Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

16.4.16

ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Κ.Ο.Μ. ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ ΡΑΦΑΗΛΙΔΗ μέρος β'

Ραφαηλίδης – Οι λαοί της Μέσης Ανατολής

Ένα μικρό δείγμα από τον χειμαρρώδη λόγο του, από το πηγαίο χιούμορ του και την οξυδερκή του σκέψη.
1) Για τον ρατσισμό:

Κακό πράγμα αν μην έχεις ψευδαισθήσεις, να μην πιστεύεις στα παραμύθια, σαν τον Λώρενς της Αραβίας, που έζησε με πάθος χίλια δύο παραμύθια από τις Χίλιες και Μία Νύχτες αλλά και από άλλες νύχτες, ευρωπαϊκές.
Όμως ποτέ δεν έζησε το πιο χυδαίο, το πιο τυπικά ευρωπαϊκό παραμύθι, αυτό που λεν οι μωροί ρατσιστές στους γεννημένους ηλίθιους, προκειμένου να δημιουργούν άλλοθι, τόσο για την ανικανότητά τους όσο και για τη βουλιμία τους, χωρίς να έχουν καν τα «φυσικά», τα ζωώδη άλλοθι των πρωτόγονων φυλών, που, όπως τα ζώα στη ζούγκλα, αγωνίζονται για την επιβίωσή τους χωρίς επιστημονικοφανή προσχήματα και βλακώδη ιδεολογήματα.
Θα αναγνώριζα σαν φίλο μου τον οποιοδήποτε ρατσιστή, αρκεί να δηλώσει καθαρά και ξάστερα πως είναι ζώον. Θα τον αγαπούσα με την ίδια έννοια που αγαπώ τα ζώα (σελ.284).
2) Για την Λογική:
Η λογική δεν έχει σχέση με την αισιοδοξία, ούτε με την απαισιοδοξία. Η λογική είναι από τη φύση της σκληρή και κυνική. Και παντελώς άσχετη με την Ηθική. Ποιος σας είπε πως ένας κλέφτης που ξέρει τη δουλειά του κάνει πράξεις παράλογες; Υπάρχει κάτι πιο λογικό από το να μη δουλεύεις κι ωστόσο να μπορείς να τρως; (σελ.299).
3) Για τον εθνικισμό:

Ο εθνικισμός είναι φαινόμενο τάξεως ψυχολογικής. Σε βοηθά να νιώθεις καλύτερα βρίσκοντας μια ίδια με αυτή των άλλων ταυτότητα. Που ωστόσο όλοι τη δανείζονται από την προγονική ιστορία. Η εθνική σου ταυτότητα δεν είναι η προσωπική σου ταυτότητα αλλά ένα δάνειο από τους προγόνους σου. Δεν κόπιασες να την φτιάξεις, την πήρες έτοιμη από τις σελίδες της ιστορίας. Συνήθως μια τέτοια ταυτότητα τη χρησιμοποιούν είτε άνθρωποι με ελλειμματική προσωπικότητα, είτε οι δημαγωγοί για να κάνουν τη δουλειά τους εξαπατώντας τους ανθρώπους με ελλειμματική προσωπικότητα (σελ.328).
4) Για την πίστη:

Η πίστη κάπου, οπουδήποτε είναι ψυχολογική ανάγκη. Ακόμα κι εγώ πιστεύω κάπου: στο τυχαίο και άσκοπο της ύπαρξής μου σε έναν κόσμο που δεν τον διάλεξα για να ζήσω μέσα του. Τον διάλεξαν για μένα πριν από μένα οι γονείς μου, όχι γιατί είχαν καμιά πρόθεση να υπακούσουν στην εντολή αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, αλλά διότι δεν ήταν αρκετά γενναίοι για να μείνουν μόνοι τους σε αυτόν τον κόσμο (σελ.89).
5) Για τον πολιτισμό:
Δεν λέγεται πόσα χρωστάει η ιστορία στους βλάκες. Σχεδόν τα πάντα – εκτός από τον πολιτισμό. Ποτέ κανείς βλαξ δεν τα κατάφερε να παράγει πολιτισμό. Φαντάζεστε βλάκα τον Αισχύλο; Θάνατο στο πεδίο της μάχης μπορεί να παραγάγει και ο έσχατος των κρετίνων. Δώσε όπλο στον ηλίθιο και τον έκανες Θεό της Φωτιάς (σελ.106).
6) Για τον … Παράδεισο:

Σκέτο super market είναι ο μουσουλμανικός παράδεισος, όχι σαν τον δικό μας, που έχει μόνο ψυχές καλής ποιότητας, που ούτε τρών, ούτε πίνουν, ούτε καπνίζουν, ούτε πηδούν. Προσωπικά, να μου λείπει ένας τόσο αποστειρωμένος παράδεισος. Εγώ θέλω τον μουσουλμανικό παράδεισο, αλλά χωρίς να γίνω μουσουλμάνος. Και μη μου πείτε πως ο μουσουλμανικός παράδεισος είναι ψεύτικος, εννοώντας πως ο δικός σας είναι αληθινός, γιατί στα προβλήματα της πίστης δεν υπάρχουν ούτε ψέματα, ούτε αλήθειες. Υπάρχουν μόνο οι ευσεβείς πόθοι των ευσεβών και παντοιοτρόπως πεινασμένων, που παντοειδή καρβέλια ονειρεύονται (237).
7) Για την Παλαιά Διαθήκη:
Ο Ιησούς του Ναυή, μας πληροφορεί η Βίβλος με τον πιο επίσημο τρόπο, καθάρισε τη Γη Χαναάν από τα νήπια και τις έγκυες. Μπράβο λεβέντη μου! Να σας πω κάτι; Δεν υπάρχει πιο ματοβαμμένο βιβλίο από την Παλαιά Διαθήκη (σελ.260).

 ~ Από το βιβλίο "Οι Λαοί της Μέσης Ανατολής", του Βασίλη Ραφαηλίδη.

Ένας Εχθρός της Ιστορίας

Αν ΜΕΧΡΙ ΤΩΡΑ ΕΒΡΙΣΚΕΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΒΑΡΕΤΗ, τότε θα ενθουσιαστείς πολύ μ’ αυτό που θα διαβάσεις: Περίπου την ίδια εποχή που ο Αννίβας βρισκόταν στην Ιταλία (λίγο μετά το 220 π.Χ.), υπήρχε στην Κίνα ένας αυτοκράτορας ο οποίος μισούσε τόσο πολύ την ιστορία, που το 213 π.Χ. διέταξε να κάψουν όλα τα ιστορικά βιβλία, τα παλιά αρχεία και έγγραφα- επίσης όλες τις συλλογές ποιημάτων και τραγουδιών, και όλα τα γραπτά του Κομφούκιου και του Λάο Τσε, δηλαδή οτιδήποτε θεωρούσε άχρηστο. Τα μόνα βιβλία που επέτρεψε ήταν αυτά που μιλούσαν για τη γεωργία και άλλα πρακτικά θέματα. Όποιος είχε στην κατοχή του οποιοδήποτε άλλο είδος βιβλίου καταδικαζόταν σε θάνατο.

Ο αυτοκράτορας αυτός λεγόταν Τσιν Σι Χουάνγκ Τι, και ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας της Κίνας και ένας από τους μεγαλύτερους πολεμιστές που υπήρξαν ποτέ. Δεν καταγόταν από αυτοκρατορική οικογένεια, αλλά ήταν γιος ενός ηγεμόνα -για τους οποίους έχουμε ήδη μιλήσει- που διοικούσε μια κινέζικη επαρχία, την επαρχία Τσιν, από την οποία πήρε το όνομά της η οικογένειά του, η δυναστεία των Τσιν. Πιθανόν και ολόκληρη η χώρα που μέχρι σήμερα λέγεται Κίνα από αυτόν να πήρε το όνομά της.

Σίγουρα υπάρχουν αρκετοί λόγοι που η Κίνα πήρε το όνομά της από τον πρίγκιπα Τσιν: Όχι μόνο κατάφερε να γίνει κυρίαρχος ολόκληρης της χώρας, κατακτώντας όλες τις άλλες επαρχίες μία προς μία, αλλά αναδιοργάνωσε και τα πάντα στη χώρα. Εκτόπισε όλους τους άλλους ηγεμόνες και αναμόρφωσε την τεράστια αυτοκρατορία του. Αυτός ήταν ο λόγος που απεχθανόταν την ιστορία και έβαλε να κάψουν τα βιβλία, για να σβήσει κάθε ίχνος του παρελθόντος και κυριολεκτικά ν’ αρχίσει από το μηδέν.
Ήθελε η Κίνα να είναι αποκλειστικά δικό του έργο. Έφτιαξε δρόμους σ’ ολόκληρη τη χώρα και καταπιάστηκε μ’ ένα μεγαλόπνοο σχέδιο - την κατασκευή του Σινικού Τείχους. Σήμερα στέκεται ακόμα εκεί, ένα γερό, πέτρινο συνοριακό τείχος με πυργίσκους και πολεμίστρες, που με μια απόλυτη συμμετρία ακολουθεί την ελικοειδή γραμμή των συνόρων, πάνω από πεδιάδες και κοιλάδες, απόκρημνες βουνοπλαγιές και υψώματα, για περισσότερο από 2.000 χιλιόμετρα. 0 αυτοκράτορας Τσιν Σι Χουάνγκ Τι το έχτισε για να προστατεύσει τη χώρα και τους αναρίθμητους εργατικούς και φιλειρηνικούς αγρότες και ανθρώπους των πόλεών της από τις άγριες φυλές της στέπας και τους πολεμοχαρείς καβαλάρηδες που όργωναν τις απέραντες πεδιάδες της ασιατικής ενδοχώρας. Το τρομερό τείχος χτίστηκε για να αποκρούει τις επιθέσεις αυτών των ορδών, που εισέβαλλαν τακτικά στην Κίνα για να σκοτώσουν και να λεηλατήσουν. Και πραγματικά πέτυχε το σκοπό του. Στέκει στη θέση του για χιλιάδες χρόνια μέχρι και σήμερα, παρ’ όλο που στη διάρκεια των αιώνων χρειάστηκε πολλές φορές να αναστηλωθεί.
Ο Τσιν Σι Χουάνγκ (秦始皇, 259 π.Χ. - 10 Αυγούστου 210 π.Χ.), γνωστός και ως Γινγκ Ζενγκ,
Ο αυτοκράτορας Τσιν Σι Χουάνγκ Τι δεν κυβέρνησε για πολύ. Σύντομα μια νέα δυναστεία κατέλαβε το θρόνο των «γιων του ουρανού» - η δυναστεία των Χαν. Αυτοί διατήρησαν ό,τι θετικό είχε θεσπίσει ο Χουάνγκ Τι, και υπό τη διακυβέρνησή τους η Κίνα παρέμεινε ένα ισχυρό και ενωμένο κράτος. Οι Χαν όμως δεν ήταν εχθροί της ιστορίας. Αντίθετα, θυμούνταν τι όφειλε η Κίνα στα διδάγματα του Κομφούκιου και άρχισαν να ψάχνουν παντού να βρουν τα αρχαία του κείμενα. Τελικά αποδείχθηκε ότι πολλοί είχαν το θάρρος να μην τα κάψουν. Έτσι συλλέχτηκαν με προσοχή και απέκτησαν διπλάσια αξία απ’ ό,τι προηγουμένως. Και μόνο όποιος γνώριζε καλά αυτά τα κείμενα μπορούσε να γίνει αξιωματούχος στην Κίνα.
Η Κίνα είναι στην ουσία η μόνη χώρα στον κόσμο όπου για πολλούς αιώνες δεν κυβέρνησαν ούτε οι αριστοκράτες, ούτε οι στρατιωτικοί, ούτε ο κλήρος, αλλά οι λύγιοι. Όποιος περνούσε τις εξετάσεις με υψηλό βαθμό, ανεξάρτητα αν είχε αριστοκρατική ή ταπεινή καταγωγή, μπορούσε να γίνει αξιωματούχος. Όποιος έπαιρνε τον υψηλότερο βαθμό κέρδιζε και την υψηλότερη θέση. Αλλά οι εξετάσεις κάθε άλλο παρά εύκολες ήταν. Έπρεπε να μπορεί κανείς να γράφει πολλές χιλιάδες χαρακτήρες - και ξέρεις ότι αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο στα κινέζικα. Σαν να μην έφτανε αυτό, έπρεπε να έχει αποστηθίσει αμέτρητα αρχαία συγγράμματα, τους κανόνες και τα διδάγματα του Κομφούκιου, αλλά και άλλων αρχαίων σοφών.
Έτσι το κάψιμο των βιβλίων από το Χουάνγκ Τι ήταν μάταιος κόπος. Κι αν στην αρχή η ιδέα σού είχε φανεί ωραία, άδικα χάρηκες μάλλον. Δεν ωφελεί σε τίποτα να προσπαθεί κανείς να εμποδίσει τους ανθρώπους να μάθουν την ιστορία τους. Όποιος θέλει να κάνει κάτι καινούριο πρέπει πρώτα να γνωρίσει σε βάθος το παλιό.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Μικρή ιστορία του κόσμου» του  Ernst Gombrich
Αντικλείδι , http://antikleidi.com

ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Κ.Ο.Μ. ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ ΡΑΦΑΗΛΙΔΗ

Ραφαηλίδης – Η δημιουργία της τράπεζας

Τράπεζα σημαίνει τραπέζι. Αυτό το ξέρουμε όλοι. Εκείνο που ίσως δεν ξέρουμε όλοι είναι γιατί η νέα ελληνική λέξη τραπέζι διαχώρισε το νόημά της από την αρχαία ελληνική λέξη τράπεζα. Κι ακόμα, γιατί η αρχαία τράπεζα ύψωσε σε κεφαλαίο το πρώτο γράμμα και έγινε Τράπεζα.
Βέβαια, όλοι ξέρουμε πως το κτίριο μιας τράπεζας δεν έχει τραπεζαρία για τους πελάτες. Έχει όμως και τώρα τραπέζια, δηλαδή μπάνκους, όπως θα έλεγαν οι Ιταλοί, οι δημιουργοί της πρώτης σύγχρονης Μπάνκας. Πάνω σ' αυτά τα τραπέζια οι τραπεζικοί υπάλληλοι συνεχίζουν τη δουλειά που έκαμναν και οι αρχαίοι έλληνες τραπεζίτες, γνωστοί τον καιρό εκείνο σαν κερματισταί, διότι ασχολούνταν με κέρματα, δηλαδή κοψίδια, τεμάχια του ακέραιου νομίσματος.
Βέβαια, οι κερματισταί ήταν τραπεζίτες της πλάκας και έκαμναν περίπου τη δουλειά που κάνουν σήμερα τα αυτόματα μηχανήματα που μετατρέπουν σε λιανά τα πιο χοντρά νομίσματα. Όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως όλα σε τούτο τον κόσμο είναι απλά στο ξεκίνημά τους. Οι παλιοί κερματισταί και οι σημερινοί τραπεζίτες, παρόλο που έχουν σαν κοινή αφετηρία το τραπέζι πάνω στο οποίο ξαπλώνουν τα νομίσματά τους δεν είναι βέβαια, το ίδιο πράγμα.

