Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

4.4.16

ΜΙΓΙΑΜΟΤΟ ΜΟΥΣΑΣΙ Μέρος δεύτερο Από τον Fuji Tomo Kazu ΙΑΠΩΝΙΑ

Ο Κώδικας του Μουσάσι
Πριν πεθάνει. ο Μουσάσι άφησε ένα σημείωμα, που έχει την έννοια όρκου:
 
Κώδικας Αυτοπειθαρχίας
Κανένας δεν πρέπει να αποκλίνει από τον δρόμο της κοινωνίας.
Κανένας δεν πρέπει να παραδίδεται στην ηδονή.
Κανένας δεν πρέπει να είναι μεροληπτικός.
Κανένας δεν πρέπει να είναι εγωιστής.
Κανένας δεν πρέπει να κάνει κάτι που θα προκαλέσει τη μετάνοια.
Κανένας δεν πρέπει να θυμώνει απέναντι στην δικαιοσύνη.
Κανένας δεν πρέπει να θρηνεί τον χωρισμό του με άλλους.

Κανένας δεν πρέπει να κρύβει την δυσαρέσκειά του εναντίον άλλων.
Κανένας δεν πρέπει ν' αφήνει την καρδιά του να ταλαντεύεται από τρυφερά αισθήματα.
Κανένας δεν πρέπει να αγαπά ή να μην αγαπά πράγματα για προσωπικούς λόγους.
Κανένας δεν πρέπει να ποθεί την ζεστασιά της οικογένειας.
Κανένας δεν πρέπει να καταστρέφει τον ουρανίσκο (με πολυτελή φαγητά).
Κανένας δεν πρέπει να αγαπά τα άχρηστα εξαρτήματα.
Κανένας δεν πρέπει να ασχολείται με τα έθιμα θρησκευτικής εγκράτειας.
Κανένας δεν πρέπει να χάνει τον χρόνο του με την εκπαίδευση μη αναγκαίων όπλων.
Κανένας δεν πρέπει να φοβάται ν' αντιμετωπίσει τον θάνατο.
Καθένας πρέπει να σέβεται τους θεούς αλλά να μην βασίζεται πάνω τους.
Κανένας δεν πρέπει να παρεκλίνει από τον δρόμο του χέιχο.
Σίνμεν Μουσάσι
 
 Ο Μυστηριώδης Μουσάσι

Ήταν νεωτεριστής και ανεξάρτητος άνθρωπος. Η παραδοσιακή μορφή των μαχητικών τεχνών τον κούραζε και απορρίπτοντας το πεπαλαιωμένο πρότυπο, έγινε ο εκφραστής ενός νέου, πρωτότυπου στυλ, που δεν στηριζόταν στις πατροπαράδοτες τεχνικές, αλλά στην αυθεντικότητα της μάχης, που ήξερε τόσο καλά. Μ' αυτό τον τρόπο, κέρδισε 60 μάχες, που είχαν γίνει θρύλος πριν φτάσει στη μέση ηλικία.
Το όνομά του είναι Μιγιαμότο Μουσάσι, ένας ξιφομάχος σαμουράϊ, ο οποίος έζησε κατά τη διάρκεια της βίαιης βασιλείας των σογκούν Τοκουγκάβα στην Ιαπωνία, και τα κατορθώματα της πραγματικής του ζωής, κάνουν τα κινηματογραφικά φιλμ να ξεθωριάζουν στη σύγκριση.
Γιός μιας ασήμαντης οικογένειας σαμουράϊ, ο Μουσάσι αφοσιώθηκε μόνος του απο νωρίς στην τέχνη του κεντζούτσου (ξιφομαχία), και σπάνια τον έβλεπαν παιδί στο χωριό του χωρίς να κρατάει ένα ξύλινο εκπαιδευτικό σπαθί στο χέρι του. Σκότωσε τον πρώτο του αντίπαλο, ένα φημισμένο άρχoντα, σε ηλικία 13 χρονών και σύντομα μετά απο αυτό εγκατέλειψε την οικογένειά του και άρχισε μια ζωή με αδιάκοπη περιπλάνηση, αποδεκτές προκλήσεις σε μονομαχίες με αντίπαλους τους καλύτερους ξιφομάχους της Ιαπωνίας. Όταν τελειοποίησε τη δεξιοτεχνία του στο μονό σπαθί, άρχισε να χρησιμοποιεί επίσης το μικρό σπαθί των σαμουράι και ίδρυσε το “νίτο-ρύου”, ή τη σχολή των δυο σπαθιών. Τελικά, όταν η υπεροχή του ήταν φανερή, αποσύρθηκε στη σπηλιά ενός βουνού, ζώντας σαν ερημίτης τους τελευταίους μήνες πριν πεθάνει. Εκεί έγραψε το βιβλίo της στρατηγικής του, το Γκόρι-νoσό.
Μπορεί να δώσετε μικρή αξία στην ιστορία του ξιφομάχου, που έζησε πριν 3 αιώνες, αλλά το πέρασμα του χρόνου δεν αλλοίωσε τίποτα. Σήμερα βλέπουμε ακόμα τζουντόκα και καρατέκα που δεν διαφέρουν πολύ από τον Μουσάσι, άνθρωποι που δεν ενδιαφέρονται για την καλοπέραση του σώματος, που ζουν για τους επόμενους αγώνες, οι οποίοι και το τελευταίο ακόμα ελεύθερο λεπτό τους το αφιερώνουν στην προπόνηση. Αναρωτιόμαστε τότε: Πώς συμβαίνει ο Μουσάσι και οι ιστορίες με τα κατορθώματά του, να εξακολουθούν να υπάρχουν στη μνήμη των Γιαπωνέζων και να θεωρείται σαν ο πιο δημοφιλής λαϊκός ήρωας, ενώ οι σύγχρονοι σωσίες του γρήγορα ξεχνιούνται απο τους θαυμαστές τους, αφού αποσυρθούν και μερικές φορές πριν ακόμα, από τον συναγωνισμό ;

