Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

5.3.16

ΠΙΟΤΡ ΙΛΙΤΣ ΤΣΑ'Ι'ΚΟΦΣΚΙ ο Ρώσος μουσουργός. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Τα άπαντα του Τσαϊκόφσκι

Του Ηλια Μαγκλινη
https://www.youtube.com/watch?v=0rZeuI3J2gg
https://www.youtube.com/watch?v=7_WWz2DSnT8 
Πέθανε στην Αγία Πετρούπολη στις 6 Νοεμβρίου του 1893, σε ηλικία 53 ετών. Ισως όμως και να πέθανε δώδεκα ημέρες μετά, στις 18 του ίδιου μήνα. Το βέβαιο είναι ότι ένα πυκνό νέφος μυστηρίου καλύπτει την ημερομηνία (αλλά και την αιτία) θανάτου του Ρώσου μουσουργού Πιοτρ Ιλιτς Τσαϊκόφσκι. Η επίσημη εκδοχή τον θέλει να πεθαίνει από χολέρα, μία εβδομάδα μετά τη βραδιά που διηύθυνε το αριστούργημά του, τη Συμφωνία υπ' αρίθμ. 6, γνωστή ως Παθητική (βλέπε: μελαγχολική).
Ενας ευθυτενής αστός όμως όπως ο Τσαϊκόφσκι δεν είναι δυνατόν να έπαθε χολέρα, λένε οι ειδικοί. Και ο φίλος του, ο συνθέτης Νικολάι Ρίμσκι-Κόρσακοφ, θυμάται κηδεία «με ανοιχτό φέρετρο», κάτι που θα απαγορευόταν σε περίπτωση χολέρας. Κατ' άλλους, ο πρόωρος θάνατος του συνθέτη της Συμφωνίας Μάνφρεντ οφείλεται σε αυτοκτονία συνέπεια κάποιου ανομολόγητου «σκανδάλου στην προσωπική του ζωή». Ο χαρισματικός αυτός δημιουργός υπέφερε από βαριές κρίσεις μελαγχολίας, από φοβίες (ήταν υποχόνδριος), ενώ, όπως φημολογείται έντονα πια, σε όλη του τη ζωή προσπαθούσε να καταπιέσει τις ομοφυλοφιλικές του τάσεις. Οι μουσικολόγοι ερμηνεύουν το πραγματικά συγκλονιστικό του συμφωνικό ποίημα Francesca da Rimini ως έκφραση των δαιμόνων που τον στοίχειωναν, κυρίως του σφοδρού διχασμού του απέναντι στη σεξουαλικότητά του.
Ενας από τους αρχιμουσικούς που έχει ερμηνεύσει υποδειγματικά το συγκεκριμένο συμφωνικό έργο του Τσαϊκόφσκι είναι ο βλοσυρός, αυστηρός συμπατριώτης του Ευγένιος Μραβίνσκι. Στα άπαντα του Τσαϊκόφσκι που μόλις κυκλοφόρησαν πρόσφατα από την εταιρεία Brilliant (The Tchaikovsky Edition), ένα σετ εξήντα δίσκων ακτίνας, περιλαμβάνονται μερικές από τις πλέον ιστορικές ηχογραφήσεις έργων του, μεταξύ αυτών και η ερμηνεία του Μραβίνσκι.
Η έκδοση περιλαμβάνει όμως και μερικά ακόμα μεγάλα ονόματα: τους Ερνέστ Ανσερμέ, Γκενάντι Ροτζεστβένσκι, Γιούρι Σιμόνοβ, Νταβίντ Οϊστραχ, Εμίλ Γκιλέλς κ.ά. Μέσα σε εξήντα CD λοιπόν ολόκληρο το corpus ενός συνθέτη που όσο τυραννίστηκε στην προσωπική του ζωή άλλο τόσο αγαπήθηκε από το κοινό - και μάλιστα το ευρύ κοινό. Ο κύριος λόγος, βέβαια, είναι τα κοσμαγάπητα έργα του για μπαλέτο, το τόσο δημοφιλές πρώτο Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αλλά και οι έξι συμφωνίες. Οσοι πάντως ενδιαφερθούν για το box set ας ασχοληθούν και με την εξαιρετική σειρά έργων μουσικής δωματίου που περιλαμβάνει.
«Πάλη με τη μοίρα»
Ο Τσαϊκόφσκι συνδύασε στο έργο του τις συμφωνικές φόρμες της δυτικής μουσικής με ρωσικά παραδοσιακά ιδιώματα. Εκρηκτικός στα εκφραστικά του σχήματα, διαπότισε όλο του το έργο με την αγωνία της «πάλης του με τη μοίρα».
Προτού βρει πλήρη, οριστική παρηγοριά στη μουσική, ο Τσαϊκόφσκι προσπάθησε να ξεφύγει από τις εσωτερικές του συγκρούσεις διά της οδού του έγγαμου βίου. Ηταν μια καταστροφή. Χώρισε μετά από δύο μόλις μήνες. Το όνομά του συνδέθηκε όμως και με εκείνο μιας άλλης γυναίκας: της πλούσιας 45χρονης χήρας Μαντάμ φον Μεκ, η οποία του παρέσχε οικονομική στήριξη. Αντάλλαξαν περί τις 3.000 επιστολές αλλά δεν συναντήθηκαν ποτέ. Για κάποιο λόγο, το 1890, η κυρία αυτή διέκοψε αιφνιδιαστικά κάθε επαφή μαζί του. Ηταν και η αρχή του τέλους του.

Πηγή:ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ ΕΠΙΚΟΎΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ

ΑΝΤΟΝΙΟ ΒΙΒΑΛΝΤΙ Ο συνθέτης των «4 Εποχών» Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.


Αντόνιο Βιβάλντι. Ο συνθέτης των «4 Εποχών» ήταν ιερέας που κατηγορήθηκε ότι έκανε ερωτικό τρίο και μόνιμο δεσμό με δύο γυναίκες ταυτόχρονα.
https://www.youtube.com/watch?v=6LAPFM3dgag
 Ο Αντόνιο Βιβάλντι έμαθε βιολί κοντά στον πατέρα του, ο οποίος είχε ξεκινήσει ως κουρέας, αλλά κατέληξε επαγγελματίας μουσικός σε μια τοπική ορχήστρα. Εκείνο τον καιρό όμως, η ζωή του βιολιστή ήταν ακόμη πιο επισφαλής οικονομικά απ’ όσο σήμερα κι η φτωχή οικογένεια αποφάσισε να γίνει ο πρωτότοκος γιος, ιερέας. Το πώς ένιωθε ο Βιβάλντι γι’ αυτή την απόφαση παραμένει άγνωστο, αν και δεν έδειχνε κανέναν ενθουσιασμό για τα νέα του καθήκοντα. Τα άσκησε για μόλις ένα χρόνο, καθώς μια “στενότητα στο θώρακα” τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τα λειτουργικά του καθήκοντα. Σημειωτέον ότι η “στενότητα” που σήμερα πιστεύεται ότι ήταν άσθμα, δεν του προκαλούσε κανένα πρόβλημα όταν διηύθυνε. 
Κορίτσια, Κορίτσια, Κορίτσια Όταν έγινε 20 ετών, ο Βιβάλντι ήταν ήδη γνωστός ως μουσικός και συνθέτης. Το 1703 έγινε δάσκαλος μουσικής στο Ospedale della Pieta, ένα ορφανοτροφείο κορασίδων, πολλές από τις οποίες ήταν νόθες κόρες πλούσιων και ισχυρών ανδρών της πόλης. Χάρη στις γενναιόδωρες δωρεές, κυρίως από τους γονείς που ένιωθαν τύψεις, το ίδρυμα διατηρούσε μια θαυμάσια χορωδία και ορχήστρα, πολύ γνωστή στη Βενετία. Τουρίστες απ’ όλη την Ευρώπη πήγαιναν να θαυμάσουν τα κορίτσια που, εκτός από λεπτεπίλεπτα όργανα όπως το φλάουτο, έπαιζαν και τύμπανα. Ο Βιβάλντι, ως ιερέας, μάλλον θεωρήθηκε ασφαλής επιλογή για δάσκαλος τόσων κοριτσιών. Στα επόμενα 35 χρόνια, εκτός από την απασχόλησή του ως μουσικού διευθυντή, ο Βιβάλντι έγραψε γύρω στα 400 κονσέρτα για την ορχήστρα του ιδρύματος, μεταξύ αυτών και το γνωστότερο έργο του, “Οι Τέσσερις Εποχές”. Το έργο, βασισμένο σε τέσσερα σονέτα που λέγεται ότι γράφτηκαν από τον ίδιο, αποτελεί την κορυφαία στιγμή του συνθέτη: χαριτωμένο, ευφάνταστο, εφευρετικό και διόλου απαιτητικό. Το κοινό το αγάπησε από την πρώτη στιγμή. Ο Λουδοβίκος ΙΕ’ της Γαλλίας ενθουσιάστηκε τόσο, που οι αυλικοί του παρουσίασαν την “Άνοιξη” σε ειδική εκτέλεση για να τον ευχαριστήσουν. Καλά και τα κονσέρτα, αλλά… Παρ’ όλη την επιτυχία του όμως, ο Βιβάλντι είχε πιο υψηλό στόχο: να συνθέσει μουσική για όπερα. Το είδος αυτό εφευρέθηκε το 1607 από τον Ιταλό συνθέτη Κλαούντιο Μοντεβέρντι, ο οποίος ήθελε να αναβιώσει το ύφος των αρχαίων Ελλήνων, που ενσωμάτωναν μουσική, χορό και πρόζα στο θέατρο. Η θεαματική αυτή ψυχαγωγία είχε αμέσως απήχηση, ιδίως στην Ιταλία. Ο Βιβάλντι ταξίδεψε σε όλη τη χώρα και ανέβασε τις όπερές του με τεράστια επιτυχία. Η παραγωγή του ήταν εκπληκτική. Μεταξύ 1713 και 1739 έγραψε περίπου πενήντα όπερες, κατά μέσο όρο σχεδόν δύο το χρόνο. Το έργο του “Τίτο Μάνλιο” γράφτηκε μέσα σε πέντε μέρες. Το κοινό έσπευδε να παρακολουθήσει τα έργα του, αν και όχι πάντοτε με τον ίδιο ενθουσιασμό. “Η νέα όπερα στο θέατρο San Grisostomo ήταν πιο επιτυχημένη από την προηγούμενη. Αλλά η σύνθεση είναι τόσο φρικτή και η μουσική τόσο θλιβερή που κοιμήθηκα για μία ολόκληρη πράξη”, έγραφε ένας Βενετός θιασώτης της όπερας το 1727. Η ωραία “Λα Ζιρό” Ο Βιβάλντι βρήκε παρηγοριά στο πρόσωπο της σοπράνο Άννα Τεσιέρι Τζιρό, γνωστή ως “λα Ζιρό”, που έκανε το ντεμπούτο της το 1725. Κάποια στιγμή έμεινε στο σπίτι του Βιβάλντι πατρός, ενώ αργότερα ήλθε και η αδελφή της, η Παολίνα, ως νοσοκόμα του ίδιου του Βιβάλντι, του οποίου η υγεία είχε ταλαιπωρηθεί από το άσθμα. Ο Βιβάλντι στην ταινία του 2006, "Un Prince a Venise" Ο Βιβάλντι στην ταινία του 2006, «Un Prince a Venise» Όλοι έλεγαν ότι η Άννα και ο Βιβάλντι ήταν εραστές, μάλιστα κάποιοι κουτσομπόλευαν ότι έκαναν ερωτικό τρίο με την Παολίνα. Οι περισσότεροι δεν έδειχναν να ενοχλούνται, εκτός από τον καρδινάλιο της Φεράρα. Το 1737 ο Βιβάλντι ετοίμαζε μια όπερα στη Φεράρα, όταν ο καρδινάλιος ξαφνικά απαγόρευσε σ’ αυτόν να διευθύνει και στην Άννα να τραγουδήσει. Έξαλλος ο Βιβάλντι διαμαρτυρήθηκε ότι ο καρδινάλιος “σπίλωσε αυτές τις φτωχές γυναίκες” κι ότι ο ίδιος δεν είχε ποτέ καμία σχέση με σκάνδαλα. Ο καρδινάλιος δεν υποχώρησε κι η όπερα ανέβηκε χωρίς τον Βιβάλντι και την Άννα. Φυσικά εξελίχθηκε σε φιάσκο. Κάθε πράγμα στον καιρό του Στην πραγματικότητα, πολλές όπερες του Βιβάλντι κατέληξαν σε φιάσκο. Ο Βιβάλντι δεν ήταν πλέον της μόδας. Πάντως, το όνομά του είχε ακόμα πέραση βόρεια των Άλπεων, οπότε το 1740 ο 62χρονος συνθέτης έφυγε από την Ιταλία μαζί με την Άννα και την Παολίνα. Προορισμός τους ήταν η Βιέννη, έδρα του αυτοκράτορα Καρόλου Στ’, ο οποίος θαύμαζε τον Βιβάλντι. Μόνο που ο αυτοκράτορας πέθανε εκείνο το φθινόπωρο, αφού έφαγε ένα πιάτο δηλητηριώδη μανιτάρια. Η νέα βασιλική οικογένεια είχε πιο σοβαρά πράγματα στο κεφάλι της, όπως τον πόλεμο με την Πρωσία, από τα προβλήματα ενός Ιταλού συνθέτη κι ο Βιβάλντι αναγκαζόταν να πουλά τα χειρόγραφα των συνθέσεών του για να τα βγάζει πέρα. Το καλοκαίρι του 1741 αρρώστησε και πέθανε στις 28 Ιουλίου. Η κηδεία του έγινε στον καθεδρικό ναό του Αγίου Στεφάνου, όπου ο νεαρός Γιόζεφ Χάιντν τραγουδούσε στην παιδική χορωδία. 
ΠΗΓΗ: «Η Μυστική Ζωή των Μεγάλων Μουσουργών» από τις εκδόσεις «ΑΙΩΡΑ».... 
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ

ΒΟΛΦΑΓΚΑΝΓΚ ΑΜΑΝΤΕΟΥΣ ΜΟΤΣΑΡΤ Η ιδιοφυία της κλασικής μουσικής - 260 χρόνια από τη γέννησή του. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ: Η ιδιοφυία της κλασικής μουσικής - 260 χρόνια από τη γέννησή του.

https://www.youtube.com/watch?v=Rb0UmrCXxVA
Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ ( Wolfgang Amadeus Mozart) , συνέθεσε περισσότερα από 600 έργα.

