Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

4.2.16

ΘΩΜΑΣ Ο ΑΚΙΝΑΤΗΣ χάρη στην κ. Μαρία Ευθυμίου

Στο δεύτερο μισό του Μεσαίωνα συνέβη κάτι που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία. Άρχισε να γίνεται αισθητή η επιρροή των Αράβων στην Ισπανία. Οι Άραβες είχαν διασώσει μέσα απ’ όλο το Μεσαίωνα τα έργα του Αριστοτέλη. Από το 1200 περίπου και μετά, Άραβες σοφοί ήρθαν στη Βόρεια Ιταλία μετά από πρόσκληση των εκεί ηγεμόνων. Κατ’ αυτό τον τρόπο, έγιναν γνωστά πολλά από τα έργα του Αριστοτέλη και μεταφράστηκαν στα λατινικά από τα ελληνικά και τα αραβικά. Κι αυτό, με τη σειρά του, γέννησε ένα νέο ενδιαφέρον για τη μελέτη της φύσης και των φυσικών φαινομένων.
H σχέση της χριστιανικής αποκάλυψης με την ελληνική φιλοσοφία απασχόλησε και πάλι τους μορφωμένους. Στα επιστημονικά θέματα, κανείς πια δε διενοείτο ν’ αγνοήσει τον Αριστοτέλη. Πότε, όμως, έπρεπε κανείς ν’ ακούσει το "φιλόσοφο" και πότε να στηριχτεί αποκλειστικά στη Βίβλο;

 Ο μεγαλύτερος και σπουδαιότερος φιλόσοφος του δευτέρου μισού του Μεσαίωνα ήταν ο Θωμάς ο Ακινάτης, που έζησε από το 1225 ως το 1274. Είχε γεννηθεί στη μικρή πόλη Άκινο, ανάμεσα στη Ρώμη και στη Νάπολη, έζησε όμως και εργάστηκε ως καθηγητής στο Παρίσι. Ήταν φιλόσοφος και θεολόγος. Την εποχή εκείνη, εξάλλου, η φιλοσοφία κι η θεολογία ήταν ένα και το αυτό.
Υπήρξε ο σημαντικότερος υποστηρικτής της φυσικής θεολογίας και ο πατέρας της Θομιστικής σχολής φιλοσοφίας και θεολογίας, η οποία αποτέλεσε για καιρό την κύρια φιλοσοφική προσέγγιση της Καθολικής Εκκλησίας. Η επιρροή του στη δυτική σκέψη είναι σημαντική, και μεγάλο μέρος της μοντέρνας φιλοσοφίας παρουσιάζεται ως αντίδραση κατά, ή υποστήριξη των ιδεών του, ιδιαίτερα στους τομείς της ηθικής, του φυσικού νόμου και της πολιτικής θεωρίας.
Ο Ακινάτης θεωρείται στην Καθολική Εκκλησία ως ο αρχετυπικός δάσκαλος για αυτούς που μελετούν για το χρίσμα της ιεροσύνης. Τα γνωστότερα έργα του είναι το Summa Theologica και το Summa Contra Gentiles. Είναι ένας από τους 33 Διδασκάλους της Εκκλησίας και θεωρείται από πολλούς Καθολικούς ως ο μεγαλύτερος θεολόγος της Εκκλησίας και ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους όλων των εποχών.
Το σπουδαιότερο που έκανε ο Θωμάς ο Ακινάτης ήταν ότι "εκχριστιάνισε" τον Αριστοτέλη, όπως ακριβώς ο Αυγουστίνος είχε εκχριστιανίσει τον Πλάτωνα, στις αρχές του Μεσαίωνα.
Τι εννοούμε όμως σαν "εκχριστιανισμό" των δυο μεγάλων Ελλήνων φιλοσόφων;
Εννοούμε ότι το έργο τους ερμηνεύτηκε με τέτοιο τρόπο, ώστε πλέον δεν αποτελούσε απειλή για τη χριστιανική διδασκαλία. Λένε ότι ο Θωμάς ο Ακινάτης "έπιασε τον ταύρο από τα κέρατα".
Ο Θωμάς ο Ακινάτης ανήκε στους ανθρώπους εκείνους που ήθελαν να συνταιριάσουν τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη με το χριστιανισμό. Θεωρούσε ότι πέτυχε τη μεγαλύτερη και δυσκολότερη σύνθεση ανάμεσα στην πίστη και στη γνώση. Και τα κατάφερε, επειδή μπήκε μέσα στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη και την έπιασε κατά λέξη.
Ο Θωμάς ο Ακινάτης δεν πίστευε ότι υπήρχε κάποια αγεφύρωτη αντίφαση ανάμεσα σ’ αυτά που μας λέει η λογική μας και η φιλοσοφία από τη μια, και σ’ αυτά που μας λέει η χριστιανική αποκάλυψη κι η πίστη από την άλλη. Πολύ συχνά, χριστιανισμός και φιλοσοφία λένε το ίδιο πράγμα. Μπορούμε, επομένως, να καταλήξουμε με τη λογική μας στις ίδιες αλήθειες, τις οποίες μας αποκάλυψε η Βίβλος.
Πώς μπορεί όμως η λογική να μας διηγηθεί τη δημιουργία του κόσμου από το Θεό μέσα σ’ έξι μέρες; Πώς μπορεί η λογική μας να μας αποδείξει ότι ο Ιησούς ήταν Υιός του Θεού;
Βεβαίως τέτοιου είδους "αλήθειες της πίστης", μόνο με τη βοήθεια της πίστης και της χριστιανικής αποκάλυψης μπορούμε να τις γνωρίσουμε. O Θωμάς, όμως, έλεγε ότι υπάρχουν και ορισμένες "φυσικές θεολογικές αλήθειες". Και εννοούσε ακριβώς εκείνες, στις οποίες μπορούμε να φτάσουμε και με τη βοήθεια της λογικής μας και με τη βοήθεια της πίστης μας. Μια τέτοια αλήθεια είναι, για παράδειγμα, το ότι υπάρχει Θεός.
O Θωμάς, λοιπόν, πίστευε ότι υπάρχουν δυο δρόμοι που οδηγούν στο Θεό. O ένας δρόμος περνάει από την πίστη. Γιατί δεν είναι δύσκολο να χαθεί κανείς, όταν στηρίζεται αποκλειστικά στη λογική του και δείχνει υπερβολική εμπιστοσύνη στο ανθρώπινο μυαλό. O Θωμάς, πάντως, ενδιαφέρεται ν’ αποδείξει ότι δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ της χριστιανικής διδασκαλίας και φιλοσόφων όπως ο Αριστοτέλης.
Ο Θωμάς ο Ακινάτης έλεγε ότι υπάρχει μία και μόνη αλήθεια. Όταν ο Αριστοτέλης λέει κάτι που κι εμείς, με τη λογική μας, βρίσκουμε σωστό, τότε αυτό δεν έρχεται σε αντίθεση με τη χριστιανική διδασκαλία. Ένα μέρος της αλήθειας μπορούμε, επομένως, να το γνωρίσουμε με τη βοήθεια της λογικής και της παρατήρησης – και για τέτοιες αλήθειες μιλά, για παράδειγμα, ο Αριστοτέλης, όταν περιγράφει το φυτικό και το ζωικό βασίλειο. Ένα δεύτερο μέρος της αλήθειας μάς αποκάλυψε ο Θεός με τη Βίβλο. Αλλά τα δυο αυτά μέρη της αλήθειας συναντιούνται και καλύπτονται σε πολλά και σημαντικά σημεία.
Υπάρχουν ερωτήματα στα οποία η Βίβλος και η λογική μάς δίνουν την ίδια απάντηση, όπως για την ύπαρξη του Θεού, ας πούμε. H φιλοσοφία του Αριστοτέλη ξεκινούσε, επίσης, από την προϋπόθεση ότι υπάρχει Θεός – ή μια πρώτη, αρχική αιτία που κινητοποιεί τα πάντα μέσα στη φύση. O Αριστοτέλης, όμως, δεν περιγράφει με περισσότερες λεπτομέρειες το Θεό. Γι αυτό, πρέπει να ζητήσουμε τη βοήθεια της Βίβλου και της χριστιανικής διδασκαλίας, έλεγε ο Ακινάτης.
Με τη λογική, πολλοί φιλόσοφοι διαπιστώνουν ότι όλα προέρχονται από μια "πρώτη, αρχική αιτία". O Θεός, έλεγε ο Θωμάς, αποκαλύφθηκε στους ανθρώπους και μέσω της Βίβλου και μέσω της λογικής. Υπάρχει, λοιπόν, και "αποκαλυπτική" και "λογική ή φυσική θεολογία.
Το ίδιο ισχύει και στο χώρο της Ηθικής. Στη Βίβλο, βρίσκουμε οδηγίες και συμβουλές για το πώς πρέπει να ζούμε. O Θεός, όμως, μας έχει εφοδιάσει και με συνείδηση, που μας δίνει τη δυνατότητα να διακρίνουμε με τη λογική μας το Καλό από το Κακό. ‘Άρα, "δυο δρόμοι" οδηγούν και στην ηθική ζωή. Ξέρουμε ότι δεν πρέπει να βλάπτουμε και να βασανίζουμε τους άλλους ανθρώπους, έστω κι αν δεν έχουμε διαβάσει ποτέ τη Βίβλο (που λέει ότι πρέπει να φερόμαστε στον πλησίον μας όπως θέλουμε να μας φέρεται κι αυτός). Αλλά κι εδώ, ο δρόμος της Βίβλου είναι πιο σίγουρος, πιο ασφαλής.
Τέλος, ο Θωμάς ο Ακινάτης αποδέχτηκε τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη σ’ όλους τους τομείς που δε συγκρούονταν με τη θεολογία της Εκκλησίας. Αυτό ισχύει για τη Λογική του, για τη θεωρία περί της Αντίληψης και τη φυσική φιλοσοφία του. Στα έργα του Αριστοτέλη υπήρχε μια σκάλα, που ξεκινούσε από τα φυτά και τα ζώα και τέλειωνε στον άνθρωπο. Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι η σκάλα αυτή είναι μια απόδειξη της ύπαρξης του Θεού, ο οποίος Θεός είναι η ανώτατη βαθμίδα ζωής.
Το σχήμα αυτό προσαρμόστηκε πολύ εύκολα στη χριστιανική θεολογία. O Θωμάς πιστεύει σε μια κλιμακούμενη ύπαρξη, που ξεκινάει από τα φυτά και τα ζώα, συνεχίζει στον άνθρωπο, περνάει στους αγγέλους και καταλήγει στο Θεό. O άνθρωπος έχει σώμα κι αισθητήρια όργανα, σαν τα ζώα. Έχει, όμως, και τη λογική "που σκέφτεται". Οι άγγελοι δεν έχουν ούτε σώμα ούτε αισθητήρια όργανα, έχουν, όμως, μια άμεση και στιγμιαία εξυπνάδα. Δε χρειάζεται να "σκεφτούν" κάτι, σαν τους ανθρώπους, δεν έχουν ανάγκη να συλλογιστούν και να καταλήξουν σε συμπεράσματα. Ξέρουν όλα όσα μπορεί να μάθει ο άνθρωπος, χωρίς να πρέπει να φτάσουν σ’ αυτές τις γνώσεις βήμα βήμα. Κι επειδή οι άγγελοι δεν έχουν σώμα, δεν πεθαίνουν ποτέ. Δεν είναι, βέβαια, αιώνιοι, σαν το Θεό, γιατί κι αυτοί πλάστηκαν κάποτε από το Θεό, αλλά δεν έχουν σώμα, από το οποίο θα μπορούσαν κάποτε να χωριστούν. Επομένως, δεν πεθαίνουν. Αλλά πάνω κι από τους αγγέλους, βρίσκεται ο θρόνος του Θεού.
Δυστυχώς, ο Θωμάς πήρε από τον Αριστοτέλη και τη γνώμη που είχε ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος για τις γυναίκες. Ο Αριστοτέλης θεωρούσε τις γυναίκες ένα είδος ατελούς άντρα. Πίστευε ακόμα πως τα παιδιά κληρονομούσαν μονάχα τις ιδιότητες του πατέρα, γιατί η γυναίκα είναι δεκτική και παθητική, ενώ ο άντρας δοτικός και ενεργητικός. Αυτές οι σκέψεις συμφωνούσαν απόλυτα με τη Βίβλο, κατά τη γνώμη του Θωμά, – εκεί που λέει, για παράδειγμα, ότι η Εύα πλάστηκε από το πλευρό του Αδάμ.
Θα πρέπει ακόμα να προσθέσουμε πως ο Θωμάς θεωρούσε τη γυναίκα κατώτερη από τον άντρα, μόνο ως πλάσμα της φύσης, ως σώμα. Ως ψυχή, αντίθετα, είχε γι’ αυτόν την ίδια αξία με τον άντρα. Στον ουρανό, υπάρχει ισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα, επειδή απλούστατα δεν υπάρχουν διαφορές, δεν υπάρχουν φύλα.
Γνωμικά του Θωμά Ακινάτη
Για αυτόν που έχει πίστη, καμιά εξήγηση δεν είναι αναγκαία. Για αυτόν που δεν έχει πίστη, καμιά εξήγηση δεν είναι δυνατή.
Τα πράγματα που αγαπάμε μας λένε ποιοι είμαστε. Μπορούμε να ελαφρύνουμε τη θλίψη με έναν καλό ύπνο, ένα μπάνιο κι ένα ποτήρι κρασί. Το Καλό μπορεί να υπάρξει χωρίς το Κακό, ενώ το Κακό δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το Καλό. Αν ο υπέρτατος σκοπός του καπετάνιου ήταν να γλυτώσει το πλοίο του, θα το κρατούσε για πάντα στο λιμάνι. Να φυλάγεσαι από τον άνθρωπο του ενός βιβλίου. Lex malla, lex nulla (μτφρ: ο κακός νόμος, δεν είναι καθόλου νόμος)
Αποσπάσματα από τον Κόσμο της Σοφίας – Wikipedia

ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΙΠΠΩΝΟΣ χάρη στην κ. Μαρία Ευθυμίου

Αυγουστίνος Ιππώνος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γεννήθηκε στην Ταγάστη της Νουμιδίας της Αφρικής, το σημερινό Σουκ Αράς της Αλγερίας, μικρή ορεινή επαρχιακή πόλη. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος της Αγίας Μόνικας - όνομα Βερβέρικο - και του Πατρικίου, Ρωμαίου πολίτη ειδωλολάτρη ως προς τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Ο πατέρας του βαφτίστηκε χριστιανός λίγο πριν πεθάνει.
Την πρώτη μόρφωσή του την έλαβε στην Ταγκάστα και ήταν λατινική αποκλειστικά, τα Μάδαυρα και εν συνεχεία σπούδασε ρητορική στην Καρχηδόνα, ακολουθώντας τις πατρικές επιθυμίες για ρητορικές σπουδές. Όταν πέθανε ο πατέρας του διέκοψε τις σπουδές του και επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Ένας όμως συντοπίτης του, ο Ρωμανιανός θέλησε να τον ενισχύσει οικονομικά για να συνεχίσει τις σπουδές του. Σε αυτόν θα αφιερώσει αργότερα το πρώτο του σύγγραμμα ο Αυγουστίνος.
Ο Ιερός Αυγουστίνος σε μικρή ηλικία ακολούθησε το φιλοσοφικό ρεύμα του Ορτενσίου του Μάρκου Τύλλιου Κικέρωνος. Εν συνεχεία εντάσσεται στο ρεύμα του Μανιχαϊσμού που ήταν σε ιδιαίτερη έξαρση τον 4ο αιώνα και παραμένει ακόλουθός του για 7 έτη. Σε ηλικία δεκαέξι ετών γνωρίζεται και με μία χριστιανή με την οποία ζει εκτός γάμου για δεκαπέντε χρόνια και αποκτά μαζί της έναν γιο, τον Αδεοδάτο. Θα την εγκαταλείψει μετά από σχετική προτροπή της μητέρας του, αργότερα στο Μιλάνο επειδή τον εμπόδιζε στην σταδιοδρομία του. Στο ίδιο διάστημα δρα ως διδάσκαλος της ρητορικής στην Ταγκάστα και την Καρχηδόνα. Το 383 μεταβαίνει στη Ρώμη, οπου και συνεχίζει το διδακτικό του έργο. Στη Ρώμη και μετά από έντονη εσωτερική αναζήτηση, καθώς πλέον και η διδασκαλία του Μανιχαϊσμού δεν κάλυπτε τις πνευματικές ανησυχίες και αναζητήσεις του, θέλγεται από τη διδασκαλία του Αμβροσίου επισκόπου Μεδιολάνων και σε συνδυασμό με την έντονη ενασχόλησή του με τον Πλάτωνα προσέρχεται στο χριστιανισμό.
Το 387 βαπτίζεται Χριστιανός από τον Αμβρόσιο. Το 391 χειροτονείται ιερέας αφού ήδη από το 388 έχει επιστρέψει στην Βόρειο Αφρική. Το 395 εκλέγεται επίσκοπος Βασιλικού Ιππώνος (Hippo Regio), της Νουμιδίας. Εκεί θα ξεχωρίσει για την ποιμαντική του δραστηριότητα αλλά και την έντονη αντι-αιρετική του δράση.
Το τέλος της ζωής του ήλθε στις 28 Αυγούστου 430 κατα την διάρκεια της πολιορκίας της Ιππώνος από τους Βανδάλους, όταν προσεβλήθη από υψηλό πυρετό.[3] Η θεολογία του Αυγουστίνου

Πίστη και λόγος Η πίστη και ο λόγος συνυπάρχουν με την διαφορά πως η πρώτη προηγείται χρονικά του δεύτερου. Και η μία προϋποθέτει την άλλη. Η πίστη και ειδικότερα η χριστιανική, αποσκοπεί ιδιαιτέρως στο να δείξει πως υπάρχουν και πράγματα που δεν είναι ορατά όπως υπάρχουν και τα ορατά. Η πίστη βασίζεται στην Αγία Γραφή η αυθεντικότητα της οποίας στηρίζεται στην ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Όσα περιέχονται σε αυτήν είναι προσλήψιμα δια της πίστεως κι όχι μόνο μέσω του νου. [4]Ανθρωπολογία και κοσμολογία Στον Θεό δεν διακρίνει ουσία και άκτιστες ενέργειες. Στον νου του αμετάβλητου Θεού υπάρχουν ιδέες, ο κόσμος των νοερών, και βάσει αυτών εν χρόνω δημιουργούνται τα πράγματα και ο άνθρωπος , ο Αδάμ. Ένεκα των ουσιοκρατικών αντιλήψεών του υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ΄εικόνα όλης της Τριάδος κι όχι μόνο του Υιού, διότι τότε τα τρία πρόσωπα θα ήταν ανόμοια ως προς την ουσία τους.

Ο άνθρωπος προικίζεται με ελεύθερη βούληση και μπορούσε να μην αμαρτήσει.[5]
Ο άνθρωπος είναι σύνθετος, αποτελούμενος από σώμα και ψυχή:η δεύτερη διαφέρει του πρώτου καθώς είνα άυλη, απλή, νοερή ουσία και αθάνατη. Απορρίπτει την προΰπαρξη της ψυχής και ισχυρίζεται πως γεννήθηκε μαζί με τη γέννηση του σώματος που την φέρει. Διακρίνεται σε δύο μέρη: το κατώτερο που είναι η αισθητική ψυχή, και το ανώτερο που είναι η νοητική ψυχή. Στην αισθητική ψυχή αντιστοιχούν οι γνώσεις δια των αισθήσεων,η ηδονή και η λύπη. Στη νοητική ψυχή ανήκουν η μνήμη,η νόηση και η βούληση. Από τα τρία αυτά πιο σημαντικό για τον Αυγουστίνο είναι η βούληση, κυριότερο χαρακτηριστικό της οποίας είναι η ελευθερία.[6]
Ο κόσμος παρουσιάζεται στη σκέψη του Αυγουστίνου, ιεραρχημένος κατά τρόπο πλατωνικό. Ό,τι αγαθότερο και αξιολογότερο βρίσκεται πιο ψηλά. Κι ο Θεός βρίσκεται στην κορυφή, όπως και το πλατωνικό αγαθό. Σε πιο χαμηλή θέση βρίσκονται τα φυσικά αντικείμενα, οι ανθρώπινες ψυχές ενδιάμεσα,οι ψυχές των αμαρτωλών χαμηλότερα από εκείνες των εναρέτων ανθρώπων. Η αξιολογική ιεράρχηση είναι μια ιεραρχία πραγματικότητας. Όσο πιο χαμηλά βρίσκεται κάτι τόσο πιο κοντά στο μηδέν βρίσκεται χωρίς να είναι ολοκληρωτικά μηδέν. Υπάρχουν κατά τρόπο μεταβλητό. Η αντίληψη αυτή της αλλαγής και μεταβολής είναι δάνεια, αριστοτελική. Μια άλλη παράμετρος αυτής της ιεράρχησης είναι και η συνθετότητα των δημιουργημάτων. Μόνο ο Θεός είναι αμετάβλητος και ασύνθετος.[7] Το καλό και το κακό Με την ιεράρχηση του είναι συνδέεται και η ιεράρχηση του αγαθού: δεν υπάρχει τίποτα που να μην έχει κάποιο ποσοστό αγαθότητας. Ερχόμενος σε πλήρη διαφωνία με τον μανιχαϊσμό δεν δέχεται καμία απόλυτη ύπαρξη στο κακό. Επίσης δεν δέχεται και την μίξη καλού και κακού. Στην πραγματικότητα πρόκειται για βαθμίδες αγαθότητας. Το κακό συνδέεται με το ιεραρχημένο σύστημα του Αυγουστίνου και κατά έναν άλλο τρόπο: τα ανώτερα πράγματα πρέπει να άρχουν των κατώτερων πραγμάτων. Αυτή είναι η τάξη και η δίκαιη κατανομή. Αν ισχύει το αντίστροφο, δηλαδή τα κατώτερα εξουσιάζουν τα ανώτερα, τότε έχουμε το κακό, δηλαδή μια αντεστραμμένη ταξινόμηση.[8] Η πτώση του ανθρώπου Η ελεύθερη βούληση προϋποθέτει την δυνατότητα επιλογής του καλού και του κακού και κατανοείται ως έφεση - επιθυμία έντονη(concupiscentia) που μπορεί να στραφεί προς το καλό και προς το κακό. Η προς το κακό έφεση επιθυμία έγινε η αιτία της πτώσης και συνιστά το προπατορικό αμάρτημα. Έτσι ο άνθρωπος δεν μπορεί να μην αμαρτήσει είναι μάζα καταδικασμένη και άρα μάζα απωλείας.[9]
Το προπατορικό αμάρτημα διαποτίζει όλο το ανθρώπινο γένος όχι λόγω μίμησης αλλά κληρονομικότητας επειδή στο είναι του Αδάμ ενυπήρξαμε όλοι ως ένας άνθρωπος. Αν και αγέννητοι ακόμα είμαστε μέσα στο σπέρμα από το οποίο προήλθαμε. Το σπέρμα ήταν διεφθαρμένο από την αμαρτία. Η Τριαδολογία του Αυγουστίνου Ο Τριαδικός Θεός είναι απλός και άτρεπτος, και είναι απλός επειδή ταυτίζεται το έχειν με το είναι του. Αντίθετα ο κτιστός κόσμος είναι τρεπτός και σύνθετος και μπορεί να χάσει ότι έχει. Υπάρχει χαώδης διαφορά ανάμεσα στον Θεό και τον κόσμο, κι ο άνθρωπος δεν γνωρίζει επί της ουσίας τον Θεό. Το χάσμα αυτό όμως δεν είναι και αγεφύρωτο επειδή υπάρχει ένας μεσίτης ο Υιός του Θεού [10] Ο Τριαδικός θεός είναι συγχρόνως ενότητα και διάκριση των θείων προσώπων. Η ενότητα ξεκινά από την κοινή θεία ουσία και φύση και επεκτείνεται και στην κοινή θέληση, πράξη ή ενέργεια. Μέχρις εδώ ο Αυγουστίνος ακολουθεί την σκέψη των Καππαδοκών πατέρων, την οποία γνωρίζει έμμεσα μόνο, αφού αγνοεί την ελληνική γλώσσα, δια μέσου άλλων θεολόγων που την γνωρίζουν όπως ο Ιλάριος Πικταβίου και ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων. [11]
Ο Αυγουστίνος επιχειρεί να περιγράψει τις ενδοτριαδικές σχέσεις με εικόνες ειλημμένες από τις λειτουργίες της ανθρώπινης ψυχής: όπως είμαστε ,λέει, μια αδιαίρετη ενότητα, αλλά αποτελούμαστε από ''μνήμη'', ''νου'' και ''θέληση'' έτσι συμβαίνει και με τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.
Αποκλίνει από την Καππαδοκική θεολογία κατά το ό,τι δίνει έμφαση στη ενότητα του τριαδικού Θεού παρά στις υποστατικές διακρίσεις, εκκινώντας από την ''φύση'' ή '' ουσία'' του Θεού κι όχι από τα ''Πρόσωπα''. Αντίθετα οι Καππαδόκες εκκινούν από τα ''Πρόσωπα'' και στη συνέχεια επιχειρούν κατά το δυνατόν να μιλήσουν για τη θεία φύση.
Ο Αυγουστίνος αναπτύσσει την περί σχέσεων θεολογία του για να απαντήσει στον Αρειανισμό, ο οποίος θεωρούσε πως στον Θεό δεν υπάρχει συμβεβηκός, δηλαδή αλλαγή ή ποιότητα, κάτι που συνεπαγόταν πως ο Υιός ήταν ετερούσιος. Ο Αυγουστίνος απαντούσε πως, η μεταξύ του Υιού και του Πατρός σχέση είναι σχέση ουσίας. Και οι δύο είναι ομοούσιοι.
Ένα μειονέκτημα της θεολογίας του ήταν η ανυπαρξία στην λατινική γλώσσα όρων επαρκών να αποδώσουν της θεολογικές έννοιες. Έτσι για τον όρο ''Υπόστασις'' χρησιμοποιεί τον όρο ''Πρόσωπο'' και αποδίδει στην λατινική τον όρο ''Υπόστασις'' ως substantia, ο οποίος χρησιμοποιείται για να αποδοθεί η ουσία και το θείο είναι. [12]
Ανεξάρτητα από αυτό ο λόγος που ο Αυγουστίνος δεν αναπτύσσει εκτενώς μία τριαδική θεολογία έχει να κάνει με το ενδεχόμενο να οδηγηθεί στην παραδοχή τριών θεοτήτων ή μιας τριπλής θεότητας. [13]
Η περί των σχέσεων των τριών προσώπων της θεότητας θεολογία του έχει αριστοτελική φιλοσοφική ρίζα[14] Μυστικισμός Λόγω των πλουσιότατων περιγραφών των πνευματικών του καταστάσεων θεωρήθηκε και θεωρείται μυστικός συγγραφέας. Δεν έγραψε κάποιο συγκεκριμένο βιβλίο πάνω στον μυστικισμό. Απουσιάζει μια συστηματική μυστική διδασκαλία. Σπάνια περιγράφει στάδια καθάρσεως και πνευματικών αναβάσεων, ελάχιστα μιλάει για τρόπους και διαδικασίες ψυχοσωματικής ασκήσεως. Κατά κύριο λόγο εκθέτει ό,τι αισθάνεται ως μεταστραφείς και εν μετανοία ζων χριστιανός όχι ότι βιώνουν οι μυστικοί θεολόγοι. [15] Αντίθετα ,άλλοι ερευνητές θεωρούν πως ο μυστικός χαρακτήρας της Αυγουστίνειας σκέψης και προσωπικότητας φαίνεται από τον αποφατικό τρόπο αναφοράς του στο θείο, από την περιγραφή μυστηριακών εμπειριών στα Απομνημονεύματά του, που δεν είναι οράματα αλλά «καταληπτές αισθήσεις - λάμψεις πνευματικού φωτός» [16] Ο Χρήστος Νάσιος καταδεικνύει τον μυστικισμό του Αυγουστίνου στηριζόμενος και στο ότι ο Αυγουστίνος αναφέρεται στα επτά στάδια ανάβασης της ψυχής. Αυτή ολοκληρώνεται όταν στο έκτο στάδιο συντελεσθεί η ηθική κάθαρση της ψυχής και τότε, αφού φωτιστεί από το θείο φως, ανεβαίνει στο έβδομο και τελευταίο στάδιο για να απολαύσει τη θεία Σοφία. [17]Την άνοδο της ψυχής μέχρι την είσοδο της θείας οικίας περιγράφει και στην ερμηνεία του στον 41ο Ψαλμό. Ωστόσο η ψυχή επειδή είναι ακόμη δεμένη με το σώμα δεν μπορεί να εισέλθει πλήρως στον οίκο του Θεού [18] Αιτίες για τη δυσκολία κατανόησης του Αυγουστίνου Σύμφωνα με τον πατρολόγο Στυλιανό Παπαδόπουλο είναι οι εξής:
1. Η έκταση και η ποικιλία των θεμάτων του[19]
2. Η προοδευτική αλλά ελλιπής γνώση και αφομοίωση της εκκλησιαστικής παράδοσης
3. Οι αναλύσεις του είναι θεολογικά ασύμβατες με την παράδοση
4. Η αδυναμία παρακολούθησης της προηγμένης θεολογίας της Ανατολικής Εκκλησίας και των Καππαδοκών
5. Η απουσία ενιαίας δομής στην σκέψη του
6. Η ποικιλία εκφραστικών μέσων λογοτεχνική, εξομολογητική, αυθόρμητη, θεολογική κι άλλοτε σχολαστικίζουσα φιλοσοφική[20] Η πολιτική φιλοσοφία του Ο Αυγουστίνος δεν καταπιάστηκε συστηματικά με τη φιλοσοφία των σχέσεων ΄΄Εκκλησίας΄΄ - ΄΄Πολιτείας΄. Οι απόψεις του όμως αποτέλεσαν βασικό στοιχείο της χριστιανικής σκέψης για τις σχέσεις των δύο θεσμών. Στο έργο του Η Πολιτεία του Θεού, ο άνθρωπος είναι πολίτης δύο πόλεων, της πόλης όπου γεννήθηκε και της πόλης του Θεού κι αυτό επειδή ο άνθρωπος είναι διφυής, αποτελούμενος από σώμα και πνεύμα. Οι δύο αυτές κοινωνίες διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τη φύση, την προέλευση και το σκοπό τους. Έτσι έχουμε το Ουράνιο κράτος του Θεού και το επίγειο κράτος του Σατανά. Και τα δύο ανάγονται στην εποχή που ακόμα ο άνθρωπος δεν υπήρχε. Η πρώτη θεμελιώθηκε από τους αγγέλους και η δεύτερη, η επίγεια, από τους αποστάτες και τιμωρημένους αγγέλους.
Η επίγεια πόλη και η πόλη του Θεού δεν έπρεπε να ταυτιστούν με υφιστάμενους ανθρώπινους θεσμούς: με την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και εξουσία και με την Εκκλησιαστικές δομές εκείνης της περιόδου.[21] Οι δύο πόλεις δεν ήταν αισθητά χωρισμένες, σε όλη την επίγεια ζωή, αλλά ανακατεμένες και θα χωρίζονταν μόνο στη Δευτέρα παρουσία. [22]
Σύμφωνα με την τάξη πραγμάτων της εποχής του, το κράτος έπρεπε να είναι ένα χριστιανικό κράτος, να εξυπηρετεί τη χριστιανική κοινότητα και να συμβάλει στην ανθρώπινη σωτηρία διατηρώντας την αγνότητα της πίστης. [23]
Μια τέτοια άποψη ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με εκείνη των ειδωλολατρών διανοουμένων, όπως του Κικέρωνα, οι οποίοι ισχυρίζονταν πως σκοπός μιας οργανωμένης κοινοπολιτείας ήταν η απονομή δικαιοσύνης. Μα αυτό ακριβώς δεν μπορούσε να το κάνει μια ειδωλολατρική κοινότητα, έλεγε ο Αυγουστίνος. Ένα κράτος είναι δίκαιο μόνο αν είναι χριστιανικό τελικά. [24] Η φιλοσοφία της ιστορίας του Αυγουστίνου Ο Αυγουστίνος επιχειρεί με το έργο του να απαντήσει στις μομφές των ειδωλολατρών διανοουμένων κατά των Χριστιανών ότι ο Χριστιανισμός ήταν η κύρια αιτία για τις καταστροφές που είχαν επιφέρει οι βάρβαροι με τις επιδρομές τους στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Συγκεκριμένα ο νεοπλατωνιστής Πορφύριος ισχυριζόταν πως η ίδια η ιστορική εμπειρία δεν επιβεβαίωνε την διακηρυγμένη από τους Χριστιανούς οικουμενική οδό σωτηρίας[25] Ταυτόχρονα όμως και οι Χριστιανοί είχαν ανάλογες απορίες: πως συμβιβάζεται μια σοφή από το θεό διακυβέρνηση της ιστορίας με αυτές τις καταστροφές; Ο Αυγουστίνος έρχεται να απαντήσει με το έργο του ''Πολιτεία του Θεού''. Καταρχήν ισχυρίζεται, πως οι σύγχρονες τους καταστροφές δεν είναι κάτι το εξαιρετικό και ασυνήθιστο αλλά και στο παρελθόν είχαν συμβεί πιο μεγάλες συμφορές. Επίσης, μέτρο και κριτήριο της ευημερίας δεν είναι οι υλική ευμάρεια και οι δόξες, οπότε η έκλειψη τους ή η κάμψη τους να συνιστά κι απόδειξη παρακμής της εποχής τους.
Κλειδί για την σωστή ανάγνωση και ερμηνεία της ιστορίας είναι η παράλληλη ύπαρξη δύο πολιτειών που διαφέρουν μεταξύ τους ριζικά: πρόκειται για την Ουράνια Πολιτεία του Θεού και την επίγεια του Σατανά. Η πλειοψηφία των ανθρώπων ανήκει στην δεύτερη, ενώ μια μειονότητα στην πρώτη. Αυτή η μειονότητα προσωρινά μόνο-ως πάροικοι-ζει στην επίγεια. Αναπόφευκτος προορισμός της δεύτερης αυτής πολιτείας είναι η καταστροφή και ο θάνατος. Κι αυτό γιατί είναι πλήρης αμαρτιών, διαφθοράς και ηθικής παρακμής. Οι βάρβαροι εισβολείς δεν είναι κάτι το ασύνηθες, αλλά απότοκο αυτής του ηθικού κλίματος που επικρατεί σε αυτήν, έρχονται ως τιμωροί. Όσο δε για τους Χριστιανούς αναγνώστες του έργου του, σε αυτούς απαντούσε, πως οι συμφορές δεν τους αφορούν επειδή δεν ανήκουν σε αυτήν την Civitas Terenna αλλά στην Civitas Dei. [26]
Έτσι ο ιστορικός χρόνος χαρακτηρίζεται από μια αμφισθένεια.[27] Οι αισθητικές αντιλήψεις του Αυγουστίνου Είναι πολύ δύσκολο να συνθέσουμε μια συστηματική θεωρία του Αυγουστίνου για την τέχνη και το ωραίο, επειδή οι αναφορές είναι διάσπαρτες στα έργα του και τα ενδιαφέροντά του επικεντρώνονταν στην επεξεργασία ενός θεολογικού συστήματος και στην υπεράσπιση της χριστιανικής διδασκαλίας από τους ειδωλολάτρες λογίους . Ο ίδιος στα απομνημονεύματά του μας πληροφορεί πως πριν μεταστραφεί στον Χριστιανισμό είχε συντάξει μια πραγματεία με τίτλο ''De Pulchro et Apto'' (Περί του Ωραίου και του ταιριαστού), η οποία όμως χάθηκε. Οι αναφορές του σε αυτή είναι αρκετά περιορισμένες, πάντως σε αυτήν έκανε διάκριση ανάμεσα σε ό,τι είναι ωραίο καθεαυτό και σε ό,τι είναι ωραίο επειδή εφαρμόζει σε κάτι άλλο. Ο Αυγουστίνος θεωρεί την ομορφιά ως ιδιότητα ετερογενών συνόλων: γι αυτήν την ''συμφωνία των μερών'' μιλά στα έργα του ''De ordine'' (Περί τάξεως), ''De musica'' (Περί μουσικής), ''De vera religione'' (Περί της αληθούς θρησκείας''). Οι έννοιες της ενότητας, της ισότητας, της αναλογίας της τάξης και του αριθμού είναι κεντρικές για την αισθητική θεωρία του Αυγουστίνου. Το ωραίο πηγάζει από την ενότητα, την αναλογία την τάξη. Η ενότητα ποικίλει ως προς το βαθμό της , αφού όλα τα όντα δεν έχουν τον ίδιο βαθμό ενότητας. Ενοποίηση έχουμε όταν δεν υπάρχει ανομοιομορφία εσωτερική. Τα σύνθετα πράγματα συνιστούν ολότητες όταν είναι αρμονικά και σύμμετρα και είναι αρμονικά και σύμμετρα όταν τα μέρη τους ομοιάζουν μεταξύ τους. Επίσης η ανισότητα ή η ισότητα των πραγμάτων οδηγεί στην αναλογία, το μέτρο, και τον αριθμό. Ο αριθμός έχει μια θεμελιώδη σημασία για την τάξη, αντίληψη που την πήρε από τον Πλατωνικό Τίμαιο, όπου αναπτύσσεται η άποψη πως τα αντικείμενα έχουν αριθμητικές ιδιότητες και βάσει αυτών μετέχουν των ενυπαρχουσών στον Θείο νου Μορφών.
Αφού η τάξη οδηγεί στον αριθμό και στη συνοχή, έχει έλλογο χαρακτήρα. Για να γνωσθεί η τάξη προϋποτίθεται η λογικότητα, όπως και για την ηδονή που γεννά αυτή η γνώση της τάξης προϋποτίθεται η λογικότητα. Με βάση αυτή την αρχή, της λογικότητας, διακρίνει τις ηδονές, σε ανώτερες και κατώτερες: οι πρώτες συνδέονται με τις αισθήσεις που αντιλαμβάνονται την τάξη και είναι η οπτική και η ακουστική και οι δεύτερες που δεν εντοπίζουν τάξη αλλά ποιότητες όπως η γεύση και η όσφρηση.
Η αισθητική εμπειρία στην ανώτατη μορφή της απολήγει στη θρησκευτική σοφία.
Η ωραιότητα δεν είναι κάτι έξωθεν, αφού η ενότητα ως βάση του ωραίου, είναι και βάση του ''Είναι'', άρα τα πράγματα είναι ωραία στο βαθμό που υπάρχουν πραγματικά . Η σύλληψη της κρίσης περί του ωραίου προϋποθέτει και κάτι άλλο εκτός από τον βαθμό μετοχής στο ωραίο, το αν ο κριτής-θεατής κατέχει την έννοια της ιδανικής τάξης και ενότητας η οποία όμως ποτέ δεν φανερώνεται στον υλικό κόσμο. Η κατοχή αυτής της έννοιας από τον θεατή οφείλεται σε ''θεία φώτιση''. Στο ωραίο δεν υπάρχει σχετικότητα. Μια θεωρία για το ωραίο όμως δεν μπορεί να μην θίγει και ζητήματα της φύσεως της τέχνης: απορρίπτει το θέατρο ως κάτι που υποθάλπει την ηθική χαλαρότητα. Ταυτόχρονα επεξεργάζεται μια πιο συγκροτημένη έννοια του ''πλασματικού'' . Η τέχνη δεν είναι μίμηση αλλά επινόηση , αφού στηρίζεται σε συνδυασμούς στοιχείων από πολλές πηγές και στην προσθήκη άλλων δια της φαντασίας. Έτσι το προκύπτον σύνολο δεν είναι προϊόν καμίας αισθητηριακής αντίληψης. [28] Αγιότητα Για την Καθολική Εκκλησία θεωρείται άγιος και Δάσκαλος της Εκκλησίας, καθώς και ο προστάτης άγιος του Τάγματος των Αυγουστίνων. Παρά την επίσημη αναγνώρισή του ως αγίου από την Ορθόδοξη Εκκλησία, πολλοί Ορθόδοξοι αποφεύγουν να τον αποκαλέσουν «Άγιο», καθώς υπήρξε υπέρμαχος του Παπικού πρωτείου και του filioque. Σύμφωνα ομως με άλλη άποψη η διδασκαλία του δε θεωρείται εναρμόνιση με το filioque όπως αυτό εμφανίζεται κατα τον 8ο αιώνα, καθότι σύμφωνα με αυτή το «filioque» το οποίο εισάγει ο Αυγουστίνος δεν εισάγεται για την προαιώνο σχέση και προέλευση του Υιού με τον παράκλητο αλλά για την σχέση διαδοχής σε ότι αφορά τη Θεία Οικονομία. Επίσης ονοματίζεται συχνά ως "Ιερός Αυγουστίνος". Ο Αυγουστίνος θεωρείται επίσης άγιος από την Λουθηρανική και την Αγγλικανική εκκλησία. Το συγγραφικό του έργο Το συγγραφικό έργο του είναι πληθωρικό :έγραψε για να απολογηθεί για την μεταστροφή του στην Εκκλησία, και να πείσει τον εαυτό του και τους άλλους για την ορθότητα της επιλογής του αυτής. Για να καταπολεμήσει τους εθνικούς και τους Μανιχαίους που αρχικά τον είχαν προσελκύσει, να ανατρέψει τους Δονατιστές και τους Πελαγιανούς, να οικοδομήσει τους πιστούς επιλύοντας πρακτικά προβλήματα ηθικής και πνευματικής ζωής, να αναλύσει και να υποστηρίξει τη δογματική διδασκαλία. Να αναλύσει τη σχέση της σώζουσας εκκλησίας και του κοσμικού κράτους στην ιστορία και να ερμηνεύσει την Αγία Γραφή.[29]
Τα χαρακτηριστικά του είναι η δημιουργικότητα, η ορμητικότητα, ο έντονα συναισθηματικός και πολεμικός χαρακτήρας του. Ο λόγος του είναι προσωπικός, εξομολογητικός, προσευχητικός. Επίσης η απουσία στέρεης δομής, ενώ όχι σπάνια είναι φλύαρος για να καλύπτει την θεολογική του αδυναμία.[30]

ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΜΑΡΙΑ ΜΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΗ!!!!!!!!!!! Πως ο Μάρξ έκανε χαρακίρι και β' Μεσαιωνική Φιλοσοφία, και γ' ΤΙ είναι ο Προτεσταντισμός

Α] Πώς ο Μαρξ έκανε χαρακίρι
Τι είναι προοδευτικό;
«Χολέρα στην καρριέρα» αναγράφεται στον πίνακα αμφιθεάτρου της Νομικής Σχολής Αθηνών, ενώ οι φοιτητές ψηφίζουν για να εκλέξουν τους εκπροσώπους τους στο πανεπιστήμιο
Τα ταμ ταμ της επανάστασης άρχισαν να ηχούν ξανά στα ελληνικά πανεπιστήμια. H πορεία αύξων αριθμός 564, η κατάληψη αύξων αριθμός 348 και η απεργία αύξων αριθμός 62 βρίσκονται στα σκαριά. Οι εχθροί για ακόμη μία φορά ενετοπίσθησαν. Ο ένας εχθρός είναι γενικός: πρόκειται για τη (γνωστή για τα σατανικά της σχέδια) Ευρωπαϊκή Ενωση, η οποία επιθυμεί να ενοποιήσει τις πανεπιστημιακές προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές των χωρών-μελών της Ενωσης. Ο δεύτερος εχθρός έχει σάρκα και οστά: πρόκειται για τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρο του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας ιστορικό κ. Θάνο Βερέμη, ο οποίος εισηγείται στην κυρία υπουργό Παιδείας πράγματα φοβερά και αποτρόπαια. Εισηγείται, δηλαδή, οι φοιτητές των ελληνικών πανεπιστημίων να ολοκληρώνουν τις σπουδές τους μέσα σε λελογισμένα χρονικά πλαίσια, που θα είναι μικρότερα της αιωνιότητας. Εισηγείται επίσης να πάψει πλέον η δωρεάν διανομή των συγγραμμάτων, ώστε να εκλείψει ο ηθικός, οικονομικός και εκπαιδευτικός εκφυλισμός που ο θεσμός αυτός έχει πανθομολογουμένως όλα αυτά τα χρόνια συνεπιφέρει. * Οργισμένοι επαναστάτες
Το σκηνικό της «αντίστασης» ενάντια στα παραπάνω σατανικά σχέδια είναι παλαιό και (υπερ)δοκιμασμένο: μικρές - έως μικρότατες - ομάδες νέων θα παρουσιασθούν ξανά στις σχολές. Αρκετοί από αυτούς δεν θα έχουν καμία σχέση με αυτές, αλλά θα είναι φιλαράκια με αυτούς που έχουν. Και οι μεν και οι δε πάντως θα εγκαταλείψουν πάραυτα τα ολονύκτια πάρτι και τον ολονύκτιο χαβαλέ, θα μετακινηθούν από τα κυλικεία, θα ξυπνήσουν (φευ) πρωί, θα θυμηθούν το δρόμο προς τη Σχολή που επέλεξαν να διασώσουν από τον όλεθρο, και αμέσως θα αφοσιωθούν στο επαναστατικό τους καθήκον. Με ύφος οργισμένο θα μοιράσουν έντυπα και θα τοιχοκολλήσουν αφίσες, στις οποίες θα καταγγέλλονται τα «αντιφοιτητικά και αντιλαϊκά σχέδια» που αενάως οι σκοτεινοί κύκλοι και η κακούργα κοινωνία απεργάζονται - στα οποία, βεβαίως, το «φοιτητικό και λαϊκό κίνημα» «δεν έχει να αντιπαρατάξει», παρά το είδος των κινητοποιήσεων που λίγο πριν αναφέρθηκε.
Ολα αυτά οι ευγενείς και οι οργισμένοι νέοι, για να είναι σωστοί με τους κανόνες της δημοκρατίας, πρέπει να τα περιτυλίξουν με το ανάλογο περιτύλιγμα. Κανένα πρόβλημα. Θα συγκληθούν πάραυτα Γενικές Συνελεύσεις των φοιτητών. Σε αυτές θα έχει δοθεί φροντίδα να έχουν προσέλθει πολλοί, επίσης οργισμένοι, άσχετοι προς το Πανεπιστήμιο, φίλοι τής εν λόγω ομάδας. Οι Συνελεύσεις αυτές θα ξεκινήσουν πολυπληθείς, καθώς πολλοί φοιτητές θα προσέλθουν. H προαποφασισθείσα από τις προηγουμένως περιγραφείσες ωστόσο ομάδες απόφαση δεν κινδυνεύει από τυχόν άλλες σκέψεις και προτάσεις: επιτηδείως χαώδεις και ατελείωτες «συζητήσεις» θα παραταθούν τόσο όσο να έχει εξασφαλισθεί η πλειοψηφία των (ελαχίστων πλέον) παρόντων· μαστόροι στη σχόλη και στο ξενύχτι, οι οργισμένοι «επαναστάτες» και οι καλεσμένοι φίλοι τους είναι σε θέση να παραμένουν ξάγρυπνοι όσο χρειαστεί και να σηκώσουν μες στη μαύρη νύχτα σθεναρά ο χέρι τους, ούτως ώστε η αποψιλωμένη «Γενική» αυτή «Συνέλευση» να αποφασίσει «δημοκρατικά» τις παραδοσιακές, «αγωνιστικές κινητοποιήσεις» που σταθερά, με συνέπεια και σε ετήσια βάση, «το φοιτητικό κίνημα» κατά τα τελευταία τριάντα περίπου χρόνια αποφασίζει και πραγματοποιεί. Το επόμενο βήμα είναι επίσης γνωστό. Οι μοχθούντες για το καλό των φοιτητών αυτοί νέοι θα κλείσουν τα πανεπιστήμια. Πέντε αυτοί, θα κλείσουν την πόρτα σε πέντε χιλιάδες φοιτητές, διδάσκοντες και υπαλλήλους.
* H ευθύνη της Αριστεράς
Αυτή η χυδαία καρικατούρα της «επανάστασης» δεν λέει χρόνια τώρα να τελειώσει στα ελληνικά πανεπιστήμια. Αμήχανη και ανίκανη να αντιδράσει, η πανεπιστημιακή κοινότητα υπομένει τους παραπάνω εξευτελισμούς και ευτελισμούς, τους οποίους κανείς μέχρι τώρα δεν έχει λάβει τον κόπο να σταματήσει, ούτε από τους φοιτητές, ούτε από τους ιθύνοντες των πανεπιστημίων, ούτε από τα κόμματα που καθοδηγούν ουκ ολίγες από τις φοιτητικές παρατάξεις. Από τα κόμματα αυτά θα περίμενε κανείς πως περισσότερο θα αναλάμβαναν μιαν εκστρατεία ενημέρωσης των μελών τους περί του τι σοβαρό πράγμα είναι κοινωνικά και ηθικά μια κινητοποίηση, εκείνα που αυτοτοποθετούνται στην Αριστερά. Και αυτό όχι μόνον γιατί οι νεαροί που πράττουν τα παραπάνω, «αριστεροί» και «δεξιοί», χρησιμοποιούν για τις αθλιότητές τους αριστερό λεξιλόγιο και φρασεολογία, αλλά γιατί στην Αριστερά ανήκει η μεγάλη τιμή να έχει οργανώσει στο παρελθόν την αντίσταση του ελληνικού λαού κατά μεγάλων και πραγματικών εχθρών του τόπου, που απειλούσαν την ελευθερία και τη δημοκρατία του. Και η αντίσταση αυτή ήταν μεγαλειώδης, πάνω από όλα τα άλλα, για το ηθικό της σκέλος, για τη σοβαρότητα και τη βαθιά κοινωνική υπευθυνότητα των αγωνιστών της.
Τι σχέση έχουν με τον πολιτικό χώρο του Δημήτρη Γληνού οι νέοι που πράττουν όσα περιγράψαμε πριν; Τι σχέση έχουν με τον πολιτικό χώρο του Μάρκου Αυγέρη οι φοιτητές (;) που πριν από λίγο καιρό, διαγράφοντας τη σημασία της μάθησης, είχαν αναρτήσει στην είσοδο της Φιλοσοφικής Αθηνών γιγαντοαφίσα που παρωθούσε τους φοιτητές να μη διαβάζουν «γιατί, την ώρα που αυτοί διαβάζουν, η ιστορία κινείται χωρίς αυτούς» [ενώ, προφανώς, όσοι δεν διαβάζουν έχουν την ιστορία στην τσέπη τους, σερνάμενοι από κυλικείου εις κυλικείον, από πάρτι εις πάρτι και από εκδρομή στη Μύκονο σε εκδρομή στην Αράχοβα (κατά εργάσιμες για το πανεπιστήμιο, μάλιστα, ημέρες), όπως οι διάδρομοι της συγκεκριμένης Σχολής μαρτυρούν];
Μήπως στ' αλήθεια είναι η ώρα να ξαναπροβληματιστούμε τι είναι «προοδευτικό» ή, τέλος πάντων, τι είναι «σωστό». Γιατί είναι, π.χ., προοδευτικό και σωστό το να έχει ο φοιτητής στη χώρα μας [μόνος αυτός από όλους τους φοιτητές στον κόσμο, και από χώρες με περισσότερους εργαζομένους φοιτητές από ό,τι η Ελλάδα] τη δυνατότητα να παρατείνει τις σπουδές του επ' άπειρον, διαλύοντας έτσι κάθε προσωπική πειθαρχία συγκροτημένης, συστηματικής και ουσιαστικής μάθησης, ενώ, αντίθετα, δεν είναι «προοδευτικό» το να ολοκληρώνει κανείς τις σπουδές του στον οριζόμενο από τον κύκλο των σπουδών του χρόνο, με ειδικά ευνοϊκό δάνειο για όσους εκ των φοιτητών θα το είχαν πραγματικά ανάγκη;
Γιατί δεν είναι «προοδευτικό» το να παρακολουθεί κανείς τα μαθήματα, το να διαβάζει στις βιβλιοθήκες και το να βελτιώνει τον στοχασμό, τον προβληματισμό και τη μάθησή του, ενώ, αντίθετα, είναι «προοδευτικό» το να σέρνεται δεξιά και αριστερά, να μη γνωρίζει ούτε ποια είναι τα μαθήματα και οι καθηγητές του και να διαβάζει πέντε πράγματα μόνο στις εξετάσεις; Γιατί είναι «προοδευτικό» το να οργανώνουν τα πολιτικά κόμματα και οι φοιτητικές παρατάξεις, προς άγραν ψηφοφόρων, στα αίθρια και στους κοινόχρηστους χώρους των πανεπιστημίων και κατά τις ώρες των μαθημάτων πολιτικές συζητήσεις ή συναυλίες με τα μεγάφωνα στη διαπασών - διαλύοντας τη διδασκαλία αλλά και την έννοια του πανεπιστημίου - και δεν είναι «προοδευτικό» το να γίνονται τα παραπάνω σε ώρες, χώρους και ένταση που θα σέβονται και δεν θα βλάπτουν τη λειτουργία του πανεπιστημίου και των χώρων διδασκαλίας του; Γιατί είναι «προοδευτικά» τα συνεχή αιτήματα των φοιτητών να γίνουν οι εξετάσεις ευκολότερες, οι εξεταστικές ευκαιρίες περισσότερες και οι εξεταστικές περίοδοι μακρύτερες, και δεν είναι «προοδευτικό» το να είναι οι περίοδοι διδασκαλίας μακρές, με ουσιαστική προσπάθεια και μελέτη, ενώ οι εξεταστικές περίοδοι σύντομες και οι εξεταστικές ευκαιρίες πεπερασμένες, ως παντού στον κόσμο οφείλουν να είναι - και είναι.
Γιατί είναι «προοδευτικό» το να μοιράζονται δωρεάν τα πανεπιστημιακά συγγράμματα και να γίνονται, επιτηδείως, αντικείμενο εμπορίου εκ μέρους φοιτητών - ου μην και διδασκόντων - εις βάρος του έλληνα φορολογουμένου, και δεν είναι «προοδευτικό» το να πάψει το διάτρητο και αναχρονιστικό αυτό μέτρο και - αντ' αυτού - να δίδεται στους φοιτητές, που έχουν πραγματική οικονομική ανάγκη και μόνον, ένα επίδομα για την αγορά τους; Γιατί, τέλος, είναι «προοδευτικό» το να μπαίνουν όλα, μα όλα τα ελληνόπουλα στο πανεπιστήμιο - όπως η ελληνική κοινωνία μέσω των λαϊκίστικων κυβερνήσεων των τελευταίων τριάντα ετών επέτυχε - και δεν είναι «προοδευτικό» το να εισέρχονται στο πανεπιστήμιο εκείνα τα ελληνόπουλα που, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξεως, έχουν πραγματική επίδοση και ζέση για γνώση και μάθηση ανωτάτου επιπέδου;
* Τα λάθη των διδασκόντων
Ο προβληματισμός αυτός δεν σχετίζεται, βέβαια, μόνο με τα όσα αφορούν τους διδασκομένους αλλά και τους διδάσκοντες. Γιατί, παράλληλα με τους πολλούς σοβαρούς και αφοσιωμένους στη δουλειά τους πανεπιστημιακούς, υπάρχει ένας - ευτυχώς μικρός - αριθμός, για τους ρυθμούς, την απαιτητικότητα, την αφοσίωση και το ήθος της εργασίας των οποίων πολλά θα μπορούσαν να λεχθούν. Σε ένα χώρο όπου η ελευθερία χρόνου είναι - σε σχέση με άλλους εργαζομένους - πελώρια, με τουλάχιστον τέσσερις μήνες διακοπών τον χρόνο και - αναλογικά - πολύ μικρές απαιτήσεις παρουσίας την εβδομάδα, η ύπαρξη ενός - έστω και μικρού - αριθμού διδασκόντων που αδιαφορεί και απουσιάζει από τα μαθήματα, βρίσκοντας «δημιουργικούς τρόπους» για να μετατρέψει τις πανεπιστημιακές υποχρεώσεις του σε σχεδόν μηδενικές, αποτελεί το χειρότερο εργασιακό και ανθρώπινο παράδειγμα για τους φοιτητές και μέλλοντες εργαζομένους και πολίτες.
Το ίδιο αρνητικό παράδειγμα είναι για τους τελευταίους η συχνότητα των - άνευ αυτοκριτικής - απεργιών των διδασκόντων τους, οι οποίες μάλιστα μετονομάζονται «αποχή από τα διδακτικά καθήκοντα», ώστε να γίνονται μετ' αποδοχών. Και όλα αυτά από ένα χώρο που δεν έχει βρει ως τώρα τρόπο να εξασφαλίσει αδιαπραγμάτευτα, τελεσίδικα και οριστικά την πραγματική διάρκεια κάθε πανεπιστημιακού εξαμήνου, δηλαδή τις δεκατρείς εβδομάδες πλήρους διδασκαλίας. Από ένα χώρο που επίσης δεν έχει κινητοποιηθεί ακόμη να βρει τον τρόπο άμεσης δράσης για την αντιμετώπιση του απαράδεκτα χαμηλού επιπέδου γνώσεων των φοιτητών που έρχονται από την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Μια εκπαίδευση την οποία πολλοί από τους φοιτητές θα κληθούν στο μέλλον επαγγελματικά να υπηρετήσουν, για να βρεθούν με τη σειρά τους σε έναν εργασιακό χώρο στον οποίο οι συνάδελφοί τους θα βρίσκουν επίσης «δημιουργικούς» τρόπους ερμηνείας των διδακτικών υποχρεώσεών τους καθώς και των υποχρεώσεων παρουσίας τους στα σχολεία τα οποία υπηρετούν (γεγονός για το οποίο φυσικά θα φταίει και πάλι το «αντιλαϊκό» κράτος και η κακούργα κοινωνία), την ίδια στιγμή που όλοι οι κοινωνικοί στοχαστές, από τον Κομφούκιο και τον Σωκράτη ως τον Βολταίρο και τον Λένιν, τραβούν απελπισμένοι τις τρίχες της κεφαλής τους και ο Μαρξ, σε μια γωνιά, κάνει αργά αργά χαρακίρι.
H κυρία Μαρία Ευθυμίου είναι επίκουρη καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
========================================================
Β] ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
H μεσαιωνική φιλοσοφία συνίσταται κυρίως στην ένωση φιλοσοφίας και θεολογίας, καθώς βασίστηκε στο χριστιανικό δόγμα, το οποίο έπρεπε να υποστηρίξει και να θέσει κάποιες λογικές βάσεις.
Ένα από τα κύρια θέματα της μεσαιωνικής φιλοσοφίας ήταν, επομένως, το ερώτημα της σχέσης ανάμεσα στην πίστη και στη γνώση, καθώς και η σχετική προσπάθεια να ξεπεραστεί η κατά τα φαινόμενα ασυμβίβαστη διαφορά ανάμεσα στην εξ αποκαλύψεως αλήθεια και στη φιλοσοφική ενόραση.

H πρώτη περίοδος (περ. 200-700 μ.Χ.) συμπίπτει χρονικά με την ύστερη αρχαιότητα, και ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της είναι ο Ιερός Αυγουστίνος, που θεμελίωσε τη μεσαιωνική φιλοσοφία.
To θεολογικό και φιλοσοφικό δόγμα της μεσαιωνικής δυτικής Ευρώπης είναι γνωστό ως Σχολαστικισμός (από το λατινικό schola, σχολή). O όρος αναφέρεται επίσης και στον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύτηκαν οι αλήθειες της πίστης (η «σχολαστική μέθοδος» εφαρμόστηκε στις μοναστηριακές σχολές).
H εξέλιξη του Σχολαστικισμού πραγματοποιήθηκε σε τρία στάδια.
Στο πρώτο, του πρώιμου Σχολαστικισμού (περ. 800-1200), εμφανίστηκε η σχολαστική μέθοδος και έγινε η πρώτη επαφή με τα συγγράμματα του Αριστοτέλη, που έγιναν γνωστά αυτήν την περίοδο.
H επόμενη περίοδος, του ώριμου Σχολαστικισμού (περ. 1150-1300), θεωρείται το αποκορύφωμα του. Χαρακτηρίζεται από την ανακάλυψη των υπόλοιπων έργων του Αριστοτέλη και από την προσπάθεια να συνδυαστεί η αριστοτελική φιλοσοφία με τη χριστιανική διδασκαλία (Θωμάς Ακινάτης). Επιπλέον, τότε η χριστιανική φιλοσοφία ήρθε σε επαφή με την αραβική φιλοσοφία.
H τελευταία περίοδος, του όψιμου Σχολαστικισμού (περ. 1300-1400), ήταν περίοδος παρακμής.
Ένα από κύρια ζητήματα της μεσαιωνικής φιλοσοφίας ήταν το πρόβλημα των καθόλου. Αφορούσε το αν οι γενικές έννοιες είχαν κάποια δική τους πραγματικότητα ή ήταν απλώς κατασκευάσματα της σκέψης και της γλώσσας.
Σημαντική για την εξέλιξη του Σχολαστικισμού ήταν η ίδρυση πανεπιστημίων (από τον 12ο αι.), που γρήγορα εξελίχθηκαν σε κέντρα της πνευματικής ζωής.
Ο Ιερός Αυγουστίνος: συμβιβασμός Πλάτωνα και Χριστιανισμού
Κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα, ο πολιτισμός της κλασικής αρχαιότητας υπέστη ιδιαίτερα σημαντικές αλλαγές. H συνεχής πίεση από τα γερμανικά φύλα στα βόρεια, σε συνδυασμό με κάποια εσωτερικά σημάδια διάλυσης, οδήγησαν τελικά, στα τέλη του 4ου αιώνα, στη διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος και Δυτικό Ρωμαϊκό Κράτος. Λίγο αργότερα, η Ρώμη, η πρωτεύουσα της Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους, λεηλατήθηκε από βαρβαρικά φύλα, και το 476 μ.X. το Δυτικό Ρωμαϊκό Κράτος κατέρρευσε. Το Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αντίθετα, με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, επιβίωσε μέχρι το 1453, οπότε η πόλη έπεσε στα χέρια των Τούρκων. Αυτή η σχεδόν χιλίων ετών περίοδος που μεσολάβησε ανάμεσα στην κατάρρευση των δύο ρωμαϊκών κρατών, του Δυτικού και του Ανατολικού, είναι σε γενικές γραμμές ό,τι γνωρίζουμε σήμερα ως Μεσαίωνα ή μεσαιωνική περίοδο.
Μια συμβολική χρονολογία για τη μετάβαση από την κλασική στη μεσαιωνική, δηλαδή τη χριστιανική, φιλοσοφία είναι το 529 μ.X., όταν στην Ανατολή ο Ιουστινιανός έκλεισε την Ακαδημία του Πλάτωνα. Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε το πρώτο μοναστικό τάγμα στη Δύση, το Τάγμα του Αγίου Βενέδικτου. Από τότε και μετά, τα μοναστήρια έγιναν τα κέντρα μάθησης και διδασκαλίας της δυτικής Ευρώπης.
Τα πρώτα χρόνια του Μεσαίωνα συνδέονται άμεσα με τη διάδοση του Χριστιανισμού στην Ευρώπη που συνοδεύτηκε από κάποιες αλλαγές και στη φιλοσοφία. H μεσαιωνική φιλοσοφία συνίσταται κυρίως στη συνύφανση φιλοσοφίας και θεολογίας. Βασικό μέλημα της είναι η σχέση της πίστης με τη γνώση· βάση της είναι το χριστιανικό δόγμα, το οποίο έπρεπε να υποστηριχθεί και φιλοσοφικά, θέση γνωστή ως χριστιανική απολογητική. Ωστόσο, στην πορεία θα φανεί ξεκάθαρα ότι η μεσαιωνική φιλοσοφία δεν σήμαινε πλήρη ρήξη με τη φιλοσοφία της κλασικής αρχαιότητας· άλλωστε, πολλοί λόγιοι της εποχής επιδίωξαν να κατανοήσουν τις φιλοσοφικές θεωρίες του Αρχαίου Κόσμου και να τις συμβιβάσουν με τη χριστιανική διδασκαλία.
Ένας από αυτούς ήταν ο Αυρήλιος Αυγουστίνος, γνωστός κυρίως ως Ιερός Αυγουστίνος, ο οποίος θεωρείται ο σημαντικότερος στοχαστής της μεταβατικής περιόδου από την ύστερη αρχαιότητα στο Μεσαίωνα. Επηρεάστηκε, κατά κύριο λόγο, από τον Πλάτωνα και τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους, από τους οποίους, μάλιστα, υιοθέτησε και την άποψη ότι η ύπαρξη έχει θεϊκή καταγωγή. O Αυγουστίνος, παρότι συμμεριζόταν την πλατωνική θεωρία των ιδεών, συλλάμβανε τις ιδέες σε σχέση με τη θεϊκή δημιουργία. O Θεός, σύμφωνα με τη θεωρία του, δημιούργησε τον κόσμο με βάση τις ήδη υπάρχουσες στο νου Του ιδέες. Για τον Αυγουστίνο, όπως και για τον Πλάτωνα, οι ιδέες είναι πρότυπα, πρότυπα, όμως, που τα «σκέφτηκε» ο Θεός και σύμφωνα με αυτά δημιούργησε τον κόσμο. Έτσι, ο Αυγουστίνος πέτυχε να συμβιβάσει την πλατωνική έννοια των ιδεών με την Αγία Γραφή. H αυγουστίνεια άποψη για το κακό συμφωνεί επίσης, σε γενικές γραμμές, με τη νεοπλατωνική· το κακό είναι απλώς η απουσία του καλού, γι’ αυτό δεν έχει ανεξάρτητη υπόσταση.
Ολόκληρη η σκέψη του Αυγουστίνου κατευθύνεται προς τον Θεό. Γι’ αυτόν, ο Χριστιανισμός είναι η πηγή κάθε αλήθειας. Έπρεπε να διευκρινιστεί, ωστόσο, αν αυτή η αλήθεια μπορούσε να αποκαλυφθεί μόνο μέσω της πίστης ή αν μπορούσε να ανακαλυφθεί και με τη λογική. Για τον Αυγουστίνο, η λογική και η πίστη είναι αδιαχώριστες – η λογική στηρίζεται στην πίστη, και η πίστη στη λογική. Έτσι, η γνώση και η πίστη ακολουθούν τον ίδιο δρόμο, το δρόμο του Θεού. Σύμφωνα με τη θεωρία του, ο δρόμος αυτός διέρχεται τις ενδότατες λειτουργίες της ψυχής. Τα θεμέλια της γνώσης και της αλήθειας βρίσκονται στη βέβαιη γνώση του Εγώ. Όσο περισσότερο διεισδύουν οι άνθρωποι στα ενδότερα της ψυχής τους τόσο πιο κοντά φτάνουν στην αλήθεια, η οποία, σύμφωνα με τον Αυγουστίνο, «ενοικεί στο εσώτερο πρόσωπο». H βεβαιότητα για το Εγώ, όπως λέει ο χριστιανός φιλόσοφος, σχετίζεται εξαρχής άρρηκτα με τον Θεό και ισοδυναμεί με βεβαιότητα για τον Θεό, αφού ο Θεός δημιούργησε τον Άνθρωπο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Του.
Η εμφάνιση του Σχολαστικισμού
Κατά τον 9ο αιώνα, το ζήτημα δεν ήταν πια η οροθέτηση ή η συνένωση της χριστιανικής και της κλασικής διδασκαλίας, αλλά μάλλον η θεμελίωση μιας συστηματικής συνολικής εικόνας και μιας λογικής εξήγησης για τις αλήθειες της πίστης. O τόπος για την υλοποίηση αυτού του πολύπτυχου εγχειρήματος ήταν τα σχολεία όπου διδασκόταν η λατινική γλώσσα, εξού και ο όρος Σχολαστικισμός, από το λατινικό schola, που σημαίνει σχολή. H φιλοσοφία, που υποτάχθηκε ή εντάχθηκε στη θεολογία, ανέλαβε το καθήκον να συμβιβάσει τις – ενίοτε φαινομενικά ασυμβίβαστες μεταξύ τους – αντιφάσεις ανάμεσα στην εξ αποκαλύψεως αλήθεια και στη φιλοσοφική ενόραση. Πρόθεση της ήταν μάλλον να άρει όλες τις ενστάσεις για την εξ αποκαλύψεως πίστη και να παράσχει λογική βάση στο χριστιανικό δόγμα, παρά να το υποστηρίξει, όπως συνέβαινε μέχρι τότε.
Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε μια μέθοδος που είναι γνωστή ως σχολαστική. Θεμελιώθηκε από μια ομάδα λογίων και εφαρμόστηκε στις μοναστηριακές σχολές. H εξέταση ενός κειμένου σήμαινε, πρώτα από όλα, την προετοιμασία σχολίων με βάση τις αυθεντίες (δηλαδή τη Βίβλο και τους Εκκλησιαστικούς Πατέρες) και, στη συνέχεια, τη χρήση λογικών μεθόδων για να μπορέσει να συνεχιστεί η «συζήτηση» και να διαλευκανθούν τα άλυτα ζητήματα. Οι διαφορετικές απόψεις βοηθούσαν στην επίλυση του προβλήματος.
H συγκεκριμένη μέθοδος παρέμενε, επομένως, στο πλαίσιο των ήδη υφιστάμενων ερμηνειών όπως τις διατύπωσαν οι Πατέρες (π.χ. ο Αυγουστίνος), που είχαν ήδη θέσει τα δογματικά θεμέλια της πίστης. O σημαντικός ρόλος που έπαιζε η λογική στη μέθοδο αυτή δεν πρέπει να μας εντυπωσιάζει καθόλου – η λογική ήταν, εξάλλου, μια από τις ελευθέριες τέχνες που συνιστούσαν το μη-θεολογικό στοιχείο του μεσαιωνικού προγράμματος μαθημάτων και χαρακτήριζε έτσι ολόκληρη την ανώτερη εκπαίδευση. To πρώτο στάδιο στη μελέτη των ελευθέριων τεχνών, το trivium, περιλάμβανε ρητορική, γραμματική και διαλεκτική (ή λογική), ενώ το δεύτερο στάδιο, το quadrivium, περιλάμβανε αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική.
O Σχολαστικισμός αναπτύχθηκε σε τρεις φάσεις. Κατά την πρώτη φάση, τον πρώιμο Σχολαστικισμό (περ. 800-1200), εμφανίστηκε η σχολαστική μέθοδος και έγινε η πρώτη συνάντηση με τα έργα του Αριστοτέλη, τα οποία έγιναν γνωστά αυτήν την περίοδο. H ώριμη περίοδος του Σχολαστικισμού (περ. 1150-1300) θεωρείται το αποκορύφωμα του· κύρια χαρακτηριστικά της είναι η ανακάλυψη των υπόλοιπων έργων του Αριστοτέλη και η προσπάθεια να συνδυαστεί η φιλοσοφία του με το Χριστιανισμό (κυρίως από τον Θωμά τον Ακινάτη), επιπλέον, στη διάρκεια αυτής της περιόδου οι σχολαστικοί ήρθαν σε επαφή με τα έργα των Αράβων φιλοσόφων. O όψιμος Σχολαστικισμός (περ. 1300-1400) αποτέλεσε μια περίοδο παρακμής.
To πρόβλημα των καθόλου
AbelardH σχολαστική μέθοδος εφαρμόστηκε κυρίως από τον Πέτρο Αβελάρδο (Pierre Abelard), η μεγαλύτερη συμβολή του οποίου ήταν η λύση που έδωσε στο πρόβλημα των καθόλου, ένα από τα κεντρικά ζητήματα της μεσαιωνικής φιλοσοφίας. Με απλά λόγια, το πρόβλημα είναι το εξής:
Έχουν οι γενικές έννοιες (τα καθόλου) δική τους πραγματικότητα; Όταν χρησιμοποιούμε τον όρο «άνθρωπος», ας πούμε, ή «ζώο» με τη γενική έννοια (όπως, για παράδειγμα, στην πρόταση «Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί»), ο όρος αυτός δεν αναφέρεται σε κάποιο πραγματικό άτομο, γιατί διαφορετικά, θα μιλούσαμε για τον τάδε ή το δείνα συγκεκριμένο άνθρωπο, για το τάδε ή το δείνα συγκεκριμένο ζώο. Παρ’ όλα αυτά, οι όροι αυτοί αναφέρονται σε κάτι συγκεκριμένο και έχουν συγκεκριμένο νόημα. Προκύπτει, λοιπόν, το εξής ερώτημα: έχει αυτό το καθόλου υπόσταση στην πραγματικότητα; Ή, για να το θέσουμε διαφορετικά: υπάρχει στην πραγματικότητα η έννοια «άνθρωπος» ή η έννοια «ζώο» όπως υπάρχουν οι άνθρωποι και τα ζώα ως άτομα; Ή ακόμη, υπάρχουν καθολικές οντότητες στις οποίες μπορεί να αποδοθεί πραγματικότητα, ανεξάρτητα από την ύπαρξη των ατομικών πραγμάτων;
Στην ιστορία των φιλοσοφικών ζητημάτων, το προβλημάτων καθόλου ανάγεται στην αριστοτελική κριτική και επανερμηνεια της πλατωνικής θεωρίας των ιδεών. Για τον Πλάτωνα, οι ιδέες είχαν πραγματική ύπαρξη, ενώ ο Αριστοτέλης θεωρούσε αυτό το είδος υπερβατισμού περιττή έννοια.
H επιρροή του Αριστοτέλη στον ώριμο Σχολαστικισμό
aristoteleH Ευρώπη γνώρισε τα έργα του Αριστοτέλη το 12ο αιώνα από τους Άραβες φιλοσόφους. Οι χριστιανοί λόγιοι έτσι ήρθαν αντιμέτωποι με νέες ενοράσεις στους τομείς της λογικής, της μεταφυσικής και της φυσικής φιλοσοφίας. Πολλοί, ωστόσο, διαπίστωσαν κάποια αντίφαση ανάμεσα στην αριστοτελική διδασκαλία και στη χριστιανική πίστη, γι’ αυτό και πολλά πανεπιστήμια απαγόρευσαν τη διδασκαλία των έργων του Αριστοτέλη. H αριστοτελική φιλοσοφία οφείλει αυτήν την εκ νέου ανακάλυψη της στον Αλβέρτο τον Μέγα, που πίστευε ότι η εξέταση της φύσης θα οδηγούσε αναγκαστικά στην αληθινή φιλοσοφία. Παρ’ όλα αυτά, εκείνος που πέτυχε το συνδυασμό της συστηματικής επιστημονικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη με τη θεολογική παράδοση ήταν ο μαθητής του Θωμάς Ακινάτης.
Κατά τη διάρκεια του 8ου αιώνα, οι Άραβες κατέλαβαν μεγάλες περιοχές της Ισπανίας, γεγονός που όχι μόνο συνέβαλε στην εξάπλωση της ανατολίτικης επιστήμης και κουλτούρας, αλλά βοήθησε και να γίνουν γνωστά στη δυτική Ευρώπη τα σημαντικότερα εργάτου Αριστοτέλη. H επαφή με τα συγγράμματα του Αριστοτέλη επέφερε μεγάλες αλλαγές στο Σχολαστικισμό στα μέσα περίπου του 12ου αιώνα. Μέσω της Συρίας, ο αραβικός κόσμος είχε ήδη αφομοιώσει στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού. Τα έργα των Ελλήνων στοχαστών μεταφράστηκαν στα αραβικά, και, σε αυτή τη βάση, δομήθηκε μια ισλαμική φιλοσοφία· στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, τα έργα του Αριστοτέλη ήταν αυτά που κυρίως μελετήθηκαν και σχολιάστηκαν.
Al-FarabiΚάποιος περιπατητικός φιλόσοφος ονόματι Αλ Φαραμπί, (870-950) για παράδειγμα, υπήρξε ο πρώτος που εφάρμοσε τη λογική του Αριστοτέλη στην εξ αποκαλύψεως θρησκεία. Σημαντική συνεισφορά σε αυτά τα σχόλια προσέφερε ο γεννηθείς στην Κόρδοβα Ιμπν Ρουσντ (Ibn Rušd 1126 μ.Χ.–1198 μ.Χ.) γνωστός στη Δύση με την εκλατινισμένη εκδοχή του ονόματος του, Αβερόης, που επεξεργάστηκε τη συστηματοποίηση της ισλαμικής διδασκαλίας. Μέσω αυτού, έγινε γνωστό το έργο του Αριστοτέλη Μετά τα φυσικά. Όπως και οι σχολαστικοί φιλόσοφοι, ο Αβερόης δεχόταν ότι οι αιώνιες αλήθειες της θρησκείας μπορούσαν να αποδειχτούν λογικά.
Τα έργα του Αριστοτέλη, συνοδευόμενα από τα σχόλια των Αράβων (και των Εβραίων) λογίων, μεταφράστηκαν τελικά από τα ελληνικά ή τα αραβικά στα λατινικά. H κυκλοφορία αυτών των σχολιασμένων έργων οδήγησε σε νέες φιλοσοφικές προσεγγίσεις της χριστιανικής φιλοσοφίας, όπως και σε νέες φιλοσοφικές μεθόδους.
averrroesH μεσαιωνική επιρροή του Αριστοτέλη έφτασε στο αποκορύφωμα της με τα έργα του Θωμά του Ακινάτη (1225-1274). O Θωμάς ο Ακινάτης επιχείρησε να συνενώσει το χριστιανικό δόγμα με την αριστοτελική έννοια της επιστήμης. Πέτυχε έτσι τη σύνθεση θεολογίας και φιλοσοφίας που επιδίωκε ο δάσκαλος του, ο Αλβέρτος ο Μέγας, ενώ παράλληλα αναγνώρισε τη μεταξύ τους διαφορά στη μεθοδολογία. O Θωμάς ο Ακινάτης ήταν ο μόνος στοχαστής της εποχής του που επιδίωκε τη σύνθεση φιλοσοφίας και θεολογίας, ενώ ταυτόχρονα αναγνώριζε την αυτονομία των μεθόδων τους.
H θεολογία βασίζεται στην πίστη, η φιλοσοφία στη λογική. O Θωμάς πίστευε ότι ορισμένες αλήθειες μπορούσαν να εξηγηθούν με τη λογική (δηλαδή, λογικά και επιστημονικά) και ορισμένες άλλες με την αποκάλυψη – με άλλα λόγια, είχαν κοινό στόχο, αλλά διαφορετικό τρόπο να τον πετύχουν. Ωστόσο, περιόρισε την άποψη του στο βαθμό που θεωρούσε ότι συγκεκριμένες αλήθειες γίνονται γνωστές μόνο με την πίστη και την αποκάλυψη.  O Ακινάτης πέτυχε τη σύνθεση φιλοσοφίας και θεολογίας, έχοντας ως βάση την εξοικείωση του με την αριστοτελική σκέψη· άλλωστε, η επιρροή του Αριστοτέλη στο Μεσαίωνα έφτασε στο αποκορύφωμα της με τα έργα του Ακινάτη. To δόγμα της δημιουργίας αποτελεί παράδειγμα της επιδίωξης του να ενώσει τη χριστιανική διδασκαλία με την αριστοτελική επιστήμη.
O Ακινάτης συμφωνούσε με τη νεοπλατωνική θέση, σύμφωνα με την οποία όλη την ύπαρξη τη δημιούργησε ο Θεός από το χάος. Αυτή η παραδοχή φανερώνει τον τρόπο με τον οποίο κατανόησε ο χριστιανός λόγιος την αριστοτελική επιστήμη. Όπως είπε ο Αριστοτέλης, πρέπει κάποιος να ξεκινήσει από το επιμέρους για να εκφράσει την ουσία των πραγμάτων. H ουσία των πραγμάτων βρίσκεται μέσα στα ίδια τα πράγματα. Από τη διάκριση ύλης και μορφής, ο Αριστοτέλης άντλησε τη θεωρία του για το γίγνεσθαι. Σύμφωνα με την αριστοτελική θεωρία, η ουσία είναι παρούσα στην ύλη μόνο δυνητικά. Μόνο με τη μορφή, μπορεί η δύναμη να γίνει ενέργεια. H κίνηση και το γίγνεσθαι αποτελούν διαρκείς αλλαγές σε σχέση με την ύλη και τη μορφή. Συνεπώς, οτιδήποτε υπάρχει δομείται σε επίπεδα, από την πρώτη ύλη, ως απλή δύναμη, μέχρι τον Θεό, ως καθαρή ενέργεια.
Αντίθετα με τον Αριστοτέλη, ο Θωμάς ο Ακινάτης ταύτιζε αυτήν την αρχή με τον Θεό -Δημιουργό. O Θεός ως το Πρώτο Κινούν έχει τοποθετήσει τη σχέση δύναμης και ενέργειας στον κόσμο, και με αυτόν τον τρόπο κίνησε τη διαδικασία της γέννησης και του θανάτου. H αρχή, επομένως, είναι η έκφραση της θεϊκής λογικής. To γιατί και το πώς ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο είναι απρόσιτα στην ανθρώπινη λογική, όμως, ως δημιουργία ήταν μια πράξη ελευθερίας.
Η επαφή με έργα του Αριστοτέλη συνέβαλε στην επανεκτίμηση επιστημών όπως η αστρονομία, η φυσική, τα μαθηματικά και η ιατρική. Όλοι αυτοί οι τομείς υπάγονταν μέχρι τότε στη θεολογία, σιγά σιγά, όμως, γινόταν όλο και πιο σαφές ότι κάθε επιστημονικός κλάδος (συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας της θεολογίας) είχε τη δική του ύλη και τις δικές του μεθόδους. Το ίδιο ίσχυε και για τη φιλοσοφία, που επίσης βρισκόταν στην υπηρεσία της θεολογίας έως εκείνη την περίοδο. Άρχισε να διαφαίνεται πλέον ότι οι ισλαμιστές φιλόσοφοι αντιμετώπιζαν φιλοσοφικά θέματα χωρίς να ανατρέχουν συνέχεια στις αυθεντίες. Έτσι, το ερώτημα της σχέσης της φιλοσοφίας με τη θεολογία υποβλήθηκε σε επανεξέταση.
=======================================================