Ίσως μπορεί να βρεθεί η απάντηση μέσα απο το βιβλίο του το “Γκόρι-νοσό” ή το “Book of Fiνe Rings”, ένα μυστηριώδες κείμενο πάνω στην επιδεξιότητα του ξίφους, που έγραψε ο Μουσάσι για να εξηγήσει τη φιλοσοφία του για τη μάχη. Στην Ιαπωνία, το βιβλίο θαυμάζεται το ίδιο τόσο από τους επιχειρηματίες, όσο και από τους μπουντόκα. Οι υπάλληλοι χρησιμοποιούν τις ιδέες του για να διαπραγματευθούν και για να καταστήσουν τις εταιρείες τους πιo αποδοτικές, αφού ο Μουσάσι υπoστήριξε πως ό,τι μπορεί να κάνει ο σαμουράι στη μάχη, μπορεί και σε οποιαδήποτε σχέση του και ό,τι εφαρμόζεται στην απλή μονομαχία, είναι εξίσου πραγματοποιήσιμο και στις συγκρούσεις με χιλιάδες ανθρώπους. Τώρα, μετά απο την Αγγλική έκδοση του βιβλίου, οι αθλητές των μαχητικών τεχνών της Δύσης μελετούν το Γκόρι-νοσό, με την ελπίδα να καλυτερεύσουν τις ικανότητές τους.
Ο Μιγιαμότο Μουσάσι ήταν ένας πρακτικός άνθρωπος, έτσι είναι φυσικό να περιμένουμε απο τα λόγια του, να είναι απλά και ευκολοκατανόητα. Αντίθετα, οι αναγνώστες αντιμετωπίζουν σελίδες απο δυσνόητες επιγραφές και αινιγματικές συμβουλές. Η αιτία είναι διπλή. Όπως οι περισσότεροι σαμουράϊ, έτσι και ο Μουσάσι ήταν οπαδός του “ιέν”, που τόνιζε τη διαίσθηση πάνω από τη λογική, και επικρατούσε η άποψη πως το καλύτερο ήταν να δίνονται οι οδηγίες με ασάφεια, ώστε οι μαθητές να εμβαθύνουν στο νόημά τους. Και η δεύτερη αιτία ήταν, ότι οι μέθοδοι του Μουσάσι ήταν τελείως προσωπικές εμπειρίες μιας ζωής και όταν τις εξηγούσε αποδεικνύονταν δύσκολες. Επίσης είναι αρκετά δύσκολο να κατανοηθούν, γιατί προέρχονται από μια εποχή τόσο μακρινή σε μας και από έναν πολιτισμό τόσο διαφορετικό από τον δικό μας. Αλλά το να απορρίπτουμε το “Γκόρι-νοσό” θα ήταν μια απώλεια, γιατί τα μαθήματά του είναι εφαρμόσιμα και σήμερα, όπως και πριν από χιλιάδες χρόνια όταν ο περιπλανώμενος ξιφομάχος έγραψε με εκπληκτικό τρόπο γι' αυτά. Το πραγματικό μυστικό της επιτυχίας του Μουσάσι ήταν φυσικά η δίψα του για τελειότητα. Σχεδόν ολόκληρη η ζωή του είχε ένα μοναδικό σκοπό: Να γίνει όσο το δυνατόν ο καλύτερος ξιφομάχος. Οποιονδήποτε, ο οποίος είχε ένα σκοπό παρόμοιας σημασίας, τον συμβούλευε: "Να κάνεις το σώμα σου σα βράχο και δέκα χιλιάδες στιλέτα δε θα μπορούν να σ' αγγίξουν". Για να μπορέσει να κάνει το σώμα και το μυαλό του αδιαπέραστα απο πόνο, ο Μουσάσι υιοθέτησε παράξενες συνήθειες. Σπάνια έκανε μπάνιο, για να μη μπορούν να τον πιάσουν χωρίς σπαθί, και συχνά κοιμόταν έξω στη βροχή και στο χιόνι, για να σκληραγωγεί τον εαυτό του. Το σπουδαιότερο όμως ήταν, ότι αφιέρωνε πολλές ώρες σε αδιάκοπη εξάσκηση με αυτοσυγκέντρωση.

