Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

20.3.16

ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ. Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.

N
έα περί του θανάτου του Iσπανού ποιητού
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα στις 19 Aυγούστου του 1936μέσα στο χαντάκι του Kαμίνο Nτε Λα Φουέντε  Νίκος 
Εγγονόπουλος.                    
 ...una accion vil y disgraciado.
η τέχνη κι’ η ποίηση δεν μας βοηθούν να ζήσουμε:
η τέχνη και η ποίησις μας βοηθούνε
να πεθάνουμε
περιφρόνησις απόλυτη
αρμόζει
σ’ όλους αυτούς τους θόρυβους
τις έρευνες
τα σχόλια επί σχολίων
που κάθε τόσο ξεφουρνίζουν
αργόσχολοι και ματαιόδοξοι γραφιάδες
γύρω από τις μυστηριώδικες κι’ αισχρές συνθήκες
της εκτελέσεως του κακορρίζικου του Λόρκα
υπό των φασιστών
μα επί τέλους! πια ο καθείς γνωρίζει
πως
από καιρό τώρα
― και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα ―
είθισται
να δολοφονούν τους ποιητάς.

Νίκος Εγγονόπουλος (βιογραφία)

Ο Νίκος Εγγονόπουλος του Παναγιώτου (21 Οκτωβρίου 1907 - 31 Οκτωβρίου 1985) ήταν Έλληνας καθηγητής του Ε.Μ. Πολυτεχνείου, ζωγράφος, σκηνογράφος και ποιητής. Θεωρείται ένας από τους μείζονες εκπροσώπους της γενιάς του '30, ενώ αποτέλεσε και έναν από τους κύριους εκφραστές του υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Το έργο του περιλαμβάνει ακόμα μεταφράσεις, κριτικές μελέτες και δοκίμια.

Γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1907 στην Αθήνα και πραγματοποίησε τις βασικές του σπουδές εσωτερικός σε Λύκειο του Παρισιού. Το 1927 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία και μετά την απόλυσή του εργάστηκε ως μεταφραστής σε τράπεζα και γραφέας στο Πανεπιστήμιο, ενώ το 1930 διορίστηκε στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων ως σχεδιαστής στη Διεύθυνση Σχεδίων Πόλεων.
Το 1932 γράφτηκε στην Σχολή Καλών Τεχνών, όπου μαθήτευσε κοντά στον Κωνσταντίνο Παρθένη, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα βυζαντινής τέχνης στο εργαστήριο των Φώτη Κόντογλου και Α. Ξυγγόπουλου, μαζί με το Γιάννη Τσαρούχη. Έκανε ελεύθερες σπουδές σε Παρίσι, Βιέννη, Μόναχο και Ιταλία. Δίδαξε στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π., ζωγραφική, ιστορία της τέχνης και σκηνογραφία από το 1938, διαδοχικά ως επιμελητής, έκτακτος, μόνιμος και τακτικός καθηγητής. Την ίδια περίοδο γνωρίστηκε με άλλους σημαντικούς καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Γιάννης Μόραλης και ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο. Σε όλο το διάστημα των σπουδών ζωγραφικής ο Εγγονόπουλος παρέμεινε στη θέση του στο Υπουργείο και το 1934 τοποθετήθηκε στην Τοπογραφική Υπηρεσία, όπου μετά από έξι χρόνια μονιμοποιήθηκε με το βαθμό του Σχεδιαστή Α΄ Τάξεως.
Τα πρώτα δείγματα της ζωγραφικής του παρουσιάστηκαν το 1938 στην Έκθεση Τέχνη της Νεοελληνικής Παραδόσεως και αποτελούσαν έργα που απεικόνιζαν παλαιά σπίτια της Δυτικής Μακεδονίας. Την ίδια χρονιά σημειώθηκε και η είσοδός του στα ελληνικά γράμματα, αρχικά με τη δημοσίευση μεταφράσεων σε ποιήματα του Τριστάν Τζαρά και λίγο αργότερα, τον Ιούνιο του 1938, με την κυκλοφορία της πρώτης του ποιητικής συλλογής με τον τίτλο Μην ομιλείτε εις τον οδηγό.

Το Σεπτέμβριο του 1939 εκδόθηκε η δεύτερη ποιητική του συλλογή, Τα Κλειδοκύμβαλα της Σιωπής, ενώ το Νοέμβριο πραγματοποιήθηκε η πρώτη ατομική έκθεση ζωγραφικής του, στο σπίτι του Νίκου Καλαμάρη. Την ίδια περίοδο εργάστηκε για την παράσταση της Ηλέκτρας του Σοφοκλή στο Θέατρο Κοτοπούλη, σχεδιάζοντας τα κοστούμια των ηθοποιών και συμμετείχε σε ομαδική έκθεση Ελλήνων καλλιτεχνών στη Νέα Υόρκη.
Το 1945 αποσπάστηκε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο ως βοηθός στην έδρα Διακοσμητικής και Ελευθέρου Σχεδίου, θέση που διατήρησε μέχρι το 1956. Το 1949 συμμετείχε στην ίδρυση του καλλιτεχνικού ομίλου Αρμός με σκοπό την προώθηση μιας σύγχρονης αισθητικής πρότασης στον ελληνικό χώρο, μαζί με άλλα μέλη στα οποία περιλαμβάνονταν οι ζωγράφοι Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Μόραλης και Τσαρούχης. Παράλληλα εργάστηκε στο Υπουργείο Οικισμού και Ανοικοδομήσεως και σε συνεργασία με την αρχιτεκτονική ομάδα του Δημήτρη Πικιώνη σχεδιάζε νέα κτίρια.
Τα επόμενα χρόνια συμμετείχε σε αρκετές ομαδικές εκθέσεις, ενώ το 1954 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 27η Μπιενάλε της Βενετίας με συνολικά 72 έργα του. Την ίδια περίοδο εκλέχθηκε μόνιμος επιμελητής του Πολυτεχνείου και παραιτήθηκε οριστικά από το Υπουργείο Δημοσίων Έργων. Το 1958 του απονεμήθηκε το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας για την ποιητική συλλογή Εν Ανθηρώ Έλληνι Λόγω, ενώ το 1966 τιμήθηκε για το ζωγραφικό του έργο από το βασιλιά Κωνσταντίνο Β΄ με το παράσημο του Χρυσού Σταυρού του Γεωργίου Α΄. Το κρατικό βραβείο ποίησης θα του απονεμηθεί αργότερα για δεύτερη φορά το 1979, καθώς και το παράσημο του Ταξιάρχη του Φοίνικος. Υπήρξε μέλος του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου, της Ελληνικής Εταιρίας Αισθητικής, της Societe Europeennee de Culture κ.ά. Μιλούσε αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά. Ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών (οδού Αναγνωστοπούλου).
Πίνακές του υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη, στις Δημοτικές Πινακοθήκες Αθηνών, Ρόδου, Θεσσαλονίκης, στο Μουσείο Θεάτρου στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και σε ιδιωτικές συλλογές.
Πέθανε το 1985 από ανακοπή καρδιάς και η κηδεία του πραγματοποιήθηκε δημοσία δαπάνη στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας.
Ποιήματα του Εγγονόπουλου έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά, ισπανικά, δανικά, πολωνικά, ουγγρικά και τη βενετική διάλεκτο. Επιπλέον έχουν μελοποιηθεί από το Νίκο Μαμαγκάκη και τον Αργύρη Κουνάδη, ο οποίος έγραψε τη μουσική υπόκρουση στο ποίημα Μπολιβάρ για το δίσκο της εταιρίας Διόνυσος, σε απαγγελία του ίδιου του Εγγονόπουλου.
Το έτος 2007 ανακηρύχθηκε από τον καλλιτεχνικό κόσμο της χώρας ως "Έτος Ν. Εγγονόπουλου".
Πηγή: http://dimitriosgogas.blogspot.gr 
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος

19.3.16

ΑΛΚΙΝΟΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ

Έχω μια λέξη

Έχω μια λέξη για να πω
μα είναι το στόμα μου κλειστό
και την κρατάω μέσα μου
να μεγαλώνει.
Γύρω μου απλώνει
το φιλοθεάμον μου κενό.
Σ' ένα μονόλογο παλιό
ένα μεγάλο βόδι μου πατάει τη γλώσσα.
Ψυχή μου κλώσα,
μου είχες πει κάποια φορά
μέσα στα λόγια το πολλά
πως πριν κατέβουμε στη γη ήμαστ' αστέρια.
Σπασμένα χέρια
τώρα μου δίνεις να πιαστώ
και το μικρό μου εαυτό
μέχρι την άλλη μου ζωή θα ξεπουλάω.
Σε ποιον χρωστάω;
Σε ποιον τη λέξη μου να πω
και ποιου το χέρι τρυφερά θα την κρατήσει;
Που έχω ζήσει;
Σε τίνος τ' όνειρο να μπω
μια λέξη μόνο να του πω και να το σκάσω;
Αχ, να ξεχάσω!
Λέγαν σαν ήμουνα μικρός
πως είν' ο κόσμος σκοτεινός
μ' από τα φώτα τα πολλά πώς έχω λιώσει;
Έχω πληρώσει.
Έδωσα χώμα και νερό
μήπως σωθεί ό,τι ακριβό έχω γνωρίσει
και ό,τι γνήσιο έχω ζήσει.
Έχω ξοφλήσει.
Έχω μια λέξη για να πω
μα είναι το στόμα μου κλειστό
και την κρατάω μέσα μου
να μεγαλώνει.
Και με σκοτώνει
σ' έναν ισόβιο τοκετό
το ‘να μου μέρος το κρυφό
και νιώθω μέσα απ' τη βαθιά μου εγκυμοσύνη
αυτό που φτύνει η τεχνητή μας νοημοσύνη:
Ευγνωμοσύνη!

Απόγευμα στο δέντρο

Ο κόσμος ξεμακραίνει
ωραία στιγμή μου ξένη
Βαθαίνουν τα πηγάδια
ζωή μου που'σαι άδεια
Ο κόσμος ξεμακραίνει,είναι βράδυ
ωραία στιγμή μου ξένη,στάσου λίγο
Βαθαίνουν τα πηγάδια,το φεγγάρι
ζωή μου που'σαι άδεια,γέλα λίγο αν μ'αγαπάς
Ο κόσμος ξεμακραίνει,είναι βράδυ,μη μιλάς
ωραία στιγμή μου ξένη,στάσου λίγο αν μ'αγαπάς
Βαθαίνουν τα πηγάδια,το φεγγάρι οταν κοιτάς
ζωή μου που'σαι άδεια,γέλα λίγο αν μ'αγαπάς
Ανθίζουνε τ'αστέρια,όνειρό μου,
οταν περνάς
δωσ'μου τα δυο σου χέρια
και τον κόσμο αν μ'αγαπάς.

Φως

Ξημέρωσε το καλοκαίρι
κι ήρθε ο ήλιος να το δει και πύρωσε.
Ξημέρωσε κι όσα ο ύπνος
είχε χθες βράδυ ορκιστεί τα πλήρωσε.
Κι είναι το πρώτο φως της μέρας
που σου ταιριάζει να φοράς,
γιατί αλλιώς σε φανερώνει
κι αλλιώς σε κάνει να κοιτάς,
σαν μ' αγαπάς.
Κι έγινε η μέρα μεσημέρι
κι ήταν οι άνθρωποι βιαστικοί και τρέχανε.
Κι είχανε τ' όνειρο στο χέρι,
το βγάζαν βόλτα σα σκυλί που πέθανε.
Κι είν' ένα φως το μεσημέρι
που σου ταιριάζει να φοράς,
γιατί αλλιώς σε φανερώνει
κι αλλιώς σε κάνει να κοιτάς
σαν μ' αγαπάς.
Κοίτα πώς γέρνει τώρα ο ήλιος
και μεγαλώνει τις σκιές στα χώματα.
Και πώς κοιτάζουν προς τα μέσα
κι αφήνουν να τα φανταστείς τα χρώματα.
Κι είν' ένα φως μες το σκοτάδι
που σου ταιριάζει να φοράς,
γιατί αλλιώς σε φανερώνει
κι αλλιώς σε κάνει να κοιτάς,
σαν μ' αγαπάς.

Όσα η αγάπη ονειρεύεται

Παίρνω απόσταση απ' το χθες
να 'ρθούνε κι άλλες εποχές.
Να 'ρθουνε λύπες και χαρές
καινούριες να σου τις χαρίσω.
Παίρνω απόσταση απ' το χθες
για να μπορέσω να με θες
να βρω τραγούδια, μουσικές
καινούριες να σου τραγουδήσω.
Έλα μη μου καίγεσαι,
θα σου χαρίσω ό,τι θες
έλα μη μου καίγεσαι,
όλα μου τ' αύριο και τα χθες
στο τώρα θα τα κλείσω
Όσα η αγάπη ονειρεύεται,
τα αφήνει όνειρα η ζωή.
Μα όποιος στ' αλήθεια ερωτεύεται
κάνει τον πόνο προσευχή,
βαρκούλα κάνει το φιλί
και ξενιτεύεται.
Παίρνω απόσταση άμα θες
κι από τις πρώτες μας ματιές,
για να μπορέσω με γητειές
καινούργιες να στις ξαναδώσω.
Βρίσκω στον έρωτα γιατρειές
να τον γιατρέψω απ' τις πληγές
και στολισμένο χαρακιές
καινούριες να τον ξανανιώσω.
Έλα μη μου καίγεσαι
θα σου χαρίσω ό,τι θες
έλα μη μου καίγεσαι
όλα μου τ' αύριο και τα χθες
στο τώρα θα τα κλείσω
Όσα η αγάπη ονειρεύεται
τα αφήνει όνειρα η ζωή
μα όποιος στ' αλήθεια ερωτεύεται
κάνει τον πόνο προσευχή,
βαρκούλα κάνει το φιλί
και ξενιτεύεται.