Αξίζει να σημειωθεί πως οι κερματισταί (αυτοί που έκαμναν τα χοντρά λιανά) λέγονταν και κολλυβισταί. Κόλλυβος ονομαζόταν στην αρχαία Ελλάδα το μικρό νόμισμα. και κόλλυβα (στον πληθυντικό) ομοίως στην αρχαία Ελλάδα λέγονταν τα πολύ μικρά τεμάχια ζυμαρικών, οι πολύ μικρές πιτίτσες, ας πούμε οι χυλοπίτες.
Κόλλυβα παρασκευασμένα με άλλον τρόπο συνεχίζουμε να τρώμε και σήμερα, αλλά μόνο στα μνημόσυνα: εμείς μεν για «να συγχωρεθεί η ψυχή του πεθαμένου», οι πεινασμένοι δε, που γυρόφερναν παλιότερα τις εκκλησίες αδιαφορώντας παντελώς για το μακαρίτη, για να βάλουν στο στομάχι τους, στο τζάμπα, κάτι το θρεπτικό.
Σιγά σιγά οι αρχαίοι κερματισταί άρχισαν να κάνουν και σοβαρότερα πράγματα από το να χαλούν τα χοντρά νομίσματα και κάποτε απόκτησαν νοοτροπία σωστού τραπεζίτη. Όμως, αυτοί που κυρίως ασχολούνταν με σοβαρότατες τραπεζικές εργασίες στην αρχαία Ελλάδα ήταν οι ... παπάδες. Μάλιστα! Οι σπουδαιότερες τράπεζες της ελληνικής αρχαιότητας ήταν οι ναοί στη Δήλο, τους Δελφούς και την Ολυμπία. Εκεί πήγαιναν οι πιστοί όχι μόνο για να προσκυνήσουν, αλλά και για να καταθέσουν τις οικονομίες τους, πληρώνοντας στους παπάδες ένα κάποιο ποσό για φύλακτρα. Εξυπακούεται πως οι παπάδες-τραπεζίτες δεν έδιναν τόκο στον καταθέτη. Αυτό δα έλειπε. Ο αρχαίος καταθέτης ήταν ικανοποιημένος που τα χρήματά του ήταν απολύτως εξασφαλισμένα στις «θυρίδες», σ' έναν ιερό και απαραβίαστο χώρο, που τον παραβίαζαν μόνο οι βάρβαροι αλλοεθνείς επιδρομείς.
Βάλτε με το νου σας τον τζίρο που γινόταν στις «τράπεζες» της Ολυμπίας στη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων. Πώς θα γίνονταν τα σπουδαία κτίσματα σ' αυτόν τον υπέροχο χώρο, αν οι παπάδες φύλαγαν τα χρήματα των καταθετών χωρίς προμήθεια; Αφού ούτε σήμερα σου δίνουν τζάμπα μια θυρίδα στην τράπεζα, γιατί θα έπρεπε να τη δίνουν τζάμπα τότε; Άσε που πρέπει να φαν κι οι παπάδες και μάλιστα καλύτερα απ' όλους, όπως πάντα στην ιστορία ολόκληρου του ιερατείου, όλων των θρησκειών.

Αξίζει να σημειωθεί πως οι αρχαίοι έλληνες ιερείς δεν ήταν ακριβώς ιερείς, η δουλειά τους δεν θεωρούνταν ιερή. Ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, όπως θα λέγαμε σήμερα, που βοηθούσαν τους πιστούς να τα βολεύουν μόνοι τους με τους θεούς, όπως ο καθένας μπορούσε. Άλλωστε, οι ναοί-τράπεζες ήταν κρατικές «επιχειρήσεις». Ιδιωτικές έγιναν πάρα πολύ αργότερα. Και σήμερα ξαναμπαίνει από τους σοσιαλιστές το αρχαίο ελληνικό αίτημα της κρατικοποίησής τους. Τι ιστορία κι αυτή! Να χάνεις όλες τις σπουδαίες κατακτήσεις του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και να μένεις με τη δόξα των αρχαίων πρόγονων στα χέρια και να μην ξέρεις πού να την ακουμπήσεις. Τέλος πάντων.
Πάντως, το τραπεζικό σύστημα δεν το ανακάλυψαν οι 'Ελληνες. Πρωτόγονοι τραπεζίτες, χωρίς πάντως να λέγονται έτσι, υπήρχαν σ' όλους τους λαούς που είχαν κόψει νόμισμα που μπορούσε να τεμαχίζεται, να κερματίζεται, να μετατρέπεται σε κέρματα. Όμως, το οργανωμένο τραπεζικό σύστημα, στην αρχική, την ιερή του μορφή είναι αιγυπτιακής και βαβυλωνιακής καταγωγής. Κορόιδα ήταν οι αιγύπτιοι παπάδες;  'Ηταν κάτι μούτρα, μα τι μούτρα! Στο όνομα του Φαραώ, αυτοί ήταν που μάζευαν το χρήμα για να καλυφθούν τα τεράστια έξοδα κατασκευής των πυραμίδων και των άλλων φαραωνικών κτισμάτων που τα βλέπεις και σου κόβεται η ανάσα. Πού να μπεις και μέσα! (Ακόμα ανατριχιάζω όταν θυμάμαι την αναρρίχησή μου στο εσωτερικό της πυραμίδας του Χέοπα).
Ό,τι επέζησε μέχρι τις μέρες μας από την αρχαία τραπεζική αντίληψη είναι μόνο η ιερή αρχιτεκτονική των τραπεζών. Αναρωτηθήκατε ποτέ γιατί οι σημερινές τράπεζες μοιάζουν με ναούς που αστράφτουν από πάστρα και μάρμαρο; Σκεφτήκατε ποτέ γιατί οι τράπεζες έχουν διακοσμημένους τους τοίχους τους με ακριβά έργα τέχνης; Για να βοηθούν τους καλλιτέχνες, θα πουν οι αφελείς. Ξέρεις, έχει μια σκασίλα ο τραπεζίτης για την τέχνη, που δεν λέγεται!
Λοιπόν, όλα τα πολυτελή εκεί μέσα αποσκοπούν στο να σε θαμπώσουν όπως και στην εκκλησία. Όπως και στην εκκλησία, όλα στοχεύουν στο να σου δημιουργήσουν ένα αίσθημα ασφάλειας, ώστε να καταθέσεις ήρεμα τις οικονομίες σου, βέβαιος ότι τις εναπόθεσες σε καλά χέρια, με την ίδια περίπου έννοια που και η ψυχή σου βρίσκεται σε καλά χέρια εντός του ναού. Για σκηνοθεσία πρόκειται. Μια σκηνοθεσία που γίνεται επένδυση. Επενδύει η τράπεζα ένα πολύ μικρό μέρος των κολοσσιαίων κερδών της σε πεντελικό ή άλλο μάρμαρο, και τσακ η μαρμάρινη παγίδα σ' άρπαξε και σ' έκανε αποταμιευτή από καταναλωτή.

Τραπεζίτες, λοιπόν, με την ελληνική έννοια της λέξης υπάρχουν από τότε που υπάρχει χρήμα. Αλλά οι τραπεζίτες με τη σύγχρονη έννοια άρχισαν να εμφανίζονται τον ύστερο Μεσαίωνα. Είναι οι περίφημοι αργυραμοιβοί, γνωστοί σε μας εδώ και με το τουρκικό όνομά τους σαν σαράφηδες.
Οι αργυραμοιβοί του Μεσαίωνα ήταν τραπεζίτες του ποδαριού. Θα μπορούσαμε να τους πούμε και παρατραπεζίτες, αν βέβαια υπήρχαν τότε τράπεζες, ώστε αυτοί να έκαμναν τη δουλειά τους «παρά την τράπεζα», δίπλα στην επίσημη τράπεζα, ως ανεπίσημοι τραπεζίτες. Ο τόκος του μεσαιωνικού αργυραμοιβού έφτανε μέχρι και το 50% του κεφαλαίου που σου δάνειζε. Αλλά και του σημερινού παρατραπεζίτη ο τόκος συχνά ξεπερνάει το 100%. Θέλω να πω, πως οι γδάρτες του Μεσαίωνα ήταν πιο ευσπλαχνικοί από τους σημερινούς, πράγμα που σημαίνει πως, ως προς αυτόν τον τομέα, ο Μεσαίωνας προεκτείνεται μέχρι τις μέρες μας
Παρόλο που οι βασιλιάδες και οι πρίγκιπες του Μεσαίωνα κυνηγούσαν άγρια τους σαράφηδες, παρόλο που η προβλεπόμενη για την παράνομη δουλειά τους ποινή ήταν δήμευση της περιουσίας και εξορία, αυτοί το βιολί τους. Διότι το να δανείζεις χρήματα με τόκο ήταν μια κοινωνική ανάγκη και γι' αυτό ακριβώς δεν τελεσφόρησαν τα μέτρα των φεουδαρχών, που ήταν πάντα άψογοι στη συμπεριφορά τους. Σωστοί άρχοντες. Μπορεί ο Σαίξπηρ στον Έμπορο της Βενετίας να ωρύεται για κείνο τον άθλιο Εβραίο, τον τοκογλύφο Σάιλοκ, αλλά ο Σαίξπηρ είναι ποιητής και η κοινωνία δυστυχώς ποτέ δεν πήρε στα σοβαρά τους ποιητές.
Ποια ήταν λοιπόν η κοινωνική ανάγκη που έκανε αναγκαίους τους σαράφηδες; Όταν το χρήμα αρχίσει να περισσεύει και να σωρεύεται στα ταμεία των πλούσιων, είτε πρέπει να μοιραστεί στους φτωχούς, είτε να επενδυθεί σε άλλες παραγωγικές δουλειές, πράγμα προτιμότερο από τη φιλανθρωπία για το συνεπή προς τον πλούτο του κεφαλαιούχο.
Άλλοι επιχειρηματίες έχουν περίσσευμα σε ρευστό κι άλλοι έλλειμμα σε μια δεδομένη στιγμή, πράγμα που τους εμποδίζει να επεκτείνουν την επιχείρησή τους, ώστε να παραχθούν κι άλλα χρήσιμα ή άχρηστα προϊόντα και να προκόψει η κοινωνία ή ο επιχειρηματίας. Θα μπορούσα λοιπόν να σου δώσω το περίσσευμά μου σε ρευστό για να κάνέις τη δουλειά σου, φυσικά με το αζημίωτο.

Όμως, πού να σε βρω εσένα, που έχεις ανάγκη από ρευστό; Δεν μπορώ να βγω στο παζάρι και να φωνάζω, σαν να πωλούσα κρεμμυδάκια στη λαϊκή αγορά: εδώ το καλό και φτηνό χρήμα! Πάρε κόσμε χρήμα, χρήμα φρέσκο και λαχταριστό, σε τιμή ευκαιρίας. Και ούτω πως προέκυψε το επάγγελμα του σαράφη, του αποδιοπομπαίου προπομπού του αξιοπρεπέστατου σημερνού τραπεζίτη, που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί είναι αξιοπρεπέστερος του σαράφη.
Όπως ξέρουμε, το χρήμα είναι εμπόρευμα, το ιδανικό εμπόρευμα. Όπως όλα τα εμπορεύματα μπορείς να το αγοράσεις φτηνότερα και να το πουλήσεις ακριβότερα. Αυτό ακριβώς κάνει ο σαράφης, με προσωπική του ευθύνη και πρωτοβουλία. Δανείζεται από σένα φτηνότερα το χρήμα και το δανείζει στον άλλο ακριβότερα. Έμπορος, λοιπόν, είναι και ο σαράφης. Τόσο αξιοπρεπής ή αναξιοπρεπής όσο κι ο κάθε έμπορος. Γιατί τότε τον κυνηγούσαν τόσο άγρια οι φεουδάρχες;
Μα, διότι το χρήμα είναι εξαιρετικά «ελαστικό» εμπόρευμα.
Κι αν το έχει στα χέρια του ένας άνθρωπος με ελαστική συνείδηση μπορεί να το κάνει... πέτρα στη σφεντόνα και να στο κοπανήσει στο κεφάλι. Δηλαδή να κερδοσκοπεί μέχρι πλήρους εξοντώσεως του έχοντος την ανάγκη χρήματος. Μπορεί ο τοκογλύφος να σε κάνει να δουλεύεις μόνο και μόνο για να πληρώνεις τους τόκους. Τρομερό πράγμα η τοκογλυφία. Τραγικό. Κάποτε οι λέξεις σαράφης και τοκογλύφος θα γίνουν συνώνυμα.
Παρόλο λοιπόν που ο σαράφης έπαιξε έναν εξαιρετικά χρήσιμο κοινωνικό ρόλο, έτσι που φρόντιζε για τη διακίνηση του χρήματος στην αγορά κεφαλαίου, έπρεπε το παράνομο επάγγελμά του να μπει υπό κοινωνικό έλεγχο και να νομιμοποιηθεί, ώστε οι τόκοι να κυμαίνονται σε λογικά όρια. Κι έτσι το 1157 μ.Χ, στην κραταιά Βενετία, ιδρύεται η πρώτη τράπεζα με σύγχρονη έννοια.
Είναι η γραμμένη με χρυσά γράμματα στην ιστορία του καπιταλισμού Τράπεζα της Βενετίας. Που όμως κατέρρευσε με την πτώση της Γαληνοτάτης Ενετικής Δημοκρατίας το έτος 1797, οχτώ χρόνια μετά την έναρξη της Γαλλικής Επανάστασης.

