Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

9.3.16

ΡΟΜΠΕΡΤ ΡΕΝΤΦΟΡΝΤ Είμαστε όλοι φοβισμένοι. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Ρόμπερτ Ρεντφορντ: «Είμαστε όλοι φοβισμένοι» 

«Από την Ελλάδα;» ρωτάει με απορία ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ όταν του συστήνομαι ως «Yannis from Greece». Και συνεχίζει μιλώντας ελληνικά: «Τσι κάνεις;». Ακούω ξανά την ηχογράφηση της συνέντευξης. Ο Ρέντφορντ λέει πράγματι «τσι». Οχι «τι». Σύντομα καταλαβαίνω γιατί. Οπως φαίνεται, ο Ρέντφορντ είχε μείνει στην Κρήτη για έξι ολόκληρους μήνες τη δεκαετία του 1960. «Το 1967 πήρα την οικογένειά μου και ήρθαμε στην Ευρώπη» μου είπε. «Ζήσαμε για έξι μήνες στην Iσπανία, σε μια μικρή πόλη στον Νότο ονόματι Μίχας, και μετά πήγαμε στην Ελλάδα. Πρώτα στο Ηράκλειο και μετά στην ενδοχώρα της Κρήτης».
Προσπάθησε, μάλιστα, να πείσει την οικογένειά του να ζήσουν σε μια σπηλιά στα Μάταλα. «Λατρεύω την Ελλάδα και τους Ελληνες» συνέχισε ο 76χρονος ηθοποιός, σκηνοθέτης, παραγωγός και διευθυντής του Φεστιβάλ του Sundance, ο οποίος βρέθηκε μαζί μου για μισή ώρα στη Νέα Υόρκη τον περασμένο Απρίλιο. Οχι για να μιλήσουμε για την Ελλάδα, βέβαια, αλλά για την τελευταία ταινία του, «Ο κανόνας της σιωπής», στην οποία συμπρωταγωνιστεί με ένα εκλεκτό επιτελείο ηθοποιών, από τη Σούζαν Σαράντον και τον Νικ Νόλτε ως την Τζούλι Κρίστι και τον Σαμ Ελιοτ. Πρόκειται για ένα πολιτικό θρίλερ με πρωταγωνιστή τον ίδιο, στον ρόλο ενός πρώην μέλους της ριζοσπαστικής αντιπολεμικής οργάνωσης The Weather Underground, η ζωή του οποίου αλλάζει από τη μια μέρα στην άλλη όταν, στα γεράματα, έπειτα από 40 χρόνια σιωπής, αποκαλύπτεται η πραγματική ταυτότητά του. Μαζί μας βρίσκονται τρεις ακόμη δημοσιογράφοι, μια Ισπανίδα, μια Γερμανίδα και ένας Αυστραλός. Ο Ρέντφορντ έχει να πει κάτι για τις χώρες όλων των παρευρισκομένων και από εκεί αρχίζω την κουβέντα μας.
Οι γεωγραφικές γνώσεις σας είναι αξιοθαύμαστες. Εχετε να πείτε κάτι για κάθε χώρα. Σας αρέσει όντως τόσο πολύ η γεωγραφία; «Εχω ταξιδέψει πολύ στη ζωή μου. Προτού ακόμη γίνω ηθοποιός. Ενιωσα ότι τα ταξίδια θα ήταν η πραγματική εκπαίδευσή μου. Δεν τα πήγαινα καλά στο σχολείο, δεν ήμουν και τόσο καλός μαθητής. Βαριόμουν. Το βλέμμα μου, οι σκέψεις μου, η φαντασία μου ήταν διαρκώς έξω από το παράθυρο. Βαριόμουν να βλέπω κάποιον να μιλάει όρθιος. Ηθελα απλώς να... φύγω. Πήγα στο κολέγιο και στον έναν χρόνο μού ζητήθηκε να το αφήσω (χαμογελά). Και τότε, περίπου στα 18 μου, κάτι μέσα μου μού είπε ότι η εκπαίδευσή μου βρισκόταν εκεί έξω, στον κόσμο. Στην εμπειρία από τους άγνωστους πολιτισμούς. Και αυτό έκανα».
Το να γυρίσεις τον κόσμο μόνο και μόνο επειδή θεωρείς ότι αυτό οφείλεις να κάνεις ακούγεται μεν όμορφο, αλλά υποθέτω ότι δεν ήταν και τόσο εύκολο. «Οντως. Χρειαζόμουν χρήματα. Και δεν τα είχα. Αποφάσισα να δουλέψω και να κάνω οικονομίες ώστε να μπορέσω να πετύχω αυτό που ήθελα. Δούλεψα επί τέσσερις μήνες σε πετρελαιοπηγές. Στόχος μου ήταν να συγκεντρώσω ένα χρηματικό ποσό που θα μου επέτρεπε να ζήσω έναν χρόνο στην Ευρώπη».
Ως περιπλανώμενος ταξιδιώτης ποιος ήταν ο πρώτος ευρωπαϊκός προορισμός σας; «Η Γαλλία. Πήγα με το πλοίο. Εμεινα αρκετούς μήνες. Mετά η Ισπανία. Η Ιταλία επίσης. Στη Γαλλία και στην Ιταλία πήγα σε σχολές καλών τεχνών. Εμενα σε ξενώνες για νέους. Πολύ φθηνά. Ετσι, όμως, κατέκτησα αυτό που ήθελα: την εκπαίδευσή μου. Γιατί με το να βρίσκομαι σε διαφορετικό μέρος κάθε φορά και με το να γεύομαι διαφορετικούς πολιτισμούς κατάφερα να δω τη δική μου πατρίδα μέσα από τα δικά τους μάτια».

Τι κερδίσατε βλέποντας τις Ηνωμένες Πολιτείες μέσα από τα μάτια της Ευρώπης; «Μπόρεσα να αντιληφθώ μια ευρύτερη εικόνα της Αμερικής. Οταν ήμουν νέος τη δεκαετία του '50, η πατρίδα μου ήταν βουτηγμένη στην προπαγάνδα. Προπαγάνδα για το πόσο σπουδαίοι ήμασταν εμείς οι Αμερικανοί που είχαμε κερδίσει τον πόλεμο, που ήμασταν η χώρα με τις πολλές ευκαιρίες μπλα... μπλα... μπλα... Πίσω από καθετί κρυβόταν μια πολύ βαριά προπαγάνδα. Και το αποδεχόσουν. Πηγαίνοντας στην Ευρώπη είδα μια διαφορετική εικόνα της πατρίδας μου, μια πολύ πιο σύνθετη εικόνα. Και όπου πήγαινα αυτή η εικόνα είχε και μια ιδιαιτερότητα. Στη Φλωρεντία, στο Παρίσι, στη Μαγιόρκα, στη Βαρκελώνη. Ολες αυτές οι πόλεις είχαν το δικό τους χρώμα».
Τι νομίζετε ότι σας βοήθησε να σχηματίσετε μια ξεκάθαρη εικόνα για κάθε τόπο; «Πιστεύω η ζωγραφική. Οπου και να πήγαινα, ζωγράφιζα. Πρόσωπα ανθρώπων. Οταν ζωγραφίζεις, κάτι σου μένει. Το κουβαλάς μαζί σου και μετά γίνεται σημαντικό».
Εξακολουθείτε να ζωγραφίζετε; «Να ζωγραφίζω όχι, επειδή απαιτεί πολύ χρόνο. Φτιάχνω σκίτσα όμως. Αυτό μου επιτρέπει ο ελεύθερος χρόνος μου».
Η ταινία «Ο κανόνας της σιωπής» αναφέρεται στη δεκαετία του '70 και στο κίνημα των Weather Underground. Εσείς πού είχατε τοποθετηθεί ιδεολογικά εκείνη την εποχή; «Οταν μπήκε η δεκαετία του '70 είχα ήδη χορτάσει το μερίδιό μου στην περιπέτεια, στην επανάσταση και στα προβλήματα με τον νόμο. Είχα ξεπεράσει τα όριά μου. Οταν στα τέλη της δεκαετίας του '50 επέστρεψα στην Αμερική από την Ευρώπη, είχα μείνει πανί με πανί. Αφραγκος στην κυριολεξία. Κατέληξα στη Νέα Υόρκη, βρήκα μια δουλειά και τότε κατάλαβα ότι είχε έρθει καιρός να κατασταλάξω. Και αυτό έκανα. Παντρεύτηκα, έκανα οικογένεια και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '60 άρχισα να χτίζω την καριέρα μου στη Νέα Υόρκη. Οταν, λοιπόν, μπήκαν στη ζωή μας οι Weather Underground, γύρω στο 1968 - κράτησαν ως το 1971-1972 - ήμουν πλέον ένας άνθρωπος με υποχρεώσεις. Δουλειά, οικογένεια. Την ίδια ώρα, όμως, ακριβώς επειδή αντιλαμβανόμουν τι συμβαίνει στην πατρίδα μου, υποστήριζα τους σκοπούς αυτού του κινήματος. Γιατί ήμουν και εγώ εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ, ενός λάθος πολέμου, ο οποίος τελικά δεν επρόκειτο να έχει και πολλές διαφορές από τον πόλεμο του Ιράκ. Χτίστηκε και ωρίμασε επάνω σε λάθος βάσεις, έβαλε σε κίνδυνο τη ζωή πολλών νέων ανθρώπων και είχε πολλά θύματα χωρίς λόγο».

Οι Weather Underground ήταν ένα κίνημα που στηρίχτηκε στη βία. Ποια ήταν η δική σας θέση; «Η βία δεν ήταν από την αρχή χαρακτηριστικό των Weather Underground και μπορώ να πω ότι δεν ήμουν απαραιτήτως εναντίον της. Πιστεύω ότι ως κίνημα ήταν πραγματικά αποτελεσματικό - τα πρώτα χρόνια τουλάχιστον. Το πρόβλημα προέκυψε όταν αργότερα οι Weather Underground εξελίχθηκαν σε ένα οργισμένο κίνημα. Αυτό έγινε επειδή δεν είχαν τη δημοσιότητα που ήθελαν, αλλά και επειδή τίποτε δεν άλλαζε. Οι φοιτητές εξακολουθούσαν να πέφτουν θύματα ξυλοδαρμού κ.ο.κ. Οι Weather Underground κατάλαβαν ότι μέσω της ειρηνικής οδού δεν δινόταν λύση στο πρόβλημα. Αποφάσισαν να στραφούν στη βία. Γι' αυτό και στην ταινία υπάρχει η φράση "φέρτε τον πόλεμο σπίτι"».
Οπότε, πώς νιώσατε εσείς τότε, όταν είδατε ότι η βία κυριαρχούσε στο κίνημα; «Τότε ήταν που είπα μέσα μου ως εδώ ήταν, αυτό το κίνημα θα αυτοκαταστραφεί. Θα κατασπαράξει τον εαυτό του. Κάτι που έγινε. Οταν στράφηκαν στη βία, διχάστηκα. Καταλάβαινα το γιατί, αλλά έβλεπα επίσης την αρχή του τέλους. Ημουν κοντά στο κίνημα εκείνη την εποχή, ήμουν βαθύς γνώστης τού τι ακριβώς συνέβαινε. Μετά, με την πάροδο του χρόνου, όλα άλλαξαν. Η αλλαγή είναι το μόνο αναπόφευκτο και έτσι η περίοδος του έντονου ριζοσπαστισμού έδωσε τη θέση της σε μια περίοδο έντονου συντηρητισμού. Ετσι ήρθε ο Ρόναλντ Ρίγκαν. Και αυτή ήταν μια απίστευτα καταθλιπτική περίοδος, την οποία διαδέχθηκε μια ακόμη πιο καταθλιπτική περίοδος (γελάει). Ποιος το περίμενε ότι με τον Τζορτζ Μπους θα πήγαιναν τόσο άσχημα τα πράγματα; Να, όμως, που έγινε».

Πότε σας ήρθε η ιδέα για μια ταινία σχετική τους Weather Underground; «Τότε, στα 70s, το σκέφτηκα για πρώτη φορά. Πρώτον, επειδή, πολιτικά μιλώντας, η συγκεκριμένη περίοδος στην πατρίδα μου είχε τεράστιο ενδιαφέρον και, δεύτερον, επειδή θαύμαζα το γεγονός ότι κάποιοι άνθρωποι της γενιάς μου έδιναν μάχη για να αποκτήσουν τη δική τους φωνή, αψηφώντας τους κινδύνους στους οποίους έθεταν τον εαυτό τους. Και μετά αυτοκαταστράφηκαν. Οντως, ανακάλυψα μια πολύ ωραία ιστορία πίσω από όλο αυτό το ζήτημα. Ωστόσο, εκείνη την εποχή δεν ήταν μια ιστορία για μένα».
Γιατί δεν ήταν κατάλληλη ιστορία για εσάς τότε; «Κατ' αρχάς δεν θα μπορούσα να την αφηγηθώ σωστά, γιατί δεν ήμουν παρά ένας μισθωτός ηθοποιός στο Μπρόντγουεϊ. Επίσης, μέσα μου πίστευα ότι έπρεπε να περάσει χρόνος για να ειπωθεί μια τέτοια ιστορία. Οταν, κοιτάζοντας προς τα πίσω, θα μπορούσαμε πια να δούμε τους Weather Underground ως κομμάτι της αμερικανικής Ιστορίας, τότε θα ήταν η σωστή στιγμή. Αναμονή λοιπόν. Και έτσι, 40 χρόνια μετά, η ιδέα επανήλθε».
Στο διάστημα που μεσολάβησε, βέβαια, υπήρξαν και πολλά ντοκυμαντέρ για τους Weather Underground. Αυτό δεν σας απασχόλησε; «Ασφαλώς. Γι' αυτό και δεν θέλησα να κάνω μια ταινία για κάτι που είχε ήδη περάσει ως ντοκυμαντέρ. Αυτό που με ενδιέφερε, αυτό που πάντα με ενδιέφερε, είναι ο ανθρώπινος παράγοντας. Το "Ολοι οι άνθρωποι του πρoέδρου", για παράδειγμα, δεν ήταν μια ταινία για το Γουότεργκεϊτ ούτε μια ταινία για τον Νίξον. Ηταν μια ταινία για τη σκληρή προσπάθεια δύο δημοσιογράφων να φθάσουν στην αλήθεια. Το ίδιο και στον "Κανόνα της σιωπής". Τι συνέβη στη ζωή όλων αυτών των ανθρώπων που ήταν μέλη του κινήματος; Τι συνέβη όταν το κίνημα έσβησε και αναγκάστηκαν να μείνουν κρυμμένοι με πλαστές ταυτότητες; Να κάτι που δεν έχει ειπωθεί. Ποιες ήταν οι συνέπειες τού να παραμείνεις ελεύθερος από το FBI ή την αστυνομία; Επρεπε να αλλάξεις όλη σου τη ζωή. Να γίνεις κάποιος άλλος. Πρέπει να αλλάξεις τη συμπεριφορά σου. Πρέπει ακόμη και να μετανοήσεις, είτε το θες είτε όχι. "Ηταν λάθος μου. Εκανα βλακείες..."».
Βρίσκετε κάποια αναλογία των Weather Underground με την εποχή μας; «Πώς προσδιορίζετε αυτή την αναλογία;».