Γ] ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟΣ
 ΤΟΥ ΛEΑΝΔΡΟΥ ΠΟΛΕΝAΚΗ
Τι είναι ο προτεσταντισμός, αυτή η σχεδόν άγνωστη σε εμάς εκδοχή του χριστιανισμού; Ο μέγας Ροΐδης το είχε αποτυπώσει καίρια σε έναν αφορισμό του: «ένας χριστιανισμός χωρίς Χριστό, όπως λέμε σκορδαλιά χωρίς σκόρδο!».
Ο σπουδαίος κοινωνιολόγος Μαξ Βέμπερ, στο βιβλίο του «Προτεσταντική ηθική και καπιταλισμός», ανάγει τις ρίζες του καπιταλισμού στον προτεσταντισμό και στις αξίες που ανέδειξε ως κυρίαρχες: την αυστηρή πειθαρχία σε «νόρμες», την τυφλή υπακοή και την ορθολογική οργάνωση της οικονομίας.
Όλα τα πιο πάνω, οι υλικοτεχνικές δομές και το καθεστώς ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, δεν είναι παρά μόνον το ορατό σώμα του καπιταλισμού, το corpus του. Υπάρχει και η αόρατη ψυχή του, η διάνοια ή anima, που πηγάζει, επίσης, από την προτεσταντική ηθική. Ιδιαίτερα στη σκληρή, καλβινιστική εκδοχή του, ο προτεσταντισμός επαγγέλλεται το ακριβώς αντίθετο του ευαγγελικού «μη θησαυρίζετε θησαυρούς επί της γης». Θεωρεί τη συγκέντρωση πλούτου ως απόδειξη ευσέβειας και πίστης! Κηρύσσει τη συσσώρευση του πλούτου, έχοντας κατασκευάσει έναν ανάλογο «Θεό», που «ευχαριστείται όταν ακούει τον ήχο χρυσών νομισμάτων». Στις χώρες όπου επικρατεί, σήμερα ακόμη, το καλβινιστικό δόγμα, και «συμπτωματικά» συμβαίνει να είναι οι μήτρες του σύγχρονου, ασύδοτου καπιταλισμού, ο προτεσταντισμός ταυτίζει την οικονομική αδυναμία του ανθρώπου με «πτώση» του στην αμαρτία! Θεωρεί την πτώχευση ως το πλέον θανάσιμο αμάρτημα, που όχι μόνο επιφέρει κοινωνικό αποκλεισμό και ατίμωση του πτωχού, αλλά ισοδυναμεί, επί πλέον, με προσβολή του Θεού! Ρίχνει, έτσι, αδιακρίτως τους φτωχούς στον «Καιάδα» και θεωρεί ως «εκλεκτούς του θεού», προορισμένους να σωθούν την «ημέρα της κρίσεως», αδιακρίτως τους πλούσιους! Αυτός είναι ο προτεσταντισμός.
Από πού, όμως, προέκυψε τέτοια διαστροφική ερμηνεία των Ευαγγελίων; Από τη σκανδαλώδη «καλβινιστική» παρανάγνωση μιας παραβολής της Καινής Διαθήκης. (Κατά Ματθαίον, ΚΕ 14 επ.): Ένας κύριος είχε τρεις δούλους. Φεύγοντας ταξίδι ο κύριος, έδωσε στον πρώτο πέντε τάλαντα, στον δεύτερο δύο και στον τρίτο ένα, αφήνοντάς τα στη διάθεσή τους. Ο πρώτος τα «επένδυσε» και, όταν γύρισε ο κύριος, του τα απέδωσε διπλάσια. Το ίδιο και ο δεύτερος. Ο τρίτος έκρυψε στη γη το τάλαντο και το επέστρεψε αυτούσιο. Ο κύριος, τότε, αντάμειψε αυτούς που πολλαπλασίασαν και τιμώρησε αυτόν που «έθαψε» το τάλαντο. Πού είναι η παρανάγνωση;
Η παραβολή δεν μας μιλάει για χρήμα. «Τάλαντο» στην ελληνική των Ευαγγελίων δεν είναι το χρήμα, αλλά η δωρεά του Θεού (το «ταλέντο»), που ο «δούλος» πρέπει να επιστρέφει στον «κύριο» πολλαπλάσιο, αντί να το «θάβει». Το εδάφιο έχει μεταφορική σημασία. Ο Καλβίνος «διάβασε» την παραβολή κυριολεκτικά, πήρε τη μεταφορά κατά γράμμα και ερμήνευσε τη δωρεά, το ταλέντο, ως χρήμα, που ο θεός το θέλει, τάχα, να αυγατίζει! Από εκεί πήγασαν όλα τα άλλα.
Η σύγχρονη ψυχιατρική θεωρεί ως ένδειξη ψυχωσικού συνδρόμου την αδυναμία διάκρισης ανάμεσα στη μεταφορά και την κυριολεξία. Λέει ένα παραμύθι, απόσταγμα λαϊκής σοφίας: Είπαν του τρελού, παρ' την πόρτα πίσω σου. (Δηλαδή: βγαίνοντας, κλείσε την). Αυτός το ερμήνευσε κυριολεκτικά, την ξεκόλλησε και την πήρε στην πλάτη... Παρομοίως ο προτεσταντικός καπιταλισμός...
Τρελοί δεν είμαστε εμείς, που αντιστεκόμαστε στα «Μνημόνια», κι ας μας λένε έτσι οι «γνωστικοί» της προτεσταντικής πειθαρχίας και υπακοής. Τρελοί είναι ο κυρίαρχος προτεσταντικός καπιταλισμός και οι εκπρόσωποί του
.

3.2.16

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΛΒΙΝΟΣ χάρη στην κ. Μαρία Ευθυμίου

Ο Ιωάννης Καλβίνος, γαλ. Jean Calvin, πραγματικό όνομα Jehan Cauvin, (10 Ιουλίου 1509 - 27 Μαΐου 1564) γεννήθηκε στο Νουαγιόν της Πικαρδίας στη Γαλλία. Ο πατέρας του τού έδωσε επιμελημένη μόρφωση σε Πανεπιστήμια στο Παρίσι και την Ορλεάνη. Όταν ο πατέρας του άλλαξε γνώμη και δεν ήθελε ο Καλβίνος να σπουδάσει θεολογία, τον έστειλε για σπουδές στη νομική. Όταν ο πατέρας του πέθανε, εκείνος επέστρεψε στη θεολογία.
Το 1531 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Μέχρι εκείνη την εποχή δεν είχε ακόμα δείξει καμία εχθρότητα ή διαφωνία προς τον Παπισμό. Αλλά το επόμενο έτος συνέβη μια μεγάλη εσωτερική μεταστροφή. Κατά τον ίδιο: "ο Θεός με μια ξαφνική μετατροπή δάμασε το νου μου και τον έφερε σε μια πιο διδάξιμη κατάσταση, που ήταν πιο αυστηρή σε τέτοια θέματα απ' όσο μπορεί να αναμενόταν στην πρωτύτερη ζωή μου". Η αποκάλυψη αυτή σηματοδότησε τη ρήξη του με την Καθολική Εκκλησία. Συμμετείχε στο κίνημα της Μεταρρύθμισης, που αποτέλεσε απαρχή του Προτεσταντισμού. Το 1536 εξέδωσε τον πρώτο τόμο του κριτικού δογματικού έργου του Θεσμοί της Χριστιανικής Θρησκείας, που συνέχισε να επεκτείνει και να ανανεώνει για την υπόλοιπη ζωή του. Οι διδασκαλίες που παρέδωσε στο έργο αυτό, καθώς και αυτές στην Académie Publica, που ίδρυσε στη Γενεύη το 1559 και αργότερα έγινε το Πανεπιστήμιο της Γενεύης, είναι γνωστές με τον όρο Καλβινισμός. Ο Καλβίνος πέθανε το 1564.

Η ζωή του

Ο Καλβίνος γεννήθηκε στις 27 Ιούλη του 1509 στη πόλη Νοyons, της Πικαρδίας, της Γαλλίας. Η οικογένειά του ήταν σχετικά καλής οικονομικής κατάστασης, ο πατέρας του ήταν εκκλησιαστικός αξιωματούχος και έχαιρε της εκτίμησης των ευγενών της περιοχής. Τη μόρφωση και την ανατροφή του νεαρού Ιωάννη ανέλαβε κάποια ευγενική οικογένεια της περιοχής, όπως συνηθιζόταν τότε για τα αγόρια που τα θεωρούσαν ελπιδοφόρες περιπτώσεις.
Αργότερα πήγε να σπουδάσει στο Κολλέγιο της La Marche, πρώτα και μετά στo Κολλέγιο του Mont Aigu ύστερα, στο Παρίσι. Ο πατέρας του τον προόριζε να σπουδάσει Θεολογία και να γίνει ιερέας αλλά στη πορεία άλλαξε γνώμη -και αυτός και ο γιος του- συνειδητοποιώντας ότι η σπουδή των Νομικών από τη μια, οδηγούσε στο δρόμο της υπόληψης και του χρήματος, και της κοινωνικής ανόδου αλλά και η γνωριμία τους με τη μεταρρυθμισμένη θρησκεία από την άλλη, τον έκανε να ματαιώσει τις σχεδιαζόμενες υπηρεσίες που επρόκειτο να προσφέρει στη Καθολική εκκλησία.[1].Ετσι πήγε να σπουδάσει νομικά στη Ορλεάνη και το 1532 εξέδωσε το πρώτο του σύγγραμμα: σχολιασμός στο έργο του Κικέρωνα De Clementia (=περί πραότητας). Εκείνο τον καιρό επίσης πρωτοπαρουσίασε και τις ενοχλήσεις στο στομάχι του, που αργότερα –προκαλώντας του αρκετές ασθένειες - θα ήταν και η αιτία του θανάτου του. μετά το πέρας των σπουδών του στην Ορλεάνη, θέλησε να παρακολουθήσει και τα μαθήματα που έδινε στην Ακαδημία της Μπουρζ, εκείνο τον καιρό ο Andrew Alciat, ο πιο φημισμένος δικηγόρος της εποχής του. εκεί συνήψε φιλία και με τον Melchior Wolmar, που με τη παρότρυνση του έκανε τον Καλβίνο να σπουδάσει και την ελληνική γλώσσα. Ταυτόχρονα συνέχιζε τη μελέτη των ιερών κειμένων αλλά και κήρυττε πότε-πότε στη Linier, ένα χωριό, δίπλα στη Μπουρζ.[2]
Το 1533 ερχόμενος σε επαφή με το δόγμα του Λούθηρου δοκιμάζει ξαφνικά [3], όπως ονομάζει, την «πνευματική αναγέννηση» «…ο Θεός δάμασε την καρδιά μου και την οδήγησε σε υποταγή. Είχε γίνει πιο σκληρή απέναντι σε τέτοια θέματα απ' όσο μπορούσε κανείς να περιμένει από ένα νέο άνθρωπο», γράφει.[4] Η φιλία του με τον Νικολά Κοπ, πρύτανη του Βασιλικού Κολλεγίου στο Παρίσι, και η βοήθεια που του πρόσφερε στη συγγραφή του λόγου με έντονα ουμανιστικό και λουθηρανικό πνεύμα, του δημιούργησε προβλήματα και όταν ο φίλος του κατηγορήθηκε για αιρετικός επειδή συμμετείχε στο κίνημα για την αναμόρφωση της Καθολικής εκκλησίας, η κατάσταση έγινε δύσκολη και για τον Καλβίνο. Ο Κοπ έφυγε για τις Βρυξέλες και ο Καλβίνος για την Βασιλεία. Εκεί το 1536 πρωτο-δημοσιεύει στα λατινικά το έργο του Διδαχές της χριστιανικής θρησκείας (Christianae Relogionis Institutio). Φεύγοντας από τη Βασιλεία με σκοπό να επιστρέψει στο Παρίσι σταματάει στη Βασιλεία. Τελικά, εγκαταστάθηκε εκεί ύστερα από παράκληση του φίλου του, Γουίλιαμ Φάρελ., ενός τοπικού προτεστάντη ιερέα, που του είπε "πως η κατάρα του Θεού θα έπεφτε πάνω του, αν δεν έμενε στη Γενεύη να βοηθήσει στο έργο του Θεού που γινόταν εκεί".[5]
Στη Γενεύη θα μείνει 2 χρόνια περίπου, μέχρι το 1538, και τελικά ύστερα από διαφωνίες που δημιουργήθηκαν εκεί με το εκκλησιαστικό συμβούλιο –το κονσιστόριο-, σχετικά με την επανεισαγωγή της ποινής του αφορισμού σαν πειθαρχικό μέτρο που πρότειναν αυτός και ο Φαρέλ, και το τελετουργικό της Θείας Ευχαριστίας - εγκατέλειψε τη πόλη.[6] Τον Αύγουστο του 1540 θα παντρευτεί τη χήρα κάποιου αναβαπτιστή, την Idelllete de Bure, που είχε ήδη 2 παιδιά από το προηγούμενο γάμο της,[7] μια γυναίκα που οι βιογράφοι του θεωρούν ιδανική για αυτόν, διαλεγμένη με τις ίδιες αυστηρές ασκητικές προδιαγραφές όπως και όλα τα πράγματα στη ζωή του. είναι σεμνή, δεν είναι γκρινιάρα και ιδιότροπη, είναι οικονόμα και υπομονετική και πάντα παρούσα στα προβλήματα της υγείας του. ‘’πιστή συνεργάτιδα της διακονίας του’’, ‘’και τη καλύτερη συντροφιά της ζωής μου’’ την περιγράφει ο ίδιος στην αλληλογραφία του.[8]. 9 χρόνια θα περάσουν μαζί προτού πεθάνει το 1549. Ήδη από το 1542 είχε πεθάνει και ο γιος του Καλβίνου και της Idellette, ένα αγοράκι που γεννημένο πρόωρα δεν έζησε παρά λίγες βδομάδες.[9]
Το 1541 ωστόσο το δημοτικό συμβούλιο της πόλης, σπαρασσόμενο από διαμάχες και διαφωνίες τον ξανακάλεσε πίσω. Για τον Καλβίνο αρχίζει μια περίοδος τρομερής δημιουργικότητας και εργατικότητας για την αναμόρφωση των θεσμών αλλά και των πολιτών της Γενεύης που πολλοί δεν δίστασαν να ονομάσουν Θεοκρατική Δικτατορία. Τα επόμενα 23 χρόνια και μέχρι το τέλος της ζωής του δεν θα εγκαταλείψει τη πόλη αυτή. Από το 1550 ήδη, η υγεία του άρχισε να του δημιουργεί προβλήματα, ωθώντας τον να τελειώσει τη Χριστιανική Διδασκαλία του. Το 1559 εκδίδονται στην οριστική τους μορφή οι Διδαχές της Χριστιανικής Θεολογίας και σύντομα μεταφράζονται σε πολλές γλώσσες και γνωρίζουν αλλεπάλληλες εκδόσεις.[10].
Σοβαρά άρρωστος το 1564, διάβασε το τελευταίο του κήρυγμα, στις 6 Φλεβάρη αυτού του έτους. Πέθανε στις 27 Μάη του 1564 από φυματίωση σε ηλικία 55 χρόνων ύστερα από μια μακρά σειρά επώδυνων ασθενειών που είχαν καταστρέψει το σώμα του εντελώς. Χιλιάδες συνέρρευσαν στη Γενεύη για να δουν τη σωρό του, το σώμα του κάηκε και θάφτηκε σε κάποιον ανώνυμο τάφο έτσι όπως ο ίδιος είχε ζητήσει.[8] Τον διαδέχτηκε ο φίλος του και επίσης καθηγητής Theodore Beza που έγραψε και τη βιογραφία του.

