Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

21.3.21

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ. Η επιλογή έγινε από τον Αρκά.

 Ὁ Δῆμος καὶ τὸ καρυοφύλλι του

Ἐγέρασα, μωρὲς παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης
τὸν ὕπνο δὲν ἐχόρτασα, καὶ τώρ᾿ ἀποσταμένος
θέλω νὰ πάω νὰ κοιμηθῶ. Ἐστέρεψ᾿ ἡ καρδιά μου.
Βρύση τὸ αἷμα τὄχυσα σταλαματιὰ δὲ μένει.

Θέλω νὰ πάω νὰ κοιμηθῶ. Κόψτε κλαρὶ ἀπ᾿ τὸ λόγγο
νά ῾ναι χλωρὸ καὶ δροσερό, νἆναι ἀνθοὺς γεμάτο,
καὶ στρῶστε τὸ κρεβάτι μου καὶ βάλτε με νὰ πέσω.

Ποιὸς ξέρει ἀπ᾿ τὸ μνῆμα μου τί δέντρο θὰ φυτρώσει!
Κι ἂν ξεφυτρώσει πλάτανος, στὸν ἴσκιό του ἀπὸ κάτω
θά ῾ρχονται τὰ κλεφτόπουλα τ᾿ ἄρματα νὰ κρεμᾶνε.
Νὰ τραγωδοῦν τὰ νιάτα μου καὶ τὴν παλληκαριά μου.
Κι ἂν κυπαρίσσι ὄμορφο καὶ μαυροφορεμένο,
θἄρχονται τὰ κλεφτόπουλα τὰ μῆλα μου νὰ παίρνουν,
νὰ πλένουν τὶς λαβωματιές, τὸ Δῆμο νὰ σχωρᾶνε.

Ἔφαγ᾿ ἡ φλόγα τ᾿ ἄρματα, οἱ χρόνοι τὴν ἀνδρειά μου.
Ἦρθε κι ἐμένα ἡ ὥρα μου. Παιδιά μου μὴ μὲ κλάψτε.
Τ᾿ ἀνδρειωμένου ὁ θάνατος δίνει ζωὴ στὴ νιότη.
Σταθεῖτ᾿ ἐδῶ τριγύρω μου, σταθεῖτε ἐδῶ σιμά μου,
τὰ μάτια νὰ μοῦ κλείσετε, νὰ πάρτε τὴν εὐχή μου.

Κι ἕν᾿ ἀπὸ σᾶς τὸ νιώτερο ἂς ἀνεβεῖ στὴ ράχη,
ἂς πάρει τὸ τουφέκι μου, τ᾿ ἄξο μου καρυοφύλλι
κι ἂς μοῦ τὸ ρίξει τρεῖς φορὲς καὶ τρεῖς φορὲς ἂς σκούξει.
«Ὁ Γερο Δῆμος πέθανε, ὁ Γερο Δῆμος πάει».
Θ᾿ ἀναστενάξ᾿ ἡ λαγκαδιά, θὲ νὰ βογκήξει ὁ βράχος
θὰ βαργομήσουν τὰ στοιχειά, οἱ βρύσες θὰ θολώσουν
καὶ τ᾿ ἀγεράκι τοῦ βουνοῦ, ὁποὺ περνᾶ δροσᾶτο,
θὰ ξεψυχήσει, θὰ σβηστεῖ, θὰ ρίξει τὰ φτερά του,
γιὰ νὰ μὴν πάρει τὴ βοὴ ἄθελα καὶ τὴ φέρει
καὶ τήνε μάθει ὁ Ὄλυμπος καὶ τὴν ἀκούσει ἡ Πίνδος
καὶ λυώσουνε τὰ χιόνια τους καὶ ξεραθοῦν οἱ λόγγοι.

