Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

24.3.16

ΑΝΡΙ ΜΠΕΡΓΚΣΟΝ: ΤΟ ΓΕΛΙΟ

Το εν λόγω βιβλίο αποτελεί την ένωση τριών άρθρων του βραβευμένο με Νόμπελ Γάλλου φιλοσόφου, Ανρί Μπεργκσόν, που δημοσιεύτηκαν το 1899. Βασικός πυρήνας είναι το γέλιο, το οποίο απασχόλησε πολλά σπουδαία μυαλά στην ιστορία, και οι τρεις άξονες είναι οι εξής: Πρώτον, η “ανατομία” του γέλιου – ποιος ο μηχανισμός του και ποια τα βασικά γρανάζια του. Δεύτερον, η κοινωνιολογική διάστασή του – εξηγεί πως είναι λειτουργία της κοινωνίας και ποιος ο σκοπός του. Και, τρίτον, αναδεικνύει τη διαφορετικότητα της κωμωδίας σε σχέση με άλλες τέχνες, κυρίως τη τραγωδία.

1) Ανατομία του γέλιου
Όλοι γελάμε. Το γέλιο είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας, κι όμως, όταν μας ζητηθεί να το αναλύσουμε και να το αποικοδομήσουμε, συνειδητοποιούμε πόσα λίγα ξέρουμε γι’ αυτό. Ξέρουμε τι είναι αστείο, αλλά ξέρουμε γιατί είναι αστείο; 
Πρώτη διαπίστωση του Μπεργκσόν είναι πως το “αστείο” είναι έννοια αναγνωρίσιμη και δημιουργημένη από την ανθρώπινη πραγματικότητα. Τίποτα από μόνο του, αντικειμενικά, δεν είναι αστείο – ούτε ένα λιβάδι, ούτε ένας βράχος. Επίσης, ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που γελάει (πολλοί μάλιστα φιλόσοφοι όρισαν τον άνθρωπο έτσι). 
Μία πρωταρχική προϋπόθεση για τον ορισμό κάποιας κατάστασης ως “αστείας”, είναι η φαινομενική ή υποτιθέμενη σύνδεσή της με την ανθρώπινη φύση. Αστείο μπορεί να είναι μόνο κάτι που φέρει ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Γελάμε με ένα ζώο όταν χασμουριέται, επειδή μας θυμίζει άνθρωπο – γελάμε με ένα ζώο όταν τρομάζει, για τον ίδιο λόγο. Ξεκαρδιζόμαστε με αντικείμενα που φέρουν ενδείξεις πως θα μπορούσαν να αποτελούν ανθρώπινα όντα – ένα δέντρο που μοιάζει να έχει μύτη, για παράδειγμα. Η αιτία θα αποφασαφινιστεί όταν θα αναλύσουμε τη κοινωνιολογική του διάσταση, αλλά μέχρι τώρα αυτό σαν δεδομένο αρκεί και είναι αυταπόδεικτο. 
Δεύτερον, έχει κατά καιρούς αναφερθεί πως το γέλιο είναι συνδεδεμένο με την έννοια του άσχημου. Αυτή τη παρατήρηση θεωρεί λανθασμένη ο συγγραφέας, και τονίζει πως το “αστείο” είναι πολύ πιο κοντά συγγενικά με την έννοια της ακαμψίας. Δεν είναι αντίθετο του όμορφου δηλαδή, αλλά αντίθετο με αυτό που έχει “χάρη“. 
Τι όμως έχει “χάρη”; Τι εννοούμε όταν λέμε πως κάποιος άνθρωπος είναι “αιθέριος”, πως έχει έναν “αέρα” που τον διαπερνά (με τον οποίο φυσικά δεν προκαλεί το γέλιο); Ο Ανρί τονίζει πως ο άνθρωπος έχει τη πνευματική και τη σωματική διάσταση – ή μάλλον, τη τάση προς τη φύση και τον μηχανισμό. Αιθέριο είναι ένα πλάσμα του οποίου η ύλη κατά κάποιον τρόπο υποτάσσεται στο πνεύμα του – πιστεύουμε πως σχεδόν θα μπορούσε να πετάξει, πως είναι φτιαγμένο με ύλη από άλλο κόσμο (συνήθως ανώτερο). Προσοχή, δεν χρειάζεται καν να είναι όμορφο – απλά να φαντάζει φυσικά κινούμενο, να φαίνεται πως “ρέει“. Επίσης, υπάρχει και μία άλλη πραγματικότητα, αυτή του μηχανικού – αυτή που έρχεται κόντρα στο νόμο της φύσης (αλλαγή, μετάλλαξη) και υποτάσσεται στον “αντινόμο” της – την επανάληψη. Μηχανικό είναι αυτό του οποίου η κίνηση είναι σε όλες τις διαστάσεις της επαναλαμβανόμενη, που δεν υπάρχει εναλλαγή και καμπυλότητα. Είναι αυτό που επαναστατεί στη θεμελιώδη αρχή του “Τα πάντα ρει” (αρχή που υποστήριζε πολύ έντονα κι ο Μπέργκσον, που είπε πως “Το να υπάρχεις σημαίνει να αλλάζεις”). 
“Γιατί γελάω; Επειδή έχω τώρα ενώπιόν μου έναν μηχανισμό που λειτουργεί αυτόματα. Δεν πρόκειται για ζωή, αλλά για αυτοματισμό εγκατεστημένο μέσα στη ζωή και απομιμούμενο τη ζωή. Πρόκειται για κάτι κωμικό.”
Έξαφνα θα συνειδητοποιήσουμε πως οι μεγαλύτερες κωμωδίες στηρίζονται στις πιο απλές επαναλήψεις. Φανταστείτε έναν άνθρωπο που του έφεραν τον καφέ και βάζει με τον ίδιο ρυθμό, την ίδια κίνηση, και την ίδια έκφραση, τριάντα κουταλιές ζάχαρης μέσα στο ρόφημά του. Είναι ξεκαρδιστικό, επειδή είναι μηχανικό, είναι αφύσικο, όχι απλώς παράλογο. Φανταστείτε κάποιον που χτυπάει να έρθει το ασανσέρ 100 φορές με τον ίδιο τρόπο, δίχως να έρχεται. Εξαιρετικό παράδειγμα είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Σέλντον χτυπάει πάντα τη πόρτα της Πέννι στη διάσημη σειρά The Big Bang Theory. 
Ακόμα, βασική προϋπόθεση για να είναι κάτι αστείο είναι εξαρχής να το “ξεζουμίσουμε” από οποιαδήποτε συγκινησιακή επιρροή του. Εάν είσαι σε θέση να αισθανθείς συγκίνηση (οποιαδήποτε είδους) για κάτι ή κάποιον, είναι σίγουρο πως δεν θα μπορείς να γελάσεις μαζί του. Όπως όταν ένα ζευγάρι τσακώνεται άσχημα, πόσο δύσκολα θα καταφέρει εκείνη τη στιγμή να γελάσει με τη κατάσταση – ή, αν αισθανθείς αγάπη ή πραγματικό οίκτο για κάποιον χαρακτήρα μίας θεατρικής παράστασης, δεν μπορείς να γελάσεις με τις πράξεις του. 
Αυτή είναι λοιπόν μία στοιχειώδη ανατομία του μηχανισμού του γέλιου. Υπάρχουν πολλές μέθοδοι να επιτευχθεί, αλλά δεν χρειάζεται να μπούμε σε τέτοια ανάλυση – αν κάποιος ενδιαφέρεται περαιτέρω, καλό θα ήταν να αγοράσει το βιβλίο.

2) Κοινωνική διάσταση του γέλιου
Τι σκοπό εξυπηρετεί το γέλιο; Μάθαμε τι προκαλεί το γέλιο, αλλά ποια η χρησιμότητα του να γελάμε με κάτι; Ο Μπερκσόν προσέγγισε κοινωνιολογικά το ζήτημα και υποστήριξε πως το γέλιο είναι λειτουργία της κοινωνίας. 
“Το γέλιο είναι μία ορισμένη κοινωνική χειρονομία που υπογραμμίζει και καταστέλλει μια ορισμένη ειδική αφηρημάδα των ανθρώπων και των συμβάντων.”
Γελάμε με κάποιον όταν έχει αποκλίνει από τα κοινώς αποδεκτά κοινωνικά “πρέπει”. Κάθε κοινωνία, για να υπάρχει εξαρχής και να ορίζεται ως κοινωνία, έχει ορισμένους κανόνες και συγκεκριμένους “φραγμούς” που θέτει στα μέλη της για να επιτυγχάνεται μία γενική και ομαλή ισορροπία. Η κοινωνία λειτουργεί και σαν ζωντανός οργανισμός όμως, και γι’ αυτό έχει και μερικά συστήματα αυτοάμυνας, μερικά “εργαλεία” που συντελούν στο να συμμορφώνονται τα μέλη της τα οποία αποκλίνουν από το “αποδεκτό”. 
Σκεφτείτε έναν άντρα να τρέχει γυμνός στον δρόμο – αμέσως σας έρχεται το γέλιο ως αυθόρμητη αντίδραση, επειδή ακριβώς παρατηρείτε ένα μέλος της κοινωνίας σας να αποκλίνει από το “αποδεκτό”. Κι όχι μόνο το παρατηρείτε, αλλά με τη πράξη σας, το γέλιο, λειτουργείτε σαν κατασταλτικό όργανο, του κάνετε άμεση επίθεση και σωφρονιστική παρατήρηση. Το γέλιο φέρει στον αποδέκτη του συναισθήματα απόρριψης και ενοχής, τον “βοηθάει” να συνειδητοποιήσει πως έχει ξεφύγει από τα κοινωνικά “πρέπει” τα οποία θα όφειλε ως μέλος να σέβεται. Όταν γελάμε με κάποιον, ουσιαστικά επιχειρούμε να του επιδείξουμε τους φραγμούς του κοινωνιολογικού μας πλαισίου, λειτουργούμε ως φρουροί της “αγέλης”. Είναι τυχαίο άραγε το ό,τι οι γονείς γελάνε τόσο πολύ με τα παιδιά τους στα πρώτα τους στάδια κοινωνικοποίησης; Ή το ό,τι τα παιδιά γελάνε με εντελώς διαφορετικά πράγματα από ό,τι οι μεγάλοι (επειδή βρίσκονται σε διαφορετικό πλαίσιο); 
Γι’ αυτό, τέλος, το γέλιο παρατηρείται μόνο σε καταστάσεις ή πράγματα μέσα στα οποία μπορούμε να αντιληφθούμε την ανθρώπινη φύση – επειδή μόνο ανθρώπους θα μας ενδιέφερε να συνετίσουμε. Αν ένα ζώο δεν μας θύμιζε άνθρωπο (τον οποίο θα θέλαμε να σωφρονίσουμε κοινωνιολογικά), δεν θα γελούσαμε μαζί του.