ο κόσμος που αλλάζει

Μεγάλο δέντρο ο στεναγμός, μεγάλη κι η σκιά του
απλώνει ρίζες στην ψυχή, στο σώμα τα κλαδιά του
Μα όπως ανοίγει ένα πουλί φτερούγα στον αέρα
το δέντρο γίνεται γιορτή και φτερουγίζει η μέρα
Πόσες φορές να σου το πω, πόσες να στο μηνύσω?
Να σου το πω ψιθυριστά ή να στο τραγουδήσω?
Θα σου το πω ψιθυριστά, όπως μιλάει το βλέμμα
που κρύβει μες τη σιγαλιά του κόσμου όλο το αίμα
Αυτός ο κόσμος που αλλάζει
πως σου μοιάζει, πως σου μοιάζει
Αυτός ο κόσμος που αλλάζει
με τρομάζει, με τρομάζει
Χαμένοι μοιάζουμε, λοιπόν, στο γύρο του θανάτου
στην παγωνιά του οριστικού, στον τρόμο του αοράτου
Μα οριστικά θα ‘χεις χαθεί, μονάχα αν το διαλέξεις
όπως διαλέγει η μουσική τα λόγια και τις λέξεις
Αυτός ο κόσμος που αλλάζει
πως σου μοιάζει, πως σου μοιάζει
Αυτός ο κόσμος που αλλάζει
με τρομάζει, με τρομάζει

Πηγή: http://dimitriosgogas.blogspot.gr/
Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.


ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ Αφιερωμένο σε όσες και όσους τολμούν ακόμα να Ονειρεύονται.

Το χρώμα του φεγγαριού

- Tι χρώμα έχει η λύπη; Ρώτησε το αστέρι την κερασιά και παραπάτησε στο ξέφτι κάποιου σύννεφου που περνούσε βιαστικά. Δεν άκουσες; Σε ρώτησα, τι χρώμα έχει η λύπη;
- Έχει το χρώμα που παίρνει η θάλασσα την ώρα που γέρνει ο ήλιος στη αγκαλιά της. Ένα βαθύ άγριο μπλέ.
- Τι χρώμα έχουν τα όνειρα;
- Τα όνειρα; Τα όνειρα έχουν το χρώμα του δειλινού.
- Τι χρώμα έχει η χαρά;
- Το χρώμα του μεσημεριού αστεράκι μου.
- Και η μοναξιά;
- Η μοναξιά έχει χρώμα μενεξελί.
- Τι όμορφα που είναι τα χρώματα! Θα σου χαρίσω ένα ουράνιο τόξο, να το ρίχνεις επάνω σου όταν κρυώνεις.
Το αστέρι έκλεισε τα μάτια του και ακούμπησε στο φράκτη. Έμεινε κάμποσο εκεί και ξεκουράστηκε.
- Και η αγάπη; Ξέχασα να σε ρωτήσω, τι χρώμα έχει η αγάπη;
- Το χρώμα που έχουν τα μάτια του Θεού, απάντησε το δέντρο.
- Τι χρώμα έχει ο έρωτας;
- Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, όταν είναι πανσέληνος.
- Έτσι ε; Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, είπε τo αστέρι ... Κοίταξε μακριά στο κενό ... Και δάκρυσε ...
- Πες μου ένα χαρούμενο τραγούδι για την ζωή, είπε το δέντρο στο αστέρι του.
- Το τραγούδι που λέει η καγκελόπορτα, όταν ανοίγει και μπαίνει κάποιος που αγαπάς.
- Δείξε μου ένα ακριβό στολίδι.
- Τα καράβια και τους Ινδιάνους με τα βέλη και τα πολύχρωμα φτερά, που είναι ζωγραφισμένα στους άσπρους τοίχους μιας καμαρούλας.
- Όμορφη βραδιά απόψε. Aκου, πως τραγουδάει το τριζόνι!
Σε λίγο θα βγεί ο Αυγερινός. Σε λίγο θα ξημερώσει. Κοίτα που ξεχάστηκε μια ξελογιασμένη καρδερίνα. Και ξαγρυπνά. Κοιτάζει το φεγγάρι. Και ονειρεύεται ...
- Σε λίγο θα ξημερώσει ... Κοίτα που ξεχάστηκαν κάποιοι ξελογιασμένοι άνθρωποι. Και ξαγρυπνούν. Κοιτάζουν το φεγγάρι. Κι ονειρεύονται...
Ονειρεύονται και ελπίζουν

Τι φταις αλήθεια......

Τι φταις αλήθεια.
Κανείς δε σου 'μαθε το δρόμο για το "εμείς".
Και το χειρότερο, κανένας δε σε εκπαίδευσε να επενδύεις στο "εγώ".
Σαν επαίτης εκλιπαρείς μπροστά στην πόρτα του "εσείς".
Έσπασες αμέτρητες φορές τα μούτρα σου, προσπαθώντας ανάμεσα σε σκοτάδια ν' ανακαλύψεις το "εσύ".
Σ' έπιασε πάντα πανικός στη θέα και στη σκέψη του "αυτοί".
Και στην απελπισία, στο χαμό σου, φώναζε "Αυτός! Αυτός!"
Κι έπιασες ένα πιστόλι, να πολεμάς.
Τι φταις!

Ρίσκο

Είσαι για ένα ταξίδι στ'ανοιχτά;
Είσαι για ένα ρίσκο;
Θελω να μου υποσχεθείς
πως δε θα πάρεις
μετεωρολογικό δελτίο.
Πως δε θα χεις μαζί σου
προμήθειες και αποσκευές.
Πως δε θα γεμίσεις
το πλεούμενο με σωσίβια.
Θα δέσουμε την άγκυρά μας
στα φτερά των γλάρων.
Και θα ορίσουμε τιμονιέρη μας
το πιο τρελό δελφίνι.
Θα σου χαρίσω
όλο το γαλάζιο του πελάγου.
Όλο το χρυσαφι του ήλιου.
Όλο το ροζ του δειλινού.
Να χεις χρώματα πολλά
να βάφεις τους πόθους και τις σκέψεις σου.
Θα γεμίσω τ'αμπάρι μας με ονειρα.
Να χεις πολλά.
Να μη φοβάσαι πως θα σου τελειώσουν.
Αν έχει λιακάδα θα απλώσουμε
τα δίχτυα της ζωής μας στην κουβέρτα
και θα μπαλώσουμε τις τρύπες

που μας ανοιξαν τα σκυλόψαρα.
Αν έχει βροχή θα βγάλουμε τη ψυχή μας
στ΄άλμπουρο να ξεπλυθεί.
Είσαι επιτέλους, για ένα ταξίδι στ ανοιχτά;
Για ένα ρίσκο;
Πηγή: http://dimitriosgogas.blogspot.gr/ 
Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ Ένα μικρό αφιέρωμα για την ημέρα ποίησης 21 Μαρτίου ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.

Δεν έχεις τι να χάσεις

Καλὰ τὰ βγάζει πέρα ἡ μοναξιὰ
φτωχικὰ ἀλλὰ τίμια.
Ἀλλοῦ κοιμᾶται αὐτὴ
κι ἀλλοῦ τὸ ἐγκρατὲς σκεπτικὸ ἐάν.
Μόνο καμιὰ φορὰ
σὲ πειραματισμοὺς τὴν παρασύρει
ἡ περιέργεια
- ὄφις προγενέστερος
καὶ πιὸ φανατικὸς
ἀπ᾿ τὸν νερόβραστον ἐκεῖνον τῆς μηλέας.
Δοκίμασε τῆς λέει, μὴ φοβᾶσαι
δὲν ἔχεις τί νὰ χάσεις
καὶ τὴν πείθει
νὰ κουλουριάζεται πνιχτὰ
νὰ τρίβεται σὰ γάτα ἀνεπαίσθητη
πάνω στὸν διαθέσιμο ἀέρα
ποῦ ἀφήνεις προσπερνώντας.
Ἀπόλαυση πολὺ μοναχικότερη
ἀπὸ τὴ στέρησή της.

Γράμμα

Ὁ ταχυδρόμος,
σέρνοντας στὰ βήματά του τὴν ἐλπίδα μου
μοῦ ῾φερε καὶ σήμερα ἕνα φάκελο
μὲ τὴ σιωπή σου.
Τὸ ὄνομά μου γραμμένο ἀπ᾿ ἔξω μὲ λήθη.
Ἡ διεύθυνσή μου ἕνας ἀνύπαρκτος δρόμος.
Ὅμως ὁ ταχυδρόμος
τὸν βρῆκε ἀποσυρμένο στὴ μορφή μου,
κοιτώντας τὰ παράθυρα ποὺ ἔσκυβαν μαζί μου,
διαβάζοντας τὰ χέρια μου
ποὺ ἔπλαθαν κιόλας μιὰ ἀπάντηση.
Θὰ τὸν ἀνοίξω μὲ τὴν καρτερία μου
καὶ θὰ ξεσηκώσω μὲ τὴ μελαγχολία μου
τ᾿ ἄγραφά σου.
Κι αὔριο θὰ σοῦ ἀπαντήσω
στέλνοντάς σου μιὰ φωτογραφία μου.
Στὸ πέτο θὰ ἔχω σπασμένα τριφύλλια,
στὸ στῆθος σκαμμένο
τὸ μενταγιὸν τῆς συντριβῆς.
Καὶ στ᾿ αὐτιά μου θὰ κρεμάσω-συλλογίσου-
τὴ σιωπή σου.

"πληθυντικός αριθμός"-

Ο έρωτας,
Όνομα ουσιαστικόν,
πολύ ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,
γένους ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός αριθμός
Οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.
Ο φόβος,
όνομα ουσιαστικόν,
στην αρχή ενικός αριθμός
και μετά πληθυντικός:
οι φόβοι.
Οι φόβοι
Για όλα από δω και πέρα.
Η μνήμη,
κύριο όνομα των θλίψεων,
ενικού αριθμού,
μόνον ενικού αριθμού
και άκλιτη.
Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.
Η νύχτα,
όνομα ουσιαστικό,
γένους θυληκού,
ενικός αριθμός.
Πληθυντικός αριθμός
οι νύχτες.
Οι νύχτες από δω και πέρα.

Συνέντευξις

Φυσικά και ονειρεύομαι
Ζει κανείς μόνο μ' ένα ξερό μισθό;
Πόσο συχνά;
Κάθε που εγκαταλείπουν συχνότατα όλοι.
Επηρεάζουν τους απόντες τα όνειρα μας;
Βέβαια. Το ξανασκέφτονται καλά
και μάλλον μετανοιώνουν οριστικά τους όλοι.
Είναι ελευθέρα η είσοδος;
Όχι εντελώς. Ζητάω την άδεια του ονείρου
πριν ελπίσω, Μου την δίνει εν γένει
μαζί με κάποιες οδηγίες αυστηρές.
Να πιστέψω δίχως να αγγίξω
να μην μιλήσω διόλου στον καπνό
γιατί είναι υπνοβάτης και θα πέσει
μόνο δια του βλέμματος ν' αφήσω
το αίτημα μου στην κρεμάστρα
ό,τι μου δοθεί να το δεχτώ
κι ας μην έχει καμιά ομοιότητα
μ αυτό που ζωγραφίζει η έκκληση μου-
θα την επανεύρει μόλις ξαναχαθεί.

Ένα μόνο δεν μου δίνει το όνειρο
Το όριο. Ως που να κινδυνέψω.
Γιατί τότε πια δεν θα ήταν όνειρο.
Θα' ταν γεράματα.

Νοσταλγία


Τον θυμάμαι ακόμα.
Παράξενο πολύ,
γιατί όσο ένα ανοιξιάτικο σύννεφο έμεινε,
όσο χρειάζεται για να ειπωθεί ένα αντίο.
Υπέροχο μνημείο.
Διάχυτος σαν μυρουδιά,
απροσδιόριστος σαν το άπειρο,
βλέμμα σάμπως σ’ ατέλειωτη νύχτα.
Μπροστά μας ένα σταχτοδοχείο
όπου τινάζαμε μια τεφρωμένη ολοκλήρωση.
Το ρολόγι του σχεδίαζε με το χρόνο
κάποιο ξεκίνημα πικρό.
Και τότε εγώ
σήκωνα το ποτήρι
και πίναμε μαζί κάποιο σαλπάρισμα
ανάκατο με μια σιγή.
Στο χωρισμό μήτε αντίο

μήτε φιλί.

Έκστασις

Το μικρό μου παιδί
σοβαρή αταξία έκανε πάλι.
Στο πεζούλι του σύμπαντος σκαρφάλωσε,
σκούντησε με το χέρι του
το κρεμασμένο στον τοίχο τ' ουρανού
κόκκινο πιάτο,
κι έχυσε όλο το φως επάνω του.
Ο θεός απόρησε
που είδε τον ήλιο
ντυμένο ρούχα παιδικά
να κατεβαίνει τρέχοντας
της φαντασίας μου τη σκάλα
και να 'ρχεται σε μένα.
Κι εγώ κάθομαι
τώρα
και μαλώνω αυστηρά
το μικρό μου παιδί
ενώ κλέβω κρυφά
τον χυμένο επάνω του ήλιο.

