Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

3.4.23

Τάδε έφη Ηλίας Γιαννακόπουλος. Ένας πρώτος απολογισμός της Ζωής μου…

Φίλες και φίλοι αγαπητοί αναγνώστες του ιστολογίου της Λ.Ο.Γ. , αγαπητοί Πιαλειώτες, αγαπητοί Γοργογυραίοι και πάσης φύσεως επισκέπτες - αναγνώστες αυτού του κειμένου σας καλησπερίζω. Προέβην σε μία αυθαιρεσία και ελπίζω να με συγχωρέσει ο φίλος μου ο Ηλίας, η αυθαιρεσία έγκειται στο γεγονός πως ερήμην του συγγραφέα κάνω αυτόν τον πρόλογο. Ειλικρινά, αυτό το κάνω μόνο και μόνο από σεβασμό στον υπέροχο φίλο και άξιο δάσκαλο γιατί από τότε που τον γνώρισα με βοήθησε να μάθω πολλά γράμματα ακόμα. Ως πνευματικός φάρος, λειτούργησε για μένα θετικά γιατί οδήγησε το μυαλό μου σε πνευματικά και λογοτεχνικά μονοπάτια που δεν γνώριζα ή που δεν είχα καταλάβει την αξία τους. Αυτός είναι άλλωστε και ο ρόλος των αληθινών δασκάλων και ο καλός μου φίλος μού προσέφερε απλόχερα την πνευματική τροφή που είχα ανάγκη. Ηλία σου ζητώ συγγνώμη γι' αυτόν τον πρόλογο, και σ' ευχαριστώ πολύ. Επίκουρος ο Γοργογυραίος, κατά κόσμον Σπύρος Γκοβίνας. Απολαύστε τον απολογισμό του φιλόλογου - συγγραφέα Ηλία Γιαννακόπουλου.
----------------------------------------------------------

«Έφερα τη ζωή μου ως εδώ / Στο σημάδι ετούτο που παλεύει / Πού να πηγαίνει ένας άνθρωπος / Που να δεν είναι άλλο από άνθρωπος / Α, Ζωή / Παιδιού που γίνεται άντρας / Έφερα τη ζωή μου ως εδώ / Χαρακιά πικρή στην άμμο που θα σβήσει» (Ελύτης).

       Πώς μπορεί να αισθάνεται κάποιος που αισίως άνοιξε την πόρτα της 7ης δεκαετίας της ζωής του; Ποιο υπόλοιπο προκύπτει από την πρόσθεση και την αφαίρεση όσων έζησα; Ποια γεγονότα, εμπειρίες ή βιώματα θα μπορούσαν να προσδιορίσουν το θετικό ή αρνητικό πρόσημο της ζωής μου; Πώς μπορεί, όμως, να ερμηνεύεις τη ζωή σαν μία αριθμητική πράξη; Κι αυτό γιατί ο χρόνος κυλάει γρήγορα όσο και βασανιστικά αργά για κάποιους άλλους.

     «Ο χρόνος είναι γρήγορος ίσκιος πουλιών / Τα μάτια μου ορθάνοιχτα μέσ’ στις εικόνες του / Γλυκιά περιπέτεια Γλυκιά / Η Ζωή».

       Ακόμη και ο Ποιητής αδυνατεί να καταλήξει σε μία θέση για το περιεχόμενο και το νόημα της Ζωής μας. Τελικά είναι μία περιπέτεια ή παρόλα αυτά εξακολουθεί να είναι γλυκιά;

     “Και όταν η καταιγίδα τελειώσει, δεν θα θυμάσαι καν πώς κατάφερες να επιβιώσεις. Δεν θα είσαι καν σίγουρος ότι έχει τελειώσει . Αλλά ένα πράγμα είναι σίγουρο: Όταν βγεις από την καταιγίδα, δεν θα είσαι ο ίδιος άνθρωπος με αυτόν που μπήκε. Και αυτό είναι το νόημα της καταιγίδας…”(Haruki  Myrakami).

      Δεν γνωρίζω αν η ζωή είναι μία καταιγίδα. Ίσως  για κάποιους ή και για τους περισσότερους η ζωή να είναι μία πάλη με την ορμή του ανέμου και της βροχής που συνθέτουν τον πυρήνα μιας καταιγίδας. Την πραγματικότητα της ζωής την αποδέχεσαι και προσπαθείς να επιβιώσεις με όσες δυνάμεις σε προίκισαν οι γονείς σου, όταν για πρώτη φορά το πρώτο κλάμα της γέννησής σου σήμανε και την αρχή της ζωής σου.

      Αυτό το κλάμα  δεν ήταν μία έκφραση του πόνου, αλλά το πρώτο glorious  της ζωής. Οι φουρτούνες και οι καταιγίδες που ακολουθούν απλώς δοκιμάζουν τις αντοχές μας και την αποφασιστικότητά μας να επιπλεύσουμε σε ένα περιβάλλον που άλλοι σχεδίασαν. Στις φουρτούνες και τις καταιγίδες άλλοι είναι νικητές κι άλλοι ηττημένοι.

                                                Η  Καθαρτήρια Στιγμή

     Έρχεται, όμως, μία στιγμή που όλοι μας μπορούμε και πρέπει να κάνουμε έναν απολογισμό όσων πετύχαμε, όσων δεν μπορέσαμε να πραγματώσουμε και ίσως κάποιων άλλων που αν και πολύ επιθυμήσαμε δεν τολμήσαμε να τα κατακτήσουμε. Αυτή η στιγμή του απολογισμού είναι μία “καθαρτήρια στιγμή”, αφού μέσα από αυτήν αναδύεται η αυτογνωσία μας.

     Η καταιγίδα της ζωής ίσως  να μάς βοήθησε να είμαστε πιο  ειλικρινείς, περισσότερο αληθινοί αλλά και αυστηροί με την εικόνα του εαυτού μας που τόσα χρόνια με κόπο ή και με ατεχνία φιλοτεχνήσαμε. Ο Ηράκλειτος το είχε πει από παλιά: ”Εδιζησάμην εμεωτόν” (Ερεύνησα τον εαυτό μου).

     Αλήθεια, ποια μπορεί να είναι η κατάλληλη ώρα του μεγάλου απολογισμού; Ποιος και πώς μπορεί  να ορίσει την διαδικασία αυτού του απολογισμού της ζωής του; Σίγουρα αναγκαία προϋπόθεση για έναν τέτοιο απολογισμό είναι η παρέλευση κάποιου αναγκαίου χρόνου.

      Όταν, όμως, πάλι προσπαθείς να ορίσεις τον αναγκαίο χρόνο θα βρεθείς σε αμηχανία, γιατί ο χρόνος πέραν της σχετικότητάς του ενέχει και το στοιχείο του ολετήρα (καταστροφέα). Πρέπει να βιαστείς στον απολογισμό, γιατί ίσως να μην προλάβεις να αξιολογήσεις τα ευρήματά του. Ευρήματα που μπορούν να σε απογοητεύσουν, να σε ενθουσιάσουν, να σε πληγώσουν ή και να σε δυναμώσουν για το υπόλοιπο της ζωής σου.

      Ωστόσο ακολουθώντας και τη διαπίστωση του Mario de Andrade πρέπει  να επιχειρήσω έναν πρώτο απολογισμό,γιατί:

   " Μέτρησα τα χρόνια μου και συνειδητοποίησα, / ότι μου υπολείπεται λιγότερος χρόνος ζωής απ' / ό,τι έχω ζήσει έως τώρα.../...Σκοπός μου είναι να φτάσω ως το τέλος / ικανοποιημένος και σε ειρήνη με τη συνείδησή μου / και τους αγαπημένους μου"

      Η όλη διαδικασία του απολογισμού ίσως να επωάζει κι ένα κλίμα μελαγχολίας, αφού το παρελθόν είναι μακρύ, το μέλλον μικρό και απροσδιόριστο και το παρόν στιγμιαίο, στο βαθμό που κάθε του στιγμή προσθέτει χρόνο στο παρελθόν και ταυτόχρονα αφαιρεί κάτι από το μικρό έτσι κι αλλιώς μέλλον μας.

                                       Πώς μπορώ να με ιστορήσω;

       Έστω ξεπερνώ τα μεθοδολογικά προβλήματα του απολογισμού της ζωής μου. Έστω ότι έχω την διαύγεια και την θέληση να θυμηθώ και να καταγράψω όσα σημαντικά ή ασήμαντα σημάδεψαν την πορεία μου μέχρι τώρα που άρχισα να διανύω την έβδομη δεκαετία της ζωής μου. Έστω, έστω…

      Μένει κάτι, όμως, που δρα ανασταλτικά στην καταγραφή και ανάδειξη όλων εκείνων των στιγμών που χρωμάτισαν έντονα την πορεία μου ως τώρα. Κι αυτό δεν είναι άλλο από τον φόβο μήπως τα ευρήματα αυτά του απολογισμού μου δεν ενδιαφέρουν κανέναν ή δεν θα συγκινήσουν κανέναν, αφού λίγο πολύ όλοι έχουμε ένα κοινό πεδίο ζωής.

       Μία ζωή, που ακόμη δεν έχω αποδεχτεί ως θέση αν είναι περισσότερο Φως ή Σκιά. Ακόμη, ακόμη  σε ποιον θα είναι χρήσιμη αυτή η εξομολόγησή μου και η καταβύθιση στο παρελθόν για να ανασύρω πράγματα που δεν μπορώ να αλλάξω; Πεσιμιστής δεν είμαι, αλλά ούτε και νιώθω πως είμαι ο μοναδικός και ο απόλυτος κυρίαρχος του αγώνα της ζωής. Μία ματαιοδοξία ίσως να υπολανθάνει σε αυτόν τον απολογισμό. Μία ματαιοδοξία που μπορεί να μην φανεί χρήσιμη σε κανέναν, αλλά δεν θα βλάψει και κανέναν.

       Σύντροφός μου και συνεπιβάτης σε αυτήν την απόπειρα του απολογισμού θα είναι κάποιες σκέψεις του Πορτογάλου ποιητή Φερνάντο Πεσσόα:

     “Τι μπορεί δηλαδή να εξομολογηθεί κανείς που να αξίζει τον κόπο ή που να είναι χρήσιμο; Αυτό που μάς έχει συμβεί, είτε συνέβη σε όλον  τον  κόσμο, είτε μόνον σε εμάς. Στην πρώτη περίπτωση δεν έχουμε τίποτε καινούργιο να πούμε, στη δεύτερη περίπτωση δεν μπορεί να το καταλάβει. Αν γράφω αυτά που αισθάνομαι, είναι για να καταλαγιάσω τον πυρετό των αισθήσεών μου…”.

     Αφετηριακό σημείο του απολογισμού της ζωής μου είναι μία βασική μου παραδοχή και διαπίστωση. Ο άνθρωπος αδυνατεί να επιλέξει τον χρόνο γέννησής του. Ίσως είναι το μοναδικό στοιχείο που μάς υπερβαίνει και μάς ετεροπροσδιορίζει  σε απόλυτο βαθμό. Τους γονείς μας και τον χρόνο γέννησής μας αδυνατούμε να τα καθορίσουμε ως πραγματικότητα.

       Ίσως είναι και τα μοναδικά στοιχεία στα οποία επιβάλλεται η απόλυτη προσαρμογή και συμμόρφωση, γιατί αντικειμενικά δεν επιδέχονται καμία αμφισβήτηση και αλλαγή.

 

        Ο Θάνατος, ως αναγκαίο συμβάν της λειτουργίας της φύσης, μπορεί να συνιστά μία οδυνηρή πραγματικότητα - αν και περί αυτού διαφωνεί ο Επίκουρος - ωστόσο μπορούμε ως γεγονός να τον επιταχύνουμε χρονικά ή και να τον επιβραδύνουμε εν μέρει. Ο τρόπος που οργανώνουμε την ζωή μας (βιολογικά, ψυχικά, πνευματικά…) ίσως να καθορίζει εν μέρει και τα βιολογικά μας όρια. Άρα ως ένα βαθμό μπορούμε να ρυθμίσουμε κάποια στοιχεία μας στην πάλη με το αδυσώπητο τέλος μας.

       Με αυτές τις αναγκαίες παραδοχές για τον χρόνο γέννησής μας και του θανάτου μας εύκολα μπορούμε να παρομοιάσουμε την ζωή μας με ένα πανδοχείο, σύμφωνα και με μία παρόμοια παραδοχή του συνεπιβάτη αυτού του απολογισμού της ζωής μου, του Πεσόα:

     “Η ζωή για μένα είναι ένα πανδοχείο όπου πρέπει να σταθώ μέχρις ότου έρθει η ταχυδρομική άμαξα για την άβυσσο. Δεν ξέρω που θα με πάει γιατί δεν ξέρω τίποτα… Για όλους μας θα πέσει η νύχτα και η άμαξα θα φτάσει…”.

                          Η Ζωή σαν Αστραπή. Μια στιγμή, ένας αιώνας…

       Δεν είναι λίγες οι φορές που ο καθένας μας ευελπιστεί να ζήσει περισσότερο και  δεν θέλει να  εγκλωβιστεί στη λογική του προσδόκιμου ορίου ηλικίας. Όσο κι αν η ζωή μάς κούρασε, δεν παύουμε να θέλουμε λίγο χρόνο ακόμη, αφού κάθε φορά έχουμε και μία σοβαρή αιτιολογία  για να ζητούμε το κάτι παραπάνω από το χρόνο. Θέλουμε μία ευκαιρία ακόμη, μία παράταση.

     Η Ζωή μας είναι μία Στιγμή στην αιωνιότητα του χρόνου. Πώς μπορούμε ,όμως, αυτή τη στιγμή να την κάνουμε αιώνα; O Ελύτης με έναν ποιητικό και συνάμα προτρεπτικό τόνο μάς συμβουλεύει;

      “Πιάσε την αστραπή στο δρόμο σου, άνθρωπε, / δώσε της διάρκεια, μπορείς! / Από τη μυρουδιά του χόρτου…/ να βγάλεις έναν αιώνα…/ Όλα μία στιγμή” («Ισόβια Στιγμή», από το ποίημα “Μαρία Νεφέλη”).

                                   H ματαιοδοξία της αιώνιας ζωής

         Όταν ακούω κάποιους να διεκδικούν, έστω και με την μορφή αστεϊσμού, μία αιώνια ζωή, σκέπτομαι τον εφιάλτη που θα ζούσαμε σε μία τέτοια προοπτική. Αν η εμπειρία μας από την πεπερασμένη ζωή μας είναι τραυματική λόγω της ατελούς μας φύσης (βία, εγκλήματα, πόλεμοι, φτώχεια, αρπακτικότητα, προσβολές, εγωισμοί…),τι θα ζούσαμε αν ήμασταν αθάνατοι; Η ζωή μας θα ήταν μία πλήξη και μία ατέλειωτη μονοτονία. Ο χρόνος  θα είχε άλλο περιεχόμενο και άλλη σημασία για μάς. Κάθε τι αξίζει στη ζωή μας, όταν έχει το γνώρισμα του μοναδικού και του ανεπανάληπτου


         Η αξία της ζωής μας έγκειται στο στοιχείο ότι μάς δόθηκε άπαξ και σε καθημερινό επίπεδο είναι εκτεθειμένη σε πολλούς κινδύνους που όχι σπάνια είναι και μοιραίοι. Ο Πασκάλ Μερσιέ  γράφει σχετικά με τα παραπάνω “Είναι ο θάνατος που δίνει στη στιγμή την ομορφιά και τη φρίκη της. Μόνο χάρη στο θάνατο είναι ο χρόνος ζωντανός χρόνος”.

      Κάθε φορά   που στροβιλίζουν στο μυαλό μου οι παραπάνω σκέψεις - και μην νομίσει κανείς πως είμαι οπαδός και λάτρης της θανατολογίας - ξαναδιαβάζω τις παρακάτω θέσεις του Πασκάλ Μερσιέ από το βιβλίο του “Νυχτερινό τρένο για τη Λισαβόνα”:

       “Ποιος θέλει στα σοβαρά να είναι αθάνατος; Ποιος θέλει να ζήσει στ’ αλήθεια αιώνια; Πόσο άδεια, πόσο δίχως γεύση θα ήταν η ζωή μας αν ξέραμε: δεν έχει σημασία καμιά ό,τι κι αν συμβεί σήμερα, αυτό το μήνa, αυτό το χρόνο, αφού έρχονται αμέτρητες μέρες, μήνες, χρόνια δίχως τέλος. Κυριολεκτικά δίχως τέλος. Τι θα μετρούσε πραγματικά αν ήταν έτσι η ζωή μας;…”.

       Ποιος και με ποια επιχειρήματα θα μπορούσε κάποιος να διαφωνήσει με τις παραπάνω εκτιμήσεις του συγγραφέα, που σε κάποιο άλλο σημείο συμπυκνώνει την άποψή του για την ματαιοδοξία του ανθρώπου για αθανασία:

    “Γιατί ένα είναι σίγουρο: Θα ήταν σκέτη κόλαση αυτός ο παράδεισος της αθανασίας”.

                                                      Tα  Πρόσωπα

        Στον απολογισμό της ζωής μου σίγουρα σημαντική θέση κατέχουν οι γονείς μου και η γιαγιά μου, αφού δεν συνιστούν απλώς τους φυσικούς γεννήτορές μου, αλλά και τους διαμορφωτές της όλης μου προσωπικότητας. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί το ρόλο του ριζικού του συστήματος. Μού έδωσαν όσα μπορούσαν και δεν στέκομαι στα όσα θα έπρεπε.

     Μού λείπουν πολύ κι ας πέρασε αρκετός χρόνος, αφότου η άμαξα τούς πήρε για το άλλο βασίλειο.

     Αξιωματικά δεσπόζουσα θέση κατέχουν η Γυναίκα μου και τα δύο Παιδιά μου. Με διαμόρφωσαν και τους διαμόρφωσα. Δεν ξέρω αν έπαιξα σωστά το ρόλο του συζύγου και του γονέα. Αυτό ίσως να μην το μάθω ποτέ, γιατί λίγο ο εγωισμός μου, λίγο η ευγένεια των οικείων μου να μού κρύβουν τα αρνητικά μου και λίγο η συγκαταβατικότητα και  η ανεκτικότητά μου εμποδίζουν να εκφραστούν κάποιες αλήθειες του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς μου, που ίσως θα με πίκραναν.

