Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

29.3.16

ΕΣΥ ΑΝΘΡΩΠΑΚΟ ΤΙ ΕΧΕΙΣ ΝΑ ΠΕΙΣ; ΤΟΥ ΒΙΛΧΕΜ ΡΑ'Ι'Χ

Σε φωνάζουν Ανθρωπάκο, Κοινό Άνθρωπο. Λένε πως χάραξε η εποχή σου, Η «Εποχή του Κοινού Ανθρώπου».
Μα δεν είσαι συ που το λες, ανθρωπάκο. Το λένε εκείνοι, οι αντιπρόεδροι των μεγάλων εθνών, οι εργατοπατέρες, οι μετανιωμένοι γιοι των αστών, οι πολιτικοί και οι φιλόσοφοι. Σου προσφέρουν το μέλλον, μα δε ρωτούν για το παρελθόν σου.
Κι όμως, είσαι κληρονόμος ενός τρομερού παρελθόντος. Τούτη η κληρονομιά καίει στη χούφτα σου σα διαμάντι φλεγόμενο. Εγώ αυτό έχω να σου πω.

Ο γιατρός, ο τσαγκάρης, ο μηχανικός ή ο εκπαιδευτικός, για να προκόψουν στη δουλειά τους και να κερδίσουν το ψωμί τους, πρέπει να γνωρίζουν τις ελλείψεις τους. Εδώ και κάμποσες δεκαετίες παίρνεις παγκοσμίως τα ηνία στα χέρια σου. Το μέλλον της ανθρωπότητας θα εξαρτηθεί από τις σκέψεις και τις πράξεις σου. Όμως, οι δάσκαλοι και οι αφέντες σου δε σου μιλάνε για τον τρόπο που σκέφτεσαι πραγματικά. Δε σου λένε ποιος είσαι στα αλήθεια. Κανένας δεν τολμά να σε φέρει αντιμέτωπο με τη μοναδική πραγματικότητα που έχει τη δύναμη να σε καταστήσει κύριο του πεπρωμένου σου. Είσαι «ελεύθερος» από μια άποψη μονάχα: ελεύθερος από την αυτοκριτική, που μπορεί να σε βοηθήσει να κουμαντάρεις τη ζωή σου.
Δε σ' άκουσα να παραπονιέσαι ποτέ: «Με εκθειάζετε σαν το μελλοντικό αφέντη του εαυτού μου και του κόσμου μου. Αλλά δε μου λέτε πώς γίνεται κανείς αφέντης του εαυτού του. Δε μου λέτε ποια είναι τα λάθη και τα ελαττώματα μου, πού σφάλλω στον τρόπο που σκέφτομαι και πράττω».

Επιτρέπεις στους ισχυρούς να απαιτούν τη δύναμη εν ονόματι «του ανθρωπάκου». Όμως, εσύ ο ίδιος παραμένεις βουβός. Ενισχύεις τους ισχυρούς με περισσότερη δύναμη. Επιλέγεις για εκπροσώπους ανθρώπους αδύναμους και κακοήθεις. Τελικά διαπιστώνεις πάντα, πολύ αργά, πως σ' έπιασαν κορόιδο.

Σε καταλαβαίνω! Κι ετούτο επειδή αντίκρισα αμέτρητες φορές το γυμνό κορμί και την ψυχή σου. Σε είδα δίχως τη μάσκα σου, την κομματική σου ταυτότητα ή την εθνική σου υπερηφάνεια. Γυμνό σα νεογέννητο, γυμνό σα στρατάρχη ξεβράκωτο. Σ' άκουσα να κλαις και να οδύρεσαι. Μου μίλησες για τα προβλήματά σου, τις αγάπες και τους πόθους σου. Σε ξέρω και σε καταλαβαίνω. Και θα σου πω τι είσαι, ανθρωπάκο, επειδή πιστεύω πραγματικά στο τρανό σου μέλλον. Μα επειδή το μέλλον σου ανήκει, αναμφίβολα σου ανήκει, ρίξε μια ματιά στον εαυτό σου. Κοίτα τον όπως είναι πραγματικά. Άκου αυτό που κανένας από τους ηγέτες και τους αντιπροσώπους σου δεν τολμά να σου πει:

Είσαι «άνθρωπος μικρός, κοινός». Συλλογίσου τη διπλή έννοια που έχουν τούτες οι λέξεις, «μικρός» και «κοινός»...
Μην το βάζεις στα πόδια! Βρες το κουράγιο να αντικρίσεις τον εαυτό σου!
«Με ποιο δικαίωμα μου κάνεις κήρυγμα; Βλέπω την ερώτηση στο τρομαγμένο βλέμμα σου. Σ' ακούω να την ξεστομίζεις όλο αυθάδεια. Φοβάσαι να αντικρίσεις τον εαυτό σου, ανθρωπάκο. Φοβάσαι την κριτική, όσο και τη δύναμη που σου υποσχέθηκαν. Αλήθεια, πώς σκέφτεσαι να χρησιμοποιήσεις τη δύναμή σου; Δεν ξέρεις. Φοβάσαι και να σκεφτείς ακόμη πως μπορεί κάποια μέρα να 'σαι διαφορετικός: ελεύθερος αντί φοβισμένος, ειλικρινής αντί ραδιούργος, να χαίρεσαι τον έρωτα, όχι σαν τον κλέφτη μες στη νύκτα, αλλά ανοικτά, στο φως του ήλιου. Απεχθάνεσαι τον εαυτό σου, ανθρωπάκο. Αναρωτιέσαι, «Ποιος είμαι εγώ που θα 'χω άποψη, θα κουμαντάρω τη ζωή μου και θα αποκαλώ ολάκερη την οικουμένη δική μου;» Δίκιο έχεις. Ποιος είσαι εσύ που θα διεκδικήσεις τη ζωή σου;  

Ε, λοιπόν, θα σου πω ποιος είσαι.
Διαφέρεις από τον ισχυρό σε τούτο μόνο, ο ισχυρός υπήρξε κάποτε ένας πολύ μικρός ανθρωπάκος, αλλά ανέπτυξε μια σημαντική ικανότητα. Αναγνώρισε την ποταπότητα και την ανεπάρκεια των σκέψεων και των πράξεών του. Κάτω από την πίεση κάποιου έργου που θεώρησε σημαντικό, έμαθε να διακρίνει ότι η μικρότητα κι η ευτέλειά του απειλούσαν την ευτυχία του. Με άλλα λόγια ο ισχυρός γνωρίζει πότε και σε τι είναι ανθρωπάκος. Ο ανθρωπάκος, όμως, δε γνωρίζει ότι είναι ποταπός και φοβάται να το μάθει. Κρύβει την ποταπότητα και την ανεπάρκειά του πίσω από αυταπάτες δύναμης και μεγαλείου, τη δύναμη και του μεγαλείου κάποιου άλλου. Είναι περήφανος για τους μεγάλους στρατηγούς του, αλλά όχι για τον εαυτό του. Θαυμάζει την ιδέα που δεν είχε κι όχι εκείνη που είχε. Όσο λιγότερο καταλαβαίνει κάτι, τόσο περισσότερο πιστεύει σ' αυτό. Κι όσο καλύτερα αντιλαμβάνεται μια ιδέα, τόσο η πίστη του σ' αυτήν κλονίζεται
*Βίλχελμ Ράιχ, Άκου Ανθρωπάκο, εκδ. Ιάμβλιχος, 1999, σελ. 9-12
Ετικέτες: ΒΙΛΧΕΛΜ ΡΑΙΧ: ΑΚΟΥ ΑΝΘΡΩΠΑΚΟ, ΑΚΟΥ ΑΝΘΡΩΠΑΚΟ, ΒΙΛΧΕΛΜ ΡΑΙΧ
Πηγή: http://philipposphilios.com
Ανιχνευτής ο δόκιμος Επικούρειος Πέπος

ΖΑΝ ΖΑΚ ΡΟΥΣΩ

Ο Ζαν Ζακ  Ρουσώ γεννήθηκε στις 28 Ιουνίου του 1712 στη Γενεύη. Έμεινε ορφανός από πολύ μικρός και κατεβάσει ήταν αυτοδίδακτος. Γεννήθηκε σε μία πόλη αυστηρά προτεσταντική και σύντομα μίσησε κάθε περιορισμό που επιβάλλονταν στην ατομική του ελευθερία, γεγονός που τον έκανε να φύγει από την Γενεύη. Τα εφηβικά του χρόνια τα πέρασε με το να  περιπλανιέται σε διάφορες  πόλεις.  Ήταν ένας ασυνήθιστος νέος  με έντονα σεξουαλικές ανησυχίες και λέγετε ότι είχε μαζοχιστικές σεξουαλικές τάσεις. Ήταν δεκτικός στην ιδέα της γυναικείας κυριαρχίας, ο  ίδιος έλεγε « να πέφτεις στα πόδια μιας αυταρχικής ερωμένης, να υπακούς στις εντολές της και να ζητάς την συχώρεση της».Κυρίαρχη επιρροή στην ζωή του ήταν η μαντάμ ντε Βαράνς, όπου στο πρόσωπο της βρήκε την μητρική φιγούρα που δεν είχε, αυτή η σχέση ίσως κάποιες στιγμές ξέφευγε από τα όρια της μητρότητας. μετά από πολλές περιπέτειες κατέληξε στο Παρίσι όπου γνώρισε την σύντροφο της ζωής του την Τερέζ Λεβασερ όπου και απέκτησε πέντε παιδία και τα οποία εγκατέλειψε στο ορφανοτροφείο, απόφαση για την οποία  δεν συχώρεσε ποτέ το εαυτό του.  Ο Ρουσώ ήταν αντικομφορμιστής, διαφωτιστής και οπαδός του κολεκτιβισμού για κάποιους αντιπροσωπεύει τον θεωρητικό εμπνευστή της Γαλλικής επανάστασης ωστόσο έβαλε τις βάσεις της σύγχρονης παιδαγωγίας.

ΜΠΟΡΕΊ Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΝΑ ΚΑΘΟΡΊΣΕΙ ΤΗΝ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ;
Στο έργο του «Αιμίλιος» , το οποίο αποτελεί την μεγαλύτερη επιστημονική του προσέγγιση αναφέρει: «αν είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος γεννιέται καλός και γίνεται μοχθηρός μόνο μέσα από την κακή επιρροή της κοινωνίας στην οποία ζει, η μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης μπορεί να γίνει το κατάλληλο όργανο για να δημιουργηθεί μια ανθρωπότητα καινούρια και καλλίτερη. Ο δάσκαλος, πράγματι, δεν πρέπει να διδάσκει κανέναν με άμεσο τρόπο αλλά να περιορίζεται, να διευκολύνει την άφθονη αυθόρμητη ανάπτυξη του μαθητή. Όλες οι αντιλήψεις γεννιούνται από τη σχέση με το περιβάλλον. Επομένως η εκπαίδευση είναι εκείνη που διαμορφώνει τα μυαλά. Ο μαθητής, στον οποίο αντιπαραθέτονται τα διαφορετικά μαθήματα τους, δεν είναι σωστά εκπαιδευόμενος και δεν πρόκειται ποτέ να έρθει σε αρμονία με τον εαυτό του: εκείνος, αντίθετα, στον οποίο αυτές οι διδασκαλίες συμπίπτουν και έχουν τους ίδιους σκοπούς, είναι ο μόνος που προχωρά προς τον σκοπό του και ζει λογικά με τον εαυτό του. Μόνον αυτός είναι σωστά εκπαιδευόμενος. Γεννιόμαστε αδύναμοι και έχουμε ανάγκη από δυνάμεις, γεννιόμαστε απροετοίμαστοι για τα πάντα και έχουμε ανάγκη από βοήθεια, γεννιόμαστε ανόητοι και έχουμε ανάγκη από κρίσεις. Όλα αυτά που δεν έχουμε από την γέννηση  και τα οποία έχουμε ανάγκη όταν μεγαλώνουμε, μας τα παρέχει η εκπαίδευση. Αυτήν την εκπαίδευση την παίρνουμε είτε από την φύση, είτε από τους ανθρώπους, είτε από τα πράγματα. Η εσωτερική ανάπτυξη των ιδιοτήτων μας και των οργάνων μας είναι η εκπαίδευση της φύσης, ο τρόπος που διδασκόμαστε να χρησιμοποιούμε αυτήν την εκπαίδευση των ανθρώπων.  Η απόκτηση της εμπειρίας μας στα αντικείμενα που μας συγκινούν είναι η εκπαίδευση των πραγμάτων. Ο καθένας από εμάς, επομένως, είναι εκπαιδευόμενος από τριών ειδών δασκάλους».

Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΕΊΝΑΙ ΠΡΟΟΔΟΣ Ή ΚΑΤΑΠΤΩΣΗ;
«Καθήκον της φιλοσοφίας είναι να απελευθερώσει τον άνθρωπο από τις αλυσίδες που του επιβάλει η κοινωνία, να τον οδηγήσει  στην πρωτόγονη ελευθερία.»
Βασική αρχή του Ζαν Ζακ Ρουσώ αποτελούσε πάντα η ύπαρξη αλλά και η καταπολέμηση της ανισότητας, ανάμεσα στα έργα του αναφέρει: «Ο πολιτισμός και η πρόοδος δεν έχουν κάνει τους ανθρώπους ηθικά καλύτερους ή ευτυχέστερους. Στο τέλος ο πολιτισμός θα καταστρέψει όλα όσα μας κάνουν πραγματικά ανθρώπους». Ο Ρουσώ λέει «ο άνθρωπος δεν τόλμα πια να εμφανιστεί όπως πράγματι είναι». Τα πολιτισμένα άτομα εμφανίζονται ευγενικά και γοητευτικά, αλλά στο βάθος είναι γεμάτα φόβο, καχυποψία, μίσος, προδοσία και κυνισμό. Είναι σαν μαριονέτες που τις κινεί η τάση για συμμόρφωση με τα κοινωνικά ήθη. Η ιστορία της ανθρωπότητας δεν είναι μια εξέλιξη αλλά ένας εκφυλισμός. το συμβόλαιο στο οποίο βασίζεται η κοινωνία πρέπει να διασφαλίζει ταυτοχρόνως την ατομική ελευθερία και το σεβασμό των κοινών κανόνων. Η κοινωνική τάξη είναι ένα ιερό δικαίωμα που λειτουργεί ως βάση για όλα τα άλλα. Ωστόσο αυτό το δικαίωμα δεν προέρχεται από την φύση αλλά βασίζεται σε συμβάσεις. Πρέπει να ξέρουμε λοιπόν ποιες είναι αυτές οι συμβάσεις του συμβολαίου. Οι κανόνες του συμβολαίου είναι απρόσωποι, υποχρεωτικοί για όλα τα μέλη της κοινωνίας.  Οι κανόνες αυτοί είναι ολοκληρωτικά  καθορισμένοι από τη φύση της πράξης έτσι ώστε μία μετατροπή θα τα έκανε ανώφελα και θα τους στερούσε  την οποιαδήποτε αποτελεσματικότητα. Αν και δεν έχουν απαγγελθεί ποτέ επισήμως αυτοί είναι παντού οι ίδιοι και αναγνωρισμένοι, μέχρι τη στιγμή κατά την οποία αν το κοινωνικό συμβόλαιο παραβιαστεί, ο καθένας θα επανέλθει στα αρχικά τους δικαιώματα και θα ξαναβρεί την φυσική του ελευθερία, χάνοντας την συμβατική του ελευθερία, για την απόκτηση της οποίας είχε απαρνηθεί την πρώτη. Τέλος, ο καθένας, καθώς προσφέρει τον εαυτό του σε όλους, δεν τον προσφέρει σε κανέναν και δεδομένου ότι δεν υπάρχει κανείς συμβαλλόμενος επί του οποίου δεν αποκτά το ίδιο δικαίωμα που παραχωρεί στους άλλους επί του εαυτού του. Κερδίζει το αντίστοιχο όλων αυτών που χάνει και μια μεγάλη δύναμη για να διατηρήσει αυτό που έχει».

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑ ΕΊΝΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΑΠ' ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΜΟΡΦΕΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ;
Ο Ρουσσώ παίρνει με σφοδρό τρόπο θέση ενάντια στις πρακτικές της δημοκρατίας, το κοινό καλό δεν μπορεί να καθοριστεί από το απλό στατιστικό σύνολο των ατομικών απόψεων, για παράδειγμα με την ψήφο. Επειδή η άθροιση τόσο εγωισμών δεν παράγει καθόλου αλτρουισμό ή κοινωνική συνείδηση. Η κοινωνικοί κανόνες πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ένα ηθικό χρέος και όχι ως μια υποχρέωση την οποία επιβάλει η συνύπαρξη. Το άτομο πρέπει να κοινωνικοποιηθεί, να εγκαταλείψει τον ατομικισμό για να μετατραπεί σε ένα ον συλλογικό, ικανό να σκέφτεται τους άλλους ως ένα σκοπό. Η κοινωνία πρέπει να κυβερνάται αποκλειστικά στη βάση του κοινωνικού συμφέροντος.
Ο ίδιος υποστηρίζει ότι καθώς η κυριαρχία δεν είναι τίποτα άλλο από την άσκηση της γενικής  βούλησης, αυτή δεν μπορεί ποτέ να αποξενωθεί και ότι ο ηγεμόνας δεν μπορεί να εκπροσωπηθεί από τίποτα άλλο παρά μόνο από τον εαυτό του. Η ισχύς μπορεί να διαβιβαστεί όχι όμως και η βούληση. Αν επομένως ο λαός υπόσχεται απλά να υπακούει, με αυτή την πράξη αυτός διαλύεται, χάνει την ιδιότητα του λαού. Από τη στιγμή που θα υπάρξει αφέντης δεν θα υπάρχει ηγεμόνας, και από εκείνη τη στιγμή το πολιτικό σώμα καταστρέφεται. Συχνά υπάρχει μία μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη βούληση όλων των ατόμων και στη γενική βούληση: η μία στοχεύει μόνο στο κοινό συμφέρον ενώ η άλλη στοχεύει στο ατομικό συμφέρον και δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα σύνολο ατομικών βουλήσεων. Μπορεί ο κάποιος να πει λοιπόν ότι δεν υπάρχουν πια τόσοι ψηφοφόροι όσοι είναι οι άνθρωποι αλλά μόνο όσοι είναι οι συνασπισμοί. Οι διαφορές γίνονται λιγότερες και δίνουν ένα αποτέλεσμα λιγότερο γενικό. τέλος όταν ένας από αυτούς τους συνασπισμούς είναι τόσο μεγάλος που ξεπερνά όλους τους άλλους δεν έχει πλέον ως αποτέλεσμα ένα σύνολο μικρών διαφορών, αλλά μία και μόνη διαφορά. Δεν υπάρχει πλέον μια γενική βούληση και η άποψη που έχει το πλεονέκτημα δεν είναι παρά μια ατομική άποψη. Τέλος ο ίδιος ισχυρίζεται πως για να έχουμε την αληθινή έκφραση της γενικής βούλησης, δεν πρέπει να υπάρχει στο κράτος κάποια προκατειλημμένη κοινωνία και ο κάθε πολίτης πρέπει να σκέπτεται με το δικό του μυαλό.
ΠΩΣ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ Η ΓΛΩΣΣΑ;
Πολύ βασικός προβληματισμός, στον ο ποίο ο Ρουσσώ αναφέρθηκε αρκετά, αποτελεί η γένεση και η εξέλιξη της ανθρώπινης γλώσσας επικοινωνίας.
Ο Ρουσσώ πίστευε πως η γλώσσα γεννήθηκε με την παρότρυνση των αισθημάτων, όχι λόγω της κοινωνικής χρησιμότητας όπως είχε υποστηρίξει ο Δημόκριτος. Για να αντιμετωπίσουμε όλα τα πρακτικά προβλήματα της ζωής μας αρκούν οι χειρονομίες και οι ενέργειες, οι λέξεις γίνονται αναπόφευκτες μόνο στις περιπτώσεις που θέλουμε να εκφράσουμε την αγάπη ή το μίσος. Το πρώτο λεξιλόγιο των ανθρώπων ήταν επομένως ποιητικό, εκφραστικό, συνδεδεμένο με τις καταστάσεις της ψυχής. Μετά ήρθαν οι γραμματικές οι οποίες κέρδισαν σε σαφήνεια αλλά έχασαν σε ποιητικότητα. Οι πιο ελκυστικές γλώσσες γεννήθηκαν στο νότο οπού το κλίμα ήταν ήπιο και ήταν πιο μελωδικές στο άκουσμα σε αντίθεση με τον βορρά οπού ήταν σκληρότερες  λόγω των δυσκολιών της επιβίωσης. Η περιπλοκότητα των σύγχρονων γλωσσών δεν είναι ένδειξη προόδου αλλά εκφυλισμού. Η σύγχρονη γλώσσα επινοήθηκε για να ψεύδεται και να εξαπατά. Η εξέλιξη της γλώσσας  μας παραποιεί ότι βιώνουμε.

Οίδιος έγραψε «Η Αθήνα  έγινε η εστία της ευγένειας και της καλαισθησίας, η χώρα των ρητόρων και των φιλοσόφων. Η κομψότητα των κτιρίων αντιστοιχούσε στην κομψότητα της γλώσσας . από την Αθήνα αναδύθηκαν όλα εκείνα τα εντυπωσιακά έργα που θα χρησιμεύσουν ως πρότυπα σε όλες τις διεφθαρμένες εποχές. Ο πίνακας της Λακεδαιμονίας είναι λιγότερο  λαμπερός. Εκεί, έλεγαν οι άλλοι λαοί « οι άνθρωποι γεννιούνται ενάρετοι.»από τους κατοίκους της δεν μας απομένει πάρα μόνο η ανάμνηση των ηρωικών τους πράξεων. Άραγε τέτοια μνημεία αξίζουν λιγότερο για εμάς απ' όσο τα παράξενα μάρμαρα που μας άφησε η Αθήνα.

Η ΑΝΩΤΕΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΓΟΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ.
Καθώς οι ιδέες και τα συναισθήματα διαδέχονται το ένα το άλλο, το ανθρώπινο γένος συνεχίζει να εξημερώνεται, οι δεσμοί γίνονται πιο στενοί και διευρύνονται οι σχέσεις των ανθρώπων. Η δημόσια εκτίμηση αρχίζει να αποκτά αξία αφού ο καθένας αρχίζει να κοιτάζει τους άλλους και ταυτόχρονα θέλει να τον κοιτάζουν και αυτόν. Ο πιο όμορφος, ο πιο δυνατός, ο πιο επιδέξιος, αυτός που τραγουδάει, αυτός που χορεύει καλύτερα από όλους γίνεται ο πιο αξιοσέβαστος και αυτό είναι το πρώτο βήμα προς την ανισότητα και ταυτόχρονα προς την διαστροφή. Έτσι γεννιέται αφενός η ματαιοδοξία και η περιφρόνηση αφετέρου η ντροπή και ο φθόνος.  Μόλις οι άνθρωποι αρχίζουν να εκτιμούν ο ένας τον άλλο και γεννιέται η ιδέα του συλλογισμού όλοι αξιώνουν ότι έχουν δικαίωμα σε αυτών και πλέον κανείς δεν μπορεί να ενεργεί χωρίς αυτών ατιμωρητί. Γεννιούνται έτσι οι πρώτοι κανόνες και η αδικία γίνεται παράβαση. Η προστασία του κοινωνικού κύρους λοιπόν, έχει ως αποτέλεσμα την γέννηση της εθιμοτυπίας, των νόμων, της εκδίκησης.  Οι άνθρωποι όταν ασχολούνταν μόνο με έργα που μπορούσαν να κάνουν μόνοι τους και με τέχνες που δεν απαιτούσαν την συνδρομή άλλων χεριών (να ράβουν τα ενδύματα τους, να στολίζονται με φτερά και όστρακα, να ζωγραφίζουν το σώμα τους, να διακοσμούν τα τόξα και τα βέλη τους) αυτοί θεωρούνταν ελεύθεροι, υγιείς, καλοί και ευτυχισμένοι. Αλλά από την στιγμή κατά την οποία ο άνθρωπος είχε ανάγκη από την βοήθεια ενός άλλου, μόλις συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να είναι χρήσιμη για έναν μόνο άνθρωπο να έχει προμήθειες που θα έφταναν για δύο, η ισότητα εξαφανίστηκε, γεννήθηκε η περιουσία, η εργασία έγινε απαραίτητη και τα απέραντα δάση μετατράπηκαν σε αγρούς που έπρεπε να πλυθούν από τον ιδρώτα των ανθρώπων και στους οποίους πολύ σύντομα φύτρωσε η σκλαβιά και η δυστυχία. Από την καλλιέργεια της Γής προέρχεται απαραίτητα ο διαμοιρασμός της και από την αναγνώριση της περιουσίας οι πρώτοι κανόνες της δικαιοσύνης. Ο πρώτος άνθρωπος που, έχοντας περιφράξει ένα κομμάτι Γής, είχε την ιδέα να αναφωνήσει «αυτό είναι δικό μου»και βρήκε και άλλους ευφυείς να τον πιστέψουν, εκείνος ήταν ο πραγματικός ιδρυτής της πολιτισμένης κοινωνίας.

