Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

4.4.16

''ΣΕΠΟΥΚΟ'' ή ''ΧΑΡΑΚΙΡΙ'' Αυτό που λείπει από την Ελληνική παράδοση.

«Σεπούκου» ή «Χαρακίρι»
(«Seppuku», «Hara kiri»)

Κατά την Ιαπωνική Παράδοση μετά την έλευση στην χώρα του Βουδισμού και την καθιέρωση του κώδικα «Μπουσίντο» («Bushido»), η τελετουργική αυτοκτονία σε περίπτωση που απειλείται η τιμή ή η αξιοπρέπεια ενός πολεμιστή ή ευγενή.



«Σεπούκου» ή «Χαρακίρι» («Seppuku», «Hara kiri»). Κατά την Ιαπωνική Παράδοση μετά την έλευση στην χώρα του Βουδισμού και την καθιέρωση του κώδικα «Μπουσίντο» («Bushido»), η τελετουργική αυτοκτονία σε περίπτωση που απειλείται η τιμή ή η αξιοπρέπεια ενός πολεμιστή ή ευγενή: «Η νίκη ή η ήττα είναι αποτελέσματα της τυχαίας δύναμης των συνθηκών. Αυτό που διαφέρει είναι η αποφυγή της αναξιοπρέπειας και αυτό γίνεται μόνο στον θάνατο» («Hagakure» ή «Ο Δρόμος των Σαμουράϊ», 1709 -1716).

Η ιδεολογική – ηθική – θρησκευτική βάση του «Σεπούκου», που δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην τιμή από την διατήρηση στην ζωή, βρίσκεται στην βουδιστική αντίληψη ότι ο ανθρώπινος βίος είναι μία παροδική κατάσταση, σε συνδυασμό με την κομφουκιανή υπευθυνότητα προς την οικογένεια και τους ιεραρχικά ανώτερους, καθώς και με τον ανιμισμό και την λατρεία των προγόνων του παραδοσιακού - πολυθεϊστικού Σίντο.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΔΥΤΙΚΟ
Αναφορικά με το «Σεπούκου» γράφει ο ιστορικός Στέφεν Θάμπουλ (Stephen Tumbull): «Το σεπούκου είναι πιο γνωστό στον δυτικό κόσμο ως χαρακίρι (κόψιμο της κοιλιάς) και είναι κάτι τόσο ξένο προς την ευρωπαϊκή παράδοση, που έγινε μία από τις ελάχιστες λέξεις των σαμουράϊ που πέρασαν σε άλλες γλώσσες δίχως ανάγκη να μεταφραστούν. Το σεπούκου συνήθως γινόταν με ένα ξιφίδιο, μετά από πολύωρη προετοιμασία και τελετή στο σπίτι ή βιαστικά σε μία ήσυχη γωνία του πεδίου της μάχης, ενώ οι συμπολεμιστές κρατούσαν σε απόσταση τον εχθρό.

Στον κόσμο των πολεμιστών, το σεπούκου ήταν μία εκδήλωση του θάρρους που έπρεπε να δείξει ένας σαμουράϊ που ήξερε ότι είχε ηττηθεί ή είχε ατιμαστεί ή πληγωθεί ηθικά. Σήμαινε ότι είχε τελειώσει την ζωή του καθαρός από κάθε προσβολή και με την υπόληψή του όχι απλώς άθικτη, αλλά επιπλέον και ανεβασμένη. Το κόψιμο της κοιλιάς απελευθέρωνε το πνεύμα του σαμουράϊ με τον πιο δραματικό τρόπο, αλλά ήταν ένας υπερβολικά επώδυνος και αγωνιώδης τρόπος θανάτου, με αποτέλεσμα συχνά ο σαμουράϊ που το διέπραττε να ζητάει από έναν αφοσιωμένο σύντροφό του να τού κόψει το κεφάλι την στιγμή της κορύφωσης της αγωνίας» («Samurai. The World of the Warrior»).



ΤΟ ΤΥΠΙΚΟ ΤΟΥ «ΣΕΠΟΥΚΟΥ»

Το πρώτο «Σεπούκου» έχει καταγραφεί ιστορικά κατά την περίοδο Χεϊάν (Heian, 794 - 1185) από έναν πολεμιστή από το Μιναμότο (Minamoto), ωστόσο η τέλεσή του γενικεύθηκε, καθώς και εμπλουτίσθηκε το τελετουργικό του κατά την μακρά περίοδο των εμφυλίων πολέμων «Sengoku - jidai» («Εποχή της εμπόλεμης χώρας»). Από την γρήγορη αυτοκτονία του ηττημένου σαμουράϊ στο πεδίο της μάχης, το Σεπούκου ντύθηκε σιγά - σιγά με ένα πλούσιο και επιβλητικό τελετουργικό. Λευκοντυμένος ο σαμουράϊ που πρόκειτο να αυτοχειριαστεί, γονάτιζε συνήθως στο μέσον ενός κήπου ή ενός βουδιστικού (και ουδέποτε σιντοϊστικού) Ναού μπροστά σε έναν ξύλινο δίσκο (που μετά την αυτοκτονία καιγόταν), επάνω στον οποίο βρίσκονταν χαρτί, μελάνι, μία κούπα σακέ και ένα μικρό μαχαίρι (το «tanto»). Ο αυτόχειρας έπινε συμβολικά σε 2 γουλιές το σακέ, έγραφε στο χαρτί ένα αποχαιρετιστήριο ποίημα και προχωρούσε με το «tanto» στο οριζόντιο άνοιγμα της κοιλιάς του («hara», που στον Βουδισμό είναι το κέντρο της ανθρώπινης προσωπικότητας). Δεύτερη τομή της κοιλιάς, κάθετη και προς τα επάνω, αποτελούσε δείγμα εξαιρετικής γενναιότητας και ψυχικής δύναμης (η ακραία αυτή μορφή του «Σεπούκου» λεγόταν «jumonji giri»).
Τον αυτόχειρα βοηθούσε ο λεγόμενος «καϊσάκου» («Kaishakunin», «Αξιωματικός του Θανάτου», ένας ρόλος που αποτελούσε εξαιρετική τιμή), εξουσιοδοτημένος να κόψει το κεφάλι του συντρόφου του αμέσως μετά το άνοιγμα της κοιλιάς του και να δώσει τέλος στον πόνο του. Το σπαθί του «καϊσάκου» με το οποίο είχε κόψει το κεφάλι του συντρόφου του, θεωρούμενο μολυσμένο καταστρεφόταν αμέσως μετά την τελετή. Η πιο σκληρή μορφή «Σεπούκου», που δεν απαιτούσε παρουσία «καϊσάκου», ήταν το προαναφερθέν «jumonji giri» («σταυρωτό κόψιμο»), κατά το οποίο ο αυτόχειρας πέθαινε αργά από αιμορραγία με σταυροειδώς ανοικτή την κοιλιά του.


ΤΟ «ΣΕΠΟΥΚΟΥ» ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Το «Σεπούκου» δεν ήταν αποκλειστικό προνόμιο των πολεμιστών ή των ανδρών. Έχουν καταγραφεί και περιπτώσεις τέτοιου αυτοχειριασμού γυναικών ή ανήλικων παιδιών. Το γυναικείο «Σεπούκου» λεγόταν «Τζιγκάϊ» («Jigai»). Η πιο γνωστή γυναίκα αυτόχειρας με «Τζιγκάϊ» ήταν η σύζυγος του στρατηγού Νόγκι Μαρεσούκε (Nogi Maresuke) που έφυγε μαζί του το έτος 1912.

Την γενίκευση της τέλεσης «Σεπούκου» κατά την διάρκεια των ηρωϊκών χρόνων της φεουδαρχικής Ιαπωνίας (1192 - 1868), όταν πολύ συχνά οι σαμουράϊ το έπρατταν για να ακολουθήσουν στον θάνατο τον πεθαμένο κύριό τους (πρόκειται για το λεγόμενο «οϊμπάρα», «oibara» ή «τσουϊφούκου», «tsuifuku»), προσπάθησαν να σταματήσουν διάφοροι ηγεμόνες, όπως λ.χ. ο σογκούν Τοκουγκάβα Ιεϊάσου, που το 1603 απαγόρευσε με έδικτό του την τέλεση «Σεπούκου» σε όλες τις τάξεις των ακολούθων του. Οι απαγορεύσεις όμως δεν έφεραν κανέναν αποτέλεσμα, αντίθετα οι σαμουράϊ τελούσαν συχνά «Σεπούκου» και για άλλους σκοπούς, όπως λ.χ. για να διαμαρτυρηθούν για κάποια αδικία ή για να προσπαθήσουν να μεταπείσουν τον κύριό τους. Με «Σεπούκου» αυτοκτόνησε στις 24 Σεπτεμβρίου 1877 ο θρυλικός «τελευταίος σαμουράϊ» Τακαμόρι Σαϊγκό (Takamori Saigο, 1827 - 1877), όταν έχασε την τελευταία του μάχη κατά των εκδυτικιστών.

ΤΟ «ΣΕΠΟΥΚΟΥ» ΣΤΑ ΝΕΟΤΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ
Ομαδικά «Σεπούκου» στρατιωτικών σημειώθηκαν το 1868 (από τους τραγικούς 20 νεαρούς πολεμιστές «Byakkotai»), το 1895 (όταν επεστράφησαν κάποια εδάφη στην Κίνα) και το 1945, στο τέλος δηλαδή του Β Παγκοσμίου Πολέμου (από αξιωματικούς, στρατιώτες, αλλά και απλούς πολίτες που δεν δέχονταν να παραδοθούν στους Αμερικανούς, αλλά και από αξιωματικούς που σπρώχτηκαν στην αναπόφευκτη παράδοση, όπως λ.χ. ο στρατηγός Κορετσίκα Ανάμι, Korechika Anami, 1887 – 15 Αυγούστου 1945).

Στην σημερινή Ιαπωνία πάντως το «Σεπούκου» αποτελεί παρελθόν, με σπανιότατες εξαιρέσεις λίγων αφοσιωμένων στην Εθνική Παράδοση Ιαπώνων. Το 1970 συγκλόνισε ολόκληρο τον κόσμο η επιδεικτική αυτοκτονία με «Σεπούκου» του βραβευμένου λογοτέχνη Γιούκιο Μίσιμα, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τον εξαμερικανισμό και κατά προέκταση την ηθική και πνευματική κατάπτωση της πατρίδας του.


Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2007

H φιλοσοφία του τσαγιού στην Ιαπωνία με αγάπη Fuji Tomo Kazu

Η φιλοσοφία του Chado
Η θεμελιώδης φιλοσοφία του Τσαγιού εξελίχτηκε από τον Βουδισμό Ζen. Βασικό της στοιχείο είναι η περισυλλογή που οδηγεί σε βαθειά πνευματική ενόραση. Αμφότερα το Τσάι και το Ζen εξαίρουν ένα τρόπο ασκήσεως του σώματος και του μυαλού με πλήρη επίγνωση ότι έχει την δυνατότητα να καταστεί αυστηρή πνευματική πειθαρχία Ο ιδρυτής της Σχολής Urasenke, o Sen no Rikyu (1522-1591) συνόψισε τις αρχές του Τσαγιού σε τέσσερεις έννοιες : wa, kei, sei και jaku

Wa (Αρμονία)
Αυτή η λέξη σημαίνει ένα αίσθημα ενότητας με την φύση και τους ανθρώπους. Σε μια συγκέντρωση τσαγιού, η αρμονία παίζει μεταξύ του οικοδεσπότη και του φιλοξενούμενου, της διαθέσεως και της εποχής, του προσφερόμενου φαγητού και των χρησιμοποιούμενων σκευών. Η ευαισθησία στους εναλλασσόμενους ρυθμούς των εποχών, και η αρμονία με αυτές τις αλλαγές είναι πηγή της ολοένα βαθύτερης χαράς στην πρακτική του Τσαγιού. Η απρόβλεπτη φύση του καιρού είναι ένα αναπόσπαστο τμήμα της συγκεντρώσεως του τσαγιού και δεν είναι για να αποκλεισθεί, να αγνοηθεί η να θεωρηθεί ακατάλληλο. Αυτή η αρμονία με την φύση ήρεμα οδηγεί κάποιον σε μια κατανόηση του εφήμερου χαρακτήρα όλων των πραγμάτων και στο αμετάβλητο της αλλαγής.

Kei (σεβασμός)
Ο σεβασμός απορρέει φυσικά από ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης Ο σεβασμός επεκτείνεται όχι μόνο σε άλλους ανθρώπους μεταξύ των οποίων υφίσταται αλληλεπίδραση αλλά επίσης στην καθημερινή ζωή, ακόμα και σε άψυχα αντικείμενα, όπως σε σκεύη προιόντα της ανθρώπινης προσπάθειας η οτιδήποτε υπάρχει. Η εθιμοτυπία που ακολουθείται στο δωμάτιο του Τσαγιού βοηθάει ένα μαθητή του Τσαγιού να μάθει να εφαρμόζει την αρχή του Κei. Στον αμύητο ότι μπορεί να φαίνεται στην αρχή ως υπερβολικά αυστηρό και επίσημο είναι στην πράξη ένας τρόπος ενσωματώσεως του πνεύματος του σεβασμού.. Η φιλοξενία του οικοδεσπότη, το αμοιβαίο ενδιαφέρον των προσκεκλημένων για τους ίδιους και τον οικοδεσπότη και η προσεκτική μεταχείριση των σκευών αποδεικνύουν αυτόν τον σεβασμό.

Sei (καθαρότητα)
Η καθαριότητα και η τάξη, σ την φυσική και πνευματική έννοια, είναι πολύ σημαντικό τμήμα στην μελέτη του Τσαγιού. Ο Rikyu πρέπει να είχε μάθει την σημασία των απλών πράξεων του καθαρισμού στην μελέτη του Ζεν. Ακόμα και οι πιο κοινότυπες πράξεις- το πλύσιμο των πιάτων η ο καθαρισμός του πατώματος – είναι οι σπόροι της διαφώτισης Στα λόγια ενός άνδρα της Κίνας του 8ου αιώνα «Πόσο θαυμάσιο είναι αυτό, πόσο μυστηριώδες! Μεταφέρω καύσιμη ύλη, βγάζω νερό.» Όταν ο οικοδεσπότης καθαρίζει τα σκεύη του τσαγιού, αυτός η αυτή συγχρόνως εξαγνίζει την καρδιά και το πνεύμα με την συνολική συγκέντρωση σε αυτό το έργο.. Οι προσκεκλημένοι πριν να εισέλθουν στο δωμάτιο του τσαγιού, περνούν κατά μήκος του μονοπατιού του κήπου και πλένουν τα χέρια τους και ξεπλένουν τα στόματα τους σε μια χαμηλή πέτρινη λεκάνη, δια του τρόπου αυτού εξαγνίζοντας τους εαυτούς τους από «την σκόνη » του καθημερινού κόσμου έξω από το δωμάτιο του τσαγιού. Το Sei επίσης προϋποθέτει απλούστευση , δηλαδή, την διαγραφή των αχρήστων στοιχείων. Η εμφάνιση του μονοπατιού του κήπου και του δωματίου του τσαγιού είναι παραδείγματα αυτού του είδους της απλότητας.

Jaku (ηρεμία)
Έχει συχνά παρατηρηθεί στην πρακτική του Τσαγιού ότι, αν και κάποιος μπορεί εργασθεί για να επιτύχει τους πρώτους κανόνες, ο τελευταίος δεν μπορεί να επιτευχθεί με κατ ’ευθείαν προσπάθεια. Εν τούτοις με μια διαρκή πρακτική της αρμονίας, του σεβασμού και της καθαρότητας, ένα πρόσωπο του οποίου η καρδιά κλίνει προς το Τσάι είναι προετοιμασμένο να πλησιάσει την απόλυτη ακινησία και σιωπή του Jaku. Αυτή η ηρεμία είναι μακριά από μια ονειρική ψυχολογική κατάσταση. Τουναντίον είναι η δυναμική δύναμη της εσωτερικής υπάρξεως κάποιου τον οποίον εμποτίζει η πρακτική του Τσαγιού και δίνει σημασία σε μια συνάντηση τσαγιού, όμοια με τα λόγια ενός προκάτοχου του Sen Rikyu, » να είσαι κύριος της καρδιάς σου , όχι να σε υποτάσσει η καρδιά «.
Σήμερα η Ιεροτελεστία του Τσαγιού έχει διαδοθεί σε όλον τον Κόσμο, ελπίζομε δε ότι ότι και στην Ελλάδα σύντομα θα ιδρυθεί ανάλογη σχολή με την πρωτοβουλία του Ελληνο-Ιαπωνικού Συνδέσμου, ο οποίος πάντοτε υπήρξε πρωτοπόρος στην διάδοση του Ιαπωνικού Πολιτισμού και των διαφόρων εκφάνσεων του όπως συνέβη με την διάδοση της Ιkebana τα πρώτα χρόνια τουλάχιστον από της ιδρύσεως της κοκ, και βεβαίως με την σοβαρή υποστήριξη της Ιαπωνικής Πρεσβείας. Ελπίζομε ότι θα βρεθεί στην προσπάθεια αυτή και ένας σύγχρονος ενθουσιώδης Μαικήνας που θα υποστηρίξει την πρωτοβουλία αυτή!
Σημασία πάντως έχει το γεγονός ότι τελευταία οι Έλληνες επιδεικνύουν όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την Ιεροτελεστία του Τσαγιού, ίσως αποβλέποντας στην εξεύρεση τρόπων μιας εσωτερικής ηρεμίας ως διέξοδο στα καθημερινά προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζουν για τους γνωστούς λόγους.

Η τελετουργία του τσαγιού στην Ιαπωνία με αγάπη από τον Fuji Tomo Kazu

Το τσάι εισήχθη στην Ιαπωνία από την Κίνα τον 8ο αι. Οι Κινέζοι από πολύ παλαιότερα το χρησιμοποιούσαν σαν γιατρικό και του απέδιδαν θαυματουργικές ιδιότητες όπως η ενδυνάμωση της όρασης , η τόνωση της θέλησης, η γαλήνη της ψυχής. Συχνά οι βουδιστές ασκητές έπιναν τσάι για να μην εξαντλούνται εύκολα και γιατί πίστευαν πως τους βοηθούσε να βρίσκονται σε ετοιμότητα. Έτσι άρχισαν να το πίνουν σύμφωνα με συγκεκριμένο θρησκευτικό τυπικό. Με τη διάδοση του βουδισμού στην Ιαπωνία άρχισε σιγά-σιγά να διαδίδεται και το τσάι που πρώτοι το έπιναν οι ευγενείς στις πολυτελείς γιορτές τους . Τον 14ο αι. ο Μουράκο-Σούκο ανέπτυξε τις πνευματικές πλευρές του εθίμου, που έγιναν αρεστές στους Σαμουράι, ενώ μερικά χρόνια αργότερα ο Σεν νο Ρικυού, διάσημος ιερέας Ζεν και μαθητής του Σούκο επισημοποίησε την τελετή του τσαγιού αντικαθιστώντας τα κινεζικά σκεύη με ντόπια, καθιέρωσε αυστηρούς κανόνες και την απλότητα.
Η τελετή πήρε το όνομα ‘Τσα-νο-γιού’(chanoyu) αλλά είναι γνωστή και ως Sado– ιεροτελεστία του τσαγιού. Άλλοι δάσκαλοι του τσαγιού συνέχισαν την παράδοση προσεγγίζοντας όμως το θέμα από διαφορετική πλευρά ο καθένας με αποτέλεσμα να έχουν προκύψει σήμερα πολλές σχολές (Ura, Omote, Mushakoji, κ.α.) Σήμερα η γνώση της εθιμοτυπίας για την προετοιμασία του τσαγιού αποτελεί μέρος της καλής ανατροφής μιας κοπέλας.
Η ιεροτελεστία είναι μια άριστα ενορχηστρωμένη σειρά γεγονότων. Ξεκινά με την συνάντηση των καλεσμένων και τον περίπατό τους στο μονοπάτι ενός κήπου που οδηγεί σε ένα τελετουργικό τεϊοποτείο. Το μονοπάτι δεν ξεπερνάει τα 9 μέτρα και συνήθως στον κήπο βρίσκονται υποβλητικά τοποθετημένοι βράχοι, δενδράκια, και πέτρινα φανάρια που έχουν ως στόχο την δημιουργία κλίματος απόλυτης μοναξιάς . Στην άκρη του μονοπατιού πάντα βρίσκεται μια βρύση ή πηγή ώστε να πλένουν τα χέρια και το στόμα τους οι επισκέπτες που πρόκειται να μετέχουν στην τελετή. Ακολουθεί η είσοδος στο τεϊοποτείο και η γνωριμία με τον οικοδεσπότη. Η ατμόσφαιρα διαφέρει ανάλογα με την εποχή(καλοκαίρι ή χειμώνας )και ανάλογα με την ώρα της ημέρας (πρωί ή απόγευμα).
Το εσωτερικό του τεϊοποτείου είναι απλό, συνήθως στρωμένο με ψάθες , χωρίς έπιπλα με εξαίρεση ενός μικρού τραπεζιού. Συνθέσεις ικεμπάνα αποτελούν την μόνη διακόσμηση του χώρου ενώ σε κάποια γωνία βρίσκεται μια φωτιά όπου βράζει η τσαγιέρα. Στο παρελθόν πρόσθεταν κομμάτια σιδήρου μέσα στην τσαγιέρα για να βγαίνει κάποια μελωδία καθώς το νερό έβραζε η οποία θα έφτανε στα αυτιά των φιλοξενούμενων.
Oι καλεσμένοι κάθονται γονατιστοί στα χαλάκια και επιδοκιμάζουν τα σκεύη που θα χρησιμοποιηθούν στην τελετή καθώς τους τα επιδεικνύει ο οικοδεσπότης .Τα σκεύη αυτά αντικατοπτρίζουν τις αξίες του ζεν(απλότητα, ευγένεια, αυτοσυγκράτηση) και είναι τα εξής: τσαγιέρα(από σφυρηλατημένο σίδερο με ανάγλυφα), κουτάλια(από ανοιχτόχρωμο λείο ξύλο), φλιτζάνια τσαγιού(φτιαγμένα στο χέρι με ανοιχτό χρώμα και απλές γραμμές), σουρωτήρι(από πλεγμένο μπαμπού), χτυπητήρι(που μοιάζει με πινέλο ξυρίσματος), κανάτες νερού και τσαγιού. Συνήθως προτιμάται λεπτοαλεσμένο πράσινο τσάι(μάτσα).
Το τσάι ετοιμάζεται από γκέισες οι οποίες ακολουθούν συγκεκριμένο εθιμοτυπικό. Πρώτα σκουπίζουν με μεταξωτό πανί όλα τα σκεύη, έπειτα προσφέρουν γλυκίσματα στους καλεσμένους καθώς ετοιμάζουν το τσάι. Μια κουταλιά τσαγιού τοποθετείται στο φλιτζάνι του καθενός και χύνουν μέσα ζεστό νερό ανακατεύοντας με το ειδικό σκεύος ώσπου το ποτό να γίνει αφρώδες και ομοιογενές . Το πρώτο φλιτζάνι προσφέρεται στον πιο σημαντικό καλεσμένο ο οποίος πρέπει να το κρατήσει με το δεξί του χέρι, να το τοποθετήσει στην παλάμη του αριστερού του χεριού, να το φέρει στο μέτωπο, έπειτα να το στρέψει κατά 90ο σύμφωνα με τη φορά του ρολογιού, να το χαμηλώσει στο στόμα και να πιει τρεις γουλιές. Στη συνέχεια πρέπει να περάσει το ποτήρι στον διπλανό του αφού εκείνος του υποκλιθεί καθώς του προσφέρεται. Το φλιτζάνι κατά αυτόν τον τρόπο κάνει τον κύκλο των καλεσμένων.
Το τσάι έχει πικρή γεύση και η τελετή κυλάει σε πολύ αργούς ρυθμούς κάτω από απόλυτη σιωπή. Πρόκειται δηλαδή για έναν απολαυστικό τρόπο σιωπηλής συναναστροφής(σαν να είναι κανείς μόνος με συντροφιά.) Η προετοιμασία και η πόση του τσαγιού στο παρελθόν αποτελούσε σημαντικό κομμάτι της εκπαίδευσης των σαμουράι που συντελούσε στην απόκτηση πνευματικής πειθαρχίας . Εκφράζανε αυτές τις μοναδικές στιγμές με ένα ρητό : “Itsigo Itsie”-«Μια ζωή, μια συνάντηση.»

MOYSASI MIGIAMOTO Μέρος τρίτο με αγάπη από την Ιαπωνία Fuji Tomo Kazu ΙΑΠΩΝΙΑ

Γράφει ο Θανάσης  Τσακίρης: " Στο σημείο αυτό θα αναφερθούμε, κατ’ εξαίρεση, στη διδασκαλία του «αγίου των σπαθιών», δηλαδή του Ιάπωνα μονομάχου-σαμουράι Μιγιαμότο Μουσάσι (γεννήθηκε στην επαρχία Μιμασάκα και έζησε κατά τη μεταβατική περίοδο των εμφυλίων πολέμων και της διακυβέρνησης των Τοκουγκάβα).  Ανακαλύφθηκε προσφάτως από το χώρο της επιστήμης της διοίκησης των επιχειρήσεων και η διδασκαλία του θεωρείται ισάξια αυτής του Σουν Τζου μεταφερόμενη στο χώρο της οικονομίας και της πολιτικής των οργανώσεων".
Τα πέντε βιβλία του έργου του Μουσάσι είναι τα εξής:


 1. Το βιβλίο της Γης. Σ’ αυτό ο Μουσάσι τονίζει ότι ο ξιφομάχος (δηλαδή ο πολιτικός ή το στέλεχος επιχείρησης ή οργάνωσης) πρέπει να αντιλαμβάνεται τον αληθή κόσμο που δεν βρίσκεται στο πλαίσιο της ξιφομαχίας και μόνο. Με τα δικά του λόγια: «Γνώριζε τα μικρότερα και βαθύτερα πράγματα, τα επιφανειακότερα και τα βαθύτερα. Σαν να ήταν ευθύς δρόμος χαραγμένος στο έδαφος…»

 2. Το βιβλίο του Νερού. Ο Μουσάσι τονίζει ότι ο ξιφομάχος που κατέχει τις αρχές της ξιφομαχίας μπορεί να νικά εύκολα όχι μόνο τους πρώτους αντιπάλους του αλλά κάθε αντίπαλο στηριζόμενος έστω και μόνο σε ένα δεδομένο. «Με το νερό σαν βάση, το πνεύμα γίνεται σαν αυτό. Το νερό παίρνει το σχήμα του δοχείου του, είναι μερικές φορές ρυάκι και άλλες φορές άγρια θάλασσα.»

 3. Το βιβλίο της Φωτιάς. Ο Μουσάσι σ’ αυτό συζητά το θέμα του μάχεσθαι. Όπως και ο Σουν Τζου έτσι και ο Μουσάσι δεν θεωρούν πως το μεγάλο μέγεθος κάνει τη διαφορά: «Το πνεύμα της φωτιάς είναι άγριο είτε αυτή είναι μικρή, είτε είναι μεγάλη- και έτσι είναι και με τις μάχες: Ο Δρόμος στις μάχες είναι ίδιος, είτε πρόκειται για μονομαχίες είτε για μάχες με αντιπαρατασσόμενους μυριάριθμους στρατούς. Πρέπει να εκτιμήσετε το ότι το πνεύμα μπορεί να γίνει μεγάλο και μικρό. Ότι είναι μεγάλο, είναι εύκολα αντιληπτό, ότι είναι μικρό είναι δύσκολα αντιληπτό…» Η ουσία του βιβλίου της φωτιάς είναι ότι ο μαχητής πρέπει γρήγορα και νυχθημερόν να εκπαιδεύεται ώστε να αποφασίζει γρήγορα και να αντιμετωπίζει την εκπαίδευση ως μέρος της καθημερινότητας για να διατηρείται το πνεύμα απαράλλακτο.

 4. Το βιβλίο του αέρα. Σ’ αυτό το βιβλίο ο Μουσάσι ασχολείται με τις παλιές, τις συγκαιρινές και τις οικογενειακές παραδόσεις στρατηγικής. Θεωρεί ότι «είναι δύσκολο να γνωρίζεις τον εαυτό σου όταν δεν γνωρίζεις τους άλλους. Σε κάθε δρόμο υπάρχουν παράδρομοι. Αν μελετάτε ημερησίως ένα Δρόμο και το πνεύμα σας αποκλίνει, μπορεί να νομίζετε ότι ακολουθείτε έναν ορθό δρόμο, αλλά αντικειμενικά αυτός δεν είναι ο αληθής Δρόμος. Αν ακολουθείτε τον Αληθή Δρόμο και αποκλίνετε λίγο, αυτό αργότερα θα καταστεί μείζων απόκλιση. Πρέπει να το συνειδητοποιήσετε αυτό.»

 5. Το βιβλίο του Κενού. Ο Μουσάσι επισημαίνει ότι με τον όρο «Κενό» εννοεί «αυτό που δεν έχει αρχή και τέλος». Όποιος τηρεί αυτή την αρχή πρέπει να κατανοεί ότι αυτό «σημαίνει να μην τηρείς την αρχή». Ο Δρόμος του Στρατιώτη, δηλαδή η στρατηγική, είναι ο Δρόμος της Φύσης. «Όταν εκτιμήσετε την ισχύ της φύσης, γνωρίζοντας το ρυθμό κάθε κατάστασης, θα μπορείτε να πλήξετε τον εχθρό φυσικά και να χτυπήσετε φυσικά.». [20]
Ορισμένα στοιχεία που πρέπει να αντιληφθεί ο κριτικός αναγνώστης του έργου του Μουσάσι και με κάθε επιφύλαξη να τα μεταφέρει σε ένα σύγχρονο πλαίσιο είναι τα ακόλουθα: «Περιγράφω το μάχεσθαι ως φωτιά. Αρχικά οι άνθρωποι σκέφτονται στενά επί των ωφελειών της στρατηγικής.(…) Στη στρατηγική μου η εκπαίδευση για να σκοτώνεις τους εχθρούς είναι μέσω πολλών αγώνων, μάχης για την επιβίωση, ανακάλυψης του νοήματος της ζωής και του θανάτου (…)» «Οι τρεις μέθοδοι για να εμποδίστε τον αντίπαλο. Η πρώτη είναι να τον εμποδίσετε με το να επιτεθείτε. Αυτό καλείται Κεν νο σεν (το καθηλώνειν). Άλλη μέθοδος είναι να τον εμποδίσετε καθώς επιτίθεται. Αυτό καλείται Τάι νο σεν (αναμονή για την πρωτοβουλία). Άλλη μέθοδος είναι όταν εσείς και ο αντίπαλός σας επιτίθεσθε ταυτόχρονα. Αυτό καλείται Τάι Τάι νο σεν (ακολουθώ και εμποδίζω).» «Επειδή μπορείτε να νικήσετε γρήγορα αποκτώντας το προβάδισμα, είναι ένα από τα σημαντικότερα πράγματα στη στρατηγική, και υπάρχουν αρκετά σημεία που ενέχονται στη λήψη της πρωτοβουλίας. Πρέπει να αξιοποιήσετε πλήρως την όποια περίσταση, να προβλέψετε το πνεύμα του αντιπάλου ώστε να αντιληφθείτε τη στρατηγική του και να τον νικήσετε.»
«Γνώση των καιρών σημαίνει, αν η ικανότητά σας είναι μεγάλη, ώστε να βλέπετε ίσια στο εσωτερικό των πραγμάτων. Αν είστε βαθύς γνώστης της στρατηγικής, θα αναγνωρίσετε τις προθέσεις του αντιπάλου και ούτως θα έχετε πολλές ευκαιρίες για να νικήσετε.»
«Το ‘να γίνεστε ο αντίπαλος’ σημαίνει να σκέφτεστε ότι είστε στη θέση του αντιπάλου. Ο κόσμος τείνει να θεωρεί έναν ληστή παγιδευμένο σε ένα σπίτι σαν έναν οχυρωμένο εχθρό. Όμως, αν σκεφτόμαστε έτσι ώστε να ‘γίνουμε ο εχθρός’, αισθανόμαστε ότι όλος ο κόσμος είναι εναντίον μας και δεν υπάρχει διαφυγή.(…) 
Στη στρατηγική ευρείας κλίμακας ο κόσμος έχει πάντα την εντύπωση ότι ο αντίπαλος είναι ισχυρός και τείνει να γίνεται επιφυλακτικός. Όμως, αν έχετε καλούς στρατιώτες, αν καταλαβαίνετε τις αρχές της στρατηγικής και ξέρετε πώς να νικήσετε τον εχθρό, δεν πρέπει να ανησυχείτε για τίποτα.»
«Όταν πολεμάμε τον εχθρό, ακόμη και όταν φαίνεται ότι μπορούμε να νικήσουμε επιφανειακά χάρη στα οφέλη του Δρόμου, αν το πνεύμα του δεν συντριβεί, μπορεί να έχει νικηθεί επιφανειακώς, αλλά το πνεύμα του κατά βάθος να είναι ακατάβλητο.»
«Η ανανέωση εφαρμόζεται όταν μαχόμαστε με τον αντίπαλο και προκύπτει ένα περιπεπλεγμένο πνεύμα όπου δεν υπάρχει πιθανή επίλυση. Πρέπει να εγκαταλείψουμε τις προσπάθειές μας, να σκεφτούμε με ανανεωμένο πνεύμα την κατάσταση, και να νικήσουμε υιοθετώντας διαφορετικό ρυθμό. Η ανανέωση, όταν είμαστε σε αδιέξοδο με τον αντίπαλο σημαίνει ότι χωρίς να αλλάξουν οι συνθήκες αλλάζουμε πνεύμα και νικάμε μέσω διαφορετικής τεχνικής.» [21]
Τα αποσπάσματα από το έργο του Μουσάσι δίνονται στό πλαίσιο ενός σεμιναρίου, στο(ΕΚΠΑ-ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ) από τον Θανάση  Τσακίρη, στην εισαγωγή, με θέμα «ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ»

ΜΙΓΙΑΜΟΤΟ ΜΟΥΣΑΣΙ Μέρος δεύτερο Από τον Fuji Tomo Kazu ΙΑΠΩΝΙΑ

Ο Κώδικας του Μουσάσι
Πριν πεθάνει. ο Μουσάσι άφησε ένα σημείωμα, που έχει την έννοια όρκου:
 
Κώδικας Αυτοπειθαρχίας
Κανένας δεν πρέπει να αποκλίνει από τον δρόμο της κοινωνίας.
Κανένας δεν πρέπει να παραδίδεται στην ηδονή.
Κανένας δεν πρέπει να είναι μεροληπτικός.
Κανένας δεν πρέπει να είναι εγωιστής.
Κανένας δεν πρέπει να κάνει κάτι που θα προκαλέσει τη μετάνοια.
Κανένας δεν πρέπει να θυμώνει απέναντι στην δικαιοσύνη.
Κανένας δεν πρέπει να θρηνεί τον χωρισμό του με άλλους.

Κανένας δεν πρέπει να κρύβει την δυσαρέσκειά του εναντίον άλλων.
Κανένας δεν πρέπει ν' αφήνει την καρδιά του να ταλαντεύεται από τρυφερά αισθήματα.
Κανένας δεν πρέπει να αγαπά ή να μην αγαπά πράγματα για προσωπικούς λόγους.
Κανένας δεν πρέπει να ποθεί την ζεστασιά της οικογένειας.
Κανένας δεν πρέπει να καταστρέφει τον ουρανίσκο (με πολυτελή φαγητά).
Κανένας δεν πρέπει να αγαπά τα άχρηστα εξαρτήματα.
Κανένας δεν πρέπει να ασχολείται με τα έθιμα θρησκευτικής εγκράτειας.
Κανένας δεν πρέπει να χάνει τον χρόνο του με την εκπαίδευση μη αναγκαίων όπλων.
Κανένας δεν πρέπει να φοβάται ν' αντιμετωπίσει τον θάνατο.
Καθένας πρέπει να σέβεται τους θεούς αλλά να μην βασίζεται πάνω τους.
Κανένας δεν πρέπει να παρεκλίνει από τον δρόμο του χέιχο.
Σίνμεν Μουσάσι
 
 Ο Μυστηριώδης Μουσάσι

Ήταν νεωτεριστής και ανεξάρτητος άνθρωπος. Η παραδοσιακή μορφή των μαχητικών τεχνών τον κούραζε και απορρίπτοντας το πεπαλαιωμένο πρότυπο, έγινε ο εκφραστής ενός νέου, πρωτότυπου στυλ, που δεν στηριζόταν στις πατροπαράδοτες τεχνικές, αλλά στην αυθεντικότητα της μάχης, που ήξερε τόσο καλά. Μ' αυτό τον τρόπο, κέρδισε 60 μάχες, που είχαν γίνει θρύλος πριν φτάσει στη μέση ηλικία.
Το όνομά του είναι Μιγιαμότο Μουσάσι, ένας ξιφομάχος σαμουράϊ, ο οποίος έζησε κατά τη διάρκεια της βίαιης βασιλείας των σογκούν Τοκουγκάβα στην Ιαπωνία, και τα κατορθώματα της πραγματικής του ζωής, κάνουν τα κινηματογραφικά φιλμ να ξεθωριάζουν στη σύγκριση.
Γιός μιας ασήμαντης οικογένειας σαμουράϊ, ο Μουσάσι αφοσιώθηκε μόνος του απο νωρίς στην τέχνη του κεντζούτσου (ξιφομαχία), και σπάνια τον έβλεπαν παιδί στο χωριό του χωρίς να κρατάει ένα ξύλινο εκπαιδευτικό σπαθί στο χέρι του. Σκότωσε τον πρώτο του αντίπαλο, ένα φημισμένο άρχoντα, σε ηλικία 13 χρονών και σύντομα μετά απο αυτό εγκατέλειψε την οικογένειά του και άρχισε μια ζωή με αδιάκοπη περιπλάνηση, αποδεκτές προκλήσεις σε μονομαχίες με αντίπαλους τους καλύτερους ξιφομάχους της Ιαπωνίας. Όταν τελειοποίησε τη δεξιοτεχνία του στο μονό σπαθί, άρχισε να χρησιμοποιεί επίσης το μικρό σπαθί των σαμουράι και ίδρυσε το “νίτο-ρύου”, ή τη σχολή των δυο σπαθιών. Τελικά, όταν η υπεροχή του ήταν φανερή, αποσύρθηκε στη σπηλιά ενός βουνού, ζώντας σαν ερημίτης τους τελευταίους μήνες πριν πεθάνει. Εκεί έγραψε το βιβλίo της στρατηγικής του, το Γκόρι-νoσό.
Μπορεί να δώσετε μικρή αξία στην ιστορία του ξιφομάχου, που έζησε πριν 3 αιώνες, αλλά το πέρασμα του χρόνου δεν αλλοίωσε τίποτα. Σήμερα βλέπουμε ακόμα τζουντόκα και καρατέκα που δεν διαφέρουν πολύ από τον Μουσάσι, άνθρωποι που δεν ενδιαφέρονται για την καλοπέραση του σώματος, που ζουν για τους επόμενους αγώνες, οι οποίοι και το τελευταίο ακόμα ελεύθερο λεπτό τους το αφιερώνουν στην προπόνηση. Αναρωτιόμαστε τότε: Πώς συμβαίνει ο Μουσάσι και οι ιστορίες με τα κατορθώματά του, να εξακολουθούν να υπάρχουν στη μνήμη των Γιαπωνέζων και να θεωρείται σαν ο πιο δημοφιλής λαϊκός ήρωας, ενώ οι σύγχρονοι σωσίες του γρήγορα ξεχνιούνται απο τους θαυμαστές τους, αφού αποσυρθούν και μερικές φορές πριν ακόμα, από τον συναγωνισμό ;

Ίσως μπορεί να βρεθεί η απάντηση μέσα απο το βιβλίο του το “Γκόρι-νοσό” ή το “Book of Fiνe Rings”, ένα μυστηριώδες κείμενο πάνω στην επιδεξιότητα του ξίφους, που έγραψε ο Μουσάσι για να εξηγήσει τη φιλοσοφία του για τη μάχη. Στην Ιαπωνία, το βιβλίο θαυμάζεται το ίδιο τόσο από τους επιχειρηματίες, όσο και από τους μπουντόκα. Οι υπάλληλοι χρησιμοποιούν τις ιδέες του για να διαπραγματευθούν και για να καταστήσουν τις εταιρείες τους πιo αποδοτικές, αφού ο Μουσάσι υπoστήριξε πως ό,τι μπορεί να κάνει ο σαμουράι στη μάχη, μπορεί και σε οποιαδήποτε σχέση του και ό,τι εφαρμόζεται στην απλή μονομαχία, είναι εξίσου πραγματοποιήσιμο και στις συγκρούσεις με χιλιάδες ανθρώπους. Τώρα, μετά απο την Αγγλική έκδοση του βιβλίου, οι αθλητές των μαχητικών τεχνών της Δύσης μελετούν το Γκόρι-νοσό, με την ελπίδα να καλυτερεύσουν τις ικανότητές τους.
Ο Μιγιαμότο Μουσάσι ήταν ένας πρακτικός άνθρωπος, έτσι είναι φυσικό να περιμένουμε απο τα λόγια του, να είναι απλά και ευκολοκατανόητα. Αντίθετα, οι αναγνώστες αντιμετωπίζουν σελίδες απο δυσνόητες επιγραφές και αινιγματικές συμβουλές. Η αιτία είναι διπλή. Όπως οι περισσότεροι σαμουράϊ, έτσι και ο Μουσάσι ήταν οπαδός του “ιέν”, που τόνιζε τη διαίσθηση πάνω από τη λογική, και επικρατούσε η άποψη πως το καλύτερο ήταν να δίνονται οι οδηγίες με ασάφεια, ώστε οι μαθητές να εμβαθύνουν στο νόημά τους. Και η δεύτερη αιτία ήταν, ότι οι μέθοδοι του Μουσάσι ήταν τελείως προσωπικές εμπειρίες μιας ζωής και όταν τις εξηγούσε αποδεικνύονταν δύσκολες. Επίσης είναι αρκετά δύσκολο να κατανοηθούν, γιατί προέρχονται από μια εποχή τόσο μακρινή σε μας και από έναν πολιτισμό τόσο διαφορετικό από τον δικό μας. Αλλά το να απορρίπτουμε το “Γκόρι-νοσό” θα ήταν μια απώλεια, γιατί τα μαθήματά του είναι εφαρμόσιμα και σήμερα, όπως και πριν από χιλιάδες χρόνια όταν ο περιπλανώμενος ξιφομάχος έγραψε με εκπληκτικό τρόπο γι' αυτά. Το πραγματικό μυστικό της επιτυχίας του Μουσάσι ήταν φυσικά η δίψα του για τελειότητα. Σχεδόν ολόκληρη η ζωή του είχε ένα μοναδικό σκοπό: Να γίνει όσο το δυνατόν ο καλύτερος ξιφομάχος. Οποιονδήποτε, ο οποίος είχε ένα σκοπό παρόμοιας σημασίας, τον συμβούλευε: "Να κάνεις το σώμα σου σα βράχο και δέκα χιλιάδες στιλέτα δε θα μπορούν να σ' αγγίξουν". Για να μπορέσει να κάνει το σώμα και το μυαλό του αδιαπέραστα απο πόνο, ο Μουσάσι υιοθέτησε παράξενες συνήθειες. Σπάνια έκανε μπάνιο, για να μη μπορούν να τον πιάσουν χωρίς σπαθί, και συχνά κοιμόταν έξω στη βροχή και στο χιόνι, για να σκληραγωγεί τον εαυτό του. Το σπουδαιότερο όμως ήταν, ότι αφιέρωνε πολλές ώρες σε αδιάκοπη εξάσκηση με αυτοσυγκέντρωση.

Είναι αδύνατο να ακολουθήσουν οι μαθητές στη σημερινή μας εποχή την καρτερικότητά του, σκληρή σαν πέτρα, αλλά θα πρέπει να εκτελούν τις ασκήσεις τους με την ίδια ένταση που τις έκανε και ο Μουσάσι, άσχετα με τον χρόνο που τους δίνεται.
Παρ' όλα αυτά τέτοια αφοσίωση δεν πρέπει να απομακρύνει το άτομο από άλλες δραστηριότητες. Ο Μουσάσι έτρεφε ελάχιστο σεβασμό για τους ξεροκέφαλους μπουντόκα που ακολουθούσαν ένα περιορισμένο τρόπο ζωής, ενώ ο ίδιος ασχολιόταν με τα δυο του ενδιαφέροντα, που ήταν η ζωγραφική και η ποίηση.
"Δεν θα πρέπει να έχεις ένα αγαπημένο όπλο. Να αποφεύγεις να αντιγράφεις το στυλ των άλλων, αλλά να προσπαθείς να χειρίζεσαι το ίδιο καλά όλα τα όπλα".
Μάλλον ο Μουσάσι θυμόταν τη μοναδική του ήττα όταν το έγραψε αυτό. Αν και ήταν ακαταμάχητος στο σπαθί, η εποχή του μπούσι δημιούργησε μια ατέλειωτη ποικιλία εξοπλισμού και ο Μουσάσι δεν μπορούσε ποτέ να είναι σίγουρος τι όπλα θα χρησιμοποιούσε ο αντίπαλος του. Κάποτε, τον κάλεσε σε μονομαχία ο Μούσο Γκονοσούκε, που είχε ηττηθεί σε προηγούμενο αγώνα τους και ο οποίος ήταν ειδικός στο τζο, ένα κοντό ραβδί. Αν και ο Μουσάσι ήταν ο νικητής της πρώτης τους μονομαχίας, η δεύτερη είχε μεγάλη διάρκεια και ήταν σκληρή, και τελικά όταν ο Γκονοσούκε παγίδευσε το σπαθί του Μουσάσι, του χάρισε τη ζωή, γιατί ο Μουσάσι τον είχε αφήσει να ζήσει στην πρώτη τους μάχη.
Η μεγάλη ποικιλία δεν είναι τόσο ένας σπουδαίος παράγοντας στους αγώνες, αλλά ο αντίπαλος που εξοικειώνεται με άλλα στυλ η τέχνες, οπωσδήποτε βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση απο εκείνον που περιoρίζει τον εαυτό του. Συχνά σε αγώνες καράτε, για παράδειγμα, βλέπεις τους αντιπάλους να έρχονται στα χέρια χωρίς αποτέλεσμα, πολύ κοντά για να εφαρμόσουν τις τεχνικές του καράτε. Αυτή είναι η πιο σπουδαία ευκαιρία για να χρησιμοποιήσεις τις κινήσεις του τζούντο και αν ένας καρατέκα έχει εκπαιδευτεί σ' αυτές, πολύ συχνά θα είναι καλύτερος απο τον αντίπαλό του που αγνοεί αυτή την τέχνη.

Τι θα σκεφτόταν ο Μουσάσι όταν έβλεπε τα εντυπωσιακά λακτίσματα και χτυπήματα που ανταλλάσσουν τη σημερινή εποχή σε αγώνες; "Το να μελετάς πολλούς τρόπους για να μαχαιρώσεις κάποιον είναι ένα σφάλμα. Στο τέλος είναι το ίδιο δολοφονία, για αυτούς που είναι πεπειραμένοι και για αυτούς που δεν είναι. Μπορούμε να αναφερθούμε σε λίγους διαφορετικούς τρόποuς, αλλά το να αμυνθείς σ' ένα εχθρό είναι ο σωστός τρόπος και οπωσδήποτε δεν χρειάζεται να το σκεφθείς πολύ". Εκατοντάδες στυλ στο κεντζούτσου εμφανίστηκαν στην εποχή του Μουσάσι, με αναρίθμητες τεχνικές. Υπήρχαν χτυπήματα με σπαθί, που είχαν εξωτικά ονόματα, όπως το "χτύπημα του Κινέζικου μπαμπού" ή το “Τεμάχισμα του Αχλαδιού” χτυπήματα για να αποκόψεις τον αντίχειρα ή για να χτυπήσεις όταν είσαι ξαπλωμένος ή βρίσκεσαι σε σκοτεινό δωμάτιο. Ο Μουσάσι τα είδε όλα, αλλά τα απόρριψε. Για αυτόν, το να κερδίσεις σημαίνει συνήθως να σκοτώσεις κάποιον, και δεν μπορούσε να καταφέρει ένα χτύπημα, μόνο και μόνο επειδή θα του φαινόταν καλό. Τις θρυλικές μονομαχίες του πάντα τις κέρδιζε, χρησιμοποιώντας τα πιο απλά και βασικά όπλα της τέχνης και στη πιο γνωστή του μάχη, εναντίον του Σασάκι Κοτζίρο, πλησίασε τον αντίπαλό. του, ένα γνωστό ξιφομάχο, με ένα κουπί στο χέρι, και τον σκότωσε σπάζοντας απλώς τον κορμό του κουπιού πάνω στο κεφάλι του.
Ο Ισάο Ινοκούμα, Πρωταθλητής της Ιαπωνίας και Παγκόσμιος Πρωταθλητής στο Τζούντο, έλεγε ότι για όλες τις νίκες του και για τη ζώνη των έξι νταν, ήξερε μόνο περίπου 50 ανατροπές. Και όπως επιβεβαίωναν και οι αντίπαλοί του, τις ήξερε πολύ καλά και τις χρησιμοποιούσε την κατάλληλη στιγμή. Όπως και ο Μουσάσι, νικούσε αφού μεταχειριζόταν τις βασικές κινήσεις.
Η πίστη στον εαυτό σου εκδηλώνεται με διαφορετικούς τρόπους, κυρίως στις μαχητικές τέχνες, όπου η ικανότητα επιδεικνύεται σε κάθε κίνηση μπροστά στους δασκάλους και τους συναθλητές. Μερικοί μπουντόκα χρησιμοποιούν τις κομψές τους φόρμες για να ενισχύσoυν την αυτοπεποίθησή τους, άλλοι κρύβονται πίσω από το πέπλο του Ανατολίτικου μυστικισμού για να κάνουν τους εαυτούς τους πιο επιβλητικούς. Οι σύγχρονοι του Μουσάσι κατέφευγαν σε παρόμοια τεχνάσματα, αλλά ήταν ελλιπή για ανθρώπους σαν αυτόν. Για τον Μουσάσι, ήταν σύνηθες φαινόμενο οι απρόσμενες απειλές, οι αδιάκοπες κοινωνικές αναταραχές που συγκλόνιζαν την Ιαπωνία και ακόμα οι σποραδικές δολοφονικές απόπειρες απο ζηλότυπους αντιπάλους, και ήταν αναγκασμένος να αντιμετωπίζει τα προβλήματα με καθημερινή αταραξία, υιοθετώντας μια φιλοσοφία ζωής, που την παρομοίαζε με το πέρασμα ενός ποταμού.
"Αυτό σημαίνει ότι, όταν ξεκινάς για να πλεύσεις ξέρεις τη διαδρομή που θα ακολουθήσεις και σε τι κατάσταση βρίσκεται το σκάφος σου. Αν υιοθετήσεις τον παραπάνω τρόπο σκέψης, τότε αυτός θα έχει εφαρμογή σε κάθε σου δραστηριότητα. Πάντα να ακολουθείς τον δικό σου δρόμο στο πέρασμα του ποταμού" .
Μια αυτοπροσωπογραφία του Μουσάσι βρίσκεται στο Γιαπωνέζικο μουσείο τέχνης. Είναι απλά ντυμένος, αναμαλλιασμένος, ένας τρομακτικός πολεμιστής με άγριο βλέμμα και με έτοιμα τα δυο του σπαθιά. Κοιτάζοντας το άγριο ύφος του αναρωτιέται κανείς τι άνθρωπος ήταν. Αν τον κρίνουμε με τα σημερινά δεδομένα, ο Μιγιαμοτο Μουσάσι ήταν αναμφισβήτητα ένας σκληρός άνδρας, ο οποίος αδίστακτα σκότωνε, και με όλα τα δεδομένα, ο τρόπος ζωής του ήταν αξιολύπητος. Τιποτένιος, μισητός και μόνος, δημιουργεί ένα καινούργιο πρότυπο, με το οποίο ο μαθητής των μαχητικών τεχνών μάλλον θα ακολουθήσει τη δική του καριέρα, αλλά ακόμα την τεχνική επιδεξιότητα του Μουσάσι δεν την έχει φτάσει ποτέ κανένας. Σήμερα ανάμεσα στις αντιπροσωπευτικές μορφές της ξιφασκίας αναφέρεται ακόμα σαν ένας “κενσέι”, “άγιος της λεπίδας”.  Ακόμα και αν οι μοντέρνες τεχνικές στην εποχή μας είναι το καράτε, το τζούντo και το αϊκίντο, και όχι η χρησιμοποίηση του σπαθιού, η διδασκαλία του απο το μακρινό παρελθόν, διασώζεται στο “Book of Fiνe Rings” και είναι διαχρονικής σπουδαιότητας.
"Με την προπόνηση θα μπορείς να ελέγχεις το σώμα σου και να νικάς τους άλλους με αυτό. Μετά απο πολλή εξάσκηση θα μπορείς να νικάς δέκα άνδρες μόνο με το πνεύμα σου. Όταν θα το κατορθώσεις αυτό, δεν θα σημαίνει oτι είσαι ακατανίκητος" ;
Ο Μουσάσι υποστήριξε ότι για να φτάσεις σ' αυτο το σημείο, "Βήμα με βήμα, περπάτησε τον δρόμο των χιλιάδων χιλιομέτρων. Σήμερα νικάς τον χθεσινο εαυτο σου. Αύριο νικάς τους κατώτερούς σου ανθρώπους".
Πηγή: http://www.karate.gr

MOYSASI MIGIAMOTO Μέρος Α' Από την Ιαπωνία με αγάπη Fuji Tomo Kazu

Το Νίτεν-Κι είναι μια συλλογή αφηγήσεων γύρω από την ζωή του θρυλικού ξιφομάχου  Μουσάσι Μιγιαμότο, όπως αυτές ειπώθηκαν από τους προσωπικούς μαθητές του.
Το Νίτεν-Κι ακολουθεί τον Μουσάσι από τη γέννησή του στην Ιαπωνία το 1584 μέχρι τον θάνατό του από φυσικά αίτια 61 χρόνια αργότερα, περιγράφοντας τις περισσότερες από 60 μονομαχίες του και περιλαμβάνοντας και το θρυλικό αγώνα του με τον Σασάκι Κοτζίρο. Οι αφηγήσεις απεικονίζουν με ζωηρά χρώματα τη ζωή του σπουδαίου αυτού μαχητή ο οποίος – αν και δεν παντρεύτηκε ποτέ - δεν ήταν ποτέ μόνος στο πνεύμα και τράβηξε μια βαθιά χαρακιά στην ιστορία των μαχητικών τεχνών, αφήνοντας πίσω του μια χωρίς προηγούμενο κληρονομιά στον κώδικα τιμής των σαμουράι.
 
