Ο Ουώλτ Ουίτμαν – Walt Whitman (1819-1892)
Ήταν ένας από
τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς και ποιητές. Κυριότερο έργο
του αποτελεί η ποιητική συλλογή «Φύλλα Χλόης» (Leaves of Grass) και ένα
από τα πιο γνωστά ποιήματά του το «Καπετάνιε! Ω Kαπετάνιε μου!» (O Captain! My Captain!). Παραθέτουμε
βιογραφικά στοιχεία του ποιητή, το ποίημα στα αγγλικά, δυο μεταφράσεις
του στα ελληνικά και δυο βίντεο με σκηνές από την κινηματογραφική
ταινία «Ο κύκλος των χαμένων ποιητών» (Dead Poets Society), στα οποία απαγγέλονται στίχοι του Ουίτμαν.Ο Ουίτμαν γεννήθηκε το 1819 στο
Λόνγκ-Άιλαντ της Νέας Υόρκης, ο δεύτερος γιος μιας πολυπληθούς
οικογένειας με συνολικά εννέα παιδιά. Το 1823 η οικογένειά του
αναγκάζεται να μεταβεί στο Μπρούκλιν όπου ο πατέρας του δουλεύει ως
μαραγκός και ο ίδιος φοιτά για έξι χρόνια στο δημοτικό σχολείο. Από την
ηλικία των δώδεκα ετών, εργάζεται στο γραφείο ενός δικηγόρου και στα
δεκατέσσερά του γίνεται μαθητευόμενος σε τυπογραφείο. Την ίδια περίπου
περίοδο εγγράφεται σε κάποιο αναγνωστήριο βιβλιοθήκης, όπου έχει την
ευκαιρία να ανακαλύψει πολλούς κλασικούς αλλά και νεότερους συγγραφείς.
Το 1835 επιστρέφει στο Λονγκ-Άιλαντ όπου εργάζεται ως δάσκαλος.
Παράλληλα, ιδρύει την εφημερίδα Long-Islander, της οποίας είναι
συγχρόνως διευθυντής, υπεύθυνος σύνταξης και τυπογράφος. Το έργο του ως
δάσκαλος συνεχίζεται μέχρι το 1841, χρονιά που μετακομίζει στη Νέα Υόρκη
προκειμένου να εργαστεί ως στοιχειοθέτης σε τυπογραφείο αλλά και
δημοσιογράφος σε διάφορα περιοδικά ή εφημερίδες της εποχής. Συγχρόνως,
λαμβάνει ενεργό μέρος στην πολιτική και συμμετέχει σε προεκλογικές
εκστρατείες του Δημοκρατικού Κόμματος.
Παράλληλα εγκαταλείπει την εργασία του
στο τυπογραφείο και αναλαμβάνει διευθυντής εφημερίδων, βρισκόμενος
διαδοχικά στις Daily Aurora καιBrooklyn Eagle. Σε αυτό το διάστημα
δημοσιεύει πλήθος άρθρων επί διαφόρων θεμάτων που συνδέονται συνήθως με
την παγκόσμια ή την αμερικανική πολιτική επικαιρότητα. Το 1848
διακόπτεται η συνεργασία του με την εφημερίδα Brooklyn Eagle και γίνεται
συντάκτης της Crescent, θέση που κατέχει για ένα χρόνο στο διάστημα του
οποίου ταξιδεύει σχεδόν σε ολόκληρο τον αμερικανικό Νότο. Το 1849,
επικεφαλής ενός μικρού τυπογραφείου, εκδίδει την εφημερίδα Freeman. Τον
επόμενο χρόνο όμως αλλάζει εκ νέου κατεύθυνση και γίνεται μαραγκός,
χτίζοντας σπίτια που αργότερα πουλά. Το 1854 φαίνεται πως εγκαταλείπει
κάθε εργασία και επεξεργάζεται την πρώτη του ποιητική συλλογή Φύλλα
Χλόης (Leaves of Grass), η οποία εκδίδεται το 1855 με προσωπικά έξοδα
του Ουίτμαν. Σε αυτή την πρώτη έκδοση της, η συλλογή περιλαμβάνει δώδεκα
εκτεταμένα άτιτλα ποιήματα και λαμβάνει ως επί το πλείστον αρνητικές
κριτικές ενώ πωλείται τελικά μόλις ένα αντίτυπο.
Ένα χρόνο αργότερα, ο Ουίτμαν ετοιμάζει
την δεύτερη έκδοση της συλλογής του η οποία περιέχει επιπλέον είκοσι
ποιήματα, γενικότερες διορθώσεις, τίτλους και μια σαφέστερη ταξινόμηση.