   Οι σχέσεις μου με τα δύο Αδέλφια μου ήταν και είναι ακύμαντες. Κανένα κύμα και κανένας άνεμος δεν μπόρεσε να κλονίσει το οικογενειακό καράβι. Διαφορετικοί τύποι και οι τρεις μας, αλλά πάντα βρίσκαμε τρόπους να συνθέτουμε τα αντίθετα, ακολουθώντας συνειδητά ή ασυνείδητα τις εντολές του Ηράκλειτου που διακήρυσσε πως η ισορροπία και η αρμονία βρίσκεται στην αιώνια πάλη και σύνθεση των αντιθέτων. Ο νόμος της εναντιοδρομίας γαρ.

      Από τον κύκλο των προσώπων που η μνήμη τους με συνοδεύει ακόμη δεν θα μπορούσαν να λείπουν  οι δάσκαλοί μου, Γεώργιος Κούγκουλος και Μαριάνθη Ζορμπά. Δύο εμβληματικές μορφές των πρώτων σχολικών μου χρόνων.

    Από τα γυμνασιακά και λυκειακά μου χρόνια ξεχώρισαν οι μορφές των Α. Πρεκατέ και Ιωάννη Γεωργίου για διαφορετικούς ο καθένας λόγους. Ο πρώτος αντισυμβατικός και δημοκρατικός και ο δεύτερος ήπιος και πολύ ανθρώπινος. Και οι δύο εξαίρετοι καθηγητές.

      Από τα πανεπιστημιακά μου χρόνια δεν ξεχώρισα κάποιον καθηγητή που να επηρέασε κατ’ ελάχιστον την πνευματική μου ζωή. Εξάλλου η Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών ήταν το άντρο του συντηρητισμού.

                                         Η Μοναξιά μου και οι Φίλοι μου

     Ως χαρακτήρας είμαι άκρως εσωστρεφής και ενίοτε μοναχικός. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως είμαι αντικοινωνικός και μισάνθρωπος Ίσως-ίσως αυτή η μοναχικότητά μου να συνιστά και το προσωπικό πεδίο της ελευθερίας μου. Σχετικά με αυτό ο Πεσόα έγραψε:

    “Ελευθερία είναι η δυνατότητα της απομόνωσης. Είσαι ελεύθερος όταν μπορείς να απομακρυνθείς από τους ανθρώπους”. 

      Ωστόσο αυτή η μοναχικότητά μου περιόρισε τον κύκλο των φίλων μου. Εξάλλου ποτέ δεν κατάλαβα εκείνους του ανθρώπους που καυχιούνται για τους πολλούς φίλους τους. Ο μοναδικός μου φίλος με την ριζική έννοια του όρου ήταν ένας. Η φιλία μας έχει τις ρίζες της στα αθώα και δύσκολα παιδικά χρόνια.

     Μπορούσαμε και μπορούμε ακόμη να συνεννοούμαστε με τα μάτια και δεν χρειάζονται τα λόγια για να κατανοήσει ο ένας τον άλλο. Αντίθετοι χαρακτήρες και οι δύο κι αυτό ίσως να είναι η αιτία της μακροχρόνιας φιλίας μας. Στην δική μας περίπτωση φαίνεται να μην δικαιώνεται το «όμοιος ομοίω αεί πελάζει». Στα  μόνα που ταιριάζαμε ήταν το πάθος μας για το ποδόσφαιρο και για τον Παναθηναϊκό.

      Οι συγχωριανοί μας δεν μπορούσαν να εξηγήσουν πως εμάς τους δύο τους συνέδεε-ει μία τέτοια ισχυρή φιλία. Το όνομα του φίλου μου Σωτήριος Κανδύλης.

        Στη στρατιωτική μου θητεία (Κόρινθος, Λαμία, Έβρος, Κιλκίς, 28 μήνες) όπως και στην θητεία μου ως καθηγητής σε σχολεία της Μέσης Εκπαίδευσης (Έβρος, Αθήνα, Τρίκαλα, !978-2010) συνάντησα αξιόλογους ανθρώπους, με γνώσεις και ήθος. Συνεργάστηκα μαζί τους σε πολλά επίπεδα. Πήρα και έδωσα πολλά, όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις.

                                                    Τα  Γεγονότα

     Αν δεχτούμε ως αξίωμα πως “ο άνθρωπος είναι το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων”, όπως υποστήριξε και ο Μαρξ, τότε εύκολα οδηγούμαστε στον καταλυτικό ρόλο των γεγονότων (και των εμπειριών και βιωμάτων που απορρέουν από αυτά) στην διαμόρφωση της ταυτότητάς μας.

     Από τύχη ή ατυχία δεν έζησα κάποιο συγκλονιστικό γεγονός που να άφησε ανεξίτηλα την παρουσία του στην ζωή μου. Τις μεγάλες καταιγίδες και τα μεγάλα κύματα δεν τα γνώρισα, γιατί ίσως κι εγώ να μην τα προκάλεσα. Ωστόσο καθημερινά γεγονότα στην προσπάθειά μου να επιβιώσω και να δημιουργήσω (όπως εξάλλου συμβαίνει με όλους τους ανθρώπους) ήταν αρκετά να διαμορφώσουν κάποιες βασικές λεπτομέρειες του χαρακτήρα μου.

    Η παιδική μου ηλικία ήταν ήρεμη χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις για την ζωή ενός παιδιού σε ένα χωριό .Όντας το αγαπημένο εγγόνι της γιαγιάς μου, Αγορής, που ήταν ταυτόχρονα και η δεύτερη Μάνα μου, ετύγχανα της ιδιαίτερης φροντίδας της, τόσο σε συναισθήματα όσο και σε υλικά οφέλη. Η καλύτερη και μεγαλύτερη μερίδα φαγητού μού ανήκε αξιωματικά, όπως και ό,τι καλό υπήρχε στην τρικαλινή αγορά που κρυφά από τα άλλα εγγόνια μού το παρείχε η γιαγιά μου, που ήταν ο άτυπος υπουργός οικονομικών και εξωτερικών της οικογένειας, αφού ο πατέρας μου δούλευε στην Γερμανία στην δεκαετία του 1960. 

      Ως μαθητής του δημοτικού σχολείου, όπως προείπα, είχα την τύχη να έχω ως δάσκαλο τον Γ. Κούγκουλο, που πολύ συντηρητικά θα έλεγα πως βρισκόταν 50 χρόνια μπροστά από την εποχή του. Αριστερός γαρ. Η συμβολή του ήταν καθοριστική στην αγάπη μου για την Φύση και την Γη. Τα λουτρά, ο σχολικός κήπος  και ο εμβολιασμός δέντρων ήταν από τα σημαντικότερες παρακαταθήκες που μού άφησε.

      Επίσης, τα ατέλειωτα βράδια για το πότισμα κάποιων κήπων ή χωραφιών, το μάζεμα των καστάνων και της ρίγανης αποτέλεσαν την πρώτη εμπειρία της αξίας της εργασίας στην ζωή μας. Εννοείται πως μοναδικές ήταν και οι στιγμές μέσα στην φύση και στο χωράφι. Στο χωριό τα χρόνια εκείνα (1953-1970) άνθρωποι, ζώα και φύση αποτελούσαμε μία ενότητα πριν ακόμη διατυπωθεί η θεωρία της Γαίας και καλλιεργηθεί η οικολογική συνείδηση.

     Η οικογένειά μου ήταν φτωχή, αλλά την πείνα και την ανέχεια δεν την γνώρισα. Κι αυτό εξαιτίας της εργατικότητας του πατέρα μου (αγρότης, οικοδόμος, εργάτης…) και της γιαγιάς μου που είχε αναλάβει όλες τις εξωτερικές δουλειές του σπιτιού (κάθε Δευτέρα πωλούσε στα Τρίκαλα ό,τι παρήγαγε το χωριό μου, όπως καστανόχωμα, πασταλάκια, ρίγανη….

      Στα Γυμνασιακά μου και Λυκειακά χρόνια κυριάρχησε η ίδρυση της ποδοσφαιρικής ομάδας του Χωριού μου, o ”Ασκληπιός”. Έζησα μοναδικές στιγμές χαράς και βίωσης της αξίας της συνεργασίας και ομαδικότητας. Τα παιχνίδια της Κυριακής  αποτελούσαν το κυρίαρχο γεγονός του χωριού μας. Ως ομάδα γνώρισα καλύτερα πρόσωπα και νοοτροπίες που σε κάποιο βαθμό με κοινωνικοποίησαν θετικά. 

   


      Εμβληματικές μορφές της ομάδας ο Νικόλαος Ντάκος (γνωστός και ως φαλάκρας), και ο Βασίλης ο Μητσιάκης (που λειτουργούσε και ως πατέρας μας στην ώρα του παιχνιδιού).Ωστόσο η κυρίαρχη μορφή της ομάδας ήταν ο Ηλίας ο Υφαντής που γνώριζε όσο κανείς άλλος τα μυστικά της μπάλας. Υπήρχαν στιγμές, που εγώ ως παίκτης αμυντικός, τον έβλεπα και τον θαύμαζα, χωρίς ίχνος ζήλιας ή ποδοσφαιρικού ανταγωνισμού. Κάποιοι σημερινοί παίκτες φαίνονται ανεπαρκείς μπροστά του.

