Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

29.3.16

ΣΩΚΡΑΤΗ ΕΣΥ ΣΟΥΠΕΡ ΣΤΑΡ

Σωκρατική Ειρωνεία
"Ειρωνεία", λέει ο Quintilianus, είναι το σχήμα εκείνο του λόγου "που πρέπει να εννοηθεί το αντίθετο απ' αυτό που λέγεται". Η διατύπωση του αυτή, έχει αντέξει στον χρόνο. Έχει περάσει αναλλοίωτη στο λεξικό του Dr. Johnson και επιζεί, άθικτη σχεδόν, στα δικά μας: "Ειρωνεία είναι η χρήση της λέξεως για να εκφράσουμε το αντίθετο της". Να ένα παράδειγμα, όσο πιο απλό και κοινότοπο μπορώ να το κάνω: ένας Βρετανός επισκέπτης καταφθάνει αεροπορικώς στο Los Angeles μέσα σε καταιγίδα και ακούγεται να λέει: "Τι ωραίο καιρό που έχετε εδώ!". Ο καιρός έχει τα χάλια του, αυτός τον αποκαλεί "ωραίο", και χωρίς δυσκολία καθιστά αντιληπτό ότι εννοεί το ακριβώς αντίθετο από αυτό που λέει. Για ποιο λόγο όμως να θέλουμε να διαστρέψουμε τις λέξεις, να τις κάνουμε να σημαίνουν κάτι τόσο διαφορετικό από την "κυριολεκτική", "καθιερωμένη", "κοινά αντιληπτή" σημασία τους; Πρώτα απ' όλα, από διάθεση χιούμορ. Δεύτερον, για χλευασμό. Και τρίτον, και για τα δύο μαζί. Η Mae West έδωσε την εξής εξήγηση γιατί αρνήθηκε την εκ μέρους του προέδρου Gerald Ford πρόσκληση σ' ένα επίσημο δείπνο στον Λευκό Οίκο: "Είναι φοβερά μακριά να πάει κανείς για ένα μόνον γεύμα".
 

Ο αστεϊσμός γίνεται εις βάρος κάποιου, αποτελεί μια ταπείνωση που καθίσταται κοινωνικά αποδεκτή με το να διανθίζεται μ' ένα μειδίαμα. Μία τέταρτη δυνατή χρήση της ειρωνείας έχει προσεχθεί τόσο λίγο, ώστε να μην υπάρχει ξεχωριστή μνεία για αυτήν. Ας την καταδείξω με ένα παράδειγμα: Ο Παύλος, ένας καλός μαθητής, σήμερα δεν τα πάει καλά στο μάθημα. Κομπιάζει στην εξέταση, εξοργίζοντας έτσι τον καθηγητή του, ο οποίος αναφωνεί: "Τι να σου πω Παύλο, σήμερα είσαι σπουδαίος!". Ο Παύλος όμως εκείνη την στιγμή, νιώθει να τον καταπίνει το σκοτάδι. Για ποιο λόγο όμως; Τι του έκανε και ένιωσε τόσο άσχημα; Υπήρξε ασύνδετος, ανοργάνωτος, ασαφής, απρόσεκτος στην διατύπωση του, αντιγραμματικός, ασύντακτος, απαρασκεύαστος, απληροφόρητος, συγκεχυμένος, ασυνεπής ή ασυνάρτητος; Ποια ήταν η κατηγορία; Τίποτε δεν ειπώθηκε, κατ' ουσίαν. Απλώς του παραδόθηκε ένα διαισθητικό αίνιγμα και αφέθηκε μόνος του να το λύσει. Αυτό το είδος ειρωνείας, που είναι και το πιο σπάνιο, είναι πάντα και το πιο παρεξηγήσιμο, αφού λειτουργεί ως διαισθητικό αίνιγμα, και δεν είναι λίγες οι φορές που δεν γίνεται αντιληπτό. Αν ο Παύλος, ήταν σε ανόητο βαθμό ματαιόδοξος και αξιοθρήνητα ελλιπής σε αυτόκριτική, κάλλιστα θα πιανόταν από την εν λόγω παρατήρηση για να κοκορευτεί, θεωρώντας ότι όντως έκανε κάτι σπουδαίο. Αν συνέβαινε αυτό, τότε θα μιλάγαμε για παρανόηση της πρόθεσης του ομιλητή (ειρωνευτή), αφού η ειρωνεία έγινε, όπως όλες οι επικοινωνιακές εκφράσεις, με σκοπό την κατανόηση της. Δεν είναι σκοπός της ειρωνείας, σε καμία της έκφανση, να εξαπατήσει. Αυτό ωστόσο, αποτελεί αντίφαση εξ ορισμού: στον βαθμό που πραγματοποιείται η πρώτη, δεν μπορεί να ισχύει και η δεύτερη. Με άλλα λόγια, αφού δεν ήθελε να εξαπατήσει ο ομιλητής, τότε γιατί να χρησιμοποιήσει ενα σχήμα του λόγου αντίθετο (ειρωνεία) από αυτό που ήθελε πραγματικά να πει;

Αν επιστρέψουμε τώρα στους αρχαίους Έλληνες, θα ανακαλύψουμε με έκπληξη, πως η πρόθεση για εξαπάτηση που ξενίζει τόσο πολύ στις δικές μας ειρωνείες, είναι για αυτούς φυσιολογική. Ο Αριστοφάνης, στους "Σφήκες" 174, το "ως ειρωνικώς", αναφέρεται σε ψέμμα του Φιλοκλέων. Στους "Όρνιθες" 1211, το χρησιμοποιεί στην Ίριδα που λέει ψέμματα. Στις "Νεφέλες" 449, η λέξη "είρων", χρησιμοποιείται για να πει "κατεργάρης". Ο Δημοσθένης, την χρησιμοποιεί την λέξη για αυτούς που παραποιούν την αλήθεια. Ο Πλάτωνας, απευθύνεται με αυτήν, στους Νόμους, στους αιρετικούς που τους αξίζουν ποινές καθώς και στους υποκριτές. Στον Σοφιστή, ο Πλάτωνας πάλι, ονοματίζει την σωκρατική διαλεκτική, ως το ανώτατο επίπεδο της σοφιστικής και την εντάσσει στο "ειρωνικόν" είδος της τέχνης. Δεν απευθύνεται, ο Πλάτωνας, ωστόσο στον Σωκράτη ως "είρωνας", αλλά στους κατ' εξοχήν αντιπάλους του, τους Σοφιστές-τους οποίους θεωρεί απατεώνες. Ο Θεόφραστος έχει μία παρόμοια εικόνα για τον "είρωνα": τον ορίζει ως μοχθηρό, ενώ ο δάσκαλος του, ο Αριστοτέλης, τον αντιπαραβάλλει με το αντίθετο του, τον "αλαζόνα", και τον βρίσκει ασυγκρίτως προτιμότερο.
Να τώρα πως βλέπει τον Σωκράτη ο Θρασύμμαχος στην περίφημη εκείνη περικοπή της Πολιτείας 377Α, όπου αναφέρεται στην συνηθισμένη ειρωνεία του Σωκράτη:
"Μα τον Ηρακλή!", είπε, "Τούτη είναι η συνηθισμένη προσποίηση (ειρωνεία) του Σωκράτη! Είχα προειπεί σε τούτους εδώ τους ανθρώπους, ότι θα αρνιόσουν ν' απαντήσεις, ότι θα προσποιόσουν (ειρωνεύσοιο) και ότι θα έκανες ό,τιδήποτε άλλο, από το να απαντήσεις, αν κάποιος έθετε το ερώτημα σε σένα."
Ο Θρασύμμαχος κατηγορεί ευθέως τον Σωκράτη ότι ψεύδεται, όταν λέει ότι δεν κατέχει τις απαντήσεις των ερωτημάτων που θέτει στους άλλους: "Ασφαλώς και τις έχει", διαμαρτύρεται ο Θρασύμμαχος, "αλλά καμώνεται ότι δεν τις έχει, για να τις κρατήσει συγκαλυμένες, έτσι ώστε να έχει ελεύθερο πεδίο να εφορμήσει στις δικές μας και να τις κομματιάσει, ενώ οι δικές του είναι προστατευμένες από κάθε επίθεση". Άρα, δεν θα μπορούσαμε σε καμία περίπτωση να μεταφράσουμε εδώ την λέξη "ειρωνείαν", ως "ειρωνεία" (irony), διότι σε αυτήν την περίπτωση η σωστή μετάφραση θα ήταν ότι το ψεύδος αποτελεί την καθιερωμένη μορφή ειρωνείας.
Μπορούμε να βγάλουμε νόημα από αυτήν την κατάσταση; Στην συντριπτική πλειοψηφία των αττικών χωρίων, συναντάμε την ειρωνεία με την έννοια του ψεύδους, οι ορισμοί που μας δίνονται ωστόσο από την ίδια περίοδο, ταιριάζουν απόλυτα με τον ορισμό της ειρωνείας από τον Quintilianus, που ισχύει μέχρι και σήμερα. Είναι αυτό το γλωσσικό φαινόμενο κατανοητό; Απολύτως, αν αναλογιστούμε την συμπεριφορά της λέξης "προσποιούμαι". Το να πούμε πχ, ότι ένας ψέυτο-ασθενής προσποιείται ότι είναι άρρωστος, ή ένας μαφιόζος προσποιείται ότι δεν έχει σχέσεις με την μαφία, σημαίνει ότι αυτοί οι άνθρωποι εξαπατούν λέγοντας ψέμματα. Υπάρχουν όμως συμφράσεις, που η λέξη "προσποίηση", ξεφεύγει από το ψέμμα, όπως πχ όταν λέμε ότι τα παιδιά που παίζουν χαρτιά, προσποιούνται ότι οι μάρκες τους είναι χρήματα (τις αποκαλούν pretend-money) ή ότι οι κούκλες τους είναι άρρωστες, ή ότι πεθαίνουν κ.ο.κ. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο μαφιόζος στο παραπάνω παράδειγμα "προσποιείται" ότι η πέτρα στο δαχτυλίδι είναι διαμάντι, όταν το προσφέρει στην κόρη του, πράγμα ολωσδιόλου διαφορετικό από την προσποίηση του ότι είναι διαμάντι όταν πάει να το πουλήσει σε ανθρώπους που προσπαθεί να εξαπατήσει. Το γεγονός, ότι η δεύτερη σημασία είναι και η πιο συνηθισμένη (και από λογική άποψη, η πρωταρχική), δεν εμποδίζει την ύπαρξη μιας δευτερεύουσας σημασίας της λέξης, διάφορης από την εσκεμμένη εξαπάτηση, βασισμένη πάνω στην "εκούσια άρση της δυσπιστίας", μέσω της οποίας εισερχόμαστε στον κόσμο της φαντασίας, της τέχνης και του παιχνιδιού. Αυτή είναι η σημασία του "προσποιούμαι", που θα επικαλεστούμε για να διασηφηνίσουμε την περίφημη "Σωκρατική Ειρωνεία" και που ταιριάζει περισσότερο στον χαρακτήρα του Σωκράτη, όπως αυτός παρουσιάζεται μέσα από τα διασωθέντα αρχαία κείμενα.
Όταν ο Σωκράτης, ερωτάται, στο Συμπόσιο του Ξενοφώντα, ποια είναι η τέχνη του, εκείνη για την οποία είναι ιδιαίτερα περήφανος, απαντάει ότι είναι η τέχνη του προαγωγού (μαστρωπός).  Όταν ο Σωκράτης προκαλείται να λάβει μέρος σε έναν διαγωνισμό καλλονής με τον ωραίο Κριτόβουλο, υποστηρίζει την υπεροχή της ομορφιάς των δικών του άσχημων χαρακτηριστικών-της σιμής του μύτης, των υπερμεγέθων φουσκωτών ρουθουνιών του κτλ-με το επιχείρημα, ότι το χρήσιμο, είναι ωραίο. Εδώ, συναντάμε μία ιδιάζουσα ειρωνεία, που παρόμοια δεν έχει συναντηθεί ποτέ ξανά, μία ειρωνεία που δεν συμβαδίζει με τα παραδείγματα των παραπάνω ειρωνειών που παραθέσαμε. Ενώ το τέταρτο είδος ειρωνείας, που ορίσαμε ότι χρησιμοποιεί ο Σωκράτης, παρουσιάζει μία σαφή νύξη-και για αυτό θα την διαχωρίσουμε, ονομάζοντας την "απλή ειρωνεία"-εδώ συναντάμε μία "σύνθετη ειρωνεία". Στην "απλή ειρωνεία", εννοείται, το ακριβώς αντίθετο από αυτό που λέγεται. Στην σύνθετη ειρωνεία, εννοείται και δεν εννοείται αυτό που λέγεται. Έτσι, όταν ο Σωκράτης λέει ότι είναι "προαγωγός", δεν το εννοεί κυριολεκτικά, αλλά μεταφορικά. Με άλλα λόγια, δεν χρησιμοποιεί τη λέξη "προαγωγός", με την κοινή, χυδαία σημασία της, αλλά με μία άλλη, που της δίνει ad hoc, κάνοντας την να δηλώνει κάποιον "ο οποίος κάνει αυτόν που προάγεται θελκτικό σε αυτούς που πρόκειται να συναναστραφεί". Ο Σωκράτης, έτσι όπως μας τον παρουσιάζει ο Ξενοφώντας στο συμπόσιο, μπορεί να ισχυριστεί ότι κάνει ακριβώς αυτό. Επίσης, όταν λέει ότι η πλακουτσωτή, πιεσμένη μύτη του, τα προεξέχοντα μάτια του και τα μεγάλα φουσκωτά ρουθούνια του είναι ωραία, δεν εννοεί, αλλά ταυτόχρονα εννοεί, αυτό που λέει. Με την συνηθισμένη σημασία της λέξης, θα ήταν ο πρώτος που θα αρνιόταν ότι είναι ωραία. Αν όμως το "ωραίο", το ορίσουμε με την έννοια "καλά καμωμένο για την συγκεκριμένη λειτουργία" (χρήσιμο), τότε θα μας έκανε να αντιληφθούμε ότι τα χαρακτηριστικά του είναι όντως "ωραία", αφού τα δικά του πεταχτά μάτια μπορούν να βλέπουν καλύτερα από ότι τα βαθουλωτά των μοντέλων, η φαρδιά πλακουτσωτή μύτη του είναι καλύτερος αεραγωγός από εκείνη του κοινά θαυμαζόμενου προφίλ κ.ο.κ. Η σύνθετη αυτή ειρωνεία, είναι και ο τρόπος διδασκαλίας του Σωκράτη, αφού σε αντιδιαστολλή με την απλή ειρωνεία, η σύνθετη μεταβιβάζει γνώση με την μορφή μηνύματος. Είναι γνωστή, στους πλατωνικούς διαλόγους, η άρνηση του Σωκράτη ότι γνωρίζει κάτι ή ότι διδάσκει, όποτε τον ρωτάνε. Και τα δύο αυτά ωστόσο, μόνον μεσω της σύνθετης ειρωνείας μπορούν να γίνουν κατανοητά. Όταν ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι δεν έχει γνώση, και εννοεί αλλά και δεν εννοεί αυτό που λέει. Αφενώς μεν, θέλει να διαβεβαιώσει τους ακροατές του ότι στην περιοχή της ηθικής δεν υφίσταται ούτε μία απόφανση, με την έννοια της "γνώσης", που να παρέχει απόλυτη βεβαιότητα δηλαδή, και αφετέρου, ότι στην περιοχή της ηθικής, μπορούν να υπάρξουν πολλές αποφάνσεις με την μορφή της δικαιολογημένης αληθής πεποίθησης. Αντιστοίχως και στην περίπτωση της λέξης "διδασκαλία": με την συμβατική έννοια, της μεταβίβασης γνώσης από τον δάσκαλο στον μαθητή, ο Σωκράτης δεν ασκεί διδασκαλία, ενώ ταυτόχρονα ασκεί, άλλου είδους ωστόσο, μέσω της εμπλοκής των επίδοξων μαθητών στην διαλεκτική ελεγκτική επιχειρηματολογία ώστε να συνειδητοποιούν οι ίδιοι την δική τους άγνοια και να παρακινηθούν από μόνοι τους να βρουν την αλήθεια.
Η σωκρατική ειρωνεία είναι μοναδική κατά το ότι παίζει τούτο το παιχνίδι με αντικείμενα πολύ σπουδαιότερα απ' ό,τι - και ο Σωκράτης παίζει με αυτά όπως δεν έπαιξε κανείς άλλος στη παγκόσμια ιστορία. Αυτό που λέει ο Σωκράτης, στην ουσία, με το "παιχνίδι" του, είναι ότι η γνώση μέσω της οποίας εκείνος κι εμείς πρέπει να ζήσουμε δεν είναι διαφορετική από ό,τιδήποτε έχει κανείς αντιληφθεί ή έχει φανταστεί ότι θα μπορούσε να είναι η ηθική γνώση. 

Οι Δέκα διαφορές μεταξύ του πρώιμου και του ώριμου πλατωνικού Σωκράτη
Α: πρώιμος πλατωνικός Σωκράτης
Β: ώριμος πλατωνικός Σωκράτης
1.
Α) Ο Σωκράτης είναι αποκλειστικά και μόνον ηθικός φιλόσοφος.
Β) Ο Σωκράτης είναι ηθικός φιλόσοφος, μεταφυσικός, γνωσιολόγος, φιλόσοφος των επιστημών, της θρησκείας, της γλώσσας κτλ.
2.
Α) Ο Σωκράτης δεν κατέχει καμία μεταφυσική θεωρία περί Ειδών και Ψυχών.
Β) Ο Σωκράτης διαθέτει μία μεγαλεπίβολη μεταφυσική θεωρία των "χωριστών" Ειδών και μιας αποχωρίσιμης ψυχής, η οποία μαθαίνει μέσω της "ανάμνησης" τμήματα του προγεννετικού αποθέματος γνώσεων.
3.
Α) Ο Σωκράτης, ενώ επιζητεί διαλεκτικά-ελεγκτικά την γνώση, επιμένει να αρνείται ότι ο ίδιος την κατέχει.
Β) Ο Σωκράτης, επιζητεί αποδεικτική γνώση και είναι πεπεισμένος ότι την βρίσκει.
4.
Α) Ο Σωκράτης, δεν γνωρίζει τίποτα για τον τριμερή διαχωρισμό της ψυχής που μάλιστα, υπονομεύει το δόγμα του περί αδυνατότητας της "ακρασίας".
Β) Ο Σωκράτης, παρουσιάζει ένα περίπλοκο, τριμερές πρότυπο για την ψυχή και τις λειτουργίες της.
5.
Α) Ο Σωκράτης, δεν έχει καμία γνώση μαθηματικών.
Β) Ο Σωκράτης, είναι κάτοχος της μαθηματικής επιστήμης της εποχής του.
6.
Α) Η άποψη του Σωκράτη για την φιλοσοφία, είναι φιλολαϊκή.
Β) Η άποψη του Σωκράτη για την φιλοσοφία, είναι ελιτιστική.
7.
Α) Ο Σωκράτης, επικρίνει την Αθηναϊκή Δημοκρατία και την πολιτική ζωή των Αθηναίων, δίχως όμως να αποκαλύπτει τις δικές του πολιτικές πεποιθήσεις και προτιμήσεις ως προς τα πολιτεύματα.
Β) Ο Σωκράτης, παρουσιάζει μία περίπλοκη και λεπτομερή πολιτική θεωρία, σύμφωνα με την οποία, στην αξιολογική σειρά των πολιτευμάτων, η Δημοκρατία συμπεριλαμβάνεται στα χειρότερα πολιτεύματα της εποχής του, μετά την άνομη τυραννία.
8.
Α) Οι ομοερωτικοί δεσμοί, παίζουν έναν κεντρικό ρόλο στην αντίληψη για τον έρωτα στον πρώιμο Σωκράτη.
Β) Οι ομοερωτικοί δεσμοί, παίζουν έναν κεντρικό ρόλο στην αντίληψη για τον έρωτα, αλλά μέσω μεταφυσικής θεμελίωσης, στον ώριμο Σωκράτη.
9.
Α) Για τον Σωκράτη, η ευσέβεια συνιστά υπηρεσία σε μια υπερβατική θεότητα η οποία είναι αυστηρά ηθική.
Β) Η προσωπική θρησκεία του Σωκράτη, επικεντρώνεται στην κοινωνία με θεϊκά και απρόσωπα είδη-έχει χαρακτήρα καθαρά μυστικιστικό που πραγματώνεται μέσω της θέασης.
10.
Α) Στους ελεγκτικούς διαλόγους, η μέθοδος που ακολουθεί ο Σωκράτης, είναι ανασκευαστική: προσεγγίζει την ηθική αλήθεια ανασκευάζοντας τις θέσεις του στην πορεία του διαλόγου.
Β) Από τον Μένωνα ως τον Φαίδρο, ο Σωκράτης παρουσιάζεται ως ένας καθαρά διδακτικός φιλόσοφος: εκθέτει την αλήθεια (την οποία κατέχει μετά βεβαιότητας) σε συμφωνούντες συνομιλητές.
Γρηγόρης Βλαστός, "Σωκράτης: Ειρωνευτής και Ηθικός Φιλόσοφος"
Ετικέτες: ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΒΛΑΣΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ, ΠΛΑΤΩΝΑΣ, ΗΘΙΚΗ, ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ, ΣΩΚΡΑΤΙΚΗ ΕΙΡΩΝΕΙΑ
 
Στον διάλογο Μένων (82c - 85b) ο Σωκράτης πετυχαίνει να εκμαιεύσει, με κατάλληλες ερωτήσεις, από έναν δούλο του Μένωνα, που δε διδάχτηκε ποτέ του μαθηματικά, ότι οι επιφάνειες δύο τετραγώνων είναι ανάλογες προς τα τετράγωνα των πλευρών του, απλώς μέσω ερωτήσεων που του έδιναν την ευκαιρία να διορθώσει τις λανθασμένες απαντήσεις του δούλου και καθοδηγώντας τον έτσι ώστε να φτάσει στην ορθή διατύπωση αυτού του γεωμετρικού πορίσματος. Ακριβώς την ίδια δυνατότητα να φτάσει ο Θεαίτητος (νεαρός, αργότερα μέλος της πλατωνικής ακαδημίας με ιδιαίτερες επιδόσεις στα μαθηματικά), στον ομώνυμό του διάλογο, [.] να προσδιορίσει το σύνολο των επιστημών (ή των γνώσεων) με την υπαγωγή τους σ' ένα κοινό προσδιορίσιμο γνώρισμα, θα δώσει ο Σωκράτης, εφαρμόζοντας τη μέθοδο που καθημερινά δοκίμαζε· η μέθοδος αυτή γίνεται καλύτερα κατανοητή με μια παρομοίωση, που παραθέτει εδώ ο Πλάτων· από την παρομοίωση αυτή λοιπόν η μέθοδος ονομάστηκε «μαιευτική»· [.]:

- ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Αγαπητέ μου Θεαίτητε, νιώθεις τους πόνους της γέννας, επειδή δεν είσαι άδειος, αλλά έγκυος.
- ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Δεν ξέρω, Σωκράτη, όμως λέω αυτό που νιώθω.
- ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Ε λοιπόν, δεν έχεις ακούσει, καταγέλαστε, ότι εγώ είμαι γιος μαμής, αρχοντογυναίκας με τα όλα της, της βλοσυρής Φαιναρέτης;
- ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Πως, το έχω ακούσει κιόλας.
- ΣΩΚΡΑΤΗΣ:  Έχεις ακούσει άραγε κι ότι εξασκώ αυτό το επάγγελμα.
- ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Καθόλου.
- ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Αλλά, και να το ξέρεις καλά, το εξασκώ· όμως μη το προφτάσεις σε άλλους· γιατί φίλε μου, δεν το πήραν μυρωδιά ότι κατέχω αυτή την τέχνη. Κι ο κόσμος, καθώς έχει μεσάνυχτα, λέει άλλα για μένα, ότι είμαι παράξενος όσο δεν παίρνει και κάνω τους ανθρώπους ν' απορούν. Αλήθεια, το έχεις ακούσει κι αυτό;
- ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Και βέβαια.
- ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Να σου πω λοιπόν την αιτία;
- ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Οπωσδήποτε.
- ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Προσπάθησε λοιπόν να καταλάβεις τι συμβαίνει μ' όλη αυτή την ιστορία της μαμής και θα μάθεις ευκολότερα αυτό που θέλω να σου πω. Γιατί ξέρεις βέβαια ότι καμιά μαμή δεν ξεγεννά άλλες γυναίκες όσο η ίδια είναι σε κατάσταση εγκυμοσύνης και μπορεί να γεννήσει, αλλά όταν πια της είναι αδύνατο να γεννήσει.
- ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Βεβαιότατα.
- ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Λένε λοιπόν ότι αιτία γι' αυτό είναι η Άρτεμη, επειδή, ενώ δε μένει λεχώνα, της έπεσε ο κλήρος να είναι θεά-προστάτης των λεχώνων. Λοιπόν, δεν έδωσε βέβαια το χάρισμα ν' ασκούν τη μαιευτική σε στείρες, γιατί η ανθρώπινη φύση δεν είναι ικανή να γίνει ειδική για όσα πράγματα αγνοεί· σ' όσες όμως δεν μπορούν να κάνουν παιδιά επειδή τις πήραν τα χρόνια, τους έδωσε το προνόμιο, τιμώντας τες, επειδή της μοιάζουν.
- ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Λογικά όλα αυτά.
- ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Λοιπόν, η δική μου μαιευτική έχει όλα τ' άλλα που έχουν οι μαίες, όμως έχει και διαφορές: πρώτα πρώτα ασκώ τη μαιευτική σε άντρες κι όχι σε γυναίκες· κι ύστερα, την ώρα της γέννας εξετάζω τις ψυχές κι όχι τα σώματά τους.
Κι αυτό που στην τέχνη μας είναι το σπουδαιότερο, είναι το ότι έχει τη δυνατότητα να ελέγχει με κάθε τρόπο ποιο απ' τα δύο φέρνει στον κόσμο η διάνοια του νέου, πλαστή πραγματικότητα και ψέμα ή κάτι και δημιουργικό και αληθινό. Γιατί αυτό που συμβαίνει με τις μαίες συμβαίνει και με μένα· δε γεννώ σοφία και (για τούτο μάλιστα πολλοί κιόλας με λοιδόρησαν), ενώ θέτω ερωτήματα σ' άλλους, ο ίδιος δε δίνω καμιά απάντηση, για τίποτε, επειδή δεν κατέχω καμιά σοφία -και οι λοιδορίες τους ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Και να πια είναι η αιτία γι' αυτό: ο θεός μ' αναγκάζει να ξεγεννώ αλλά μ' εμποδίζει να γεννώ. Λοιπόν, ο ίδιος μου δεν είμαι βέβαια σοφός σ' οτιδήποτε, κι ούτε έχω να δείξω κάποια καινούργια ιδέα, γέννημα της ψυχής μου· αντίθετα, μερικοί απ' αυτούς που με συναναστρέφονται φαίνονται, στην αρχή βέβαια, ξύλα απελέκητα, όλοι όμως, καθώς παρατείνεται η συναναστροφή μας, σ' όσους ο θεός κάνει τη χάρη, πραγματοποιούν θαυμάσιες επιδόσεις, κι αυτή την εντύπωση δίνουν και στον εαυτό τους και στους άλλους· και είναι ξεκάθαρο τούτο, ότι, χωρίς να μάθουν ποτέ ως τώρα τίποτε από μένα, μόνοι τους κι από μέσα τους βρήκαν και γέννησαν πολλά κι ωραία. Όμως, για τη μαιευτική αγωγή αίτιο είμαστε εγώ κι ο θεός, πράγμα που γίνεται φανερό απ' το εξής: πολλοί κιόλας δεν το αντιλήφθησαν αυτό και κατηγορώντας τον εαυτό τους και δείχνοντας περιφρόνηση σ' εμένα έφυγαν από κοντά μου, ή από μόνοι τους ή αφού πείστηκαν από άλλους, νωρίτερα απ' ότι έπρεπε· έφυγαν λοιπόν και με τα κακά τους σμιξίματα και έχασαν από έκτρωση τις υπόλοιπες γνώσεις τους που ήταν αποτέλεσμα της μαιευτικής μου, βυζαίνοντας τες με κακό τρόπο, καθώς έδιναν μεγαλύτερη αξία στο ψέμα και την πλαστή πραγματικότητα κι όχι στην αλήθεια, έτσι που στο τέλος έδωσαν την εντύπωση και στον εαυτό τους και στους άλλους ότι είναι ξύλα απελέκητα [.] αυτούς, όταν ξανάρχονται παρακαλώντας με θεαματικά καμώματα να με συναναστραφούν, το δαιμόνιο που εμφανίζεται μάσα μου μ' εμποδίζει να πάρω στη συναναστροφή μου ορισμένους, για ορισμένους μου δίνει το ελεύθερο κι αυτοί ξανακάνουν πρόοδο.
Λοιπόν, αυτοί που με συναναστρέφονται παρουσιάζουν τα ίδια συμπτώματα με τις γυναίκες που είναι να γεννήσουν· νιώθουν δηλαδή τους πόνους της γέννας οδυνηρότερα απ' ότι εκείνες, καθώς στοιβάζονται μες το μυαλό τους απορίες νύχτα μέρα· κι αυτές τις ωδίνες η τέχνη μου έχει τον τρόπο να τις προκαλεί και να τις καταπαύει. Μ' αυτούς λοιπόν αυτά συμβαίνουν.
Μερικοί όμως, Θεαίτητε, που κατά κάποιο τρόπο μου δίνουν την εντύπωση ότι είναι στείροι, το παίρνω απόφαση ότι δεν έχουν καθόλου την ανάγκη μου· αυτούς με πολλή συμπάθεια τους προξενεύω σ' άλλους· και, το λέω κι ο θεός βοηθός, με πολλή επιτυχία ψυχανεμίζομαι σε ποιους μαθητεύοντας θα μπορούσαν να δουν καλό· [.] Αυτά λοιπόν, θαυμάσιε άνθρωπε, σου τα εξέθεσα διεξοδικά για τούτο: υποπτεύομαι, όπως κι εσύ νομίζεις, ότι, έχοντας έμβρυο στα σπλάχνα σου, νιώθεις ωδίνες. Αφέσου λοιπόν στις φροντίδες μου, μια και είμαι γιος μαμής κι ο ίδιος μου ειδικός μαιευτήρας και πρόθυμα να μου δίνεις απαντήσεις σ' ότι σε ρωτώ· και βέβαια, αν κατά την εξέταση που θα σου κάνω κρίνω ότι κάτι απ' αυτά που λες είναι πλαστή πραγματικότητα και ψέμα, και στη συνέχεια το παραπετάξω και το αποβάλλω, να μη γίνεις θηρίο, όπως κάνουν οι πρωτάρες για τα βρέφη τους. Γιατί, θαυμάσιε άνθρωπε, πολλοί έδειξαν τέτοιες διαθέσεις απέναντί μου, σα να ήταν έτοιμοι, κυριολεκτικά, να με δαγκώσουν, όταν τους αφαιρώ κάποια φλυαρία, και δεν πιστεύουν ότι αυτό το κάνω γιατί θέλω το καλό τους, επειδή βρίσκονται μακριά από το να γνωρίζουν ότι κανένας θεός δεν είναι κακόβουλος στους ανθρώπους· κι ούτε εγώ πράττω κάτι παρόμοιο από κακεντρέχεια, αλλά ο θεός μού απαγορεύει απόλυτα να συγκατανεύω στο ψέμα και ν' αφανίσω την αλήθεια.
*Πλάτων, Θεαίτητος (148e - 151d), Από τον τόμο: Πλάτων, Μύθοι, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΖΗΤΡΟΣ, 2003, σελ. 237-245
Ετικέτες: ΣΩΚΡΑΤΗΣ, ΜΑΙΕΥΤΙΚΗ, ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ, ΜΕΝΩΝΑΣ, ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ, ΠΛΑΤΩΝΑΣ
Πηγή:http://philipposphilios.com
Aνιχνευτής ο δόκιμος Επικούρειος Πέπος. 

ΕΣΥ ΑΝΘΡΩΠΑΚΟ ΤΙ ΕΧΕΙΣ ΝΑ ΠΕΙΣ; ΤΟΥ ΒΙΛΧΕΜ ΡΑ'Ι'Χ

Σε φωνάζουν Ανθρωπάκο, Κοινό Άνθρωπο. Λένε πως χάραξε η εποχή σου, Η «Εποχή του Κοινού Ανθρώπου».
Μα δεν είσαι συ που το λες, ανθρωπάκο. Το λένε εκείνοι, οι αντιπρόεδροι των μεγάλων εθνών, οι εργατοπατέρες, οι μετανιωμένοι γιοι των αστών, οι πολιτικοί και οι φιλόσοφοι. Σου προσφέρουν το μέλλον, μα δε ρωτούν για το παρελθόν σου.
Κι όμως, είσαι κληρονόμος ενός τρομερού παρελθόντος. Τούτη η κληρονομιά καίει στη χούφτα σου σα διαμάντι φλεγόμενο. Εγώ αυτό έχω να σου πω.

Ο γιατρός, ο τσαγκάρης, ο μηχανικός ή ο εκπαιδευτικός, για να προκόψουν στη δουλειά τους και να κερδίσουν το ψωμί τους, πρέπει να γνωρίζουν τις ελλείψεις τους. Εδώ και κάμποσες δεκαετίες παίρνεις παγκοσμίως τα ηνία στα χέρια σου. Το μέλλον της ανθρωπότητας θα εξαρτηθεί από τις σκέψεις και τις πράξεις σου. Όμως, οι δάσκαλοι και οι αφέντες σου δε σου μιλάνε για τον τρόπο που σκέφτεσαι πραγματικά. Δε σου λένε ποιος είσαι στα αλήθεια. Κανένας δεν τολμά να σε φέρει αντιμέτωπο με τη μοναδική πραγματικότητα που έχει τη δύναμη να σε καταστήσει κύριο του πεπρωμένου σου. Είσαι «ελεύθερος» από μια άποψη μονάχα: ελεύθερος από την αυτοκριτική, που μπορεί να σε βοηθήσει να κουμαντάρεις τη ζωή σου.
Δε σ' άκουσα να παραπονιέσαι ποτέ: «Με εκθειάζετε σαν το μελλοντικό αφέντη του εαυτού μου και του κόσμου μου. Αλλά δε μου λέτε πώς γίνεται κανείς αφέντης του εαυτού του. Δε μου λέτε ποια είναι τα λάθη και τα ελαττώματα μου, πού σφάλλω στον τρόπο που σκέφτομαι και πράττω».

Επιτρέπεις στους ισχυρούς να απαιτούν τη δύναμη εν ονόματι «του ανθρωπάκου». Όμως, εσύ ο ίδιος παραμένεις βουβός. Ενισχύεις τους ισχυρούς με περισσότερη δύναμη. Επιλέγεις για εκπροσώπους ανθρώπους αδύναμους και κακοήθεις. Τελικά διαπιστώνεις πάντα, πολύ αργά, πως σ' έπιασαν κορόιδο.

Σε καταλαβαίνω! Κι ετούτο επειδή αντίκρισα αμέτρητες φορές το γυμνό κορμί και την ψυχή σου. Σε είδα δίχως τη μάσκα σου, την κομματική σου ταυτότητα ή την εθνική σου υπερηφάνεια. Γυμνό σα νεογέννητο, γυμνό σα στρατάρχη ξεβράκωτο. Σ' άκουσα να κλαις και να οδύρεσαι. Μου μίλησες για τα προβλήματά σου, τις αγάπες και τους πόθους σου. Σε ξέρω και σε καταλαβαίνω. Και θα σου πω τι είσαι, ανθρωπάκο, επειδή πιστεύω πραγματικά στο τρανό σου μέλλον. Μα επειδή το μέλλον σου ανήκει, αναμφίβολα σου ανήκει, ρίξε μια ματιά στον εαυτό σου. Κοίτα τον όπως είναι πραγματικά. Άκου αυτό που κανένας από τους ηγέτες και τους αντιπροσώπους σου δεν τολμά να σου πει:

Είσαι «άνθρωπος μικρός, κοινός». Συλλογίσου τη διπλή έννοια που έχουν τούτες οι λέξεις, «μικρός» και «κοινός»...
Μην το βάζεις στα πόδια! Βρες το κουράγιο να αντικρίσεις τον εαυτό σου!
«Με ποιο δικαίωμα μου κάνεις κήρυγμα; Βλέπω την ερώτηση στο τρομαγμένο βλέμμα σου. Σ' ακούω να την ξεστομίζεις όλο αυθάδεια. Φοβάσαι να αντικρίσεις τον εαυτό σου, ανθρωπάκο. Φοβάσαι την κριτική, όσο και τη δύναμη που σου υποσχέθηκαν. Αλήθεια, πώς σκέφτεσαι να χρησιμοποιήσεις τη δύναμή σου; Δεν ξέρεις. Φοβάσαι και να σκεφτείς ακόμη πως μπορεί κάποια μέρα να 'σαι διαφορετικός: ελεύθερος αντί φοβισμένος, ειλικρινής αντί ραδιούργος, να χαίρεσαι τον έρωτα, όχι σαν τον κλέφτη μες στη νύκτα, αλλά ανοικτά, στο φως του ήλιου. Απεχθάνεσαι τον εαυτό σου, ανθρωπάκο. Αναρωτιέσαι, «Ποιος είμαι εγώ που θα 'χω άποψη, θα κουμαντάρω τη ζωή μου και θα αποκαλώ ολάκερη την οικουμένη δική μου;» Δίκιο έχεις. Ποιος είσαι εσύ που θα διεκδικήσεις τη ζωή σου;  

Ε, λοιπόν, θα σου πω ποιος είσαι.
Διαφέρεις από τον ισχυρό σε τούτο μόνο, ο ισχυρός υπήρξε κάποτε ένας πολύ μικρός ανθρωπάκος, αλλά ανέπτυξε μια σημαντική ικανότητα. Αναγνώρισε την ποταπότητα και την ανεπάρκεια των σκέψεων και των πράξεών του. Κάτω από την πίεση κάποιου έργου που θεώρησε σημαντικό, έμαθε να διακρίνει ότι η μικρότητα κι η ευτέλειά του απειλούσαν την ευτυχία του. Με άλλα λόγια ο ισχυρός γνωρίζει πότε και σε τι είναι ανθρωπάκος. Ο ανθρωπάκος, όμως, δε γνωρίζει ότι είναι ποταπός και φοβάται να το μάθει. Κρύβει την ποταπότητα και την ανεπάρκειά του πίσω από αυταπάτες δύναμης και μεγαλείου, τη δύναμη και του μεγαλείου κάποιου άλλου. Είναι περήφανος για τους μεγάλους στρατηγούς του, αλλά όχι για τον εαυτό του. Θαυμάζει την ιδέα που δεν είχε κι όχι εκείνη που είχε. Όσο λιγότερο καταλαβαίνει κάτι, τόσο περισσότερο πιστεύει σ' αυτό. Κι όσο καλύτερα αντιλαμβάνεται μια ιδέα, τόσο η πίστη του σ' αυτήν κλονίζεται
*Βίλχελμ Ράιχ, Άκου Ανθρωπάκο, εκδ. Ιάμβλιχος, 1999, σελ. 9-12
Ετικέτες: ΒΙΛΧΕΛΜ ΡΑΙΧ: ΑΚΟΥ ΑΝΘΡΩΠΑΚΟ, ΑΚΟΥ ΑΝΘΡΩΠΑΚΟ, ΒΙΛΧΕΛΜ ΡΑΙΧ
Πηγή: http://philipposphilios.com
Ανιχνευτής ο δόκιμος Επικούρειος Πέπος

ΖΑΝ ΖΑΚ ΡΟΥΣΩ

Ο Ζαν Ζακ  Ρουσώ γεννήθηκε στις 28 Ιουνίου του 1712 στη Γενεύη. Έμεινε ορφανός από πολύ μικρός και κατεβάσει ήταν αυτοδίδακτος. Γεννήθηκε σε μία πόλη αυστηρά προτεσταντική και σύντομα μίσησε κάθε περιορισμό που επιβάλλονταν στην ατομική του ελευθερία, γεγονός που τον έκανε να φύγει από την Γενεύη. Τα εφηβικά του χρόνια τα πέρασε με το να  περιπλανιέται σε διάφορες  πόλεις.  Ήταν ένας ασυνήθιστος νέος  με έντονα σεξουαλικές ανησυχίες και λέγετε ότι είχε μαζοχιστικές σεξουαλικές τάσεις. Ήταν δεκτικός στην ιδέα της γυναικείας κυριαρχίας, ο  ίδιος έλεγε « να πέφτεις στα πόδια μιας αυταρχικής ερωμένης, να υπακούς στις εντολές της και να ζητάς την συχώρεση της».Κυρίαρχη επιρροή στην ζωή του ήταν η μαντάμ ντε Βαράνς, όπου στο πρόσωπο της βρήκε την μητρική φιγούρα που δεν είχε, αυτή η σχέση ίσως κάποιες στιγμές ξέφευγε από τα όρια της μητρότητας. μετά από πολλές περιπέτειες κατέληξε στο Παρίσι όπου γνώρισε την σύντροφο της ζωής του την Τερέζ Λεβασερ όπου και απέκτησε πέντε παιδία και τα οποία εγκατέλειψε στο ορφανοτροφείο, απόφαση για την οποία  δεν συχώρεσε ποτέ το εαυτό του.  Ο Ρουσώ ήταν αντικομφορμιστής, διαφωτιστής και οπαδός του κολεκτιβισμού για κάποιους αντιπροσωπεύει τον θεωρητικό εμπνευστή της Γαλλικής επανάστασης ωστόσο έβαλε τις βάσεις της σύγχρονης παιδαγωγίας.