Είναι αδύνατο να ακολουθήσουν οι μαθητές στη σημερινή μας εποχή την καρτερικότητά του, σκληρή σαν πέτρα, αλλά θα πρέπει να εκτελούν τις ασκήσεις τους με την ίδια ένταση που τις έκανε και ο Μουσάσι, άσχετα με τον χρόνο που τους δίνεται.
Παρ' όλα αυτά τέτοια αφοσίωση δεν πρέπει να απομακρύνει το άτομο από άλλες δραστηριότητες. Ο Μουσάσι έτρεφε ελάχιστο σεβασμό για τους ξεροκέφαλους μπουντόκα που ακολουθούσαν ένα περιορισμένο τρόπο ζωής, ενώ ο ίδιος ασχολιόταν με τα δυο του ενδιαφέροντα, που ήταν η ζωγραφική και η ποίηση.
"Δεν θα πρέπει να έχεις ένα αγαπημένο όπλο. Να αποφεύγεις να αντιγράφεις το στυλ των άλλων, αλλά να προσπαθείς να χειρίζεσαι το ίδιο καλά όλα τα όπλα".
Μάλλον ο Μουσάσι θυμόταν τη μοναδική του ήττα όταν το έγραψε αυτό. Αν και ήταν ακαταμάχητος στο σπαθί, η εποχή του μπούσι δημιούργησε μια ατέλειωτη ποικιλία εξοπλισμού και ο Μουσάσι δεν μπορούσε ποτέ να είναι σίγουρος τι όπλα θα χρησιμοποιούσε ο αντίπαλος του. Κάποτε, τον κάλεσε σε μονομαχία ο Μούσο Γκονοσούκε, που είχε ηττηθεί σε προηγούμενο αγώνα τους και ο οποίος ήταν ειδικός στο τζο, ένα κοντό ραβδί. Αν και ο Μουσάσι ήταν ο νικητής της πρώτης τους μονομαχίας, η δεύτερη είχε μεγάλη διάρκεια και ήταν σκληρή, και τελικά όταν ο Γκονοσούκε παγίδευσε το σπαθί του Μουσάσι, του χάρισε τη ζωή, γιατί ο Μουσάσι τον είχε αφήσει να ζήσει στην πρώτη τους μάχη.
Η μεγάλη ποικιλία δεν είναι τόσο ένας σπουδαίος παράγοντας στους αγώνες, αλλά ο αντίπαλος που εξοικειώνεται με άλλα στυλ η τέχνες, οπωσδήποτε βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση απο εκείνον που περιoρίζει τον εαυτό του. Συχνά σε αγώνες καράτε, για παράδειγμα, βλέπεις τους αντιπάλους να έρχονται στα χέρια χωρίς αποτέλεσμα, πολύ κοντά για να εφαρμόσουν τις τεχνικές του καράτε. Αυτή είναι η πιο σπουδαία ευκαιρία για να χρησιμοποιήσεις τις κινήσεις του τζούντο και αν ένας καρατέκα έχει εκπαιδευτεί σ' αυτές, πολύ συχνά θα είναι καλύτερος απο τον αντίπαλό του που αγνοεί αυτή την τέχνη.