      Ωστόσο από την συμμετοχή μου στην ποδοσφαιρική ομάδα και στους αγώνες ήταν το άγχος μου να συγκρατώ και να περιορίζω τις εκρήξεις και τα περισσά νευράκια του ακριβού μου φίλου, του Σωτήρη του Κανδύλη. Τα έδινε όλα για την νίκη και μαζί αποτελούσαμε το ακατανίκητο δίδυμο της ομάδας.

    Με συγκίνησαν ιδιαίτερα κάποιες εξομολογήσεις χωριανών μου που μού εκμυστηρεύτηκαν πως με θαύμαζαν ως ποδοσφαιριστή και ότι εξαιτίας μου αλλά και της ομάδας μας γενικότερα, εγκατέλειπαν τις δουλειές του – έφηβοι όντες και κρυφά από τους γονείς τους - για να παρακολουθήσουν τον κυριακάτικο αγώνα της ομάδας μας.

     Η παραμονή μου στην Πύλη στα γυμνασιακά χρόνια ήταν γεμάτη εμπειρίες και έντονα βιώματα. Χωρίς ψυγεία και θέρμανση στους δύσκολους μήνες του χειμώνα δίναμε αγώνα επιβίωσης. Κάποιο χειμώνα που το χιόνι ξεπέρασε το μισό μέτρο για να ζεσταθούμε κάψαμε τις καρέκλες και κάποια παλιά παπούτσια. Και πώς να τα δικαιολογήσουμε όλα αυτά στους γονείς μας! Η αγάπη τους ήταν αξίωμα, όπως και η αυστηρότητά τους όταν έπρεπε.

      Οι εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο (1971) αποτέλεσαν μία ξεχωριστή περίοδο της εφηβικής μου ηλικίας. Με φροντιστηριακή προετοιμασία δύο μηνών κατόρθωσα να εισαχθώ στην Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών το 1971. Έντονη παραμένει ακόμη στην μνήμη μου η προτροπή του διευθυντή του σχολείου (Θεσσαλονίκη) στο οποίο εξετάστηκα. Μία φράση-προτροπή στα αρχαία: “Θ α ρ σ ε ί ν  Χ ρ η”.

     Από την εμπειρία-δοκιμασία των εξετάσεων δύο στοιχεία έμειναν ανεξίτηλα στην μνήμη μου. Το πρώτο αφορά το κείμενο των αρχαίων από την ιστορία του Θουκυδίδη. Ίσως από τα καλύτερα κείμενα όπου ο ιστορικός έδωσε μαθήματα ψυχολογίας και πολιτικής στην προσπάθειά του να αποδώσει με πιστότητα την διαδικασία που ακολούθησαν οι Αθηναίοι για την αποστολή στρατού στην Σικελία. Το κατοπινό, μετά από αιώνες έργο του Λε Μπον, ”Η ψυχολογία της Μάζας” λίγα πρόσθεσε στις επισημάνσεις του Θουκυδίδη.

      Κατεξοχήν, όμως, εκείνο που ακόμη μέχρι και σήμερα αποτελεί ερμηνευτικό όπλο για την συμπεριφορά της κοινής γνώμης, είναι η θέση του Θουκυδίδη για όλους εκείνους που αν και διαφωνούσαν με την Σικελική εκστρατεία (415-413 π.χ) σιωπούσαν:

   “ Ώστε διά την άγαν των πλεόνων  επιθυμίαν, ει τω άρα και μη ήρεσκε, δεδιώς μη αντιχειροτονών κακόνους δόξειεν είναι τη πόλει ησυχίεν ήγεν” .

      Καλύτερο μάθημα πολιτικής ψυχολογίας δεν γνώρισα ακόμη, όπου καταδεικνύεται η εξουσία που ασκεί η πλειοψηφούσα άποψη στην μειοψηφία. Το εμβληματικό “Ησυχίαν Ήγε” (ο λαός) συνιστά μία διαχρονική όσο και σύγχρονη διαπίστωση για την σιωπηλή πλειοψηφία απέναντι στα πολιτικά και όχι μόνο τεκταινόμενα.

    Το δεύτερο στοιχείο είναι το θέμα έκθεσης όπου ο εξόριστος Αριστείδης την παραμονή της ναυμαχίας της Σαλαμίνας (480 πχ) εμφανίζεται στον Θεμιστοκλή (πολιτικό του αντίπαλο) και του ανακοινώνει πως είναι στην διάθεσή του στον αγώνα της Αθήνας εναντίον των Περσών. Μία στάση-πρότυπο ενός αγνού πατριωτισμού:

     “οκότερος ημέων πλέω αγαθά την πατρίδα εργάσεται” (ποιος θα προσφέρει περισσότερα στην πατρίδα). Πόσοι από τους σύγχρονους πολιτικούς θα μπορούσαν να πουν τα παραπάνω λόγια του Αριστείδη;

     Η φοιτητική μου ζωή υπήρξε εξόχως ενδιαφέρουσα (όπως φυσικά στους περισσότερους),αφού ήταν η πρώτη φορά που βρισκόμουν μακριά από την οικογενειακή εστία. Είχα την τύχη βέβαια να συγκατοικώ με την αδελφή μου, Ελένη, που με βοήθησε σημαντικά στον γρήγορο και ανώδυνο εγκλιματισμό μου στο αθηναϊκό περιβάλλον. Την ευχαριστώ θερμά και για τις άλλες υπηρεσίες και διευκολύνσεις που μού παρείχε. Είναι ένα οφειλόμενο ευχαριστώ, έστω και λίγο αργά.

      Η φοιτητική ζωή λειτούργησε, όπως σε όλους, ως εκκολαπτήριο της πνευματικής και κοινωνικής μου ωρίμασης. Διατηρώ σχέσεις με κάποιους φίλους-συμφοιτητές μου. Η επικοινωνία μαζί τους-ζωντανή ή διαδικτυακή-με βοηθά να επιστρέφω σε μία εποχή άκρως ενδιαφέρουσα και δημιουργική.

      Η εξέγερση του Πολυτεχνείου (17/11/1973) ως γεγονός κυριάρχησε στην φοιτητική μου ζωή και σηματοδότησε εν πολλοίς και την πολιτική μου ωρίμαση. Ωραία Χρόνια! Αθώα και αγνά. Οι πολιτικοί οραματισμοί αναζητούσαν τρόπο και τόπο έκφρασης για μία άλλη Ελλάδα.

         Η πτώση της χούντας, η εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο (1974), η αποκατάσταση της Δημοκρατίας και ό,τι ακολούθησε σε πολιτικό και πολιτειακό επίπεδο υπήρξαν γεγονότα που συνέβαλαν καίρια στην πολιτικοποίησή μου. Μέλος κάποιου κόμματος δεν υπήρξα ποτέ στο βαθμό που διεκδικούσα την ιδεολογική μου αυτονομία και ελευθερία.

      Η στρατιωτική μου θητεία υπήρξε άκρως ενδιαφέρουσα και διδακτική. Κόρινθος, Λαμία, Έβρος και Κιλκίς ήταν οι πόλεις που υπηρέτησα. Γνώρισα έξοχους ανθρώπους, στρατιωτικούς και στρατιώτες. Η στρατιωτική θητεία εξακολουθώ να πιστεύω πως για τους άνδρες είναι μεγάλο σχολείο. Δεν υπάρχει μέρα που να μην θυμάμαι διάφορες σκηνές από την στρατιωτική μου θητεία. Οι 28 μήνες θητείας μπορεί να ήταν πολλοί, αλλά ήταν άκρως διδακτικοί για την ανθρωπογνωσία και την αυτογνωσία μου.

      Ο διορισμός μου, ως καθηγητή, στην Μέση εκπαίδευση, αποτελεί  ένα ξεχωριστό κομμάτι της ζωής μου, που η εκτενής καταγραφή του υπερβαίνει τον σκοπό του παρόντος απολογισμού της ζωής μου. Ίσως είναι εκείνο το κομμάτι που διαμόρφωσε εν πολλοίς την πνευματική, κοινωνική και οικονομική μου ζωή. Ό,τι είμαι σήμερα σε μεγάλο βαθμό είναι προϊόν του επαγγέλματος που άσκησα για 32 περίπου χρόνια.

    Τα μαθήματα που δίδαξα ως φιλόλογος επώασαν την πνευματική μου πορεία. Αν είχα επιλέξει άλλο επάγγελμα, άλλη ειδικότητα σίγουρα θα ήμουν ένας άλλος άνθρωπος.

     Οι σχέσεις μου με τους μαθητές, τους συναδέλφους καθηγητές και περισσότερο το αντικείμενο διδασκαλίας (Φιλολογικά μαθήματα) συνέβαλαν καθοριστικά στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς μου Ίσως σε έναν άλλο απολογισμό, περισσότερο εξειδικευμένο, να καταγράψω εκείνα τα στοιχεία που ξεχώρισαν και διαμόρφωσαν την πνευματική μου ζωή μέχρι την συνταξιοδότησή μου (2010).

 

      Αγαπημένο μου διήγημα για διδασκαλία στην τάξη υπήρξε το διήγημα του Μ. Χάκκα «Το Ψαράκι της Γυάλας» με αναφορές στα γεγονότα των Ιουλιανών και της επιβολής της δικτατορίας του 1967.  Σχετική ανάλυση του διηγήματος υπάρχει στο περιοδικό «Νέα Παιδεία» και στο Blog μου ΙΔΕΟπολις.

      Σημαντικό κομμάτι στη ζωή μου κατέχει και η εργασία μου κατά τους θερινούς μήνες σε παραθαλάσσιες ταβέρνες (Μαραθώνας) καθώς και στο εργοστάσιο της ΗΒΗ στο Μαρούσι. Ήταν η πρώτη μου φορά που το καλοκαίρι του 1968 γύρισα στο χωριό μου, μετά την θερινή εργασία σε παραθαλάσσια ταβέρνα, και έφερα μαζί μου το μεγάλο ποσό των 6.000 δραχμών. Δεν θα ξεχάσω την έκπληξη και την ανακούφιση της μάνας μου. Ήταν η εποχή που το ρευστό χρήμα τότε απουσίαζε.

     Το καλοκαίρι του 1972 γνώρισα στο εργοστάσιο της ΗΒΗ την ίδια την ιδιοκτήτρια, την ΗΒΗ, που επέμενε στα 90 της χρόνια να εργάζεται και να επιβλέπει.

     Εννοείται πως το γεγονός του γάμου (1983) μου με την γυναίκα μου, Αφροδίτη, η γέννηση των δύο παιδιών μου, της Νεφέλης και του Ορέστη , η εισαγωγή τους στο Πανεπιστήμιο καθώς και οι γάμοι τους συνιστούν ένα μεγάλο κεφάλαιο, ίσως το μεγαλύτερο και σημαντικότερο της ζωής μου. Οι λεπτομέρειες των παραπάνω γεγονότων θα απαιτούσαν έναν ξεχωριστό απολογισμό.

      Από τα Πρόσωπα και τα Γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή μου ήταν και η διαμονή μου (1985-έως σήμερα) στην Αγία Μονή Τρικάλων. Είχα την τύχη να μένω στο ίδιο κτίριο με τα πεθερικά μου που βοήθησαν τα μέγιστα στην φροντίδα των δύο παιδιών μου και όχι μόνον. Ο Πεθερός μου, Ν. Μαργαρίτης, ήταν λίγο αυστηρός αλλά δίκαιος και συγκαταβατικός. Η πεθερά μου, Αθηνά  Μαργαρίτη ήταν ο ορισμός της αγίας γυναίκας.

      Ήταν δύο θαυμάσιοι άνθρωποι, ευγενέστατοι ,διακριτικοί και δοτικοί. Οι σχέσεις μας ήταν άριστες, παρά τις κάποιες διαφωνίες σε θέματα θρησκείας και πολιτικής. Είναι σημαντικό να μπορείς να συνυπάρχεις με τους δικούς σου ανθρώπους, ακόμη κι αν υπάρχουν κάποια στοιχεία που σε διαφοροποιούν. Από τον καθένα παίρνουμε αυτό που μάς λείπει ως χαρακτήρα  και το προσαρμόζουμε στα δικά μας γνωρίσματα. Ένα μεγάλο ευχαριστώ και σε αυτούς για τις πολλαπλές υπηρεσίες τους σε μένα και στην οικογένειά μου.                

                                       Συνταξιούχος και Bloger

      Η συνταξιοδότησή μου το 2010 σήμανε το τέλος μιας εποχής και το τέλος μιας άλλης. Την αίθουσα την αντικατέστησε η συνεχής περιποίηση του κήπου μου στο χωριό, την Πιάλεια. Οι αγροτικές ασχολίες συνιστούν από μόνες τους μία μορφή ψυχοθεραπείας για κάθε άνθρωπο. Τα περί μελαγχολίας που συνοδεύει την συνταξιοδότηση δεν βρήκαν εφαρμογή στην περίπτωσή μου.

     Ωστόσο, εκείνο που απορρόφησε το ενδιαφέρον μου ήταν οι νέες τεχνολογίες και ιδιαίτερα το Blog μου “ΙΔΕΟπολις”. Εμπνευστής και καθοδηγητής μου ο ανεψιός μου Τάκης Κακαρώνης. Ένα μεγάλο ευχαριστώ για την συνδρομή του. Ήδη τα άρθρα μου έφθασαν τα 524 με ποικίλο περιεχόμενο. Οι αναγνώσεις και προβολές των άρθρων μου ξεπέρασαν τις 260.000 με αναγνώστες από όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα τις ΗΠΑ με πάνω από 14.000 προβολές-αναγνώσεις.

      Κατεξοχήν, όμως, εκείνο το γεγονός που ξεχωρίζει στον μετά την συνταξιοδότησή μου χρόνο είναι η έκδοση των τριών βιβλίων μου: 1.”ΙΔΕΟπολις” (Εκδόσεις Λιβάνη, 2019), 2.”Σκέψης Εγκώμιον” (Εκδόσεις Απόπειρα, 2022) και 3.”Ουκρανικός Πόλεμος” (Εκδόσεις Γραφή,2022).

    Στα ενδιαφέροντα της έκδοσης των τριών βιβλίων μου συγκαταλέγεται και η παρουσίαση του βιβλίου μου “Ουκρανικός Πόλεμος”, την 1η Νοεμβρίου του 2022. Οι ομιλητές που παρουσίασαν με πληρότητα το βιβλίο μου ήταν οι τρεις πρώην βουλευτές του Ν. Τρικάλων: 1.Μαγκούφης Χρήστος, 2.Ηλίας Βλαχογιάννης και 3.Χρήστος Σιμορέλης.

      Η συνύπαρξη των τριών πρώην βουλευτών σε μία παρουσίαση βιβλίου κατέδειξε τόσο το ήθος των ομιλητών όσο και τον πολιτικό πολιτισμό της πόλης μας. Εξάλλου ο Ουκρανικός Πόλεμος από μόνος του ήταν και είναι ένα γεγονός που διέψευσε κάποιες αυταπάτες και βεβαιότητές μας για ένα ειρηνικό μέλλον. Η “Παγίδα του Θουκυδίδη” επαληθεύτηκε και στον πόλεμο αυτό σε συνδυασμό με το αμετάβλητο της ανθρώπινης φύσης. Το σχετικό άρθρο του βιβλίου μου διαβάστηκε από πολλούς αναγνώστες στη Ρωσία, την Ολλανδία και το Βιετνάμ.

                                          Τα Πρόσωπα και τα Βιβλία

      Σε έναν απολογισμό της ζωής μας-και ιδιαίτερα της πνευματικής μας πορείας- συνηθίζεται  να καταγράφονται εκείνα τα βιβλία και οι συγγραφείς που λειτούργησαν ως καθοδηγητές. Από  τους αρχαίους συγγραφείς που αποτελούν μέχρι και σήμερα αστείρευτη πηγή έμπνευσης και γνώσης εκείνοι που με επηρέασαν βαθύτατα είναι: O Όμηρος, ο Θουκυδίδης, ο Αριστοτέλης, ο Ηράκλειτος, ο Επίκουρος και φυσικά οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ποιητές.

     Από τους νεότερους συγγραφείς ή διανοητές είναι οι παρακάτω που με επηρέασαν βαθύτατα για διαφορετικό λόγο ο καθένας: Mαρξ, Νίτσε, Φρόιντ, Φρομ, Ράιχ, Μπουκάι, ’Οργουελ. Από τους Έλληνες σημαντικοί υπήρξαν για μένα με την σκέψη τους οι: Καζαντζάκης, Ελύτης, Παλαμάς, Παπανούτσος, Αναγνωστάκης, Καβάφης, Καστοριάδης.

    Τα βιβλία που κατέχουν σημαντική θέση στη βιβλιοθήκη μου είναι: “Η Υγιής Κοινωνία”, “Η Ψυχολογία του όχλου και η ανάλυση του Εγώ”, “Ο Μονοδιάστατος άνθρωπος”, “Από την άγνοια στη Σοφία”, “Άκου Ανθρωπάκο”, “1984”, “Η Ασκητική”, “Το Άξιον Εστί”. Σε τελευταία ανάλυση είμαστε κάπως τα βιβλία που διαβάσαμε.

                                     Το γράψιμο ένας ακίνδυνος εθισμός

      Μία από τις αγαπημένες μου και καθημερινές ασχολίες είναι το γράψιμο. Αποτελεί μία εσωτερική ανάγκη που συνοδεύεται από μία άφατη ικανοποίηση όταν οι σκέψεις και οι προβληματισμοί μου μορφοποιούνται σε λέξεις και κείμενο.

     Η  Φιλοσοφία, η Ψυχολογία, η Κοινωνιολογία και τώρα τελευταία η επικαιρότητα αποτελούν τους προνομιακούς χώρους της γραφής μου. Τα ερεθίσματα είναι πάμπολλα αφού τόσο η διεθνής κατάσταση (πόλεμος, κορωνοιός…) όσο και η εσωτερική (πολιτική, οικονομική κρίση, δυστυχήματα…) αποτελούν ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης.

     Πιστεύω πως αυτό που μένει στη ζωή είναι όλα αυτά που καταγράφονται ως κείμενο. Τα γραπτά κείμενα ως πνευματικό έργο ζουν περισσότερο από τον συγγραφέα. Θέλω να ελπίζω πως τα διάφορα άρθρα μου κάποιους θα συγκινήσουν και θα προκαλέσουν το ενδιαφέρον τους στο μέλλον. Τα κείμενά μου ως γραμματειακό είδος κινούνται στα όρια του δοκιμίου και του άρθρου.

