Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

17.4.16

ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Κ.Ο.Μ. ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ ΡΑΦΑΗΛΙΔΗ μέρος δ'

Βασίλης Ραφαηλίδης – Το δικαίωμα στην τεμπελιά

Το δικαίωμα στην τεμπελιά είναι θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα. Παραδόξως, δεν συμπεριλαμβάνεται στη λίστα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, παρά το γεγονός πως όλοι οι κοινωνικοί αγώνες γίνονται για να έχει ο άνθρωπος στη διάθεσή του περισσότερο ελεύθερο χρόνο. Δηλαδή, να μπορεί να είναι περισσότερο τεμπέλης.

Επιπροσθέτως, το δικαίωμα στην τεμπελιά είναι ουσιώδες μαρξιστικό δόγμα. Έγιανα φανατικός μαρξιστής από τότε που διάβασα το "Δικαίωμα στην τεμπελιά" του Πωλ Λαφάργκ, γαμπρού του Μαρξ. Άλλωστε η δουλειά διαφέρει απ’ τη δουλεία μόνο κατά ένα τόνο. Το σύνθημα, λοιπόν, "χαρά και εργασία" είναι είτε για προσκόπους, είτε για ηλίθιους. Εκτός κι αν αναφερόμαστε στην εργασία που κάνει κανείς ελεύθερα και αβίαστα, σε χρόνο που επιλέγει αυτός χωρίς την επιτήρηση του ξυπνητηριού που κρέμεται πάνω απ’ το κεφάλι σα δαμόκλεια σπάθη, που μας αποκεφαλίζει κάθε μέρα πλην Κυριακών και εορτών.
Προσωπικά προτιμώ την πείνα από το ξυπνητήρι (που λέει ο λόγος). Και πάντα αναρωτιόμουν πώς διάολο γίνεται και οι κομουνιστές άρχοντες επαινούν τόσο εμφατικά την εργασία. Και πάντα έβρισκα πολύ λογικό που στη Ρωσία δεν αγαπούν την εργασία. Οι μάζες κατανοούν αυτομάτως την αξία και τη σημασία της τεμπελιάς. Ο Μαρξ άλλωστε δεν ήταν που είπε πως ο άνθρωπος πρέπει να ξεφύγει κάποτε από τη δουλεία της δουλειάς? Ε αυτό έγινε στη Σοβ. ένωση. Οι μάζες ξέφυγαν απ’ τη δουλεία της δουλειάς. Λίγο πρόωρα πάντως, γιατί ο Μαρξ διευκρινίζει πως αυτό θα γίνει δυνατό μόνο μέσα απ΄τη δουλειά. Αφού δηλαδή δουλέψουμε τόσο, όσο χρειάζεται για να εμφανιστεί η εντελώς αναγκαία στον κομουνισμό κοινωνία της αφθονίας
Ωστόσο, άλλο πράγμα είναι η εργασία κι άλλο η "σοσιαλιστική εργασία". Η σοσιαλιστική εργασία είναι μια εφεύρεση του Στάλιν, που βοηθάει στο να ξεπεραστεί μια θεωρητική δυσκολία: Ο Μαρξ ονειρεύεται τη μακάρια εποχή κατά την οποία ο καθένας θα παράγει κατά τις δυνάμεις του και θα αμείβεται κατά τις ανάγκες του. Κατά τις δυνάμεις μου σημαίνει χωρίς ζόρισμα. Κατά τις ανάγκες μου σημαίνει χωρίς πολλές και κυρίως χωρίς ηλίθιες ανάγκες. Κι ένας που αγαπάει τα βιβλία δεν έχει ούτε πολλές ούτε ηλίθιες ανάγκες. Συνεπώς, ο διανοούμενος είναι κομουνιστής ακόμα κι αν δεν το ξέρει. Άρα ο κομουνισμός θα εγκαθιδρυθεί αυτομάτως όταν όλοι αγαπήσουν το βιβλίο. Κι όταν γυμνάσουν τον κώλο τους τόσο, όσο χρειάζεται για να μπορούν να κάθονται και σε καρέκλα που δεν είναι της ταβέρνας. Οι κοσμικοί κι οι ταβερνόβιοι δεν έχουν τις προϋποθέσεις να γίνουν κομουνιστές.
Η σοσιαλιστική εργασία λοιπόν, ουδόλως διαφέρει απ΄την καπιταλιστική εργασία. Απλώς, οι πονηροί έβαλαν το επίθετο σοσιαλιστική μπροστά για να κάνουν ανεκτή την δια της εργασίας εκμετάλλευση στο όνομα του χωρίς εκμετάλλευση καλύτερου κόσμου που όλο κινάει νάρθει κι όλο μένει στο δρόμο από λάστιχο. Όσο για τον σταχανοβισμό, αυτόν άστον καλύτερα να πάει στο διάολο. Πιο σατανική και πιο αντιμαρξιστική εφεύρεση θα ήταν αδύνατο να υπάρξει. (…)
Βασίλης Ραφαηλίδης - Το δικαίωμα στην τεμπελιά" -Μνημόσυνο για έναν ημιτελή θάνατο
Πηγήboulgarim

Β.Ραφαηλίδης – Το “έπος” του Πολυτεχνείου

Ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης, γνωστός και ως «πίθηκος», ήταν πολύ άτυχος. Διορίστηκε Πρωθυπουργός την 8η Οκτωβρίου 1973, και ενάμισι, μήνα μετά την ορκωμοσία του, εκδηλώνεται η εξέγερση του Πολυτεχνείου.


Ήρθε στην εξουσία υποτίθεται για να εκτονώσει την κατάσταση και να κατασιγάσει τα πάθη μετά την εξέγερση της Νομικής αλλά τα πάθη φούντωσαν εντελώς απροσδόκητα στο Πολυτεχνείο από την 14η Νοεμβρίου 1973 που αρχίζει η κατάληψη, μέχρι τη νύχτα του Σαββάτου προς Κυριακή της 17ης Νοεμβρίου, που τα τανκς θα σπάσουν την πόρτα και θα καταστείλουν την αυθόρμητη, αυτοκαθοδηγούμενη και ακαθοδήγητη απ’ τα κόμματα φοιτητική εξέγερση.
Σιγά σιγά, τις τρεις μέρες που κρατάει ο ξεσηκωμός, πλήθη λαού θα κατακλύσουν τον πέριξ του Πολυτεχνείου χώρο, περισσότερο για να συμπαρασταθούν βουβά στους φοιτητές, παρά για να αντισταθούν στη χούντα. Όμως, το μήνυμα που θα σταλεί προς τη χούντα εκτός από σαφές είναι και αιματηρό. Είναι κάμποσοι αυτοί που «πέφτουν» όχι ηρωικά αλλά από αδέσποτες και από σφαίρες που ρίχνουν στο ψαχνό οι δύστυχοι επίστρατοι προς τρομοκράτησιν.
Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί η εξέγερση του Πολυτεχνείου ονομάστηκε έπος. Τούτη η αυθόρμητη παθητική αντίσταση στη χούντα έχει μάλλον έναν λυρικό παρά έναν επικό χαρακτήρα. Και η επέλαση των τανκς. κατά των νεαρών αόπλων έχει περισσότερη σχέση με γκραν γκινιόλ μέσα στη νύχτα παρά με έπος.
Η σημαντικότερη συνέπεια του «έπους» του Πολυτεχνείου, είναι το γεγονός πως η ημέρα της πτώσης του, η 17η του Νοέμβρη, χάρισε το όνομά της στην οργάνωση «17 Νοέμβρη». Επίσης, το «έπος» δημιούργησε εντελώς κατά λάθος μια «ηρωίδα», τη Μαρία Δαμανάκη, της οποίας ο ηρωισμός συνίσταται στην εκφώνηση απ’ το ραδιόφωνο των φοιτητών των συνθημάτων και των ανακοινώσεων της συντονιστικής επιτροπής. Πάντως, πολλοί είχαν την ευκαιρία να βάλουν υποψηφιότητα για πολιτικοί εκεί μέσα στο Πολυτεχνείο. Για τον Μίμη Ανδρουλάκη, τον Κώστα Λαλιώτη και τον Στέφανο Τζουμάκα, ηγετικά στελέχη της εξέγερσης, ο δρόμος προς τη Βουλή, την πολιτική σκηνή, το πολιτικό παρασκήνιο και την εν γένει ελληνική πολιτική αθλιότητα, ξεκινάει από κει. Πράγμα που σημαίνει πως για την ανανέωση της ελληνικής πολιτικής ζωής σήμερα, πρέπει ίσως να υπάρξει και ένα δεύτερο Πολυτεχνείο, και ένα τρίτο, και ένα τέταρτο, μέχρι που να πέσουν οι πολλές δημοκρατικότατες χουντίτσες που προήλθαν απ’ τη διάλυση της μεγάλης χούντας.
Ευτυχώς να λες που δεν μας προέκυψε και τρίτη εθνική εορτή, η 17η του Νοέμβρη, η «ημέρα του Πολυτεχνείου». Ευτυχώς που η οργάνωση «17 Νοέμβρη» οικειοποιήθηκε την ημερομηνία, ως σήμα κατατεθέν. Γιατί με τρεις εθνικές γιορτές για ένα έθνος που τείνει να γίνει κανένα, θα γινόμασταν ρεζίλι των σκύλων της ΕΣΑ αλλά και των άλλων, των κυρίως ειπείν συμπαθέστατων σκύλων.
Όπως και νάναι, το «έπος του Πολυτεχνείου» έγινε ένα ισχυρό αντιστασιακό άλλοθι για κείνους που για εφτά χρόνια λούφαζαν, και ξαφνικά έγιναν αντιστασιακοί εν μια νυκτί, καλά προφυλαγμένοι οι περισσότεροι απ’ την πολυκέφαλη μάζα που τους περιέβαλλε πανταχόθεν. Ευτυχώς που η οίηση και ο κομπασμός για ένα έπος ελάχιστα επικό, άρχισε να ξεφουσκώνει σιγά σιγά.
Από το βιβλίο του Βασίλη Ραφαηλίδη "Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους"

ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Κ.Ο.Μ. ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ ΡΑΦΑΗΛΙΔΗ μέρος γ'

Β.Ραφαηλίδης – Μα ποιοι είναι αυτοί οι Σκωτσέζοι τελικά;

Όποιος επιχειρήσει να μελετήσει την ιστορία της Αγγλίας, πρέπει πρώτα να διευκρινίσει μερικές εθνολογικές και γεωγραφικές έννοιες. Αλλο Αγγλία, άλλο Βρετανία, άλλο Μεγάλη Βρετανία, άλλο Βρετανικά νησιά, άλλο Ηνωμένο Βασίλειο, άλλο Βρετανική Αυτοκρατορία, άλλο Βρετανική Κοινοπολιτεία.

Ας αρχίσουμε από τα απλούστερα, τα γεωγραφικά:
Βρετανικά νησιά ονομάζονται όλα τα νησιά και νησάκια εκεί πάνω. Κάπου 5.000 τον αριθμό, της Ιρλανδίας συμπεριλαμβανομένης. Μεγάλη Βρετανία ονομάζεται το μεγαλύτερο απ’ αυτά τα νησιά, που λανθασμένα το λέμε Αγγλία τιμώντας έτσι υπέρ το δέον τους Αγγλους, που είναι μία μόνο από τις πολλές φυλές που συναποτελούν το σύνολο των κατοίκων του νησιού που λέγεται Μεγάλη Βρετανία. Ο όρος Μεγάλη Βρετανία είναι καθαρά γεωγραφικός. Τον χρωστάμε στους Ρωμαίους που βάφτισαν έτσι το νησί για να το ξεχωρίζουν απ’ τη Μικρή Βρετανία επί εδάφους γαλλικού. Βρετανία έλεγαν οι Ρωμαίοι την ακρότατη βορειοδυτική χερσόνησο της Γαλλίας, τη σημερινή γαλλική Βρετάνη. Όταν πέρασαν απ’ τη γαλλική Βρετανία (Βρετάνη) στο απέναντι μεγάλο νησί διαπίστωσαν πως οι κάτοικοι μιλούσαν γλώσσα παραπλήσια μ’ αυτήν που μιλούσαν οι κάτοικοι της Βρετάνης. Τούτη η γλώσσα θα ονομαστεί από τους γλωσσολόγους βρετανική. Η οποία όμως ελάχιστη σχέση έχει με τη σημερινή αγγλική, που δεν είναι βρετανική. Διότι η βρετανική είναι κελτική γλώσσα. Έτσι θα ονομαστεί η δεύτερη ομάδα της κελτικής γλώσσας, αυτή που μιλιέται ακόμα στη (γαλλική) Βρετάνη και στην (αγγλική) Ουαλία. Μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα η βρετανική μιλιόταν και στην Κορνουάλη, εκείνη τη μακρυά, μυτερή χερσόνησο στο νότο, που μοιάζει σαν πέλμα έτοιμο να πατήσει πάνω στη γαλλική Βρετάνη, στην άλλη μεριά της Μάγχης.

Η κελτική γλώσσα, εκτός απ’ τη βρετανική περιλαμβάνει και μια δεύτερη γλωσσική ομάδα, που λέγεται γαελική. Πρόκειται για τη σκωτική, την ιρλανδική και τη μανική (που μιλιέται στο νησί Μαν). Καμμιά απ’ παραπάνω πανάρχαιες κελτικές διαλέκτους δεν είναι ακριβώς όμοια με την άλλη. Πάντως όλες κατάγονται απ’ την αρχαία κελτική γλώσσα. Η οποία ουδεμία εμφανή σχέση έχει με τη σημερινή αγγλική, που είναι ένα κράμα κελτικής, γερμανικής και γαλλικής, εξού και οι περιπλοκές της τόσο όσον αφορά την ορθογραφία, όσο και τη φθογ-γολογία. Τίποτα πιο παλαβό απ’ τη γραφή και την προφορά της αγγλικής γλώσσας. Σημειώστε με την ευκαιρία πως η γαλλική πολύ λίγα πράγματα περισώζει απ’ την αρχαία κελτική, παρότι οι Γαλάτες, που έδωσαν το ρωμαϊκό (Gallia) και το ελληνικό (Γαλλία) όνομα στη χώρα, δεν ήταν παρά νότιοι Κέλτες. Πρόκειται για έναν λαό εξαιρετικά ξαπλωμένο και διασπαρμένο. Έφτανε από τις ευρωπαϊκές ακτές της Μεσογείου μέχρι τη Σκωτία και την Ιρλανδία αλλά και μέχρι το κέντρο της Μικράς Ασίας. Οι προς Γαλάτας επιστολές του Αποστόλου Παύλου απευθύνονται στους Γαλάτες (Κέλτες) της κεντρικής Μικράς Ασίας.
Οι Κέλτες, που ήταν ας πούμε πρώτα ξαδέρφια των δικών μας Αχαιών, πέρασαν στο νησί Μεγάλη Βρετανία από δυο μεριές. Από τη γαλλική Βρετάνη και από την Ιρλανδία, όπου έφτασαν νωρίτερα, πάλι απ’ τη Βρετάνη. Το γεγονός συνέβη την εποχή του σιδήρου, δηλαδή γύρω στο 1000 π.Χ. (Προσέξτε: ο όρος «εποχή του σιδήρου» είναι αν-θρωπολογικός και όχι ιστορικός. Αυτό σημαίνει πως έχει διαφορετική χρονική αξία στους διάφορους λαούς, ανάλογα με το πότε αρχίζει ο καθένας να χρησιμοποιεί τον σίδηρο για την κατασκευή εργαλείων. Σε μας εδώ, η εποχή του σιδήρου κυμαίνεται ανάμεσα στο 3000 και το 2000 π.Χ.).
Οι Κέλτες που πέρασαν απ’ το νησί που λέγεται Ιρλανδία στο νησί που λέγεται Μεγάλη Βρετανία, εγκαταστάθηκαν στη Σκωτία, κι αυτοί που πέρασαν απ’ τη γαλλική Βρετάνη, εγκαταστάθηκαν κατ’ αρχήν στην Κορνουάλη και στη συνέχεια στη γειτονική Ουαλία, λίγο βορειότερα. Πρέπει να πούμε εδώ πως στην Κορνουάλη, που τη γνώριζαν και οι Φοίνικες, υπάρχουν τα πλουσιότερα προϊστορικά αρχαιολογικά ευρήματα ολόκληρης της Ευρώπης, πράγμα που σημαίνει πως οι προϊστορικοί κάτοικοι του νησιού προτιμούσαν αυτή την πολύ εύφορη περιοχή, που είναι πάντα ο κύριος προμηθευτής σε οπωροκηπευτικά ολόκληρου του νησιού.

Πριν μιλήσουμε για το κράτος της Αγγλίας και στη συνέχεια για το κράτος του Ενωμένου Βασιλείου, που είναι κάτι το διαφορετικό τόσο απ’ το κράτος της Σκωτίας όσο και απ’ το κράτος της Αγγλίας, πρέπει να περιγράφουμε κατ’ αρχάς τον τρελό τρόπο με τον οποίο προέκυψε η Σκωτία, το αρχαιότερο κράτος του νησιού. Οι Σκώτοι, λοιπόν, όπως είπαμε, είναι Κέλτες κατά την καταγωγή. Αλλά δεν ονομάζονταν Σκώτοι από πάντα. Τα ονόματα Σκωτία και Σκώτοι προέκυψαν μόλις τον 11ο μ.Χ. αιώνα. Μέχρι τότε η Σκωτία διατηρούσε το ρωμαϊκό της όνομα: Καληδονία.
Πολύ αργότερα, όταν θα εμφανιστούν οι άγριοι τοπικιστικοί σοβινισμοί στο νησί της Μεγάλης Βρετανίας, θα προκύψει και η ανάγκη για ένα μοίρασμα στα δυο των Σκώτων, που αλληλοσφάζονταν μετά ζήλου μεγάλου. Πρόκειται για τους Χαϊλάντερς (ορεινοί Σκώτοι) και τους Λοουλάντερς (πεδινοί Σκώτοι). Οι βουνήσιοι και ολίγον τι πρωτόγονοι Χαϊλάντερς ακόμα και σήμερα θεωρούν τους εαυτούς τους γνήσιους Κέλτες. Και διεκδικούν σήμερα, μάλλον ηλιθίως και μάλλον επί ματαίω, την αυτονομία τους, όπως και οι Βρετόνοι στη Γαλλία. Που κι αυτοί μάλλον αεροκοπανάν σοβινιστικά. Ομως, οι σημερινοί καμπήσιοι Λοουλάντερς, άνθρωποι λιγότερο φολκλορικοί απ’ τους Χαϊλάντερς, χωρίς γκάιντες και σκωτσέζικες φούστες, είναι Σκωτσέζοι πολύ νορμάλ. Δηλαδή, ένα εθνολογικό μείγμα από Κέλτες, Σκανδιναβούς, Αγγλοσάξονες και Γάλλους, όπως όλοι οι σημερινοί Εγγλέζοι. Αν λέγονται ακόμα Σκωτσέζοι οι Λοουλάντερς είναι διότι κατοικούν στη Σκωτία. Όπως και μεις που λεγόμαστε Έλληνες διότι κατοικούμε στην Ελλάδα - κι αυτό είναι όλο. Όμως, οι εξ ημών κατά τον νου βουνήσιοι είναι «γνήσιοι» Έλληνες! Πώς λέμε γνήσια αντίκα; Έτσι περίπου.

Τον 4ο μ.Χ. αιώνα έρχονται στη περιοχή της σημερινής Σκωτίας και νεώτεροι εξ Ιρλανδίας Κέλτες, οι Πίκτοι. Που το 860 ο βασιλιάς των Σκώτων Κέννεθ θα τους υποτάξει και θα τους εξαφανίσει ως ευδιάκριτη εθνότητα. Πάντως, ως άθροισμα ανθρωπίνων όντων νοούμενοι, οι λαοί δεν εξαφανίζονται, απλώς αφομοιώνονται με άλλους λαούς. Οι Ρωμαίοι ωστόσο πολύ νωρίτερα τα βρίσκουν μπαστούνια με τους άγριους Σκώτους. Ωστόσο, ο στρατηγός Ιούλιος Αγκρίκολα τους νικάει το 84 π.Χ., τη χρονιά που οι Ρωμαίοι καταχτητές φτάνουν μέχρι τη Σκωτία. Όμως, τελικά, δεν καταφέρνουν να καθυποτάξουν ολοκληρωτικά αυτόν τον πολεμικό λαό. Κι έτσι, το 120 μ.Χ., ο Αδριανός χτίζει το περίφημο τείχος που φέρει το όνομά του, κόβοντας το νησί Μεγάλη Βρετανία στα δυο, ώστε να μην περνούν οι Σκώτοι στη γειτονική Αγγλία κάθε τόσο και τα κάνουν όλα ρημαδιό. Αυτός ο διανοούμενος και φιλέλλην αυτοκράτωρ, ο ίδιος που θα χτίσει στην Αθήνα, μεταξύ άλλων και την Πύλη του Αδριανού, πίστευε πως η Σκωτία εμποδίζει την Αγγλία να εκπολιτιστεί. Και είχε δίκιο.
Τον 8ο μ.Χ. αιώνα κανείς δεν ξέρει ποιος κυνηγάει ποιον στη Σκωτία. Σκώτοι, Πίκτοι, Αγγλοσάξονες, Λατίνοι απόγονοι των Ρωμαίων που ξέ-μειναν εκεί μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όλοι έχουν γίνει μαλλιά κουβάρια. Όμως, απ’ το 843 που ο βασιλιάς Κέννεθ ιδρύει το Βασίλειο της Σκόπιας, όλα ηρεμούν σιγά σιγά και η Σκωτία γίνεται με τον καιρό μια νοικοκυρεμένη χώρα, χάρη στις εξαιρετικές επιδόσεις των Σκωτσέζων στην οικονομία. Εξού και η παροιμιώδης τσιγγουνιά τους. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει, άλλωστε, πως ο δημιουργός της επιστήμης της πολιτικής οικονομίας, ο Άνταμ Σμιθ, ήταν Σκοτσέζος.

Και ναι μεν οι λαοί της αρχαίας Σκωτίας ηρεμούν, οι βασιλιάδες όμως που τους έκαναν να ηρεμήσουν με το μαστίγιο, αρχίζουν να σφάζονται μεταξύ τους με τρόπο που δεν θα τον γνωρίσει η ιστορία πουθενά αλλού στον κόσμο. Είναι να μην εμφανιστεί ένας βασιλιάς, γιατί άπαξ και εμφανιστεί, ένας δεύτερος θ’ αρχίσει αμέσως να εποφθαλμιά το θρόνο. Και ο σκωτσέζικος θρόνος είναι απ’ τους πιο ματοβαμένους. Έτσι, δίπλα στην πρώτη βασιλική δυναστεία των Κέννεθ, έρχεται και κολλάει στα γρήγορα μια δεύτερη, των Ντάνκαν. Η ιστορία των απογόνων και των δύο δυναστειών θα αποτελέσει την αφορμή για να γραφεί το σπουδαιότερο λογοτεχικό κείμενο πάνω στο πρόβλημα της λύσσας για την εξουσία: ο Μάκβεθ του Σαίξπηρ, μια τραγωδία εντελώς σπαραχτική και βουτηγμένη σε σκωτσέζικο αίμα απ’ την πρώτη μέχρι την τελευταία αράδα. Ο Μάκβεθ γράφηκε απ’ τον μεγάλο άγγλο ποιητή το 1605 ή το 1606. Η πραγματική, σχεδόν μέχρι την τελευταία της λεπτομέρεια ιστορία της τραγωδίας αναφέρεται στον ομώνυμο σκωτσέζο βασιλιά. Που ήταν γιος του ηγεμόνα του Μορέμπ. Που τον δολοφόνησε ο ανεψιός του το 1020. Ο δολοφόνος έγινε βασιλιάς με το όνομα Μάλκομ Β'. Το 1040 τον δολοφόνο βασιλιά διαδέχεται ο Ντάνκαν. Ο Μάκβεθ, αντί να σκοτώσει τον δολοφόνο του πατέρα του, τον πανίσχυρο βασιλιά Μάλκομ σκοτώνει τον αθώο και ήρεμο ανεψιό και διάδοχό του, τον Ντάνκαν. Και του αρπάζει το στέμμα. Που προσπαθούν να το αρπάξουν κι αυτουνού πεντέξι υποψήφιοι βασιλιάδες. Τελικά, όμως, καταφέρνει να το αρπάξει ο γιος του Ντάνκαν που γίνεται βασιλιάς με το όνομα Μάλκομ Γ' σκοτώνοντας τον Μάκβεθ. Αλλά μέχρι να συμβεί αυτό το 1058, ο Μάκβεθ και η τρομερή σύζυγός του λαίδη Μάκβεθ, ζουν έναν πραγματικό εφιάλτη, βουτηγμένοι μέσα στις τύψεις, μέχρι που πρώτα θα πεθάνει η λαίδη από τρόμο, τη στιγμή που ξυπνάει ένα βράδυ ύστερα από ένα εφιαλτικό όνειρο. Η μεγαλοφυία του Σαίξπηρ βρήκε στη σκωτσέζικη ιστορία το τέλειο πρότυπο του αδίστακτου αγώνα για την εξουσία. Κι όποιος θέλει να απαλλαγεί απ’ τον πειρασμό να γίνει εξουσιαστής, προκειμένου να ορίζει σα Θεός τη μοίρα των άλλων, δεν έχει παρά να διαβάσει τον Μάκβεθ για να του κοπεί κάθε όρεξη. Δυστυχώς, οι υποψήφιοι εξουσιαστές προτιμούν να διαβάζουν Μακια-βέλι και όχι Σαίξπηρ.
Στην εποχή της βασιλείας του δολοφόνου του Μάκβεθ, του Μάλκομ Γ, οι Σκωτσέζοι υιοθετούν την αγγλική γλώσσα. Μέχρι τότε μιλούσαν κελτικά. Υιοθετούν επίσης τα αγγλικά ήθη των γερμανικής καταγωγής γειτόνων τους, των Αγγλοσαξόνων, ή Αγγλων σκέτα, όπως θα ονομαστούν τελικά όλοι οι γερμανογενείς λαοί της Μεγάλης Βρετανίας εξαι-τίας της κυριαρχίας των Αγγλων πάνω στις άλλες δυο γερμανικές φυλές, τους Σάξονες και τους Γιούτους. (Οι Γιούτοι δεν πήραν μέρος στη δημιουργία του σύνθετου ονόματος Αγγλοσάξονες για λόγους γλωσσικής οικονομίας. Για τους Αγγλοσάξονες και τη χώρα τους, την Αγγλία, θα μιλήσουμε στο επόμενο κεφάλαιο, αφού ξεμπερδέψουμε με τους μπερδεμένους Σκωτσέζους, που μέχρι τον 11ο αιώνα δεν είχαν καμιά ουσιαστική σχέση με τους γερμανικής καταγωγής και προελεύσεως Αγγλοσάξονες).

Το 1745 οι Χαϊλάντερς (ορεινοί Σκώτοι) θυμούνται ξαφνικά πως απ’ τον 11ο αιώνα η Σκωτία αρχίζει να αγγλοποιείται με ολοένα και πιο γρήγορο ρυθμό και επαναστατούν διεκδικώντας τη σκωτική τους γνησιότητα και φυσικά την ανεξαρτησία της Σκωτίας. Πρώτη φορά τότε σκέφτονται, τα ξεφτέρια, πως είναι λαός διαφορετικός απ’ τους Αγγλοσάξονες, αν και λίγο νωρίτερα, το 1707, τα δυο βασίλεια, αυτό της Σκωτίας και το άλλο της Αγγλίας, θα ενωθούν σε ένα, που θα ονομαστεί Ενωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας (δηλαδή της Αγγλίας και της Σκωτίας). Που αργότερα, με την προσάρτηση του Ώλστερ (Βόρεια Ιρλανδία) θα πάρει το πλήρες, το επίσημο σημερινό όνομά του: Ενωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας.
Περιττό να πούμε πως οι επαναστατημένοι Χαϊλάντερς ηττώνται την ίδια κιόλας χρονιά που επαναστατούν διεκδικώντας την αυτονομία τους. Και το αστείο είναι πως τους πολεμούν όχι μόνο οι Αγγλοσάξονες αλλά και οι ομόφυλοί τους, οι πεδινοί Σκώτοι, οι Λοουλάντερς. Που ως νοήμονες άνθρωποι, απ’ τον 11ο αιώνα κιόλας είχαν καταλάβει πως θα ήταν αδύνατο να μη μπερδευτούν δυο λαοί που ζουν σ’ ένα νησί, μη δυ-νάμενοι να διασκορπιστούν, πολύ περισσότερο όταν δεν τους χωρίζει κάποιο θρησκευτικό δόγμα, όπως τους βόρειους Ιρλανδούς, που είναι προτεστάντες, απ’ τους νότιους Ιρλανδούς, που είναι καθολικοί.
Αξίζει να σημειωθεί πως η ένωση των δύο βασιλείων, της Αγγλίας και της Σκωτίας, έγινε από τη βασίλισσα Αννα Στιούαρτ, που αν και Σκωτσέζα, ήταν βασίλισσα της Αγγλίας πριν απ’ την ένωσή της με τη Σκόπια. Τόσο πολύ και τόσο φυσιολογικά είχαν ήδη μπλεχτεί τα εθνολογικά πράγματα στο νησί πριν απ’ το 1707 που γίνεται η ένωση των δύο βασιλείων. Σημειώστε ακόμα κάτι πολύ σημαντικό για την εθνολογική συγκρότηση της Σκωτίας, η ιστορία της οποίας μέχρι το 1707 εξελίσσεται ανεξάρτητα απ’ την ιστορία της Αγγλίας: Τον 9ο αιώνα, οι Σκώτοι ζητούν τη βοήθεια των γειτόνων τους Σαξόνων για να αντιμετωπίσουν τους Πίκτες, που ήταν Κέλτες, όπως και οι Σκώτοι. Κυνηγημένοι οι κέλτες Πίκτες από τους κέλτες Σκώτους, που μάχονται παρέα με τους γερμανικής καταγωγής Σάξονες καταφεύγουν στα βουνά. Πιθανώς οι βουνήσιοι σημερινοί Χαϊλάντερς να είναι φυλετικοί απόγονοι των Πίκτων και οι Λοουλάντερς των αρχαίων Σκώτων.

Κι ένα τελευταίο σκωτσέζικο παράδοξο. Όταν το 1066 οι νορμανδοί Γάλλοι εισβάλλουν στο νησί Μεγάλη Βρετανία υπό τον Γουλιέλμο τον Καταχτητή για να ξεμείνουν τελικά εκεί οι περισσότεροι και να αφομοιωθούν τελικά μ’ όλους τους προγενέστερα ελθόντες λαούς, οι Αγγλοσάξονες καταφεύγουν στα σκωτικά όρη και μπερδεύονται φυλετικά με τους Σκώτους χωρίς καμιά δυσκολία. Πράγμα που σημαίνει πως οι βουνήσιοι Χαϊλάντερς, που διεκδικούν σήμερα τη σκωτσέζικη αυτονομία τους είναι τουλάχιστον κατά το ήμισυ γνησιότατοι Αγγλοσάξονες. Αλλά πιστεύουν πως είναι οι γνησιότεροι Σκωτσέζοι που θα μπορούσαν να υπάρξουν στη Σκωτία. Κι αυτός είναι ο λόγος που επιμένουν να διαφοροποιούνται ενυδυματολογικά οι Χαϊλάντερς φορώντας εκείνες τις παρδαλές φούστες. Τι θα λέγατε αν και οι δικοί μας «γνήσιοι» Έλληνες κυκλοφορούσαν σήμερα με φουστανέλλα; Αλλωστε, το είχε προτείνει και ο Μακρυγιάννης. Αν τους βάλουμε να φυσούν και μια σκωτσέζικη γκάιντα θα αναπτύξουμε έτι περαιτέρω τον τουρισμό μας.
Κλείνουμε μ’ ένα ακόμα καλαμπούρι με γλωσσικές επιπτώσεις. Ο καταφάνερος παραλογισμός του πληθυντικού ευγενείας προέκυψε στην Αγγλία λίγο μετά το 1066, τότε που οι νιοφερμένοι Γάλλοι του Γουλιέλμου του Καταχτητή βλέπουν τους αγγλοσάξονες φεουδάρχες να μιλούν στον πληθυντικό στους κολλήγους και οι κολλήγοι να μιλούν στον πληθυντικό στους φεουδάρχες. Δεν κατάλαβαν, οι ανόητοι, πως απευθύνονταν ο ένας στον άλλο σαν εκπρόσωποι ομάδων, ο φεουδάρχης της φαμίλιας του και ο κολλήγος των υποταχτικών. Νόμισαν πως έτσι μιλούν οι πολιτισμένοι άνθρωποι. Κι εκείνον τον καιρό οι Αγγλοσάξονες ήταν πολύ πιο πολιτισμένοι απ’ τους Γάλλους.
Όσοι Γάλλοι επέστρεψαν στη Γαλλία, μαζί με το θαυμασμό τους για τους πολιτισμένους άγγλους φεουδάρχες, κουβάλησαν και τον ταξικό πληθυντικό, που τον εξέλαβαν από λάθος σαν πληθυντικό ευγενείας. Το καλαμπούρι μέσω Γαλλίας πέρασε σ’ όλον τον κόσμο. (Σκέφτεστε τους αρχαίους Έλληνες, έναν λαό υποδειγματικά λογικό, να χρησιμοποιούν τον πληθυντικό ευγενείας; Εγώ το σκέφτομαι και σκάω στα γέλια). Πάντως οι έξυπνοι Εγγλέζοι κατάργησαν πονηρά τον γλωσσικό παραλογισμό του πληθυντικού ευγενείας κάνοντας όμοια το δεύτερο ενικό και το δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο. Οι άλλες γλώσσες όμως συνεχίζουν να είναι ηλιθίως ευγενικές, μετατρέποντας την ευγένεια, ένα πρόβλημα ήθους, σε γλωσσικό πρόβλημα. Αδυνατούμε να καταλάβουμε πως η ανθρώπινη λαλιά δεν κάνει ποτέ λογικά σφάλματα, εκτός κι αν είναι παράλογος αυτός που μιλάει. Είναι αδύνατο να εκλάβεις τον έναν για πολλούς, εκτός κι αν είσαι μεθυσμένος. Αλλωστε, αν η ευγένεια ήταν πρόβλημα γραμματικής, αγενείς θα ήταν μόνο οι αγράμματοι.
 ~ Απόσπασμα από το βιβλίο - Βασίλη Ραφαηλίδη  - Λαοί της Ευρώπης Καταγωγή και χαρακτηριστικά 

Ραφαηλίδης – Η γαλλικότητα των Γάλλων

Οι Ρωμαίοι ονόμαζαν Gallia (Γαλλία) τη Γαλατία, που είναι η λόγια ελληνική εκδοχή του Gallia. Όμως, οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν Κελτία ή Κελτική τη Gallia των Ρωμαίων. Οι ίδιοι οι Γάλλοι αργότερα θα ονομάσουν France (Φραγκία) ένα μέρος, το μεγαλύτερο, της αρχαίας Γαλατίας, της Κελτίας αν προτιμάτε το ελληνικό όνομα, δηλαδή της χώρας των Κελτών, των προγόνων των Γαλατών. Κέλτες και Γαλάτες είναι ένα και το αυτό. Ωστόσο, σήμερα, ονομάζουμε Κέλτες μόνο τους βόρειους Κέλτες (Βρετόνοι, Ουαλοί, Ιρλανδοί) και αφήνουμε για τους νότιους Κέλτες το ρωμαϊκό όνομα Γαλάτες.

Οι Κέλτες, ήρθαν στους τόπους της τελικής τους εγκατάστασης από την περιοχή της Λιθουανίας, της πιθανότερης κοινής αφετηρίας όλων των Ινδοευρωπαίων, περίπου τον ίδιο καιρό που ήρθαν στην Ελλάδα οι Αχαιοί, τα πρωτοξάδερφά τους. Και κατοίκησαν αρχικά σε μια ευρύτατη περιοχή, που συμπεριλάμβανε ολόκληρη τη σημερινή Γαλλία, το Βέλγιο και τμήμα της σημερινής Ολλανδίας και Γερμανίας. Οι Φράγκοι, που θα εκτοπίσουν τους Κέλτες αρχικά από την περιοχή της σημερινής γαλλικής Βουργουνδίας, στο ανατολικό τμήμα της Γαλλίας, δεν ήταν Κέλτες, ήταν Γερμανοί. Πιο σωστά, Τεύτονες, όπως χαρακτηρίζουμε όλα τα αρχαία γερμανικά φύλα συλλήβδην. Είναι οι γερμανικής καταγωγής και προελεύσεως Φράγκοι που θα δώσουν το σημερινό όνομα στη χώρα, που εμείς επιμένουμε να τη λέμε Γαλλία (Γαλατία) παραπέμποντας έτσι σε μια περίοδο κατά την οποία δεν είχαν εμφανιστεί ακόμα οι Φράγκοι. Ο Κάρολος ο Μεγάλος (Καρλομάγνος), με τον οποίο αρχίζει η ιστορία της σημερινής Ευρώπης το 800 μ.Χ. ήταν Φράγκος, και σαν τέτοιο τον διεκδικεί και η γαλλική και η γερμανική ιστορία.

Τον 3ο π.Χ. αιώνα, οι Γαλάτες, όπως θα λέμε στο εξής τους ταχύτατα εκρωμαϊσθέντες νότιους Κέλτες, ήταν ένας πανίσχυρος πολεμικός βαρβαρικός λαός, που υπό τον Βρέννο κατέλαβαν και κατέστρεψαν τη Ρώμη το 390 π.Χ. Και το 279 π.Χ. νικούν κατά κράτος τους Μακεδόνες. Από τη Μακεδονία προωθούνται στη Θεσσαλία και το 278 φτάνουν στη Στερεά Ελλάδα, όπου επιτέλους νικιούνται από τους Έλληνες. Ένα τμήμα της διαλυμένης στρατιάς τους ιδρύει κράτος στη Θράκη, περί τον Αίμο, που δε ζει πολύ διότι το διαλύουν οι Ρωμαίοι το 220 π.Χ. και ένα άλλο τμήμα της ίδιας διαλυμένης γαλατικής στρατιάς περνάει στη Μ. Ασία και ιδρύει εκεί το λεγόμενο Ανατολικό Γαλατικό Κράτος, που ονομάζεται και Γαλλογραικία (Γαλλοελλάδα) και που ζει μέχρι το 25 π.Χ., οπότε ο αυτοκράτορας Αύγουστος το ενσωματώνει στην Παφλαγονία. Τούτοι οι μικρασιάτες Γαλάτες θα είναι απ’ τους πρώτους που θα προσχωρήσουν στο χριστιανισμό. Προς αυτούς απευθύνονται οι προς Γαλάτας επιστολές του Αποστόλου Παύλου.
Στους περίφημους γαλατικούς πολέμους που διεξάγει ο Ιούλιος Καίσαρας από το 58 μέχρι το 51 π.Χ., οι Γαλάτες δεν εξοντώνονται, αλλά εκρωμαΐζονται με ταχύτητα που θα καταπλήξει τους ιστορικούς. Έκτο-τε, οι Γαλάτες θα ενεργούν ως Ρωμαίοι. Μέχρι που τον 5ο αιώνα, όταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έχει ήδη καταλυθεί, εισβάλλουν στην περιοχή τους οι γερμανικής καταγωγής και προελεύσεως Φράγκοι, που μαζί με τους Γαλάτες θα συναποτελέσουν τους προγόνους των σημερινών Γάλλων. Που μιλούν μια γλώσσα με εντυπωσιακή αφομοιωτική δύναμη, προερχόμενη από ανάμιξη πρώτα της κελτικής με τη λατινική και στη συνέχεια της κελτολατινικής με τη γερμανική. Ακόμα και στοιχεία της βασκικής, που μιλιέται και σήμερα τόσο στην ισπανική όσο και στη γαλλική πλευρά της Χώρας των Βάσκων, αφομοίωσε αυτή η τρομερή γλώσσα.
Πουθενά αλλού στον κόσμο εκτός απ’ τη Γαλλία η αφομοιωτική ικανότητα ενός λαού δεν είναι τόσο μεγάλη. Αυτός προφανώς είναι ο λόγος που η Γαλλία φιλοξενεί πάντα τόσο άνετα τους ξένους, κυρίως εκείνους που έχουν να προσφέρουν κάτι στο γαλλικό πολιτισμό. Άλλωστε, ο πολύ ιδιόμορφος γαλλικός εθνικισμός, με εξαίρεση φυσικά τον γαλλικό φασισμό που δε διαφέρει σε τίποτα απ’ τους άλλους φασισμούς, έχει σχέση μόνο με τον γαλλικό πολιτισμό, για τον οποίο οι Γάλλοι είναι ιδιαίτερα υπερήφανοι - και με το δίκιο τους.

Σήμερα στη Γαλλία ζουν νόμιμα, με όλα τα δικαιώματα του γάλλου πολίτη, κάπου 2 εκατομμύρια αλλοδαποί, χώρια οι παράνομοι. Απ’ αυτούς, κάπου 700 χιλιάδες είναι Ιταλοί, και κάπου 500 χιλιάδες, Ισπανοί. Η Γαλλία δεν έπαψε ποτέ να παίζει το ρόλο του προστάτη των Ιταλών και των Ισπανών. Αλλά και όλων των πολιτικά διωκόμενων του κόσμου, ασχέτως ιδεολογίας. (Η απέλαση του Τρότσκι αποτελεί μια θλιβερή εξαίρεση). Και πουθενά αλλού στον πλανήτη, οι Εβραίοι (κάπου 600.000) και οι Αρμένιοι (κάπου 200.000) δεν περνούν καλύτερα. Μια χώρα καθολική αλλά χωρίς καθολικό φανατισμό, πέτυχε τον πλήρη και απόλυτο χωρισμό του κράτους από την εκκλησία, χάρη στην πολύ έγκαιρη απομάκρυνση της γαλλικής καθολικής εκκλησίας από την εξουσία του πάπα. Φυσικά, στη Γαλλία δεν υπάρχει επίσημη θρησκεία. Όλες είναι ανεπίσημες, ακόμα και ο καθολικισμός. Ο Γαλλικός Διαφωτισμός του 18ου αιώνα λειτουργεί ακόμα στη Γαλλία.

Τούτη η υπέροχη χώρα, που με τον Ρομπέρ Σουμάν είχε την ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης, μπόρεσε και ισορρόπησε τα πάντα. Και κυρίως τη γεωργία, που είναι η μεγαλύτερη και καλύτερα οργανωμένη ολόκληρης της Ευρώπης, με την εξαιρετικά αναπτυγμένη γαλλική βιομηχανία. Και όντας η Γαλλία των 55 περίπου εκατομμυρίων κατοίκων η πιο αραιοκατοικημένη χώρα της Δυτ. Ευρώπης αλλά και η πιο πλούσια σε γεωλογικές εναλλαγές μπορεί και προσφέρει στους κατοίκους της, στην επαρχία τουλάχιστον, μια εξαιρετικά άνετη και πολιτισμένη ζωή. Δεν είναι τυχαίο που η χάρη, η κομψότητα και η ευγένεια είναι τυπικά γνωρίσματα του τυπικού Γάλλου. Ούτε είναι τυχαίο το τεράστιας σημασίας για την οικονομία της χώρας γεγονός πως η Γαλλία είναι η πρώτη χώρα στον κόσμο που κατάφερε να κάνει την πολυτέλεια και το γόητρο εξαγώγιμα εμπορεύματα.
Το Κονιάκ δεν είναι ποτό, είναι επαρχία της Δυτ. Γαλλίας, κοντά στην ακτή του Ατλαντικού, λίγο πιο πάνω απ’ το Μπορντώ. Κι ωστόσο, παντού στον κόσμο πίνουν κονιάκ, ακόμα κι όταν δεν προέρχεται απ’ το Κονιάκ. Το γαλλικό απόσταγμα οίνου, όπως και τα γαλλικά κρασιά, περισώζει και μεταφέρει στα πέρατα του κόσμου το γόητρο της γαλλικής αμπελουργίας, το καύχημα των Γάλλων. Το ίδιο και η τεράστια ποικιλία γαλλικών τυριών. (Το καμαμπέρ είναι κάτι σαν τυρένιο εθνικό σύμβολο της Γαλλίας, με δεύτερο στη σειρά της τυροσυμβολικής το ροκφόρ. Όσο για το πατέ ή φουά γκρα, αυτό ανήκει σε μια άλλη κατηγορία γαστρονομικών γαλλικών συμβόλων).
Το ίδιο εθνοσυμβολική είναι και η θρυλική γαλλική κουζίνα. Το ίδιο και ο αφρώδης οίνος, που είναι τέτοιος γιατί η ζύμωση γίνεται μέσα στο μπουκάλι και όχι μέσα στο βαρέλι - τόσο απλό είναι το πράγμα που λέγεται σαμπάνια, και επί το ελληνικότερον καμπανίτης οίνος, δηλαδή οίνος προερχόμενος από την Κομπανία (Σαμπάνι στα γαλλικά), μια επαρχία της βορειοδυτικής Γαλλίας, όχι πολύ μακρυά απ' το Παρίσι. Βέβαια, μπορείς να πιεις και ελληνική σαμπάνια, αλλά και πάλι τη Γαλλία θα βάλεις στο στόμα σου.
Γόητρο (πρεστίζ) πουλούν οι Γάλλοι και με χίλια δυο άλλα πράγματα. Ας πούμε με τις πορσελάνες Λιμόζ και τις πορσελάνες Σεβρ, που το μόνο πλεονέκτημά τους είναι πως κατασκευάζονται, οι πρώτες στην πόλη Λιμόζ της κεντροδυτικής Γαλλίας και οι δεύτερες στη Σεβρ, μια μικρή πόλη κοντά στο Παρίσι. (Θυμηθήτε με την ευκαιρία και τη συνθήκη των Σεβρών του 1920. Γιατί η Γαλλία πουλάει γόητρο και διά της διεθνούς διπλωματίας).
Αν εκτός από πορσελάνινο θέλετε και κρυστάλλινο γαλλικό γόητρο, αγοράστε κρύσταλλα Μπακαρά, που είναι πόλη της Αλσατίας επί του ποταμού Μοζέλα, πίνοντας με την ευκαιρία και κανένα υπέροχο κρασί Μοζέλα. Και φυσικά, οι νεόπλουτες σύζυγοι νεοελλήνων νεοκλεπτών δεν θα παραλείψουν να ντυθούν στου Ντιόρ, ή σε κανέναν άλλο απ’ τους εκατοντάδες γαλλικούς οίκους μόδας, απ’ αυτούς που έκαναν την υψηλή ραπτική υψηλό τρόπο συσσώρευσης εθνικού πλούτου. Η υψηλή ραπτική είναι η πιο φτηνή φάμπρικα κατασκευής γοήτρου, που πουλάει τα προϊόντα της πανάκριβα, ίσα ίσα για να δίνει τη δυνατότητα στις σνομπ κυρίες ολόκληρου του κόσμου να παριστάνουν τις καλόγουστες με δανεικό γούστο. Και είναι τόσες πολλές οι κακόγουστες γυναίκες σ’ όλον τον κόσμο που δεν θα σταματήσει ποτέ η εξαγωγή καλού γούστου απ’ τη Γαλλία, παρόλο που τα ρούχα γοήτρου χρειάζονται και σώματα γοήτρου, ανάλογα μ’ αυτά των μανεκέν. (Τα καλά ρούχα τα αγοράζεις, το καλό σώμα όμως από πού θα το αγοράσεις; Μα, απ’ του Ντιόρ. Που, πουλώντας ρούχα γοήτρου, πουλάει ρούχα που κάνουν τον παπά, παπά και την άχαρη, κομψή).

Αν παρά ταύτα το γόητρο δε λειτουργήσει, δε χάλασε κι ο κόσμος για τη γαλλική βιομηχανία γοήτρου. Αυτή, μια φορά, το εμπόρευμα γοήτρου το πούλησε, περισσότερο ως γόητρο και λιγότερο ως παραδοσιακό εμπόρευμα, κι από κει και πέρα ας φροντίσουν να το αξιοποιήσουν οι στερούμενοι γοήτρου. Πάντως, σε τούτο το περίεργο εμπόριο, οι Γάλλοι ποτέ δεν θα σου πουλήσουν φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Απλώς, θα σου πουλήσουν τα φύκια μαζί με τις μεταξωτές κορδέλες και είναι στο χέρι σου να τα χρησιμοποιήσεις ως φύκια ή ως μεταξωτές κορδέλες, ανάλογα με το μυαλό σου. Το εμπόριο γοήτρου δεν είναι απάτη, είναι μύθος που περιβάλλει μια υπαρκτή ποιότητα, που από μόνη της δυσκολεύεται να λειτουργήσει. Τα μπλουζάκια Λακόστ, για παράδειγμα, έχουν τόσο καλό βαμβάκι, όσο κι όλα τα κατασκευασμένα με καλό βαμβάκι μπλουζάκια του κόσμου. Όμως, όταν αγοράζεις Λακόστ, εκτός από βαμβάκι εκλεκτής ποιότητας, αγοράζεις και κροκοδειλάκι - και το πληρώνεις ακριβότερα απ’ το βαμβάκι. Αυτό ακριβώς είναι το εμπόριο γοήτρου, η πιο μεγάλη γαλλική εμπορική ανακάλυψη.
Το σημαδιακό για τη γαλλική οικονομία εμπόριο γοήτρου, εγκαινιάστηκε το 1683, αμέσως μετά το θάνατο του Κολμπέρ, του περίφημου υπουργού οικονομικών του Λουδοβίκου ΙΔ'. Ο Κολμπέρ, για να ανορθώσει την οικονομία της Γαλλίας που είχε καταστρέφει ο Μαζαρίνος, ο διαολόπαπας-πρωθυπουργός, ανεβοκατέβαζε συνεχώς τους δασμούς των εισαγόμενων προϊόντων. Ήταν τότε που παρατήρησε πως η ζημιά οφείλεται στη μανία των ευπορών τάξεων να καταναλώνουν ό,τι δεν μπορούν να καταναλώσουν οι φτωχότεροι, όχι για να ικανοποιήσουν κάποιες ανάγκες τους αλλά για να αποχτήσουν ή να αυξήσουν το γόητρό τους. Μόνο σε τέτοιου είδους εισαγόμενα προϊόντα, που δεν ικανοποιούσαν καμιά σοβαρή ανάγκη και που η έλλειψή τους συνεπώς δεν θα προ-καλούσε καμιά σοβαρή δυσαρέσκεια, ο Κολμπέρ επέβαλε μεγάλους δασμούς: πολλά τέλη. Και ούτω πως, προέκυψε μια καινούργια κατηγορία εμπορευμάτων, τα πολυτελή: τα έχοντα πολλά τέλη, πολλούς δασμούς.
Φυσικά, η πολυτέλεια δεν είναι ανακάλυψη του Κολμπέρ. Ως ψυχικό φαινόμενο και όχι ως οικονομικό μέγεθος, είναι σύμφυτη στον άνθρωπο. Αλλωστε, το πραχτικά περιττό και το πραχτικά άχρηστο δημιούργησαν τον πνευματικό πολιτισμό και την τέχνη. Αποκλείεται να πεθάνεις από στέρηση, αν δεν πας στη συναυλία ή αν δε διαβάσεις το βιβλίο που θα ήθελες. Κι ωστόσο, αφού εξασφαλίσεις το αναγκαίο φαΐ, φροντίζεις και για το γλυκό, που από διατροφικής απόψεως είναι μια εντελώς άχρηστη πολυτέλεια. Μπορείς να ζήσεις χωρίς γλυκό, όχι όμως και χωρίς φαγητό. Κι ωστόσο, τρως το γλυκό αφού φας το φαΐ σου, εκτός κι αν είσαι παιδάκι οπότε τρως το περιττό για να μη φας το αναγκαίο. Κάτι ξέρουν τα παιδιά. Ξέρουν πως το περιττό είναι πάντα πιο ευχάριστο από το αναγκαίο. Και για τον ουρανίσκο, και για τα μάτια, και για τ’ αυτιά, και για το μυαλό. Το περιττό βρίσκεται στη βάση κάθε τέρψης αισθητικής τάξεως. Να γιατί η τέχνη είναι προνόμιο, αν όχι των πλουσίων, τουλάχιστο των εχόντων. Θέλουμε να ζού-με και όχι να επιβιώνουμε, έλεγε ένα υπέροχο σύνθημα του γαλλικού Μάη του ’68. Πρόκειται για μια παραλλαγή της ευαγγελικής ρήσης, ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος. Ο άνθρωπος για να ζήσει καλά χρειάζεται το περιττό και συνεπώς το πολυτελές, όπως χαρακτηρίζεται το περιττό από οικονομικής απόψεως νοούμενο.
Οι μαθητές του Κολμπέρ επεξέτειναν τη σκέψη του δασκάλου για την οικονομική σημασία του ψυχικά αναγκαίου περιττού και αντέστρεψαν τη μέθοδό του. Σκέφτηκαν πως, αντί να απαγορεύουν την εισαγωγή πολυτελών πραγμάτων, θα ήταν πιο αποδοτικό για την εθνική οικονομία να κατασκευάζουν πολυτελή πράγματα για εξαγωγή. Και ούτω πως προέκυψε κατ’ αρχάς στη Γαλλία η βιομηχανία και το εμπόριο πολυτελών, δηλαδή μη αναγκαίων πραγμάτων. Ο Μαρξ, σε αντίθεση με τον Κολμπέρ, δε θα δώσει μεγάλη σημασία στο οικονομικό μέγεθος που λέγεται πολυτελές αντικείμενο. Σωστά σκέφτηκε, αλλά σκέφτηκε μόνο σαν οικονομολόγος και όχι σαν ψυχολόγος, ή αισθητικός. Η πολυτέλεια είναι ψυχική και αισθητική ανάγκη μόνο. Καταλαβαίνετε τώρα γιατί το Παρίσι είναι η παγκόσμια πρωτεύουσα της τέχνης; Διότι είναι η παγκόσμια πρωτεύουσα της πολυτέλειας.
Από το βιβλίο του Βασίλη Ραφαηλίδη "Λαοί της Ευρώπης Καταγωγή και χαρακτηριστικά"
by Αντικλείδι , http://antikleidi.com

16.4.16

ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Κ.Ο.Μ. ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ ΡΑΦΑΗΛΙΔΗ μέρος β'

Ραφαηλίδης – Οι λαοί της Μέσης Ανατολής

Ένα μικρό δείγμα από τον χειμαρρώδη λόγο του, από το πηγαίο χιούμορ του και την οξυδερκή του σκέψη.
1) Για τον ρατσισμό:

Κακό πράγμα αν μην έχεις ψευδαισθήσεις, να μην πιστεύεις στα παραμύθια, σαν τον Λώρενς της Αραβίας, που έζησε με πάθος χίλια δύο παραμύθια από τις Χίλιες και Μία Νύχτες αλλά και από άλλες νύχτες, ευρωπαϊκές.
Όμως ποτέ δεν έζησε το πιο χυδαίο, το πιο τυπικά ευρωπαϊκό παραμύθι, αυτό που λεν οι μωροί ρατσιστές στους γεννημένους ηλίθιους, προκειμένου να δημιουργούν άλλοθι, τόσο για την ανικανότητά τους όσο και για τη βουλιμία τους, χωρίς να έχουν καν τα «φυσικά», τα ζωώδη άλλοθι των πρωτόγονων φυλών, που, όπως τα ζώα στη ζούγκλα, αγωνίζονται για την επιβίωσή τους χωρίς επιστημονικοφανή προσχήματα και βλακώδη ιδεολογήματα.
Θα αναγνώριζα σαν φίλο μου τον οποιοδήποτε ρατσιστή, αρκεί να δηλώσει καθαρά και ξάστερα πως είναι ζώον. Θα τον αγαπούσα με την ίδια έννοια που αγαπώ τα ζώα (σελ.284).
2) Για την Λογική:
Η λογική δεν έχει σχέση με την αισιοδοξία, ούτε με την απαισιοδοξία. Η λογική είναι από τη φύση της σκληρή και κυνική. Και παντελώς άσχετη με την Ηθική. Ποιος σας είπε πως ένας κλέφτης που ξέρει τη δουλειά του κάνει πράξεις παράλογες; Υπάρχει κάτι πιο λογικό από το να μη δουλεύεις κι ωστόσο να μπορείς να τρως; (σελ.299).
3) Για τον εθνικισμό:

Ο εθνικισμός είναι φαινόμενο τάξεως ψυχολογικής. Σε βοηθά να νιώθεις καλύτερα βρίσκοντας μια ίδια με αυτή των άλλων ταυτότητα. Που ωστόσο όλοι τη δανείζονται από την προγονική ιστορία. Η εθνική σου ταυτότητα δεν είναι η προσωπική σου ταυτότητα αλλά ένα δάνειο από τους προγόνους σου. Δεν κόπιασες να την φτιάξεις, την πήρες έτοιμη από τις σελίδες της ιστορίας. Συνήθως μια τέτοια ταυτότητα τη χρησιμοποιούν είτε άνθρωποι με ελλειμματική προσωπικότητα, είτε οι δημαγωγοί για να κάνουν τη δουλειά τους εξαπατώντας τους ανθρώπους με ελλειμματική προσωπικότητα (σελ.328).
4) Για την πίστη:

Η πίστη κάπου, οπουδήποτε είναι ψυχολογική ανάγκη. Ακόμα κι εγώ πιστεύω κάπου: στο τυχαίο και άσκοπο της ύπαρξής μου σε έναν κόσμο που δεν τον διάλεξα για να ζήσω μέσα του. Τον διάλεξαν για μένα πριν από μένα οι γονείς μου, όχι γιατί είχαν καμιά πρόθεση να υπακούσουν στην εντολή αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, αλλά διότι δεν ήταν αρκετά γενναίοι για να μείνουν μόνοι τους σε αυτόν τον κόσμο (σελ.89).
5) Για τον πολιτισμό:
Δεν λέγεται πόσα χρωστάει η ιστορία στους βλάκες. Σχεδόν τα πάντα – εκτός από τον πολιτισμό. Ποτέ κανείς βλαξ δεν τα κατάφερε να παράγει πολιτισμό. Φαντάζεστε βλάκα τον Αισχύλο; Θάνατο στο πεδίο της μάχης μπορεί να παραγάγει και ο έσχατος των κρετίνων. Δώσε όπλο στον ηλίθιο και τον έκανες Θεό της Φωτιάς (σελ.106).
6) Για τον … Παράδεισο:

Σκέτο super market είναι ο μουσουλμανικός παράδεισος, όχι σαν τον δικό μας, που έχει μόνο ψυχές καλής ποιότητας, που ούτε τρών, ούτε πίνουν, ούτε καπνίζουν, ούτε πηδούν. Προσωπικά, να μου λείπει ένας τόσο αποστειρωμένος παράδεισος. Εγώ θέλω τον μουσουλμανικό παράδεισο, αλλά χωρίς να γίνω μουσουλμάνος. Και μη μου πείτε πως ο μουσουλμανικός παράδεισος είναι ψεύτικος, εννοώντας πως ο δικός σας είναι αληθινός, γιατί στα προβλήματα της πίστης δεν υπάρχουν ούτε ψέματα, ούτε αλήθειες. Υπάρχουν μόνο οι ευσεβείς πόθοι των ευσεβών και παντοιοτρόπως πεινασμένων, που παντοειδή καρβέλια ονειρεύονται (237).
7) Για την Παλαιά Διαθήκη:
Ο Ιησούς του Ναυή, μας πληροφορεί η Βίβλος με τον πιο επίσημο τρόπο, καθάρισε τη Γη Χαναάν από τα νήπια και τις έγκυες. Μπράβο λεβέντη μου! Να σας πω κάτι; Δεν υπάρχει πιο ματοβαμμένο βιβλίο από την Παλαιά Διαθήκη (σελ.260).

 ~ Από το βιβλίο "Οι Λαοί της Μέσης Ανατολής", του Βασίλη Ραφαηλίδη.

Ένας Εχθρός της Ιστορίας

Αν ΜΕΧΡΙ ΤΩΡΑ ΕΒΡΙΣΚΕΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΒΑΡΕΤΗ, τότε θα ενθουσιαστείς πολύ μ’ αυτό που θα διαβάσεις: Περίπου την ίδια εποχή που ο Αννίβας βρισκόταν στην Ιταλία (λίγο μετά το 220 π.Χ.), υπήρχε στην Κίνα ένας αυτοκράτορας ο οποίος μισούσε τόσο πολύ την ιστορία, που το 213 π.Χ. διέταξε να κάψουν όλα τα ιστορικά βιβλία, τα παλιά αρχεία και έγγραφα- επίσης όλες τις συλλογές ποιημάτων και τραγουδιών, και όλα τα γραπτά του Κομφούκιου και του Λάο Τσε, δηλαδή οτιδήποτε θεωρούσε άχρηστο. Τα μόνα βιβλία που επέτρεψε ήταν αυτά που μιλούσαν για τη γεωργία και άλλα πρακτικά θέματα. Όποιος είχε στην κατοχή του οποιοδήποτε άλλο είδος βιβλίου καταδικαζόταν σε θάνατο.

Ο αυτοκράτορας αυτός λεγόταν Τσιν Σι Χουάνγκ Τι, και ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας της Κίνας και ένας από τους μεγαλύτερους πολεμιστές που υπήρξαν ποτέ. Δεν καταγόταν από αυτοκρατορική οικογένεια, αλλά ήταν γιος ενός ηγεμόνα -για τους οποίους έχουμε ήδη μιλήσει- που διοικούσε μια κινέζικη επαρχία, την επαρχία Τσιν, από την οποία πήρε το όνομά της η οικογένειά του, η δυναστεία των Τσιν. Πιθανόν και ολόκληρη η χώρα που μέχρι σήμερα λέγεται Κίνα από αυτόν να πήρε το όνομά της.

Σίγουρα υπάρχουν αρκετοί λόγοι που η Κίνα πήρε το όνομά της από τον πρίγκιπα Τσιν: Όχι μόνο κατάφερε να γίνει κυρίαρχος ολόκληρης της χώρας, κατακτώντας όλες τις άλλες επαρχίες μία προς μία, αλλά αναδιοργάνωσε και τα πάντα στη χώρα. Εκτόπισε όλους τους άλλους ηγεμόνες και αναμόρφωσε την τεράστια αυτοκρατορία του. Αυτός ήταν ο λόγος που απεχθανόταν την ιστορία και έβαλε να κάψουν τα βιβλία, για να σβήσει κάθε ίχνος του παρελθόντος και κυριολεκτικά ν’ αρχίσει από το μηδέν.
Ήθελε η Κίνα να είναι αποκλειστικά δικό του έργο. Έφτιαξε δρόμους σ’ ολόκληρη τη χώρα και καταπιάστηκε μ’ ένα μεγαλόπνοο σχέδιο - την κατασκευή του Σινικού Τείχους. Σήμερα στέκεται ακόμα εκεί, ένα γερό, πέτρινο συνοριακό τείχος με πυργίσκους και πολεμίστρες, που με μια απόλυτη συμμετρία ακολουθεί την ελικοειδή γραμμή των συνόρων, πάνω από πεδιάδες και κοιλάδες, απόκρημνες βουνοπλαγιές και υψώματα, για περισσότερο από 2.000 χιλιόμετρα. 0 αυτοκράτορας Τσιν Σι Χουάνγκ Τι το έχτισε για να προστατεύσει τη χώρα και τους αναρίθμητους εργατικούς και φιλειρηνικούς αγρότες και ανθρώπους των πόλεών της από τις άγριες φυλές της στέπας και τους πολεμοχαρείς καβαλάρηδες που όργωναν τις απέραντες πεδιάδες της ασιατικής ενδοχώρας. Το τρομερό τείχος χτίστηκε για να αποκρούει τις επιθέσεις αυτών των ορδών, που εισέβαλλαν τακτικά στην Κίνα για να σκοτώσουν και να λεηλατήσουν. Και πραγματικά πέτυχε το σκοπό του. Στέκει στη θέση του για χιλιάδες χρόνια μέχρι και σήμερα, παρ’ όλο που στη διάρκεια των αιώνων χρειάστηκε πολλές φορές να αναστηλωθεί.
Ο Τσιν Σι Χουάνγκ (秦始皇, 259 π.Χ. - 10 Αυγούστου 210 π.Χ.), γνωστός και ως Γινγκ Ζενγκ,
Ο αυτοκράτορας Τσιν Σι Χουάνγκ Τι δεν κυβέρνησε για πολύ. Σύντομα μια νέα δυναστεία κατέλαβε το θρόνο των «γιων του ουρανού» - η δυναστεία των Χαν. Αυτοί διατήρησαν ό,τι θετικό είχε θεσπίσει ο Χουάνγκ Τι, και υπό τη διακυβέρνησή τους η Κίνα παρέμεινε ένα ισχυρό και ενωμένο κράτος. Οι Χαν όμως δεν ήταν εχθροί της ιστορίας. Αντίθετα, θυμούνταν τι όφειλε η Κίνα στα διδάγματα του Κομφούκιου και άρχισαν να ψάχνουν παντού να βρουν τα αρχαία του κείμενα. Τελικά αποδείχθηκε ότι πολλοί είχαν το θάρρος να μην τα κάψουν. Έτσι συλλέχτηκαν με προσοχή και απέκτησαν διπλάσια αξία απ’ ό,τι προηγουμένως. Και μόνο όποιος γνώριζε καλά αυτά τα κείμενα μπορούσε να γίνει αξιωματούχος στην Κίνα.
Η Κίνα είναι στην ουσία η μόνη χώρα στον κόσμο όπου για πολλούς αιώνες δεν κυβέρνησαν ούτε οι αριστοκράτες, ούτε οι στρατιωτικοί, ούτε ο κλήρος, αλλά οι λύγιοι. Όποιος περνούσε τις εξετάσεις με υψηλό βαθμό, ανεξάρτητα αν είχε αριστοκρατική ή ταπεινή καταγωγή, μπορούσε να γίνει αξιωματούχος. Όποιος έπαιρνε τον υψηλότερο βαθμό κέρδιζε και την υψηλότερη θέση. Αλλά οι εξετάσεις κάθε άλλο παρά εύκολες ήταν. Έπρεπε να μπορεί κανείς να γράφει πολλές χιλιάδες χαρακτήρες - και ξέρεις ότι αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο στα κινέζικα. Σαν να μην έφτανε αυτό, έπρεπε να έχει αποστηθίσει αμέτρητα αρχαία συγγράμματα, τους κανόνες και τα διδάγματα του Κομφούκιου, αλλά και άλλων αρχαίων σοφών.
Έτσι το κάψιμο των βιβλίων από το Χουάνγκ Τι ήταν μάταιος κόπος. Κι αν στην αρχή η ιδέα σού είχε φανεί ωραία, άδικα χάρηκες μάλλον. Δεν ωφελεί σε τίποτα να προσπαθεί κανείς να εμποδίσει τους ανθρώπους να μάθουν την ιστορία τους. Όποιος θέλει να κάνει κάτι καινούριο πρέπει πρώτα να γνωρίσει σε βάθος το παλιό.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Μικρή ιστορία του κόσμου» του  Ernst Gombrich
Αντικλείδι , http://antikleidi.com

ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Κ.Ο.Μ. ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ ΡΑΦΑΗΛΙΔΗ

Ραφαηλίδης – Η δημιουργία της τράπεζας

Τράπεζα σημαίνει τραπέζι. Αυτό το ξέρουμε όλοι. Εκείνο που ίσως δεν ξέρουμε όλοι είναι γιατί η νέα ελληνική λέξη τραπέζι διαχώρισε το νόημά της από την αρχαία ελληνική λέξη τράπεζα. Κι ακόμα, γιατί η αρχαία τράπεζα ύψωσε σε κεφαλαίο το πρώτο γράμμα και έγινε Τράπεζα.
Βέβαια, όλοι ξέρουμε πως το κτίριο μιας τράπεζας δεν έχει τραπεζαρία για τους πελάτες. Έχει όμως και τώρα τραπέζια, δηλαδή μπάνκους, όπως θα έλεγαν οι Ιταλοί, οι δημιουργοί της πρώτης σύγχρονης Μπάνκας. Πάνω σ' αυτά τα τραπέζια οι τραπεζικοί υπάλληλοι συνεχίζουν τη δουλειά που έκαμναν και οι αρχαίοι έλληνες τραπεζίτες, γνωστοί τον καιρό εκείνο σαν κερματισταί, διότι ασχολούνταν με κέρματα, δηλαδή κοψίδια, τεμάχια του ακέραιου νομίσματος.
Βέβαια, οι κερματισταί ήταν τραπεζίτες της πλάκας και έκαμναν περίπου τη δουλειά που κάνουν σήμερα τα αυτόματα μηχανήματα που μετατρέπουν σε λιανά τα πιο χοντρά νομίσματα. Όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως όλα σε τούτο τον κόσμο είναι απλά στο ξεκίνημά τους. Οι παλιοί κερματισταί και οι σημερινοί τραπεζίτες, παρόλο που έχουν σαν κοινή αφετηρία το τραπέζι πάνω στο οποίο ξαπλώνουν τα νομίσματά τους δεν είναι βέβαια, το ίδιο πράγμα.

Αξίζει να σημειωθεί πως οι κερματισταί (αυτοί που έκαμναν τα χοντρά λιανά) λέγονταν και κολλυβισταί. Κόλλυβος ονομαζόταν στην αρχαία Ελλάδα το μικρό νόμισμα. και κόλλυβα (στον πληθυντικό) ομοίως στην αρχαία Ελλάδα λέγονταν τα πολύ μικρά τεμάχια ζυμαρικών, οι πολύ μικρές πιτίτσες, ας πούμε οι χυλοπίτες.
Κόλλυβα παρασκευασμένα με άλλον τρόπο συνεχίζουμε να τρώμε και σήμερα, αλλά μόνο στα μνημόσυνα: εμείς μεν για «να συγχωρεθεί η ψυχή του πεθαμένου», οι πεινασμένοι δε, που γυρόφερναν παλιότερα τις εκκλησίες αδιαφορώντας παντελώς για το μακαρίτη, για να βάλουν στο στομάχι τους, στο τζάμπα, κάτι το θρεπτικό.
Σιγά σιγά οι αρχαίοι κερματισταί άρχισαν να κάνουν και σοβαρότερα πράγματα από το να χαλούν τα χοντρά νομίσματα και κάποτε απόκτησαν νοοτροπία σωστού τραπεζίτη. Όμως, αυτοί που κυρίως ασχολούνταν με σοβαρότατες τραπεζικές εργασίες στην αρχαία Ελλάδα ήταν οι ... παπάδες. Μάλιστα! Οι σπουδαιότερες τράπεζες της ελληνικής αρχαιότητας ήταν οι ναοί στη Δήλο, τους Δελφούς και την Ολυμπία. Εκεί πήγαιναν οι πιστοί όχι μόνο για να προσκυνήσουν, αλλά και για να καταθέσουν τις οικονομίες τους, πληρώνοντας στους παπάδες ένα κάποιο ποσό για φύλακτρα. Εξυπακούεται πως οι παπάδες-τραπεζίτες δεν έδιναν τόκο στον καταθέτη. Αυτό δα έλειπε. Ο αρχαίος καταθέτης ήταν ικανοποιημένος που τα χρήματά του ήταν απολύτως εξασφαλισμένα στις «θυρίδες», σ' έναν ιερό και απαραβίαστο χώρο, που τον παραβίαζαν μόνο οι βάρβαροι αλλοεθνείς επιδρομείς.
Βάλτε με το νου σας τον τζίρο που γινόταν στις «τράπεζες» της Ολυμπίας στη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων. Πώς θα γίνονταν τα σπουδαία κτίσματα σ' αυτόν τον υπέροχο χώρο, αν οι παπάδες φύλαγαν τα χρήματα των καταθετών χωρίς προμήθεια; Αφού ούτε σήμερα σου δίνουν τζάμπα μια θυρίδα στην τράπεζα, γιατί θα έπρεπε να τη δίνουν τζάμπα τότε; Άσε που πρέπει να φαν κι οι παπάδες και μάλιστα καλύτερα απ' όλους, όπως πάντα στην ιστορία ολόκληρου του ιερατείου, όλων των θρησκειών.

Αξίζει να σημειωθεί πως οι αρχαίοι έλληνες ιερείς δεν ήταν ακριβώς ιερείς, η δουλειά τους δεν θεωρούνταν ιερή. Ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, όπως θα λέγαμε σήμερα, που βοηθούσαν τους πιστούς να τα βολεύουν μόνοι τους με τους θεούς, όπως ο καθένας μπορούσε. Άλλωστε, οι ναοί-τράπεζες ήταν κρατικές «επιχειρήσεις». Ιδιωτικές έγιναν πάρα πολύ αργότερα. Και σήμερα ξαναμπαίνει από τους σοσιαλιστές το αρχαίο ελληνικό αίτημα της κρατικοποίησής τους. Τι ιστορία κι αυτή! Να χάνεις όλες τις σπουδαίες κατακτήσεις του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και να μένεις με τη δόξα των αρχαίων πρόγονων στα χέρια και να μην ξέρεις πού να την ακουμπήσεις. Τέλος πάντων.
Πάντως, το τραπεζικό σύστημα δεν το ανακάλυψαν οι 'Ελληνες. Πρωτόγονοι τραπεζίτες, χωρίς πάντως να λέγονται έτσι, υπήρχαν σ' όλους τους λαούς που είχαν κόψει νόμισμα που μπορούσε να τεμαχίζεται, να κερματίζεται, να μετατρέπεται σε κέρματα. Όμως, το οργανωμένο τραπεζικό σύστημα, στην αρχική, την ιερή του μορφή είναι αιγυπτιακής και βαβυλωνιακής καταγωγής. Κορόιδα ήταν οι αιγύπτιοι παπάδες;  'Ηταν κάτι μούτρα, μα τι μούτρα! Στο όνομα του Φαραώ, αυτοί ήταν που μάζευαν το χρήμα για να καλυφθούν τα τεράστια έξοδα κατασκευής των πυραμίδων και των άλλων φαραωνικών κτισμάτων που τα βλέπεις και σου κόβεται η ανάσα. Πού να μπεις και μέσα! (Ακόμα ανατριχιάζω όταν θυμάμαι την αναρρίχησή μου στο εσωτερικό της πυραμίδας του Χέοπα).
Ό,τι επέζησε μέχρι τις μέρες μας από την αρχαία τραπεζική αντίληψη είναι μόνο η ιερή αρχιτεκτονική των τραπεζών. Αναρωτηθήκατε ποτέ γιατί οι σημερινές τράπεζες μοιάζουν με ναούς που αστράφτουν από πάστρα και μάρμαρο; Σκεφτήκατε ποτέ γιατί οι τράπεζες έχουν διακοσμημένους τους τοίχους τους με ακριβά έργα τέχνης; Για να βοηθούν τους καλλιτέχνες, θα πουν οι αφελείς. Ξέρεις, έχει μια σκασίλα ο τραπεζίτης για την τέχνη, που δεν λέγεται!
Λοιπόν, όλα τα πολυτελή εκεί μέσα αποσκοπούν στο να σε θαμπώσουν όπως και στην εκκλησία. Όπως και στην εκκλησία, όλα στοχεύουν στο να σου δημιουργήσουν ένα αίσθημα ασφάλειας, ώστε να καταθέσεις ήρεμα τις οικονομίες σου, βέβαιος ότι τις εναπόθεσες σε καλά χέρια, με την ίδια περίπου έννοια που και η ψυχή σου βρίσκεται σε καλά χέρια εντός του ναού. Για σκηνοθεσία πρόκειται. Μια σκηνοθεσία που γίνεται επένδυση. Επενδύει η τράπεζα ένα πολύ μικρό μέρος των κολοσσιαίων κερδών της σε πεντελικό ή άλλο μάρμαρο, και τσακ η μαρμάρινη παγίδα σ' άρπαξε και σ' έκανε αποταμιευτή από καταναλωτή.

Τραπεζίτες, λοιπόν, με την ελληνική έννοια της λέξης υπάρχουν από τότε που υπάρχει χρήμα. Αλλά οι τραπεζίτες με τη σύγχρονη έννοια άρχισαν να εμφανίζονται τον ύστερο Μεσαίωνα. Είναι οι περίφημοι αργυραμοιβοί, γνωστοί σε μας εδώ και με το τουρκικό όνομά τους σαν σαράφηδες.
Οι αργυραμοιβοί του Μεσαίωνα ήταν τραπεζίτες του ποδαριού. Θα μπορούσαμε να τους πούμε και παρατραπεζίτες, αν βέβαια υπήρχαν τότε τράπεζες, ώστε αυτοί να έκαμναν τη δουλειά τους «παρά την τράπεζα», δίπλα στην επίσημη τράπεζα, ως ανεπίσημοι τραπεζίτες. Ο τόκος του μεσαιωνικού αργυραμοιβού έφτανε μέχρι και το 50% του κεφαλαίου που σου δάνειζε. Αλλά και του σημερινού παρατραπεζίτη ο τόκος συχνά ξεπερνάει το 100%. Θέλω να πω, πως οι γδάρτες του Μεσαίωνα ήταν πιο ευσπλαχνικοί από τους σημερινούς, πράγμα που σημαίνει πως, ως προς αυτόν τον τομέα, ο Μεσαίωνας προεκτείνεται μέχρι τις μέρες μας
Παρόλο που οι βασιλιάδες και οι πρίγκιπες του Μεσαίωνα κυνηγούσαν άγρια τους σαράφηδες, παρόλο που η προβλεπόμενη για την παράνομη δουλειά τους ποινή ήταν δήμευση της περιουσίας και εξορία, αυτοί το βιολί τους. Διότι το να δανείζεις χρήματα με τόκο ήταν μια κοινωνική ανάγκη και γι' αυτό ακριβώς δεν τελεσφόρησαν τα μέτρα των φεουδαρχών, που ήταν πάντα άψογοι στη συμπεριφορά τους. Σωστοί άρχοντες. Μπορεί ο Σαίξπηρ στον Έμπορο της Βενετίας να ωρύεται για κείνο τον άθλιο Εβραίο, τον τοκογλύφο Σάιλοκ, αλλά ο Σαίξπηρ είναι ποιητής και η κοινωνία δυστυχώς ποτέ δεν πήρε στα σοβαρά τους ποιητές.
Ποια ήταν λοιπόν η κοινωνική ανάγκη που έκανε αναγκαίους τους σαράφηδες; Όταν το χρήμα αρχίσει να περισσεύει και να σωρεύεται στα ταμεία των πλούσιων, είτε πρέπει να μοιραστεί στους φτωχούς, είτε να επενδυθεί σε άλλες παραγωγικές δουλειές, πράγμα προτιμότερο από τη φιλανθρωπία για το συνεπή προς τον πλούτο του κεφαλαιούχο.
Άλλοι επιχειρηματίες έχουν περίσσευμα σε ρευστό κι άλλοι έλλειμμα σε μια δεδομένη στιγμή, πράγμα που τους εμποδίζει να επεκτείνουν την επιχείρησή τους, ώστε να παραχθούν κι άλλα χρήσιμα ή άχρηστα προϊόντα και να προκόψει η κοινωνία ή ο επιχειρηματίας. Θα μπορούσα λοιπόν να σου δώσω το περίσσευμά μου σε ρευστό για να κάνέις τη δουλειά σου, φυσικά με το αζημίωτο.

Όμως, πού να σε βρω εσένα, που έχεις ανάγκη από ρευστό; Δεν μπορώ να βγω στο παζάρι και να φωνάζω, σαν να πωλούσα κρεμμυδάκια στη λαϊκή αγορά: εδώ το καλό και φτηνό χρήμα! Πάρε κόσμε χρήμα, χρήμα φρέσκο και λαχταριστό, σε τιμή ευκαιρίας. Και ούτω πως προέκυψε το επάγγελμα του σαράφη, του αποδιοπομπαίου προπομπού του αξιοπρεπέστατου σημερνού τραπεζίτη, που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί είναι αξιοπρεπέστερος του σαράφη.
Όπως ξέρουμε, το χρήμα είναι εμπόρευμα, το ιδανικό εμπόρευμα. Όπως όλα τα εμπορεύματα μπορείς να το αγοράσεις φτηνότερα και να το πουλήσεις ακριβότερα. Αυτό ακριβώς κάνει ο σαράφης, με προσωπική του ευθύνη και πρωτοβουλία. Δανείζεται από σένα φτηνότερα το χρήμα και το δανείζει στον άλλο ακριβότερα. Έμπορος, λοιπόν, είναι και ο σαράφης. Τόσο αξιοπρεπής ή αναξιοπρεπής όσο κι ο κάθε έμπορος. Γιατί τότε τον κυνηγούσαν τόσο άγρια οι φεουδάρχες;
Μα, διότι το χρήμα είναι εξαιρετικά «ελαστικό» εμπόρευμα.
Κι αν το έχει στα χέρια του ένας άνθρωπος με ελαστική συνείδηση μπορεί να το κάνει... πέτρα στη σφεντόνα και να στο κοπανήσει στο κεφάλι. Δηλαδή να κερδοσκοπεί μέχρι πλήρους εξοντώσεως του έχοντος την ανάγκη χρήματος. Μπορεί ο τοκογλύφος να σε κάνει να δουλεύεις μόνο και μόνο για να πληρώνεις τους τόκους. Τρομερό πράγμα η τοκογλυφία. Τραγικό. Κάποτε οι λέξεις σαράφης και τοκογλύφος θα γίνουν συνώνυμα.
Παρόλο λοιπόν που ο σαράφης έπαιξε έναν εξαιρετικά χρήσιμο κοινωνικό ρόλο, έτσι που φρόντιζε για τη διακίνηση του χρήματος στην αγορά κεφαλαίου, έπρεπε το παράνομο επάγγελμά του να μπει υπό κοινωνικό έλεγχο και να νομιμοποιηθεί, ώστε οι τόκοι να κυμαίνονται σε λογικά όρια. Κι έτσι το 1157 μ.Χ, στην κραταιά Βενετία, ιδρύεται η πρώτη τράπεζα με σύγχρονη έννοια.
Είναι η γραμμένη με χρυσά γράμματα στην ιστορία του καπιταλισμού Τράπεζα της Βενετίας. Που όμως κατέρρευσε με την πτώση της Γαληνοτάτης Ενετικής Δημοκρατίας το έτος 1797, οχτώ χρόνια μετά την έναρξη της Γαλλικής Επανάστασης.

Δυο ολόκληρους αιώνες αργότερα ξεπροβάλλει η δεύτερη στον κόσμο ανάλογη τράπεζα, η Τράπεζα της Βαρκελώνης. Βλέπουμε λοιπόν, πως το σύγχρονο τραπεζικό σύστημα εμφανίζεται σε χώρες με θαλάσσιο εμπόριο. Ακόμα και στις μέρες μας οι καλύτεροι πελάτες των τραπεζιτών είναι οι εφοπλιστές. Πράγμα πολύ φυσικό για ένα τόσο ρευστό εμπόριο, όπως το θαλάσσιο.
Από άλλο δρόμο και για άλλους λόγους, η πρώτη στ' αλήθεια καπιταλιστική «λαϊκή» τράπεζα με εντελώς σύγχρονη έννοια εμφανίστηκε στη Στοκχόλμη το 1668. Τι το καινούργιο έκανε η Τράπεζα της Στοκχόλμης και κέρδισε αυτόν τον επίζηλο τίτλο; 'Εκοψε ένα είδος τραπεζογραμματίου. ΠΙΟ σωστά, έδωσε την ιδέα για τη δημιουργία του τραπεζογραμματίου. Ήταν μια ιδέα πραγματικά πρωτότυπη και απίθανη βολική, που θα δώσει φτερά στις τράπεζες.
Τραπεζογραμμάτιο λέγεται το χαρτονόμισμα. Προσοχή, δεν μιλάμε για τα μεταλλικά νομίσματα, αλλά μόνο για τα χαρτονομίσματα. Μόνο αυτά είναι τραπεζογραμμάτια. Χαρτί και να έχει κάποια σοβαρή αξία ήταν πράγμα ακατανόητο μέχρι το 1668. Το τραπεζογραμμάτια, λοιπόν, όπως λέει και η λέξη, είναι ένα γραμμάτιο που εκδίδει η τράπεζα διά του οποίου δηλώνεται πως κάτι κατάθεσες σ' αυτήν, κάτι σαν ενέχυρο, χρυσό κατά προτίμηση, που η τράπεζα θα στο δώσει πίσω όταν προσκομίσεις τη σχετική απόδειξη, το τραπεζογραμμάτιο.
Επειδή αυτά τα εντελώς πρωτόγονα τραπεζογραμμάτια, μάλλον οι αποδείξεις που εξέδιδε η Τράπεζα της Στοκχόλμης, ανέγραφαν ποσό μικρότερο μεν αλλά όχι πολύ πιο μικρό από την αξία του πράγματος που είχες καταθέσει στα ταμεία της, πολλοί έσπευδαν να καταθέσουν τα τιμαλφή τους και να πάρουν τραπεζογραμμάτια, δηλαδή αποδείξεις, που τις αντάλλασσαν μεταξύ τους. Κι έτσι το τραπεζογραμμάτιο σιγά σιγά θα γίνει χαρτονόμισμα, που συνεχίζει να ονομάζεται τραπεζογραμμάτιο για να γίνεται φανερό πως την αξία του την εγγυάται η τράπεζα. Σίγουρα πάντως οι τράπεζες δεν δημιουργήθηκαν για να θέτουν σε κυκλοφορία τραπεζογραμμάτια, αν και αυτά θα βοηθήσουν πολύ στην ανάπτυξή τους. Δημιουργήθηκαν για να αγοράζουν και να πουλούν χρήμα.
Βασίλης Ραφαηλίδης -Η κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας
by Αντικλείδι , http://antikleidi.com

Β.Ραφαηλίδης – Η κολοβή και πλούσια Γερμανία

Μέχρι την 21η Δεκεμβρίου 1972, που οι δυο Γερμανίες εδέησε επιτέλους να αποδεχτούν τα τετελεσμένα και να συμφωνήσουν πως είναι δυο διαφορετικά κράτη και όχι ένα κομμένο προσωρινά στα δυο, μόνιμα σύνορα ανάμεσα στα δυο γερμανικά κράτη δεν υπήρχαν.
Διότι η Συμφωνία του Πότσνταμ έλεγε πως τα σύνορα είναι προσωρινά, πράγμα αυτονόητο άλλωστε, αφού ο τεμαχισμός δεν έγινε προκειμένου να προκόψει εξ αυτού μια Δυτική και μια Ανατολική Γερμανία, αλλά για να οριστεί η ρωσική ζώνη κατοχής της ενιαίας προπολεμικής Γερμανίας. Το κράτος που θα ονομαστεί Ανατολική Γερμανία δεν είναι παρά η πρώην ζώνη κατοχής της Σοβιετικής Ένωσης. Η συζητήση για το τι ακριβώς είναι η Ανατολική Γερμανία κλείνει με την αμοιβαία αναγνώριση των δύο γερμανικών κρατών το 1972. Κι έτσι, την επόμενη χρονιά, η Ανατολική Γερμανία γίνεται μέλος του ΟΗΕ. Μέχρι τότε, ο ΟΗΕ μια Γερμανία αναγνώριζε, την «καλή».
Ο χωρισμός της Γερμανίας στα δυο θα έχει σα συνέπεια το χωρισμό της Πρωσίας στα τέσσερα: ένα κομμάτι θα βρεθεί στη Δυτική Γερμανία, ένα δεύτερο και μεγαλύτερο, μαζί και η πρωτεύουσα της Πρωσίας (και της Γερμανίας) Βερολίνο, στην Ανατολική, ένα τρίτο στη Ρωσία και το τέταρτο και τελευταίο στην Πολωνία Το ρωσικό και το πολωνικό κομμάτι, μέχρι την ήττα της Γερμανίας το 1945, ανήκαν στην Ανατολική Πρωσία, μια εκτεταμένη περιοχή ξεκομμένη από τον κύριο γερμανικό κορμό, από την οποία τη χώριζε η στενή λουρίδα του Ντάντσιχ (Γκντάνσκ, στα πολωνικά), που ο Χίτλερ την ήθελε οπωσδήποτε, προκειμένου να ενωθεί η Δυτική με την Ανατολική Πρωσία, που ήταν όντως γερμανική. Άλλωστε, η μεγάλη και ένδοξη πόλη Καίνιξμπεργκ, πρωτεύουσα της Ανατολικής Πρωσίας, ήταν η πατρίδα του Καντ, του κατ’ εξοχήν γερμανού φιλόσοφου.

Η Πρωσία, Δυτική και Ανατολική μαζί, δεν είναι μόνο γεωγραφική, αλλά κυρίως ιστορική περιοχή. Πριν απ’ τον πόλεμο περιλάμβανε 12 γεωγραφικά και διοικητικά διαμερίσματα (επαρχίες): την Ανατολική Πρωσία, το Αννόβερο, τη Βεστφαλία, την 'Εσση, το Νασάου, το Μπράντενμπουργκ (Βραδεμβούργο), την Πομερανία, τη Ρηνανία, τη Σαξονία, τη Σιλεσία, το Σλέσβιγκ-Χολστάιν και το Χοεντζόλερν. Πρόκειται, δηλαδή, για μια τεράστια περιοχή, εκτεινόμενη στη Βόρεια και την Κεντρική Γερμανία, που αποτελεί, θα λέγαμε, την κυρίως ειπείν Γερμανία. Ακριβώς αυτή η «ιστορική Γερμανία» μετά τον πόλεμο θα γίνει σμπαράλια. Το σταυροφορικό Τάγμα των Τευτόνων Ιπποτών, που δημιούργησε τον 13ο αιώνα την Πρωσία, στην επιστροφή του από τα Ιεροσόλυμα, όπου βρισκόταν με την ειδικότητα του νοσοκομειακού σώματος, του εντεταλμένου για την περίθαλψη των άλλων σταυροφόρων, δεν θα -ήταν διόλου υπερήφανο για την κατάντια στην οποία οδήγησε ο σταυρωτής-σταυροφόρος Χίτλερ την παλιά επικράτεια των νοσοκόμων-Ιπποτών. Στην οποία ανήκε και η περιοχή της Σαξονίας, στην κάτω μεριά της Ανατολικής Γερμανίας. (Πρωτεύουσά της είναι η Δρέσδη. Εκεί επίσης βρίσκεται και η Λειψία, η πατρίδα του Βάγκνερ). Σημειώστε πως η Σαξονία θεωρείται η κοιτίδα όλων των Γερμανών, νέων, παλιών και πολύ παλιών, σαν τους Γότθους ας πούμε, αλλά και σαν τους Άγγλοσάξονες (τους γερμανικής καταγωγής Άγγλους και Σάξονες, που θα μεταναστεύσουν κάποτε στην Αγγλία).

Η σημερινή Γερμανία, λοιπόν, θα προκόψει απ’ την Πρωσία, το πρώτο μεγάλο γερμανικό κράτος, που θα φτάσει στη μεγίστη του ακμή τον 14ο αιώνα και που αργότερα θα γίνει Αυτοκρατορία Τώρα η Πρωσία, η καρδιά και η ψυχή της Γερμανίας, μοιάζει οριστικά χαμένη για τη Δύση. Το μεγαλύτερο μέρος της βρίσκεται στην Ανατολή και μάλιστα στην κομουνιστική Ανατολή. Βέβαια, εκτός από τις άλλες δυτικές περιοχές της πρώην ενιαίας Γερμανίας, στη Δυτική Γερμανία θα περιέλθει και το μεγαλύτερο, πλουσιότερο και αντιδραστικότερο κρατίδιο της Γερμανίας, η Βαυαρία, αλλά τι να την κάνεις τη Βαυαρία με την κουτσή γερμανική ιστορία, όταν έχεις χάσει τις μεγάλες και ένδοξες ιστορικές περιοχές; Αυτό που κυρίως δεν μπορούν να χωνέψουν οι δυτικογερμανοί διανοούμενοι είναι η απώλεια της Λειψίας και της Βαϊμάρης, που είναι δυο απ’ τα πιο μεγάλα πνευματικά και επιστημονικά κέντρα της Ευρώπης.
'Ομως, και η Ανατολική Γερμανία είναι λειψή. Δεν περιέχει τα εδάφη που περιείχε η περιοχή πριν απ’ τον πόλεμο. Διότι, δε χάθηκε μόνο η Ανατολική Πρωσία, χάθηκε και μια μεγάλη κάθετη λουρίδα της Δυτικής Πρωσίας. Δόθηκε στους Πολωνούς απ’ τους Ρώσους σε αντάλλαγμα της βόρειας Ανατολικής Πρωσίας που έγινε ρωσική, μαζί με την Καίνιξμπεργκ, που θα ξαναβαφτιστεί και θα γίνει Καλίνινγκραντ. (Ρε, μανία που είχαν αυτοί οι άνθρωποι με τα βαφτίσια, τα ξαναβαφτίσια και τα ξαναματαβαφτίσια!). Δεδομένου πως οι Ανατολικο-γερμανοί δεν θα ήταν δυνατό να διαμαρτυρηθούν γι’ αυτές τις απώλειες (βλέπεις, τα παλιά γερμανικά εδάφη πήγαν σε συντρόφους) διαμαρτύρονται και για λογαριασμό τους οι Δυτικογερμανοί, παρόλο που καθόλου δεν τους πέφτει λόγος από νομικής απόψεως, αφού οι περιοχές που δόθηκαν στην Πολωνία συνόρευαν με την Ανατολική και όχι με τη Δυτική Γερμανία.
Η περίφημη Γραμμή 'Οντερ-Νάισσε αποτελεί τα νέα σύνορα Ανατολικής Γερμανίας και Πολωνίας. Κι ωστόσο, οι Δυτικογερμανοί είναι αυτοί που χαλούν τον κόσμο για τα νέα φυσικά, λέει, σύνορα (ο 'Οντερ και ο Νάισσε είναι ποτάμια) ανάμεσα στην Ανατολική Γερμανία και την Πολωνία. Όμως, τα νέα σύνορα, που άφησαν απ’ έξω πολλά γερμανικά εδάφη, δεν τα αποφάσισαν οι Ρώσοι μόνοι τους, είχαν και την σύμφωνη γνώμη των τότε δυτικών Συμμάχων τους στο Πότσνταμ, όπου γίνονται όλα αυτά. (Το Πότσνταμ βρίσκεται κοντά στο Βερολίνο, κι αυτό σημαίνει πως θα περιέλθει στη δικαιοδοσία των Ανατολικών η πόλη όπου αποφασίστηκε η μοίρα της Γερμανίας και της Ευρώπης, αμέσως μετά τη συντριβή του Χίτλερ).

Ωστόσο, τότε στο Πότσνταμ συναποφασίστηκε πως τα σύνορα επί των ποταμών Όντερ (στο βορρά) και Νάισσε (στο νότο) θα είναι προσωρινά. Και επειδή ουδέν μονιμότερο του προσωρινού όταν η προσωρινότητα διαρκεί, τα εν λόγω σύνορα ισχύουν και σήμερα, που δεν υπάρχει Ανατολική Γερμανία ως συνοριακό άλλοθι. Και μην ξαφνιαστείτε αν οι σημερινοί ενωμένοι Γερμανοί αρχίσουν να ουρλιάζουν ενωμένοι για την ένωση με τη νέα, ενιαία Γερμανία, των υπέρ πατρίδος πεσόντων παλαιών εδαφών. Πρός το παρόν, βέβαια, δε ζητούν κάτι τέτοιο. Όμως, κάτσε ντε, νωρίς είναι ακόμα, θ’ αρχίσουν να κάνουν λόγο μόλις σκάσει μύτη ο Γ Παγκόσμιος Πόλεμος. (Αν πιστεύετε πως δεν θα γίνει άλλος παγκόσμιος πόλεμος, σημαίνει πως δεν έχετε καλές σχέσεις με την ιστορία και κυρίως την ιστορία του καπιταλισμού. Ο Γ Παγκόίσμιος Πόλεμος μπήκε στη φωτιά για βράσιμο τότε που κατέρρευσε η ΕΣΣΔ. Κι αυτή τη φορά θα τον αρχίσει μάλλον ο παρανοϊκός Ζιρινόφσκι, ή κανένας διάδοχός του αναλόγου πατριωτικού φρονήματος, για να μην πω ο Γιέλτσιν σε κατάσταση μέθης ευρισκόμενος). Οι Γερμανοί, λοιπόν, πηγαίνοντας για τα πολλά (εδάφη) με τον Χίτλερ έχασαν και τα λίγα, που κι αυτά είναι πολλά. Ας τα βλέπουν οι δικοί μας θερμοκέφαλοι. Εν τάξει, ρε φίλε πατριώτη, να πάρουμε την Πόλη και την Αγιά Σόφιά! Αν όμως επιχειρήσουμε να την πάρουμε και δε μας κάτσει; Δύσκολη ερώτηση για ηλιθίους σοβινιστές. (Εκτός από μαρμαρωμένους βασιλιάδες, υπάρχουν και μαρμαρωμένα μυαλά).
Κάθε πτώση μιας χώρας είναι και μια έκπτωση των συνόρων της. Δύσκολα θα βρεις νικημένο χωρίς εδαίφικές απώλειες και νικητή χωρίς εδαφικά κέρδη. 'Οπως και ο παίχτης τυχερών παιγνίων, έτσι και ο παίχτης των άτυχων γι’ αυτόν πολέμων, όταν μπαίνει στο παιχνίδι προσδοκά κέρδος. Αλλιώς γιατί να μπει; Όμως, εκ δύο εμπολέμων κερδίζει πάντα ο ένας. Ισοπαλία δεν υπάρχει στον πόλεμο - και μην παρασύρεστε απ’ το ποδόσφαιρο. Ισοπαλία υπάρχει μόνο στον πυρηνικό πόλεμο. Όπου σημειώνεται πάντα X, και στο αποτέλεσμα και στα βιβλία γεννήσεων των ληξιαρχείων.
Μέχρι το 1944 οι δυτικοί Σύμμαχοι, και κυρίως οι Άγγλοι, πίστευαν πως θα εμποδίσουν την εγκαθίδρυση κομουνιστικού καθεστώτος στην Πολωνία. Αν το πετύχαιναν, θα μπορούσαν να διαπραγματευτούν στο Πότσνταμ τα νέα γερμανικά σύνορα με μεγαλύτερη άνεση. Άλλωστε, σε μια τέτοια περίπτωση, η Ανατολική Γερμανία θα ήταν περικυκλωμένη από καπιταλιστικά κράτη και οι Ρώσοι ίσως εξαναγκάζονταν να την εγκαταλείψουν. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που τα μεγαλύτερα και δυσκολότερα πολιτικά παιχνίδια, τον τελευταίο χρόνο του πολέμου, θα παιχτούν σε σχέση με την μεταπολεμική τύχη της Πολωνίας.

Από γεωπολιτικής απόψεως, η κρίσιμη περιοχή ανάμεσα σ’ ολόκληρη την Ανατολή κι ολόκληρη τη Δύση είναι η Πολωνία, το σύνορο Ανατολής και Δύσης. Και οι Ρώσοι παίζουν τόσο καλά το παιχνίδι τους εκεί που δεν έχουν κανένα λόγο να το παίξουν το ίδιο καλά και στην Ελλάδα Έδωσαν την Ελλάδα στους Άγγλους, για να κρατήσουν μεταξύ άλλων και την Πολωνία, που τους ενδιαφέρει πάρα πολύ. Παραμερίζοντας τους ελληνοκεντρικούς αριστερούς συναισθηματισμούς, Θα μπορούσαμε να πούμε πως έκαναν πολύ καλά. Τους Άγγλους τους ενδιέφερε πολύ η Ελλάδα, και την πήραν. Τους Ρώσους τους ενδιέφερε πολύ η Πολωνία, και την πήραν, θα μου πείτε, και που την πήραν τι κατάλαβαν, Μην το πείτε, όμως, αν δεν πάρετε υπ’ όψη πως τη στιγμή που τελείται η ιστορία κανείς δεν είναι σε θέση να προβλέψει τις συνέπειες. Αν μπορούσες να προβλέψεις με σιγουριά τα ιστορικά μελλούμενα, θα δρούσες μόνο στην περίπτωση σίγουρου κέρδους. Άλλωστε, καμιά νίκη δε διαρκεί για πάντα. Οι νικημένοι γίνονται εύκολα νικητές, και αντιστρόφως. Βλέπε και τη νικημένη Γερμανία Βλέπε και τη νικήτρια Ελλάδα Καλή η δόξα καλύτερη όμως η μάσα Οι δάφνες είναι χρήσιμες μόνο όταν τις χρησιμοποιείς στο στιφάδο.
'Οπως και νάναι, η Γερμανία δεν είχε ηθικό και λογικό δικαίωμα να διαμαρτύρεται για τις τεράστιες εδαφικές της απώλειες. Βέβαια, οι Δυτικσγερμανοί διαμαρτυρήθηκαν υπέρ το δέον για τούτες τις απώλειες, όμως η διαμαρτυρία τους ήταν και λογικά όίστοχη, αφού τα νέα ανατολικά σύνορα της νέας Γερμανίας ήταν σύνορα της Ανατολικής Γερμανίας και της Πολωνίας, και ηθικά σόλοικη, αφού έπρεπε να πληρώσουν για τη χασούρα Σίγουρα πλήρωσαν πάρα πολύ ακριβά. Αλλά και οι ζημιές που προκάλεσαν στον κόσμο όλο ήταν πάρα πολύ μεγάλες. Ωστόσο, οι περισσότερο σώφρονες εξ αυτών, κυρίως οι αντιναζιστές όπως ο Βίλλυ Μπραντ, δεν έκαναν σεκόντο στους νεοεθνικιστές χορωδούς, αυτούς που λίγο πριν έψελναν εμβατήρια και τώρα ψέλνουν πένθιμα εμβατήρια για τα χαμένα εδάφη, που παραμένουν χαμένα μέχρι τις μέρες μας. Εδώ πορτοφόλι χάνεις και δεν το βρίσκεις, θα βρεις χαμένα εδάφη; Δηλαδή, εμείς βρήκαμε τα χαμένα εδάφη της Μικρασίας μετά την μικρασιατική καταστροφή;

Τα σύνορα της Ευρώπης θα αναδιαμορφωθούν μόνο μετά τη λήξη του Γ Παγκοσμίου Πολέμου. Μέχρι τότε, απλώς θα διχοτομούνται και θα τριχοτομούνται τα ήδη υπάρχοντα σύνορα, μέχρι που να φτάσουμε στην αρχαιοελληνική έννοια της πόλης-κράτος. Εμείς εδώ πάντως φτάσαμε προ πολλού: Ελλάδα είναι μία πόλη, η Αθήνα. Όλες οι άλλες πόλεις, απλώς ανήκουν στην Ελλάδα
Η Μάργκρετ Μπόβερ χωρίζει την έννοια της πατρίδας στα δυο: μιλάει για φυσική και για ιδεολογική πατρίδα 'Οταν, συνεπώς, έχεις μια διεθνιστική ιδεολογία, ανήκεις σε δυο πατρίδες: τη φυσική, όπου επίσης ανήκουν και οι αντιφρονσύντες, και την ιδεολογική, όπου ανήκουν μόνο οι ομοϊδεάτες σου, οι σκόρπιοι δώθε κείθε μέσα στον μεγάλο κόσμο. Ποια απ’ τις δυο να διαλέξεις; Και τις δυο είναι η σωστή απάντηση. Όσο με αφορά, φυσική μου πατρίδα είναι η Ελλάδα και ιδεολογική ο καλύτερος κόσμος πούναι νάρθει, σ’ όλον τον κόσμο. Οι κοινοί και κοινόχρηστοι πατριώτες μοιάζουν κάπως με τις κοινές γυναίκες. Παίρνουν προστασία και ασφάλεια απ’ την πατρίδα και της δίνουν την αγάπη τους.
Οι Γερμανοί είναι οι μόνοι άνθρωποι στον κόσμο που μέχρι το 1991, που ενώθηκαν οι δυο Γερμανίες, θα μπορούσαν να διαλέξουν ευχερώς και φυσική και ιδεολογική πατρίδα: οι κομουνιστές την Ανατολική, οι καπιταλιστές τη Δυτική Γερμανία. Μόνο που ο χωρισμός δεν έγινε βάσει ιδεολογιών, αλλά βάσει πολιτικών σκοπιμοτήτων. Όμως, στη Γερμανία συνέβη κάτι που είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό απ’ αυτό που θα μπορούσε να συμβεί αν ο χωρισμός γινόταν βάσει ιδεολογιών. Οι πέραν της Γραμμής Όντερ- Νάισσε ζώντες πριν απ’ τον πόλεμο Γερμανοί, μεταφέρθηκαν στη Δυτική Γερμανία αμέσως μετά τον πόλεμο. Σύνολο μεταφερθέντων 8.570.000. Το 17% του πληθυσμού της τότε Δυτικής Γερμανίας. Αριθμός τεράστιος. Ήταν οι πρώτοι γκανστερμπάιντερ. Και ήταν Γερμανοί και όχι Τούρκοι ή Έλληνες. Το γερμανικό θαύμα τους χρωστάει πολλά. Αμείβονταν χειρότερα από τους γηγενείς. Οι Τούρκοι και οι Έλληνες εργάτες θα αμείβονται ακόμα χειρότερα, αλλά αυτά έχει η ζωή. Όταν πεινάς, λες δόξα τω θεό που βρήκες ένα κομμάτι ψωμί και αγαπάς με πάθος το αφεντικό σου που σε εκμεταλλεύεται!
 ~ από το βιβλίο του Βασίλη Ραφαηλίδη "Θερμοί και ψυχροί πόλεμοι"
by Αντικλείδι , http://antikleidi.com

9.4.16

ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ Ο ΠΟΛΩΝΟΣ Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΣΚΟΤΟΥΣ. Από τον Κώστα τον Πολωνό.

Είχε συνειδητά αποκλείσει το υπερφυσικό στοιχείο από το έργο του, γιατί -όπως έλεγε- αν το δεχόταν, θα ήταν σαν να ομολογούσε ότι η καθημερινότητα δεν είναι θαυμαστή.
Στην πραγματικότητα, ο σπουδαίος αυτός συγγραφέας επέλεξε να μυθιστοριογραφήσει εκτενώς τη ζωή ακριβώς επειδή τη θεωρούσε ποιητική. Και, βέβαια, πολύ πριν γράψει για κόσμους εξωτικούς, μυστηριώδεις και απρόβλεπτους, επεδίωξε και ως ένα βαθμό κατάφερε να τους γνωρίσει μέσα από τα ατελείωτα ταξίδια του και την εγγενή τάση του προς την περιπέτεια, τις συγκινήσεις, τη συνεχή φυγή.

O Tζόζεφ Κόνραντ (1857- 1925) γεννήθηκε στην Oυκρανία από Πολωνούς γονείς. Η παιδική του ηλικία ήταν ιδιαίτερα δύσκολη: Tο 1864 χάνει τη μητέρα του και τέσσερα χρόνια μετά τον πατέρα του και την κηδεμονία του αναλαμβάνουν -στην Kρακοβία- κάποιοι συγγενείς.
O μικρός Tζόζεφ δεν θα αργήσει να δείξει σημάδια ξεχωριστής ευφυΐας: μαθαίνει να μιλάει απταίστως γαλλικά, ενώ μέσα από τις πολωνικές μεταφράσεις διαβάζει τους κλασικούς. Λίγο αργότερα ανακαλύπτει τα περιπετειώδη αναγνώσματα και κυρίως τους «Εργάτες της Θάλασσας» του Bίκτορος Oυγκώ.
Eιδικά αυτό το τελευταίο έμελλε να επηρεάσει βαθιά τον ψυχισμό του και να τον γεμίσει όνειρα για τη θαλασσινή ζωή και περιπέτεια. Μάλιστα, αυτήν την τάση του να γνωρίσει εξωτικά μέρη και άγνωστους πολιτισμούς θα την εκδηλώσει από νωρίς και έτσι, μόλις στα δεκαέξι του, μεταβαίνει στο λιμάνι της Mασσαλίας για να γίνει ναυτικός.
H αρχή μιας μυθιστορηματικής ζωής μόλις ξεκινούσε, μιας ζωής γεμάτης ακραίες εμπειρίες- μεταξύ των οποίων, ένα ναυάγιο, λαθρεμπόριο όπλων, μια απόπειρα αυτοκτονίας, μία μονομαχία για τα μάτια μιας γυναίκας, αλλά και απίστευτες περιπέτειες στους ωκεανούς και στα λιμάνια που ξεμπάρκαρε.
Tο 1886 γίνεται Bρετανός υπήκοος και καπετάνιος και το 1894, ύστερα από είκοσι χρόνια στη θάλασσα, θα εγκατασταθεί στην Aγγλία όπου παντρεύεται, αποκτά δύο παιδιά και αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στο γράψιμο.
Tο σίγουρο είναι ότι το κοσμοπολίτικο πνεύμα του έβρισκε πάντα τον τρόπο να συνδέει τον ρεαλισμό με έναν ρομαντικό αισθηματισμό. Aλίμονο, όμως: ένας ρομαντισμός διαποτισμένος με αμείλικτη ειρωνεία για την τάση του ανθρώπου να αυταπατάται.
Oι συνθήκες, πια, είναι ευνοϊκές για τον επίδοξο συγγραφέα που έχει βρει τη χρονική άνεση να γράφει απερίσπαστος -στα αγγλικά- και να μετουσιώνει τις εμπειρίες μιας ζωής σε τέχνη. Δεν θα αργήσει, λοιπόν, να ολοκληρώσει το σημαντικότερο ίσως έργο του: την «Kαρδιά του Σκότους».
Bασισμένη στις δικές του εμπειρίες ως καπετάνιου στον ποταμό του Kονγκό, η υπόθεση αποτελεί ένα εκπληκτικό μείγμα συμβολικών αντιστοιχιών και χειροπιαστών λεπτομερειών που καθηλώνουν.
Eδώ οι «σκοτεινές» δυνάμεις της Aφρικής θα εκμηδενίσουν έναν αρχικά πολιτισμένο, καλλιεργημένο και ικανό άνθρωπο, τον Kουρτς, ο οποίος αδυνατούσε να αντισταθεί αποτελεσματικά στη διάβρωση του κακού.
Το βιβλίο αποτελεί μία συνταρακτική περιδιάβαση στα σκοτάδια του εγώ, ένα εσωτερικό δραματικό ταξίδι όπου επικρατούν η σύγχυση, η γοητεία, η ενοχή και -πάνω απ’ όλα- η παρακμή.
O Kόνραντ αφηγείται το καταστροφικό ταξίδι ενός ναυτικού, του Mάρλοου- στον ποταμό που γνώριζε ο συγγραφέας από πρώτο χέρι. Kατά τη διάρκεια του ταξιδιού συναντάει τον Kουρτς τον οποίο οι ιθαγενείς λατρεύουν σαν θεό και οι αποικιοκράτες τον απεχθάνονται.
O ίδιος ο Kουρτς είναι ένας αλλοπαρμένος «φύλαρχος», χαμένος στα βάθη της ζούγκλας αλλά και της ψυχής του, καταδικασμένος να ζει στον τρόμο ενός αλλόκοτου πνευματικού πυρετού.
O Mάρλοου τον παίρνει στο ποταμόπλοιό του για το ταξίδι της επιστροφής, με αποτέλεσμα μία από τις καλύτερες αλληγορίες που γράφτηκαν ποτέ υπό τη μορφή μυθιστορήματος.
Πρόκειται για το έργο ενός πρώιμου μοντερνιστή, με καινοτομίες που είναι -δίχως άλλο- εντυπωσιακές: πολλαπλές γωνίες αφήγησης, επιδέξιες διακοπές στην χρονική αλληλουχία και εκπληκτική εικονογραφική δεινότητα.
Σε κάθε περίπτωση, και τα υπόλοιπα βιβλία του όπως «O Nέγρος του Nάρκισσου», «Λόρδος Tζιμ», «O τυφώνας», «Nοστρόμο», «O μυστικός πράκτωρ», «H τύχη» -όλα κομμάτια μιας συναρπαστικής εκφραστικής περιπέτειας- αν και βασίζονται στις θαλασσινές του δοκιμασίες και τα εξωτικά μέρη που είχε επισκεφτεί, στην ουσία μεταμόρφωσαν το περιπετειώδες μυθιστόρημα σε μία λεπταίσθητη διερεύνηση της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης.
Και όλα αυτά υπό το καθεστώς ασυνήθιστων δυσχερειών και γενικευμένης φθοράς. Aλλωστε και ο ίδιος ο Kόνραντ, παρ’ όλη την επιτυχία του, όταν πέθανε -το 1925- ήταν φτωχός και βασανισμένος, απαισιόδοξος και πτοημένος: όπως ακριβώς, δηλαδή, θα ταίριαζε στον συγγραφέα που αποτύπωσε υποδειγματικά, όσο ελάχιστοι, την -ούτως ή άλλως- παράξενη γοητεία της παρακμής...
Πηγή: ΗΜΕΡΗΣΙΑ 

Γιαν Κοχανόφσκι. Από τον Κώστα τον Πολωνό.

Ο Γιαν Κοχανόφσκι (πολωνικά: Jan Kochanowski, 1530 - 22 Αυγούστου 1584) ήταν Πολωνός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Είναι ο θεμελιωτής της εθνικής πολωνικής λογοτεχνίας και θεωρείται από πολλούς ο σπουδαιότερος σλαβόφωνος ποιητής της Αναγέννησης.
Βιογραφία
Ο Γιαν Κοχανόφσκι γεννήθηκε στο χωριό Σιτσίνα, κοντά στην πόλη Ράντομ (Radom) της κεντροανατολικής Πολωνίας το 1530. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Κρακοβίας και της Καινιξβέργης (σήμερα Καλίνινγκραντ), καθώς και στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας στην Ιταλία. Μιλούσε άπταιστα λατινικά και έγινε γνωστός για τις ερωτικές ελεγείες του, που συνέθετε στη λατινική γλώσσα. Συνειδητοποίησε όμως τη μεγάλη σημασία της εθνικής του γλώσσας στα γράμματα κι άρχισε έκτοτε να γράφει στα πολωνικά λυρικά ποιήματα και θεατρικά έργα, αντλώντας την έμπνευσή του από την λατινική γραμματεία. Χάρις στον Γιαν Κοχανόφσκι, η πολωνική γλώσσα εκτοπίζει εφεξής την λατινική.
Το 1575, ο Κοχανόφσκι παντρεύεται την Dorota Podlodowska, με την οποία απέκτησε επτά παιδιά. Ταξίδεψε στη Γαλλία, όπου γνωρίστηκε με τον ποιητή Πιερ ντε Ρονσάρ (Pierre de Ronsard, 1524 - 1585). Πέθανε, πιθανότατα από καρδιακή προσβολή, στην πόλη Λούμπλιν (Lublin) της Πολωνίας στις 22 Αυγούστου 1584, σε ηλικία μόνο 54 ετών.
Στο χωριό Czarnolas, 100 χλμ νοτιοανατολικά της Βαρσοβίας, βρίσκεται και λειτουργεί σήμερα ως μουσείο το σπίτι, όπου έζησε ο Κοχανόφσκι (Muzeum Jana Kochanowskiego). Μπροστά στο Μουσείο, έχει στηθεί ένα επιβλητικό μπρούτζινο άγαλμα του Κοχανόφσκι, με τη μακριά γενειάδα του και το γούνινο μακρύ παλτό του, φιλοτεχνημένο από τον γλύπτη Μ. Welter.
Ένα άλλο μνημείο με τη μαρμάρινη προτομή του Κοχανόφσκι (19ος αι.), ανάμεσα σε πολύχρωμες τοιχογραφίες με κόκκινα και ροζέ τριαντάφυλλα σε σχέδια του Στανίσλαβ Βισπιάνσκι, υπάρχει και στην Εκκλησία των Φραγκισκανών στην Κρακοβία, που έχει φιλοτεχνηθεί από τον Πολωνό γλύπτη Η. Κosowski (βλ. ένθετη εικόνα).
Τα Έργα Η τραγωδία που έγραψε ο Κοχανόφσκι σε στίχους στην πολωνική γλώσσα, "Η Αποπομπή των Ελλήνων Πρέσβεων" (πολων. "Odprawa posłów greckich", αγγλ. μτφ. "The Dismissal of the Greek Envoys"), αποτελεί το αριστούργημα του πολωνικού θεάτρου. Το έργο παίχτηκε στο Θέατρο της Αυλής στη Βαρσοβία το 1578.
Η υπόθεση του έργου είναι παρμένη από την Ιλιάδα του Ομήρου και ιστορεί ένα περιστατικό του Τρωικού Πολέμου. Οι Έλληνες πρέσβεις Μενέλαος και Οδυσσέας φθάνουν στην Τροία και ζητούν από τους Τρώες να τους παραδώσουν την ωραία Ελένη, που απήγαγε ο Πάρις, ο γιος του βασιλιά Πριάμου.

Ο Αντήνωρ, ο σοφός σύμβουλος των Τρώων, αποδοκίμασε την αρπαγή της Ελένης και συμβούλευσε τους Τρώες να παραδώσουν στους Ατρείδες την Ελένη και τους θησαυρούς της. Βλέπει την Ελένη ως αιτία του κακού και πως δεν μπορεί να κινδυνεύσει η χώρα χάριν της ωραίας Ελληνίδας.
Ο Πάρις επιμένει, ότι η Ελένη πρέπει να κρατηθεί στην Τροία και δωροδοκώντας το συμβούλιο των δημογερόντων, αποσπά μιαν απόφαση, ώστε η Ελένη να μη παραδοθεί στους Έλληνες. Οι Έλληνες πρέσβεις εκφράζουν τη θλίψη τους για την εσπευσμένη και άδικη απόφαση των Τρώων και αναχωρούν για την Ελλάδα.
Η Τροία απειλείται τώρα από την εισβολή των Ελλήνων. Η Κασσάνδρα, η κόρη του Πριάμου, προλέγει τον πόλεμο. Ο Αντήνωρ συμβουλεύει να ετοιμάζεται ο λαός για τα χειρότερα. Όμως ο βασιλιάς Πρίαμος δεν σταθμίζει σωστά την κρισιμότητα της κατάστασης και δεν παίρνει στα σοβαρά τις συμβουλές. Ένας αγγελιαφόρος φέρνει τη φοβερή για τους Τρώες είδηση, ότι τα ελληνικά πλοία πλησιάζουν στις ακτές της Τροίας.
Ο Κοχανόφσκι έγραψε το δράμα αυτό, θέλοντας να αφυπνίσει τους ιθύνοντες της χώρας του, να ανυψώσει το φρόνημα του λαού και να προειδοποιήσει για τους μεγάλους κινδύνους που διατρέχει η πατρίδα του, αν δεν παραμερισθούν οι εσωτερικές έριδες και οι πολιτικές διαμάχες.
Ιδιαίτερη όμως θέση στην πολωνική λογοτεχνία κατέχουν και οι "Θρήνοι" (στο πρωτότυπο Threny), που έγραψε ο Κοχανόφσκι με αφορμή τον αιφνίδιο θάνατο της κόρης του Ούρσουλα, η οποία πέθανε σε ηλικία μόλις τριών ετών. Το έργο είναι εμπνευσμένο και διανθισμένο με τα χαρακτηριστικά στοιχεία των "θρηνωδιών" της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας. Δημοσιεύτηκε το 1580.

Πηγή: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Της Τιτικας Δημητρουλια Θα ακούσει η Μόσχα να μιλούν για μένα, και οι Τάταροι / και οι κάθε λογής κάτοικοι του κόσμου\\ οι Αγγλοι, / ο Γερμανός και ο ανδρείος Ισπανός θα με γνωρίζουν / κι όσοι νερό πίνουν από τον Τίβερη τον βαθύ». Τον 15ο και τον 16ο αιώνα, οι ευρωπαϊκές γλώσσες αποκτούσαν τους τίτλους ευγενείας τους μέσω της ποίησης. Και οι ποιητές που θεμελίωναν τις εθνικές γλώσσες με την ποίησή τους, όπως ο Πολωνός ουμανιστής Γιαν Κοχανόφσκι (1530-1584) στον οποίο ανήκουν τα παραπάνω λόγια, είχαν απόλυτη συνείδηση της μεγαλοσύνης του έργου και της προσφοράς τους. Κατά το παράδειγμα της Πλειάδας και του Πιερ Ρονσάρ τον οποίο γνώρισε στο Παρίσι, στο ρεύμα του πετραρχισμού που επί χρόνια πολλά εξακολουθούσε να καθορίζει τον ευρωπαϊκό λυρισμό, ο Κοχανόφσκι, αυλικός που στη συνέχεια αποσύρεται μακριά από τη βουή του κόσμου χωρίς ποτέ να αποκοπεί ωστόσο από αυτόν, θα γράψει στα λατινικά, αλλά και στα πολωνικά, ποιήματα επικά και λυρικά και θα αναγνωριστεί ως ιδρυτική μορφή της πολωνικής και της σλαβικής λογοτεχνίας - που παραμένουν δυστυχώς σχετικά άγνωστες στη χώρα μας.

Πριν από λίγες μέρες, ο ακούραστος Δημήτρης Χουλιαράκης μάς παρέδωσε στα ελληνικά τους «Θρήνους» του Κοχανόφσκι (εκδ. Γαβριηλίδη), το σημαντικότερο έργο του (1580) πλάι στα «Τραγούδια» που εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του. Δεκαεννιά ποιήματα στα οποία κατά το ουμανιστικό ιδεώδες το χριστιανικό στοιχείο συναιρείται με την κλασική αρχαιότητα, οι «Θρήνοι» αποτελούν πρωτοπορία για την εποχή για έναν ακόμα λόγο, πέραν δηλαδή του ότι γράφτηκαν στα πολωνικά: ο ποιητής θρηνεί την κορούλα του, Ούρσουλα, που πέθανε σε ηλικία μόλις δυόμισι ετών - και λίγο αργότερα την ακολούθησε η αδελφή της Χάνα. Ετσι, έρχεται σε ρήξη με την καθεστηκυία ποιητική τάξη, που θεωρούσε ότι οι θρήνοι και τα εγκώμια ταιριάζουν μόνο στους επιφανείς.
Σπουδαίος ποιητής, ο Κοχανόφσκι γράφει ένα θρήνο στέρεα δομημένο πάνω σε μυθικές και βιβλικές αναφορές και μέσα από τη θαυμάσια μετάφραση του Χουλιαράκη περνά ανεπιτήδευτος και αυθεντικός ο σπαραγμός του πατέρα - θυμίζοντάς μας μάλιστα κάποιες στιγμές ποικιλοτρόπως τον παλαμικό «Τάφο». Η γνησιότητα του αισθήματος και η απλότητα της έκφρασης αιχμαλωτίζουν τον αναγνώστη, όπως στο σημείο που η μητέρα του λέει για την κόρη του ότι «δίπλα σε άγγελους και πνεύματα αιώνια / φέγγει γλυκά σαν τον Αυγερινό». Με αφορμή όμως το προσωπικό βίωμα, το οποίο αναβαθμίζει, ο Κοχανόφσκι διερευνά τα όρια της ανθρώπινης συνθήκης. Ετσι, το πένθος εντάσσεται στη γενικότερη απορία περί των ανθρωπίνων, με τρόπο που αναφέρεται ευθέως στον Πετράρχη: η παρηγοριά που έρχεται στον ποιητή στο τέλος μέσα από το όνειρο στο οποίο του παρουσιάζονται οι νεκρές του αγαπημένες, η μητέρα και η κορούλα του, παραπέμπει στο σονέτο CCCLIX του «Canzoniere», όταν η Λάουρα παρηγορεί τον Πετράρχη και τον καλεί να έχει εμπιστοσύνη στον Θεό. Αντίστοιχα, η μητέρα του Κοχανόφσκι τον καλεί και τις συμφορές σαν άνθρωπος να υπομένει: «Τέτοια είναι της Τύχης η δύναμη, ακριβέ μου / που αντί να κλαιγόμαστε πως κάτι μας στερεί, / χάρη να της χρωστάμε θα 'πρεπε γι' αυτό που μας αφήνει».
Αυτές τις ώρες που η κρίση σε όλους μας κάτι στερεί, ας της χρωστάμε χάρη γι' αυτό που μας αφήνει, την ποίηση που συνεχίζει να μας ενώνει.