Σήμερα υπάρχουν κινήματα σαν τους Weather Underground σε όλον τον κόσμο, αλλά η Αμερική βρίσκεται πάντα πίσω, απλώς ακολουθεί, αν το κάνει και αυτό. «Και έτσι είναι. Πιστεύω ότι η Αμερική κάηκε εκείνη την εποχή, γι' αυτό και σήμερα φοβάται. Στις μέρες μας η πολιτική κυριαρχείται από τη συντηρητική σκέψη επειδή ο κόσμος φοβάται. Δεν υπάρχουν σήμερα "Μπάαντερ-Μάινχοφ". Από κάτω όμως; Από κάτω υπάρχουν και πάντα θα υπάρχουν κινήματα. Υπάρχουν και πάντα θα υπάρχουν οι άνθρωποι που λένε ότι αυτό ή εκείνο δεν είναι σωστό. Υπάρχουν και πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να αλλάξει η κατάσταση. Το κίνημα "Occupy Wall Street" ήταν μια ένδειξη ότι αυτοί οι άνθρωποι υπάρχουν και μπορούν να πράξουν. Μια στο τόσο, αυτή η οργή γίνεται αναβρασμός και έτσι ξεσπά κάποιο κίνημα. Το επίσης ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι κανένα κίνημα δεν έχει πετύχει απολύτως. Κανένα κίνημα δεν κατάφερε ποτέ να υλοποιήσει πλήρως τον πραγματικό στόχο του. Κανένα κίνημα δεν μπόρεσε να γευθεί την τελική νίκη του, είτε αυτή λέγεται αναρχισμός, στις αρχές του 20ού αιώνα με την Εμα Γκόλντμαν, είτε τα κινήματα την εποχή της οικονομικής κρίσης, είτε οι Μαύροι Πάνθηρες...».
Ακόμη και η προτελευταία ταινία σας, η «Υποπτη συνωμοσίας», αναφερόταν στην υπόγεια οργάνωση που σχεδίασε τη δολοφονία του Αβραάμ Λίνκολν... «Ολες οι ταινίες μου είναι για την Αμερική. Μπορεί να πήγα στην Ελλάδα, μπορεί να πήγα στη Γαλλία, μπορεί να έμαθα τη ζωή μέσα από τα ταξίδια μου, όμως οι ιστορίες που αποφασίζω να πω στον κινηματογράφο αφορούν πάντα την γκρίζα ζώνη της αμερικανικής ζωής. Δεν με ενδιαφέρουν τα σημεία που είναι μαύρα ή άσπρα. Ούτε με ενδιαφέρουν τα σημεία που είναι μπλε, άσπρα ή κόκκινα (τα χρώματα της αμερικανικής σημαίας). Η γκρίζα ζώνη είναι που με ενδιαφέρει, γιατί εκεί βρίσκονται οι συνθέσεις και η πολυπλοκότητα».
Και για να ξεφύγουμε κάπως από την πολυπλοκότητα της ζωής, πώς περνάτε τον ελεύθερο χρόνο σας; «Προφανώς, η δουλειά είναι η ζωή μου και η τέχνη είναι η δουλειά μου. Αλλά δεν θα μπορούσα να το κάνω αν δεν είχα ισόποσο χρόνο για τον εαυτό μου. Και είμαι ο εαυτός μου όταν βρίσκομαι κοντά στη φύση. Το να περνάς χρόνο στη φύση, επάνω σε ένα άλογο, κάνοντας σκι ή απλώς περπατώντας, είναι μαγεία. Για μένα είναι σαν την τροφή».

Tι σας αρέσει τόσο πολύ στη φύση; «Το γεγονός ότι ένα μέρος της είναι άθικτο, αμόλυντο από την εξέλιξη. Θα τρελαινόμουν αν η ζωή μου ήταν μόνο δεσμεύσεις σε μεγαλουπόλεις. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο πήγα στη Γιούτα. Δεν πήγα εκεί για την πολιτική της. Βέβαια, το πώς κατάφερα να επιβιώσω στο (σ.σ.: συντηρητικό) πολιτικό περιβάλλον της είναι αξιοθαύμαστο».
Στον «Κανόνα της σιωπής» πρωταγωνιστείτε, πέντε χρόνια μετά την ταινία «Λέοντες αντί αμνών». Επίσης, παίζετε στην καινούργια ταινία «Captain America». Τι σας έστρεψε ξανά στην ηθοποιία; «Στο "Captain America" παίζω γιατί είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτά που έχω κάνει μέχρι σήμερα. Εχω φτάσει σε ένα σημείο στη ζωή μου που απλώς περιμένω, ψάχνοντας για κάτι διαφορετικό. Είναι ένας κακός. Μου άρεσε που έπαιξα τον κακό. Ομως η ταινία στην οποία παίζω και βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα είναι το "All is Lost". Δεν έχει καθόλου διαλόγους και είμαι ο μόνος ήρωας στην ιστορία (σ.σ.: η ταινία "All is Lost", στην οποία ο Ρέντφορντ υποδύεται έναν άνθρωπο χαμένο μέσα στο σκάφος του στον ωκεανό, προβλήθηκε στο τελευταίο Φεστιβάλ των Καννών, λίγο καιρό μετά από αυτή τη συνέντευξη, και προκάλεσε αίσθηση)».
Και να κλείσουμε με κάτι πιο ανάλαφρο, αλλά εξίσου σημαντικό. Είστε 76 χρόνων και δείχνετε 50άρης. Υπέροχος! Ποιο είναι το μυστικό σας; «Σας ευχαριστώ πολύ. Ομως ειλικρινά, μα τον Θεό, δεν το βλέπω έτσι. Δεν μου αρέσει να κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη, ας ξεκινήσουμε από αυτό. Ανεξαρτήτως από το αν το τήρησα, ένας από τους λόγους για τους οποίους αποφάσισα να στραφώ στη σκηνοθεσία ήταν επειδή δεν μου αρέσει να βλέπω τον εαυτό μου. Μου αρέσει, βέβαια, να το ακούω από τους άλλους. Οφείλεται στο εγώ μου. Πολύ ισχυρό (γέλια)». l
*Η ταινία «Ο κανόνας της σιωπής» («The Company You Keep») θα προβάλλεται στις αίθουσες από τις
11 Ιουλίου, σε διανομή Village Roadshow.

**Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

Χουάν Ραμόν Χιμένεθ: Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Η μούσα του Χουάν Ραμόν Χιμένεθ

«Καλή και όμορφη σαν κρίνος, ωστόσο μυστικά θλιμμένη, πιθανόν γιατί νιώθει ότι δεν την αγαπά αυτός τον οποίο αγαπά». Ετσι περιέγραψαν τη Χεορχίνα Ούμπνερ οι δύο νεαροί Περουβιανοί που επισκέφθηκαν τον νέο, αλλά ήδη διάσημο ποιητή Χουάν Ραμόν Χιμένεθ στη Μαδρίτη, το καλοκαίρι του 1905. Δεν χρειάστηκε και πολύ για να καταλάβει ότι η νεαρή κοπέλα από το Περού, που ως θαυμάστρια του έργου του ένα χρόνο πριν του είχε γράψει ζητώντας αντίτυπα των βιβλίων του, ήταν ερωτευμένη μαζί του.
Είχαν ανταλλάξει μερικές επιστολές –όχι πολλές, αρκετές όμως για να γεννηθεί μια θερμή σχέση εξ αποστάσεως ανάμεσα στον Χουάν Ραμόν και τη Χεορχίνα και να εμπνεύσει ορισμένα από τα ωραιότερα ποιήματά του. Ο ποιητής είχε ανακαλύψει στο πρόσωπό της την ιδεατή για εκείνον γυναίκα: καλλιεργημένη, ευαίσθητη, μυστηριώδης.
Επειτα από μερικές νύχτες αγωνίας ανάμικτης με ευτυχία και τη δημιουργία νέων ποιημάτων, της γράφει: «Γιατί να περιμένουμε άλλο; Θα πάρω το πρώτο πλοίο, το πιο γρήγορο, για να με φέρει στο πλευρό σου. Μη μου ξαναγράψεις. Θα μου τα πεις όλα διά ζώσης, όταν θα καθόμαστε μπροστά στη θάλασσα ή στον αρωματισμένο κήπο σου, τον γεμάτο πουλιά και φεγγάρια…».
Λίγες ημέρες πριν επιβιβαστεί στο πλοίο, λαμβάνει ένα τηλεγράφημα από το Περού μέσω του προξενείου στη Μαδρίτη: «Ενημερώστε τον ποιητή Χουάν Ραμόν Χιμένεθ ότι η Χεορχίνα Ούμπνερ πέθανε». Ο Χουάν Ραμόν καταρρέει –είχε ήδη νοσηλευτεί στο παρελθόν με κατάθλιψη και αυτοκτονικές τάσεις και το χτύπημα είναι πολύ βαρύ. Επιστρέφει στη γενέτειρά του, Μογέρ της Ουέλβα στην Ανδαλουσία, όπου γεννήθηκε παραμονές Χριστουγέννων του 1881. Εκεί θα τον φροντίσει η οικογένειά του. Διοχετεύει όλη τη θλίψη, τον πόνο και την απογοήτευσή του σε ένα ποίημα με τίτλο «Γράμμα στη Χεορχίνα Ούμπνερ, στον ουρανό της Λίμα». Κατορθώνει να ανασυγκροτηθεί και έως το 1920 γράφει ίσως τις σημαντικότερες από τις ποιητικές συλλογές του: τις «Μπαλάντες της άνοιξης», «Ηχηρή μοναξιά», «Λαβύρινθος» και «Ο Πλατέρο κι εγώ».
Ο ποιητής, που τιμήθηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1956, δύο χρόνια πριν από τον θάνατό του, άργησε πολύ να μάθει την αλήθεια: η Χεορχίνα Ούμπνερ δεν υπήρξε ποτέ. Η κοπέλα που του έγραψε γιατί δεν μπορούσε να βρει τα βιβλία του στην πατρίδα της, αυτήν στην οποία έστειλε αφιερώσεις γραμμένες με το αγαπημένο του μοβ μελάνι, που του έλεγε ότι περνάει τις ημέρες της διαβάζοντας και ρεμβάζοντας μπροστά στη θάλασσα, ήταν ένα πρόσωπο φανταστικό. Μια γυναίκα επινοημένη από δύο νεαρούς Περουβιανούς, οι οποίοι, λίγο εξαιτίας της τρέλας της νιότης, ίσως και με άγνοια κινδύνου, και περισσότερο από επιθυμία να αλληλογραφήσουν με τον αγαπημένο τους ποιητή, έπαιξαν μαζί του. Ο Κάρλος Ροδρίγες Ούμπνερ και ο Χοσέ Κάλβες Μπαρενετσέα, μετέπειτα πρόεδρος του Περού, φοιτητές, δημόσιοι υπάλληλοι και φερέλπιδες ποιητές. Υπήρξε βέβαια μια Χεορχίνα, με σάρκα και οστά, αλλά δεν ήταν παρά η ξαδέλφη του Ούμπνερ. Σύμφωνα με κάποιους μελετητές είχε απλώς επιφορτιστεί με την αντιγραφή των επιστολών σε γυναικείο καλλιγραφικό χαρακτήρα. Κατά άλλους, οι δύο «απατεώνες» χρησιμοποίησαν το όνομά της χωρίς η ίδια να το γνωρίζει καν.
Οποιητής άργησε πολύ να παραδεχτεί ότι εξαπατήθηκε, λέγεται ότι ενδεχομένως δεν το έμαθε ποτέ. Ωστόσο, λίγα χρόνια πριν πεθάνει, σε επανέκδοση των ποιημάτων του αναθεώρησε το «Γράμμα στη Χεορχίνα Ούμπνερ». Σε εκείνη την πρώτη εκδοχή του, όμως, τη γεμάτη από περιγραφές των οδυνηρών συναισθημάτων για τον χαμό της, της έγραφε:
«Εχεις χαθεί. Χωρίς ψυχή, στη Λίμα,/ κάνεις να ανθίζουν λευκά τριαντάφυλλα κάτω από τη γη./ Κι αφού πουθενά δεν συναντιούνται οι αγκαλιές μας,/ ποιο ανόητο παιδί, τέκνο του μίσους και του πόνου,/ έφτιαξε τον κόσμο ενώ έπαιζε φυσώντας σαπουνόφουσκες στον αέρα;»*
* Ελεύθερη απόδοση από τα ισπανικά, από το «Γράμμα στη Χεορχίνα Ούμπνερ, στον ουρανό της Λίμα» (Carta a Georgina Hübner en el cielo de Lima)
  «Ο Χουάν Ραμόν Χιμένεθ είναι σαν την Αυστραλία, χώρα απέραντη και ήπειρος μαζί, ο μεγαλύτερος ποιητικός τόπος της λογοτεχνίας της Ισπανίας του 20ου αι.» (Andrés Trapiello)
Ο Χουάν Ραμόν Χιμένεθ (Juan Ramón Jiménez), βραβευμένος το 1956 με το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας, αποτελεί μία από τις σημαντικότερες φιγούρες της ισπανόφωνης ποίησης του 20ου αι.. Υπήρξε κύριος ανανεωτής της και πνευματικός πατέρας των ποιητών της γενιάς του 27, όπως του Λόρκα κ.α. Στην Ελλάδα είναι, ίσως, περισσότερο γνωστός για τις ιστορίες του γαϊδαράκου Πλατέρο, του ήρωα των παιδικών διηγημάτων «Ο Πλατέρο κι εγώ» (Platero y yo). Ο Χιμένεθ, ωστόσο, έζησε για την ποίηση και με την ποίηση. Συχνά γλυκομιλούσε γι΄αυτήν λες κι αναφερόταν σε μια αγαπημένη: «Η σχέση που έχω με την Ποίηση είναι αυτή των παράφορα ερωτευμένων». Ακούραστος δημιουργός, δούλευε και ξαναδούλευε τους στίχους του με άσβεστο πάθος, μέχρι που σφάλισε τα μάτια σε ηλικία 77 ετών. Ο Χιμένεθ είναι ο ποιητής της καθαρής ποίησης και της απόλυτης επιθυμίας για ομορφιά, αισθητικής και πνευματικής.

Γεννήθηκε το 1881 σε μια κωμόπολη της Ανδαλουσίας, το Μογκέρ. Η πατρίδα του, το μεσογειακό της φως, η λευκότητα των σπιτιών διαμόρφωσαν το ψυχισμό του νεαρού Χιμένεθ. Η θάλασσα του Μογκέρ, την οποία ως παιδί ατένιζε αχόρταγα από την ταράτσα του σπιτιού του, εντυπώνεται στην ποιητική του μνήμη. Τα στοιχεία αυτά- η θάλασσα, ο ήλιος, ο ουρανός, η αθωότητα της λευκής του πατρίδας- θα αποτελέσουν μόνιμα πρώτες ύλες των στίχων του.
Από παιδί είχε φύση μελαγχολική και εσωστρεφή ιδιοσυγκρασία. Σύντομα βρήκε καταφύγιο στην ποίηση και η ευαισθησία του βρήκε φωνή στους στίχους του. Πολύ νέος, το 1900, εκδίδει δύο ποιητικές συλλογές: «Μενεξεδένιες Ψυχές» (Almas de violeta) και «Νυνφαίαι» (Ninfeas), οι οποίες εκτυπώθηκαν με βιολετί και πράσινο μελάνι αντίστοιχα, ακολουθώντας τις τάσεις του Μοντερνισμού, ενός από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής, στο οποίο ανήκουν και τα παραπάνω έργα. Αυτά έτυχαν θερμής αποδοχής από τους ποιητικούς κύκλους και διάσημοι ποιητές, όπως ο Ρουμπέν Νταρίο (Rubén Darío) και ο Αντόνιο Ματσάδο (Antonio Machado), αγκάλιασαν με ενθουσιασμό το νεαρό ποιητή. Στους πρώτους αυτούς μελαγχολικούς στίχους κυριαρχεί ο κόσμος των αισθήσεων- η μουσικότητα, τα χρώματα, τα αρώματα-, ο οποίος είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το κόσμο των συναισθημάτων.
Υπήρξαν ρόδα και βιολέτες στο μπλε του στερεώματος,
μαγεία μυθική χρωμάτων και αρωμάτων∙
ήταν ένα από ΄κείνα τα δειλινά
των γλυκών ανοίξεων, που η ψυχή μου
στις αναμνήσεις βλέπει να πλανώνται.
Ο Χουάν Ραμόν Χιμένεθ και ο έρωτας
Ένα από τα βασικά θέματα της ποίησής του είναι ο έρωτας. Αποτελεί γι’ αυτόν το πέμπτο στοιχείο της φύσης μαζί με το νερό, τον αέρα, τη φωτιά και τη γη. Στους στίχους του ο έρωτας είναι παθιασμένος κι επώδυνος, εμφανίζεται όμως πάντα εξευγενισμένος, μια πύρινη φλόγα που φέγγει με τις πιο λεπτές και ευγενικές αποχρώσεις του γαλάζιου- ο έρωτας στην ποίησή του συγκρίνεται με την μπλε περίοδο στους πίνακες του Πικάσσο.
Αδελφή: Ξεφυλλίζαμε τα φλογερά μας σώματα
σε μια αφθονία δίχως τέλος, δίχως συναίσθηση…
Ήταν φθινόπωρο κι ο ήλιος — θυμάσαι; — γλύκαινε
θλιμμένα την κάμαρα με μια υπόλευκη λάμψη …

Το 1913 γνωρίζει κι ερωτεύεται την Ζηνοβία Καμπρουμπί (Zenobia Cambrubí). Το 1916 παντρεύονται και θα μείνουν αχώριστοι σύντροφοι για σαράντα σχεδόν χρόνια μέχρι το θάνατό της. Η Ζηνοβία, η οποία υποστήριξε πολύ το σύζυγό της στο έργο του, υπήρξε μια πολύ καλλιεργημένη γυναίκα, μοντέρνα για την εποχή της, φεμινίστρια και μεταφράστρια του ινδού νομπελίστα Ταγκόρε. Προκειμένου να τελεστούν οι γάμοι, ο Χιμένεθ διασχίζει για πρώτη φορά τον Ατλαντικό με προορισμό τη Νέα Υόρκη, όπου διέμενε η Ζηνοβία. Τα δύο αυτά γεγονότα, ο γάμος του και ο διάπλους του ωκεανού, θα σταθούν καθοριστικά για το έργο του, διότι από τις εμπειρίες αυτές γεννιέται η συλλογή «Ημερολόγιο ενός προσφάτως παντρεμένου ποιητή» (Diario de un poeta recién casado).
To πρωτοποριακό αυτό βιβλίο θεωρείται από κάποιους το σημαντικότερο ισπανικό ποιητικό έργο του 20ου αι.. Είναι γραμμένο σε μορφή ημερολογίου και συνδυάζει ποίηση και πρόζα, διάλογους και μονόλογους. Παρουσιάζει μεγάλη ετερογένεια υλικού, ως και αμερικάνικες διαφημίσεις παρεμβάλλει- ένα έργο πραγματικά με τον αέρα του μοντέρνου. Η μεγάλη καινοτομία ωστόσο για την ισπανόφωνη ποίηση είναι η εκτεταμένη και συνειδητή χρήση του ελεύθερου στίχου. Επιλέγει σκόπιμα το νέο αυτό στίχο, διότι θέλει να αναγγείλλει την αναγέννηση που υφίσταται η ποίησή του κι ο ίδιος με τον έρωτα, το γάμο και τη γνωριμία του με τον ωκεανό, με μια καινούρια ζωή.
Μοιάζεις, θάλασσα, να μάχεσαι
— ω! αναταραχή δίχως τέλος, μέταλλο αδιάκοπο! —
ώστε από σένα να βρεθείς ή εγώ για να σέ βρω.
Τι απέραντη δείχνεσαι,
στη γυμνότητά σου μόνη
…….
Σαν σε τοκετό, γεννάς τον εαυτό σου,
— με πόση κούραση! —
τον εαυτό σου, θάλασσα μοναδική!
τον εαυτό σου, εσένα μόνο και εντός της δικής σου
μοναδικής πληρότητας όλων των πληροτήτων,
…ώστε από σένα να βρεθείς ή εγώ για να σέ βρω!
Με το βιβλίο αυτό η έκφρασή του αλλάζει ριζικά και το έργο του εισέρχεται σε μία νέα περίοδο που ο ποιητής μας ονομάζει διανοητική. Η ποίησή του γίνεται καθαρή, αγνή, poesía pura, απογυμνώνεται από περιττά στολίδια, από κοσμητικά επίθετα και τον περίτεχνο λόγο. Τώρα παρατηρείται το εξής παράδοξο: ο λόγος του, το λεξιλόγιο γίνεται απλό, καθημερινό, εντούτοις τα νοήματά του γίνονται δύσκολα, πυκνά. Ο Χιμένεθ γίνεται ο ποιητής της απέραντης μειονότητας.
Αυτήν την περίοδο εκδίδει πολλά κοσμήματα της ισπανικής ποίησης, όπως Αιωνιότητες (Eternidades), Ποίηση (Poesía), Ομορφιά (Belleza), Η πλήρης εποχή (La estación total). Ο Χιμένεθ γράφει ασταμάτητα, είναι εξορισμένος θα λέγαμε στην ποίησή του.
Ζώο Βάθους

Το 1936 ξεκινά μια διαφορετική εξορία γι΄αυτόν: με το ξέσπασμα του Εμφυλίου, φεύγει από την Ισπανία και λόγω της νίκης του Φράνκο, αυτοεξορίζεται μόνιμα· ζει στην Κούβα, στη Φλόριντα, στην Ουάσινγκτον και τέλος θα εγκατασταθεί στο Πουέρτο Ρίκο.
Τα χρόνια περνούν. Βρισκόμαστε στο 1949, όταν εκδίδεται μία συλλογή ορόσημο της ισπανόφωνης ποίησης: Ζώο Βάθους (Animal de fondo). Ο Χουάν Ραμόν είναι πλέον ηλικιωμένος, ο λόγος του έχει ωριμάσει, όμως η ποίησή του παραμένει νέα. Φέρει πάντα μαζί της την άνοιξη, τον αέρα της ανανέωσης. Η έμπνευση σε όλο της το μεγαλείο! Ο ποιητής αγγίζει πλέον την πολυπόθητη Ολότητα, La totalidad, φθάνει πλέον έπειτα από μακρόχρονο ταξίδι στην Πλήρη του Εποχή: ανοιξιάτικη αναγέννηση, καλοκαιρινός θερισμός του καρπού, χειμωνιάτικη απόλαυση των κόπων, των κύκλων ζωής.
Η συλλογή Ζώο Βάθους αποτελείται από 29 ποιήματα, άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, που αλληλοσυμπληρώνονται, και είναι εστιασμένα όλα σε ένα θέμα, την ανακάλυψη του εσωτερικού μας θεού, της ομορφιάς, του φωτεινού μας κέντρου.
Το 1956, τo βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας έρχεται σε μια τραγική στιγμή της ζωής του: λίγες μέρες πριν πεθάνει η γυναίκα του. Συντετριμμένος δεν θα πάει να το παραλάβει. Δύο χρόνια αργότερα πεθαίνει και ο ίδιος στο Πουέρτο Ρίκο. Ο αιώνιος Ανδαλουσιανός, όπως υπέγραφε ο ίδιος ο Χουάν Ραμόν, ήταν από τις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις συνέπειας, που έργο και ζωή ταυτίζονται· ο ποιητής ενστάλαξε την ύπαρξή του στους στίχους, δίνοντας στα πάντα ολόγυρα αισθητική, συναισθηματική και πνευματική αξία.
Άννα Βερροιοπούλου
Στα ελληνικά κυκλοφορεί η Μικρή Ποιητική Ανθολογία του Χιμένεθ από τις εκδόσεις Απόπειρα.

ΜΙΓΚΕΛ ΝΤΕ ΟΥΝΑΜΟΥΝΟ Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ.

Ουναμούνο, ο φιλόσοφος της αγάπης για τη ζωή.

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //   «Άγιος Μανουήλ ο Μάρτυρας / Η θεία Τούλα» του Μιγέλ ντε Ουναμούνο, Μετάφραση: Τάσος Ψάρρης, Εκδ. «Vakxikon», σελ. 196
Αν μεταξύ ζωής και θανάτου, μια απόσταση που λογίζεται συνειρμικά όσο η γη από τον ουρανό και ανάποδα, υπάρχουν οι αμφιβολίες, τότε δικαίως ο Μιγκέλ ντε Ουναμούνο συγκαταλέγεται ανάμεσα σε εκείνους τους δημιουργούς που το σπόρο του σκεπτικισμού, της μη παραδεδεγμένης κατάφασης (ή άρνησης) τον έκανε στάση ζωής και έργου.
Ένας Βάσκος που ένιωθε και Ισπανός, ένας καθολικός που διέρρηξε με τα γραπτά του τα βασικά δόγματα της θρησκείας. Ένας φιλόσοφος που αντιμετώπιζε με υποψία τη φιλοσοφία. Ένα πολιτικό ον που πέρασε από το ένα φάσμα στο άλλο όχι ως κλασικός αριβίστας, αλλά ως άνθρωπος που πίστεψε ακλόνητα στα βασικά του πιστεύω και δεν δίστασε να τα εκφράσει δημόσια σε εποχές που και μια απλή ένδειξη διαφορετικότητας θα μπορούσε να αποβεί μοιραία. Οι λογής εξορίες και διώξεις που υπέστη κατά τον ταραχώδη βίο του, δείχνουν πως ο Ουναμούνο δεν πρόσφερε απλώς ενδείξεις, αλλά βροντοφώναξε τη διαφορετικότητά του.

Ποιος είναι, άραγε, αυτός ο Ισπανός/Βάσκος με το στοχαστικό βλέμμα και το φροϋδικό μουσάκι και γιατί δεν έχει γίνει τόσο γνωστός στα μέρη μας, ενώ αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ισπανικής γραμματείας; Ακροθιγώς και με το φόβο να περιπέσω σε μια χονδροειδή απόπειρα ταύτισης, ο Μιγκέλ ντε Ουναμούνο είναι για τους Ισπανούς ότι είναι για εμάς ο Καζαντζάκης. Άλλωστε, ανάμεσα στους δύο υπάρχουν ένα υπόγειο ρεύμα άμεσης επικοινωνίας. Τι άλλο θα μπορούσε άλλωστε να είναι ο Άγιος Μανουήλ ο Μάρτυρας από Φτωχούλης του Θεού; Ενός Θεού δικού του που ξεφεύγει από τα παραδεδεγμένα μέτρα της επίσημης εκκλησίας.
Ο Ουναμούνο είναι άνθρωπος γεμάτος αντιφάσεις. Η μεγαλύτερη όλων είναι η παραδοχή από μεριάς του άλογου της ζωής καθώς ομοιάζει με μια σταύρωση - με μια τραγωδία που διαρκεί όσο και ο βίος κάθε ανθρώπου. Κι όμως, η θέση του δεν κουβαλάει τις ρίζες ενός πεισιθάνατου πεσιμισμού. Οι απόψεις του είναι μια βροντώδης υλακή υπέρ της ζωής, της χαράς, της ευτυχίας, του ζήσε για τη ζωή γιατί κάπου αλλού δεν υπάρχει. Πολλώ δε μάλλον στον άλλο κόσμο.
Ο Ουναμούνο είναι ένας πρώιμος υπαρξιστής με μια ένταση που κινείται από τη διάνοια στο συναίσθημα, την πίστη και τη λογική. Στην καρδιά της κοσμοθεωρίας του είναι θα έλεγε κανείς η παθιασμένη λαχτάρα του για ζωή μέχρις σημείου αθανασίας. Μόνο που τούτη η ελπίδα για αιώνια ζωή δεν προσκολλάται σε κάποιο θρησκευτικό δόγμα που μιλάει για το επέκεινα με τρόπο αγωνιώδη και συχνάκις εκφοβιστικό. Ο Ουναμούνο κείται ακριβώς στην αντίθετη πλευρά της θεολογίας σημειώνοντας πως η πείνα του ανθρώπου για ζωή μετά θάνατον, στην πραγματικότητα, διαψεύδεται από τις θρησκείες μετατρέποντας την προκύπτουσα ένταση για ζωή σε αδιάκοπη αγωνία.