Πηγή: http://dimitriosgogas.blogspot.gr/
Aνιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος

ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Ὁ ἔρωτας τῶν χρωμάτων καὶ τῆς προσωπικῆς δημιουργίας

Ἀξιότιμε κύριε,

Ἀπὸ ἐδῶ ποὺ βρίσκομαι (καὶ μένω ἀπὸ πολλοὺς καιροὺς σ᾿ αὐτὸ τὸ μακρινὸ ἀστέρι), κάπου κάπου ἔχω τὴν περιέργεια καὶ παρακολουθῶ τὰ δικά σας, ὄχι βέβαια γιὰ νὰ δῶ ἂν θὰ γράψουν κάτι γιὰ μένα, ὅσο γιὰ νὰ ἱκανοποιήσω παλιὲς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες.
Ἡ τύχη τό ῾φερε νὰ κατοικῶ στὸν Παράδεισο περίπου δεκαπέντε χρόνια. Ζῶ ἐντελῶς φανταστικὰ (αὐτὴ τὴ λέξη δὲν μπορῶ νὰ σᾶς τὴν ἐξηγήσω πρόχειρα) καὶ αὐτὸ μοῦ δημιουργεῖ περίπλοκα προβλήματα. Ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ εἶναι πὼς δὲν ἔχω κανέναν γνωστό μου γιὰ παρέα. Εἶναι περίεργο καὶ ἐξωφρενικὸ μέσα σὲ τόσες χιλιάδες νὰ μὴν μπορῶ νὰ διακρίνω ἕναν ἄνθρωπο τῆς γειτονιᾶς μου. Ὅσο γιὰ κείνους ποὺ γνώριζα ἀπ᾿ τὶς ἐφημερίδες (ἐπιστήμονες, ἀθλητές, καλλιτέχνες), αὐτοὶ ζοῦν ὅπως τὰ ξέρετε καὶ στὴ Γῆ. Κῆποι, μέγαρα, αὐτοκίνητα καὶ βέβαια μαζί μας καμιὰ ἐπαφή. Νομίζω ὅμως πὼς αὐτὲς οἱ δυσκολίες δημιουργοῦνται καμιὰ φορὰ κι ἀπ᾿ τὶς ἀπρόβλεπτες καταστάσεις, καθὼς βλέπω νύχτα μέρα νὰ μεταφέρονται σὲ πολὺ μακρινὲς ἀποστάσεις ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ κάποτε γνωριστήκαμε. Χῶρος φυσικὰ ὑπάρχει, ἀλλὰ μέχρι νὰ τακτοποιηθοῦν ὅπως πρέπει, τὰ προβλήματα ποὺ ἐμφανίζονται κάποια στιγμὴ δημιουργοῦν ἐξωφρενικὲς δυσχέρειες. Σ᾿ ἕναν ἀπὸ τοὺς τελευταίους πολέμους μαζεύτηκαν ξαφνικὰ τόσοι πολλοί, φέρνοντας μαζὶ καὶ τὰ παιδιά τους, ποὺ ἀναγκάστηκαν νὰ τοὺς βάλουν νὰ κοιμοῦνται σὲ ράντζα στοὺς διαδρόμους τῶν κτιρίων μέχρι ν᾿ ἀποφασιστεῖ σὲ ποιὰ κτίρια θὰ τοποθετηθοῦν ὁριστικά. Γιὰ παράδειγμα ἔχω νὰ σᾶς ἀναφέρω, γιὰ τὸ γοῦστο τοῦ πράγματος, τὸ ἑξῆς.
Πρὶν ἀπὸ μένα, στὸ ἴδιο δωμάτιο ποὺ μένω τώρα, ἔμενε κάποιος ποιητής. Μὲ τὴν ποίηση πάντα μὲ ἔδενε μία μυστικὴ σχέση. Ἔχω περάσει πολλὲς νύχτες ἀγρυπνώντας, διαβάζοντας ποιήματα σ᾿ ἐκεῖνο τὸ σαραβαλιασμένο σπίτι τῆς ὁδοῦ Εὐβοίας. Συχνὰ τύχαινε νὰ παρακολουθῶ καὶ ποιητικὰ βραδινὰ ποὺ ἦταν τόσο τῆς μόδας σ᾿ ἐκεῖνα τὰ ἠλίθια χρόνια.
Εἶχα γνωρίσει κάμποσους ποιητὲς καὶ μεταξὺ ἐκείνων κι ἐτοῦτον καὶ χάρηκα ποὺ τὸν συνάντησα καὶ δὲν ἔβλεπα τὴν ὥρα νὰ τοῦ τὸ πῶ καὶ ἴσως νὰ μὲ θυμόταν καὶ νὰ κάναμε παρέα. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ὅταν ἔφτασα, μοῦ λέει ὁ ἄγγελος ἐσὺ θὰ μείνεις ἐδῶ καὶ ὁ ποιητὴς θὰ περάσει ἀπέναντι.
Ὁ ποιητὴς ποὺ ἦταν μονόχνωτος ἄνθρωπος, βασανισμένος εἶναι ἡ ἀλήθεια ἀπὸ τὶς ἀρρώστιες, τὶς φυλακὲς καὶ τὴ γυναίκα του, σηκώθηκε καὶ πῆγε ἀπέναντι μὲ μισὴ καρδιά, ἀλλὰ στὴν ἀπέναντι πολυκατοικία δὲν εἶχε, λέει, ἀρκετὴ θέρμανση κι αὐτὸ τὸν στενοχώρησε.

Ἔρχεται πίσω ἀμέσως καὶ σὰν μαινόμενος ταῦρος μοῦ λέει:

-Ἐσεῖς, κύριε, γράψατε ποτὲ στὴ ζωή σας;

-Ὄχι, λέω ἐγὼ καὶ κοκκινίζω καὶ νὰ τώρα ἐγώ, ποὺ ποτὲ δὲν εἶχα πεῖ στὴ ζωή μου ψέματα, ἀναγκάζομαι νὰ τοῦ λέω μέσα στὸν Παράδεισο.

-Τότε, μοῦ λέει, ἢ εἶστε μουσικὸς ἢ ζωγράφος.

-Ναί, λέω ἐγὼ καὶ ἀνασαίνω κανονικά, ποὺ ἐπιτέλους λέω καθαρὰ αὐτὸ ποὺ μὲ βασάνισε τόσα χρόνια καὶ ποὺ δὲν τόλμησα ποτὲ νὰ τὸ πῶ καὶ ποὺ κανεὶς ποτὲ δὲν μοῦ ῾χε ἀναγνωρίσει. Εἶμαι ζωγράφος, κύριε.

-Νὰ πᾶτε μὲ τοὺς ζωγράφους, λέει μοχθηρά. Ἐκεῖ εἶναι ἡ θέση σας.