Βάσει αυτού του συλλογισμού, ο Ρουσσώ αναρωτιέται: «Άραγε από πόσους πολέμους, πόσες δυστυχίες, πόσους φόνους, πόσα αδικήματα θα είχε γλυτώσει το ανθρώπινο γένος αν κάποιος είχε φωνάξει στους όμοιους τους«μην ακούτε αυτόν τον απατεώνα. Αν ξεχάσετε ότι οι καρποί της Γης είναι για όλους και ότι η Γη δεν είναι κανενός, είστε χαμένοι;», είναι αδύνατο να συλλάβουμε την ιδέα μιας περιουσίας που προέρχεται από κάποια άλλη πηγή, η οποία δεν είναι η χειρονακτική εργασία. Πράγματι δεν βλέπουμε τι θα μπορούσε να προσφέρει παραπάνω ο άνθρωπος εκτός  από την δουλεία του για να αποκτήσει πράγματα που δεν έχουνε δημιουργηθεί από αυτόν. Μόνο η δουλεία δίνει στον καλλιεργητή δικαίωμα στο προϊόν της Γής που καλλιεργεί, του παρέχει επίσης δικαίωμα στο κτήμα, δικαίωμα στην συγκομιδή και έτσι κάθε χρόνο η κατοχή γίνεται συνεχής και μετατρέπεται εύκολα σε περιουσία.  Η ιδιωτική περιουσία έχει αναπτύξει τον ατομισμό και την επίδειξη του εαυτού μας. Η ανάγκη για τους άλλους ανέπτυξε την κοινωνική υποκρισία. Ο άνθρωπος από εκεί που ήταν ελεύθερος και ανεξάρτητος τώρα είναι υποταγμένος στο πλήθος των νέων αναγκών. Κατά μία έννοια γίνεται σκλάβος ακόμα και αν είναι αφέντης, η άπληστη φιλοδοξία, η επιθυμία να αυξήσουμε την ιδιωτική μας περιουσία, όχι τόσο από μία πραγματική ανάγκη όσο για να είμαστε σε ανώτερη θέση από τους άλλους, εμπνέει σε όλους τους ανθρώπους μια θλιβερή τάση να βλάπτουν ο ένας τον άλλο, έναν μυστικό φθόνο, για να φτάσει με μεγαλύτερη σιγουριά στον στόχο του. Αφενός μας διακατέχει ένα πνεύμα ανταγωνισμού και αντιπαλότητας και αφετέρου μια σύγκρουση συμφερόντων και πάντα η κρυφή επιθυμία να πραγματοποιήσουμε το δικό μας όφελος εις βάρος άλλων. Η διακυβέρνηση και οι νόμοι φροντίζουν για την ασφάλεια και την ευζωία των ανθρώπων, οι επιστήμονες, τα γράμματα και οι τέχνες, λιγότερο δεσποτικές και ίσως πιο ισχυρές απλώνουν λουλουδένιες γιρλάντες πάνω στις σιδερένιες αλυσίδες που τους βαραίνουν, καταπνίγουν το συναίσθημα της πρωταρχικής ελευθερίας για την οποία φαίνεται ότι είναι γεννημένοι, τους κάνουν ν' αγαπούν τη σκλαβιά τους και τους μετατρέπουν σε αυτό που αποκαλούμε εξευγενισμένους λαούς. Η ανάγκη ήταν εκείνη που γέννησε τους θρόνους, οι επιστήμες και τέχνες ήταν εκείνες που τους εδραίωσαν.»

ΤΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΑΠΌ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ.
Το Μπέστ Σέλερ  νέα Ελοϊζα ένα έργο το οποίο γράφτηκε μεταξύ του 1756 και 1758 είναι ένα ερωτικό και φιλοσοφικό παραμύθι το οποίο διατυπώνει νέες ιδέες για την ελευθερία, την κατά φύση ζωή, την θρησκεία σαν άρνηση της δεισιδαιμονίας και της μισαλλοδοξίας.
Ένα πολύ σημαντικό απόσπασμα από το βιβλίο νέα Ελοϊζα αναφέρει: «Κανένας αληθινός πιστός δεν μπορεί ποτέ να είναι μισαλλόδοξος η διώκτης. Αν ήμουν δικαστής και αν ο νόμος προέβλεπε την ποινή του θανάτου για τους άθεους, θα έκαιγα σαν άθεο οποιονδήποτε που θα ερχότανε να καταγγείλει έναν άλλο».  Από όλα τα παραπάνω οι αρχές ενοχλούνται και σε σύντομο χρονικό διάστημα ζητούν την καταδίκη του έργου. Η υπόθεση του μυθιστορήματος είναι η ακόλουθη: η Ιουλία, μια θρησκευόμενη κοπέλα με υγιείς ηθικές αρχές, μόλις ενηλικιώνεται και η μητέρα της η Βαρόνη ντ΄ Ετάνζ  προσλαμβάνει τον νεαρό και γοητευτικό Σαιν- Πρε σαν παιδαγωγό ανάμεσα στους δύο νέους γεννιέται μια συμπάθεια που πολύ γρήγορα γίνεται αγάπη και τελικά αληθινό πάθος. Όταν η μητέρα της ανακαλύπτει τον ερωτά τους, πεθαίνει από συγκοπή καρδίας και ο πατέρας της αποφασίζει να σκοτώσει τον Σαιν - Πρε ο οποίος τελικά δραπετεύει για να αρχίσει τις περιηγήσεις του στον κόσμο. Τότε ο Βαρόνος αναγκάζει την κόρη του να παντρευτεί τον Βολμάρ έναν άνθρωπο τίμιο, μεγαλόψυχο, με πολλά προτερήματα αλλά άθεο. Το ζευγάρι αποκτά παιδία και ζει ειρηνικά. 

Η Ιουλία εξακολουθεί να έχει μυστική αλληλογραφία με τον Σαιν- Πρε και τελικά ομολογεί την ενοχή της στον σύζυγο της, που όχι μόνο την συγχωρεί αλλά και για να της δήξει την εμπιστοσύνη του, δέχεται τον Σαιν- Πρε στο σπίτι του σαν παιδαγωγό.  Οι δύο πρώην εραστές ζουν με την ανάμνηση του παρελθόντος χωρίς όμως να προδώσουν την εμπιστοσύνη του συζύγου.  Όταν η Ιουλία πεθαίνει, από μια πνευμονία προσπαθώντας να σώσει το παιδί της, αφήνει στον Βολμάρ ένα ανοιχτό γράμμα για τον Σαιν Πρε όπου βεβαιώνεται ότι ο παιδαγωγός υπήρξε ο μοναδικός ερωτάς της.
Ο Αιμίλιος ένα παιδαγωγικό μυθιστόρημα  το οποίο γράφτηκε το 1762 συνοψίζει τις παιδαγωγικέ ιδέες οι οποίες απορρίπτουν όλες τις πατροπαράδοτες εκπαιδευτικές μεθόδους που βασίζονται στην κατάπνιξη κάθε φυσικού ενστίκτου και στην αγωγή του παιδιού με την προοπτική ότι θα ζήσει σε μια αυταρχική κοινωνία.
«Τα παιδιά, υποστηρίζει ο Ρουσώ, πρέπει να περνούν την νηπιακή του ηλικία μέσα στην οικογένεια αμέσως μετά πρέπει να απομακρύνονται από το οικογενειακό περιβάλλον για να ζήσουν στην ύπαιθρο και να αναπτύσσονται σε προσεκτικά ελεγχόμενο περιβάλλον γιατί οι αρχικέ παρορμήσεις και τα ένστικτα του ανθρώπου είναι καλά. Αυτή είναι η βάση της φιλοσοφίας του, που έρχεται σε φανερή αντίθεση με την χριστιανική διδασκαλία για το προπατορικό αμάρτημα. Το παιδί θα πρέπει να ζήσει σε στενή επαφή με την φύση και να μάθει από την ίδια την φύση τις γνώσεις που του είναι απαραίτητες, για μια ισορροπημένη σωματική και ψυχική ανάπτυξη. 
Ένα βιβλίο που θα του επιτρέπεται να διαβάζει είναι ο Ροβησώνας Κρούσος, το οποίο είναι γεμάτο από πρακτικές γνώσεις. Μόνο γύρο στα 18, ο νέος θα μπορέσει τελικά να δεχτεί θρησκευτική διδασκαλία, διαποτισμένη με κάποιο σκεπτικισμό, μετριασμένο από την πεποίθηση ότι η θρησκεία είναι χρήσιμη στον άνθρωπο για την εσωτερική του καλλιέργεια. Όταν θα είναι πια έτοιμος να αντιληφθεί πιο σύνθετες, αφηρημένες ιδέες, θα διδάσκεται ιστορία και ηθική. Όλος ο κόσμος του Αιμίλιου θα γίνει ένα είδος τάξης και εργαστηρίου όπου θα μαθαίνει τα πάντα μέσω της ανακάλυψης. Σε αυτό υποστήριξε ότι η εκπαίδευση πρέπει να βασίζεται στην προσωπική αναζήτηση του διδασκόμενου και μόνο. Ο δάσκαλος δεν πρέπει να λειτουργεί σαν αυθεντία, αλλά χρειάζεται μόνο να θέτει ερωτήματα και να οδηγεί το μαθητή στην ανακάλυψη των απαντήσεων.  Όταν πια γίνει ενήλικος, ο μαθητής είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει ένα νέο κεφάλαιο, το τελευταίο, της εκπαιδεύσεως του: το σεξουαλικό, που θα τον οδηγήσει στην δημιουργία της οικογένειας. Ενθαρρύνεται να πιστέψει ότι οι σεξουαλικές ορμές πρέπει πάντα να συνδέονται με το συναίσθημα του έρωτα και να εκφράζονται μόνο στο πλαίσιο του ιερού θεσμού του γάμου. Το γυναικείο φύλο έχει εκπαίδευση παρόμοια με αυτή του Αιμίλιου, χωρίς όμως την επιστημονική διάσταση. Εκείνη έχει εκπαιδευτεί στα οικιακά καθήκοντα και έχει προετοιμαστεί να διαπρέψει ως σύζυγος και μητέρα. Ο Αιμίλιος απαγορεύτηκε και κάηκε στο Παρίσι και τη Γενεύη αμέσως μόλις κυκλοφόρησε, λόγω της ενότητας «Η εξάσκηση της πίστης από τον εφημέριο της Σαβοΐας», αλλά παρά την κακή του φήμη, ή ίσως εξαιτίας αυτής, έγινε πολύ γνωστό βιβλίο στην Ευρώπη. Κατά τη Γαλλική Επανάσταση, ο Αιμίλιος αποτέλεσε την έμπνευση για την αναδόμηση του εθνικού εκπαιδευτικού συστήματος της Γαλλίας.
Το κοινωνικό συμβόλαιο άρχισε να γράφεται 1743- 1744 το διάστημα που βρίσκονταν στην Βενετία. Την περίοδο αυτή ο Ρουσώ εγκαταλείπει το αρχικό του σχέδιο για την ολοκλήρωση του έργου του πολιτικοί θεσμοί και γράφει το Κοινωνικό συμβόλαιο βασισμένο στις σκέψεις του πάνω στην σχέση ανθρώπου- κράτους.
Το πρώτο ερώτημα  που θέτει  είναι ότι «Ο άνθρωπος γεννιέται ελεύθερος και  παντού είναι αλυσοδεμένος» με την βεβαίωση αυτή αρχίζει η κοινωνικοπολιτική πραμάτεια του Ρουσώ, που ενέπνευσε τους υπέρμαχους των δημοκρατικών καθεστώτων όλης της Ευρώπης. Κατά τον Ρουσώ, ο άνθρωπος γεννιέται « εκ φύσεως καλός» , αλλά ένα κακοδιοικούμενο κράτος τον κάνει «κακό». Η διαπίστωση όμως δεν οδηγεί στην διατύπωση θεωρίας  για επιστροφή στην πρωτόγονη κατάσταση, ούτε στην πρόβλεψη μιας επανάστασης. Από την παραπάνω διαπίστωση προέρχεται μάλλον η έξαρση των «μικρών κρατών» ( το μεγάλωμα ενός κράτους
Ετικέτες: ΖΑΝ-ΖΑΚ ΡΟΥΣΣΩ, ΠΑΙΔΕΙΑ, ΦΥΣΗ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΒΟΥΛΗΣΗ, ΓΛΩΣΣΑ, ΠΡΟΟΔΟΣ
Πηγή: http://philipposphilios.com
Ανιχνευτής ο Δόκιμος Επικούρειος Πέπος.       