Τρέχα, παιδί μου γρήγορα, τρέχα ψηλὰ στὴ ράχη
καὶ ρίξε τὸ τουφέκι μου. Στὸν ὕπνο μου ἐπάνω
θέλω γιὰ ὕστερη φορὰ ν᾿ ἀκούσω τὴ βοή του.

Ἔτρεξε τὸ κλεφτόπουλο σὰ νἄτανε ζαρκάδι,
ψηλὰ στὴ ράχη τοῦ βουνοῦ καὶ τρεῖς φορὲς φωνάζει:
«Ὁ Γερο Δῆμος πέθανε, ὁ Γερο Δῆμος πάει».
Κι ἐκεῖ ποὺ ἀντιβοούσανε οἱ βράχοι, τὰ λαγκάδια
ρίχνει τὴν πρώτη τουφεκιὰ κι ἔπειτα δευτερώνει.
Στὴν τρίτη καὶ τὴν ὕστερη τ᾿ ἄξο του καρυοφύλλι
βροντᾶ, μουγκρίζει σὰ θεριό, τὰ σωθικά του ἀνοίγει
φεύγει ἀπ᾿ τὰ χέρια σέρνεται στὸ χῶμα λαβωμένο
πέφτει ἀπ᾿ τοῦ βράχου τὸ γκρεμό, χάνεται πάει, πάει.

Ἀκουσ᾿ ὁ Δῆμος τὴ βοὴ μὲς τὸν βαθὺ τὸν ὕπνο,
τ᾿ ἀχνό του χείλι ἐγέλασε, ἐσταύρωσε τὰ χέρια...
Ὁ Γερο Δῆμος πέθανε, ὁ Γερο Δῆμος πάει.

Τ᾿ ἀνδρειωμένου ἡ ψυχὴ τοῦ φοβεροῦ τοῦ Κλέφτη
μὲ τὴ βοὴ τοῦ τουφεκιοῦ στὰ σύγνεφ᾿ ἀπαντιέται
ἀδερφικὰ ἀγκαλιάζονται, χάνονται, σβηῶνται, πᾶνε.


Εἰς τὴν μνήμην Διονυσίου Κόμητος Σολωμοῦ

Κοιμήσου... ἐγὼ τὸν ὕπνο σου δὲν ἦλθα νὰ ταράξω
δεν ἦλθα ἐδῶ στο μνῆμά σου οὔτ᾿ ἕνα λουλουδάκι
ἀπ᾿ ὅσα τὸ στολίζουνε κρυφὰ νὰ ξερριζώσω.
Κοιμήσου... χάρου, ποιητά, τὴν ἄφθαρτη γλυκάδα,
ποὺ ζῶντας ἐπεθύμησες καὶ ποὺ νεκρὸς χορταίνεις.

Ἄφες κ᾿ ἐμένα νὰ χαρῶ, ἄφες με νὰ πιστεύσω
ὅτ᾿ ἡ ψυχὴ τοῦ ποιητοῦ στην εὐμορφία τοῦ κόσμου,
εἰς τὴ μεγάλη τοῦ Παντὸς ἀθάνατη ἁρμονία
εἶναι γλυκὺ κελάδισμα, εἶναι παλμὸς ἀγάπης,
ποὺ φεύγει ἐδῶθε νὰ κρυφθῇ μὲς στὴν καρδία τοῦ Πλάστου.

Κοιμήσου... οἱ χρόνοι φεύγουνε δυστυχισμένοι, μαῦροι...
Ἀπ᾿ τὴν αἰωνιότητα, ποὺ σ᾿ ἔχει ἀγκαλιασμένον,
σταλάζουνε σιγά, σιγά... καὶ πᾶσα των ῥανίδα
πνίγει χιλιάδες γενεαῖς. Στοῦ τάφου σου τὸ χῶμα
χύνει δροσούλα καὶ ζωή, ῥόδα σκορπᾷ καὶ δάφναις.