ΜΠΟΡΕΊ Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΝΑ ΚΑΘΟΡΊΣΕΙ ΤΗΝ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ;
Στο έργο του «Αιμίλιος» , το οποίο αποτελεί την μεγαλύτερη επιστημονική του προσέγγιση αναφέρει: «αν είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος γεννιέται καλός και γίνεται μοχθηρός μόνο μέσα από την κακή επιρροή της κοινωνίας στην οποία ζει, η μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης μπορεί να γίνει το κατάλληλο όργανο για να δημιουργηθεί μια ανθρωπότητα καινούρια και καλλίτερη. Ο δάσκαλος, πράγματι, δεν πρέπει να διδάσκει κανέναν με άμεσο τρόπο αλλά να περιορίζεται, να διευκολύνει την άφθονη αυθόρμητη ανάπτυξη του μαθητή. Όλες οι αντιλήψεις γεννιούνται από τη σχέση με το περιβάλλον. Επομένως η εκπαίδευση είναι εκείνη που διαμορφώνει τα μυαλά. Ο μαθητής, στον οποίο αντιπαραθέτονται τα διαφορετικά μαθήματα τους, δεν είναι σωστά εκπαιδευόμενος και δεν πρόκειται ποτέ να έρθει σε αρμονία με τον εαυτό του: εκείνος, αντίθετα, στον οποίο αυτές οι διδασκαλίες συμπίπτουν και έχουν τους ίδιους σκοπούς, είναι ο μόνος που προχωρά προς τον σκοπό του και ζει λογικά με τον εαυτό του. Μόνον αυτός είναι σωστά εκπαιδευόμενος. Γεννιόμαστε αδύναμοι και έχουμε ανάγκη από δυνάμεις, γεννιόμαστε απροετοίμαστοι για τα πάντα και έχουμε ανάγκη από βοήθεια, γεννιόμαστε ανόητοι και έχουμε ανάγκη από κρίσεις. Όλα αυτά που δεν έχουμε από την γέννηση  και τα οποία έχουμε ανάγκη όταν μεγαλώνουμε, μας τα παρέχει η εκπαίδευση. Αυτήν την εκπαίδευση την παίρνουμε είτε από την φύση, είτε από τους ανθρώπους, είτε από τα πράγματα. Η εσωτερική ανάπτυξη των ιδιοτήτων μας και των οργάνων μας είναι η εκπαίδευση της φύσης, ο τρόπος που διδασκόμαστε να χρησιμοποιούμε αυτήν την εκπαίδευση των ανθρώπων.  Η απόκτηση της εμπειρίας μας στα αντικείμενα που μας συγκινούν είναι η εκπαίδευση των πραγμάτων. Ο καθένας από εμάς, επομένως, είναι εκπαιδευόμενος από τριών ειδών δασκάλους».

Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΕΊΝΑΙ ΠΡΟΟΔΟΣ Ή ΚΑΤΑΠΤΩΣΗ;
«Καθήκον της φιλοσοφίας είναι να απελευθερώσει τον άνθρωπο από τις αλυσίδες που του επιβάλει η κοινωνία, να τον οδηγήσει  στην πρωτόγονη ελευθερία.»
Βασική αρχή του Ζαν Ζακ Ρουσώ αποτελούσε πάντα η ύπαρξη αλλά και η καταπολέμηση της ανισότητας, ανάμεσα στα έργα του αναφέρει: «Ο πολιτισμός και η πρόοδος δεν έχουν κάνει τους ανθρώπους ηθικά καλύτερους ή ευτυχέστερους. Στο τέλος ο πολιτισμός θα καταστρέψει όλα όσα μας κάνουν πραγματικά ανθρώπους». Ο Ρουσώ λέει «ο άνθρωπος δεν τόλμα πια να εμφανιστεί όπως πράγματι είναι». Τα πολιτισμένα άτομα εμφανίζονται ευγενικά και γοητευτικά, αλλά στο βάθος είναι γεμάτα φόβο, καχυποψία, μίσος, προδοσία και κυνισμό. Είναι σαν μαριονέτες που τις κινεί η τάση για συμμόρφωση με τα κοινωνικά ήθη. Η ιστορία της ανθρωπότητας δεν είναι μια εξέλιξη αλλά ένας εκφυλισμός. το συμβόλαιο στο οποίο βασίζεται η κοινωνία πρέπει να διασφαλίζει ταυτοχρόνως την ατομική ελευθερία και το σεβασμό των κοινών κανόνων. Η κοινωνική τάξη είναι ένα ιερό δικαίωμα που λειτουργεί ως βάση για όλα τα άλλα. Ωστόσο αυτό το δικαίωμα δεν προέρχεται από την φύση αλλά βασίζεται σε συμβάσεις. Πρέπει να ξέρουμε λοιπόν ποιες είναι αυτές οι συμβάσεις του συμβολαίου. Οι κανόνες του συμβολαίου είναι απρόσωποι, υποχρεωτικοί για όλα τα μέλη της κοινωνίας.  Οι κανόνες αυτοί είναι ολοκληρωτικά  καθορισμένοι από τη φύση της πράξης έτσι ώστε μία μετατροπή θα τα έκανε ανώφελα και θα τους στερούσε  την οποιαδήποτε αποτελεσματικότητα. Αν και δεν έχουν απαγγελθεί ποτέ επισήμως αυτοί είναι παντού οι ίδιοι και αναγνωρισμένοι, μέχρι τη στιγμή κατά την οποία αν το κοινωνικό συμβόλαιο παραβιαστεί, ο καθένας θα επανέλθει στα αρχικά τους δικαιώματα και θα ξαναβρεί την φυσική του ελευθερία, χάνοντας την συμβατική του ελευθερία, για την απόκτηση της οποίας είχε απαρνηθεί την πρώτη. Τέλος, ο καθένας, καθώς προσφέρει τον εαυτό του σε όλους, δεν τον προσφέρει σε κανέναν και δεδομένου ότι δεν υπάρχει κανείς συμβαλλόμενος επί του οποίου δεν αποκτά το ίδιο δικαίωμα που παραχωρεί στους άλλους επί του εαυτού του. Κερδίζει το αντίστοιχο όλων αυτών που χάνει και μια μεγάλη δύναμη για να διατηρήσει αυτό που έχει».

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑ ΕΊΝΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΑΠ' ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΜΟΡΦΕΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ;
Ο Ρουσσώ παίρνει με σφοδρό τρόπο θέση ενάντια στις πρακτικές της δημοκρατίας, το κοινό καλό δεν μπορεί να καθοριστεί από το απλό στατιστικό σύνολο των ατομικών απόψεων, για παράδειγμα με την ψήφο. Επειδή η άθροιση τόσο εγωισμών δεν παράγει καθόλου αλτρουισμό ή κοινωνική συνείδηση. Η κοινωνικοί κανόνες πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ένα ηθικό χρέος και όχι ως μια υποχρέωση την οποία επιβάλει η συνύπαρξη. Το άτομο πρέπει να κοινωνικοποιηθεί, να εγκαταλείψει τον ατομικισμό για να μετατραπεί σε ένα ον συλλογικό, ικανό να σκέφτεται τους άλλους ως ένα σκοπό. Η κοινωνία πρέπει να κυβερνάται αποκλειστικά στη βάση του κοινωνικού συμφέροντος.
Ο ίδιος υποστηρίζει ότι καθώς η κυριαρχία δεν είναι τίποτα άλλο από την άσκηση της γενικής  βούλησης, αυτή δεν μπορεί ποτέ να αποξενωθεί και ότι ο ηγεμόνας δεν μπορεί να εκπροσωπηθεί από τίποτα άλλο παρά μόνο από τον εαυτό του. Η ισχύς μπορεί να διαβιβαστεί όχι όμως και η βούληση. Αν επομένως ο λαός υπόσχεται απλά να υπακούει, με αυτή την πράξη αυτός διαλύεται, χάνει την ιδιότητα του λαού. Από τη στιγμή που θα υπάρξει αφέντης δεν θα υπάρχει ηγεμόνας, και από εκείνη τη στιγμή το πολιτικό σώμα καταστρέφεται. Συχνά υπάρχει μία μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη βούληση όλων των ατόμων και στη γενική βούληση: η μία στοχεύει μόνο στο κοινό συμφέρον ενώ η άλλη στοχεύει στο ατομικό συμφέρον και δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα σύνολο ατομικών βουλήσεων. Μπορεί ο κάποιος να πει λοιπόν ότι δεν υπάρχουν πια τόσοι ψηφοφόροι όσοι είναι οι άνθρωποι αλλά μόνο όσοι είναι οι συνασπισμοί. Οι διαφορές γίνονται λιγότερες και δίνουν ένα αποτέλεσμα λιγότερο γενικό. τέλος όταν ένας από αυτούς τους συνασπισμούς είναι τόσο μεγάλος που ξεπερνά όλους τους άλλους δεν έχει πλέον ως αποτέλεσμα ένα σύνολο μικρών διαφορών, αλλά μία και μόνη διαφορά. Δεν υπάρχει πλέον μια γενική βούληση και η άποψη που έχει το πλεονέκτημα δεν είναι παρά μια ατομική άποψη. Τέλος ο ίδιος ισχυρίζεται πως για να έχουμε την αληθινή έκφραση της γενικής βούλησης, δεν πρέπει να υπάρχει στο κράτος κάποια προκατειλημμένη κοινωνία και ο κάθε πολίτης πρέπει να σκέπτεται με το δικό του μυαλό.
ΠΩΣ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ Η ΓΛΩΣΣΑ;
Πολύ βασικός προβληματισμός, στον ο ποίο ο Ρουσσώ αναφέρθηκε αρκετά, αποτελεί η γένεση και η εξέλιξη της ανθρώπινης γλώσσας επικοινωνίας.
Ο Ρουσσώ πίστευε πως η γλώσσα γεννήθηκε με την παρότρυνση των αισθημάτων, όχι λόγω της κοινωνικής χρησιμότητας όπως είχε υποστηρίξει ο Δημόκριτος. Για να αντιμετωπίσουμε όλα τα πρακτικά προβλήματα της ζωής μας αρκούν οι χειρονομίες και οι ενέργειες, οι λέξεις γίνονται αναπόφευκτες μόνο στις περιπτώσεις που θέλουμε να εκφράσουμε την αγάπη ή το μίσος. Το πρώτο λεξιλόγιο των ανθρώπων ήταν επομένως ποιητικό, εκφραστικό, συνδεδεμένο με τις καταστάσεις της ψυχής. Μετά ήρθαν οι γραμματικές οι οποίες κέρδισαν σε σαφήνεια αλλά έχασαν σε ποιητικότητα. Οι πιο ελκυστικές γλώσσες γεννήθηκαν στο νότο οπού το κλίμα ήταν ήπιο και ήταν πιο μελωδικές στο άκουσμα σε αντίθεση με τον βορρά οπού ήταν σκληρότερες  λόγω των δυσκολιών της επιβίωσης. Η περιπλοκότητα των σύγχρονων γλωσσών δεν είναι ένδειξη προόδου αλλά εκφυλισμού. Η σύγχρονη γλώσσα επινοήθηκε για να ψεύδεται και να εξαπατά. Η εξέλιξη της γλώσσας  μας παραποιεί ότι βιώνουμε.