Πολυσχιδές πνεύμα που κινήθηκε σε όλο το φάσμα της λογοτεχνίας, έγραψε ποίηση, θεατρικά έργα, αλλά η μεγαλύτερη επιρροή του ήταν ως δοκιμιογράφος και πεζογράφος, ενώ δεν πρέπει να λησμονούμε την πολιτική του δράση και την ακαδημαϊκή δραστηριότητά του. Όλα τούτα συνθέτουν μια περσόνα που μέσω των εικονοκλαστικών ιδεών του, προσπάθησε παντί τρόπω να διατηρήσει ζωντανή την προσωπική του ακεραιότητα, αλλά πάνω από όλα να διατρανώσει την ανάγκη του ατόμου να πολεμήσει με όλα τα μέσα για να διατηρήσει την προσωπική του ιδιοσυστασία έναντι της κοινωνικής συμμόρφωσης, του φανατισμού και της υποκρισίας.
Ο Ουναμούνο μέσα από τα δικά του σπαράγματα, γεγονότα που στιγμάτισαν την προσωπική του ζωή, μέσα από τα φτερά του εφιάλτη, διαμορφώνει μια παθιασμένη φιλοσοφία της αίρεσης ή, αλλιώς, τη φιλοσοφία του τραγικού, μια απόλυτα προσωπική φιλοσοφική θεώρηση των πραγμάτων. Η στάση του άρχεται με την αγνωσία της ίδια του της φύσης: «Είμαι ένας άνθρωπος, κανένα άλλο άνθρωπος δεν μπορώ να κρίνω ως ξένο». Αυτή η οντολογική διερώτηση (όπως θα έλεγε και ο ποιητής: εγώ είμαι ένας άλλος), λαμβάνει το χαρακτήρα της εξατομικευμένης τραγικότητας του Ουναμούνο. Λέει, είμαι ένας άνθρωπος.

Μια μονάδα, μια κουκίδα ζωής, μια τραγωδία και όχι κάποια άλλη. Για τον Ουναμούνο, ο άνθρωπος είναι το υπέρτατο υποκείμενο και αντικείμενο όλων των φιλοσοφικών συστημάτων. Συμπληρώνει, δε, πως εκείνον τον ενδιαφέρει η σωματοποιημένη διάσταση του ανθρώπου και όχι ιδέες και μια χαριτωμένη διάθεση θυμίζει πως είτε μας αρέσει, είτε όχι, ακόμη και οι φιλόσοφοι είναι κι αυτοί άνθρωποι με δέρμα και οστά. Η μεγάλη εναντίωση του με τη φιλοσοφία, αν και ο ίδιος είναι κομμάτι της, είναι ότι εκκινεί από το θεμελιώδες «γιατί», ενώ ο ίδιος αντιπαρατάσσει το «για ποιο σκοπό». Όχι την αιτία της ζωής, αλλά το τέλος της. Το να γνωρίζει ο άνθρωπος είναι το ένα σημαντικό κομμάτι του βίου του, το άλλο είναι, όμως, να ζήσει. Ιδού ξανά η ευφρόσυνη αγωνία του Ουναμούνο για ζωή. Και για να κλείσουν το κεφάλαιο φιλοσοφία, που είναι όμως άκρως σημαντικό για να κατανοήσουμε τις δύο νουβέλες της παρούσας έκδοσης, αξίζει να σημειώσουμε τη διαρκή πολεμική του Ουναμούνο με τα μεγάλα πνεύματα της φιλοσοφικής σκέψης.
Ο Μάρκος Αυρήλιος, ο Άγιος Αυγουστίνος, ο Πασκάλ, ο Ρουσώ, ο Ρενέ, ο Όμπερμαν, ο Τόμσον, ο Λεοπάρντι, ο Λενάου, ο Κλάιστ, ο Αμιέλ, ο Κίρκεγκωρ - όλα αυτά είναι άνδρςς με σάρκα και οστά και έχουν όλοι τους πληγεί από την ίδια ασθένεια: βαρύνονται με σοφία, αλλά όχι και με γνώση. Στην πραγματικότητα, για άλλη μια φορά, ο Ουναμούνο μας υπενθυμίζει πως το υπέρτατο της φιλοσοφίας είναι να προσδεθεί στη χαρά της ζωής, γνωρίζοντας τη σταύρωσή της.
Οι δύο νουβέλες στην παρούσα έκδοση, ο Ουναμούνο εισήλθε στην πραγματικότητα σε μια αχαρτογράφητη περιοχή που ορίζεται ως nivola, είναι άξια δείγματα της προβληματικής του Βάσκου, αλλά και ένα εξαίσιο δείγμα λογοτεχνίας. Παρά το γεγονός ότι οι σημάνσεις και οι συμβολισμοί του δεν μπορούν να περιχαρακωθούν εκτός του μύθου, το αναγνωστικό θάλπος τους είναι πέρα για πέρα εγγυημένο. Ο Ουναμούνο ξέρει να γράφει ωραίες ιστορίες με έναν μοντερνισμό που για εκείνα τα χρόνια φάνταζε αρκούντως πρωτοποριακός και ρηξικέλευθος.
Ο Άγιος Μανουήλ ο Μάρτυρας, τούτη η σεπτή, αλλά αντικληρικαλιστική φιγούρα συγκεφαλαιώνει όλες τις απόψεις του Ουναμούνο για το ποιος πρέπει να είναι ο σκοπός επί της γης. Είναι άγονος αγώνας για ζωή. Όχι με την έμφοβη ένταση που η θρησκεία προσδένει τα υποκείμενα, αλλά με την ψευδαίσθηση ότι ο άρτος της ζωής πρέπει να τρώγεται με σφοδρή επιθυμία, με ένδοξη πίστη, με την αυτοσυνειδησία ότι αυτό είναι που ζούμε, αυτό το αναλλοίωτο και άλλο δεν έχει. Η μικρή κοινότητα των ανθρώπων στην οποία κινείται ο Άγιος Μανουήλ, τον παρατηρεί με ζωϊκό δέος. Δεν μπορεί να αντιληφθεί και να εννοήσει, αλλά μπορεί να συναισθανθεί το εύρος της ιερότητάς του. Πρόκειται για ένα φάσμα ανθρώπου που ενώ ξεπερνάει τα εγκόσμια είναι τόσο πολύ δεμένος με τους ανθρώπους της κοινότητας, όχι ως μάζα, αλλά ως ακέραιες μονάδες που έχουν υποχρέωση να πιούν τη ζωή τους μέχρι την τελευταία σταγόνα. Ο Άγιος Μανουήλ αποδιώχνει τους μανιχαϊσμούς της θρησκείας προς χάριν της αγάπης για ζωή. Και αυτή η ψευδαίσθηση που προσφέρει είναι ωσαύτως ανακουφιστική, αλλά και υποστηρικτική, καθώς και ο ίδιος γνωρίζει πως η σταύρωση του ανθρώπου ξεκινάει από τη γέννησή του - να το τραγικό στοιχείο για άλλη μια φορά. Ο Άγιος Μανουήλ, αυτός ο φτωχούλης ενός ανθρώπινου Θεού, είναι ένας προφήτης του οποίου η αποκάλυψη δεν παραχωρεί το δικαίωμα στην αγωνία του μετά το θάνατον, αλλά την περιδίνηση στο εδώ και το τώρα, σε αυτό που οφείλει να ζήσει ο άνθρωπος.
Η θεία Τούλα, η δεύτερη νουβέλα της παρούσας έκδοσης, είναι με απλά λόγια ένα κομψοτέχνημα ύφους. Η Γερτρούδη, η αλλιώς Τούλα, είναι μια αρχετυπική μορφή της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Έχει όλα τούτα τα στοιχεία που την καθιστούν δείγμα άρτιας λογοτεχνικής μορφής με τη ρωμαλέα αξιοπρέπεια και την παθιασμένη παρόρμησή που τη διακρίνει. Ο Ουναμούνο απεικονίζει με επιβλητικές γραμμές τη δύναμη της μητριαρχικής φύσης, εκείνης δηλαδή που φέρει ζωή και μπορεί να εγγυηθεί τη διαιώνισή της. Η Τούλα, ως άλλη άμωμος Παρθένα, καίτοι δεν έχει τεκνοποιήσει, είναι η ουσιαστική τροφός των παιδιών της αδελφής της που φεύγει πρόωρα από τη ζωή και των παιδιών που κάνει ο άνδρας της αδελφής της με τη δεύτερη γυναίκα του. Είναι μια μητέρα Τερέζα, μια Αντιγόνη όπως ο Ουναμούνο μας αφήνει να εννοήσουμε στην αρχή της νουβέλας; Είναι μια αεικίνητη, στέρεα, δυναμική, αλλά όχι δεσποτική φυσιογνωμία που κυβερνιέται από την πίστη της για αθανασία η οποία μπορεί να επιτευχθεί μέσα από αυτή τη μικρή κοινωνία παιδιών που τρέφει στον κόρφο της. Οι προσωπικές της αρχές έχουν τη δύναμη αυταξίας, δεν επιδέχονται αμφιβολιών, δεν μπορούν να κριθούν με λογικά αίτια. Ο Ουμανούνο δεν καταγράφει τη γυναίκεια φύση, εισβάλλει μέσα της, ανασύρει από τα βάθη όλα εκείνα τα κρυφά στοιχεία που έχουν να κάνουν με τον κρυμμένο και ματαιωμένο πόθο, με την ανησυχία, την αδιάπλαστη φωνή της αγάπης και τον πόνο που λαχταράει να ξεσπάσει. Επαναλαμβάνω: πέραν των συμβολισμών που σε αυτή τη νουβέλα είναι κάτι παραπάνω από ευκρινείς, ο μύθος στέκει ακόμη και σήμερα με μια αμετάκλητη αξία. Η πρόζα του Ουναμούνο θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιηθεί αυτούσια και στις μέρες και το αποτέλεσμα να είναι αρκούντως μοντέρνο. Ο Ουναμούνο είναι ένας μάστορας του κρυμμένου ερωτισμού, ένα στοιχείο που τον ενδιαφέρει έτσι και αλλιώς, και ακολουθώντας τη γραμμή της απόκρυψης και όχι της δήλωσης, παίζει με τις σκιές που θάλλουν μέσα στο μυαλό της Τούλα. Αφήνει τα σώματα να περιελιχθούν μέσα στους σεισμούς που τα συνταράσσουν, ακούει και καταγράφει κάθε μικρό κραδασμό που κάνει το δέρμα και την πειθαρχία που επιβάλλει ο υπέρτατος σκοπός και η αλληλουχία των γεγονότων.
Αυτές οι δύο νουβέλες, που παρεμπιπτόντως έτυχαν πολύ καλής μετάφρασης από τον Τάσο Ψάρρη, μπορούν να γίνουν το έναυσμα για να σκύψουμε πάνω στην περίπτωση του Ουναμούνο και να τον βγάλουν από τη σκιά στην οποία κατά περίεργο τρόπο έχει θαφτεί για δεκαετίες. Τούτο το ανήσυχο και θορυβώδες πνεύμα αξίζει να αναγνωστεί ως μια άλλη εκδοχή του raison d' etre, του λόγου της ύπαρξης. Όχι με την προοπτική του αιώνιου μέλλοντος, αλλά με αυτή του διαρκώς αναδιπλούμενο παρόντος.

ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ Ο ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ
 

8.3.16

ΜΠΕΤΟΒΕΝ Η ΜΟΤΣΑΡΤ; ευτυχώς που υπήρξαν και οι δύο.

Μπετοβεν ή Μοτσαρτ; Ποιος ειναι ο πραγματικος Θεος της Μουσικης;

Για να απαντησει κανεις σε αυτο το ερωτημα θα πρεπει να διαβασει χιλιαδες βιβλια, να ακουσει ολα τους τα εργα και φυσικα σαν... φιναλε, να δει και τις τρεις ταινιες που εχουν γυριστει και αφορουν αυτους τους δυο Θεους της Μουσικης.

Συγκριση μερικοι λενε πως δεν μπορει να γινει. Εχουν αδικο ομως, διοτι παραβλεπεται ενας πολυ σημαντικος παραγοντας που μπορει να κανει εναν ανθρωπο να ξεχωρισει τον εναν απο τον αλλο. Οποιον ομως κι αν επιλεξουμε, το βεβαιο ειναι πως ο αλλος βρισκεται σχεδον στο ιδιο επιπεδο με τον "νικητη".
Ας δουμε τις ταινιες που σας ελεγα.