Τρεῖς χρόνοι τώρα πέρασαν... ἦλθα νὰ γονατίσω
στο μνῆμά σου καὶ νὰ σοῦ πῶ νὰ μὴ καταφρονέσῃς
τὸ χάρισμά μου τὸ φτωχό... Γιὰ τὸ μνημόσυνό σου
σὤφερα νεκρολίβανο, σὤφερα κι᾿ ἁγιοκέρι.

Ἡ Ξανθούλα

«Μ᾿ ἀρέσ᾿ ἡ θάλασσα, γιατὶ μοῦ μοιάζει,
μ᾿ ἀρέσει, σ᾿ ἄκουσα νὰ λὲς κρυφά,
πότε ἀγριεύεται, βόγγει, στενάζει,
καὶ πότε ὁλόχαρη παίζει γελᾷ.
Δὲν εἶν᾿ ὁλόξανθη σὰν τὰ μαλλιά μου;
Δὲν εἶν᾿ ὁ κόρφος μου σὰν τὸν ἀφρό;
Μέσα στὰ μάτια μου τὰ γαλανά μου
δὲν ἔχω κύματα, τάφο, οὐρανό;
Μ᾿ ἀρέσ᾿ ἡ θάλασσα, γιατὶ μοῦ μοιάζει,
κι ἂς ἔχῃ μέσα της κόσμο θεριά...
Μὴ στὴν καρδούλα μου μὴ δὲ φωλιάζει
ἀγάπη ἀχόρταγη, σκληρὴ φωτιά;»
Κ᾿ ἐγὼ ἐχαιρόμουνα ποὺ χολιασμένη
φαρμάκι μὤσταζες μὲς στὴν ψυχή,
τὴ ζήλειά σου ἔβλεπα ξαγριωμένη,
στὰ χείλη σου ἔβραζε κάθε πνοή.
Τότ᾿ ἐκρεμάστηκα στὴν τραχηλιά σου
τὴ φλόγα σὤσβυσα μὲ δυὸ φιλιά,
τὴν ὄψι ἐβύθισα μὲς στὰ μαλλιά σου,
στὸν κόρφο σου ἔστησα κρυφὴ φωλιά.
«Κῦμα μου ἀνήμερο, ψυχή μου, φθάνει.
Μὴ μ᾿ ἀγριεύεσαι,πλάγιασ᾿ ἐδῶ...
Θἆμαι γιὰ σένανε γλυκὸ λιμάνι...
Τί ἀξίζει ἡ θάλασσα χωρὶς γιαλό;»

Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης - Βιογραφικὰ στοιχεῖα

Ὁ ποιητῆς Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης γεννήθηκε στὴ Λευκάδα τὸ 1824, ἀλλὰ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἤπειρο. Ὅταν τελείωσε τὸ δημοτικὸ καὶ τὸ γυμνάσιο στὴ Λευκάδα, φοίτησε στὴν Ἰόνιο Ἀκαδημία τῆς Κέρκυρας, κοντὰ σ᾿ ἐπιφανεῖς δασκάλους, ὅπως ὁ Ἀσώπιος καὶ ὁ Ἰωάννης Οἰκονομίδης.

Ἀφοῦ τελείωσε τὴν Ἀκαδημία, σὲ ἡλικία δεκαεφτὰ χρονῶν, σπούδασε νομικὰ στὰ πανεπιστήμια τοῦ Παρισιοῦ, τῆς Γενεύης καὶ τῆς Πίζας. Ὕστερα ἀπὸ μία σύντομη παραμονὴ στὴ Λευκάδα, ἐπισκέφτηκε καὶ πάλι πολλὲς ἀπὸ τὶς γνωστὲς τότε εὐρωπαϊκὲς χῶρες, γιὰ νὰ καταλήξει τελικὰ στὴν Ἀγγλία, ὅπου ἔμεινε γιὰ ἀρκετὰ χρόνια.