3) Διαφορά Κωμωδίας και Τραγωδίας
Ο Μπεργκσόν ορίζει τη θεμελιώδη διαφορά των δύο αυτών ειδών ως εξής: Ο Κωμικός συγγραφέας παρατηρεί τον κόσμο γύρω του, επειδή λειτουργεί ως όργανο της κοινωνίας, τη στιγμή που ο Τραγικός συγγραφέας παρατηρεί στονπροσωπικό εσωτερικό του κόσμου, επειδή προάγει την ατομικότητα έναντι της κοινωνικής υποταγής. Η κωμωδία συντίθεται πάντα με γενικούς “τύπους” που παρατηρούνται σε μία κοινωνία που είναι βλαβεροί γι’ αυτή (ο τσιγκούνης γέρος, ο επικίνδυνα ελαφρόμυαλος νέος, κτλ.), ενώ στο δράμα οι χαρακτήρες αποτελούν προσωπικότητες με βάθος και ουσία. Θα πάρω για παράδειγμα τοΈγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι. Ο πρωταγωνιστής, Ρομάνοβιτς, βασανίζεται έντονα από τη πίεση που αισθάνεται από τη κοινωνία. Όπως τονίζει χαρακτηρίστηκα ο ίδιος, θέλει να είναι από “ανώτερη” πάστα ανθρώπου, που δεν οφείλει να είναι υποταγμένος στους νόμους της κοινωνίας, να είναι Ναπολέοντας που και να σκοτώσει δεν πειράζει, επειδή η αξία της φύσης του είναι πάνω από την ισορροπία της κοινωνίας. Ο τραγικός ήρωας αναδεικνύει την εσωτερικότητα, το μεγαλείο της ατομικότητας – ο τραγικός συγγραφέας ξεσπάει από μέσα του ενάντια στις αλυσίδες που του φόρεσε το περιβάλλον του, θέλει να βοηθήσει τον αναγνώστη να κάνει ενδοσκόπηση στη ψυχή του. Γι’ αυτό και οι κινήσεις του τραγικού ήρωα, η γλώσσα του σώματός του, κτλ. (που στη Κωμωδία είναι θεμελιώδη εργαλεία) στη τραγωδία έχουν δευτερεύοντα ρόλο, επειδή ο πιο σημαντικός είναι ο εσωτερικός αγώνας που τελείται μέσα του.
“Κάτω από την ήρεμη, αστική ζωή που έχουν συνθέσει για λογαριασμό μας η κοινωνία και το λογικό, (το τραγικό θέατρο) ανακινεί μέσα μας κάτι που ευτυχώς δεν εκρίγνυται, αλλά του οποίου μας κάνει να νιώσουμε την εσωτερική ένταση. Είναι η εκδίκηση της φύσης επί της κοινωνίας.”
Η κωμωδία όμως λειτουργεί με πρότυπα, δίχως βάθος, που τείνουν προς τηνεπανάληψη. Που λειτουργούν μηχανικά κατά της κοινωνίας. Το “ελαφρό θέατρο” βοηθάει τον θεατή να συνειδητοποιήσει μαζί με τα υπόλοιπα μέλη ποια είναι τα κοινωνικά πρέπει. Είναι τυχαίο που όσα περισσότερα άτομα γελάνε, τόσο πιο αυθόρμητα μας βγαίνει το γέλιο; Αυτό ίσως συμβαίνει επειδή, όντας εκείνη τη στιγμή όργανα καταστολής της κοινωνίας, όσο μεγαλύτερος ο αριθμός μας, τόσο πιο αποτελεσματικοί είμαστε. Γι’ αυτό μετά από μία αστεία ταινία, θυμόμαστε πάλι γεγονότα και χαρακτήρες ομαδικά και γελάμε – ενώ, μετά από μία ταινία δράματος, ο καθένας κλείνεται στον εαυτό του και κάνει τη προσωπική του κριτική. 
Αυτή είναι λοιπόν η διαφορά κωμωδίας και τραγωδίας – η πρώτη μας ωφελεί να ενταχθούμε και να διατηρηθούμε στα πρότυπα της κοινωνίας μας, για να ζούμε αρμονικά με τα υπόλοιπα μέλη, ενώ η δεύτερη εξασφαλίζει τη διατήρηση και τη συνεχή αναζωπύρωση της αυθεντικής μας ατομικότητας, του εσωτερικού μας κόσμου. Και τα δύο μαζί, εξασφαλίζουν την ισορροπία ανάμεσα στο “εγώ” και το “εμείς”, ώστε να μην γίνουμε ανδρείκελα της κοινωνίας, ούτε και επικίνδυνοι γι’ αυτή. 
Όπως τόνισε ο Μπερκσόν, είναι λάθος να δούμε πεσιμιστικά το γέλιο, λόγω της φύσης του. Άλλωστε, είναι καλύτερο να συνετίζεις τον άλλο με ένα χαμόγελο και μια ευχάριστη κραυγή, παρά με μπουνιές και κλοτσίδια. Δείχνει, ίσα-ίσα, την ανωτερότητα του ανθρώπου απέναντι στα ζώα (και στις υποανάπτυκτες πολιτισμικά κοινωνίες): 

Εκεί που ο λύκος δαγκώνει, ο άνθρωπος γελάει.
Ετικέτες: ΑΝΡΙ ΜΠΕΡΓΚΣΟΝ: ΤΟ ΓΕΛΙΟ, ΑΝΡΙ ΜΠΕΡΓΚΣΟΝ, ΓΕΛΙΟ
Πηγή:http://philipposphilios.com  
Aνιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος. 

ΣΑΙΡΕΝ ΚΙΡΚΕΓΚΩΡ & ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΔΙΑΦΘΟΡΕΑ

“Αν παντρευτείς, θα το μετανιώσεις. Αν δεν παντρευτείς, πάλι θα το μετανιώσεις. Παντρευτείς δεν παντρευτείς, θα το μετανιώσεις. Αν γελάς με τις τρέλες τού κόσμου, θα το μετανιώσεις. Αν κλαις με αυτές, πάλι θα το μετανιώσεις. Κλαις ή γελάς, θα το μετανιώσεις. Αν πιστεύεις μια κοπέλα, θα το μετανιώσεις. Αν δεν την πιστεύεις, πάλι θα το μετανιώσεις. Πιστεύεις δεν πιστεύεις, θα το μετανιώσεις. Αν κρεμαστείς, θα το μετανιώσεις, αν δεν κρεμαστείς, πάλι θα το μετανιώσεις. Κρεμαστείς δεν κρεμαστείς, θα το μετανιώσεις. Αυτό, κύριοι, είναι η ουσία και η κατάληξη όλης της πρακτικής σοφίας.” «Σαίρεν Κίρκεγκωρ, Είτε/Είτε : Μια Εκστατική Διάλεξη»

ΣΑΙΡΕΝ ΚΙΡΚΕΓΚΩΡ
Ο υπαρξιστής φιλόσοφος Soren Kierkegaard γεννήθηκε στις 05/05/1813 στην Κοπεγχάγη. Ήταν το έβδομο παιδί του Michael Pedersen Kierkegaard, ενός εύπορου υφασματέμπορου, και της δεύτερης γυναίκας του, Anne Lund. Το 1830 εγγράφεται στη Θεολογική Σχολή. Εντρυφώντας στην αρχαία ελληνική γραμματεία γοητεύεται από τον Σωκράτη, τον οποίο έχει πλέον ως πρότυπο. Το 1837 γνωρίζει τη Regine Olsen. Ένα χρόνο αργότερα κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο, μια κριτική σε νουβέλα του Hans Christian Andersen. Οι αλλεπάλληλες οικογενειακές τραγωδίες-η μητέρα του και πέντε από τα έξι αδέλφια του πεθαίνουν από αρρώστιες/δυστυχήματα-καθώς και το έντονο θρησκευτικό οικογενειακό του περιβάλλον τον ωθούν να αφιερώσει τη ζωή του στο “τι ακριβώς σημαίνει να είσαι χριστιανός στη σημερινή χριστιανοσύνη”. Το 1841 ανακοινώνει στη Regine ότι δεν μπορούν να συνεχίσουν, επειδή “λογοδοτεί σ’ ένα ανώτερο δικαστήριο”. Υποβάλλει στη Θεολογική Σχολή το διδακτορικό του με θέμα τη σωκρατική ειρωνεία. Το 1843 γράφει με ψευδώνυμο το “Είτε-Είτε”, που σηματοδοτεί την αφετηρία του φιλοσοφικού του έργου. Τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του ο Kierkegaard βάλλει κατά του εκκλησιαστικού κατεστημένου μέσα από μια έντονα επικριτική αρθρογραφία στην εφημερίδα “Πατρίς” και στο δεκαπενθήμερο φυλλάδιο “Στιγμή”. Πεθαίνει στις 11/11/1855, στα σαράντα δύο του χρόνια. Η φιλοσοφία του υπήρξε σημείο αφετηρίας για τους κατοπινούς μελετητές όπως ο Βίτγκενσταϊν, ο Χάιντεγκερ ο Μπουλκάκοφ, ο Σαρτρ, ο Μερλό-Ποντί, ο Καμύ, ο Κάφκα, η Ντε Μποβουάρ κ.ά. και ο ίδιος θεωρείται πρόδρομος του Χριστιανικού Υπαρξισμού της Υπαρξιακής Ψυχολογίας, του Υπαρξισμού, του Μεταμοντερνισμού, του μεταστρουκτουαλισμού και της νέο-ορθοδοξίας.
“Αν βλέπει σε μένα έναν απατεώνα…με παρεξήγησε∙ αν βλέπει έναν πιστό αγαπητικό…πάλι με παρεξήγησε. […] Σε λίγο ο αρραβώνας θα σπάσει. […] Θα λυθεί εκείνη για να δεθώ εγώ, όπως τα λυτά μαλλιά δεσμεύουν περισσότερο από τα δεμένα. […] Αλλά έτσι είναι, ή το κορίτσι ξελογιάζει τον άντρα ή ο άντρας το κορίτσι…” 

Το “Ημερολόγιο ενός διαφθορέα” είναι μια αυτοτελής νουβέλα από το έργο “Είτε-Είτε” (Enten-Eller), που εκδόθηκε στην Κοπεγχάγη στις 15 Φεβρουαρίου 1843. Εκδότης είναι ο Βίκτωρ Ερημίτης αλλά όχι και συγγραφέας. Η ανωνυμία του συγγραφέα υποχρεώνει τον Κίρκεγκορ να διηγηθεί τον μύθο: Ο Βίκτωρ Ερημίτης αγόρασε κάποτε από ένα παλαιοπωλείο ένα παλιό τραπέζι με συρτάρια. Σε ένα από τα συρτάρια βρήκε τα χειρόγραφα ενός μικρού βιβλίου που έφερε τον τίτλο «Το Ημερολόγιο ενός Διαφθορέα» που του κέντρισε το ενδιαφέρον και δίχως να καταφέρει να αντισταθεί άρχισε να το διαβάζει…
Ο πρωταγωνιστής του Ημερολογίου είναι ένας διανοητικός διαφθορέας, ο Ιωάννης, ο οποίος αντιστοιχεί σε έναν καλλιεργημένο Δον Ζουάν∙ προικισμένο με πνεύμα, κυνικότητα και μακιαβελική στον έρωτα στρατηγική. Εν αντιθέσει με την βιωματική φαιδρότητα του Δον Ζουάν, ο σατανικός Ιωάννης, έλκεται από την πνευματική φαιδρότητα. Η αυτοπεποίθηση και η ειρωνεία του, είναι τα μέσα εκπλήρωσης του ρόλου του ως ερωτικός αποπλανητής και πνευματικός διαφθορέας  νεαρών όμορφων κοριτσιών. Η ικανοποίηση που λαμβάνει, είναι αμιγώς εγκεφαλική και προκύπτει μέσα από την ολοκληρωτική κατάκτηση αγνών γυναικών και στη συγκεκριμένη περίπτωση, της όμορφης Κορδελίας. Η στάση ζωής του είναι εστετιστική και η ηδονή που επιδιώκει στιγμιαία, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα να υποφέρει καθ’ όλη την διάρκεια των εξομολογήσεων του από ανία, κενότητα και μελαγχολία, ενώ ο τρόπος γραφής του δείχνει έναν ολοκληρωτικά μηδενιστικό τρόπο ζωής που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην απόγνωση.

“Όπως ένας ζωγράφος ζωγραφίζει την αγαπημένη του∙ ένας γλύπτης την πλαστουργεί∙ αυτό κάνω και εγώ, με πνευματικό τρόπο όμως..”

Με μεγάλη μυστικότητα εισχωρεί μέσα σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του θύματος-Κορδελίας, στο οικογενειακό ιστορικό της, στις καθημερινές δραστηριότητες της, στα ταλέντα, στις αδυναμίες της, στους φίλους της, ακόμη και στη ντουλάπα της. Με τον καιρό, ξετυλίγει το σχέδιο του αργά και με προσήλωση, λανσάροντας με επιδεξιότητα τη σαγηνευτική του προσωπικότητα οδηγώντας την Κορδελία στην ολοκληρωτική της παράδοση και στη στιγμιαία του ικανοποίηση-την οποία την παρομοιάζει με “βιασμό”.

“Οι περισσότεροι απολαμβάνουν ένα κορίτσι όπως ένα ποτήρι σαμπάνια- τη στιγμή που αφρίζει, αχ, ναι! Είναι νόστιμο και για πολλά κορίτσια είναι το καλύτερο που έχει να κάνει κανείς.”