Οίδιος έγραψε «Η Αθήνα  έγινε η εστία της ευγένειας και της καλαισθησίας, η χώρα των ρητόρων και των φιλοσόφων. Η κομψότητα των κτιρίων αντιστοιχούσε στην κομψότητα της γλώσσας . από την Αθήνα αναδύθηκαν όλα εκείνα τα εντυπωσιακά έργα που θα χρησιμεύσουν ως πρότυπα σε όλες τις διεφθαρμένες εποχές. Ο πίνακας της Λακεδαιμονίας είναι λιγότερο  λαμπερός. Εκεί, έλεγαν οι άλλοι λαοί « οι άνθρωποι γεννιούνται ενάρετοι.»από τους κατοίκους της δεν μας απομένει πάρα μόνο η ανάμνηση των ηρωικών τους πράξεων. Άραγε τέτοια μνημεία αξίζουν λιγότερο για εμάς απ' όσο τα παράξενα μάρμαρα που μας άφησε η Αθήνα.

Η ΑΝΩΤΕΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΓΟΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ.
Καθώς οι ιδέες και τα συναισθήματα διαδέχονται το ένα το άλλο, το ανθρώπινο γένος συνεχίζει να εξημερώνεται, οι δεσμοί γίνονται πιο στενοί και διευρύνονται οι σχέσεις των ανθρώπων. Η δημόσια εκτίμηση αρχίζει να αποκτά αξία αφού ο καθένας αρχίζει να κοιτάζει τους άλλους και ταυτόχρονα θέλει να τον κοιτάζουν και αυτόν. Ο πιο όμορφος, ο πιο δυνατός, ο πιο επιδέξιος, αυτός που τραγουδάει, αυτός που χορεύει καλύτερα από όλους γίνεται ο πιο αξιοσέβαστος και αυτό είναι το πρώτο βήμα προς την ανισότητα και ταυτόχρονα προς την διαστροφή. Έτσι γεννιέται αφενός η ματαιοδοξία και η περιφρόνηση αφετέρου η ντροπή και ο φθόνος.  Μόλις οι άνθρωποι αρχίζουν να εκτιμούν ο ένας τον άλλο και γεννιέται η ιδέα του συλλογισμού όλοι αξιώνουν ότι έχουν δικαίωμα σε αυτών και πλέον κανείς δεν μπορεί να ενεργεί χωρίς αυτών ατιμωρητί. Γεννιούνται έτσι οι πρώτοι κανόνες και η αδικία γίνεται παράβαση. Η προστασία του κοινωνικού κύρους λοιπόν, έχει ως αποτέλεσμα την γέννηση της εθιμοτυπίας, των νόμων, της εκδίκησης.  Οι άνθρωποι όταν ασχολούνταν μόνο με έργα που μπορούσαν να κάνουν μόνοι τους και με τέχνες που δεν απαιτούσαν την συνδρομή άλλων χεριών (να ράβουν τα ενδύματα τους, να στολίζονται με φτερά και όστρακα, να ζωγραφίζουν το σώμα τους, να διακοσμούν τα τόξα και τα βέλη τους) αυτοί θεωρούνταν ελεύθεροι, υγιείς, καλοί και ευτυχισμένοι. Αλλά από την στιγμή κατά την οποία ο άνθρωπος είχε ανάγκη από την βοήθεια ενός άλλου, μόλις συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να είναι χρήσιμη για έναν μόνο άνθρωπο να έχει προμήθειες που θα έφταναν για δύο, η ισότητα εξαφανίστηκε, γεννήθηκε η περιουσία, η εργασία έγινε απαραίτητη και τα απέραντα δάση μετατράπηκαν σε αγρούς που έπρεπε να πλυθούν από τον ιδρώτα των ανθρώπων και στους οποίους πολύ σύντομα φύτρωσε η σκλαβιά και η δυστυχία. Από την καλλιέργεια της Γής προέρχεται απαραίτητα ο διαμοιρασμός της και από την αναγνώριση της περιουσίας οι πρώτοι κανόνες της δικαιοσύνης. Ο πρώτος άνθρωπος που, έχοντας περιφράξει ένα κομμάτι Γής, είχε την ιδέα να αναφωνήσει «αυτό είναι δικό μου»και βρήκε και άλλους ευφυείς να τον πιστέψουν, εκείνος ήταν ο πραγματικός ιδρυτής της πολιτισμένης κοινωνίας.

Βάσει αυτού του συλλογισμού, ο Ρουσσώ αναρωτιέται: «Άραγε από πόσους πολέμους, πόσες δυστυχίες, πόσους φόνους, πόσα αδικήματα θα είχε γλυτώσει το ανθρώπινο γένος αν κάποιος είχε φωνάξει στους όμοιους τους«μην ακούτε αυτόν τον απατεώνα. Αν ξεχάσετε ότι οι καρποί της Γης είναι για όλους και ότι η Γη δεν είναι κανενός, είστε χαμένοι;», είναι αδύνατο να συλλάβουμε την ιδέα μιας περιουσίας που προέρχεται από κάποια άλλη πηγή, η οποία δεν είναι η χειρονακτική εργασία. Πράγματι δεν βλέπουμε τι θα μπορούσε να προσφέρει παραπάνω ο άνθρωπος εκτός  από την δουλεία του για να αποκτήσει πράγματα που δεν έχουνε δημιουργηθεί από αυτόν. Μόνο η δουλεία δίνει στον καλλιεργητή δικαίωμα στο προϊόν της Γής που καλλιεργεί, του παρέχει επίσης δικαίωμα στο κτήμα, δικαίωμα στην συγκομιδή και έτσι κάθε χρόνο η κατοχή γίνεται συνεχής και μετατρέπεται εύκολα σε περιουσία.  Η ιδιωτική περιουσία έχει αναπτύξει τον ατομισμό και την επίδειξη του εαυτού μας. Η ανάγκη για τους άλλους ανέπτυξε την κοινωνική υποκρισία. Ο άνθρωπος από εκεί που ήταν ελεύθερος και ανεξάρτητος τώρα είναι υποταγμένος στο πλήθος των νέων αναγκών. Κατά μία έννοια γίνεται σκλάβος ακόμα και αν είναι αφέντης, η άπληστη φιλοδοξία, η επιθυμία να αυξήσουμε την ιδιωτική μας περιουσία, όχι τόσο από μία πραγματική ανάγκη όσο για να είμαστε σε ανώτερη θέση από τους άλλους, εμπνέει σε όλους τους ανθρώπους μια θλιβερή τάση να βλάπτουν ο ένας τον άλλο, έναν μυστικό φθόνο, για να φτάσει με μεγαλύτερη σιγουριά στον στόχο του. Αφενός μας διακατέχει ένα πνεύμα ανταγωνισμού και αντιπαλότητας και αφετέρου μια σύγκρουση συμφερόντων και πάντα η κρυφή επιθυμία να πραγματοποιήσουμε το δικό μας όφελος εις βάρος άλλων. Η διακυβέρνηση και οι νόμοι φροντίζουν για την ασφάλεια και την ευζωία των ανθρώπων, οι επιστήμονες, τα γράμματα και οι τέχνες, λιγότερο δεσποτικές και ίσως πιο ισχυρές απλώνουν λουλουδένιες γιρλάντες πάνω στις σιδερένιες αλυσίδες που τους βαραίνουν, καταπνίγουν το συναίσθημα της πρωταρχικής ελευθερίας για την οποία φαίνεται ότι είναι γεννημένοι, τους κάνουν ν' αγαπούν τη σκλαβιά τους και τους μετατρέπουν σε αυτό που αποκαλούμε εξευγενισμένους λαούς. Η ανάγκη ήταν εκείνη που γέννησε τους θρόνους, οι επιστήμες και τέχνες ήταν εκείνες που τους εδραίωσαν.»

ΤΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΑΠΌ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ.
Το Μπέστ Σέλερ  νέα Ελοϊζα ένα έργο το οποίο γράφτηκε μεταξύ του 1756 και 1758 είναι ένα ερωτικό και φιλοσοφικό παραμύθι το οποίο διατυπώνει νέες ιδέες για την ελευθερία, την κατά φύση ζωή, την θρησκεία σαν άρνηση της δεισιδαιμονίας και της μισαλλοδοξίας.
Ένα πολύ σημαντικό απόσπασμα από το βιβλίο νέα Ελοϊζα αναφέρει: «Κανένας αληθινός πιστός δεν μπορεί ποτέ να είναι μισαλλόδοξος η διώκτης. Αν ήμουν δικαστής και αν ο νόμος προέβλεπε την ποινή του θανάτου για τους άθεους, θα έκαιγα σαν άθεο οποιονδήποτε που θα ερχότανε να καταγγείλει έναν άλλο».  Από όλα τα παραπάνω οι αρχές ενοχλούνται και σε σύντομο χρονικό διάστημα ζητούν την καταδίκη του έργου. Η υπόθεση του μυθιστορήματος είναι η ακόλουθη: η Ιουλία, μια θρησκευόμενη κοπέλα με υγιείς ηθικές αρχές, μόλις ενηλικιώνεται και η μητέρα της η Βαρόνη ντ΄ Ετάνζ  προσλαμβάνει τον νεαρό και γοητευτικό Σαιν- Πρε σαν παιδαγωγό ανάμεσα στους δύο νέους γεννιέται μια συμπάθεια που πολύ γρήγορα γίνεται αγάπη και τελικά αληθινό πάθος. Όταν η μητέρα της ανακαλύπτει τον ερωτά τους, πεθαίνει από συγκοπή καρδίας και ο πατέρας της αποφασίζει να σκοτώσει τον Σαιν - Πρε ο οποίος τελικά δραπετεύει για να αρχίσει τις περιηγήσεις του στον κόσμο. Τότε ο Βαρόνος αναγκάζει την κόρη του να παντρευτεί τον Βολμάρ έναν άνθρωπο τίμιο, μεγαλόψυχο, με πολλά προτερήματα αλλά άθεο. Το ζευγάρι αποκτά παιδία και ζει ειρηνικά. 

Η Ιουλία εξακολουθεί να έχει μυστική αλληλογραφία με τον Σαιν- Πρε και τελικά ομολογεί την ενοχή της στον σύζυγο της, που όχι μόνο την συγχωρεί αλλά και για να της δήξει την εμπιστοσύνη του, δέχεται τον Σαιν- Πρε στο σπίτι του σαν παιδαγωγό.  Οι δύο πρώην εραστές ζουν με την ανάμνηση του παρελθόντος χωρίς όμως να προδώσουν την εμπιστοσύνη του συζύγου.  Όταν η Ιουλία πεθαίνει, από μια πνευμονία προσπαθώντας να σώσει το παιδί της, αφήνει στον Βολμάρ ένα ανοιχτό γράμμα για τον Σαιν Πρε όπου βεβαιώνεται ότι ο παιδαγωγός υπήρξε ο μοναδικός ερωτάς της.
Ο Αιμίλιος ένα παιδαγωγικό μυθιστόρημα  το οποίο γράφτηκε το 1762 συνοψίζει τις παιδαγωγικέ ιδέες οι οποίες απορρίπτουν όλες τις πατροπαράδοτες εκπαιδευτικές μεθόδους που βασίζονται στην κατάπνιξη κάθε φυσικού ενστίκτου και στην αγωγή του παιδιού με την προοπτική ότι θα ζήσει σε μια αυταρχική κοινωνία.
«Τα παιδιά, υποστηρίζει ο Ρουσώ, πρέπει να περνούν την νηπιακή του ηλικία μέσα στην οικογένεια αμέσως μετά πρέπει να απομακρύνονται από το οικογενειακό περιβάλλον για να ζήσουν στην ύπαιθρο και να αναπτύσσονται σε προσεκτικά ελεγχόμενο περιβάλλον γιατί οι αρχικέ παρορμήσεις και τα ένστικτα του ανθρώπου είναι καλά. Αυτή είναι η βάση της φιλοσοφίας του, που έρχεται σε φανερή αντίθεση με την χριστιανική διδασκαλία για το προπατορικό αμάρτημα. Το παιδί θα πρέπει να ζήσει σε στενή επαφή με την φύση και να μάθει από την ίδια την φύση τις γνώσεις που του είναι απαραίτητες, για μια ισορροπημένη σωματική και ψυχική ανάπτυξη. 
Ένα βιβλίο που θα του επιτρέπεται να διαβάζει είναι ο Ροβησώνας Κρούσος, το οποίο είναι γεμάτο από πρακτικές γνώσεις. Μόνο γύρο στα 18, ο νέος θα μπορέσει τελικά να δεχτεί θρησκευτική διδασκαλία, διαποτισμένη με κάποιο σκεπτικισμό, μετριασμένο από την πεποίθηση ότι η θρησκεία είναι χρήσιμη στον άνθρωπο για την εσωτερική του καλλιέργεια. Όταν θα είναι πια έτοιμος να αντιληφθεί πιο σύνθετες, αφηρημένες ιδέες, θα διδάσκεται ιστορία και ηθική. Όλος ο κόσμος του Αιμίλιου θα γίνει ένα είδος τάξης και εργαστηρίου όπου θα μαθαίνει τα πάντα μέσω της ανακάλυψης. Σε αυτό υποστήριξε ότι η εκπαίδευση πρέπει να βασίζεται στην προσωπική αναζήτηση του διδασκόμενου και μόνο. Ο δάσκαλος δεν πρέπει να λειτουργεί σαν αυθεντία, αλλά χρειάζεται μόνο να θέτει ερωτήματα και να οδηγεί το μαθητή στην ανακάλυψη των απαντήσεων.  Όταν πια γίνει ενήλικος, ο μαθητής είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει ένα νέο κεφάλαιο, το τελευταίο, της εκπαιδεύσεως του: το σεξουαλικό, που θα τον οδηγήσει στην δημιουργία της οικογένειας. Ενθαρρύνεται να πιστέψει ότι οι σεξουαλικές ορμές πρέπει πάντα να συνδέονται με το συναίσθημα του έρωτα και να εκφράζονται μόνο στο πλαίσιο του ιερού θεσμού του γάμου. Το γυναικείο φύλο έχει εκπαίδευση παρόμοια με αυτή του Αιμίλιου, χωρίς όμως την επιστημονική διάσταση. Εκείνη έχει εκπαιδευτεί στα οικιακά καθήκοντα και έχει προετοιμαστεί να διαπρέψει ως σύζυγος και μητέρα. Ο Αιμίλιος απαγορεύτηκε και κάηκε στο Παρίσι και τη Γενεύη αμέσως μόλις κυκλοφόρησε, λόγω της ενότητας «Η εξάσκηση της πίστης από τον εφημέριο της Σαβοΐας», αλλά παρά την κακή του φήμη, ή ίσως εξαιτίας αυτής, έγινε πολύ γνωστό βιβλίο στην Ευρώπη. Κατά τη Γαλλική Επανάσταση, ο Αιμίλιος αποτέλεσε την έμπνευση για την αναδόμηση του εθνικού εκπαιδευτικού συστήματος της Γαλλίας.
Το κοινωνικό συμβόλαιο άρχισε να γράφεται 1743- 1744 το διάστημα που βρίσκονταν στην Βενετία. Την περίοδο αυτή ο Ρουσώ εγκαταλείπει το αρχικό του σχέδιο για την ολοκλήρωση του έργου του πολιτικοί θεσμοί και γράφει το Κοινωνικό συμβόλαιο βασισμένο στις σκέψεις του πάνω στην σχέση ανθρώπου- κράτους.
Το πρώτο ερώτημα  που θέτει  είναι ότι «Ο άνθρωπος γεννιέται ελεύθερος και  παντού είναι αλυσοδεμένος» με την βεβαίωση αυτή αρχίζει η κοινωνικοπολιτική πραμάτεια του Ρουσώ, που ενέπνευσε τους υπέρμαχους των δημοκρατικών καθεστώτων όλης της Ευρώπης. Κατά τον Ρουσώ, ο άνθρωπος γεννιέται « εκ φύσεως καλός» , αλλά ένα κακοδιοικούμενο κράτος τον κάνει «κακό». Η διαπίστωση όμως δεν οδηγεί στην διατύπωση θεωρίας  για επιστροφή στην πρωτόγονη κατάσταση, ούτε στην πρόβλεψη μιας επανάστασης. Από την παραπάνω διαπίστωση προέρχεται μάλλον η έξαρση των «μικρών κρατών» ( το μεγάλωμα ενός κράτους
Ετικέτες: ΖΑΝ-ΖΑΚ ΡΟΥΣΣΩ, ΠΑΙΔΕΙΑ, ΦΥΣΗ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΒΟΥΛΗΣΗ, ΓΛΩΣΣΑ, ΠΡΟΟΔΟΣ
Πηγή: http://philipposphilios.com
Ανιχνευτής ο Δόκιμος Επικούρειος Πέπος.       