Από τους κορυφαίους συνθέτες όλων των εποχών, τα έργα του οποίου αποτελούν μέρος του ρεπερτορίου κάθε ορχήστρας που σέβεται τον εαυτό της.
Το πλήρες όνομά του είναι Γιοχάνες Κρισόστομους Βολφγκάνγκους Τεόφιλους (Αμαντέους) Μότσαρτ [Wolfgang Amadeus Mozart] και γεννήθηκε την 8η πρωινή της 27ης Ιανουαρίου 1756 στο Ζάλτσμπουργκ, τμήμα τότε της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους και νυν της Αυστρίας. Ήταν γιος του συνθέτη Λεοπόλδου Μότσαρτ και της Άννας Μαρίας Περτλ.
Ο Μότσαρτ έζησε μόνο 35 χρόνια, πρόλαβε όμως να συνθέσει περίπου 600 έργα (συμφωνικά, δωματίου, κονσέρτα, όπερες και χορωδιακά), τα περισσότερα από τα οποία είναι αριστουργήματα. Σε ηλικία τριών χρονών έπαιζε πιάνο, στα πέντε του συνέθετε και στα έξι έδωσε το πρώτο του κοντσέρτο. Μιλάμε για τον ορισμό της ιδιοφυΐας.
Ο Μότσαρτ, αν και συνθέτης, είναι ένας μύθος, ένα λαϊκό είδωλο. Είχε το χάρισμα να γράφει απλές και ευκολομνημόνευτες μελωδίες, μέσα στη συνθετότητά τους. Έργα του ακούγονται όχι μόνο στις αίθουσες συναυλιών, αλλά και σε ασανσέρ, εμπορικά κέντρα, αίθουσες χειρουργείων και ως ηχητικά σήματα από κινητά τηλέφωνα.
Η μουσική του έχει και «μαγικές» ιδιότητες. Κτηνοτρόφοι παίζουν Μότσαρτ στις αγελάδες για να αυξήσουν την παραγωγή τους σε γάλα ή να μας δώσουν πιο τρυφερό κρέας. Έχει τεκμηριωθεί επιστημονικά ότι η ακρόαση της μουσικής του βοηθά στην ανάπτυξη της νοημοσύνης των βρεφών και των παιδιών. Η μορφή του απεικονίζεται σε σοκολατάκια, σουβενίρ και άλλα είδη διακόσμησης.
Μεταξύ σοβαρού και αστείου λέγεται ότι αν υπήρχε δυνατότητα ο Μότσαρτ να διεκδικήσει τα δικαιώματα για τη χρήση της μουσικής και του ονόματός του θα μπορούσε να αγοράσει όλη την Αυστρία. Άλλωστε, η γενέτειρά του Ζάλτσμπουργκ ζει και αναπτύσσεται μέχρι σήμερα χάρις στον Μότσαρτ. Και όμως, ο συνθέτης της «Μικρής Νυχτερινής Μουσικής», του «Ντον Τζιοβάνι», του «Μαγικού Αυλού» και άλλων αριστουργημάτων πάλευε για να τα φέρει βόλτα με τα οικονομικά του στον σύντομο βίο του.
Πέθανε στη μία τα ξημερώματα της 5ης Δεκεμβρίου 1791, επί των επάλξεων, γράφοντας το «Ρέκβιεμ» της ζωής και της καριέρας του.ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr

Οι ερωτικές περιπέτειες του Μότσαρτ.
Ο γάμος με την αδελφή της πρώην αγαπημένης του! 27/05/2014 Κατηγορίες: ΣΥΝΕΒΗ ΣΗΜΕΡΑ Ετικέτες: Αλοΐσια Μότσαρτ, Βόλφγκανγκ Μότσαρτ, Κονστάντζα Μότσαρτ, Λέοπολντ Μότσαρτ Mozart Το 1778, ο 21χρονος Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ ερωτεύτηκε για πρώτη φορά. Η εκλεκτή της καρδιά του ήταν η Αλοΐσια Γουέμπερ, κόρης της οικογένειες που φιλοξενούσε τον νεαρό μουσικό στο Μάνχαϊμ. Η οικογένεια Γουέμπερ ήταν εξαιρετικά μουσικόφιλη και η Αλοΐσια ήταν καταπληκτική σοπράνο. Ήταν όμορφη, καλλιεργημένη και με υπέροχη φωνή, που μπορούσε να ακολουθήσει τα πολύπλοκα κομμάτια που συνέθετε ο Μότσαρτ για εκείνη. Ήταν αναμφίβολα ένα πολύ ταιριαστό ζευγάρι. Ο Βολφγκανγκ έγραψε στον πατέρα του λίγο καιρό μετα τη γνωριμία του με την Αλοΐσια. Τον ενημέρωνε, με περίσσιο ενθουσιασμό, ότι σκόπευε να φύγει στην Ιταλία με τη μελλοντική σύζυγό του, όπου θα ζούσαν από τη μουσική του. Ο Βόλφγκανγκ θα συνέθετε όπερες και η Αλοΐσια θα τραγουδούσε. To σχέδιο, σύμφωνα με τον νεαρό Μόρτσαρτ, ήταν αδύνατο να αποτύχει. Αλοΐσια Γουέμπερ Η Αλοΐσια Γουέμπερ Ο πατέρας του, Λέοπολντ, δεν συμφωνούσε. Ήταν η πρώτη φορά που ο γιος του άφηνε την οικογενειακή "φωλιά" και ο Λέοπολντ ήταν σίγουρος ότι η υπερβολική ελευθερία τον είχε κάνει παράτολμο. Πίστευε ότι η Αλοΐσια τον παρέσυρε στην ακολασία και ότι ένα τέτοιο ταξίδι θα ήταν καταστροφικό για την καριέρα του γιου του. Ο Λέοπολντ απαιτούσε απ" τον γιο του να ξεχάσει τις ανοησίες και τους έρωτες και να συνεχίσει το ταξίδι του στο Παρίσι, όπως ήταν το αρχικό σχέδιο. Κατά συνέπεια, του απαγόρευε να παντρευτεί την Αλοΐσια. Ο Βόλφγκανγκ υπάκουσε με βαριά καρδιά. Άφησε πίσω την καλλίφωνη αγαπημένη του και πήρε τον δρόμο για το Παρίσι, όπου θα κορύφωνε την καριέρα του. Ο πατέρας του, που λειτουργούσε ακριβώς όπως ένας σύγχρονος μάνατζερ, μπορούσε να ηρεμήσει. Το ασυναγώνιστο ταλέντο του γιου του δεν θα χαραμιζόταν σε μια τυχαία δεσποινίδα. Ο Λέοπολντ Μότσαρτ παίζει βιολί, ενώ ο ταλαντούχος γιος του Βόλφγκανγκ είναι στο πιάνο. Ο Λέοπολντ Μότσαρτ παίζει βιολί, ενώ ο ταλαντούχος γιος του Βόλφγκανγκ είναι στο πιάνο Λίγους μήνες αργότερα, ο Βόλφγκανγκ και η Αλοΐσια συναντήθηκαν τυχαία στο Μόναχο. O Μότσαρτ προσπάθησε να ανανεώσει τη σχέση τους, αλλά η Αλοΐσια τον αγνόησε επιδεικτικά. Σύμφωνα με τη βιογραφία του Μότσαρτ, που έγραψε ο Τζορτζ Νικολάους βον Νίσεν, που παντρεύτηκε τη σύζυγο του Μότσαρτ μετά τον θάνατο του συνθέτη, η Αλοΐσια "παρίστανε ότι δεν τον ήξερε, αυτόν για τον οποίον έκλαιγε γοερά μέχρι πριν λίγο καιρό". Ο Βόλφγκανγκ δεν πτοήθηκε καθόλου. Σύμφωνα με τον Νίσεν, έκατσε στο πιάνο και τραγούδησε με δυνατή φωνή: "Αυτή που δε με θέλει, μπορεί να φιλήσει τον πισινό μου". Έτσι έληξε το ερωτικό ειδύλλιο του νεαρού Μότσαρτ και της Αλοΐσια Γουέμπερ. Σειρά τώρα είχε, η μικρότερη αδερφή της. Μότσαρτ και Κονστάντζα Το 1781 ο Μότσαρτ βρέθηκε στη Βιέννη. Εκεί είχαν μετακομίσει και οι Γουέμπερ και ασφαλώς προσέφεραν φιλοξενία στον συνθέτη. Ο Βόλφγκανγκ βρέθηκε και πάλι ανάμεσα στις αδερφές Γουέμπερ. Η Αλοΐσια ήταν νιόπαντρη και δεν έδωσε καμία σημασία στον παλιό αγαπημένο της. Στο στόχαστρο του συνθέτη βρέθηκε η μικρότερη αδερφή της, η 19χρονη Κονστάντζα. Κωνστάντζα Μότσαρτ Η Κονστάντζα Μότσαρτ. Ο Βόλφγκανγκ περιέγραψε την κοπέλα στον πατέρα του χωρίς φοβερό ενθουσιασμό: "Έχει όμορφα μαύρα μάτια και ένα χαριτωμένο σώμα. Δεν είναι η πιο έξυπνη, ούτε η πιο διαβασμένη. Είναι ώριμη, μετρημένη και έχει την πιο καλή καρδιά στον κόσμο. Με αγαπάει και την αγαπώ". Το ζευγάρι έμενε μαζί ήδη μία εδβομάδα, ενέργεια που είχε προκαλέσει φοβερές αντιδράσεις. Η μητέρα της Κονστάντζα ανάγκασε τον Βόλγκανγκ να υποσχεθεί ότι αν δεν παντρευτεί την κόρη της μέσα σε τρία χρόνια, θα της έδινε 300 χρυσά νομίσματα κάθε χρόνο, μέχρι το τέλος της ζωής της. Ο Λέοπολντ, ο πατέρας του Μότσαρτ, έγινε τόσο έξαλλος, που αρνήθηκε να δώσει την ευχή του για τον γάμο. Τελικά, ο Βόλφγκανγκ νομιμοποίησε τη σχέση του με την Κονστάντζα και ο πατέρας του αναγκάστηκε να το δεχτεί. Έστειλε τις ευχές του σε γράμμα, λίγες μέρες μετά τον γάμο. Πέθανε πέντε χρόνια αργότερα, στις 28 Μαΐου του 1787 και ο Βόλφγκανγκ δεν κατάφερε να παρευρεθεί στην κηδεία. Παντρεύτηκαν στις 4 Αυγούστου του 1782. Ο Βόλφγκανγκ και η Κονστάντζα απέκτησαν έξι παιδιά, απ" τα οποία έζησαν μόνο δύο. Παρά τις οικονομικές δυσκολίες και τα συνεχή ταξίδια του Βόλγκανγκ, το ζευγάρι υπήρξε πολύ ευτυχισμένο. Βόλφγκανγκ Μότσαρτ Ο Βόλφγκανγκ Μότσαρτ. Έχουν σωθεί γράμματα του συνθέτη προς τη γυναίκα του, που δείχνουν εμφανώς την αγάπη του για εκείνη. Ο Μότσαρτ αρρώστησε βαριά στις 20 Νοεμβρίου του 1791. Πέθανε 10 μέρες μετά, στις 5 Δεκεμβρίου. Ήταν μόλις 35 ετών. Η Κονστάντζα ήταν δίπλα του έως την τελευταία στιγμή....
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr
ANIXNEYTHΣ Ο ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ

ΓΙΟΧΑΝ ΣΕΜΠΑΣΤΙΑΝ ΜΠΑΧ ο κορυφαίος μουσουργός. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Ο κορυφαίος μουσουργός Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ Ο «ποιητής των ήχων», ο σπουδαιότερος συνθέτης του μπαρόκ! https://www.youtube.com/watch?v=6JQm5aSjX6g

Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ είναι πέραν αμφιβολίας από τις χαρακτηριστικότερες φυσιογνωμίες της μουσικής ιστορίας: όχι μόνο μας χάρισε ανεπανάληπτα αριστουργήματα, αλλά αποτέλεσε ταυτοχρόνως την πηγή απ' όπου ξεπήδησε η κλασική εποχή των μεγάλων μουσικών συνθέσεων.

