Ο Φρειδερίκος Νίτσε (Friedrich Nietzsche) γεννήθηκε το 1844 στο Ρένκεν
κοντά στη Λειψία και πέθανε στη Βαϊμάρη το 1900, ήταν δε από τους πιο
σημαντικούς Γερμανούς φιλοσόφους αλλά και σπουδαίος φιλόλογος.
Αναφέρεται δε συχνά ως ένας από τους πρώτους «υπαρξιστές» φιλοσόφους.
Σπούδασε κλασική φιλολογία στη Βόννη και τη Λειψία και καταγόταν από μια
βαθιά θρησκευόμενη οικογένεια και προοριζόταν για την επιστήμη της
Θεολογίας. Ωστόσο, η πορεία του άλλαξε κατά τα μετεφηβικά του χρόνια με
αποτέλεσμα να στραφεί στον χώρο της φιλοσοφίας.
Μόλις στα 25 του χρόνια διορίστηκε καθηγητής στο
πανεπιστήμιο της Βασιλείας, στην Ελβετία και από τότε ξεκίνησε το
πολύμορφο συγγραφικό του έργο. Ο Νίτσε υπήρξε δριμύτατος επικριτής των
κατεστημένων σκέψεων και τάξεων, ιδιαίτερα του Χριστιανισμού. Πληθώρα
συγγραμμάτων του γράφτηκαν με οξύ και επιθετικό ύφος, χρησιμοποιώντας
ευρέως αφορισμούς. Το φιλοσοφικό του έργο εκτιμήθηκε ιδιαίτερα κατά το
πρώτο μισό του 20ού αιώνα, περίοδο κατά την οποία εδραιώθηκε η θέση του
και αναγνωρίστηκε ως ένας από τους μείζονες φιλοσόφους.
Οι προσπάθειές του να ανακαλύψει τα ελατήρια που
βρίσκονται κάτω από την παραδοσιακή θρησκεία, την ηθική και τη φιλοσοφία
της Δύσης άσκησαν βαθιά επίδραση σε γενεές θεολόγων, φιλοσόφων,
ψυχολόγων, ποιητών, μυθιστοριογράφων και δραματουργών.
Αναλογίστηκε τις συνέπειες του θριάμβου της εκκοσμίκευσης του Διαφωτισμού, εκπεφρασμένες με την παρατήρησή του ότι «ο Θεός πέθανε»,
κατά έναν τρόπο που προσδιόρισε τα θέματα καθημερινής συζήτησης των πιο
διάσημων διανοουμένων της Ευρώπης, μετά το θάνατό του το 1900.
Αν και ήταν σφοδρός πολέμιος του εθνικισμού, του
αντισημιτισμού και της πολιτικής ισχύος, εν τούτοις ο Χίτλερ και οι
εθνικοσοσιαλιστές επικαλέστηκαν αργότερα το όνομά του για να προωθήσουν
εκείνα ακριβώς τα πράγματα που απεχθανόταν.
Τα έργα του
Τα έργα του Νίτσε διακρίνονται σε τρεις με ακρίβεια
προσδιορισμένες περιόδους. Στα έργα της πρώτης περιόδου κυριαρχεί η
ρομαντική αντίληψη με επιδράσεις του Σοπενχάουερ και του Βάγκνερ.
Τα έργα της δεύτερης περιόδου ανακλούν την παράδοση
των Γάλλων αφοριστών. Τα έργα αυτά, στα οποία ο Νίτσε πλέκει το εγκώμιο
της λογικής και της επιστήμης και πειραματίζεται με τα φιλολογικά είδη,
εκφράζουν την χειραφέτησή του από τον νεανικό του ρομαντισμό και της
επιδράσεις του Σόπενχαουερ και του Βάγκνερ.
Στα έργα της ωριμότητάς του ο Νίτσε ασχολήθηκε με το
πρόβλημα της καταγωγής και της λειτουργίας των αξιών στην ανθρώπινη ζωή.
Εφόσον, κατά τον Νίτσε, η ζωή παρά το γεγονός ότι ούτε διαθέτει ούτε
στερείται αξίας εγγενών, αποτελεί πάντοτε αντικείμενο κριτικών
εκτιμήσεων, τότε οι εκτιμήσεις αυτές δεν μπορούν να αναγνωστούν παρά ως
συμπτώματα της κατάστασης εκείνου ο οποίος διατυπώνει τις εκτιμήσεις.
Κατά συνέπεια, ο Νίτσε προχώρησε σε μία κατά βάθος
ανάλυση και εκτίμηση των θεμελιωδών πολιτιστικών αξιών της φιλοσοφίας,
της θρησκείας και της ηθικής της Δύσης και κατέληξε να τις χαρακτηρίσει
ως εκφράσεις του ασκητικού ιδεώδους.
To ασκητικό ιδεώδες προκύπτει, όταν ο πόνος
προσλαμβάνει την έννοια τού υπέρτατου νοήματος. Κατά τον Νίτσε, ο
ιουδαϊκο-χριστιανικός πολιτισμός, π.χ., οδήγησε στην αποδοχή τού πόνου,
ερμηνεύοντας τον ως πρόθεση τού Θεού και ως αφορμή για εξιλέωση. O
θρίαμβος τού χριστιανισμού, κατά συνέπειαν, οφείλεται στο εξωραϊσμένο
δόγμα της προσωπικής αθανασίας, δηλαδή στην υπερφίαλη άποψη ότι η ζωή
και ο θάνατος κάθε ανθρώπου έχουν κοσμική σημασία. Κατά τον ίδιο τρόπο, η
παραδοσιακή φιλοσοφία εξέφρασε το ασκητικό ιδεώδες δίνοντας το
προβάδισμα στην ψυχή έναντι τού σώματος, στον νου έναντι των αισθήσεων,
στο καθήκον έναντι της επιθυμίας, στο πραγματικό έναντι τού
φαινομενικού, στο αιώνιο έναντι τού πρόσκαιρου.
O χριστιανισμός υποσχόταν την σωτηρία τού αμαρτωλού ο
οποίος μετανοεί, ενώ παράλληλα η φιλοσοφία προσέφερε την ελπίδα της
σωτηρίας, έστω και εγκόσμιας, για τους σοφούς της. Κοινό στοιχείο της
παραδοσιακής θρησκείας και φιλοσοφίας ήταν η υπόθεση, η οποία δεν
διατυπώνεται ξεκάθαρα,αλλά παρέχει ισχυρό κίνητρο, ότι η ύπαρξη
χρειάζεται αιτιολόγηση, δικαίωση ή εξιλέωση. Τόσο η θρησκεία όσο και η
φιλοσοφία εκφράζονταν εις βάρος της εμπειρίας και υπέρ κάποιου άλλου
«αληθινού» κόσμου. Και οι δύο μπορούν να θεωρηθούν ως συμπτώματα μιας
ζωής παρηκμασμένης, εξαθλιωμένης.
H κριτική τού Νίτσε προς την παραδοσιακή ηθική
επικεντρώθηκε στην τυπολογία τής ηθικής τού «κυρίου» και τού «δούλου». Ο
Νίτσε υποστήριξε ότι η διάκριση μεταξύ καλού και κακού είχε αρχικά
περιγραφικό χαρακτήρα, ήταν δηλαδή μία μή ηθικής φύσεως αναφορά στους
προνομιούχους, στους «κυρίους», σε αντίθεση με εκείνους που ήταν
κατώτεροι, τους «δούλους».
H αντίθεση καλό-ηθικώς κακό προέκυψε, όταν οι δούλοι
εκδικήθηκαν μετατρέποντας τα διακριτικά γνωρίσματα των κυρίων σε ηθικά
ελαττώματα. Εάν οι προνομιούχοι, οι «καλοί», ήταν ισχυροί, θεωρήθηκε ότι
οι ταπεινοί θα κληρονομήσουν την γη. H υπερηφάνεια θεωρήθηκε αμαρτία. H
ευσπλαχνία, η ταπεινοφροσύνη και η υπακοή αντικατέστησαν τον
ανταγωνισμό, την υπερηφάνεια και το αυτεξούσιο. To αποφασιστικό
επιχείρημα το οποίο οδήγησε στην επικράτηση της ηθικής τού δούλου ήταν ο
ισχυρισμός ότι αυτή ήταν η μόνη αληθινή ηθική. Αυτή η επιμονή στο
απόλυτο αποτελεί ουσιώδες στοιχείο τόσο της φιλοσοφικής όσο και της
θρησκευτικής ηθικής. O Νίτσε, παρ' όλο που έδωσε την ιστορική γενεαλογία
της ηθικής τού κυρίου και τού δούλου, υποστήριξε ότι επρόκειτο για μιαν
ανιστορική τυπολογία χαρακτηριστικών τα οποία ενυπάρχουν σε κάθε
άνθρωπο.
Το νιτσεϊκό έργο ήταν μια κραυγή μέσα στη βαθιά νύχτα
των ανθρώπων. Ο ίδιος παρατηρούσε πως για να σε ακούσει κάποιος πρέπει
να του σπάσεις τα αυτιά. Γι αυτό άλλωστε και πολλές φορές βρίσκουμε στα
έργα του έκδηλη την περιφρόνηση για πρόσωπα και πράγματα. Δεν ήταν κακία
ή μικρότητα, αλλά μια φωνή που ήθελε σφοδρά να ακουστεί στα αυτιά και
τις συνειδήσεις όλων.
Ο Νίτσε κάποτε έγραψε ότι μερικοί άνθρωποι
γεννιούνται μετά το θάνατό τους και αυτό ασφαλώς ισχύει στην περίπτωσή
του. Η ιστορία της φιλοσοφίας, της θεολογίας και της ψυχολογίας του 20ου αιώνα δεν νοείται χωρίς αυτόν.
Περνώντας στη θεωρία του Νίτσε, πρέπει να πούμε πως
γι' αυτόν η θέληση για δύναμη είναι η μόνη δύναμη πάνω στη γη, αυτή που
κινεί όλα τα όντα και τα κάνει να αλληλοσυγκρούονται, να συνδυάζονται,
να ενώνονται, να ανακατεύονται αέναα. Όπως λέει ο ίδιος στο Πέρα από το καλό και το κακό, «η
ζωή είναι κατ' ουσίαν ιδιοποίηση, παράβλαψη, καθυπόταξη του ξένου και
του ανίσχυρου, καταπίεση, σκληρότητα, εκμετάλλευση. δηλαδή θέληση για
δύναμη».
Επειδή τα όντα δεν έχουν την ίδια δύναμη (δεν είναι
ίσα), ο κόσμος είναι μια τάξη ιεραρχίας από το ανώτερο στο κατώτερο, μια
τάξη όμως ρευστή και επιδεχόμενη συνεχείς αμφισβητήσεις και
ανακατατάξεις. Στην κορυφή της πυραμίδας αυτών των θελήσεων για δύναμη
βρίσκεται φυσικά ο άνθρωπος, ο οποίος έχει επιβάλλει και θα επιβάλλει
πάντα την εξουσία του πάνω στη φύση και στους ομοίους του. Αυτό που
διέπει τις ανθρώπινες σχέσεις είναι ο ανταγωνισμός (ο αρχαίος ελληνικός αγών,
αυτό που δεν άφηνε τον Θεμιστοκλή να κοιμηθεί όταν σκεφτόταν «το του
Μιλτιάδου τρόπαιον»). Ας θυμηθούμε στο σημείο αυτό ότι ενώ πολλοί
θεωρούν τον οστρακισμό που λάμβανε χώρα στην αρχαία Αθήνα
εκμηδένιση του ατόμου, αντίθετα, ο Νίτσε υποστηρίζει ότι ο θεσμός του
οστρακισμού ήταν θετικός: όταν ένα άτομο ξεπερνάει όλα τα άλλα,
παραμερίζεται από την κοινότητα «προκειμένου να ξαναρχίσει το παιχνίδι
των ανταγωνιζόμενων δυνάμεων».
Για τον Νίτσε, η πιο ισχυρή θέληση για δύναμη είναι η
πιο πνευματική, δηλαδή εκείνη που χαρακτηρίζει τους «μεγάλους εφευρέτες
καινούργιων αξιών» ή δημιουργούς. Τέτοιοι άνθρωποι προβαίνουν, μαζί με
τους μαθητές/οπαδούς τους, σε καινούργιες αξιολογήσεις των ανθρώπινων
αξιών, ιδεών και πραγμάτων και έτσι προτείνουν ένα καινούργιο «αγαθό»
για την πλειονότητα των ανθρώπων (για τον λαό), αναπόσπαστο από έναν
πίνακα «υπερνικήσεων», δηλαδή έναν πίνακα που περιέχει όλα εκείνα που
πρέπει να ξεπεραστούν τη δεδομένη στιγμή.
Οι δημιουργοί μπορούν να εκφράζουν μια «θετική» ή μια
«αρνητική» θέληση για δύναμη. Θετική είναι κάθε θέληση για δύναμη που
είναι καταφατική προς τη ζωή, που «ευλογεί τα πράγματα και τον άνθρωπο»,
και αρνητική κάθε θέληση για δύναμη που δεν σέβεται, δεν εκτιμά και δεν
αναδεικνύει την αξία της ζωής.
Για παράδειγμα, ο χριστιανισμός, η πανίσχυρη αυτή
θρησκεία, υποτιμά και δυσφημεί τη ζωή και τον κόσμο εδώ κάτω εν ονόματι
ενός «επέκεινα», ενός άλλου κόσμου τιμωρίας ή ανταμοιβής (κόλαση και
παράδεισος). Με τις έννοιες της αμαρτίας και της τιμωρίας ταπεινώνει και
κουτσουρεύει το ανθρώπινο σώμα και πνεύμα. Με τον χριστιανισμό
ανεβαίνουν στην εξουσία οι αδύναμοι, οι αρνητές της ζωής. Ο Χριστός ήταν
βέβαια ένας μεγάλος δημιουργός, εξέφρασε όμως την ηθική και επέβαλε την
κυριαρχία των «αδύναμων», των «δούλων», δηλαδή των αρνητών της ζωής.
Ο μηδενισμός του Νίτσε
Με τον όρο «μηδενισμό» ο Νίτσε περιέγραφε τον
υποβιβασμό των υψηλών αξιών, τις οποίες είχε θέσει με αξιωματικό τρόπο
το ασκητικό ιδεώδες. Πίστευε ότι η εποχή που ζούσε ήταν μία εποχή
παθητικού μηδενισμού, δηλαδή μία εποχή η οποία δεν είχε αντιληφθεί ότι
τα θεωρούμενα από τη θρησκεία και τη φιλοσοφία ως απόλυτα είχαν
αποσυντεθεί με την εμφάνιση του θετικισμού του 19ου αιώνα.
Με την κατάρρευση των μεταφυσικών και θεολογικών
βάσεων και θέσφατων της παραδοσιακής ηθικής, εκείνο που θα απέμενε ήταν
μία διάχυτη αίσθηση έλλειψης σκοπού και νοήματος. Και η επικράτηση της
επίγνωσης έλλειψης νοήματος σήμαινε τον θρίαμβο του μηδενισμού: «Ο Θεός είναι νεκρός».