Δυο εξαιρετικες ταινιες πολυ κοντα στην βιογραφια του Μπετοβεν ειναι ευρεως γνωστες στην Ιστορια του κινηματογραφου.
Η πρωτη γυριστηκε στα 1994 και ειχε πρωταγωνιστη τον Γκαρυ Ολντμαν στον ρολο του Λουντβιχ και τον Ζερον Κραεμπ στο ρολο του Σιντλερ. Τιτλος της ταινιας "Αθανατη αγαπημενη" (Immortal Beloved), ο οποιος αναφερεται στην μυστηριωδη αγαπημενη που ειχε ο Μπετοβεν και που ποτε κανεις δεν εμαθε πολλες λεπτομερειες για αυτη. Ο τιτλος αυτος προερχεται απο τις τρεις ερωτικες επιστολες που ειχε στειλει ο Λουντβιχ προς αυτην, αλλα κανενας δεν μπορεσε να λυσει αυτον τον γριφο που τοσο φανηκε να ταλαιπωρουσε τον μουσουργο. Ηταν αραγε η κουνιαδα του, η Γιοχανα Βαν Μπετοβεν; Ηταν η Αντονι Μπρεντανο; Ηταν η Τερεζ Φον Μπρουνσγουικ; Στο εργο αυτο τελικα μαθαινουμε οτι η αθανατη αγαπημενη του Μπετοβεν ηταν η κουνιαδα του, αλλα αυτο δεν ειναι τιποτα αλλο απο μια εικασια, αφου στην πραγματικοτητα μετα το θανατο του Λουντβιχ, η τελευταια του ερωτικη επιστολη βρεθηκε στα ιδιωτικα του εγγραφα, γεγονος που μαρτυρουσε πως ειτε ο συνθετης δεν την εστειλε ποτε, η απλα του... επεστραφη απο την αγνωστη αποδεκτρια.
Ας δουμε μια σκηνη απο την ταινια
Ομως η πιο ωραια ταινια που εχει σαν θεμα τον Μπετοβεν ηταν το "Αντιγραφοντας τον Μπετοβεν" που γυριστηκε το 2006. Προκειται για μια καταπληκτικη ταινια με φοβερες ερμηνειες και τον Εντ Χαρρις να υποδυεται εξαιρετικα τον Μπετοβεν. Η ταινια εχει πολλα στοιχεια βιογραφικα, σκιαγραφωντας τον μεγαλο μουσουργο σε πολλες απο τις συνηθειες του. Ο νευρικος Μπετοβεν, ο μεγαλειωδης Μπετοβεν, ο Αφταστος Μπετοβεν και ο "αλλος" Μπετοβεν ειναι τα χαρακτηριστικα της. Στο πλευρο του Εντ Χαρρις η Νταιαν Κρουγκερ υποδυεται την κοπελα που αντεγραφε τα εργα του και τον βοηθησε ουσιαστικα στο εργο του. Η κορυφαια σκηνη του εργου ειναι η διευθυνση της Ενατης που εχει πολλες ομοιοτητες με την πραγματικοτητα. Ο Μπετοβεν ειχε απωλεσει εντελως την ακοη του οταν διηυθυνε την Ενατη μπροστα στο κοινο, ειχε καποια βοηθεια και οντως στο τελος μια κοπελα απο την ορχηστρα τον γυρισε προς τον κοσμο για να δει ολα αυτα που δεν μπορουσε να ακουσει. Η σκηνη ειναι εξαιρετικη και σας την παραθετω.
Ο Μπετοβεν για τους θαυμαστες του, για τους λατρεις του, η πολυ απλα για τους "πιστους" του, ηταν ενα ανερμηνευτο μυστηριο. Πολλοι τον εχουν Θεοποιησει και οχι αδικα, αφου η μουσικη του, οπως ισχυριζονται οι Μπετοβενικοι, δεν μπορει να γραφτηκε απο ανθρωπινο χερι. Πραγματικα. Ο Μπετοβεν ηταν και ειναι ο Θεος της Κλασσικης μουσικης κατα γενικη ομολογια.
Κανεις δεν μπορει να αμφισβητησει τον Λουντβιχ ως τον κορυφαιο μουσουργο ολων των εποχων. Οι λατρεις της κλασσικης μουσικης χωριζονται βεβαια σε δυο κατηγοριες. Πολλοι εχουν επιχειρησει να απαντησουν στο ερωτημα Μπετοβεν ή Μοτσαρτ.
Πριν απαντησουμε ομως, ας δουμε και αποσπασμα απο την ταινια Αμαντεους
Ο Τom Hulce υποδυεται εκπληκτικα τον Μοτσαρτ. Και αυτη η ταινια εχει εντονα τα βιογραφικα στοιχεια. Ο Μοτσαρτ δεν ηταν τιποτα αλλο απο ενας απλος ανθρωπος στην καθημερινοτητα του, γεματος παθη. Οταν ομως εγραφε την μουσικη του δεν ηταν ο ιδιος. Ηταν κατι ανωτερο, εξω απο τον ανθρωπινο χαρακτηρα. Το 1756 γεννηθηκε και στα πεντε του χρονια ειχε συνθεσει το πρωτο του εργο! Ηδη το 1761 εθεωρειτο το παιδι - θαυμα.

Εκπροσωποι του Βιεννεζικου Κλασσικισμου και οι δυο οπως λενε οι "ειδικοι"; Λαθος φιλοι μου. Δεν υπαρχει κανενας καλυτερος ειδικος απο εμας τους ιδιους που ακουμε το εργο τους. Μπορει στα... τυπικα να ηταν οι εκπροσωποι του Κλασσικισμου, αλλα ομως, ηταν κατι παραπανω απο αυτον. Κατι που δεν περιγραφεται με λογια η με ορους ιστορικους και μουσικους.
Ποιος ηταν λοιπον ο καλυτερος;

Και οποιος με ρωταει εμενα αυτο το πραγμα, η απαντηση που θα παρει ειναι ο ΜΟΤΣΑΡΤ. Ναι, λατρευω τον Μπετοβεν, αναγνωριζω οτι ειναι ο μεγαλυτερος ολων, αλλα στο δικο μου αυτι και στην δικη μου καρδια, ο Βολφγκανγκ ειναι ο Θεος της Κλασσικης Μουσικης. Θα μπορουσα να βρω ενα εκατομμυριο λογους για να το αιτιολογησω και οι Μπετοβενικοι εννιακοσιους ενενηντα εννια χιλιαδες λογους για να με διαψευσουν. Πραγματικα οι 999 ειναι οι ιδιοι που ισχυουν και στους δυο, αλλα ο ενας ειναι το συναισθημα του καθε ανθρωπου, αυτο δηλαδη που ξεχωριζει τον Μοτσαρτ απο τον Μπετοβεν και του αποδιδει το Θειο.
Και για εμενα, ο Μοτσαρτ ηταν ο Θεος της κλασσικης μουσικης, για εναν και μονο λογο, τον οποιο παντοτε κρατουσα για εμενα, αλλα τον εχουν σεβαστει απαντες οι μουσικοφιλοι.
ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ;
Ο Μπετοβεν:
Ο Μπετοβεν βρισκεται στο Κεντρικο νεκροταφειο της Βιεννης. H κηδεια του πραγματοποιηθηκε στις 29 Μαρτιου 1827 και παραβρεθησαν περιπου 20.000 Βιεννεζοι.
Ο Μοτσαρτ:
Κανεις δεν ξερει που βρισκεται ο Μοτσαρτ. Και εδω ειναι η αδικια της ζωης. Ο Μοτσαρτ αφησε τοσα εργα στην ανθρωποτητα κι ομως, κανεις δεν ξερει που βρισκεται. Ο ταφος που βλεπετε επανω δεν ειναι τιποτα αλλο απο ενα κενοταφιο στην πτερυγα των τιμωμενων του Κεντρικου νεκροταφειου της Βιεννης, αφου στην πραγματικοτητα ο Μοτσαρτ κηδευθηκε στην κρυπτη των απορων και εταφη σε μαζικο ταφο στο νεκροταφειο του Αγιου Μαρκου.
Εσεις ποιον εχετε επιλεξει;

Πηγή: thanospepas.pblogs.gr 
Υ.Γ. Πιο κάτω σας στέλνω μερικά αριστουργήματα, ακούστε τα.
Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος.
https://www.youtube.com/watch?v=uqgM26yCjok
https://www.youtube.com/watch?v=enEVv02f6bo
https://www.youtube.com/watch?v=c7O91GDWGPU
https://www.youtube.com/watch?v=_CTYymbbEL4
https://www.youtube.com/watch?v=3X9LvC9WkkQ
https://www.youtube.com/watch?v=mN9Dipgqdtw
https://www.youtube.com/watch?v=l5cF5GGqVWo
https://www.youtube.com/watch?v=sZoZwdesumY
https://www.youtube.com/watch?v=s6bSrGbak1g
https://www.youtube.com/watch?v=xCFEk6Y8TmM
https://www.youtube.com/watch?v=DyDdMA0hfXg
https://www.youtube.com/watch?v=uDo8Iz8LzW4
https://www.youtube.com/watch?v=Zi8vJ_lMxQI
https://www.youtube.com/watch?v=nGdFHJXciAQ
Σας εύχομαι καλή ακρόαση.

6.3.16

ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ ΕΝΑΣ ΜΥΘΟΣ Ο Ψηλορείτης του Ελληνικού θεάτρου με την Ολύμπια φωνή - Αφιέρωμα σε ένα σύμβολο της τέχνης

Mάνος Κατράκης: Ο Ψηλορείτης του Ελληνικού θεάτρου με την Ολύμπια φωνή - Αφιέρωμα σε ένα σύμβολο της τέχνης