Ο Σίνμεν Μουσάσι Φιτζιβάρα νο Γκενσίν γεννήθηκε στην επαρχία Χαρίμα της Ιαπωνίας το 1584. Αργότερα απέρριψε το επίθετο Σίνμεν και υιοθέτησε το επίθετο των συγγενών της μητέρας του, που ήταν Μιγιαμότο.
Η αγωνιστική καριέρα του Μουσάσι στο σπαθί άρχισε στην ηλικία των 13 χρόνων και τελείωσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Καθώς αναπολούσε το παρελθόν του, ο Μουσάσι αναγνώρισε ότι οι νίκες του δεν οφείλονταν στην ικανότητά του στο “χέιχο” (μαχητική στρατηγική), αλλά στο ότι ήταν απλά έξυπνος στο σπαθί και δεν ξέφευγε ποτέ από τον “τρόπο του παραδείσου” ή στο ότι οι αντίπαλοί του δεν είχαν εκπαιδευτεί καλά στον χειρισμό του σπαθιού.
«Αφιέρωσα τον εαυτό μου στην πειθαρχία του χέιχο από τα παιδικά μου χρόνια», είπε αργότερα. «Ταξιδεύοντας σε όλη τη χώρα, έχοντας πάρει μέρος σε περισσότερες από 60 συμπλοκές με κορυφαίους μαχητές, είτε με αληθινό σπαθί είτε με ξύλινο, αναδεικνυόμουν πάντα νικητής.»
Ακόμα και όταν τέλειωσε η εποχή των συμπλοκών με άλλους, ο Μουσάσι συνέχισε να εξασκείται με επιμέλεια από πρωί σε πρωί, αναζητώντας πλέον το βάθος και την ουσία. Τελικά έφτασε στο σημείο της πραγματικής κατανόησης σε ηλικία 50 χρόνων. Από τη στιγμή που ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με την αλήθεια, ο Μουσάσι πέρασε τις μέρες του ήρεμα. Πίστευε ότι όσα έμαθε σχετικά με το χέιχο μπορούσαν να εφαρμοστούν σε οποιαδήποτε τέχνη ή επάγγελμα, και δήλωσε ότι δεν χρειαζόταν εκπαιδευτή για ν' αντιμετωπίσει τις χιλιάδες υποθέσεις της ζωής. Ονόμασε την σχολή του νίτεν-ιτσί, εννοώντας έναν κύκλο χωρίς τέλος και αρχή.

Ο Πατέρας του Μουσάσι
Ο πατέρας του Μουσάσι, ο Σίνμεν Μιούνι νο σούκε Νομπουτσούνα, ήταν μάστερ στην τέχνη του σπαθιού και είχε ονομάσει το στυλ του “τόρι”. Ήταν αυθεντία στο “τζούτε” (ένα κοντό μεταλλικό ραβδί για το μπλοκάρισμα των σπαθιών), καθώς και στη χρησιμοποίηση των δύο σπαθιών. Στο Κυότο, ζούσε κάποιος Γιοσιόκα Σοζαεμόν Κένπο, ο οποίος ήταν εκπαιδευτής μαχητικών τεχνών του Σογκούν Γιοσιάκι. Ο Σοζαεμόν είχε την φήμη του μεγαλύτερου ξιφομάχου της χώρας. Μετά από διαταγή του σογκούν, ο Σοζαεμόν και ο Μιούνι έκαναν μια σειρά από συναντήσεις. Ο Σοζαεμόν νίκησε μια φορά, αλλά ο Μιούνι νίκησε δύο. Έτσι, ο σογκούν έδωσε στον Μιούνι τον τίτλο του “Αδάμαστου Μαχητή”.

Οι Πρώτες Νίκες του Μουσάσι
Ο Μουσάσι ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του και μάλιστα τον ξεπέρασε. Έδωσε την πρώτη του μάχη σε ηλικία 13 χρόνων, εναντίον του Αρίμα Κιχέι, ενός ξιφομάχου με το στυλ “σίντο”, και νίκησε. Την άνοιξη του 1599, σε ηλικία 16 χρόνων, ο Μουσάσι έδωσε μάχη με τον Ακιγιάμα, έναν κορυφαίο μαχητή από την επαρχία Τατζίμα, και νίκησε.
Miyamoto Musashi
Ο Μουσάσι αργότερα διακρίθηκε στην αιματηρή Μάχη της Σεκιγκαχάρα. Τα κατορθώματά του, απέσπασαν το θαυμασμό των στρατηγών και των στρατιωτών. Η μάχη έγινε ανάμεσα στον Τογιοτόμι Χεντεγιόρι και τον Τοκουγκάουα Λεγιάσου για τον τίτλο του σογκούν. Νικητής αναδείχθηκε ο δεύτερος. Ο Μουσάσι πολέμησε με την πλευρά των ηττημένων αλλά κατάφερε να επιβιώσει.
Σε ηλικία 21 χρόνων ο Μουσάσι πήγε στην πρωτεύουσα. Έξω από την πόλη, στο Ρεντάινο, έδωσε μάχη με τον Γιοσιόκα Σεϊτζούρο, τον γιο του κορυφαίου μάστερ του χέιχο Γιοσιόκα Σοζάεμον, ο οποίος είχε νικηθεί από τον πατέρα του Μουσάσι. Ο Σεϊτζούρο ήταν οπλισμένος με ένα αληθινό σπαθί, ενώ ο Μουσάσι κρατούσε ένα ξύλινο. Ο Μουσάσι γρήγορα κατατρόπωσε τον αντίπαλό του ο οποίος, αναπνέοντας με δυσκολία, μεταφέρθηκε από τους μαθητές του μ' ένα ξύλινο φορείο στο σπίτι του, όπου τελικά θεραπεύθηκε.
Στην συνέχεια ο Μουσάσι έδωσε μάχη με τον Ντενσιτσίρο, τον αδελφό του Σεϊτζο Ύρο, έξω από την πρωτεύουσα. Ο Ντενσιτσίρο ήταν ένας δυνατός μαχητής και ήταν οπλισμένος μ' ένα σπαθί που είχε μήκος μεγαλύτερο από1,5 μέτρο. Τη στιγμή της συμπλοκής, ο Μουσάσι άρπαξε αμέσως το σπαθί του αντιπάλου του και κατάφερε στον Ντενσιτσίρο ένα χτύπημα που τον άφησε στον τόπο.
Ο θάνατος του Ντενσιτσίρο είχε σαν αποτέλεσμα την μνησικακία των μαθητών του Γιοσιόκα απέναντι στον Μουσάσι. Δεκάδες απ' αυτούς προκάλεσαν τον Μουσάσι, ο οποίος δέχτηκε να τους αντιμετωπίσει δίπλα σ' ένα πεύκο. Αυτοί εξοπλίστηκαν με λόγχες, τόξα και βέλη και έφεραν στην μάχη και τον Ματασιτσίρο, γιό του Σεϊτζούρο. Ο Μουσάσι είχε πάει στον τόπο συνάντησης νωρίτερα απ' αυτούς και είχε κρυφτεί στα κλαδιά του πεύκου. Καθώς ο Ματασιτσίρο πλησίασε το δέντρο, ο Μουσάσι πήδηξε από το πεύκο ανάμεσα στους αντιπάλους του. Ο Ματασιτσίρο μουρμούρισε κάτι προτού του πέσει το σπαθί από τα χέρια, αλλά ήταν νεκρός πριν προλάβουν να αντιδράσουν οι σύντροφοί του και να τιμωρήσουν τον Μουσάσι. Μερικοί του επιτέθηκαν με τις λόγχες και άλλοι χρησιμοποίησαν τα τόξα και τα βέλη. Μόνο ένα βέλος κατάφερε να καρφωθεί στο μανίκι του Μουσάσι, χωρίς να του προκαλέσει ζημιά. Συνέχισε να χτυπάει τους αντιπάλους του, κυνηγώντας τους. Το πλήθος βρισκόταν σε κατάσταση πανικού, δίνοντάς του την δυνατότητα να βγει νικητής.
Στο Ναό Χοζόιν στη Νάρα, ζούσε ένας ιερέας που ονομαζόταν Οκουζόιν και ήταν αυθεντία στην λόγχη. Ο Μουσάσι έδωσε και μ' αυτόν μάχη. Εναντίον της λόγχη ς του ιερέα, ο Μουσάσι χρησιμοποίησε ένα ξύλινο σπαθί. Έπειτα από δύο γύρους, ο ιερέας βρέθηκε σε μειονεκτική θέση και έδωσε συγχαρητήρια στον Μουσάσι για την εξαιρετική τεχνική του.
Ταξιδεύοντας στην επαρχία Ίγκα, ο Μουσάσι συνάντησε τον Σισίντο Μπαϊκέν, ο οποίος ήταν εκπαιδευμένος στο δρέπανο και την αλυσίδα. Ήρθαν σε συμπλοκή έξω από το σπίτι του Σισίντο. Όταν ο Μουσάσι είδε τον αντίπαλό του να επιδεικνύει το δρέπανό του, έριξε το κοντό σπαθί του και διαπέρασε το στήθος του αντιπάλου του, ενώ στην συνέχειά του έδωσε μια τελική μαχαιριά για να εξασφαλίσει το θάνατό του. Οι μαθητές του Μουσάσι παρακολουθούσαν και αμέσως ρίχτηκαν στον Μουσάσι με τα σπαθιά τους. Εκείνος, πάντως, τους κατατρόπωσε όλους.
Στην Κόφου, ο Μουσάσι δέχθηκε μια πρόκληση από τον Μούσο Γκονοσούκε, ο οποίος κρατούσε ένα ξύλινο σπαθί. Ο Μουσάσι που εκείνη την στιγμή σκάλιζε ένα τόξο για τον εαυτό του, αντιμετώπισε τον Γκονοσούκε με το κομμάτι του ξύλου που κρατούσε στα χέρια του. Ο Γκονοσούκε ρίχτηκε αμέσως επάνω στον Μουσάσι χωρίς πρώτα να υποκλιθεί. Ο Μουσάσι τον έριξε κάτω μ' ένα χτύπημα. Ο Γκονοσούκε ζήτησε συγγνώμη και εξαφανίστηκε αμέσως.
 