Η ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ ΣΕ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΚΑΙ ΧΙΟΥΜ

Καταρχήν, πριν ξεκινήσουμε την ανάλυσή μας με τις προσεγγίσεις του Αριστοτέλη και του Hume στο ζήτημα της αιτιότητας είναι αναγκαίο να κατανοηθεί η έννοια αυτής. Όταν κάποιος κάνει λόγο για αιτιότητα αναφέρεται στη σχέση μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος, δηλαδή στο πως κάτι επιδρά στο διπλανό του. Η έννοια της αιτιότητας είναι παλαιότερη του Αριστοτέλη, την συναντούμε ήδη στον φιλόσοφο Αναξίμανδρο από τη Μίλητο ο οποίος σημειώνει: «όλα τα πράγματα πληρώνουν ανάμεσά τους ποινή και αποζημίωση για την αδικία που παθαίνουν σε τακτά χρονικά διαστήματα». Μέσα από την μελέτη της αιτιότητας κερδίζουμε γνώση, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για την απόκτηση δύναμης πάνω στη φύση. Εάν δηλαδή γνωρίζουμε τα αίτια κάποιων ανεπιθύμητων γεγονότων που διαδραματίζονται στη φύση, όπως πυρκαγιές, πλημμύρες ή σεισμοί μπορούμε να προσπαθήσουμε να τα αποτρέψουμε από το να συμβούν.

Τη συζήτηση γύρω από την αιτιότητα τη διακρίνουμε σε δύο μέρη, το ένα είναι το μεταφυσικό και το άλλο, το γνωσιολογικό. Το πρώτο μέρος είναι η φύση της σύνδεσης ανάμεσα στην αιτία και του αποτέλεσμα. Η απάντηση δηλαδή στο ερώτημα πώς η αιτία θα φέρει το αποτέλεσμα. Το δεύτερο κομμάτι είναι το επιστημονικό μέρος το οποίο ασχολείται με το ερώτημα εάν και κατά πόσο είναι δυνατή η αιτιακή γνώση. Κι αν τελικά αυτή είναι δυνατή με ποιο τρόπο μπορεί να αποκτηθεί.
Προσέγγιση του ζητήματος της αιτιότητας από τον Αριστοτέλη
Εκείνος που έθεσε τις βάσεις του αιτίου και του αιτιατού ήταν ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.). Η έννοια της αιτιότητας αποτελεί ένα από τα κεντρικότερα ζητήματα που ασχολείται ο Αριστοτέλης στα βιβλία του Φυσικά αλλά και Μετά Φυσικά. Για τον Αριστοτέλη κάθε γεγονός έχει και μια αιτία και η γνώση των αιτιών αυτών είναι επιστήμη. Στο Β' βιβλίο του στα Φυσικά αναφέρει ότι για οποιοδήποτε αποτέλεσμα είναι αναγκαία τέσσερα αίτια φυσικών διαδικασιών από τα οποία κανένα ποτέ δεν είναι επαρκές από μόνο του. Συνοπτικά τα τέσσερα αυτά αίτια είναι : το υλικό αίτιο που αφορά την ύλη από την οποία αποτελείται ένα αντικείμενο, το ποιητικό αίτιο το οποίο αναφέρεται σε εκείνο που δημιούργησε το αντικείμενο, το ειδικό ή μορφικό αίτιο που είναι το είδος ή η μορφή του αντικειμένου και το τελικό αίτιο το οποίο αναφέρεται στο σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκε κάτι.
Για να κατανοηθούν καλύτερα τα τέσσερα αίτια που παρουσιάζει ο Αριστοτέλης είναι σκόπιμο να χρησιμοποιηθούν παραδείγματα. Έστω ότι το παράδειγμά μας είναι το αποτέλεσμα της δημιουργίας ενός τραπεζιού. Το υλικό αίτιο στην περίπτωση αυτή θα είναι το υλικό από το οποίο έχει φτιαχτεί το συγκεκριμένο τραπέζι (γυαλί, ξύλο, μέταλλο). Το ποιητικό αίτιο θα είναι ο επιπλοποιός, ο άνθρωπος δηλαδή που κατασκεύασε το τραπέζι. Ειδικό ή μορφικό αίτιο είναι η μορφή, το σχήμα ακόμα και το χρώμα που χαρακτηρίζει την ιδιαιτερότητα του τραπεζιού αυτού. Το τελικό αίτιο έχει να κάνει με το σκοπό, το λόγο για τον οποίο δημιούργησε ο τεχνίτης το τραπέζι αυτό. Θα μπορούσε έστω στο συγκεκριμένο παράδειγμα να είναι το τελικό αίτιο η εκτέλεση μιας παραγγελίας ή η χρησιμοποίηση του τραπεζιού στο σπίτι του επιπλοποιού για την τοποθέτηση του φαγητού. Αυτό το παράδειγμα αντιπροσωπεύει τη λειτουργία των αιτιών στις ανθρώπινες δημιουργίες.
Στρεφόμενοι στα έργα της φύσης αντιλαμβανόμαστε ότι γίνεται επιτακτικό το ερώτημα γύρω από τη λειτουργία αλλά και παρουσία του τελικού αιτίου. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης είναι αυτό του βελανιδιού που πέφτει στο έδαφος και με τις κατάλληλες συνθήκες, όπως το φως του ήλιου και η θρέψη της γης το βοηθούν να εξελιχθεί σε βελανιδιά. Ο Αριστοτέλης λέει εδώ πως το βελανίδι κρύβει μέσα του τη βελανιδιά, μέσα του ο σπόρος δηλαδή, περιέχει το σκοπό. Η εξέλιξη του σπόρου σε βελανιδιά είναι την ίδια στιγμή τελικό αλλά και μορφικό αίτιο, καθώς η μορφή η τελική του, είναι να γίνει βελανιδιά όπως και ο προορισμός του.
Αν ο σπόρος ήταν παρμένος από ένα καλαμπόκι, που θα το φύτευε και θα τον έθρεφε ο άνθρωπος, θα καταλήγαμε με ένα διαφορετικό τελικό προϊόν, ένα καλαμπόκι. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, το τέλος που πρόκειται να επιτευχθεί και η μορφή που πρόκειται να πάρει ο σπόρος καθώς θα αναπτυχθεί βρίσκονται εκεί από την αρχή, μέσα στο σπόρο, που με την απαραίτητη φροντίδα εξελίσσεται σε ένα ώριμο φυτό. Δεν είναι ενεργητικά παρόντα, γιατί ειδάλλως το βελανίδι θα ήταν βελανιδιά. Είναι όμως δυνητικά παρόντα (εν δυνάμει βελανιδιά). Η διαφορά βρίσκεται στη δυνατότητα που υπάρχει στο σπόρο και συντελεί ώστε το ένα σπέρμα να εξελιχθεί με έναν τρόπο και το άλλο σπέρμα να εξελιχθεί με έναν άλλο. Ο Αριστοτέλης έλεγε ότι η «εντελέχεια» του ενός σπέρματος είναι διαφορετική από την «εντελέχεια» του άλλου. Είναι αυτό που σήμερα ονομάζουμε γενετικό κώδικα στο σπέρμα ο οποίος του δίνει μια σειρά από οδηγίες για την ανάπτυξη και την εξέλιξη του, η όποια διαφέρει από τη σειρά οδηγιών που δίνεται από τον γενετικό κώδικα στο άλλο σπέρμα.
Ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι η γνώση του σκοπού της λειτουργίας πολλών πραγμάτων είναι αναγκαία ώστε να καταλάβουμε την λειτουργία τους. Για να εξηγήσουμε κάτι όπως το γιατί ένα εργαλείο είναι φτιαγμένο με ένα συγκεκριμένο τρόπο, θα πρέπει να αναζητήσουμε το σκοπό του εργαλείου, ποια είναι η λειτουργία του. Στον κόσμο του Αριστοτέλη δεν υπάρχει τίποτε το τυχαίο, αλλά όλα είναι οργανωμένα και έχουν κάποιο σκοπό. Κάθε πράγμα εξελίσσεται ώσπου να φτάσει στο τέλος που του καθορίζεται από τη φύση.
Ο Αριστοτέλης δεν δέχθηκε το ενδεχόμενο της αρχής του σύμπαντος, ότι δηλαδή προέκυψε μια δεδομένη χρονική στιγμή, καθώς ήταν υπέρμαχος της αντίληψης ότι τίποτα δεν δημιουργείται από το μηδέν. Το σύμπαν για εκείνον είναι αιώνιο, μια τεράστια σφαίρα την οποία την χωρίζει ένα σφαιρικό κέλυφος όπου είναι τοποθετημένη η Σελήνη στα δυο. Ο Αριστοτέλης πίστευε ακόμη, πως η φύση ενός πράγματος αποτελεί την εσωτερική πηγή του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς του, καθώς και κύριο αίτιο των μεταβολών που μπορεί να υποστεί. Τα πάντα είναι αποτέλεσμα της φύσης, τίποτα δεν έχει τυχαία ή τεχνητή προέλευση. Εφόσον λοιπόν για την φυσική μεταβολή όλων των πραγμάτων καθοριστικός παράγοντας είναι η φύση τους, είναι επόμενο η μελέτη της να παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Στην περίπτωση που τα πάντα βρίσκονταν στον φυσικό τους τόπο και καμιά εξωτερική δύναμη δεν εφαρμοζόταν στα πράγματα, τότε φαίνεται κατά τον Αριστοτέλη ότι ο κόσμος θα παρέμενε στάσιμος, αυτό όμως δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει καθώς όλα τα φυσικά πράγματα βρίσκονται πάντοτε σε κατάσταση μεταβολής. Εδώ εντοπίζεται και ο πραγματικός δυναμισμός του αριστοτελικού κόσμου, στη φύση του αντικειμένου και όχι στην τοποθεσία του. Αυτό αποτελεί και το κεντρικό αντικείμενο σπουδών στη φυσική φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Η φύση είναι εσωτερική πηγή μεταβολών που πραγματοποιήθηκε σε κάθε φυσικό σώμα.
Ο Αριστοτέλης υποστήριξε την ανάγκη για σαφής διάκριση ανάμεσα στη κατανόησης ενός γεγονότος και στη κατανόησης του λόγου για τον οποίο συνέβη. Γι αυτό χρησιμοποίησε τις λέξεις διότι και αιτία, αν και τα δύο είδη προέρχονται μέσα από παραγωγικό συλλογισμό, εντούτοις μόνο το τελευταίο μπορεί να χαρακτηριστεί επιστημονικό καθώς είναι το μόνο που συνδέεται με τη γνώση των αιτιών. Αξίζει να αναφέρουμε με παράδειγμα τις περιπτώσεις παραγωγικού συλλογισμού που αναφέρονται στα Αναλυτικά Ύστερα: Α:Οι πλανήτες δεν ακτινοβολούν. Ό,τι δεν ακτινοβολεί είναι κοντά. Συνεπώς οι πλανήτες είναι κοντά. Β: Οι πλανήτες είναι κοντά. Ό,τι είναι κοντά δεν ακτινοβολεί. Άρα οι πλανήτες δεν ακτινοβολούν. Πρόκειται για δυο συλλογισμούς που και οι δύο αποτελούν επιχειρήματα της μορφής ( Α=Β και Β=Γ, Άρα Α=Γ). Η διαφορά τους βρίσκεται στο μέσο όρο που παραθέτει μια αιτία. Αυτό που αναζητείται είναι ο αιτιακός σύνδεσμος ενώνει το Α και το Γ.  Αριστοτέλης τονίζει ότι τα επιχειρήματα θα πρέπει να έχουν μια ασυμμετρία. Βέβαια για εκείνον μία πλήρης αιτιακή εξήγηση πρέπει να αναφέρει και τις τέσσερις αιτίες.
Προσέγγιση του ζητήματος της αιτιότητας από τον Ντέιβιντ Χιούμ
Ο Ντέιβιντ Χιούμ (1711-1776) υπήρξε η πιο διακεκριμένη μορφή του σκοτσέζικου πολιτισμού. Διπλά εμπειριστής ο ίδιος άσκησε τεράστια επίδραση και προκάλεσε μεγάλη αναταραχή στους κόλπους της φιλοσοφίας με το βάθος των προβλημάτων που έθεσε. Θεωρούσε ότι η φιλοσοφία είναι εμπειρική επιστήμη και ότι όλα τα ακατέργαστα προϊόντα της σκέψης και της αντίληψης προέρχονται από την αισθητηριακή εμπειρία και συνδέονται μεταξύ τους με συσχετισμούς που συνηθίζουμε να κάνουμε. Από την πείρα μας συνδέουμε το κρύο με τον πάγο και τη ζέστη με τη φωτιά. Εάν όμως δεν είχαμε το βίωμα της ζέστης, τότε δε θα ήταν δυνατό για το νου να συναγάγει το συμπέρασμα ότι η φωτιά παράγει θερμότητα. Η φιλοσοφία του Χιούμ χαρακτηρίζεται ως περιγραφική ψυχολογία. Χρησιμοποιεί τη θεωρία των συνειρμών την οποία δανείζεται από τον Χάρτλεϊ και την επεξεργάζεται κατάλληλα για να καταλήξει στα συμπεράσματά του. Ο νους του ανθρώπου έχει ένα είδος «φυσικής τεμπελιάς» και βασιζόμενος στις πιο εμφανείς ομοιότητες των αισθητηριακών εμπειριών προχωρά σε κατηγοριοποίηση και ταξινόμησή τους αδιαφορώντας για επιμέρους χαρακτηριστικά. Σε συνδυασμό με τη συνήθεια που παίζει βασικό ρόλο προχωράει σε συσχετισμό των ιδεών.
Η σημαντικότερη συνεισφορά του Χιουμ αφορά την αποκαθήλωση της σχέσης αιτιότητας. Γνωρίζοντας ότι στη βάση της αιτιότητας στηρίζεται η βεβαιότητά μας για τον κόσμο, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η αμφισβήτηση που πρόβαλε ο Χιουμ στην έννοια αυτή, προκάλεσε ισχυρό χτύπημα στα θεμέλια της γνώσης. Αρχικά, ας δούμε ποιές είναι οι τρεις συνθήκες για τη λειτουργία όλων των αιτιών: α) η συνάφεια στο χώρο και στο χρόνο, β) η προτεραιότητα στο χρόνο της αιτίας, ότι δηλαδή, πρώτα λαμβάνει χώρα η αιτία και κατόπιν ακολουθεί το αποτέλεσμα και γ) η σταθερή σύζευξη αιτίας και αποτελέσματος, ότι κάθε φορά που θα χτυπάω μια μπάλα σε μια άλλη, θα συμβαίνει πάντοτε το ίδιο. Η τρίτη συνθήκη είναι ιδιαιτέρως σημαντική, καθώς από μόνη της η διαδοχή γεγονότων δεν είναι αρκετή για τη θεμελίωση αιτιακής σχέσης. Η νύχτα διαδέχεται τη μέρα, δεν σημαίνει όμως απαραίτητα ότι η νύχτα είναι αιτία της μέρας.
Αυτό που ονομάζεται αναγκαία σχέση, για τον Χιουμ αποτελεί απλώς μια γενίκευση προγενέστερων εμπειριών. Παρ'ότι γνωρίζουμε και είμαστε βέβαιοι για την ισχύ ενός φυσικού νόμου, όπως είναι η θερμοκρασία στην οποία εξατμίζεται το νερό, καθώς όσες φορές έγινε το συγκεκριμένο πείραμα παρατηρήθηκε το ίδιο φαινόμενο, εντούτοις δεν μπορεί να ισχύει εξίσου για το μέλλον. Η ψυχολογική μας προδιάθεση στηριζόμενη στη συνήθεια και την παρατήρηση επαναλαμβανόμενων φαινομένων στο παρελθόν μας οδηγεί να πιστεύουμε ότι η φύση λειτουργεί ομοιόμορφα. Η σχέση αιτίας και αποτελέσματος είναι μια ψυχολογική σχέση, εφόσον ακόμα και μια διατύπωση ενός φυσικού νόμου στηρίζεται σε παρατηρήσεις ανθρώπων κατά το παρελθόν, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι αν το φαινόμενο αλλάξει τελικά στο μέλλον.
«Υπάρχουν τέσσερα σημαντικά σημεία στην πρωτότυπη ανάλυση της αιτιότητας από τον Χιούμ. Μπορούν να διατυπωθούν ως εξής:
1. Ούτε η λογική ούτε η εμπειρία επιτρέπει να υποστηρίξουμε ότι το μέλλον θα μοιάζει με το παρελθόν.
2. Η αιτία και το αποτέλεσμα πρέπει να είναι διακριτές υπάρξεις, που η καθεμιά να μπορεί να συλληφθεί χωρίς την άλλη.
3. Η αιτιακή σχέση αναλύεται με όρους γειτνίασης, προτεραιότητας και σταθερής σύνδεσης.
4. Το ότι κάθε έναρξη ύπαρξης έχει μια αιτία δεν αποτελεί αναγκαία αλήθεια.
Η κάθε μια από αυτές τις αρχές μπορεί να απομονωθεί από τον ψυχολογικό μηχανισμό εντυπώσεων και ιδεών στον οποίο είναι ενσωματωμένη η πραγματική περιγραφή του Χιουμ. Καθεμιά εξ αυτών δικαιούται, και έχει υποβληθεί σε, εξονυχιστική φιλοσοφική εξέταση. Κάποιες από αυτές υπέστησαν, την ερευνητική κριτική του Καντ, ενώ άλλες τροποποιήθηκαν ή απορρίφθηκαν από πιο σύγχρονους φιλοσόφους. Όμως, η ατζέντα της συζήτησης για την αιτιακή σχέση παραμένει μέχρι σήμερα όπως την όρισε ο Χιούμ»
Αν και εκ διαμέτρου διαφορετικές οι προσεγγίσεις του ζητήματος της αιτιότητα από τους δυο φιλόσοφους τον Αριστοτέλη και τον Χιούμ, οι προτάσεις και των δυο επηρέασαν τη σκέψη και τις θεωρίες πολλών μεταγενέστερων φιλόσόφων τους και δημιούργησαν ακραία και αντίθετα ρεύματα όπως εκείνα του ντετερμινισμού και της απροσδιοριστίας. Οι απόψεις του Αριστοτέλη έγιναν οι περισσότερες αποδεκτές στα μετέπειτα χρόνια και κυρίως κατά το Μεσαίωνα. Κυρίως έγινε αποδεκτό ως απόλυτο ποιητικό αίτιο ο Θεός. Η Αριστοτελική αρχή της αιτιότητας επικράτησε αρκετά στη φιλοσοφική σκέψη μέχρι να την υποβάλλει σε αυστηρή κριτική, να την απομυθοποιήσει και να την αναγάγει στην ψυχολογική της διάσταση, από την μεριά των ανθρώπων ο Χιουμ.
*Εργασία Μιχαλούσης Αικατερίνης, ΕΠΟ 22
Ετικέτες: Η ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ ΣΕ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΚΑΙ ΧΙΟΥΜ,
Πηγή:http://philipposphilios.com
Ανιχνευτής ο δόκιμος Επικούρειος Πέπος. 

ΖΗΝΩΝ Ο ΕΛΕΑΤΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ


Η διαλεκτική προσέγγιση του όντος προήλθε ιστορικώς από την πνευματική και πολιτική εξέλιξη στις αρχαίες ελληνικές πόλεις του 5ου αιώνα π.Χ. Κατά πρώτον η Διαλεκτική νοούνταν ως η τέχνη του διαλόγου με βάση τις ερωτήσεις και απαντήσεις. Ήταν δηλαδή μία άποψη ή μορφή της Ρητορικής τέχνης αναγκαίας στον χώρο της αναπτυσσόμενης πολιτικής κοινωνίας.
ΖΗΝΩΝ Ο ΕΛΕΑΤΗΣ
Ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι πρώτος ο Ζήνων ο Ελεάτης ανακάλυψε την διαλεκτική [Σεξτ. Εμπειρ., Μαθ. 7 {Λογ.} 6-7]. Όμως, τα ουσιαστικά πρωτεία, ενδεχομένως ο ίδιος ο όρος, και, εν πάσει περιπτώσει, η καθιέρωση και ο εμπλουτισμός της έννοιας αυτής οφείλεται στον Πλάτωνα. Στα Μετά τα Φυσικά [987β, 36-37] ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει ότι "οι γαρ πρότεροι διαλεκτικής ου μετείχον". Επειδή το κείμενο αναφέρεται στη σχέση Πλάτωνος-Πυθαγορείων, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι ο Σταγιρίτης δεν περικλείει τον Ζήνωνα τονΕλεάτη στην κατηγορία αυτή, τουλάχιστον ως προς την αρχική μορφή της διαλεκτικής μεθόδου, δηλαδή της μορφής εκείνης του λόγου, όπου γίνεται χρήση λεκτικών επιχειρημάτων για την προσδιορισμό και την απόδειξη του ζητουμένου. Ο Ζήνων ο Ελεάτης, επιδιώκοντας να ισχυροποιήσει την φιλοσοφία του Παρμενίδου, ανέπτυξε μιά σειρά επιχειρημάτων αναιρετικών της κοινής αντιλήψεως για την πολλαπλότητα και την κίνηση. Mε τον τρόπο αυτόν ο Ζήνων επιχειρούσε να βγάζει αντιφατικά συμπεράσματα από τις υποθέσεις και θεωρίες των αντιπάλων και επικριτών της παρμενίδειας φιλοσοφίας. Για παράδειγμα, στην κριτική παρατήρηση ότι η παρμενίδεια άποψη περί του αδυνάτου της κινήσεως είναι εσφαλμένη, ο Ζήνων προσπαθούσε να αποδείξει ότι η αντίθετη άποψη είναι αντιφατική. Όπως παρατηρεί ο Βurnet, "Τα επιχειρήματα του Ζήνωνος δεν είναι απλοί σοφισμοί". Αποτελούν την απαρχή μιάς διανοητικής πορείας, που καταυγάστηκε και διαιωνίσθηκε μέσα από την δύναμη του πλατωνικού λόγου.
ΠΛΑΤΩΝΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
Ουσιαστικός πατέρας της Διαλεκτικής είναι ο Πλάτων, ο οποίος επηρεάσθηκε από τον μεγάλο δάσκαλό του Σωκράτη. Όπως προκύπτει από τα Ξενοφώντος Απομνημονεύματα {ΙV, 5, 12}, ο Σωκράτης είχε χρησιμοποιήσει πρώτος την διαιρετική μέθοδο, την οποία ανέπτυξε περαιτέρω ο Πλάτων στον "Σοφιστή", στηριζόμενος στο ρήμα "διαλέγω", με τα λόγια "και τοδιαλέγεσθαι ονομασθήναι εκ του συνιόντας κοινή βουλεύεσθαι διαλέγοντας κατά γένη τα πράγματα". Όμως, ο όρος Διαλεκτική προκύπτει τόσο από το "διαλέγω", όσο και από το "διαλέγομαι".
Και ο Πλάτων μέχρι την ώριμη ηλικία του αντιμετωπίζει την διαλεκτική μέθοδο κυρίως -αλλά όχι μόνο- κάτω από το πρίσμα του "διαλέγομαι". Ήδη στον "Κρατύλο" {390 C} η Διαλεκτική είναι η μέθοδος των ερωτήσεων και απαντήσεων, "...τον δε ερωτάν και αποκρίνεσθαι επιστάμενον άλλο τι συ καλείς ή διαλεκτικόν;"
Μπορούμε να διακρίνουμε δύο κύριες πλατωνικές προσεγγίσεις της διαλεκτικής: α} Διαλεκτική μέθοδος προς γνώση του όντως όντος {διαλέγομαι}. Στο μεγαλειώδες έργο του Πλάτωνος "Πολιτεία" επισημαίνονται διάφορα ενδιαφέροντα χωρία, τα οποία αποδίδουν τις διάφορες αποχρώσεις της έννοιας της Διαλεκτικής. Τα σημαντικότερα είναι τα εξής
:
*Εργασία του Μιχάλη Δ. Ρέλλου, δημοσιευμένη στην Διεπιστημονική Επιθεώρηση
Ετικέτες: ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ, Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ, ΜΙΧΑΛΗΣ ΡΕΛΛΟΣ, ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ

ΧΕΓΚΕΛ

Το φιλοσοφικό κίνημα που ονομάστηκε γερμανικός ιδεαλισμός έχει ακριβή ημερομηνία γέννησης το 1781, το έτος που δημοσιεύθηκε η Κριτική του καθαρού λόγου του Καντ, ενώ φαίνεται ότι λήγει, τουλάχιστον με την κλασική του μορφή, το 1821, με την έκδοση τηςΦιλοσοφίας του δικαίου του Χέγκελ. Χωρίς να υποτιμήσει κανείς όλους τους στοχαστές που έχουν τη θέση τους στο πνευματικό αυτό κίνημα, για λόγους οικονομίας θα αναφερθούμε στους σημαντικότερους: Φίχτε, Σέλινγκ, Χέγκελ, των οποίων τα έργα, όπου κυρίαρχο ρόλο παίζει η έννοια της ελευθερίας, σφράγισαν τη φυσιογνωμία των φιλοσοφικών προβλημάτων της σύγχρονης δυτικοευρωπαϊκής σκέψης.

Ετσι, η κριτική της θρησκείας, της ιστορίας, της πολιτικής οικονομίας, καθώς και οι νεότερες κοινωνικές θεωρίες, ο βιολογισμός, ο θετικισμός αλλά και η υπαρξιακή οντολογία του Χάιντεγκερ, βρίσκονται σε διάλογο με τον συμπαγή λόγο του γερμανικού ιδεαλισμού.
Ανατρέχοντας εν συντομία στην προϊστορία του διαπιστώνουμε ότι ο γερμανικός στοχασμός θα κάνει τα πρώτα του βήματα στο ορισμένο πλαίσιο της χριστιανικής θεολογίας, ενώ μόνο στη συνέχεια θα ανακαλύψει την οδό που οδηγεί στη φιλοσοφική επιστήμη, ερμηνεύοντας εκ των υστέρων τις απαρχές του από τη σκοπιά της οντολογίας και της νοολογίας. Στην προοπτική αυτή και στην προσπάθειά του να ορίσει την πνευματική του ταυτότητα ο γερμανικός ιδεαλισμός θα στραφεί σε κεφαλαιώδη ζητήματα όπως ο νους, το πνεύμα, η συνείδηση, το εγώ, το υποκείμενο, ανασυντάσσοντας τόσο το περιεχόμενό τους όσο και τη διαπλοκή τους.
Ηδη στη μυστική του θεολογία ο Meister Eckhart, διδάσκοντας ότι ο Πατήρ γεννά τον Υιό του μέσα στην ψυχή μου, κάνει ένα βήμα προς την εσωτερικότητα του ανθρώπου, την οποία θεωρεί σημείο διαμεσολάβησης του Πατρός με τον Υιό ή του Θεού με τον εαυτό του. Ο Nicolaus Cusanus θα υποστηρίξει ότι η ανθρώπινη νόηση παράγεται διά μέσου της μέθεξης με τη θεϊκή ενότητα· αλλά το σημείο της μέθεξης αυτής είναι η υποκειμενικότητα και η συνακόλουθη ανεπάρκεια της ανθρώπινης νόησης έναντι της θεϊκής. Ετσι, η νόηση θεμελιώνεται αλλά το θεμέλιο είναι η ομολογία της αγνωσίας του Απόλυτου. Ο Λούθηρος, τέλος, επιχειρεί να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τα δεσμά της εξωτερικής εξουσίας και να τον ξαναδέσει με τον ακατάλυτο δεσμό που είναι η εσωτερικότητα της ηθικής συνείδησης. Τούτη 'δώ εδράζεται στην υποκειμενικότητα, στην οποία εκδηλώνεται ο λόγος του Θεού.
Οι προηγούμενοι δρόμοι ορίζουν τη διαδρομή που θα οδηγήσει στη φιλοσοφία της συνείδησης, κατεύθυνση στην οποία το τελευταίο βήμα γίνεται από τον Λάιμπνιτς. Η φιλοσοφία των λογικών αρχών της γνώσης που εισηγείται ο τελευταίος είναι προσανατολισμένη στην πεποίθηση ότι το αρχιμήδειο σημείο της γνώσης εν γένει είναι η λογική συνείδηση, με βάση την οποία μπορεί να διερευνηθεί η φύση στο σύνολό της. Ο Λάιμπνιτς διδάσκει ότι η γνώση απορρέει από τη συνείδησή της, ακόμη και στην περίπτωση που η τελευταία είναι ασαφής και συγκεχυμένη. Καθίσταται έτσι σαφής η αρχή ότι η γνώση δεν παραπέμπει στην πραγματικότητα χωρίς η ίδια να έχει προηγουμένως συγκροτηθεί ως υποκειμενικότητα.

Το έδαφος είναι ήδη έτοιμο για την καντιανή επανάσταση, που θα στραφεί πρωτίστως στην έννοια του υποκειμένου. Τούτο 'δώ θα οριστεί από τον Καντ ως απόλυτη ενότητα της συνείδησης, η οποία, με τη σειρά της, συνδέει τις έννοιες μεταξύ τους ώστε να παράγουν κρίσεις, συγκροτώντας τα πράγματα του κόσμου σε αντικείμενα της εμπειρίας μας. Με τον τρόπο αυτόν όμως η ενότητα της συνείδησης καθίσταται ικανότητα παραγωγής της αντικειμενικότητας. Απλούστερα: έχουμε ικανότητες και μπορούμε να τις ασκήσουμε· και όποιος μπορεί κάτι είναι ελεύθερος να το πράξει. Αποκαλύπτονται έτσι η πραξιολογική ρίζα της καντιανής κριτικής και ο καθοριστικός ρόλος του πρακτικού λόγου.
Ακριβώς στον καθοριστικό αυτόν ρόλο θα επιμείνει ο Φίχτε, για τον οποίο λόγος σημαίνει πρωτίστως βούληση και πράξη. Στην προοπτική αυτή, ο πρακτικός λόγος δεν έχει άλλο αντικείμενο πέρα από αυτό που ο ίδιος δημιουργεί ως δύναμη που ενεργεί. Αλλά το αντικείμενο αυτό είναι ο ηθικός νόμος, σκοπός και επιθυμία της βούλησης, η οποία τον μεταμορφώνει, διά μέσου της πράξης, σε αντικειμενικό κόσμο. Ετσι, το σύνολο του θεωρητικού λόγου υπάγεται, σύμφωνα με τον Φίχτε, στον πρακτικό λόγο που έχει πια κερδίσει την αρχή της αυτονομίας του. Από τη σκοπιά αυτή, ο αυτόνομος πρακτικός λόγος γίνεται πράξη του ανθρώπινου εγώ για την ελευθερία του, η οποία δεν είναι άλλο πράγμα από τον αυτοπροορισμό του ανθρώπου. Τελικά, πράττω σημαίνει τελειοποιούμαι, αναζητώντας την αιτία του κόσμου μέσα στον εαυτό μου. Αλλά η αναζήτηση αυτή, με τη σειρά της, δεν είναι άλλο πράγμα από τη φιλοσοφία, η οποία για πρώτη φορά στην ιστορία της νεότερης σκέψης αναζητά τη Λογική της ως έμπρακτο λόγο.

Η αυτονόμηση του πρακτικού λόγου και η πίστη στον απόλυτο και απελευθερωτικό χαρακτήρα της ανθρώπινης πράξης, έννοιες ρομαντικές στη βάση τους, ανασκευάζονται στην αρχή από τον πρώιμο Σέλινγκ και, στη συνέχεια, από τον Χέγκελ. Οι παρεμβάσεις τους δίνουν και πάλι τα πρωτεία στη θεωρία, στην οποία υποτάσσουν την πρακτική βούληση. Η θεωρητική φιλοσοφία προσδιορίζει τώρα την έννοια της ελευθερίας όχι μόνο ως βούληση αλλά ως νόηση νοήσεως, επαναλαμβάνοντας τη γνωστή κατηγορία του Αριστοτέλη. Στην τροπή που παίρνει με τον Σέλινγκ και τον Χέγκελ ο γερμανικός ιδεαλισμός υποστηρίζει ότι η φιλοσοφία παρερμηνεύεται όταν αξιολογείται με μοναδικό μέτρο την πρακτική βούληση, μια και ο φιλοσοφικός λόγος, τόσο από τη φύση του όσο και από πρόθεση, σκοπεύει στην καθαρή νόηση.
Η φιλοσοφία που εισηγείται ο Σέλινγκ, παρ' όλο που ξεκινά ως κριτική υποδοχή των αντιλήψεων του Φίχτε, καταλήγει σε ένα είδος δραματικής σύγκρουσης με τον ορθολογισμό και τις εννοιολογικές απαιτήσεις του. Στην προσπάθειά του να αντικρούσει τον Φίχτε και τον επιστημολογικό χαρακτήρα που ο τελευταίος προσδίδει στον φιλοσοφικό στοχασμό, ο Σέλινγκ προκρίνει μια αρχή εντελώς ασύμβατη με το ιδεώδες της νόησης. Πρόκειται για την αρχή της νοητικής εποπτείας, η οποία διασταυρώνεται με το απόλυτο, το αναπόδεικτο, το απολύτως άμεσο και το προφανές. Η νοητική εποπτεία είναι η κίνηση με την οποία το απόλυτο νοείται πριν από τον λόγο και ­ κυρίως ­ εκτός λόγου, σε ένα είδος χαρισματικής ενόρασης που ακυρώνει τελικά τη γνωστική διαδικασία μέσω εννοιών. Η αντίληψη του κόσμου είναι, κατά βάση, θέμα ενορατικής διαδικασίας και η πραγματικότητα επιστρέφει στην προκαντιανή της αφέλεια. Ως μετακαντιανός μυστικισμός, η φιλοσοφία του Σέλινγκ θα αποτελέσει τη μήτρα για όλες τις συναφείς προσπάθειες που σκοπεύουν στην ανατροπή της κριτικής φιλοσοφίας.