Τι να πρωτοπεί άλλωστε κανείς για τον άνθρωπο που πίστευε ότι η μουσική υπάρχει μόνο για να υμνεί τον Θεό και να αγαλλιάζει την ψυχή;
Τον έχουν χαρακτηρίσει «ποιητή των ήχων», «παμμέγιστο», «ασυμβίβαστο», «μυστηριώδη», αυτός ήταν ο κορυφαίος συνθέτης που ήταν σταθερά προσανατολισμένος στη θρησκευτική αποστολή της μουσικής, ένας άνθρωπος που ευγνωμονούσε διαρκώς τον Θεό παρά τις δοκιμασίες στις οποίες θα υποβαλλόταν καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Η θρησκευτικότητα, η μουσική και ο θάνατος σημαδεύουν τον Μπαχ από την αρχή ως το τέλος της ζωής και του έργου του, με τη δύναμη της ψυχής, το σθένος και τη δημιουργικότητά του να μην κάμπτονται από τις δυσκολίες, αλλά να χαλυβδώνουν πεισμώνοντας την ψυχή του και να συνεχίζει να παράγει έργο, ευχαριστώντας τον Θεό και συγχωρώντας τους ανθρώπους.
Ο σεβασμός που έτρεφε εξάλλου ο Μπετόβεν προς τον άνθρωπο που μας χάρισε τα «Βραδεμβούργια Κονσέρτα» συνοψίζεται στο αγαπημένο του λογοπαίγνιο: «Δεν έπρεπε να ονομάζεται Μπαχ («ρυάκι» στα γερμανικά), αλλά Ποταμός!».
Κι αυτό ακριβώς το σχόλιο περιγράφει ιδανικά τόσο τον ήρεμο, ευσεβή και δυναμικό χαρακτήρα του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ όσο και την ταπεινοφροσύνη του μεγαλοφυούς αυτού συνθέτη, που συνήθιζε να υποσημειώνει σε κάθε έργο του «Soli Deo Gloria» (Μόνο στον Θεό η Δόξα)...
Πρώτα χρόνια

Γεννημένος στο Άιζεναχ της Γερμανίας την 21η Μαρτίου 1685, ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ μεγαλώνει μέσα σε πολυπληθή οικογένεια (8 παιδιά) με μακρά μουσική παράδοση, που πήγαινε μάλιστα πολλές γενιές πίσω στον χρόνο: ο πατέρας του ήταν διευθυντής στην τοπική ορχήστρα και είναι αυτός που θα μυήσει τον μικρό στο βιολί από πολύ τρυφερή ηλικία.
Όταν έκλεισε τα 7 του χρόνια, ο Μπαχ φοίτησε στα προπαρασκευαστικά σχολεία της εποχής, λαμβάνοντας θρησκευτική εκπαίδευση και μαθαίνοντας λατινικά, κατά τα παιδαγωγικά πρότυπα της εποχής. Η λουθηρανική πίστη της οικογένειας επηρέασε τόσο τη ζωή όσο και το κατοπινό έργο του μεγάλου συνθέτη.
Σε ηλικία 10 ετών, θα γνωρίσει από πρώτο χέρι την τραγικότητα της απώλειας: ο Μπαχ μένει ορφανός και από τους δύο γονείς του (χάνει και τρία ακόμα από τα αδέλφια του), από την επιδημία πανώλης που χτύπησε την Ευρώπη, και ο μεγαλύτερος αδελφός του, εκκλησιαστικός οργανοπαίκτης, τον παίρνει μαζί του. Αφού τον γράψει στο νέο του σχολείο, του παρέχει ακόμα περισσότερη μουσική εκπαίδευση. Ο Μπαχ θα μείνει στο πλευρό της οικογένειας του αδελφού του μέχρι την ηλικία των 15.
Ο ίδιος διέθετε ταυτοχρόνως καταπληκτική φωνή και λάμβανε μέρος στις σχολικές χορωδίες. Κι όταν μεγάλωσε και η χαρακτηριστική υψίφωνη χροιά του τον εγκατέλειψε, ο Μπαχ θα έπαιρνε πλέον μέρος στις ορχήστρες ως σολίστ μουσικών οργάνων!
Κι έτσι, το νέο φυντάνι της μεγάλης μουσικής οικογένειας των Μπαχ εξασφαλίζει το 1703 την πρώτη του επαγγελματική ενασχόληση με τη μουσική: προσλαμβάνεται ως δόκιμος οργανοπαίκτης στην αυλή του δούκα της Βαϊμάρης, Johann Ernst. Εκεί είναι που θα επιδείξει το τρομακτικό του ταλέντο λειτουργώντας ταυτοχρόνως ως άνθρωπος-ορχήστρα για όλες τις μουσικές δουλειές, αντικαθιστώντας επάξια όποιον από τους επαγγελματίες βιολιστές έλειπε...
Πρώιμη καριέρα
Σύντομα η φήμη του ως σολίστ γιγαντώθηκε και ήταν χάρη στην ασύλληπτη δεξιοτεχνία του που θα εξασφάλιζε θέση στη Νέα Εκκλησία του Άρνσταντ. Επιφορτισμένος πια με το έργο της μουσικής επένδυσης των εκκλησιαστικών λειτουργιών, υπηρετεί ταυτοχρόνως και ως δάσκαλος μουσικής, αν και αποδεικνύεται πλημμελής στα εκπαιδευτικά του καθήκοντα, κάνοντας τους εκκλησιαστικούς αξιωματούχους να κατσαδιάζουν συχνά τον 18χρονο νεαρό για το γεγονός ότι δεν έκανε συχνές πρόβες με την παιδική χορωδία του.
Ο Μπαχ δεν βελτίωσε την επαγγελματική του κατάσταση όταν εξαφανίστηκε για αρκετούς μήνες το 1705: έχοντας πάρει άδεια λίγων εβδομάδων, ταξιδεύει σε γειτονική πόλη για να απολαύσει τον φημισμένο μουσικό της εποχής Dietrich Buxtehude και παρατείνει τις διακοπές του χωρίς να ενημερώσει κανέναν για να μαθητεύσει δίπλα του! Κι έτσι το 1707 αναλαμβάνει ανακουφισμένος τη νέα του θέση στην εκκλησία του Μιλχάουζεν, αφήνοντας πίσω του τις περιπέτειες του Άρμσταντ. Την ίδια εποχή αρχίζει να γράφει δικές του συνθέσεις, όπως το πρώιμο αριστούργημά του «Τοκάτα και Φούγκα σε Ρε Ελάσσονα» (BWV 565)...
Σύντομα όμως και η νέα του θέση θα διακυβευόταν: το μουσικό στιλ του Μπαχ δεν συμβάδιζε με τις επιλογές του πάστορα και η ρήξη εγκαθιδρύθηκε στις σχέσεις τους. Ο συνθέτης δημιουργούσε περίπλοκες μελωδίες μπλέκοντας διαφορετικά στιλ και μελωδικές γραμμές, την ίδια ώρα που ο πάστορας ήθελε την εκκλησιαστική μουσική απλούστερη.
Παρά τις αψιμαχίες, ο Μπαχ δουλεύει ακούραστα τα δικά του πονήματα, παράγοντας έργο σημαντικό. Από τις συνθέσεις της περιόδου ξεχωρίζει η περίφημη καντάτα του «Gott ist mein König» (BWV 71), ένα πρωτόγνωρο για την εποχή και τα δεδομένα μουσικό υπερθέαμα, για το οποίο ο Μπαχ έκανε το αδιανόητο μουσικά: χώρισε τα όργανα και τις φωνές σε ομάδες, δημιουργώντας διακριτά σύνολα εντός της σύνθεσης. Η στιγμή είναι καθοριστική για την εξέλιξη της δυτικής μουσικής!
Και βέβαια της ίδιας εποχής είναι και η άλλη αριστουργηματική καντάτα του «Actus Tragicus» (BWV 106)...
Δουλεύοντας στη βασιλική αυλή
Έπειτα από μόλις έναν χρόνο στο Μιλχάουζεν, με τη φήμη του πια σε νέα δυσθεώρητα επίπεδα, ο Μπαχ εξασφαλίζει θέση τακτικού πια οργανοπαίκτη στην αυλή του δούκα Wilhelm Ernst της Βαϊμάρης. Εκεί θα συγγράψει πολλές εκκλησιαστικές καντάτες και μια σειρά από τις καλύτερες συνθέσεις του για εκκλησιαστικό όργανο.
Κι αν πρέπει να μνημονεύσουμε μία και μόνο μία, αυτή θα ήταν η καντάτα «Herz und Mund und Tat» (BWV 147), που έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής ήδη από τον καιρό της...
Πέρα βέβαια από τις μνημειώδεις καντάτες του, ο Μπαχ φιλοτεχνεί τις πρώτες φούγκες και πρελούδια, ενώ ταυτοχρόνως συγγράφει και εκπαιδευτικό βοήθημα εισαγωγής στο εκκλησιαστικό όργανο: το «Μικρό Βιβλίο Για Εκκλησιαστικό Όργανο» αφιερώνεται στον γιο του και γίνεται ανάρπαστο, λόγω του πρωτοποριακού διδακτικού του χαρακτήρα.
Το 1717, ο Μπαχ αποδέχθηκε νέα θέση, αυτή τη φορά κοντά στον πρίγκιπα Λεοπόλδο, ο δούκας όμως δεν το πήρε καθόλου καλά και ήταν έτοιμος να κάνει τα πάντα για να κρατήσει τον νεαρό μουσικό στη χορωδία του. Ακόμα και αν έπρεπε να τον φυλακίσει για να μη φύγει! Πράγμα που συνέβη φυσικά κι έτσι ο Μπαχ θα πέρασε αρκετές εβδομάδες στα μπουντρούμια του δούκα όταν προσπάθησε να το σκάσει από την πνιγερή αγκαλιά του.
Στις αρχές Δεκεμβρίου ωστόσο ο μουσουργός αποφυλακίζεται και του δίνεται η δυνατότητα να μετακομίσει στην αυλή του πρίγκιπα στο Κέτεν, ο οποίος ήταν μεγάλος λάτρης της μουσικής. Εκεί θα αναλάβει τη θέση του διευθυντή ορχήστρας, όντας πια στο ψηλότερο σκαλί της μουσικής του καριέρας.
Στο Κέτεν (1717-1723) θα γράψει μερικά από τα πλέον μνημειώδη έργα του, που θα θέσουν τις βάσεις της μπαρόκ μουσικής. Εδώ γεννιούνται πλήθος από σονάτες και σουίτες, εδώ οι εκκλησιαστικές καντάτες του αποκτούν κοσμικό χαρακτήρα, εδώ ολοκληρώνει τα αριστουργηματικά «Βραδεμβούργια Κονσέρτα» (BWV 1046, 1047, 1048, 1049, 1050 και 1051), αφιερωμένα στον δούκα του Βραδεμβούργου (1721).
Ταυτοχρόνως, εξελίσσει το διδακτικό του έργο, αφήνοντας παρακαταθήκη άλλα δύο εγχειρίδια μουσικής εκπαίδευσης, όντας πια στην πρώτη γραμμή της ευρωπαϊκής μουσικής πρωτοπορίας. Παρά την «εκκοσμίκευση» των συνθέσεών του, ο Μπαχ δεν παραλείπει να δηλώνει συνεχώς τη βαθιά προσήλωσή του στη θρησκεία και τον Θεό, υπογράφοντας τις παρτιτούρες του με το περίφημο λατινικό «I.N.J.» («Εις το Όνομα του Χριστού»).
Τη χρονιά ωστόσο που ο Μπαχ ολοκλήρωνε τα εμβληματικά «Βραδεμβούργια Κονσέρτα», ο καλός του φίλος πια πρίγκιπας Λεοπόλδος παντρεύτηκε και η νέα του σύζυγος δεν εκτιμούσε καθόλου τη μουσική, απομακρύνοντας τον ευγενή τόσο από το πάθος του όσο και τον στενό του φίλο. Σύντομα ο πάλαι ποτέ φιλόμουσος πρίγκιπας θα διαλύσει την ορχήστρα του (1723) και ο Μπαχ θα αναγκαστεί έτσι να αναζητήσει αλλού δουλειά, χτυπημένος μάλιστα και από την απώλεια της πρώτης του συζύγου.
Πριν εγκαταλείψει βέβαια το Κέτεν, θα ολοκληρώσει τον πρώτο τόμο (από τους δύο) του περίφημου διδακτικού εγχειριδίου του «Το Καλοσυγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο», μια τομή για την εκμάθηση των πληκτροφόρων οργάνων...
Η εποχή της Λειψίας
Με τη φήμη του πλέον να προηγείται, ο Μπαχ υπογράφει συμβόλαιο με εκκλησία της Λειψίας ως ο νέος οργανοπαίκτης και δάσκαλος της χορωδίας. Για τις ανάγκες της νέας του θέσης, ρίχνεται για άλλη μια φορά με τα μούτρα στη δουλειά, παράγοντας μια εκκλησιαστική καντάτα κάθε βδομάδα! Το «Χριστουγεννιάτικο Ορατόριο» (BWV 248), για παράδειγμα, είναι έργο της εποχής που αντικατοπτρίζει το μουσικό όραμα του συνθέτη για τη γέννηση του Χριστού.
Ταυτοχρόνως, δημιουργεί μουσικές μεταφράσεις της Βίβλου, τα περίφημα «Πάθη» του, που αντικατοπτρίζουν αποσπάσματα από τα ευαγγέλια και θεωρούνται κορυφαία στο είδος τους. Πολλά μάλιστα έχουν ενσωματωθεί στη λειτουργία της λουθηρανικής και καθολικής εκκλησίας, όπως τα «Πάθη του Ματθαίου» (BWV 244) που περιλαμβάνονται στη λειτουργία της Μεγάλης Παρασκευής...
Κατοπινά χρόνια
Μέχρι το 1740, ο Μπαχ πάλευε πια αμετάκλητα με τα προβλήματα όρασής του. Έχοντας ιστορικό μυωπίας, ο μουσουργός παρουσίασε σημαντική έκπτωση της όρασης (πιθανότατα από γλαύκωμα). Παρά την ταλαιπωρία και τη μάχη με την πάθηση, συνέχισε αγόγγυστα το έργο του, τόσο το συνθετικό όσο και το εκτελεστικό/διδακτικό, ενώ δεν ματαίωσε κανένα από τα ταξίδια του, ένα εκ των οποίων θα τον φέρει στην αυλή του βασιλιά της Πρωσίας το 1747.
Για τη βασιλική αυτή συναυλία, ο Μπαχ σκαρώνει μια νέα σύνθεση επιτόπου, εκτοξεύοντας τη φήμη του σε νέο ιστορικό ρεκόρ! Επιστρέφοντας στη Λειψία, τελειοποιεί τις βασιλικές αυτές φούγκες και τις αποστέλλει με πάσα επισημότητα στην Πολωνία (Musikalisches Opfer - BWV 1079).
Το 1748-1749, με την όρασή του σοβαρά υπονομευμένη, ο Μπαχ αρχίζει να φιλοτεχνεί το σπουδαίο αριστούργημά του «Η Τέχνη της Φούγκας» (BWV 1080), το οποίο θα παραμείνει όμως ημιτελές: η όρασή του έχει επιδεινωθεί τόσο που υποβάλλεται σε διπλή -και ανεπιτυχή- εγχείριση την επόμενη χρονιά, από τις περιπλοκές της οποίας ωστόσο θα παραμείνει τυφλός.
Το 1750 θα ταλαιπωρηθεί και από εγκεφαλικό επεισόδιο, με την επιδεινωμένη υγεία του να τον προδίδει τελικά λίγο αργότερα, στις 28 Ιουλίου 1750. Όπως παραθέτει ένας από τους γιους του, ο κορυφαίος συνθέτης το μόνο που ήθελε ήταν «να απαλλαγεί από την τύφλωση για να εξακολουθεί να υπηρετεί τον Θεό με όλες του τις σωματικές και πνευματικές δυνάμεις».
Παρά τη θέση που καταλαμβάνει σήμερα στο πάνθεο των μεγαλύτερων ευρωπαίων συνθετών, στην εποχή του ο Μπαχ ήταν γνωστότερος ως οργανοπαίκτης και μουσικοδιδάσκαλος παρά ως μουσουργός. Ελάχιστα έργα του μάλιστα είχαν κυκλοφορήσει στη διάρκεια της καριέρας του και ήταν δυο κατοπινοί μουσικοί -που θα ακολουθούσαν τα χνάρια του- που θα τον εγκαθίδρυαν στις μουσικές συνειδήσεις του ευρωπαϊκού κοινού: ο Μότσαρτ και ο Μπετόβεν!
Κι έτσι ο μεγάλος αυτός μαέστρος των μουσικών αισθημάτων, με τις συνθέσεις που προκαλούν αβίαστα διαφορετικά συναισθήματα, ο μουσικός αυτός «παραμυθάς» που χρησιμοποίησε τις μελωδίες για να αφηγηθεί και να υπαινιχθεί γεγονότα και πράξεις, αποκαταστάθηκε στο βάθρο των κορυφαίων συνθετών της ανθρωπότητας.
Η πνευματικότητα και η εσωτερικότητα του έργου του μαρτυρούν τον τρόπο που αντιμετώπιζε τις φοβερές δοκιμασίες που του έθεσε η ζωή, την αφοσίωσή του στον Θεό, την ασταμάτητη εργασία, τη συνεχή διάθεση προσφοράς και την ακούραστη μελέτη, με μοναδικό πάντα στόχο την εξέλιξη της τέχνης του...
Προσωπική ζωή
Από τα ελάχιστα αποσπάσματα που έχουν σωθεί από την προσωπική αλληλογραφία του Μπαχ σκιαγραφείται η προσωπικότητά του και η εκτός μουσικής ζωή του. Ταγμένος οικογενειάρχης και πράος άνθρωπος, ο Μπαχ παντρεύτηκε το 1706 την ξαδέρφη του Maria Barbara, με την οποία απέκτησε εφτά παιδιά, από τα οποία επιβίωσαν ωστόσο μόνο τα τέσσερα.
Η πρώτη του σύζυγος πέθανε το 1720, όταν ο Μπαχ ταξίδευε στο πλευρό του πρίγκιπα Λεοπόλδου, αφήνοντάς τον σε κατάσταση απελπισίας. Την επόμενη ωστόσο χρονιά θα ξαναπαντρευτεί, αυτή τη φορά με την αοιδό Anna Magdalena Wülcken, με την οποία θα αποκτήσει άλλα 13 παιδιά.
Παρά το γεγονός ότι έμελλε να χάσει και πάλι τα μισά του τέκνα από τις αρρώστιες που θέριζαν την Ευρώπη (από τα δεκατρία επιβίωσαν μόνο τα εφτά), η περίοδος αυτή θεωρείται η πλέον ευτυχισμένη της ζωής του. Ο συνθέτης μοιράστηκε ξεκάθαρα με τα παιδιά του την αγάπη του για τη μουσική, καθώς δύο από τον πρώτο του γάμο και δύο από τον δεύτερο ακολούθησαν τα βήματά του ως συνθέτες και σολίστ. Ο Γιόχαν Κρίστιαν Μπαχ μάλιστα έκανε ανεξάρτητη και μεγάλη καριέρα...
Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr 

ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ

0 Λούντβιχ βαν Μπετόβεν 13 ετών (Ludwig van Beethoven) Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΑΝ ΜΠΕΤΟΒΕΝ
https://www.youtube.com/watch?v=_mdyCDpdec4


https://www.youtube.com/watch?v=k_UOuSklNL4


https://www.youtube.com/watch?v=6_y5Q6PDqeI


https://www.youtube.com/watch?v=TVDREzBijRI


https://www.youtube.com/watch?v=tpGSzH0Wlls


https://www.youtube.com/watch?v=jgpJVI3tDbY
Ο Μπετόβεν γεννήθηκε σε οικογένεια μουσικών στη Βόννη της Γερμανίας. Ο πατέρας του ο Γιόχαν, τενόρος στην τοπική Αυλή και ελαφρώς αλκοολικός, αδιαφόρησε για τη γέννηση του γιου του το 1770 και δεν του έδωσε καμία σημασία, μέχρι που ανακάλυψε ότι το αγοράκι είχε ενστικτώδες μουσικό χάρισμα. Ο Γιόχαν θυμόταν το παράδειγμα της πρώιμης επιτυχίας του Μότσαρτ κι έτσι αποφάσισε ότι και η δική του φήμη μπορούσε να στηριχθεί στους εύθραυστους ώμους του γιου του. Ενώ όμως ο μικρός Λέοπολντ Μότσαρτ ήταν ένας εύθυμος εκμεταλλευτής, ο πιτσιρικάς Γιόχαν Μπετόβεν ήταν ένας σκληρός και βίαιος νταής. Οι γείτονές δεν ξέχασαν ποτέ την εικόνα του μικρού Λούντβιχ να κλαίει πάνω από το πιάνο. Κι όταν δεν έπαιζε πιάνο, μελετούσε Ιστορία της Μουσικής ή μάθαινε βιολί. Λίγες ήταν οι μέρες που ο Λούντβιχ δεν κατέληγε κλειδωμένος στο υπόγειο ή δαρμένος με βούρδουλα. Οι μέθοδοι του πατέρα του Γιόχαν ήταν κτηνώδεις αλλά αποτελεσματικές: από την ηλικία των 10 ετών, ο Λούντβιχ κατείχε εγκυκλοπαιδική γνώση της μουσικής θεωρίας και εξαίρετες ικανότητες στον πιάνο. Επειδή όμως δεν είχε πολύ χρόνο για το σχολείο, ήταν φριχτός στην ορθογραφία και κακός στην αριθμητική. Όταν έγινε 11 ετών,