Μέσα στον ιστό που υφαινει για να την παγιδεύσει, δεν διστάζει να μανιπιουλάρει τον ερωτευμένο μαζί της Εδουάρδο, γιο ενός χονδρέμπορου, καθώς και την θεία της. Όλοι οι κοντινοί της άνθρωποι γίνονται πλέον πιόνια στην σκακιέρα του Ιωάννη, ο οποίος επιδιώκει την συναίνεση από την θεία για τον αρραβώνα του μαζί της ενώ ταυτόχρονα παίζει τον ρόλο του καρδιακού φίλου και μέντορα στον Εδουάρδο, με απώτερο σκοπό να του φορτώσει την Κορδελία όταν θα έχει πλέον τελειώσει μαζί της, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως “σωτήρα” του δράματος που περνάει… Η αποπλάνηση διεκπεραιώνεται μέσα από δύο στάδια. Στο πρώτο, επιδιώκει να κερδίσει την εμπιστοσύνη της και ταυτόχρονα να την κάνει να τον ερωτευτεί, ενώ στο δεύτερο, και αφού την έχει κερδίσει, απομακρύνεται σταδιακά και ψυχραίνει την στάση του, με αποκορύφωμα την διακοπή της σχέσης τους, κάνοντας την να πιστεύει ότι είναι ελεύθερη. Η ηδονή έρχεται, με την συνειδητοποίηση από πλευράς της, ότι τον θέλει ακόμα και πιο ολοκληρωτικά από ποτέ…

“Μα και βέβαια Κορδελία μου υπάρχει κάτι βασιλικό στους τρόπους μου∙ αλλά εσύ δεν υποπτεύεσαι τίνος κράτους είμαι βασιλιάς…”

Η αυτοβιογραφική εξομολόγηση του Ιωάννη, έχει ποιητικό ύφος πλούσιο σε εικόνες, συναισθήματα, κοπλιμέντα, ρομαντισμό και κτητικές αντωνυμίες που φανερώνουν την ταραχώδη ψυχοσύνθεση του, τον επιπόλαιο συναισθηματισμό του καθώς και την αυτοπεποίθηση του. Η ίδια η ύπαρξη του Ημερολογίου, εξυπηρετεί την απεικόνιση των αναμνήσεων των επιθυμιών που έχουν εκπληρωθεί. Ο επίλογος διαμορφώνεται από τις κυνικές παραδοχές του Ιωάννη περί της ευγνωμοσύνης που η Κορδελία του οφείλει για αυτή την σχέση, την άρνηση του να την αποχαιρετίσει λόγω του ότι δεν αντέχει τα γυναικεία κλάματα και παρακάλια αλλά και από το
ότι μέσα από αυτόν τον τρόπο πλουτίζει κανείς τις ερωτικές του εμπειρίες…

“Όταν ένα κορίτσι δοθεί ολόκληρο, όλα έχουν τελειώσει..”

Καθοριστικό ρόλο στο περιεχόμενο των συγκεκριμένων συγγραμμάτων, έχει παίξει η ίδια η σχέση που διατηρούσε ο Κίρκεγκωρ με την Ρεγγίνα, την οποία διέκοψε ο ίδιος λόγω της θρησκευτικής του αναζητήσεις και των ενοχών του που του είχε καλλιεργήσει ο βαθιά θρησκευόμενος πατέρας του, που εν αντιθέσει με τον Κάφκα, θαύμαζε και είχε διαμορφώσει μία πολύ ισχυρή, από την παιδική ηλικία, σχέση μαζί του. Όλο το Ημερολόγιο διακατέχεται από μία θρησκευτικότητα, ενώ η έννοιας της αγωνίας παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Η αμεσότητα των εξομολογήσεων εξυπηρετεί αφενός μεν την διείσδυση στην κιρκεγκωριανή σφαίρα αισθητικής και αφετέρου στην λεπτομερή περιγραφή των σκέψεων του Ιωάννη, των κινήτρων, των αποφάσεων και επιλογών του με τρόπο απροκάλυπτο που δεν
επιδέχεται κανενός είδους άλλοθι.

“Η ηθική στην επιστήμη, είναι όπως και στη ζωή: ανιαρή.”

Με αυτόν τον τρόπο αναβλύζει η προκλητική και ασταθής ιδιοσυγκρασία του ίδιου του συγγραφέα, που την διαπερνά μία φαντασιακή έκσταση επενδεδυμένη με πολλές διαφορετικές πόζες, μιμήσεις, υποκριτικούς ρόλους και επιπόλαια διαπροσωπικά παιχνίδια που στο σύνολο τους συνθέτουν μία ερωτική μέθοδο αποπλάνησης, αντίστοιχης της μαιευτικής του Σωκράτη, που ο ίδιος ο Κίρκεγκωρ θαύμαζε. Τέλος, ολόκληρο το Ημερολόγιο, φαίνεται να αποκοδικωποιείται εκ των υστέρων μέσα από το όνομα του ίδιου του αφηγητή, του Βίκτορ Ερημίτη, που δεν δηλώνει τίποτε άλλο από το αποτέλεσμα όλης αυτής της κενής και στερούμενης οποιουδήποτε νοήματος
διαφθοράς: επήλθε η κάθαρση μέσω της Νίκης (Βίκτορ) του Ερημίτη (Ερημίτης), του Ιωάννη δηλαδή, που έμεινε εντέλει μόνος…

"Τεντώνω το τόξο του έρωτα για να πληγώσω βαθύτερα." Πηγή:http://philipposphilios.com
 Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.

ΤΟΜΑΣ ΜΑΝ & ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ

Η νουβέλα "Θάνατος στην Βενετία", γραμμένη το 1912 από τον Τόμας Μαν, τον σημαντικότερο ίσως Γερμανό συγγραφέα του 20ου αιώνα, δεν είναι ένα κοινότυπο, συνηθισμένο αφήγημα, ένα ηθικοπλαστικό έργο με κρυμμένα αοριστολογικά μηνύματα που σαγηνεύουν. Είναι η καθ' εαυτή αντανάκλαση και κραυγή του ίδιου του συγγραφέα, εικόνα του ραγισμένου καθρέφτη κάθε Δημιουργού που θυσιάζει τις απολαύσεις της ζωής για την Τέχνη. Έργο, που αν και δεν αγγίζει καν τις 130 σελίδες, προσφέρει έναν ωκεανό δηλώσεων, υποδηλώσεων και ερμηνειών, απτών και αφηρημένων νοημάτων της φιλοσοφικής και της αισθητικής σφαίρας. Η απαράμιλλη χρήση ύφους και γλώσσας, συμβολισμών και αισθήσεων πίσω από την πλοκή, λειτουργούν ως διάφανο τζάμι, που αν και προστατεύουν τον δημιουργό -και κάθε δημιουργό- προβάλλουν καθαρά τον πόνο, τη γύμνια, όσο και τον εξαγνισμό και τη λύτρωση. Οι ριπές της βροχής δακρύων για τα σιωπηρά, ασίγαστα πάθη, εφορμούν στην καρδιά του αναγνώστη… Ένα από τα αγαπημένα μου έργα (αν και άργησα να το καταλάβω)τέχνης ανώτατου επιπέδου, που μελετώντας (σκάβοντας πίσω από τον μύθο) συναντά κανείς την αέναη, προαιώνια μάχη του Απόλλωνα και του Διονύσου. Οι Αρχαιοελληνικοί Θεοί συγκρούονται και φιλιώνουν στην αρένα της ψυχής των ανθρώπων, και δη του συγγραφέα. Ενώ, στον αντίθετο πόλο θα βρούμε τον αιθέριο Έρωτα του Συμποσίου και του Φαίδρου, που ως άσβεστη φλόγα πυροδοτεί τον αγώνα για το κυνήγι του Τέλειου και του Απείρου. Για τους λόγους αυτούς το παρόν κείμενο προσφέρεται και για όσους δεν διάβασαν το βιβλίο ακόμα.

Αφού πήραμε μια γεύση, ας βάλουμε πλώρη για τη δική μας "Βενετία". Πρωταγωνιστής της ιστορίας ο 50χρονος συγγραφέας Γκουστάβ φον Άχενμπαχ (ή Άσενμπαχ - το έχω συναντήσει και με τις δυο εκδοχές), γόνος πλούσιας οικογένειας ανώτερων δικαστικών υπαλλήλων, "ανθρώπων καθωσπρέπει που δεν ξέφευγαν από τις επιταγές της νομιμοφροσύνης και αξιοπρέπειας". Σε αντίθετο μήκος, η μητέρα του, κόρη Βοημού αρχιμουσικού, ήταν εκείνη που εμφύσησε στον νεαρό την αγάπη για την Τέχνη. Ο επιτυχημένος συγγραφέας, μετά από μια δύσκολη μέρα εργασίας και έναν νωθρό περίπατο στη Δύση της μέρας, αποφασίζει να ταξιδέψει στο άγνωστο, ψάχνοντας την ψυχική του πληρότητα. Θρυαλλίδα της απόφασης του στάθηκε ένα διονυσιακό όραμα σε μια αχανή τροπική ζούγκλα που αφύπνισε το ένστικτο της φυγής από το αποπνικτικό περιβάλλον της ρουτίνας. Προορισμός του Ταξιδιού του ο ευρωπαϊκός παράδεισος, η Βενετία, η πόλη των χαμένων ποιητών, του Καρναβαλιού, του κρασιού, της γιορτής, του έρωτα, όμως και του θανάτου (βλ παρακάτω). Εκεί θα συναντήσει την προσωποποίηση της Απόλυτης Ομορφιάς -όμοια αρχαιοελληνικού αγάλματος- στο πρόσωπο του Τάτζιο, ενός Πολωνού 14-15 ετών, που παραθερίζει μαζί με την οικογένεια του. Όπως αποκαλύπτει η γυναίκα του Τόμας Μαν, πράγματι υπήρξε κατά τις διακοπές τους στην Βενετία μια οικογένεια Πολωνών με ένα 14χρονο αγοράκι, ενώ λίγα χρόνια αργότερα ο ίδιος ο "Τάτζιο" θα αναγνωρίσει τον εαυτό τους στις σελίδες του βιβλίου. Ο Τάτζιο γίνεται έμμονη ιδέα στον Άσενμπαχ. Τον κατασκοπεύει όταν παίζει με τους φίλους του στην παραλία ή όταν κολυμπάει στη Θάλασσα, σαν αιώνιος θεός που χάνεται στην απεραντοσύνη του Απολύτου, του Τίποτα και του Θανάτου. Τον ακολουθεί στους στενούς πέτρινους δρόμους της Βενετίας, στις χαμηλοτάβανες στοές και στα αξιοθέατα της. Μέχρι που οδηγείται σε εκούσιο θάνατο επειδή δεν μπορεί να αγγίξει τον ανικανοποίητο πόθο του. Η πλοκή είναι αργή και υποτυπώδης. Κινείται βάσει των ψυχολογικών μεταπτώσεων του πρωταγωνιστή. Με λίγα λόγια, το βιβλίο είναι ένας ποιητικός παιάνας για την ενατένιση του άπιαστου, αφηρημένου και ονειρικού ωραίου. Του κάλλους που τροφοδοτεί το όραμα του Καλλιτέχνη.
"Γιατί πόλεμος είναι και η τέχνη, αγώνας σκληρός και μέχρι εσχάτων, που στις μέρες μας κανείς δεν μπορεί να αντέξει και πολύ. Μια ζωή όλο αυταπάρνηση και πείσμα, μια ζωή λιτή, καρτερική, συγκρατημένη, που ο ίδιος είχε αναδείξει σε σύμβολο ενός ταπεινού, κατάλληλου για την εποχή συμβολισμού".
Μέσω του Άσενμπαχ, του alter ego του συγγραφέα, ο Μαν παρουσιάζει την θεώρηση του για την Τέχνη, τον δύσκολο αγώνα να κατακτήσει το Αιώνιο. Το έργο του καλλιτέχνη, δεν είναι μονάχα αποτύπωση φευγαλέων συλλήψεων, αλλά ένας μαραθώνιος σκληρός, κοπιαστικός. Ο καλλιτέχνης μοχθεί μπροστά στα όρια της κατάρρευσης και της τελικής πτώσης. Είναι πρωταθλητής στο ήθος και στην εγκαρτέρηση. Κλίνει το γόνυ στο ανώτερο και δέχεται την εθιμοτυπία της μοναξιάς του. "Φαίνεται ότι χάνει ολοκληρωτικά την ικανότητα να ανταποκρίνεται στην εκτυφλωτική και πικρή γοητεία της εμπειρίας και την γνώσης".