Η ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ ΣΕ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΚΑΙ ΧΙΟΥΜ

Καταρχήν, πριν ξεκινήσουμε την ανάλυσή μας με τις προσεγγίσεις του Αριστοτέλη και του Hume στο ζήτημα της αιτιότητας είναι αναγκαίο να κατανοηθεί η έννοια αυτής. Όταν κάποιος κάνει λόγο για αιτιότητα αναφέρεται στη σχέση μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος, δηλαδή στο πως κάτι επιδρά στο διπλανό του. Η έννοια της αιτιότητας είναι παλαιότερη του Αριστοτέλη, την συναντούμε ήδη στον φιλόσοφο Αναξίμανδρο από τη Μίλητο ο οποίος σημειώνει: «όλα τα πράγματα πληρώνουν ανάμεσά τους ποινή και αποζημίωση για την αδικία που παθαίνουν σε τακτά χρονικά διαστήματα». Μέσα από την μελέτη της αιτιότητας κερδίζουμε γνώση, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για την απόκτηση δύναμης πάνω στη φύση. Εάν δηλαδή γνωρίζουμε τα αίτια κάποιων ανεπιθύμητων γεγονότων που διαδραματίζονται στη φύση, όπως πυρκαγιές, πλημμύρες ή σεισμοί μπορούμε να προσπαθήσουμε να τα αποτρέψουμε από το να συμβούν.