Δεν είναι παράξενο, ύστερα από τον Σέλινγκ, ότι ο Χέγκελ θεωρεί εξαιρετικά επείγον το πρόβλημα των σχέσεων της έλλογης νόησης με τη συγκεκριμένη πραγματικότητα ή, απλούστερα, τη σχέση του λόγου με την πραγματικότητα στο σύνολό της. Ετσι, η φιλοσοφία του Χέγκελ, στον οποίο πολλοί αναγνωρίζουν τον τελευταίο κλασικό φιλόσοφο, αγκαλιάζει την πραγματικότητα ως όλον, του οποίου φιλοδοξεί να γίνει η συστηματική θεωρία, με την ετυμολογική σημασία που έχει η τελευταία λέξη. Στην προοπτική αυτή, η φιλοσοφία παρουσιάζεται ως σύστημα, με την αυστηρή σημασία του όρου, ως όλον δηλαδή του οποίου τα μέρη αποτελούν μέλη που το καθένα παίρνει το νόημά του από τα άλλα και όλα μαζί από το σύνολο. Ο συστηματικός χαρακτήρας της χεγκελιανής φιλοσοφίας παρουσιάζεται ωςΕγκυκλοπαίδεια των φιλοσοφικών επιστημών, η οποία υποδιαιρείται σε τρεις στιγμές: στηΛογική, όπου το Πνεύμα μιλά τη γλώσσα του στην καθαρή της μορφή, ορίζοντας το ίδιο τη γραμματική και το συντακτικό της· στη Φιλοσοφία της Φύσης, στιγμή της αλλοτρίωσης όπου το Πνεύμα αποξενώνεται από τον εαυτό του· τέλος, με τη Φιλοσοφία του Πνεύματοςσυμπληρώνεται η τρίτη στιγμή, όπου το Πνεύμα επιστρέφει στον εαυτό του και αυτοαναγνωρίζεται ως Δίκαιο, Ηθική, Τέχνη, Θρησκεία και Φιλοσοφία.
Ετσι, το φιλοσοφικό σύστημα του Χέγκελ παρουσιάζεται ως μεγαλειώδες «έπος του πνεύματος» καθώς, στην προσπάθειά του να γνωρίσει τον εαυτό του, το πνεύμα παράγει διαδοχικά όλες τις μορφές της πραγματικότητας: κατ' αρχήν τον μηχανισμό της σκέψης του, στη συνέχεια τη φύση και, τέλος, την ίδια την ιστορία.
*Άρθρο από το ΒΗΜΑ, 19/11/2000, του Βώκου Γεράσιμου, Ομότιμου Καθηγητή του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών
Ετικέτες: Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, ΕΓΕΛΟΣ, ΦΙΧΤΕ, ΣΕΛΛΙΝΓΚ, ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΒΩΚΟΣ
Πηγή: http://philipposphilios.com
Ανιχνευτής ο δόκιμος Επικούρειος Πέπος

ΙΜΜΑΝΟΥΕΛ ΚΑΝΤ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ

Διαφωτισμός είναι η έξοδος τον ανθρώπου από την ανωριμότητά του για την οποία ευθύνεται ο ίδιος. Ανωριμότητα είναι η αδυναμία του ανθρώπου να μεταχειρίζεται το νου του χωρίς την καθοδήγηση κάποιου άλλου. Γι’ αυτή την ανωριμότητά του ο άνθρωπος φταίει όταν η αιτία της έγκειται όχι στην ανεπάρκεια του νου του, αλλά στην έλλειψη αποφασιστικότητας και θάρρους να μεταχειριστεί το νου του χωρίς την καθοδήγηση ενός άλλου. Sapere aude! Να έχεις το θάρρος να μεταχειρίζεσαι τον δικό σου νου! Αυτή είναι η εμβληματική φράση του διαφωτισμού.