Η Τέχνη είναι ένας Ιανός θεός. "Η μορφή της ηθική και ανήθικη. Ηθική επειδή είναι ο καρπός και η έκφραση της πειθαρχίας. Ανήθικη και μάλιστα αντίθετη σε κάθε σχέση ηθικής, αφού η φύση αδιαφορεί για την ηθική, την οποία προσπαθεί να υποτάξει στην αγέρωχη και απεριόριστη εξουσία της". Επομένως, δεν είμαστε σε θέση να κρίνουμε την επιλογή θέματος του συγγραφέα -που εδώ είναι ανοίκειο- επειδή κρίσεις και υποκειμενικοί ηθικισμοί συγκρούονται με τον σκοπό της Τέχνης. Αυτή είναι η ζωή του Άσενμπαχ, ενός υπηρέτης της. Του χαρίζει βαθιές συγκινήσεις, χαρές βαθύτατες. Η Θεά "σκάβει στο πρόσωπο του Καλλιτέχνη και αφήνει τα ανεξίτηλα αχνάρια της φανταστικής και πνευματικής περιπέτειας.(…) Γιατί η τέχνη φθείρει περισσότερο από τις άσωτες διασκεδάσεις, περισσότερο από τα ασίγαστα πάθη".
Κατά κόρον φιλοσοφική νουβέλα, το "Θάνατος στην Βενετία" βρίθει πλάγιων συμβολισμών που προωθούν την πλοκή και λειτουργούν ως προοικονομία. Το έργο ακροβατεί μεταξύ Έρωτα και Θανάτου. Ο ήρωας σαν εκκρεμές, ταλαντεύεται ανάμεσα στις δυο ορμέμφυτες δυνάμεις. Στο βιβλίο θα βρούμε αρκετά σύμβολα που το αποδεικνύουν.
Η ιστορία ξεκινάει με τον περίπατο του Άσενμπαχ, μετά από μια μέρα σχολαστικής δουλειάς, όταν "ο ήλιος έγερνε στην δύση του". Καταλήγει σ'ένα παλαιό νεκροταφείο: "Οι χρυσές ακτίνες του Ηλίου έπεφταν στο σιωπηρό παρεκκλήσι του νεκροταφείου, που ήταν χτισμένο σαν μικρή βυζαντινή εκκλησία". Χώρος και φύση αντανακλούν το Θάνατο. Επίσης, λίγο πριν επιστρέψει αποφασισμένος -μετά από την έκσταση ενός οράματος που πήγαζε από το υποσυνείδητο- να ταξιδέψει στο εξωτερικό, συναντά στη στάση του τραμ μια μορφή καθοριστική της απόφασης του, η οποία σαν σκιά χάνεται όταν ο ίδιος επιβιβαστεί.
Ο Άσενμπαχ, στο καράβι για την Βενετία θα δει έναν ηλικιωμένο άνθρωπο με φτιασιδώματα, βαμμένα μαλλιά και μουστάκι, εξεζητημένο, εκκεντρικό κοστούμι, αντιαισθητική μορφή, να πίνει και να χορεύει μαζί με νεαρούς συνεπιβάτες. Ακόμα μια μορφή Θανάτου, που δεν θα γίνει αντιληπτή από τους νέους. Οι τελευταίοι, ζώντας στην ακμή της ζωής τους δεν συνειδητοποιούν τη φθαρτότητα, νιώθοντας ρωμαλέοι και αθάνατοι. Περιστατικό που θυμίζει εν πολλοίς τη φράση του Σοπενχάουερ: "Η ευθυμία και η ελαφράδα της νεότητάς μας οφείλονται εν μέρει στο γεγονός ότι ανηφορίζουμε το βουνό της ζωής και δε βλέπουμε το θάνατο που βρίσκεται στη βάση της άλλης μεριάς".
Φθάνοντας στη Βενετία, το πρώτο πράγμα που αντικρίζει είναι μια γόνδολα, της οποίας ο οδηγός μόλις τον αφήνει εξαφανίζεται δίχως να ζητήσει αμοιβή. Θυμίζει, σαφώς το ψυχοπομπό Χάρο, που μεταφέρει τους νεκρούς στο Άδη. Ναύλα του, η ψυχή του συγγραφέα. "Το αλλόκοτο τούτο πλεούμενο δεν έχει αλλάξει καθόλου απ΄τα χρόνια του Μεσαίωνα. Είναι κατάμαυρο σαν τα φέρετρα - φέρνει στο νου αθόρυβες, κρυφές, ύποπτες περιπέτειες μες στη σιγαλιά της νύχτας".

Τα σύμβολα του Έρωτα, καθρεφτίζονται στην μορφή του Τάτζιο. Στο πρόσωπο του, ο Ασενμπαχ βλέπει έναν Ελληνικό θεό. Νάρκισσο, που χαμογελά λίγο πριν πέσει στον νερό. Υάκινθο, λουλούδι "γεννημένο από αίμα που χάρασσε το δικό του αιώνιο παράπονο", έναν Θεό της θάλασσας που αντικατοπτρίζει το αιώνιο, το απέραντο, το μηδέν και το άπειρο. Αποκτά μεταφυσική οντότητα, που είναι χαρά, πόθος και βάσανο κάθε καλλιτέχνη. Οι πιο ειδυλλιακές και ποιητικές εικόνες δίνονται όταν τον αντικρίζει στα καταγάλανα νερά ως νεαρό Φαίακα που θέλει να δαμάσει την αήττητη φύση.Ένα δείγμα της απαράμιλλης αφηγηματικής του δύναμης: "Έμοιαζε βγαλμένος μέσα από εκστατικά οράματα, θρύλος και ποίημα αρχέγονο καμωμένο πριν την γέννηση της ποίησης, πριν την γέννηση των θεών"
Τέλος, η Βενετία. Η πόλη των μουσικών, του έρωτα, της γιορτής αλλά και του μοιραίου τέλους. Η πόλη που ο Μαύρος Οθέλος έκλεψε από το πατρικό της, την Δυσιδαίμονα, θα γίνει ο τόπος γέννησης του πάθους του Ασενμπαχ, όπως και του θανάτου του, όταν την χτυπά επιδημία χολέρας. "Το σαλόνι της Ευρώπης" όπως το αποκάλεσε ο Ναπολέων, με την πλατεία του Αγίου Μάρκου, τη γέφυρα του Ριάλτο το γεφύρι των Στεναγμών, το Παλάτσιο των Δόγηδων, το μεγάλο κανάλι, ήταν ανέκαθεν το κόσμημα του πνεύματος, της κουλτούρας, του πολιτισμού, της τέχνης. Πατρίδα του Απόλλωνα.
Όμως είναι και η πόλη, που θα την καταπιεί η Φύση για το αμάρτημα της ύβρεως. Μουχλιάζει, σαπίζει, βρωμάει, χάνεται. Η πόλη δεν θα υπάρχει σε λίγα χρόνια. Η στάθμη του νερού ανεβαίνει επικίνδυνα, τα κτίρια διαβρώνονται. Είναι στα πρόθυρα της αναπόδραστης εξαφάνισης. Αποπνέει θάνατο και Τέλος. Πατρίδα του Διόνυσου. Συμβολική παράσταση σε κάθε άνθρωπο, η Βενετία είναι η ονειρική πόλη του Έρωτα και του Θανάτου! Θα αναστήσει τον Άσενμπάχ, πλημμυρίζοντας τον με μεθυστική φλόγα πόθου που μέλλει να τον κάψει!
"Γιατί ο σοβαρός και ακέραιος άνθρωπος που έγινε μάρτυρας έντονου πάθους, προτιμάει να κρύψει τις παρατηρήσεις του και από τον ίδιο του τον εαυτό"
Με φρουδικούς όρους, ο Άσενμπαχ είχε αποκτήσει ισχυρότατο Υπερ-εγώ. Μετατόπισε την σεξουαλική λίμπιντο στην Τέχνη, για να καλύψει τα ορμέμφυτα πάθη του. Σ'αυτό, επέδρασε αρνητικά ο αρτηριοσκληρωτικός περίγυρος του. Στην αρχή, ο αδυσώπητος αγώνας στο κυνήγι του Απολύτου στάθηκε δυνατός για να κατευνάσει τις ορέξεις του. Το καταπιεσμένο Εγώ του, προκαλεί νευρωτικά συμπτώματα, όταν δεν μπορεί να βρει πάτημα. Οι επιθυμίες του, έβγαιναν στο φως με τη μορφή ονείρων ή εκστατικών οραμάτων, όπως το Βακχικό όργιο, με βορά τον ίδιο. Ο Έρωτας γι'αυτόν, είχε τη μορφή του Απόλυτου, παραγνωρίζοντας την απτή και αρχέγονη ηδονή της ίδιας της σάρκας που διψά. Ο Τάτζιο έσπασε τις αλυσίδες, άνοιξε τις θύρες, βγάζοντας το κοιμώμενο τέρας, τον μεγαλύτερο εχθρό του Άσενμπαχ, που προκαλεί Φόβο και τρόμο, αλλά συνάμα γοητεία και έλξη. Μια άγρια ομορφιά απείρου, χίμαιρα. Η ψυχή του γεύεται την τελική στάλα της ασέλγειας και τον ίλιγγο της καταστροφής στο a priori χαμένο παιχνίδι!
Ένας αντίλαλος του Νίτσε: Η ζωή των ανθρώπων, όπως διατύπωσε ο Νίτσε στο πρωτόλειο έργο του "Η Γένεση της Τραγωδίας", προσδιορίζεται και νοηματοδοτείται μεταξύ της πάλης δύο Θεών: του Απόλλωνα που βρίσκεται στην εξατομίκευση, στο όνειρο, στη φαντασία, στην λογική, στην ενατένιση και διορατικότητα του πνεύματος, και του Διόνυσου, που πηγάζει από τον σώμα, το αίμα, τη σάρκα, τη ρώμη, τη ζωική δύναμη, τη συλλογικότητα, την ανάγκη σχέσης κι άσκησης εξουσίας. Ο σημερινός άνθρωπος "πασχίζει" να κόψει τον ομφάλιο λώρο με τη φυσική του υπόσταση, μια τάση στην οποία θεμελιώνεται ο νεωτερικός πολιτισμός. Ο πολιτισμός των αρχαίων Ελλήνων θα μείνει αιώνιος χάρη στον συγκερασμό των δυο δυνάμεων που βρήκε εστία στην τραγωδία. Αυτή, έγινε η παλαίστρα όπου ενώνονται οι Θεοί. Παρήγαγε καθολικό έργο, γιατί εμπεριέχει χαρακτηριστικά αρχέγονα, προαιώνια, εκστατικά, που δεν μπορεί ουδείς να απαγκιστρώσει.

Η αέναη πάλη που δεν έχει νικητή, καθορίζει την ισορροπία και τον βαθμό ευτυχίας και πλήρωσης της ζωής μας. Αν παραγκωνίσουμε τον ένα εκ των δύο, θα πληρώσουμε το τίμημα. Ο Άσενμπαχ, αποτίνοντας φόρο τιμής στο πρώτο, ξέχασε την αμέτρητη δύναμη του Διονύσου. Δεν άκουσε τα κύμβαλα και τα τύμπανα, τον ήχο του λικνίσματος της φλόγας των πυρσών, την ανήλεη κραυγή των μαινάδων, τους αλαλαγμούς των τράγων, τη φωνή της φύσης. Η τελευταία εκδικείται...
Πλατωνικός Έρωτας: Κλείνοντας, θα αναφερθούμε στην έννοια του Έρωτα κατά την πλατωνική ερμηνεία στον Φαίδρο. Ό Πλατωνικός Έρωτας, είναι η ανάγκη θέασης του Αιώνια Ωραίου που γεμίζει τον ποιητή, τον ρίχνει στον στίβο της δημιουργίας, στη μετουσίωση του Ωραίου σε θείο Πνεύμα. Δεν μπορεί να υπάρξει Τέχνη, αν δεν υπάρχει Έρωτας, Αυτός βρίσκεται σε αυτόν που αγαπά και όχι στο αντικείμενο του πόθου. Η απαθανάτιση του κάλλους, η αισθητική, γίνεται η μόνη επιτρεπτή ηθική, που όμως μεθά και καταστρέφει τον ποιητή… Ο Άσενμπαχ εκλαμβάνει τον Έρωτα ως άυλη, αφαιρετική, αιθέρια μορφή. Είναι ο Έρωτας του Σωκράτη του Συμποσίου προς τον Αλκιβιάδη, δηλαδή, κάθε δασκάλου, προς τον νεαρό αμύητο μαθητή του. Μην μας σοκάρει και τόσο, αφού στην Αρχαία Ελλάδα και δη στις στρατιωτικές μονάδες, η ομοφυλοφιλία θεωρείτο μια φυσική κατάσταση. Γι'αυτό ας ακούσουμε την διδασκαλία του Σωκράτη, στις όχθες του Ιλισού, προς τον μαθητή του Φαίδρο:
"Γιατί μόνο η ομορφιά Φαίδρε, και να το θυμάσαι, είναι ορατή και θεική συνάμα. Είναι ο δρόμος ο αισθητός, ο χειροπιαστός προς το Πνεύμα, ο δρόμος που παίρνουν οι καλλιτέχνες. Και θαρρείς καλέ μου, πως θα μπορέσει ποτέ να κατακτήσει την αληθινή σοφία και την ηθική ρώμη εκείνος που οδεύει προς το Πνεύμα μέσω των αισθήσεων; Ή μήπως αντίθετα νομίζεις πως ο δρόμος αυτός είναι επικίνδυνος και σφαλερός, δρόμος της αμαρτίας που καταλήγει στην πλάνη και στον χαμό; Ή απόφαση είναι δική σου. Γιατί πρέπει να ξέρεις ότι εμείς οι ποιητές δεν είμαστε σε θέση να βαδίσουμε τον δρόμο της Ομορφιάς χωρίς την συντροφιά του Θεού Έρωτα που γίνεται συνοδοιπόρος και οδηγός μας… γιατί το πάθος είναι που μας εξευγενίζει και μας ανυψώνει. Αυτή είναι η Λαχτάρα και η ντροπή μας (…)"
Αλλά το κάλλος και ο αυθορμητισμός οδηγούν στην μέθη και στην ηδονή. Οδηγούν τον ευγενικό άνδρα στα πιο επικίνδυνα παραστρατήματα. Τον παρασέρνουν ν'απορρίψει και την ίδια του την όμορφη σοβαρότητα και τον ρίχνουν στον γκρεμό.
Εμάς τους ποιητές μας ρίχνουν στον γκρεμό.
Γιατί δεν μπορούμε να πετάξουμε ψηλά.
Μόνο στα χαμηλά μπορούμε να πεταρίζουμε.
Αυτό είναι το δίλημμα, δίχως επιλογή, του Καλλιτέχνη. Βαρύ, μολυβένιο ασήκωτο φορτίο. Όπως το δίστιχο του Μπωντλαίρ που χορεύει και γελά σαρδόνια ανέκαθεν μπροστά τους. Απεικόνιση της ίδιας της αβύσσου τους:
Να υποφέρεις αιώνια. Ή να αποφεύγεις αιώνια το ωραίο.
Πηγή:http://philipposphilios.com  
Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΤΖΑΚΗΣ ΕΝΑΣ ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΔΙΑΝΟΗΤΗΣ

25 Αυγούστου. Μεγάλη, πολύ πικρή χρονολογία στο ημερολόγιο τής καρδιάς μου. Όπου κι αν βρίσκουμε, τη μέρα αυτή την αφιερώνω ολάκερη σ’ έναν άνθρωπο πού πολύ αγάπησα στη ζωή μου. Στο Νίτσε.

