canzoniere», όταν η Λάουρα παρηγορεί τον Πετράρχη και τον καλεί να έχει εμπιστοσύνη στον Θεό. Αντίστοιχα, η μητέρα του Κοχανόφσκι τον καλεί και τις συμφορές σαν άνθρωπος να υπομένει: «Τέτοια είναι της Τύχης η δύναμη, ακριβέ μου / που αντί να κλαιγόμαστε πως κάτι μας στερεί, / χάρη να της χρωστάμε θα 'πρεπε γι' αυτό που μας αφήνει».
Αυτές τις ώρες που η κρίση σε όλους μας κάτι στερεί, ας της χρωστάμε χάρη γι' αυτό που μας αφήνει, την ποίηση που συνεχίζει να μας ενώνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου