Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

25.2.16

Καρνεάδης ο Κυρηναίος

Καρνεάδης (Κυρήνη 214/3 π.Χ. – Αθήνα 129 π.Χ.). Κυρηναίος φιλόσοφος και ρήτωρ, επικεφαλής της Νέας Ακαδημίας στην Αθήνα έως το 137/6 π.Χ.  
Θεωρεῖται θεμελιωτὴς τῆς θεωρίας τῆς πιθανοκρατίας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύνατο νὰ συλλάβη τὴν ἀπόλυτη ἀλήθεια καὶ νὰ γίνη κοινωνός της, μπορεῖ ὅμως μὲ σχετικὴ γνώση της νὰ ὑποστηρίζη γνῶμες πιθανότερα σωστὲς ἀπὸ ἄλλες.
Το 156 π.Χ. στάλθηκε στη Ρώμη ως μέλος πρεσβευτικής αποστολής – μαζί με τον περιπατητικό φιλόσοφο Κριτόλαο και τον στωικό Διογένη– προκειμένου να διευθετήσει μια οικονομική ποινή (πρόστιμο) που επέβαλαν οι Ρωμαίοι στους Αθηναίους για την καταστροφή της πόλης του Ωρωπού. Έτσι, μεταφυτεύεται η σκεπτική φιλοσοφία στη Ρώμη.  
Με την ευκαιρία αυτή εκφώνησε δύο αντιφατικούς λόγους για τη δικαιοσύνη, σύμφωνα με τη σοφιστική μέθοδο. Οι λόγοι αυτοί βρίσκονται στο Γ’ βιβλίο της Πολιτείας του Κικέρωνα. Ο Καρνεάδης υποστήριξε στον πρώτο λόγο του ότι το δίκαιο έχει φυσική προέλευση και ότι το νομικό δίκαιο επιδιώκει να μιμηθεί το φυσικό δίκαιο. Η πρώτη διάλεξη του Καρνεάδη μπροστά στη ρωμαϊκή νεολαία ήταν ένα εγκώμιο για τη δικαιοσύνη και προκάλεσε θύελλα ενθουσιασμού.
Στον δεύτερο λόγο του λίγες ημέρες μετά, αντίθετα, αποδείκνυε πόσο ασυμβίβαστη είναι η δικαιοσύνη προς την κρατούσα τάξη των πραγμάτων και τις απαιτήσεις του πρακτικού βίου. Όρισε λοιπόν το δίκαιο ως σύνολο νόμων ταγμένων να υπερασπίσουν τα ιδιαίτερα συμφέροντα των ισχυρών: η πολιτική, επομένως, πρέπει να στηρίζεται σε αυτή τη δεύτερη εκδοχή. Έτσι μπροστά στους Ρωμαίους απέδειξε το αυτονόητο: "Ένας καλός ρήτωρ, μπορεί να υποστηρίξη όλες τις απόψεις".
Κατά βάθος ο Καρνεάδης παρουσίαζε μπροστά στους Ρωμαίους ακροατές του τον πυρήνα της φιλοσοφίας του: ο Καρνεάδης δεν αμφισβητούσε μόνο κάθε γνωστική βεβαιότητα, συμπεριλαμβανομένης και της μαθηματικής γνώσης, αλλά απέρριπτε και την ίδια την Ηθική των στωικών. Τις ρίζες του δογματισμού τους επιχειρούσε να αποκόψει ο Καρνεάδης.
Ο σκοπός του ήταν να θέσει στο ακροατήριό του το ακόλουθο δίλημμα: αθώωση της Αθήνας ή αμφισβήτηση της νομιμότητας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Η επιτυχία αυτών των θέσεων μεταξύ της ρωμαϊκής νεολαίας και η διάδοση και η δημοτικότητα της ελληνικής φιλοσοφίας προκάλεσαν ζωηρές αντιδράσεις, σε σημείο ώστε ο Κάτων, αυστηρός προασπιστής των ρωμαϊκών παραδόσεων, φρόντισε για την αποπομπή των τριών αντιπροσώπων.
Η διδασκαλία του Καρνεάδη, κυρίως προφορική, διασώθηκε μέσω μαρτυριών άλλων συγγραφέων. Παρά τη μορφή των προαναφερθέντων λόγων του δεν ήταν σκεπτικιστής, αλλά ο θεμελιωτής της πιθανοκρατίας, σύμφωνα με την οποία, αντίθετα από τη στωική και επικούρεια θεωρία, ο άνθρωπος δεν μπορεί να φτάσει σε καμία βέβαιη αλήθεια, αλλά μόνο σε γνώμες πιθανότερες από άλλες. Υποστηρίζει ιδιαίτερα, εναντίον της στωικής μοιρολατρίας και της επικούρειας αιτιοκρατίας, τη θέση της ελευθερίας της βούλησης.
Ο Καρνεάδης δίδασκε ότι κριτήρια της αλήθειας δεν υπάρχουν, ερευνούσε το πρόβλημα της δυνατότητας της γνώσης συστηματικά και υπέβαλλε σε λεπτομερή κριτική τις απόψεις των προηγούμενων φιλοσόφων και ιδίως του Χρυσίππου. Δείχνει την ασυμφωνία της μοιρολατρείας των στωικών προς την ελευθερία της βούλησης και στρέφεται ενάντια στην αστρολογία και τη μαντεία.
Αμείλικτη κριτική άσκησε ο Καρνεάδης στις περί θεού δοξασίες των στωικών και την ύπαρξη θείας πρόνοιας . Η αρμονία, η τάξη και η σκοπιμότητα που υφίστανται στον κόσμο δεν είναι απόδειξη της ύπαρξης του θεού, αφού πλήθος κακών κατακλύζει τον κόσμο. και κυρίως εναντιώθηκε στην στωική θεωρία της ειμαρμένης (μοιρολατρίας) και της επικούρειας αιτιοκρατίας. Η εύρεση των πιο ευλογοφανών από αυτά τα ενδεχόμενα είναι ένα ακανθώδες μονοπάτι το οποίο ελίσσεται ανάμεσα στην απόλυτη αμφισβήτηση και τον παρακινδυνευμένο δογματισμό.
Αποκαλύπτει τις αντιφάσεις στην περί θεού αντίληψη των στωικών: ο θεός είναι τυχαία στον κόσμο, και όμως προνοεί γι’ αυτόν. Ζει, ωστόσο είναι αναλλοίωτος. Είναι έμψυχο, λογικό ον, αλλά είναι και αιώνιος! Κάθε έλλογο ον έχει αισθήματα, συναισθήματα, πάθη και άλλες ιδιότητες, οι οποίες βέβαια δεν έχουν καμία σχέση με την αθανασία, την αφθαρσία και την αιωνιότητα. Τοιουτοτρόπως ο Καρνεάδης ανέτρεψε διαλεκτικά όλες τις περί θεών αντιφατικές δοξασίες των στωικών, έδειξε πόσο αθεμελίωτες είναι οι απόψεις τους για την ειμαρμένη και το πεπρωμένο του ανθρώπου και προετοίμασε μια υψηλότερη αντίληψη για τον θεό ως υπερβατικό ον που δεν υπόκειται σε καθορισμούς.
Παρ’ ὅλο ποὺ  ἦρθε σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς στωϊκοὺς φιλοσόφους δὲν θέλει νὰ ἀμφισβητήση τὸ στωϊκὸ θεμελιῶδες δόγμα, «τὸ μηδὲν ἀναιτίως γίγνεσθαι», προσθέτει ὅμως ὅτι ἑκάστη αἰτία εἶναι μέλος μιᾶς ἄνευ ἀρχῆς σειρᾶς αἰτιώδους ἀλληλουχίας. Δὲν παραδεχόταν δηλαδὴ ὅτι μπορεῖ νὰ ὑπάρχη ἀπόδειξη γιὰ κάτι, γιατὶ κάθε ἀπόδειξη χρειάζεται μία ἄλλη ἀπόδειξη γιὰ τὴν ἴδια κ.ο.κ. Με τον Καρνεάδη η Ακαδημία του Πλάτωνα πέρασε σε μία νέα φάση προβληματισμού που απορρίπτει κάθε δόγμα και μέσο προσέγγισης της απόλυτης αλήθειας.
Επιδράσεις
Το έργο του επηρέασε ιδιαίτερα τον Λουκιανό στα έργα του: Αλέξανδρος ή ψυδόμαντις, Ζευς ο ελεγχόμενος, Ζευς τραγωδός, Θεών διάλογοι, Θεών κρίσις, Θεών εκκλησία, Περί της αστρολογίας, Περί θυσιών, Περί της Συρίης θεού, Ερμότιμος ή Περί αιρέσεων κ.α.
Πηγή:https://sciencearchives.wordpress.com
Aνιχνευτής Επικούρειος Πέπος.

Πλουτάρχου: Αρετή, Κακία, Τύχη

Αναπόσπαστο τμήμα τής γνήσιας ελληνικής ηθικής παράδοσης και τής πάλαι ποτέ ελληνότροπης σχολικής διδασκαλίας αποτελούσε επί αιώνες ο περίφημος μύθος τού ημίθεου Ηρακλή και των δρόμων τής Αρετής και τής Κακίας.
Σύμφωνα με αυτόν τον διδακτικότατο μύθο, ο φημισμένος Έλληνας ήρωας, πριν αρχίσει την επιτέλεση των διακεκριμένων άθλων του, οι οποίοι ήταν πολύ περισσότεροι από τους δώδεκα γνωστότερους, βρέθηκε αντιμέτωπος με δύο οδούς: τής Αρετής και τής Κακίας. Τότε τού ζητήθηκε να ξεπεράσει το δίλημμα και να επιλέξει την μία από τις δύο ηθικές οδούς. Η Κακία τού υποσχέθηκε έναν δρόμο γεμάτο πλούτη, ηδονές και εξουσία, χωρίς κόπους, καταπονήσεις και εργασία, ενώ η Αρετή τού υπέδειξε τον δρόμο των αδιάκοπων αγώνων, τής συνεχούς εργασίας και των μεγάλων εμπειριών, τον δρόμο που με ευκολία δεν προσφέρει τίποτε σε κανέναν. Ο δρόμος τής Κακίας, διασχίζοντας την χλιδή και την πολυτέλεια, οδηγούσε στο άγνωστο, ενώ ο δρόμος τής Αρετής, περνώντας μέσα από δοκιμασίες και πόνους, κατέληγε στην θέωση.
Ο Ηρακλής, επιθυμώντας να φανεί αντάξιος των ευγενών προγόνων του και όντας γνήσιος εκφραστής των ύψιστων ιδεωδών τού ελληνικού έθνους, επέλεξε τον δύσκολο δρόμο τής Αρετής, θέτοντας ως τελικό σκοπό τής επίπονης πορείας του την πολυπόθητη θέωση, πρόθυμος να αντιμετωπίσει τις μεγάλες δυσκολίες και τους πολλούς πειρασμούς, τους πόνους και τις θλίψεις. Ο ίδιος μύθος - ως αλληγορικός ή συμβολικός λόγος - μάς βεβαιώνει ότι ο Ηρακλής επάξια οδηγήθηκε στην θέωση, κατέστη «ημίθεος» ή «Θεός κατά χάριν», εισήλθε στα ουράνια δώματα, στον μακάριο Οίκο των Ολύμπιων Θεών και απόλαυσε την θεϊκή ευδαιμονία.
Ο μακραίωνος και πολύπλευρος φιλοσοφικός στοχασμός των Ελλήνων επανειλημμένα αναρωτήθηκε εάν η τελική επιλογή και η μετέπειτα πορεία τού ημίθεου Ηρακλή υπήρξε θέμα απλής τύχης ή θέμα σαφούς και ξεκάθαρης προαίρεσης τού ήρωα, εάν δηλαδή ο ένδοξος Έλληνας εκούσια και υπεύθυνα επέλεξε ή εάν ακούσια και ανεύθυνα ακολούθησε τον δρόμο τής Αρετής, καθώς κ' εάν - κάτω από διαφορετικές συνθήκες, γεννήματα τής Τύχης - ο Ηρακλής θα επέλεγε την οδό τής Κακίας, με όλα τα συνεφελκόμενά της. Αν και είναι αρκετοί εκείνοι οι στοχαστές, οι οποίοι αποδίδουν κυρίως στην Τύχη τις ενέργειες τού Ηρακλή, οι σπουδαιότεροι φιλόσοφοι αποδέχονται ότι ο Ηρακλής έδρασε ακολουθώντας την προαίρεσή του, η οποία αποδείχτηκε «καλή και αγαθή».
Τόσο, λοιπόν, το αντιθετικό ζεύγος Αρετής και Κακίας, όσο και ο παράγοντας Τύχη, αποτελούσε πάντοτε αντικείμενο σοβαρής και επισταμένης διερεύνησης τής ελληνικής - και όχι μόνον αυτής - ηθικής φιλοσοφίας, όπως και τού υγιούς τμήματος τής ελληνικής κοινωνίας, που «μετά κόπων και βασάνων» διασώζει, καλλιεργεί και αναπτύσσει τις αξίες και τα ιδανικά τού πολυτιμότερου πολιτισμού τής Οικουμένης. Στο παρόν βιβλίο θα παρακολουθήσουμε τις θέσεις και τις απόψεις τού σοφού Πλουτάρχου γιά την Αρετή, την Κακία και την Τύχη. Ο συγγραφέας αντιμετωπίζει τις τρεις έννοιες, αλλά και δυνάμεις, μέσα από πραγματικά γεγονότα, μέσα από την δράση ευρέως γνωστών ιστορικών προσώπων και μέσα από αληθινά παραδείγματα τού ελληνο-ρωμαϊκού βίου, καταδεικνύοντας - μεταξύ άλλων - ότι η εσωτερική πάλη τού ανθρώπου, ο οποίος αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην οδό τής Αρετής και στην οδό τής Κακίας, ήταν χαρακτηριστικό πολλών προσωπικοτήτων τού καθημερινού βίου, και όχι μόνον μυθολογικό θέμα ή αντικείμενο τής θεωρητικής διδασκαλίας των φιλοσόφων, όπως αφελώς διαδίδεται από μία πληθώρα προβεβλημένων «διανοουμένων». Από την άλλη πλευρά, πάλι κατά την γνώμη τού Πλουτάρχου, η Τύχη, αν και συχνότατα αποτελούσε την πιό βολική δικαιολογία γιά τις ενέργειες των κακοπροαίρετων, των ράθυμων, των πονηρών και των παράσιτων, δεν ήταν πάντοτε, ίσως ποτέ, μία βασική αιτία ή ένας κύριος ρυθμιστικός παράγοντας τής δράσης και τής αντίδρασης των ανθρώπων.
Στην «ταλαπείρια» εποχή μας, η οποία επιδεικτικά και προς δική της φθορά και καταστροφή και καταισχύνη αγνοεί ότι «το αγαθό και το ευχάριστο έχουν διαφορετική φύση μεταξύ τους» (Πλάτων, Φίληβος, 60b), καθώς και ότι «συμφέρον είναι ο τι οδηγεί στο αγαθό» (Πλάτων, Όροι, 414e), η Αρετή και η Κακία, όταν «κατά τύχη» εντοπιστούν, δεν αναγνωρίζονται ως μεταξύ τους παντελώς αντίθετες έννοιες και ως αντίρροπες δυνάμεις, ενώ η Τύχη - μοναδική αιτία όσων συμβαίνουν στην ζωή των ηλίθιων όντων - ύπουλα και υστερόβουλα χρησιμοποιείται γιά να δικαιολογήσει τις ανθρώπινες ενέργειες, όπως ακριβώς συμβαίνει στον βίο των περισσότερων ζώων, και μάλιστα των άγριων θηρίων, ο οποίος φαίνεται να αποτελεί προσιτό υπόδειγμα και ικανοποιητικό πρότυπο των σύγχρονων «απελευθερωμένων και εκσυγχρονισμένων» κοινωνιών.
Αθανάσιος Τσακνάκης στο 24grammata.com
Πλούταρχος
Ο Πλούταρχος (περ. 45 - περ. 120 μ.Χ.) καταγόταν από εύπορη αριστοκρατική οικογένεια της Χαιρώνειας της Βοιωτίας, όπου γεννήθηκε και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Φοίτησε στην Ακαδημία της Αθήνας και ταξίδεψε στην Ελλάδα, στην Αλεξάνδρεια, στη Μικρά Ασία και την Ιταλία. Επισκέφθηκε τουλάχιστον δύο φορές τη Ρώμη, όπου συνδέθηκε με κύκλους του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος.
Έχαιρε μεγάλου σεβασμού και τιμήθηκε με διάφορα δημόσια αξιώματα. Επί "πολλάς πυθιάδας", τουλάχιστον είκοσι χρόνια, διετέλεσε πρωθιερέας του μαντείου των Δελφών.
 Έμεινε γνωστός ως ο μεγάλος βιογράφος της αρχαιότητας, χάρη στους πενήντα (από τους οποίους σώζονται οι 48) "Βίους Παραλλήλους επιφανών Ελλήνων και Ρωμαίων". Το έργο του περιλαμβάνει επιπλέον περίπου διακόσια (σώζονται 78) κείμενα ποικίλης θεματολογίας, δοκίμια, ομιλίες και διαλόγους, στο σύνολο των οποίων δόθηκε, όχι απολύτως εύστοχα, ο τίτλος "Ηθικά".
Η επίδραση που άσκησε το έργο του Πλούταρχου ήταν τεράστια. Έχει γραφτεί ότι μέσα από αυτό έχουμε όλοι οι μεταγενέστεροι γνωρίσει την ελληνική και τη ρωμαϊκή αρχαιότητα. Ειδικά μεταξύ του 16ου και του 18ου αιώνα η διάδοσή του στους μορφωμένους ευρωπαϊκούς κύκλους δεν απείχε εκείνης της Βίβλου.
Στους θαυμαστές του και σ` εκείνους που άντλησαν από αυτό κατά τους τελευταίους αιώνες συγκαταλέγονται, ενδεικτικά, ο Έρασμος, που μετέφρασε στα λατινικά και αφιέρωσε στον Ερρίκο Η΄ το "Πως αν τις διακρίνοιε τον κόλακα του φίλου"· ο Μονταίν, που εμπνεύστηκε τις "Δοκιμές" του από τα "Ηθικά"· ο Σαίξπηρ, που βάσισε στους "Βίους" τις ρωμαϊκές τραγωδίες του· ο Ρουσσώ και ο Γκαίτε, που κατέτασσαν τον Πλούταρχο στους αγαπημένους τους συγγραφείς· ο Μπετόβεν, που τον εκτιμούσε όσο και τον Όμηρο και αναζήτησε στο έργο του στήριγμα όταν έχανε την ακοή του· ο Έμερσον και οι υπερβατιστές· ο Καβάφης, στο "Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον", στους "Αλεξανδρινούς βασιλείς" κ.α., ενώ οι "Παράλληλοι Βίοι" ήταν το αγαπημένο ανάγνωσμα του Ναπολέοντα.
Η μελέτη του Πλούταρχου εγκαταλείφθηκε κατά τον 19ο αιώνα, κυρίως επειδή το έργο του αποδεικνυόταν αναξιόπιστο για την ιστορική ανασύνθεση του ελληνορωμαϊκού παρελθόντος. Εντούτοις ο ίδιος δεν ενδιαφερόταν τόσο για την ιστορική ακρίβεια, όσο για το χαρακτήρα και την ψυχολογία των ηρώων του, καθώς και για την ηθική διάσταση των πράξεών τους. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα το ενδιαφέρον για το έργο του Πλούταρχου ώς έναν βαθμό αναζωπυρώθηκε, ωστόσο περιορίστηκε κυρίως στην ακαδημαϊκή κοινότητα. 
Πηγή: https://sciencearchives.wordpress.com/
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος.

24.2.16

ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ ΤΑΔΕ ΕΦΗ

ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΝΤΡΑ ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΟΣΥΓΚΡΑΣΙΑ και τις υποχρεώσεις του Μάρκου Αυρήλιου, το μεγάλο πρόβλημα είναι οι σχέσεις με τους συνανθρώπους του. Εδώ, αν οι αντιλήψεις του είναι στωικές, η πρακτική του είναι περισσότερο χριστιανική. Όταν έχεις να κάνεις με παλιανθρώπους, σκέψου:
Πρώτα πρώτα, ποια είναι η σχέση μου μ’ αυτούς’ και πως όλοι έχουμε γεννηθεί ο ένας για χάρη του άλλου’ και κατά δεύτερο λόγο, ειδικά εγώ, έλαχε να μπω μπροστάρης τους, όπως το κριάρι στο κοπάδι ή ο ταύρος στην αγέλη. Ξεκίνα να προσεγγίζεις το ζήτημα από την εξής αρχή: Αν δεν ισχύει η ατομική φυσική θεωρία, τότε η Φύση είναι η δύναμη που διοικεί τα πάντα. Κι αν είναι έτσι, αυτό σημαίνει πως τα χειρότερα έχουν γεννηθεί για χάρη των ανώτερων’ και τα ανώτερα, το ένα για χάρη του άλλου.
Δεύτερο: φέρε με το νου σου, το πώς είναι τούτοι οι άνθρωποι στο τραπέζι, πώς είναι στο κρεβάτι και στην υπόλοιπη ζωή τους. Κυρίως, σε τι πράξεις τούς υποχρεώνουν οι ίδιες οι ιδέες και αρχές τους -και με πόση αλαζονεία δρουν.
Τρίτο: αναλογίσου ότι αν οι πράξεις τους είναι σωστές, εσύ δεν πρέπει να δυσανασχετείς. Αν όμως πέφτουν σε σφάλματα, είναι προφανές ότι δρουν εν αγνοία τους και αβούλητα. Γιατί κάθε ψυχή στερείται την αλήθεια χωρίς τη θέλησή της’ με τον ίδιο τρόπο, χωρίς τη θέλησή της στερείται τη δυνατότητα να αντιμετωπίζει το καθετί σύμφωνα με την αξία του. Επομένως, στενοχωριούνται να ακούν πως είναι άδικοι, αγνώμονες και πλεονέκτες ή, μ’ ένα λόγο, άμαρτητικοΐ περί τους πλησίον.
Τέταρτο: αναλογίσου ότι και συ πέφτεις σε πολλά σφάλματα κι είσαι άλλος ένας σαν κι αυτούς. Κάποια σφάλματα μπορεί να μην τα κάνεις, έχεις όμως μια κλίση και προς αυτά -έστω και αν μένεις μακριά από δειλία, ή ματαιοδοξία ή κάποιο παρόμοιο ελάττωμα.
Πέμπτο: σκέψου ότι δεν μπορείς να ξέρεις με σιγουριά αν όντως αμαρτάνουν. Γιατί πολλές πράξεις γίνονται σύμφωνα με την οικονομία του κόσμου, και σε γενικές γραμμές πολλά πρέπει προηγουμένως να καταλάβει κανείς, ώστε να αποφαίνεται για τις πράξεις των άλλων ως κάποιος που κατέχει τα πράγματα σε βάθος.
Έκτο: όταν σε πιάνει μεγάλη αγανάκτηση ή θλίψη, αναλογίσου ότι η ανθρώπινη ζωή είναι μια στιγμή, και ότι ύστερα από λίγο όλοι μας θα κειτόμαστε νεκροί.
Έβδομο: δεν είναι οι πράξεις τους που με ενοχλούν’ γιατί αυτές βρίσκονται μέσα στο δικό τους ηγεμονικό’ αυτό που με κάνει να ενοχλούμαι είναι οι δικές μου πεποιθήσεις. Ξεφορτώσου τες, λοιπόν, και παράτα με τη θέλησή σου την κριτική ενάντια σε πράξεις που τις βρίσκεις φοβερές, και πάει, έφυγε η οργή. Πώς θα τις ξεφορτωθείς; Αν λογαριάσεις ότι η πράξη του άλλου δεν είναι ντροπή δική σου, τότε -εκτός κι αν κακό είναι μόνο ό,τι ντροπιάζει—, το δίχως άλλο, πέφτεις κι εσύ σε πολλά σφάλματα και ληστής γίνεσαι και ικανός για όλα.
Όγδοο: σκέψου πόσο πιο ανυπόφορη είναι η οργή κι η θλίψη για τέτοια πράγματα, παρά τα ίδια τα πράγματα που μας εξοργίζουν και μας θλίβουν.
Ένατο: σκέψου ότι η καλοσύνη είναι ανίκητη, αν είναι γνήσια και όχι βεβιασμένο χαμόγελο ή υποκρισία. Τι μπορεί να σου κάνει ακόμα και ο πιο αλαζονικός άνθρωπος, αν παραμένεις καλοσυνάτος απέναντι του και, σε περίπτωση που σου δοθεί ευκαιρία, τον συμβουλεύεις με πραότητα και προσπαθείς ήσυχα να τον με-ταπείσεις την ώρα που πάει να σου κάνει κακό: «Μη, παιδί μου. Για άλλα πράγματα έχουμε γεννηθεί. Εγώ δεν θα πάθω κακό’ εσάθα κάνεις κακό στον εαυτό σου, παιδί μου». Και να του δείχνεις με λεπτότητα ότι γενικά έτσι έχουν τα πράγματα, ότι ούτε οι μέλισσες δεν το κάνουν αυτό μήτε τα άλλα ζώα που ζουν κατά αγέλες. Χωρίς ειρωνεία, χωρίς να τον υποβιβάζεις, αλλά με στοργή και δίχως πίκρα στην ψυχή’ όχι σα δάσκαλος’ ούτε για να σε θαυμάσουν οι γύρω, αλλά σαν να ’σασταν μόνοι οι δυο σας, κι ας είναι κι άλλοι μπροστά.
Αυτούς τους εννέα κανόνες κράτα τους στο μυαλό, θεώρησέ τους δώρα που σου έχουν χαρίσει οι Μούσες και αρχίνα επιτέλους να είσαι άνθρωπος εφ’ όρου ζωής. Και να προσέχεις: όχι μόνο να μην οργίζεσαι με τους άλλους μα και να μην τους κολακεύεις, γιατί και οι δύο στάσεις είναι αντικοινωνικές και επιβλαβείς. Όταν σε πιάνει οργή, αμέσως να σκέφτεσαι ότι ο θυμός δεν είναι ανδρεία. Και ότι η πραότητα όχι μόνο είναι πιο ανθρώπινη μα και πιο αντρίκια στάση’ και όποιος την έχει, ταυτόχρονα έχει και δύναμη και νεύρο και αντρειοσύνη. Όχι όποιος αγανακτεί και δυσανασχετεί, γιατί όσο πιο απαθής είσαι τόση περισσότερη δύναμη έχεις. Η οργή, όπως κι η λύπη, είναι ένδειξη αδυναμίας: και στις δυο περιπτώσεις, ο άνθρωπος έχει πληγωθεί και έχει ενδώσει.
Αν θες τώρα, πάρε και ένα δέκατο δώρο από τον Μουσηγέτη Απόλλωνα:
το να έχεις την αξίωση να μην αμαρτάνουν οι φαύλοι, είναι τρέλα, γιατί ζητάς κάτι αδύνατο. Όμως το να τους επιτρέπεις να είναι όπως είναι απέναντι στους άλλους και συγχρόνως να έχεις την αξίωση να είναι εντάξει με σένα, είναι αναισθησία και δεσποτισμός.
Από το πρωί της ημέρας να επαναλαμβάνεις στον εαυτό σου: σήμερα θα συναντηθώ με τον πολυπράγμονα, με τον αχάριστο, με τον αλαζόνα, τον δολερό, τον φθονερό, τον ακοινώνητο. Τους συμβαίνουν αυτά επειδή αγνοούν το αγαθό και το κακό. Εγώ όμως, στοχάστηκα τη φύση του καλού, κι είδα ότι είναι ωραίο’ και τη φύση του κακού, κι είδα την ασχήμια του’ και τη φύση του ανθρώπου που σφάλλει, κι είδα ότι είναι συγγενής μου, όχι από το ίδιο αίμα ή σπέρμα αλλά από τον ίδιο Νου, και ότι έχει τη θέση του μέσα στο θείο έργο. Δεν μπορεί να με βλάψει κανείς από τους παραπάνω, γιατί κανείς τους δεν μπορεί να με εμπλέξει στην αισχρότητα. Επίσης δεν μπορώ να οργίζομαι μ’ ένα συγγενικό μου πρόσωπο ούτε να το μισώ.
Γεννηθήκαμε για να συνεργαζόμαστε μεταξύ μας, όπως τα πόδια, τα χέρια, τα βλέφαρα, όπως η πάνω και κάτω σειρά των δοντιών. Το να κάνουμε αντίπραξη ο ένας στον άλλο είναι παρά φύσιν. Και η ουσία της αντίπραξης είναι η αγανάκτηση και η αποστροφή

ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ (50-138ΜΧ)

''Αφού τους αρχαίους προγόνους μας δεν μπορούμε να τους ξεπεράσουμε έχουμε δυο επιλογές, η να τους ξεχάσουμε η να τους μελετήσουμε.''
Ο Επίκτητος (50 – 138 μ.Χ. ) ήταν Έλληνας στωϊκός φιλόσοφος που γεννήθηκε στην Ιεράπολη της της Φρυγίας. Ήταν δούλος και ζούσε στη Ρώμη, αλλά κάποια στιγμή κατάφερε – δεν ξέρουμε πώς- να ζει ελεύθερος. Έγινε φιλόσοφος και διώχθηκε από τη Ρώμη εξαιτίας σχετικού διατάγματος του Δομιτιανού. Πήγε μετά στη Νικόπολη της Ηπείρου, όπου ίδρυσε φιλοσοφική σχολή. Μεταξύ των μαθητών του συγκαταλέγεται ο ιστορικός Φλάβιος Αρριανός, ο πραγματικός καταγραφέας των φιλοσοφικών του απόψεων, καθώς ο ίδιος δεν άφησε κανένα σύγγραμμα (όπως και ο Σωκράτης!). Ήταν ανάπηρος από το ένα πόδι, δεν ξέρουμε όμως πώς ακριβώς το έπαθε, κάποιοι λένε ότι έτσι γεννήθηκε, άλλοι ότι του το έσπασε σκόπιμα ο κύριός του.
Τα κύρια σημεία που εστιάζει ο Επίκτητος είναι η ακεραιότητα, η αυτοδιαχείριση και η προσωπική ελευθερία, την οποία προωθεί με το να ζητάει στους μαθητές του την λεπτομερή εξέταση δύο κεντρικών ιδεών, την προαίρεση ελεύθερη εκλογή στάσης ζωής  και τη σωστή χρήση των εντυπώσεων.

Στο Εγχειρίδιον ο Επίκτητος δίνει ρητές συμβουλές για το πώς πρέπει να ζούμε. Λέγεται Εγχειρίδιον γιατί όλα τα άτομα που θέλουν να ζήσουν όπως πρέπει, πρέπει να το έχουν πάντα μαζί τους εύκαιρο. Είναι ένα βιβλίο συνεχούς και απαραίτητης χρήσης, όπως το σπαθί (που συχνά αναφέρεται με αυτή την λέξη και φαίνεται η παρομοίωση να έχει παρθεί από εκεί) για έναν στρατιώτη.
Κάποια πράγματα τα εξουσιάζουμε και άλλα όχι, λέει ο Επίκτητος, και πρέπει να μάθουμε την διαφορά. Της εξουσίας μας είναι η γνώμη μας, η διάθεσή μας, η επιθυμία να απολαύσουμε, η προσπάθεια να αποφύγουμε, με άλλα λόγια όσα είναι δική μας ενέργεια. Δεν είναι της εξουσίας μας το σώμα, η περιουσία, οι δόξες, τα αξιώματα, με μια λέξη όσα δεν είναι δικής μας ενέργειας.
Υπάρχει μόνο ένας τρόπος να είμαστε ευτυχισμένοι κι αυτός είναι να σταματήσουμε να ασχολούμαστε με πράγματα πέρα από τον έλεγχό μας.
Αν θες, λέει, να μη σου τύχουν αρρώστιες, θάνατος ή φτώχεια, θα δυστυχήσεις. Την επιθυμία κατάργησέ την τελείως γιατί αν επιθυμείς κάτι που δεν είναι της εξουσίας σου θα αποτύχεις.
Κάθε τι που αγαπάς να εξακριβώνεις τι είναι, πχ να λες χύτρα είναι έτσι ώστε αν σπάσει να μην ταραχθείς, αν φιλάς το παιδί σου ή την γυναίκα σου να λες, άνθρωπος είναι, έτσι δε θα ταραχθείς όταν πεθάνει. Αν θες η γυναίκα σου, τα παιδιά σου και οι φίλοι σου να ζουν αιωνίως, είσαι ηλίθιος. Θέλεις δηλαδή να εξουσιάζεις εκείνα που δεν είναι της δικής σου εξουσίας. Θάνατο και εξορία και όλα που σου φαίνονται τρομερά λογάριαζέ τα κάθε μέρα. Περισσότερο από όλα τον θάνατο, μ” αυτό ποτέ δε θα συλλογισθείς τίποτα ταπεινό, ούτε θα επιθυμήσεις τίποτα με υπερβολή.  Πρέπει να αγαπάμε τα παιδιά μας, τα αδέρφια μας, τους φίλους μας αλλά ταυτόχρονα να υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας την θνητότητά τους. Η κυρίαρχη σχέση είναι με τον θεό: οι ανθρώπινες σχέσεις δεν θα έπρεπε να μας δίνουν λόγο να μεμφόμαστε τον θεό αλλά θα πρεπε να μας παρακινούν να χαιρόμαστε με την φυσική τάξη πραγμάτων.
Δεν πειράζουν τους ανθρώπους τα πράγματα, αλλά οι γνώμες που σχηματίζουν για τα πράγματα. Πχ ο θάνατος δεν είναι κάτι φοβερό, αν ήταν θα φαινόταν και στον Σωκράτη, η ιδέα του θανάτου, επειδή είναι τρομερή, αυτή μας τρομάζει. Αν αλλάξουμε τις εντυπώσεις μας, θα αλλάξουν και τα συναισθήματά μας. Σε αυτό το αξίωμα βασίστηκε και η γνωστική ψυχοθεραπεία του Albert Ellis.
Η πραγματική διαδικασία αυτοβελτίωσης είναι αρχικά ζήτημα του συνειδητά να επιβραδύνεις τη διαδικασία των σκέψεών σου  ώστε να επιτρέψεις την αντανάκλαση όσων συμβαίνουν. Μοιάζει κάπως με τα φίλτρα που λέμε στην ψυχοθεραπεία, ανάμεσα στην σκέψη και τη δράση. Λέει “Εντύπωση, περίμενέ με λίγο. Άσε να δω τι είσαι και τι συμβολίζεις, άσε να σε τεστάρω”. Το να έχω μία εντύπωση σημαίνει να έχω επίγνωση για κάτι στον κόσμο.
Οπότε αν κάποιος σε έχει θυμώσει γνώριζε ότι είναι η δική σου σκέψη που σε θυμώνει (αυτό μοιάζει με το τι λέει και ο Δαλάι Λάμα σε σχέση με τον θυμό). Οπότε πριν αντιδράσεις μην αφήσεις τις εντυπώσεις σου να σε παρασύρουν. Γιατί αν πάρεις λίγο χρόνο θα δεις ότι είναι πιο εύκολο να ελέγξεις τον εαυτό σου. Ο θυμός καταστρέφει την ικανότητά μας να λογικευτούμε και να πάρουμε καλές αποφάσεις για αυτό πρέπει να του φερόμαστε με φροντίδα, αλλά και αποφασιστικότητα. Ο Επίκτητος λέει ότι κάθε πράγμα έχει 2 χερούλια, ένα από το οποίο μπορείς να το σηκώσεις κι ένα από το οποίο είναι ασήκωτο. Κάθε πράγμα δηλαδή έχει 2 όψεις, μία υποφερτή και μία όχι! Ο θυμός μοιάζει άχρηστος για κάθε γεγονός στην ζωή μας. Μας εμποδίζει από το να διαχειριστούμε την κατάσταση που ουσιαστικά τον προκάλεσε. Είναι εργαλείο παραλογισμού.
Η βάση της φιλοσοφίας είναι η αυτογνωσία. Η φιλοσοφία είναι τρόπος ζωής, διδάσκει ο Επίκτητος, και όχι απλά θεωρία. Για εκείνον όλα τα εξωτερικά γεγονότα κανονίζονται από τη μοίρα, επομένως δεν μπορούμε να τα ελέγξουμε. Πρέπει να τα δεχόμαστε ήρεμα, χωρίς πάθη. Ωστόσο είμαστε υπεύθυνοι για τις ενέργειές μας. Προσπαθώντας να ελέγξουμε τα ανεξέλεγκτα αρχίζουμε να υποφέρουμε. Αν και ο όρος ειμαρμένη που χρησιμοποιεί παραπέμπει στην έννοια του πεπρωμένου και της μοίρας, δεν πρέπει να συγχέεται με την μοιρολατρία. Στην περίπτωση της ειμαρμένης μπορούμε να επιλέγουμε παρόλο που όλες οι δυνατότητες στις οποίες ένα γεγονός ενδέχεται να εξελιχθεί είναι ήδη δεδομένες. Το ποια όμως από τις προκαθορισμένες δυνατότητες θα επιλέξουμε ανήκει στη δική μας δικαιοδοσία. Γι’ αυτό προκειμένου να προβούμε στις σωστές επιλογές θα πρέπει να έχουμε μελετήσει την φύση, ώστε γνωρίζοντας τις δυνατότητες των γεγονότων να επιλέξουμε αυτές που θα μας κάνουν ευτυχισμένους. Πχ η αρρώστια δεν είναι κάτι που μπορούμε να ελέγξουμε, το πότε θα αρρωστήσουμε, το για πόσο, το αν θα συνέλθουμε, δεν εξαρτώνται από εμάς. Μπορούμε βέβαια να επισκεφτούμε έναν καλό γιατρό αλλά δεν μπορούμε να έχουμε έλεγχο στο αν θα πετύχει η θεραπεία.
Για να πετύχουμε τη γαλήνη, την απάθεια, πρέπει να σταματήσουμε να ασχολούμαστε με χαζές ανησυχίες, προσπάθειες να ελέγξουμε τους άλλους, γιατί θα οδηγούμαστε συνεχώς σε αγωνία και άγχος. Αντίθετα, θα πρεπε να δίνουμε την ενέργειά μας στο να προσπαθούμε να αυτοβελτιωθούμε και να κάνουμε το καθήκον μας και να ζούμε με τιμή, προσπαθώντας να δεχτούμε όσο πιο ήρεμα γίνεται τις προκλήσεις που εμφανίζονται μπροστά μας.
Η απάθεια, δηλαδή η αταραξία της ψυχής είναι προϋπόθεση της αρετής και της ευτυχίας. Η αγωνία μας για την ζωή είναι από τα πολλά πάθη μας. Το πάθος είναι μια αφύσικη κίνηση της ψυχής, μια ορμή πλεονάζουσα, που μας παρασύρει σε επικίνδυνες για την ηθική ισορροπία και την ευτυχία μας, αντιδράσεις. Πρέπει λοιπόν να βγάλουμε από την ψυχή μας κάθε είδους πάθος για να κατακτήσουμε την αρετή και να γίνουμε ευτυχισμένοι.
Τα συναισθήματα πένθους, οίκτου και στοργής είναι γνωστές ενοχλήσεις της ψυχής. Η θλίψη είναι το πιο επιθετικό, και ο Επίκτητος θεωρούσε το να πενθούμε ή να θλιβόμαστε πράξη κάκιστη. Είναι σα να πηγαίνουμε ενάντια στην θέληση του Θεού, έλεγε.
Όταν συναντούμε εμπόδια, ποτέ να μην κατηγορούμε τους άλλους αλλά μόνο τον εαυτό μας, δηλαδή τις γνώμες μας. Ο απαίδευτος κατηγορεί τους άλλους για τα δικά του ατυχήματα, εκείνος που άρχισε να εκπαιδεύεται τον εαυτό του και ο πεπαιδευμένος ούτε τον εαυτό του.
“Μη γυρεύεις τα πράγματα να γίνονται όπως θες, αλλά θέλε τα πράγματα όπως γίνονται και θα ευτυχίσεις” διακήρυσσε συχνά ο Επίκτητος.
Η αρρώστια είναι εμπόδιο για το σώμα, όχι όμως και για την ελεύθερη κρίση. Αν κουτσαθείς αυτό είναι εμπόδιο για το πόδι, όχι όμως για την ελευθερία της κρίσης.
Της περιουσίας καθενός μέτρο είναι το σώμα του. Για το σώμα μόνο ό,τι έχεις ανάγκη να παίρνεις (πχ ρούχα, τροφή). Μιας και περάσεις το μέτρο δεν υπάρχει πια όριο. Ηθική προστυχιά η υπερβολική ενασχόληση με το σώμα, να τρως υπερβολικά, να πίνεις υπερβολικά και τέτοια. Η προσοχή πρέπει να είναι στο πνεύμα. Τα σώματά μας δε μας ανήκουν στην πραγματικότητα, αφού δεν μπορούμε πάντα να αποφασίσουμε τι θα τους συμβεί.
Μη λες πώς πρέπει να τρώνε αλλά αλλά τρώγε όπως πρέπει. Θυμήσου ο Σωκράτης τόσο είχε βγάλει από την ζωή του την επίδειξη που άνθρωποι έρχονταν και του ζητούσαν να τους συστήσει σε φιλοσόφους κι εκείνος τους έστελνε, τόσο δεν τον πείραζε να τον παραβλέπουν. Μην καυχιέσαι για ό,τι κάνεις.
Προσδιόρισε για τον εαυτό σου έναν χαρακτήρα κι έναν τρόπο ζωής που θα τον κρατήσεις ανάλλαχτο και μόνος όταν είσαι και με άλλους.
Του απαίδευτου κατάσταση και χαρακτήρας: ποτέ δεν περιμένει ωφέλεια ή βλάβη από τον εαυτό του, αλλά απ’ έξω. Του φιλόσοφου κατάσταση και χαρακτήρας: κάθε ωφέλεια ή βλάβη από τον εαυτό του την περιμένει.
Έλεγε πως η ελευθερία και η σκλαβιά δεν είναι παρά ονόματα για την αρετή και την κακία και οι δύο εξαρτώνται από τη βούληση. Κανένας του οποίου η βούληση είναι ελεύθερη, δεν είναι δούλος. Εδώ θυμίζει λίγο αυτό που έλεγε ο Φρανκλ ότι μπορείς να διαλέξεις πως θα συμπεριφερθείς σε κάθε κατάσταση. Όπως και ο Επίκτητος ήταν δούλος, έτσι και ο Φρανκλ ήταν κρατούμενος σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Εστιάζει πολύ στην ελευθερία. Ένα αληθινά ελεύθερο άτομο δεν είναι ελεύθερο μόνο από χρέη, αλλά και από τις ενοχλήσεις που προκαλούνται προσπαθώντας να πείσουν τους άλλους ή να τους αλλάξουν. Δυσκολευόμαστε πάρα πολύ να αντέξουμε την κριτική, ειδικά όταν δε δίνεται με καλό τρόπο. Ο Επίκτητος ρωτάει: “Αν κάποιος έδινε το σώμα σου σε κάποιον που γνώριζε τυχαία στον δρόμο θα θύμωνες πολύ. Και δεν ντρέπεσαι να δίνεις ο ίδιος το μυαλό σου, να αφήνεις να σε επηρεάζει όποιος τύχει να σου επιτεθεί λεκτικά;”
Η ουσία του θεού είναι η καλοσύνη, έχουμε όλα τα καλά που θα μπορούσαν να μας δοθούν.
Δεν ήταν υπέρ του γάμου και των παιδιών. Ο γάμος μπορεί να ήταν καλός σε μια κοινωνία σοφών ανδρών, αλλά με την επικρατούσα κατάσταση που είναι σα να βρίσκεσαι σε μάχη διαρκώς, μάλλον θα αποσπάσει τον φιλόσοφο από την υπηρεσία του Θεού. Ο γάμος θα μας βγάλει τις χειρότερές μας πλευρές, έλεγε ο Επίκτητος. Πίστευε πολύ στην φιλία, αλλά δεν πίστευε με τίποτα ότι μπορούν δύο σύζυγοι να είναι φίλοι. Ο γάμος, έλεγε, είναι μια τρομερή διάσπαση από την καλή ζωή. Το να ασχολείσαι καθημερινά με μικροπράγματα και με το να ασχολείσαι με τι κάνει το παιδί σου (αν έφαγε ή όχι) αν είναι άρρωστος ο άντρας σου κλπ είναι σκέτη αγγαρεία. Η συνεχής συναισθηματική προσοχή που απαιτείται από τους συζύγους συνεχώς είναι μεγάλο βάρος. Οι σοφοί δεν πρέπει να ανησυχούν και να ασχολούνται με τις ασήμαντες λεπτομέρειες της οικογενειακής ζωής. Στη μόνη περίπτωση που ήταν υπέρ του γάμου ήταν μεταξύ 2 φιλοσόφων, όπως στην περίπτωση του Κράτη και της Ιππαρχίας (Κυνικών φιλοσόφων) που ζούσαν λιτά, χωρίς σπίτι ή υπάρχοντα, ζώντας στους δρόμους, χωρίς να αναλώνονται σε τσακωμούς για το ποιος θα πλύνει τα πιάτα.
Ο Επίκτητος χρησιμοποιεί τις εξής αναφορές σχετικά με το πώς θα έπρεπε να ζουν οι Στωικοί την ζωή τους.
Η ζωή σαν μια γιορτή
Ενθαρρύνει να σκεφτούμε τη ζωή μας σαν γιορτή, κανονισμένη προς όφελός μας από τον Θεό, σαν κάτι που πρέπει να ζούμε με χαρά και να μη λυγίζουμε από τις δυσκολίες, αλλά να βλέπουμε την μεγαλύτερη εικόνα.
Η ζωή σαν παιχνίδι
Ενθαρρύνει τους μαθητές του να εκτιμήσουν τα εξωτερικά πράγματα που είναι αδιάφορα (ούτε καλά, ούτε κακά). Το τι μετράει είναι το πώς παίζουμε το παιχνίδι. Όπως και όταν κάποιοι παίζουν μπάλα δε σκέφτονται αν η μπάλα είναι καλή ή κακή, θέλουν απλά να την πετάξουν και να την πιάσουν. Με τα παιχνίδια συζητά και περί της αυτοκτονίας. Λέει δηλαδή, αν δεν αντέχεις την ζωή μπορείς να παραιτηθείς, όπως αν δε σου άρεσε ένα παιχνίδι θα το σταματούσες. Να είσαι σαν τα παιδιά που λένε “δε θα παίξω άλλο” και φεύγουν όταν δεν απολαμβάνουν το παιχνίδι. Έτσι να κάνεις κι εσύ και αν μείνεις τελικά, να σταματήσεις να γκρινιάζεις. Όποιος βρίσκει την ζωή αβάσταχτη είναι ελεύθερος να παραιτηθεί, αλλά να το σκεφτεί καλά πριν αφήσει τον ρόλο του. Οι Στωικοί ποτέ δε θα την βρουν αβάσταχτη και δε θα παραπονεθούν σε κανέναν – Θεό ή άνθρωπο.
Η ζωή σαν ύφανση
Ό,τι υλικό μας δίνεται πρέπει να το χρησιμοποιήσουμε σωστά και όσο καλύτερα μπορούμε. (όπως αυτοί που φτιάχνουν τις πλέξεις, κλπ)
Η ζωή σαν θεατρικό έργο
Ο ρόλος που παίζουμε στην ζωή κανονίζει και ποιες πράξεις είναι κατάλληλες για μας. Πρέπει να δεχόμαστε την μοίρα μας, όποια κι αν είναι, αφού δεν επιλέγουμε τον ρόλο μας. Να θυμάσαι ότι είσαι ένας ηθοποιός του οποίου ο χαρακτήρας έχει αποφασιστεί από τον συγγραφέα – είτε είναι μικρός, είτε είναι μεγάλος. ‘Ο,τι κι αν θέλει να είσαι, παίξε τον ρόλο που σου δόθηκε όσο καλύτερα μπορείς. Είναι δουλειά σου να κάνεις το καλύτερο που μπορείς, αλλά είναι δουλειά άλλου να επιλέξει τι ρόλο θα παίζεις.
Η ζωή σαν ένας αθλητικός αγώνας
Όπως οι αθλητές πρέπει να προετοιμάζονται για να μπουν στην αρένα, έτσι και οι Στωικοί προετοιμάζονται για την φιλοσοφική ζωή μέσων της ηθικής που διδάσκονται. Η εκπαίδευση για τη Στωική ζωή είναι όπως η εκπαίδευση του αθλητή, δύσκολη, απαιτητική και δυσάρεστη. Πρέπει να τα έχουμε σκεφτεί όλα αυτά που χρειάζονται για να προετοιμαστεί κάποιος για κάτι, ώστε να μη φανούμε μετά χαζοί, αν δεν έχουμε υπολογίσει σωστά. Πρέπει να εκπαιδευόμαστε συνεχώς και να είμαστε έτοιμοι για όλα όσα μπορεί να συναντήσουμε μπροστά μας, ο αγώνας είναι εδώ κάθε στιγμή.
Η ζωή σαν στρατιωτική θητεία
Η μεταφορά αυτή επιστρέφει στην Στωική ιδέα ότι το σύμπαν κυβερνάται από τον Θεό και είτε μας αρέσει είτε όχι, είμαστε όλοι στην υπηρεσία του. Η ζωή είναι σαν την υπηρεσία του στρατιώτη, καθένας είναι υπεύθυνος για κάτι. Αν δεν το κάνεις, ο στρατηγός σου θα παραπονεθεί και θα φέρεις και όλους τους υπόλοιπους σε δυσμενή θέση όλο τον στρατό με το λάθος σου. Αν ο καθένας έκανε ό,τι ήθελε δε θα υπήρχε στρατιώτης να κρατά σκοπιά ή να πολεμήσει. Έτσι είναι και στην ζωή του κάθε ανθρώπου είναι μια εκστρατεία. Είναι για σένα να παίξεις τον ρόλο του στρατιώτη, να κάνεις τα πάντα για να ευχαριστήσεις τον Στρατηγό.
Η φιλοσοφία των Στωικών μπορεί να περιληφθεί και στην φράση που λένε στα προγράμματα των 12 βημάτων: “Θεέ μου δώσε μου τη δύναμη να αλλάξω αυτά που μπορώ, την υπομονή να αντέξω αυτά που δεν μπορώ, και την σοφία για να γνωρίζω την διαφορά μεταξύ τους”.
Δήμητρα Αθανασάκου, Ψυχολόγος Ψυχοθεραπεύτρια (Σημειώσεις από παρουσίαση που έγινε στο “γίγνεσθαι” την Ελληνική Εταιρεία Υπαρξιακής Ψυχολογίας, στα πλαίσια του Εργαστηρίου Υπαρξιακών Θεμάτων, τον Οκτώβριο του 2012)
Αποφθέγματα
  1. Ανέχου και απέχου (να έχεις υπομονή και εγκράτεια)
  2. Ει βούλει καλώς ακούειν, μάθε καλώς λέγειν, μαθών δε καλώς λέγειν, πειρώ καλώς πράττειν, και ούτω καρπώση το καλώς ακούειν (Αν θέλεις να σε επαινούν, μάθε πρώτα να λες καλά λόγια, και αφού μάθεις να λες καλά λόγια, να κάνεις καλές πράξεις, και τότε θα ακούς καλά λόγια για σένα.)
  3. Κανείς δεν μπορεί να είναι ελεύθερος, αν δεν είναι κύριος του εαυτού του.
  4. Αν αναλάβεις κάποια θέση που ξεπερνά τις δυνάμεις σου, αφενός θα ρεζιλευτείς αφετέρου θα παραλείψεις να κάνεις αυτό που μπορείς.
  5. Όρισε στον εαυτό σου ένα χαρακτήρα και έναν τρόπο ζωής που θα τον κρατάς είτε είσαι μόνος σου είτε με άλλους.
  6. ΠΗΓΗ https://sciencearchives.wordpress.com 
  7. Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος. 

ΓΟΡΓΙΑΣ Ο ΣΟΦΙΣΤΗΣ

''Αφού τους αρχαίους προγόνους μας δε μπορούμε να τους ξεπεράσουμε έχουμε δυο επιλογές, η να τους ξεχάσουμε, η να τους μελετήσουμε.''
Ένας από τους σημαντικότερους σοφιστές φιλοσόφους και ρήτορες της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας καταγόμενος από τους Λεοντίνους της Σικελίας, όπου γεννήθηκε το 485 π. Χ..
Μεσούντος του Πελοποννησιακού Πολέμου ταξίδεψε στην Αθήνα σαν αρχιπρεσβευτής για να ζητήσει τη συμμαχία της πόλης εναντίον των Συρακουσών. Τότε ακριβώς κατέπληξε τους πάντες με το χαρισματικό λόγο του, τα γοργίεια λεκτικά σχήματα, όπως τα ονόμασε αργότερα ο τραγικός ποιητής Αγάθων, ένας από τους πολλούς διάσημους μαθητές του. Ανάμεσά τους ήταν ο Θουκυδίδης, ο Αλκιβιάδης, ο Κριτίας, ο Ισοκράτης, ο Αντισθένης.
Ο ίδιος δε ήταν μαθητής του Εμπεδοκλή και γι αυτό επηρεάστηκε σημαντικά από τη σκέψη της Ελεατικής σχολής. Ο Γοργίας έδειξε επίσης μια στενή συγγένεια με τον ελεατικό στοχασμό και ιδιαίτερα με τη σκέψη του Παρμενίδη και του Ζήνωνα, αν και από το αντιθετικό του ύφος δείχνει επίσης συγγένεια με το αντιθετικό ύφος των ηρακλείτειων κειμένων.
Στον Γοργία αποδίδεται επιτάφιος λόγος για νεκρούς Αθηναίους του Πελοποννησιακού Πολέμου, απόσπασμα του οποίου είναι η περίφημη φράση «τα κατά των βαρβάρων τρόπαια ύμνους απαιτεί, τα κατά των Ελλήνων θρήνους», που αποκαλύπτει πόσο βαθιά συναίσθηση είχε της εμφύλιας συμφοράς που συντελούνταν γύρω του. Εξάλλου και ο Ολυμπιακός λόγος του στην Ολυμπία το 408 π.Χ είχε θέμα ακριβώς τον τερματισμό του εμφυλίου και την ανάγκη συνένωσης των Πανελλήνων.
Οι ρητορικές του επιδείξεις στη σφαίρα της φιλοσοφίας συμπυκνώνονταν στην αντίληψη ότι «το όν δεν υπάρχει αλλά και αν υποτεθεί ότι υπάρχει, δεν είναι δυνατόν να γνωσθεί. Αλλά και αν υποθέσουμε ότι τελικά μπορεί να γνωσθεί, δεν μπορεί να μεταδοθεί, διότι η μετάδοση από άλλον άνθρωπο γίνεται με το λόγο, δηλαδή με λεκτικά πράγματα και όχι με το ίδιο το πράγμα».
Συμπερασματικά, για τον Γοργία δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια. Όλα αυτά περιέχονται στο έργο του «Περί του μη όντος ή περί φύσεως», περίληψη του οποίου μας έχει αφήσει ο Σέξτος ο Εμπειρικός.
Ο Γοργίας προσπάθησε να αποδείξει ότι τίποτε δεν υπάρχει. Αν υπάρχει, δεν μπορούμε να το γνωρίσουμε. Αν μπορούμε να το γνωρίσουμε, δεν μπορούμε ωστόσο να το μεταδώσουμε στους άλλους.
Η αποδεικτική τακτική του ονομάζεται ανασκευαστική και συνίσταται στον αποκλεισμό αντιφατικών προτάσεων. Το ον δεν είναι για τον Γοργία ούτε ένα ούτε πολλά. Αν ήταν ένα, θα έπρεπε να είναι άνευ χαρακτηριστικών, έκτασης και μεγέθους. Ωστόσο, εκείνο που δεν έχει χαρακτηριστικά γνωρίσματα, απλά δεν υπάρχει. Τότε πρέπει να δεχτούμε πως το ον είναι πολλαπλότητα, αλλά το πολλαπλό προϋποθέτει το απλό, ως συστατικό του στοιχείο. Όταν, λοιπόν, το ον δεν είναι ένα, δεν μπορεί να είναι και πολλά. Επακόλουθα, το ον, που οι Ελεάτες το θεωρούσαν υπαρκτό, δεν υπάρχει ουσιαστικά, μια και επιδέχεται αντίθετων και αντιφατικών, αλληλοαποκειόμενων απόψεων.
Εξ αιτίας όλων αυτών θεωρείται πρόδρομος του σκεπτικισμού. Ο τελευταίος πιστεύει ότι ακόμα και αν υπάρχουν κάπου οι απαντήσεις για όλα τα φιλοσοφικά ερωτήματα οι άνθρωποι δεν θα μπορέσουν ποτέ να βρουν με σιγουριά την λύση για όλα τα αινίγματα της φύσης και του σύμπαντος.
Ο Γοργίας πίστευε ότι δεν υπάρχει τίποτα, ότι και αν υπάρχει είναι ακατανόητο και αν είναι κατανοητό δεν μπορεί να εξηγηθεί στους συνανθρώπους μας.
Είχε ιδιαίτερες ικανότητες και τα ορθολογικά του επιχειρήματα ήταν αξεπέραστα.  Μάλιστα, ήταν ιδιαιτέρως περήφανος για το γεγονός ότι: «Κανείς, όπως έλεγε, δεν μπορεί να πει τα ίδια με μένα πιο βραχυλογικά από εμένα.», καθώς και για το ότι αυτοσχεδίαζε με μεγάλη ευκολία.  Συχνά έχοντας πλήρη επίγνωση αλλά και εμπιστοσύνη στις ρητορικές του ικανότητες πρότεινε στους ακροατές του να θέσουν εκείνοι το θέμα. Αυτό σήμαινε ότι δεν θα μπορούσε να έχει προετοιμάσει τον λόγο του από πριν.  Πίστευε ότι είχε καθήκον να κάνει τους νέους ικανούς ρήτορες γιατί θεωρούσε την τέχνη της πειθούς ως το ύψιστο αγαθό.
Στο έργο του Ἑλένης ἐγκώμιον, ένα από τα ελάχιστα έργα σοφιστών που σώζονται ολόκληρα, στην ουσία δεν είναι εγκώμιο αλλά "υπεράσπιση" της Ελένης. Πρόκειται για ρητορική επίδειξη, γραμμένη σε αττική διάλεκτο και στο γνωστό, περίτεχνο ύφος του Γοργία. Στο Ἑλένης ἐγκώμιον ο Γοργίας αναλαμβάνει να αποδείξει ότι η Ελένη δεν ευθύνεται που ακολούθησε τον Πάρη, όποιος και αν ήταν ο λόγος.
Εισαγωγικά απαριθμούνται τέσσερις παράγοντες στους οποίους θα μπορούσε να αποδοθεί η ευθύνη για την απόφασή της:
  • οι θεοί και η τύχη,
  • η βία,
  • ο πειστικός λόγος και
  • ο έρωτας.
Στη συνέχεια ο Γοργίας εξετάζει έναν ένα με τη σειρά τους τέσσερις αυτούς παράγοντες και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι και στις τέσσερις περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με δυνάμεις πολύ πιο ισχυρές από τη θέληση ενός ανθρώπου.
Πέθανε στα 108 του χρόνια από βαθιά γηρατειά. Όταν τον ρώτησαν πως τα είχε καταφέρει απάντησε ότι απέφευγε τις ηδονές και τις προκλήσεις στα συμπόσια.
Αξιοσημείωτο απόσπασμα των λόγων του
«οὐδέν ἔστιν,
εἰ καί έστιν, ἀκατάληπτον ἀνθρώπῳ
εἰ καί καταληπτόν, ἀλλά τοί γε
ἀνέξοιστον καί ἀνερμηνευτον τῷ πέλας.
Δεν υπάρχει τίποτε
και αν υπάρχει είναι ακατάληπτο στον άνθρωπο
και αν είναι καταληπτό, δεν μεταδίδεται και
δεν μεταφέρεται στον πλησίον
ΠΗΓΗ Wikipedia
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ Επικούρειος Πέπος.

ΠΡΟΔΙΚΟΣ Ο ΚΕΙΟΣ

''Αφού τους προγόνους μας δεν μπορούμε να τους ξεπεράσουμε έχουμε δυο επιλογές, η να τους ξεχάσουμε η να τους μελετήσουμε.''
O Πρόδικος ο Κείος, Ιουλίδα Κέας περ. 470 π.Χ. μετά το 399 π.Χ., καθόσον αναφέρεται, ότι ζούσε στην Απολογία του Σωκράτη, ήταν από τους σημαντικότερους σοφιστές της αρχαιότητας, σύγχρονος του Σωκράτη που είχε γίνει πολύ γνωστός στην Αθήνα από τις συχνές διπλωματικές αποστολές που του ανέθεσε η πατρίδα του.[1] Φημιζόταν για την ρητορική του τέχνη και την σοφία, εξ ου και η φράση «σοφότερος Προδίκου».
Γενικά απο την Βικιπαίδεια. Ήρθε στην Αθήνα ως πρεσβευτής από την Κέα και έγινε γνωστός ως ρήτορας και δάσκαλος. Όπως και ο Πρωταγόρας, είχε ως επάγγελμα την εκπαίδευση των μαθητών του για δημόσια αξιώματα, με ιδιαίτερη έμφαση στη σωστή χρήση της γλώσσας. Μερικοί από τους διαλόγους του Πλάτωνα εστιάζουν στη γλωσσική θεωρία του Προδίκου και στην εμμονή του για τη σωστή χρήση των ονομάτων. Σε μερικούς από τους Πλατωνικούς διαλόγους ο Σωκράτης εμφανίζεται ως φίλος και σύντροφος του Προδίκου.
Μυθολογικά θέματα Στον Πρόδικο αποδίδεται η περίφημη αφήγηση για την εκλογή του Ηρακλή, που αποτελούσε μέρος του έργου του Ώραι και αναφέρεται στην εκλογή του Ηρακλή ανάμεσα στην Αρετή και την κακία που μας έχει παραδοθεί η σχετική αλληγορία μεταπλασμένη από τον Ξενοφώντα στα απομνημονεύματά του.[2]
Φιλολογικό ύφος Στις διαλέξεις του για το φιλολογικό ύφος, έδινε μεγάλη σημασία στη σωστή χρησιμοποίηση των λέξεων και στην ακριβή διάκριση ανάμεσα στα συνώνυμα, προλειαίνοντας έτσι τον δρόμο για τις διαλεκτικές συζητήσεις του Σωκράτη. Στους πλατωνικούς διαλόγους βρίσκουμε πολλά σχετικά παραδείγματα, όπως στον Πρωταγόρα, όπου ο Πρόδικος φέρεται να διακρίνει το «αμφισβητείν» από το «ερίζειν», το «ευφραίνεσθαι» από το «ήδεσθαι», το «βούλεσθαι» από το «επιθυμείν» ή στον Ευθύδημο[3] όπου η επισήμανση δύο διαφορετικών σημασιών του ρήματος «μανθάνω» («κατανοών» αλλά και «αποκτώ νέα γνωστική πείρα») συνδέεται με τον Πρόδικο και τη διδασκαλία του για την «ονομάτων ορθότητα».
Πρόδικος ο Κείος
Η Κέα ή Τζιά είναι ένα μικρό νησί του Αιγαίου, το βορειότερο στις δυτικές Κυκλάδες. Από τη μια μεριά η Κύθνος (Ν.Α.), από την άλλη η Μακρόνησος (Β.Δ.), αγναντεύουν αυτό το νησί, που απέχει μόλις 12 μίλια από το Σούνιο. Μια έκταση 131τ.χ. που περικλείεται σε ακτές 81χιλιομέτρων κρύβει ολόκληρη την ιστορία της Ελλάδας. Αυτό τουλάχιστον αποκαλύπτεται από πολλά αρχαιολογικά ευρήματα, γραπτές πηγές και φιλολογικά κείμενα. Πανάρχαιοι αγώνες σε μια ιστορική διαδρομή με τα καλά και τα κακά της, την τέχνη της και το πνεύμα της, καταδεικνύουν πως αυτή αλλά και κάθε γωνιά αυτής της γης, κρύβουν μέσα τους ολόκληρη την Ελλάδα. Στους Περσικούς πολέμους, Σαλαμίνα Πλαταιές, βρίσκομε την Κέα σε ενεργό ρόλο και αργότερα στην πρώτη Αθηναϊκή Συμμαχία, να συμμετέχει σαν μέλος στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Αλλά και σαν υπήκοος και φόρου υποτελής, να παίρνει μέρος, μαζί με άλλους νησιώτες στην εκστρατεία της Σικελίας. Με τον Πελοποννησιακό πόλεμο να δέχεται τις συνέπειες της συμμαχικής ήττας με την εγκαθίδρυση Σπαρτιατικής φρουράς. Είναι να απορείς, πως ένα τέτοιο μικρό νησί έγραψε - ίσως βέβαια και λόγω της γεωγραφικής του θέσης - μια έντονη παρουσία στα ελληνικά πολιτικά αλλά και πνευματικά δρώμενα.
Κατοικήθηκε αρχικά από Αρκάδες, Λοκρούς, λέγεται δε και Λέλεγες και Κάρες, κυρίως όμως φαίνεται από Ίωνες που ήρθαν από την Αττική με τον Θερσιδάμα. Γι΄αυτό και στην ιστορία καταγράφεται σαν ’’Έθνος Ιωνικόν των Αθηναίων’’. Οι πόλεις, Ιουλίς (Χώρα), Καρθαία (Πόλες) Κορησία (Λιβάδι), Ποιήεσσα ( Πήσσες), στην αρχή ήσαν ανεξάρτητες Πόλεις - Κράτη αργότερα συμπτύχθηκαν σε συμπολιτεία, για καλύτερους αμυντικούς λόγους. Η Ιουλίς, για την οποία που το 1700 μ.Χ. κάνει και ιδιαίτερη αναφορά ο Γάλλος περιηγητής Τουρνεφόρ, είναι το λίκνο που γέννησε τον λυρικό Σιμωνίδη, τον επίσης λυρικό ποιητή και ανηψιό του Βακχυλίδη, τον διάσημο της εποχής του γιατρό Ερασίστρατο, τον φιλόσοφο Αρίστωνα της Περιπατητικής σχολής. Εκεί γεννήθηκε στα τέλη του 5ου αιώνα και ο Σοφιστής και γιατρός Πρόδικος. Μαθητής του Πρωταγόρα, έζησε την ίδια εποχή μαζί με τον Δημόκριτο και τον Γοργία και πέθανε στη Αθήνα μετά από την καταδίκη του για τις αθεϊστικές του θέσεις τις οποίες μετέφερε και στους μαθητές του. Η απαγγελθείσα κατηγορία ήταν “διαφθορά” των νέων και λέγεται ότι γι’ αυτόν τον λόγο καταδιώχτηκε ή κατ’ άλλους υποχρεώθηκε να πιεί το κώνειο.
Αυτή η θανατική καταδίκη με κώνειο ήταν νόμος των Κείων που εφαρμοζόταν στους υπερηλίκους όταν γίνονταν βάρος. Σχετικά ο Στράβων γράφει: «ο νόμος τους υπέρ τα εξήκοντα έτη κωνιάζεσθαι και τους διαρκείν τοις άλλοις την τροφήν» (βιβλ. Χ.Α 76). Δηλαδή ότι υπήρχε νόμος με τον οποίον έπρεπε εκείνοι που πέρασαν τα εξήντα τους χρόνια να θανατώνονται με κώνειο, με σκοπό να επαρκεί η τροφή για τους άλλους τους νεώτερους.
Κανείς βέβαια, εντυπωσιάζεται από τον νόμο αυτόν, γιατί οι Κείοι ήταν άνθρωποι με υψηλό πολιτισμό, και εσέβοντο τους πρεσβυτέρους. Ίσως πάλι αυτός ο νόμος να ίσχυε ιδιαίτερα σε καταστάσεις λιμού δηλαδή πείνας.
Ο Πρόδικος έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης στον τόπο του. Ήταν μάλιστα εκλεγμένος εκπρόσωπος των Κείων στην Αθηναϊκή Βουλή, όπου και είχε διακριθεί για μεγάλη ρητορική ικανότητα. ΄Αριστος γνώστης της ρητορικής τέχνης και της ορθής χρήσης ονομάτων και εννοιών των λέξεων, ουδέποτε πλάτιαζε, ομορφαίνοντας την γλωσσική του με μεγάλο αριθμό συνωνύμων. Λέγεται ότι δεν ήταν τόσο φιλοχρήματος, όσο ο Πρωταγόρας καίτοι υπάρχουν μαρτυρίες ότι οι αμοιβές του ήταν αρκετά υψηλές.
«Και τοις νέοις συνών χρήματα έλαβε θαυμαστά όσα».
Ναι, ακόμα λέγεται, πως ο Αριστοτέλης στη διδασκαλία του, όταν γλάρωναν οι μαθητές του, ξυπνούσε με το σύστημα αφύπνισης του Προδίκου: Έβαζε μπροστά στα νυσταγμένα μάτια τους ένα πεντηκοντάδραχμο.
«Τουτέστιν ότε νυστάζοιεν οι ακροαταί, παρεμβάλλειν της πεντηκονταδράχμου αυτοίς».
Στα αποσπάσματα του έργου του ’Ώραι’’*, που διασώζονται από προφορικές μαρτυρίες και αναφέρονται από τον Ξενοφώντα, καταγράφονται οι ηθικές θέσεις και αντιλήψεις του Προδίκου.
Με τη συμβολική ιστορία του Ηρακλή που μπροστά του εμφανίζονται δυό γυναίκες, η Αρετή και η Ευδαιμονία (Κακία) και που η κάθε μια τον παροτρύνει να την ακολουθήσει στο δρόμο το δικό της, το δύσκολο και έντιμο της αρετής ή τον εύκολο, της άνευ ηθικών περιορισμών και αξιών χαράς και ευδαιμονίας. Κι ο Πρόδικος δια στόματος του Ηρακλή, απορρίπτει το δρόμο της ασέβειας και κακίας.
Παρ όλα ταύτα στις διδασκαλίες του έλεγε πως οι θεοί δημιουργήθηκαν από τους ανθρώπους, για να καλύπτουν τις ανάγκες τους. Έτσι θεοποίησαν τη Δήμητρα για να τιμήσουν το σιτάρι και τον εξ αυτού άρτο και τον Διόνυσο για τον οίνο, τον Ποσειδώνα για τη θάλασσα και τον Ήφαιστο για τη φωτιά και κατέληγε συμπερασματικά: «όπως οι Αιγύπτιοι θεοποίησαν τον Νείλο».
Αυτή η υπερβατικότητα και υποβίβαση του θείου σε φυσικά φαινόμενα, αυτή η μορφή του ιδιοτελούς και υστερόβουλου πανθεϊσμού, έθιξε τις γνωστές δογματικές θρησκευτικές θέσεις που πάντοτε ρύθμιζαν και θα ρυθμίζουν τα ‘’πιστεύω ‘’των ανθρώπων.
Βέβαια και οι Μιλήσιοι: ο Θαλής κήρυττε το Ύδωρ σαν γενεσιουργό στοιχείο των πάντων, ο Αναξίμανδρος το Άπειρον και ο Αναξιμένης τον Αέρα, αλλά δεν κατηγορήθηκαν σαν άθεοι. Αυτοί σαν φιλόσοφοι έλεγαν ότι από αυτά τα στοιχεία δημιουργήθηκε ο κόσμος ίσως και οι θεοί. Δεν καταβίβαζαν όμως όπως ο Πρόδικος τους θεούς στην υλική χρησιμότητα. Και οι δυό ομάδες, στην πραγματικότητα τα ίδια έλεγαν. Αλλά ο Πρόδικος τα έλεγε χωρίς καμιά συγκάλυψη και με τον ευθύ του λόγο, ξεγύμνωνε με παρρησία τη φιλοσοφική του θέση. Γι΄αυτο και τμωρήθηκε με την δια Κωνείου θανατική ποινή.
Όταν τέλειωσα το άρθρο μου για τον Πρόδικο και το Νόμο των Κείων για το Κώνειο και τους ασπρομάλληδες, ανατρίχιασα. Αιφνίδια στον καθρέφτη του μπάνιου που στάθηκα να ξυριστώ, είδα το είδωλό μου με τα άσπρα μου μαλλιά.
«Εχει γούστο, σκέφτηκα, να ανοίξει η όρεξη σε κανέναν οικονομικό εγκέφαλο, για καμιά τέτοια πρόταση. Μα ναι, ναι. Εδώ υπάρχουν και λόγοι!» Και έφερα στη μνήμη μου τους κακούς βίαιους συνταξιούχους στη μάχη εναντίον των ΜΑΤ. Ευτυχώς όμως γρήγορα στη δεύτερη σκέψη ησύχασα.
Ποιοί; οι πολιτικοί; Δεν βαριέσαι. Αυτοί δεν διαβάζουν ούτε εφημερίδες μεγάλες, τη “μικρούλα Εβδόμη” θα διαβάσουν;

ΙΠΠΙΑΣ

''Αφού τους προγόνους μας δεν μπορούμε να τους ξεπεράσουμε έχουμε δυο επιλογές, η να τους ξεχάσουμε, η να τους μελετήσουμε,''
O Ιππίας ο Ηλείος ήταν σοφιστής των χρόνων του Σωκράτη, σύγχρονος του Πρωταγόρα (5ος π.Χ. αι.). Δίδαξε στην Αθήνα. Έργα του, "Τρωικός λόγος", "Ολυμπιονικών αναγραφή" και "Εθνών ονομασίες". Σημαντικές πληροφορίες για τον Ιππία παρέχονται από τους διαλόγους του Πλάτωνα "Ιππίας μείζων" και "Ιππίας ελάσσων". Η αυθεντικότητα του δεύτερου έργου αμφισβητείται.
Ο Ιππίας ασχολήθηκε επίσης με τα μαθηματικά Ο Πρόκλος αναφέρει στα "Σχόλια στο 1ο βιβλίο των Στοιχείων του Ευκλείδη" ότι ο Ιππίας ασχολήθηκε με τη Γεωμετρία και δοξάστηκε από αυτή.
"Φιλοκαλούμεν τε γάρ μετ' ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας..."
Αγαπάμε το ωραίο με λιτότητα και φιλοσοφούμε χωρίς να γινόμαστε μαλθακοί. Η ενασχόληση με τη φιλοσοφία δε μας κάνει θεωρητικούς ανθρώπους και δεν μας απομακρύνει από την πρακτική δράση, λέει ο Θουκυδίδης δια στόματος Περικλή.
Έτσι με το παρόν ιστολόγιο και εμείς, οι μαθητές της Β τάξης του 4ου Λυκείου Χαλκίδας είμαστε ενεργοί, προβληματιζόμαστε για ό,τι συμβαίνει γύρω μας και αποδεικνύουμε ότι η φιλοσοφία οδηγεί στη σκέψη και στη δράση.
Μας κάνει να αναρωτιόμαστε για ό,τι συμβαίνει γύρω μας και να μην αποδεχόμαστε τίποτα ως δεδομένο και "φυσικό". "Φιλοσοφία θα πει να βρίσκεσαι καθ’ οδόν...", θα πει να αναζητάς καινούριους δρόμους, να είσαι πνεύμα ανήσυχο και αιρετικό, γιατί μόνο τότε δικαιώνεις την ανθρώπινή σου υπόσταση και μπορείς να λέγεσαι "έλλογο ον". Στόχος μας είναι να καταθέσουμε τις σκέψεις μας παίρνοντας ερεθίσματα από τη φιλοσοφία, η οποία ως ιδιαίτερος κώδικας σκέψης και επικοινωνίας μπορεί να μετατρέψει το στοχασμό σε δημιουργία, τον προβληματισμό σε θέση, την απορία σε γνώση.  
Oι Σοφιστές.
Εκπρόσωποι της σοφιστικής κίνησης του 5ου αι. π.Χ. ήταν οι Σοφιστές, εμπνευσμένοι στοχαστές με μεγάλη εγκυκλοπαιδική μόρφωση, με οξύ και ανήσυχο πνεύμα. Δίδασκαν κοσμολογία, μαθηματικά, γραμματική, ερμηνεία ποιητών, μυθολογία, φιλοσοφία της θρησκείας και ιστορία του πολιτισμού. Γνώριζαν την ιατρική και τη μαντική τέχνη. Ήταν πλανόδιοι δάσκαλοι της έντεχνης χρήσης του λόγου, δηλαδή της ρητορικής, που την ανέδειξαν σε τέχνη της πειθούς και του επιχειρήματος. Συνέδεσαν τη ρητορική με την πολιτική δράση και δίδασκαν με αμοιβή όσους νέους επιθυμούσαν να μάθουν πώς να σκέφτονται και να αγορεύουν καλά, ώστε να κατορθώσουν να κυριαρχούν στην πολιτική ζωή. Ήταν δάσκαλοι, λοιπόν, κάθε είδους γνώσης και ειδικότερα της γνώσης των πολιτικών πραγμάτων. Κατηγορήθηκαν, γιατί πληρώνονταν για τη διδασκαλία τους αλλά και επειδή εισηγούνταν νέες ιδέες.
Oι Σοφιστές κατάγονταν από διάφορα κέντρα του ελληνισμού. Ήταν σύγχρονοι του Σωκράτη αλλά και των νεότερων Προσωκρατικών (Aναξαγόρας, Δημόκριτος, Aρχέλαος κ.ά.). Oι σημαντικότεροι ήταν: ο Πρωταγόρας από τα Άβδηρα (περ. 490/80-420/11 π.Χ.), ο Πρόδικος από την Κέα (460-400 π.X.), ο Ιππίας από την Ήλιδα (δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ.), ο Αντιφών από την Αθήνα (480-411 π.Χ.), ο Θρασύμαχος από τη Χαλκηδόνα της Προποντίδας (δεύτερο μισό του 5ου αι. π.X.), ο Κριτίας από την Αθήνα (ακμή: τελευταίο τέταρτο 5ου αι. – θάνατος: 403 π.X.), ο Γοργίας από τους Λεοντίνους της Σικελίας (περ. 483/80-376/5 π.X.), ο Αλκιδάμας από την Eλαία της M. Aσίας (πρώτο μισό του 4ου αι. π.X.).
3 Ποια προβλήματα τους απασχόλησαν; 
Oι Σοφιστές πίστευαν ιδιαίτερα στην αξία της παιδείας και της αγωγής. Έστρεψαν το ενδιαφέρον τους προς τον άνθρωπο, την κοινωνία και τον πολιτισμό, γι' αυτό θεωρούνται ως οι πρώτοι ανθρωπολόγοι και κοινωνιολόγοι. Aσχολήθηκαν ιδιαίτερα με ηθικά, πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα. Tα κυριότερα θέματα που τους απασχόλησαν ήταν: (1) Η πολύπλευρη μόρφωση των νέων και η ηθική συμπεριφορά τους. (2) H διδασκαλία της αρετής, ηθικής και πολιτικής. (3) H αντίθεση «φύσης» και «νόμου», φυσικής πραγματικότητας και κοινωνικών συμβάσεων, στις πολιτικά οργανωμένες πολιτείες, και η έννοια της δικαιοσύνης. (4) H σχετικότητα της γνώσης και της αλήθειας (σχετικισμός), που οφείλεται στις πλάνες των αισθήσεων και την υποκειμενικότητα των αισθημάτων. (5) Η προέλευση της θρησκείας και η κοινωνιολογική ερμηνεία των θρησκευτικών δοξασιών.
4 Πώς γνωρίζουμε το έργο τους;Tο συγγραφικό έργο των Σοφιστών το γνωρίζουμε από τα λίγα σωζόμενα αποσπάσματα των έργων τους. Επίσης το γνωρίζουμε από τους ομώνυμους διαλόγους του Πλάτωνα (λ.χ. Πρωταγόρας, Γοργίας, Ιππίας Μείζων), καθώς και από άλλα έργα του (Πολιτεία, Θεαίτητος, Σοφιστής), αλλά και από έργα του Αριστοτέλη (Pητορική και Σοφιστικοί Έλεγχοι) ή από αναφορές σε αυτούς και το έργο τους από σύγχρονούς τους και νεότερους στοχαστές της αρχαιότητας, όπως ο Ισοκράτης, ο Ξενοφών κ.ά. Πολλές αντιλήψεις τους βρίσκονται σε ρητορικά κείμενα των αττικών ρητόρων, σε τραγωδίες του Σοφοκλή και του Ευριπίδη και σε κωμωδίες του Αριστοφάνη, ο οποίος είχε κριτική στάση απέναντί τους. Σημαντική πηγή για τη σοφιστική κίνηση είναι ο Φιλόστρατος (2ος-3ος αι. μ.Χ.) που έγραψε το έργο Βίοι Σοφιστών. 
5 Αξιολόγηση της σοφιστικής
Oι Σοφιστές θεωρούνται οι πιο ρηξικέλευθοι και καινοτόμοι στοχαστές της αρχαίας Ελλάδας. Δημιούργησαν κίνηση ιδεών και ανέπτυξαν έναν γόνιμο διάλογο μεταξύ των φιλοσόφων και των διανοουμένων της εποχής. Στηρίχτηκαν στην εμπειρία και στον λόγο, άσκησαν κριτική στον μυθικό και θρησκευτικό τρόπο σκέψης και υποστήριξαν την κοινωνική ισότητα. Για τον λόγο αυτόν, τον 19ο αιώνα τούς χαρακτήρισαν ως «Διαφωτιστές» και τη σοφιστική κίνηση ως τον «Αρχαίο Ελληνικό Διαφωτισμό». Kατά το πρότυπο των Διαφωτιστών του 18ου αιώνα, οι Σοφιστές διακρίνονται από ορθολογισμό, κριτικό πνεύμα και από ενδιαφέρον για τα προβλήματα της ανθρώπινης ζωής και της κοινωνίας. Eγκαινίασαν τη συζήτηση κύριων φιλοσοφικών προβλημάτων που σχετίζονταν με τη γνώση και την αλήθεια, την αρετή, το πολιτικό σύστημα της εποχής, τους θεσμούς, την κοινωνία και τη θρησκεία.
Oι Σοφιστές, αν και είχαν μεγάλη επίδραση στην εποχή τους, δέχτηκαν αρνητική κριτική, κυρίως από τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα. Kατηγορήθηκαν για θρησκευτικό αγνωστικισμό, για αμφισβήτηση των παραδοσιακών αξιών και για επαγγελματισμό, επειδή πληρώνονταν για τη διδασκαλία τους. Αποτέλεσμα της αρνητικής κριτικής ήταν ο όρος «σοφιστές», που είχαν κερδίσει ως ειδικοί σε θέματα σοφίας, να καταλήξει και να παραμείνει στην κοινή χρήση, ως τις μέρες μας, ως συνώνυμος του αμοραλιστή και του «επαγγελματία φιλοσόφου». Θεωρήθηκαν πως δεν ήταν «φιλόσοφοι» με την καθιερωμένη σημασία του όρου, που σημαίνει τη συστηματική και επίμονη επιδίωξη της ανακάλυψης της αλήθειας και την ειλικρινή αφοσίωση σε αυτήν, όπως απέδειξε ο Σωκράτης, αλλά αμειβόμενοι δάσκαλοι της σοφίας, που επιδίωκαν να μεταδώσουν στους νέους όχι την αληθινή γνώση, αλλά τη μέθοδο για να εκφράζουν πειστικά το ψεύδος ως αλήθεια.

ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ

''Αφού δεν μπορούμε να τους ξεπεράσουμε τους προγόνους μας έχουμε δυο επιλογές, η να τους ξεχάσουμε, η να τους μελετήσουμε.''
Θεωρείται ο ιδρυτής της σοφιστικής. Γεννήθηκε στα Άβδηρα, περί το 480 π.Χ. Το αρχικό του επάγγελμα ήταν αχθοφόρος. Τον ανακάλυψε ο Δημόκριτος, τον πήρε κοντά του, και τον έκανε γραμματέα του και μαθητή του. Περιηγήθηκε διάφορες ελληνικές πόλεις, καθώς και της Κάτω Ιταλίας, σαν διδάσκαλος της ρητορικής. Σχετίσθηκε με τον Περικλή και τον Ευριπίδη και τιμήθηκε πολύ στην Αθήνα. Ύστερα όμως κατηγορήθηκε για αθεΐα και ασέβεια ύστερα από κατηγορία που διατύπωσε εναντίον του ο Πυθόδωρος. Αυτός ουσιαστικά ήταν ο εκπρόσωπος της συντηρητικής Αθήνας εναντίον των σοφιστών. Ανήκε στον κύκλο των ολιγαρχικών που υποκίνησαν το πραξικόπημα του 411 π.Χ. και περίπου εκείνη την περίοδο πρέπει να κατηγόρησε και τον Πρωταγόρα. Όλα τα βιβλία του συγκεντρώθηκαν στην αγορά και κάηκαν, ενώ ο Πρωταγόρας προσπάθησε να διαφύγει στη Σικελία. Το πλοίο όμως στο οποίο επέβαινε ναυάγησε και ο ίδιος πνίγηκε σε ηλικία περίπου εβδομήντα ετών, γεγονός που δεν φαίνεται να γνωρίζει ο Πλάτωνας στο Μένωνα. Τα βιβλία του κάηκαν δημόσια στην αγορά.

Ο Πρωταγόρας ήταν πιθανόν ο πρώτος δάσκαλος που δίδασκε με ανταμοιβή και ήταν ξακουστός για τα υψηλά δίδακτρα που χρέωνε. Οι μέθοδοι διδασκαλίας ήταν πρόδρομοι των σημερινών διαλέξεων και είχαν ως περιεχόμενο ανάλυση ποιημάτων,συζητήσεις για τα νοήματα και τις σωστές χρήσεις των λέξεων και γενικούς κανόνες ρητορικής. Όπως είναι φυσικό οι μαθητές του ήταν πλούσιοι και οικονομικά ευκατάστατοι Αθηναίοι με κοινωνικό υπόβαθρο.
Εστίαζε την εκπαίδευση που παρείχε σε πρακτικά ζητήματα αποδίδοντας μεγάλη αξία στη ρητορική δεινότητα και ευγλωττία (ορθοέπεια). Θεωρώντας πως για κάθε θέση μπορούν να διατυπωθούν επιχειρήματα υπέρ και κατά, προετοίμαζε τους μαθητές του με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι σε θέση να υπερασπιστούν αλλά και να επικρίνουν, με λογικά επιχειρήματα, κάθε αμφιλεγόμενη θέση.
Στο Διογένη το Λαέρτιο διαβάζουμε ένα μακρύ κατάλογο των έργων του σοφιστή, όπου συνενώνει τίτλους διαφόρων τεχνικών συγγραμμάτων. Όπως μαρτυρούν οι τίτλοι των έργων του -από τα οποία σώθηκαν ελάχιστα αποσπάσματα-, τα περισσότερα πραγματεύονταν ζητήματα πολιτικά και ηθικά. Υπήρξαν όμως και συγγράμματα για τη ρητορική και τη γραμματική, ενώ ασχολήθηκε και με την παιδαγωγική και τα μαθηματικά.
Ορισμένες πληροφορίες για τη διδασκαλία του διέσωσαν και διάφοροι συγγραφείς (δοξογράφοι) αλλά και ο Πλάτωνας που του αφιέρωσε το φερώνυμο διάλογο του. H κριτική εξέταση των τίτλων είναι δύσκολη, καθώς πολλοί από αυτούς ίσως αποτελούν τμήματα μεγαλύτερων έργων του.   Από το Διογένη πληροφορούμαστε ότι η πρώτη εργασία που διάβασε ο Πρωταγόρας ήταν η Περί θεών όπου αναφέρεται το σπίτι του Ευριπίδη ως χώρος ανάγνωσης. Το έργο αρχίζει ως εξής: Για τους θεούς δεν μπορώ να ξέρω ούτε αν υπάρχουν ούτε αν δεν υπάρχουν ούτε ποια είναι η μορφή τους. Γιατί πολλά πράγματα εμποδίζουν τη γνώση: το γεγονός ότι είναι αόρατοι και η συντομία της ζωής.
Καθαρότερα δεν μπορούσε να διατυπωθεί ένας αγνωστικισμός που σβήνει το μύθο από την παράδοση της ελληνικής ζωής. Αν πίσω από τη διατύπωση του Πρωταγόρα κρύβεται πλήρης άρνηση απέναντι στους θεούς, δεν το γνωρίζουμε. Καμιά φορά κατατάσσουν τον Πρωταγόρα ανάμεσα στους άθεους, ενώ ο Κικέρωνας τον διαχωρίζει από αυτούς.
Πολλοί ερμηνευτές υποστήριξαν ότι με την παραπάνω ρήση εκφράζεται ένας συγκαλυμμένος αθεϊσμός. Ωστόσο, θα ήταν ορθότερο να δεχτούμε ότι ο Πρωταγόρας αρνείται να προχωρήσει στη μεταφυσική σφαίρα και ουσιαστικά δεν θεολογεί, γιατί πιστεύει ότι η ανθρώπινη γνώση δεν μπορεί να συλλάβει πράγματα μη αισθητά. Δεν απορρίπτει αλλά και δεν αποδέχεται τη θεία ύπαρξη γιατί αισθάνεται ότι δεν έχει τα μέσα να την προσεγγίσει. Το πρόβλημα επομένως φαίνεται να είναι κατ’ αρχήν γνωσιολογικό και όχι θεολογικό.
Ο Πρωταγόρας, όπως και ο Ηράκλειτος, πίστευε στη διηνεκή ροή των όντων στο σύμπαν. Ο άνθρωπος γνωρίζει πράγματα όχι όπως είναι αυτά, αλλά όπως του εμφανίζονται στις αισθήσεις του. Κατά τον Πρωταγόρα δεν υπάρχουν αλήθειες που να ισχύουν, και κάτι που στον ένα φαίνεται αληθινό μπορεί στον άλλο να φανεί ψευδές. Την αρετή ακόμα την θεωρούσε απλώς σαν μια αγαθή έξι, που προπαρασκευάζει καλύτερη ψυχική διάθεση και προτρέπει τους ανθρώπους στη δράση.
Το θεμέλιο της δραστηριότητας του, την εκπαίδευση του πολιτικού ανθρώπου, ο Πρωταγόρας το έθεσε με το έργο που αργότερα κυκλοφόρησε με τον επιθετικό διπλό τίτλο Αλήθεια ή Καταβάλλοντες (H αλήθεια ή Οι λόγοι που νικούν). Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πλάτωνα άρχιζε ως εξής: Πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπος, των μεν όντων ως έατιν, των δε μη όντων ως ουκ έατιν (Για όλα τα πράγματα μέτρο είναι ο άνθρωπος, γι’ αυτά που υπάρχουν ότι υπάρχουν, για όσα δεν υπάρχουν ότι δεν υπάρχουν).
Επειδή στην ιστορία της φιλοσοφίας κυριαρχεί η διαδοχή δράσης αντίδρασης, η φράση αυτή κατ’ αρχάς πρέπει να εκληφθεί ως επίθεση. Περιέχει τη διαμαρτυρία εναντίον του ελεατικού χωρισμού της αισθησικής αντίληψης από την πραγματικότητα, εναντίον του αιτήματος για μια απόλυτη, αμετάβλητη ουσία που είναι προσιτή μόνο στη σκέψη
Το σύγγραμμα αυτό στρεφόταν ενάντια σε εκείνους που θεωρούσαν το ον ως ένα και μοναδικό και επομένως απόλυτο. Άρα, η σκέψη του Πρωταγόρα αντιτίθεται στη σκέψη του Παρμενίδη, αλλά ταυτόχρονα συνδέεται με αυτή, καθώς στη φράση μέτρον-άνθρωπος διακρίνεται η παρμενιδική ενότητα σκέψης-είναι, η οποία τώρα μεταφέρεται στο άτομο που σκέφτεται και αισθάνεται.
Σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, η γνώση είναι προϊόν δύο παραγόντων, του πράγματος, αυτού που βρίσκεται έξω από εμάς, και των αισθητηρίων μας. O άνθρωπος γνωρίζει τα αντικείμενα του όχι όπως αυτά υπάρχουν αλλά όπως ο ίδιος τα προσλαμβάνει μέσα του και αφού οι παραστάσεις του υποστούν μια καθαρά υποκειμενική επεξεργασία.
Εδώ πλέον εισάγεται ο απεριόριστος σχετικισμός, η σχετικότητα των αισθήσεων, η οποία καταπολεμήθηκε σφοδρά από το Σωκράτη, σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις αξιών και περιέχεται ως δυνατότητα. Επίσης στο Θεαίτητο του Πλάτωνα διαπιστώνουμε μια υπεράσπιση της διδασκαλίας του Πρωταγόρα, που ξεκινά από τη φράση μέτρον-άνθρωπος.
H γεύση του υγιούς ανθρώπου, που για το ίδιο πράγμα είναι αντίθετη από του αρρώστου, αναγνωρίζεται το ίδιο αληθινή και έγκυρη. Βέβαια, ο υγιής είναι καλύτερα από τον άρρωστο, και καθήκον του γιατρού είναι να τον ξανακάνει καλά. Με το ίδιο πνεύμα πρέπει ο παιδαγωγός να καθοδηγήσει το μαθητή του και ο πολιτικός να αποκαταστήσει την καλύτερη κατάσταση στην κοινότητα.
Ωστόσο, ο καθένας από μας αποτελεί το μέτρο των πραγμάτων που για τα άτομα εμφανίζονται με πάρα πολλές διαφορές και μόνο με αυτή την εμφάνιση υπάρχουν γι’ αυτούς. Εδώ δημιουργείται το πρόβλημα από πού έρχονται στους ανθρώπους τα μέτρα για το «καλύτερο» ή το «χειρότερο» που ξεπερνούν καθετί ατομικό. H απόπειρα του Πρωταγόρα να δώσει λύση φαίνεται καλύτερα στις απόψεις του για τη φύση και τη γένεση του κράτους.
Για τα προβλήματα αυτά ο Πρωταγόρας διατύπωσε τις απόψεις του στο σύγγραμμα Περί της εν αρχήι καταστάσεως. Τα βασικά χαρακτηριστικά των απόψεων του τα αναγνωρίζουμε από ένα χωρίο του ομώνυμου με αυτόν πλατωνικού διαλόγου.
Στο μύθο που απαγγέλλει εκεί δίνει μια θεωρία για τη γένεση του ανθρώπινου πολιτισμού, ξεκινώντας τον κάτω από πρωτόγονες συνθήκες: O άνθρωπος που για να επιβιώσει δεν είναι τόσο καλά εξοπλισμένος όσο τα ζώα, δεν μπορεί να ζήσει απομονωμένος, παρ’ όλο που ο Προμηθέας του χάρισε τη φωτιά. Όμως οι απόπειρες για να ενωθούν οι άνθρωποι αποτυγχάνουν από την έλλειψη σημαντικών προϋποθέσεων και καταλήγουν σε έναν πόλεμο όλων προς όλους. Τότε, ο Δίας στέλνει με τον Ερμή την αιδώ και τη δίκην (ηθικότητα-δικαιοσύνη) στους ανθρώπους και έτσι καθιστά δυνατές την κρατική ζωή και την ανάπτυξη του πολιτισμού τους.
Αν αφαιρέσουμε το μύθο, διαπιστώνουμε ότι είναι πεποίθηση του Πρωταγόρα ότι κάθε άνθρωπος έχει μέσα του έμφυτο το αίσθημα της ηθικότητας και της δικαιοσύνης. Τις εξαιρέσεις, ανθρώπους δηλαδή που δεν εντάσσονται σε ένα κοινωνικό σύστημα, η κοινότητα είναι υποχρεωμένη να τους παραμερίζει, σκοτώνοντας τους. Ωστόσο, η έμφυτη ικανότητα για πολιτικές αρετές δεν αρκεί από μόνη της, αλλά πρέπει να αναπτυχθεί με την παιδεία. H σημασία της, βασική για όλη τη σοφιστική, προβάλλει με ιδιαίτερη καθαρότητα από την ανάπτυξη των συμφραζομένων.
Σε ένα σημαντικό απόσπασμα παρατίθεται η άποψη ότι η μάθηση χρειάζεται τη φυσική ικανότητα (φύσις) και την άσκηση (άσκησις). O Πρωταγόρας δεν αντιτίθεται ριζοσπαστικά στην αρχαϊκή-κλασική πεποίθηση για τη μεγάλη αξία της φυσικής ικανότητας, απλώς προσθέτει και την παιδαγωγική επίδραση.
Ως προς τα άλλα, ο Πρωταγόρας του Πλάτωνα που και σε αυτό μπορούμε να τον ταυτίσουμε με το ιστορικό πρόσωπο, αντιμετωπίζει την τιμωρία ως παιδαγωγικό μέτρο.
Για τον Πρωταγόρα ισχύει αυτό που είπε ο Πρόδικος για τους σοφιστές: Αυτοί είναι κάτι ανάμεσα σε πολιτικούς και φιλοσόφους, που σημαίνει κυρίως αγωνιστές με το λόγο.
Το πιο εκτεταμένο έργο του είναι οι Αντιλογίαι γιατί μόνο γι’ αυτές παραδίδεται ο αριθμός δύο βιβλίων. Δεν έχουμε καθαρή εικόνα για το περιεχόμενο τους. Μια γενική ένδειξη μας δίνει η πληροφορία του Διογένη του Λαέρτιου: Για κάθε πράγμα υπάρχουν δύο λόγοι αντίθετοι ο ένας προς τον άλλον. H άποψη αυτή αναιρεί την αντίφαση και οδηγεί στην παντοδυναμία της ρητορικής. Αυτή έχει τη δυνατότητα ακόμη και μια αδύνατη πρόταση να την κάνει ισχυρή (τον ήττω λόγον κρείτω ποιείν).
Τέλος, η περίφημη ρήση του «για όλα τα πράγματα μέτρο είναι ο άνθρωπος, και για όσα υπάρχουν και για όσα δεν υπάρχουν» με την οποία ξεκινούσε κάποιο έργο του με τίτλο Αλήθεια ή Καταβάλλοντες Λόγοι, οδηγεί σε ένα πολύ προκλητικό συμπέρασμα, το οποίο για πολλούς εγκαινιάζει την παράδοση του σχετικισμού: όλες οι υποκειμενικές αντιλήψεις ευσταθούν. Όπως διατυπώνεται η πρόταση μπορεί να δεχτεί πολλές ερμηνείες ως προς την εμβέλεια των πραγμάτων που θεωρούνται υποκειμενικά. 
Στην πραγματικότητα ο Πρωταγόρας με τον όρο «πράγματα» δεν πρέπει να εννοούσε μόνο τα αισθητά, αλλά κάθε κρίση που μπορεί να εκφέρει ένα υποκείμενο για οποιοδήποτε ζήτημα.
Επίσης, ο Πρωταγόρας αυτό που ισχυρίστηκε είναι το εξής: τα πράγματα που υπάρχουν γύρω μας, με αντικειμενικό τρόπο (αέρας), και που κανείς δεν αμφισβητεί ότι υπάρχουν, υπάρχουν για τον καθένα από εμάς με έναν διαφορετικό τρόπο (ψυχρός, θερμός κλπ) και κατ’; αυτή την έννοια, είναι για τον καθένα από εμάς κάτι διαφορετικό (για άλλους ψυχρός, για άλλους θερμός κλπ) όχι όμως για τον καθένα άλλο (για άλλους αέρας και για άλλους νερό).
Η θέση λοιπόν του Πρωταγόρα ότι ο άνθρωπος είναι το μέτρο για όλα τα πράγματα θεμελιώνει το σχετικισμό, στη σφαίρα της γνωσιολογίας, αν και εκφράζονται επιφυλάξεις για το κατά πόσο πρόθεση του Πρωταγόρα ήταν να εισηγηθεί μια νέα ριζοσπαστική θεωρία για τη γνώση ή απλώς να καταρρίψει τις απόψεις παλαιότερων φιλοσόφων, όπως ο Παρμενίδης.
Ο Πρωταγόρας εκτός όλων των άλλων διατύπωσε και ένα πρωτότυπο επιχείρημα για την ύπαρξη των θεών, το οποίο σύμφωνα με την παράδοση, οδήγησε τον ίδιο στην εξορία και τα βιβλία του στην πυρά:
«Για τους θεούς δεν μπορώ να γνωρίζω τίποτα: ούτε ότι υπάρχουν, ούτε ότι δεν υπάρχουν, ούτε τι λογής μορφή έχουν. Γιατί είναι πολλά τα όσα εμποδίζουν να γνωρίζουμε από τη μια το άδηλο του ζητήματος και από την άλλη η συντομία της ανθρώπινης ζωής.»
Αυτό που κυριαρχεί στο επιχείρημα αυτό του Πρωταγόρα δεν είναι η αμφισβήτηση της ύπαρξης των θεών αλλά η αμφισβήτηση της γνώσης που εμείς ως άνθρωποι μπορούμε να έχουμε γι’; αυτούς. Μπορεί δηλαδή ο Πρωταγόρας με τα κριτήρια των συγχρόνων του να εμφανιζόταν πράγματι ως «άθεος», εμείς, ωστόσο οφείλουμε να διακρίνουμε τη σκεπτικιστική του στάση, η οποία πολύ πιθανόν να απορρέει από τις γνωσιολογικές του απόψεις, παρά από την πλήρη άρνηση της ύπαρξής τους.
Σε σχέση με τους νόμους για τον Πρωταγόρα δεν υπάρχει απόλυτο καλό και απόλυτη δικαιοσύνη, που να μπορούν να έχουν ισχύ οριστικού κανόνα για τις ηθικο-πολιτικές πράξεις. Όμως, το μέτρο του δικαίου και του καλού δεν είναι όπως στην περίπτωση της αλήθειας και των θεών, το μεμονωμένο άτομο, αλλά ολόκληρη η κοινότητα στην οποία αυτό ανήκει. Δίκαιο, επομένως, είναι ό,τι φαίνεται δίκαιο στην πόλη- κράτος ή στην πλειοψηφία της. Σε πολιτικό πλαίσιο δίκαιο είναι ό,τι ωφελεί την πόλη και αποσπά την ευρύτερη δυνατή συναίνεση των κυβερνωμένων.
Διάσημες ρήσεις του είναι οι εξής:
«Για όλα τα πράγματα μέτρο είναι ο άνθρωπος»
«Η ψυχή δεν είναι τίποτα χωρίς τις αισθήσεις»
«Για καθετί υπάρχουν δύο απόψεις αντίθετες μεταξύ τους»
«Σχετικά με τους Θεούς δε γνωρίζουμε ούτε για το αν υπάρχουν ούτε για το αν δεν υπάρχουν. Είναι πολλά εκείνα που εμποδίζουν τη γνώση, τόσο η αβεβαιότητα όσο και η συντομία της ανθρώπινης ζωής»
ΠΗΓΗ https://sciencearchives.wordpress.com
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ Επικούρειος Πέπος.

23.2.16

ΕΝΑΣ ΜΠΟΥΦΟΣ ΔΕ ΦΕΡΝΕΙ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ

Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΜΠΟΥΦΩΝ

 ΟΣΟ περνάνε οι μέρες της κρίσης, και δεν περνάνε πανάθεμά τες, όλο και πιο πολύ πείθομαι ότι εκτός από όλα τα άλλα, ένα μεγάλο πρόβλημα  της Ελλάδας έχει να κάνει και με τη «μη σκέψη». Πιο … επιστημονικά, με το χαμηλό IQ σε όλο το φάσμα της κοινωνίας.
ΖΟΥΜΕ σε μια χώρα μπούφων, μουλεγε τις προάλλες ο φίλος μου ο Κωστής. Και αν στην αρχή της κουβέντας η λέξη «μπούφος» μου παραφάνηκε σκληρή, στη συνέχεια την αποδέχτηκα και εγώ μελαγχολικά.
ΟΛΑ ξεκινούν βεβαίως από το σχολείο, που κατάντησε να είναι εν πολλοίς ένα κατ’ εξοχήν εκτροφείο μπούφων στην Ελλάδα. Δεν μιλώ για τις εξαιρέσεις που, ως τέτοιες, είναι λίγες, αλλά για τον κανόνα. Αυτόν, στον οποίο υπάγονται οι πολλοί. Οι πολλοί που ζουν και κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Που ψηφίζουν, και βγάζουν κυβερνήσεις.
ΑΥΤΟΥΣ που μιλούν μεγαλόφωνα, χωρίς επιχειρήματα, που συνεννοούνται με καυγάδες, που πολιτεύονται με συνθήματα, συνδιαλέγονται με πονηριά, ανταγωνίζονται αθέμιτα, διασκεδάζουν χυδαία, ενημερώνονται … καθόλου, διαβάζουν … τίποτα, επιδεικνύονται διαρκώς, συμπεριφέρονται αγενώς, βάλτε από χίλιους σε κάθε τέτοια περίπτωση και θα ιδείτε μπροστά σας μια ολάκερη γειτονιά!
ΤΟ σχολείο όμως, που λέγαμε πριν, είναι η χειρότερη φάμπρικα της κοινωνίας σήμερα. Παράγει παπαγάλους. Οι παπαγάλοι αποστηθίζουν. Δεν μαθαίνουν. Δεν αμφισβητούν. Δεν ψάχνουν. Δεν εμβαθύνουν. Δεν προβληματίζονται. Δεν κρίνουν. Είναι τοποθετημένοι επάνω σ’ έναν εργοστασιακό ιμάντα που, ανώδυνα κι ωραία, θα τους μεταφέρει στην επόμενη βαθμίδα: την πανεπιστημιακή.
ΕΚΕΙ, ο μπούφος τελειοποιείται. Και βγαίνοντας από το πανεπιστήμιο, με ή χωρίς πτυχίο, γίνεται «ένα» με τους υπολοίπους, διασκορπίζεται παντού! Τους μολύνει με τη βλακεία του.
ΤΟ εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα, δεν σου μαθαίνει κάτι χρήσιμο. Σου απαγορεύει να σκέφτεσαι. Αν κάποιοι αντιστέκονται και ξεχωρίζουν, είπαμε: είναι λίγοι. Η στατιστική που δείχνει πως έχουμε από τα υψηλότερα ποσοστά πτυχιούχων πανεπιστημίων στην Ευρώπη, εμένα δεν μου λέει τίποτα. Το θέμα είναι τι ανθρώπους έχουν «διαμορφώσει» αυτά τα πτυχία;

ΕΠΙΣΗΣ, για να επεκταθούμε περισσότερο στην «κοινωνία των μπούφων» που, επαναλαμβάνω, δεν είναι μικρή, την αισθανόμαστε δίπλα μας κάθε μέρα. πάρτε την πλύση εγκεφάλου της τηλεόρασης! Της παιδικής χαράς των κηφήνων.  Κραυγαλέο παράδειγμα οι πρωινές και απογευματινές εκπομπές - οι μεν, λέγονται «ενημερωτικές», οι δε «ψυχαγωγικές» -  με όλο αυτό το κατιναριό πουχει IQ κομοδίνου, και δεν σε αφήνει να σκεφτείς, διότι ούτε και το ίδιο έχει την ικανότητα να σκεφτεί. Είναι εγκεφαλικά νεκρό. Φυτό, που λέμε.
ΑΝΤΙ να σε εξυψώνει, σε πάει στον πάτο. Το ίδιο και το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα, το πρωτάθλημα. Και αυτό, στον πάτο σε πάει. Το ίδιο και η πολιτική. Αυτή κι αν κυριαρχείται από μπούφους! Αυτή κι αν σέρνει τη χώρα ολάκερη στον πυθμένα.
ΘΑ πείτε: πάντα δεν ήταν έτσι;
E, και; Ποτέ μου δεν κατάλαβα αυτήν την … αναγωγή. Δηλαδή, αν πριν από χίλια χρόνια υπήρχαν στουρνάρια, πρέπει να υπάρχουν και σήμερα;
ΥΓ: Για περισσότερα, διαβάστε και αυτό το εξαιρετικό άρθρο που έγραψε ο Νίκος Δήμου το 1987, για τον μπούφο – αυτό το «άχαρο και χαζό πουλί»!