Το ιερό τέρας του ελληνικού θεάτρου και πανιού έβαλε σκοπό με το ψηλορείτικο ανάστημά του την ολύμπια φωνή του να μετατραπεί σε σύμβολο αγωνιστή και μαχόμενου πολιτικά καλλιτέχνη, αφήνοντας μια εξέχουσα πνευματική, καλλιτεχνική και πολιτική παρακαταθήκη που δύσκολα θα βρει όμοιό της.
Με περισσότερα από 50 χρόνια προσφοράς στο θέατρο, με στόχους υψηλούς, ερμηνείες συγκλονιστικές, βραβεία και επαίνους, ο Μάνος Κατράκης τίμησε το επάγγελμα και ποίησε πράγματι ήθος, τόσο με τους εμβληματικούς ρόλους του όσο και με το ίδιο το παράδειγμα της ζωής του.
«Διάλεξα να είμαι κομμουνιστής», θα αποκαλύψει ήδη από πολύ νωρίς στην καριέρα του, θεωρώντας πρωτίστως την τέχνη ως κοινωνικό λειτούργημα παρά ανάγκη έκφρασης: «Η έντιμη και σωστή θεώρηση της τέχνης», θα πει το 1981, «οδηγούν τον καλλιτέχνη στο σωστό δρόμο. Έτσι το έργο του γίνεται δεκτό από όλο τον κόσμο, ανεξάρτητα από πολιτικές ή όποιες άλλες διαφορές».
Τις αριστερές του πεποιθήσεις θα τις πλήρωνε βέβαια ακριβά αναφέρει το newsbeast.gr, αν και για τον ίδιο αυτό δεν θα ήταν παρά μια ζοφερή μεν, μικρή δε υποσημείωση της πλούσιας ζωής του. Στα δύσκολα χρόνια της γερμανικής Κατοχής αλλά και στα τραγικά χρόνια του Εμφυλίου, ο Κατράκης θα βρεθεί στην πρώτη γραμμή της Αντίστασης. Για τις ιδέες του θα απολυθεί από το Εθνικό Θέατρο, θα συλληφθεί και όταν θα αρνηθεί να υπογράψει τη δήλωση της ντροπής των πολιτικών φρονημάτων, θα εξοριστεί στην Ικαρία, τη Μακρόνησο και τον Άι-Στράτη μέχρι και το 1952.
Το αγροτόπαιδο από την Κρήτη που έκανε όλη τη θεατρική Αθήνα να υποκλιθεί στα υποκριτικά του χαρίσματα ήδη από τα πρώτα βήματά του στο σανίδι το 1928 ήταν ένας φλογερός αγωνιστής που υπέμεινε με σθένος και απαράμιλλη γενναιότητα τους ξυλοδαρμούς και τα βασανιστήρια, γράφοντας με την προσωπική του διαδρομή συλλογική Ιστορία. Αυτός, ο μέγιστος των ελλήνων ηθοποιών, ο ταγμένος καλλιτέχνης και μαχόμενος πολιτικά άνθρωπος, θα κάνει τον συναγωνιστή του Γιάννη Ρίτσο να πει: «Στο μπόι σου παίρνει μέτρο η ανθρωπιά και η τέχνη».
Ο Κατράκης στρατεύτηκε στην υπηρεσία του λαϊκού κινήματος και της εργατικής τάξης ξέροντας ότι η καριέρα του, που μόλις αχνοχάραζε, θα γκρεμιζόταν από τη φαυλότητα της εποχής. Κι όμως, παραήταν «πολύς» για να τον κάμψουν οι πολιτικές μικρότητες και οι φρικαλεότητες των λογής καθεστώτων, ιδρύοντας κάποια στιγμή το Κρατικό Θέατρο Θεσσαλονίκης, έναν από τους σημαντικότερους σταθμούς στην καλλιτεχνική και αγωνιστική του πορεία.
«Ένας άνθρωπος που στρατεύεται, μένει στρατευμένος σε όλη τη διάρκεια της ζωής του», ισχυριζόταν ο πολιτικοποιημένος καλλιτέχνης που δεν άφησε ωστόσο τα πολιτικά να εμπλακούν στην καρδιά της τέχνης του, μια τέχνη τρυφερή και ειλικρινής που θα τον φέρει το 1961 να κλέψει το βραβείο του καλύτερου ηθοποιού στο 5ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαν Φρανσίσκο από τον Λόρενς Ολιβιέ και τον Μπαρτ Λάνκαστερ!
Το αρχέτυπο του Οιδίποδα, του Προμηθέα Δεσμώτη, του Καπετάν Μιχάλη, του Δον Κιχώτη, του Βασιλιά Λιρ και του Οθέλλου ξεπεράστηκε μόνο από την αγάπη του και τον μόχθο για την ίδια τη ζωή και τους αγώνες της, τους οποίους περιέβαλλε με τη σεμνότητα και την αταλάντευτη πολιτική του στάση.
Πρώτα χρόνια
Ο Μάνος Κατράκης γεννιέται στις 14 Αυγούστου 1908 στο Καστέλι Κισσάμου των Χανίων της Κρήτης ως το μικρότερο από τα πέντε παιδιά ενός τοπικού εμπόρου. Οι δουλειές ωστόσο μόνο καλά δεν πήγαιναν και δέκα χρόνια αργότερα η οικογένεια θα ψάξει την τύχη της στην Αθήνα, μετακομίζοντας στην πρωτεύουσα το 1919.
Ο μικρός Μάνος είχε ήδη κολλήσει βέβαια το μικρόβιο της υποκριτικής και έπαιζε σε σχολικές παραστάσεις, όταν δεν όργωνε φυσικά τα ποδοσφαιρικά γήπεδα, καθώς ο έρωτάς του για τη στρογγυλή θεά ήταν κι αυτός κεραυνοβόλος. Κι έτσι θα παίξει βασικός στον Κεραυνό και αργότερα στον Αθηναϊκό, αν και τελικά θα τον κέρδιζε το θέατρο. Το ντεμπούτο του σε θεατρική σκηνή θα συμβεί μάλιστα πριν καν κλείσει τα 18 χρόνια της ζωής του, με τον θίασο «Οι Νέοι». Η υποκριτική του δεινότητα ενθουσίασε τον σκηνοθέτη Κώστα Λελούδα κι έτσι έναν μόλις χρόνο αργότερα, το 1928, θα κάνει και το κινηματογραφικό του ντεμπούτο στη βουβή ταινία «Το λάβαρο του '21».
Ο νεαρότατος Κατράκης μάγεψε την αθηναϊκή θεατρική κοινότητα και αμέσως θα ενταχθεί στον περίφημο Θίασο της Ελευθέρας Σκηνής της Μαρίκας Κοτοπούλη και του Μυράτ, όντας πια μόνιμο μέλος του. Το 1930 θα μετακινηθεί στο Λαϊκό Θέατρο και ήδη από το 1932 θα βρει τη νέα θεατρική του στέγη στο νεότευκτο Εθνικό Θέατρο (Βασιλικό Θέατρο τότε), όπου θα αφήσει ήδη παρακαταθήκη συγκλονιστικές ερμηνείες, όπως μας πληροφορούν οι κριτικοί θεάτρου της εποχής για τη σκηνική παρουσία του νεαρού Μάνου.
Μέχρι το ξέσπασμα του ελληνο-ιταλικού πολέμου, ο Κατράκης είχε ανέβει γρήγορα τα σκαλιά της θεατρικής ιεραρχίας και πλέον ήταν ένας καθιερωμένος ηθοποιός παρά το νεαρότατο της ηλικίας του. Η δεκαετία του 1930 του ανήκε καθοριστικά, καθώς καταξιώθηκε υποκριτικά, συνδέθηκε με αληθινή φιλία με πολλές προβεβλημένες προσωπικότητες του τόπου και έκανε και τον πρώτο του (σύντομο) γάμο με την ηθοποιό Άννα Λώρη. Ταυτοχρόνως, εκδήλωσε τα αριστερά του αισθήματα, αυτά που θα του έφερναν ευθύς αμέσως τόσες σκοτεινές περιπέτειες.
Πόλεμος, Κατοχή και εξορία
Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940, ο Μάνος Κατράκης έφυγε για το μέτωπο, αφού βεβαίως εκδιωχθεί κακήν κακώς από το Εθνικό για τα πολιτικά του φρονήματα. Ο ηθοποιός ήταν άτυπα προστάτης οικογενείας, καθώς ο έμπορος πατέρας του έλειπε στο εξωτερικό, αν και πολέμησε γενναία στο μέτωπο, όταν και έλαβε χώρα ένα σοβαρό ατύχημα καβάλα στο άλογό του που λίγο έλειψε να του στερήσει τη ζωή. Το άλογό του παραπάτησε και τον πλάκωσε, μένοντας καταπλακωμένος εκεί πολλές ώρες, μέχρι να τον εντοπίσουν περαστικοί στρατιώτες και να τον μεταφέρουν τραυματία στο Μέτσοβο.
Ο Κατράκης επιβίωσε από τις πολεμικές περιπέτειες, αν και για πολύ καιρό θεωρούνταν αγνοούμενος και οι δικοί του τον νόμιζαν νεκρό. Η μητέρα του ξαφνιάστηκε μάλιστα όταν τον είδε, καθώς τα κακά μαντάτα για τον χαμό του είχαν φτάσει και στα δικά της αυτιά. Αν και ο πόλεμος θα ήταν η αρχή των περιπετειών της ζωής του.
Την ίδια εποχή λαμβάνει χώρα ένας δεύτερος και εξίσου σύντομος γάμος, αλλά και μια προσωπική τραγωδία, καθώς ο Κατράκης θα ζήσει να δει νεκρά τα δίδυμα παιδιά του κατά τη γέννα. Παρά ταύτα και με τις πόρτες κλειστές πια στο θέατρο για τον κομμουνιστή ηθοποιό, ο Κατράκης αναλαμβάνει πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και καλεί στις πρώτες απεργίες για τις κακές συνθήκες εργασίας και τα πενιχρά μεροκάματα, την ίδια στιγμή όμως ιδρύεται κάτω από τις δικές του πρωτοβουλίες το Κρατικό Θέατρο Θεσσαλονίκης. Ο μεγάλος μας ηθοποιός θα παραμείνει στη Θεσσαλονίκη για τα επόμενα τρία χρόνια αναλαμβάνοντας ρόλους στο νεοϊδρυθέν θέατρο και το 1946 θα επιστρέψει τελικά στο Εθνικό Θέατρο. Αν και πάλι η Ιστορία θα μπλεκόταν στα πόδια του.
Αφού εκδιωχθεί και πάλι από το Εθνικό για τα αριστερά του φρονήματα, ο Κατράκης θα ενταχθεί στο ΕΑΜ κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής και θα συμμετάσχει ενεργά στην Αντίσταση, ζώντας από πρώτο χέρι τις θηριωδίες αλλά και τις κακουχίες του βουνού. Μετά καλείται να υπογράψει τη δήλωση μετανοίας για τα πολιτικά του πιστεύω και όταν αρνείται θα εγκαινιαστεί η πιο δύσκολη περίοδος της ζωής του, τα εφτά σχεδόν χρόνια που θα περάσει στα κολαστήρια της Ικαρίας, της Μακρονήσου και του Άη Στράτη, όπου θα παραμείνει έγκλειστος μέχρι και το 1952.
Ο αγωνιστής του αλβανικού μετώπου και αντάρτης στη διάρκεια της Κατοχής πήρε πρώτα τις ευλογίες της μητέρας του πριν αρνηθεί να υπογράψει το χαρτί της ντροπής. Ο διάλογος με τη μητέρα του την περίοδο των διώξεών του είναι εδώ δηλωτικός: «-Τι είναι, Μανόλη; -Θες να έρθω στο σπίτι, μάνα; Θέλεις; -Πώς θα 'ρθεις; -Ε, θα υπογράψω και θα 'ρθω. -Ίντα θα υπογράψεις; -Δήλωση. -Ίντα είναι η δήλωση; -Ότι δεν είμαι αυτό που είμαι. -Και δεν είσαι; -Είμαι. -Ε, μην υπογράψεις, κερατά. Μην υπογράψεις!». Και δεν υπέγραψε.
Η ηρωική του στάση στη Μακρόνησο θα μείνει θρυλική και ο Κατράκης θα ξεπηδήσει από τις περιπέτειες της εποχής ως ένας από τους πιο συνεπείς και ακατάβλητους αγωνιστές. Οι αλφαμίτες που τον ξυκολοπούσαν σκληρά, τον ρωτούσαν: «Θα γονατίσεις, Κατράκη;». «Βαράτε παιδιά, αυτή τη χάρη δε θα σας την κάνω», τους έλεγε αυτός. «Τι παριστάνεις, Κατράκη;».
«Τον άνθρωπο!», τους έλεγε αυτός. Όπως τα θυμόταν και ο ίδιος σε συνέντευξή του το 1984: «Μπορεί στη Μακρόνησο να με λιανίσανε στο ξύλο, αλλά όταν την άλλη μέρα το πρωί ξύπνησα και πήρα μια βαθιά ανάσα, ανάπνευσα ιώδιο, αέρα καθαρό, και ο αέρας ο καθαρός και το ιώδιο, πίστεψέ με, ήταν τα γιατρικά και τα φάρμακά μας την εποχή εκείνη. Το παιδί όταν γεννιέται και το βάζουνε στα μπαμπάκια γίνεται φιλάσθενο, γίνεται ασθενικό. Όταν τ' αφήνουνε στο χώμα, γίνεται θηρίο».
Η ζωή του στη Μακρόνησο θα άξιζε ενδεχομένως ξεχωριστή αναφορά, καθώς στα διαβόητα «σχολεία επανένταξης» όταν έβλεπε να δέρνουν κάναν αδύναμο, πάντα έμπαινε μπροστά για να υπερασπιστεί το άδικο λέγοντας: «ρε, δέρνετε το γεροντάκι, ελάτε να δείρετε εμένα». Ενδεικτικοί της λεβεντιάς του είναι οι στίχοι που του αφιέρωσε ο ποιητής μας Γιάννης Ρίτσος: «Σύντροφε Μάνο, Κρητικόπουλο, Ερωτόκριτέ μας, άξιε γιε της Ρωμιοσύνης / Έρωτας είσαι και ομορφιά και λεβεντιά και αγάπη / στο μπόι σου παίρνει μέτρο η ανθρωπιά και η τέχνη / μες τη φωνή σου ακέριος ο λαός βρίσκει την πιο σωστή φωνή του / μες τη φωνή σου πέντε αηδόνια, τρεις αητοί κι ένα λιοντάρι δένουν τη φιλία του κόσμου».
Κατοπινή καριέρα
Ο Κατράκης επέστρεψε στην Αθήνα μετά την απελευθέρωσή του το 1952, αν και πια όλες οι πόρτες ήταν κλειστές για τον ιδεολόγο κομμουνιστή. Ο ίδιος διοργάνωνε τώρα «ποιητικές απογευματινές» στο θέατρο Μουσούρη, καθώς το μετεμφυλιακό κλίμα ήταν ιδιαιτέρως εχθρικό απέναντί του, αν και τελικά το τεράστιο ταλέντο του δεν θα τον κρατούσε μακριά από το σανίδι για καιρό. Στη σκηνή θα ξανανέβει με τον θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη και αφού περάσει από πολλές θεατρικές εταιρίες (μεταξύ των οποίων και της Κυβέλης το 1955), θα συγκροτήσει τελικά τον δικό του θίασο με την Ασπασία Παπαθανασίου, γράφοντας νέες χρυσές σελίδες στο ελληνικό θέατρο.
Το 1955 ίδρυσε το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο στον υπαίθριο χώρο του Πεδίου του Άρεως, γράφοντας για άλλη μια φορά θεατρική ιστορία. Εκεί θα γνωρίσει τεράστια καλλιτεχνική επιτυχία και θα συνεχίσει μέχρι το 1967, υποστηρίζοντας πια συστηματικά το νεοελληνικό έργο και διασκευάζοντας ταυτοχρόνως ο ίδιος το καζαντζακικό έργο. Τους χειμώνες το υπαίθριο θέατρό του φιλοξενούνταν σε κλειστούς χώρες και περιόδευε εκτεταμένα τόσο στην ελληνική επαρχία όσο και στο εξωτερικό.
Το 1968 του έγινε έξωση από το Πεδίον του Άρεως, κι έτσι ο μεγάλος Κατράκης συνέχισε την πρωταγωνιστική του πορεία πότε με τον δικό του θίασο και ποτέ συνεργαζόμενος με άλλες εταιρίες.
Στο Εθνικό Θέατρο δεν θα επέστρεφε παρά το 1972, γράφοντας πια τους μεγαλύτερους καλλιτεχνικούς του θριάμβους, ως Οθέλλος, Δον Κιχώτης κ.λπ., αλλά και στην Επίδαυρο πια, αφήνοντας εποχή στον «Οιδίποδα Τύραννο» (1973) αλλά και στον «Προμηθέα Δεσμώτη» (1974).
Ο Κατράκης συνεργάστηκε με όλους τους πρωταγωνιστές της εποχής και συμμετείχε ενεργά σε μια σειρά από κορυφαίες παραστάσεις του τόπου. Η τελευταία του θεατρική εμφάνιση έγινε το 1984, αν και την ανεπανάληπτη φωνή του δεν σταμάτησε ποτέ να τη δανείζει ενσαρκώνοντας τον νεοελληνικό ποιητικό λόγο. Οι αναγνώσεις του σε κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας έμειναν κλασικές.
Αξιοζήλευτη ήταν και η κινηματογραφική του καριέρα, όπου το ιερό αυτό τέρας της ελληνικής υποκριτικής άφησε παρακαταθήκη συγκλονιστικές ερμηνείες, όπως στον «Μαρίνο Κοντάρα» (1948), στη «Συνοικία το όνειρο» (1961), στην «Ηλέκτρα» του Κακογιάννη (1962) κ.λπ.
Οι βραβεύσεις του μεγάλου αυτού θεατράνθρωπου περιλαμβάνουν το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (για τη «Συνοικία το όνειρο») αλλά και το Διεθνές Φεστιβάλ του Σαν Φρανσίσκο, για την αξιομνημόνευτη ερμηνεία του στον ρόλο του Κρέοντα στην «Αντιγόνη» (1961) του Τζαβέλλα.
Τελευταία του συνεισφορά στο ελληνικό σινεμά ήταν στο αριστούργημα του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Ταξίδι στα Κύθηρα», όπου όλος ο πλανήτης πια είχε τη δυνατότητα να απολαύσει τη συγκλονιστική του ερμηνεία, σήμα-κατατεθέν μιας σπουδαίας υποκριτικής καριέρας.
Λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της ταινίας, ο μοναδικός Μάνος Κατράκης αφήνει την τελευταία του πνοή στις 2 Σεπτεμβρίου 1984, χάνοντας τη μάχη με τον καρκίνο των πνευμόνων, καθώς το τσιγάρο δεν το έκοψε ποτέ. Δίπλα του ήταν η παντοτινή του αγάπη, η Λίντα Άλμα, με την οποία παντρεύτηκε το 1954 και τους χώρισε μόνο ο θάνατος.
Ο άξιος αυτός γιος της Ρωμιοσύνης είχε όνειρο να ξαναπαίξει τον Βασιλιά Λιρ και όταν ήρθε το ασθενοφόρο να τον πάρει για στερνή φορά, έβγαλε τη μάσκα του οξυγόνου και είπε στον Θύμιο Καρακατσάνη: «Πήρα μαζί και το έργο, τον Βασιλιά Λιρ». Το οποίο δεν θα προλάβαινε να ανεβάσει, καθώς τον έκλεψαν οι ουρανοί.
Πηγή:. . . . .
ANIXNEYTHS O EPIKOURIOS PEPOS

5.3.16

ΦΡΑΝΤΣ ΓΙΟΖΕΦ ΧΑ'Ι'ΝΤΝ Η ζωή του, η εποχή του, το έργο του

Φραντς Γιόζεφ Χάιντν
Η ζωή του, η εποχή του, το έργο του

Δύο αιώνες από το θάνατο του Γιόζεφ Χάιντν (φωτογραφία) συμπληρώνονται εφέτος. Ενας από τους σημαντικότερους συνθέτες της εποχής του, γεννήθηκε την εποχή του μπαρόκ, ενσάρκωσε τον απόλυτο κλασσικισμό ενώ βρισκόταν ακόμη εν ζωή όταν ο Μπετόβεν έγραψε την Ποιμενική Συμφωνία.