Παράλληλα περιλαμβάνει ως εισαγωγή ένα συγχαρητήριο γράμμα του Ραλφ
Γουάλντο Έμερσον προς τον Ουίτμαν. Η κυκλοφορία της δεύτερης έκδοσης των
Φύλλων Χλόης συνοδεύεται επίσης από αντιδράσεις του περισσότερο
συντηρητικού τμήματος της αμερικανικής κοινωνίας. Από το φόβο δικαστικών
διώξεων, το έργο αποσύρεται ενώ έχουν ήδη πωληθεί μερικές εκατοντάδες
αντιτύπων. Το επόμενο διάστημα δημιουργείται σταδιακά ένα ευνοϊκότερο
κλίμα για τον Ουίτμαν που οδηγεί τελικά το 1860 σε μία τρίτη έκδοση από
τον εκδοτικό οίκο Thayer andEldridge. Την περίοδο του αμερικανικού
Εμφυλίου Πολέμου ο Ουίτμαν εργάζεται ως εθελοντής νοσοκόμος και
περιθάλπει τραυματισμένους στρατιώτες κυρίως στην περιοχή της
Ουάσινγκτον. Με το τέλος του πολέμου διορίζεται στο Υπουργείο Εσωτερικών
και ειδικότερα στο τμήμα Υποθέσεων των Ινδιάνων. Λίγο αργότερα ωστόσο, ο
νέος υπουργός James Harlan, πρώην ιεροκήρυκας των Μεθοδιστών, απολύει
τον Ουίτμαν επειδή αποτελεί τον συγγραφέα των Φύλλων Χλόης.
Καπετάνιε! Ω Kαπετάνιε μου! (μτφ. 1)
Καπετάνιε! Ω Καπετάνιε μου!
Το φοβερό μας το ταξίδι έχει τελειώσει.
Το πλοίο μας ξεπέρασε τη κάθε αναποδιά
κι η δάφνη που ζητούσαμε κερδήθηκε.
Φτάσαμε στο λιμάνι.
Ακουώ καμπάνες να χτυπούν,
λαό που αναγαλλιάζει,
Κι όλων τα μάτια στρέψανε στ’ ακλόνητο σκαρί,
στ’ ατρόμητο και βλοσυρό καράβι.
Μα, συ ω καρδιά! καρδιά! καρδιά!
Ώ άλικες, αιμάτινες, κόκκινες σταλαξιές,
Εκεί στη γέφυρα του πλοίου, ο Καπετάνιος μου πεσμένος
κοιμάται κρύος… νεκρός… χαμένος…
Καπετάνιε! Ω Καπετάνιε μου! Σήκω!
τα σήμαντρα ν’ ακούσεις που χτυπούνε.
Σήκω! για σενα λάβαρα λυτά ψυχανεμούνε,
για σένα σάλπιγγες, κλαγγές, αχολογούνε,
Για σένα τ’ ανθοστόλιστα, τα πλουμιστά στεφάνια,
Για σένα στην ακρογιαλιά συνάχτηκε το πλήθος,
Εσένα πεθυμά ο χοχλασμός ολάκερου λαού
και σε γυρεύει μ’ όψη φουντωμένη.
Έλα, έλα, Καπετάνιε μου! Πατέρα αγαπημένε!
Γείρε πάνω στο μπράτσο μου το έρημο κεφάλι.
Σαν όνειρο μου φαίνεται στη γέφυρα πεσμένος,
Και να ‘σαι κρύος… νεκρός… χαμένος….
Μα ο Καπετάνιος μου δεν απαντά,
τ’ αχείλι του είν’ αμίλητο, χλωμό,
πατέρα μου το μπράτσο μου δε νιώθεις
κι ούτε έχεις πια τη θέληση, δεν έχεις πια σφυγμό
Το πλοίο έριξ’ άγκυρα ολάγερο, βουβό
κι έχει τελειώσει το ταξίδι το στερνό,
Από το φοβερό του το ξαρμένισμα,
της νίκης το καράβι ξαναγύρισε,
με κερδεμένο τον σκοπό.
Ευφράνου ακρογιαλιά, καμπάνα χτύπα!
Μα ‘γω το πένθιμό μου σέρνω βήμα
Στη γέφυρα, που ο Καπετάνιος μου πεσμένος
Κοιμάται κρύος… νεκρός… χαμένος…
Aνιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.