Μιλώντας για την εποχή του, την εποχή της Δύσης του 19ου αιώνα, ο Νίτσε υποστηρίζει πως είναι παρακμιακή, μηδενιστική, εποχή της κυριαρχίας των αδύναμων και της αρνητικής θέλησης για δύναμη.
Το κοινωνικό πρόταγμά του είναι να επικρατήσει πάλι, όπως συνέβη πολλές
φορές στην ιστορία, η θετική θέληση για δύναμη, η θέληση για δύναμη των
δυνατών. (Το «πάλι» διασώζει ώς ένα βαθμό τον Νίτσε από την κατηγορία
ότι προσβλέπει κι αυτός σε μια μελλοντική «τέλεια» κοινωνία.) Παρόλο που
διατείνεται πως είναι αμοραλιστής και βρίσκεται «πέρα από το καλό και
το κακό», θέλει την εγκαθίδρυση μιας καινούργιας ηθικής, που θα
στηρίζεται στην επαναξιολόγηση όλων των δεδομένων μέχρι τώρα αξιών. Το
ζητούμενο είναι να βρεθούν οι δημιουργοί, εκείνη η ελίτ που θα προωθήσει
και θα επιβάλλει μέσα από ένα νικηφόρο αγώνα έναν τέτοιο σκοπό. Είναι
ολοφάνερο ότι ο Νίτσε διαφοροποιείται ευθέως από οποιοδήποτε
σοσιαλιστικό ή αναρχικό όραμα μιας μελλοντικής κοινωνίας, η οποία θα
ερείδεται κυρίως στη συνεργασία και στην αλληλοβοήθεια ίσων ατόμων.
Επιπλέον, ακόμη κι αν νικήσει η θετική θέληση για
δύναμη, η κυριαρχία της δεν μπορεί παρά να είναι προσωρινή, όπως
διδάσκει η νιτσεϊκή θεωρία της αιώνιας επιστροφής όλων των πραγμάτων
-μια δυσνόητη και νεφελώδης θεωρία με την οποία δεν μπορώ να ασχοληθώ
εδώ παραπάνω.
Επιγραμματικά, ο μηδενιστικός χαρακτήρας της
σύγχρονης εποχής φαίνεται για τον Νίτσε α) από την κυριαρχία του κράτους
και των ψεύτικων και παραπλανητικών ιδεωδών της ισότητας, της
ελευθερίας και της δικαιοσύνης, καθώς και των γελοίων τυπικών
ενσαρκώσεών τους (η ισότητα π.χ. δεν είναι παρά ισότητα έναντι του νόμου
και στηρίζεται στην οικονομική και κοινωνική ανισότητα), β) από την
κυριαρχία της θρησκείας και των πάσης φύσεως ασφυκτικών και
αποστερητικών ιδεολογιών, γ) από την παντοδυναμία του πνεύματος του
καπιταλισμού ή του «μικρέμπορου», όπως έλεγε ο ίδιος, με τις αξίες του
τού πλουτισμού, της ακατάπαυστης και μηχανικής εργασίας, της
επιβεβλημένης σχόλης, του ζωώδους καταναλωτισμού και ηδονισμού.
Όλα τα παραπάνω σε καμιά περίπτωση όμως δεν
αυτοαποκαλούνται «μηδενισμός», αλλά αυτοπαρουσιάζονται ως πρόοδος και
συνεχής βελτίωση της ανθρώπινης κατάστασης. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι
για τον Νίτσε αντιπροσωπεύουν τον «κρυφό», αλλά πανίσχυρο, μηδενισμό -αν
και ο χαρακτηρισμός αυτός δεν είναι δικός του.
Στον «φανερό», τώρα, μηδενισμό ανήκουν όλες εκείνες
οι ιδεολογίες και οι φιλοσοφίες που ισχυρίζονται απερίφραστα ότι τίποτε
δεν αξίζει, ότι η ζωή είναι μια σειρά επαναλαμβανόμενων κύκλων δίχως
νόημα, ότι όλα κανονίζονται, όπως έλεγε π.χ. ο γερμανός φιλόσοφος Άρτουρ
Σοπενάουερ, από μια ανώτερη δύναμη, μια «θέληση», που θα μείνει για
πάντα άγνωστη στον άνθρωπο.
Ο Νίτσε ζητά λοιπόν μια πνευματική επανάσταση που θα
επιφέρει την κυριαρχία της θετικής θέλησης για δύναμη, την οποία
αντιπροσωπεύουν οι «δυνατοί». Ωστόσο, τόσο αυτή η σύλληψη για την
επανάσταση όσο και η θέληση για δύναμη και το δυαδικό σχήμα «κατάφαση
στη ζωή» και «άρνηση της ζωής» παραμένουν για μένα εξαιρετικά
προβληματικά, όπως άλλωστε και το αντιδιαφωτιστικό μένος του Νίτσε -με
την παντελή απαξίωση της ισότητας, της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Είναι όμως αναπόφευκτο να ισοδυναμεί η δύναμη με την επιβολή της κυριαρχίας, δηλαδή την ανισότητα και την ανελευθερία; Με άλλα λόγια, γιατί να μη συμβαδίζει η διαφορά στη δύναμη με μια θεσμισμένη ισότητα και ελευθερία; (Με τη λέξη δύναμη δεν εννοώ φυσικά καμιά μορφή κοινωνικής, οικονομικής κτλ. δύναμης.)
O Νίτσε πίστευε όμως ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν
θα μπορούσαν να αποδεχθούν την απώλεια τού ασκητικού ιδεώδους και την
έλλειψη εγγενούς νοήματος στην ύπαρξη, αλλά θα επιδίωκαν να
αντικαταστήσουν τις απόλυτες αξίες, ώστε να προσδώσουν νόημα στην ζωή.
Πίστευε ότι ο εθνικισμός, ο οποίος είχε αρχίσει να αναδύεται στην εποχή
του, αποτέλεσε ένα τέτοιο επικίνδυνο υποκατάστατο τού θεού, όπου το
έθνος-κράτος θα επενδυόταν με υπερβατική αξία και υπερβατικό σκοπό.
Κατά τον Νίτσε, ακριβώς όπως η φιλοσοφία και η
θρησκεία είχαν εκφραστεί μέσω απόλυτων δογμάτων, η απολυτότητα
εκφραζόταν με ιεραποστολική θέρμη και ζήλο και στο έθνος-κράτος. Θα
εξακολουθούσε η αυταπάτη, ο σφαγιασμός των αντιπάλων και η κατάκτηση της
γης, κάτω από την σημαία της παγκόσμιας αδελφοσύνης, της
δημοκρατίας και τού σοσιαλισμού. Στο σημείο αυτό η πρόγνωση τού
Νίτσε είναι εξαιρετικά οδυνηρή, γιατί κάνει ιδιαίτερα αποκρουστικό
τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε αργότερα η θεωρία του.
Λογουχάρη, δύο βιβλία είχαν μόνιμα την θέση τους στα σακίδια των
Γερμανών στρατιωτών κατά τον A' Παγκόσμιο πόλεμο: το Τάδε έφη Ζαρατούστρα και το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο. Είναι δύσκολο να πει κανείς ποιος από τους δύο συγγραφείς κηλιδώθηκε περισσότερο από αυτή την χρήση.
O Νίτσε θεωρούσε τα γραπτά του ως μάχες με τον
μηδενισμό. Εκτός από την κριτική που ασκούσε στη θρησκεία, την φιλοσοφία
και την ηθική, ανέπτυξε πρωτότυπες θέσεις, οι οποίες μελετήθηκαν με
μεγάλο ενδιαφέρον, όπως ο προοπτισμός, η βούληση για δύναμη, η αιώνια
επιστροφή και ο υπεράνθρωπος.