Η Γενεύη την εποχή του Καλβίνου

Η εκκλησιαστική αναμόρφωση περιλαμβανόταν στους Εκκλησιαστικούς Κανονισμούς του 1541. Τη τήρηση της εκκλησιαστικής πειθαρχίας και ορθοδοξίας αναλάμβανε ο Σεβαστός ¨Ομιλος Πνευματικών Ποιμένων ή η «Σεβάσμια Εταιρεία».
Ένα Συμβούλιο Δασκάλων αναλάμβανε την εκκλησιαστική μόρφωση των καινούριων παστόρων(=ποιμένων) και τέλος το Κονσιστόριο αποτελούμενο από 6 ιερείς και 12 γέροντες από το δημοτικό συμβούλιο της πόλης υπό την αρχηγία του Καλβίνου θα επιτηρούσε τη συμπεριφορά και τις γνώμες του πληθυσμού έτσι ώστε να ανταποκρίνονται σε πνεύμα της αναμόρφωσης. Την Κοινωνική Πρόνοια αναλάμβαναν οι διορισμένοι Διάκονοι. Παρόλο που αρχικά η εξουσία του Δημοτικού Συμβουλίου από το Κονσιστόριο ήταν διαχωρισμένη, σιγά-σιγά υπό την επιρροή της προσωπικότητας του Καλβίνου αυτά τα δύο συγχωνεύθηκαν και η εξουσία του Καλβίνου ήταν πλέον απόλυτη. Η Θεοκρατία που επέβαλλε ο Καλβίνος κυριάρχησε οριστικά στη πόλη.
Μερικές από τις διατάξεις ήταν και οι παρακάτω:
«Ολόκληρο το προσωπικό του οίκου πρέπει να παρευρίσκεται την Κυριακή εις το κήρυγμα, εκτός αν αφεθεί κανείς εις την οικία να προσέχει τα παιδιά ή τα ζώα. Εάν υπάρχει κήρυγμα κατά τις ημέρας της εβδομάδος, όλοι όσοι δύνανται πρέπει να προσέρχονται». (Ο Καλβίνος κήρυττε τρεις ή τέσσερεις φορές την εβδομάδα).
«Εάν κανείς προσέλθει όταν το κήρυγμα θα έχει αρχίσει, ας του γίνει προειδοποίηση· εάν δεν συμμορφωθεί, να πληρώνει πρόστιμο τριών σολδίων».
Ο κλήρος πρέπει να οδηγεί με το παράδειγμα όπως και με την διδασκαλία. Οι κληρικοί δύνανται να νυμφεύονται και να αποκτούν τέκνα, αλλά πρέπει να απέχουν από τα κυνήγια, την χαρτοπαιξία, τα συμπόσια, το εμπόριο και τις κοσμικές διασκεδάσεις και να δέχονται κατ’ έτος την επίσκεψη και την έρευνα για την διαπίστωση της ηθικότητας από τους εκκλησιαστικούς προϊσταμένους του.
Για την ρύθμιση της διαγωγής των λαϊκών, είχε καθορισθεί ένα σύστημα επισκέψεων κατ' οίκον: ένας από τους πρεσβυτέρους επισκεπτόταν κατ' έτος όλες τις οικίας ενός διαμερίσματος της πόλεως, το οποίο του αναλογούσε και εξέταζε τους κατοίκους εφ' όλων των φάσεων της ζωής των. Το κονσιστόριο και το συμβούλιο απαγόρευσαν από κοινού τα τυχερά παιγνίδια, την χαρτοπαιξία, την βλασφημία, την μέθη, το να συχνάζουν σε καπηλειά, τον χορό (ο οποίος τότε ποίκιλλε με εναγκαλισμούς και με φιλήματα), τα άσεμνα ή αντιθρησκευτικά άσματα, τις υπερβολές στις διασκεδάσεις, την πολυτέλεια της διαβιώσεως και την άσεμνη ενδυμασία.
Το επιτρεπόμενο χρώμα, η ποσότητα των ενδυμάτων και ο αριθμός των φαγητών τα οποία επιτρεπόντουσαν σε κάθε γεύμα, καθορίζονταν δια νόμου. Τα κοσμήματα και οι δαντέλες επέσυραν δυσμενείς επικρίσεις. Μία γυναίκα φυλακίσθηκε διότι είχε κτενίσει την κόμη της εις ανήθικο ύψος. Οι θεατρικές παραστάσεις περιορίσθηκαν σε θρησκευτικά δράματα και έπειτα απαγορεύθηκαν και αυτά ακόμη. Τα παιδιά έπρεπε να βαπτίζονται όχι με ονόματα του καθολικού ημερολογίου, αλλά κατά προτίμηση να λαμβάνουν ονόματα προσώπων της Παλαιάς Διαθήκης. Ένας ισχυρογνώμων πατέρας φυλακίσθηκε επί τετραήμερο διότι επέμενε να ονομασθεί ο υιός του Κλαύδιος αντί Αβραάμ.
Η λογοκρισία επί των δημοσιευμάτων παρελήφθη από τα ρωμαιοκαθολικά και κοσμικά προηγούμενα και επεκτάθηκε (1560): σε βιβλία πεπλανημένων θρησκευτικών δογμάτων ή ανήθικων τάσεων, απαγορεύονταν- αργότερα επρόκειτο να υπαχθούν εις αυτήν την απαγόρευση τα «Δοκίμια» του Μονταίν και Ο «Αιμίλιος» του Ρουσσώ.
Το να εκφρασθεί κανείς ανευλαβώς περί του Καλβίνου ή περί του κλήρου ήταν έγκλημα. Μία πρώτη παράβαση των διατάξεων αυτών τιμωρείτο με επίπληξη, περαιτέρω παράβαση με πρόστιμο, εμμονή στην παράβαση, με φυλάκιση ή εξορία.
Η εξώγαμος συνουσία τιμωρείτο με εξορία ή πνιγμό, η μοιχεία, η βλασφημία και η ειδωλολατρία, με θάνατον.
Σε μία εξαιρετική περίπτωση ένα παιδί αποκεφαλίσθηκε διότι κτύπησε τους γονείς του.
Παρόλα αυτά υπήρχαν και οι θαυμαστές αυτού του συστήματος όπως ο Μπερναρντίνο Οκίνο, ένας Ιταλός προτεστάντης, ο οποίος είχε βρει καταφύγιο στην Γενεύη και γράφει : Οι βλασφημίες και οι κατάρες, η ασέλγεια, η μοιχεία και ο άσεμνος βίος, πράγματα τα οποία επικρατούν σε άλλες πόλεις όπου είχα ζήσει, εδώ είναι άγνωστα. Δεν υπάρχουν προαγωγοί και πόρνες. Ο λαός δεν γνωρίζει τι είναι τα κοσμήματα και όλοι ενδύονται κατά ευπρεπή τρόπο. Τα τυχερά παιγνίδια δεν συνηθίζονται. Η φιλανθρωπία είναι τόσο μεγάλη ώστε οι πτωχοί δεν έχουν ανάγκη να επαιτήσουν. Οι άνθρωποι νουθετούν αλλήλους κατά τρόπο αδελφικό, όπως καθορίζει ο Χριστός. Οι δίκες έχουν εκλείψει από την πόλη, ούτε υπάρχει σιμωνία, φόνοι ή φατριαστικό πνεύμα αλλά μόνο ειρήνη και φιλανθρωπία. Εξ άλλου δεν υπάρχουν εδώ όργανα ούτε ήχοι κωδώνων ούτε επιδεικτικές ψαλμωδίες ούτε καύσεις λαμπάδων ή κανδηλιών (στις εκκλησίες) ούτε λείψανα ούτε εικόνες, αγάλματα, λαμπρά άμφια, ούτε φάρσες ή ψυχρές τελετές. Οι εκκλησίες είναι εντελώς απαλλαγμένες από ειδωλολατρία. [11]

Η Θεολογία του Καλβίνου

Χριστιανική διδασκαλία
Το κυρίαρχο σημείο στη Θεολογία του Καλβίνου είναι το Δόγμα του Απόλυτου Προορισμού τον οποίο τον καθορίζει ως εξής:
Ονομάζουμε απόλυτο προορισμό το προαιώνιο σχέδιο του θεού, που μ' αυτό καθόρισε την τύχη του κάθε ανθρώπου. Γιατί δε δημιουργεί όλους τους ανθρώπους κάτω από τις ίδιες συνθήκες, αλλά άλλους τους προορίζει για την αιώνια ζωή και άλλους για την αιώνια καταδίκη. Έτσι, ανάλογα με το σχέδιο του Θεού, τονίζουμε ότι άλλοι άνθρωποι είναι πλασμένοι για τη ζωή και άλλοι για το θάνατο... Αυτούς που ο θεός καλεί στη σωτηρία, τους καλεί από δική του ευσπλαχνία, και όχι επειδή το αξίζουν. Αντίθετα κανείς από αυτούς που προορίζονται για την αιώνια καταδίκη δεν μπορεί να σωθεί. Αυτό το έχει κρίνει η κρυφή και ανεξιχνίαστη δικαιοσύνη του θεού. Χριστιανική Διδασκαλία, VII
Ο άνθρωπος υπάρχει για τη Δόξα του Θεού. Με τη πτώση του, εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος, έχασε κάθε ηθική και βουτήχτηκε στα κακά της πτώσης, όπως είναι η ανηθικότητα, η αλαζονεία, η ασέβεια , η εγκληματικότητα και άλλα πολλά. Ο άνθρωπος λοιπόν, καταδικάστηκε στην αιώνια τιμωρία. Ο μόνος τρόπος να γνωρίσει το Λόγο του Θεού είναι η μελέτη της Παλαιάς και της Νέας Διαθήκης, η λεγόμενη Αγία Γραφή στην οποία παρουσιάζονται όλα όσα πρέπει να ξέρει και να κάνει ο άνθρωπος καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Ο Θεός ‘’προ καταβολής’’ του κόσμου αποφάσισε αμετάκλητα ποιοι θα καταδικαστούν στην αιώνια τιμωρία και ποιοι θα σωθούν με τη θεία χάρη του. γι ‘ αυτούς που αποφάσισε να σωθούν – και μόνο γι’ αυτούς- έστειλε στο κόσμο τον Χριστό για να τους σώσει από την αμαρτίας τους και για να πεθάνει για χάρη τους πάνω στο σταυρό. Να ξεπληρώσει δηλαδή την σωτηρία αυτών των ανθρώπων με το δικό του θάνατο.[12]