 εγκατέλειψε οριστικά το σχολείο. Μεγάλοι δάσκαλοι, μικρά μαθήματα Ludwig_van_Beethoven_l Ο Γιόχαν δεν κατάφερε να κάνει το γιο του διάσημο παιδί-θαύμα, αλλά το ταλέντο του Λούντβιχ κέρδισε την προσοχή αριστοκρατών της περιοχής και το 1787 κάποιοι προστάτες των τεχνών τον έστειλαν στη Βιέννη για να μαθητεύσει κοντά στον Μότσαρτ. Ο ντροπαλός 17χρονος γνώρισε τον δάσκαλο, αλλά πριν αρχίσουν τα μαθήματα, έφτασε στη Βιέννη το νέο ότι η μητέρα του Μπετόβεν ήταν βαριά άρρωστη. Ο νεαρός μουσικός έφτασε στο σπίτι του εγκαίρως για να δει τη μητέρα του να πεθαίνει. Δεν επέστρεψε στη Βιέννη: οι δύο νεότεροι αδελφοί του χρειάζονταν φροντίδα κι ο πατέρας τους ήταν εντελώς άχρηστος γι’ αυτό. Μέσα σε λίγα χρόνια, ο Γιόχαν Μπετόβεν είχε καταλήξει τόσο αναξιόπιστος στη δουλειά του, που οδηγήθηκε σε πρόωρη σύνταξη και λάμβανε το μισό ποσό, ενώ το άλλο μισό πήγαινε στον Λούντβιχ για να φροντίζει τα αδέλφια του. Μόλις το 1792 κατάφερε ο Μπετόβεν να επιστρέψει στη Βιέννη, όπου, με τη βοήθεια ενός πλούσιου σπόνσορα, έκανε μαθήματα με τον Γιόζεφ Χάιντν. Εδώ όμως απογοητεύτηκε: θεώρησε ότι ο Χάιντν δεν τον εκπαίδευε με τη δέουσα πυγμή, ενώ ο Χάιντν ενοχλήθηκε από την έπαρση του 22χρονου. Όχι ότι ο Μπετόβεν χρειαζόταν πολλή εκπαίδευση. Το 1795 έκανε το ντεμπούτο του με το Δεύτερο κονσέρτο για πιάνο, ενώ το 1800 παίχτηκε η Πρώτη Συμφωνία. Η Βιέννη είχε πια ένα νέο 30χρονο αστέρι. Εξαίσιες συνθέσεις, απαίσιες συνθέσεις Τότε ήταν που οι φίλοι του Μπετόβεν παρατήρησαν ότι απέφευγε τις κοινωνικές συγκεντρώσεις. Ο Χάιντν σχολίασε ότι δεν τον επισκεπτόταν καθόλου κι ένας επισκέπτης στο διαμέρισμα του Μπετόβεν παραξενεύτηκε που βρήκε το πιάνο ξεκούρδιστο. Ο Μπετόβεν ήξερε πολύ καλά τι συνέβαινε: είχε χάσει σταδιακά την ακοή του και δεν άκουγε τίποτε απολύτως. Επίσης είχε κι άλλα προβλήματα υγείας, όπως κοιλιακές κράμπες, περιοδική διάρροια και συχνούς πονοκέφαλους. Ήταν τόσο δυστυχισμένος που σκέφτηκε να αυτοκτονήσει. Το μόνο που τον εμπόδισε ήταν η ένθερμη πίστη στην τέχνη του. Το φθινόπωρο του 1802, ενώ έμενε στην κωμόπολη Χάλιγκενσταντ, περιέγραψε τι τον κράτησε ζωντανό: “Μου φαινόταν αδύνατο να αφήσω τον κόσμο μέχρι να προσφέρω όλα όσα ένιωθα ότι βρίσκονταν μέσα μου”, έγραψε στη Διαθήκη του Χάιλιγκενσταντ, όπως είναι γνωστό το κείμενο, που γράφτηκε ως επιστολή στους αδελφούς του αλλά παρέμεινε κλεισμένο στο γραφείο του για το υπόλοιπο της ζωής του. Ludwig-van-Beethoven-dirigiendo Μετά τη νέα απόφαση, ο Μπετόβεν έσφυζε από ενέργεια και ιδέες. Η Τρίτη, ή “Ηρωική” Συμφωνία ήταν αρχικά αφιερωμένη στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, μέχρι που εκείνος αποφάσισε να εισβάλει στην Αυστρία. Ήταν τόσο επαναστατική που η ορχήστρα συχνά διέκοπτε τις πρόβες από τη σύγχυση, ενώ οι κριτικοί έβρισκαν το έργο “παραξένο”. Το κοινό επίσης διαμαρτυρόταν για τη διάρκεια του έργου. Η “παραξενιά” του Μπετόβεν δεν περιοριζόταν στις μουσικές του εκκεντρικότητες. Συνέθετε καλύτερα ενώ περπατούσε κι έτσι έγινε γνωστός στην πόλη ως κάποιος που έπαιρνε τους δρόμους, κουνώντας τα χέρια και βρυχώμενος μουσικά σπαράγματα, αδιάφορος για τις ορδές περίεργων παιδιών που τον ακολουθούσαν. Ποτέ δεν έμεινε πολύ καιρό στο ίδιο μέρος. Στη Βιέννη μετακόμισε τουλάχιστον σε σαράντα διαμερίσματα και κάποτε συντηρούσε ταυτόχρονα τέσσερα σπίτια. Ήταν και ακατάστατος: ένας επισκέπτης στο διαμέρισμα του το 1809 τον βρήκε να ζει στο “πιο βρόμικο, πιο ακατάστατο μέρος που μπορεί να φανταστεί κανείς”. Πάνω στις καρέκλες βρίσκονταν πιάτα με αποφάγια και πεταμένα ρούχα. Το πιάνο και το γραφείο δίπλα του ήταν γεμάτα με μισοτελειωμένες παρτιτούρες. Και κάτω από το πιάνο βρισκόταν ένα γεμάτο δοχείο νυχτός. Ούτε εμφανισιακά ήταν ελκυστικός. Τα ρούχα του ήταν τόσο σχισμένα και βρόμικα που οι φίλοι του, αηδιασμένοι, πότε πότε του αγόραζαν καινούρια. Μελαχρινός στα νιάτα του, τώρα είχε γίνει κάτωχρος απ’ την αρρώστια. Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο σπυριά και τα γκρίζα μαλλιά του όρθια. Αντονί Μπρεντάνο Αντονί Μπρεντάνο Δεν είναι καθόλου απορίας άξιο που τα μέλη του ωραίου φύλου δεν ανταπέδιδαν το ένθερμο ενδιαφέρον του. Ο Μπετόβεν είχε την κακή συνήθεια να ερωτεύεται μη διαθέσιμες γυναίκες, συνήθως ανώτερης τάξης και κατά κανόνα παντρεμένες. Ο μεγαλύτερος έρωτάς του έχει αποκτήσει μυθικές διαστάσεις, αφού τον γνωρίζουμε χάρη σ’ ένα γράμμα που δεν ταχυδρομήθηκε, απευθυνόμενο στην “Αθάνατη αγαπημένη”. Η ταυτότητά της αμφισβητείται, αλλά σήμερα οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι ήταν η Αντονί Μπρεντάνο, σύζυγος ενός τραπεζίτη από τη Φρανκφούρτη. Ντελικάτη και κομψή, η Αντολί λάτρευε τον Μπετόβεν. “Περπατά σαν θεός εν μέσω θνητούς,” έγραφε. Αλλά παρέμενε πιστή στον άντρα της. Η όποια οδύνη του Μπετόβεν μετριαζόταν ίσως από τη σκέψη ότι ένας ανεκπλήρωτος έρωτας είναι κάτι πιο ρομαντικό από μία σύζυγο που τον υποχρέωνε να βάζει τα άπλυτα στο καλάθι. Τελευταίες συμφωνίες και ασυμφωνίες Όταν ο αδελφός του Μπετόβεν, Κασπάρ, έπαθε φυματίωση, ο συνθέτης αποφάσισε να πάρει την κηδεμονία του γιου του, Καρλ, ο οποίος έφτασε στην ενηλικίωση με συναισθηματικά τραύματα. Ο Μπετόβεν δεν τον άφηνε στιγμή και, όταν ο Καρλ ανακοίνωσε ότι θα γινόταν στρατιωτικός, ο κηδεμόνας του ξέσπασε σε τέτοιες άγριες κρίσεις που ο σπιτονοικοκύρης του αναγκάστηκε να τους διώξει. Ο συνθέτης τον ήθελε μουσικό. Το 1826, ο Καρλ δεν άντεξε κι αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι. Κι όμως γλίτωσε. Η μία σφαίρα αστόχησε και η άλλη μπήκε στο κρανίο χωρίς να πειράξει τον εγκέφαλο. Ο Καρλ βγήκε από το νοσοκομείο αποφασισμένος να τραβήξει το δρόμο του και μπήκε αμέσως στο στρατό. Οι φίλοι του Μπετόβεν τον έβλεπαν να καταρρέει. Υπήρξε μια ανακωχή, όταν ο αδελφός του Μπετόβεν, Γιόχαν, τους κάλεσε να μείνουν στο εξοχικό του μέχρι να αρχίσει η υπηρεσία του καρλ. Όταν μπήκε το φθινόπωρο, ο Γιόχαν ζήτησε από τον αδελφό και τον ανιψιό του να φύγουν από το σπίτι. Οι δύο άνδρες ταξίδεψαν σε ανοιχτή άμαξα και κοιμήθηκαν σ’ ένα πανδοχείο χωρίς θέρμανση, παρ’ όλο το δριμύ κρύο. beethoven460x276 Όταν πια ο Μπετόβεν έφτασε στη Βιέννη, ψηνόταν απ’ τον πυρετό και είχε πνευμονία. Ποτέ δεν ανάρρωσε, απλώς συνέχισε να μαραίνεται για σχεδόν τρεις μήνες. Το τι συνέβη κατόπιν είναι ασαφές. Σύμφωνα με μία εκδοχή, ο συνθέτης βρισκόταν σε κώμα για 48 ώρες όταν, στις 26 Μαρτίου 1827, εν μέσω άγριας καταιγίδας, ξαφνικά άνοιξε τα μάτια, ενώ μια αστραπή φώτιζε το δωμάτιο. Ύψωσε το δεξί χέρι, έκανε γροθιά και έπεσε νεκρός. Πάνω από δέκα χιλιάδες άνθρωποι συνόδευσαν το φέρετρό του. Ο Μπετόβεν έγινε είδωλο για την επόμενη γενιά ρομαντικών συνθετών, που επικροτούσαν, όχι μόνο την έντονη κι εκφραστική μουσική του, αλλά και την άρνηση του να συμμορφωθεί με τις τάσεις της εποχής. Σήμερα τα θέματα και τα μοτίβα του αναγνωρίζονται αμέσως. ΠΗΓΗ: «Η Μυστική Ζωή των Μεγάλων Μουσουργών» από τις εκδόσεις «ΑΙΩΡΑ»....
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/

Αν και η μουσική του βιρτουόζου της κλασσικής μουσικής είναι γνωστή στους περισσότερους από εμάς, υπάρχουν πράγματα σχετικά με τη ζωή του που δεν γνωρίζει το ευρύ κοινό
Με αφορμή την επέτειο συμπλήρωσης 245 ετών από την βάπτιση του Λούντιχ βαν Μπετόβεν, η Google τίμησε τον σπουδαίο συνθέτη με ένα έξυπνο doodle, που προσκαλεί τους χρήστες να συναρμολογήσουν ένα... μουσικό παζλ ώστε να ακούσουν τις πρώτες νότες από τη μεγαλειώδη 9η Συμφωνία του.
Αν και η μουσική του βιρτουόζου της κλασσικής μουσικής είναι γνωστή στους περισσότερους από εμάς, υπάρχουν πράγματα σχετικά με τη ζωή του που δεν γνωρίζει το ευρύ κοινό. Δείτε παρακάτω μερικά από αυτά, που ίσως σας εκπλήξουν.
1. Κανείς δεν ξέρει με σιγουριά πότε είναι τα γενέθλιά του
Δεν υπάρχει επίσημη καταγραφή της γέννησης του Μπετόβεν στην ενορία όπου άνηκε. Η 17η Δεκεμβρίου 1770 είναι η μέρα που βαπτίστηκε, η οποία έχει καθιερωθεί να γιορτάζεται ως επέτειος της γέννησής του ανά τον κόσμο, ωστόσο οι ιστορικοί πιστεύουν ότι ήρθε στον κόσμο αρκετές μέρες νωρίτερα.
2. Ποτέ δεν έγινε γνωστός ο λόγος που έχασε την ακοή του
Ο Μπετόβεν άρχισε να χάνει την ακοή του από τα 26 του χρόνια και μέχρι το τέλος της ζωής του είχε γίνει πλέον τελείως κουφός. Κανείς δεν ξέρει με σιγουριά ποια πάθηση οδήγησε τον συνθέτη στην κώφωση, όμως έχει γίνει γνωστό ότι υπέφερε από σοβαρής μορφής εμβοές, δηλαδή «κουδούνισμα» στα αφτιά.
3. Ήταν ήδη κωφός όταν συνέθεσε μερικά από τα πιο γνωστά του έργα
Το 1811, αποφάσισε να σταματήσει να διευθύνει ορχήστρες και αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη σύνθεση. Παρόλο που ένιωθε αποκομμένος από την κοινωνία εξαιτίας της κώφωσής του, η οποία όπως έλεγε «τον στοίχειωνε παντού σαν φάντασμα», έγραψε μερικές από τις πιο γνωστές του συμφωνίες χωρίς να έχει την ακοή του.
4. Συνέθεσε τον ύμνο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Η μελωδία που χρησιμοποιείται για να συμβολίζει την ΕΕ προέρχεται από την Ενάτη Συμφωνία που συνέθεσε ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν το 1823, όταν μελοποίησε τους στίχους του Φρίντριχ Σίλερ «Ωδή στη Χαρά», που είχαν εκδοθεί το 1785.
Το 1972, η Ωδή στη Χαρά του Μπετόβεν έγινε ο ύμνος του Συμβουλίου της Ευρώπης, και το 1985 αναγνωρίστηκε από τους ηγέτες της ΕΕ ως ο ύμνος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
5. Ήταν άτυχος στον έρωτα
Η προσωπική ζωή του Μπετόβεν ήταν γεμάτη απογοητεύσεις. Ο πρώτος έρωτας του συνθέτη ήταν μια νεαρή Κόμισσα με την οποία γνωρίστηκε το 1801. Ωστόσο, δεν στάθηκε δυνατό να την παντρευτεί επειδή δεν άνηκε στην τάξη των ευγενών.
Λίγα χρόνια αργότερα, γνώρισε και ερωτεύτηκε την Ζοζεφίν Μπρούνσγουικ, στην οποία παρέδιδε μαθήματα πιάνου το 1799. Αργότερα, εκείνη παντρεύτηκε έναν Κόμη, ο οποίος πέθανε το 1804. Ωστόσο, ούτε και τότε μπορούσε να παντρευτεί τον καταξιωμένο συνθέτη, αφού θα κινδύνευε να χάσει την κηδεμονία των παιδιών της, που άνηκαν στην αριστοκρατία.
Αυτή η γυναίκα πιστεύεται ότι ήταν και η παραλήπτρια των 15 φλογερών ερωτικών γραμμάτων που έγραψε ο Μπετόβεν κατά τη διάρκεια της ζωής του, συμπεριλαμβανομένης της διάσημης επιστολής στην «Αθάνατη Αγαπημένη» του, την οποία έγραψε το 1812.

ΡΙΧΑΡΝΤ ΒΑΓΚΝΕΡ ο κορυφαίος των κορυφαίων. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Πολιτισμός: Ρίχαρντ Βάγκνερ: Ο συνθέτης που άλλαξε την πορεία της όπερας.