Τι θα σκεφτόταν ο Μουσάσι όταν έβλεπε τα εντυπωσιακά λακτίσματα και χτυπήματα που ανταλλάσσουν τη σημερινή εποχή σε αγώνες; "Το να μελετάς πολλούς τρόπους για να μαχαιρώσεις κάποιον είναι ένα σφάλμα. Στο τέλος είναι το ίδιο δολοφονία, για αυτούς που είναι πεπειραμένοι και για αυτούς που δεν είναι. Μπορούμε να αναφερθούμε σε λίγους διαφορετικούς τρόποuς, αλλά το να αμυνθείς σ' ένα εχθρό είναι ο σωστός τρόπος και οπωσδήποτε δεν χρειάζεται να το σκεφθείς πολύ". Εκατοντάδες στυλ στο κεντζούτσου εμφανίστηκαν στην εποχή του Μουσάσι, με αναρίθμητες τεχνικές. Υπήρχαν χτυπήματα με σπαθί, που είχαν εξωτικά ονόματα, όπως το "χτύπημα του Κινέζικου μπαμπού" ή το “Τεμάχισμα του Αχλαδιού” χτυπήματα για να αποκόψεις τον αντίχειρα ή για να χτυπήσεις όταν είσαι ξαπλωμένος ή βρίσκεσαι σε σκοτεινό δωμάτιο. Ο Μουσάσι τα είδε όλα, αλλά τα απόρριψε. Για αυτόν, το να κερδίσεις σημαίνει συνήθως να σκοτώσεις κάποιον, και δεν μπορούσε να καταφέρει ένα χτύπημα, μόνο και μόνο επειδή θα του φαινόταν καλό. Τις θρυλικές μονομαχίες του πάντα τις κέρδιζε, χρησιμοποιώντας τα πιο απλά και βασικά όπλα της τέχνης και στη πιο γνωστή του μάχη, εναντίον του Σασάκι Κοτζίρο, πλησίασε τον αντίπαλό. του, ένα γνωστό ξιφομάχο, με ένα κουπί στο χέρι, και τον σκότωσε σπάζοντας απλώς τον κορμό του κουπιού πάνω στο κεφάλι του.
Ο Ισάο Ινοκούμα, Πρωταθλητής της Ιαπωνίας και Παγκόσμιος Πρωταθλητής στο Τζούντο, έλεγε ότι για όλες τις νίκες του και για τη ζώνη των έξι νταν, ήξερε μόνο περίπου 50 ανατροπές. Και όπως επιβεβαίωναν και οι αντίπαλοί του, τις ήξερε πολύ καλά και τις χρησιμοποιούσε την κατάλληλη στιγμή. Όπως και ο Μουσάσι, νικούσε αφού μεταχειριζόταν τις βασικές κινήσεις.
Η πίστη στον εαυτό σου εκδηλώνεται με διαφορετικούς τρόπους, κυρίως στις μαχητικές τέχνες, όπου η ικανότητα επιδεικνύεται σε κάθε κίνηση μπροστά στους δασκάλους και τους συναθλητές. Μερικοί μπουντόκα χρησιμοποιούν τις κομψές τους φόρμες για να ενισχύσoυν την αυτοπεποίθησή τους, άλλοι κρύβονται πίσω από το πέπλο του Ανατολίτικου μυστικισμού για να κάνουν τους εαυτούς τους πιο επιβλητικούς. Οι σύγχρονοι του Μουσάσι κατέφευγαν σε παρόμοια τεχνάσματα, αλλά ήταν ελλιπή για ανθρώπους σαν αυτόν. Για τον Μουσάσι, ήταν σύνηθες φαινόμενο οι απρόσμενες απειλές, οι αδιάκοπες κοινωνικές αναταραχές που συγκλόνιζαν την Ιαπωνία και ακόμα οι σποραδικές δολοφονικές απόπειρες απο ζηλότυπους αντιπάλους, και ήταν αναγκασμένος να αντιμετωπίζει τα προβλήματα με καθημερινή αταραξία, υιοθετώντας μια φιλοσοφία ζωής, που την παρομοίαζε με το πέρασμα ενός ποταμού.
"Αυτό σημαίνει ότι, όταν ξεκινάς για να πλεύσεις ξέρεις τη διαδρομή που θα ακολουθήσεις και σε τι κατάσταση βρίσκεται το σκάφος σου. Αν υιοθετήσεις τον παραπάνω τρόπο σκέψης, τότε αυτός θα έχει εφαρμογή σε κάθε σου δραστηριότητα. Πάντα να ακολουθείς τον δικό σου δρόμο στο πέρασμα του ποταμού" .
Μια αυτοπροσωπογραφία του Μουσάσι βρίσκεται στο Γιαπωνέζικο μουσείο τέχνης. Είναι απλά ντυμένος, αναμαλλιασμένος, ένας τρομακτικός πολεμιστής με άγριο βλέμμα και με έτοιμα τα δυο του σπαθιά. Κοιτάζοντας το άγριο ύφος του αναρωτιέται κανείς τι άνθρωπος ήταν. Αν τον κρίνουμε με τα σημερινά δεδομένα, ο Μιγιαμοτο Μουσάσι ήταν αναμφισβήτητα ένας σκληρός άνδρας, ο οποίος αδίστακτα σκότωνε, και με όλα τα δεδομένα, ο τρόπος ζωής του ήταν αξιολύπητος. Τιποτένιος, μισητός και μόνος, δημιουργεί ένα καινούργιο πρότυπο, με το οποίο ο μαθητής των μαχητικών τεχνών μάλλον θα ακολουθήσει τη δική του καριέρα, αλλά ακόμα την τεχνική επιδεξιότητα του Μουσάσι δεν την έχει φτάσει ποτέ κανένας. Σήμερα ανάμεσα στις αντιπροσωπευτικές μορφές της ξιφασκίας αναφέρεται ακόμα σαν ένας “κενσέι”, “άγιος της λεπίδας”.  Ακόμα και αν οι μοντέρνες τεχνικές στην εποχή μας είναι το καράτε, το τζούντo και το αϊκίντο, και όχι η χρησιμοποίηση του σπαθιού, η διδασκαλία του απο το μακρινό παρελθόν, διασώζεται στο “Book of Fiνe Rings” και είναι διαχρονικής σπουδαιότητας.
"Με την προπόνηση θα μπορείς να ελέγχεις το σώμα σου και να νικάς τους άλλους με αυτό. Μετά απο πολλή εξάσκηση θα μπορείς να νικάς δέκα άνδρες μόνο με το πνεύμα σου. Όταν θα το κατορθώσεις αυτό, δεν θα σημαίνει oτι είσαι ακατανίκητος" ;
Ο Μουσάσι υποστήριξε ότι για να φτάσεις σ' αυτο το σημείο, "Βήμα με βήμα, περπάτησε τον δρόμο των χιλιάδων χιλιομέτρων. Σήμερα νικάς τον χθεσινο εαυτο σου. Αύριο νικάς τους κατώτερούς σου ανθρώπους".
Πηγή: http://www.karate.gr