https://www.youtube.com/watch?v=EmZF3kBZQ6E

Στις 31 Μαϊου του 1809, ο Φραντς Γιόζεφ Χάιντν πέρασε στην αιωνιότητα έχοντας συμπληρώσει τα 77 του χρόνια. Πέραν του ότι επρόκειτο για μια ηλικία στην οποία σπανίως έφταναν οι άνθρωποι της εποχής του, είχε παράλληλα την τύχη ν΄αφήσει την τελευταία του πνοή ήσυχα, στη διάρκεια του ύπνου του. Οι τελευταίες, δε, ημέρες, της ζωής του, ήρθαν να καταδείξουν τον θρίαμβο της μουσικής απέναντι στη φρίκη του πολέμου: καίτοι από τα μέσα Μαϊου τα στρατεύματα του Ναπολέοντα βομβάρδιζαν ανηλεώς τα περίχωρα της Βιέννης – μεταξύ αυτών και το Gumpendorf, όπου ο συνθέτης είχε επιλέξει να περάσει τα γεράματά του- ο Βοναπάρτης, από σεβασμό στην προσωπικότητα του Χάιντν, διέταξε να τοποθετηθεί τιμητική φρουρά στο σπίτι του.
Η αλήθεια είναι ότι, τόσο η ανθρώπινη όσο και η δημιουργική διαδρομή του συνθέτη κατόρθωσαν να τύχουν καθολικής αποδοχής. Παρά την ταπεινή καταγωγή του και τις δυσκολίες των νεανικών του χρόνων, κατάφερε ν΄ανέλθει στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας , γεγονός το οποίο «μεταφράστηκε» και σε αντίστοιχη οικονομική ευμάρεια.
Αναφορικά με την εξέλιξή του ως μουσικού, η παρουσία του Χάιντν στην ευρωπαϊκή σκηνή υπήρξε αναμφίβολα καθοριστική: γεννήθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου του μπαρόκ, ενσάρκωσε τον απόλυτο κλασσικισμό ενώ βρισκόταν ακόμη εν ζωή όταν ο Μπετόβεν συνέθεσε την Ποιμενική Συμφωνία. Όπως χαρακτηριστικά έγραψε κάποτε ο μουσικολόγος Τζον Γουέμπστερ « oΧάιντν διέπρεψε σε κάθε μουσική φόρμα…Συχνά αποκαλείται ο πατέρας της Συμφωνίας, τίτλο τον οποίο, ωστόσο, θα μπορούσε να υπερασπιστεί αποτελεσματικότερα και πιο δίκαια στο Κουαρτέτο Εγχόρδων. Κανένας άλλος συνθέτης δεν είναι σε θέση να συγκριθεί μαζί του σε ό,τι αφορά το συνδυασμό παραγωγικότητας, ποιότητας και ιστορικής σημασίας σ΄αυτές τις φόρμες…».
    Η αλήθεια είναι πάντως ότι, όσο πλούσιο κι εντυπωσιακό σε όγκο είναι το μουσικό του έργο- πέρα από τη Συμφωνία και το Κουαρτέτο Εγχόρδων ο Χάιντν χάρισε στην αιωνιότητα πραγματικά αριστουργήματα σ΄ό,τι αφορά τη φωνητική μουσική:τα Ορατόρια, τις Λειτουργίες αλλά και τις όπερές του οι οποίες, ακόμη, βρίσκονται στο στάδιο της επανανακάλυψης- τόσο φτωχή, αναλογικά, σε γεγονότα ήταν
η ζωή του.
Γιος αμαξοποιού, ο Χάιντν γεννήθηκε στο Ρόραου της σημερινής Αυστρίας στις 31 Μαρτίου του 1732 και από πολύ μικρός φανέρωσε την κλίση του στη μουσική. Καθώς οι γονείς του ήταν κάθε άλλο παρά αντίθετοι- χρόνια αργότερα ο συνθέτης δήλωνε πως η οικογένειά του ήταν εξαιρετικά φιλόμουσηκαι όχι σπάνια τραγουδούσαν όλοι μαζί, με τη συνδρομή των γειτόνων, ενώ δύο ακόμη από τα αδέλφια του ακολούθησαν αντίστοιχη σταδιοδρομία - σε ηλικία πέντε ετών τον έστειλαν στο σπίτι κάποιου συγγενούς στο Χάινμπουργκ προκειμένου να εκπαιδευτεί μουσικά. Τρία χρόνια αργότερα, πήγε στη Βιέννη ως μέλος της χορωδίας του Αγίου Στεφάνου. Εως ότου προσληφθεί στην Αυλή του Πρίγκηπα Πάουλ Εστερχάζιτο 1761 έκανε διάφορες δουλειές ενώ ένα χρόνο ενωρίτερα, νυμφεύθηκε τη μεγαλύτερη αδελφή μιας γυναίκας την οποία είχε ερωτευθεί στο παρελθόν. Ωστόσο, δεν επρόκειτο για ευτυχισμένο γάμο και το ζευγάρι δεν απέκτησε παιδιά. Καθώς οι νόμοι της εποχής δεν επέτρεπαν τη λύση του, αμφότεροι οι σύζυγοι αναζήτησαν παρηγοριά στην αγκαλιά εραστών.
Την έλλειψη ευτυχίας εντός του εγγάμου βίου μαρτυρούν διάφορα τεκμήρια και επιστολές του συνθέτη. Η κυρία Χάιντν- τρία χρόνια μεγαλύτερη από το σύζυγό της- δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιδιαιτέρως ευχάριστη γυναίκα και, το χειρότερο, δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον για τη μουσική. «Δεκάρα δε δίνει για το αν ο άνδρας της είναι καλλιτέχνης ή μπαλωματής» σχολίαζε ο ίδιος ο Χάιντν. Σύμφωνα, δε, ορισμένους μουσικούς της Ορχήστρας του, η κυρία Χάιντν, εμφορούμενη από σαδιστική πρόθεση, διασκέδαζε με το να χρησιμοποιεί τα χειρόγραφα του συνθέτη σαν…αυτοσχέδια εργαλεία κομμωτικής ή σαν πετσέτες για τα πιατικά της!
Στην υπηρεσία των Εστερχάζι – μιας από τις πλουσιότερες και τις πλέον ισχυρές οικογένειες της Αυστριακής Αυτοκρατορίας- ο Χάιντν παρέμεινε 30 χρόνια καθώς τόσο ο Πάουλ όσο και ο διάδοχός του Νικολάους ήταν εξαιρετικά φιλόμουσοι . Οι αρμοδιότητές του ήταν πολλές: φρόντιζε για τους μουσικούς της Αυλής, διηύθηνε την ορχήστρα, διασκεύαζε και διηύθηνε παραστάσεις όπερας, συμμετείχε σε σύνολο μουσικής δωματίου και, φυσικά, συνέθετε πλήθος έργων. Σταδιακά, η φήμη του άρχιζε να εξαπλώνεται σε ολόκληρη την Αυστρία, τη Γερμανία και την Ιταλία.
Ιδιαίτερη επιτυχία γνώρισε, εξάλλου, στη διάρκεια των δύο ταξιδιών του στο Λονδίνο στις περιόδους 1791-1792 και 1794-1795. Προκειμένου να καταλάβει κανείς το μέγεθος της αξίας των ταξιδιών αυτών για τους βρετανούς, χαρακτηριστική είναι η επιγραφή στη μεταθανάτια πλάκα η οποία τοποθετήθηκε στον τάφο του ιμπρεσάριου Γ.Π. Σάλομον, του ανθρώπου ο οποίος τον έπεισε να πει το ναι: «Ηταν αυτός ο οποίος έφερε τον Χάιντν στην Αγγλία».
Στο μεσοδιάστημα των επισκέψεών του στο Λονδίνο, δέχθηκε ως μαθητή τον νεαρό, τότε, Μπετόβεν αλλά η σχέση τους υπήρξε δύσκολη. Εξαιρετικά καλή υπήρξε, αντιθέτως, η σχέση του με τον – επίσης πολύ νεότερό του- Μότσαρτ με τον οποίο αλληλοεκτιμώντο βαθειά παρά το ότι είχαν σημαντικές διαφορές ως προσωπικότητες. Πηγές αναφέρουν ότι οι δυο τους έπαιζαν από κοινού καμιά φορά σε κουαρτέτα εγχόρδων. «Κανείς δεν μπορεί να κάνει τόσο καλά τόσα πολλά πράγματα μαζί όσο ο Χάιντν» υποστήριζε ο Μότσαρτ. «Μπορεί να μας ταρακουνήσει, να μας κάνει να γελάσουμε και να μας συγκινήσει ταυτοχρόνως».
Ευσεβής καθολικός, έστω κι αν τα τελευταία -επιβεβαρημένα από προβλήματα υγείας-χρόνια της ζωής του αναφέρονται περίοδοι κατάθλιψης, ο Χάιντν υπήρξε φύση χαρούμενη κι αισιόδοξη ενώ η αίσθηση του χιούμορ δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Χαρακτηριστικό ένα επεισόδιο χρονολογούμενο το 1805: επ΄ευκαιρία των επικείμενων 73ων γενεθλίων του Χάιντν, προγραμματίζονταν λαμπροί εορτασμοί τους οποίους, εντούτοις, ο συνθέτης δεν ήταν σε θέση να παρακολουθήσει λόγω προβλημάτων υγείας. Στο πλαίσιο αυτό, κυκλοφόρησαν φήμες ότι είχε ήδη πεθάνει. Προγραμματίστηκε μάλιστα – εν είδει μνημοσύνου- η παρουσίαση του μοτσάρτειου «Ρέκβιεμ» στο Παρίσι. Μόλις ο Χάιντν το έμαθε, γέλασε και σχολίασε: «Τι καλοί άνθρωποι! Τους χρωστώ βαθειά ευγνωμοσύνη για την τιμή! Τι κρίμα που δεν έχω χρόνο να ταξιδέψω στο Παρίσι προκειμένου να διευθύνω ο ίδιος το έργο!».
Ωστόσο, δύο εβδομάδες μετά το θάνατό του το 1809, με το ίδιο εκείνο «Ρέκβιεμ» τιμήθηκε πράγματι η μνήμη του στη Βιέννη, παρουσία σύσσωμης της υψηλής κοινωνίας της εποχής. Στη διάρκεια της ζωής του, πάντως, καίτοι συνηθισμένος σε τιμές και δόξες από τους ανώτατους άρχοντες,ο Χάιντν ουδέποτε απαρνήθηκε την ταπεινή καταγωγή του. «Συγχρωτίστηκα με Αυτοκράτορες, Βασιλείς και πολλούς σπουδαίους ανθρώπους κι άκουσα πολλά κολακευτικά λόγια από αυτούς» συνήθιζε να λέει. «Παρόλ΄αυτά, ποτέ δεν αισθάνθηκα οικεία μαζί τους. Προτιμώ να είμαι κοντά σε ανθρώπους της σειράς μου…»

ΠΗΓΉ: Ισμα Μ. Τουλάτου
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ

ΦΡΑΝΤΣ ΛΙΣΤ Φραντς Λιστ, ο πανέμορφος κλασικός συνθέτης που τρέλαινε τις γυναίκες.


Φραντς Λιστ, ο πανέμορφος κλασικός συνθέτης που τρέλαινε τις γυναίκες. Του πέταγαν εσώρουχα επί σκηνής και προσπαθούσαν να κόψουν μπούκλες από τα μαλλιά του! https://www.youtube.com/watch?v=KpOtuoHL45Y
https://www.youtube.com/watch?v=goeOUTRy2es