Ὁ ἄγγελος, ποὺ ὅλη ἐκείνη τὴν ὥρα ἄκουγε σιωπηλός, τοῦ εἶπε πὼς μποροῦσε νὰ κάνει ὑπομονὴ λίγες ὧρες μέχρι νά ῾ρθει ἀπὸ τὴ Γῆ κάποιος ὑδραυλικὸς νὰ διορθώσει τὸ καλοριφέρ. Ὁ ποιητὴς ἦταν ἀνένδοτος. Τὸν παρεκάλεσα κι ἐγώ, ἀλλὰ μάταια. Μ᾿ ἔβαλαν μὲ τοὺς ζωγράφους, λοιπὸν (τοὺς ὁποίους, εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, δὲν εἶδα ἀκόμη) καὶ ἡσύχασα, ὥσπου μία μέρα μὲ εἰδοποίησαν ὅτι μποροῦσα νὰ ἐγκατασταθῶ στὸ δωμάτιο τοῦ ποιητῆ. (Φαίνεται ὅτι σκοτεινοὶ κύκλοι μεσολάβησαν καὶ ἤθελαν νὰ μὲ διώξουν ἀπὸ τὶς τάξεις τῶν ζωγράφων, δεδομένου ὅτι δὲν εἶχα κανενὸς τὴν ἀναγνώριση ὅσο ζοῦσα καὶ δυστυχῶς αὐτὴ ἡ ἄδικη τύχη μὲ ἀκολουθοῦσε καὶ στοὺς οὐρανούς...). Ρώτησα τί συμβαίνει καὶ μοῦ εἶπαν ὅτι ὁ ποιητὴς μεταφερόταν ἀλλοῦ, δίπλα στοὺς μεγάλους ποιητὲς τοῦ ταλαιπωρημένου γένους μας, ὅτι στὴ Γῆ εἶχε ἀνακηρυχτεῖ ἀθάνατος κι ὅτι ὑπαίτιος γι᾿ αὐτὸ ἦταν ὁ ποιητὴς Τάκης Σινόπουλος, ποὺ μεσολάβησε καὶ γράφτηκε κάτι γι᾿ αὐτὸν σ᾿ ἕνα περιοδικὸ τῆς συμφορᾶς, μὲ τὴ σκέψη νά ῾χει κάποιον νὰ μιλάει, ὅταν θὰ ῾ρχόταν κι αὐτὸς κάποτε στὰς αἰωνίους μονάς.
Πέρασαν ὅμως τόσα χρόνια καὶ κανένας ἀληθινὸς ποιητὴς δὲν ἔρχεται, δεδομένου ὅτι αὐτὰ τὰ πράγματα μαθαίνονται ἀμέσως. Ἕνας στιχουργὸς ἦρθε μόνο, ταλαιπωρημένος καὶ δυστυχῆς, καὶ μοῦ ῾φερε τὸ ἀπόκομμα τῆς ἐφημερίδας ποὺ γράψατε γιὰ μένα, αὐτὸ ποὺ λέτε ὅτι ἀνακαλύψατε τὰ ἔργα μου σὲ μιὰ ἀποθήκη καὶ ἦταν ἕτοιμα νὰ τὰ πετάξουν στὰ σκουπίδια καὶ τὰ σώσατε - τί εὐγένεια! - καὶ λέτε ἀκόμη ὅτι ἀρχίσατε κιόλας ἔρευνες γιὰ τὴ ζωή μου νὰ μάθετε τὰ τί καὶ τὰ πῶς, τί τὰ θέλετε ἀλήθεια; - καὶ δὲν βρίσκετε, λέτε, κανένα ποὺ νὰ εἶχε ὑποψιαστεῖ ὅτι ζωγράφιζα καὶ δὲν ἔχω δυστυχῶς τὰ ὑπόλοιπα ἄρθρα σας, μοῦ λείπουν, δὲν ἔχω τὴ δυνατότητα νὰ τὰ βρῶ καὶ πῶς ἄλλωστε νὰ μοῦ τὰ στείλετε, τέλος πάντων.
Συνεχίζω χωρὶς νὰ κρατῶ καμία σειρὰ καὶ ἀπαντώντας ὅσο μπορῶ στὰ πιὸ κύρια σημεῖα τοῦ ἄρθρου σας γιὰ τὴν ἀθέατη ζωὴ καὶ τὸ ἔργο μου. Κατ᾿ ἀρχὴν ἐδῶ εἶμαι ὑπεύθυνος, κάτι σὰν ἐπιστάτης, σ᾿ ἕνα μεγάλο περιβόλι καὶ τὸν τελευταῖο καιρὸ ἔχει πέσει πολλὴ δουλειά. (Συνεχίζω τὸ γράμμα μου ὕστερα ἀπὸ δέκα χρόνια ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ ἄρχισα κι αὐτὸ γιατὶ δὲν προλαβαίνω μήτε νὰ τὸ ξαναδιαβάσω μήτε νὰ θυμηθῶ ἂν ἐκεῖνα ποὺ σᾶς ἔγραψα πιὸ πάνω τὰ ξαναγράφω).
Καὶ κάποτε στὴ ζωή μου, λοιπόν, ἦρθαν τὰ πιὸ θλιβερά. Ἔβλεπα νὰ πεθαίνουν ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο καὶ τὸ σπίτι μία ἐποχὴ μοῦ φαινόταν πολὺ μικρὸ κι ἄλλοτε ἀπέραντο. Τὸ ἐπάνω πάτωμα εἶχε ἀχρηστευτεῖ σχεδὸν οὔτε ἀνέβαινα πιά, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἄκουγα κάποιους θορύβους καὶ κάτι σὰν λαχανιασμένα τρεχαλητά. Ἤξερα βέβαια πὼς θὰ ἦταν ἀνόητο νὰ πιστέψω ὅτι ὑπάρχουν φαντάσματα, ἀλλὰ ὅσο οἱ θόρυβοι μεγάλωναν κάθε νύχτα τόσο καὶ πίστευα πραγματικὰ στὴ μοναξιά μου. Ἔτσι καὶ κάπως ἔτσι ἔμαθα νὰ ζῶ στὴ μοναξιά.
Ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἀκολούθησαν, ὄχι πὼς εἶναι δύσκολο νὰ τὰ πῶ, ἀλλὰ ὅση προσοχὴ καὶ νὰ δώσετε δὲν θὰ τὰ καταλάβετε ποτέ. Θέλω νὰ πῶ, ἦταν τὰ δικά μου πράγματα ποὺ δὲν τὰ μοιράστηκα μὲ κανένα. Ὁ φόνος ποὺ ἔγινε ξαφνικὰ ἔφερε μπροστὰ στὰ μάτια μου ἄλλες ἐποχές, ὅταν ξανάβλεπα τὴ θεία μου Ἀννεζούλα νὰ βγαίνει στοὺς δρόμους μὲ τὰ νυχτικά, ξεχτένιστη, σκέτη κόκαλα, τότε ποὺ θά ῾τανε γύρω στὰ ἐνενῆντα καὶ νὰ φωνάζει τὸν αἴτιο γιὰ τὴ ζωή της. Ποιὸν αἴτιο ποτὲ δὲν ἔμαθα. Δικά της πράγματα, σκοτωμένα, χαμένα. Δὲν θυμᾶμαι τὴ σειρὰ ποὺ πέθαναν ὅλοι τους, γιατὶ τὸ ἡμερολόγιο ποὺ κρατοῦσα ἐκεῖνα τὰ χρόνια μία στιγμὴ τό ῾καψα. Ἦρθαν δύσκολες ἐποχὲς κι ἐγὼ ποὺ τότε ζωγράφιζα μὲ τὴν ψυχὴ στὸ στόμα, κολλοῦσα μὲ ἀλευρόκολλα στὸ πίσω μέρος τοῦ πίνακα ἐφημερίδες γιὰ νὰ συγκρατηθεῖ τὸ ἄθλιο χαρτόνι. Τότε ἀναγκάστηκα νὰ νοικιάσω τὸ ἐπάνω πάτωμα.
Στὴν ἀρχὴ ἦρθαν δυὸ φοιτητὲς τῆς φιλολογίας κι ὅταν ἔφυγαν, ἦρθαν κι ἄλλοι κι ἄλλοι, ὥσπου ἔγινε τὸ κακὸ ποὺ σᾶς εἶπα γιὰ δικά τους πράγματα. Εἶναι ἀνόητο αὐτὸ ποὺ θὰ πῶ, ἀλλὰ συνέβαινε τὸν φόνο νὰ τὸν ἀκούω πολὺν καιρὸ πρὶν γίνει. Μ᾿ αὐτὴ τὴν περιπέτεια πρώτη φορὰ στὴ ζωή μου ἦρθα σ᾿ ἐπαφὴ μὲ δικηγόρους, ἀστυνομίες καὶ δικαστήρια.
Θ᾿ ἀναρωτιέστε ἀκόμη μὲ τί νὰ μοιάζω. Ἔτσι ποὺ γράψατε τὸ ἄρθρο σας ὁ κόσμος νομίζω ὅτι δὲν κατάλαβε τίποτα. Τὰ μάτια μου, ἔτσι ὅπως τὰ περιγράφετε, τὰ τοποθετήσατε στὸ πίσω μέρος τοῦ κεφαλιοῦ μου, εἶμαι χωρὶς χέρια, μ᾿ ἕνα πόδι ἀνάπηρο, ρημαγμένο ἀπὸ τοὺς ρευματισμοὺς κι ὁ ὑπόλοιπος σακατεμένος ἀπὸ τὴ μυωπία καὶ τὸ ἕλκος.
Τώρα ποὺ σᾶς γράφω γι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα, αἰσθάνομαι κάτι ἄδειο. Σὰ νά ῾χουν ξεκολλήσει τὰ σπλάγχνα μου. Δὲν μπορῶ νὰ ἐξηγήσω τίποτα. Ἂν βρισκόμαστε κάποτε μαζί, θὰ σᾶς μιλοῦσα ἀλλιῶς καὶ θά ῾τανε καλύτερα. Ἀλλὰ ὅπως μοῦ ἐξήγησαν, ἐδῶ θ᾿ ἀργήσουμε πάρα πολὺ νὰ συναντηθοῦμε. Ἴσως ἂν προσέξετε τ᾿ αὐτοκίνητα, πάρα πάρα πολύ. Ὡς ἐκείνη τὴν ὥρα λοιπὸν θὰ μπορεῖτε νὰ διακρίνετε καλύτερα τὸ μήνυμά μου. Ἀφήνω στὰ χέρια σας πολλὲς λαχτάρες καὶ πολλοὺς φόβους. Ἂν ψάξετε, θὰ τὰ βρεῖτε. Συμβουλὲς δὲν ἔχω νὰ δώσω σὲ κανένα. Ἔχω ἀπαλλαγεῖ ἐδῶ πάνω ἀπὸ πολλὲς ἀδυναμίες. Κάποτε, ξαφνικά, αἰσθάνομαι κάτι νὰ μὲ βασανίζει, ἀλλὰ μπορῶ καὶ ξέρω τί εἶναι. Λέω: αὐτὸ εἶναι ἐπιθυμία γιὰ νερό, γιὰ φαγητό, γιὰ ὕπνο. Ἐκεῖνο ἦταν ἡ ἀνάγκη νὰ ξεκουραστῶ, νὰ συναντήσω καὶ νὰ κοιμηθῶ μὲ μία γυναίκα καὶ τὸ ἄλλο ποὺ ἔνιωσα πρὶν ἀπὸ λίγο, νὰ πάω στὴν τουαλέτα.
Στὴ Γῆ μὲ βασάνισαν πολὺ αὐτὰ τὰ καθημερινὰ καὶ τὰ πρακτικά. Ἰδίως, αὐτὰ τὰ τελευταῖα, μὲ ἀρρώσταιναν. Τύχαινε νὰ μὴν μπορῶ μήτε τὰ ἐλάχιστα. Τὸ χειρότερο: δὲν ἤξερα τί μοῦ συμβαίνει. Τώρα μπορῶ καὶ ἡσυχάζω. Δὲν κοιμᾶμαι καθόλου κι ὅμως, ποτὲ δὲν αἰσθάνθηκα τὴν ἀνάγκη νὰ κοιμηθῶ ἢ νὰ φάω. Χτυπάω τὰ χέρια μου στ᾿ ἀγκάθια ἢ σ᾿ ἐκεῖνα ποὺ νομίζω ὅτι εἶναι ἀγκάθια, ἀλλὰ δὲν βγαίνει οὔτε μία σταγόνα αἷμα. Πρῶτα μποροῦσα νὰ πανικοβληθῶ. Ἔχω δέρμα, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι δὲν εἶναι. Καὶ τὰ χέρια μου παρ᾿ ὅλο ποὺ τὰ βλέπω κανονικὰ ἐντούτοις μποροῦν νὰ φτάσουν ὁπουδήποτε.
Ἐδῶ ὑπάρχουν λίμνες καὶ ποτάμια, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ἔχουν μέσα δὲν εἶναι νερό. Οἱ παλιοὶ θρύλοι στὴ Γῆ μιλοῦσαν γιὰ δάκρυα. Μὴν πιστεύετε τίποτα. Ἦταν ὁ φόβος καὶ ἡ ἄγνοια τῶν ἀνθρώπων ποὺ τοὺς ἀνάγκαζε νὰ ἐπινοοῦν τέτοιες ἱστορίες. Δὲν εἶναι λοιπὸν νερὸ μήτε δάκρυα. Καὶ τὰ καράβια ποὺ βλέπω στὶς θάλασσες μὲ ναυάρχους καὶ ναῦτες παρατεταγμένους σὰν λαϊκὲς ζωγραφιὲς ἀπὸ τὸν ἀγώνα τοῦ Εἰκοσιένα, δὲν εἶναι καράβια. Μᾶλλον (δὲν τόλμησα, βλέπετε, ἀκόμα νὰ κάνω πολλὲς ἐρωτήσεις) εἶναι κι αὐτὸ οἱ παλιὲς ἐπιθυμίες ἢ τὰ ὁράματα γιὰ πράγματα ποὺ γνωρίσαμε πολὺ λίγο ἢ ποὺ θέλαμε νὰ δοῦμε ἀπὸ κοντά.
Καὶ κάποτε, γιὰ νὰ συνεχίσω αὐτὲς τὶς σκόρπιες γραμμὲς (ποὺ φαντάζομαι νὰ μὴ σᾶς ζαλίζουν), σταμάτησα νὰ ζωγραφίζω. Μέσα μου ἡ ἴδια φωνὴ ποὺ ἄλλοτε μὲ ἀνάγκαζε, τώρα μοῦ ῾λεγε πὼς ἔπρεπε νὰ σταματήσω. Ὅσο κι ἂν λένε ὅτι ὁ τάδε πέθανε πάνω στὰ γραφτά του ἢ ὁ τάδε ἠθοποιὸς πάνω στὴ σκηνή, αὐτὴ ἡ διάθεση μὲ χτυπάει στὸ κεφάλι. Σταμάτησα λοιπὸν καὶ προσπάθησα ν᾿ ἀσχοληθῶ μὲ κάτι ἄλλο, τί ἄλλο;
Γονάτιζα καὶ παρακαλοῦσα τοὺς ἁγίους. Τὴ νύχτα ἔβλεπα ἀγγέλους στὸν ὕπνο μου καὶ τὸ πρωὶ τοὺς ζωγράφιζα. Ὅταν μ᾿ ἔπιασαν οἱ ρευματισμοί, τότε ζωγράφιζα πραγματικὰ μέσα στὸν ὕπνο μου. Τὸ περίεργο καὶ τὸ ἐξωφρενικὸ εἶναι πὼς ὅταν δὲν τέλειωνε ἕνας πίνακας στὸ πρῶτο ὄνειρο, τὸν συνέχιζα τὴν ἄλλη νύχτα. Τότε ἦταν ποὺ προσπάθησα νὰ συνθέσω εἰκόνες ἀπὸ πράγματα ποὺ γνώρισα πολὺ λίγο ἢ ἐκεῖνα ποὺ δὲν τὰ γνώρισα ποτέ. Καὶ ἀναφέρομαι σ᾿ ἐκεῖνα ποὺ ἀνέφερα παραπάνω, τὰ σχετικὰ μὲ τὰ δικαστήρια. Ἔλεγα: «Πῶς μπορεῖ νά ῾ναι τὸ ἐσωτερικὸ μιᾶς φυλακῆς;». Μετὰ ὅμως δὲν σκεφτόμουν τὴ φυλακή. Τὸ μυαλό μου πήγαινε στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἦταν κλεισμένοι ἐκεῖ μέσα καὶ σ᾿ ἐκείνους τοὺς δικούς τους ποὺ ἔμεναν ἔξω, ἀλλὰ ἡ καρδιά τους ἦταν δοσμένη σ᾿ ἐκείνους καὶ ἦταν κι ἐκείνη φυλακισμένη. Στὸ δικαστήριο εἶδα πολλὲς τέτοιες σκηνὲς καὶ μία στιγμὴ δὲν καταλάβαινα ποιὸς εἶναι ὁ κατηγορούμενος καὶ ποιὸς ὁ ἀθῶος πατέρας του, ποὺ ἦρθε νὰ τὸν συνδράμει καὶ νὰ τὸν ἐμψυχώσει κι ἔβλεπα μάρτυρες χωριάτες μὲ κουμπωμένο ὡς ἀπάνω τὸ πουκάμισο, χωρὶς γραβάτα, φτωχοὺς καὶ στραβογηρασμένους μὲ κόκκινο σταφιδιασμένο πρόσωπο καὶ πολλὲς ψιλὲς ρυτίδες γύρω ἀπὸ τὰ μάτια καὶ τὴ μύτη.
Ντρέπομαι ποὺ γράφω γι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα, ἀλλὰ στὴν ἀπομόνωσή μου συναρμολογοῦσα αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους μὲ περίεργα ὑλικὰ καὶ μὲ μίαν ἀντίληψη ποὺ θὰ ταίριαζε περισσότερο σ᾿ ἕναν φιλόσοφο. Ἔτσι κι ἀπὸ τότε καὶ κάπως ἔτσι ἄρχισα νὰ σκέφτομαι. Καὶ ἔμαθα νὰ σκέφτομαι σὰν ν᾿ ἄρχιζα νὰ μαθαίνω μία ξένη γλώσσα. Κι ὅταν ἔμαθα νὰ σκέφτομαι, τότε πραγματικὰ σταμάτησα νὰ ζωγραφίζω.
Θὰ μοῦ μείνει ἀξέχαστο τὸ σημεῖο ποὺ λέτε γιὰ τὶς μικρὲς πινελιές μου. Τὸ ἀναλύετε σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ τὴν τεχνοτροπία ἑνὸς μεγάλου καὶ δύσκολου ζωγράφου, ποὺ ἔμεινε δάσκαλος ἐσαεί. Μέχρι σ᾿ ἕνα σημεῖο κάτι ἀνακαλύψατε. Δὲν εἶναι ὅμως αὐτὸ ποὺ μὲ ἀνάγκαζε νὰ τὸ κάνω. Ζωγραφικὴ δὲν σπούδασα ποτὲ κι αὐτὸ ἦταν γιὰ μένα τότε μεγάλη περηφάνια. Σιχάθηκα καὶ σχολὲς καὶ ζωγράφους. Εἶδα πολλὲς ἐκθέσεις. Τὸ κέρδος μου ἦταν νὰ παίρνω ἀπ᾿ ὅλους ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἄφηναν χωρὶς συνείδηση νὰ μισοφαίνονται, μὲ δυὸ λόγια νὰ ἐκμεταλλεύομαι ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἔδειχναν μία κρυμμένη ἀνακάλυψη. Τὰ πρῶτα μου χρώματα θύμιζαν ἐρειπωμένα σπίτια. Σπίτια ποὺ κατεδαφίζονται καὶ χρόνια πρὶν τά ῾βλεπες κι ἔλεγες ἀμήχανος ποιοὶ ἄραγε τὰ κατοικοῦν καὶ πῶς τρῶνε καὶ πῶς κοιμοῦνται σ᾿ αὐτὰ τὰ μέγαρα καὶ βλέπεις ξαφνικὰ στὸ βάθος, ἀχνὰ ρὸζ καὶ κίτρινα καὶ γλυκὰ βυσσινὶ μὲς στὰ ξεχαρβαλωμένα ντουλάπια.
Ἐπειδὴ ἦρθαν δύσκολοι καιροί, ἀναγκαζόμουν νὰ διπλασιάζω τὰ χρώματα μὲ τὴν ἁπλὴ μέθοδο τῆς διάλυσης. Μάλιστα! Ἔριχνα λίγο νέφτι παραπάνω καὶ τὸ χρῶμα γινόταν διπλό. Ἰδοὺ λοιπὸν ὁ λόγος, ποὺ χρησιμοποιοῦσα τὰ ἀχνὰ χρώματα. Μερικὲς φορές, μόλις φαινόταν ἡ τελευταία στρώση καὶ βέβαια τὰ ἔργα ἦταν ἄχρηστα, ἀλλὰ ἄρχιζα καὶ ζωγράφιζα κάτι ἄλλο ἐπάνω τους καὶ τὸ πρῶτο θέμα μόλις καὶ μισοφαινόταν κι αὐτὸ ἐσεῖς βρήκατε τὴν εὐκαιρία νὰ τὸ ὀνομάσετε συνταρακτικὸ εὕρημα. Ἔτσι, ὅμως, μὲ τέτοιες συνθῆκες δὲν θὰ βρεῖτε ποτὲ τὸ ὅραμά μου. Γιατὶ ξέρω πιά, πὼς δὲν θὰ μπορέσω νὰ ἐξηγήσω τίποτα, μήτε νὰ ξαναζουλήξω τὸ σωληνάριο ποὺ εἶχε τελειώσει.
Ὅσο γιὰ τὶς μικρὲς πινελιὲς ποὺ ἀνακαλύψατε καὶ μείνατε ἐκστατικὸς εἶναι κι αὐτὸ ἀπὸ τὴ στέρηση ποὺ μ᾿ ἔδερνε. Ὅταν χαλοῦσε ἕνα πινέλο τό ῾κοβα σιγὰ - σιγὰ μὲ τὸ ψαλίδι καὶ ἀργότερα, σ᾿ ἕνα - δυὸ μῆνες, τὸ ἴδιο. Στὸ τέλος ἔμεναν τέσσερις τρίχες ἢ πολλὲς μαζί, ἀλλὰ πολὺ κοντές. Νομίζω, ἐξηγήθηκα μὲ ὅση εἰλικρίνεια μποροῦσα.
Ἐδῶ, ὅπως σᾶς εἶπα, δὲν ἔχω μήτε ἡλικία μήτε ὄνομα. Τραυλίζω ἄσχετες χρονολογίες καὶ γεγονότα, σὰν ἐκείνους ποὺ χάσανε τὰ λογικά τους κι ἄλλοτε μὲ τοὺς τρόμους (ἀκόμη) ποὺ αἰσθανόμουν σὰν μαθητὴς μπροστὰ στὴν κόλλα τοῦ διαγωνίσματος τῶν Μαθηματικῶν. Εἶμαι πιασμένος γιὰ πάντα μέσα στὴ φαρμακερὴ ἀράχνη ὀνομάτων καὶ ἀναμνήσεων. Ἀκούω καμιὰ φορὰ κάποιο θόρυβο, ὅπως ὅταν ὁ δαιμονισμένος ἀέρας παρασέρνει κονσερβοκούτια καὶ ξέρω πὼς κάτι ἔγινε, κάπου, μέσα σὲ ψιθυρίσματα, τρεχαλητά, χτυπήματα φτερῶν καὶ μικροὺς ἀναστεναγμούς, ἀλλὰ εἶναι ἀδύνατο νὰ ἐντοπίσω τί ἀκριβῶς γίνεται, παρ᾿ ὅλο ποὺ νιώθω πὼς ἕνας δικός μου ἄνθρωπος στέκεται δίπλα μου ἀόρατος καὶ σκεφτικὸς καὶ προσπαθεῖ μάταια νὰ μὲ βοηθήσει. Νιώθω ἀκόμη νὰ χύνεται στὰ σπλάγχνα μου ἕνα γλυκὸ μαῦρο χρῶμα καὶ πάντα λογαριάζω νὰ τὸ χρησιμοποιήσω γιὰ μία λεπτομέρεια στοὺς πίνακές μου, ἀλλὰ μόλις ἁπλώνω τὸ χέρι μου στὸ ὑποτιθέμενο πινέλο, τὸ χέρι μου ἀγγίζει μόνο τὸ περίγραμμά του. Ἐκτὸς αὐτοῦ, δὲν νιώθω πιὰ τὸν ἔρωτα γιὰ τὰ χρώματα, ποὺ ἔνιωθα κάποτε, δεδομένου ὅτι ἀκόμη καὶ ἂν ζωγραφίσω ὅπως ποτὲ δὲν ἀξιώθηκα ἢ κι ἂν ξεπεράσω ὅλους τοὺς ζωγράφους ποὺ θαύμασα (ἐγὼ μόνο ξέρω πόσο ἔκλαψα κοιτάζοντας τὶς νεκρὲς φύσεις τῶν μεγάλων δασκάλων), τὸ νιώθω πὼς δὲν ἔχει κανένα νόημα. Ὁ ἔρωτας τῆς δημιουργίας, ἔτσι τὸ λέγανε κάποτε, ἔχει χαθεῖ.
Πῶς θά ῾θελα νὰ τὰ συζητήσουμε ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ μᾶς χωρίζουν μόνο δυὸ κοῦπες σκέτος καφές. Τώρα ποὺ κάνουν ἐξώφυλλα βιβλίων τοὺς πίνακές μου, ποὺ μὲ ταχυδρομοῦν σὲ κὰρτ ποστὰλ τὶς γιορτές, ποὺ κάνουν διαλέξεις γιὰ τὸ ἔργο μου καὶ τὴ ζωή μου, ἄσχετο ἂν κανεὶς δὲν μὲ εἶδε, γιατὶ ἁπλούστατα ποτὲ καὶ κανεὶς δὲν μὲ γνώρισε κι οὔτε ἐνδιαφέρθηκε κι οὔτε ἔβγαλα κι ἐγὼ μία φωτογραφία γιὰ νὰ δοῦνε τέλος πάντως, πὼς ἤμουνα... ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ μὲ κυνήγησαν μὲ περιφρόνηση σὰν ἐκεῖνο τὸν ἐπηρμένο ἐκδότη ἑνὸς λογοτεχνικοῦ περιοδικοῦ, ποὺ ἀποφάσισα καὶ χτύπησα τὴν πόρτα του καὶ τοῦ ζήτησα πολὺ ταπεινὰ ἂν ἤθελε νὰ βάλει ἕνα σχεδιάκι μου σὲ κάποιο ἀφιέρωμα ἑνὸς ποιητῆ καὶ μοῦ εἶπε, μάλιστα, κύριε, θαυμάσια, θαυμάσια καὶ νὰ τὸν πάρω τηλέφωνο τὴν Τρίτη καὶ μετὰ χάθηκε. Χάθηκε.
Τώρα, φαντάζομαι ὅτι θά ῾γινε κιόλας ἀκαδημαϊκός, γιατὶ ὁλοένα ἔτρεχε μαζί τους κι ὁλοένα ἔπαιρνε συνεντεύξεις ἀπὸ γέρους καὶ ἑτοιμόρροπους καλλιτέχνες καὶ βρέθηκε μὲ τοῦ κόσμου τὰ ἀρχεῖα καὶ τὰ ἔργα τέχνης καὶ ξενυχτοῦσε μαζί τους σὲ πρεμιέρες καὶ συναυλίες, τί νὰ τὰ λέω τώρα.
Κάπου κάπου βλέπω κάποιες σκιὲς ἀνθρώπων καὶ νιώθω ὅτι μὲ κοιτάζουν μὲ περιέργεια καὶ ἴσως μὲ φόβο καὶ ἀποστροφὴ καὶ πολλοὶ εἶναι, θαρρεῖς, κρυμμένοι πίσω ἀπὸ σύννεφα μὲ ὁλόχρυσα φυλλώματα καὶ πουλιὰ (καὶ ἡ σκιά τους ἀκόμη εἶναι ὁλόχρυση) μὲ κοιτοῦν ἐξεταστικὰ καὶ σὰν νὰ μὲ κατασκοπεύουν καὶ κάτι ψιθυρίζουν γιὰ μένα. Μήπως ἄραγε, εἶστε ἐσεῖς; Καὶ γιατί διστάζετε; Ντρέπεστε; Καὶ εἶστε ἀπὸ καιρὸ ἐδῶ; Τότε δὲν θὰ λάβετε ποτὲ τὸ γράμμα μου. Τί κρίμα. Ποτὲ δὲν ἔμαθα αὐτὴ τὴ φυλὴ τῶν ἀνθρώπων καὶ πολὺ περισσότερο τὴ γυναίκα μου, μιὰ γυναίκα ἀμίλητη σὰν εἴδωλο, ποὺ τὴν παντρεύτηκα χωρὶς σχεδὸν νὰ τὸ ξέρω - ὅλα ἔγιναν μέσα σὲ ἀπελπισμένες καταστάσεις - ἀλλὰ ποὺ μόνο ἐκείνη ἤξερε νὰ μὲ ταξιδεύει ἐκεῖ ποὺ ἤθελα. Μεγάλα λόγια, θὰ πεῖτε, κι αἰσθάνομαι κιόλας τὴ μαχαιριὰ τῆς περιφρόνησής σας, ἀλλὰ πῶς ἀλλιῶς νὰ γίνει καὶ πῶς ἀλλιῶς νὰ περπατήσει ὁ κόσμος καὶ ἀλλιῶς νὰ μιλήσω.