     Είμαι λάτρης της ποίησης και της λογοτεχνίας γενικότερα (διηγήματα…) στο βαθμό που ο στόχος του συγγραφέα δεν είναι η  σπάνια λέξη ή μία ανούσια μυθοπλασία. Ορθολογιστής και λάτρης του δοκιμιακού  λόγου, δηλαδή της ερμηνείας και της απόδειξης, στρέφομαι σε εκείνα τα λογοτεχνικά έργα που μπορούν με λόγο απλό και πειστικό να φωτίσουν εκείνες τις αθέατες πλευρές της πραγματικότητας που ξεφεύγουν από την άμεση εμπειρία μας.

 

     Είναι, λοιπόν, σημαντικό για τον καθένα να ασκείται στην ομιλία και στην γραφή, γιατί αποτελούν και τα δύο το καλύτερο πνευματικό γύμνασμα. Πολλοί φίλοι μου και αναγνώστες των κειμένων μου παραπονούνται πως ενώ ο νους τους πλημμυρίζεται από ιδέες και σκέψεις, εντούτοις αδυνατούν να τις εκφράσουν με λόγο (προφορικό ή γραπτό).Κάπου εδώ  αυτή τους η αδυναμία μας παραπέμπει σε σχετική θέση του Πεσόα:

     “Οι περισσότεροι άνθρωποι υποφέρουν από την ασθένεια του να μην ξέρουν να πουν αυτό που βλέπουν ή αυτό που σκέφτονται…Να μιλάς! Να ξέρεις να μιλήσεις! Να ξέρεις να υπάρχεις μέσα από την γραπτή φωνή και τη νοερή εικόνα!”

                            Τα Όνειρα, Η Θρησκεία και Η Επιστήμη

     Στην ζωή μου αποφεύγω τα όνειρα, αν και πιστεύω πως εκεί ο καθένας περισσότερο αισθάνεται αληθινός. Κι αυτό γιατί τα όνειρα σε προστατεύουν από τα αδιάκριτα βλέμματα των άλλων και αποτελούν τον αυστηρά προσωπικό μας χώρο που μάς ανήκει δικαιωματικά. Εξάλλου όταν κάτι πραγματοποιείται παύει να μας ανήκει και γίνεται κτήμα όλων.

     Από ιδιοσυγκρασία ετοιμάζομαι για το απρόοπτο και το κακό που θα έρθει. Κι αυτό γιατί κανένας δεν διαμαρτύρεται για το καλό που έρχεται. Ίσως αυτό να μού στερεί τις χαρές του παρόντος, αλλά όμως με προφυλάσσει από τις δυσάρεστες εκπλήξεις του μέλλοντος.

      Η αναζήτηση μιας άλλης υπερκόσμιας δύναμης, κοσμοποιού, αποτελούσε πάντα ένα διαρκές ζητούμενο. Η ενασχόλησή μου με την φιλοσοφία μού έδωσε κάποιες απαντήσεις για τις σταθερές του σύμπαντος. Από την άλλη πλευρά, όμως, με οδήγησε σε αδιέξοδα, αφού ο Λόγος με την ευρύτερη έννοια του όρου δεν μπορεί να δώσει απαντήσεις σε όλα.

      Ποτέ δεν βολεύτηκα στις εύκολες απαντήσεις   της Θρησκείας. Ποτέ η ηθική μου δεν αποτέλεσε το αναγκαίο ακολούθημα της πίστης μου σε κάποιο Θεό. Κι αυτό γιατί βαθιά πιστεύω πως το Θείον εκφράζει την εξιδανίκευση του δικού μας προσωπικού κόσμου. Μετά έρχονται τα δόγματα που σε εγκλωβίζουν σε αμετακίνητες και αναπόδεικτες αλήθειες. Ο Πεσόα το είπε καθαρά:

     “Οι Θεοί είναι η ενσάρκωση αυτού που δεν θα μπορέσουμε ποτέ να είμαστε”.

     Ίσως ο ορθολογισμός μου να μην είναι η καλύτερη και αποτελεσματικότερη λύση στα μεγάλα ερωτήματα της ζωής μας. Ωστόσο, ούτε και η άλογη πίστη με πείθει. Η αμφιβολία είναι πνευματική υγεία, αρκεί να μην καταστεί αυτοσκοπός. Η επιστήμη έλυσε πολλά προβλήματα, αλλά έσπειρε και πολλά δεινά, όταν η εφαρμογή της γνώσης χρησιμοποιείται για σκοπούς που υπονομεύουν την αξιοπρέπεια και το μέλλον του ανθρώπου.

    Ο φανατισμός των  πιστών (θρησκευόμενων) σε κάποια θεότητα είναι το ίδιο επικίνδυνος και απορριπτέος όσο και ο φανατισμός των πιστών της επιστήμης. Οι απολυτότητες και τα άκρα πάντα  εγκυμονούν κινδύνους, αφού δεν γνωρίζουν τη σύνθεση και την σύξευξη, αλλά  προκρίνουν ως στάση ζωής την διάξευξη. Ο Πεσόα, πιστός συνεπιβάτης μου σε αυτόν τον απολογισμό, έγραψε σχετικά:

   “Μου τείνουν την πίστη σαν ένα καλοτυλιγμένο πακέτο πάνω σ’ ένα δίσκο ξένο. Μου ζητούν να το δεχτώ, μα χωρίς να το ανοίξω. Μου τείνουν την επιστήμη, σαν ένα μαχαίρι στο πιάτο, για να χωρίσω τα φύλλα ενός βιβλίου με σελίδες λευκές. Μου τείνουν την αμφιβολία, σαν τη σκόνη στο βάθος ενός κουτιού. Γιατί όμως μου δίνουν το κουτί, αφού μέσα έχει μονάχα σκόνη;”

                                          Η Πολιτικοποίησή μου

       Η πρώτη επαφή μου με την πολιτική ήταν τον Οκτώβριο του 1963,όταν στις εκλογές της 3ης  Νοεμβρίου με αντιπάλους τον Κ. Καραμανλή και τον Γ. Παπανδρέου άκουσα για πρώτη φορά το σύνθημα της ΕΡΕ που παρέπεμπε στο γνωστό λαϊκό τραγούδι “Όσο αξίζεις εσύ”. Το σύνθημα αυτό πρόβαλε εμφαντικά την κυριαρχία και πολιτική υπεροχή του Κ. Καραμανλή έναντι του Γ. Παπανδρέου και των λοιπόν του πολιτικών αντιπάλων.

   “ Όσο αξίζεις εσύ Κώστα Καραμανλή, δεν αξίζουν μαζί Παπανδρέου και λοιποί…και λοιποί…” .

     Η δεύτερη εμπειρία μου με την πολιτική ήταν τον Απρίλιο του 1967 με την επιβολή της δικτατορίας. Η έντονη παρουσία και δράση των ΤΕΑ (Τάγματα Εθνοφυλακής Αμύνης) κατά τη διάρκεια της δικτατορίας ήταν κάτι που έμεινε ανεξίτηλο στην μνήμη μου και στον προβληματισμό μου για το ρόλο και την πολιτική τους σκοπιμότητα.

     Ως καθηγητής στη Μ. Εκπαίδευση δεν αναμείχθηκα ενεργά με τον συνδικαλισμό, εκτός από κάποιες ομιλίες μου στις συνελεύσεις, με αφορμή τις μεγάλες απεργίες του κλάδου μας. Σε μία από αυτές μπροστά σε ένα ακροατήριο δυναμικό στη Δ. Αττική ο λόγος μου άρεσε σε πολλούς με αποτέλεσμα να δέχομαι προτάσεις από όλο το φάσμα των συνδικαλιστικών παρατάξεων για ένταξή μου σε αυτές. Φυσικά αρνήθηκα κάθε πρόταση.

    Ωστόσο εκείνη η ομιλία, που  σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως και προκάλεσε μεγάλη εντύπωση τόσο για το περιεχόμενο όσο και για το ύφος του λόγου μου ήταν σε μία συνέλευση των καθηγητών στα Τρίκαλα επ’ ευκαιρία μιας μεγάλης απεργίας μας. Μπροστά στα αδιέξοδα της απεργίας μας που διήρκησε ένα μήνα περίπου, τελείωσα το λόγο μου με ένα στίχο του Καβάφη που αποτύπωνε με ενάργεια τόσο την ψυχολογία των απεργών συναδέλφων, όσο και το αδιέξοδο στο οποίο είχαμε οδηγηθεί ως κλάδος.

    “Eίν΄ οι προσπάθειές μας / σαν των Τρώων…/ Όμως η πτώσις μας είναι / βεβαία. Επάνω , / στα τείχη, άρχισεν ήδη ο / θρήνος”.

     Κατεβαίνοντας από το βήμα και καταχειροκροτούμενος - αν και το τέλος της ομιλίας μου δεν ήταν και το πιο αισιόδοξο μήνυμα στους συναδέλφους μου – δέχτηκα τα πιο θερμά συγχαρητήρια από τους προϊσταμένους της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αν και  ήμουνα άγνωστος στο ευρύ κοινό, γιατί είχα έλθει με μετάθεση από άλλη ΕΛΜΕ. Τα λόγια του διευθυντή Μ. Εκπαίδευσης, του κ. Απ. Γιοντζή μού έμειναν  αξέχαστα:

   “Συγχαρητήρια για την ομιλία σας κ. Γιαννακόπουλε. Θα μπορούσε κάποιος να διαφωνήσει με το περιεχόμενο του λόγου σας ,όχι όμως για την ποιότητά του και το ύφος σας”.

    Ήταν η πρώτη φορά που κατανόησα τόσο έντονα τη δύναμη του λόγου αλλά και το θάρρος να λέμε αλήθειες ενάντια στα κομματικά και πολιτικά γλωσσικά στερεότυπα. Το ενδιαφέρον μετά την ομιλία μου αυτή ήταν που όλοι αναζητούσαν την κομματική μου ταυτότητα, αφού η ομιλία μου τους παραπλάνησε  και δεν ταίριαζε, ούτε χωρούσε στα κομματικά ή πολιτικά συνθήματα της εποχής και της συνδικαλιστικής πρακτικής.

     Το στοιχείο αυτό στάθηκε και ο αναγκαίος οδηγός μου και η βασική σταθερά μου στην αρθρογραφία μου που ακολούθησε.

                                            Μία ανθρώπινη στιγμή

      Από τους Παππούδες μου γνώρισα μόνον τον έναν, τον πατέρα της μάνας μου, τον Ευάγγελο Νάκο. Κάποια ασθένεια τον ταλαιπώρησε για καιρό με αποτέλεσμα να είναι ανενεργός, ένας άνθρωπος με δύναμη και σωματικές αντοχές. Πολλές μέρες και ώρες τις περνούσε κάτω από τον ίσκιο ενός πλατάνου του σπιτιού μου, με εμφανή τα σημάδια του πόνου, της καταπόνησης και της βιολογικής φθοράς λόγω της ασθένειας.

      Τον έβλεπα να υποφέρει και να φθείρεται βιολογικά χωρίς να καταλαβαίνω και πολλά λόγω της ηλικίας μου. Ίσως ήταν η πρώτη φορά που με προβλημάτισε η έννοια και το φαινόμενο του θανάτου. Ωστόσο εκείνο που με πλήγωνε και με συγκινούσε ιδιαίτερα ήταν η φράση που μού απηύθυνε κάθε φορά που συζητούσα μαζί του:

                   “Δεν θα ζήσω, Λιάκο μου, να σε καμαρώσω”.

      Κι εγώ από αμηχανία και σεβασμό προς την κατάστασή του, αλλά και λόγω ηλικίας  αδυνατούσα να βρω ένα λόγο παρηγορητικό. Δεν ξέρω αν ο Παππούς μου έβλεπε μακριά, ούτε αν τον δικαίωσα με ό,τι κατόρθωσα στη ζωή μου. Ο θάνατός του με λύπησε βαθύτατα, γιατί ήταν ο πρώτος θάνατος στενού συγγενικού μου προσώπου.

     Πάντως η παραπάνω φράση του προς εμένα, που εμπεριείχε πολλά στοιχεία λύπης και παραπόνου, ηχεί ακόμη έντονα στην μνήμη μου. Αλήθεια τι μπορεί να είναι αυτό που κάποια λόγια ή περιστατικά μένουν ανεξίτηλα στην μνήμη μας! Τόσο άγνωστα και τόσο αδιάφορα για τους άλλους.

                                               Θέσεις, Σκέψεις, Στίχοι

     Τη ζωή μου δεν την καθόρισαν μόνον τα Πρόσωπα και τα Γεγονότα ,αλλά και κάποια αναγνώσματα που αποτέλεσαν τους οδοδείκτες της πνευματικής μου ζωής και της γενικότερης  βιοθεωρίας-κοσμοθεωρίας μου. Ειδικότερα ο χώρος της Γλώσσας και της Σκέψης αποτέλεσαν και αποτελούν  πηγή έμπνευσης αλλά  και καταφύγιο κάθε προβληματισμού μου.

     Από το χώρο της Γλώσσας, ως πυρηνικού στοιχείου της ταυτότητάς μας αλλά και ως αναγκαίας προϋπόθεσης της σκέψης μας, κυρίαρχη θέση κατέχουν δύο εμβληματικές φράσεις-θέσεις που συμπυκνώνουν και το ρόλο της στην ατομική, κοινωνική και εθνική μας πορεία.

    “ Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις” (Αντισθένης) // “Τα όρια της Γλώσσας μας σημαίνουν τα όρια του κόσμου μας” και “ Όσα ξέρω είναι αυτά για τα οποία έχω λέξεις” (Βίτγκενστάιν).

      Η Σκέψη, γνώρισμα και προνόμιο του ανθρώπου, είναι η ατμομηχανή της αλλαγής και της προόδου. Είναι η δόξα του ανθρώπου, είναι το Φως του κόσμου. Αναρχική, άνομη, αβόλευτη και περιφρονητική απέναντι στην δοκιμασμένη σοφία και στην εξουσία.

    “Με τη δύναμη της θέλησης ο άνθρωπος αλλάζει τον εαυτό του. Με τη δύναμη της αγάπης αλλάζει τους άλλους. Με τη δύναμη της Σκέψης αλλάζει τον κόσμο”(Ταγκόρ).

      Ο κόσμος άλλοτε βαδίζει με αργά βήματα κι άλλοτε με άλματα. Ωστόσο οι μεγάλες αλλαγές του κόσμου προϋποθέτουν και μία ριζοσπαστική σκέψη. Ο Stuart Mill μάς είχε επισημάνει από παλιά πως:

   “Δεν είναι εφικτές οι μεγάλες αλλαγές στο ανθρώπινο γένος μέχρι να λάβει χώρα μια μεγάλη αλλαγή στη θεμελιώδη δομή του τρόπου σκέψης του”.

     Αλήθεια νοείται άνθρωπος χωρίς σκέψη και απορίες, χωρίς τα «γιατί» και τα πολλά ερωτήματαH ζωή μας χτίζεται περισσότερο πάνω στα «γιατί» και στα ερωτήματα και λιγότερο στις απαντήσεις. Είμαστε μία δέσμη ερωτήσεων…

    “Πώς μπορούμε να γίνουμε ευτυχισμένοι χωρίς περιέργεια, χωρίς ερωτήσεις, χωρίς αμφιβολίες, χωρίς επιχειρήματα; Χωρίς τη χαρά της σκέψης;”

 

     Παράλληλα, όμως, με τη Γλώσσα-Λέξη και τη Σκέψη υπήρχαν και κάποιοι Στίχοι που άλλοτε αποτύπωναν τη βαθύτερη δομή της ψυχοσύνθεσής μου κι άλλοτε λειτουργούσαν ως διδαχή-προτροπή ή ως μία μορφή εξομολόγησης. Οι στίχοι που παραθέτω είναι ενδεικτικοί:

     “Κάθε φορά που έψαξα τον εαυτό μου / Βρήκα τους άλλους / Και κάθε φορά που έψαξα τους άλλους / Δεν βρήκα σ’ εκείνους παρά την άγνωστη ύπαρξή μου / Μήπως είμαι το άτομο-πλήθος;”(Μαχμούντ Νταρουίς) ## «Είν’ η  προσπάθειές μας, / των συφοριασμένων / είν’ η προσπάθειές μας / σαν των Τρώων…/ …Θαρρούμε πως με / απόφαση και τόλμη / θ’ αλλάξουμε της τύχης / την καταφορά,… / …Όμως η  πτώσις μας είναι βεβαία(Καβάφης).

        Οι στίχοι του Νταρουίς αποτελούν ένα σάλπισμα αυτογνωσίας της βαθύτερης ουσίας της ανθρώπινης ύπαρξης και οι στίχοι του Καβάφη με κατηγορηματικό τρόπο εκφράζουν το αναπότρεπτο τέλος-ήττα του ανθρώπου ως βιολογικού όντος. Ίσως κάποιος άλλος θα μπορούσε να ερμηνεύσει διαφορετικά τους παραπάνω στίχους. Ο καθένας, όμως, ερμηνεύει την ποίηση ανάλογα με τους δικούς του κώδικες.

                                    Η Αγαπημένη μου διαδρομή

     Μία από τις μόνιμες και ατέλειωτες ευχάριστες στιγμές είναι ο χρόνος της διαδρομής μου από τα Τρίκαλα στο χωριό μου, την Π ι ά λ ε ι α. Στην αγαπημένη μου αυτή διαδρομή των 20 χιλιομέτρων και των είκοσι λεπτών δύο σκέψεις με κρατούν συντροφιά.

      Αρχικά αναζητώ εδώ και χρόνια εκείνο το στοιχείο που δένει τον κάθε άνθρωπο- με έναν μυστηριακό τρόπο-με τον γενέθλιο τόπο του. Ιδιαίτερα το δέσιμο αυτό ισχυροποιείται ακόμη περισσότερο, αν τα παιδικά  μας χρόνια  τα περάσαμε σε έναν τόπο που γεννηθήκαμε, παίξαμε, πονέσαμε, χαρήκαμε, ονειρευτήκαμε, αγαπήσαμε, δημιουργήσαμε….

    Η δεύτερη σκέψη είναι αυτή που σχετίζεται με την φιλοσοφική διαμάχη των Παρμενίδη και Ηράκλειτου. Κάθε φορά που πηγαίνω στο χωριό μου παρατηρώ  μπροστά μου το βουνό του  Κερκέτιου όρους [Κόζιακα] να στέκεται αγέρωχο χωρία αλλαγές. Πάντα εκεί σταθερός και αμετάβλητος. Δεν φαίνεται κάτι που να άλλαξε στο χρώμα και στον όγκο του. Αυτή η παρουσία του βουνού ενισχύει την θεωρία του Παρμενίδη πως ο κόσμος στην βαθύτερη ουσία και μορφή του είναι αμετάβλητος και ακίνητος.

     Από την άλλη πλευρά, όμως, η κάθε διαδρομή είναι και μία διαφορετική εμπειρία, κι ας μένουν αμετάβλητα κάποια ουσιώδη σταθερά, όπως  ο Κόζιακας, ο δρόμος και το αυτοκίνητο. Το ντύσιμό μου, η διάθεσή μου, τα σχέδιά μου, οι αγωνίες μου, οι άνθρωποι που συναντώ, τα σύννεφα  το χρώμα των χωραφιών  και πολλά άλλα δίνουν κάθε φορά ένα διαφορετικό περιεχόμενο στο χρόνο της διαδρομής μου. Όλα τα παραπάνω ενισχύουν την θέση του Ηράκλειτου για τον νόμο της αλλαγής και της μεταβολής, όπως αυτός εκφράστηκε με το εμβληματικό «Τα Πάντα Ρει».

                                              Τελικά τι είναι η Ζωή;

      Τελικά πόσο πρέπει να ζούμε για να απαντήσουμε στο ερώτημα “Τι είναι η Ζωή”; Πόσο δίκαιο είχε ο Πεσόα που διακήρυξε πως η ζωή κινείται ανάμεσα στο θαυμαστικό και στο ερωτηματικό;

    “Η ζωή είναι ο δισταγμός ανάμεσα στο θαυμαστικό και το ερωτηματικό. Σε περίπτωση αμφιβολίας υπάρχει και η τελεία”.

      Σημασία, όμως, έχει ποιος, πότε και πώς  θα βάλει την τελεία. Οι τροχοί της άμαξας δεν ακούγονται καθαρά, αλλά όλοι υποψιαζόμαστε από μία ηλικία και πέρα πως πλησιάζει. Κι ενώ αυτή πλησιάζει κανείς δεν παραιτείται, ούτε αφήνεται εύκολα στο κάλεσμα του αμαξηλάτη. Ελπίζει και προσδοκά  το λίγο χρόνο ακόμη.

      Την ανθρώπινη αγωνία για το πεπερασμένο της ανθρώπινης ύπαρξης την απέδωσε με ευκρίνεια ο ποιητικός λόγος του Ελύτη:

   “Αναρωτιέμαι μερικές φορές…/ Είμαι εγώ που σκέφτομαι / καθημερινά, πως η ζωή μου / είναι μία ; / …δεύτερη ζωή δεν έχει”.

   Κι ενώ τελειώνει αυτή η απόπειρα της πρώτης απογραφής της ζωής μου, αναλογίζομαι αν όλα τα παραπάνω φώτισαν κάποιες πλευρές της ήσυχης ζωής μου. Δεν ξέρω αν θα προλάβω ή αν έχω την διαύγεια να συμπληρώσω αυτόν τον πρώτο απολογισμό.

      Εξάλλου ποιον μπορεί να ενδιαφέρουν οι λεπτομέρειες που λείπουν από αυτόν τον υπολογισμό; Ωστόσο το χρωστούσα στον εαυτό μου και τα χρέη δεν μού αρέσουν.

      Μπορεί ο παραπάνω απολογισμός να συνιστά μία μορφή αυτοεξομολόγησης, αλλά κανένα κείμενο δεν μπορεί να αποκρυπτογραφήσει τις μυστικές στοές της ζωής μου. Ο Καβαφικός λόγος, έστω κι αν αφορμάται από άλλη αιτία, αποδίδει με ενάργεια  την αδυναμία όλων μας να γνωρίσουμε στο βάθος τον άλλο, όσο κι αν βρίσκεται πολύ κοντά μας:

     “ Απ’ όσα έκαμα κι απ’ όσα είπα / να μη ζητήσουνε να βρουν ποιος ήμουν. / Οι πιο απαρατήρητές μου πράξεις / και τα γραψίματά μου τα πιο σκεπασμένα-/ από εκεί μονάχα θα με νιώσουν. / Αλλά ίσως δεν αξίζει να καταβληθεί / τόση φροντίς και τόσος κόπος να με μάθουν.” 

Ηλίας Γιαννακόπουλος.

28.3.23

''ΑΣΤΑ ΝΑ ΠΑΝΕ'' Ένα κορυφαίο ποίημα από τον Επικούρειο Πέπο. Αφιερωμένο στην Κοντεσσίνα Ηρώ λόγω της 25ης Σεπτεμβρίου.

 

Άστα να πάνε.

Το ποίημα με τίτλο

"άστα να πάνε" είναι μία ελεγεία συναισθημάτων που ο ποιητής εισέπραξε από ανθρώπους που ήρθαν σε επαφή με αντικοινωνικές συμπεριφορές, με ωχαδερφιστές, με τους ναι μεν αλλά... με ανθρώπους που δεν είχαν καν την ευαισθησία να σεβαστούν τα αυτονόητα, με "ανθρώπους" δήθεν υπεύθυνους που όταν χρειάστηκε δήλωσαν ανεύθυνοι,  με ανθρώπους που για όλα φταίνε οι άλλοι, με ανθρώπους που δολοφονούν κατά εκατοντάδες ομοίους τους και για ανθρώπους που ενώ βλέπουν την κτηνωδία, λένε: ωχ αδερφέ εγώ θα σώσω τον κόσμο; Ναι, εσύ θα σώσεις τον κόσμο αν καταφέρεις και ενώσεις το εγώ σου με το εμείς, ναι, τότε υπάρχει ελπίδα, και κυρίως όταν αναλάβουμε ο καθ' ένας τις δικές του ευθύνες. Μέχρι τότε, 'Αστα να πάνε!

Ο δόκιμος ανύπαρκτος ποιητής Επικούρειος Πέπος  θα ήταν πολύ χαρούμενος αν δεν είχε αναγκαστεί να γράψει αυτό το ποίημα, δυστυχώς όμως υπάρχουν πολλοί συνάνθρωποι μας που έφτασαν στο σημείο να πουν: 

"άστα να πάνε" 

γιατί απογοητεύτηκαν από ανθρώπους με τους οποίους ήρθαν σ' επαφή, είτε αυτοί ήταν συγγενικά πρόσωπα, είτε καλλιτέχνες με δύο μέτρα και δύο σταθμά, είτε με δήθεν ευαίσθητους, είτε με δήθεν φίλους, είτε με επιλεκτικά ειρηνοποιούς, είτε με πληνάδελφους συνεργάτες, είτε με εκπαιδευτικούς χωρίς εκπαίδευση, είτε με ιατρικό προσωπικό που δεν τηρεί τον όρκο του Ιπποκράτη, είτε με πρόσωπα που φορούσαν  προσωπεία, είτε με πολίτες που αγανακτούν σύμφωνα με τις εντολές του κόμματος, είτε με αχάριστους και παρτάκηδες, είτε με κομματόσκυλα και βολεψάκηδες, είτε με ανέραστους και ''κοντούς'' στην αισθητική και τον πολιτισμό και γενικότερα με όλους αυτούς που ανάγκασαν τον ανύπαρκτο ''ποιητή'' να πει για μία ακόμα φορά: 

Άστα να πάνε/

Όταν ακούς αυτές τις τρεις λέξεις/

Δεν έχουν το νόημα της χαράς/

Δεν είναι φράση ευφρόσυνη/

Τις προφέρουν μόνο όσοι βίωσαν την αγένεια/

Την αχαριστία, την ασέβεια, την απληστία/


Συνήθως θα τις ακούσεις από πονεμένους/

Από απογοητευμένους και από ευαίσθητους/

Από αδικημένους και συκοφαντημένους/

Που ήρθαν σε επαφή με ανθρώπους εξουσίας/

Κάθε μορφής εξουσία, ιατρική, εργοδοτική, πολιτική, κομματική, εκπαιδευτική γραφεικρατική και όχι μόνο.


Δεν θα την ακούσεις πάντως από κομματόσκυλα/

Από τους δήθεν και τάχαμ πνευματικούς/

Από τους τάχαμ και δήθεν μονόπλευρους ειρηνιστές/

Από τους συμφεροντολόγους και τους παρτάκηδες/

Και φυσικά από τους δογματικούς ευρέως φάσματος.


Άστα να πάνε φίλε μου/

Έτσι είπε και ο καπτάν Φατούργος/

Έτσι είπε και ο Επικούρειος Πέπος/

Η Μούσα το άκουσε και ενέπνευσε τον ποιητή να το κάνει στίχους/

Στίχους που πετάνε σαν πουλιά/

Για να φθάσουν σε ευαίσθητα ώτα με μία κρυφή ελπίδα/

Να μην χρειαστεί να πούμε ξανά τη φράση 

"άστα να πάνε".

Σε χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια προσέγγιση Επίκουρος ο Γοργογυραίος.