Τη συζήτηση γύρω από την αιτιότητα τη διακρίνουμε σε δύο μέρη, το ένα είναι το μεταφυσικό και το άλλο, το γνωσιολογικό. Το πρώτο μέρος είναι η φύση της σύνδεσης ανάμεσα στην αιτία και του αποτέλεσμα. Η απάντηση δηλαδή στο ερώτημα πώς η αιτία θα φέρει το αποτέλεσμα. Το δεύτερο κομμάτι είναι το επιστημονικό μέρος το οποίο ασχολείται με το ερώτημα εάν και κατά πόσο είναι δυνατή η αιτιακή γνώση. Κι αν τελικά αυτή είναι δυνατή με ποιο τρόπο μπορεί να αποκτηθεί.
Προσέγγιση του ζητήματος της αιτιότητας από τον Αριστοτέλη
Εκείνος που έθεσε τις βάσεις του αιτίου και του αιτιατού ήταν ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.). Η έννοια της αιτιότητας αποτελεί ένα από τα κεντρικότερα ζητήματα που ασχολείται ο Αριστοτέλης στα βιβλία του Φυσικά αλλά και Μετά Φυσικά. Για τον Αριστοτέλη κάθε γεγονός έχει και μια αιτία και η γνώση των αιτιών αυτών είναι επιστήμη. Στο Β' βιβλίο του στα Φυσικά αναφέρει ότι για οποιοδήποτε αποτέλεσμα είναι αναγκαία τέσσερα αίτια φυσικών διαδικασιών από τα οποία κανένα ποτέ δεν είναι επαρκές από μόνο του. Συνοπτικά τα τέσσερα αυτά αίτια είναι : το υλικό αίτιο που αφορά την ύλη από την οποία αποτελείται ένα αντικείμενο, το ποιητικό αίτιο το οποίο αναφέρεται σε εκείνο που δημιούργησε το αντικείμενο, το ειδικό ή μορφικό αίτιο που είναι το είδος ή η μορφή του αντικειμένου και το τελικό αίτιο το οποίο αναφέρεται στο σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκε κάτι.
Για να κατανοηθούν καλύτερα τα τέσσερα αίτια που παρουσιάζει ο Αριστοτέλης είναι σκόπιμο να χρησιμοποιηθούν παραδείγματα. Έστω ότι το παράδειγμά μας είναι το αποτέλεσμα της δημιουργίας ενός τραπεζιού. Το υλικό αίτιο στην περίπτωση αυτή θα είναι το υλικό από το οποίο έχει φτιαχτεί το συγκεκριμένο τραπέζι (γυαλί, ξύλο, μέταλλο). Το ποιητικό αίτιο θα είναι ο επιπλοποιός, ο άνθρωπος δηλαδή που κατασκεύασε το τραπέζι. Ειδικό ή μορφικό αίτιο είναι η μορφή, το σχήμα ακόμα και το χρώμα που χαρακτηρίζει την ιδιαιτερότητα του τραπεζιού αυτού. Το τελικό αίτιο έχει να κάνει με το σκοπό, το λόγο για τον οποίο δημιούργησε ο τεχνίτης το τραπέζι αυτό. Θα μπορούσε έστω στο συγκεκριμένο παράδειγμα να είναι το τελικό αίτιο η εκτέλεση μιας παραγγελίας ή η χρησιμοποίηση του τραπεζιού στο σπίτι του επιπλοποιού για την τοποθέτηση του φαγητού. Αυτό το παράδειγμα αντιπροσωπεύει τη λειτουργία των αιτιών στις ανθρώπινες δημιουργίες.
Στρεφόμενοι στα έργα της φύσης αντιλαμβανόμαστε ότι γίνεται επιτακτικό το ερώτημα γύρω από τη λειτουργία αλλά και παρουσία του τελικού αιτίου. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης είναι αυτό του βελανιδιού που πέφτει στο έδαφος και με τις κατάλληλες συνθήκες, όπως το φως του ήλιου και η θρέψη της γης το βοηθούν να εξελιχθεί σε βελανιδιά. Ο Αριστοτέλης λέει εδώ πως το βελανίδι κρύβει μέσα του τη βελανιδιά, μέσα του ο σπόρος δηλαδή, περιέχει το σκοπό. Η εξέλιξη του σπόρου σε βελανιδιά είναι την ίδια στιγμή τελικό αλλά και μορφικό αίτιο, καθώς η μορφή η τελική του, είναι να γίνει βελανιδιά όπως και ο προορισμός του.
Αν ο σπόρος ήταν παρμένος από ένα καλαμπόκι, που θα το φύτευε και θα τον έθρεφε ο άνθρωπος, θα καταλήγαμε με ένα διαφορετικό τελικό προϊόν, ένα καλαμπόκι. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, το τέλος που πρόκειται να επιτευχθεί και η μορφή που πρόκειται να πάρει ο σπόρος καθώς θα αναπτυχθεί βρίσκονται εκεί από την αρχή, μέσα στο σπόρο, που με την απαραίτητη φροντίδα εξελίσσεται σε ένα ώριμο φυτό. Δεν είναι ενεργητικά παρόντα, γιατί ειδάλλως το βελανίδι θα ήταν βελανιδιά. Είναι όμως δυνητικά παρόντα (εν δυνάμει βελανιδιά). Η διαφορά βρίσκεται στη δυνατότητα που υπάρχει στο σπόρο και συντελεί ώστε το ένα σπέρμα να εξελιχθεί με έναν τρόπο και το άλλο σπέρμα να εξελιχθεί με έναν άλλο. Ο Αριστοτέλης έλεγε ότι η «εντελέχεια» του ενός σπέρματος είναι διαφορετική από την «εντελέχεια» του άλλου. Είναι αυτό που σήμερα ονομάζουμε γενετικό κώδικα στο σπέρμα ο οποίος του δίνει μια σειρά από οδηγίες για την ανάπτυξη και την εξέλιξη του, η όποια διαφέρει από τη σειρά οδηγιών που δίνεται από τον γενετικό κώδικα στο άλλο σπέρμα.
Ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι η γνώση του σκοπού της λειτουργίας πολλών πραγμάτων είναι αναγκαία ώστε να καταλάβουμε την λειτουργία τους. Για να εξηγήσουμε κάτι όπως το γιατί ένα εργαλείο είναι φτιαγμένο με ένα συγκεκριμένο τρόπο, θα πρέπει να αναζητήσουμε το σκοπό του εργαλείου, ποια είναι η λειτουργία του. Στον κόσμο του Αριστοτέλη δεν υπάρχει τίποτε το τυχαίο, αλλά όλα είναι οργανωμένα και έχουν κάποιο σκοπό. Κάθε πράγμα εξελίσσεται ώσπου να φτάσει στο τέλος που του καθορίζεται από τη φύση.
Ο Αριστοτέλης δεν δέχθηκε το ενδεχόμενο της αρχής του σύμπαντος, ότι δηλαδή προέκυψε μια δεδομένη χρονική στιγμή, καθώς ήταν υπέρμαχος της αντίληψης ότι τίποτα δεν δημιουργείται από το μηδέν. Το σύμπαν για εκείνον είναι αιώνιο, μια τεράστια σφαίρα την οποία την χωρίζει ένα σφαιρικό κέλυφος όπου είναι τοποθετημένη η Σελήνη στα δυο. Ο Αριστοτέλης πίστευε ακόμη, πως η φύση ενός πράγματος αποτελεί την εσωτερική πηγή του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς του, καθώς και κύριο αίτιο των μεταβολών που μπορεί να υποστεί. Τα πάντα είναι αποτέλεσμα της φύσης, τίποτα δεν έχει τυχαία ή τεχνητή προέλευση. Εφόσον λοιπόν για την φυσική μεταβολή όλων των πραγμάτων καθοριστικός παράγοντας είναι η φύση τους, είναι επόμενο η μελέτη της να παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Στην περίπτωση που τα πάντα βρίσκονταν στον φυσικό τους τόπο και καμιά εξωτερική δύναμη δεν εφαρμοζόταν στα πράγματα, τότε φαίνεται κατά τον Αριστοτέλη ότι ο κόσμος θα παρέμενε στάσιμος, αυτό όμως δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει καθώς όλα τα φυσικά πράγματα βρίσκονται πάντοτε σε κατάσταση μεταβολής. Εδώ εντοπίζεται και ο πραγματικός δυναμισμός του αριστοτελικού κόσμου, στη φύση του αντικειμένου και όχι στην τοποθεσία του. Αυτό αποτελεί και το κεντρικό αντικείμενο σπουδών στη φυσική φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Η φύση είναι εσωτερική πηγή μεταβολών που πραγματοποιήθηκε σε κάθε φυσικό σώμα.
Ο Αριστοτέλης υποστήριξε την ανάγκη για σαφής διάκριση ανάμεσα στη κατανόησης ενός γεγονότος και στη κατανόησης του λόγου για τον οποίο συνέβη. Γι αυτό χρησιμοποίησε τις λέξεις διότι και αιτία, αν και τα δύο είδη προέρχονται μέσα από παραγωγικό συλλογισμό, εντούτοις μόνο το τελευταίο μπορεί να χαρακτηριστεί επιστημονικό καθώς είναι το μόνο που συνδέεται με τη γνώση των αιτιών. Αξίζει να αναφέρουμε με παράδειγμα τις περιπτώσεις παραγωγικού συλλογισμού που αναφέρονται στα Αναλυτικά Ύστερα: Α:Οι πλανήτες δεν ακτινοβολούν. Ό,τι δεν ακτινοβολεί είναι κοντά. Συνεπώς οι πλανήτες είναι κοντά. Β: Οι πλανήτες είναι κοντά. Ό,τι είναι κοντά δεν ακτινοβολεί. Άρα οι πλανήτες δεν ακτινοβολούν. Πρόκειται για δυο συλλογισμούς που και οι δύο αποτελούν επιχειρήματα της μορφής ( Α=Β και Β=Γ, Άρα Α=Γ). Η διαφορά τους βρίσκεται στο μέσο όρο που παραθέτει μια αιτία. Αυτό που αναζητείται είναι ο αιτιακός σύνδεσμος ενώνει το Α και το Γ.  Αριστοτέλης τονίζει ότι τα επιχειρήματα θα πρέπει να έχουν μια ασυμμετρία. Βέβαια για εκείνον μία πλήρης αιτιακή εξήγηση πρέπει να αναφέρει και τις τέσσερις αιτίες.
Προσέγγιση του ζητήματος της αιτιότητας από τον Ντέιβιντ Χιούμ
Ο Ντέιβιντ Χιούμ (1711-1776) υπήρξε η πιο διακεκριμένη μορφή του σκοτσέζικου πολιτισμού. Διπλά εμπειριστής ο ίδιος άσκησε τεράστια επίδραση και προκάλεσε μεγάλη αναταραχή στους κόλπους της φιλοσοφίας με το βάθος των προβλημάτων που έθεσε. Θεωρούσε ότι η φιλοσοφία είναι εμπειρική επιστήμη και ότι όλα τα ακατέργαστα προϊόντα της σκέψης και της αντίληψης προέρχονται από την αισθητηριακή εμπειρία και συνδέονται μεταξύ τους με συσχετισμούς που συνηθίζουμε να κάνουμε. Από την πείρα μας συνδέουμε το κρύο με τον πάγο και τη ζέστη με τη φωτιά. Εάν όμως δεν είχαμε το βίωμα της ζέστης, τότε δε θα ήταν δυνατό για το νου να συναγάγει το συμπέρασμα ότι η φωτιά παράγει θερμότητα. Η φιλοσοφία του Χιούμ χαρακτηρίζεται ως περιγραφική ψυχολογία. Χρησιμοποιεί τη θεωρία των συνειρμών την οποία δανείζεται από τον Χάρτλεϊ και την επεξεργάζεται κατάλληλα για να καταλήξει στα συμπεράσματά του. Ο νους του ανθρώπου έχει ένα είδος «φυσικής τεμπελιάς» και βασιζόμενος στις πιο εμφανείς ομοιότητες των αισθητηριακών εμπειριών προχωρά σε κατηγοριοποίηση και ταξινόμησή τους αδιαφορώντας για επιμέρους χαρακτηριστικά. Σε συνδυασμό με τη συνήθεια που παίζει βασικό ρόλο προχωράει σε συσχετισμό των ιδεών.
Η σημαντικότερη συνεισφορά του Χιουμ αφορά την αποκαθήλωση της σχέσης αιτιότητας. Γνωρίζοντας ότι στη βάση της αιτιότητας στηρίζεται η βεβαιότητά μας για τον κόσμο, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η αμφισβήτηση που πρόβαλε ο Χιουμ στην έννοια αυτή, προκάλεσε ισχυρό χτύπημα στα θεμέλια της γνώσης. Αρχικά, ας δούμε ποιές είναι οι τρεις συνθήκες για τη λειτουργία όλων των αιτιών: α) η συνάφεια στο χώρο και στο χρόνο, β) η προτεραιότητα στο χρόνο της αιτίας, ότι δηλαδή, πρώτα λαμβάνει χώρα η αιτία και κατόπιν ακολουθεί το αποτέλεσμα και γ) η σταθερή σύζευξη αιτίας και αποτελέσματος, ότι κάθε φορά που θα χτυπάω μια μπάλα σε μια άλλη, θα συμβαίνει πάντοτε το ίδιο. Η τρίτη συνθήκη είναι ιδιαιτέρως σημαντική, καθώς από μόνη της η διαδοχή γεγονότων δεν είναι αρκετή για τη θεμελίωση αιτιακής σχέσης. Η νύχτα διαδέχεται τη μέρα, δεν σημαίνει όμως απαραίτητα ότι η νύχτα είναι αιτία της μέρας.
Αυτό που ονομάζεται αναγκαία σχέση, για τον Χιουμ αποτελεί απλώς μια γενίκευση προγενέστερων εμπειριών. Παρ'ότι γνωρίζουμε και είμαστε βέβαιοι για την ισχύ ενός φυσικού νόμου, όπως είναι η θερμοκρασία στην οποία εξατμίζεται το νερό, καθώς όσες φορές έγινε το συγκεκριμένο πείραμα παρατηρήθηκε το ίδιο φαινόμενο, εντούτοις δεν μπορεί να ισχύει εξίσου για το μέλλον. Η ψυχολογική μας προδιάθεση στηριζόμενη στη συνήθεια και την παρατήρηση επαναλαμβανόμενων φαινομένων στο παρελθόν μας οδηγεί να πιστεύουμε ότι η φύση λειτουργεί ομοιόμορφα. Η σχέση αιτίας και αποτελέσματος είναι μια ψυχολογική σχέση, εφόσον ακόμα και μια διατύπωση ενός φυσικού νόμου στηρίζεται σε παρατηρήσεις ανθρώπων κατά το παρελθόν, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι αν το φαινόμενο αλλάξει τελικά στο μέλλον.
«Υπάρχουν τέσσερα σημαντικά σημεία στην πρωτότυπη ανάλυση της αιτιότητας από τον Χιούμ. Μπορούν να διατυπωθούν ως εξής:
1. Ούτε η λογική ούτε η εμπειρία επιτρέπει να υποστηρίξουμε ότι το μέλλον θα μοιάζει με το παρελθόν.
2. Η αιτία και το αποτέλεσμα πρέπει να είναι διακριτές υπάρξεις, που η καθεμιά να μπορεί να συλληφθεί χωρίς την άλλη.
3. Η αιτιακή σχέση αναλύεται με όρους γειτνίασης, προτεραιότητας και σταθερής σύνδεσης.
4. Το ότι κάθε έναρξη ύπαρξης έχει μια αιτία δεν αποτελεί αναγκαία αλήθεια.
Η κάθε μια από αυτές τις αρχές μπορεί να απομονωθεί από τον ψυχολογικό μηχανισμό εντυπώσεων και ιδεών στον οποίο είναι ενσωματωμένη η πραγματική περιγραφή του Χιουμ. Καθεμιά εξ αυτών δικαιούται, και έχει υποβληθεί σε, εξονυχιστική φιλοσοφική εξέταση. Κάποιες από αυτές υπέστησαν, την ερευνητική κριτική του Καντ, ενώ άλλες τροποποιήθηκαν ή απορρίφθηκαν από πιο σύγχρονους φιλοσόφους. Όμως, η ατζέντα της συζήτησης για την αιτιακή σχέση παραμένει μέχρι σήμερα όπως την όρισε ο Χιούμ»
Αν και εκ διαμέτρου διαφορετικές οι προσεγγίσεις του ζητήματος της αιτιότητα από τους δυο φιλόσοφους τον Αριστοτέλη και τον Χιούμ, οι προτάσεις και των δυο επηρέασαν τη σκέψη και τις θεωρίες πολλών μεταγενέστερων φιλόσόφων τους και δημιούργησαν ακραία και αντίθετα ρεύματα όπως εκείνα του ντετερμινισμού και της απροσδιοριστίας. Οι απόψεις του Αριστοτέλη έγιναν οι περισσότερες αποδεκτές στα μετέπειτα χρόνια και κυρίως κατά το Μεσαίωνα. Κυρίως έγινε αποδεκτό ως απόλυτο ποιητικό αίτιο ο Θεός. Η Αριστοτελική αρχή της αιτιότητας επικράτησε αρκετά στη φιλοσοφική σκέψη μέχρι να την υποβάλλει σε αυστηρή κριτική, να την απομυθοποιήσει και να την αναγάγει στην ψυχολογική της διάσταση, από την μεριά των ανθρώπων ο Χιουμ.
*Εργασία Μιχαλούσης Αικατερίνης, ΕΠΟ 22
Ετικέτες: Η ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ ΣΕ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΚΑΙ ΧΙΟΥΜ,
Πηγή:http://philipposphilios.com
Ανιχνευτής ο δόκιμος Επικούρειος Πέπος. 

ΖΗΝΩΝ Ο ΕΛΕΑΤΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ


Η διαλεκτική προσέγγιση του όντος προήλθε ιστορικώς από την πνευματική και πολιτική εξέλιξη στις αρχαίες ελληνικές πόλεις του 5ου αιώνα π.Χ. Κατά πρώτον η Διαλεκτική νοούνταν ως η τέχνη του διαλόγου με βάση τις ερωτήσεις και απαντήσεις. Ήταν δηλαδή μία άποψη ή μορφή της Ρητορικής τέχνης αναγκαίας στον χώρο της αναπτυσσόμενης πολιτικής κοινωνίας.
ΖΗΝΩΝ Ο ΕΛΕΑΤΗΣ
Ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι πρώτος ο Ζήνων ο Ελεάτης ανακάλυψε την διαλεκτική [Σεξτ. Εμπειρ., Μαθ. 7 {Λογ.} 6-7]. Όμως, τα ουσιαστικά πρωτεία, ενδεχομένως ο ίδιος ο όρος, και, εν πάσει περιπτώσει, η καθιέρωση και ο εμπλουτισμός της έννοιας αυτής οφείλεται στον Πλάτωνα. Στα Μετά τα Φυσικά [987β, 36-37] ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει ότι "οι γαρ πρότεροι διαλεκτικής ου μετείχον". Επειδή το κείμενο αναφέρεται στη σχέση Πλάτωνος-Πυθαγορείων, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι ο Σταγιρίτης δεν περικλείει τον Ζήνωνα τονΕλεάτη στην κατηγορία αυτή, τουλάχιστον ως προς την αρχική μορφή της διαλεκτικής μεθόδου, δηλαδή της μορφής εκείνης του λόγου, όπου γίνεται χρήση λεκτικών επιχειρημάτων για την προσδιορισμό και την απόδειξη του ζητουμένου. Ο Ζήνων ο Ελεάτης, επιδιώκοντας να ισχυροποιήσει την φιλοσοφία του Παρμενίδου, ανέπτυξε μιά σειρά επιχειρημάτων αναιρετικών της κοινής αντιλήψεως για την πολλαπλότητα και την κίνηση. Mε τον τρόπο αυτόν ο Ζήνων επιχειρούσε να βγάζει αντιφατικά συμπεράσματα από τις υποθέσεις και θεωρίες των αντιπάλων και επικριτών της παρμενίδειας φιλοσοφίας. Για παράδειγμα, στην κριτική παρατήρηση ότι η παρμενίδεια άποψη περί του αδυνάτου της κινήσεως είναι εσφαλμένη, ο Ζήνων προσπαθούσε να αποδείξει ότι η αντίθετη άποψη είναι αντιφατική. Όπως παρατηρεί ο Βurnet, "Τα επιχειρήματα του Ζήνωνος δεν είναι απλοί σοφισμοί". Αποτελούν την απαρχή μιάς διανοητικής πορείας, που καταυγάστηκε και διαιωνίσθηκε μέσα από την δύναμη του πλατωνικού λόγου.
ΠΛΑΤΩΝΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
Ουσιαστικός πατέρας της Διαλεκτικής είναι ο Πλάτων, ο οποίος επηρεάσθηκε από τον μεγάλο δάσκαλό του Σωκράτη. Όπως προκύπτει από τα Ξενοφώντος Απομνημονεύματα {ΙV, 5, 12}, ο Σωκράτης είχε χρησιμοποιήσει πρώτος την διαιρετική μέθοδο, την οποία ανέπτυξε περαιτέρω ο Πλάτων στον "Σοφιστή", στηριζόμενος στο ρήμα "διαλέγω", με τα λόγια "και τοδιαλέγεσθαι ονομασθήναι εκ του συνιόντας κοινή βουλεύεσθαι διαλέγοντας κατά γένη τα πράγματα". Όμως, ο όρος Διαλεκτική προκύπτει τόσο από το "διαλέγω", όσο και από το "διαλέγομαι".
Και ο Πλάτων μέχρι την ώριμη ηλικία του αντιμετωπίζει την διαλεκτική μέθοδο κυρίως -αλλά όχι μόνο- κάτω από το πρίσμα του "διαλέγομαι". Ήδη στον "Κρατύλο" {390 C} η Διαλεκτική είναι η μέθοδος των ερωτήσεων και απαντήσεων, "...τον δε ερωτάν και αποκρίνεσθαι επιστάμενον άλλο τι συ καλείς ή διαλεκτικόν;"
Μπορούμε να διακρίνουμε δύο κύριες πλατωνικές προσεγγίσεις της διαλεκτικής: α} Διαλεκτική μέθοδος προς γνώση του όντως όντος {διαλέγομαι}. Στο μεγαλειώδες έργο του Πλάτωνος "Πολιτεία" επισημαίνονται διάφορα ενδιαφέροντα χωρία, τα οποία αποδίδουν τις διάφορες αποχρώσεις της έννοιας της Διαλεκτικής. Τα σημαντικότερα είναι τα εξής
:
*Εργασία του Μιχάλη Δ. Ρέλλου, δημοσιευμένη στην Διεπιστημονική Επιθεώρηση
Ετικέτες: ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ, Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ, ΜΙΧΑΛΗΣ ΡΕΛΛΟΣ, ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ

ΧΕΓΚΕΛ

Το φιλοσοφικό κίνημα που ονομάστηκε γερμανικός ιδεαλισμός έχει ακριβή ημερομηνία γέννησης το 1781, το έτος που δημοσιεύθηκε η Κριτική του καθαρού λόγου του Καντ, ενώ φαίνεται ότι λήγει, τουλάχιστον με την κλασική του μορφή, το 1821, με την έκδοση τηςΦιλοσοφίας του δικαίου του Χέγκελ. Χωρίς να υποτιμήσει κανείς όλους τους στοχαστές που έχουν τη θέση τους στο πνευματικό αυτό κίνημα, για λόγους οικονομίας θα αναφερθούμε στους σημαντικότερους: Φίχτε, Σέλινγκ, Χέγκελ, των οποίων τα έργα, όπου κυρίαρχο ρόλο παίζει η έννοια της ελευθερίας, σφράγισαν τη φυσιογνωμία των φιλοσοφικών προβλημάτων της σύγχρονης δυτικοευρωπαϊκής σκέψης.