from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=3727 

Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος

ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ Μέρος πρώτο από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Ο Ποιητής

Δεν είσαι συ το αίμα της φωτιάς
εσύ που ανοίγεις τη πληγή
με το μαχαίρι την αυγή


Ο ποιητής είναι παράθυρο ανοιχτό
στην εξουσία των καιρών
κι έχει τη μνήμη των νεκρών… 

Μαλαματένια λόγια

Μαλαματένια λόγια στο μαντήλι
τα βρήκα στο σεργιάνι μου προχθές
τ' αλφαβητάρι πάνω στο τριφύλλι
σου μάθαινε το αύριο και το χθες
μα εγώ περνούσα τη στερνή την πύλη
με του καιρού δεμένος τις κλωστές

Τ' αηδόνια σεχτηκιάσανε στην Τροία
που στράγγιξες χαμένα μια γενιά
καλύτερα να σ' έλεγαν Μαρία
και να 'σουν ράφτρα μες στην Κοκκινιά
κι όχι να ζεις μ' αυτή την κομπανία
και να μην ξέρεις τ' άστρο του φονιά

Γυρίσανε πολλοί σημαδεμένοι
απ' του καιρού την άγρια πληρωμή
στο μεσοστράτι τέσσερις ανέμοι
τους πήραν για σεργιάνι μια στιγμή
και βρήκανε τη φλόγα που δεν τρέμει
και το μαράζι δίχως αφορμή

Και σαν τους άλλους χάθηκαν κι εκείνοι
τους βρήκαν να γαβγίζουν στα μισά
κι απ' το παλιό μαρτύριο να 'χει μείνει
ένα σκυλί τη νύχτα που διψά
γυναίκες στη γωνιά μ' ασετυλίνη
παραμιλούν στην ακροθαλασσιά

Και στ' ανοιχτά του κόσμου τα καμιόνια
θα ξεφορτώνουν στην Καισαριανή
πώς έγινε με τούτο τον αιώνα
και γύρισε καπάκι η ζωή
πώς το 'φεραν η μοίρα και τα χρόνια
να μην ακούσεις έναν ποιητή

Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι
ποιος είναι καπετάνιος στα βουνά
ποιος δίνει την αγάπη και τη χάρη
και στις μυρτιές του ʼδη σεργιανά
μαλαματένια λόγια στο χορτάρι
ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά

Με δέσαν στα στενά και στους κανόνες
και ξημερώνοντας μέρα κακή[Παρασκευή]
τοξότες φάλαγγες και λεγεώνες
με πήραν και με βάλαν σε κλουβί
και στα υπόγεια ζάρια τους αιώνες
παιχνίδι παίζουν οι αργυραμοιβοί

Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια
κι όπως δεν ήμουν μάγκας και νταής
περνούσα τα δικά σου δικαστήρια
αφού στον Άδη μέσα θα με βρεις
να με δικάσεις πάλι με μαρτύρια
και σαν κακούργο να με τιμωρείς
Πηγή: http://dimitriosgogas.blogspot.gr/
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος

Ένα μικρό αφιέρωμα για την ήμερα της ποίησης 21 Μαρτίου ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί επισκέπτες αυτού του ιστολογίου σας χαιρετώ, το μενού σήμερα έχει ξανά Ποίηση και Ποιητές, το τιμώμενο πρόσωπο σήμερα είναι ο ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ, απολαύστε τον. 
Με σεβασμό και ποιητική διάθεση ο Επικούρειος Πέπος.

Πιστεύω

Πιστεύω σε μια χημική ένωση Πατέρα Παντοκράτορα
Πιστεύω σε μια ηλεκτρική εκκένωση Άγιο Πνεύμα
Πιστεύω σ' έναν Γιο Μονογενή που βγήκε από το σπέρμα
Πιστεύω σε μια φυσική εξέλιξη Μητέρα Αειπαρθένα
Πιστεύω σε μιαν Εκκλησία διακόπτρια του φωτός
Και σε δώδεκα Απόστολους του Έρωτα
Πιστεύω σ' ένα Εσταυρωμένο Δέντρο
και σε μιαν αρχική ουσία Π
Πιστεύω σ' έναν άγνωστο παράγοντα
Που γεννάει την περιέργεια
πιστεύω σ' ένα πονηρό και σ' ένα αθώο πνεύμα
Πιστεύω σε μιαν ωραία γυναίκα
Που θα με κάνει ευτυχισμένο
Πιστεύω στη μεγάλη δύναμη της φαντασίας
Που μπορεί στην κόλαση να δει έναν παράδεισο
Στο καθετί που βλέπω που ακούω που μαντεύω που αγαπώ
Πιστεύω
Πιστεύω σ' έναν άνθρωπο αποφυλακισμένο
Απ' τα δεσμά της σκέψης του του φόβου του το αυγό
Άγιος ελεύθερος στον Αιώνα τον Άπαντα.