Δυο ολόκληρους αιώνες αργότερα ξεπροβάλλει η δεύτερη στον κόσμο ανάλογη τράπεζα, η Τράπεζα της Βαρκελώνης. Βλέπουμε λοιπόν, πως το σύγχρονο τραπεζικό σύστημα εμφανίζεται σε χώρες με θαλάσσιο εμπόριο. Ακόμα και στις μέρες μας οι καλύτεροι πελάτες των τραπεζιτών είναι οι εφοπλιστές. Πράγμα πολύ φυσικό για ένα τόσο ρευστό εμπόριο, όπως το θαλάσσιο.
Από άλλο δρόμο και για άλλους λόγους, η πρώτη στ' αλήθεια καπιταλιστική «λαϊκή» τράπεζα με εντελώς σύγχρονη έννοια εμφανίστηκε στη Στοκχόλμη το 1668. Τι το καινούργιο έκανε η Τράπεζα της Στοκχόλμης και κέρδισε αυτόν τον επίζηλο τίτλο; 'Εκοψε ένα είδος τραπεζογραμματίου. ΠΙΟ σωστά, έδωσε την ιδέα για τη δημιουργία του τραπεζογραμματίου. Ήταν μια ιδέα πραγματικά πρωτότυπη και απίθανη βολική, που θα δώσει φτερά στις τράπεζες.
Τραπεζογραμμάτιο λέγεται το χαρτονόμισμα. Προσοχή, δεν μιλάμε για τα μεταλλικά νομίσματα, αλλά μόνο για τα χαρτονομίσματα. Μόνο αυτά είναι τραπεζογραμμάτια. Χαρτί και να έχει κάποια σοβαρή αξία ήταν πράγμα ακατανόητο μέχρι το 1668. Το τραπεζογραμμάτια, λοιπόν, όπως λέει και η λέξη, είναι ένα γραμμάτιο που εκδίδει η τράπεζα διά του οποίου δηλώνεται πως κάτι κατάθεσες σ' αυτήν, κάτι σαν ενέχυρο, χρυσό κατά προτίμηση, που η τράπεζα θα στο δώσει πίσω όταν προσκομίσεις τη σχετική απόδειξη, το τραπεζογραμμάτιο.
Επειδή αυτά τα εντελώς πρωτόγονα τραπεζογραμμάτια, μάλλον οι αποδείξεις που εξέδιδε η Τράπεζα της Στοκχόλμης, ανέγραφαν ποσό μικρότερο μεν αλλά όχι πολύ πιο μικρό από την αξία του πράγματος που είχες καταθέσει στα ταμεία της, πολλοί έσπευδαν να καταθέσουν τα τιμαλφή τους και να πάρουν τραπεζογραμμάτια, δηλαδή αποδείξεις, που τις αντάλλασσαν μεταξύ τους. Κι έτσι το τραπεζογραμμάτιο σιγά σιγά θα γίνει χαρτονόμισμα, που συνεχίζει να ονομάζεται τραπεζογραμμάτιο για να γίνεται φανερό πως την αξία του την εγγυάται η τράπεζα. Σίγουρα πάντως οι τράπεζες δεν δημιουργήθηκαν για να θέτουν σε κυκλοφορία τραπεζογραμμάτια, αν και αυτά θα βοηθήσουν πολύ στην ανάπτυξή τους. Δημιουργήθηκαν για να αγοράζουν και να πουλούν χρήμα.
Βασίλης Ραφαηλίδης -Η κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας
by Αντικλείδι , http://antikleidi.com

Β.Ραφαηλίδης – Η κολοβή και πλούσια Γερμανία

Μέχρι την 21η Δεκεμβρίου 1972, που οι δυο Γερμανίες εδέησε επιτέλους να αποδεχτούν τα τετελεσμένα και να συμφωνήσουν πως είναι δυο διαφορετικά κράτη και όχι ένα κομμένο προσωρινά στα δυο, μόνιμα σύνορα ανάμεσα στα δυο γερμανικά κράτη δεν υπήρχαν.
Διότι η Συμφωνία του Πότσνταμ έλεγε πως τα σύνορα είναι προσωρινά, πράγμα αυτονόητο άλλωστε, αφού ο τεμαχισμός δεν έγινε προκειμένου να προκόψει εξ αυτού μια Δυτική και μια Ανατολική Γερμανία, αλλά για να οριστεί η ρωσική ζώνη κατοχής της ενιαίας προπολεμικής Γερμανίας. Το κράτος που θα ονομαστεί Ανατολική Γερμανία δεν είναι παρά η πρώην ζώνη κατοχής της Σοβιετικής Ένωσης. Η συζητήση για το τι ακριβώς είναι η Ανατολική Γερμανία κλείνει με την αμοιβαία αναγνώριση των δύο γερμανικών κρατών το 1972. Κι έτσι, την επόμενη χρονιά, η Ανατολική Γερμανία γίνεται μέλος του ΟΗΕ. Μέχρι τότε, ο ΟΗΕ μια Γερμανία αναγνώριζε, την «καλή».
Ο χωρισμός της Γερμανίας στα δυο θα έχει σα συνέπεια το χωρισμό της Πρωσίας στα τέσσερα: ένα κομμάτι θα βρεθεί στη Δυτική Γερμανία, ένα δεύτερο και μεγαλύτερο, μαζί και η πρωτεύουσα της Πρωσίας (και της Γερμανίας) Βερολίνο, στην Ανατολική, ένα τρίτο στη Ρωσία και το τέταρτο και τελευταίο στην Πολωνία Το ρωσικό και το πολωνικό κομμάτι, μέχρι την ήττα της Γερμανίας το 1945, ανήκαν στην Ανατολική Πρωσία, μια εκτεταμένη περιοχή ξεκομμένη από τον κύριο γερμανικό κορμό, από την οποία τη χώριζε η στενή λουρίδα του Ντάντσιχ (Γκντάνσκ, στα πολωνικά), που ο Χίτλερ την ήθελε οπωσδήποτε, προκειμένου να ενωθεί η Δυτική με την Ανατολική Πρωσία, που ήταν όντως γερμανική. Άλλωστε, η μεγάλη και ένδοξη πόλη Καίνιξμπεργκ, πρωτεύουσα της Ανατολικής Πρωσίας, ήταν η πατρίδα του Καντ, του κατ’ εξοχήν γερμανού φιλόσοφου.

Η Πρωσία, Δυτική και Ανατολική μαζί, δεν είναι μόνο γεωγραφική, αλλά κυρίως ιστορική περιοχή. Πριν απ’ τον πόλεμο περιλάμβανε 12 γεωγραφικά και διοικητικά διαμερίσματα (επαρχίες): την Ανατολική Πρωσία, το Αννόβερο, τη Βεστφαλία, την 'Εσση, το Νασάου, το Μπράντενμπουργκ (Βραδεμβούργο), την Πομερανία, τη Ρηνανία, τη Σαξονία, τη Σιλεσία, το Σλέσβιγκ-Χολστάιν και το Χοεντζόλερν. Πρόκειται, δηλαδή, για μια τεράστια περιοχή, εκτεινόμενη στη Βόρεια και την Κεντρική Γερμανία, που αποτελεί, θα λέγαμε, την κυρίως ειπείν Γερμανία. Ακριβώς αυτή η «ιστορική Γερμανία» μετά τον πόλεμο θα γίνει σμπαράλια. Το σταυροφορικό Τάγμα των Τευτόνων Ιπποτών, που δημιούργησε τον 13ο αιώνα την Πρωσία, στην επιστροφή του από τα Ιεροσόλυμα, όπου βρισκόταν με την ειδικότητα του νοσοκομειακού σώματος, του εντεταλμένου για την περίθαλψη των άλλων σταυροφόρων, δεν θα -ήταν διόλου υπερήφανο για την κατάντια στην οποία οδήγησε ο σταυρωτής-σταυροφόρος Χίτλερ την παλιά επικράτεια των νοσοκόμων-Ιπποτών. Στην οποία ανήκε και η περιοχή της Σαξονίας, στην κάτω μεριά της Ανατολικής Γερμανίας. (Πρωτεύουσά της είναι η Δρέσδη. Εκεί επίσης βρίσκεται και η Λειψία, η πατρίδα του Βάγκνερ). Σημειώστε πως η Σαξονία θεωρείται η κοιτίδα όλων των Γερμανών, νέων, παλιών και πολύ παλιών, σαν τους Γότθους ας πούμε, αλλά και σαν τους Άγγλοσάξονες (τους γερμανικής καταγωγής Άγγλους και Σάξονες, που θα μεταναστεύσουν κάποτε στην Αγγλία).

Η σημερινή Γερμανία, λοιπόν, θα προκόψει απ’ την Πρωσία, το πρώτο μεγάλο γερμανικό κράτος, που θα φτάσει στη μεγίστη του ακμή τον 14ο αιώνα και που αργότερα θα γίνει Αυτοκρατορία Τώρα η Πρωσία, η καρδιά και η ψυχή της Γερμανίας, μοιάζει οριστικά χαμένη για τη Δύση. Το μεγαλύτερο μέρος της βρίσκεται στην Ανατολή και μάλιστα στην κομουνιστική Ανατολή. Βέβαια, εκτός από τις άλλες δυτικές περιοχές της πρώην ενιαίας Γερμανίας, στη Δυτική Γερμανία θα περιέλθει και το μεγαλύτερο, πλουσιότερο και αντιδραστικότερο κρατίδιο της Γερμανίας, η Βαυαρία, αλλά τι να την κάνεις τη Βαυαρία με την κουτσή γερμανική ιστορία, όταν έχεις χάσει τις μεγάλες και ένδοξες ιστορικές περιοχές; Αυτό που κυρίως δεν μπορούν να χωνέψουν οι δυτικογερμανοί διανοούμενοι είναι η απώλεια της Λειψίας και της Βαϊμάρης, που είναι δυο απ’ τα πιο μεγάλα πνευματικά και επιστημονικά κέντρα της Ευρώπης.
'Ομως, και η Ανατολική Γερμανία είναι λειψή. Δεν περιέχει τα εδάφη που περιείχε η περιοχή πριν απ’ τον πόλεμο. Διότι, δε χάθηκε μόνο η Ανατολική Πρωσία, χάθηκε και μια μεγάλη κάθετη λουρίδα της Δυτικής Πρωσίας. Δόθηκε στους Πολωνούς απ’ τους Ρώσους σε αντάλλαγμα της βόρειας Ανατολικής Πρωσίας που έγινε ρωσική, μαζί με την Καίνιξμπεργκ, που θα ξαναβαφτιστεί και θα γίνει Καλίνινγκραντ. (Ρε, μανία που είχαν αυτοί οι άνθρωποι με τα βαφτίσια, τα ξαναβαφτίσια και τα ξαναματαβαφτίσια!). Δεδομένου πως οι Ανατολικο-γερμανοί δεν θα ήταν δυνατό να διαμαρτυρηθούν γι’ αυτές τις απώλειες (βλέπεις, τα παλιά γερμανικά εδάφη πήγαν σε συντρόφους) διαμαρτύρονται και για λογαριασμό τους οι Δυτικογερμανοί, παρόλο που καθόλου δεν τους πέφτει λόγος από νομικής απόψεως, αφού οι περιοχές που δόθηκαν στην Πολωνία συνόρευαν με την Ανατολική και όχι με τη Δυτική Γερμανία.
Η περίφημη Γραμμή 'Οντερ-Νάισσε αποτελεί τα νέα σύνορα Ανατολικής Γερμανίας και Πολωνίας. Κι ωστόσο, οι Δυτικογερμανοί είναι αυτοί που χαλούν τον κόσμο για τα νέα φυσικά, λέει, σύνορα (ο 'Οντερ και ο Νάισσε είναι ποτάμια) ανάμεσα στην Ανατολική Γερμανία και την Πολωνία. Όμως, τα νέα σύνορα, που άφησαν απ’ έξω πολλά γερμανικά εδάφη, δεν τα αποφάσισαν οι Ρώσοι μόνοι τους, είχαν και την σύμφωνη γνώμη των τότε δυτικών Συμμάχων τους στο Πότσνταμ, όπου γίνονται όλα αυτά. (Το Πότσνταμ βρίσκεται κοντά στο Βερολίνο, κι αυτό σημαίνει πως θα περιέλθει στη δικαιοδοσία των Ανατολικών η πόλη όπου αποφασίστηκε η μοίρα της Γερμανίας και της Ευρώπης, αμέσως μετά τη συντριβή του Χίτλερ).