 Φραντς Λιστ Franz_Liszt_1858 Άλλο να είσαι καλός μουσικός κι άλλο να είσαι αστέρας. Ο Φραντς Λιστ είχε εκ γενετής την ικανότητα να μαγεύει το κοινό και κυρίως τις γυναίκες. Δύσκολο να είσαι παιδί – θαύμα Ο πατέρας του, Άνταμ, καταγόταν από ένα μικρό χωριό της Ουγγαρίας και ήταν ερασιτέχνης μουσικός. Όταν κατάλαβε ότι ο γιος του Φραντς ήταν μουσική ιδιοφυΐα, τον ανακήρυξε παιδί-θαύμα και εγκατέλειψε τη δουλειά του. Βέβαια ένα ουγγρικό χωριό δεν ήταν μέρος για να εκπαιδευτεί ένας βιρτουόζος κι έτσι η οικογένεια έφυγε για τη Βιέννη. Ο νεαρός Λιστ γνώρισε μάλιστα τον Μπετόβεν, που λέγεται ότι άκουσε το παιδί να παίζει και του φίλησε το μέτωπο, χρίζοντας διάδοχό του. Η ιστορία περιέχει πολλές προβληματικές λεπτομέρειες, μεταξύ των οποίων το γεγονός ότι όταν ο Λιστ βρέθηκε στη Βιέννη, ο Μπετόβεν ήταν εντελώς κουφός… Λιστομάνια Φραντς Λιστ Φραντς Λιστ Ο Λιστ εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1830 ως κοσμική φιγούρα και λαμπρός συζητητής. Ήταν κι εξαιρετικά όμορφος: ψηλός, ξανθός, με γοητευτικά γαλάζια μάτια και πλούσια μαλλιά. Για εννέα χρόνια, ο Λιστ όργωνε την Ευρώπη. Έτσι προέκυψε η «Λιστομάνια»: οι έξαλλες θαυμάστριές του τον κυνηγούσαν στο δρόμο, έκλεβαν τα μαντίλια και προσπαθούσαν να κόψουν μπούκλες από τα μαλλιά του. Οι ερμηνείες του ήταν δραματικές, συναισθηματικές κι εντυπωσιακές. Τίναζε τα μαλλιά, ατένιζε το ταβάνι, έβγαζε βαθείς αναστεναγμούς. Οι γυναίκες τρελαίνονταν και λέγεται ότι πολλές του πετούσαν τα εσώρουχά τους, ελπίζοντας ότι θα τους έριχνε έστω μία φευγαλέα ματιά. Καμιά φορά ζητούσε απ’ το κοινό να του πει θέματα για να αυτοσχεδιάσει και ο κόσμος λιποθυμούσε από έκσταση. Η ζηλιάρα κόμισσα Μια από τις κατακτήσεις του ήταν η Κόμισσα Μαρί ντ’ Αγκού, αριστοκράτισσα με εντυπωσιακό γενεαλογικό δέντρο. Για λίγο, η Μαρί βολεύτηκε με μια αρκετά απροκάλυπτη σχέση στο Παρίσι, αλλά τα φλερτ του Λιστ της προξενούσαν κρίσεις ζήλιας. Τον παρακολουθούσε βλοσυρά απ’ το Παρίσι κι άκουγε φήμες για τις ερωτικές του κατακτήσεις. Κι οι περισσότερες ήταν αλήθεια. Είχε, για παράδειγμα, δεσμό με την εταίρα Λόλα Μόντεζ, που ήταν η ερωμένη του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α’ και εξαιτίας της ξέσπασε ολόκληρη επανάσταση. Μετά από πολυετείς καβγάδες, η ταλαίπωρη σχέση με τη Μαρί έληξε το 1844. Η πριγκίπισσα και ο πιανίστας Η ρήξη με τη Μαρί ήρθε πάνω στην ώρα. Ο Λιστ είχε γνωρίσει μια άλλη γυναίκα, την πριγκίπισσα Καρολίν ζου Ζάιν-Βιτγκενστάιν. Κόρη βαθύπλουτου Πολωνού αριστοκράτη και σύζυγος ενός σχετικά φτωχού Ρώσου, επίσης αριστοκράτη. Η Κάρολιν δεν ήταν όμορφη, αλλά ήταν πανέξυπνη και εκκεντρική. Δεν ήθελε να παραμείνει η ερωμένη του συνθέτη, αλλά να γίνει η σύζυγός του. Υπήρχαν όμως δύο προβλήματα: ήταν ήδη παντρεμένη και καθολική. Μετά από χρόνια προσπαθειών, πήγε στη Ρώμη για να έχει άμεση πρόσβαση στους κληρικούς και πήρε το διαζύγιο το 1860! Μετά από 15 χρόνια στη Βαϊμάρη, ο Λιστ είχε βαρεθεί τον πνευματικό κόπο της παραγωγής ανοίκειας μουσικής για ένα κοινό που δεν την εκτιμούσε και μετά χαράς πήγε στη Ρώμη για να παντρευτεί και να βρει, έστω και προσωρινά, ένα ήσυχο λιμάνι. Αλλά τη νύχτα πριν από το γάμο εμφανίστηκαν άνθρωποι του Βατικανού που ανακοίνωσαν ότι είχε παρουσιαστεί ένα πρόβλημα στο διαζύγιο: ο γάμος ματαιώθηκε. Οι γυναίκες λιποθυμούν ακούγοντας τη μουσική του Λιστ. Χιουμοριστικό σκίτσο του 1842 Οι γυναίκες λιποθυμούν ακούγοντας τη μουσική του Λιστ. Χιουμοριστικό σκίτσο του 1842 Ο πιανίστας ιερέας Ο Λιστ έμεινε μετέωρος στη Ρώμη, μάλλον η ηρεμία τον παρηγόρησε. Αν εξαιρέσουμε τις σεξουαλικές του περιπέτειες, ήταν πιστός καθολικός και οι εκκλησιαστικές τελετές τον γαλήνευαν. Αυτό που ακολούθησε κατέπληξε τους πάντες: ο Λιστ μπήκε στις κατώτερες βαθμίδες της ιεροσύνης το 1865. Αν και δεν του επιτρεπόταν να λειτουργεί, μπορούσε να φορά εκκλησιαστικό ένδυμα κι έπαιρνε σοβαρά την αποστολή του. Αυτή που αιφνιδιάστηκε περισσότερο ήταν η κόρη του, Κόζιμα, η οποία το 1857 είχε παντρευτεί έναν από τους αγαπημένους μαθητές του Λιστ, αλλά το 1862 ήταν τρελά ερωτευμένη με τον παλιό φίλο του Λιστ, τον Βάγκνερ. Όταν ο Λιστ έμαθε για τη μοιχεία της κόρης του έγινε έξαλλος. Προσπάθησε με κάθε τρόπο να χωρίσει τους εραστές κι έκανε κηρύγματα στην Κόζιμα για την ιερότητα του γάμου και το καθήκον προς τα παιδιά της. Όταν η Κόζιμα παντρεύτηκε τον Βάγκνερ το 1870, ο Λιστ αποκατέστησε τη σχέση του με την κόρη του, αλλά όχι με τον Βάγκνερ. Ο Λιστ πέθανε στις 31 Ιουλίου του 1886. Η Κόζιμα αγνόησε τη διαθήκη του που απαιτούσε να ταφεί σε μια σεμνή τελετή φορώντας ράσο μοναχού. Αντ’ αυτού, κηδεύτηκε μεγαλόπρεπα στο Μπαϊρόιτ. Πίσω στη Ρώμη, η Καρολίν εξαγριώθηκε με τον τρόπο ταφής. Στο Μπαϊρόιτ, την περιοχή όπου οργανώνεται το ετήσιο φεστιβάλ προς τιμήν του Βάγκνερ, ο Λιστ θα ήταν πάντα δεύτερο όνομα σε σχέση με τον γαμπρό του.
ΠΗΓΗ: «Η Μυστική Ζωή των Μεγάλων Μουσουργών» από τις εκδόσεις «ΑΙΩΡΑ».... 
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ Ο ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ

ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΣ ΣΟΠΕΝ ο κορυφαίος του ρομαντισμού. «Κύριοι, αποκαλυφθείτε! Ιδού μια νέα μεγαλοφυΐα!»

Σοπέν, ο κορυφαίος του ρομαντισμού

«Κύριοι, αποκαλυφθείτε! Ιδού μια νέα μεγαλοφυΐα!». Ηταν Δεκέμβριος του 1831 όταν με τις παραπάνω φράσεις ο νεαρός Ρόμπερτ Σούμαν υποκλινόταν στο χάρισμα του συνομηλίκου του Φρειδερίκου Σοπέν. Τρεις μήνες αργότερα, καίτοι θριαμβευτικό, το επίσημο ντεμπούτο του τελευταίου στο Παρίσι στάθηκε αιτία να συνειδητοποιήσει ότι οι μεγάλοι συναυλιακοί χώροι δεν του ταίριαζαν. Τα υπόλοιπα χρόνια της σύντομης ζωής του θα επιλέξει να εμφανίζεται κυρίως σε ιδιωτικές συναθροίσεις προς τέρψιν της οικονομικής και πνευματικής ελίτ της εποχής, και ακόμη συχνότερα στο σαλόνι του σπιτιού του, παίζοντας πιάνο για τους φίλους του: τον Λιστ, τον Μπερλιόζ, τον Μπελίνι, τον Μέντελσον , τον Ντελακρουά.

Ανεξάντλητη ευρηματικότητα https://www.youtube.com/watch?v=wygy721nzRc
Οπως έχει χαρακτηριστικά γραφεί, ως πιανίστας ο Σοπέν «κατόρθωσε να κατακτήσει τη μέγιστη δυνατή αναγνώριση με τις ελάχιστες δυνατές δημόσιες εμφανίσεις:λίγο περισσότερες από τριάντα σε ολόκληρη τη διάρκεια της ζωής του». Ως συνθέτης- ένας από τους σημαντικότερους της περιόδου του Ρομαντισμού- έχει πλέον απεκδυθεί οριστικά τη «βικτωριανή» ετικέτα του «λυρικού φυματικού καλλιτέχνη των σαλονιών» και έχει εκτιμηθεί για τον ποιητικό και ηρωικό του χαρακτήρα και για τις μεγάλες καινοτομίες τις οποίες επέφερε σε είδη όπως η σονάτα για πιάνο, η μαζούρκα, το βαλς, το νυχτερινό, η πολωνέζα, οι σπουδές, το πρελούδιο. Γραμμένες κυρίως για το πιάνο ως σολιστικό όργανο, οι συνθέσεις του είναι σαφώς απαιτητικές από τεχνικής απόψεως, ωστόσο η έμφαση δίνεται στο ύφος, στις αποχρώσεις και στο εκφραστικό τους βάθος. Ο Σοπέν γεννήθηκε την 1η Μαρτίου 1810 (κάποιο εκκλησιαστικό έγγραφο το οποίο βρέθηκε το 1892 αναφέρει ως ημερομηνία γεννήσεως την 22α Φεβρουαρίου, αλλά ο ίδιος ο συνθέτης χρησιμοποιούσε την πρώτη) στη Ζελάζοβα Βόλα, περίπου 50 χιλιόμετρα δυτικά της Βαρσοβίας, από εξόριστο γάλλο πατέρα και πολωνέζα μητέρα. Ηταν το δεύτερο παιδί της οικογένειάς του και το μοναδικό αγόρι. Καίτοι ο πατέρας του δίδασκε γαλλικά σε παιδιά της αριστοκρατίας, ήταν η πολωνική γλώσσα και κουλτούρα που κυριαρχούσε στο σπίτι του και αυτό τον επηρέασε βαθιά για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Οι γονείς του ασχολούνταν με τη μουσική: ο πατέρας του έπαιζε φλάουτο και βιολί και η μητέρα του πιάνο. Σε ό,τι αφορά μάλιστα τη δεύτερη, πηγές αναφέρουν ότι ο μικρός συγκινούνταν μέχρι δακρύων ακούγοντάς την να παίζει, ενώ σε ηλικία έξι ετών ήταν κιόλας σε θέση να αναπαράγει ό,τι άκουγε ή να φτιάχνει καινούργιες μελωδίες. Ωστόσο πρώτη του δασκάλα υπήρξε η μεγαλύτερη αδελφή του Λουντβίκα. Αναφορικά με τα παιδικά χρόνια του Σοπέν- ο οποίος γρήγορα ξεχώρισε ως παιδί-θαύμα στο πιάνο, συγκρινόμενος μάλιστα με τον Μότσαρτ στην αντίστοιχη ηλικία- οι βιογραφίες κάνουν λόγο για ένα ώριμο παιδί το οποίο εκμεταλλευόταν κάθε ερέθισμα και εμπειρία για την περαιτέρω βελτίωσή του. Ηταν πνευματώδης, διέθετε οξεία αίσθηση του χιούμορ, ταλέντο στη μιμική αλλά και στο σκίτσο. Χαρακτηριστικός ο ενθουσιασμός ενός δασκάλου του στο σχολείο αντικρίζοντας την επιτυχημένη προσωπογραφία που του είχε φτιάξει ο νεαρός μαθητής του.
Η Γεωργία Σάνδη
Σημαντική ημερομηνία στη ζωή του Σοπέν στάθηκε η 2α Νοεμβρίου 1830, όταν- έχοντας ήδη γνωρίσει επιτυχία ως πιανίστας και συνθέτης- αποφάσισε να φύγει για την Αυστρία με απώτερο προορισμό αρχικά την Ιταλία, παίρνοντας μαζί του ένα ασημένιο κουπάκι με χώμα από την αγαπημένη του Πολωνία. Το ξέσπασμα της Επανάστασης του Νοεμβρίου στη χώρα του λίγες ημέρες αργότερα και η συνακόλουθη κατάπνιξή της από τους Ρώσους τον έκαναν να συνειδητοποιήσει για άλλη μία φορά, εξ αποστάσεως, την αγάπη του για αυτήν. Περί τα τέλη Σεπτεμβρίου 1831 έφτασε στο Παρίσι μη γνωρίζοντας ακόμη αν θα εγκατασταθεί οριστικά εκεί.
Στο Παρίσι ο Σοπέν ζούσε άνετα, συνθέτοντας και παραδίδοντας μαθήματα. Το 1836, σε μια κοινωνική εκδήλωση, γνώρισε τη γυναίκα η οποία- ύστερα από κάποιες άτυχες ιστορίες με συμπατριώτισσές του- θα έπαιζε μοιραίο ρόλο στη ζωή του: τη γαλλίδα συγγραφέα και φεμινίστρια Γεωργία Σάνδη. Στην αρχή εκείνος την αντιπάθησε, εν τούτοις ως το καλοκαίρι του 1838 ο δεσμός τους ήταν κοινό μυστικό. Στη Σάνδη οφείλονται ορισμένες πολύ χρήσιμες περιγραφές του Σοπέν. Σχολιάζοντας τον φλογερό πατριωτισμό του, εκείνη τον είχε κάποτε χαρακτηρίσει «πιο Πολωνό κι από την ίδια την Πολωνία», ενώ σε ό,τι αφορά τη δημιουργική διαδικασία είχε αναφερθεί στη γέννηση της έμπνευσης και στην επίπονη επεξεργασία της- ορισμένες φορές μέσα από πραγματική ψυχική ταλαιπωρία, δάκρυα και παράπονα- με αμέτρητες αλλαγές στην αρχική σύλληψη μόνο και μόνο για να επιστρέψει, κάποια στιγμή, στο σημείο εκκίνησης.
Καθώς η- ανέκαθεν εύθραυστηυ γεία του Σοπέν χειροτέρευε, η Σάνδη μεταβαλλόταν σταδιακά από ερωμένη σε νοσοκόμα. Το 1845 η σχέση τους πέρασε μια σοβαρή κρίση η οποία επιδεινώθηκε την επόμενη χρονιά, με αποτέλεσμα το 1847 να χωρίσουν οριστικά. Για τη μεταξύ τους ιστορία έχουν κυριολεκτικά χυθεί τόνοι μελανιού. Εντυπωσιακή είναι πάντως η μαρτυρία μιας κοινής τους φίλης η οποία την έζησε από κοντά από την αρχή ως το τέλος: «Αν δεν είχε γνωρίσει τη Σάνδη, η οποία δηλητηρίασε όλη του την ύπαρξη» έγραφε «ο Σοπέν θα έφτανε ως τα βαθιά γεράματα». Τον Φεβρουάριο του 1848 εμφανίστηκε για τελευταία φορά στο Παρίσι. Ακολούθησαν κάποιες συναυλίες στο Λονδίνο και τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου επέστρεψε στη γαλλική πρωτεύουσα, όπου έζησε στερημένα το τελευταίο διάστημα της ζωής του, έχοντας στο πλευρό του τη μεγαλύτερη αδελφή του. Αφησε την τελευταία του πνοή τα ξημερώματα της 17ης Οκτωβρίου 1849, σε ηλικία 39 ετών, από φυματίωση, περιστοιχισμένος από λίγους εκλεκτούς φίλους. Αργότερα, πολλοί ήταν εκείνοι που δήλωναν ότι βρέθηκαν κοντά στον Σοπέν τις τελευταίες στιγμές της ζωής του, καθώς κάτι τέτοιο θεωρούνταν τεκμήριο κύρους.
Σύμφωνα με επιθυμία του, η καρδιά του αφαιρέθηκε και μεταφέρθηκε στη Βαρσοβία, ενώ το σώμα του αναπαύθηκε στο νεκροταφείο Ρere-Lachaise του Παρισιού, όπου ο τάφος του αποτελεί έκτοτε πόλο έλξης αναρίθμητων επισκεπτών...