Κατάσταση πολιορκίας

Πολιορκούμεθα λοιπόν
Πολιορκούμεθα από ποιον
Από σένα κι από μένα απ’ τον τάδε και τον δείνα
Πολιορκούμεθα στενά
Από σύνορα, τελωνεία, ελέγχους διαβατηρίων, την Ιντερπόλ, τη στρατιωτική
Αστυνομία, τα τανκς, τη ρητορεία, τη βλακεία,
Απ’ τα παράσημα, τις στολές, τους εκφωνηθέντας λόγους
Τις υποσχέσεις, τις ψευτιές, την κουτοπονηριά
Τη δήθεν αγανάκτηση των ιθυνόντων, την υποκρισία
Την τηλεόραση, τη ραδιοφωνία, τα σαπούνια, τ’ απορρυπαντικά
Τις διαφημίσεις, τον τουρισμό, τα οργανωμένα ταξίδια, τις κρουαζιέρες
Τις γκαζιέρες, τα ψυγεία, τις κατασκηνώσεις, τους προσκόπους,
Τ’ άρθρα για την εκπαίδευση, την πολυκοσμία, τη σκόνη, τις ποιητικές συλλογές
Την έλλειψη ύδατος, τα λιπάσματα, τα νεύρα, την κακή χώνεψη, τη φαλάκρα,
Τους εφοπλιστές, το ποδόσφαιρο, τα λεωφορεία, την ακρίβεια, τις παθήσεις
Της σπονδυλικής στήλης, τη γραφειοκρατία, την καθυστέρηση, τις διαβεβαιώσεις,
Τις κριτικές, την εκκλησία, τα βασανιστήρια, τους καιροσκόπους,
Την υποψία, τους κατατρεγμούς, το φόβο, τη θρασύτητα, τους διαγωνισμούς
Καλλονής, την έλλειψη χρημάτων, την έλλειψη δικαιωμάτων, πολιορκούμεθα από τους βάναυσους
Τους άναρθρους, από τις μαύρες σκέψεις μας. Από τον εαυτό μας
Κι απ’ ό,τι άλλο βάλει ο νους σας πολιορκούμεθα στενά.

Νάνος Βαλαωρίτης (βιογραφία)

Γεννήθηκε στην Λωζάννη της Ελβετίας και είναι γιος του διπλωμάτη Κωνσταντίνου Βαλαωρίτη, γιου του Ιωάννη Βαλαωρίτη. Γράφει από νέος — πρωτοδημοσιεύει στα Νέα Γράμματα το 1939. Το 1944 δραπετεύει απ' την γερμανοκρατούμενη Ελλάδα μέσω του Αιγαίου στην Τουρκία, από εκεί στη Μέση Ανατολή και τελικά στην Αίγυπτο όπου συναντάει τον Σεφέρη ο οποίος υπηρετούσε την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση ως γραμματέας της ελληνικής πρεσβείας στο Κάιρο. Το 1944 μετά από προτροπή του Σεφέρη ο Βαλαωρίτης ταξιδεύει στο Λονδίνο για να βοηθήσει στην ανάπτυξη λογοτεχνικών δεσμών μεταξύ Ελλάδας και Βρετανίας. Συναντά τους Τ.Σ. Έλιοτ, Γ.Χ. Όντεν, Ντύλαν Τόμας και εργάζεται για τον Λούις ΜακΝις στο BBC. Εκτός από τη μελέτη αγγλικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου, κάνει και μεταφράσεις (στα αγγλικά) Ελλήνων μοντερνιστών ποιητών, μεταξύ των οποίων του Ελύτη και του Εμπειρίκου. Το 1947 εκδίδει την Τιμωρία των Μάγων, την πρώτη του ποιητική συλλογή, στο Λονδίνο. Από το 1954 μέχρι το 1960 συμμετέχει στην ομάδα των σουρεαλιστών του Παρισιού.
Το 1960 επιστρέφει στην Ελλάδα, και ανάμεσα 1963 και 1967 είναι ο εκδότης και διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού Πάλι. Όταν η χούντα έρχεται στην εξουσία το 1967, νιώθει πως δεν έχει άλλη επιλογή παρά να αυτοεξοριστεί, έτσι το 1968 ταξιδεύει στις ΗΠΑ όπου και διδάσκει συγκριτική λογοτεχνία και δημιουργικό γράψιμο στο πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο, μια θέση που κράτησε για 25 χρόνια. Το 1983 βραβεύεται με το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του Μερικές γυναίκες (ενώ είχε αρνηθεί ανάλογη βράβευση το 1958. Το 1976 είχε, επίσης, αρνηθεί την πρόταση να γίνει αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών). Το Δεκέμβριο του 2009 του απονεμήθηκε το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολo του έργου του.
Θεατρικά του έργα έχουν παιχτεί σε Παρίσι, Σπολέτο, Άαρους, και Αθήνα. Έχει συνεργαστεί με τα λογοτεχνικά περιοδικά Τετράδιο, Σήμα, Horizon, New Writing και Daylight. Πηγή:http://dimitriosgogas.blogspot.gr/
 Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος.

Ποίηση και Ποιητές ένα αφιέρωμα για την 21 Μαρτίου ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Άψινθο

Μιχάλης Γκανάς

Πού πας εσύ με τα λεπτά σφυρά η ραδινή
εσύ με τα πλατιά λαγόνια.
Θα βρέξη κυμοθόη
εσύ με τ’ αμάλαγο στήθος.
Ας βρέξει σιταρένια
ας βρέχει όλη μέρα κι αύριο και μεθαύριο.
Ας φυσήξει μετά πλατυτέρα
να φέρει το τραγούδι μου σ’ εσένα.
Εκεί στο τρίκλωνο ποτάμι -ποταμέ βρε ποταμέ μου-
δίπλα στην πέτρα που πλένεις το μαντήλι σου.
Αυτοί παιδί μου δεν
δεν σου χαρίζουν ούτε τη νύστα τους
όλο δεν και δεν και δέν-τρο δεν φύτεψαν τα χέρια τους
δεν χάιδεψαν σκυλί γατί πουλάκι πληγωμένο
γυναίκα άσχημη και στερημένη
αυτοί παιδί μου δεν
δεν δίνουν τ’ Αγγέλου τους νερό
δεν άκουσαν ποτέ
ανάκουστο κιλαϊδισμό και λιποθυμισμένο
δεν έπιασαν με τα ρουθούνια τους
το άοσμο άνθος του θανάτου
δεν είδαν -κατάργησαν τα μάτια τους-
μια πιπεριά να γίνεται λιμπελούλα
αυτοί παιδί μου δεν
δεν ξέρουν δεν αγαπούν
ξέρουνε μόνο ν’ απαιτούν
περισσότεραπερισσότεραπερισσότερα περί…
που έτσι γράφεται το μέλλον μας.

Στο Σου-Μιτζού
Στο Σου-Μιτζού κάποια βραδιά
έχασα όλα τα κλειδιά
και γύρευα λιμάνι
Δυο γιαπωνέζοι θυρωροί,
αμφιβολία δε χωρεί
με πήραν για χαρμάνη
Και πες, πες, πες
και ψου, ψου, ψου
κάποια βραδιά στου Σου-Μιτζού,
σε πέντε κι έξι γλώσσες
Α, είδαν πως ήμουν πονηρός,
και πριν να γίνουνε καπνός
μου κάνανε τις κλώσες
Δεν είχα όρεξη που λες,
να μάθουν όλες οι φυλές
πως ήμουν λυπημένος
Βρήκα στο μπαρ ένα Ρωμιό,
πήγα να ξομολογηθώ
μα ήτανε πιωμένος.

Σκιες και χρώματα
Είναι κάτι αγάπες μου
που σηκώνω στις πλάτες μου,
είναι χέρια που κράτησα
- κράτα με -
σαν πουλάκια τ'άφησα.
Είναι κάτι στον άνθρωπο
τρυφερό κι απάνθρωπο
και ο κόσμος παράξενος
- γυάλινος -
σκοτεινός και διάφανος.
Είν' ο κόσμος δύσκολη γραφή
όλο σβήνεται
κι αν δεν διαβαστεί με την αφή
τίποτα δεν γίνεται.
Είναι λύπες που ξέχασα
και χαρές που δεν έζησα,
είναι χρόνια που φύγανε
- μίλα μου -
πες μου που πήγανε.
Είναι φίλοι που χάθηκαν
και φωνές που μου στάθηκαν,
είναι μάτια που φίλησα
- μάτια μου -
κι από φως ξεχείλισα.
Είναι σπίτια που έχασα
και ποτέ δεν τα ξέχασα,
ένα σχήμα που μπόρεσα
- σώμα μου -
κι άλλα που δεν χώρεσα.
Είναι κάτι στον άνεμο
μυστικό και παράνομο
που τρελαίνει τα σώματα
- πόνα τα -
με σκιές και χρώματα.

Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια
Στα ίδια μέρη θα ξαναβρεθούμε
τα χέρια θα περάσουμε στους ώμους
παλιά τραγούδια για να θυμηθούμε
ονόματα και βλέμματα και δρόμους
Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια
που θυμάσαι και θυμάμαι
τίποτα δε χάθηκε ακόμα
όσο ζούμε και πονάμε
χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια
μόνο τρόπο να κοιτάνε
Κι αν άλλάξαν οι φίλοι μας λιγάκι
αλλάξαμε κι εμείς με τη σειρά μας
χαθήκαμε μια νύχτα στο Παγκράτι
αλλά βλεπόμαστε στα όνειρά μας
Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια
που θυμάσαι και θυμάμαι
τίποτα δε χάθηκε ακόμα
όσο ζούμε και πονάμε
χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια
μόνο τρόπο να κοιτάνε 

Πηγή: http://dimitriosgogas.blogspot.gr
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος

18.3.16

Ποίηση και Ποιητές ένα αφιέρωμα για την 21 Μαρτίου ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ Από τον ανιχνευθτή Επικούρειο Πέπο.

Ο ποιητής τραγουδιών : Νικόλαος Γκάτσος

Εικοσιτέσσερα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τον θάνατο του Νίκου Γκάτσου, του ποιητή που σφράγισε με τους στίχους του το έντεχνο ελληνικό τραγούδι από τη δεκαετία του 1950 ως εκείνη του 1980, κομίζοντας σε αυτό τον υπερρεαλιστικό λόγο αλλά και συνδυάζοντάς τον με τη δημοτική παράδοση. 

«Το Βήμα» αναζητεί σήμερα την ουσία της προσφοράς του στο τραγούδι με την απόσταση που δημιουργεί η πάροδος μιας δεκαετίας βιολογικής απουσίας του και, παράλληλα, επιχειρεί να φωτίσει το θέμα της «τυχαίας» ενασχόλησής του με το τραγούδι, αφού ο Νίκος Γκάτσος υπήρξε ποιητής ο οποίος εγκατέλειψε την τέχνη του για να ακολουθήσει μια άλλη συγγενή προς εκείνη, αυτή του τραγουδιού.
Ο Νίκος Γκάτσος (γεννημένος το 1911 στην Ασέα Αρκαδίας) ήταν ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του '30 γνωστός στους φιλολογικούς κύκλους των Αθηνών, συμμετέχοντας στα λογοτεχνικά καφενεία της εποχής. Εκεί έγινε κοινωνός του ρεύματος του υπερρεαλισμού και μέλος της συντροφιάς των κυριοτέρων εν Ελλάδι εκπροσώπων του. Η συναναστροφή αυτή θα οδηγήσει στο κορυφαίο ποιητικό του έργο, την «Αμοργό», το οποίο - σύμφωνα με μαρτυρίες - γράφτηκε «τυχαία εν μια νυκτί». Η συγγραφή άρχισε ένα βράδυ στο σπίτι του Γκάτσου, παρουσία του Οδυσσέα Ελύτη, σαν ένα «παιχνίδι υπερρεαλιστικής μίμησης» για να εξελιχθεί σε ένα από τα σημαντικότερα κείμενα του σύγχρονου ελληνικού υπερρεαλισμού.

Η ποιητική αυτή σύνθεση κυκλοφόρησε το 1943 σε 308 αντίτυπα, ως σήμερα όμως έχει ξεπεράσει τις 40.000 αντίτυπα σε πωλήσεις. Η «Αμοργός» γνώρισε αρχικά την επιφύλαξη - ακόμη και τη χλεύη - των κριτικών. Ο κριτικός Μ. Ροδάς τη χαρακτήρισε «Αρλουμπολογία». «Εάν ο κ. Γκάτσος είναι φαρσέρ, τότε ασφαλώς η "Αμοργός" τού προσφέρει μίαν απόλαυση με τα ρουθούνια των αγελάδων» έγραφε σε κριτική του, παραφράζοντας στίχο της «Αμοργού». Ο Α. Σπυρής, στα «Φιλολογικά Χρονικά», χαρακτήρισε το ποίημα «προδιαγεγραμμένο σχέδιο, σα να ήθελε ο ποιητής να εκθέσει τον εαυτό του στη χλεύη του κόσμου».
Το λάθος των περισσοτέρων από τους κριτικούς εκείνης της περιόδου είναι ότι προσπάθησαν να εξηγήσουν λογικά την «Αμοργό», να ερμηνεύσουν λέξη προς λέξη ένα γνήσιο υπερρεαλιστικό κείμενο, να αναγνώσουν μία νέα γλώσσα με τρόπο παλαιό.
Τη δεκαετία που ακολούθησε, η «Αμοργός» πήρε τη θέση που της έπρεπε στη συνείδηση των κριτικών αλλά και του αναγνωστικού κοινού, έτσι ώστε ο Ν. Γκάτσος να θεωρείται ήδη καταξιωμένος ποιητής, αν και είχε ένα μόνο ποιητικό έργο στο ενεργητικό του.
Το γεγονός ότι ο Γκάτσος έγραψε την «Αμοργό» σε ηλικία μόλις 32 ετών δημιουργούσε την αίσθηση ότι δεν επρόκειτο παρά για την αφετηρία ενός μακρού ποιητικού δρόμου. Εν τούτοις εκείνος σιώπησε, δεν εξέδωσε ξανά ποιητική συλλογή και στράφηκε - από τις αρχές του '50 και μετά - στο τραγούδι. Αυτή η αλλαγή πλεύσης συνιστά ως σήμερα τη λεγόμενη «μυθολογία ή μυστήριο του Ν. Γκάτσου», όπως την αποκαλούν οι μελετητές του έργου του. Ο ίδιος δεν απάντησε ποτέ στο ερώτημα «γιατί εγκατέλειψε την ποίηση», όπως δεν εμφανίστηκε ποτέ και στην τηλεόραση για να πει έστω και μία κουβέντα.