MOYSASI MIGIAMOTO Μέρος Α' Από την Ιαπωνία με αγάπη Fuji Tomo Kazu

Το Νίτεν-Κι είναι μια συλλογή αφηγήσεων γύρω από την ζωή του θρυλικού ξιφομάχου  Μουσάσι Μιγιαμότο, όπως αυτές ειπώθηκαν από τους προσωπικούς μαθητές του.
Το Νίτεν-Κι ακολουθεί τον Μουσάσι από τη γέννησή του στην Ιαπωνία το 1584 μέχρι τον θάνατό του από φυσικά αίτια 61 χρόνια αργότερα, περιγράφοντας τις περισσότερες από 60 μονομαχίες του και περιλαμβάνοντας και το θρυλικό αγώνα του με τον Σασάκι Κοτζίρο. Οι αφηγήσεις απεικονίζουν με ζωηρά χρώματα τη ζωή του σπουδαίου αυτού μαχητή ο οποίος – αν και δεν παντρεύτηκε ποτέ - δεν ήταν ποτέ μόνος στο πνεύμα και τράβηξε μια βαθιά χαρακιά στην ιστορία των μαχητικών τεχνών, αφήνοντας πίσω του μια χωρίς προηγούμενο κληρονομιά στον κώδικα τιμής των σαμουράι.
 
Ο Σίνμεν Μουσάσι Φιτζιβάρα νο Γκενσίν γεννήθηκε στην επαρχία Χαρίμα της Ιαπωνίας το 1584. Αργότερα απέρριψε το επίθετο Σίνμεν και υιοθέτησε το επίθετο των συγγενών της μητέρας του, που ήταν Μιγιαμότο.
Η αγωνιστική καριέρα του Μουσάσι στο σπαθί άρχισε στην ηλικία των 13 χρόνων και τελείωσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Καθώς αναπολούσε το παρελθόν του, ο Μουσάσι αναγνώρισε ότι οι νίκες του δεν οφείλονταν στην ικανότητά του στο “χέιχο” (μαχητική στρατηγική), αλλά στο ότι ήταν απλά έξυπνος στο σπαθί και δεν ξέφευγε ποτέ από τον “τρόπο του παραδείσου” ή στο ότι οι αντίπαλοί του δεν είχαν εκπαιδευτεί καλά στον χειρισμό του σπαθιού.
«Αφιέρωσα τον εαυτό μου στην πειθαρχία του χέιχο από τα παιδικά μου χρόνια», είπε αργότερα. «Ταξιδεύοντας σε όλη τη χώρα, έχοντας πάρει μέρος σε περισσότερες από 60 συμπλοκές με κορυφαίους μαχητές, είτε με αληθινό σπαθί είτε με ξύλινο, αναδεικνυόμουν πάντα νικητής.»
Ακόμα και όταν τέλειωσε η εποχή των συμπλοκών με άλλους, ο Μουσάσι συνέχισε να εξασκείται με επιμέλεια από πρωί σε πρωί, αναζητώντας πλέον το βάθος και την ουσία. Τελικά έφτασε στο σημείο της πραγματικής κατανόησης σε ηλικία 50 χρόνων. Από τη στιγμή που ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με την αλήθεια, ο Μουσάσι πέρασε τις μέρες του ήρεμα. Πίστευε ότι όσα έμαθε σχετικά με το χέιχο μπορούσαν να εφαρμοστούν σε οποιαδήποτε τέχνη ή επάγγελμα, και δήλωσε ότι δεν χρειαζόταν εκπαιδευτή για ν' αντιμετωπίσει τις χιλιάδες υποθέσεις της ζωής. Ονόμασε την σχολή του νίτεν-ιτσί, εννοώντας έναν κύκλο χωρίς τέλος και αρχή.