«Εγώ είμαι μία μεγαλοφυΐα! Για μένα μετράνε άλλες αξίες!». Με τη φράση αυτή αντέδρασε ο Ρίχαρντ Βάγκνερ στον αποκλεισμό του από τη φοιτητική ένωση της Λειψίας, στην οποία ήταν μέλος από το 1831, λόγω του ότι είχε καταχραστεί επανειλημμένως τη σύνταξη της μητέρας του προκειμένου να αντεπεξέλθει στις οικονομικές δυσχέρειές του. Η σχέση με το χρήμα έμελλε να παραμείνει δύσκολη σε όλη τη διάρκεια της ζωής του συνθέτη και δεν ήταν λίγες οι φορές που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει ένα μέρος προκειμένου να ξεφύγει από τους δανειστές του, ενώ όχι σπάνια έπαιρνε χρήματα από τις συζύγους των φίλων του, θεωρώντας το μάλιστα ως αυτονόητο τίμημα το οποίο έπρεπε να καταβάλουν στο μεγαλείο του πνεύματός του. Οι θυελλώδεις έρωτες και η εξορία για πολιτικούς λόγους ήταν επίσης στοιχεία τα οποία σφράγισαν τη ζωή του Βάγκνερ. Ο ίδιος αναμείχθηκε ενεργά με την πολιτική υποστηρίζοντας την ιδέα για μια ανεξάρτητη και φιλελεύθερη Σαξονία. Στην εξέγερση του 1849 τάχθηκε με το μέρος των επαναστατών κι όταν εκδόθηκε ένταλμα σύλληψής του κατέφυγε στο σπίτι τού φίλου του Λιστ στη Βαϊμάρη, προτού εγκατασταθεί στη Ζυρίχη, μία μόνο στάση των πολλών του περιπλανήσεων, αφού η επιστροφή του στη Γερμανία τού επετράπη πολύ αργότερα.
Για την πολυσχιδή προσωπικότητα του Βάγκνερ, ο οποίος εκτός από συνθέτης ήταν παράλληλα και δοκιμιογράφος, ποιητής και διευθυντής ορχήστρας, έχουν χυθεί τόνοι μελανιού. Η επίδρασή του υπερέβη κατά πολύ τον κόσμο της μουσικής και δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι εξαπλώθηκε σε σχεδόν ολόκληρο το φάσμα της τέχνης και του πνεύματος του 20ού αιώνα: τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, τις εικαστικές τέχνες, το θέατρο... Οι απόψεις του τόσο για τη μουσική όσο και για την πολιτική και την κοινωνία τον ανήγαγαν σε αμφιλεγόμενη προσωπικότητα κι ωστόσο όσοι υποστηρίζουν ότι έπειτα απ' αυτόν η όπερα δεν ήταν ποτέ πλέον η ίδια προφανώς έχουν δίκιο. Το περίφημο «Τριστάνος και Ιζόλδη» - εμπνευσμένο από τη φιλοσοφία του Σοπενχάουερ τον οποίο γνώρισε προσωπικά το 1854 και το θεωρούσε το πιο σημαντικό γεγονός της ζωής του - θεωρείται από αρκετούς η απαρχή της σύγχρονης μουσικής.
Γεννημένος στις 22 Μαΐου 1813 στη Λειψία, ο Βίλχελμ Ρίχαρντ Βάγκνερ ήταν το ένατο παιδί ενός αστυνομικού υπαλλήλου και μιας θυγατέρας αρτοποιού. Οταν ήταν έξι μηνών, ο πατέρας του πέθανε από τύφο και τον Αύγουστο του 1814 η μητέρα του παντρεύτηκε τον ηθοποιό, ζωγράφο και ποιητή Λούντβιχ Γκάιερ, ο οποίος έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τα παιδιά της. Ορισμένες φήμες, ανεπιβεβαίωτες, θέλουν να είναι αυτός ο φυσικός πατέρας του Βάγκνερ. Το σίγουρο είναι πως για κάποιο διάστημα, στην παιδική του ηλικία, χρησιμοποίησε το επώνυμό του. Η αγάπη του πατριού του για το θέατρο επηρέασε τον μικρό Ρίχαρντ ο οποίος λάμβανε μέρος σε παραστάσεις του. Στην αυτοβιογραφία του μάλιστα αναφέρει ότι κάποτε ερμήνευσε τον ρόλο ενός αγγέλου.
Την απόφαση να γίνει μουσικός την πήρε όταν στα 16 του χρόνια, το 1829, έτυχε να παρακολουθήσει τη σοπράνο Βιλελμίνη Σρέντερ-Ντεβριέντ σε μια παράσταση του «Φιντέλιο» του Μπετόβεν. Η εμφάνισή της επί σκηνής του χάρισε την πρώτη ιδέα περί της λειτουργίας της μουσικής και του δράματος στην όπερα. «Οταν ανακαλώ τα γεγονότα της ζωής μου», έγραφε αργότερα ο συνθέτης στην αυτοβιογραφία του, «δύσκολα βρίσκω κάτι που θα μπορούσε να συγκριθεί με την εντύπωση που μου προκάλεσε». Η «βαθιά ανθρώπινη και εκστατική παράσταση αυτής της ασύγκριτης καλλιτέχνιδος» προκάλεσε στον Βάγκνερ μια σχεδόν «δαιμονική φωτιά»...
Αρχικά απέκτησε τη φήμη του συνθέτη έργων τα οποία ήταν επηρεασμένα από το ρομαντικό ιδίωμα του Βέμπερ και του Μέγιερμπεερ. Ωστόσο, διαφοροποίησε την ίδια την οπερατική σκέψη μέσα από τη φιλοσοφία του περί «ολικού έργου τέχνης» (Gesamtkunstwerk) την οποία ανέπτυξε σε μια σειρά δοκιμίων μεταξύ 1842-1852. Γι' αυτόν «η μουσική είναι μία τέχνη ομιλούσα και δρώσα, ενώ η μουσική μορφή είναι μια μορφή έκφρασης, μια διατύπωση. Μια διατύπωση όμως είναι ολοκληρωμένη όταν είναι σε τέτοιο βαθμό προσφυής ως προς το περιεχόμενο που εκφράζει, ώστε η ίδια να παραμένει απαρατήρητη. Η μουσική μορφή είναι ένα μέσο που αφομοιώνεται στη λειτουργία την οποία εκτελεί χωρίς να αποκτά αυτόνομη ύπαρξη και σημασία».
Ιδιαίτερη θέση στην εν λόγω σύλληψη ενός ανάλογου συνδυασμού μουσικής και δραματουργίας έχει το λεγόμενο «καθοδηγητικό μοτίβο» (Leitmotiv). Η χρήση του - που έφτασε στο απόγειο στη μνημειώδη Τετραλογία «Το Δαχτυλίδι των Νίμπελουνγκ» - συνίσταται στην αξιοποίηση ενός μοτίβου ή θέματος ως αντιπροσωπευτικού για κάθε ήρωα ή κατάσταση μέσα στο έργο το οποίο επιδέχεται αλλαγές, ανάλογα με τις δραματουργικές ανάγκες του έργου.
Σε αντίθεση με τους περισσότερους συνθέτες όπερας, ο Βάγκνερ έγραφε ο ίδιος (και) τα λιμπρέτα των έργων του. Κατάφερε να αποκτήσει το δικό του θέατρο στο Μπαϊρόιτ - το διάσημο Φεστιβάλ το οποίο αποτελεί μία από τις λαμπρότερες πολιτιστικές διοργανώσεις του καλοκαιριού και εξακολουθούν να διευθύνουν οι φυσικοί του απόγονοι -, όπου έκαναν πρεμιέρα το «Δαχτυλίδι» και η τελευταία του όπερα, ο «Πάρσιφαλ».
Ο Βάγκνερ παντρεύτηκε δύο φορές: την πρώτη με τη Μίνα Πλάνερ, και τη δεύτερη με την Κόζιμα, κόρη του Λιστ, η οποία εγκατέλειψε για χάρη του τον πρώτο της σύζυγο, τον πιανίστα Χανς φον Μπίλοφ, ένθερμο υποστηρικτή του. Πολλά έχουν γραφεί για τον αντισημιτισμό του συνθέτη και για τη σχέση της μουσικής του με το ναζιστικό καθεστώς του Χίτλερ, γεγονός το οποίο συντηρεί ακόμα την άτυπη απαγόρευση της ερμηνείας των έργων του στο Ισραήλ. Οι απόψεις του Βάγκνερ περί της φύσης της φυλής και εναντίον των εβραίων αντανακλούσαν ορισμένες τάσεις της γερμανικής σκέψης του 19ου αιώνα. Ο Χίτλερ αγαπούσε τη μουσική του Βάγκνερ και θεωρούσε τις όπερές του επιτομή του οράματός του για το γερμανικό έθνος. Σήμερα ωστόσο οι όπερές του - ειδικά αυτές της τελευταίας περιόδου - θεωρούνται πραγματικά αριστουργήματα του ανθρώπινου πνεύματος.
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ

ΧΑΛΝΤΟΡ ΛΑΞΝΕΣ ΙΣΛΑΝΔΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ του ΘΑΝΑΣΗ ΛΑΛΑ.

Ο Ισλανδός Λάξνες

Η Ισλανδία βρίσκεται ως γνωστόν στον Βόρειο Ατλαντικό Ωκεανό, ανάμεσα στη Νορβηγία και στη Γροιλανδία, με πλησιέστερη ευρωπαϊκή ακτή αυτή της Σκωτίας, 800 χιλιόμετρα προς τα νοτιοανατολικά. Ο πληθυσμός της σήμερα δεν ξεπερνά τις 280.000, δηλαδή ούτε το ένα δέκατο του πληθυσμού της Αθήνας. Από αυτόν τον πληθυσμό αναδείχθηκε νομπελίστας ο μυθιστοριογράφος Χάλντορ Λάξνες το 1955, έναν χρόνο μετά τον Αμερικανό Ερνεστ Χέμινγκγουεϊ.
Ο Λάξνες, ένας συγγραφέας που εξέφρασε τα πάθη και τα όνειρα της Ευρώπης ξεκινώντας από ένα νησί στην άκρη του κόσμου, έγινε γνωστός στην Ελλάδα κυρίως στα τέλη της δεκαετίας του '50, μετά τη βράβευσή του με το Νομπέλ, όταν μεταφράστηκαν στα ελληνικά τα βιβλία του Σάλκα Βάλκα, Το φως του κόσμου και Η καμπάνα της Ισλανδίας. Τη δεκαετία του '70 κυκλοφορούσαν ακόμη ο Ατομικός σταθμός (εκδόσεις Γραμμή, 1974, μετάφραση Μαρία Κωνσταντινίδου), όπου εκφράζει την αγανάκτησή του για την παραχώρηση στους Αμερικανούς αεροπορικών βάσεων στην Ισλανδία, και Το φως του κόσμου (εκδόσεις Δωδώνη, 1978), σε μετάφραση του ποιητή Αρη Δικταίου. Εκτοτε ο νομπελίστας ξεχάστηκε. Η επίσκεψη τώρα του προέδρου Γκρίμσον μάς θύμισε κατ' αρχάς ότι η Ισλανδία έχει μια γραμματεία αιώνων, έργα εξαιρετικής λογοτεχνικής ομορφιάς, με χρήση παλαιών μορφών γραφής που εξελίχθηκε στη σύγχρονη ισλανδική. Οπως πριν από επτά αιώνες οι σάγκες, τα μεσαιωνικά ισλανδικά πεζά έπη, απηχούσαν την ταυτότητα και την ψυχή του ισλανδικού λαού, έτσι και το έργο του Λάξνες τον 20ό αιώνα πρόσφερε νέες προοπτικές για να συναισθανθεί το έθνος του την αξία και τη θέση του στον κόσμο. Ο Λάξνες πέθανε το 1998 σε ηλικία 96 ετών, έχοντας ζήσει όλα τα τραντάγματα της ιστορίας του 20ού αιώνα. Η απήχηση που είχε το έργο του σε Ευρώπη και Αμερική είναι ένα καλό δείγμα τού πώς μπορεί μια περιφερειακή λογοτεχνία να σπάσει τα δεσμά που την απομονώνουν από τον υπόλοιπο κόσμο.
Ομοιότητες με το ελληνικό παράδειγμα βρίσκουμε πολλές, σύμφωνα με τα ντοκουμέντα που παρουσιάζονται στην έκθεση στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων. Οταν γεννήθηκε ο Χάλντορ Γκουογιόνσον στο Ρέικγιαβικ, το 1902, η πόλη είχε 6.000 κατοίκους και όλη η χώρα γύρω στους 79.000. Πανεπιστήμιο δεν υπήρχε, ούτε αυτοκίνητα, ούτε σιδηρόδρομος, ούτε βιομηχανική επανάσταση. Ο ηλεκτρισμός και το τηλέφωνο ήταν άγνωστα. Δεν πέρασαν τρία χρόνια και η οικογένεια του μικρού Χάλντορ μετακόμισε στο κτήμα Λάξνες, 15 χιλιόμετρα έξω και από αυτή την ήσυχη πρωτεύουσα, για να επιδοθεί σε αγροτικές εργασίες. Ο Χάλντορ έγραφε από παιδί. Δεν τελείωσε το σχολείο γιατί ήταν απασχολημένος με το πρώτο του μυθιστόρημα που εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 1919, όταν ο συγγραφέας ήταν 17 χρόνων.
Δεν έμεινε στο Λάξνες. Πήρε το όνομα του τόπου και κίνησε να ανακαλύψει τον κόσμο. Αφού μπήκε σε μοναστήρι, ασπάστηκε τον καθολικισμό, έκανε παιδιά από τρεις διαφορετικές γυναίκες, πήγε στην Αμερική, πούλησε εκεί μισό εκατομμύριο αντίτυπα του μυθιστορήματός του Ελεύθεροι άνθρωποι το 1946, τιμήθηκε με το Νομπέλ το 1955, δοκίμασε την τύχη του στο Χόλιγουντ, πήγε στη Βόρεια Αφρική, συγκλονίστηκε από τα φαινόμενα φτώχειας και καταπίεσης, έγινε υποστηρικτής του κομμουνιστικού κόμματος και θιασώτης των ριζικών μεταρρυθμίσεων, συχνός επισκέπτης στη Σοβιετική Ενωση, ακούραστος συγγραφέας μυθιστορημάτων που έδιναν νέα υπόσταση στο ισλανδικό έθνος μέσα σε έναν κόσμο υπό συνεχή αλλαγή. Ο Λάξνες ύμνησε τα αγροκτήματα και τα ψαροχώρια της Ισλανδίας, παρ' ότι ήταν ο πιο κοσμοπολίτης συγγραφέας της χώρας. Εγραψε θεατρικά έργα, συνέθεσε ποιήματα, σχολίασε τα μεγάλα ζητήματα του καιρού του. Ηταν ένας πολίτης του κόσμου με βαθιές ρίζες στον τόπο του και διακρίθηκε για την τελειότητα της μορφής και του ύφους του, τη λεπτή ειρωνεία, τη συμπάθεια για τους αδύνατους και αδικημένους.

