Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

5.2.16

ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ από το http://www.logiosermis.net

Κατά τη γνώμη μου και όχι μόνο, ο Δημόκριτος ήταν ο μεγαλύτερος φιλόσοφος της αρχαιότητας (και μπορεί να συγκριθεί, νομίζω μάλλον άδικα, μόνο με τον Πυθαγόρα και τον Πλάτωνα ή τον Αριστοτέλη).
Ο Δημόκριτος (460-350 π.Χ.) γεννήθηκε στα Άβδηρα της Θράκης και από πολύ νεαρή ηλικία αφοσιώθηκε τελείως στη φιλοσοφία, παραμελώντας κάθε άλλη υπόθεση της πεζής και μετρίας καθημερινής πραγματικότητας. Ο πατέρας του Δημόκριτου ήταν μεγαλέμπορος, και, όταν πέθανε, άφησε στον Δημόκριτο μια περιουσία εκατό ταλάντων, ποσό, τεράστιο για την εποχή. 
Ο Δημόκριτος αμέσως χρησιμοποίησε αυτή την κληρονομιά για να κάνει ένα μεγάλο και πολύχρονο ταξίδι σε όλο τον γνωστό κόσμο, αναζητώντας τη γνώση, τη σοφία και τα αξιοθέατα (αυτά που είναι άξια να θεαθούν), όπου κι αν βρίσκονται, με σκοπό τη θεωρία και τη σύνθεση Κοσμοθεωρίας. Για πολλά χρόνια, ταξίδεψε από την Αίγυπτο ως την Αιθιοπία, στη Μικρά Ασία, στη Βαβυλώνα, στην Περσία και στην Ινδία. 
Ο Δημόκριτος ήταν ένας ενθουσιώδης διανοούμενος, εξαιρετικά φιλομαθής και πολυμαθής, αφοσιωμένος, τίμιος και ευσυνείδητος περιπετειώδης, που ήθελε να γνωρίσει τα πάντα κατ’ ιδία, να τα ατενίσει με τα ίδια του τα μάτια, δεν είχε καμία προκατάληψη, δογματισμό, σωβινισμό, παρωπιδισμό. Ήταν ένας ελεύθερος άνθρωπος. 
Είχε αφιερώσει τη ζωή του στην αναζήτηση της αλήθειας, δεν ήθελε να περιορίζεται από κανένα όριο ή σύνορο, γεωγραφικό ή άλλο.
«Η πατρίδα του σώφρονος ανθρώπου είναι ο κόσμος», έλεγε, και ήταν Κοσμοπολίτης, πολίτης του κόσμου, ταξιδευτής, οικουμενικός σοφός.
«Πιο σημαντική είναι η κατάκτηση μίας αλήθειας, από την κατάκτηση ενός θρόνου», έλεγε, δείχνοντας την περιφρόνησή του για τα αξιώματα και την εξουσία.
Από ταπεινότητα ή υπερηφάνεια, αρνήθηκε να ιδρύσει μια σχολή, να προκαλέσει συζητήσεις, να προωθήσει τις θεωρίες του, όπως έκαναν σχεδόν όλοι οι φιλόσοφοι. Ξόδεψε όλη την περιουσία του στο κυνήγι της γνώσης και στα ταξίδια, και ακόμη και όταν έφτασε στο σημείο να μην έχει καθόλου χρήματα, αντί να επωφεληθεί από την τεράστια παιδεία του και να ιδρύσει σχολή όταν εγκαταστάθηκε τελικά στην Αθήνα για κάποια χρόνια, περιόρισε στο ελάχιστο όλες τις ανάγκες του, έζησε σχεδόν τελείως απομονωμένος, χωρίς να συμμετέχει στους φιλοσοφικούς κύκλους και στην αγορά, και αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου στη συγγραφική, στον στοχασμό και στην έρευνα. Ίσως ήταν ο πρώτος πανεπιστήμονας σοφός.
Από τον Διογένη Λαέρτιο μαθαίνουμε ότι ο Δημόκριτος έγραψε πάρα πολλά συγγράμματα φιλοσοφίας, αστρονομίας, ιατρικής, μαθηματικών, φυσικής, ψυχοθεραπείας, ανατομίας, λογοτεχνίας, αισθητικής τεχνολογίας, ηθικής, ανθρωπολογίας, κ.ά. φυσικά, δεν διασώζεται κανένα. Ήταν αναμφισβήτητα ο μεγαλύτερος στοχαστής της αρχαίας Ελλάδας, ανώτερος ακόμη και του Αριστοτέλη ή του Πλάτωνα, με μια σοφία ξεχωριστή και σπάνια, με μεγάλο ταλέντο στον λόγο, που όμως ήταν πάντα γλαφυρός και μετρημένος, και με ιδιαίτερα ψυχικά χαρίσματα.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχουν διασωθεί για τον Δημόκριτο, μονάχα μια φορά αποφάσισε να εμφανιστεί στο κοινό, όταν επέστρεψε γέροντας πια στα Άβδηρα, για να διαβάσει στους συμπολίτες του ένα εξαιρετικό έργο του, το Μέγας Διάκοσμος (και δεν ξέρουμε αν πρόκειται για το έργο του Λεύκιππου που αποδίδεται μεταξύ άλλων και στον Δημόκριτο, ή αν πρόκειται για έργο με τον ίδιο τίτλο ή μία σύμπτυξη των γνώσεων των δύο σοφών). Υποτίθεται ότι το έργο αυτό ήταν το απάνθισμα όλης της σοφίας του και όποιος τον άκουσε να το διαβάζει, έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Λέγεται ότι οι πολίτες των Αβδήρων αποφάσισαν να τον ανταμείψουν και έκαναν έρανο και του έδωσαν πίσω το ποσό των εκατό ταλάντων, της περιουσίας του που την είχε ξοδέψει για να αποκτήσει αυτές τις θαυμαστές γνώσεις. (Κι αυτό είναι ένα παράδειγμα που θα έπρεπε να μιμηθούν οι σύγχρονοι άνθρωποι, ανταμείβοντας τους κόπους των σοφών διανοούμενων). Οι κάτοικοι των Αβδήρων, σε όλη την αρχαία Ελλάδα θεωρούνταν «μωροί και γελοίοι».
Δημόκριτος (Πηγή: Περιοδικό Strange, τεύχος 64, άρθρο «Η αλήθεια για τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους», Παντελής Γιαννουλάκης, σελίδα 31)
Ο Δημόκριτος ακολούθησε τις διδαχές του δασκάλου του, Λεύκιππου, και, όπως εκείνος, έφτασε στις υλιστικές θεωρίες του ξεκινώντας από τις ιδεαλιστικές αντιλήψεις του Παρμενίδη. Όπως κι ο Παρμενίδης, αρνήθηκε κι ο Δημόκριτος τις αισθήσεις ως ικανά όργανα γνώσης, και κατέληξε ότι οι αισθήσεις «μας επιτρέπουν να αναγνωρίζουμε μόνο τις δευτερεύουσες ιδιότητες» των πραγμάτων: το σχήμα, το χρώμα, τη γεύση, τη θερμοκρασία, κλπ. Μας δίνουν μια μικρή άποψη της πραγματικότητας, αλλά η αλήθεια μας διαφεύγει τελείως. Τα άτομα και οι σχέσεις τους και οι συνδυασμοί των σχέσεων τους, αποτελούν τη μοναδική πραγματικότητα του σύμπαντος. Η αλήθεια συνίσταται στην «Αναγκαιότητα», που είναι ακατανόητη για εμάς. Τα πάντα αποτελούνται από τα άτομα. Τα άτομα είναι αιώνια: ούτε πεθαίνουν ούτε γεννιούνται ποτέ καινούρια άτομα. Εκείνο που αλλάζει είναι μόνο οι ενώσεις των ατόμων και οι σχέσεις τους. Δεν αναγνωρίζουμε την «αναγκαιότητα» των πάντων, και γι’ αυτό εφευρίσκουμε την έννοια του «τυχαίου», από την άγνοια μας για την αναγκαιότητα που υπαγορεύει όλες τις αλλαγές .Όλα γίνονται για κάποιον αναγκαίο λόγο. Ο άνθρωπος αποτελείτο επίσης από άτομα. Ο άνθρωπος έχει όντως μία ψυχή, η οποία είναι φτιαγμένη από διαφορετική ύλη, «ευγενέστερη».
Κατά τη γνώμη μου, οι θεωρίες του Δημόκριτου για τα άτομα, είναι αρκετά συσκοτισμένες, και δεν είναι απολύτως σίγουρο ότι εννοούσε τα σωματίδια που ονομάστηκαν από τους επιστήμονες «άτομα» προς τιμήν του. Σαφώς, πρέπει να σχετίζονται άμεσα με αυτά, αλλά διαφαίνεται ότι με την Ατομική θεωρία, ο Δημόκριτος εννοούσε πολύ περισσότερα πράγματα, τα οποία, δυστυχώς, δεν θα τα μάθουμε ποτέ, όπως το θέλησαν οι εχθροί της γνώσης.
Ο σοφός Δημόκριτος έλεγε πως ο άνθρωπος πρέπει να αρκεστεί στη μέτρια ευτυχία που του επιτρέπει η τόσο στενή εξάρτηση του από την ύλη. Οι αισθήσεις δεν τον βοηθούν καθόλου, διότι δεν του είναι χρήσιμες παρά μόνο για να παρατηρεί ένα μικρό μέρος του κόσμου και όχι για να κατανοήσει τον κόσμο. Είμαστε περιορισμένοι από τις αισθήσεις μας. Το καλό και τα κακό υπάρχουν μόνο μέσα στον άνθρωπο και όχι έξω του. Ο σοφός άνθρωπος πρέπει να ξεχωρίζει το κακό μέσα στους ανθρώπους και να το αποφεύγει. Το καλό πρέπει να το βρει μέσα του και όχι να το περιμένει από τον έξω κόσμο. Αν ο άνθρωπος θέλει τη γαλήνη, πρέπει να ζήσει μια ζωή τακτική, με ολιγάρκεια, χωρίς πολλές προσδοκίες, με στοχασμό, και με αγάπη προς τους άλλους. Αν αναζητεί τη γνώση και την αλήθεια, θα πρέπει να είναι προετοιμασμένος να περάσει από πολύ μεγάλες ταλαιπωρίες και βάσανα και μοναξιά και μεγάλες θυσίες, με αμφίβολα αποτελέσματα.
Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς παραθέτει το εξής απόσπασμα ως προερχόμενο από τον Δημόκριτο:
«Εγώ όμως εξ όλων των ανθρώπων της εποχής μου περιηγήθην πλείστην έκτασιν γης, και έκανα μακροτάτας ερεύνας, και πλείστας κλιματολογικάς και γεωγραφικάς ποικιλίας είχον την ευκαιρίαν να παρατηρήσω, και εγενόμην ακροατής μεγίστου αριθμού πεπαιδευμένων ανθρώπων, και ως προς την σύνθεσιν γραμμών επί τη βάσει αποδείξεως κανείς εκ των ανθρώπων δεν εδείχθη ανώτερός μου, ούτε οι εν Αιγύπτω ονομαζόμενοι Αρπεδονάπται. Με αυτά δε όλα επί ογδοήκοντα έτη έζησα εις τα ξένα…» (Πιστεύεται ότι ο αριθμός των ογδόντα ετών που δίδεται εδώ, αποτελεί λανθασμένη ερμηνεία του αριθμού Π΄, που στην αρχαιότητα σήμαινε τον αριθμό πέντε και στους μεταγενέστερους χρόνους σήμαινε το ογδόντα, όταν αποδόθηκε το απόσπασμα αυτό). Όταν επέστρεψε από τις περιηγήσεις του, έμεινε για ένα χρονικό διάστημα στην Αθήνα, όπου αντιλήφθηκε ότι ήταν εντελώς άγνωστος για τους Αθηναίους, κανείς δεν είχε ακούσει ποτέ για τον Δημόκριτο. «Ήλθον γαρ είς Αθήνας και ου τις με έγνωκεν» («Ήλθα στην Αθήνα και κανείς δεν με γνώρισε»). Και ο Κικέρωνας και ο Διογένης Λαέρτιος μας λένε ότι επειδή ο Δημόκριτος καταφρονούσε τη δόξα, δεν έπραξε τίποτε απολύτως για να γίνει γνωστός στην Αθήνα, προσθέτουν επίσης ότι αυτός ήξερε μεν τον Σωκράτη, αλλά «ο Σωκράτης ουδεμία γνώσιν είχε περί αυτού». Ο Απολλόδωρος ο Κυζικηνός μαρτυρεί ότι ο Δημόκριτος είχε γνωριστεί με τον Πυθαγόρειο φιλόσοφο Φιλόλαο. Ο Θράσυλλος μας δίνει την πληροφορία ότι ο Δημόκριτος είχε μελετήσει με μεγάλη αφοσίωση τα μαθηματικά συγγράμματα των Πυθαγορείων. 
Υπάρχει, επίσης, η πληροφορία ότι ένα από τα πολλά συγγράμματα του είχε τον τίτλο Πυθαγόρης, αλλά κανείς δεν ξέρει τι έγραφε ο Δημόκριτος σε αυτό.
Όταν ολοκλήρωσε ο Δημόκριτος τις περιηγήσεις του, επέστρεψε στην πατρίδα του, στα Άβδηρα, κι εκεί οι συμπολίτες του (πολύ πριν ακούσουν την ανάγνωση του Μέγας Διάκοσμος) τον έβλεπαν ως αξιοπερίεργο πλάσμα, τον θεωρούσαν άρρωστο και πειραγμένο στο μυαλό ή μανιακό. Στις Ιπποκρατικές Επιστολές, διαφαίνεται ότι οι Αβδηρίτες έστειλαν μία επιστολή στον φημισμένο γιατρό Ιπποκράτη, πατέρα, της ιατρικής επιστήμης, παρακαλώντας τον να έρθει στα Άβδηρα για να θεραπεύσει τον Δημόκριτο που «έπασχε από μανία». Οι πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του Δημόκριτου είναι εξαιρετικά λιγοστές και αμφιλεγόμενες, κι έτσι το κείμενο αυτής της παράξενης επιστολής προς τον Ιπποκράτη είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό. Το παραθέτω:
«Η βουλή και ο δήμος των Αβδηριτών στέλνει τους χαιρετισμούς της εις τον Ιπποκράτην……Αυτός ο Δημόκριτος έχει περίπεσει; εις νόσον ένεκαν της κατεχούσης αυτόν υπερβολικής σοφίας. Δηλαδή, αφού εξέχασε τα πάντα και πρώτα από όλα τον ίδιον τον εαυτόν του, μένει άγρυπνος και την ημέραν και την νύκτα. Περνά δε διαρκώς τον βίον του γελών εξ αφορμής ασήμαντων αλλά και σημαντικών πραγμάτων, και φαντάζεται ότι όλη η ζωή δεν αξίζει τίποτε. Κάμνει δε αυτός ο άνθρωπος και αναζητήσεις δια τα εις τον Άδην συμβαίνοντα και τα περιγράφει. Λέγει ακόμην ότι ολοκλήρωσε ο -περιβάλλων την γην- αήρ, είναι γεμάτος από είδωλα [σημ.: δηλαδή από ολογραφικά ομοιώματα εκπεμπόμενα από τα αντικείμενα και τα όντα], και με μεγάλην προσοχήν ακροάται τας φωνάς των πτηνών, και πολύ συχνά σηκώνεται την νύκτα μόνος εις την ησυχίαν και συμπεριφέρεται ωσάν να ψάλλει άσματα και λέγει ότι ο νους του περιτρέχει εις το χωρίς πέρας διάστημα…»
Η παράδοση λέει ότι ο Ιπποκράτης περνώντας από τα Άβδηρα επισκέφτηκε τον μεγάλο φιλόσοφο, τον βρήκε απόλυτα υγιή και διαβεβαίωσε τους συμπολίτες του ότι δεν έπρεπε να ανησυχούν για την υγεία του και ότι κανέναν κίνδυνο δεν διέτρεχαν από αυτόν.
Δημόκριτος (Πηγή: Περιοδικό Strange, τεύχος 64, άρθρο «Η αλήθεια για τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους», Παντελής Γιαννουλάκης, σελίδα 32)
Σε μια επιστολή του Ιπποκράτη προς τον φίλο του τον Δαμάγητο στη Ρόδο, ο Ιπποκράτης περιγράφει το μέρος στο οποίο έμενε και εργαζόταν ο Δημόκριτος καθώς και το τι έκανε εκεί, (μάλλον περίγραφα αυτό που είδε από μακριά, καθώς πήγαινε για να τον συναντήσει): «Έξω από την πόλη υπήρχε σε μεγάλο ύψος ένας λόφος, σκιασμένος από ψηλές λεύκες με πυκνό φύλλωμα. Από εκεί υπήρχε η θέα των εγκαταστάσεων στις οποίες έμενε ο Δημόκριτος Και ο ίδιος ο Δημόκριτος καθόταν κάτω από έναν χαμηλό και πυκνόφυλλο πλάτανο, φορούσε ένδυμα χονδρό που άφηνε ελεύθερα τα χέρια του από τους ώμους ήταν μόνος του με απεριποίητο το πρόσωπο του, καθισμένος σε έναν λίθινο θρόνο, πολύ ωχρός, στην όψη και πολύ αδυνατισμένος, με ακούρευτο γένι: Παράπλευρα, από τα δεξιά του, έτρεχε διάμεσο» της κατωφέρειας του λόφου ένα ρυάκι με νερό με ήρεμο κελάρισμα. 
Πέρα από τον λόφο, σε κάποιο ψηλότερο μέρος, υπήρχε κάποιο τέμενος, αφιερωμένο μάλλον στις νύμφες, το οποίο ήταν στεγασμένο από αμπέλους που είχαν φυτρώσει μόνοι τους.
«Αυτός δε είχε πάνω στα γόνατα του, με μεγάλη ευκοσμία, ένα βιβλίο. Και ήταν τοποθετημένα, και από τα δύο μέρη γύρω του, και άλλα πολλά βιβλία. Είχε δε σωρευτεί εκεί δίπλα και μεγάλος αριθμός ζώων τα οποία είχαν υποστεί ανατομία εξ ολοκλήρου. Αυτός δε άλλοτε με βιαστικό ρυθμό παραδιδόταν εις το να γράφει, άλλοτε έπεφτε σε κατάσταση ηρεμίας, συγκρατών τον εαυτό του εις ακινησίαν και βυθιζόμενος εις εσωτερικές σκέψεις. Έπειτα δε από ολίγον χρόνο αφού έκανε αυτά, σηκωνόταν και περπατούσε και εξέταζε τα σπλάχνα των ζώων. Έπειτα, αφού τα τοποθετούσε στη θέση τους, ερχόταν στον λίθινο θρόνο, καθόταν και συνέχιζε να γράφει…»
Είναι αλήθεια ότι ο Δημόκριτος αντίκριζε τα πάντα με γέλιο, σε αντίθεση με τον πιο θλιμμένο Ηράκλειτο. Ο Στοβαίος μας αναφέρει ότι «αντί να οργίζονται οι σοφοί κατελαμβάνοντο ο μεν Ηράκλειτος από δάκρυα, ο δε Δημόκριτος από γέλωτα».
Ο Σουίδας αναφέρει ότι ο μεγάλος λυρικός ποιητής Διαγόρας ο Μήλειος, υπήρξε δούλος, και ο Δημόκριτος διέγνωσε την ευφυία του και τον αγόρασε με το ποσό των δέκα χιλιάδων δραχμών, κι έπειτα του έδωσε την ελευθερία του και τον έκανε μαθητή του. Αργότερα, ο Διαγόρας έγινε ποιητής και πήγε στην Αθήνα, αλλά εκεί, συζητώντας τα πράγματα που έμαθε από τον Δημόκριτο, συνελήφθη για αθεϊσμό και καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά κατάφερε να διαφύγει και δεν ξαναγύρισε ποτέ στην Αθήνα.
Από την ύστερη αρχαιότητα ακόμη, συζητείται και ερμηνεύεται με πολλούς τρόπους το ότι ο Πλάτωνας, ο οποίος έχει συζητήσει επανειλημμένα τις διδασκαλίες του Αβδηρίτη Πρωταγόρα και όλων των προγενέστερων φιλοσόφων, δεν αναφέρει πουθενά ούτε μία λέξη για τον Δημόκριτο. Ο Διογένης Λαέρτιος όμως, μας δίνει τις ακόλουθες πληροφορίες: «Ο Αριστόξενος, στα ιστορικά του υπομνήματα, λέει ότι ο Πλάτωνας θέλησε να κάψει όσα συγγράμματα του Δημόκριτου είχε μπορέσει να συγκεντρώσει. Όμως, οι Πυθαγόρειοι φιλόσοφοι Αμίλκας και Κλεινίας τον εμπόδισαν, λέγοντάς του ότι από αυτό δεν θα προκύψει κανένα αποτέλεσμα, διότι τα βιβλία ήδη πλέον βρισκόντουσαν στα χέρια πολλών.
Άλλη απόδειξη γι΄ αυτό αποτελεί το ότι ο Πλάτων, αν και έχει αναφέρει όλους τους αρχαίους φιλοσόφους, δεν αναφέρει σε κανένα σύγγραμμα του τον Δημόκριτο, ακόμη και στις περιπτώσεις στις οποίες θα έπρεπε να φέρει κάποια αντίρρηση στις διδασκαλίες του.
Είναι προφανές ότι ο Πλάτων γνώριζε ότι θα έπρεπε να κάνει πολεμική εναντίον του αρίστου εκ των φιλοσόφων…» (Σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, ο μαθητής του ο Αριστοτέλης συζητά πολύ συχνά στα συγγράμματα του τις διδασκαλίες του Δημόκριτου και εκφράζεται με μεγάλο σεβασμό γι’ αυτές…) . 
Ακόμη και ο μισάνθρωπος Τίμωνας μνημόνευει τον Δημόκριτο σε ένα δίστιχο: «Μεταξύ των πρώτων ανέγνωσε και τον Δημόκριτο με την υπερβολική του σοφία, τον βασιλέα των λόγων, συζητητή εξαίσιο με διφορούμενα επιχειρήματα…» (Λέγοντας «διφορούμενα επιχειρήματα» και ονομάζοντας τον Δημόκριτο «αμφίνοον λεσχήνα», αναφέρεται στην κωδική γλώσσα, την οποία, όπως και όλοι οι φιλόσοφοι, έτσι και ο Δημόκριτος τη χρησιμοποιούσε σε πολλά γραπτά του, όταν ήθελε να μιλήσει για τα μεγάλα μυστικά του κόσμου… Είναι η κατά την αρχαιότητα λεγόμενη «αλληγορία», από τα άλλο και αγορεύω, δηλαδή όταν άλλα λέω και άλλα εννοώ).
Είναι μάλλον βέβαιο ότι τελικά ο Πλάτωνας έκαψε τα συγγράμματα του Δημόκριτου που είχε συγκεντρώσει (οι Πυθαγόρειοι δεν θα μπορούσαν να τον εμποδίζουν κάθε μέρα), και το ίδιο έκαναν και όλοι όσοι δεν ήθελαν να διαδοθούν αυτές οι παράξενες νέες θεωρίες που αναιρούσαν τόσο πολλά πράγματα που πολλοί άνθρωποι τα θεωρούσαν πολύτιμες και μεγάλες αλήθειες. Ανάμεσα σε αυτές τις θεωρίες, όμως, στα συγγράμματα του Δημόκριτου, υπήρχαν και πολλά μυστικά και αποκαλύψεις που οι μυστικιστές της εποχής δεν ήθελαν καθόλου να φανερώνονται στο φως της ημέρας με τη μορφή βιβλίου που μπορούσε να πέσει στα χέρια του καθενός ενώ οι ίδιοι τα έκρυβαν ζηλότυπα στο σκοτάδι των κελιών τους. (Επίσης, πολλά από τα συγγράμματα περιείχαν φριχτά ανοσιουργήματα, όπως π.χ. το ότι οι Δελφοί δεν ήταν ο ομφαλός της Γης και η Ελλάδα δεν βρισκόταν στο μέσον της Γης…)
Πολλές φορές αποδίδουμε· στην τύχη ή στο πέρασμα των αιώνων το γεγονός ότι ένα αρχαίο σύγγραμμα «δεν διασώθηκε» (άραγε, να «διασωθεί» από τι;), αλλά τι θα λέγατε για περίπου εκατό (απ’ όσα γνωρίζουμε, ίσως και περισσότερα) σημαντικά συγγράμματα, δηλαδή όλο το έργο του μεγαλύτερου των φιλοσόφων;
Ο Δημόκριτος σε περισυλλογή (Statens Museum fov Kunst, Κοπενχάγη) (Πηγή: Περιοδικό Strange, τεύχος 64, άρθρο «Η αλήθεια για τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους», Παντελής Γιαννουλάκης, σελίδα 33)
Όταν ένα αρχαίο σύγγραμμα «διασώζεται», όσο περνά ο χρόνος τόσο περισσότεροι μελετητές και συγγραφείς το παίρνουν στα χέρια τους και αναφέρονται σε αυτό στα δικά τους συγγράμματα ή το επανεκδίδουν. Όσο περισσότερες αναφορές αποσπασμάτων βρίσκουμε σε άλλους συγγραφείς μέσα στα χρόνια και στους αιώνες που ακολουθούν, τόσο περισσότερο χρόνο «διασώθηκε» το σύγγραμμα ή ένα κομμάτι του. Έτσι, είναι φανερό ότι τα συγγράμματα του Δημόκριτου «δεν διασώθηκαν» από την αρχαιότητα ακόμη, αφού αποσπάσματα τους παραθέτει σχεδόν αποκλειστικά ο Αριστοτέλης (του οποίου η τεράστια και θαυμαστή βιβλιοθήκη επίσης αγνοείται) και πέντε-έξι μεταγενέστεροι φιλόσοφοι οι οποίοι και είχαν μόνο αποσπάσματα (που προέρχονταν συνήθως από αναφορές των μαθητών του Αριστοτέλη), και ξέρουμε ότι με το ζόρι κάποια συγγράμματα έφτασαν μέχρι την εποχή του Σουίδα, του Καλλίμαχου και του Θρασύλλου. Οι θιασώτες της θρησκευτικής και μυστικιστικής επικράτειας των εποχών, είχαν κάθε λόγο να εξαφανίσουν από το πρόσωπο της γης όλη αυτήν την πρωτόγνωρη επιστημονική θεώρηση των πάντων που διέδιδε το «υλιστικό» έργο του Δημόκριτου, όπως είχαν κάθε λόγο να εξαφανίσουν ακόμη και τη μνήμη για τον μεγάλο φιλόσοφο, αποθαρρύνοντάς τους πάντες να γράψουν για τον βίο και τα έργα του. Ακόμη και απλά τους τίτλους των έργων του Δημόκριτου, τους γνωρίζουμε μόνο και μόνο επειδή τους αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος και ο Καλλίμαχος. Οι τίτλοι είναι πάρα πολλοί, και παραθέτω εδώ μονάχα μερικούς δειγματοληπτικά, για να φανεί πόσο σημαντικά, πρωτόγνωρα και παράξενα βιβλία ήταν:
Μέγας Διάκοσμος, Μικρός Διάκοσμος, Κοσμογραφίη, Περί των Πλανητών, Περί Σαρκός Περί Νου, Περί Αισθησίων, Περί Ειδώλων, Περί των εν Αίδου (Άδη), Περί Χυμών, Περί Χροών, Περί των Διαφερόντων Ρυσμών, Περί Αμειψιρυσμιών, Περί Απορημάτων, Αιτίαι Ουράνιαι, Αιτίαι Αέριοι, Αιτίαι Επίπεδοι, Αιτίαι Περί Πυρός και Περί των Εν Πυρί, Αιτίαι Περί φωνών, Αιτίαι Περί Σπερμάτων, Περί της Λίθου, Περί Διαφορής Γνώμης, Περί Σφαίρηε, Περί Αλόγων, Μέγας Ενιαυτός, Ουρανογραφίη, Εκπετάσματα, Ακτινογραφίη, Άμιλλα Κλεψύδραι, Πολογραφίη, Περί Ζώων, Περί Καλλοσύνης Επέων, Περί Ευφώνων και Δυσφώνων, Περί Αοιδής, Περί Ρυθμών και Αρμονίης, Περί των εν Βαβυλώνι ιερών Γραμμάτων, Περί των εν Μερόηι Μυστών, Ωκεανού Περίπλους, Χαλδαϊκός Λόγοε, Χερνικά, Περί Ευθυμίης, Τριτογένεια, Κρατυντήρια, κλπ, κλπ, κλπ…
Απ’ όλα αυτά τα έργα που τους τίτλους τους μόνο γνωρίζουμε, αλλά και από όλα εκείνα που δεν γνωρίζουμε ούτε τους τίτλους τους, διασώζονται αποσπάσματα από συφορές που γεμίζουν (μαζί με κάποιες δεκάδες γνωμικά) όλο κι όλο καμιά δεκαριά σελίδες ενός βιβλίου!
Και για να καταλάβει ο αναγνώστης για τι είδους πράγματα μιλάμε εδώ, ιδού το μόνο διασωθέν κομματάκι από το ογκώδες έργο του Δημόκριτου με τίτλο Περί των εν Αίδου (Άδη), το οποίο παραθέτει ο Πρόκλος: «Ο Δημόκριτος εξηγεί κατά τον ακόλουθο τρόπο πως ο αποθανών δύναται να επανέλθει στη ζωή: Ο θάνατος δεν ήταν νέκρωσης, όπως φαίνεται, ολοκλήρου της ζωής του σώματος, αλλά μια χαλάρωσης της ζωής, ίσως ένεκα κάποιου κτυπήματος ή τραύματος.
Οι δεσμοί όμως της ζωής οι υπάρχοντες γύρω από τον μυελόν, έμεναν στερεώς ριζωμένοι, και η καρδία είχε ενυπάρχοντα εις το βάθος της του σπινθήρα της ζωής.
Και εφόσον είχαν παραμείνει αυτά τα ζωτικά στοιχεία, ανέκτησε ο αποθανών την εσβησμένη ζωή του, αφού έγινε κατάλληλος για να καταστεί εμψυχωμένη ύπαρξης…»
Να και το μικρό απόσπασμα που έχουμε από το έργο Περί Ιδεών, όπως το αναφέρει ο Σέξτος ο Εμπειρικός, που κι αυτός κατέχει μόνο το απόσπασμα: «Ο άνθρωπος πρέπει να κατανοήσει ότι βρίσκεται σε πολύ μακρινή απόσταση από την πραγματικότητα… Οι σκέψεις τις οποίες αναπτύξαμε αποδεικνύουν καθαρά, ότι καμία πραγματικά αληθινή γνώση δεν έχουμε για κανένα πράγμα, αλλά στον καθένα από τους ανθρώπους οι δοξασίες της οποίες σχηματίζει προέρχονται από το ρεύμα των ατόμων και των ειδώλων τα οποία εκπέμπουν τα πράγματα, το οποίον προσπίπτει σε αυτούς… Είναι απρόσιτη η γνώση που φανερώνει τι είναι κατά την αληθινή πραγματικότητα το κάθε πράγμα…»
Ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει: «Ο Δημόκριτος εκπαίδευε τον εαυτό του, λέει ο Αντισθένης με πολλούς τρόπους και με μέσα τέτοια ώστε να εξετάζει τις εντυπώσει των αισθήσεων, γι’ αυτό και πολλές φορές έμενε σε απόλυτη απομόνωση και σύχναζε σε σκοτεινούς τύμβους…» Ο Aullus Gellius αναφέρει: «Έχει καταγραφεί ότι ο Έλληνας φιλόσοφος Δημόκριτος, ένας άνδρας άξιος σεβασμού πιο πολύ από κάθε άλλον άνθρωπο που περπάτησε στη γη, άνθρωπος πολύ μεγάλης μάθησης και σοφίας, με τη θέληση του στέρησε από τον εαυτό του την όραση και αυτοτυφλώθηκε, διότι πίστευε ότι οι σκέψεις και οι συλλογισμοί του νου του, όταν εξέταζε τους νόμους της φύσης, θα ήταν πιο ζωηροί και ακριβείς αν μπορούσε να τους ελευθερώσει από τα δεσμευτικά θέλγητρα της όρασης και από τις περισπάσεις που επέφεραν τα μάτια.
Την πράξη του αυτή, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο εύκολα και ανώδυνα τύφλωσε τον εαυτό του με μία ευφυή επινόηση, την περιγράφει ο ποιητής Λαβέριος: Ο Δημόκριτος, ο σοφός των Αβδήρων, μια ασπίδα έστησε για να αντικρίσει του ήλιου την ανατολή, να καταστρέψει την όραση του από του μπρούντζου τη λάμψη, κι έτσι με τις ακτίνες του ηλίου κατέστρεψε τα μάτια του…» φυσικά, ο Δημόκριτος, συχνάζοντας σε σκοτεινούς τύμβους και κοιτώντας κάτοπτρα που καθρέφτιζαν τον ήλιο, δεν τυφλωνόταν μόνιμα αλλά προσωρινά, για να πετύχει την αποδέσμευση από την αίσθηση της όρασης για λίγο καιρό, ώστε να πειραματιστεί με την πραγματικότητα και να αποδεσμεύσει τον νου από τη συνεχή παρατήρηση του ορατού κόσμου. Τόσο αφοσιωμένος ήταν στην αναζήτηση της αλήθειας.
Ο Δημόκριτος έβλεπε φάσματα, «είδωλα», μέσα στο σκοτάδι των τύμβων, και συχνά υπέφερε από οπτικές παραισθήσεις, ενώ ανάμεσα σε αυτές έβλεπε μελλοντικά γεγονότα τα οποία πλέον μπορούσε να προβλέψει με ακρίβεια. Επίσης πίστευε ότι τα οράματα που βλέπει ο άνθρωπος στον ύπνο του, έχουν εξωτερική προέλευση (και έλεγε ότι τα όνειρα είναι λιγότερο αξιόπιστα το φθινόπωρο, εξαιτίας των διαταραχών στον αέρα εκείνη την εποχή). Έλεγε, επίσης, ότι αυτά που οι άνθρωποι ονομάζουν θεούς, δεν είναι παρά είδωλα, περιπλανώμενα φαντάσματα, διοράματα που εκπέμποντας από τη φύση. Ο Δημόκριτος μιλούσε για φασματικά κατοπτρικά simulacra..
Όταν τον κατηγορούσαν με όλων των ειδών τις συκοφαντίες οι ζηλόφθονοι και μισαλλόδοξοι άνθρωποι της εποχής του, έλεγε: «Ο αγαθός άνθρωπος δεν δίνει καμία σημασία στις κατηγορίες εναντίον του που προέρχονται από φαύλους… Με μεγάλη δυσκολία έρχονται προς εμάς τα αγαθά κατόπιν επιμόνου αναζητήσεώς τους, ενώ τα κακά μας έρχονται εύκολα και χωρίς να τα επιζητήσουμε… Αλλά είναι χαρακτηριστικό ενός θεϊκού νου, να απασχολεί κανείς τη σκέψη του πάντοτε με κάτι το ευγενικό…»
Ο Δημόκριτος εφαρμόζοντας ο ίδιος ότι θεωρίες του για υγιεινή ζωή, έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα, στην ηλικία των 110 ετών.
Μια μέρα κατάλαβε ότι θα πεθάνει και το είπε στην αδελφή του. Αλλά εκείνη του είπε ότι, αν πέθαινε, αυτό θα την εμπόδιζε να συμμετάσχει στον εορτασμό των θεσμοφορίων, γιατί θα έπρεπε να πενθήσει. Ο Δημόκριτος της είπε ότι θα αναβάλει τον θάνατο του για να μπορέσει εκείνη να συμμετάσχει στους πολυήμερους εορτασμούς, αλλά την παρακάλεσε να του φέρνει λίγο μέλι κάθε πρωί. Έτσι, βάζοντας λίγο μέλι κάθε πρωί στα ρουθούνια του και εισπνέοντας το άρωμα του, κατάφερε να κρατηθεί στη ζωή μέχρι το τέλος των εορτών, ώσπου επέστρεψε η αδελφή του που δεν ήθελε να πενθήσει και να χάσει το πανηγύρι. Και τότε ο Δημόκριτος είπε γελώντας: «Λοιπόν, τώρα μπορώ να φύγω. Σας χαιρετώ…» Αντίο Δάσκαλε........

Xόρχε Λουίς Μπόρχε ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ

Jorge Luis Borges / Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Αργεντινή
(24 Αυγούστου 1899 Μπουένος Άιρες- 14 Ιούνη 1986 Γενεύη)
Περικοπές από ένα απόκρυφο ευαγγέλιο, επιλογή
3. Δυστυχισμένοι οι πτωχοί τω πνεύματι, γιατί έτσι όπως ήταν πάνω στη γη, θα είναι και κάτω από τη γη.
4. Δυστυχισμένοι όσοι θρηνούν, γιατί πια απόχτησαν τη θλιβερή συνήθεια του θρήνου.
7. Ευτυχισμένος όποιος δεν επιμένει πως έχει δίκιο, γιατί κανείς δεν έχει ή έχουν όλοι.
9. Ευλογημένοι οι ειρηνοποιοί, γιατί δεν θα καταδεχτούν τη διχόνοια.
14. Κανείς δεν είναι το αλάτι της γης, μα και κανένας δεν υπάρχει που να μην ήταν σε κάποια στιγμή της ζωής του.
_____
«Τα μέλη της Ισπανικής Βασιλικής Ακαδημίας θέλουν να επιβάλουν στην ήπειρό μας τις φωνητικές τους ανικανότητες, προτρέποντάς μας να χρησιμοποιούμε χονδροειδείς μορφές όπως salmos αντί psalmos (ψαλμός), neuma αντί για pneuma (πνεύμα), sicologia αντί psicologia (ψυχολογία) κ.λπ. Τώρα τελευταία μάλιστα τους ήρθε να γράφουν αντί για βίκιγκ «βίκιγκο». Υποθέτω ότι σε λίγο θ' ακούσουμε να μιλάνε και για το έργο του Κίπλιγκο».
μετάφραση, Δημήτρης Καλοκύρης
Ο Μπόρχες, ακολουθώντας μια πορεία σταδιακής τύφλωσης για είκοσι περίπου χρόνια και ολικά τυφλός στα τελευταία, ήταν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του εικοστού αιώνα με ποίηση, διηγήματα, δοκίμια, κινηματογραφικά σενάρια.
Χωρίς παρεμβάσεις, παρατίθενται προσωπικές του σκέψεις και θέσεις:
«Χωρίς να το έχω προσχεδιάσει, αφιέρωσα την ήδη μακριά ζωή μου στη λογοτεχνία, στη διδασκαλία, στην απραξία, στην ήρεμη περιπέτεια της συζήτησης, στη φιλολογία, που την αγνοώ, σ' αυτή τη μυστήρια μανία, το Μπουένος Άιρες, και στις περιπλοκότητες που, όχι χωρίς κάποια δόση υπεροψίας, αποκαλούνται μεταφυσική. Ταυτόχρονα, δεν έλειψε από τη ζωή μου και η φιλία ανθρώπων, που είναι και το ουσιαστικότερο. Πιστεύω πως δεν έχω ούτε έναν εχθρό ή, αν έχω κάποιους ποτέ δεν με άφησαν να το καταλάβω. Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν μπορεί να μας πληγώσει, παρά μόνο εκείνοι που αγαπάμε [.]
Ο εκδότης μου, ο Κάρλος Φρίας, με προέτρεψε [.]να διατυπώσω την αισθητική μου. Τόσο η πενία μου όσο και η βούλησή μου είναι αντίθετες σ' αυτή την προτροπή. Δεν έχω καμιά αισθητική θεωρία. Ο χρόνος με δίδαξε ορισμένα τεχνάσματα: ν' αποφεύγω κάποια συνώνυμα, που έχουν το μειονέκτημα να υποβάλλουν φανταστικές διαφορές. Ν' αποφεύγω ισπανισμούς, αρχαϊσμούς και νεολογισμούς. Να προτιμώ τις καθημερινές λέξεις αντί για τις εντυπωσιακές. Να παρεμβάλλω σε μια διήγηση δευτερεύοντα περιστατικά, τα οποία τα απαιτεί πια ο αναγνώστης. Να επινοώ μικροασάφειες, εφόσον, αν η πραγματικότητα είναι ακριβής, η μνήμη δεν είναι. Να εξιστορώ τα περιστατικά (αυτό το διδάχτηκα από τον Κίπλιγκ και τις ισλανδικές σάγες) σαν να μην καταλαβαίνω εντελώς. Να μην ξεχνώ ότι όλοι αυτοί οι κανόνες δεν είναι υποχρεωτικοί και ότι, με τον καιρό, αναγκάζεσαι να τους καταστρατηγείς. Τέτοιου είδους τεχνάσματα δεν διαμορφώνουν βέβαια μια αισθητική. Άλλωστε είμαι δύσπιστος ως προς τις αισθητικές. Κατά κανόνα δεν απέχουν πολύ από το να είναι άχρηστες γενικεύσεις που ποικίλλουν από συγγραφέα σε συγγραφέα ή ακόμα από κείμενο σε κείμενο και δεν μπορούν να είναι παρά περιστασιακά ερεθίσματα ή εργαλεία [.]Ένας τόμος, αυτός καθεαυτόν, δεν αποτελεί αισθητικό γεγονός, είναι ένα φυσικό αντικείμενο ανάμεσα στα άλλα. Το αισθητικό γεγονός συντελείται μόνο όταν γράφεται ή όταν διαβάζεται. Είναι κοινός τόπος να πει κανείς ότι ο ελεύθερος στίχος δεν είναι τίποτα άλλο από μια τυπογραφική επίφαση. Σκέφτομαι πως πίσω από τον ισχυρισμό αυτό κρύβεται ένα ψέμα. Πέρα από τον ρυθμό, η τυπογραφική μορφή του στίχου χρησιμεύει στο να προαναγγέλλει στον αναγνώστη ότι αυτό που πρέπει να περιμένει είναι ποιητική συγκίνηση και όχι πληροφόρηση ή συλλογισμοί [.]
Η ποίηση δεν είναι λιγότερο μυστηριώδης από τα υπόλοιπα στοιχεία του κόσμου. Ένας ή δυο πετυχημένοι στίχοι δεν μπορούν να εξάπτουν την ματαιοδοξία μας, αφού είναι δωρεά της Τύχης ή του Πνεύματος. Μόνο τα λάθη είναι δικά μας. Ελπίζω ο αναγνώστης να ανακαλύψει στις σελίδες μου κάτι που να αξίζει τον κόπο να διατηρηθεί στη μνήμη του. Σ' αυτό τον κόσμο η ομορφιά είναι κάτι κοινό».
*
«Είμαι στρατευμένος στη λογοτεχνία, δεν κάνω στρατευμένη λογοτεχνία. Εχω πολιτικές απόψεις και μάλιστα, συχνά, έντονες. Προσπαθώ μόνο να τις αφήσω έξω από το λογοτεχνικό μου έργο. Οταν γράφω, προσπαθώ να τις βάλω στην άκρη, να τις ξεχάσω. Κι αυτό, γιατί οι πολιτικές μου απόψεις είναι ρηχές, ενώ το έργο μου είναι, νομίζω, βαθύτερο. Είμαι, δηλαδή, στρατευμένος προσωπικά σαν άτομο και όχι σαν συγγραφέας. Οι πολιτικές μου απόψεις είναι επικαιρικές».
*
«Δεν πιστεύω πως είμαι τυπικά Αργεντινός συγγραφέας χαρακτηριστικός. Οσο γι' αυτό που λέτε πως ίσως είμαι "Κανένας", αυτό είναι πολύ μεγάλο πράγμα και πολύ δύσκολο· δεν μου αξίζει τέτοια τιμή. Υπάρχει αλήθεια ένα στοιχείο επικό μέσα στο έργο μου, που το διαπερνάει απ' άκρη σ' άκρη. Είναι όμως διάσπαρτο, γι' αυτό χαίρομαι πολύ όταν τούτο γίνεται αντιληπτό».

4.2.16

ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ από το http://idrymapoiisis.blogspot.gr

ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ, ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗ ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ..,ΣΕΛΙΔΕΣ ΘΕΑΤΡΟΥ


Το αρχαίο θέατρο της Δωδώνης, στην Ήπειρο
Ο Αριστοτέλης, και μετά από αυτόν όλοι οι κλασικοί, μας έχουν βεβαιώσει ότι ο μόνος σκοπός της δραματικής τέχνης είναι να αρέσει. Αυτή η λέξη φαίνεται αδύναμη× πάρα πολύ συχνά έχει χρησιμεύσει ως ασπίδα σ’ όλες τις συγκαταβατικές στάσεις…Γι’ αυτό μου φαίνεται πιο φρόνιμο να αναχθούμε, πιο πέρα ακόμη κι απ’ τον Αριστοτέλη, σ’ έναν από εκείνους τους τόσο βαθείς και τόσο διαυγείς μεγάλους μύθους, με τους οποίους ο αρχαίος πολιτισμός μας αποκάλυψε το μυστικό του καλύτερα απ’ ό,τι με τη γλώσσα των σοφών του.
Ο μύθος του Διόνυσου μας κληροδοτήθηκε απ’ αυτόν τον πολιτισμό για να μας διαφωτίσει σχετικά με τις απαρχές της δραματικής τέχνης. Ο Διόνυσος ήταν ο θεός της μέθης. Η μητέρα του, η Σεμέλη, είχε αποπλανηθεί από τον Δία. Ζήτησε απ’ τον θεό να της φανερωθεί σε όλη του τη δόξα: αλλά ο κεραυνός και οι αστραπές που τον περιέβαλλαν την κατέκαψαν. Έτσι γεννιέται ο Διόνυσος, βουτηγμένος από την πρώτη κιόλας ώρα της ζωής του στον ανεξήγητο τρόμο μιας θεϊκής εκδίκησης, ειδοποιημένος ήδη από την πρώτη του πνοή ότι οι εύνοιες του ουρανού είναι μετρημένες, ότι η αγάπη και το μίσος είναι το μοναδικό του πεπρωμένο, κι ότι ο κόσμος της διανοητικής γνώσης θα του είναι για πάντα απαγορευμένος.
Οι νύμφες, οι μούσες και ο Σιληνός, ο γερο-μέθυσος, εξασφαλίζουν στον ορφανό την παιδεία του. Κι αυτός, με την ποιητική τους συνοδεία, διατρέχει την Ανατολή, σπέρνοντας παντού τα μεθύσια του κρασιού, της χαράς, των λουλουδιών, της άνοιξης. Έπειτα, έχοντας επιστρέψει στην Ευρώπη, παντρεύεται στη Νάξο τη δυστυχισμένη Αριάδνη που ο Θησέας είχε εγκαταλείψει. Όμως αυτός ο συντρέχτης θεός απαιτεί να του αποδίδουν μια λατρεία, της οποίας το κεντρικό στοιχείο είναι η δραματική παράσταση, και η οργή του είναι τρομερή ενάντια σε κείνους που αρνούνται να τον γιορτάσουν: ο Λυκούργος προσβάλλεται από τύφλωση, ο βασιλιάς της Θράκης, ο Πενθέας, κατασπαράσσεται πάνω σ’ ένα βουνό, οι θυγατέρες του Μινύα μεταμορφώνονται σε νυχτερίδες, οι γυναίκες της Νάξου χάνουν τα λογικά τους μέχρι του σημείου να κομματιάσουν τα νεογέννητα παιδιά τους× όλα αυτά μαρτυρούν πως, για τους θνητούς, είναι εξίσου τρελά επικίνδυνο να υποτιμούν το Διόνυσο, όσο και το να θέλουν να αντικρίσουν το Δία μέσα στη δόξα του.
Έτσι ο Διόνυσος δοκιμάζει ήδη από τη γέννησή του την τραγική μέθη της απελπισίας, φέρνει τη χαρωπή μέθη του οινοπνεύματος, αλλά αποδεσμεύει επίσης την υπόκωφη μέθη της βιαιότητας…Οι αρχαιότεροι του απέδιδαν συχνά τη μορφή τράγου για να εκφράσουν όχι μόνο «την αφθονία της ζωής και της γονιμότητας», αλλά και τη μανιώδη τρέλα.
Ο θεός της δραματικής τέχνης είναι, λοιπόν, πρώτα απ’ όλα ένας θεός υπερβάσεων, ο θεός της ξέφρενης ποίησης, της ιλιγγιώδους απελευθέρωσης των αισθημάτων. Για πολύν καιρό, επέμεναν να βλέπουν σ’ αυτόν μόνο τον χονδροειδή θεό των εύκολων ηδονών: όμως ο Αισχύλος, όπως κι ο Αριστοφάνης, είναι υπηρέτης του, καθώς και όλοι εκείνοι που εξέφρασαν με κάποια θέρμη και έντονη ειλικρίνεια το παράφορο μυστήριο των απωθημένων εξάρσεων.
Τέτοιος εμφανίζεται, πράγματι, να είναι αυτός που, με μια κατάχρηση του όρου, μπορεί να ονομαστεί «σκοπός» του θεάτρου: το να δείχνει στον άνθρωπο μέχρι ποιο έσχατο σημείο μπορεί να φτάσει η αγάπη του, το μίσος του, η οργή του, η χαρά του, ο φόβος του, η ωμότητά του, και να τον κάνει να συνειδητοποιεί τις δυνατότητές του, το τι θα ήταν σ’ έναν κόσμο χωρίς εμπόδια, όπου δεν θ’ αλληλοεμπλέκονταν πια η οικιακή γενναιοδωρία και η οικονομία, η οργή και η ηθική, ο έρωτας και η φιλοδοξία, το μίσος και ο φόβος του χωροφύλακα. Η θέαση εκείνου του σύμπαντος, όπου ο άνθρωπος θα μπορούσε επιτέλους να αποκαλυφθεί στον εαυτό του, είναι αυτό που ζητάει ο θεατής από το δραματικό έργο. Η συνειδητή ή μη ανάγκη αυτής της θέασης είναι αυτό που προσαρτά στην καρδιά του ανθρώπου το πάθος του θεάματος: αυτή είναι που προσπαθεί να ικανοποιήσει το παιδί που παίζει το μηχανικό ή την παντοπώλισσα, τον θεατή του Αισχύλου που νιώθει οίκτο για τους Πέρσες, τον θεατή του Αριστοφάνη που γελοιοποιεί τον Σωκράτη, το θεατή του Σιντ που εξιδανικεύει ποιητικά τη νεότητα, τον θεατή Μπερνστέν, που χορταίνει με τις δυνάμεις του χρήματος…Ο Πλάτωνας καταδίκαζε την ποίηση εν ονόματι της ηθικής, που εκεί δεν είχε θέση. Όλοι οι θεωρητικοί του θεάτρου, ακολουθώντας τον Αριστοτέλη, του οποίου την θεωρία της «κάθαρσης»ερμήνευαν αναμφίβολα με λανθασμένο τρόπο, χάθηκαν μέσα στα ίδια σκοτεινά μονοπάτια της ηθικής, επιζητώντας να δικαιολογήσουν το θέατρο μέσω της χρησιμότητάς του. Όλες οι παρεκκλίσεις της δραματικής τέχνης προήλθαν απ’ το ότι επιχείρησαν τοιουτοτρόπως να την υποδουλώσουν σε μια ανθρώπινη αποστολή, να την νομιμοποιήσουν, σαν να ήταν καθαυτήν ένα κακό, αποδεικνύοντας πως οι συνέπειές της μπορούν να είναι ηθικές. Αλλά το θέατρο δεν είναι καθαυτό ούτε καλό ούτε κακό. Είναι η αντανάκλαση, ο καθρέφτης, η αισθητική έκφραση ενός ψυχολογικού γεγονότος, που είναι τόσο λίγο συζητήσιμο, τόσο μη αναγώγιμα εχθρικό στο να μπολιαστεί μ’ ένα σημάδι ηθικότητας, όσο και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης ή οι νόμοι του συνειρμού των ιδεών.
Αυτό το ψυχολογικό γεγονός, και πάλι, είναι προσιδιάζουσα στον άνθρωπο ανάγκη να δοκιμάζει αυτός ασταμάτητα τα ακραία όρια της δύναμής του ή της αδυναμίας του, δηλαδή της δύναμής του ακόμα και στο κακό.
Όμως αυτή η ανάγκη να ασκεί τη δύναμή του δεν είναι άλλο από τη έμπρακτη εκδήλωση μιας βαθύτερης ακόμα ανάγκης, που είναι η ανάγκη για ελευθερία…
Pierre – Aime Touchard, Πιερ – Αιμέ Τουσάρ

ΕΝΤΥΠΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ από τον κ. Γιώργο Τσακιράκη

ΕΝΤΥΠΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ

























Αναγκαία σημείωση: Θεωρώ ηθική μου υποχρέωση, απέναντι στην ποίηση και στην λογοτεχνία γενικότερα, την παραπάνω απλή- κατ' ανάγκη- παρουσίαση των έντυπων λογοτεχνικών περιοδικών κι αυτήν και μόνο την προσωπική υποχρέωση υλοποιώ. Κανείς δεν έχει απέναντί μου αντίστοιχη.
_____

Στην χρονική πορεία της ενότητας θα προστεθούν κι άλλα αξιόλογα περιοδικά, με την προϋπόθεση ότι δεν έχουν και πλήρη διαδικτυακή ιστοσελίδα.

Η απουσία τους αυτή τη στιγμή οφείλεται σε οικονομική αδυναμία. Για τον απλό λόγο ότι όλα τα αγοράζω, χωρίς να ζητάω δωρεάν αποστολή, σεβόμενος τα έξοδα των εκδοτών τους.

ΠΙΝΔΑΡΟΣ από το http://idrymapoiisis.blogspot.gr

Ένας Ύμνος, ένας Παιάνας κι ένα Προσόδιο
Πίνδαρος, 522 ή 518 Κυνός Κεφαλές Θήβας-438 π.Χ. Άργος
Ο Πίνδαρος χαρακτηρίζεται ως ο μεγαλύτερος λυρικός ποιητής της αρχαιότητας, τον οποίο όμως η πατρίδα του, η Θήβα, τιμώρησε με πρόστιμο όταν μίλησε τιμητικά για την Αθήνα. Η ποίησή του είναι υπερατομική. Με την έννοια ότι δεν μιλάει για συνθήκες και περιστατικά της προσωπικής του ζωής ή του περιβάλλοντός του αλλά κυρίως για αθλητικούς αγώνες, για την αρετή του αγώνα και του νικητή, για τις δόξες των γενιών, για τις ηθικές αξίες τους, για τους μύθους και τις παραδόσεις γενικά των πόλεων και των αριστοκρατικών γενών που κρατούν την αρχή τους από θεούς και ημίθεους.
Η ποίησή του εξάλλου ήταν Χ ο ρ ι κ ή. Ήταν για να τραγουδιέται από πολλούς σε δημόσιους χώρους, για πολλούς και για θέματα κοινά, όχι για προσωπικά προβλήματα και έγνοιες.
Ο κόσμος του Πίνδαρου είναι ένας κόσμος «ιδεοληπτικός» για μας, ένας κόσμος «συνείδησης» για τον ίδιο- με την έννοια ότι πίστευε με ευλάβεια στον κόσμο αυτόν, όπως τον έμαθε κι όπως τον εξιστορούσε.
Η ποίησή του είναι ευγενική και μεγαλόπρεπη. Ο λόγος του έχει ορμή και πλαστικότητα, είναι αδρός και επιβλητικός, γεμάτος σπάνιες δυνατές λέξεις και σύνθετες, είναι αφειλώλευτος λόγος. Οι λέξεις του προσπαθούσαν να ανεβάσουν το γεγονός σε έμπνευση ή να ντύσουν την έμπνευση στο σχήμα του γεγονότος. Πληθωρικός ο λόγος, εκπλήξεις γεμάτος και υπέρβαση.
Η Κόριννα, ποιήτρια της Θήβας πιθανά σύγχρονή του, τον παρομοιάζει με σπορέα που ρίχνει το σπόρο στη γη όχι με το χέρι σκορπίζοντάς τον, αλλά χύνοντας μαζί όλο το σακκούλι (ΤΗΙ ΧΕΙΡΙ ΔΕΙ ΣΠΕΙΡΕΙΝ, ΑΛΛΑ ΜΗ ΟΛΩ ΤΩΙ ΘΥΛΑΚΩΙ).
Το έργο του ήταν: Ύμνοι, Παιάνες, Διθύραμβοι, Προσόδια, Παρθένια, Υπορχήματα, Εγκώμια, Θρήνοι, Επίνικοι.
Από αυτά σώθηκαν όλοι οι επίνικοι (4 βιβλία) και ελάχιστα άλλα μικρά και φθαρμένα αποσπάσματα.
Ύμνος
Πρώτα την ορθόγνωμη Θέμη την ουράνια
απ’ τις πηγές του Ωκεανού με άλογα χρυσά
οδήγησαν οι Μούσες στου Ολύμπου το θρόνο
ολόφωτο το δρόμο ανεβαίνοντας,
η πρώτη του Δία γυναίκα να είναι.
Και γέννησε αυτή τις Ώρες τις τακτές
με τα χρυσόδετα μαλλιά,
που φέρνουν των καρπών το θάμπος.
Παιάνας VI
(Δελφοίς εις Πυθώ), απόσπασμα
στρ. α΄
Στο όνομα του Ολύμπιου Δία, χρυσή
και ένδοξη μάντισσα Πυθώ,
δέξου με, σε ικετεύω με τις Χάριτες μαζί
και την Αφροδίτη,
σε τούτη τη θεία γιορτή (των Δελφών)
ποιητή των Μουσών ξακουσμένο.
Ακούγοντας της Κασταλίας το νερό να κελαρύζει
απ’ τις χάλκινες βρύσες
χωρίς συνοδεία χορού, ήρθα γιορταστής
την άγνοια των πιστών σου να βοηθήσω
με τις δικές μου τις τιμές.
Και όπως παιδί στη σεβάσμια μάνα
την καρδιά μου ακούοντας πρόθυμα
στο άλσος του Απόλλωνα έφτασα
Όπου στεφάνια και συμπόσια ανθίζουν
και όπου το γιο της Λητώς
των Δελφών οι κόρες συχνά
δίπλα στης γης τον Ομφαλό
τον ισκιωμένο, τραγουδούν
με πόδια γοργά το χώμα χτυπώντας.
( λείπουν 31 στίχοι)
Ο παιάνας συνεχίζεται με την α΄ επωδό κ.εξ.
Προσόδιο 78-9
(Εις Δήλον)
στροφή
Χαίρε, ω θεόκτιστη, της λαμπρόμαλλης Λητώς
βλαστέ ποθεινότατε,
κόρη του πόντου, της μεγάλης της Γης
ασάλευτο θαύμα, που οι θνητοί
σε δοξάζουνε Δήλο και οι θεοί οι μακάριοι
της εύφορης γης περίοπτο άστρο.
(λείπουν 4 στίχοι)
το προσόδιο ολοκληρώνεται με την αντιστροφή
_____
σημειώσεις και μετάφραση, Κώστας Τοπούζης

ΘΩΜΑΣ Ο ΑΚΙΝΑΤΗΣ χάρη στην κ. Μαρία Ευθυμίου

Στο δεύτερο μισό του Μεσαίωνα συνέβη κάτι που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία. Άρχισε να γίνεται αισθητή η επιρροή των Αράβων στην Ισπανία. Οι Άραβες είχαν διασώσει μέσα απ’ όλο το Μεσαίωνα τα έργα του Αριστοτέλη. Από το 1200 περίπου και μετά, Άραβες σοφοί ήρθαν στη Βόρεια Ιταλία μετά από πρόσκληση των εκεί ηγεμόνων. Κατ’ αυτό τον τρόπο, έγιναν γνωστά πολλά από τα έργα του Αριστοτέλη και μεταφράστηκαν στα λατινικά από τα ελληνικά και τα αραβικά. Κι αυτό, με τη σειρά του, γέννησε ένα νέο ενδιαφέρον για τη μελέτη της φύσης και των φυσικών φαινομένων.
H σχέση της χριστιανικής αποκάλυψης με την ελληνική φιλοσοφία απασχόλησε και πάλι τους μορφωμένους. Στα επιστημονικά θέματα, κανείς πια δε διενοείτο ν’ αγνοήσει τον Αριστοτέλη. Πότε, όμως, έπρεπε κανείς ν’ ακούσει το "φιλόσοφο" και πότε να στηριχτεί αποκλειστικά στη Βίβλο;

 Ο μεγαλύτερος και σπουδαιότερος φιλόσοφος του δευτέρου μισού του Μεσαίωνα ήταν ο Θωμάς ο Ακινάτης, που έζησε από το 1225 ως το 1274. Είχε γεννηθεί στη μικρή πόλη Άκινο, ανάμεσα στη Ρώμη και στη Νάπολη, έζησε όμως και εργάστηκε ως καθηγητής στο Παρίσι. Ήταν φιλόσοφος και θεολόγος. Την εποχή εκείνη, εξάλλου, η φιλοσοφία κι η θεολογία ήταν ένα και το αυτό.
Υπήρξε ο σημαντικότερος υποστηρικτής της φυσικής θεολογίας και ο πατέρας της Θομιστικής σχολής φιλοσοφίας και θεολογίας, η οποία αποτέλεσε για καιρό την κύρια φιλοσοφική προσέγγιση της Καθολικής Εκκλησίας. Η επιρροή του στη δυτική σκέψη είναι σημαντική, και μεγάλο μέρος της μοντέρνας φιλοσοφίας παρουσιάζεται ως αντίδραση κατά, ή υποστήριξη των ιδεών του, ιδιαίτερα στους τομείς της ηθικής, του φυσικού νόμου και της πολιτικής θεωρίας.
Ο Ακινάτης θεωρείται στην Καθολική Εκκλησία ως ο αρχετυπικός δάσκαλος για αυτούς που μελετούν για το χρίσμα της ιεροσύνης. Τα γνωστότερα έργα του είναι το Summa Theologica και το Summa Contra Gentiles. Είναι ένας από τους 33 Διδασκάλους της Εκκλησίας και θεωρείται από πολλούς Καθολικούς ως ο μεγαλύτερος θεολόγος της Εκκλησίας και ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους όλων των εποχών.
Το σπουδαιότερο που έκανε ο Θωμάς ο Ακινάτης ήταν ότι "εκχριστιάνισε" τον Αριστοτέλη, όπως ακριβώς ο Αυγουστίνος είχε εκχριστιανίσει τον Πλάτωνα, στις αρχές του Μεσαίωνα.
Τι εννοούμε όμως σαν "εκχριστιανισμό" των δυο μεγάλων Ελλήνων φιλοσόφων;
Εννοούμε ότι το έργο τους ερμηνεύτηκε με τέτοιο τρόπο, ώστε πλέον δεν αποτελούσε απειλή για τη χριστιανική διδασκαλία. Λένε ότι ο Θωμάς ο Ακινάτης "έπιασε τον ταύρο από τα κέρατα".
Ο Θωμάς ο Ακινάτης ανήκε στους ανθρώπους εκείνους που ήθελαν να συνταιριάσουν τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη με το χριστιανισμό. Θεωρούσε ότι πέτυχε τη μεγαλύτερη και δυσκολότερη σύνθεση ανάμεσα στην πίστη και στη γνώση. Και τα κατάφερε, επειδή μπήκε μέσα στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη και την έπιασε κατά λέξη.
Ο Θωμάς ο Ακινάτης δεν πίστευε ότι υπήρχε κάποια αγεφύρωτη αντίφαση ανάμεσα σ’ αυτά που μας λέει η λογική μας και η φιλοσοφία από τη μια, και σ’ αυτά που μας λέει η χριστιανική αποκάλυψη κι η πίστη από την άλλη. Πολύ συχνά, χριστιανισμός και φιλοσοφία λένε το ίδιο πράγμα. Μπορούμε, επομένως, να καταλήξουμε με τη λογική μας στις ίδιες αλήθειες, τις οποίες μας αποκάλυψε η Βίβλος.
Πώς μπορεί όμως η λογική να μας διηγηθεί τη δημιουργία του κόσμου από το Θεό μέσα σ’ έξι μέρες; Πώς μπορεί η λογική μας να μας αποδείξει ότι ο Ιησούς ήταν Υιός του Θεού;
Βεβαίως τέτοιου είδους "αλήθειες της πίστης", μόνο με τη βοήθεια της πίστης και της χριστιανικής αποκάλυψης μπορούμε να τις γνωρίσουμε. O Θωμάς, όμως, έλεγε ότι υπάρχουν και ορισμένες "φυσικές θεολογικές αλήθειες". Και εννοούσε ακριβώς εκείνες, στις οποίες μπορούμε να φτάσουμε και με τη βοήθεια της λογικής μας και με τη βοήθεια της πίστης μας. Μια τέτοια αλήθεια είναι, για παράδειγμα, το ότι υπάρχει Θεός.
O Θωμάς, λοιπόν, πίστευε ότι υπάρχουν δυο δρόμοι που οδηγούν στο Θεό. O ένας δρόμος περνάει από την πίστη. Γιατί δεν είναι δύσκολο να χαθεί κανείς, όταν στηρίζεται αποκλειστικά στη λογική του και δείχνει υπερβολική εμπιστοσύνη στο ανθρώπινο μυαλό. O Θωμάς, πάντως, ενδιαφέρεται ν’ αποδείξει ότι δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ της χριστιανικής διδασκαλίας και φιλοσόφων όπως ο Αριστοτέλης.
Ο Θωμάς ο Ακινάτης έλεγε ότι υπάρχει μία και μόνη αλήθεια. Όταν ο Αριστοτέλης λέει κάτι που κι εμείς, με τη λογική μας, βρίσκουμε σωστό, τότε αυτό δεν έρχεται σε αντίθεση με τη χριστιανική διδασκαλία. Ένα μέρος της αλήθειας μπορούμε, επομένως, να το γνωρίσουμε με τη βοήθεια της λογικής και της παρατήρησης – και για τέτοιες αλήθειες μιλά, για παράδειγμα, ο Αριστοτέλης, όταν περιγράφει το φυτικό και το ζωικό βασίλειο. Ένα δεύτερο μέρος της αλήθειας μάς αποκάλυψε ο Θεός με τη Βίβλο. Αλλά τα δυο αυτά μέρη της αλήθειας συναντιούνται και καλύπτονται σε πολλά και σημαντικά σημεία.
Υπάρχουν ερωτήματα στα οποία η Βίβλος και η λογική μάς δίνουν την ίδια απάντηση, όπως για την ύπαρξη του Θεού, ας πούμε. H φιλοσοφία του Αριστοτέλη ξεκινούσε, επίσης, από την προϋπόθεση ότι υπάρχει Θεός – ή μια πρώτη, αρχική αιτία που κινητοποιεί τα πάντα μέσα στη φύση. O Αριστοτέλης, όμως, δεν περιγράφει με περισσότερες λεπτομέρειες το Θεό. Γι αυτό, πρέπει να ζητήσουμε τη βοήθεια της Βίβλου και της χριστιανικής διδασκαλίας, έλεγε ο Ακινάτης.
Με τη λογική, πολλοί φιλόσοφοι διαπιστώνουν ότι όλα προέρχονται από μια "πρώτη, αρχική αιτία". O Θεός, έλεγε ο Θωμάς, αποκαλύφθηκε στους ανθρώπους και μέσω της Βίβλου και μέσω της λογικής. Υπάρχει, λοιπόν, και "αποκαλυπτική" και "λογική ή φυσική θεολογία.
Το ίδιο ισχύει και στο χώρο της Ηθικής. Στη Βίβλο, βρίσκουμε οδηγίες και συμβουλές για το πώς πρέπει να ζούμε. O Θεός, όμως, μας έχει εφοδιάσει και με συνείδηση, που μας δίνει τη δυνατότητα να διακρίνουμε με τη λογική μας το Καλό από το Κακό. ‘Άρα, "δυο δρόμοι" οδηγούν και στην ηθική ζωή. Ξέρουμε ότι δεν πρέπει να βλάπτουμε και να βασανίζουμε τους άλλους ανθρώπους, έστω κι αν δεν έχουμε διαβάσει ποτέ τη Βίβλο (που λέει ότι πρέπει να φερόμαστε στον πλησίον μας όπως θέλουμε να μας φέρεται κι αυτός). Αλλά κι εδώ, ο δρόμος της Βίβλου είναι πιο σίγουρος, πιο ασφαλής.
Τέλος, ο Θωμάς ο Ακινάτης αποδέχτηκε τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη σ’ όλους τους τομείς που δε συγκρούονταν με τη θεολογία της Εκκλησίας. Αυτό ισχύει για τη Λογική του, για τη θεωρία περί της Αντίληψης και τη φυσική φιλοσοφία του. Στα έργα του Αριστοτέλη υπήρχε μια σκάλα, που ξεκινούσε από τα φυτά και τα ζώα και τέλειωνε στον άνθρωπο. Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι η σκάλα αυτή είναι μια απόδειξη της ύπαρξης του Θεού, ο οποίος Θεός είναι η ανώτατη βαθμίδα ζωής.
Το σχήμα αυτό προσαρμόστηκε πολύ εύκολα στη χριστιανική θεολογία. O Θωμάς πιστεύει σε μια κλιμακούμενη ύπαρξη, που ξεκινάει από τα φυτά και τα ζώα, συνεχίζει στον άνθρωπο, περνάει στους αγγέλους και καταλήγει στο Θεό. O άνθρωπος έχει σώμα κι αισθητήρια όργανα, σαν τα ζώα. Έχει, όμως, και τη λογική "που σκέφτεται". Οι άγγελοι δεν έχουν ούτε σώμα ούτε αισθητήρια όργανα, έχουν, όμως, μια άμεση και στιγμιαία εξυπνάδα. Δε χρειάζεται να "σκεφτούν" κάτι, σαν τους ανθρώπους, δεν έχουν ανάγκη να συλλογιστούν και να καταλήξουν σε συμπεράσματα. Ξέρουν όλα όσα μπορεί να μάθει ο άνθρωπος, χωρίς να πρέπει να φτάσουν σ’ αυτές τις γνώσεις βήμα βήμα. Κι επειδή οι άγγελοι δεν έχουν σώμα, δεν πεθαίνουν ποτέ. Δεν είναι, βέβαια, αιώνιοι, σαν το Θεό, γιατί κι αυτοί πλάστηκαν κάποτε από το Θεό, αλλά δεν έχουν σώμα, από το οποίο θα μπορούσαν κάποτε να χωριστούν. Επομένως, δεν πεθαίνουν. Αλλά πάνω κι από τους αγγέλους, βρίσκεται ο θρόνος του Θεού.
Δυστυχώς, ο Θωμάς πήρε από τον Αριστοτέλη και τη γνώμη που είχε ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος για τις γυναίκες. Ο Αριστοτέλης θεωρούσε τις γυναίκες ένα είδος ατελούς άντρα. Πίστευε ακόμα πως τα παιδιά κληρονομούσαν μονάχα τις ιδιότητες του πατέρα, γιατί η γυναίκα είναι δεκτική και παθητική, ενώ ο άντρας δοτικός και ενεργητικός. Αυτές οι σκέψεις συμφωνούσαν απόλυτα με τη Βίβλο, κατά τη γνώμη του Θωμά, – εκεί που λέει, για παράδειγμα, ότι η Εύα πλάστηκε από το πλευρό του Αδάμ.
Θα πρέπει ακόμα να προσθέσουμε πως ο Θωμάς θεωρούσε τη γυναίκα κατώτερη από τον άντρα, μόνο ως πλάσμα της φύσης, ως σώμα. Ως ψυχή, αντίθετα, είχε γι’ αυτόν την ίδια αξία με τον άντρα. Στον ουρανό, υπάρχει ισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα, επειδή απλούστατα δεν υπάρχουν διαφορές, δεν υπάρχουν φύλα.
Γνωμικά του Θωμά Ακινάτη
Για αυτόν που έχει πίστη, καμιά εξήγηση δεν είναι αναγκαία. Για αυτόν που δεν έχει πίστη, καμιά εξήγηση δεν είναι δυνατή.
Τα πράγματα που αγαπάμε μας λένε ποιοι είμαστε. Μπορούμε να ελαφρύνουμε τη θλίψη με έναν καλό ύπνο, ένα μπάνιο κι ένα ποτήρι κρασί. Το Καλό μπορεί να υπάρξει χωρίς το Κακό, ενώ το Κακό δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το Καλό. Αν ο υπέρτατος σκοπός του καπετάνιου ήταν να γλυτώσει το πλοίο του, θα το κρατούσε για πάντα στο λιμάνι. Να φυλάγεσαι από τον άνθρωπο του ενός βιβλίου. Lex malla, lex nulla (μτφρ: ο κακός νόμος, δεν είναι καθόλου νόμος)
Αποσπάσματα από τον Κόσμο της Σοφίας – Wikipedia

ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΙΠΠΩΝΟΣ χάρη στην κ. Μαρία Ευθυμίου

Αυγουστίνος Ιππώνος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γεννήθηκε στην Ταγάστη της Νουμιδίας της Αφρικής, το σημερινό Σουκ Αράς της Αλγερίας, μικρή ορεινή επαρχιακή πόλη. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος της Αγίας Μόνικας - όνομα Βερβέρικο - και του Πατρικίου, Ρωμαίου πολίτη ειδωλολάτρη ως προς τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Ο πατέρας του βαφτίστηκε χριστιανός λίγο πριν πεθάνει.
Την πρώτη μόρφωσή του την έλαβε στην Ταγκάστα και ήταν λατινική αποκλειστικά, τα Μάδαυρα και εν συνεχεία σπούδασε ρητορική στην Καρχηδόνα, ακολουθώντας τις πατρικές επιθυμίες για ρητορικές σπουδές. Όταν πέθανε ο πατέρας του διέκοψε τις σπουδές του και επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Ένας όμως συντοπίτης του, ο Ρωμανιανός θέλησε να τον ενισχύσει οικονομικά για να συνεχίσει τις σπουδές του. Σε αυτόν θα αφιερώσει αργότερα το πρώτο του σύγγραμμα ο Αυγουστίνος.
Ο Ιερός Αυγουστίνος σε μικρή ηλικία ακολούθησε το φιλοσοφικό ρεύμα του Ορτενσίου του Μάρκου Τύλλιου Κικέρωνος. Εν συνεχεία εντάσσεται στο ρεύμα του Μανιχαϊσμού που ήταν σε ιδιαίτερη έξαρση τον 4ο αιώνα και παραμένει ακόλουθός του για 7 έτη. Σε ηλικία δεκαέξι ετών γνωρίζεται και με μία χριστιανή με την οποία ζει εκτός γάμου για δεκαπέντε χρόνια και αποκτά μαζί της έναν γιο, τον Αδεοδάτο. Θα την εγκαταλείψει μετά από σχετική προτροπή της μητέρας του, αργότερα στο Μιλάνο επειδή τον εμπόδιζε στην σταδιοδρομία του. Στο ίδιο διάστημα δρα ως διδάσκαλος της ρητορικής στην Ταγκάστα και την Καρχηδόνα. Το 383 μεταβαίνει στη Ρώμη, οπου και συνεχίζει το διδακτικό του έργο. Στη Ρώμη και μετά από έντονη εσωτερική αναζήτηση, καθώς πλέον και η διδασκαλία του Μανιχαϊσμού δεν κάλυπτε τις πνευματικές ανησυχίες και αναζητήσεις του, θέλγεται από τη διδασκαλία του Αμβροσίου επισκόπου Μεδιολάνων και σε συνδυασμό με την έντονη ενασχόλησή του με τον Πλάτωνα προσέρχεται στο χριστιανισμό.
Το 387 βαπτίζεται Χριστιανός από τον Αμβρόσιο. Το 391 χειροτονείται ιερέας αφού ήδη από το 388 έχει επιστρέψει στην Βόρειο Αφρική. Το 395 εκλέγεται επίσκοπος Βασιλικού Ιππώνος (Hippo Regio), της Νουμιδίας. Εκεί θα ξεχωρίσει για την ποιμαντική του δραστηριότητα αλλά και την έντονη αντι-αιρετική του δράση.
Το τέλος της ζωής του ήλθε στις 28 Αυγούστου 430 κατα την διάρκεια της πολιορκίας της Ιππώνος από τους Βανδάλους, όταν προσεβλήθη από υψηλό πυρετό.[3] Η θεολογία του Αυγουστίνου

Πίστη και λόγος Η πίστη και ο λόγος συνυπάρχουν με την διαφορά πως η πρώτη προηγείται χρονικά του δεύτερου. Και η μία προϋποθέτει την άλλη. Η πίστη και ειδικότερα η χριστιανική, αποσκοπεί ιδιαιτέρως στο να δείξει πως υπάρχουν και πράγματα που δεν είναι ορατά όπως υπάρχουν και τα ορατά. Η πίστη βασίζεται στην Αγία Γραφή η αυθεντικότητα της οποίας στηρίζεται στην ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Όσα περιέχονται σε αυτήν είναι προσλήψιμα δια της πίστεως κι όχι μόνο μέσω του νου. [4]Ανθρωπολογία και κοσμολογία Στον Θεό δεν διακρίνει ουσία και άκτιστες ενέργειες. Στον νου του αμετάβλητου Θεού υπάρχουν ιδέες, ο κόσμος των νοερών, και βάσει αυτών εν χρόνω δημιουργούνται τα πράγματα και ο άνθρωπος , ο Αδάμ. Ένεκα των ουσιοκρατικών αντιλήψεών του υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ΄εικόνα όλης της Τριάδος κι όχι μόνο του Υιού, διότι τότε τα τρία πρόσωπα θα ήταν ανόμοια ως προς την ουσία τους.

Ο άνθρωπος προικίζεται με ελεύθερη βούληση και μπορούσε να μην αμαρτήσει.[5]
Ο άνθρωπος είναι σύνθετος, αποτελούμενος από σώμα και ψυχή:η δεύτερη διαφέρει του πρώτου καθώς είνα άυλη, απλή, νοερή ουσία και αθάνατη. Απορρίπτει την προΰπαρξη της ψυχής και ισχυρίζεται πως γεννήθηκε μαζί με τη γέννηση του σώματος που την φέρει. Διακρίνεται σε δύο μέρη: το κατώτερο που είναι η αισθητική ψυχή, και το ανώτερο που είναι η νοητική ψυχή. Στην αισθητική ψυχή αντιστοιχούν οι γνώσεις δια των αισθήσεων,η ηδονή και η λύπη. Στη νοητική ψυχή ανήκουν η μνήμη,η νόηση και η βούληση. Από τα τρία αυτά πιο σημαντικό για τον Αυγουστίνο είναι η βούληση, κυριότερο χαρακτηριστικό της οποίας είναι η ελευθερία.[6]
Ο κόσμος παρουσιάζεται στη σκέψη του Αυγουστίνου, ιεραρχημένος κατά τρόπο πλατωνικό. Ό,τι αγαθότερο και αξιολογότερο βρίσκεται πιο ψηλά. Κι ο Θεός βρίσκεται στην κορυφή, όπως και το πλατωνικό αγαθό. Σε πιο χαμηλή θέση βρίσκονται τα φυσικά αντικείμενα, οι ανθρώπινες ψυχές ενδιάμεσα,οι ψυχές των αμαρτωλών χαμηλότερα από εκείνες των εναρέτων ανθρώπων. Η αξιολογική ιεράρχηση είναι μια ιεραρχία πραγματικότητας. Όσο πιο χαμηλά βρίσκεται κάτι τόσο πιο κοντά στο μηδέν βρίσκεται χωρίς να είναι ολοκληρωτικά μηδέν. Υπάρχουν κατά τρόπο μεταβλητό. Η αντίληψη αυτή της αλλαγής και μεταβολής είναι δάνεια, αριστοτελική. Μια άλλη παράμετρος αυτής της ιεράρχησης είναι και η συνθετότητα των δημιουργημάτων. Μόνο ο Θεός είναι αμετάβλητος και ασύνθετος.[7] Το καλό και το κακό Με την ιεράρχηση του είναι συνδέεται και η ιεράρχηση του αγαθού: δεν υπάρχει τίποτα που να μην έχει κάποιο ποσοστό αγαθότητας. Ερχόμενος σε πλήρη διαφωνία με τον μανιχαϊσμό δεν δέχεται καμία απόλυτη ύπαρξη στο κακό. Επίσης δεν δέχεται και την μίξη καλού και κακού. Στην πραγματικότητα πρόκειται για βαθμίδες αγαθότητας. Το κακό συνδέεται με το ιεραρχημένο σύστημα του Αυγουστίνου και κατά έναν άλλο τρόπο: τα ανώτερα πράγματα πρέπει να άρχουν των κατώτερων πραγμάτων. Αυτή είναι η τάξη και η δίκαιη κατανομή. Αν ισχύει το αντίστροφο, δηλαδή τα κατώτερα εξουσιάζουν τα ανώτερα, τότε έχουμε το κακό, δηλαδή μια αντεστραμμένη ταξινόμηση.[8] Η πτώση του ανθρώπου Η ελεύθερη βούληση προϋποθέτει την δυνατότητα επιλογής του καλού και του κακού και κατανοείται ως έφεση - επιθυμία έντονη(concupiscentia) που μπορεί να στραφεί προς το καλό και προς το κακό. Η προς το κακό έφεση επιθυμία έγινε η αιτία της πτώσης και συνιστά το προπατορικό αμάρτημα. Έτσι ο άνθρωπος δεν μπορεί να μην αμαρτήσει είναι μάζα καταδικασμένη και άρα μάζα απωλείας.[9]
Το προπατορικό αμάρτημα διαποτίζει όλο το ανθρώπινο γένος όχι λόγω μίμησης αλλά κληρονομικότητας επειδή στο είναι του Αδάμ ενυπήρξαμε όλοι ως ένας άνθρωπος. Αν και αγέννητοι ακόμα είμαστε μέσα στο σπέρμα από το οποίο προήλθαμε. Το σπέρμα ήταν διεφθαρμένο από την αμαρτία. Η Τριαδολογία του Αυγουστίνου Ο Τριαδικός Θεός είναι απλός και άτρεπτος, και είναι απλός επειδή ταυτίζεται το έχειν με το είναι του. Αντίθετα ο κτιστός κόσμος είναι τρεπτός και σύνθετος και μπορεί να χάσει ότι έχει. Υπάρχει χαώδης διαφορά ανάμεσα στον Θεό και τον κόσμο, κι ο άνθρωπος δεν γνωρίζει επί της ουσίας τον Θεό. Το χάσμα αυτό όμως δεν είναι και αγεφύρωτο επειδή υπάρχει ένας μεσίτης ο Υιός του Θεού [10] Ο Τριαδικός θεός είναι συγχρόνως ενότητα και διάκριση των θείων προσώπων. Η ενότητα ξεκινά από την κοινή θεία ουσία και φύση και επεκτείνεται και στην κοινή θέληση, πράξη ή ενέργεια. Μέχρις εδώ ο Αυγουστίνος ακολουθεί την σκέψη των Καππαδοκών πατέρων, την οποία γνωρίζει έμμεσα μόνο, αφού αγνοεί την ελληνική γλώσσα, δια μέσου άλλων θεολόγων που την γνωρίζουν όπως ο Ιλάριος Πικταβίου και ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων. [11]
Ο Αυγουστίνος επιχειρεί να περιγράψει τις ενδοτριαδικές σχέσεις με εικόνες ειλημμένες από τις λειτουργίες της ανθρώπινης ψυχής: όπως είμαστε ,λέει, μια αδιαίρετη ενότητα, αλλά αποτελούμαστε από ''μνήμη'', ''νου'' και ''θέληση'' έτσι συμβαίνει και με τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.
Αποκλίνει από την Καππαδοκική θεολογία κατά το ό,τι δίνει έμφαση στη ενότητα του τριαδικού Θεού παρά στις υποστατικές διακρίσεις, εκκινώντας από την ''φύση'' ή '' ουσία'' του Θεού κι όχι από τα ''Πρόσωπα''. Αντίθετα οι Καππαδόκες εκκινούν από τα ''Πρόσωπα'' και στη συνέχεια επιχειρούν κατά το δυνατόν να μιλήσουν για τη θεία φύση.
Ο Αυγουστίνος αναπτύσσει την περί σχέσεων θεολογία του για να απαντήσει στον Αρειανισμό, ο οποίος θεωρούσε πως στον Θεό δεν υπάρχει συμβεβηκός, δηλαδή αλλαγή ή ποιότητα, κάτι που συνεπαγόταν πως ο Υιός ήταν ετερούσιος. Ο Αυγουστίνος απαντούσε πως, η μεταξύ του Υιού και του Πατρός σχέση είναι σχέση ουσίας. Και οι δύο είναι ομοούσιοι.
Ένα μειονέκτημα της θεολογίας του ήταν η ανυπαρξία στην λατινική γλώσσα όρων επαρκών να αποδώσουν της θεολογικές έννοιες. Έτσι για τον όρο ''Υπόστασις'' χρησιμοποιεί τον όρο ''Πρόσωπο'' και αποδίδει στην λατινική τον όρο ''Υπόστασις'' ως substantia, ο οποίος χρησιμοποιείται για να αποδοθεί η ουσία και το θείο είναι. [12]
Ανεξάρτητα από αυτό ο λόγος που ο Αυγουστίνος δεν αναπτύσσει εκτενώς μία τριαδική θεολογία έχει να κάνει με το ενδεχόμενο να οδηγηθεί στην παραδοχή τριών θεοτήτων ή μιας τριπλής θεότητας. [13]
Η περί των σχέσεων των τριών προσώπων της θεότητας θεολογία του έχει αριστοτελική φιλοσοφική ρίζα[14] Μυστικισμός Λόγω των πλουσιότατων περιγραφών των πνευματικών του καταστάσεων θεωρήθηκε και θεωρείται μυστικός συγγραφέας. Δεν έγραψε κάποιο συγκεκριμένο βιβλίο πάνω στον μυστικισμό. Απουσιάζει μια συστηματική μυστική διδασκαλία. Σπάνια περιγράφει στάδια καθάρσεως και πνευματικών αναβάσεων, ελάχιστα μιλάει για τρόπους και διαδικασίες ψυχοσωματικής ασκήσεως. Κατά κύριο λόγο εκθέτει ό,τι αισθάνεται ως μεταστραφείς και εν μετανοία ζων χριστιανός όχι ότι βιώνουν οι μυστικοί θεολόγοι. [15] Αντίθετα ,άλλοι ερευνητές θεωρούν πως ο μυστικός χαρακτήρας της Αυγουστίνειας σκέψης και προσωπικότητας φαίνεται από τον αποφατικό τρόπο αναφοράς του στο θείο, από την περιγραφή μυστηριακών εμπειριών στα Απομνημονεύματά του, που δεν είναι οράματα αλλά «καταληπτές αισθήσεις - λάμψεις πνευματικού φωτός» [16] Ο Χρήστος Νάσιος καταδεικνύει τον μυστικισμό του Αυγουστίνου στηριζόμενος και στο ότι ο Αυγουστίνος αναφέρεται στα επτά στάδια ανάβασης της ψυχής. Αυτή ολοκληρώνεται όταν στο έκτο στάδιο συντελεσθεί η ηθική κάθαρση της ψυχής και τότε, αφού φωτιστεί από το θείο φως, ανεβαίνει στο έβδομο και τελευταίο στάδιο για να απολαύσει τη θεία Σοφία. [17]Την άνοδο της ψυχής μέχρι την είσοδο της θείας οικίας περιγράφει και στην ερμηνεία του στον 41ο Ψαλμό. Ωστόσο η ψυχή επειδή είναι ακόμη δεμένη με το σώμα δεν μπορεί να εισέλθει πλήρως στον οίκο του Θεού [18] Αιτίες για τη δυσκολία κατανόησης του Αυγουστίνου Σύμφωνα με τον πατρολόγο Στυλιανό Παπαδόπουλο είναι οι εξής:
1. Η έκταση και η ποικιλία των θεμάτων του[19]
2. Η προοδευτική αλλά ελλιπής γνώση και αφομοίωση της εκκλησιαστικής παράδοσης
3. Οι αναλύσεις του είναι θεολογικά ασύμβατες με την παράδοση
4. Η αδυναμία παρακολούθησης της προηγμένης θεολογίας της Ανατολικής Εκκλησίας και των Καππαδοκών
5. Η απουσία ενιαίας δομής στην σκέψη του
6. Η ποικιλία εκφραστικών μέσων λογοτεχνική, εξομολογητική, αυθόρμητη, θεολογική κι άλλοτε σχολαστικίζουσα φιλοσοφική[20] Η πολιτική φιλοσοφία του Ο Αυγουστίνος δεν καταπιάστηκε συστηματικά με τη φιλοσοφία των σχέσεων ΄΄Εκκλησίας΄΄ - ΄΄Πολιτείας΄. Οι απόψεις του όμως αποτέλεσαν βασικό στοιχείο της χριστιανικής σκέψης για τις σχέσεις των δύο θεσμών. Στο έργο του Η Πολιτεία του Θεού, ο άνθρωπος είναι πολίτης δύο πόλεων, της πόλης όπου γεννήθηκε και της πόλης του Θεού κι αυτό επειδή ο άνθρωπος είναι διφυής, αποτελούμενος από σώμα και πνεύμα. Οι δύο αυτές κοινωνίες διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τη φύση, την προέλευση και το σκοπό τους. Έτσι έχουμε το Ουράνιο κράτος του Θεού και το επίγειο κράτος του Σατανά. Και τα δύο ανάγονται στην εποχή που ακόμα ο άνθρωπος δεν υπήρχε. Η πρώτη θεμελιώθηκε από τους αγγέλους και η δεύτερη, η επίγεια, από τους αποστάτες και τιμωρημένους αγγέλους.
Η επίγεια πόλη και η πόλη του Θεού δεν έπρεπε να ταυτιστούν με υφιστάμενους ανθρώπινους θεσμούς: με την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και εξουσία και με την Εκκλησιαστικές δομές εκείνης της περιόδου.[21] Οι δύο πόλεις δεν ήταν αισθητά χωρισμένες, σε όλη την επίγεια ζωή, αλλά ανακατεμένες και θα χωρίζονταν μόνο στη Δευτέρα παρουσία. [22]
Σύμφωνα με την τάξη πραγμάτων της εποχής του, το κράτος έπρεπε να είναι ένα χριστιανικό κράτος, να εξυπηρετεί τη χριστιανική κοινότητα και να συμβάλει στην ανθρώπινη σωτηρία διατηρώντας την αγνότητα της πίστης. [23]
Μια τέτοια άποψη ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με εκείνη των ειδωλολατρών διανοουμένων, όπως του Κικέρωνα, οι οποίοι ισχυρίζονταν πως σκοπός μιας οργανωμένης κοινοπολιτείας ήταν η απονομή δικαιοσύνης. Μα αυτό ακριβώς δεν μπορούσε να το κάνει μια ειδωλολατρική κοινότητα, έλεγε ο Αυγουστίνος. Ένα κράτος είναι δίκαιο μόνο αν είναι χριστιανικό τελικά. [24] Η φιλοσοφία της ιστορίας του Αυγουστίνου Ο Αυγουστίνος επιχειρεί με το έργο του να απαντήσει στις μομφές των ειδωλολατρών διανοουμένων κατά των Χριστιανών ότι ο Χριστιανισμός ήταν η κύρια αιτία για τις καταστροφές που είχαν επιφέρει οι βάρβαροι με τις επιδρομές τους στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Συγκεκριμένα ο νεοπλατωνιστής Πορφύριος ισχυριζόταν πως η ίδια η ιστορική εμπειρία δεν επιβεβαίωνε την διακηρυγμένη από τους Χριστιανούς οικουμενική οδό σωτηρίας[25] Ταυτόχρονα όμως και οι Χριστιανοί είχαν ανάλογες απορίες: πως συμβιβάζεται μια σοφή από το θεό διακυβέρνηση της ιστορίας με αυτές τις καταστροφές; Ο Αυγουστίνος έρχεται να απαντήσει με το έργο του ''Πολιτεία του Θεού''. Καταρχήν ισχυρίζεται, πως οι σύγχρονες τους καταστροφές δεν είναι κάτι το εξαιρετικό και ασυνήθιστο αλλά και στο παρελθόν είχαν συμβεί πιο μεγάλες συμφορές. Επίσης, μέτρο και κριτήριο της ευημερίας δεν είναι οι υλική ευμάρεια και οι δόξες, οπότε η έκλειψη τους ή η κάμψη τους να συνιστά κι απόδειξη παρακμής της εποχής τους.
Κλειδί για την σωστή ανάγνωση και ερμηνεία της ιστορίας είναι η παράλληλη ύπαρξη δύο πολιτειών που διαφέρουν μεταξύ τους ριζικά: πρόκειται για την Ουράνια Πολιτεία του Θεού και την επίγεια του Σατανά. Η πλειοψηφία των ανθρώπων ανήκει στην δεύτερη, ενώ μια μειονότητα στην πρώτη. Αυτή η μειονότητα προσωρινά μόνο-ως πάροικοι-ζει στην επίγεια. Αναπόφευκτος προορισμός της δεύτερης αυτής πολιτείας είναι η καταστροφή και ο θάνατος. Κι αυτό γιατί είναι πλήρης αμαρτιών, διαφθοράς και ηθικής παρακμής. Οι βάρβαροι εισβολείς δεν είναι κάτι το ασύνηθες, αλλά απότοκο αυτής του ηθικού κλίματος που επικρατεί σε αυτήν, έρχονται ως τιμωροί. Όσο δε για τους Χριστιανούς αναγνώστες του έργου του, σε αυτούς απαντούσε, πως οι συμφορές δεν τους αφορούν επειδή δεν ανήκουν σε αυτήν την Civitas Terenna αλλά στην Civitas Dei. [26]
Έτσι ο ιστορικός χρόνος χαρακτηρίζεται από μια αμφισθένεια.[27] Οι αισθητικές αντιλήψεις του Αυγουστίνου Είναι πολύ δύσκολο να συνθέσουμε μια συστηματική θεωρία του Αυγουστίνου για την τέχνη και το ωραίο, επειδή οι αναφορές είναι διάσπαρτες στα έργα του και τα ενδιαφέροντά του επικεντρώνονταν στην επεξεργασία ενός θεολογικού συστήματος και στην υπεράσπιση της χριστιανικής διδασκαλίας από τους ειδωλολάτρες λογίους . Ο ίδιος στα απομνημονεύματά του μας πληροφορεί πως πριν μεταστραφεί στον Χριστιανισμό είχε συντάξει μια πραγματεία με τίτλο ''De Pulchro et Apto'' (Περί του Ωραίου και του ταιριαστού), η οποία όμως χάθηκε. Οι αναφορές του σε αυτή είναι αρκετά περιορισμένες, πάντως σε αυτήν έκανε διάκριση ανάμεσα σε ό,τι είναι ωραίο καθεαυτό και σε ό,τι είναι ωραίο επειδή εφαρμόζει σε κάτι άλλο. Ο Αυγουστίνος θεωρεί την ομορφιά ως ιδιότητα ετερογενών συνόλων: γι αυτήν την ''συμφωνία των μερών'' μιλά στα έργα του ''De ordine'' (Περί τάξεως), ''De musica'' (Περί μουσικής), ''De vera religione'' (Περί της αληθούς θρησκείας''). Οι έννοιες της ενότητας, της ισότητας, της αναλογίας της τάξης και του αριθμού είναι κεντρικές για την αισθητική θεωρία του Αυγουστίνου. Το ωραίο πηγάζει από την ενότητα, την αναλογία την τάξη. Η ενότητα ποικίλει ως προς το βαθμό της , αφού όλα τα όντα δεν έχουν τον ίδιο βαθμό ενότητας. Ενοποίηση έχουμε όταν δεν υπάρχει ανομοιομορφία εσωτερική. Τα σύνθετα πράγματα συνιστούν ολότητες όταν είναι αρμονικά και σύμμετρα και είναι αρμονικά και σύμμετρα όταν τα μέρη τους ομοιάζουν μεταξύ τους. Επίσης η ανισότητα ή η ισότητα των πραγμάτων οδηγεί στην αναλογία, το μέτρο, και τον αριθμό. Ο αριθμός έχει μια θεμελιώδη σημασία για την τάξη, αντίληψη που την πήρε από τον Πλατωνικό Τίμαιο, όπου αναπτύσσεται η άποψη πως τα αντικείμενα έχουν αριθμητικές ιδιότητες και βάσει αυτών μετέχουν των ενυπαρχουσών στον Θείο νου Μορφών.
Αφού η τάξη οδηγεί στον αριθμό και στη συνοχή, έχει έλλογο χαρακτήρα. Για να γνωσθεί η τάξη προϋποτίθεται η λογικότητα, όπως και για την ηδονή που γεννά αυτή η γνώση της τάξης προϋποτίθεται η λογικότητα. Με βάση αυτή την αρχή, της λογικότητας, διακρίνει τις ηδονές, σε ανώτερες και κατώτερες: οι πρώτες συνδέονται με τις αισθήσεις που αντιλαμβάνονται την τάξη και είναι η οπτική και η ακουστική και οι δεύτερες που δεν εντοπίζουν τάξη αλλά ποιότητες όπως η γεύση και η όσφρηση.
Η αισθητική εμπειρία στην ανώτατη μορφή της απολήγει στη θρησκευτική σοφία.
Η ωραιότητα δεν είναι κάτι έξωθεν, αφού η ενότητα ως βάση του ωραίου, είναι και βάση του ''Είναι'', άρα τα πράγματα είναι ωραία στο βαθμό που υπάρχουν πραγματικά . Η σύλληψη της κρίσης περί του ωραίου προϋποθέτει και κάτι άλλο εκτός από τον βαθμό μετοχής στο ωραίο, το αν ο κριτής-θεατής κατέχει την έννοια της ιδανικής τάξης και ενότητας η οποία όμως ποτέ δεν φανερώνεται στον υλικό κόσμο. Η κατοχή αυτής της έννοιας από τον θεατή οφείλεται σε ''θεία φώτιση''. Στο ωραίο δεν υπάρχει σχετικότητα. Μια θεωρία για το ωραίο όμως δεν μπορεί να μην θίγει και ζητήματα της φύσεως της τέχνης: απορρίπτει το θέατρο ως κάτι που υποθάλπει την ηθική χαλαρότητα. Ταυτόχρονα επεξεργάζεται μια πιο συγκροτημένη έννοια του ''πλασματικού'' . Η τέχνη δεν είναι μίμηση αλλά επινόηση , αφού στηρίζεται σε συνδυασμούς στοιχείων από πολλές πηγές και στην προσθήκη άλλων δια της φαντασίας. Έτσι το προκύπτον σύνολο δεν είναι προϊόν καμίας αισθητηριακής αντίληψης. [28] Αγιότητα Για την Καθολική Εκκλησία θεωρείται άγιος και Δάσκαλος της Εκκλησίας, καθώς και ο προστάτης άγιος του Τάγματος των Αυγουστίνων. Παρά την επίσημη αναγνώρισή του ως αγίου από την Ορθόδοξη Εκκλησία, πολλοί Ορθόδοξοι αποφεύγουν να τον αποκαλέσουν «Άγιο», καθώς υπήρξε υπέρμαχος του Παπικού πρωτείου και του filioque. Σύμφωνα ομως με άλλη άποψη η διδασκαλία του δε θεωρείται εναρμόνιση με το filioque όπως αυτό εμφανίζεται κατα τον 8ο αιώνα, καθότι σύμφωνα με αυτή το «filioque» το οποίο εισάγει ο Αυγουστίνος δεν εισάγεται για την προαιώνο σχέση και προέλευση του Υιού με τον παράκλητο αλλά για την σχέση διαδοχής σε ότι αφορά τη Θεία Οικονομία. Επίσης ονοματίζεται συχνά ως "Ιερός Αυγουστίνος". Ο Αυγουστίνος θεωρείται επίσης άγιος από την Λουθηρανική και την Αγγλικανική εκκλησία. Το συγγραφικό του έργο Το συγγραφικό έργο του είναι πληθωρικό :έγραψε για να απολογηθεί για την μεταστροφή του στην Εκκλησία, και να πείσει τον εαυτό του και τους άλλους για την ορθότητα της επιλογής του αυτής. Για να καταπολεμήσει τους εθνικούς και τους Μανιχαίους που αρχικά τον είχαν προσελκύσει, να ανατρέψει τους Δονατιστές και τους Πελαγιανούς, να οικοδομήσει τους πιστούς επιλύοντας πρακτικά προβλήματα ηθικής και πνευματικής ζωής, να αναλύσει και να υποστηρίξει τη δογματική διδασκαλία. Να αναλύσει τη σχέση της σώζουσας εκκλησίας και του κοσμικού κράτους στην ιστορία και να ερμηνεύσει την Αγία Γραφή.[29]
Τα χαρακτηριστικά του είναι η δημιουργικότητα, η ορμητικότητα, ο έντονα συναισθηματικός και πολεμικός χαρακτήρας του. Ο λόγος του είναι προσωπικός, εξομολογητικός, προσευχητικός. Επίσης η απουσία στέρεης δομής, ενώ όχι σπάνια είναι φλύαρος για να καλύπτει την θεολογική του αδυναμία.[30]