Ο Πατέρας του Μουσάσι
Ο πατέρας του Μουσάσι, ο Σίνμεν Μιούνι νο σούκε Νομπουτσούνα, ήταν μάστερ στην τέχνη του σπαθιού και είχε ονομάσει το στυλ του “τόρι”. Ήταν αυθεντία στο “τζούτε” (ένα κοντό μεταλλικό ραβδί για το μπλοκάρισμα των σπαθιών), καθώς και στη χρησιμοποίηση των δύο σπαθιών. Στο Κυότο, ζούσε κάποιος Γιοσιόκα Σοζαεμόν Κένπο, ο οποίος ήταν εκπαιδευτής μαχητικών τεχνών του Σογκούν Γιοσιάκι. Ο Σοζαεμόν είχε την φήμη του μεγαλύτερου ξιφομάχου της χώρας. Μετά από διαταγή του σογκούν, ο Σοζαεμόν και ο Μιούνι έκαναν μια σειρά από συναντήσεις. Ο Σοζαεμόν νίκησε μια φορά, αλλά ο Μιούνι νίκησε δύο. Έτσι, ο σογκούν έδωσε στον Μιούνι τον τίτλο του “Αδάμαστου Μαχητή”.

Οι Πρώτες Νίκες του Μουσάσι
Ο Μουσάσι ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του και μάλιστα τον ξεπέρασε. Έδωσε την πρώτη του μάχη σε ηλικία 13 χρόνων, εναντίον του Αρίμα Κιχέι, ενός ξιφομάχου με το στυλ “σίντο”, και νίκησε. Την άνοιξη του 1599, σε ηλικία 16 χρόνων, ο Μουσάσι έδωσε μάχη με τον Ακιγιάμα, έναν κορυφαίο μαχητή από την επαρχία Τατζίμα, και νίκησε.
Miyamoto Musashi
Ο Μουσάσι αργότερα διακρίθηκε στην αιματηρή Μάχη της Σεκιγκαχάρα. Τα κατορθώματά του, απέσπασαν το θαυμασμό των στρατηγών και των στρατιωτών. Η μάχη έγινε ανάμεσα στον Τογιοτόμι Χεντεγιόρι και τον Τοκουγκάουα Λεγιάσου για τον τίτλο του σογκούν. Νικητής αναδείχθηκε ο δεύτερος. Ο Μουσάσι πολέμησε με την πλευρά των ηττημένων αλλά κατάφερε να επιβιώσει.
Σε ηλικία 21 χρόνων ο Μουσάσι πήγε στην πρωτεύουσα. Έξω από την πόλη, στο Ρεντάινο, έδωσε μάχη με τον Γιοσιόκα Σεϊτζούρο, τον γιο του κορυφαίου μάστερ του χέιχο Γιοσιόκα Σοζάεμον, ο οποίος είχε νικηθεί από τον πατέρα του Μουσάσι. Ο Σεϊτζούρο ήταν οπλισμένος με ένα αληθινό σπαθί, ενώ ο Μουσάσι κρατούσε ένα ξύλινο. Ο Μουσάσι γρήγορα κατατρόπωσε τον αντίπαλό του ο οποίος, αναπνέοντας με δυσκολία, μεταφέρθηκε από τους μαθητές του μ' ένα ξύλινο φορείο στο σπίτι του, όπου τελικά θεραπεύθηκε.
Στην συνέχεια ο Μουσάσι έδωσε μάχη με τον Ντενσιτσίρο, τον αδελφό του Σεϊτζο Ύρο, έξω από την πρωτεύουσα. Ο Ντενσιτσίρο ήταν ένας δυνατός μαχητής και ήταν οπλισμένος μ' ένα σπαθί που είχε μήκος μεγαλύτερο από1,5 μέτρο. Τη στιγμή της συμπλοκής, ο Μουσάσι άρπαξε αμέσως το σπαθί του αντιπάλου του και κατάφερε στον Ντενσιτσίρο ένα χτύπημα που τον άφησε στον τόπο.