Σάν σήμερα, πριν από 39 χρόνια, πέθανε. Και τώρα, πρωί πρωί πού σεριανούσα σ’ ένα πάρκο στον όχτο του Τάμεση, ήρθε ο ίσκιος του μέσα στον, ·υγρόν αγέρα τής ’Αγγλίας και διάνεψε απάνω στην καταπράσινη χλόη.
Ποτέ ή παρουσία τού υπερήφανου αύτού Ευρωπαίου, πού δέ χωρούσε στά σύνορα τής πατρίδας του καί τόσο περιφρονοΰσε τούς «Φιλισταίους» συμπατριώτες του, δέν ήταν, τόσο έπίκαιρη κι άπαραίτήτη. Γιατί κανένας δέν είχε νιώσει μέ τόσο γενναιόκαρδο πάθος τήν άνάγκη νά μετατοπιστούν τά πολεμικά ένστιχτα τοΰ ανθρώπου σέ υψηλότερη άπύ τά έθνη παλαίστρα.
Καθίσαμε σ’ ενα φτωχικό παγκάκι, κάτω άπο μιά χινοπωριάτικη κιτρινισμένη καστανιά, καί δέν τολμούσα νά γυρίσω καταπάνω του το πρόσωπό μου, άπο το φόβο μήν Αγριέψει καί φύγει.
Βαριά ή στιγμή πού περνά ό κόσμος, κατάφορτη άπ’ όλα τά δώρα τού πονηρού. Ό Νίτσε πού έσπειρε τύν έπικίντυνο σπόρο τοΰ Υπεράνθρωπου, πέρα άπό το καλό. καί το κακό, πέρα άπό τήν ηθική, τή φιλανθρωπία καί τήν ειρήνη, πώς θά ’βλεπε τώρα, μέ τί διονυσιακήν άνατριχίλα, τά κόκκινα άστάχυα · πού φύτρωξαν;
Ρίχνεις το σπόρο πού τον έθρεψες μέ το αίμα σου καί μέ τά δάκρυα, κι ·αυτος φεύγει άπο σένα, άνεξάρτητος πεινασμένος οργανισμός, καί δέν· μπορεί πιά νά τον άνακαλέσεις πίσω. Γιατί σίγουρα, τώρα μονάχα — πολύ άργά—  το νιώθεις, δέν είναι ο σπόρος αύτος δικός σου. Τον έμπιστεύτηκε στά σπλάχνα σου μιά δύναμη πολύ σκληρότερη, πολύ πιο άπάνθρωπη κι άπο τον πιο σκληρό κι άπάνθρωπο στοχασμό σου.
Εμείς είμαστε μονάχα οί θηλυκές καρδιές, κι ένας φοβερές Αόρατος Δράκος είναι δ άντρας καί σπέρνει.
Καί, για νά πληθύνει Ακόμα πιο πολύ το μυστήριο, ο πιο άγριος σπόρος διαλέγει συχνά τίς πιο ήμερες κι ευαίσθητες καρδιές νά καταφύγει.
Τέτοια ήταν ή καρδιά σου, ω Μεγαλομάρτυρα πατέρα τού-Υπεράνθρωπου.
Είδα ζεστές άκόμα τις στάλες το αίμα σου σέ ολους τούς, ανήφορους τού ύψηλου σου μαρτύριου. Στο χωριο πού γεννήθηκες ένα πρωί πού έβρεχε γύριζα μέσα στήν ομίχλη ολομόναχος τα στενά χορταριασμένα σοκάκια καί σέ ζητούσα.
“Υστερα, εκεΐ κοντά, στη μικρή πολιτεία μέ το μεγάλα γοτθικο ναό, ζήτησα το σπίτι τής μάνας σου, όπου συχνά, ατούς μεγάλους πυρετούς, έτρεχες νά γαληνέψεις, ξαναγινόμένος παιδί της.
Κι ύστερα οί θεικοί δρόμοι στ’ Ακρογιάλια τής Γένοβας, όπου τόσο χάρηκες τή θάλασσα, τή γλύκα τ ούρανοΰ, τούς ταπεινούς Ανθρώπους, τήν αλαφράδα τού άγέρα.

Ζοΰσες τόσο πράος, φτωχός, χαμογελαστός πού οί γυναικούλες τής γειτονιάς σου σέ ονομάτισαν άγιο. Κι έκανες σχέδια, θυμάσαι, ν’ αρχίσεις μιά ζωή άπλή καί γαλήνια: «Νά ’μαι ανεξάρτητος, χωρίς νά πειράζει η ανεξαρτησία μου κανένα. Νά “χω μιά γλυκομίλητη κρυφή ύπερηφάνια. Νά κοιμούμαι αλαφριά, νά μήν πίνώ πιοτά, νά έτοιμάζω μόνος μου το φτωχικό μου φαί, νά μήν έχω τρανούς φίλους, νά μή βλέπω γυναίκες, νά μή διαβάζω έφημερίδες, νά μή θέλω αξιώματα, νά συναναστρέφουμαι μονάχα τούς πιο έκλεχτούς. Κι αν δέ βρίσκω πολύ έκλεχτούς, τότε τον άπλο λαό!»
Στήν Έγκαντίν, μέσα στο χειμωνιάτικον ήλιο, ένα Γενάρη, μέ τί συγκίνηση έρευνουσα Ανάμεσα Σίλς- Μαρία καί Σιλβαπλάνα νά βρώ το βράχο τον πυραμιδωτό, όπου σέ πρωτοβάρεσε τ’ όραμα τού αίώνιου Γυρισμού! Καί φώναξες, σπώντας σέ θρήνο: «Καί τέτοια πικρή, Αβάσταχτη ώς είναι ή ζωή μου, βλογημένη νά ναι, κι Ας έρθει κι ας ξάνάρθει άρίφνητες φορές!» Γιατί δοκίμαζες τή δριμύτατη χαβά τού ήρωα, πού φαντάζει γιά τις μικρές ψυχές μαρτύριο: Νά βλέπεις τήν άβυσσο μπροστά σου, νά προχωρείς καί νά μήν καταδέχεσαι νά πισωδρομήσεις.
Τά βουνά τρογύρα άχνιζαν, γαλάζια μέσα στον ήλιο, άπο· μακριά άκουσα βουή κι είδα ένα χιονόβουνο νά λιώνει καί νά γκρεμίζεται καί θυμήθηκα τί σοΰ ’γράφε ό φίλος σου: «Στά βιβλία σου μέσα θαρρώ πώς άκούω τή μακρινή βουή άπο τά νερά πού γκρεμίζουνται.»
Κι οταν έμπαινα στη Σίλς-Μαρία, τήν ώρα πού περνούσα το μικρο γιοφύρι μέ το φτωχικο δίπλα του κοιμητήρι, στράφηκα, γλυκά Ανατριχιάζοντας, δεξά μου - γιατί όπως έσύ ένιωσες ξαφνικά στο πλευρό σου το Ζαρατούστρα, όμοια κι έγώ είδα, κοιτώντας χάμω τον ίσκιο μου, «ο ένας νά γίνεται δυό καί σύ νά περπατάς στο πλάι μου.»
Ολη σου ή άθληση, Μεγαλομάρτυρα, ανεβαίνει σήμερα: πάλι στο νου μου.
Νέος, φλέγόμενος, άναρωτώντας όλους τούς ήρωες, γιά νά διαλέξεις ένα γυμναστή τής καρδιάς σου, νά τή δαμάσει καί ν’ άλαφρώσει άπό τή σφοδρότητα του έρωτα, συνάντησες μιά μέρα το Σοπενάουερ, το βραχμάνο του Βορρά.
Καθίζοντας στά πόδια του, άποκάλυψες το ηρωικό κι ανέλπιδο όραμα τής ζωής: Ό κόσμος είναι δημιούργημα δικό μου- όλα όσα ξεκρίνω, όρατά κι αόρατα, είναι όνειρο πλάνο. Μιά θέληση μονάχα ύπάρχει, τυφλή, χωρίς άρχή καί τέλος, χωρίς σκοπό, άδιάφορη, μήτε λογική μήτε παράλογη, άλογη, τεράστια. Στριμωγμένη σέ τόπο καί χρόνο, θρύβεται σέ αναρίθμητες μορφές" τις έξαφανίζει, δημιουργάει νέες καί τις συντρίβει πάλι, κι έτσι αιώνια. Νά'πώς ο αύτοσπαραγμός τής βούλησης καταντά αβάσταχτος, ακατάλυτος πόνος. Πρόοδο, δέν ύπάρχει, λογικό δέν κυβερνάει τή μοίρα, οί αφηρημένες έννοιες, οί θρησκείες, οί ηθικές, είναι άνάξιες παρηγοριές γιά τούς ανίδεους καί τούς δειλούς. Ο δυνατός πού ξέρει αντικρίζει γαλήνια τήν άσκοπη φαντασμαγορία του κόσμου καί χαίρεται αναλύοντας κι αποσυνθέτοντας το παρδαλό εφήμερο μαγνάδι τής Μάγιας.
Οτι είχε ο Νίτσε ψυχανεμιστεί, όργανώνεται τώρα σέ αύστηρή σφιχτοδεμένη θεωρία) υψώνεται σέ δραμα ήρωικό: Ο ποιητής, ο φιλόσοφος κι ο πολεμιστής πού' παλεύανε μέσα στήν καρδιά του Νίτσε, άδελφώνουνται. Ό νεαρός Ασκητής στή μοναξιά, στή μουσίική, στους μακρινούς περιπάτους του χαίρεται κάμποσο καιρό εύτυχία.
Μια μέρα πού τον επιασε ή καταιγίδα στό βουνό έγραψε:
«Τί μέ νοιάζουν έμένα τα ηθικά παραγγέλματα; Κάμε τούτο, μήν κάνεις εκείνο. Πόσο διαφορετικιά είναι ή αστραπή, ή καταιγίδα, τό χαλάζι! Λεύτερες δυνάμες, χωρίς ήθικολογίες. Πόσο είναι εύτυχισμένες, ρωμαλέες οί δυνάμες τούτες πού ο στοχασμός δέν τϊς ταράζει!»
Μιά στιγμή ένθουσιάστηκε γιά τήν πατρίδα του πού μεγάλωνε δυνατή. Μά γρήγορα δ Σοπενάουερ τόν ξαναφέρνει στή βουδική αταραξία. «Τά δράματα τού ανθρώπου είναι μάταια αντιφεγγίσματα πού περνούν απάνω άπό τό σκοτεινό πέλαγο.»
Ξεχείλιζε ήρωική πίκρα, πού τή φώτιζε μονάχα ή Αγάπη τής τέχνης, ή ψυχή τού Νίτσε,. όταν μιά μέρα, στόν άνθό τής νιότης του, Αντίκρισε το μοιραϊον Αντρα, τό δεύτερό του ύστερα άπό τό Σοπενάουερ' οδηγητή, πού τού χάρισε τή δριμύτερη χαρά τής ζωής του: τόν Βάγνερ.
Μεγάλη στιγμή. Ό Νίτσε είκοσι πέντε χρονών, καιγόμενος, σιωπηλός, μέ τούς ήσυχους γλυκούς του τρόπους, μέ τά βαθουλωμένα καί βίαια μάτια" ο Βάγνερ πενήντα εννιά χρονών, στήν κορφή τής δύναμής του, γιομάτος όνείρατα καί πράξη, μιά φυσική δύναμη πού ξεσπούσε Απάνω στά κεφάλια τών νέων. «Ελάτε, τούς φώναζε, είμαι ο κληρονόμος τού Λούθηρου, τού Κάντ, τού Σοπενάουερ, τού Μπετόβεν. Βοηθήστε με. θέλω ένα θέατρο, οπου νά δημιουργώ Λεύτερα- δώσετέ μου το! θέλω ένα λαό πού νά μέ καταλαβαίνει' γενεΐτε σείς ο λαός μου! Βοηθήστε με, εχετε χρέος. Κι έγώ θά σάς δοξάσω.»
Ή τέχνη είναι ή μόνη λύτρωση. "Οσοι δεν πιστεύουν πιά στά παλιά ψέματα, μονάχα στήν τέχνη μπορούν ακόμα νά βρουν παρηγοριά καί καταφύγιο, μονάχα μέ τήν τέχνη θά φτάσει ή κοινωνία στήν ύψηλή της ισορρόπηση. «Ή τέχνη, εγραφε δ Βάγνερ στο βασιλιά Λουδοβίκο, παρουσιάζοντας τή ζωή σάν παιχνίδι, μετουσιώνει σέ εικόνες ώραϊες τίς τρομερώτερές της όψες κι έτσι μάς έξυψώνει καί μάς παρηγοράει !»
Ό Νίτσε αφουκράζεται, κάνει σάρκα κι αίμα τά λόγια, τοΰ δασκάλου, μάχεται στο πλευρό του. Ρίχνει τή ματιά του στους προσωκρατικούς φιλόσοφους, καί ξαφνικά άνατινάζεται μπροστά του μιά ήρωική μεγάλη εποχή, γιομάτη αιφνίδιες άναλαμπές, τρομαχτικούς θρύλους, στοχασμούς τραγικούς, ψυχές δυνατές πού σκέπαζαν τήν άβυσσο μέ μύθους-γελαστούς καί τή νικούσαν. Δέν ήταν πιά ή Ελλάδα, οπως ειδυλλιακά μάς τή ζωγράφισαν, οί δασκάλοι, ισορροπημένη, άμέριμνη, πού άντίκριζε μέ άπλοική χαμογελαστή γαλήνη τή ζωή καί το θάνατο. Ή γαλήνη τούτη ήρθε στο τέλος, στάθηκε καρπός ένός φλογερού δέντρου, όταν το δέντρο πιά άρχίνισε νά μαραίνεται. Πριν άπό τή γαλήνη αύτή βογκούσε στά στήθη τής Ελλάδας το χάος, η μεγάλη πίκρα, η άντρίκια βουλή. "Ενας άχαλίνωτος θεός, ο Διόνυσος, οδηγούσε τούς άλλόφρενους χορούς άντρες καί γυναίκες στά βουνά καί στις σπηλιές κι όλη ή Ελλάδα χόρευε σά μαινάδα.
Μέ τον πυρετό τής τραγικής σοφίας ο Νίτσε μάχεται νά συναρμολογήσει τ’ οραμά του. Ό Άπόλλωνας κι ο Διόνυσος είναι το ίερό ζευγάρι πού γεννάει τήν τραγωδία. 'Ο Άπόλλωνας ονειρεύεται καί θεάται σέ γαληνές μορφές τήν αρμονία καί τήν όραιότητα τού κόσμου. Μέσα στή φουρτουνιασμένη θάλασσα τά φαινόμενα, οχυρωμένος στήν άτομικότητά του, στέκεται γαλήνιος καί σίγουρος, άκίνητος, καί. χαίρεται το τρικύμισμα τού ονείρου. Το βλέμμα του είναι - ολο φώς' κι οταν άκόμα τόν κυριεύει άγανάχτηση ή θλίψη, δέ συντρίβει τη θεϊκιά ισορροπία της ώραιότητας.

Ο Διόνυσος συντρίβει τήν άτομικότητα, χιμάει στή θάλασσα τά φαινόμενα κι άκολουθάει τούς φοβερούς κυματισμούς της. 'Άνθρωποι καί θεριά άδερφώνουνται, ο θάνατος είναι κι αύτός ένα άπό τά προσωπεία τής ζωής, τό παρδαλό μαγνάδι τής πλάνης ξεσκίζεται κι άγγίζουμε στήθος μέ στήθος τήν άλήθεια: "Ολοι είμαστε ένα. "Ολοι είμαστε θεός.
Οί "Ελληνες, όχυρωμένοι στο κάστρο του ’Απόλλωνα, άγωνιζουνταν οπήν άρχή νά σηκώσουν φράχτη στις άκράτητες τοΰτες διονυσιακές δυνάμες, πού ερχουνταν άπ’ ολους τούς δρόμους τής στεριάς καί τής θάλασσας καί χιμούσαν στήν Ελλάδα. Μά δέν μπόρεσαν ολοκληρωτικά νά δαμάσουν τό Διόνυσο. Πάλεψαν οί δυό θεοί, κανένας δέν έβαλε τόν άλλον κάτω, συμφιλιώθηκαν, δημιούργησαν τήν τραγωδία.
Τά διονυσιακά οργια άλάφρωσαν άπό τό χτήνος καί λάμψαν πιά κάτω άπό τή συγκρατημένη γλύκα του δνείρου. "Ενας όμως άπόμεινε πάντα ο ήρωας τής τραγωδίας, ένας καί μόνος: ο Διόνυσος. Ολοι οί ήρωες κι οί ήρωίδες τής τραγωδίας είναι μάσκες μονάχα του θεοϋ — χαμόγελα καί δάκρυα πού λάμπουνε γαληνεμένα στήν άπολλώνια χάρη.
Μά ή έλληνική τραγωδία άπότομα εξαφανίστηκε- ή λογική άνάλυση τή σκότωσε. Ό Σωκράτης μέ τή διαλεχτική του σκότωσε τήν άπολλώνια επισκόπηση καί τή διονυσιακή μέθη. Ή τραγωδία πιά στόν Εύριπίδη καταντάει πάθος άνθρώπινο, ρητορεία, σοφιστικό κήρυγμα πού προπαγαντίζει νέες ίδέες. Χάνει τήν τραγική της ούσία. Πεθαίνει.
Μά ή διονυσιακή μέθη έπιζεϊ καί διαιωνίζεται στά μυστήρια καί στις μεγάλες έκστατικές στιγμές τοδ άνθρώπου. "Αραγε θά μπορέσει πάλι νά ντυθεί τή θεϊκή σάρκα τής τέχνης; 'Ο Σωκρατισμός, δηλαδή ή Επιστήμη, θά κρατούν πάντα τό Διόνυσο στά δεσμά; μήπως, τώρα πού τό άνθρώπινο λογικό άναγνωρίζει, μέ τόν Κάντ, τά οριά του, θα προβάλει νέος πολιτισμός μέ' σύμβολο τό Σωκράτη πού μαθαίνει, επιτέλους, μουσική ;
"Ως τώρα τό ιδανικό τού πολιτισμού μας ήταν ο Αλεξανδρινός σοφός, πού κατά βάθος είναι βιβλιοθηκάριος καί τυπογράφος καί χαλνάει τά μάτια του στά σκονισμένα βιβλία καί στά όρθογραφικά παροράματα... Μά ή κορόνα άρχίζει καί τρεκλίζει στό κεφάλι τής Επιστήμης. Ολοένα ξυπνάει τό διονυσιακό πνέμα. Ή γερμανική μουσική, άπό τόν Μπάχ ίσαμε τόν Βάγνερ, διαλαλεΐ τόν έρχομό του. Νέος «τραγικός πολιτισμός» άνατέλνει άναγεννιέται ή Τραγωδία.
Ό κόσμος ο πλανερός, ή σκοτεινή ερημία του Σοπενάουερ, πώς μεταμορφώνεσαι! Πώς στροβιλίζουνται όλα τά νεκρά κι άκίνητα μέσα στό στρόβιλο τής γερμανικής μουσικής!
«Ναί, φίλοι μου, άνακράζει ο νεαρός προφήτης, πιστεύετε; καθώς πιστεύω κι εγώ, στή διονυσιακή ζωή καί στήν αναγέννηση τής διονυσιακής τραγωδίας! Πέρασε ή έποχή του Σωκράτη! Πάρτε τό θύρσο στά χέρια σας, στεφανωθείτε μέ κισσό, τολμήσετε νά γίνετε άνθρωποι τραγικοί, ετοιμαστείτε γιά μεγάλους άγώνες κι έχετε πίστη στό θεό σας, τό Διόνυσο !»
Τέτοιες κοσμογονικές έλπίδες στήριξε ο Νίτσε στό εργο του Βάγνερ. Ό νέος τραγικός πολιτισμός θ’ άναπηδήσει άπό τή Γερμανία, ο νέος Αισχύλος είναι μπροστά μας, ζει· μάχεται, δημιουργάει, ζητάει τή βοήθειά μας.
Οί προφητείες όμως τούτες δέ βρίσκουν άντίλαλο, οί σοφοί τις περιφρονοΰν, οί νέοι δέ συγκινούνται. Ό Νίτσε πικραίνεται, άμφιβολίες γεννιούνται μέσα του, άρχίζει καί ρωτάει. Είναι δυνατόν ο σημερινός άνθρωπος νά έξευγνιστεί; Πέφτει άρρωστος, καί στό Πανεπιστήμιο οί μαθητές του τόν παρατούν.

Σπαραχτική άγωνία. Ό ποιητής μέσα του σκεπάζει τήν άβυσσο μέ τ’ άνθη τής τέχνης' μά ο φιλόσοφος μέσα του ζητάει νά μάθει μέ κάθε θυσία, περιφρονώντας κάθε παρηγοριά, κι αύτή άκόμα τήν τέχνη. Ο πρώτος δημιουργάει κι Ανακουφίζεται ο δεύτερος αναλύει, αποσυνθέτει, απελπίζεται. Ό κριτικός νους γκρεμίζει τα είδωλα.
Τι αξίαν έχει η τέχνη του Βάγνερ; ρωτάει. Είναι χωρίς μορφή, χωρίς πίστη, λαχανιασμένη, όλο ρητορεία, χωρίς ιερή μέθη κι ευγένεια. Άπαράλλαχτη σαν τήν τέχνη τοΰ Εύριπίδη. Είναι καλή για τις ύστερικές γυναίκες, γιά τούς θεατρίνους, για τούς άρρωστους. Ό ήμίθεος τοΰ Νίτσε κατάντησε τώρα θεατρίνος. Τόν γέλασε. Δεν κράτησε τό λόγο του. Τώρα δουλεύει χριστιανικά θέματα, γράφει τόν Πάρσιφαλ. Νικήθηκε ο ήρωας, σωριάστηκε στα πόδια του σταυροϋ. Αυτός πού μας ύποσχέθηκε νά δημιουργήσει νέους μύθους καί νά ζέψει στο διονυσιακό Αρμα του τή λιοπάρδαλη τή λογική.
Ή τέχνη, Αναφωνεί τώρα o Νίτσε, σκεπάζει μέ ώραΐες εικόνες τή φριχτή Αλήθεια. Είναι λοιπόν παρηγοριά γιά τούς δειλούς. ’Εμείς Ας βρούμε τήν Αλήθεια, κι ας χαθεί ο κόσμος!
Τούτη είναι ή νέα, αντίθετη μέ τήν πρώτη, κραυγή του Νίτσε. Ό κριτικός μέσα του νίκησε τόν ποιητή η αλήθεια, τήν ομορφιά. Μά κι ο Σοπενάουερ πιά δέν ικανοποιεί τις θεριεμένες ανάγκες τοΰ νοϋ του' ή ζωή δέν είναι μονάχα θέληση νά ζεΐς' είναι κάτι έντονώτερο: θέληση νά κυριαρχείς t Δέ χορταίνει ή ζωή νά συντηριέται μονάχα' θέλει ν’ απλώνεται καί νά καταχτάει.
Ή τέχνη δέν είναι πιά ο σκοπός τής ζωής, μά μικρή άνάπαψη μέσα στόν Αγώνα. Πιό πάνω Από τήν ποίηση στέκεται ή γνώση, μεγαλύτερος Από τόν Αισχύλο είναι ο Σωκράτης, Ανώτερη Από τήν πιό λαμπερή καί γόνιμη ψευτιά είναι ή άλήθεια, ας είναι καί θανατερή.
Σπαράζεται. Γυρίζει Αρρωστος από τόπο σέ τόπο — ή ζέστη τόν παραλυοΰσε, ο Ανεμος τόν ξενεύριζε, τό χιόνι τοϋ πλήγωνε τά μάτια. Δέν μποροϋσε νά κοιμηθεί κι επαιρνε ύπνωτικά, ζοΰσε φτωχός, χωρίς ανεση, σέ αθέρμαστες κάμαρες. Μά ο Αρρωστος, ελεγε μέ ύπερηφάνια, δέν εχει δικαίωμα νά καταριέται τή ζωή. Μέσα από τούς πόνους του ανέβαινε λαγαρός, ανένδοτος, ο ύμνος στή χαρά καί στήν ύγεία.