Πηγή: Eφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ

Το τραγούδι ενός κόσμου

  ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ
 ΧΑΛΝΤΟΡ ΛΑΞΝΕΣ
Και τα ψάρια τραγουδούν
μετ.: Μιχάλης Μακρόπουλος
εκδ. Καστανιώτη, σελ. 294 Μυθιστόρημα ενηλικίωσης, εγκώμιο των λαϊκών αφηγητών της Ισλανδίας, μπαλάντα για έναν κόσμο διά παντός χαμένο είναι το μυθιστόρημα «Και τα ψάρια τραγουδούν». Υποβλητικό σαν παραμύθι και παρηγορητικό σαν μια βραδιά πλάι στο τζάκι σ’ ένα σπιτάκι με αχυροσκεπή, όταν οι ψαλμοί, οι γλωσσοδέτες, οι λαϊκές μπαλάντες, οι θρύλοι, οι προσευχές περνούν από στόμα σε στόμα για να υφάνουν εκείνο τον ακατάλυτο ιστό που συνδέει τις κοινότητες – έναν ιστό απλό και συνάμα πολυσύνθετο, καμωμένο από το νήμα της προφορικότητας που πλέκει, με υλικό τη ντοπιολαλιά, μια κρουστή λογοτεχνική γλώσσα από τις πιο όμορφες και λεπταίσθητες που υπάρχουν. Συνεχιστής αυτού του περίκλειστου κι όμως τόσο ανοιχτού ηθικά και πνευματικά σύμπαντος, ο Χάλντορ Λάξνες αφηγείται την ιστορία του μικρού ορφανού Αουλβγκριμερ, που μεγαλώνει πλάι στους θετούς παππούδες του, μαθαίνει τη ζωή από τις αφηγήσεις των επισκεπτών και των ενοίκων του μεγάλου τους σπιτιού και, σχεδόν δίχως να το καταλάβει, βρίσκει νόημα και προορισμό στη μουσική, χάρη στην αινιγματική, σχεδόν φασματική ύπαρξη του καλλιτέχνη της όπερας Γκάρδαρ Χόουλμ, που λατρεύεται από την κοινότητα ως άξιο τέκνο της Ισλανδίας, είναι ωστόσο αμφίβολο αν έχει τραγουδήσει ποτέ στη ζωή του.
Χορδή παιδικότητας
Ο Χάλντορ Λάξνες αγγίζει μια χορδή παιδικότητας, όχι με την έννοια της αφέλειας, αλλά της αγνότητας και της καθαρότητας. Στην ομιλία του στην τελετή απονομής του Νομπέλ (με το οποίο τιμήθηκε το 1955, έκπληκτος που ένας «φτωχός περιπλανώμενος» όπως εκείνος έλκυσε την προσοχή της Σουηδικής Ακαδημίας), θα μνημονεύσει τη γιαγιά του -την ίδια ίσως γιαγιά που στο βιβλίο του περιγράφει ως «τρομερά λεπτή και μ’ εύθραυστη όψη, κυρτή και φαφούτα, με λίγο βήχα και με μάτια κόκκινα γύρω γύρω»- και τις ηθικές αρχές που του ενστάλαξε: «να αγαπά και να σέβεται τους άλλους», να αντιμετωπίζει «με σεμνότητα την καθημερινή ζωή και τα πλάσματά της», να νιώθει «ότι ανήκει στη μεριά των ταπεινών της γης».
Ο Λάξνες αγαπάει το καθημερινό, το τετριμμένο, και το καθαγιάζει με την υπέροχη πρόζα του. «Από τη σκοπιά μου, άνθρωποι και συμβάντα, ήρωες και ανθρωπάκια, σπουδαία και ασήμαντα περιστατικά έχουν όλοι και όλα το ίδιο μέγεθος πάνω-κάτω», λέει ο εμβληματικός (και μυστηριώδης) επιστάτης, ένας δευτερεύων αλλά καθοριστικός ήρωας του μυθιστορήματος. Ισόρροπα και ισότιμα θα ζωγραφίσει ο Λάξνες τα πρόσωπα, τα τοπία, τις πράξεις – παρ’ ότι με υπόρρητη ειρωνεία θα αντιπαραθέσει το σύστημα αξιών των απλών ψαράδων του και του άχρονου κόσμου τους με την αστάθεια του έξω κόσμου που αλλάζει, εμπορευματοποιείται, ψυχραίνει. Χιούμορ και μελαγχολία, στοχασμός και ενσυναίσθηση συνεργάζονται στην αποτύπωση ενός κόσμου «που είναι τραγούδι», καθώς λέει ο Λάξνες, «αλλά δεν ξέρουμε αν είναι καλό τραγούδι, γιατί δεν έχουμε με τι να το συγκρίνουμε». Τη μουσική των σφαιρών δεν την ακροώνται πια τα αυτιά του ανθρώπου.
Ομως ο νεαρός ήρωας του μυθιστορήματος προσέρχεται στη μουσική χάρη σε μια φράση του πάστορα του χωριού: «Ξέρω ότι υπάρχει μία νότα και ότι είναι αγνή». Αυτή τη φράση ζητάει να του επιβεβαιώσει ο φημισμένος καλλιτέχνης της όπερας, κι αυτή τη νότα πασχίζει να αδράξει στα χρόνια της μαθητείας του στην τέχνη των ήχων, λες και επιζητεί την επικύρωση του περίφημου αποφθέγματος του Γουόλτερ Πέιτερ, «όλη η τέχνη αδιάκοπα αποβλέπει στη συνθήκη της μουσικής». Συμφιλιωμένος με τις λέξεις ή μάλλον αποσπώντας απ’ αυτές τον πολύτιμο πυρήνα τους, εκείνη τη «σημασία» που δεν πρέπει να προδίδεται, ο Λάξνες ξαναδίνει στον κόσμο νόημα, τον αναμαγεύει, τον καθιστά και πάλι άξιο να τον ζήσεις.
Πηγή: KAΘΗΜΕΡΙΝΗ 
 Ξαφνικά πριν δυό μερες άρχισα να διαβάζω Χαλντορ Λάξνες. Μόλις τελειωσα το πρωτο βιβλίο αυτού του μεγάλου αφηγητή και στοχαστή. Φαντάζομαι το όνομά του στους περισσότερους από σας δεν λέει τίποτα. Μετά τον Ντοστογιέφσκι όταν μιλάς γιά τον Λάξνες είναι σαν να αναφέρεσαι σε ένα Γιάννη από τα Τρίκαλα. Κι όμως σε αυτά που δεν γνωρίζουμε, ενίοτε βρίσκονται κρυμμένα μυστικά διαμάντια και ντοκουμέντα ευφυίας...
Ούτε κι εγώ ειχα ακουστά αυτό το όνομα... Είναι το συγγραφικό ψευδώνυμο ένος Ισλανδικής καταγωγής συγγραφέα που έζησε από το 1902 μέχρι το 1998. Βραβεύτηκε με το βραβείο Νόμπελ το 1955 αλλά συνέχισε να γράφει αριστουργήματα.
Αν είχα αξιωθεί να τον γνωρίζω, να τον θαυμάζω, να τον είχω διαβάσει με άλλα λόγια, είμαι σίγουρος ότι πριν πεθάνει θα είχα προσπαθήσει να τον συναντήσω και να μιλήσω μαζί του.

Θανάσης Λάλας

 

ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ ΓΚΙΛΓΚΑΜΕΣ Αρχικό από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Tο Έπος του Γκιλγκαμές είναι ένα επικό ποίημα από την περιοχή της Βαβυλωνίας και αποτελεί το αρχαιότερο γνωστό λογοτεχνικό έργο. Πρόκειται για τη συλλογή θρύλων και ποιημάτων των Σουμερίων για τον Γκιλγκαμές, μυθικό ή και ιστορικό πρόσωπο Βασιλιά ήρωα της πόλης Ουρούκ που θεωρείται ότι έζησε την 3η χιλιετία π.Χ.
Το έπος αυτό περιλαμβάνει και τον περίφημο μύθο του Κατακλυσμού των Σουμερίων. Η βασική ιστορία περιστρέφεται γύρω από τη σχέση φιλίας που αναπτύσσεται ανάμεσα στο βασιλιά Γκιλγκαμές και τον Ενκιντού έναν ημιάγριο άνθρωπο που γίνεται φίλος του βασιλιά και μαζί αναλαμβάνουν ριψοκίνδυνες αποστολές. Σε αυτό το έπος πρέπει να έχουμε και την παλαιότερη περιγραφή πάλης στην ιστορία της λογοτεχνίας. Υπάρχει μια μερίδα επιστημόνων που θεωρούν τον Ηρακλή και τους άθλους του, ιδέα εμπνευσμένη από τον Γκιλγκαμές και τις περιπέτειές του.
Όταν οι θεοί δημιούργησαν τον Γκιλγκαμές, του έδωσαν τέλειο σώμα. Ο θεός Ήλιος, τον προίκισε με ομορφιά και ο θεός της θύελλας, τον προίκισε με θάρρος. Οι μεγάλοι θεοί έκαναν τόσο τέλεια την ομορφιά του, που όμοιά της άλλη να μην υπάρχει. Τον έκαναν κατά τα δύο τρίτα Θεό και κατά το ένα τρίτο άνθρωπο. Στην πόλη Ουρούκ έκτισε τείχη, ένα μεγάλο οχυρωματικό έργο και διάφορους ναούς.
Περιηγήθηκε τον κόσμο, αλλά πουθενά δεν συνάντησε κανένα που να μπορεί να αντισταθεί στα μπράτσα του, μέχρι που ξαναγύρισε στην Ουρούκ. Όμως ο πόθος του τον έκανε να μην αφήνει παρθένα στον εραστή της, ούτε την κόρη του πολεμιστή, ούτε και τη γυναίκα του αριστοκράτη. Οι άνδρες της πόλης παραπονέθηκαν και οι Θεοί των Ουρανών τους άκουσαν και φώναξαν στον Ανού, το θεό της Ουρούκ :
"Μια θεά τον έκανε δυνατό σαν τον άγριο ταύρο και κανένας δεν μπορεί να αντισταθεί στα μπράτσα του".
Όταν ο Ανού άκουσε τους θρήνους των θεών, φώναξε την Αρουρού, τη θεά της δημιουργίας:
"Εσύ που τον δημιούργησες Αρουρού , βρες τώρα και τον δεύτερό του, μια θυελλώδη καρδιά για μια άλλη θυελλώδη καρδιά. Και βάλε τους να παλεύουν μεταξύ τους για να ησυχάσει η Ουρούκ".
Και η θεά βούτηξε τα χέρια της μέσα στα νερά και ανέσυρε από μέσα λάσπη. Και άφησε τη λάσπη αυτή να πέσει μες στην ερημιά. Και έτσι δημιουργήθηκε ο έξοχος ο Ενκιντού. Και είχε μέσα του τις αρετές του θεού του πολέμου ήταν όμορφος και αμόλυντος από την κοινωνία. Έτρωγε χλόη στους λόφους και στις νεροσυρμές συναγωνιζόταν αντάμα με τα άγρια θηρία. Μα ένας κυνηγός που έστηνε παγίδες βρέθηκε κάποια μέρα μπροστά του, στο πηγάδι που έπινε νερό και πάγωσε από το φόβο του. Γύρισε στο σπίτι του βουβός από το φόβο και είπε στον πατέρα του:
"Υπάρχει ένας άνθρωπος που δεν μοιάζει με τους άλλους. Τον είδα που κατέβαινε από τα βουνά. Είναι ο πιο δυνατός στον κόσμο φαίνεται να' ναι αθάνατος από τους ουρανούς". Κι ο πατέρας του είπε:
"Παιδί μου, στην Ουρούκ ζει ο Γκιλγκαμές. Κανένας μέχρι τώρα δεν μπόρεσε να τον νικήσει. Είναι δυνατός σαν άστρο του ουρανού. Πήγαινε βρες τον και παίνεψε τη δύναμη αυτού του αγριανθρώπου. Ζήτησε του να σου δώσει μια κόρη της απόλαυσης από το ναό του Έρωτα. Γύρνα μαζί της κι άφησε την με τη γυναικεία δύναμη να αποδυναμώσει αυτόν τον άνθρωπο".
Κι έτσι ο κυνηγός ταξίδεψε στην Ουρούκ και παρουσιάστηκε στον Γκιλγκαμές ο οποίος του έδωσε αυτή τη γυναίκα. Ύστερα από ταξίδι εφτά ήμερων έφτασαν στην πηγή όπου ανταμώθηκαν με τον Ενκιντού και αυτή του δίδαξε την τέχνη του έρωτα. Αλλά όταν χόρτασε, ξαναγύρισε στα άγρια θηρία. Και τότε, μόλις τον είδαν τα άγρια ζώα, έφυγαν μακριά. Δεν μπορούσε να τα ακολουθήσει, το σώμα του έμοιαζε να' ναι δεμένο και έτσι ξαναγύρισε και κάθισε στα πόδια της γυναίκας και άκουγε υπάκουα ότι του έλεγε:
"Είσαι σοφός, Ενκιντού, και τώρα έγινες σχεδόν Θεός. Γιατί θέλεις να τρέχεις στα βουνά με τα αγρίμια; Έλα μαζί μου. Θα σε πάω στην Ουρούκ με τα ισχυρά τείχη, στον ευλογημένο ναό της Ιστάρ και του Ανού, του έρωτα και των ουρανών. Εκεί ζει ο Γκιλγκαμές που είναι δυνατός σαν άγριος ταύρος και κυριαρχεί πάνω στους ανθρώπους".
Όταν του είπε όλα αυτά, ο Ενκιντού ευχαριστήθηκε. Ποθούσε να βρει ένα σύντροφο, που θα μπορούσε να καταλάβει την καρδιά του:
"Έλα γυναίκα, πήγαινε με σ' αυτόν τον ιερό ναό, στον τόπο που κυριαρχεί πάνω στο λαό ο Γκιλγκαμές. Θα τον προκαλέσω σε πάλη και θα φωνάξω δυνατά σ' όλη την Ουρούκ: Είμαι ο πιο δυνατός εδώ και ήρθα για να αλλάξω την παλιά την τάξη. Είμαι αυτός που γεννήθηκε στα βουνά, είμαι ο πιο δυνατός απ' όλους".
Και κείνη του είπε:
"Ας πάμε λοιπόν και κείνος ας δει το πρόσωπο σου. Είναι άνθρωπος ευτυχισμένος, θα δεις πάνω του να ακτινοβολεί ο ανδρισμός του. Το σώμα του είναι τέλειο σε δύναμη και ωριμότητα. Ποτέ δεν αναπαύεται, ούτε την ημέρα ούτε τη νύχτα. Είναι πιο δυνατός και από σένα και γι' αυτό μην καυχιέσαι. Ο Σαμάς, ο ένδοξος ήλιος, του έδωσε χάρες και ο Ανού, ο θεός των ουρανών και ο Ενλίλ και ο Εά, ο σοφός, του έδωσαν βαθειά γνώση. Και σου λέω από τώρα πως πριν αφήσεις τον άγριο τόπο θα γνωρίζει από το όνειρο του τον ερχομό σου".
Πράγματι ο Γκιλγαμές τον είδε στο όνειρό του που πήγε να το διηγηθεί στην μάνα του τη Νινσούν, που ήταν κι αυτή από τους σοφούς θεούς.
-"Μάνα, την περασμένη νύχτα είδα ένα όνειρο. Ήμουνα πλημμυρισμένος χαρά. Γύρω μου είχαν συγκεντρωθεί οι νέοι ήρωες και περπατούσα μέσα στη νύχτα κάτω από τα άστρα του στερεώματος. Και τότε κάποιος, ένα μετέωρο από την ουσία του Ανού, έπεσε από τον ουρανό. Προσπάθησα να το σηκώσω αλλά ήταν πολύ βαρύ. Όλοι οι άνθρωποι της Ουρούκ μαζεύτηκαν γύρω για να το δουν. Οι απλοί άνθρωποι χοροπηδούσαν και οι αριστοκράτες σπρώχνονταν ποιος να του πρωτοφιλήσει τα πόδια. Κι εγώ ένιωσα γι' αυτό το πράγμα έρωτα σαν αυτόν που νιώθει κανένας για γυναίκα. Με βοήθησαν, δυνάμωσα το μέτωπό μου, τον σήκωσα με τα λουριά και τον έφερα σε σένα. Και συ τον αποκάλεσες αδερφό μου".
Και τότε η Νινσούν, που είναι προικισμένη με μεγάλη σοφία, είπε στο Γκιλγκαμές:
-"Αυτό που είδες, αυτό το αστέρι του ουρανού πάνω στο όποιο έσκυψες, αυτός ήταν ο δυνατός σύντροφος, εκείνος που δίνει βοήθεια στους φίλους του που έχουν ανάγκη. Είναι το πιο δυνατό από τα άγρια πλάσματα. Γεννήθηκε στα πράσινα λιβάδια και τον ανάθρεψαν τα άγρια βουνά. Όταν θα τον δεις θα ευχαριστηθείς. Η δύναμη του μοιάζει με τη δύναμη εκείνων που κατοικούν στον ουρανό. Αυτό είναι το νόημα του ονείρου σου".
Ο Γκιλγκαμές είπε:
"Μάνα, ονειρεύτηκα και ένα άλλο όνειρο. Στους δρόμους της Ουρούκ με τα ισχυρά τείχη βρέθηκε ένα τσεκούρι. Έσκυψα κι ένιωσα βαθιά έλξη γι' αυτό. Το αγάπησα όπως αγαπάνε μια γυναίκα και το έσυρα προς το μέρος μου".
Και η Νινσούν του αποκρίθηκε:
"Το τσεκούρι που είδες και που σε τράβηξε τόσο δυνατά όσο κι ο έρωτας της γυναίκας, είναι ο σύντροφος που σου δίνω. Και θα έρθει μια δύναμη παρόμοια με κείνη που έχουν όσοι κατοικούν στον ουρανό. Είναι ο γενναίος σύντροφος που σώζει το φίλο του αν παραστεί ανάγκη".
Κι ο Γκιλγκαμές είπε στη μάνα του:
"Τον κλήρο μου τον έριξες θα γίνει δικός μου σύντροφος".
Η ιερόδουλη οδήγησε τον Ενκιντού στην εξοχή. Εκεί πήρε όπλα και έπιανε λύκους και λιοντάρια και ζούσε ευχαριστημένος ανάμεσα στους βοσκούς μέχρι την ημέρα που κάποιος ταξιδιώτης του είπε για το πώς στέναζε η Ουρούκ από την συμπεριφορά του Γκιλγκαμές:
"Ότι μπήκε στον οίκο της Συνέλευσης που δικαιωματικά ανήκει στο λαό και όλοι μαζεύτηκαν εκεί προειδοποιημένοι από τους ήχους των τυμπάνων για να εκλέξουν τη νύφη, αλλά αυτός τους χλευάζει και κάνει παράξενα πράγματα Γυρεύει αυτός να πάει πρώτος με τη νύφη, ο βασιλιάς να πηγαίνει πρώτος κι ύστερα να ακολουθεί ο σύζυγος αλλά τώρα τα τύμπανα ηχούν, για την εκλογή της νύφης και η πόλη στενάζει βαθειά".
Στα λόγια αυτά ο Ενκιντού γύρισε με κάτασπρο το πρόσωπο:
"Θα πάω στο μέρος απ' όπου ο Γκιλγκαμές κυριαρχεί πάνω στο λαό, θα τον προσκαλέσω σε πάλη και θα βροντοφωνήσω σ' όλη την Ουρούκ: Ηρθα ν' αλλάξω την παλιά τάξη γιατί είμαι ο πιο δυνατός εδώ".
Και τώρα ο Ενκιντού προχώρησε μπροστά και η γυναίκα ακολουθούσε από πίσω. Και μπήκε στην Ουρούκ, σε κείνη τη μεγάλη αγορά. Και όλο το πλήθος συγκεντρώθηκε γύρω από το σημείο που στάθηκε μέσα στο δρόμο. Οι άνθρωποι σπρώχνονταν και όπως μιλούσαν γι' αυτόν, έλεγαν:
"Είναι φτυστός ο Γκιλγκαμές". "Είναι κοντότερος". "Είναι αυτός που μεγάλωσε πίνοντας γάλα από άγρια θηρία. Είναι η πιο μεγάλη δύναμη".
Οι άνθρωποι χάρηκαν:
"Τώρα ο Γκιλγκαμές θα βρει τον δάσκαλό του». «Τούτος ο μεγάλος, τούτος ο ήρωας, που η ομορφιά του είναι σαν των θεών, θα γίνει δάσκαλος ακόμα και στο Γκιλγκαμές".
Η πάλη του Γκιλγκαμές με τον Ενικντού
Στην Ουρούκ το νυφικό κρεβάτι ήταν έτοιμο έτσι που ταίριαζε στη θεά του έρωτα. Η νύφη περίμενε το γαμπρό, αλλά τη νύχτα ο Γκιλγκαμές την άρπαξε και την πήγε στο σπίτι.
Και τότε ο Εντκιντού προχώρησε μπροστά και ανταμώθηκαν με τον Γκιλγκαμές, έξω από την εξώπορτα. Ο Εντκιντού άπλωσε τα πόδια του και τον εμπόδισε να περάσει στο σπίτι. Κι έτσι αρπάχτηκαν στα χέρια και πάλευαν σαν ταύροι. Έσπασαν τους παραστάτες της πόρτας κι ο τοίχος σείστηκε. Ρουθούνιζαν και κοιτάζονταν σαν ταύροι. Κομμάτιασαν τα πορτόξυλα κι ο τοίχος ξανασείστηκε. Ο Γκιλγκαμές λύγισε το γόνατο, στηρίχτηκε καλά στη γη και με μια στροφή έριξε κάτω τον Ενκιντού. Και τότε η μανία του κόπασε ξαφνικά. Κι όταν ο Ενκιντού έπεσε του είπε: "Άλλος όμοιος στον κόσμο δεν υπάρχει. Η Νινσούν που είναι δυνατή σαν άγριο βόδι στο βουστάσιο, είναι ή μάνα που σε γέννησε και υψώθηκες έτσι πάνω από τους ανθρώπους και ο Ενλίλ σου έδωσε τη βασιλεία, γιατί η δύναμη σου ξεπερνάει τη δύναμη των ανθρώπων". Και τότε ο Ενκιντού και ο Γκιλγκαμές αγκαλιάστηκαν. Έτσι σφραγίστηκε η φιλία τους.
Οι περιπέτειες και το τέλος
Στην συνέχεια πηγαίνουν μαζί για διάφορες περιπέτειες αρχίζοντας από ένα δαίμονα που φρουρεί το Δάσος των Κέδρων τον οποίο σκοτώνουν με την υποστήριξη του θεού Ήλιου. Η θεά Αστάρτη ζητά από τον Γκιλγκαμές να την παντρευτεί αλλά αυτός απορρίπτει την πρόταση της και αυτή για εκδίκηση ζητά από τους θεούς να της δώσουν τον ταύρο του Ουρανού που τον στέλνει εναντίον των δυο ηρώων. Αυτοί τον σκοτώνουν και οι θεοί για τιμωρία καταδικάζουν τον Ενικντού σε θάνατο. Ο Γκιλγκαμές τον θρηνεί και φεύγει για να συναντήσει τους μόνους ανθρώπους που γλύτωσαν από τον Κατακλυσμό και τους δόθηκε η αθανασία από τους θεούς, ελπίζοντας ότι κι ο ίδιος θα μπορέσει να αποκτήσει την αθανασία. Ο πρώτος άνθρωπος ο Ουνταπιστίμ του λέει πως θα αποκτήσει την αθανασία αν καταφέρει να μείνει ξάγρυπνος έξι ημέρες κι εφτά νύχτες, όμως ο Γκιλγκαμές αποτυγχάνει και αποκοιμάται. Έπειτα, του λέει ότι υπάρχει ένα φυτό που μπορεί να του χαρίσει την αιώνια νεότητα που θα πρέπει να το αναζητήσει στα βάθη της θάλασσας και να το φάει. Ο Γκιλγκαμές βρίσκει το φυτό, αλλά δεν το τρώει αμέσως, γιατί θέλει να το μοιραστεί με τους άλλους γηραιούς της Ουρούκ. Όμως δίπλα σε μια λίμνη, ένα φίδι του το κλέβει και έτσι γυρίζει πίσω στην Ουρούκ άπραγος. Στην είσοδο της πόλης, βλέπει τα τεράστια τείχη και υμνεί τον αδιάκοπο μόχθο των ανθρώπων. Τελικά όμως καταλαβαίνει ότι οι άνθρωποι αποκτούν την αθανασία με τον πολιτισμό τους και με δημιουργήματα που μένουν για πάντα στον κόσμο και στις μνήμες των ανθρώπων.
Για τις ανάγκες του κειμένου πάρθηκαν τμήματα αλλά και έγιναν περιλήψεις που αντλήθηκαν από την μετάφραση του έπους στην νεοελληνική


Πηγή: Ερρίκος Π. Σκουλούδης
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