Ετσι, η κριτική της θρησκείας, της ιστορίας, της πολιτικής οικονομίας, καθώς και οι νεότερες κοινωνικές θεωρίες, ο βιολογισμός, ο θετικισμός αλλά και η υπαρξιακή οντολογία του Χάιντεγκερ, βρίσκονται σε διάλογο με τον συμπαγή λόγο του γερμανικού ιδεαλισμού.
Ανατρέχοντας εν συντομία στην προϊστορία του διαπιστώνουμε ότι ο γερμανικός στοχασμός θα κάνει τα πρώτα του βήματα στο ορισμένο πλαίσιο της χριστιανικής θεολογίας, ενώ μόνο στη συνέχεια θα ανακαλύψει την οδό που οδηγεί στη φιλοσοφική επιστήμη, ερμηνεύοντας εκ των υστέρων τις απαρχές του από τη σκοπιά της οντολογίας και της νοολογίας. Στην προοπτική αυτή και στην προσπάθειά του να ορίσει την πνευματική του ταυτότητα ο γερμανικός ιδεαλισμός θα στραφεί σε κεφαλαιώδη ζητήματα όπως ο νους, το πνεύμα, η συνείδηση, το εγώ, το υποκείμενο, ανασυντάσσοντας τόσο το περιεχόμενό τους όσο και τη διαπλοκή τους.
Ηδη στη μυστική του θεολογία ο Meister Eckhart, διδάσκοντας ότι ο Πατήρ γεννά τον Υιό του μέσα στην ψυχή μου, κάνει ένα βήμα προς την εσωτερικότητα του ανθρώπου, την οποία θεωρεί σημείο διαμεσολάβησης του Πατρός με τον Υιό ή του Θεού με τον εαυτό του. Ο Nicolaus Cusanus θα υποστηρίξει ότι η ανθρώπινη νόηση παράγεται διά μέσου της μέθεξης με τη θεϊκή ενότητα· αλλά το σημείο της μέθεξης αυτής είναι η υποκειμενικότητα και η συνακόλουθη ανεπάρκεια της ανθρώπινης νόησης έναντι της θεϊκής. Ετσι, η νόηση θεμελιώνεται αλλά το θεμέλιο είναι η ομολογία της αγνωσίας του Απόλυτου. Ο Λούθηρος, τέλος, επιχειρεί να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τα δεσμά της εξωτερικής εξουσίας και να τον ξαναδέσει με τον ακατάλυτο δεσμό που είναι η εσωτερικότητα της ηθικής συνείδησης. Τούτη 'δώ εδράζεται στην υποκειμενικότητα, στην οποία εκδηλώνεται ο λόγος του Θεού.
Οι προηγούμενοι δρόμοι ορίζουν τη διαδρομή που θα οδηγήσει στη φιλοσοφία της συνείδησης, κατεύθυνση στην οποία το τελευταίο βήμα γίνεται από τον Λάιμπνιτς. Η φιλοσοφία των λογικών αρχών της γνώσης που εισηγείται ο τελευταίος είναι προσανατολισμένη στην πεποίθηση ότι το αρχιμήδειο σημείο της γνώσης εν γένει είναι η λογική συνείδηση, με βάση την οποία μπορεί να διερευνηθεί η φύση στο σύνολό της. Ο Λάιμπνιτς διδάσκει ότι η γνώση απορρέει από τη συνείδησή της, ακόμη και στην περίπτωση που η τελευταία είναι ασαφής και συγκεχυμένη. Καθίσταται έτσι σαφής η αρχή ότι η γνώση δεν παραπέμπει στην πραγματικότητα χωρίς η ίδια να έχει προηγουμένως συγκροτηθεί ως υποκειμενικότητα.

Το έδαφος είναι ήδη έτοιμο για την καντιανή επανάσταση, που θα στραφεί πρωτίστως στην έννοια του υποκειμένου. Τούτο 'δώ θα οριστεί από τον Καντ ως απόλυτη ενότητα της συνείδησης, η οποία, με τη σειρά της, συνδέει τις έννοιες μεταξύ τους ώστε να παράγουν κρίσεις, συγκροτώντας τα πράγματα του κόσμου σε αντικείμενα της εμπειρίας μας. Με τον τρόπο αυτόν όμως η ενότητα της συνείδησης καθίσταται ικανότητα παραγωγής της αντικειμενικότητας. Απλούστερα: έχουμε ικανότητες και μπορούμε να τις ασκήσουμε· και όποιος μπορεί κάτι είναι ελεύθερος να το πράξει. Αποκαλύπτονται έτσι η πραξιολογική ρίζα της καντιανής κριτικής και ο καθοριστικός ρόλος του πρακτικού λόγου.
Ακριβώς στον καθοριστικό αυτόν ρόλο θα επιμείνει ο Φίχτε, για τον οποίο λόγος σημαίνει πρωτίστως βούληση και πράξη. Στην προοπτική αυτή, ο πρακτικός λόγος δεν έχει άλλο αντικείμενο πέρα από αυτό που ο ίδιος δημιουργεί ως δύναμη που ενεργεί. Αλλά το αντικείμενο αυτό είναι ο ηθικός νόμος, σκοπός και επιθυμία της βούλησης, η οποία τον μεταμορφώνει, διά μέσου της πράξης, σε αντικειμενικό κόσμο. Ετσι, το σύνολο του θεωρητικού λόγου υπάγεται, σύμφωνα με τον Φίχτε, στον πρακτικό λόγο που έχει πια κερδίσει την αρχή της αυτονομίας του. Από τη σκοπιά αυτή, ο αυτόνομος πρακτικός λόγος γίνεται πράξη του ανθρώπινου εγώ για την ελευθερία του, η οποία δεν είναι άλλο πράγμα από τον αυτοπροορισμό του ανθρώπου. Τελικά, πράττω σημαίνει τελειοποιούμαι, αναζητώντας την αιτία του κόσμου μέσα στον εαυτό μου. Αλλά η αναζήτηση αυτή, με τη σειρά της, δεν είναι άλλο πράγμα από τη φιλοσοφία, η οποία για πρώτη φορά στην ιστορία της νεότερης σκέψης αναζητά τη Λογική της ως έμπρακτο λόγο.

Η αυτονόμηση του πρακτικού λόγου και η πίστη στον απόλυτο και απελευθερωτικό χαρακτήρα της ανθρώπινης πράξης, έννοιες ρομαντικές στη βάση τους, ανασκευάζονται στην αρχή από τον πρώιμο Σέλινγκ και, στη συνέχεια, από τον Χέγκελ. Οι παρεμβάσεις τους δίνουν και πάλι τα πρωτεία στη θεωρία, στην οποία υποτάσσουν την πρακτική βούληση. Η θεωρητική φιλοσοφία προσδιορίζει τώρα την έννοια της ελευθερίας όχι μόνο ως βούληση αλλά ως νόηση νοήσεως, επαναλαμβάνοντας τη γνωστή κατηγορία του Αριστοτέλη. Στην τροπή που παίρνει με τον Σέλινγκ και τον Χέγκελ ο γερμανικός ιδεαλισμός υποστηρίζει ότι η φιλοσοφία παρερμηνεύεται όταν αξιολογείται με μοναδικό μέτρο την πρακτική βούληση, μια και ο φιλοσοφικός λόγος, τόσο από τη φύση του όσο και από πρόθεση, σκοπεύει στην καθαρή νόηση.
Η φιλοσοφία που εισηγείται ο Σέλινγκ, παρ' όλο που ξεκινά ως κριτική υποδοχή των αντιλήψεων του Φίχτε, καταλήγει σε ένα είδος δραματικής σύγκρουσης με τον ορθολογισμό και τις εννοιολογικές απαιτήσεις του. Στην προσπάθειά του να αντικρούσει τον Φίχτε και τον επιστημολογικό χαρακτήρα που ο τελευταίος προσδίδει στον φιλοσοφικό στοχασμό, ο Σέλινγκ προκρίνει μια αρχή εντελώς ασύμβατη με το ιδεώδες της νόησης. Πρόκειται για την αρχή της νοητικής εποπτείας, η οποία διασταυρώνεται με το απόλυτο, το αναπόδεικτο, το απολύτως άμεσο και το προφανές. Η νοητική εποπτεία είναι η κίνηση με την οποία το απόλυτο νοείται πριν από τον λόγο και ­ κυρίως ­ εκτός λόγου, σε ένα είδος χαρισματικής ενόρασης που ακυρώνει τελικά τη γνωστική διαδικασία μέσω εννοιών. Η αντίληψη του κόσμου είναι, κατά βάση, θέμα ενορατικής διαδικασίας και η πραγματικότητα επιστρέφει στην προκαντιανή της αφέλεια. Ως μετακαντιανός μυστικισμός, η φιλοσοφία του Σέλινγκ θα αποτελέσει τη μήτρα για όλες τις συναφείς προσπάθειες που σκοπεύουν στην ανατροπή της κριτικής φιλοσοφίας.

Δεν είναι παράξενο, ύστερα από τον Σέλινγκ, ότι ο Χέγκελ θεωρεί εξαιρετικά επείγον το πρόβλημα των σχέσεων της έλλογης νόησης με τη συγκεκριμένη πραγματικότητα ή, απλούστερα, τη σχέση του λόγου με την πραγματικότητα στο σύνολό της. Ετσι, η φιλοσοφία του Χέγκελ, στον οποίο πολλοί αναγνωρίζουν τον τελευταίο κλασικό φιλόσοφο, αγκαλιάζει την πραγματικότητα ως όλον, του οποίου φιλοδοξεί να γίνει η συστηματική θεωρία, με την ετυμολογική σημασία που έχει η τελευταία λέξη. Στην προοπτική αυτή, η φιλοσοφία παρουσιάζεται ως σύστημα, με την αυστηρή σημασία του όρου, ως όλον δηλαδή του οποίου τα μέρη αποτελούν μέλη που το καθένα παίρνει το νόημά του από τα άλλα και όλα μαζί από το σύνολο. Ο συστηματικός χαρακτήρας της χεγκελιανής φιλοσοφίας παρουσιάζεται ωςΕγκυκλοπαίδεια των φιλοσοφικών επιστημών, η οποία υποδιαιρείται σε τρεις στιγμές: στηΛογική, όπου το Πνεύμα μιλά τη γλώσσα του στην καθαρή της μορφή, ορίζοντας το ίδιο τη γραμματική και το συντακτικό της· στη Φιλοσοφία της Φύσης, στιγμή της αλλοτρίωσης όπου το Πνεύμα αποξενώνεται από τον εαυτό του· τέλος, με τη Φιλοσοφία του Πνεύματοςσυμπληρώνεται η τρίτη στιγμή, όπου το Πνεύμα επιστρέφει στον εαυτό του και αυτοαναγνωρίζεται ως Δίκαιο, Ηθική, Τέχνη, Θρησκεία και Φιλοσοφία.
Ετσι, το φιλοσοφικό σύστημα του Χέγκελ παρουσιάζεται ως μεγαλειώδες «έπος του πνεύματος» καθώς, στην προσπάθειά του να γνωρίσει τον εαυτό του, το πνεύμα παράγει διαδοχικά όλες τις μορφές της πραγματικότητας: κατ' αρχήν τον μηχανισμό της σκέψης του, στη συνέχεια τη φύση και, τέλος, την ίδια την ιστορία.
*Άρθρο από το ΒΗΜΑ, 19/11/2000, του Βώκου Γεράσιμου, Ομότιμου Καθηγητή του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών
Ετικέτες: Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, ΕΓΕΛΟΣ, ΦΙΧΤΕ, ΣΕΛΛΙΝΓΚ, ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΒΩΚΟΣ
Πηγή: http://philipposphilios.com
Ανιχνευτής ο δόκιμος Επικούρειος Πέπος