Τὸ 1853 ὅμως ἐπέστρεψε ὁριστικὰ στὴ Λευκάδα καὶ ἀναμείχτηκε στὴν πολιτική. Ἐκλέχτηκε βουλευτὴς τῆς «Ἰονίου Πολιτείας» καὶ ἀγωνίστηκε γιὰ μία ἑπταετία γιὰ τὰ δίκαια τῶν Ἐφτανήσων. Ἡ ἐνσωμάτωση τῶν Ἐπτανήσων στὴν Ἑλλάδα καὶ ἡ ὁλοκλήρωση τῆς ἐδαφικῆς ἀκεραιότητάς της μὲ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἠπείρου, ὑπῆρξαν ὄνειρά του. Μετὰ τὴν ἕνωση τῶν Ἐπτανήσων ἐκλέχτηκε πρῶτος ἀντιπρόσωπός τους στὴν ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἀθήνας.

Στὴ συνέχεια ἔδρασε ὡς βουλευτὴς στὴν Ἀθήνα, γιὰ νὰ παραιτηθεῖ ὁριστικὰ ἀπὸ τὴν πολιτικὴ τὸ 1868. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πολιτικῆς του δράσης, οἱ ἀγορεύσεις του ἦταν σωστὰ ποιήματα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ρητορική του ἱκανότητα ἔμεινε ἀλησμόνητη. Ὁ Βαλαωρίτης ἦταν ἕνας ριζοσπάστης ποὺ δὲν περιορίστηκε μόνο στὴ θεωρητικὴ ἐπιβολὴ τῆς ἰδεολογίας του. Προσπάθησε νὰ ἀποτινάξει κάθε ἴχνος ξενομανίας καὶ νὰ διώξει τὴν κακὴ ἐπιρροὴ ποὺ ἀσκοῦσαν οἱ Ἄγγλοι στὰ Ἐπτάνησα καὶ οἱ Βαυαροὶ στὸ νεοσύστατο κράτος.

Ὁ Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης δὲ δείλιαζε καὶ δὲν ὑποχωροῦσε μπροστὰ σὲ τίποτα προκειμένου νὰ ἐπιτύχει τοὺς στόχους του. Ἀδιαφοροῦσε γιὰ τὸ ἂν εἶχε νὰ κάνει μὲ ὑψηλὰ πρόσωπα. Γι᾿ αὐτὸν πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἦταν τὸ καθῆκον γιὰ τὴν πατρίδα, ποὺ ἔπρεπε νὰ τὸ φέρει σὲ καλὸ τέλος. Ὅταν τὸ 1868 ἐγκατέλειψε τὸν πολιτικὸ στίβο, δὲν ἔπαψε νὰ παρακολουθεῖ ἀπὸ κοντὰ τὸ πολιτικὰ πράγματα μία καὶ οἱ στόχοι του δὲν εἶχαν ἀκόμη ἀκπληρωθεῖ ὁλοκληρωτικά.

Ἂν καὶ ἔκανε πολλὰ ταξίδια, ἂν καὶ ἔλαβε δυτικὴ μόρφωση, παρέμεινε ὡς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς τοῦ ἕνας πραγματικὸς Ἕλληνας. Αὐτὸ ἐξάλλου ἀπαιτοῦσε καὶ ἡ ἐποχὴ μέσα στὴν ὁποία ζοῦσε. Δὲν ἦταν μόνο θαυμαστῆς τῶν παλικαριῶν, ἦταν καὶ ὁ ἴδιος λαμπρὸ παλικάρι.

Ὁ Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης πέθανε τὸ 1879 ἀπὸ καρδιακὴ προσβολή.

ΚΑΝΤΖΑ 20 ΜΑΡΤΙΟΥ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΛΑ ΣΤΟΝ ΠΟΝΤΙΟ ΠΑΤΕΡΑ ΘΕΟΔΩΡΟ

Δεν υπάρχουν σχόλια: