Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

24.3.16

ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΠΕΝΑΟΥΕΡ: ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ

1) Το να εξαναγκάζεις ένα άτομο με υψηλά και σπάνια χαρίσματα να εξασκήσει ένα επάγγελμα απλώς χρήσιμο, είναι σαν να χρησιμοποιείς ένα πολύτιμο βάζο, διακοσμημένο με την ωραιότερη ζωγραφική, σαν κανάτα για την κουζίνα.

2) Οι φίλοι υποστηρίζουν ότι είναι ειλικρινείς, αλλά στην πραγματικότητα ειλικρινείς είναι οι εχθροί.
3) Η ζωή είναι μια συνεχής μάχη για την επιβίωση, με τη σιγουριά της τελικής ήττας.
4) Ο χρόνος είναι αυτό, χάρη στο οποίο, καθετί σε οποιαδήποτε στιγμή μετατρέπεται σε τίποτα, οπότε χάνει κάθε αληθινή αξία.
5) Η πίστη είναι όπως ο έρωτας, δεν μπορείς να την αποκτήσεις με τη βία.

6) Ο άνθρωπος είναι αδύνατο να ζήσει ευτυχισμένη ζωή. Το καλύτερο που μπορεί να κατορθώσει είναι να ζήσει μια ηρωική ζωή.
7) Η μεγαλύτερη σοφία είναι να κάνεις υπέρτατο στόχο της ζωής την απόλαυση του παρόντος, γιατί αυτή είναι η μόνη πραγματικότητα, ενώ όλα τα άλλα είναι παιχνίδια του νου.
8) Η αίσθηση δύο φίλων που συναντιούνται έπειτα από μια ολόκληρη γενιά απουσίας είναι μια αίσθηση μεγάλης απογοήτευσης για τη ζωή στο σύνολό της.
9) Όταν, στο τέλος της ζωής τους, οι περισσότεροι άνθρωποι κοιτάζουν προς τα πίσω, ανακαλύπτουν ότι έζησαν όλη τους τη ζωή εν αναμονή. Με έκπληξη θα συνειδητοποιήσουν ότι αυτό που άφησαν να τους διαφύγει, χωρίς να το εκτιμήσουν και να το απολαύσουν, δεν ήταν άλλο από τη ζωή τους. Έτσι λοιπόν ο άνθρωπος, ξεγελασμένος από την ελπίδα, χορεύει προς την αγκαλιά του θανάτου.

10) Μόνο η αρσενική διάνοια, συσκοτισμένη από τη σεξουαλική ορμή, θα μπορούσε να ονομάσει το μικροκαμωμένο φύλο, με τους στενούς ώμους, τους φαρδείς γοφούς και τα κοντά πόδια, ωραίο φύλο.
11) Αν μπορούσαμε να δούμε το μέλλον, υπάρχουν φορές που τα παιδιά θα έμοιαζαν με αθώους φυλακισμένους, καταδικασμένους όχι σε θάνατο, αλλά στη ζωή, και προς το παρόν εντελώς ανίδεους για το τι σημαίνει η ποινή τους.
12) Η ευθυμία και η ελαφράδα της νεότητάς μας οφείλονται εν μέρει στο γεγονός ότι ανηφορίζουμε το βουνό της ζωής και δε βλέπουμε το θάνατο που βρίσκεται στη βάση της άλλης μεριάς.
13) Ευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος που μπορεί μια για πάντα να αποφεύγει να έχει παρτίδες με μεγάλο αριθμό συγγενικών του όντων.
14) Δεν υπάρχει τριαντάφυλλο χωρίς αγκάθια. Πολλά αγκάθια όμως είναι χωρίς τριαντάφυλλο.
15) Αν σωπάσω για το μυστικό μου, το κρατώ φυλακισμένο. Αν το αφήσω να ξεφύγει από τη γλώσσα μου, με κρατά εκείνο. Στο δέντρο της σιωπής κρέμονται οι καρποί της γαλήνης.
16) Το ταλέντο είναι σαν ένα σκοπευτή που χτυπάει ένα στόχο, τον οποίο οι άλλοι δεν μπορούν να πετύχουν. Η μεγαλοφυία είναι σαν τον σκοπευτή που χτυπάει ένα στόχο, τον οποίο οι άλλοι δεν μπορούν καν να δουν.

17) Η θρησκεία έχει τα πάντα με το μέρος της: την αποκάλυψη, τις προφητείες, την προστασία των κυβερνήσεων, τα υψηλώτερα αξιώματα και διακρίσεις  και πάνω από όλα αυτά, το ανεκτίμητο προνόμιο να της επιτρέπεται να εντυπώνει στο νου των ανθρώπων τα δόγματά της από την τρυφερή παιδική ηλικία, ώστε να μετατρέπονται σχεδόν σε έμφυτες ιδέες.
18) Στο άπειρο σύμπαν αμέτρητες φωτεινές σφαίρες, που γύρω τους περιστρέφονται καμιά δεκαριά μικρότερες ετερόφωτες, θερμές στο κέντρο και καλυμμένες με μια κρύα σκληρή κρούστα, όπου μια μεμβράνη μούχλας δημιούργησε όντα που ζουν και γνωρίζουν – να τι είναι η πραγματικότητα, να τι είναι ο κόσμος.
19) Είναι αξιοσημείωτο και εντυπωσιακό να βλέπει κανείς πως ο άνθρωπος, εκτός από τη χειροπιαστή ζωή του, ζει πάντα μια δεύτερη, αφηρημένη ζωή. Στη σφαίρα του ήρεμου συλλογισμού, ό,τι προηγουμένως τον κατείχε ολοκληρωτικά και τον διακινούσε με ένταση μεγάλη, το παρατηρεί ως θεατής και παρατηρητής  και του φαίνεται ψυχρό, άχρωμο και μακρινό.
20) Οι μεγάλες δυστυχίες δεν επιτρέπουν στις μικρότερες να γίνουν αισθητές και, αντιστρόφως, ελλείψει κάποιας μεγάλης δυστυχίας, η παραμικρή στεναχώρια κι ενόχληση μας βασανίζει.

21) Εάν αυτός ο κόσμος δημιουργήθηκε από ένα Θεό δεν θα ήθελα να είμαι αυτός ο Θεός. Η δυστυχία αυτού του κόσμου θα μου ράγιζε την καρδιά.
22) Κάθε έθνος ξεφτιλίζει άλλα έθνη και όλα έχουν δίκιο.
23) Η έκσταση στην πράξη του ζευγαρώματος. Αυτό είναι! Αυτή είναι η αληθινή ουσία και ο πυρήνας των πάντων, ο στόχος κι ο σκοπός κάθε ύπαρξης.
24) Πρέπει κανένας να γεράσει για να πεισθεί πόσο λιγόχρονη είναι η ζωή.
25) Πρέπει να σέβεσαι κάθε άνθρωπο, ανεξάρτητα από το πόσο εξαθλιωμένος ή γελοίος είναι. Να θυμάσαι ότι μέσα σε κάθε άνθρωπο ζει το ίδιο πνεύμα που ζει και σε σένα.
26) Σε κάθε περίσταση χρειάζεται για τον καθένα κάποια ποσότητα από φροντίδες, δυστυχήματα ή αθλιότητες, όπως στο πλοίο χρειάζεται το έρμα για να κρατιέται σε ισορροπία και να προχωρεί κανονικά.

27) Το να έχουμε σταθερές αρχές και να τις ακολουθούμε παρά τις αντίθετες ορμές και τους πειρασμούς, αυτό είναι ακριβώς εκείνο που ονομάζεται εγκράτεια.
28) Από τα μικροπράγματα καταλαβαίνουμε καλύτερα τον χαρακτήρα του ανθρώπου. Γιατί στα πιο μεγάλα δείχνεται πιο προσεκτικός και κρύβεται.
29) Γενικά, οι γυναίκες πολύ λίγο επηρεάζονται απ' την ωραιότητα, και ιδίως του προσώπου. Εκείνο που συντελεί στην κατάκτησή τους είναι η σωματική ρώμη και το θάρρος του άντρα.
30) Η έμφυτη ικανότητα μπορεί πολλές φορές ν' αναπληρώσει την έλλειψη μόρφωσης, αλλά καμιά πνευματική μόρφωση δεν μπορεί ν' αναπληρώσει την έλλειψη έμφυτης ικανότητας.
31) Η ζωή δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ένας αγώνας για την ύπαρξη, με τη βεβαιότητα ότι στο τέλος θα νικηθούμε.
32) Η λεπτότητα στη γυναίκα είναι δύναμη.
33) Η όμορφη γυναίκα είναι στολίδι και η καλή θησαυρός.
34) Κάθε ερωτικό αίσθημα, οποιαδήποτε αιθεριότητα κι αν περιβάλλεται, όλες τις ρίζες του τις έχει στο φυσικό γενετήσιο ένστικτο.

35) Και μόνη η εμφάνιση της γυναίκας δείχνει ότι δεν είναι προορισμένη για τα μεγάλα έργα, ούτε τα πνευματικά, ούτε τα χειρονακτικά. Η γυναίκα ξοφλάει το χρέος της στη ζωή, όχι με τη δράση, αλλά με την οδύνη, με τους πόνους του τοκετού και με τις αναρίθμητες φροντίδες για το παιδί.
36) Λίγοι άνθρωποι έχουν το χάρισμα να λάμπουν σε μια παρέα, αλλά πάρα πολλοί διαθέτουν τη δύναμη να είναι ευχάριστοι.
37) Με προσοχή να εκφέρεις κρίση, ακόμα και όταν η υπόθεση είναι καλή. Γιατί είναι εύκολο να πληγώσει κανείς ανθρώπους, αλλά αδύνατο να τους διορθώσει.
38) Ο άνθρωπος κάνει σίγουρα εκείνο που θέλει, όμως είναι δύσκολο ν' αποφασίσει τι είναι αυτό που θέλει.
39) Ο εγωισμός είναι τόσο μεγάλους, που η υφήλιος ολόκληρη δεν μπορεί να τον χωρέσει. Γιατί αν έμπαινε σε καθέναν το δίλημμα να εκλέξει ανάμεσα στην εκμηδένιση του σύμπαντος και στη δική του προσωπική καταστροφή, δεν είναι ανάγκη να πω εγώ ποια θα ήταν η απάντηση.
40) Ο θάνατος είναι το δαιμόνιο που εμπνέει, ο μουσηγέτης της φιλοσοφίας. Χωρίς αυτός, δύσκολα θα μπορούσε να φιλοσοφήσει ο άνθρωπος.

41) Οι γυναίκες ενδόμυχα σκέπτονται ότι οι άντρες δημιουργήθηκαν για να κερδίζουν χρήματα και αυτές για να ξοδεύουν.
42) Κάθε κοινωνική συναναστροφή απαιτεί αμοιβαία προσαρμογή και διάθεση, γι’ αυτό όσο πιο μεγάλη τόσο και πιο ανούσια. Εντελώς ο εαυτός του μπορεί να είναι κανείς μόνο εφόσον μένει μόνος του. Μόνο τότε είναι ελεύθερος.
43) Εκείνο που οι άνθρωποι ονομάζουν μοίρα, στην ουσία είναι ένα σύνολο ανοησιών που έκαναν.
44) Οι παλιάνθρωποι είναι πάντοτε κοινωνικοί και μάλιστα όταν ένας άνθρωπος έχει μέσα του μια στάλα ευγένεια, δεν βρίσκει μεγάλη ευχαρίστηση στη συντροφιά των άλλων.
45) Ο γιατρός βλέπει τον άνθρωπο σε όλη του την αδυναμία· ο δικηγόρος σε όλη του την κακία· και ο θεολόγος σε όλη του τη βλακεία.
46) Κάθε αλήθεια περνάει από τρία στάδια. Πρώτα γελοιοποιείται. Μετά βρίσκει σφοδρή αντίθεση. Και στο τέλος θεωρείται αυτονόητη.
47) Τιμή είναι η εξωτερική συνείδηση. Συνείδηση είναι η εσωτερική τιμή.
48) Η έγνοια της μετριότητας είναι πώς θα σκοτώσει τον χρόνο. Ο σοφός προσπαθεί να εκμεταλλευτεί κάθε δευτερόλεπτο.
49) Το γενικότερο δίδαγμα της ιστορίας είναι: τα ίδια, με διαφορετικό τρόπο. Όποιος έχει διαβάσει Ηρόδοτο έχει διαβάσει σχεδόν όλη την ιστορία.
50) Κάθε άνθρωπος θεωρεί τα όρια του δικού του οπτικού πεδίου σαν τα όρια του κόσμου.

51) Οι άνθρωποι χρειάζονται κάποια εξωτερική απασχόληση, επειδή είναι αδρανείς εσωτερικά.
52) Δύο είναι οι εχθροί της ανθρώπινης ευτυχίας: πόνος και ανία.
53) Ο κόσμος είναι μια δική μου ιδέα.
54) Το μίσος πηγάζει από την καρδιά, η περιφρόνηση, από το κεφάλι.
55) Η μεγαλοφυΐα στην καθημερινή ζωή είναι τόσο χρήσιμη όσο ένα αστρονομικό τηλεσκόπιο στο θέατρο.
56) Η ζωή είναι άθλιο πράγμα. Αποφάσισα να περάσω τη ζωή μου σκεπτόμενος αυτό ακριβώς.
57) Όσο πιο περιορισμένος είναι ο ορίζοντας και ο κύκλος της δραστηριότητας και των επαφών μας, τόσο πιο ευτυχισμένοι είμαστε. Γιατί με το άνοιγμα του ορίζοντα πολλαπλασιάζονται και μεγεθύνονται οι έγνοιες, οι επιθυμίες, ο τρόμος.
58) Η ζωή είναι ένα εκκρεμές που κινείται μεταξύ πόνου και απελπισίας.
59) Οι δημοσιογράφοι είναι σαν τα σκυλιά. Οποτεδήποτε κάτι κινείται, αρχίζουν να γαβγίζουν.
60) Για να μπορέσει κανείς να πορευτεί στη ζωή, καλό είναι να εφοδιαστεί με μεγάλα αποθέματα προνοητικότητας και επιείκειας. Με τα πρώτα θα φυλαχτεί από ζημιές και απώλειες και με τα δεύτερα από τσακωμούς και προστριβές.

61) Η ζωή είναι ένα τεράστιο θέατρο, όπου παίζεται η ίδια τραγωδία με διαφορετικούς τίτλους.
62) Οι θρησκείες είναι σαν τις πυγολαμπίδες. Για να λάμψουν πρέπει να υπάρχει σκοτάδι.
63) Είτε πρόκειται για μουσική είτε για φιλοσοφία είτε για ζωγραφική ή ποίηση, το έργο μιας μεγαλοφυΐας δεν είναι κάτι προς χρήση. Ο χαρακτηρισμός του ανώφελου σημαδεύει τα έργα της μεγαλοφυΐας.
64) Ό,τι είναι εξαιρετικό ωριμάζει αργά.
65) Η μη-ύπαρξη μετά το θάνατο δεν μπορεί να είναι διαφορετική από αυτήν πριν τη γέννηση.
66) Το πρωινό είναι η νεότητα της ημέρας. Είναι χαρούμενο, φρέσκο και εύκολο. Μην το χαραμίζετε ξυπνώντας αργά.
67) Με τα γνωμικά επιδεικνύει κανείς την παιδεία του θυσιάζοντας την πρωτοτυπία του.
68) Αν ο νόμος του υλισμού ήταν ο αληθινός νόμος, όλα θα ήταν ξεκάθαρα. Το «γιατί» των φαινομένων θα μειωνόταν στο «πώς».
69) Η ζωή μοιάζει με παιδικό ρούχο – είναι μικρή και χεσμένη.
70) Η ζωή δεν είναι ποτέ ωραία, μόνο κάποιες εικόνες της ζωής είναι όμορφες.

Ετικέτες: ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΠΕΝΑΟΥΕΡ: ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ, ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ, ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ, ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ
Πηγή: http://philipposphilios.com
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος. 

ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΠΕΝΑΟΥΕΡ: ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

1) Σε κάθε ατυχία, σε κάθε βάσανο, τη μεγαλύτερη παρηγοριά τη βρίσκουμε, παρατηρώντας την κατάσταση εκείνων πού είναι περισσότερο από μας δυστυχισμένοι.

2) Ή ανθρωπότητα μπορεί να συγκριθεί μ ένα κοπάδι, πού παίζει ήσυχο στο λιβάδι, ενώ o χασάπης διαλέγει με το μάτι μέσα απ το κοπάδι τα ζωντανά πού θα σφάξει. Τις μέρες της ευτυχίας μας, εμείς ούτε υποπτευόμαστε καν ποια συφορά κείνη την ίδια ώρα μας ετοιμάζει ή τύχη — αρρώστια, καταδίωξη, καταστροφή, ακρωτηριασμό, τύφλωση, τρέλα, θάνατο, ή ό,τι άλλο.

3) Σε κάθε τι πού θέλουμε να κάνουμε δικό μας, βρίσκουμε αντίσταση κι αντίδραση. 'Όλα έχουν μια δική τους θέληση εχθρική πού πρέπει να τη δαμάσουμε. Στη ζωή των λαών ή ιστορία δε σημειώνει παρά πολέμους και ταραχές. Τα χρόνια της γαλήνης φαίνονται σχεδόν ανάπαυλες σύντομες, διαλείμματα, τυχαία συμβάντα. Κατά τον ίδιο τρόπο ή ζωή των ατόμων είναι μια αδιάκοπη πάλη, κι όχι μόνον ενάντια σ’ αφηρημένα κακά, όπως ή φτώχεια και η πλήξη αλλά και πάλη ενός ανθρώπου εναντίον ενός άλλου. Σε κάθε περίσταση βρισκόμαστε απέναντι σ’ έναν αντίπαλο, κι όλη ή ζωή είναι ένας πόλεμος αδιάκοπος, πού σ’ αυτόν υποκύ­πτουμε κρατώντας ακόμη σφιχτά στα χέρια τα όπλα.

4) Στα βάσανα της ύπαρξής μας προσθέτεται ακόμα και το τρέξιμο τού χρόνου, πού μάς σπρώχνει χωρίς ν’ αφήνει να πάρουμε αναπνοή, χτυπώντας τον καθένα στις πλάτες με το βούρδουλα του τυράννου. Εκείνοι μόνο πού έχουν δοθεί στην πλήξη σώζονται απ’ την καταδίωξή του.

5) Ενώ ως τη μέση του δρόμου της ή ζωή είναι ένας αχόρταγος πόθος για την ευτυχία, από κει και πέρα απεναντίας είναι πάντα κυριευμένη από ένα καταθλιπτικό αί­σθημα αγωνίας, γιατί από κείνη την ώρα όλοι, ποιος λίγο και ποιος πολύ, αρχίζουν να βλέπουν καθαρά πώς ή ευτυχία είναι μια μάταιη χίμαιρα, και μονάχα ό πόνος είναι αληθινός. Για αυτό, οι άνθρωποι πού έχουν κρίση, ζη­τάνε ν αποφεύγουν να υποφέρουν μάλλον παρά να νιώθουν έντονες απολαύσεις, και να δημιουργήσουν κατά ένα κάποιο τρόπο μια κατάσταση πού τίποτα να μη τούς λαβώνει.

6) Κατά την παιδική μου ηλικία δε μπορούσα ν’ ακούσω το κουδούνι του σπιτιού να χτυπά χωρίς να αισθανθώ μια ξαφνική χαρά κι’ έλεγα από μέσα μου: «Πόσο ωραία, μα την αλήθεια! Κάτι νέο θάναι!» Με το πέρασμα τού και­ρού όμως, διδαγμένος απ’ την πείρα της ζωής, όταν άκουγα τον ίδιο θόρυβο, έμπαινα σ’ ανησυχία, τόσο πού συλλο­γιζόμουν: «Ωιμέ! Τί νέο τάχα να συμβαίνει;»

7) Στη γεροντική ηλικία, πάθη και πόθοι σβήνουν το ένα έπειτα απ’ το άλλο, όσο τα αντικείμενα τους χάνουν τη σημασία πούχαν άλλοτε. Ή ευαισθησία μετριάζεται, ή δύναμη της φαντασίας γίνεται ολοένα πιο αδύνατη, οι εικόνες ξεθωριά­ζουν, οι εντυπώσεις δεν αποτυπώνονται πια στη συνείδηση μόνο διαλύονται χωρίς ν’ αφήνουν κανένα σημάδι τους, οι μέρες κυλούν ή μια πάνω στην άλλη, τίποτα πια δεν προκαλεί ενδιαφέρον, όλα στη ζωή χάνουνε το χρώμα τους. Κάτω απ’ το βάρος των χρόνων, ό άνθρωπος δεν περπατά παρά τρικλί­ζοντας ή μαζεύεται σε μια γωνιά για ν’ αναπαυτεί, καταντών­τας ίσκιος του εαυτού του, το φάντασμα σχεδόν εκείνου πού ήταν άλλοτε, ώσπου έρχεται κι ό θάνατος. Τί του μένει να σκοτώσει; Μια μέρα ή αποκάρωση μεταβάλλεται σε στερνό ύπνο, και τα όνειρα του...

8) A! να το πρόβλημα που πάνω σ’ αυτό βασανίστηκε ο Άμλετ στον περίφημο μονόλογο. Εγώ λέω πώς από τώρα ονειρευόμαστε.

9) Όποιος βγήκε απ’ την πλάνη των πρώτων νεανικών ονείρων του, αν θησαύρισε τη δική του και την ξένη πείρα, αν μελέτησε την ιστορία των περασμένων ή είναι ενήμερος των συμβάντων της εποχής του, αν δεν έχει το νου του θο­λωμένο από ριζωμένες προλήψεις, πρέπει να φτάσει σ’ αυτό το συμπέρασμα: πώς ο ανθρώπινος κόσμος είναι παραδομένος στην τύχη και στην πλάνη, κι απ’ αυτές, δίχως να γίνεται λόγος καν για αίσθημα συμπόνιας, κυριαρχείται και διευθύνεται τυχαία, ενώ ή τρέλα και ή μοχθηρία βοηθούν με το αδιάκοπο στριφογύρισμα του βούρδουλα τους.

10) Μ’ αυτόν τον τρόπο, εκείνο το λίγο καλό πού μπορεί να γεννηθεί μέσα στους ανθρώπους μπορεί να έρθει στο φως μόνο υστέρα από αμέτρητους πόνους. Αν υπάρχει μια ευγενι­κή και φρόνιμη ιδέα, με μεγάλο κόπο θα βρει τρόπο να γίνει γνωστή, να κατανοηθεί, να πραγματοποιηθεί, ενώ το παρά­δοξο και το ψεύτικο μέσα στη σφαίρα των ιδεών, ή αισχρότη­τα κι η χυδαιότητα στην τέχνη, η μοχθηρία κι η πονηριά στην πρακτική ζωή, απολαύουν απόλυτο κι αδιάκοπο θρίαμβο.

11) Μια ψηλή σκέψη, ένα υπέρτερο έργο φαίνονται σαν εξαί­ρεση, σαν απρόβλεπτο γεγονός, παράξενο, ανήκουστο, μεμο­νωμένο παράδειγμα, σαν αερόλιθος, δημιούργημα άλλης τάξης πραγμάτων από κείνη πού μάς κυβερνά. Αν έπειτα κοιτάξουμε την τύχη των ατόμων, βλέπουμε πώς ή ιστορία κάθε ζωής είναι πάντα ή ιστορία ενός βασανιστηρίου, γιατί, οποιοδήποτε δρόμο κι αν διαλέξει κανείς, δε θα χει παρά μια αδιάκοπη σειρά από αποτυχίες κι ατυχίες, πού καθένας κρύβει με προσοχή, γιατί ξέρει ότι, αντί να εμπνεύσει στους άλλους συμπάθεια ή συμπόνια, θα τούς έδινε την ευχαρί­στηση εκείνη πού νιώθουν όλοι σαν συλλογίζονται τις ατυχίες των άλλων, απ’ τις όποιες εκείνη τη στιγμή αυτοί δεν υποφέρουν.

12) Συνεπώς είναι πολύ δύσκολο να βρει κανείς έναν άνθρωπο, πού φτασμένος στο τέλος της ζωής του, αν θέλει νάναι συγχρόνως ειλικρινής και φρόνιμος, να εύχεται να ξαναρχίσει απ την αρχή, και να μην προτιμά απεναντίας να πέσει στο μηδέν της ανυπαρξίας.

13) Δεν υπάρχει κάτι σταθερό στην ασταθή ζωή· ούτε ατέλειω­τος πόνος, ούτε αιώνια ευχαρίστηση, ούτε εντύπωση πού ν’ αντέχει, ούτε ενθουσιασμός πού να μην ξεθυμαίνει, ούτε ψηλή ιδέα πού να στέκει ακλόνητη σαν κανόνας σ’ ολόκληρη την ύ­παρξη. Όλα διαλύονται στο χείμαρρο των χρόνων. Τα λε­πτά της ώρας, τα αναρίθμητα άτομα των μικρών πραγμάτων, θρύψαλα κάθε ενέργειας μας, είναι οι σκώροι πού τρώνε κάθε ευγενική και τολμηρή επιχείρηση. Τίποτα δεν παρουσιάζεται το σοβαρό στη ζωή. Ό βούρκος δεν αξίζει τον κόπο. Πρέπει να θεωρούμε τη ζωή σαν ένα αδιάκοπο ψέμα, στα μικρά όσο και στα σημαντικά πράματα-Υποσχέθηκε; Δε θα κρατή­σει την υπόσχεση, εκτός αν θέλει να δείξει πόσο λίγο ποθη­τό ήταν εκείνο πού ποθούσαμε. Πότε η ελπίδα παίζει με μας, και πότε το ελπιζόμενο πράμα. Μάς έδωσε κάτι; Αυτό το έκανε μόνο για να μπορέσει να μάς το ξαναπάρει. Ή απόσταση, σα με μαγική τέχνη, μάς κάνει να φανταστούμε παράδεισους. Αλλά να πού διαλύονται σαν οπτασίες μόλις αφήσουμε να κυριευτούμε απ’ τη γοητεία τους.

14) Ή ευτυχία είναι λοιπόν πάντα ή στο μέλλον ή στο πα­ρελθόν, ενώ το παρόν μοιάζει μ’ αλαφρό συννεφάκι, πού ό αγέρας το σεργιανίζει πάνω απ’ τον ηλιοφώτιστο κάμπο. Μπροστά του, πίσω του, γύρω του, όλα λάμπουν στον ήλιο. Αυτό μόνο ρίχνει παντού άπ’ όπου περνά, έναν ίσκιο.
*Σκέψεις και αποσπάσματα, Άρθουρ Σόπεναουερ, Εκδόσεις Γκοβοστή

Ετικέτες: ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΠΕΝΑΟΥΕΡ: ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ, ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΠΕΝΑΟΥΕΡ, ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ
Πηγή: http://philipposphilios.com
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος. 

ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΠΕΝΑΟΥΕΡ: ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

Ιδού η Μουσική στο κρεβάτι της.
1) Η μουσική εκφράζει τη εσώτερη ουσία των φαινομένων, το πράγμα καθαυτό που υπάρχει πίσω από κάθε φαινόμενο, δηλαδή αυτή καθαυτή την θέληση. Έτσι λοιπόν δεν εκφράζει μια ειδική και συγκεκριμένη χαρά, μια ορισμένη θλίψη ή οργή ή ευχαρίστηση ή κατάσταση πνευματικής γαλήνης, αλλά εκφράζει τη χαρά, τη λύπη, τον τρόμο, την παραφορά, την ευχαρίστηση, τη γαλήνη και άλλες πολλές παρόμοιες καταστάσεις, χωριστά παρμένες αυτές καθαυτές, αφηρημένα στη γενική ουσία τους, ξέχωρα από κάθε ειδική αφορμή η περίσταση. Εν τούτοις παρ' όλο ότι αυτό το αιθέριο είναι αφηρημένο μπορούμε να το νιώθουμε στην εντέλεια.

2) Το να βρίσκει κανείς τη μελωδία, φανερώνει την ορμή και την ψυχική του ευαισθησία. Ο μουσικοσυνθέτης μας φανερώνει την πιο ενδόμυχη ουσία του κόσμου και εκφράζει τη βαθύτερη σοφία με γλώσσα που το ανθρώπινο λογικό δεν μπορεί να τη νιώσει. Όμοια δηλαδή όπως ένα μέντιουμ δίνει φωτισμένες απαντήσεις για πράγματα που όταν είναι ξύπνιο δεν τα ξέρει καθόλου.

3) Το εσώτερο, το ανεξήγητο νόημα της μουσικής, εκείνο που μας γεννάει μια σύντομη και παροδική οπτασία κάποιου παραδείσου που μας είναι γνώριμος αλλά απρόσιτος συγχρόνως, εκείνο που νιώθουμε στο άκουσμα μιας μελωδίας μα δεν μπορούμε να εξηγήσουμε οφείλεται στην ικανότητα που έχει η μουσική να δίνει φωνή στα πιο βαθιά κι απόκρυφα σκιρτήματα της υπόστασης μας, πέρα από κάθε πραγματικότητα και συνεπώς χωρίς οδύνη.

4) Όπως υπάρχουν μέσα μας δύο θεμελιώδεις συναισθηματικές καταστάσεις, μια της χαράς ή τουλάχιστον της φαιδρότητας και μια της θλίψης ή τουλάχιστον της μελαγχολίας, έτσι έχει και η μουσική δύο αντίστοιχους γενικούς τρόπους τονικότητας, το μείζονα τρόπο και τον ελάσσονα τρόπο, και σχεδόν πάντοτε μια σύνθεση βασίζεται στον ένα ή τον άλλο. Δεν είναι όμως παράξενο αλήθεια, να υπάρχει ένα μουσικό σημείο, η ελάσσονα, που ενώ δεν είναι θλιβερό ούτε στην ουσία του ούτε κατά συνθήκην, εν τούτοις να έχει τέτοια εκφραστικότητα ώστε κανείς να μην μπορεί να ξεγελαστεί; Απ' αυτό μπορεί κανείς εύκολα να συμπεράνει πόσο βαθιά εισχωρεί και φτάνει η μουσική μέσα στην εσώτερη φύση του ανθρώπου και των πραγμάτων.

5) Το allegro σε ελάσσων κλίμακα συνηθίζεται πολύ στη γαλλική μουσική και είναι χαρακτηριστικό: δίνει την εντύπωση ανθρώπου που χορεύει με παπούτσια που τον στενεύουν.

6) Οι σύντομες και ευδιάκριτες φράσεις της μουσικής ενός ζωηρού χορού με γρήγορα βήματα μαρτυρούν πως το θέμα τους δεν είναι άλλο από μια συνηθισμένη ευτυχία που αποκτιέται πολύ εύκολα. Απεναντίας το allegro maestoso, με τις μεγάλες φράσεις του, τα πλατιά περάσματα και τις δαιδαλώδεις περιστροφές του εκφράζει ένα μεγάλο κι ευγενικό αγώνα για κάποιον απομακρυσμένο σκοπό που τελικά επιτυγχάνεται. Το adagio μας μιλάει για τους πόνους κάποιου επίσης μεγάλου κι ευγενικού αγώνα που περιφρονεί κάθε ταπεινή απόλαυση. Απ' όλα όμως, την πιο καταπληκτική εντύπωση την προξενεί η διαφορά ανάμεσα στη δίεση και την ύφεση. Δεν είναι τάχα αξιοθαύμαστο πως μια παραλλαγή του τρόπου κατά ένα ημιτόνιο, η εισαγωγή μιας ελάσσονος διαστήματος τρίτης αντί μείζονος διαστήματος, δίνει αμέσως και δίχως άλλο την εντύπωση πόνου και δυστυχίας και αρκεί μια δίεση για να μας διώξει αυτό το καταθλιπτικό συναίσθημα; Ο αργός ρυθμός σε ελάσσονα (adagio bemol) φτάνει ως έκφραση του ψηλότερου πόνου, είναι ένας θρήνος σπαραχτικός. Στη μουσική του Μπετόβεν, σε οποιαδήποτε συμφωνία του, διακρίνουμε κάτω από τη φαινομενική αταξία και σύγχυση που επικρατεί μια αξιοθαύμαστη τάξη. Πρόκειται για μια μανιασμένη μάχη που καταλήγει τελικά στην πιο ωραία συνδιαλλαγή. Έχουμε κι εδώ το rerum cocncordia discors, μια πιστή και πανοραματική εικόνα της ουσίας του κόσμου, που κυλάει μέσα στο διάστημα δίχως βιασύνη μα και δίχως ανάπαυση, μέσα σ' έναν αφάνταστο κυκεώνα από αναρίθμητες μορφές και που ωστόσο χάρη σ' αυτόν ακριβώς το σάλο και τον κλυδωνισμό της μάζας του μπορεί κι ακολουθεί την κανονική τροχιά του. Ταυτόχρονα όμως μέσα στη συμφωνία εκφράζονται όλα τα ανθρώπινα πάθη και συναισθήματα: χαρά, λύπη, έρωτας, μίσος, τρόμος, ελπίδα και παρουσιάζονται σε άπειρες αποχρώσεις και παραλλαγές, ωστόσο πάντοτε in abstracto (αφηρημένα), χωρίς τίποτε να μπορεί χαρακτηριστικά να τις ξεχωρίσει τη μια απ' την άλλη. Πρόκειται για την καθάρια μορφή, την άυλη που μοιάζει με τον κόσμο των αγγέλων που πλανιούνται μέσα στο διάστημα δίχως κορμιά.

7) Ύστερα από πολλή σκέψη πάνω στην ουσία της μουσικής μπορώ να σας συστήσω να την απολαμβάνετε αυτή την τέχνη όσο περισσότερο μπορείτε, γιατί είναι η πιο εξαιρετική και υπέροχη απ' όλες τις τέχνες. Δεν υπάρχει άλλη τέχνη που να μας επηρεάζει περισσότερο, που να μας εγγίζει βαθύτερα και να επενεργεί πάνω μας πιο άμεσα απ' τη μουσική. Κι αυτό γιατί η μουσική μας φανερώνει πιο άμεσα και πιο καθαρά την αληθινή ουσία του κόσμου. Όταν ακούμε υπέροχες και ωραίες αρμονίες είναι σαν να παίρνουμε ένα πνευματικό λουτρό. Μας καθαρίζουν από κάθε βρωμιά, από κάθε κακία κι από κάθε προστυχιά. Η μουσική ανυψώνει τον άνθρωπο σε αιθέρια ύψη και τον συντονίζει με τις πιο ευγενικές σκέψεις που μπορεί να περάσουν απ' το υλιστικό μυαλό του. Κι αισθάνεται τότε ο άνθρωπος τι αξίζει ή μάλλον τι θα μπορούσε να αξίζει.

8) Συχνά, όταν ακούω μουσική, παίζει η φαντασία μου με τη σκέψη, πως η ζωή όλων των ανθρώπων, κι η δική μου ακόμα, δεν είναι άλλο τίποτε από ονειροπολήσεις κάποιου αιώνιου πνεύματος, ονειροπολήσεις και καλές και κακές που κάθε θάνατός τους είναι κι ένα ξύπνημα.
Ετικέτες: ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΠΕΝΑΟΥΕΡ: ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ, ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΠΕΝΑΟΥΕΡ, ΜΟΥΣΙΚΗ, ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ
Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος. 

ΑΝΡΙ ΜΠΕΡΓΚΣΟΝ: ΤΟ ΓΕΛΙΟ

Το εν λόγω βιβλίο αποτελεί την ένωση τριών άρθρων του βραβευμένο με Νόμπελ Γάλλου φιλοσόφου, Ανρί Μπεργκσόν, που δημοσιεύτηκαν το 1899. Βασικός πυρήνας είναι το γέλιο, το οποίο απασχόλησε πολλά σπουδαία μυαλά στην ιστορία, και οι τρεις άξονες είναι οι εξής: Πρώτον, η “ανατομία” του γέλιου – ποιος ο μηχανισμός του και ποια τα βασικά γρανάζια του. Δεύτερον, η κοινωνιολογική διάστασή του – εξηγεί πως είναι λειτουργία της κοινωνίας και ποιος ο σκοπός του. Και, τρίτον, αναδεικνύει τη διαφορετικότητα της κωμωδίας σε σχέση με άλλες τέχνες, κυρίως τη τραγωδία.

1) Ανατομία του γέλιου
Όλοι γελάμε. Το γέλιο είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας, κι όμως, όταν μας ζητηθεί να το αναλύσουμε και να το αποικοδομήσουμε, συνειδητοποιούμε πόσα λίγα ξέρουμε γι’ αυτό. Ξέρουμε τι είναι αστείο, αλλά ξέρουμε γιατί είναι αστείο; 
Πρώτη διαπίστωση του Μπεργκσόν είναι πως το “αστείο” είναι έννοια αναγνωρίσιμη και δημιουργημένη από την ανθρώπινη πραγματικότητα. Τίποτα από μόνο του, αντικειμενικά, δεν είναι αστείο – ούτε ένα λιβάδι, ούτε ένας βράχος. Επίσης, ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που γελάει (πολλοί μάλιστα φιλόσοφοι όρισαν τον άνθρωπο έτσι). 
Μία πρωταρχική προϋπόθεση για τον ορισμό κάποιας κατάστασης ως “αστείας”, είναι η φαινομενική ή υποτιθέμενη σύνδεσή της με την ανθρώπινη φύση. Αστείο μπορεί να είναι μόνο κάτι που φέρει ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Γελάμε με ένα ζώο όταν χασμουριέται, επειδή μας θυμίζει άνθρωπο – γελάμε με ένα ζώο όταν τρομάζει, για τον ίδιο λόγο. Ξεκαρδιζόμαστε με αντικείμενα που φέρουν ενδείξεις πως θα μπορούσαν να αποτελούν ανθρώπινα όντα – ένα δέντρο που μοιάζει να έχει μύτη, για παράδειγμα. Η αιτία θα αποφασαφινιστεί όταν θα αναλύσουμε τη κοινωνιολογική του διάσταση, αλλά μέχρι τώρα αυτό σαν δεδομένο αρκεί και είναι αυταπόδεικτο. 
Δεύτερον, έχει κατά καιρούς αναφερθεί πως το γέλιο είναι συνδεδεμένο με την έννοια του άσχημου. Αυτή τη παρατήρηση θεωρεί λανθασμένη ο συγγραφέας, και τονίζει πως το “αστείο” είναι πολύ πιο κοντά συγγενικά με την έννοια της ακαμψίας. Δεν είναι αντίθετο του όμορφου δηλαδή, αλλά αντίθετο με αυτό που έχει “χάρη“. 
Τι όμως έχει “χάρη”; Τι εννοούμε όταν λέμε πως κάποιος άνθρωπος είναι “αιθέριος”, πως έχει έναν “αέρα” που τον διαπερνά (με τον οποίο φυσικά δεν προκαλεί το γέλιο); Ο Ανρί τονίζει πως ο άνθρωπος έχει τη πνευματική και τη σωματική διάσταση – ή μάλλον, τη τάση προς τη φύση και τον μηχανισμό. Αιθέριο είναι ένα πλάσμα του οποίου η ύλη κατά κάποιον τρόπο υποτάσσεται στο πνεύμα του – πιστεύουμε πως σχεδόν θα μπορούσε να πετάξει, πως είναι φτιαγμένο με ύλη από άλλο κόσμο (συνήθως ανώτερο). Προσοχή, δεν χρειάζεται καν να είναι όμορφο – απλά να φαντάζει φυσικά κινούμενο, να φαίνεται πως “ρέει“. Επίσης, υπάρχει και μία άλλη πραγματικότητα, αυτή του μηχανικού – αυτή που έρχεται κόντρα στο νόμο της φύσης (αλλαγή, μετάλλαξη) και υποτάσσεται στον “αντινόμο” της – την επανάληψη. Μηχανικό είναι αυτό του οποίου η κίνηση είναι σε όλες τις διαστάσεις της επαναλαμβανόμενη, που δεν υπάρχει εναλλαγή και καμπυλότητα. Είναι αυτό που επαναστατεί στη θεμελιώδη αρχή του “Τα πάντα ρει” (αρχή που υποστήριζε πολύ έντονα κι ο Μπέργκσον, που είπε πως “Το να υπάρχεις σημαίνει να αλλάζεις”). 
“Γιατί γελάω; Επειδή έχω τώρα ενώπιόν μου έναν μηχανισμό που λειτουργεί αυτόματα. Δεν πρόκειται για ζωή, αλλά για αυτοματισμό εγκατεστημένο μέσα στη ζωή και απομιμούμενο τη ζωή. Πρόκειται για κάτι κωμικό.”
Έξαφνα θα συνειδητοποιήσουμε πως οι μεγαλύτερες κωμωδίες στηρίζονται στις πιο απλές επαναλήψεις. Φανταστείτε έναν άνθρωπο που του έφεραν τον καφέ και βάζει με τον ίδιο ρυθμό, την ίδια κίνηση, και την ίδια έκφραση, τριάντα κουταλιές ζάχαρης μέσα στο ρόφημά του. Είναι ξεκαρδιστικό, επειδή είναι μηχανικό, είναι αφύσικο, όχι απλώς παράλογο. Φανταστείτε κάποιον που χτυπάει να έρθει το ασανσέρ 100 φορές με τον ίδιο τρόπο, δίχως να έρχεται. Εξαιρετικό παράδειγμα είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Σέλντον χτυπάει πάντα τη πόρτα της Πέννι στη διάσημη σειρά The Big Bang Theory. 
Ακόμα, βασική προϋπόθεση για να είναι κάτι αστείο είναι εξαρχής να το “ξεζουμίσουμε” από οποιαδήποτε συγκινησιακή επιρροή του. Εάν είσαι σε θέση να αισθανθείς συγκίνηση (οποιαδήποτε είδους) για κάτι ή κάποιον, είναι σίγουρο πως δεν θα μπορείς να γελάσεις μαζί του. Όπως όταν ένα ζευγάρι τσακώνεται άσχημα, πόσο δύσκολα θα καταφέρει εκείνη τη στιγμή να γελάσει με τη κατάσταση – ή, αν αισθανθείς αγάπη ή πραγματικό οίκτο για κάποιον χαρακτήρα μίας θεατρικής παράστασης, δεν μπορείς να γελάσεις με τις πράξεις του. 
Αυτή είναι λοιπόν μία στοιχειώδη ανατομία του μηχανισμού του γέλιου. Υπάρχουν πολλές μέθοδοι να επιτευχθεί, αλλά δεν χρειάζεται να μπούμε σε τέτοια ανάλυση – αν κάποιος ενδιαφέρεται περαιτέρω, καλό θα ήταν να αγοράσει το βιβλίο.

2) Κοινωνική διάσταση του γέλιου
Τι σκοπό εξυπηρετεί το γέλιο; Μάθαμε τι προκαλεί το γέλιο, αλλά ποια η χρησιμότητα του να γελάμε με κάτι; Ο Μπερκσόν προσέγγισε κοινωνιολογικά το ζήτημα και υποστήριξε πως το γέλιο είναι λειτουργία της κοινωνίας. 
“Το γέλιο είναι μία ορισμένη κοινωνική χειρονομία που υπογραμμίζει και καταστέλλει μια ορισμένη ειδική αφηρημάδα των ανθρώπων και των συμβάντων.”
Γελάμε με κάποιον όταν έχει αποκλίνει από τα κοινώς αποδεκτά κοινωνικά “πρέπει”. Κάθε κοινωνία, για να υπάρχει εξαρχής και να ορίζεται ως κοινωνία, έχει ορισμένους κανόνες και συγκεκριμένους “φραγμούς” που θέτει στα μέλη της για να επιτυγχάνεται μία γενική και ομαλή ισορροπία. Η κοινωνία λειτουργεί και σαν ζωντανός οργανισμός όμως, και γι’ αυτό έχει και μερικά συστήματα αυτοάμυνας, μερικά “εργαλεία” που συντελούν στο να συμμορφώνονται τα μέλη της τα οποία αποκλίνουν από το “αποδεκτό”. 
Σκεφτείτε έναν άντρα να τρέχει γυμνός στον δρόμο – αμέσως σας έρχεται το γέλιο ως αυθόρμητη αντίδραση, επειδή ακριβώς παρατηρείτε ένα μέλος της κοινωνίας σας να αποκλίνει από το “αποδεκτό”. Κι όχι μόνο το παρατηρείτε, αλλά με τη πράξη σας, το γέλιο, λειτουργείτε σαν κατασταλτικό όργανο, του κάνετε άμεση επίθεση και σωφρονιστική παρατήρηση. Το γέλιο φέρει στον αποδέκτη του συναισθήματα απόρριψης και ενοχής, τον “βοηθάει” να συνειδητοποιήσει πως έχει ξεφύγει από τα κοινωνικά “πρέπει” τα οποία θα όφειλε ως μέλος να σέβεται. Όταν γελάμε με κάποιον, ουσιαστικά επιχειρούμε να του επιδείξουμε τους φραγμούς του κοινωνιολογικού μας πλαισίου, λειτουργούμε ως φρουροί της “αγέλης”. Είναι τυχαίο άραγε το ό,τι οι γονείς γελάνε τόσο πολύ με τα παιδιά τους στα πρώτα τους στάδια κοινωνικοποίησης; Ή το ό,τι τα παιδιά γελάνε με εντελώς διαφορετικά πράγματα από ό,τι οι μεγάλοι (επειδή βρίσκονται σε διαφορετικό πλαίσιο); 
Γι’ αυτό, τέλος, το γέλιο παρατηρείται μόνο σε καταστάσεις ή πράγματα μέσα στα οποία μπορούμε να αντιληφθούμε την ανθρώπινη φύση – επειδή μόνο ανθρώπους θα μας ενδιέφερε να συνετίσουμε. Αν ένα ζώο δεν μας θύμιζε άνθρωπο (τον οποίο θα θέλαμε να σωφρονίσουμε κοινωνιολογικά), δεν θα γελούσαμε μαζί του.

3) Διαφορά Κωμωδίας και Τραγωδίας
Ο Μπεργκσόν ορίζει τη θεμελιώδη διαφορά των δύο αυτών ειδών ως εξής: Ο Κωμικός συγγραφέας παρατηρεί τον κόσμο γύρω του, επειδή λειτουργεί ως όργανο της κοινωνίας, τη στιγμή που ο Τραγικός συγγραφέας παρατηρεί στονπροσωπικό εσωτερικό του κόσμου, επειδή προάγει την ατομικότητα έναντι της κοινωνικής υποταγής. Η κωμωδία συντίθεται πάντα με γενικούς “τύπους” που παρατηρούνται σε μία κοινωνία που είναι βλαβεροί γι’ αυτή (ο τσιγκούνης γέρος, ο επικίνδυνα ελαφρόμυαλος νέος, κτλ.), ενώ στο δράμα οι χαρακτήρες αποτελούν προσωπικότητες με βάθος και ουσία. Θα πάρω για παράδειγμα τοΈγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι. Ο πρωταγωνιστής, Ρομάνοβιτς, βασανίζεται έντονα από τη πίεση που αισθάνεται από τη κοινωνία. Όπως τονίζει χαρακτηρίστηκα ο ίδιος, θέλει να είναι από “ανώτερη” πάστα ανθρώπου, που δεν οφείλει να είναι υποταγμένος στους νόμους της κοινωνίας, να είναι Ναπολέοντας που και να σκοτώσει δεν πειράζει, επειδή η αξία της φύσης του είναι πάνω από την ισορροπία της κοινωνίας. Ο τραγικός ήρωας αναδεικνύει την εσωτερικότητα, το μεγαλείο της ατομικότητας – ο τραγικός συγγραφέας ξεσπάει από μέσα του ενάντια στις αλυσίδες που του φόρεσε το περιβάλλον του, θέλει να βοηθήσει τον αναγνώστη να κάνει ενδοσκόπηση στη ψυχή του. Γι’ αυτό και οι κινήσεις του τραγικού ήρωα, η γλώσσα του σώματός του, κτλ. (που στη Κωμωδία είναι θεμελιώδη εργαλεία) στη τραγωδία έχουν δευτερεύοντα ρόλο, επειδή ο πιο σημαντικός είναι ο εσωτερικός αγώνας που τελείται μέσα του.
“Κάτω από την ήρεμη, αστική ζωή που έχουν συνθέσει για λογαριασμό μας η κοινωνία και το λογικό, (το τραγικό θέατρο) ανακινεί μέσα μας κάτι που ευτυχώς δεν εκρίγνυται, αλλά του οποίου μας κάνει να νιώσουμε την εσωτερική ένταση. Είναι η εκδίκηση της φύσης επί της κοινωνίας.”
Η κωμωδία όμως λειτουργεί με πρότυπα, δίχως βάθος, που τείνουν προς τηνεπανάληψη. Που λειτουργούν μηχανικά κατά της κοινωνίας. Το “ελαφρό θέατρο” βοηθάει τον θεατή να συνειδητοποιήσει μαζί με τα υπόλοιπα μέλη ποια είναι τα κοινωνικά πρέπει. Είναι τυχαίο που όσα περισσότερα άτομα γελάνε, τόσο πιο αυθόρμητα μας βγαίνει το γέλιο; Αυτό ίσως συμβαίνει επειδή, όντας εκείνη τη στιγμή όργανα καταστολής της κοινωνίας, όσο μεγαλύτερος ο αριθμός μας, τόσο πιο αποτελεσματικοί είμαστε. Γι’ αυτό μετά από μία αστεία ταινία, θυμόμαστε πάλι γεγονότα και χαρακτήρες ομαδικά και γελάμε – ενώ, μετά από μία ταινία δράματος, ο καθένας κλείνεται στον εαυτό του και κάνει τη προσωπική του κριτική. 
Αυτή είναι λοιπόν η διαφορά κωμωδίας και τραγωδίας – η πρώτη μας ωφελεί να ενταχθούμε και να διατηρηθούμε στα πρότυπα της κοινωνίας μας, για να ζούμε αρμονικά με τα υπόλοιπα μέλη, ενώ η δεύτερη εξασφαλίζει τη διατήρηση και τη συνεχή αναζωπύρωση της αυθεντικής μας ατομικότητας, του εσωτερικού μας κόσμου. Και τα δύο μαζί, εξασφαλίζουν την ισορροπία ανάμεσα στο “εγώ” και το “εμείς”, ώστε να μην γίνουμε ανδρείκελα της κοινωνίας, ούτε και επικίνδυνοι γι’ αυτή. 
Όπως τόνισε ο Μπερκσόν, είναι λάθος να δούμε πεσιμιστικά το γέλιο, λόγω της φύσης του. Άλλωστε, είναι καλύτερο να συνετίζεις τον άλλο με ένα χαμόγελο και μια ευχάριστη κραυγή, παρά με μπουνιές και κλοτσίδια. Δείχνει, ίσα-ίσα, την ανωτερότητα του ανθρώπου απέναντι στα ζώα (και στις υποανάπτυκτες πολιτισμικά κοινωνίες): 

Εκεί που ο λύκος δαγκώνει, ο άνθρωπος γελάει.
Ετικέτες: ΑΝΡΙ ΜΠΕΡΓΚΣΟΝ: ΤΟ ΓΕΛΙΟ, ΑΝΡΙ ΜΠΕΡΓΚΣΟΝ, ΓΕΛΙΟ
Πηγή:http://philipposphilios.com  
Aνιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος. 

ΣΑΙΡΕΝ ΚΙΡΚΕΓΚΩΡ & ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΔΙΑΦΘΟΡΕΑ

“Αν παντρευτείς, θα το μετανιώσεις. Αν δεν παντρευτείς, πάλι θα το μετανιώσεις. Παντρευτείς δεν παντρευτείς, θα το μετανιώσεις. Αν γελάς με τις τρέλες τού κόσμου, θα το μετανιώσεις. Αν κλαις με αυτές, πάλι θα το μετανιώσεις. Κλαις ή γελάς, θα το μετανιώσεις. Αν πιστεύεις μια κοπέλα, θα το μετανιώσεις. Αν δεν την πιστεύεις, πάλι θα το μετανιώσεις. Πιστεύεις δεν πιστεύεις, θα το μετανιώσεις. Αν κρεμαστείς, θα το μετανιώσεις, αν δεν κρεμαστείς, πάλι θα το μετανιώσεις. Κρεμαστείς δεν κρεμαστείς, θα το μετανιώσεις. Αυτό, κύριοι, είναι η ουσία και η κατάληξη όλης της πρακτικής σοφίας.” «Σαίρεν Κίρκεγκωρ, Είτε/Είτε : Μια Εκστατική Διάλεξη»

ΣΑΙΡΕΝ ΚΙΡΚΕΓΚΩΡ
Ο υπαρξιστής φιλόσοφος Soren Kierkegaard γεννήθηκε στις 05/05/1813 στην Κοπεγχάγη. Ήταν το έβδομο παιδί του Michael Pedersen Kierkegaard, ενός εύπορου υφασματέμπορου, και της δεύτερης γυναίκας του, Anne Lund. Το 1830 εγγράφεται στη Θεολογική Σχολή. Εντρυφώντας στην αρχαία ελληνική γραμματεία γοητεύεται από τον Σωκράτη, τον οποίο έχει πλέον ως πρότυπο. Το 1837 γνωρίζει τη Regine Olsen. Ένα χρόνο αργότερα κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο, μια κριτική σε νουβέλα του Hans Christian Andersen. Οι αλλεπάλληλες οικογενειακές τραγωδίες-η μητέρα του και πέντε από τα έξι αδέλφια του πεθαίνουν από αρρώστιες/δυστυχήματα-καθώς και το έντονο θρησκευτικό οικογενειακό του περιβάλλον τον ωθούν να αφιερώσει τη ζωή του στο “τι ακριβώς σημαίνει να είσαι χριστιανός στη σημερινή χριστιανοσύνη”. Το 1841 ανακοινώνει στη Regine ότι δεν μπορούν να συνεχίσουν, επειδή “λογοδοτεί σ’ ένα ανώτερο δικαστήριο”. Υποβάλλει στη Θεολογική Σχολή το διδακτορικό του με θέμα τη σωκρατική ειρωνεία. Το 1843 γράφει με ψευδώνυμο το “Είτε-Είτε”, που σηματοδοτεί την αφετηρία του φιλοσοφικού του έργου. Τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του ο Kierkegaard βάλλει κατά του εκκλησιαστικού κατεστημένου μέσα από μια έντονα επικριτική αρθρογραφία στην εφημερίδα “Πατρίς” και στο δεκαπενθήμερο φυλλάδιο “Στιγμή”. Πεθαίνει στις 11/11/1855, στα σαράντα δύο του χρόνια. Η φιλοσοφία του υπήρξε σημείο αφετηρίας για τους κατοπινούς μελετητές όπως ο Βίτγκενσταϊν, ο Χάιντεγκερ ο Μπουλκάκοφ, ο Σαρτρ, ο Μερλό-Ποντί, ο Καμύ, ο Κάφκα, η Ντε Μποβουάρ κ.ά. και ο ίδιος θεωρείται πρόδρομος του Χριστιανικού Υπαρξισμού της Υπαρξιακής Ψυχολογίας, του Υπαρξισμού, του Μεταμοντερνισμού, του μεταστρουκτουαλισμού και της νέο-ορθοδοξίας.
“Αν βλέπει σε μένα έναν απατεώνα…με παρεξήγησε∙ αν βλέπει έναν πιστό αγαπητικό…πάλι με παρεξήγησε. […] Σε λίγο ο αρραβώνας θα σπάσει. […] Θα λυθεί εκείνη για να δεθώ εγώ, όπως τα λυτά μαλλιά δεσμεύουν περισσότερο από τα δεμένα. […] Αλλά έτσι είναι, ή το κορίτσι ξελογιάζει τον άντρα ή ο άντρας το κορίτσι…” 

Το “Ημερολόγιο ενός διαφθορέα” είναι μια αυτοτελής νουβέλα από το έργο “Είτε-Είτε” (Enten-Eller), που εκδόθηκε στην Κοπεγχάγη στις 15 Φεβρουαρίου 1843. Εκδότης είναι ο Βίκτωρ Ερημίτης αλλά όχι και συγγραφέας. Η ανωνυμία του συγγραφέα υποχρεώνει τον Κίρκεγκορ να διηγηθεί τον μύθο: Ο Βίκτωρ Ερημίτης αγόρασε κάποτε από ένα παλαιοπωλείο ένα παλιό τραπέζι με συρτάρια. Σε ένα από τα συρτάρια βρήκε τα χειρόγραφα ενός μικρού βιβλίου που έφερε τον τίτλο «Το Ημερολόγιο ενός Διαφθορέα» που του κέντρισε το ενδιαφέρον και δίχως να καταφέρει να αντισταθεί άρχισε να το διαβάζει…
Ο πρωταγωνιστής του Ημερολογίου είναι ένας διανοητικός διαφθορέας, ο Ιωάννης, ο οποίος αντιστοιχεί σε έναν καλλιεργημένο Δον Ζουάν∙ προικισμένο με πνεύμα, κυνικότητα και μακιαβελική στον έρωτα στρατηγική. Εν αντιθέσει με την βιωματική φαιδρότητα του Δον Ζουάν, ο σατανικός Ιωάννης, έλκεται από την πνευματική φαιδρότητα. Η αυτοπεποίθηση και η ειρωνεία του, είναι τα μέσα εκπλήρωσης του ρόλου του ως ερωτικός αποπλανητής και πνευματικός διαφθορέας  νεαρών όμορφων κοριτσιών. Η ικανοποίηση που λαμβάνει, είναι αμιγώς εγκεφαλική και προκύπτει μέσα από την ολοκληρωτική κατάκτηση αγνών γυναικών και στη συγκεκριμένη περίπτωση, της όμορφης Κορδελίας. Η στάση ζωής του είναι εστετιστική και η ηδονή που επιδιώκει στιγμιαία, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα να υποφέρει καθ’ όλη την διάρκεια των εξομολογήσεων του από ανία, κενότητα και μελαγχολία, ενώ ο τρόπος γραφής του δείχνει έναν ολοκληρωτικά μηδενιστικό τρόπο ζωής που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην απόγνωση.

“Όπως ένας ζωγράφος ζωγραφίζει την αγαπημένη του∙ ένας γλύπτης την πλαστουργεί∙ αυτό κάνω και εγώ, με πνευματικό τρόπο όμως..”

Με μεγάλη μυστικότητα εισχωρεί μέσα σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του θύματος-Κορδελίας, στο οικογενειακό ιστορικό της, στις καθημερινές δραστηριότητες της, στα ταλέντα, στις αδυναμίες της, στους φίλους της, ακόμη και στη ντουλάπα της. Με τον καιρό, ξετυλίγει το σχέδιο του αργά και με προσήλωση, λανσάροντας με επιδεξιότητα τη σαγηνευτική του προσωπικότητα οδηγώντας την Κορδελία στην ολοκληρωτική της παράδοση και στη στιγμιαία του ικανοποίηση-την οποία την παρομοιάζει με “βιασμό”.

“Οι περισσότεροι απολαμβάνουν ένα κορίτσι όπως ένα ποτήρι σαμπάνια- τη στιγμή που αφρίζει, αχ, ναι! Είναι νόστιμο και για πολλά κορίτσια είναι το καλύτερο που έχει να κάνει κανείς.”

Μέσα στον ιστό που υφαινει για να την παγιδεύσει, δεν διστάζει να μανιπιουλάρει τον ερωτευμένο μαζί της Εδουάρδο, γιο ενός χονδρέμπορου, καθώς και την θεία της. Όλοι οι κοντινοί της άνθρωποι γίνονται πλέον πιόνια στην σκακιέρα του Ιωάννη, ο οποίος επιδιώκει την συναίνεση από την θεία για τον αρραβώνα του μαζί της ενώ ταυτόχρονα παίζει τον ρόλο του καρδιακού φίλου και μέντορα στον Εδουάρδο, με απώτερο σκοπό να του φορτώσει την Κορδελία όταν θα έχει πλέον τελειώσει μαζί της, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως “σωτήρα” του δράματος που περνάει… Η αποπλάνηση διεκπεραιώνεται μέσα από δύο στάδια. Στο πρώτο, επιδιώκει να κερδίσει την εμπιστοσύνη της και ταυτόχρονα να την κάνει να τον ερωτευτεί, ενώ στο δεύτερο, και αφού την έχει κερδίσει, απομακρύνεται σταδιακά και ψυχραίνει την στάση του, με αποκορύφωμα την διακοπή της σχέσης τους, κάνοντας την να πιστεύει ότι είναι ελεύθερη. Η ηδονή έρχεται, με την συνειδητοποίηση από πλευράς της, ότι τον θέλει ακόμα και πιο ολοκληρωτικά από ποτέ…

“Μα και βέβαια Κορδελία μου υπάρχει κάτι βασιλικό στους τρόπους μου∙ αλλά εσύ δεν υποπτεύεσαι τίνος κράτους είμαι βασιλιάς…”

Η αυτοβιογραφική εξομολόγηση του Ιωάννη, έχει ποιητικό ύφος πλούσιο σε εικόνες, συναισθήματα, κοπλιμέντα, ρομαντισμό και κτητικές αντωνυμίες που φανερώνουν την ταραχώδη ψυχοσύνθεση του, τον επιπόλαιο συναισθηματισμό του καθώς και την αυτοπεποίθηση του. Η ίδια η ύπαρξη του Ημερολογίου, εξυπηρετεί την απεικόνιση των αναμνήσεων των επιθυμιών που έχουν εκπληρωθεί. Ο επίλογος διαμορφώνεται από τις κυνικές παραδοχές του Ιωάννη περί της ευγνωμοσύνης που η Κορδελία του οφείλει για αυτή την σχέση, την άρνηση του να την αποχαιρετίσει λόγω του ότι δεν αντέχει τα γυναικεία κλάματα και παρακάλια αλλά και από το
ότι μέσα από αυτόν τον τρόπο πλουτίζει κανείς τις ερωτικές του εμπειρίες…

“Όταν ένα κορίτσι δοθεί ολόκληρο, όλα έχουν τελειώσει..”

Καθοριστικό ρόλο στο περιεχόμενο των συγκεκριμένων συγγραμμάτων, έχει παίξει η ίδια η σχέση που διατηρούσε ο Κίρκεγκωρ με την Ρεγγίνα, την οποία διέκοψε ο ίδιος λόγω της θρησκευτικής του αναζητήσεις και των ενοχών του που του είχε καλλιεργήσει ο βαθιά θρησκευόμενος πατέρας του, που εν αντιθέσει με τον Κάφκα, θαύμαζε και είχε διαμορφώσει μία πολύ ισχυρή, από την παιδική ηλικία, σχέση μαζί του. Όλο το Ημερολόγιο διακατέχεται από μία θρησκευτικότητα, ενώ η έννοιας της αγωνίας παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Η αμεσότητα των εξομολογήσεων εξυπηρετεί αφενός μεν την διείσδυση στην κιρκεγκωριανή σφαίρα αισθητικής και αφετέρου στην λεπτομερή περιγραφή των σκέψεων του Ιωάννη, των κινήτρων, των αποφάσεων και επιλογών του με τρόπο απροκάλυπτο που δεν
επιδέχεται κανενός είδους άλλοθι.

“Η ηθική στην επιστήμη, είναι όπως και στη ζωή: ανιαρή.”

Με αυτόν τον τρόπο αναβλύζει η προκλητική και ασταθής ιδιοσυγκρασία του ίδιου του συγγραφέα, που την διαπερνά μία φαντασιακή έκσταση επενδεδυμένη με πολλές διαφορετικές πόζες, μιμήσεις, υποκριτικούς ρόλους και επιπόλαια διαπροσωπικά παιχνίδια που στο σύνολο τους συνθέτουν μία ερωτική μέθοδο αποπλάνησης, αντίστοιχης της μαιευτικής του Σωκράτη, που ο ίδιος ο Κίρκεγκωρ θαύμαζε. Τέλος, ολόκληρο το Ημερολόγιο, φαίνεται να αποκοδικωποιείται εκ των υστέρων μέσα από το όνομα του ίδιου του αφηγητή, του Βίκτορ Ερημίτη, που δεν δηλώνει τίποτε άλλο από το αποτέλεσμα όλης αυτής της κενής και στερούμενης οποιουδήποτε νοήματος
διαφθοράς: επήλθε η κάθαρση μέσω της Νίκης (Βίκτορ) του Ερημίτη (Ερημίτης), του Ιωάννη δηλαδή, που έμεινε εντέλει μόνος…

"Τεντώνω το τόξο του έρωτα για να πληγώσω βαθύτερα." Πηγή:http://philipposphilios.com
 Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.

ΤΟΜΑΣ ΜΑΝ & ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ

Η νουβέλα "Θάνατος στην Βενετία", γραμμένη το 1912 από τον Τόμας Μαν, τον σημαντικότερο ίσως Γερμανό συγγραφέα του 20ου αιώνα, δεν είναι ένα κοινότυπο, συνηθισμένο αφήγημα, ένα ηθικοπλαστικό έργο με κρυμμένα αοριστολογικά μηνύματα που σαγηνεύουν. Είναι η καθ' εαυτή αντανάκλαση και κραυγή του ίδιου του συγγραφέα, εικόνα του ραγισμένου καθρέφτη κάθε Δημιουργού που θυσιάζει τις απολαύσεις της ζωής για την Τέχνη. Έργο, που αν και δεν αγγίζει καν τις 130 σελίδες, προσφέρει έναν ωκεανό δηλώσεων, υποδηλώσεων και ερμηνειών, απτών και αφηρημένων νοημάτων της φιλοσοφικής και της αισθητικής σφαίρας. Η απαράμιλλη χρήση ύφους και γλώσσας, συμβολισμών και αισθήσεων πίσω από την πλοκή, λειτουργούν ως διάφανο τζάμι, που αν και προστατεύουν τον δημιουργό -και κάθε δημιουργό- προβάλλουν καθαρά τον πόνο, τη γύμνια, όσο και τον εξαγνισμό και τη λύτρωση. Οι ριπές της βροχής δακρύων για τα σιωπηρά, ασίγαστα πάθη, εφορμούν στην καρδιά του αναγνώστη… Ένα από τα αγαπημένα μου έργα (αν και άργησα να το καταλάβω)τέχνης ανώτατου επιπέδου, που μελετώντας (σκάβοντας πίσω από τον μύθο) συναντά κανείς την αέναη, προαιώνια μάχη του Απόλλωνα και του Διονύσου. Οι Αρχαιοελληνικοί Θεοί συγκρούονται και φιλιώνουν στην αρένα της ψυχής των ανθρώπων, και δη του συγγραφέα. Ενώ, στον αντίθετο πόλο θα βρούμε τον αιθέριο Έρωτα του Συμποσίου και του Φαίδρου, που ως άσβεστη φλόγα πυροδοτεί τον αγώνα για το κυνήγι του Τέλειου και του Απείρου. Για τους λόγους αυτούς το παρόν κείμενο προσφέρεται και για όσους δεν διάβασαν το βιβλίο ακόμα.

Αφού πήραμε μια γεύση, ας βάλουμε πλώρη για τη δική μας "Βενετία". Πρωταγωνιστής της ιστορίας ο 50χρονος συγγραφέας Γκουστάβ φον Άχενμπαχ (ή Άσενμπαχ - το έχω συναντήσει και με τις δυο εκδοχές), γόνος πλούσιας οικογένειας ανώτερων δικαστικών υπαλλήλων, "ανθρώπων καθωσπρέπει που δεν ξέφευγαν από τις επιταγές της νομιμοφροσύνης και αξιοπρέπειας". Σε αντίθετο μήκος, η μητέρα του, κόρη Βοημού αρχιμουσικού, ήταν εκείνη που εμφύσησε στον νεαρό την αγάπη για την Τέχνη. Ο επιτυχημένος συγγραφέας, μετά από μια δύσκολη μέρα εργασίας και έναν νωθρό περίπατο στη Δύση της μέρας, αποφασίζει να ταξιδέψει στο άγνωστο, ψάχνοντας την ψυχική του πληρότητα. Θρυαλλίδα της απόφασης του στάθηκε ένα διονυσιακό όραμα σε μια αχανή τροπική ζούγκλα που αφύπνισε το ένστικτο της φυγής από το αποπνικτικό περιβάλλον της ρουτίνας. Προορισμός του Ταξιδιού του ο ευρωπαϊκός παράδεισος, η Βενετία, η πόλη των χαμένων ποιητών, του Καρναβαλιού, του κρασιού, της γιορτής, του έρωτα, όμως και του θανάτου (βλ παρακάτω). Εκεί θα συναντήσει την προσωποποίηση της Απόλυτης Ομορφιάς -όμοια αρχαιοελληνικού αγάλματος- στο πρόσωπο του Τάτζιο, ενός Πολωνού 14-15 ετών, που παραθερίζει μαζί με την οικογένεια του. Όπως αποκαλύπτει η γυναίκα του Τόμας Μαν, πράγματι υπήρξε κατά τις διακοπές τους στην Βενετία μια οικογένεια Πολωνών με ένα 14χρονο αγοράκι, ενώ λίγα χρόνια αργότερα ο ίδιος ο "Τάτζιο" θα αναγνωρίσει τον εαυτό τους στις σελίδες του βιβλίου. Ο Τάτζιο γίνεται έμμονη ιδέα στον Άσενμπαχ. Τον κατασκοπεύει όταν παίζει με τους φίλους του στην παραλία ή όταν κολυμπάει στη Θάλασσα, σαν αιώνιος θεός που χάνεται στην απεραντοσύνη του Απολύτου, του Τίποτα και του Θανάτου. Τον ακολουθεί στους στενούς πέτρινους δρόμους της Βενετίας, στις χαμηλοτάβανες στοές και στα αξιοθέατα της. Μέχρι που οδηγείται σε εκούσιο θάνατο επειδή δεν μπορεί να αγγίξει τον ανικανοποίητο πόθο του. Η πλοκή είναι αργή και υποτυπώδης. Κινείται βάσει των ψυχολογικών μεταπτώσεων του πρωταγωνιστή. Με λίγα λόγια, το βιβλίο είναι ένας ποιητικός παιάνας για την ενατένιση του άπιαστου, αφηρημένου και ονειρικού ωραίου. Του κάλλους που τροφοδοτεί το όραμα του Καλλιτέχνη.
"Γιατί πόλεμος είναι και η τέχνη, αγώνας σκληρός και μέχρι εσχάτων, που στις μέρες μας κανείς δεν μπορεί να αντέξει και πολύ. Μια ζωή όλο αυταπάρνηση και πείσμα, μια ζωή λιτή, καρτερική, συγκρατημένη, που ο ίδιος είχε αναδείξει σε σύμβολο ενός ταπεινού, κατάλληλου για την εποχή συμβολισμού".
Μέσω του Άσενμπαχ, του alter ego του συγγραφέα, ο Μαν παρουσιάζει την θεώρηση του για την Τέχνη, τον δύσκολο αγώνα να κατακτήσει το Αιώνιο. Το έργο του καλλιτέχνη, δεν είναι μονάχα αποτύπωση φευγαλέων συλλήψεων, αλλά ένας μαραθώνιος σκληρός, κοπιαστικός. Ο καλλιτέχνης μοχθεί μπροστά στα όρια της κατάρρευσης και της τελικής πτώσης. Είναι πρωταθλητής στο ήθος και στην εγκαρτέρηση. Κλίνει το γόνυ στο ανώτερο και δέχεται την εθιμοτυπία της μοναξιάς του. "Φαίνεται ότι χάνει ολοκληρωτικά την ικανότητα να ανταποκρίνεται στην εκτυφλωτική και πικρή γοητεία της εμπειρίας και την γνώσης".

Η Τέχνη είναι ένας Ιανός θεός. "Η μορφή της ηθική και ανήθικη. Ηθική επειδή είναι ο καρπός και η έκφραση της πειθαρχίας. Ανήθικη και μάλιστα αντίθετη σε κάθε σχέση ηθικής, αφού η φύση αδιαφορεί για την ηθική, την οποία προσπαθεί να υποτάξει στην αγέρωχη και απεριόριστη εξουσία της". Επομένως, δεν είμαστε σε θέση να κρίνουμε την επιλογή θέματος του συγγραφέα -που εδώ είναι ανοίκειο- επειδή κρίσεις και υποκειμενικοί ηθικισμοί συγκρούονται με τον σκοπό της Τέχνης. Αυτή είναι η ζωή του Άσενμπαχ, ενός υπηρέτης της. Του χαρίζει βαθιές συγκινήσεις, χαρές βαθύτατες. Η Θεά "σκάβει στο πρόσωπο του Καλλιτέχνη και αφήνει τα ανεξίτηλα αχνάρια της φανταστικής και πνευματικής περιπέτειας.(…) Γιατί η τέχνη φθείρει περισσότερο από τις άσωτες διασκεδάσεις, περισσότερο από τα ασίγαστα πάθη".
Κατά κόρον φιλοσοφική νουβέλα, το "Θάνατος στην Βενετία" βρίθει πλάγιων συμβολισμών που προωθούν την πλοκή και λειτουργούν ως προοικονομία. Το έργο ακροβατεί μεταξύ Έρωτα και Θανάτου. Ο ήρωας σαν εκκρεμές, ταλαντεύεται ανάμεσα στις δυο ορμέμφυτες δυνάμεις. Στο βιβλίο θα βρούμε αρκετά σύμβολα που το αποδεικνύουν.
Η ιστορία ξεκινάει με τον περίπατο του Άσενμπαχ, μετά από μια μέρα σχολαστικής δουλειάς, όταν "ο ήλιος έγερνε στην δύση του". Καταλήγει σ'ένα παλαιό νεκροταφείο: "Οι χρυσές ακτίνες του Ηλίου έπεφταν στο σιωπηρό παρεκκλήσι του νεκροταφείου, που ήταν χτισμένο σαν μικρή βυζαντινή εκκλησία". Χώρος και φύση αντανακλούν το Θάνατο. Επίσης, λίγο πριν επιστρέψει αποφασισμένος -μετά από την έκσταση ενός οράματος που πήγαζε από το υποσυνείδητο- να ταξιδέψει στο εξωτερικό, συναντά στη στάση του τραμ μια μορφή καθοριστική της απόφασης του, η οποία σαν σκιά χάνεται όταν ο ίδιος επιβιβαστεί.
Ο Άσενμπαχ, στο καράβι για την Βενετία θα δει έναν ηλικιωμένο άνθρωπο με φτιασιδώματα, βαμμένα μαλλιά και μουστάκι, εξεζητημένο, εκκεντρικό κοστούμι, αντιαισθητική μορφή, να πίνει και να χορεύει μαζί με νεαρούς συνεπιβάτες. Ακόμα μια μορφή Θανάτου, που δεν θα γίνει αντιληπτή από τους νέους. Οι τελευταίοι, ζώντας στην ακμή της ζωής τους δεν συνειδητοποιούν τη φθαρτότητα, νιώθοντας ρωμαλέοι και αθάνατοι. Περιστατικό που θυμίζει εν πολλοίς τη φράση του Σοπενχάουερ: "Η ευθυμία και η ελαφράδα της νεότητάς μας οφείλονται εν μέρει στο γεγονός ότι ανηφορίζουμε το βουνό της ζωής και δε βλέπουμε το θάνατο που βρίσκεται στη βάση της άλλης μεριάς".
Φθάνοντας στη Βενετία, το πρώτο πράγμα που αντικρίζει είναι μια γόνδολα, της οποίας ο οδηγός μόλις τον αφήνει εξαφανίζεται δίχως να ζητήσει αμοιβή. Θυμίζει, σαφώς το ψυχοπομπό Χάρο, που μεταφέρει τους νεκρούς στο Άδη. Ναύλα του, η ψυχή του συγγραφέα. "Το αλλόκοτο τούτο πλεούμενο δεν έχει αλλάξει καθόλου απ΄τα χρόνια του Μεσαίωνα. Είναι κατάμαυρο σαν τα φέρετρα - φέρνει στο νου αθόρυβες, κρυφές, ύποπτες περιπέτειες μες στη σιγαλιά της νύχτας".

Τα σύμβολα του Έρωτα, καθρεφτίζονται στην μορφή του Τάτζιο. Στο πρόσωπο του, ο Ασενμπαχ βλέπει έναν Ελληνικό θεό. Νάρκισσο, που χαμογελά λίγο πριν πέσει στον νερό. Υάκινθο, λουλούδι "γεννημένο από αίμα που χάρασσε το δικό του αιώνιο παράπονο", έναν Θεό της θάλασσας που αντικατοπτρίζει το αιώνιο, το απέραντο, το μηδέν και το άπειρο. Αποκτά μεταφυσική οντότητα, που είναι χαρά, πόθος και βάσανο κάθε καλλιτέχνη. Οι πιο ειδυλλιακές και ποιητικές εικόνες δίνονται όταν τον αντικρίζει στα καταγάλανα νερά ως νεαρό Φαίακα που θέλει να δαμάσει την αήττητη φύση.Ένα δείγμα της απαράμιλλης αφηγηματικής του δύναμης: "Έμοιαζε βγαλμένος μέσα από εκστατικά οράματα, θρύλος και ποίημα αρχέγονο καμωμένο πριν την γέννηση της ποίησης, πριν την γέννηση των θεών"
Τέλος, η Βενετία. Η πόλη των μουσικών, του έρωτα, της γιορτής αλλά και του μοιραίου τέλους. Η πόλη που ο Μαύρος Οθέλος έκλεψε από το πατρικό της, την Δυσιδαίμονα, θα γίνει ο τόπος γέννησης του πάθους του Ασενμπαχ, όπως και του θανάτου του, όταν την χτυπά επιδημία χολέρας. "Το σαλόνι της Ευρώπης" όπως το αποκάλεσε ο Ναπολέων, με την πλατεία του Αγίου Μάρκου, τη γέφυρα του Ριάλτο το γεφύρι των Στεναγμών, το Παλάτσιο των Δόγηδων, το μεγάλο κανάλι, ήταν ανέκαθεν το κόσμημα του πνεύματος, της κουλτούρας, του πολιτισμού, της τέχνης. Πατρίδα του Απόλλωνα.
Όμως είναι και η πόλη, που θα την καταπιεί η Φύση για το αμάρτημα της ύβρεως. Μουχλιάζει, σαπίζει, βρωμάει, χάνεται. Η πόλη δεν θα υπάρχει σε λίγα χρόνια. Η στάθμη του νερού ανεβαίνει επικίνδυνα, τα κτίρια διαβρώνονται. Είναι στα πρόθυρα της αναπόδραστης εξαφάνισης. Αποπνέει θάνατο και Τέλος. Πατρίδα του Διόνυσου. Συμβολική παράσταση σε κάθε άνθρωπο, η Βενετία είναι η ονειρική πόλη του Έρωτα και του Θανάτου! Θα αναστήσει τον Άσενμπάχ, πλημμυρίζοντας τον με μεθυστική φλόγα πόθου που μέλλει να τον κάψει!
"Γιατί ο σοβαρός και ακέραιος άνθρωπος που έγινε μάρτυρας έντονου πάθους, προτιμάει να κρύψει τις παρατηρήσεις του και από τον ίδιο του τον εαυτό"
Με φρουδικούς όρους, ο Άσενμπαχ είχε αποκτήσει ισχυρότατο Υπερ-εγώ. Μετατόπισε την σεξουαλική λίμπιντο στην Τέχνη, για να καλύψει τα ορμέμφυτα πάθη του. Σ'αυτό, επέδρασε αρνητικά ο αρτηριοσκληρωτικός περίγυρος του. Στην αρχή, ο αδυσώπητος αγώνας στο κυνήγι του Απολύτου στάθηκε δυνατός για να κατευνάσει τις ορέξεις του. Το καταπιεσμένο Εγώ του, προκαλεί νευρωτικά συμπτώματα, όταν δεν μπορεί να βρει πάτημα. Οι επιθυμίες του, έβγαιναν στο φως με τη μορφή ονείρων ή εκστατικών οραμάτων, όπως το Βακχικό όργιο, με βορά τον ίδιο. Ο Έρωτας γι'αυτόν, είχε τη μορφή του Απόλυτου, παραγνωρίζοντας την απτή και αρχέγονη ηδονή της ίδιας της σάρκας που διψά. Ο Τάτζιο έσπασε τις αλυσίδες, άνοιξε τις θύρες, βγάζοντας το κοιμώμενο τέρας, τον μεγαλύτερο εχθρό του Άσενμπαχ, που προκαλεί Φόβο και τρόμο, αλλά συνάμα γοητεία και έλξη. Μια άγρια ομορφιά απείρου, χίμαιρα. Η ψυχή του γεύεται την τελική στάλα της ασέλγειας και τον ίλιγγο της καταστροφής στο a priori χαμένο παιχνίδι!
Ένας αντίλαλος του Νίτσε: Η ζωή των ανθρώπων, όπως διατύπωσε ο Νίτσε στο πρωτόλειο έργο του "Η Γένεση της Τραγωδίας", προσδιορίζεται και νοηματοδοτείται μεταξύ της πάλης δύο Θεών: του Απόλλωνα που βρίσκεται στην εξατομίκευση, στο όνειρο, στη φαντασία, στην λογική, στην ενατένιση και διορατικότητα του πνεύματος, και του Διόνυσου, που πηγάζει από τον σώμα, το αίμα, τη σάρκα, τη ρώμη, τη ζωική δύναμη, τη συλλογικότητα, την ανάγκη σχέσης κι άσκησης εξουσίας. Ο σημερινός άνθρωπος "πασχίζει" να κόψει τον ομφάλιο λώρο με τη φυσική του υπόσταση, μια τάση στην οποία θεμελιώνεται ο νεωτερικός πολιτισμός. Ο πολιτισμός των αρχαίων Ελλήνων θα μείνει αιώνιος χάρη στον συγκερασμό των δυο δυνάμεων που βρήκε εστία στην τραγωδία. Αυτή, έγινε η παλαίστρα όπου ενώνονται οι Θεοί. Παρήγαγε καθολικό έργο, γιατί εμπεριέχει χαρακτηριστικά αρχέγονα, προαιώνια, εκστατικά, που δεν μπορεί ουδείς να απαγκιστρώσει.

Η αέναη πάλη που δεν έχει νικητή, καθορίζει την ισορροπία και τον βαθμό ευτυχίας και πλήρωσης της ζωής μας. Αν παραγκωνίσουμε τον ένα εκ των δύο, θα πληρώσουμε το τίμημα. Ο Άσενμπαχ, αποτίνοντας φόρο τιμής στο πρώτο, ξέχασε την αμέτρητη δύναμη του Διονύσου. Δεν άκουσε τα κύμβαλα και τα τύμπανα, τον ήχο του λικνίσματος της φλόγας των πυρσών, την ανήλεη κραυγή των μαινάδων, τους αλαλαγμούς των τράγων, τη φωνή της φύσης. Η τελευταία εκδικείται...
Πλατωνικός Έρωτας: Κλείνοντας, θα αναφερθούμε στην έννοια του Έρωτα κατά την πλατωνική ερμηνεία στον Φαίδρο. Ό Πλατωνικός Έρωτας, είναι η ανάγκη θέασης του Αιώνια Ωραίου που γεμίζει τον ποιητή, τον ρίχνει στον στίβο της δημιουργίας, στη μετουσίωση του Ωραίου σε θείο Πνεύμα. Δεν μπορεί να υπάρξει Τέχνη, αν δεν υπάρχει Έρωτας, Αυτός βρίσκεται σε αυτόν που αγαπά και όχι στο αντικείμενο του πόθου. Η απαθανάτιση του κάλλους, η αισθητική, γίνεται η μόνη επιτρεπτή ηθική, που όμως μεθά και καταστρέφει τον ποιητή… Ο Άσενμπαχ εκλαμβάνει τον Έρωτα ως άυλη, αφαιρετική, αιθέρια μορφή. Είναι ο Έρωτας του Σωκράτη του Συμποσίου προς τον Αλκιβιάδη, δηλαδή, κάθε δασκάλου, προς τον νεαρό αμύητο μαθητή του. Μην μας σοκάρει και τόσο, αφού στην Αρχαία Ελλάδα και δη στις στρατιωτικές μονάδες, η ομοφυλοφιλία θεωρείτο μια φυσική κατάσταση. Γι'αυτό ας ακούσουμε την διδασκαλία του Σωκράτη, στις όχθες του Ιλισού, προς τον μαθητή του Φαίδρο:
"Γιατί μόνο η ομορφιά Φαίδρε, και να το θυμάσαι, είναι ορατή και θεική συνάμα. Είναι ο δρόμος ο αισθητός, ο χειροπιαστός προς το Πνεύμα, ο δρόμος που παίρνουν οι καλλιτέχνες. Και θαρρείς καλέ μου, πως θα μπορέσει ποτέ να κατακτήσει την αληθινή σοφία και την ηθική ρώμη εκείνος που οδεύει προς το Πνεύμα μέσω των αισθήσεων; Ή μήπως αντίθετα νομίζεις πως ο δρόμος αυτός είναι επικίνδυνος και σφαλερός, δρόμος της αμαρτίας που καταλήγει στην πλάνη και στον χαμό; Ή απόφαση είναι δική σου. Γιατί πρέπει να ξέρεις ότι εμείς οι ποιητές δεν είμαστε σε θέση να βαδίσουμε τον δρόμο της Ομορφιάς χωρίς την συντροφιά του Θεού Έρωτα που γίνεται συνοδοιπόρος και οδηγός μας… γιατί το πάθος είναι που μας εξευγενίζει και μας ανυψώνει. Αυτή είναι η Λαχτάρα και η ντροπή μας (…)"
Αλλά το κάλλος και ο αυθορμητισμός οδηγούν στην μέθη και στην ηδονή. Οδηγούν τον ευγενικό άνδρα στα πιο επικίνδυνα παραστρατήματα. Τον παρασέρνουν ν'απορρίψει και την ίδια του την όμορφη σοβαρότητα και τον ρίχνουν στον γκρεμό.
Εμάς τους ποιητές μας ρίχνουν στον γκρεμό.
Γιατί δεν μπορούμε να πετάξουμε ψηλά.
Μόνο στα χαμηλά μπορούμε να πεταρίζουμε.
Αυτό είναι το δίλημμα, δίχως επιλογή, του Καλλιτέχνη. Βαρύ, μολυβένιο ασήκωτο φορτίο. Όπως το δίστιχο του Μπωντλαίρ που χορεύει και γελά σαρδόνια ανέκαθεν μπροστά τους. Απεικόνιση της ίδιας της αβύσσου τους:
Να υποφέρεις αιώνια. Ή να αποφεύγεις αιώνια το ωραίο.
Πηγή:http://philipposphilios.com  
Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.