Στο αρχείο της ΕΡΤ υπάρχει η μία και μοναδική του τηλεοπτική εμφάνιση, όπου ένας μουσικός παίζει πιάνο και ο Ν. Γκάτσος διακρίνεται σοβαρός και αμίλητος μέσα από έναν καθρέφτη. Αφού ο ίδιος ο ποιητής δεν μίλησε ποτέ για τη μετάβασή του στο τραγούδι, προσπάθησαν οι μελετητές του έργου του να βρουν μια άκρη στο ζήτημα αυτό. Η πιο ώριμη όμως θέση εκφράστηκε από τον φιλόλογο Τάσο Λιγνάδη, ο οποίος θεώρησε την «Αμοργό» ως «πρότυπο, υπόδειγμα, μοντέλο, το οποίο επετέλεσε κατά τρόπο ραγδαίο τον προορισμό του αμέσως από τη χρονιά που βγήκε». Αφού ο σκοπός είχε εκπληρωθεί, μια νέα ποιητική συλλογή θα αποτελούσε πιθανόν επανάληψη.
«Εμαθε όλη την Ελλάδα να τραγουδάει στίχους που ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί»
Ηεκτίμηση του Μάνου Χατζιδάκι στον Νίκο Γκάτσο αντηχεί στα λόγια όσων σήμερα καλούνται να τοποθετηθούν για το καλλιτεχνικό του μέγεθος. Ανάμεσά τους ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο οποίος επί σειρά ετών εθεωρείτο για το ευρύ κοινό (που αρέσκεται στον διπολισμό) το «αντίπαλον δέος» του Νίκου Γκάτσου στην ελληνική στιχουργία. Σήμερα ο Λ. Παπαδόπουλος ονομάζει τον Νίκο Γκάτσο «δάσκαλο», τον θεωρεί «τον μεγαλύτερο από τους δασκάλους» του και προσδιορίζει την ουσία της διαφοράς τους στη δομή των θεμάτων τους. «Εγώ αφηγούμαι μια ιστορία από την αρχή ως το τέλος. Ο Γκάτσος πολλές φορές ξεκινάει μια ιστορία και οδηγείται σε μια άλλη. Αυτό απαιτεί τόλμη και ποιητική σοφία» τονίζει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και εστιάζει στην ουσία της προσφοράς του Ν. Γκάτσου στο ελληνικό τραγούδι: «Εμαθε όλη την Ελλάδα να τραγουδάει στίχους που ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί, διότι είχε μια πρωτοφανή τόλμη στην εικονοποιία, στη ρίμα και στην εξέλιξη των θεμάτων του σε κάθε τραγούδι».

Συγγενής προς αυτή την εκτίμηση εκείνη του στιχουργού Μάνου Ελευθερίου: «Η προσφορά του Γκάτσου στο τραγούδι ήταν το Μεγάλο Απρόοπτο. Εφερε τον υπερρεαλισμό. Οχι μόνο τον εισήγαγε αλλά τον επέβαλε κιόλας. Δείτε τους στίχους του στους "Δροσουλίτες", πώς συνδυάζουν τον υπερρεαλισμό με την παράδοση. Τέτοια πράγματα δεν ξαναγίνονται». Στο αίτημα να υποδείξει ένα τραγούδι το οποίο κατά τη γνώμη του συγκεντρώνει τις βασικές ποιητικές αρετές του λόγου του Νίκου Γκάτσου ο Μ. Ελευθερίου επιλέγει τον «Γιάννη τον φονιά». «Θεωρώ ότι είναι το αριστούργημά του» δηλώνει και θέτει το ερώτημα: «Ποιος συνθέτης όμως θα μελοποιούσε τον "Γιάννη τον φονιά" σήμερα; Εχει στραφεί αλλού το ελληνικό τραγούδι. Λείπει σαφώς ο Ν. Γκάτσος απ' αυτό, αλλά ακόμη και αν ζούσε δεν θα μπορούσε να το παρακολουθήσει. Ηδη τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε το παράπονο ότι δεν του ζητούσαν πια στίχους. Αυτό συνέβαινε γιατί το τραγούδι είχε ήδη φύγει γι' αλλού...».
Ενας από τους βασικούς ερμηνευτές στίχων του Ν. Γκάτσου, ο Μανώλης Μητσιάς (ερμηνευτής σε τέσσερις κύκλους τραγουδιών του και σε τραγούδια που δισκογραφήθηκαν σε 45άρια), αναφέρει τα σημεία στα οποία επικεντρώνει το εδώ και μία δεκαετία απλήρωτο κενό του Ν. Γκάτσου: «Λείπουν σήμερα από το τραγούδι οι πρωτογενείς λέξεις που χρησιμοποιούσε καθώς και η ικανότητα που είχε να περικλείει μεγάλα νοήματα σε ένα τετράστιχο». Εντοπίζει δε τη συμβολή του στο γεγονός ότι προσέδωσε στο λαϊκό τραγούδι ποιητικότητα: «Πριν από εκείνον η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου έγραφε λαϊκά τραγούδια, ο Γκάτσος όμως έκανε καθημερινό τραγούδι την ποιητική τέχνη. Επέβαλε μάλιστα στο τραγούδι τη δημοτική ποίηση. Ηταν βαθύς γνώστης της. Ηξερε κάθε γωνιά της χώρας, ήξερε εκατοντάδες δημοτικά ποιήματα απέξω. Δείτε πώς μιλάει στα τραγούδια του για την Παναγιά, αναφέροντάς την με τις ιδιαίτερες ονομασίες που της αποδίδονται σε κάθε γωνιά της Ελλάδας».

Σήμερα, δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του, πρωταγωνιστεί στο τραγούδι μια ολόκληρη γενιά συνθετών που δεν συνέπεσαν χρονικά με τον Ν. Γκάτσο ως δημιουργοί, επηρεάστηκαν όμως βαθιά από το έργο του. Ανάμεσά τους ο Γιώργος Ανδρέου αποτιμά το έργο του Νίκου Γκάτσου. «Ο Γκάτσος αποτελεί στιχουργική περίπτωση που δεν άφησε συνέχεια σε ευθεία αναγωγή. Σήμερα έχει επικρατήσει πιο πολύ ένα είδος εξπρεσιονιστικής γραφής παρά η δική του άποψη. Ο Γκάτσος ήταν το μείγμα του Ομήρου, του Σολωμού, της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, των δημοτικών παραλογών και του Ρεμπό. Αυτές τις παραμέτρους δεν τις είχε άλλος στιχουργός» σημειώνει ο συνθέτης, ο οποίος έχει αφιερώσει και ένα τραγούδι του στον Νίκο Γκάτσο («Ολα, κύριε Νίκο, είναι εδώ...») όπου χρησιμοποιεί στοιχεία της φρασεολογίας του.
Νάνα Μούσχουρη «Ο Νίκος με έμαθε τι είναι ελευθερία»
Η Νάνα Μούσχουρη ήταν επιστήθια φίλη του Νίκου Γκάτσου, θεωρώντας τον πρόσωπο που καθόρισε την πορεία της στη ζωή και στο τραγούδι. Συνεργάστηκε μαζί του κατά την πρώτη («Χάρτινο το φεγγαράκι», «Ελα πάρε μου τη λύπη» κτλ.) και κατά την τελευταία του στιχουργική περίοδο («Η ενδεκάτη εντολή», 1985, «Οι μύθοι μιας γυναίκας», 1988, «Αγάπη είν' η ζωή», 1994). Παρ' ότι δεν συμμετέχει σε «αφιερωματικού χαρακτήρα κείμενα», όπως τονίζει η ίδια, κινητοποιήθηκε από την επέτειο του θανάτου του και έγραψε για «Το Βήμα» τα παρακάτω λόγια, επιχειρώντας περισσότερο μια συναισθηματική προσέγγιση παρά έναν καλλιτεχνικό απολογισμό.
«Για μένα ήταν φίλος, πατέρας κι αδερφός. Μου έδωσε εμπιστοσύνη για τη ζωή. Με άφησε να καταλάβω ότι δεν έχει τόση σημασία το τι κάνεις αλλά το πώς και γιατί το κάνεις. Ολοι έχουμε βάλει στη ζωή έναν ήλιο σαν σύνορο, το πιο σημαντικό όμως είναι όχι να το φτάσεις αλλά ο δρόμος που χαράζεις. Από εκείνον έμαθα τι είναι ελευθερία, έμαθα να σέβομαι τα σύνορα του ανθρώπου, να υποστηρίζω τα παιδιά και τη δικαιοσύνη. Ο Νίκος αντιπροσωπεύει πάντοτε για μένα το μεγάλο ελληνικό πνεύμα, γεμάτο γνώση, γενναιοδωρία και ελευθερία, με σπάνια καλαισθησία, υπερηφάνεια αλλά και αυστηρότητα, αυτήν που απορρέει από την ευγενή απλότητα του στίχου του. Ηταν γεμάτος σοφία και ανθρώπινη κατανόηση, ευφυΐα, περιέργεια, δίψα να αναλύει τη σκέψη της νέας γενιάς και να εκφράζει τις ανησυχίες και τα όνειρά της. 

Ηταν ο άνθρωπος του μέλλοντος και της αισιοδοξίας και παρ' όλο που συχνά υπεδείκνυε τις πικρές αλήθειες της πραγματικότητας, δεν καταδίκαζε ποτέ. Πίστευε στον άνθρωπο που μια μέρα θα μπορούσε να κρίνει μόνος του τον δρόμο που θα ακολουθήσει. Τα χαρακτηριστικά του στίχου του ήταν η αρμονία των ιδεών και των λέξεων που διάλεγε για την έκφρασή τους. Δημιουργούσε συγκινητικές αόρατες μουσικές εικόνες γεμάτες ευγένεια και ποίηση.
Δεν αισθάνομαι την απουσία του γιατί συνεχίζει να με εμπνέει. Μια όμως διαφορετική αίσθηση απουσίας είναι το ότι δεν μπορώ να του μιλήσω. Στα σαράντα χρόνια που έζησα ταξιδεύοντας έξω από τη χώρα μας με βοήθησε με την καθημερινή τηλεφωνική επαφή μας να διατηρήσω την ελληνικότητά μου, την ταυτότητά μου, τη γλώσσα και τις πολιτιστικές αξίες. Προσπαθώ μέχρι σήμερα με τα τραγούδια του να μεταδώσω τις μεγάλες ηθικές αξίες με τις οποίες η φιλία του με πλούτισε. Η ταπεινή προσφορά μου είναι ότι πάρα πολλοί νέοι στο εξωτερικό έμαθαν να τραγουδούν στα ελληνικά "Χάρτινο το φεγγαράκι" ή "Ασπρη μέρα". Και μαθαίνουν τη γλώσσα μας για να εμβαθύνουν απόλυτα στο νόημα και στο μήνυμα του Γκάτσου το οποίο μου εμπιστεύθηκε (μια φορά κι έναν καιρό, όπως λένε τα παραμύθια)...».
Η είσοδος στη δισκογραφία
Από τις αρχές της δεκαετίας του '50 ως τα τέλη του '80 ο Νίκος Γκάτσος δημοσιοποίησε περίπου 340 στίχους του σε τραγούδια των Μάνου Χατζιδάκι, Μίκη Θεοδωράκη, Σταύρου Ξαρχάκου, Δήμου Μούτση, Χριστόδουλου Χάλαρη, Γιώργου Χατζηνάσιου, Λουκιανού Κηλαηδόνη. «Τα περισσότερα από τα τραγούδια του Ν. Γκάτσου που δισκογραφήθηκαν γράφτηκαν πάνω σε ήδη δοσμένες μουσικές» τονίζει η πνευματική του κληρονόμος κυρία Αγαθή Δημητρούκα, αποκαλύπτοντας κάτι που είναι ελάχιστα γνωστό στο ευρύ κοινό και έχει ξεχωριστή αξία, αφού ο Ν. Γκάτσος κατάφερε να δημιουργήσει ένα αυτόνομο ποιητικό σύμπαν πάνω σε καθορισμένα εκ των προτέρων από τους συνθέτες μουσικά μέτρα. Ανάμεσα στα ποιητικής αισθητικής τραγούδια του Ν. Γκάτσου είναι τα «Αθανασία», «Η μικρή Ραλλού», «Αύριο πάλι», «Σ' έβλεπα στα μάτια», «Μάτια βουρκωμένα», «Παλικάρι στα Σφακιά», «Ο Γιάννης ο φονιάς», «Κοίτα με στα μάτια», «Μπουρνοβαλιά», «Η ενδεκάτη εντολή», «Κεμάλ» και «Περιμπανού». Τα περισσότερα από τα προαναφερθέντα τραγούδια είναι καρπός της συνεργασίας του με τον Μάνο Χατζιδάκι. Είναι γνωστή η καλλιτεχνική τους συμπόρευση - ο Χατζιδάκις βρήκε στον Γκάτσο τον Λόγο των τραγουδιών του -, κατάθεση όμως του συνθέτη στον δημοσιογράφο κ. Ν. Γκροσδάνη αποκαλύπτει τον βαθύ ρόλο που έπαιξε η προσωπικότητα του Ν. Γκάτσου στον νεαρό τότε (τους χώριζαν 14 χρόνια διαφοράς) Μάνο Χατζιδάκι: «Η σχέση μου με τον Γκάτσο μού διαμόρφωσε τον χαρακτήρα. Τον θεωρώ τον πιο σημαντικό άνθρωπο που γνώρισα στη ζωή μου, μετά τη μητέρα μου. Ο Γκάτσος μ' έφτιαξε πνευματικά». 