Νιώθει μέσα, του να ώριμάζει καί να τού τρώει τά σωθικά ενας μεγάλος σπόρος. Μιά μέρα πού περπατούσε στήν ’Εγκαντίν, στάθηκε ξαφνικά έντρομος. Ό καιρός, συλλογίστηκε, είναι άπειρος' ή ύλη είναι ορισμένη. ’Αναγκαστικά λοιπόν θά ’ρθει πάλι στιγμή πού όλοι τούτοι οί συνδυασμοί τής ύλης θά ξαναγεννηθούν οί ίδιοι, οί άπαράλλαχτοι. Υστερα από άπειρες χιλιάδες χρόνια, ένας άνθρωπος σαν καί μένα, έγώ ό ίδιος, θά σταθώ πάλι στό βράχο τούτον τόν ίδιο καί θά ξανάβρω τήν ίδια ιδέα. Κι όχι μονάχα μιά φορά, άναρίθμητες φορές έγινε αυτό κι αναρίθμητες φορές θά ξαναγίνει. Καμιά λοιπόν έλπίδα τό μελλούμενο νά ’ναι καλύτερο, καμιά σωτηρία’ πάντα οί ίδιοι, άπαράλλαχτοι, θά στρουφογυρίζουμε στόν τροχό τού καιρού. Καί τά πιό εφήμερα καταντούν έτσι αιώνια, κι ή πιό ασήμαντη πράξη μας παίρνει άνυπολόγιστη πιά σημασία.
Ό Νίτσε βυθίστηκε σ’ έναγώνια έκσταση. Ό πόνος του λοιπόν δέν έχει τελειωμό κι ό πόνος τοΰ κόσμου είναι αγιάτρευτος. "Ομως, άπό άσκητικήν υπερηφάνια, δέχουνταν μέ χαρά τό μαρτύριο.
Νέο έργο πρέπει νά δημιουργηθεΐ, νά κηρύξει στήν ανθρωπότητα τό νέο Εύαγγέλιο. Μέ ποια μορφή; Φιλοσοφικό σύστημα; Όχι, ή σκέψη του πρέπει νά ξεχυθεί λυρικά. Επος; Προφητείες; Αξαφνα ή μορφή τοΰ Ζαρατούστρα άστραψε στό μυαλό του.
Σέ τέτοια χαρά κι αγωνία τόν βρήκε η Λοΰ Σαλωμέ!
Ή φλέγόμενη Σλάβα μέ τό κοφτερό, ολο έρεθισμό καί περιέργεια μυαλό, που έσκυβε, Μεγαλομάρτυρα, σιωπώντας καί σέ άκουγε. ’Εσύ τής έδινες σπάταλα τήν ψυχήν σου κι αύτή τή στράγγιζε' καί χαμογελούσε άκόρέστη. Πόσα χρόνια είχες ν’ άνοίξεις μέ τόση έμπιστοσύνη τήν καρδιά σου, νά χαρεΐς τή συγκίνηση, τήν ταραχή καί τή γονιμότητα πού μας προκαλούν οί γυναίκες καί νά νιώσεις, κάτω άπό τή βαριά πολεμική σου πανοπλία, τή μαλακή καρδιά σου νά λιώνει! Μπήκες τό βράδυ εκείνο στό άσκητικό κελί σου και γιά πρώτη φορά άνάσανες μέσα στόν αγέρα τής ζωής σου τό γυναικείο άρωμα.
Καί σέ ακολούθησε ο γλυκύτατος σκιρτημός στά βουνά όπου κατέφυγες, καί πρόσμενες μέ ταραχή, ώ ’Ασκητή, τό γράμμα τής γυναίκας. Μια μέρα σοΰ έστειλε όχτώ στίχους, κι ή καρδιά σου χτύπησε σάν είκοσι χρόνων καί τούς φώναζες δυνατά κάτω άπό τά έρημα έλατα:
Αχ, ποιός μπορεί σάν τόν άδράξεις νά γλιτώσει ποτέ και τή βαθιά ματιά σου νά ξεχάσει;
Νά, μέ άδραξες και πια δε θέλω νά ξεφύγω, τι δέν μπορείς εσυ μονάχα νά γκρεμίζεις !
Το ξέρω, ζεις σε όλα τά πλάσματα του κόσμου και τίποτα στη γης αυτή δέ σου ξεφεύγει.
Χωρίς εσένα πόσο η ζωή θα 'ταν ώραία ! κι όμως πόσο καλό νά ζήσουμε και σένα !»
Κι εύτύς ύστερα οι θανάσιμες μέρες τού χωρισμού. 'Η γυναίκα σέ τρόμαξε σά νά ’σουνα δάσος νυχτερινό καί δέν είδε στό σκοτάδι του τό μικρό Θεό μέ τό δάχτυλο στό στόμα νά τής χαμογελάει. Καί ξανάρχισε τό μαρτύριό σου μέσα στήν άρρώστια, στην έγκατάλειψη καί στή σιωπή.

“Ενιωθες πώς ήσουν δέντρο πού έσπαζε άπό τό βάρος τού καρπού καί λαχταρούσες τά χέρια νά ’ρθοΰν νά σέ τρυγήσουν' στεκόσουνα' στήν άκρα τοΰ “δρόμου, άγνάντευες κάτω στίς πολιτείες των ανθρώπων, μά κανένας δέν ερχόταν.
“Αχ ή μοναξιά, συλλογίζουσουν, κι ο χωρισμός άπό τόν άνθρωπο πού άγαπάς! Όχι, ποτέ, ποτέ νά μήν ξαναζήσω τις ώρες τούτες! Πρέπει ν’ ανοίξω μιά θύρα σωτηρίας στον κλειστό κύκλο τού αιώνιου Γυρισμού!
Γράφει τόν Ζαρατούστρα, καινούρια έλπίδα Αστραψε στό νού του, ο νέος σπόρος: ο Υπεράνθρωπος. Αύτός είναι ο σκοπός τής Γης, αύτός κρατάει τή λύτρωση. Αύτός είναι ή Απόκριση στό παλιό του ρώτημα: Μπορεί ο σημερινός άνθρωπος νά εξευγενιστεί;
Ναί, μπορεί! Κι οχι άπό τό Χριστό, οπως κηρύχνει τώρα στό νέο του έργο ό Βάγνερ, παρά άπό τόν άνθρωπο τόν 'ίδιο, άπό τΙς άρετές καί τούς άγώνες μιας καινούριας Αριστοκρατίας. 'Ο άνθρωπος μπορεί νά γεννήσει τόν Υπεράνθρωπο. Αυτός είναι ό σκοπός τής ζωής, ή πηγή τής ενέργειας, ο Λυτρωτής. Ο αιώνιος Γυρισμός έπνιγε τόν Νίτσέ’ ό “Υπεράνθρωπος είναι ή νέα χίμαιρα πού θά ξορκίσει τή φρίκη τής ζωής" όχι ή τέχνη πιά, παρά ή ένέργεια.
Ό αιώνιος Γυρισμός είναι χωρίς έλπίδα’ ό Υπεράνθρωπος είναι μιά μεγάλη έλπίδα' πώς μπορούν τά δυό αύτά άντικρουόμενα δράματα ν’ άρμονιστοΰν;
Ή ψυχή τοΰ Νίτσε άπό τότε πιά φτεροκοπάει στόν γκρεμό τής παραφροσύνης. 'Ο Ζαρατούστρας απομένει μονάχα μια Κραυγή. Κι ο Νίτσε παρατάει μισερωμένο το τραγικό τούτο ποίημα καί μάχεται τώρα επιστημονικά ν’ αποδείξει πώς ή ουσία τής ζωής είναι: η βούληση κυριαρχίας.
Ή Εύρώπη χάνεται καί πρέπει νά υποβληθεί στήν αυστηρή δίαιτα τών αρχηγών. Η ήθική πού σήμερα κυριαρχεί είναι έργο σκλάβων’ είναι συνωμοσία πού οργάνωσαν οί αδύνατοι καί τό κοπάδι ένάντια στό δυνατό καί στόν τσοπάνη. Οί σκλάβοι αναποδογύρισαν μέ συφεροντολόγα πονηριά τις αξίες: κακός είναι, κήρυξαν, ο δυνατός, ό δημιουργός’ καλός είναι ο άρρωστος κι ο ήλίθιος. Δέν Αντέχουν στόν πόνο" κατάντησαν φιλάνθρωποι χριστιανοί καί σοσιαλιστές. Μονάχα ο Υπεράνθρωπος, σκληρός στόν έαυτό του, μπορεί νά χαράξει καινούριες εντολές καί νά δώσει στις μάζες σκοπούς καινούριους·
Ποιοι είναι αύτοί οί σκοποί, ποιά ή όργάνωση τών έκλεχτών καί τοΰ πλήθους, ποιός ο ρόλος τοΰ πολέμου στή νέα τούτη τραγική περίοδο τής Ευρώπης; — νά τά προβλήματα πού ταράζουν τά τελευταία φωτεινά χρόνια τοΰ Νίτσε. Δέν μπορεί ν’ Απαντήσει, μπροστά άπό τή φοβερή πλημμύρα πού ανεβαίνει ή καρδιά του δειλιάζει, μέσα στήν ανικανότητα τούτη καί τήν άγων ία άρχίζει νά κατρακυλάει το μυαλό του.
Ξαναρίχνεται στα παλιά του διονυσιακά τραγούδια καί μέ πικρότατο προαίσθημα τραγουδάει το κύκνειό του:
«Ο ήλιος βασιλεύει’ — σε λίγο πια, θα ξεδιψάσεις,— φλέγόμενη καρδιά μου !— 'Ο άγέρας άρχίζει νά δροσερεύει' —νιώθω τις αναπνοές απο άγνωστα στόματα,—τό μέγα κρύο κατεβαίνει!
"'Ο άγέρας είναι ήσυχος κι άγνός'—δέ μου ’ρίξε μιά λόξη ματιά —και γοητευτική — ή νύχτα τούτη ; Βάστα δυνατά, ώ γενναία καρδιά μον ! Μη ρωτάς τό γιατί, — ώ δειλινό της ζωής μου ! -- Ό ήλιος βασιλεύει’*
Γρήγορα πλάκωσε τό σκοτάδι στο νου του- βάσταξε έντεκα χρόνια, ίσαμε τό θάνατο. Κάποτε έπαιρνε ενα βιβλίο· στά χέρια του καί ρωτούσε τήν άδερφή του: «Δέν εγραψα κι εγώ ώραΐα βιβλία;» Κι όταν τού έδειξαν τήν εικόνα τού Βάγνερ, είπε: «Αύτόν, τον άγάπησα πολύ!»
Στράφηκα' στό παγκάκι τού έγγλέζικου πάρκου, δίπλα μου* κάθουνταν άκόμα άχνός, συμμαζεμένος, ό ίσκιος. Δυό άεροπλάνα πέρασαν μουγκρίζοντας άπο πάνω μας' δέ σήκωσε τά μάτια νά τά δει' κοίταζε χάμω τά πεσμένα κίτρινα φύλλα, τής καστανιάς κι ετρεμε σά νά τουρτούριζε.
"Ενας μικρός έφημεριδοπώλης πέρασε διαλαλώντας καινούρια μηνύματα πολέμου: Στή Μόσχα ύπογράφτηκε ή γερμανοσοβιετική συνθήκη, κι άν ύπήρχε άκόμα κανένα φώς στον ούρανό, χάθηκε...
Ό Τσιγκισχάνος φορούσε ενα σιδερένιο δαχτυλίδι κι απάνω του ήταν χαραγμένες δυό λέξες: «Ραστί -Ρουστί», Δύναμη-Δίκιο. Ή έποχή μας φόρεσε τό σιδερένιο τούτο δαχτυλίδι.
Ποιος ήταν πού διαλάλησε πώς ή ούσία τής ζωής είναι ή λαχτάρα ν’ άπλωθεΐ καί νά κυριαρχήσει καί πώς μονάχα ή δύναμη είναι άξια νά ’χει δικαιώματα; Ποιος προφήτεψε τον Υπεράνθρωπο; Ό Υπεράνθρωπος έφτασε, κι ο προφήτης του, ζαρωμένος, μάχεται νά κρυφτεί κάτω από ένα χινοπωριάτικο δέντρο.
Πρώτη φορά σήμερα, ύστερα από τόσα χρόνια πού γιορτάζω στή μοναξιά μου τά μνημόσυνα τού μαρτυρικού προφήτη, ένιωσα γι’ αύτόν μιά τόσο τραγική συμπόνια. Γιατί πρώτη φορά είδα τόσο φανερά πώς είμαστε καλάμια στά χείλια κάποιου αόρατου Τσοπάνη καί παίζουμε ότι σκοπό μάς φυσήξει.
Κοίταζα τά βαθουλωμένα μάτια, τό άπόγκρεμνο μέτωπο, τά κρεμάμενα μουστάκια:
—’ Ήρθε ο Υπεράνθρωπος... τοΰ μουρμούρισα. Αύτό ήθελες;
’Μαζώχτηκε άκόμα πιό πολύ, σά θεριό πού κυνηγούν και κρύβεται ή σά θεριό έτοιμο νά χιμήξει. Κι άκούστηκε άπό τόν άλλον όχτο ή φωνή του· περήφανη καί πεισματωμένη:
— Αύτό!
Ένιωθα πώς ή καρδιά του σπαράζουνταν νά τό μολοήσει.
— Έσπειρες, καί τώρα κοίταξε τό θερισμό·. Σου άρέσει;
Κι άκούστηκε άπό τόν άλλον όχτο μιά άπελπισμένη, σπαραχτική κραυγή:
— Μου άρέσει!
"Οταν σηκώθηκα άπό τό παγκάκι τοΰ πάρκου, μόνος πιά, νά φύγω, ένα βομβαρδιστικό αεροπλάνο περνούσε μουγκρίζοντας απάνω άπό τήν πολιτεία. Τό αεροπλάνο, πού τό φαντάστηκε ο Λεονάρδος σαν αγαθό τεχνητό πουλί νά -κουβαλά άπό τ’ αψηλά κορφοβούνια χιόνι τό καλοκαίρι καί νά τό σκορπίζει στις πολιτείες νά δροσίζουνται, περνούσε τώρα φορτωμένο μπόμπες...
— Όμοια πετούν, είπα, έχοντας πάντα τό λογισμό μου στον ειρηνικό προφήτη τού πολέμου, όμοια πετουν άπό τό νου του ανθρώπου οι στοχασμοί σαν κορυδαλλοί τά ξημερώματα, καί μόλις τούς χτυπήσει ό δριμύς αγέρας τής αυγής μεταμορφώνουνται σέ άγρια σαρκοβόρα όρνια.
Φωνάζει ο δύστυχος πατέρας καί διαμαρτύρεται άπελπισμένος: «Δέν ήθελα αυτό. Δέν ήθελα αυτό!» μά τα όρνια περνούν άπάνω από το κεφάλι του στρηνιάζοντας, σά νά τον προγκούνε.