Ωστόσο, τότε στο Πότσνταμ συναποφασίστηκε πως τα σύνορα επί των ποταμών Όντερ (στο βορρά) και Νάισσε (στο νότο) θα είναι προσωρινά. Και επειδή ουδέν μονιμότερο του προσωρινού όταν η προσωρινότητα διαρκεί, τα εν λόγω σύνορα ισχύουν και σήμερα, που δεν υπάρχει Ανατολική Γερμανία ως συνοριακό άλλοθι. Και μην ξαφνιαστείτε αν οι σημερινοί ενωμένοι Γερμανοί αρχίσουν να ουρλιάζουν ενωμένοι για την ένωση με τη νέα, ενιαία Γερμανία, των υπέρ πατρίδος πεσόντων παλαιών εδαφών. Πρός το παρόν, βέβαια, δε ζητούν κάτι τέτοιο. Όμως, κάτσε ντε, νωρίς είναι ακόμα, θ’ αρχίσουν να κάνουν λόγο μόλις σκάσει μύτη ο Γ Παγκόσμιος Πόλεμος. (Αν πιστεύετε πως δεν θα γίνει άλλος παγκόσμιος πόλεμος, σημαίνει πως δεν έχετε καλές σχέσεις με την ιστορία και κυρίως την ιστορία του καπιταλισμού. Ο Γ Παγκόίσμιος Πόλεμος μπήκε στη φωτιά για βράσιμο τότε που κατέρρευσε η ΕΣΣΔ. Κι αυτή τη φορά θα τον αρχίσει μάλλον ο παρανοϊκός Ζιρινόφσκι, ή κανένας διάδοχός του αναλόγου πατριωτικού φρονήματος, για να μην πω ο Γιέλτσιν σε κατάσταση μέθης ευρισκόμενος). Οι Γερμανοί, λοιπόν, πηγαίνοντας για τα πολλά (εδάφη) με τον Χίτλερ έχασαν και τα λίγα, που κι αυτά είναι πολλά. Ας τα βλέπουν οι δικοί μας θερμοκέφαλοι. Εν τάξει, ρε φίλε πατριώτη, να πάρουμε την Πόλη και την Αγιά Σόφιά! Αν όμως επιχειρήσουμε να την πάρουμε και δε μας κάτσει; Δύσκολη ερώτηση για ηλιθίους σοβινιστές. (Εκτός από μαρμαρωμένους βασιλιάδες, υπάρχουν και μαρμαρωμένα μυαλά).
Κάθε πτώση μιας χώρας είναι και μια έκπτωση των συνόρων της. Δύσκολα θα βρεις νικημένο χωρίς εδαίφικές απώλειες και νικητή χωρίς εδαφικά κέρδη. 'Οπως και ο παίχτης τυχερών παιγνίων, έτσι και ο παίχτης των άτυχων γι’ αυτόν πολέμων, όταν μπαίνει στο παιχνίδι προσδοκά κέρδος. Αλλιώς γιατί να μπει; Όμως, εκ δύο εμπολέμων κερδίζει πάντα ο ένας. Ισοπαλία δεν υπάρχει στον πόλεμο - και μην παρασύρεστε απ’ το ποδόσφαιρο. Ισοπαλία υπάρχει μόνο στον πυρηνικό πόλεμο. Όπου σημειώνεται πάντα X, και στο αποτέλεσμα και στα βιβλία γεννήσεων των ληξιαρχείων.
Μέχρι το 1944 οι δυτικοί Σύμμαχοι, και κυρίως οι Άγγλοι, πίστευαν πως θα εμποδίσουν την εγκαθίδρυση κομουνιστικού καθεστώτος στην Πολωνία. Αν το πετύχαιναν, θα μπορούσαν να διαπραγματευτούν στο Πότσνταμ τα νέα γερμανικά σύνορα με μεγαλύτερη άνεση. Άλλωστε, σε μια τέτοια περίπτωση, η Ανατολική Γερμανία θα ήταν περικυκλωμένη από καπιταλιστικά κράτη και οι Ρώσοι ίσως εξαναγκάζονταν να την εγκαταλείψουν. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που τα μεγαλύτερα και δυσκολότερα πολιτικά παιχνίδια, τον τελευταίο χρόνο του πολέμου, θα παιχτούν σε σχέση με την μεταπολεμική τύχη της Πολωνίας.

Από γεωπολιτικής απόψεως, η κρίσιμη περιοχή ανάμεσα σ’ ολόκληρη την Ανατολή κι ολόκληρη τη Δύση είναι η Πολωνία, το σύνορο Ανατολής και Δύσης. Και οι Ρώσοι παίζουν τόσο καλά το παιχνίδι τους εκεί που δεν έχουν κανένα λόγο να το παίξουν το ίδιο καλά και στην Ελλάδα Έδωσαν την Ελλάδα στους Άγγλους, για να κρατήσουν μεταξύ άλλων και την Πολωνία, που τους ενδιαφέρει πάρα πολύ. Παραμερίζοντας τους ελληνοκεντρικούς αριστερούς συναισθηματισμούς, Θα μπορούσαμε να πούμε πως έκαναν πολύ καλά. Τους Άγγλους τους ενδιέφερε πολύ η Ελλάδα, και την πήραν. Τους Ρώσους τους ενδιέφερε πολύ η Πολωνία, και την πήραν, θα μου πείτε, και που την πήραν τι κατάλαβαν, Μην το πείτε, όμως, αν δεν πάρετε υπ’ όψη πως τη στιγμή που τελείται η ιστορία κανείς δεν είναι σε θέση να προβλέψει τις συνέπειες. Αν μπορούσες να προβλέψεις με σιγουριά τα ιστορικά μελλούμενα, θα δρούσες μόνο στην περίπτωση σίγουρου κέρδους. Άλλωστε, καμιά νίκη δε διαρκεί για πάντα. Οι νικημένοι γίνονται εύκολα νικητές, και αντιστρόφως. Βλέπε και τη νικημένη Γερμανία Βλέπε και τη νικήτρια Ελλάδα Καλή η δόξα καλύτερη όμως η μάσα Οι δάφνες είναι χρήσιμες μόνο όταν τις χρησιμοποιείς στο στιφάδο.
'Οπως και νάναι, η Γερμανία δεν είχε ηθικό και λογικό δικαίωμα να διαμαρτύρεται για τις τεράστιες εδαφικές της απώλειες. Βέβαια, οι Δυτικσγερμανοί διαμαρτυρήθηκαν υπέρ το δέον για τούτες τις απώλειες, όμως η διαμαρτυρία τους ήταν και λογικά όίστοχη, αφού τα νέα ανατολικά σύνορα της νέας Γερμανίας ήταν σύνορα της Ανατολικής Γερμανίας και της Πολωνίας, και ηθικά σόλοικη, αφού έπρεπε να πληρώσουν για τη χασούρα Σίγουρα πλήρωσαν πάρα πολύ ακριβά. Αλλά και οι ζημιές που προκάλεσαν στον κόσμο όλο ήταν πάρα πολύ μεγάλες. Ωστόσο, οι περισσότερο σώφρονες εξ αυτών, κυρίως οι αντιναζιστές όπως ο Βίλλυ Μπραντ, δεν έκαναν σεκόντο στους νεοεθνικιστές χορωδούς, αυτούς που λίγο πριν έψελναν εμβατήρια και τώρα ψέλνουν πένθιμα εμβατήρια για τα χαμένα εδάφη, που παραμένουν χαμένα μέχρι τις μέρες μας. Εδώ πορτοφόλι χάνεις και δεν το βρίσκεις, θα βρεις χαμένα εδάφη; Δηλαδή, εμείς βρήκαμε τα χαμένα εδάφη της Μικρασίας μετά την μικρασιατική καταστροφή;

Τα σύνορα της Ευρώπης θα αναδιαμορφωθούν μόνο μετά τη λήξη του Γ Παγκοσμίου Πολέμου. Μέχρι τότε, απλώς θα διχοτομούνται και θα τριχοτομούνται τα ήδη υπάρχοντα σύνορα, μέχρι που να φτάσουμε στην αρχαιοελληνική έννοια της πόλης-κράτος. Εμείς εδώ πάντως φτάσαμε προ πολλού: Ελλάδα είναι μία πόλη, η Αθήνα. Όλες οι άλλες πόλεις, απλώς ανήκουν στην Ελλάδα
Η Μάργκρετ Μπόβερ χωρίζει την έννοια της πατρίδας στα δυο: μιλάει για φυσική και για ιδεολογική πατρίδα 'Οταν, συνεπώς, έχεις μια διεθνιστική ιδεολογία, ανήκεις σε δυο πατρίδες: τη φυσική, όπου επίσης ανήκουν και οι αντιφρονσύντες, και την ιδεολογική, όπου ανήκουν μόνο οι ομοϊδεάτες σου, οι σκόρπιοι δώθε κείθε μέσα στον μεγάλο κόσμο. Ποια απ’ τις δυο να διαλέξεις; Και τις δυο είναι η σωστή απάντηση. Όσο με αφορά, φυσική μου πατρίδα είναι η Ελλάδα και ιδεολογική ο καλύτερος κόσμος πούναι νάρθει, σ’ όλον τον κόσμο. Οι κοινοί και κοινόχρηστοι πατριώτες μοιάζουν κάπως με τις κοινές γυναίκες. Παίρνουν προστασία και ασφάλεια απ’ την πατρίδα και της δίνουν την αγάπη τους.
Οι Γερμανοί είναι οι μόνοι άνθρωποι στον κόσμο που μέχρι το 1991, που ενώθηκαν οι δυο Γερμανίες, θα μπορούσαν να διαλέξουν ευχερώς και φυσική και ιδεολογική πατρίδα: οι κομουνιστές την Ανατολική, οι καπιταλιστές τη Δυτική Γερμανία. Μόνο που ο χωρισμός δεν έγινε βάσει ιδεολογιών, αλλά βάσει πολιτικών σκοπιμοτήτων. Όμως, στη Γερμανία συνέβη κάτι που είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό απ’ αυτό που θα μπορούσε να συμβεί αν ο χωρισμός γινόταν βάσει ιδεολογιών. Οι πέραν της Γραμμής Όντερ- Νάισσε ζώντες πριν απ’ τον πόλεμο Γερμανοί, μεταφέρθηκαν στη Δυτική Γερμανία αμέσως μετά τον πόλεμο. Σύνολο μεταφερθέντων 8.570.000. Το 17% του πληθυσμού της τότε Δυτικής Γερμανίας. Αριθμός τεράστιος. Ήταν οι πρώτοι γκανστερμπάιντερ. Και ήταν Γερμανοί και όχι Τούρκοι ή Έλληνες. Το γερμανικό θαύμα τους χρωστάει πολλά. Αμείβονταν χειρότερα από τους γηγενείς. Οι Τούρκοι και οι Έλληνες εργάτες θα αμείβονται ακόμα χειρότερα, αλλά αυτά έχει η ζωή. Όταν πεινάς, λες δόξα τω θεό που βρήκες ένα κομμάτι ψωμί και αγαπάς με πάθος το αφεντικό σου που σε εκμεταλλεύεται!
 ~ από το βιβλίο του Βασίλη Ραφαηλίδη "Θερμοί και ψυχροί πόλεμοι"
by Αντικλείδι , http://antikleidi.com

9.4.16

ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ Ο ΠΟΛΩΝΟΣ Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΣΚΟΤΟΥΣ. Από τον Κώστα τον Πολωνό.

Είχε συνειδητά αποκλείσει το υπερφυσικό στοιχείο από το έργο του, γιατί -όπως έλεγε- αν το δεχόταν, θα ήταν σαν να ομολογούσε ότι η καθημερινότητα δεν είναι θαυμαστή.
Στην πραγματικότητα, ο σπουδαίος αυτός συγγραφέας επέλεξε να μυθιστοριογραφήσει εκτενώς τη ζωή ακριβώς επειδή τη θεωρούσε ποιητική. Και, βέβαια, πολύ πριν γράψει για κόσμους εξωτικούς, μυστηριώδεις και απρόβλεπτους, επεδίωξε και ως ένα βαθμό κατάφερε να τους γνωρίσει μέσα από τα ατελείωτα ταξίδια του και την εγγενή τάση του προς την περιπέτεια, τις συγκινήσεις, τη συνεχή φυγή.

O Tζόζεφ Κόνραντ (1857- 1925) γεννήθηκε στην Oυκρανία από Πολωνούς γονείς. Η παιδική του ηλικία ήταν ιδιαίτερα δύσκολη: Tο 1864 χάνει τη μητέρα του και τέσσερα χρόνια μετά τον πατέρα του και την κηδεμονία του αναλαμβάνουν -στην Kρακοβία- κάποιοι συγγενείς.
O μικρός Tζόζεφ δεν θα αργήσει να δείξει σημάδια ξεχωριστής ευφυΐας: μαθαίνει να μιλάει απταίστως γαλλικά, ενώ μέσα από τις πολωνικές μεταφράσεις διαβάζει τους κλασικούς. Λίγο αργότερα ανακαλύπτει τα περιπετειώδη αναγνώσματα και κυρίως τους «Εργάτες της Θάλασσας» του Bίκτορος Oυγκώ.
Eιδικά αυτό το τελευταίο έμελλε να επηρεάσει βαθιά τον ψυχισμό του και να τον γεμίσει όνειρα για τη θαλασσινή ζωή και περιπέτεια. Μάλιστα, αυτήν την τάση του να γνωρίσει εξωτικά μέρη και άγνωστους πολιτισμούς θα την εκδηλώσει από νωρίς και έτσι, μόλις στα δεκαέξι του, μεταβαίνει στο λιμάνι της Mασσαλίας για να γίνει ναυτικός.
H αρχή μιας μυθιστορηματικής ζωής μόλις ξεκινούσε, μιας ζωής γεμάτης ακραίες εμπειρίες- μεταξύ των οποίων, ένα ναυάγιο, λαθρεμπόριο όπλων, μια απόπειρα αυτοκτονίας, μία μονομαχία για τα μάτια μιας γυναίκας, αλλά και απίστευτες περιπέτειες στους ωκεανούς και στα λιμάνια που ξεμπάρκαρε.
Tο 1886 γίνεται Bρετανός υπήκοος και καπετάνιος και το 1894, ύστερα από είκοσι χρόνια στη θάλασσα, θα εγκατασταθεί στην Aγγλία όπου παντρεύεται, αποκτά δύο παιδιά και αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στο γράψιμο.
Tο σίγουρο είναι ότι το κοσμοπολίτικο πνεύμα του έβρισκε πάντα τον τρόπο να συνδέει τον ρεαλισμό με έναν ρομαντικό αισθηματισμό. Aλίμονο, όμως: ένας ρομαντισμός διαποτισμένος με αμείλικτη ειρωνεία για την τάση του ανθρώπου να αυταπατάται.
Oι συνθήκες, πια, είναι ευνοϊκές για τον επίδοξο συγγραφέα που έχει βρει τη χρονική άνεση να γράφει απερίσπαστος -στα αγγλικά- και να μετουσιώνει τις εμπειρίες μιας ζωής σε τέχνη. Δεν θα αργήσει, λοιπόν, να ολοκληρώσει το σημαντικότερο ίσως έργο του: την «Kαρδιά του Σκότους».
Bασισμένη στις δικές του εμπειρίες ως καπετάνιου στον ποταμό του Kονγκό, η υπόθεση αποτελεί ένα εκπληκτικό μείγμα συμβολικών αντιστοιχιών και χειροπιαστών λεπτομερειών που καθηλώνουν.
Eδώ οι «σκοτεινές» δυνάμεις της Aφρικής θα εκμηδενίσουν έναν αρχικά πολιτισμένο, καλλιεργημένο και ικανό άνθρωπο, τον Kουρτς, ο οποίος αδυνατούσε να αντισταθεί αποτελεσματικά στη διάβρωση του κακού.
Το βιβλίο αποτελεί μία συνταρακτική περιδιάβαση στα σκοτάδια του εγώ, ένα εσωτερικό δραματικό ταξίδι όπου επικρατούν η σύγχυση, η γοητεία, η ενοχή και -πάνω απ’ όλα- η παρακμή.
O Kόνραντ αφηγείται το καταστροφικό ταξίδι ενός ναυτικού, του Mάρλοου- στον ποταμό που γνώριζε ο συγγραφέας από πρώτο χέρι. Kατά τη διάρκεια του ταξιδιού συναντάει τον Kουρτς τον οποίο οι ιθαγενείς λατρεύουν σαν θεό και οι αποικιοκράτες τον απεχθάνονται.
O ίδιος ο Kουρτς είναι ένας αλλοπαρμένος «φύλαρχος», χαμένος στα βάθη της ζούγκλας αλλά και της ψυχής του, καταδικασμένος να ζει στον τρόμο ενός αλλόκοτου πνευματικού πυρετού.
O Mάρλοου τον παίρνει στο ποταμόπλοιό του για το ταξίδι της επιστροφής, με αποτέλεσμα μία από τις καλύτερες αλληγορίες που γράφτηκαν ποτέ υπό τη μορφή μυθιστορήματος.
Πρόκειται για το έργο ενός πρώιμου μοντερνιστή, με καινοτομίες που είναι -δίχως άλλο- εντυπωσιακές: πολλαπλές γωνίες αφήγησης, επιδέξιες διακοπές στην χρονική αλληλουχία και εκπληκτική εικονογραφική δεινότητα.
Σε κάθε περίπτωση, και τα υπόλοιπα βιβλία του όπως «O Nέγρος του Nάρκισσου», «Λόρδος Tζιμ», «O τυφώνας», «Nοστρόμο», «O μυστικός πράκτωρ», «H τύχη» -όλα κομμάτια μιας συναρπαστικής εκφραστικής περιπέτειας- αν και βασίζονται στις θαλασσινές του δοκιμασίες και τα εξωτικά μέρη που είχε επισκεφτεί, στην ουσία μεταμόρφωσαν το περιπετειώδες μυθιστόρημα σε μία λεπταίσθητη διερεύνηση της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης.
Και όλα αυτά υπό το καθεστώς ασυνήθιστων δυσχερειών και γενικευμένης φθοράς. Aλλωστε και ο ίδιος ο Kόνραντ, παρ’ όλη την επιτυχία του, όταν πέθανε -το 1925- ήταν φτωχός και βασανισμένος, απαισιόδοξος και πτοημένος: όπως ακριβώς, δηλαδή, θα ταίριαζε στον συγγραφέα που αποτύπωσε υποδειγματικά, όσο ελάχιστοι, την -ούτως ή άλλως- παράξενη γοητεία της παρακμής...
Πηγή: ΗΜΕΡΗΣΙΑ 

Γιαν Κοχανόφσκι. Από τον Κώστα τον Πολωνό.

Ο Γιαν Κοχανόφσκι (πολωνικά: Jan Kochanowski, 1530 - 22 Αυγούστου 1584) ήταν Πολωνός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Είναι ο θεμελιωτής της εθνικής πολωνικής λογοτεχνίας και θεωρείται από πολλούς ο σπουδαιότερος σλαβόφωνος ποιητής της Αναγέννησης.
Βιογραφία
Ο Γιαν Κοχανόφσκι γεννήθηκε στο χωριό Σιτσίνα, κοντά στην πόλη Ράντομ (Radom) της κεντροανατολικής Πολωνίας το 1530. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Κρακοβίας και της Καινιξβέργης (σήμερα Καλίνινγκραντ), καθώς και στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας στην Ιταλία. Μιλούσε άπταιστα λατινικά και έγινε γνωστός για τις ερωτικές ελεγείες του, που συνέθετε στη λατινική γλώσσα. Συνειδητοποίησε όμως τη μεγάλη σημασία της εθνικής του γλώσσας στα γράμματα κι άρχισε έκτοτε να γράφει στα πολωνικά λυρικά ποιήματα και θεατρικά έργα, αντλώντας την έμπνευσή του από την λατινική γραμματεία. Χάρις στον Γιαν Κοχανόφσκι, η πολωνική γλώσσα εκτοπίζει εφεξής την λατινική.
Το 1575, ο Κοχανόφσκι παντρεύεται την Dorota Podlodowska, με την οποία απέκτησε επτά παιδιά. Ταξίδεψε στη Γαλλία, όπου γνωρίστηκε με τον ποιητή Πιερ ντε Ρονσάρ (Pierre de Ronsard, 1524 - 1585). Πέθανε, πιθανότατα από καρδιακή προσβολή, στην πόλη Λούμπλιν (Lublin) της Πολωνίας στις 22 Αυγούστου 1584, σε ηλικία μόνο 54 ετών.
Στο χωριό Czarnolas, 100 χλμ νοτιοανατολικά της Βαρσοβίας, βρίσκεται και λειτουργεί σήμερα ως μουσείο το σπίτι, όπου έζησε ο Κοχανόφσκι (Muzeum Jana Kochanowskiego). Μπροστά στο Μουσείο, έχει στηθεί ένα επιβλητικό μπρούτζινο άγαλμα του Κοχανόφσκι, με τη μακριά γενειάδα του και το γούνινο μακρύ παλτό του, φιλοτεχνημένο από τον γλύπτη Μ. Welter.
Ένα άλλο μνημείο με τη μαρμάρινη προτομή του Κοχανόφσκι (19ος αι.), ανάμεσα σε πολύχρωμες τοιχογραφίες με κόκκινα και ροζέ τριαντάφυλλα σε σχέδια του Στανίσλαβ Βισπιάνσκι, υπάρχει και στην Εκκλησία των Φραγκισκανών στην Κρακοβία, που έχει φιλοτεχνηθεί από τον Πολωνό γλύπτη Η. Κosowski (βλ. ένθετη εικόνα).
Τα Έργα Η τραγωδία που έγραψε ο Κοχανόφσκι σε στίχους στην πολωνική γλώσσα, "Η Αποπομπή των Ελλήνων Πρέσβεων" (πολων. "Odprawa posłów greckich", αγγλ. μτφ. "The Dismissal of the Greek Envoys"), αποτελεί το αριστούργημα του πολωνικού θεάτρου. Το έργο παίχτηκε στο Θέατρο της Αυλής στη Βαρσοβία το 1578.
Η υπόθεση του έργου είναι παρμένη από την Ιλιάδα του Ομήρου και ιστορεί ένα περιστατικό του Τρωικού Πολέμου. Οι Έλληνες πρέσβεις Μενέλαος και Οδυσσέας φθάνουν στην Τροία και ζητούν από τους Τρώες να τους παραδώσουν την ωραία Ελένη, που απήγαγε ο Πάρις, ο γιος του βασιλιά Πριάμου.

Ο Αντήνωρ, ο σοφός σύμβουλος των Τρώων, αποδοκίμασε την αρπαγή της Ελένης και συμβούλευσε τους Τρώες να παραδώσουν στους Ατρείδες την Ελένη και τους θησαυρούς της. Βλέπει την Ελένη ως αιτία του κακού και πως δεν μπορεί να κινδυνεύσει η χώρα χάριν της ωραίας Ελληνίδας.
Ο Πάρις επιμένει, ότι η Ελένη πρέπει να κρατηθεί στην Τροία και δωροδοκώντας το συμβούλιο των δημογερόντων, αποσπά μιαν απόφαση, ώστε η Ελένη να μη παραδοθεί στους Έλληνες. Οι Έλληνες πρέσβεις εκφράζουν τη θλίψη τους για την εσπευσμένη και άδικη απόφαση των Τρώων και αναχωρούν για την Ελλάδα.
Η Τροία απειλείται τώρα από την εισβολή των Ελλήνων. Η Κασσάνδρα, η κόρη του Πριάμου, προλέγει τον πόλεμο. Ο Αντήνωρ συμβουλεύει να ετοιμάζεται ο λαός για τα χειρότερα. Όμως ο βασιλιάς Πρίαμος δεν σταθμίζει σωστά την κρισιμότητα της κατάστασης και δεν παίρνει στα σοβαρά τις συμβουλές. Ένας αγγελιαφόρος φέρνει τη φοβερή για τους Τρώες είδηση, ότι τα ελληνικά πλοία πλησιάζουν στις ακτές της Τροίας.
Ο Κοχανόφσκι έγραψε το δράμα αυτό, θέλοντας να αφυπνίσει τους ιθύνοντες της χώρας του, να ανυψώσει το φρόνημα του λαού και να προειδοποιήσει για τους μεγάλους κινδύνους που διατρέχει η πατρίδα του, αν δεν παραμερισθούν οι εσωτερικές έριδες και οι πολιτικές διαμάχες.
Ιδιαίτερη όμως θέση στην πολωνική λογοτεχνία κατέχουν και οι "Θρήνοι" (στο πρωτότυπο Threny), που έγραψε ο Κοχανόφσκι με αφορμή τον αιφνίδιο θάνατο της κόρης του Ούρσουλα, η οποία πέθανε σε ηλικία μόλις τριών ετών. Το έργο είναι εμπνευσμένο και διανθισμένο με τα χαρακτηριστικά στοιχεία των "θρηνωδιών" της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας. Δημοσιεύτηκε το 1580.

Πηγή: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Της Τιτικας Δημητρουλια Θα ακούσει η Μόσχα να μιλούν για μένα, και οι Τάταροι / και οι κάθε λογής κάτοικοι του κόσμου\\ οι Αγγλοι, / ο Γερμανός και ο ανδρείος Ισπανός θα με γνωρίζουν / κι όσοι νερό πίνουν από τον Τίβερη τον βαθύ». Τον 15ο και τον 16ο αιώνα, οι ευρωπαϊκές γλώσσες αποκτούσαν τους τίτλους ευγενείας τους μέσω της ποίησης. Και οι ποιητές που θεμελίωναν τις εθνικές γλώσσες με την ποίησή τους, όπως ο Πολωνός ουμανιστής Γιαν Κοχανόφσκι (1530-1584) στον οποίο ανήκουν τα παραπάνω λόγια, είχαν απόλυτη συνείδηση της μεγαλοσύνης του έργου και της προσφοράς τους. Κατά το παράδειγμα της Πλειάδας και του Πιερ Ρονσάρ τον οποίο γνώρισε στο Παρίσι, στο ρεύμα του πετραρχισμού που επί χρόνια πολλά εξακολουθούσε να καθορίζει τον ευρωπαϊκό λυρισμό, ο Κοχανόφσκι, αυλικός που στη συνέχεια αποσύρεται μακριά από τη βουή του κόσμου χωρίς ποτέ να αποκοπεί ωστόσο από αυτόν, θα γράψει στα λατινικά, αλλά και στα πολωνικά, ποιήματα επικά και λυρικά και θα αναγνωριστεί ως ιδρυτική μορφή της πολωνικής και της σλαβικής λογοτεχνίας - που παραμένουν δυστυχώς σχετικά άγνωστες στη χώρα μας.

Πριν από λίγες μέρες, ο ακούραστος Δημήτρης Χουλιαράκης μάς παρέδωσε στα ελληνικά τους «Θρήνους» του Κοχανόφσκι (εκδ. Γαβριηλίδη), το σημαντικότερο έργο του (1580) πλάι στα «Τραγούδια» που εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του. Δεκαεννιά ποιήματα στα οποία κατά το ουμανιστικό ιδεώδες το χριστιανικό στοιχείο συναιρείται με την κλασική αρχαιότητα, οι «Θρήνοι» αποτελούν πρωτοπορία για την εποχή για έναν ακόμα λόγο, πέραν δηλαδή του ότι γράφτηκαν στα πολωνικά: ο ποιητής θρηνεί την κορούλα του, Ούρσουλα, που πέθανε σε ηλικία μόλις δυόμισι ετών - και λίγο αργότερα την ακολούθησε η αδελφή της Χάνα. Ετσι, έρχεται σε ρήξη με την καθεστηκυία ποιητική τάξη, που θεωρούσε ότι οι θρήνοι και τα εγκώμια ταιριάζουν μόνο στους επιφανείς.
Σπουδαίος ποιητής, ο Κοχανόφσκι γράφει ένα θρήνο στέρεα δομημένο πάνω σε μυθικές και βιβλικές αναφορές και μέσα από τη θαυμάσια μετάφραση του Χουλιαράκη περνά ανεπιτήδευτος και αυθεντικός ο σπαραγμός του πατέρα - θυμίζοντάς μας μάλιστα κάποιες στιγμές ποικιλοτρόπως τον παλαμικό «Τάφο». Η γνησιότητα του αισθήματος και η απλότητα της έκφρασης αιχμαλωτίζουν τον αναγνώστη, όπως στο σημείο που η μητέρα του λέει για την κόρη του ότι «δίπλα σε άγγελους και πνεύματα αιώνια / φέγγει γλυκά σαν τον Αυγερινό». Με αφορμή όμως το προσωπικό βίωμα, το οποίο αναβαθμίζει, ο Κοχανόφσκι διερευνά τα όρια της ανθρώπινης συνθήκης. Ετσι, το πένθος εντάσσεται στη γενικότερη απορία περί των ανθρωπίνων, με τρόπο που αναφέρεται ευθέως στον Πετράρχη: η παρηγοριά που έρχεται στον ποιητή στο τέλος μέσα από το όνειρο στο οποίο του παρουσιάζονται οι νεκρές του αγαπημένες, η μητέρα και η κορούλα του, παραπέμπει στο σονέτο CCCLIX του «Canzoniere», όταν η Λάουρα παρηγορεί τον Πετράρχη και τον καλεί να έχει εμπιστοσύνη στον Θεό. Αντίστοιχα, η μητέρα του Κοχανόφσκι τον καλεί και τις συμφορές σαν άνθρωπος να υπομένει: «Τέτοια είναι της Τύχης η δύναμη, ακριβέ μου / που αντί να κλαιγόμαστε πως κάτι μας στερεί, / χάρη να της χρωστάμε θα 'πρεπε γι' αυτό που μας αφήνει».
Αυτές τις ώρες που η κρίση σε όλους μας κάτι στερεί, ας της χρωστάμε χάρη γι' αυτό που μας αφήνει, την ποίηση που συνεχίζει να μας ενώνει.

Χένρικ Σιενκιέβιτς. Από τον Κώστα τον Πολωνό.

Ο Χένρικ Άνταμ Αλεξάντερ Πίους Σιενκιέβιτς (Henryk Adam Aleksander Pius Sienkiewicz) (5 Μαΐου 1846 - 15 Νοεμβρίου 1916) ήταν Πολωνός μυθιστοριογράφος, ένας εκ των διακεκριμένων συγγραφέων του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Κέρδισε το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1905 "λόγω της εξαιρετικής αξίας του ως επικός συγγραφέας."

Γεννημένος σε μία φτωχή οικογένεια ευγενών στο χωριό Wola Okrzejska της υπό ρωσικό έλεγχο Πολωνίας, ο Σιενκιέβιτς έγραψε ιστορικά μυθιστορήματα που διαδραματίζονταν την εποχή της Πολωνικής Δημοκρατίας ή Κοινοπολιτείας. Η οικογένειά του είχε μακρινή καταγωγή από τους Τατάρους.
Τα έργα του διακρίνονται για την αρνητική απεικόνιση των Τευτόνων Ιπποτών στο μυθιστόρημα Τεύτονες Ιππότες, γεγονός αξιοσημείωτο καθώς ένα σημαντικό μέρος του αναγνωστικού του κοινού ζούσε κάτω από τη γερμανική κατοχή. Αυτό μπορεί να αντιπαραβληθεί με τη θετική απεικόνιση των Γερμανών μισθοφόρων στο Δια Πυρός και Σιδήρου. Πολλά από τα μυθιστορήματά του δημοσιεύθηκαν σε συνέχειες σε εφημερίδες και ακόμη και σήμερα εξακολουθούν να κυκλοφορούν σε έντυπη μορφή. Στην Πολωνία είναι περισσότερο γνωστός για τα ιστορικά του μυθιστορήματα "Δια Πυρός και Σιδήρου", "Ο Κατακλυσμός" και "Παν Μιχαήλ Βολοντυγιόφσκι" (Η Τριλογία), που διαδραματίζονται το 17ο αιώνα στην Πολωνο-Λιθουανική Κοινοπολιτεία, ενώ διεθνώς είναι περισσότερο γνωστός για το "Κβο Βάντις", που διαδραματίζεται στη Ρώμη του Νέρωνα. Το "Κβο Βάντις" έχει γυριστεί αρκετές φορές σε ταινία, με πιο γνωστή αυτή του 1951.
Ο Σιενκιέβιτς ήταν σχολαστικός στην προσπάθειά του να αναδημιουργήσει την ιστορική γλώσσα. Για παράδειγμα, στην Τριλογία είχε τους χαρακτήρες του να χρησιμοποιούν την πολωνική γλώσσα όπως φανταζόταν ότι ομιλείτο το 17ο αιώνα (στην πραγματικότητα έμοιαζε πολύ περισσότερο με τα πολωνικά του 19ου αιώνα). Στο μυθιστόρημα Τεύτονες Ιππότες, είχε τους χαρακτήρες του να μιλάνε μία παραλλαγή των μεσαιωνικών Πολωνικών την οποία αναδημιούργησε εν μέρει χρησιμοποιώντας αρχαϊκές εκφράσεις που ήταν τότε ακόμα κοινές στα όρη της Νότιας Πολωνίας.Η ζωή του
Χένρικ Σιενκιέβιτς
Ο Σιενκιέβιτς γεννήθηκε στη Wola Okrzejska, ένα χωριό της ανατολικής Πολωνίας, που εκείνη την εποχή αποτελούσε τμήμα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Ήταν μία φτωχή οικογένεια ευγενών που από τη μεριά του πατέρα του κρατούσε από τους Τατάρους που είχαν εγκατασταθεί στη Λιθουανία[2]. Η οικογένειά του χρησιμοποιούσε το οικόσημο των Oszyk. Οι γονείς του ήταν ο Józef Sienkiewicz (1813–1896) και η Stefania (το γένος Cieciszowska), (1820–1873). Η Wola Okrzejska ανήκε στη Felicjana Cieciszowska, γιαγιά του συγγραφέα (από τη μεριά της μητέρας του). Ο Σιενκιέβιτς βαπτίστηκε στο κοντινό χωριό Okrzeja σε μία εκκλησία που είχε ιδρύσει η προγιαγιά του. Η οικογένειά του μετακόμισε αρκετές φορές και τελικά εγκαταστάθηκε στη Βαρσοβία το 1861.
Τα παιδικά του χρόνια ο Σιενκιέβιτς τα πέρασε πολύ κοντά στη φύση. Έτσι αναπτύχθηκε μέσα του η αγάπη για τη γη της πατρίδας του, η οποία διαφαίνεται αργότερα σε όλα του σχεδόν τα βιβλία. Το 1858 ξεκίνησε να πηγαίνει σε σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στη Βαρσοβία. Δεν έπαιρνε πολύ καλούς βαθμούς αλλά ήταν καλός στις ελεύθερες τέχνες. Ένα γεγονός που συνέβη όταν ήταν ακόμα έφηβος τον επηρέασε πολύ και στάθηκε αφορμή να πάρει η σταδιοδρομία του τον δρόμο που πήρε. Μόλις είχε κλείσει τα 17 του χρόνια όταν στη σκλαβωμένη Πολωνία ξέσπασε το 1863 μία μικρή επανάσταση που βάσταξε ένα μόλις χρόνο. Υπήρξε όμως αρκετή για να επηρεάσει το νεαρό Σιένκεβιτς τόσο στα αισθήματά του όσο και στο γράψιμό του. Λόγω της δύσκολης οικονομικής κατάστασης εκείνη την εποχή, ο Σιενκιέβιτς σε ηλικία 19 ετών έπιασε δουλειά ως δάσκαλος σε μία οικογένεια στο Πλονσκ. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, έγραψε πιθανότατα το πρώτο του μυθιστόρημα, Ofiara (Θύμα), και τελείωσε τα μαθήματά του στο σχολείο παίρνοντας το απολυτήριο του σχολείου το 1866. Σύμφωνα με τις επιθυμίες των γονιών του, πέρασε τις εξετάσεις για το ιατρικό τμήμα του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας. Μετά από λίγο καιρό τα παράτησε για να σπουδάσει νομική και μετά κατέληξε στο Ινστιτούτο Φιλολογίας και Ιστορίας, όπου απέκτησε βαθιά γνώση της λογοτεχνίας και των παλαιών πολωνικών. Το 1867 έκανε την πρώτη του λογοτεχνική προσπάθεια γράφοντας το ομοιοκατάληκτο έργο Sielanka Młodości, το οποίο έστειλε για δημοσίευση στο εβδομαδιαίο έντυπο Tygodnik Ilustrowany αλλά απορρίφθηκε. Το 1869 ο Σιενκιέβιτς έκανε το ντεμπούτο του ως δημοσιογράφος. Το Przegląd Tygodniowy δημοσίευσε την κριτική του σε ένα θεατρικό έργο και το Tygodnik Ilustrowany δημοσίευσε το δοκίμιό του για τον Mikołaj Sęp-Sarzyński. Ο Σιενκιέβιτς έγραψε επίσης για τα έντυπα Gazeta Polska και Niwa με το ψευδώνυμο Litwos. Το 1873 άρχισε να γράφει στη Gazeta Polska τη στήλη "Bez tytułu" (Χωρίς Τίτλο) και το 1875 τη σειρά "Chwila obecna" (Η Παρούσα Στιγμή), ενώ το 1874 ανέλαβε το λογοτεχνικό κομμάτι του Niwa.
Έγραψε το μυθιστόρημα Na marne (Επί Ματαίω, 1871) και στη συνέχεια τα Humoreski z teki Woroszyłły, Stary Sługa (1875), Hania (1876) και Selim Mirza (1877). Τα τρία τελευταία έργα αναφέρονται ως η Μικρή Τριλογία. Ο Σιενκιέβιτς επισκέφθηκε επίσης τη συγγραφέα Jadwiga Łuszczewska (γνωστή ως "Διοτίμα") και την ηθοποιό Helena Modrzejewska, των οποίων οι δείπνοι ήταν πολύ δημοφιλείς.
Το 1876 πήγε στις Η.Π.Α. μαζί με την Helena Modrzejewska. Έμεινε για αρκετό καιρό στην Καλιφόρνια. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου έγραψε το Listy z podróży (Γράμματα Από Ένα Ταξίδι), το οποίο δημοσιεύθηκε στην Gazeta Polska και έτυχε ευρείας αναγνώρισης. Έγραψε επίσης το Szkice węglem (Σχέδια με Κάρβουνο) το 1877. Το ταξίδι στις Η.Π.Α. τον ενέπνευσε να γράψει τα έργα: Komedia z pomyłek (Μια Κωμωδία Παρεξηγήσεων, 1878), Przez stepy (1879), W krainie złota (1880), Za chlebem (Για Ψωμί, 1880), Latarnik (Φαροφύλακας,1881), Wspomnienia z Maripozy (1882), και Sachem (1883).
Το 1878 ο Χένρικ Σιενκιέβιτς επέστρεψε στην Ευρώπη. Πρώτα έμεινε στο Λονδίνο και στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι για ένα χρόνο. Στη Γαλλία είχε την ευκαιρία να εξοικειωθεί με μία νέα τάση στη λογοτεχνία, το νατουραλισμό. Στο άρθρο "Z Paryża" (Από το Παρίσι), που έγραψε το 1879, εξέφρασε θετική γνώμη γι' αυτήν την τάση. Δήλωσε ότι "για ένα μυθιστόρημα, ο νατουραλισμός ήταν στην πραγματικότητα ένα λαμπρό, απαραίτητο και ίσως το μόνο βήμα προς τα εμπρός". Δύο χρόνια αργότερα άλλαξε γνώμη και τήρησε πιο επικριτική τάση έναντι αυτού του κινήματος. Εξέφρασε τις απόψεις του σχετικά με το νατουραλισμό και τη συγγραφή σε γενικές γραμμές στα παρακάτω δημοσιευμένα έργα: O naturaliźmie w powieści (Ο Νατουραλισμός στο Μυθιστόρημα, 1881), O powieści historycznej (Ιστορικό Μυθιστόρημα, 1889), και Listy o Zoli (Γράμματα σχετικά με τον Ζολά, 1893).
Η παραμονή του στην Αμερική και η δημοσίευση των επιστολών του στις πολωνικές εφημερίδες είχε ως αποτέλεσμα την εθνική αναγνώριση και ενδιαφέρον. Ο Bolesław Prus στο άρθρο του με τίτλο "Co p. Sienkiewicz wyrabia z piękniejszą połową Warszawy", που δημοσιεύθηκε στην Kurier Warszawski το 1880, αποτύπωσε πολύ καλά τη δημοτικότητα του συγγραφέα: "Όταν επέστρεψε από την Αμερική, σχεδόν κάθε κυρία περνούσε τους ψηλούς και όμορφους άνδρες για τον Σιενκιέβιτς. (...) Τελικά, όταν παρατήρησα ότι κάθε άνδρας είχε μαλλιά σαν του Σιενκιέβιτς και όλοι οι νέοι άνδρες, ένας προς έναν, άφησαν ένα βασιλικό γένι και προσπάθησαν να έχουν ένα αγαλματένιο και μελαψό πρόσωπο, συνειδητοποίησα ότι ήθελα να τον συναντήσω προσωπικά. (...) Από τη γωνία όπου κάθομαι, μπορώ να δω ότι ο χώρος είναι γεμάτος σχεδόν αποκλειστικά από το ωραίο φύλο. Μερικοί άνδρες, οι οποίοι ήταν εκεί για να διασκεδάσουν τις κυρίες ή για να γράψουν αναφορές, πέρασαν τόσο χρόνο στην παρέα των γυναικών ώστε άρχισαν να μιλούν στο θηλυκό γένος.
Το 1879, ο Σιενκιέβιτς έδωσε μία διάλεξη στο Λβιβ με τίτλο "Z Nowego Jorku do Kalifornii" (Από τη Νέα Υόρκη στην Καλιφόρνια). Έγραψε επίσης το θεατρικό έργο Na jedną kartę (Μία Μόνο Σελίδα), το οποίο ανέβηκε στο Λβιβ και στη Βαρσοβία (1879-1881). Το 1880, στο ξενοδοχείο Bazar στο Πόζναν, ανάγνωσε το μυθιστόρημα Za chlebem (Για Ψωμί), και την ίδια χρονιά έγραψε την ιστορική νουβέλα Niewola tatarska (Οι Αιχμάλωτοι των Τατάρων) και άρχισε να δουλεύει πάνω σ' ένα άλλο ιστορικό μυθιστόρημα, το Ogniem i Mieczem (Δια Πυρός και Σιδήρου).
Στις 18 Αυγούστου 1881 παντρεύτηκε τη Maria Szetkiewicz, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά: τον Henryk Józef και την Jadwiga Maria. Ωστόσο ο γάμος δεν κράτησε πολύ, επειδή η σύζυγός του πέθανε στις 18 Αυγούστου 1885.
Το 1882 ο Σιενκιέβιτς συνεργάστηκε με την ημερήσια συντηρητική εφημερίδα Słowo ως αρχισυντάκτης. Στην εφημερίδα αυτή δημοσιεύθηκε σε συνέχειες, από τις 2 Μαΐου 1883 έως την 1η Μαρτίου 1884, το Δια Πυρός και Σιδήρου. Το μυθιστόρημα δημοσιεύθηκε ταυτόχρονα και στην εφημερίδα της Κρακοβίας, Czas.
Το Δια Πυρός και Σιδήρου έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τους αναγνώστες (όπως και τα επόμενα δύο έργα της Τριλογίας). Πολλοί αναγνώστες έγραψαν στον Σιενκιέβιτς, ζητώντας πληροφορίες για τις επόμενες περιπέτειες των αγαπημένων τους χαρακτήρων. Το 1879 ένας δρόμος στο Ζμπάραζ της Ουκρανίας (ένα από τα μέρη όπου λαμβάνει χώρα η πλοκή του Δια Πυρός και Σιδήρου) πήρε το όνομα του Σιενκιέβιτς. Το 1900 οι πολίτες της πόλης δεν επέτρεψαν οικοδομικές εργασίες στα εδάφη της εκκλησίας, πιστεύοντας ότι ήταν ο τόπος όπου θάφτηκε ο Λόνγκιν (ένας από τους φανταστικούς χαρακτήρες του Δια Πυρός και Σιδήρου). Το μυθιστόρημα έχει επίσης προσαρμοστεί για τη σκηνή. Το 1884 ο Jacek Malczewski πραγματοποίησε έκθεση ζωντανών πινάκων εμπνευσμένων από το Δια Πυρός και Σιδήρου. Το μυθιστόρημα δέχθηκε και αρνητικές κριτικές καθώς επισημάνθηκε, όχι άδικα, ότι μερικά από τα ιστορικά στοιχεία και γεγονότα έχουν διαστρεβλωθεί.
Ο Σιενκιέβιτς ξεκίνησε να γράφει το δεύτερο μέρος της Τριλογίας του, με τίτλο Potop (Ο Κατακλυσμός). Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο τίτλος παραπέμπει στη μάζα των ανθρώπων που προσπαθούσαν να σταματήσουν τη σουηδική εισβολή. Ο Κατακλυσμός δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Słowo από τις 23 Δεκεμβρίου 1884 έως τις 2 Σεπτεμβρίου 1886. Το μυθιστόρημα έγινε γρήγορα best-seller και εδραίωσε τη θέση του Σιενκιέβιτς στην κοινωνία. Ενώ ο Σιενκιέβιτς έγραφε τον Κατακλυσμό, η σύζυγός του, Maria Szetkiewicz, πέθανε από φυματίωση και γι' αυτό ήταν μία δύσκολη εποχή για τον συγγραφέα. Μετά το θάνατο της Μαρίας, ο Σιενκιέβιτς πήγε στην Κωνσταντινούπολη (μέσω Βουκουρεστίου και Βάρνας) απ' όπου έγραφε αναφορές. Μετά την επιστροφή του στη Βαρσοβία, έκανε την εμφάνισή του το τρίτο μέρος της Τριλογίας, ο Pan Wołodyjowski (Παν Μιχαήλ Βολοντυγιόφσκι). Το μυθιστόρημα δημοσιεύθηκε στη Słowo από το Μάιο του 1887 έως το Μάιο του 1888 και γυρίστηκε σε ταινία το 1968.
Η Τριλογία έκανε τον Χένρικ Σιενκιέβιτς τον πιο πολυδιαβασμένο και γνωστό Πολωνό μυθιστοριογράφο. Ο συγγραφέας Stefan Żeromski έγραψε στα Ημερολόγιά του: "Στην περιοχή του Σάντομιερζ έγινα ο ίδιος μάρτυρας του γεγονότος ότι όλοι, ακόμα κι εκείνοι που συνήθως δεν διαβάζουν, ρωτούσαν για τον Κατακλυσμό". Ο Σιενκιέβιτς έλαβε, ως αναγνώριση των επιτευγμάτων του, 15.000 ρούβλια από έναν άγνωστο θαυμαστή, ο οποίος υπέγραψε ως Μιχαήλ Βολοντυγιόφσκι (όνομα χαρακτήρα της Τριλογίας). Ο συγγραφέας χρησιμοποίησε αυτά τα χρήματα για να ανοίξει ένα ταμείο υποτροφιών (στο όνομα της συζύγου του), που απευθυνόταν σε καλλιτέχνες που έπασχαν από φυματίωση.
Το 1888 ο Σιενκιέβιτς πήγε στην Ισπανία. Το 1890 συμμετείχε στη διοργάνωση του Έτους του Μιτσκιέβιτς. Στα τέλη του 1890 πήγε στην Αφρική, γεγονός που απέφερε τη συγγραφή του Listy z Afryki (Γράμματα από την Αφρική). Το 1891 εκδόθηκε σε βιβλίο το μυθιστόρημα Bez dogmatu (Χωρίς Δόγμα), που είναι μία ψυχολογική έρευνα της ζωής του 19ου αιώνα. Νωρίτερα, από το 1889 έως το 1890, το μυθιστόρημα δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στη Słowo. Το 1892 ο Σιενκιέβιτς υπέγραψε συμφωνία για άλλο ένα μυθιστόρημα, το Rodzina Połanieckich (Τα Παιδιά του Δρόμου), το οποίο τυπώθηκε σε βιβλίο το 1895 και είχε κι αυτό ψυχολογικό περιεχόμενο.
Το 1893 ο Σιενκιέβιτς ξεκίνησε προετοιμασίες για το επόμενο μυθιστόρημά του, το Quo Vadis (Κβο Βάντις, στα ελληνικά σημαίνει "που πηγαίνεις"). Η περίοδος εκείνη συνδέθηκε με την εντατική δουλειά του σε διάφορα μυθιστορήματα. Η Maria Romanowska, θετή κόρη ενός πλούσιου από την Οδησσό ονόματι Wołodkowicz, μπήκε στη ζωή του συγγραφέα και στις 11 Νοεμβρίου 1893 παντρεύτηκαν, αλλά σύντομα η νύφη άφησε τον συγγραφέα και ο Σιενκιέβιτς έλαβε την παπική έγκριση για τη διάλυση του γάμου.
Το καλοκαίρι του 1894, στο Ζακόπανε, ο Σιενκιέβιτς παρουσίασε κάποια αποσπάσματα από το νέο του μυθιστόρημα Krzyżacy (Τεύτονες Ιππότες), το οποίο μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο το 1960. Το Φεβρουάριο του 1895 έγραψε τα πρώτα κεφάλαια του Κβο Βάντις, για τα οποία είχε συλλέξει υλικό από το 1893, με θέμα τις πρώτες μέρες του Χριστιανισμού, όταν στη Ρώμη βασίλευε ο Νέρων. Το μυθιστόρημα άρχισε να δημοσιεύεται το Μάρτιο του 1895 σε διάφορες πολωνικές εφημερίδες: Gazeta Polska στη Βαρσοβία, Czas στην Κρακοβία και Dziennik Poznański στο Πόζναν. Η δημοσίευση σταμάτησε στα τέλη του Φεβρουαρίου του 1896 και γρήγορα ακολούθησε η έκδοση του μυθιστορήματος σε βιβλίο. Το μυθιστόρημα έγινε εξαιρετικά δημοφιλές σε όλη την Ευρώπη. Μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, μεταξύ των οποίων στα αραβικά και στα ιαπωνικά. Η δημοτικότητα του Κβο Βάντις εκείνη την εποχή υποστηρίχθηκε και από το γεγονός ότι στα άλογα που συμμετείχαν στο Grand Prix στο Παρίσι δόθηκαν ονόματα χαρακτήρων από το βιβλίο. Το μυθιστόρημα επανειλημμένα μεταφέρθηκε στη θεατρική σκηνή και στον κινηματογράφο.
Το 1900 το πολωνικό κράτος δώρισε στον Σιενκιέβιτς ένα κτήμα ως αναγνώριση του καλλιτεχνικού του έργου. Την ίδια χρονιά, του απονεμήθηκε ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορα από το Πανεπιστήμιο της Κρακοβίας.
Ο Σιενκιέβιτς αναμείχθηκε σε διάφορα κοινωνικά θέματα. Το 1901 έκανε μία έκκληση για τα παιδιά στη Βζέσνια. Το 1906 κάλεσε τους συμπατριώτες του στις Η.Π.Α. να βοηθήσουν τον κόσμο που πεινούσε στο Βασίλειο της Πολωνίας.
Εν τω μεταξύ, το 1904, παντρεύτηκε την ανιψιά του, Maria Babska, και το 1905 κέρδισε βραβείο Νόμπελ για τα επιτεύγματά του ως επικός συγγραφέας. Συχνά λέγεται λανθασμένα ότι ο Σιενκιέβιτς έλαβε βραβείο Νόμπελ για το Κβο Βάντις ενώ στην πραγματικότητα το έλαβε "για την εξαιρετική αξία του ως επικός συγγραφέας", αν και το Κβο Βάντις τού έφερε ίσως την ευρύτερη διεθνή αναγνώριση[3]. Στην ομιλία του κατά τη διάρκεια της απονομής, ο Σιενκιέβιτς είπε ότι η τιμή ήταν ιδιαίτερα πολύτιμη για έναν γιο της Πολωνίας, λέγοντας: "Ανακοινώθηκε ο θάνατός της -αλλά εδώ είναι μία απόδειξη ότι ζει ακόμα. Ανακοινώθηκε η ήττα της - και εδώ είναι η απόδειξη ότι είναι νικήτρια."
Στη συνέχεια έγραψε το μυθιστόρημα Na polu chwały (Στο Πεδίο της Δόξας), το οποίο προοριζόταν ως η αρχή μίας τριλογίας. Το 1910 ένα άλλο μυθιστόρημα, με τίτλο W pustyni i w puszczy (Στην Ερημιά και τον Αγριότοπο), δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα Kurier Warszawski.
Μετά το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Σιενκιέβιτς έφυγε για την Ελβετία, όπου μαζί με τον πιανίστα και μετέπειτα πρωθυπουργό της Πολωνίας, Ιγνάτιο Παντερέφσκι, ίδρυσαν μία επιτροπή αρωγής των θυμάτων του πολέμου. Στις 15 Νοεμβρίου 1916 ο Χένρικ Σιενκιέβιτς απεβίωσε στο Βεβέ της Ελβετίας όπου και θάφτηκε. Το 1924, αφού η Πολωνία ανέκτησε την ανεξαρτησία της, οι στάχτες του συγγραφέα επαναπατρίστηκαν στη Βαρσοβία και τοποθετήθηκαν στην κρύπτη του Καθεδρικού Ναού.
Ο Σιενκιέβιτς ήταν ιππότης της γαλλικής Λεγεώνας της Τιμής.
Κριτική Ο Χένρικ Σιενκιέβιτς είδε τη χώρα του να δυστυχεί και να στενάζει κάτω από το βάρος του κατακτητή, και τα βιβλία του ήταν ένας αντίλαλος της απεγνωσμένης φωνής της ξεχασμένης Πολωνίας. Ξεπέρασε τα σύνορα της πατρίδας του και ακούστηκε σε όλο τον κόσμο. Τα έργα του διαβάστηκαν παντού και συνέτειναν όχι μόνο στο να γίνει ο ίδιος διάσημος αλλά και να θυμηθεί ο κόσμος πως υπήρχε ακόμα μία Πολωνία.
Ο Σιενκιέβιτς βρίσκεται στην πρώτη σειρά των Ευρωπαίων μυθιστοριογράφων ως αυθεντία στο ιστορικό αισθηματικό διήγημα. Ήταν επίσης από τους πρώτους Πολωνούς συγγραφείς που καταπιάστηκε με βουκολικά θέματα. Είχε μεγάλη ευστροφία στο γράψιμό του και τα κατάφερνε εξίσου περίφημα με τα μικρά ή μεγάλα διηγήματα, και τα κοινωνικά ή ιστορικά μυθιστορήματα. Επίσης, τα γράμματα που έστειλε από την Αμερική και την Αφρική συγκαταλέγονταν ανάμεσα στα καλύτερα ταξιδιωτικά βιβλία.
Οι πατριωτικές προσπάθειες του Σιενκιέβιτς τον έκαναν να κερδίσει μία εξέχουσα θέση στις καρδιές των συμπατριωτών του. Αυτόν διάλεξαν για αντιπρόσωπό τους και μοναδικό εκφραστή των εθνικών τους πόθων, όταν η Πολωνία ήταν κάτω από την κυριαρχία της Ρωσίας, Πρωσίας και Αυστρίας. Με ανοιχτές επιστολές έκανε έκκληση σ' όλο τον κόσμο να βοηθήσουν την πατρίδα του που υπέφερε τα πάνδεινα από τους δυνάστες της, και απευθυνόταν σε όλες τις κυβερνήσεις της Ευρώπης και τους μεγάλους πολιτικούς ζητώντας τους να σταματήσουν τις αδικίες και τα μαρτύρια που διαπράττονταν στην Πολωνία[4].Πηγή: BΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

ΑΝΤΑΜ ΜΙΤΣΚΙΕΒΙΤΣ από τον Παντελή Μπουκάλα

Ο Άνταμ Μπέρναρντ Μιτσκιέβιτς (Adam Bernard Mickiewicz, Ζαόσιε, Νάβαχρουντακ, Ρωσική Αυτοκρατορία, 24 Δεκεμβρίου 1798Κωνσταντινούπολη, 26 Νοεμβρίου 1855) ήταν Πολωνός συγγραφέας και εθνικός ποιητής της Πολωνίας. 
Τα πρώτα χρόνια

Γιος του αριστοκράτη Μικολάι Μιτσκιέβιτς, δικηγόρου από το Νόβγκοροντ, μιας μικρής πόλης στη σημερινή Λευκορωσία κατοικημένης κυρίως από Πολωνούς, κατεχομένης τότε από τη Ρωσική Αυτοκρατορία. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο Σχολείο των Δομινικανών και μετά φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Βίλνιους. Το 1817 συμμετείχε στη δημιουργία της πατριωτικής οργάνωσης των Φιλαρέτων, όπου έγραψε και το ποίημα «Ωδή στη νεότητα» το 1820. Μετά το πέρας των σπουδών του εργάστηκε ως δάσκαλος στο Πανεπιστήμιο του Κάουνας (18191823). Το 1822 γράφει το έργο "Οι Πρόγονοι" (Dziady), ένα είδος ρομαντικού δράματος, όπου συνδυάζει τη λαϊκή παράδοση και μια έμμονη προσήλωση στην υπόθεση της πολωνικής εθνικής απελευθέρωσης.
Το 1823 διώχτηκε για τη συμμετοχή του στους «Φιλαρέτους» και αναγκάστηκε σε εξορία από την Πολωνία στη Ρωσία και συγκεκριμένα στην Αγία Πετρούπολη. Το 1829 στην Πετρούπολη ήρθε σε επαφή με εκπροσώπους του κινήματος των Δεκεμβριστών και συγκεκριμένα με τους Κονσταντίν Ρίλεβ και Αλεξάντερ Μπεστούζεβ. Στην Αγία Πετρούπολη γνωρίστηκε και με το μεγάλο Ρώσο ποιητή Αλεξάντερ Σεργκιέβιτς Πούσκιν. Το 1829 έφυγε από τη Ρωσία.
Από την εξορία μέχρι το θάνατό του Μετά από μια περιπλάνηση σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, ο Μιτσκιέβιτς εγκαταστάθηκε το 1832 στη Γαλλία, όπου ήρθε σε επαφή με Πολωνούς πατριώτες που ζούσαν εξόριστοι στο Παρίσι, καταδιωκόμενοι από το τσαρικό καθεστώς για τη συμμετοχή τους στην Εξέγερση του 1831. Από το 1839 και για ένα χρόνο δίδαξε λατινικά στη Λοζάνη, ενώ την ίδια περίοδο ασχολήθηκε με τη συγγραφή πολιτικών κειμένων. Το 1840 διορίζεται καθηγητής Σλαβικής Φιλολογίας στο Γαλλικό Κολέγιο του Παρισιού. Την ίδια περίοδο ήρθε σε επαφή με τον Αντζέι Τοβιάνσκι (Andrezej Towianski), Πολωνό φιλόσοφο, μυστικιστή και ψευδοπροφήτη.Οι σχέσεις με τον Τοβιάνσκι έγιναν η αιτία απόλυσής του από το Κολέγιο το 1845.
Μνημείο του Άνταμ Μιτσκιέβιτς στην Κρακοβία Ιούλιος 2010
Το 1855 ο Μιτσκιέβιτς αφήνει το Παρίσι. Πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό τη δημιουργία Λεγεώνων για να βοηθήσει τους Γάλλους και τους Άγγλους που μάχονταν εναντίον της Ρωσίας στον Κριμαϊκό Πόλεμο. Κατά την παραμονή του στην οθωμανική πρωτεύουσα ασθένησε από χολέρα. Τα τελευταία του λόγια που μας μεταφέρει ο φίλος του Σλουζάλσκι ήταν: «Είθε να αγαπούν αλλήλους για πάντα». Η σωρός του Μιτσκιέβιτς μεταφέρθηκε αρχικά από την Κωνσταντινούπολη στο Παρίσι και το 1890 στην Κρακοβία, όπου φυλάσσεται σε ειδική κρύπτη στον Καθεδρικό Ναό των Αγίων Στανισλάου και Βεγκεσλάου στο κάστρο Βάβελ, όπου αναπαύονται και οι βασιλείς της πατρίδας του της περιόδου της Πολωνο-Λιθουανικής Συμπολιτείας. Πηγή: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Μίτσκιεβιτς! Άνταμ Μίτσκιεβιτς!
Θα πρέπει να ’πιασε στο βλέμμα μου ή στον τόνο της φωνής μου κάτι σαν επιφύλαξη ή δυσπιστία, κι έδωσε την απάντησή του επιθετικά κι απότομα· άλλη φορά, κοντά ένα μήνα που δούλευε στο σπίτι, σοβάδες, μπογιές, μερεμέτια, δεν είχε μιλήσει έτσι.
Παιδευόμουν με τις διορθώσεις κάποιου βιβλίου –ποιο, δεν θυμάμαι. Τρεις φορές αναφερόταν το όνομα του ποιητή, τρεις και οι εκδοχές της γραφής του στα ελληνικά, είναι γνωστός άλλωστε ο δαίμονας αυτός των μεταφραστηρίων, γνωστός κι επίμονος. Μίτσκεβιτς, Μίτσκιεβις και Μίκιεβιτς λοιπόν, αυτές τις εκδοχές πρόσφερε η μεταφραστική γραφίδα, αναποφάσιστη ή απλώς νωχελική. Και πώς ν’ αποφασίσεις τώρα, ποιον τρόπο άλλον να βρεις για να διαλέξεις εκτός από το κορόνα-γράμματα.
Ο Στέφανος, ο μάστορας, δεν έχει τρία ονόματα. Δύο μόνο, Στεπάν — το δικό του, του τόπου του. Και Στέφανος — το καινούργιο, της ξενιτιάς, ν’ ακούγεται οικείο στ’ αυτιά μας, να μην ξενίζει, κατά την εξελληνιστική συνήθεια που κατά κάποιον τρόπο ανταποκρίνεται στη συνήθεια των ξενιτεμένων Ελλήνων να μικραίνουν ή να εξαγγλίζουν το δικό τους όνομα.
«Πώς τον λένε τον εθνικό σας ποιητή;», τον ρώτησα με τα πολλά, με τη σκέψη πως ένας αυτήκοος μάρτυρας είναι ασφαλέστερος από μια εγκυκλοπαίδεια, που τα λήμματά της για ξένους, μάλλον ξένα θα ’ναι κι αυτά, μεταφρασμένα. Να υπέθεσε ότι τσεκάριζα τις γνώσεις του; Να πίστεψε πως ήθελα να τον τσιγκλήσω άλλη μια φορά για τη γλώσσα του και τα σύμφωνά της που δεν εκτελωνίζονται και δεν περνούν τα σύνορά μας, όπως είχα κάνει δυο βδομάδες πριν, όταν είχαμε πέσει σε κουβέντα για το πώς λέγεται στ’ αλήθεια ο Κριστόφ Βαζέχα του Παναθηναϊκού, πώς έγινε Βαζέχα ο Warzycha; Να θύμωσε στην ιδέα ότι τον ρωτάω βέβαιος κατά βάθος πως δεν θα λάβω απάντηση; Ό,τι και να ’ταν, μου απάντησε με τον ίδιο περήφανο θυμό που θ’ απαντούσε και κάποιος από μας αν τον ρωτούσε ξένος για το όνομα του εθνικού μας ποιητή.
— Μίτσκιεβιτς! Άνταμ Μίτσκιεβιτς! Τόσα βιβλία εδώ, δεν τον λένε;
Ντροπιάστηκα. Ντροπιάστηκα που κάτι πάνω μου του έδωσε την εντύπωση πως τον είχα υποτιμήσει. Κάτι αυθόρμητο, υποθέτω, αλλά το ξέρουμε δα πόσο άγριος φυλετιστής είναι ο αυθορμητισμός. «Αυθόρμητα», υποθέτουμε ότι ένας μπογιατζής (Έλληνας ή ξένος, η αλήθεια είναι ότι εδώ δεν χωρούν διαφορές) είναι μόνο μπογιατζής, γεννημένος μπογιατζήςς. «Αυθόρμητα» επίσης, και για να τηρούνται οι αποστάσεις, το πάνω και το κάτω, το μέσα και το έξω, εμείς οι ένδημοι δεν μαθαίνουμε ούτε μισή λέξη από τη γλώσσα των ξένων που μπαίνουν στη δούλεψή μας περιστασιακά, για μισό ή έναν μήνα, ή και μόνιμα σχεδόν· ένα «μιρουφπάσιμ» μοναχά μπορώ να ανακαλέσω, τον αλβανικό χαιρετισμό, αλλά κι αυτόν τον δανείστηκα από τον κινηματογράφο, δεν τον απέσπασα από τις τόσες μου επαφές με Αλβανούς, δεν ζήτησα να μου τον πούν και να τον μάθω. Ο μικρός πάντως έχει φέρει από τα γηπεδάκια της γειτονιάς κι από την αυλή του σχολείου κάμποσες ξένες λέξεις· «κοσμητικές» είναι οι περισσότερες, από αυτές που βγαίνουν πάνω στην τσαντίλα ή στο πείραγμα, αλλά είναι ένα βήμα. Κι οι ξένοι μας άλλωστε, με τα «κοσμητικά» μας αρχίζουν να μετέχουν στην παιδεία μας, είτε καλοπληρωμένοι ποδοσφαιριστές είναι είτε ανειδίκευτοι της οικοδομής.
Άνοιξα λοιπόν τα βιβλία, εγκυκλοπαίδειες και ανθολογίες (κι εκεί ο ίδιος διχασμός στην απόδοση του ονόματος, ο ίδιος δαίμονας), αυτοτιμωρητικά μάλλον παρά για να επιβεβαιώσω την ορθή απόδοση του ονόματος ή για να φρεσκάρω τα λίγα, τα ελάχιστα που θυμόμουν για τον Άνταμ Μπέρναρντ Μίτσκιεβιτς, πως δηλαδή υπήρξε τέκνο του Διαφωτισμού κι αυτός, ο μεγαλύτερος ρομαντικός ποιητής της Πολωνίας και πρωτεργάτης της ιδέας του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος της πατρίδας του. Ντροπή πάνω στην ντροπή, συνειδητοποίησα πως όφειλα να θυμάμαι περισσότερα, και μόνο λόγω μιας ευλογημένης σύμπτωσης: Ο Μίτσικιεβιτς, γιος ευγενούς που είχε πτωχεύσει, γεννήθηκε το 1798, τη χρονιά δηλαδή που γεννήθηκε και ο δικός μας εθνικός ποιητής, ο δικός μας κόντες. Και πέθανε το 1855, από τη χολέρα που τον χτύπησε στην Κωνσταντινούπολη, στη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου, δύο χρόνια πριν πεθάνει ο Διονύσιος Σολωμός.
Στίχους πολλούς δικούς του, μεταφρασμένους στα ελληνικά, δεν βρήκα. Λίγοι είναι, μαζί με το ποίημα «Η Λιτανεία των προσφύγων», μεταφρασμένο από τον Τάκη Μπαρλά. Τους έδειξα στον Στεπάν, στον Γιούρι, στον Γιάτσεκ, στον Κριστόφ, στον Άνταμ, κάπως σαν αίτηση συγγνώμης:

«Και λύτρωσέ μας, Κύριε.
Όλων των στρατιωτών θυμήσου το αίμα, που πέσανε στον πόλεμο για την ελευθερία και την πίστη.
Και λύτρωσέ μας, Κύριε.
Θυμήσου τις πληγές, τα δάκρυα και τους πόνους όλων των αιχμαλώτων, όλων των εξορίστων και των Πολωνών προσφύγων.
Και λύτρωσέ μας, Κύριε.
Δώσε μας τον παγκόσμιο πόλεμο για την ελευθερία των λαών.
Δεόμεθά σου, Κύριε.»
Κύριε;
Παντελής Μπουκάλας, «Η λιτανεία των προσφύγων», περ. Η λέξη, τχ. 184 (Απρ.-Ιούν. 2005) 194-195