Αντιμετωπίζοντας τον Σασάκι Κοτζίρο
Εκείνο τον καιρό ζούσε ένας ξιφομάχος που ονομαζόταν Σασάκι Κοτζίρο και καταγόταν από το χωριό Τζοκιότζι της επαρχίας Εσιζέν. Προικισμένος, τολμηρός και δυνατός, ο Κοτζίρο είχε την φήμη ότι δεν είχε όμοιό του σε ολόκληρη την χώρα. Είχε καθιερώσει δικό του στυλ, το οποίο ονομαζόταν “γκανρύου” και οι τεχνικές του ήσαν διαφορετικές από τις συνηθισμένες.
Ο Κοτζίρο ταξίδευε στην χώρα, συναντώντας πολλούς κορυφαίους μάστερ του χέιχο κατά την διάρκεια του ταξιδιού του. Ποτέ δεν έχασε από κανέναν αντίπαλο. Τελικά, έφτασε στην Κοκούρα της επαρχίας Μπούζεν. Ο άρχοντας Χοσοκάουα Μιτσουνάρι Τανταόκι είχε ακούσει για τον Κοτζίρο και τα κατορθώματά του και αποφάσισε να τον μισθώσει. Πολύ σύντομα ο Κοτζίρο μάζεψε πολλούς μαθητές για να τους εκπαιδεύσει.
Ακριβώς εκείνη την εποχή, το 1612, ο Μουσάσι έφυγε από την πρωτεύουσα και πήγε στην Κοκούρα. Ήταν 29 χρονών. Ο Μουσάσι κάλεσε τον Ναγκαόκα Σάντο Οκιναγκανούσι, που ήταν μαθητής του πατέρα του Μουσάσι και του είπε:
«O Σασάκι Κοτζίρο ζει σ' αυτή την περιοχή. Έχω ακούσει ότι έχει αναπτύξει μια ασυνήθιστη τεχνική. Θα ήθελα να δοκιμάσω την τεχνική μου απέναντι στην δική του».
Σιόντα Χαμανοσούκε
Ο Οκιναγκανούσι μετέφερε την επιθυμία του Μουσάσι στον Τανταόκι, ο οποίος και όρισε την ημερομηνία της συνάντησης. Η συνάντηση αυτή θα γινόταν σε ένα απομονωμένο νησί της ακτής της Κοκούρα, που ήταν γνωστό με το όνομα Μούκο-τζίμα ή Φουνατζίμα. Σήμερα, το νησί αυτό ονομάζεται Γκανρυούτζιμα. Βρίσκεται σε απόσταση 2.5 μιλίων από την Κοκούρα.
Την νύχτα πριν από την συνάντηση, ο Μουσάσι εξαφανίστηκε. Οι άνθρωποι τον έψαχναν στην πόλη, αλλά δεν βρήκαν κανένα ίχνος που να δηλώνει που βρισκόταν. Όλοι είπαν πως ο Μουσάσι φοβήθηκε από την φήμη του Κοτζίρο σαν εξαίρετου ξιφομάχου. Ο Οκιναγκανούσι δεν ήξερε τι να κάνει και ήταν γεμάτος αγωνία. Είπε στους υπηρέτες του, «Αν ο Μουσάσι ήθελε να κρυφτεί, γιατί περίμενε μέχρι σήμερα για να το κάνει; Νομίζω ότι κάτι άλλο πρέπει να έχει στο μυαλό του. Χτες βρισκόταν στο Σιμονοσέκι και έφτασε σήμερα εδώ. Είμαι σίγουρος ότι επέστρεψε στο Σιμονοσέκι για να πάει από κει στο νησί. Βιαστείτε και στείλτε του έναν αγγελιοφόρο».
Ο αγγελιοφόρος στάλθηκε γρήγορα και φτάνοντας στο Σιμονοσέκι βρήκε τον Μουσάσι να μένει στο σπίτι ενός εμπόρου. Ο Μουσάσι διάβασε το γράμμα του Οκιναγκανούσι και του έστειλε μια απάντηση. «Όσον αφορά την αυριανή συνάντηση, πιστεύω ότι πρέπει να σε παρακαλέσω να μην νοιάζεσαι για μένα. Να είσαι σίγουρος ότι θα είμαι προσεκτικός στο ραντεβού των 8 π.μ.»
Το επόμενο πρωινό ο Μουσάσι έμεινε στο κρεβάτι πολύ μετά την ανατολή του ήλιου. Ο έμπορος είχε άγχος και είπε στον Μουσάσι ότι η ώρα της συνάντησης πλησίαζε. Εκείνη τη στιγμή ήρθε ένας αγγελιοφόρος και είπε στον Μουσάσι να επιβιβαστεί στο πλοίο. Ο Μουσάσι απάντησε ότι δεν θα αργούσε. Στην συνέχεια έκανε μπάνιο, έφαγε πρωινό και άρχισε να σκαλίζει ένα κουπί για να του δώσει τη μορφή σπαθιού. Σύντομα ήρθε άλλος ένας αγγελιοφόρος και είπε στον Μουσάσι να τρέξει στο νησί. Ο Μουσάσι φόρεσε ένα κιμονό και τύλιξε στη μέση του μια πετσέτα των χεριών. Έπειτα πήγε στο πλοίο συνοδευόμενος από έναν υπηρέτη.
Όταν τελικά ο Μουσάσι έφτασε στο νησί η ώρα ήταν περασμένες 10. Άφησε το συνηθισμένο του μακρύ σπαθί στο πλοίο και μπήκε στο νερό, έχοντας το κοντό σπαθί στο πλευρό του και το ξύλινο «σπαθί» στο χέρι του. Διέσχισε τα ρηχά νερά, και ενώ το έκανε αυτό, τύλιξε το κεφάλι του με την πετσέτα των χεριών.
Ο Κοτζίρο φορούσε ένα κόκκινο χαόρι (ένα είδος γιαπωνέζικη ς ρόμπας) χωρίς μανίκια, ζώνες στα πόδια από βαμένο δέρμα και ψάθινα παπούτσια. Είχε ένα σπαθί μεγαλύτερο από 1,5 μέτρο, το οποίο είχε κουραστεί να κρατάει περιμένοντας τον Μουσάσι. Όταν ο Κοτζίρο είδε τον Μουσάσι, όρμησε κατευθείαν στο νερό αγανακτισμένος, Φωνάζοντας «Ήρθα πριν από την συμφωνημένη ώρα! Γιατί άργησες τόσο πολύ; Α! Πρέπει να είσαι νευρικός!». Ο Μουσάσι δεν απάντησε, σαν να μην είχε ακούσει τίποτα.
Ο Κοτζίρο τράβηξε το σπαθί του, πετώντας την θήκη στο νερό και περιμένοντας τον Μουσάσι να πλησιάσει. Ο Μουσάσι σταμάτησε να περπατά και είπε, χαμογελώντας, «Κοτζίρο έχασες. Γιατί ο νικητής πετάει μακριά την θήκη του;».
Ο Κοτζίρο έγινε έξω Φρενών μ' αυτά τα λόγια. Γρήγορα πήρε μια στάση κρατώντας το σπαθί μπροστά του. Και καθώς ο Μουσάσι πλησίασε, του έριξε ένα χτύπημα ανάμεσα στα μάτια. Την ίδια στιγμή, ένα χτύπημα στο κεφάλι από το ξύλινο σπαθί του Μουσάσι, τον έριξε κάτω. Η πετσέτα με την οποία ο Μουσάσι είχε τυλίξει το κεφάλι του έπεσε κάτω, κομμένη στα δύο από το πρώτο χτύπημα του Κοτζίρο.
Ο Μουσάσι έμεινε ακίνητος για μια στιγμή, κρατώντας το ξύλινο σπαθί του, και έπειτα το στριφογύρισε πάνω από το κεφάλι του για να χτυπήσει ξανά. Ο Κοτζίρο, πεσμένος στο έδαφος, χτυπώντας δεξιά και αριστερά, έκοψε 7 πόντους από το χαμηλό μέρος της ρόμπας του Μουσάσι , η οποία ήταν δεμένη στα γόνατα. Ο Μουσάσι έριξε ένα χτύπημα στα πλευρά του Κοτζίρο, σπάζοντάς του τα κόκαλα. Ο Κοτζίρο λιποθύμησε, αίμα άρχισε να τρέχει από το στόμα και τα ρουθούνια του. Αφού περίμενε για μια στιγμή, ο Μουσάσι πέταξε το ξύλινο σπαθί του, γονάτισε και έκλεισε με τα χέρια του το στόμα και την μύτη του Κοτζίρο για να εξακριβώσει τον θάνατό του. Στην συνέχεια χαιρέτισε τους επίσημους και τους φρουρούς που παρακολουθούσαν τη μονομαχία, σήκωσε από κάτω το ξύλινο σπαθί του και μπήκε πάλι στο πλοίο. Λέγεται ότι ο Κοτζίρο την εποχή της μονομαχίας του με τον Μουσάσι ήταν 18 χρονών. Ήταν ηρωικός και γενναίος άνθρωπος και ο θάνατός του θρηνήθηκε από όλους, ακόμα και από τον Μουσάσι.
 
Ο Μουσάσι συναντά τον Ιόρι
Στο 19ο έτος του Κέικο, ο Μουσάσι πήρε μέρος στην πολιορκία του Κάστρου Οσάκα και άφησε ένα ρεκόρ τέλειας μάχης. Ήταν τότε 31 χρονών. Τοκάστρο έπεσε την επόμενη χρονιά.
Μετά την πολιορκία της Οσάκα, ο Μουσάσι ακολούθησε τον δρόμο με την ονομασία Χιτάτσι και έφτασε στην επαρχία Ντεούα. Συνάντησε ένα αγόρι 13 η 14 χρονών που στεκόταν στην άκρη του δρόμου κρατώντας έναν κουβά με χέλια. Ο Μουσάσι του ζήτησε μερικά χέλια και το αγόρι πρόθυμα του πρόσφερε όλο τον κουβά. «Δεν χρειάζομαι τόσα πολλά. Δώσε μου δύο» είπε ο Μουσάσι.
Το αγόρι γέλασε, λέγοντας «Πως μπορώ να είμαι τσιγκούνης σε έναν πεινασμένο ταξιδιώτη; Πάρτα όλα. Και τον κουβά και τα χέλια». Στην συνέχεια το αγόρι απομακρύνθηκε, χωρίς καν να κοιτάξει πίσω του. Ο Μουσάσι δέχτηκε την γενναιοδωρία του διασκεδάζοντας.
 