Η οκνηρία και η δειλία είναι οι αιτίες για τις οποίες τόσο πολλοί άνθρωποι προτιμούν να παραμένουν σ’ όλη τους τη ζωή ανώριμοι, μόλο που η φύση τούς έχει ήδη αποδεσμεύσει από την ξένη καθοδήγηση (naturaliter majorennes), και ορισμένοι άλλοι γίνονται τόσο εύκολα κηδεμόνες τους. Βολεύει ιδιαίτερα να είναι κάποιος ανώριμος. Σαν να έχω ένα βιβλίο που να σκέφτεται  για λογαριασμό  μου,  έναν  πνευματικό ποιμένα που να έχει συνείδηση για λογαριασμό μου, ένα γιατρό που να καθορίζει για λογαριασμό μου τη δίαιτά μου κ.ο.κ. Εγώ ο ίδιος δεν θα χρειάζεται να καταβάλω καμιά προσπάθεια. Δεν θα είμαι αναγκασμένος να σκεφτώ, αρκεί μόνο να μπορώ να πληρώνω· την οχληρή δουλειά θα την αναλάβουν άλλοι για λογαριασμό μου. Η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων (ανάμεσά τους όλο το ωραίο φύλο) θεωρεί το βήμα προς την ωριμότητα όχι μόνο επίπονο, αλλά και πολύ επικίνδυνο. Γι’ αυτή την κατάσταση έχουν ήδη φροντίσει εκείνοι οι «κηδεμόνες» που έχουν αναλάβει με μεγάλη προθυμία τη γενική εποπτεία των άλλων. Αφού πρώτα αποκουτιαίνουν τα κατοικίδια ζώα τους και φροντίζουν επιμελώς να απαγορεύσουν σ’ αυτά τα ήσυχα πλάσματα να αποτολμήσουν έστω κι ένα βήμα έξω από την κούνια (Gängelwagen) στην οποία τα έχουν κλείσει, ύστερα τους επισημαίνουν τον κίνδυνο που διατρέχουν αν δοκιμάσουν να περπατήσουν μόνα τους. Βέβαια ο κίνδυνος αυτός δεν είναι και τόσο μεγάλος, γιατί τελικά, αφού πέσουν μερικές φορές, μετά θα μάθουν ασφαλώς να περπατούν. Ωστόσο, ακόμα και ένα τέτοιο παράδειγμα κάνει τους ανθρώπους να δειλιάσουν και συνήθως τους αποθαρρύνει από κάθε παραπέρα απόπειρα.
Κάθε άνθρωπος χωριστά είναι δύσκολο να προσπαθήσει να βγει από την ανωριμότητα, που έχει γίνει σχεδόν δεύτερη φύση του. Μάλιστα αυτό τον ευχαριστεί. Και για την ώρα είναι πραγματικά ανίκανος να μεταχειρίζεται το νου του, γιατί ποτέ δεν τον άφησαν να δοκιμάσει να το κάνει. Τα δόγματα και οι φόρμουλες, τα μηχανικά εργαλεία για μια έλλογη χρήση, ή μάλλον κατάχρηση, των φυσικών χαρισμάτων του, είναι οι αλυσίδες μιας ατέλειωτης ανωριμότητας. Όποιος θα τις σπάσει θα σκοντάψει, με το αβέβαιο πήδημά του, ακόμα και στο πιο μικρό χαντάκι, έτσι αμάθητος που είναι σε τέτοια ελεύθερη κίνηση. Ως εκ τούτου είναι πολύ λίγοι εκείνοι που κατόρθωσαν, καλλιεργώντας μόνοι τους το πνεύμα τους, να ξεφύγουν από την ανωριμότητα και να βαδίσουν σταθερά.
Ωστόσο, ένα κοινό (Publikum) έχει μεγαλύτερη δυνατότητα να διαφωτιστεί μόνο του. Θα έλεγα πως κάτι τέτοιο είναι ―υπό την αίρεση ότι θα υπάρχει ελευθερία― σχεδόν αναπότρεπτο. Γιατί πάντα θα υπάρχουν σ’ αυτό το κοινό ορισμένοι με ανεξάρτητη σκέψη, και μάλιστα θα εντοπίζονται ανάμεσα σ’ εκείνους που έχουν αναλάβει το ρόλο του κηδεμόνα της μεγάλης μάζας, σ’ εκείνους που, αφού αποτίναξαν οι ίδιοι από πάνω τους το ζυγό της ανωριμότητας, διαδίδουν τώρα γύρω τους το πνεύμα μιας έλλογης εκτίμησης της αξίας κάθε ανθρώπου και της αποστολής του (Beruf ) να σκέπτεται αυτόνομα. Εν προκειμένω αξίζει να τονίσουμε ότι το κοινό, το οποίο είχαν βάλει εκείνοι πρωτύτερα κάτω από αυτόν το ζυγό, τους υποχρεώνει έπειτα να κάνουν το ίδιο άμα αφήσουν να τους ξεσηκώσουν ορισμένοι κηδεμόνες ανίκανοι για κάθε λογής διαφωτισμό. Είναι άκρως βλαβερό να φυτεύει κάποιος προκαταλήψεις, γιατί στο τέλος αυτές εκδικούνται όσους τις καλλιέργησαν ή τους προδρόμους τους. Για τούτο, ένα κοινό μόνο αργά μπορεί να φτάσει στο διαφωτισμό. Με μια επανάσταση επιτυγχάνεται, ίσως, η απαλλαγή από τον προσωπικό δεσποτισμό και την καταπίεση  ανθρώπων  άπληστων  για κέρδη  και εξουσία,  ποτέ όμως μια αληθινή ανάπλαση (Reform) στον τρόπο του σκέπτεσθαι· απεναντίας, νέες προκαταλήψεις θα γίνουν, όμοια όπως οι παλιές, το καθοδηγητικό νήμα για τη μεγάλη αστόχαστη μάζα.
Γι’ αυτόν όμως το διαφωτισμό δεν χρειάζεται τίποτε άλλο παρά  ελευθερία,  και μάλιστα  η πιο αβλαβής  ανάμεσα σ’ εκείνα που θα ήταν δυνατό να λάβουν το όνομα της ελευθερίας. Δηλαδή, η ελευθερία κάποιου να κάνει δημόσια χρήση της έλλογης δύναμής του παντού. Ακούω, ωστόσο, να φωνάζουν απ’ όλες τις μεριές: «Μη συλλογίζεστε!». «Μη συλλογίζεστε, αλλά μόνο εκτελείτε τα γυμνάσια!» διατάζει ο αξιωματικός. «Μη συλλογίζεστε, αλλά μόνο πληρώνετε!» φωνάζει ο οικονομικός σύμβουλος. «Μη συλλογίζεστε, αλλά μόνο πιστεύετε!»  κηρύττει  ο ιερωμένος.  (Μόνο  ένας και μοναδικός Κύριος στον κόσμο λέει: «Να συλλογίζεστε όσο θέλετε και  για  ό,τι  θέλετε.  Αλλά  να  υπακούετε!».)  Παντού  εδώ υπάρχει  περιορισμός  της  ελευθερίας.  Ποιος  περιορισμός στέκεται όμως εμπόδιο στο διαφωτισμό;  Και ποιος, πάλι, δεν στέκεται, αλλά, απεναντίας, τον ενισχύει; Απαντώ ότι στον  καθένα  πρέπει  να  επιτρέπεται  ελεύθερα  η  δημόσια χρήση της λογικής δύναμής του (Vernunft)∙καιαυτήηχρήσηείναι η μόνη που μπορεί να φέρει διαφωτισμό στους ανθρώπους. Η προσωπική χρήση της όμως μπορεί συχνά να περιορίζεται σε πολύ στενό πλαίσιο, χωρίς με αυτό να εμποδίζεται ιδιαίτερα  η πρόοδος  του διαφωτισμού.  Με τον όρο «δημόσια χρήση» της λογικής δύναμης εννοώ τη χρήση που κάνει κάποιος ως συγγραφέας (als Gelehrter), καθώς απευθύνεται σε ολόκληρο το αναγνωστικό κοινό του. Προσωπική χρήση καλώ τη χρήση της λογικής δύναμης στο πλαίσιο μιας κρατικής θέσης ή υπηρεσίας που έχει ανατεθεί σε κάποιον.  Σε  ορισμένες  υπηρεσίες  που  εκτελούνται  προς  το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου είναι ανάγκη, ασφαλώς, να  υπάρχει  κάποιος  μηχανισμός,  με  την  παρέμβαση  του οποίου ορισμένα μέλη του κοινωνικού συνόλου αναγκάζονται να συμπεριφέρονται  απλώς παθητικά,  ώστε να εξασφαλίζεται έτσι μια τεχνητή ομοφωνία, την οποία η κυβέρνηση αξιοποιεί για την επίτευξη δημόσιων σκοπών ή τουλάχιστον για την αποτροπή της κατάλυσης αυτών των σκοπών. Εδώ βέβαια δεν επιτρέπεται να συλλογίζεται κανείς· εδώ πρέπει να υπακούει. Στο μέτρο όμως που αυτό το μέρος της μηχανής θεωρεί συνάμα τον εαυτό του και μέλος του κοινωνικού συνόλου, ή ακόμη και της παγκόσμιας κοινωνίας, ένα μέλος το οποίο, υπό την ιδιότητα του πνευματικού ανθρώπου, απευθύνεται με τα συγγραφικά έργα του σε ένα κοινό για δικό του λογαριασμό, ενδέχεται να διατυπώνει τις σκέψεις του χωρίς να παραβλάπτονται με αυτό τον τρόπο οι υπηρεσίες που έχει αναλάβει ως παθητικό μέλος να εκτελεί. Θα ήταν έτσι πολύ επιζήμιο αν ένας αξιωματικός που πήρε από τους ανωτέρους του κάποια διαταγή άρχιζε να λεπτολογεί εις επήκοο όλων μέσα στην υπηρεσία για τη σκοπιμότητα ή τη χρησιμότητα αυτής της διαταγής. Οφείλει να υπακούει. Από την άλλη όμως, δεν είναι εύλογο να του απαγορέψουν να κάνει παρατηρήσεις, ως συγγραφέας, για τα λάθη στις πολεμικές επιχειρήσεις και να τις παρουσιάσει στο αναγνωστικό κοινό για να τις κρίνει. Ο πολίτης δεν μπορεί να αρνηθεί να καταβάλει τους φόρους που του έχουν επιβληθεί. Μάλιστα ενδέχεται μια επίμονη από μέρους του επίκριση τέτοιων φορολογικών υποχρεώσεων ―εφόσον θα είναι υποχρέωσή του να τις εκπληρώσει― να τιμωρηθεί ως σκάνδαλο (που θα μπορούσε να προκαλέσει γενικότερες αντιδράσεις). Εντούτοις, ο ίδιος αυτός άνθρωπος δεν πράττει κάτι αντίθετο προς το καθήκον ενός πολίτη όταν διατυπώνει, ως συγγραφέας, δημόσια τις σκέψεις του για το ανάρμοστο ή/και το άδικο τέτοιων φορολογικών επιβαρύνσεων. Όμοια και ένας ιερωμένος έχει υποχρέωση, όταν απευθύνεται στους μαθητές που κατηχεί ή στους ενορίτες του, να συμμορφώνεται με το δόγμα (Symbol) της Εκκλησίας την οποία υπηρετεί· γιατί με αυτό τον όρο έχει γίνει δεκτός. Ως συγγραφέας όμως έχει πλήρη ελευθερία ―θα έλεγα μάλιστα και αποστολή― να μοιράζεται τις σκέψεις του, εφόσον είναι καλοπροαίρετες και τις έχει σταθμίσει προσεκτικά, για οτιδήποτε λαθεμένο σχετικά με το δόγμα και να κάνει προτάσεις για τη βελτίωση των θρησκευτικών και εκκλησιαστικών πραγμάτων. Δεν υπάρχει εν προκειμένω τίποτα που θα μπορούσε να αποτελέσει βάρος για τη συνείδησή του. Γιατί στο πλαίσιο του λειτουργήματός του, ως εντολοδόχος της Εκκλησίας, υποστηρίζει ότι δεν διδάσκει όπως ο ίδιος θα ήθελε, αλλά αισθάνεται ότι είναι διορισμένος να το κάνει σύμφωνα με τις οδηγίες που έχει λάβει και στο όνομα κάποιου άλλου. Θα πει ότι η Εκκλησία μάς διδάσκει αυτό ή το άλλο, ότι οι αποδείξεις που προβάλλει είναι αυτές. Για χάρη της  ενορίας  του  αντλεί  κάθε  ωφέλιμο  πρακτικό  δίδαγμα από θρησκευτικά δόγματα που ο ίδιος δεν θα τα προσυπέγραφε ανεπιφύλακτα, αλλά έχει ωστόσο αναλάβει να τα κηρύττει, εφόσον δεν είναι εντελώς αδύνατο να περιέχουν κάποια κρυμμένη αλήθεια και, οπωσδήποτε, εφόσον δεν υπάρχει τουλάχιστον σ’ αυτά κάτι που να αντιστρατεύεται την εσωτερική θρησκεία (innere Religion). Γιατί, αν είχε εντοπίσει σ’ αυτά τα δόγματα κάτι τέτοιο, δεν θα μπορούσε πια να ασκεί το λειτούργημά του κατά συνείδηση· θα ήταν αναγκασμένος να παραιτηθεί. Επομένως, η χρήση που ένας διορισμένος ιεροκήρυκας κάνει στη λογική δύναμή του (Vernunft) όταν απευθύνεται στην ενορία του είναι απλώς προσωπική· γιατί πρόκειται πάντα για μια οικιακή συνάθροιση, έστω κι αν είναι τόσο μεγάλη. Από αυτήν την άποψη, ως κληρικός δεν είναι ―και ούτε πρέπει να είναι― ελεύθερος, δεδομένου ότι εκτελεί  ξένη εντολή.  Απεναντίας,  ως πνευματικός  άνθρωπος, που μιλάει με τις συγγραφές του στο ίδιο το κοινό, δηλαδή στον κόσμο, κατά τη δημόσια χρήση της λογικής δύναμής του ο κληρικός έχει, επομένως, απεριόριστη ελευθερία να τη χρησιμοποιεί και να μιλάει για δικό του λογαριασμό. Γιατί, αν οι κηδεμόνες του λαού χρειάζονταν κηδεμόνα (στα πνευματικά ζητήματα), αυτό θα συνιστούσε ανωμαλία, που θα διαιώνιζε τις ανωμαλίες.
Δεν θα έπρεπε, ωστόσο, ένα σύνολο από ιερωμένους, ας πούμε μια εκκλησιαστική σύναξη ή μια αξιοσέβαστη «κλάσις» (ehrwurdige Klassis), όπως ονομάζεται στην Ολλανδία, να έχει το δικαίωμα να δεσμεύεται με αμοιβαίο όρκο ότι θα τηρεί ένα αναλλοίωτο δόγμα, προκειμένου να ασκεί έτσι σε κάθε μέλος του ―και διά μέσου αυτών σε όλο το λαό― μια δίχως τέλος επικηδεμονία; Εγώ λέγω πως αυτό είναι εντελώς αδύνατο. Ένα τέτοιο συμβόλαιο, με το οποίο θα επιχειρούσαν να κρατήσουν για πάντα το ανθρώπινο γένος μακριά από κάθε διαφωτισμό, είναι εντελώς άκυρο· έστω κι αν επικυρωνόταν από την ανώτατη εξουσία, τα κοινοβούλια και τα πιο πανηγυρικά συνέδρια ειρήνης. Δεν μπορεί μια εποχή να αυτοδεσμευτεί και να συνωμοτήσει ώστε η επομένη να μείνει σε μια κατάσταση στην οποία θα είναι αδύνατο να επεκτείνει τις (προπαντός πιο απαραίτητες) γνώσεις της, να τις αποκαθάρει από πλάνες, και γενικά να προχωρήσει προς την κατεύθυνση του διαφωτισμού. […]Εντόπισα το κέντρο βάρους του διαφωτισμού, την έξοδο του ανθρώπου από την ανωριμότητα για την οποία φταίει ο ίδιος, κυρίως στα ζητήματα της θρησκείας, γιατί όσον αφορά τις τέχνες και τις επιστήμες, οι άρχοντές μας δεν ενδιαφέρονται να εμφανίζονται ως κηδεμόνες των υπηκόων τους· επιπλέον, γιατί εκείνη η ανωριμότητα δεν είναι μόνο η πιο επιζήμια, αλλά και η πιο ατιμωτική απ’ όλες. Ο τρόπος όμως της σκέψης ενός ανώτατου άρχοντα που ευνοεί τη θρησκευτική ελευθερία προχωρεί ακόμα παραπέρα και διαβλέπει πως και σε ό,τι αφορά τη νομοθεσία είναι ακίνδυνο να επιτρέψει στους υπηκόους του να κάνουν δημόσια χρήση της λογικής δύναμής τους και να εκθέσουν δημόσια στον κόσμο τις σκέψεις τους για μια καλύτερη οργάνωσή της, ασκώντας μάλιστα και θαρραλέα κριτική στην κείμενηνομοθεσία. Ως προς αυτό, έχουμε ένα λαμπρό παράδειγμα: κανένας μονάρχης δεν ξεπέρασε αυτόν τον οποίο εμείς τιμούμε.
Αλλά και μόνο εκείνος που, όντας ο ίδιος διαφωτισμένος, δεν φοβάται ίσκιους και έχει συνάμα στη διάθεσή του έναν πειθαρχημένο και πολυάριθμο στρατό για τη διασφάλιση της δημόσιας τάξης μπορεί να πει αυτό που μια δημοκρατία (Freistaat) δεν επιτρέπεται να το αποτολμήσει: Να χρησιμοποιείτε το λογικό σας όσο θέλετε και για οτιδήποτε θέλετε, αρκεί μόνο να πειθαρχείτε! Εκδηλώνεται έτσι εδώ μια παράξενη, απροσδόκητη πορεία των ανθρώπινων πραγμάτων: όπως συμβαίνει κι αλλού, άμα τη δούμε σε μεγάλη κλίμακα, σχεδόν όλα σ’ αυτήν είναι παράδοξα. Ένας μεγαλύτερος βαθμός πολιτικής ελευθερίας φαίνεται να επιδρά ευνοϊκά στην πνευματική ελευθερία του λαού. Ωστόσο, της θέτει ανυπέρβλητους φραγμούς. Απεναντίας, ένας μικρότερος βαθμός πολιτικής ελευθερίας δίνει στο λαό το περιθώριο να ξεδιπλώσει όλες του τις δυνάμεις. Όταν λοιπόν η φύση ξετυλίγει, κάτω από αυτό το σκληρό περίβλημα, το φύτρο που αποτελεί και την πιο τρυφερή φροντίδα της, δηλαδή την τάση προς τον ελεύθερο στοχασμό, αυτό σιγά σιγά γυρίζει πίσω και επενεργεί στο φρόνημα του λαού (κάνοντάς τον έτσι ολοένα πιο ικανό να πράττει ελεύθερα) και εντέλει επενεργεί ακόμα και σ’ αυτές τις θεμελιώδεις αρχές της κυβέρνησης, που διαπιστώνει ότι έχει και η ίδια συμφέρον να μεταχειρίζεται τον άνθρωπο, ο οποίος είναι τώρα κάτι παραπάνω από μηχανή, ανάλογα με την αξιοπρέπειά του.
Königsberg in Preussen, 30 Σεπτεμβρίου 1784
*Δεκέμβριος 1784, περιοδικό Berlinische Monatsschrift,  Immanuel Kant (1724-1804), Απόσπασμα από τις εκδόσεις Κριτική
Ετικέτες: ΙΜΜΑΝΟΥΕΛ ΚΑΝΤ, ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ,
Πηγή: http://philipposphilios.com
Ανιχνευτής ο δόκιμος Επικούρειος Πέπος.