Πηγή: Το αφιέρωμα αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα το ΒΗΜΑ

Ποίηση και Ποιητές ένα αφιέρωμα για την 21 Μαρτίου ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Φίλες και Φίλοι συνεχίζουμε τις αναρτήσεις για την Ποίηση και τους Ποιητές και σήμερα θα σας παρουσιάσουμε ποιήματα της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρούκ, σας εύχομαι καλή ανάγνωση, με σεβασμό ο Επικούρειος Πέπος.

(Ευγνωμονώ τις ελλείψεις μου)
Ευγνωμονώ τις ελλείψεις μου
ό,τι μου λείπει με προστατεύει
από κείνο που θα χάσω
όλες οι ικανότητές μου
που ξεράθηκαν στο αφρόντιστο χωράφι της ζωής
με προφυλάσσουν από κινήσεις στο κενό
άχρηστες, ανούσιες.
Ό,τι μου λείπει με διδάσκει
ό,τι μου 'χει απομείνει
μ’ αποπροσανατολίζει
γιατί μου προβάλλει εικόνες απ’ το παρελθόν
σαν να 'ταν υποσχέσεις για το μέλλον.
Δεν μπορώ, δεν τολμώ
ούτ’ έναν άγγελο περαστικό
να φανταστώ γιατί εγώ
σ’ άλλον πλανήτη, χωρίς αγγέλους
κατεβαίνω.
Η αγάπη, από λαχτάρα που ήταν
έγινε φίλη καλή
μαζί γευόμαστε τη μελαγχολία του Χρόνου.
Στέρησέ με –παρακαλώ το Άγνωστο–
στέρησέ με κι άλλο
για να επιζήσω.
 


Τα ποιήματα δεν μπορούν πια
να 'ναι ωραία
αφού η αλήθεια έχει ασχημύνει.
Η πείρα είναι τώρα
το μόνο σώμα των ποιημάτων
κι όσο η πείρα πλουταίνει
τόσο το ποίημα τρέφεται και ίσως δυναμώσει.
Πονάν τα γόνατά μου
και την Ποίηση δεν μπορώ πια να προσκυνήσω,
μόνο τις έμπειρες πληγές μου
μπορώ να της χαρίσω.
Τα επίθετα μαράθηκαν
μόνο με τις φαντασιώσεις μου
μπορώ τώρα την Ποίηση να διανθίσω.
Όμως πάντα θα την υπηρετώ
όσο βέβαια εκείνη με θέλει
γιατί μόνο αυτή με κάνει λίγο να ξεχνώ
τον κλειστό ορίζο
ντα του μέλλοντός μου. 


Αν σ' έχει ξεχάσει ο έρωτας
εσύ θα τον ξαναθυμηθείς
μόλις η ματιά σου αγγίξει τη φύση
τις πλαγιές, τα κύματα
τα φυλλοβόλα δέντρα
που δεν αμφισβητούν ποτέ τις εποχές
τα ζώα που βγαίνοντας
απ' την κοιλιά της μάνας τους
ξέρουν κιόλας πώς να ζήσουν
πώς ν' αντισταθούν στους εχθρούς
που τους έχει ορίσει η φύση.
Πρόσεξε μόνο μην η ζωντανεμένη ανάμνηση
πέσει πάνω στο σωρό
απ' τις προδομένες προσδοκίες σου
τ' αναπάντητα όνειρά σου.


Τι ωραίος που ήταν ο έρωτας!
Πολιορκούσε χωρίς ενοχές
πολεμούσε χωρίς αιχμές, χωρίς φιλοδοξίες.
Λιοπύρι τα μεσάνυχτα
καλοκαιριά στον πάγο
έρωτας, το αντίθετο του αληθινού
έδινε στο πραγματικό ουσία.
Ήταν ωραία η ευωδιά του ιδρώτα
σοφά τα συμπεράσματα της σάρκας τότε
της σάρκας, της πιο παραμελημένης θεάς.
Τη ζωή μου βλέπω τώρα
σαν ένα ντοκιμαντέρ
που δείχνει σπάνια της φύσης πουλιά
ξεχασμένες του κόσμου ακτές
απλησίαστες κορφές.
Τις κινήσεις της ψυχής μου
παρακολουθώ στην οθόνη.
Ποια μέθοδο ακολουθεί άραγε η ψυχή
για να επιζήσει για λίγο ακόμη χωρίς μέλλον;
Το ψέμα; Την αλήθεια;
Ή αφήνεται στη φυσικότητα του είναι;
Ποιανού «είναι»;
Πώς μπορεί να υπάρξει «είναι» χωρίς μέλλον;
Όταν πια μόνο μια κάποια ιδέα οδηγεί στο σώμα
μόνο τ' όνειρο φέρνει το πάθος;
Όσο για τον έρωτα τον τελευταίο
είναι σαν τον πρώτο:
βλασταίνει στο χωράφι του Πλάτωνα.
Πηγή:  http://dimitriosgogas.blogspot.gr
Aνιχνευτής Επικούρειος Πέπος.

Ποίηση και Ποιητές ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Πάντα γυρίζω

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ

Πάντα γυρίζω ἐκεῖ πρὸς τὰ χαράματα
τῆς ὄμορφης ἀγάπης μας. Μὴν τύχη,
φοβᾶμαι, τὸ μοιραῖο νὰ συντύχη
καὶ φύγουν γιὰ τ᾿ ἀγύριστα περάματα.
Θαρρῶ ζωὴ τῆς δίνω ἀνακαλώντας
τὰ πρωτινὰ φεγγοβολήματά της,
τὸ ἀνόθευτο μεθύσι μας κοντά της
τὰ δῶρα της περίσσια σπαταλώντας.
Κι᾿ ἀναζητῶ τὸ βλέμμα σου γεμάτο
μίαν ἀφοσίωση ἀστέρευτη, σὰν ἔννοια,
σὰν ἕλξη νἄταν ὅλο μαγνητένια,
τόσο ὄμορφο ἦταν, τόσο ἦταν γεμάτο.
Ἄχ! ὁ κρυφὸς καημὸς ποὺ μοῦ κρατάει
τὴ σκέψη σκλαβωμένη στὸ πρωτάνθι,
ἐνῶ γύρα μας περισσεύουν τἄνθη
ποὺ ἀμέριμνα ἡ ἀγάπη μας σκορπάει.


Γιατί μ΄αγάπησες
Δὲν τραγουδῶ παρὰ γιατὶ μ᾿ ἀγάπησες
στὰ περασμένα χρόνια.
Καὶ σὲ ἥλιο, σὲ καλοκαιριοῦ προμάντεμα
καὶ σὲ βροχή, σὲ χιόνια,
δὲν τραγουδῶ παρὰ γιατὶ μ᾿ ἀγάπησες.
Μόνο γιατὶ μὲ κράτησες στὰ χέρια σου
μία νύχτα καὶ μὲ φίλησες στὸ στόμα,
μόνο γι᾿ αὐτὸ εἶμαι ὡραῖα σὰν κρίνο ὁλάνοιχτο
κ᾿ ἔχω ἕνα ρίγος στὴν ψυχή μου ἀκόμα,
μόνο γιατὶ μὲ κράτησες στὰ χέρια σου.
Μόνο γιατὶ τὰ μάτια σου μὲ κύτταξαν
μὲ τὴν ψυχὴ στὸ βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα τὸ ὑπέρτατο
τῆς ὕπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τὰ μάτια σου μὲ κύτταξαν.
Μόνο γιατὶ ὅπως πέρναα μὲ καμάρωσες
καὶ στὴ ματιά σου νὰ περνάη
εἶδα τὴ λυγερὴ σκιά μου, ὡς ὄνειρο
νὰ παίζει, νὰ πονάη,
μόνο γιατὶ ὅπως πέρναα μὲ καμάρωσες.
Γιατὶ δισταχτικὰ σὰ νὰ μὲ φώναξες
καὶ μοῦ ἅπλωσες τὰ χέρια
κ᾿ εἶχες μέσα στὰ μάτια σου τὸ θάμπωμα
- μία ἀγάπη πλέρια,
γιατὶ δισταχτικὰ σὰ νὰ μὲ φώναξες.
Γιατὶ, μόνο γιατὶ σὲ σέναν ἄρεσε
γι᾿ αὐτὸ ἔμεινεν ὡραῖο τὸ πέρασμά μου.
Σὰ νὰ μ᾿ ἀκολουθοῦσες ὅπου πήγαινα,
σὰ νὰ περνοῦσες κάπου ἐκεῖ σιμά μου.
Γιατὶ, μόνο γιατὶ σὲ σέναν ἄρεσε.
Μόνο γιατὶ μ᾿ ἀγάπησες γεννήθηκα,
γι᾿ αὐτὸ ἡ ζωή μου ἐδόθη.
Στὴν ἄχαρη ζωὴ τὴν ἀνεκπλήρωτη
μένα ἡ ζωὴ πληρώθη.
Μόνο γιατὶ μ᾿ ἀγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα γιὰ τὴ διαλεχτὴν ἀγάπη σου
μοῦ χάρισε ἡ αὐγὴ ρόδα στὰ χέρια.
Γιὰ νὰ φωτίσω μία στιγμὴ τὸ δρόμο σου
μοῦ γέμισε τὰ μάτια ἡ νύχτα ἀστέρια,
μονάχα γιὰ τὴ διαλεχτὴν ἀγάπη σου.
Μονάχα γιατὶ τόσο ὡραῖα μ᾿ ἀγάπησες
ἔζησα, νὰ πληθαίνω
τὰ ὀνείρατά σου, ὡραῖε ποὺ βασίλεψες
κ᾿ ἔτσι γλυκὰ πεθαίνω
μονάχα γιατὶ τόσο ὡραῖα μ᾿ ἀγάπησες.


Σεμνότης
Τὴν ὀμορφιὰ ποὺ κλείνω μέσα μου
κανεὶς δὲν θέλω νὰ τὴ νοιώσῃ.
Δὲ θὰ μποροῦσε νὰ τὴ σίμωνε
χωρὶς γι᾿ αὐτὸ νὰ τὴ πληγώσῃ.
Ἔχω ἕνα κρίνο, κρίνο ὁλάνοιχτο
χωρὶς καμμιὰ σκιὰ στὴν ὄψη.
Καμμιὰ ἡδονὴ δὲν ἐπεθύμησε
νὰ τὸ φιλήση, νὰ τὸ κόψη.
Ἔχω ἕνα ρόδο ποὺ ζυγιάζεται
πάνω στὴν ἴδια του τὴ φλόγα
κ᾿ εἶναι σὰ νἄγινε ὁλοκαύτωμα
καὶ νὰ σιωποῦσε καὶ νὰ εὐλόγα.
Μία μαργαρίτα ποὖνε ἀμφίβολη
μ᾿ ὅλο τὸ ναὶ ποὺ λέει ἡ καρδιά της.
Μόνον ἀφήνει νὰ λικνίζεται
παθητικὰ τὴν ὀμορφιά της.
Κι᾿ ἄλλα λουλούδια ποὖνε σύμβολα
κι᾿ ἄλλα μονάχα ποὺ μεθοῦνε,
μὰ τόσο εἶνε ὅλα λεπτοκάμωτα,
φανταστικὰ μόνον ἀνθοῦνε.
Τὴν ὀμορφιὰ ποὺ κλείνω μέσα μου
κανεὶς ποτὲ δὲ θὰ τὴ νοιώση.
Κι᾿ ἂν τὴν πληγώση θἆναι ἀνίδεος
κι᾿ οὔτε γι᾿ αὐτὸ θὰ μετανοιώση.


«Σωτηρία»

Ἂς περάσει πιὰ ἡ μέρα μὲ τὸ φῶς της.
Ἡ νύχτα γιατί τόσο ἀργοπορεῖ;
Στῶν πεύκων τὶς σκιὲς μία πολυθρόνα
μὲ καρτερεῖ.
Τῶν θαλάμων θὰ σβήσουνε τὰ φῶτα
κι᾿ ὁ ὕπνος θἄρθη σὰ λιγοθυμιά.
Ἕνα ἀδειανὸ κρεββάτι, ἐδῶ δίνει
ἐντύπωση καμμιά.
Θὰ μὲ διπλώση τὸ σκοτάδι κι᾿ ὅπως
μεσ᾿ στὶς βαθιὲς σκιὲς θὰ μπερδεφτῶ,
πὼς εἶμαι θὰ πιστέψω πάλι κάτι
ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό.
Μέσα στὸ φόβο θὰ βαθαίνη ἡ νύχτα
ὅταν ὁ ἄνεμος θἄρθη ξαφνικά.
Ὁ εὐκάλυπτος τὰ μαλλιά του θὰ τινάξη
καὶ τῶν ὀνείρων μαζὶ τὰ μυστικά.
Τὸ μυστικὸν ἀγώνα θὰ γροικάω
τοῦ φθινοπώρου, ἀνίκητος ἐχθρός.
Θὰ μὲ λικνίζη χαρωπὸ τραγούδι
ὁ ἀπελπισμένος θρός.
Κι᾿ ἂν δὲν τὴν καρτερῶ, ξέρω πὼς θἄρθη
ἡ γάτα αὐτὴ ποὺ νυχτοπερπατεῖ,
μία γάτα ποὺ δὲν ξέρει τί εἶνε χάδι
καὶ δὲν τὸ δίνει καὶ δὲν τὸ ζητεῖ.
Στὰ πόδια μου κοντὰ κάθεται μόνο,
ἀδιάφορη στὸ κρύο τὸ παγερό,
διακριτικὰ τὸ βλέμμα μου ἀποφεύγει
κ᾿ εἶνε σὰ νὰ μὲ ξέρη ἀπὸ καιρό.

 Πηγή: http://dimitriosgogas.blogspot.gr

Aνιχνευτής Επικούρειος Πέπος.