Ο θάνατος του Ντενσιτσίρο είχε σαν αποτέλεσμα την μνησικακία των μαθητών του Γιοσιόκα απέναντι στον Μουσάσι. Δεκάδες απ' αυτούς προκάλεσαν τον Μουσάσι, ο οποίος δέχτηκε να τους αντιμετωπίσει δίπλα σ' ένα πεύκο. Αυτοί εξοπλίστηκαν με λόγχες, τόξα και βέλη και έφεραν στην μάχη και τον Ματασιτσίρο, γιό του Σεϊτζούρο. Ο Μουσάσι είχε πάει στον τόπο συνάντησης νωρίτερα απ' αυτούς και είχε κρυφτεί στα κλαδιά του πεύκου. Καθώς ο Ματασιτσίρο πλησίασε το δέντρο, ο Μουσάσι πήδηξε από το πεύκο ανάμεσα στους αντιπάλους του. Ο Ματασιτσίρο μουρμούρισε κάτι προτού του πέσει το σπαθί από τα χέρια, αλλά ήταν νεκρός πριν προλάβουν να αντιδράσουν οι σύντροφοί του και να τιμωρήσουν τον Μουσάσι. Μερικοί του επιτέθηκαν με τις λόγχες και άλλοι χρησιμοποίησαν τα τόξα και τα βέλη. Μόνο ένα βέλος κατάφερε να καρφωθεί στο μανίκι του Μουσάσι, χωρίς να του προκαλέσει ζημιά. Συνέχισε να χτυπάει τους αντιπάλους του, κυνηγώντας τους. Το πλήθος βρισκόταν σε κατάσταση πανικού, δίνοντάς του την δυνατότητα να βγει νικητής.
Στο Ναό Χοζόιν στη Νάρα, ζούσε ένας ιερέας που ονομαζόταν Οκουζόιν και ήταν αυθεντία στην λόγχη. Ο Μουσάσι έδωσε και μ' αυτόν μάχη. Εναντίον της λόγχη ς του ιερέα, ο Μουσάσι χρησιμοποίησε ένα ξύλινο σπαθί. Έπειτα από δύο γύρους, ο ιερέας βρέθηκε σε μειονεκτική θέση και έδωσε συγχαρητήρια στον Μουσάσι για την εξαιρετική τεχνική του.
Ταξιδεύοντας στην επαρχία Ίγκα, ο Μουσάσι συνάντησε τον Σισίντο Μπαϊκέν, ο οποίος ήταν εκπαιδευμένος στο δρέπανο και την αλυσίδα. Ήρθαν σε συμπλοκή έξω από το σπίτι του Σισίντο. Όταν ο Μουσάσι είδε τον αντίπαλό του να επιδεικνύει το δρέπανό του, έριξε το κοντό σπαθί του και διαπέρασε το στήθος του αντιπάλου του, ενώ στην συνέχειά του έδωσε μια τελική μαχαιριά για να εξασφαλίσει το θάνατό του. Οι μαθητές του Μουσάσι παρακολουθούσαν και αμέσως ρίχτηκαν στον Μουσάσι με τα σπαθιά τους. Εκείνος, πάντως, τους κατατρόπωσε όλους.
Στην Κόφου, ο Μουσάσι δέχθηκε μια πρόκληση από τον Μούσο Γκονοσούκε, ο οποίος κρατούσε ένα ξύλινο σπαθί. Ο Μουσάσι που εκείνη την στιγμή σκάλιζε ένα τόξο για τον εαυτό του, αντιμετώπισε τον Γκονοσούκε με το κομμάτι του ξύλου που κρατούσε στα χέρια του. Ο Γκονοσούκε ρίχτηκε αμέσως επάνω στον Μουσάσι χωρίς πρώτα να υποκλιθεί. Ο Μουσάσι τον έριξε κάτω μ' ένα χτύπημα. Ο Γκονοσούκε ζήτησε συγγνώμη και εξαφανίστηκε αμέσως.
 