*Από τον Πρόλογο του βιβλίου "Ταξιδεύοντας Αγγλία" του Νίκου Καζαντζάκη
Ετικέτες: ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ, ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΝΙΤΣΕ, ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ, ΝΙΤΣΕ
Πηγή: http://philipposphilios.com

ΤΖΑΚΟΜΟ ΛΕΟΠΑΡΝΤΙ: ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ο Giacomo Leopardi γεννήθηκε στο Recanati της Ιταλίας το 1798. Γιος αριστοκρατικής οικογένειας, έλαβε ευρεία μόρφωση και σε πολύ νεαρή ηλικία είχε ξεπεράσει τους δασκάλους του. Συνέχισε την εκπαίδευσή του μόνος του, χρησιμοποιώντας τη βιβλιοθήκη του πατέρα του, και μέχρι να γίνει 21, έμαθε Λατινικά, Αρχαία Ελληνικά, Αγγλικά, Εβραϊκά, Γερμανικά και Ισπανικά, ξεκινώντας παράλληλα το έργο του στη μετάφραση και το σχολιασμό των Κλασσικών. Η εξαιρετική του μνήμη και διάνοια καλλιεργήθηκαν σε βάθος, η υγεία του όμως ήταν πάντα πολύ εύθραυστη και η όρασή του κακή. Δεν έγινε κληρικός, όπως ήθελαν οι γονείς του, ούτε πραγματοποίησε τις ακαδημαϊκές του φιλοδοξίες. Είχε πάντα δυσκολίες με τις κοινωνικές συναναστροφές και κυρίως με τις γυναίκες. Και οι τρεις μεγάλοι έρωτες της ζωής του δεν βρήκαν ανταπόκριση και βασανιζόταν από την απομόνωση και την κακή του υγεία. Ταξίδεψε στη Ρώμη, όπου απογοητεύτηκε από την έλλειψη πνευματικών ερεθισμάτων, έζησε κατά διαστήματα στο Μιλάνο και στη Φλωρεντία, όπου έγραψε μεγάλο μέρος των έργων του, επιστρέφοντας συχνά στην πατρίδα του, κυρίως για οικονομικούς λόγους. Άφησε την τελευταία του πνοή στη Νάπολη το 1837.
Κεντρικά θέματα της ποίησής του είναι η ελπίδα, που αποδεικνύεται πλάνη, η μονοτονία της ύπαρξης, και ο πόνος για τη σκληρή μοίρα του ανθρώπου. Απαισιόδοξη και τραγική στον πυρήνα της, λυρική στην έκφρασή της, η ποίησή του έχει εξαιρετική ομορφιά και προκαλεί μάλλον ψυχική ανάταση παρά μελαγχολία.  Είναι επίσης βαθιά φιλοσοφική, αν και το φιλοσοφικό του έργο εντοπίζεται κυρίως στα πεζά του (Operette Morali, Pensieri, και στο εκτενές σημειωματάριό του, Zibaldone). Αν και στη διάρκεια της ζωής του ο Leopardi είχε ελάχιστη επιρροή στους σύγχρονούς του, μετά το θάνατό του έτυχε μεγάλης εκτίμησης, κυρίως με τη βοήθεια του κριτικού Francesco De Sanctis. Πρόγονος των Ρομαντικών, έχει επηρεάσει, μεταξύ άλλων, τους Pirandello, Ungaretti, Cardarelli και Quasimodo, αλλά και φιλόσοφους όπως ο Nietzsche και ο Schopenhauer.  Σήμερα θεωρείται από πολλούς ως ο σπουδαιότερος ποιητής της Ιταλίας μετά το Δάντη, και, μαζί με τον Πετράρχη, ο σπουδαιότερος λυρικός ποιητής της χώρας του.

Τα ποιήματα που ακολουθούν περιλαμβάνονται στα Canti, όπου συγκεντρώνεται το μεγαλύτερο μέρος του ποιητικού έργου του Leopardi. Tα ποιήματα "Το άπειρο" και "Στη σελήνη" είναι από τα διασημότερά του, ενώ τα ποιήματα "Από το ελληνικό του Σιμωνίδη" και "Του ιδίου" αποτελούν ένα δίδυμο που ο ποιητής εμπνεύστηκε από ένα επίγραμμα του Σιμωνίδη της Αμοργού.

1) Στη Σελήνη
Στη σελήνη Τώρα που έκλεισε έναν κύκλο ο χρόνος
Θυμάμαι, ερχόμουν με τόση αγωνία
Εδώ στον λόφο και σε κοιτούσα
Σελήνη μου, γεμάτη χάρη.
Κι εσύ, εκκρεμής πάνω απ’ το δάσος
Το φώτιζες ολόκληρο, όπως τώρα. Τότε όμως
Το πρόσωπό σου ήταν θολό κι αβέβαιο
Από τα δάκρυα που έρχονταν στα βλέφαρά μου
Γιατί ήταν βάσανο η ζωή μου, κι είναι ακόμα,
Δεν αλλάζει, σελήνη αγαπημένη.
Κι όμως, μ’ ευχαριστεί
Ν’ αναπολώ την εποχή της δυστυχίας μου.
Είναι γλυκό, όταν είσαι νέος
Και η πορεία της μνήμης είναι σύντομη
Ενώ η ελπίδα έχει μεγάλο δρόμο
Να θυμάσαι τα περασμένα
Κι ας ήταν λύπες, κι ας κρατάει ο πόνος.

2) Το άπειρο
Πάντα αγαπούσα τον έρημο λόφο
Κι αυτόν τον φράχτη, που σχεδόν κρύβει
Τον μακρινό ορίζοντα απ’ το βλέμμα.
Μα όπως κάθομαι και κοιτάζω
Τους αχανείς χώρους εκεί έξω
Τις υπεράνθρωπες σιωπές και τη βαθιά ησυχία
Βυθίζομαι στις σκέψεις, κι ο φόβος
Αγγίζει την καρδιά μου. Κι όταν ακούω
Τον άνεμο να μαίνεται στα δέντρα
Εκείνη φέρνω την ατέλειωτη σιωπή
Δίπλα σε τούτη τη φωνή, κι έρχεται το άπειρο
Στο νου μου, κι οι εποχές που φεύγουν
Και η τωρινή που ζει, κι ο ήχος της. Έτσι
Στην απεραντοσύνη αυτή πνίγεται η σκέψη μου
Και ναυαγώ γλυκά σε τέτοια θάλασσα.

3) Από το ελληνικό του Σιμωνίδη
Όλα στον κόσμο αυτό
Είναι στου Δία το χέρι, γιε μου
Του Δία, που κάθε πράγμα διευθετεί
Κατά την θέλησή του.
Μα η σκέψη μας, τυφλή, φροντίζει και μοχθεί
Για εποχές μακρινές
Κι ας είναι η τύχη μας στα χέρια τ’ ουρανού
Κι η πορεία των ανθρώπων
Από μέρα σε μέρα.
Όλους μας τρέφει η όμορφη ελπίδα
Με οπτασίες γλυκές, που μας κουράζουν.
Άλλοι την φίλη αυγή
Άλλοι το μέλλον μάταια περιμένουν.
Κανείς δεν ζει στη γη χωρίς να σκέφτεται
Ότι τον χρόνο που έρχεται
Εύσπλαχνοι θα ‘ναι, επιεικείς
Ο Πλούτωνας κι οι άλλοι θεοί.
Όμως, πριν φτάσει η ελπίδα στο λιμάνι
Ήδη πολλούς τα γηρατειά έχουν δέσει
Κι άλλους η ασθένεια οδηγεί στη σκούρα Λήθη.
Αυτόν ο σκληρός Άρης, κι εκείνον
Το κύμα του πελάγους έχει αρπάξει.
Άλλοι από μαύρες έγνοιες λιώνουν
Ή λυπημένο κόμπο δένουν στο λαιμό
Υπόγειο ζητώντας καταφύγιο.
Έτσι από χίλια πάθη βασανίζονται
Άγριος κι ανόμοιος όχλος
Οι δύστυχοι θνητοί.
Εγώ όμως λέω ότι όποιος είναι συνετός
Και δεν θέλει να σφάλλει
Δεν θ’ ανεχόταν να υποφέρει τόσο
Και ν’ αγαπήσει μόνο
Τα βάσανα και τον δικό του πόνο.

Του ιδίου Όλα τ’ ανθρώπινα διαρκούν μια στιγμή
Το είπε ο σοφός γέροντας της Χίου
Κι είχε δίκιο: τα φύλλα κι οι άνθρωποι
Έχουν την ίδια μοίρα.
Λίγοι όμως μέσα τους κρατούν
Τη φωνή αυτή. Στην ανήσυχη ελπίδα
Κόρη της νεανικής καρδιάς
Όλοι δανείζουν χώρο.
Όσο είναι το άνθος άλικο
Κι η ηλικία μας άγουρη
Μάταια η ψυχή, κενή και φαντασμένη
Τρέφει εκατό γλυκές ελπίδες
Χωρίς να περιμένει γηρατειά και θάνατο.
Για την αρρώστια, ο υγιής
Και ρωμαλέος άνθρωπος
Δεν νοιάζεται ποτέ.
Μα είναι άμυαλος όποιος δεν βλέπει
Της νεότητας τα γρήγορα φτερά
Κι ότι απ’ την κούνια ο θάνατος δεν είναι μακριά.
Εσύ, έτοιμος να κάνεις το μοιραίο βήμα
Για το βασίλειο του Πλούτωνα
Θυμήσου:
Στις ηδονές του σήμερα
Αφιέρωσε τη σύντομη ζωή σου.

Ετικέτες: ΤΖΑΚΟΜΟ ΛΕΟΠΑΡΝΤΙ: ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΛΕΟΠΑΡΝΤΙ, ΠΟΙΗΣΗ
Πηγή:http://philipposphilios.com