Την επόμενη μέρα. καθώς πλησίαζε το βράδυ, ο Μουσάσι συνειδητοποίησε ότι είχε ακόμα 8 μίλια μέχρι τον επόμενο οικισμό. Δεν ήξερε τι να κάνει, όταν ξαφνικά είδε ένα φως στη σκιά ενός μακρινού λόφου. Τράβηξε κατευθείαν στο φως, που ερχόταν από μια μικρή χορτάρινη καλύβα. Χτύπησε την πόρτα και είδε με έκπληξη να βγαίνει έξω ένα αγόρι. Το αγόρι τον κοίταξε προσεκτικά και του είπε «Δεν είσαι εκείνος που του έδωσα χτες τα χέλια;»
Ο Μουσάσι, αναγνωρίζοντας το αγόρι, απάντησε καταφατικά.
Το αγόρι άφησε τον Μουσάσι να περάσει στο εσωτερικό του σπιτιού και του πρόσφερε ένα κάθισμα και τσάι. Η εξυπνάδα του αγοριού εντυπωσίασε τον Μουσάσι, που το ρώτησε «Πώς γίνεται ένα νεαρό αγόρι σαν κι εσένα να ζει μόνο του εδώ; Πού είναι οι γονείς σου;».
«Και οι δύο μου γονείς είναι νεκροί», απάντησε το αγόρι και χωρίς να συνεχίσει την κουβέντα πήγε στο διπλανό δωμάτιο. Ο Μουσάσι, αν και δεν ικανοποιήθηκε από την εξήγηση του αγοριού, ξάπλωσε εκεί που βρισκόταν και αποκοιμήθηκε.
Μετά τα μεσάνυχτα. ο Μουσάσι ξύπνησε από τον θόρυβο που κάνει το μέταλλο όταν χτυπάει πάνω στην πέτρα και αναρωτήθηκε μήπως βρίσκονταν απέξω τίποτα κλέφτες. Διαπίστωσε όμως ότι ήταν το αγόρι. «Γιατί τροχίζεις το σπαθί σου;» το ρώτησε ο Μουσάσι.
«Ο πατέρας μου πέθανε μόλις χτες». απάντησε το αγόρι. «Πήγα να τον θάψω δίπλα στην μητέρα μου στον λόφο. Αλλά το σώμα του είναι πολύ βαρύ για να το σηκώσω και αφού το σκέφτηκα, αποφάσισα να το κόψω στα δύο και να μεταφέρω το μισό κομμάτι κάθε φορά στον τόπο ταφής».
Ο Μουσάσι συγκινήθηκε από τα λόγια του αγοριού και επαίνεσε την αφοσίωσή του στους γονείς του. Είπε στο αγόρι «Μπορούμε να εργαστούμε μαζί και να θάψουμε τον πατέρα σου». Ο Μουσάσι σήκωσε το πτώμα από τους ώμους και άφησε το αγόρι να το πιάσει από τα πόδια. Το κουβάλησαν στον λόφο όπου και το έθαψαν δίπλα στην μητέρα του αγοριού.
Το αγόρι, που λεγόταν Ιόρι, έγινε ο θετός γιός του Μουσάσι και πήρε το επίθετο Μιγιαμότο. Έβαλε τον Μουσάσι να του υποσχεθεί ότι θα τον κάνει σαμουράι. Ο Ιόρι ταξίδεψε με τον Μουσάσι στην χώρα και τελικά έφτασε στην Κοκούρα όπου και εγκαταστάθηκε. Αργότερα, μπήκε στις υπηρεσίες της οικογένειας Ογκασαβάρα και πραγματοποίησε το όνειρό του να γίνει σαμουράι.
Στην Κοκούρα, εγκαταστάθηκε και ο Μουσάσι. Ήταν 51 χρονών.
Πέντε χρόνια αργότερα, το 1637, επαναστάτες Χριστιανοί οχυρώθηκαν στο Κάστρο Σιμαμπάρα της επαρχίας Χίζεν. Ο άρχοντας Ογκασαβάρα Ουκυοντάγιου Τανταζάνε πήρε την εντολή να τους επιτεθεί και ο Μουσάσι τον συνόδεψε. Λέγεται ότι ο Μουσάσι ήταν επικεφαλής του σώματος των στρατιωτών. Μετά τη μάχη, όταν εκτιμήθηκαν οι στρατιωτικές υπηρεσίες, ανακαλύφθηκε ότι ένας άντρας με το όνομα Μιγιαμότο Ιόρι κάτω από τις οδηγίες του Μουσάσι, διακρίθηκε για τα εξαιρετικά ανδραγαθήματά του.
 
Οι Συμπλοκές με τον Χικοσίρο και τον Ταντατόσι
Την άνοιξη του 1640, ο Μουσάσι πήγε στο Χίγκο μετά από πρόσκληση του άρχοντα Ταντατόσι. Ήταν τότε 59 χρονών.
Πριν φτάσει ο Μουσάσι στο Χίγκο, ένας άντρας που λεγόταν Ούτζι Χικοσίρο στάλθηκε εκεί ύστερα από σύσταση της οικογένειας Γιαγκίου. Ο Ταντατόσι ήταν αφοσιωμένος οπαδός του στυλ Γιαγκίου στο σπαθί και ήταν επίσης ολοκληρωμένος μάστερ. Ο Χικοσίρο συχνά προπονιόταν με τον άρχοντα. Μετά την άφιξη του Μουσάσι, ο Ταντατόσι κανόνισε να έχει με τον Χικοσίρο μια κρυφή μονομαχία. Μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας ήταν ο Ταντασίρο, έχοντας στο πλευρό του το σπαθί του. Οι δύο αντίπαλοι αντάλλαξαν σπαθιές τρεις φορές και ήταν φανερό ότι ο Χικοσίρο δεν αποτελούσε απειλή για τον Μουσάσι. Ο Μουσάσι, εξαιτίας της παρουσίας του άρχοντα, δεν χτυπούσε δυνατά τον αντίπαλό του, αλλά απλώς έκανε επίδειξη της τεχνικής του με επιφυλακτικό τρόπο. Ενώ παρακολουθούσε, ο Ταντατόσι σκέφτηκε μια μέθοδο με την οποία θεώρησε ότι θα νικούσε τον Μουσάσι και την εφάρμοσε χωρίς επιτυχία. Εντυπωσιάστηκε πολύ και μίλησε με θαυμασμό, χωρίς να έχει φανταστεί ότι ο Μουσάσι θα ήταν τόσο σπουδαίος μαχητής.
Το 1642, ο Μουσάσι, ύστερα από εντολή του Ταντατόσι, έπιασε πένα για πρώτη φορά στην ζωή του και έγραψε τα Τριάντα Πέντε Άρθρα για το Χέιχο, αφιερώνοντάς τα στον άρχοντα.
 
Αντιμετωπίζοντας τον Χαμανοσούκε
Ο Σιόντα Χαμανοσούκε ήταν μάστερ στην τεχνική του μπο (μακρύ ραβδί). Έπαιρνε μισθό αξίας ενός «κόκου» από τον άρχοντα Ταντατόσι σαν εκπαιδευτής των υπηρετών. Κάποια μέρα εξέφρασε την επιθυμία να αγωνιστεί με τον Μουσάσι. Ο Μουσάσι δέχτηκε την πρόκληση, αντιμετωπίζοντας με ένα εγχειρίδιο το μπο του Χαμανοσούκε που είχε μήκος 2 μέτρα. Κάθε φορά που ο Χαμανοσούκε προσπαθούσε να ταλαντεύσει το μπο, ο Μουσάσι το εμπόδιζε να κουνηθεί. Στην συνέχεια το ελευθέρωνε και χτυπούσε τον αντίπαλό του πριν προλάβει ν' αντιδράσει.
Έπειτα, είπε ο Μουσάσι «Θ' αγωνιστώ με γυμνά χέρια. Θα σου παραχωρήσω την νίκη αν καταφέρεις να βάλεις το πέλμα σου ανάμεσα στα πόδια μου». Ο Χαμανοσούκε εξαγριώθηκε όταν άκουσε αυτά τα λόγια και πετώντας το μπο του, όρμησε εναντίον του Μουσάσι, ο οποίος τον πέταξε κάτω πριν προλάβει να φτάσει τα πόδια του. Ήταν φανερό πως ήταν αδύνατον περάσει τα πόδια του Μουσάσι. Μετά απ' αυτό ο Χαμανοσούκε ξάπλωσε κάτω εξαντλημένος και παρακάλεσε τον Μουσάσι να τον δεχτεί σαν μαθητή, πράγμα που ο Μουσάσι το έκανε.
 
Τα Τελευταία Χρόνια
Τα τελευταία χρόνια του ο Μουσάσι προτίμησε να ζήσει ήρεμα, ξοδεύοντας τον καιρό του γράφοντας ποιήματα, πίνοντας τσάι και εξασκώντας τις καλές τέχνες, συμπεριλαμβανομένης της γλυπτικής. Αλλά την άνοιξη της δεύτερης χρονιάς του Σόχο, ο Μουσάσι αρρώστησε. Την 19η ημέρα του πέμπτου μήνα της ίδιας χρονιάς, πέθανε σε ηλικία 62 χρονών.
Σύμφωνα με την διαθήκη του, ο Μουσάσι τοποθετήθηκε στο φέρετρό του φορώντας πανοπλία και έχοντας έξι όπλα. Ήταν επιθυμία του να θαφτεί στο χωριό Τεναγκαγιούγκε της επαρχίας Αμάτα, με ιερέα τον Σουνζάν του Τάισο-τζι, πράγμα που έγινε. Καθώς λέγονταν τα τελευταία λόγια προς τον νεκρό από τον Σουνζάν, ένας κεραυνός έπεσε στον γαλάζιο ουρανό. Οι υπηρέτες Φοβήθηκαν τόσο πολύ που η κηδεία μετατράπηκε σε ομαδικό πανικό.
Ο κεραυνός κατά την διάρκεια μιας κηδείας είχε και προηγούμενο: τα χρονικά του Πολέμου Ονίν αναφέρουν ότι έπεσαν κεραυνοί στις κηδείες του Χοσοκάβα Ουκυοντάγιου και του Γιαμάρα Ουεμονοσούκε Σοζέν. Λέγεται ότι ο θάνατος ενός ήρωα πάντα ταρακουνά τον παράδεισο.
Πηγή:http://www.karate.gr