ΟΣΑ ΕΙΠΕ Ο ΟΥΜΠΕΡΤΟ ΕΚΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟ

O Έκο για τον αθλητισμό
"Αν επιχειρήσει κανείς μια σφαιρική αναθεώρηση των ανθρωπίνων σχέσεών μας, ας δοκιμάσει να αγγίξει τον αθλητισμό. Θ' ανακαλύψει σ' αυτόν τα ελαττώματα του ανθρώπου σαν κοινωνικό ζώα: τότε θα φανούνε τα στοιχεία της κοινωνικότητας που είναι άσχετα με τον άνθρωπο. Τότε θα γίνει σαφής η απατηλή φύση του κλασικού ουμανισμού, που είναι βασισμένος στην ελληνική ανθρωπολατρεία, βασισμένη με τη σειρά της όχι στην ενόραση ή την ιδέα της πόλης ή τη δράση, αλλά στον αθλητισμό σαν προμελετημένη σπατάλη, απόκρυψη του προβλήματος, "φλυαρία" διογκωμένη στο έπακρο. Με λίγα λόγια -θα το εξηγήσουμε αργότερα- ο αθλητισμός είναι η μεγαλύτερη παρεκτροπή του φατικού λόγου, και επομένως -σε τελευταία ανάλυση- η άρνηση οποιουδήποτε διαλόγου, κι έτσι η αρχή της αποκτήνωσης του ανθρώπου, ή η "ουμανιστική" επινόηση μιας ολοκληρωτικά απατηλής ιδέας για τον άνθρωπο.
Στην αθλητική δραστηριότητα κυριαρχεί η "σπατάλη". Κάθε σχετική κίνηση είναι σπατάλη ενέργειας- αν πετάξω μια πέτρα από απλή ευχαρίστηση -όχι για να πετύχω ένα οποιοδήποτε χρήσιμο σκοπό- θα σπαταλήσω θερμίδες που είχα εξασφαλίσει με την κατανάλωση τροφής για την παραγωγή της οποίας κάποιος εργάστηκε. Τώρα, αυτή η σπατάλη είναι τελείως υγιής. Είναι το χαρακτηριστικό στοιχείο τον παιχνιδιού. Και ο άνθρωπος, όπως όλα τα ζώα, νιώθει τη σωματική και ψυχική ανάγκη να παίξει. Υπάρχει επομένως ένα είδος σπατάλης που δεν μπορούμε να αποφύγουμε - σημαίνει για μας ελευθερία, ελευθερία από την τυραννία της αναπόφευκτης, απαραίτητης δουλειάς. Αν δίπλα σε μένα που πετάω την πέτρα έρθει κάποιος άλλος για να την πετάξει ακόμη πιο μακριά, το παιχνίδι παίρνει τη μορφή του "αγωνίσματος": και αυτό είναι σπατάλη, σωματικής και πνευματικής ενέργειας, αλλά αυτή η σπατάλη καταλήγει σε κάποιο κέρδος. 'Έχουμε βελτίωση της σωματικής διάπλασης, ανάπτυξη και έλεγχο της άμιλλας, χαλιναγώγηση της έμφυτης επιθετικότητας χάρη στους κανόνες. Αλλά ήδη στα παραπάνω θετικά στοιχεία παραμονεύει το σαράκι που απειλεί την ίδια την κίνηση' το αγώνισμα πειθαρχεί και εξουδετερώνει τις δυνάμεις. Παρά τις αντίθετες εντυπώσεις, το αγώνισμα ουσιαστικά είναι ένας μηχανισμός για την εξουδετέρωση της δράσης.
Απ' αυτόν τον πυρήνα διφορούμενης υγείας (πού 'ναι "υγιής" εφόσον δεν ξεπεραστεί ένα όριο ...) ωριμάζουνε τα πρώτα έκτροπα του αγωνίσματος όπως για παράδειγμα η εκτροφή ανθρώπων αφιερωμένων σ' ένα αγώνισμα. Ο αθλητής είναι ήδη ένα ον που έχει υπερασκήσει ένα μόνο όργανό του, που κάνει το σώμα του εστία και αποκλειστική πηγή ενός συνεχούς παιχνιδιού. Ο αθλητής είναι τέρας, είναι ο 'Ανθρωπος που Γελά, είναι η γκέισα με το πιεσμένο και ατροφικό πόδι.
Όμως ο αθλητής τέρας γεννιέται τη στιγμή που το σπορ ανάγεται στο τετράγωνο, όταν δηλαδή το σπορ, από παιχνίδι με προσωπική συμμετοχή, γίνεται ένα είδος συζήτησης πάνω στο παιχνίδι, δηλαδή γίνεται θέαμα για άλλους. Το σπορ στο τετράγωνο είναι το αθλητικό θέαμα.
Εάν η άσκηση είναι υγεία, όπως υγεία είναι η σωστή διατροφή, τα σπορ σαν θέαμα είναι η φενάκη της υγείας. 'Όταν βλέπω τους άλλους να παίζουνε, δεν κάνω τίποτα το υγιεινό και απλώς νιώθω κάποια ασαφή ευχαρίστηση για την υγεία των άλλων (πράγμα που μοιάζει με ευτελή ηδονοβλεψία): γιατί ουσιαστικά τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση την παίρνω από τα ατυχήματα που συμβαίνουν σε όποιον ασκείται (όπως αυτός που βλέπει όχι δύο ανθρώπους, αλλά δύο μέλισσες να κάνουν έρωτα, περιμένοντας να παρακολουθήσει έπειτα το θάνατο του κηφήνα).
Βέβαια, όποιος παρακολουθεί αθλητικό θέαμα ερεθίζεται: φωνάζει και χειρονομεί, επομένως κάνει σωματική και ψυχική άσκηση, εκτονώνει την επιθετικότητά του και τιθασεύει την αγωνιστικότητά του. Αλλά αυτή η εκτόνωση δεν οδηγεί, όπως κατά την άθληση, σε αύξηση της ενέργειας και σε απόχτηση ελέγχου και αυτοσυγκράτησης: γιατί μάλιστα οι αθλητές αγωνίζονται παίζοντας, ενώ οι θεατές αγωνίζονται στα σοβαρά (γι' αυτό άλλωστε και δέρνονται, ή πεθαίνουνε στις κερκίδες από συγκοπή).
Το στοιχείο της πειθάρχησης της αγωνιστικότητας, που κατά την άθληση έχει τις δύο όψεις της αύξησης και της απώλειας του ανθρωπισμού του ασκουμένου, για το θεατή ενός σπορ έχει μόνο μία, την αρνητική. Κατ' αυτόν τον τρόπο το σπορ παρουσιάζεται σαν "instrumentum regni", έτσι όπως χρησιμοποιήθηκε για πολλούς αιώνες. Είναι φανερό: στην αρχαία Ρώμη οι θηριομαχίες και η ιπποδρομία χαλιναγωγούν την ανεξέλεγκτη δύναμη του όχλου.
Αλλά αυτό το σπορ στο τετράγωνο (απ' το οποίο ορισμένοι βγάζουνε τεράστια κέρδη) δημιουργεί ένα σπορ στον κύβο, που είναι η συζήτηση πάνω στο σπορ σαν θέαμα. Αυτή η συζήτηση κατ' αρχήν γίνεται από τον αθλητικό τύπο, αλλά δημιουργεί με τη σειρά της τη συζήτηση γύρω από τον αθλητικό τύπο, επομένως ένα σπορ που ανάγεται σε δύναμη. Η συζήτηση γύρω απ' τον αθλητικό τύπο είναι η συζήτηση πάνω στη συζήτηση για τη συζήτηση σχετικά με την παρακολούθηση του παιχνιδιού των άλλων.
Το σύγχρονο σπορ είναι κυρίως η συζήτηση πάνω σ' αυτά που γράφει ο αθλητικός τύπος. Πίσω από τρία διαφράγματα υπάρχει το σπορ σαν άθληση, που σε τελευταία ανάλυση θα μπορούσε να μην υπάρχει. Εάν μετά από διαβολική μηχανορραφία της μεξικανικής κυβέρνησης και των τηλεοπτικών ιδρυμάτων όλου του κόσμου οι Ολυμπιακοί αγώνες δε γίνονταν πραγματικά; αλλά μεταδίνονταν μέρα με τη μέρα και ώρα με την ώρα με πλαστές εικόνες, τίποτα δε θ' άλλαζε στο διεθνές αθλητικά σύστημα και οι συζητητές των σπορ δε θα ένιωθαν εξαπατημένοι. Επομένως το σπορ σαν άσκηση δεν υπάρχει πια, ή υπάρχει για οικονομικούς λόγους (μια και είναι πιο εύκολο να βάλει κανείς έναν αθλητή να τρέξει, παρά να ετοιμάσει ένα φιλμ με ηθοποιούς που να κάνουν ότι τρέχουν), και υπάρχει μόνο η φλυαρία πάνω στη φλυαρία του σπορ. Η φλυαρία πάνω στη φλυαρία των αθλητικών εφημερίδων αντιπροσωπεύει ένα παιχνίδι με όλους τους κανόνες του: αρκεί να παρακολουθήσει κανείς τις εκπομπές του ραδιοφώνου την Κυριακή το πρωί όπου υποτίθεται (ανάγοντας το σπορ στη δύναμη ν ) ότι μερικοί πολίτες συγκεντρωμένοι στο κουρείο της γειτονιάς τους μιλάνε για ποδόσφαιρο, ή να πάει σε ορισμένες πλατείες και καφενεία όπου τέτοιες συζητήσεις πραγματικά γίνονται.
Θα δει, όπως άλλωστε όλοι ήδη ξέρουμε, ότι οι αξιολογήσεις, οι κριτικές, οι θριαμβολογίες, οι επιθέσεις, ακολουθούν ένα πολύπλοκο φραστικό τελετουργικό, αλλά με απλούς και ακριβείς κανόνες. Σ' αυτά το τελετουργικό οι διανοητικές δυνάμεις ασκούνται και αλληλοεξουδετερώνονται. Οι σωματικές δυνάμεις δε συμμετέχουν πια. Επομένως ο αγώνας μετατοπίζεται σε καθαρά "πολιτικό" επίπεδο. Πράγματι, η φλυαρία πάνω στην αθλητική φλυαρία έχει όλα τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της πολιτικής συζήτησης. Οι συμμετέχοντες λένε τι θα 'πρεπε να κάνουν οι κυβερνήτες της χώρας, τι κάνανε, τι θα θέλαμε να κάνουνε, τι συνέβη και τι θα συμβεί: μόνο που το αντικείμενο δεν είναι η πολιτεία (και οι διάδρομοι της βουλής) αλλά το γήπεδο, και τα παρασκήνιά του. Αυτή η φλυαρία είναι επομένως μια παρωδία της πολιτικής- συζήτησης. Αλλά, καθώς σ' αυτή την παρωδία μειώνονται και πειθαρχούνται όλες οι δυνάμεις που διαθέτει ο πολίτης για την πολιτική συζήτηση, αυτή η φλυαρία γίνεται το υποκατάστατο της πολιτικής συζήτησης, και μάλιστα σε τέτοιο σημείο που καταντάει να γίνει η ίδια πολιτική συζήτηση.
Αν το σκεφτούμε καλά, αυτή η έλλειψη γενικής άσκησης είναι ίδια μ' εκείνη στην οποία οφείλεται η κρίση των καλών τεχνών: δραστηριότητες που δικαιωματικά θα 'πρεπε να ασκούνται από όλους αλλά που εδώ και μερικές χιλιετηρίδες ασκούνται μόνο από εξουσιοδοτημένους μάγους που λέγονται καλλιτέχνες. Δεν είναι τυχαίο ότι οι τέχνες που περισσότερο καταλαβαίνει ο κόσμος είναι εκείνες στις οποίες οι θεατές έχουν μια ελάχιστη πραχτική εμπειρία: το τραγούδι, γιατί όλοι λίγο πολύ τραγουδάμε, και η λογοτεχνία, γιατί όλοι μιλάμε και γράφουμε. Σ' αυτές τις περιπτώσεις η ανωτερότητα των άλλων γίνεται αντιληπτή στο μέτρο που δεν απομακρύνεται από την προσωπική μας εμπειρία (Cronin ναι, αλλά όχι Joyce). Οι τέχνες στις οποίες το χάσμα είναι πιο μεγάλο είναι η ζωγραφική, η γλυπτική και η αρχιτεκτονική, μια και κανένας από τους θεατές δεν έμαθε ποτέ να χειρίζεται χρώματα, όγκους και χώρους. Έτσι συμβαίνει το περίεργο φαινόμενο να καταλαβαίνει ο κοινός άνθρωπος, για παράδειγμα, τη ζωγραφική και γλυπτική που είναι πιο μακριά από τις πραχτικές του δυνατότητες (το λεπτομερειακό ρεαλισμό) και να αποκρούει σαν αλλότριες αυτές που θα μπορούσε να δημιουργήσει και ο ίδιος χειριζόμενος αφηρημένες χρωματικές επιφάνειες ή πλάθοντας οποιουσδήποτε όγκους. Και την αρνείται σαν τέχνη, ακριβώς γιατί δεν καταφέρνει πια να πιστέψει ότι έχει αξία κάτι που αυτός θα μπορούσε να κάνει, με περισσότερη ή λιγότερη επιτυχία.
Στην τέχνη όπως και στον αθλητισμό το πρόβλημα είναι επομένως να ξαναδοθεί σε όλους η δυνατότητα άσκησης. Αλλά πρέπει ακριβώς να μην υπάρχει πια κοινωνία στην οποία να κυριαρχεί ο συναγωνισμός που ξεχωρίζει αυτούς που δρουν από αυτούς που δε θα δράσουν ποτέ αλλά θα είναι αντικείμενα χαλιναγώγησης.
..........
Ο άνθρωπος, όπως όλα τα ζώα, έλκεται απ' το παιχνίδι, αλλά σ' αντίθεση με τ' άλλα ζώα, προτιμάει να παίζει σύμφωνα με κάποιους κοινωνικούς, συμβατικούς κανόνες. Τώρα, σ' ένα ματς ο θεατής είναι ένας άνθρωπος που δεν παίζει: αξιολογεί, κρίνει το παιχνίδι των άλλων ανάλογα με τους κανόνες που έμαθε. Αν έπειτα αυτός ο θεατής είναι καθισμένος μπροστά στη συσκευή της τηλεόρασης, η κατάστασή του γίνεται ακόμη πιο ασαφής. Αξιολογεί με βάση τους κανόνες, τόσο το παιχνίδι των άλλων όσο και τη συμπεριφορά των παρόντων στο παιχνίδι. Η απόσταση από το σώμα του μεγαλώνει!
Αλλά συνήθως γίνεται κάτι χειρότερο: όχι μόνο ο κόσμος βλέπει το παιχνίδι αντί να το παίζει, αλλά συχνά ακούει μόνο να μιλάνε γι' αυτό. Με τη μεσολάβηση του αθλητικού τύπου το ποδόσφαιρο γίνεται ευκαιρία για μια καθαρή φλυαρία που κάνουν οι φίλαθλοι στις πλατείες, στα κουρεία, στο τραπέζι, στο γραφείο. Και το άτομο που μιλάει για αθλητισμό χρησιμοποιεί μια γλώσσα που έχει τους δικούς της κανόνες.
Είναι μια συζήτηση στρατηγικής που δεν αφορά μόνο το παιχνίδι καθαυτά, αλλά και την προετοιμασία του (τις μεταγραφές, τις αποφάσεις των αθλητικών συλλόγων, τη σύνθεση των ομάδων πρώτης κατηγορίας τα τελευταία είκοσι χρόνια). Γύρω από αυτά τα αφηρημένα δεδομένα γίνεται μια συζήτηση που παρουσιάζει τα ίδια χαρακτηριστικά παθιασμένης συμμετοχής όπως και η πολιτική συζήτηση, η οποία περιστρέφεται γύρω από θέματα εξίσου μακρινά, για τόπους και πρόσωπα που δεν είδαμε ποτέ (ποιος συνάντησε πράγματι ποτέ τον Κίσινγκερ, ποιος πήγε στο Λίβανο;).
Μόνο που υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στις υποθέσεις της πόλης που ονομάζονται πολιτική και τις υποθέσεις του υποκατάστατου της πόλης που ονομάζεται γήπεδο. Η διαφορά είναι ότι όποιος μιλάει για πολιτική στην ουσία κάνει πολιτική. 'Όποιος συμμετέχει σε μια συνέλευση κόμματος, συζητάει μια πρόταση και ψηφίζει, κάνει το ίδιο μ' αυτό που κάνει ο Κίσινγκερ. Δεν του αφαιρείται η δυνατότητα διακυβέρνησης, γιατί ουσιαστικά, αν και σε ελάχιστη κλίμακα, την ασκεί. Όποιος παίρνει μέρος σε διαδήλωση και σύγκρουση με την αστυνομία, επεμβαίνει για να καθορίσει ποιοτικά, αν όχι ποσοτικά, τη ζωή της κοινότητας. Κάνει ό,τι και ο Λατινοαμερικάνος αντάρτης όταν πυροβολεί σε μάχη για την κατάληψη ενός χωριού. 'Ασχετα από οποιαδήποτε ιδεολογική τοποθέτηση, ακόμη κι αν κάνει τον αντάρτη για παιχνίδι. Στα σπορ αντίθετα η αθλητική φλυαρία δεν έχει τίποτα κοινό με το ίδιο το άθλημα, που γίνεται μακρινή της πρόφαση. Μ' αυτή την έννοια η συζήτηση για αθλητισμό (χωρίς να συνοδεύεται από άσκηση) δεν είναι μόνο μια περίπτωση αποστέρησης του σώματος: είναι καθαρή αποστέρηση των προνομίων του ανθρώπου σαν πολιτικό ον.
Πρόκειται γι' ανθρώπινη ενέργεια που αλλάζει κατεύθυνση. Τα θύματα δεν το καταλαβαίνουν, αλλά έχουνε καμιά φορά την συγκεχυμένη υποψία ότι βρίσκονται σε φαύλο κύκλο. Κυρίως καθώς η πολιτική, σαν πρότυπο κοινωνικής συμπεριφοράς, είναι παρούσα στην τηλεόραση, στις πλατείες, στις εφημερίδες: και το θύμα της αθλητικής φλυαρίας νιώθει μιαν ασαφή νοσταλγία γι' αυτή την καρποφόρα και αποτελεσματική συμπεριφορά. Και να που, μην μπορώντας να κάνει τον αντάρτη του Μαύρου Σεπτέμβρη ο Homo Sportivus μασκαρεύεται σε αντάρτη κάποιας μαυροκίτρινης ομάδας. Πειθήνιο όργανο της εξουσίας, το θύμα αναλώνει την ενστικτώδικη ορμή του σε δραστηριότητες που δεν μπορούν να επηρεάσουν την εθνική πολιτική ζωή, και η μανία του ελέγχεται.
Αλλά είναι το πιο καταπιεσμένο και απεγνωσμένο θύμα του συστήματος, γιατί δεν ξέρει πια τι του στέρησαν. Αυτή η βία χωρίς στόχο μπορεί να εκτονωθεί την κατάλληλη στιγμή: τα γήπεδα (έτσι όπως λειτουργούν σήμερα) είναι σαν βαλβίδα ασφαλείας που κάθε δικτάτορας μπορεί να εκμεταλλευτεί. "
Απόσπασμα από το βιβλίο του Ουμπέρτο Έκο, Η σημειολογία στην καθημερινή ζωή, Εκδόσεις Μαλλιάρης-Παιδεία Α.Ε. 1985