Αντιμετωπίζοντας τον Σασάκι Κοτζίρο
Εκείνο τον καιρό ζούσε ένας ξιφομάχος που ονομαζόταν Σασάκι Κοτζίρο και καταγόταν από το χωριό Τζοκιότζι της επαρχίας Εσιζέν. Προικισμένος, τολμηρός και δυνατός, ο Κοτζίρο είχε την φήμη ότι δεν είχε όμοιό του σε ολόκληρη την χώρα. Είχε καθιερώσει δικό του στυλ, το οποίο ονομαζόταν “γκανρύου” και οι τεχνικές του ήσαν διαφορετικές από τις συνηθισμένες.
Ο Κοτζίρο ταξίδευε στην χώρα, συναντώντας πολλούς κορυφαίους μάστερ του χέιχο κατά την διάρκεια του ταξιδιού του. Ποτέ δεν έχασε από κανέναν αντίπαλο. Τελικά, έφτασε στην Κοκούρα της επαρχίας Μπούζεν. Ο άρχοντας Χοσοκάουα Μιτσουνάρι Τανταόκι είχε ακούσει για τον Κοτζίρο και τα κατορθώματά του και αποφάσισε να τον μισθώσει. Πολύ σύντομα ο Κοτζίρο μάζεψε πολλούς μαθητές για να τους εκπαιδεύσει.
Ακριβώς εκείνη την εποχή, το 1612, ο Μουσάσι έφυγε από την πρωτεύουσα και πήγε στην Κοκούρα. Ήταν 29 χρονών. Ο Μουσάσι κάλεσε τον Ναγκαόκα Σάντο Οκιναγκανούσι, που ήταν μαθητής του πατέρα του Μουσάσι και του είπε:
«O Σασάκι Κοτζίρο ζει σ' αυτή την περιοχή. Έχω ακούσει ότι έχει αναπτύξει μια ασυνήθιστη τεχνική. Θα ήθελα να δοκιμάσω την τεχνική μου απέναντι στην δική του».
Σιόντα Χαμανοσούκε
Ο Οκιναγκανούσι μετέφερε την επιθυμία του Μουσάσι στον Τανταόκι, ο οποίος και όρισε την ημερομηνία της συνάντησης. Η συνάντηση αυτή θα γινόταν σε ένα απομονωμένο νησί της ακτής της Κοκούρα, που ήταν γνωστό με το όνομα Μούκο-τζίμα ή Φουνατζίμα. Σήμερα, το νησί αυτό ονομάζεται Γκανρυούτζιμα. Βρίσκεται σε απόσταση 2.5 μιλίων από την Κοκούρα.
Την νύχτα πριν από την συνάντηση, ο Μουσάσι εξαφανίστηκε. Οι άνθρωποι τον έψαχναν στην πόλη, αλλά δεν βρήκαν κανένα ίχνος που να δηλώνει που βρισκόταν. Όλοι είπαν πως ο Μουσάσι φοβήθηκε από την φήμη του Κοτζίρο σαν εξαίρετου ξιφομάχου. Ο Οκιναγκανούσι δεν ήξερε τι να κάνει και ήταν γεμάτος αγωνία. Είπε στους υπηρέτες του, «Αν ο Μουσάσι ήθελε να κρυφτεί, γιατί περίμενε μέχρι σήμερα για να το κάνει; Νομίζω ότι κάτι άλλο πρέπει να έχει στο μυαλό του. Χτες βρισκόταν στο Σιμονοσέκι και έφτασε σήμερα εδώ. Είμαι σίγουρος ότι επέστρεψε στο Σιμονοσέκι για να πάει από κει στο νησί. Βιαστείτε και στείλτε του έναν αγγελιοφόρο».
Ο αγγελιοφόρος στάλθηκε γρήγορα και φτάνοντας στο Σιμονοσέκι βρήκε τον Μουσάσι να μένει στο σπίτι ενός εμπόρου. Ο Μουσάσι διάβασε το γράμμα του Οκιναγκανούσι και του έστειλε μια απάντηση. «Όσον αφορά την αυριανή συνάντηση, πιστεύω ότι πρέπει να σε παρακαλέσω να μην νοιάζεσαι για μένα. Να είσαι σίγουρος ότι θα είμαι προσεκτικός στο ραντεβού των 8 π.μ.»
Το επόμενο πρωινό ο Μουσάσι έμεινε στο κρεβάτι πολύ μετά την ανατολή του ήλιου. Ο έμπορος είχε άγχος και είπε στον Μουσάσι ότι η ώρα της συνάντησης πλησίαζε. Εκείνη τη στιγμή ήρθε ένας αγγελιοφόρος και είπε στον Μουσάσι να επιβιβαστεί στο πλοίο. Ο Μουσάσι απάντησε ότι δεν θα αργούσε. Στην συνέχεια έκανε μπάνιο, έφαγε πρωινό και άρχισε να σκαλίζει ένα κουπί για να του δώσει τη μορφή σπαθιού. Σύντομα ήρθε άλλος ένας αγγελιοφόρος και είπε στον Μουσάσι να τρέξει στο νησί. Ο Μουσάσι φόρεσε ένα κιμονό και τύλιξε στη μέση του μια πετσέτα των χεριών. Έπειτα πήγε στο πλοίο συνοδευόμενος από έναν υπηρέτη.
Όταν τελικά ο Μουσάσι έφτασε στο νησί η ώρα ήταν περασμένες 10. Άφησε το συνηθισμένο του μακρύ σπαθί στο πλοίο και μπήκε στο νερό, έχοντας το κοντό σπαθί στο πλευρό του και το ξύλινο «σπαθί» στο χέρι του. Διέσχισε τα ρηχά νερά, και ενώ το έκανε αυτό, τύλιξε το κεφάλι του με την πετσέτα των χεριών.
Ο Κοτζίρο φορούσε ένα κόκκινο χαόρι (ένα είδος γιαπωνέζικη ς ρόμπας) χωρίς μανίκια, ζώνες στα πόδια από βαμένο δέρμα και ψάθινα παπούτσια. Είχε ένα σπαθί μεγαλύτερο από 1,5 μέτρο, το οποίο είχε κουραστεί να κρατάει περιμένοντας τον Μουσάσι. Όταν ο Κοτζίρο είδε τον Μουσάσι, όρμησε κατευθείαν στο νερό αγανακτισμένος, Φωνάζοντας «Ήρθα πριν από την συμφωνημένη ώρα! Γιατί άργησες τόσο πολύ; Α! Πρέπει να είσαι νευρικός!». Ο Μουσάσι δεν απάντησε, σαν να μην είχε ακούσει τίποτα.
Ο Κοτζίρο τράβηξε το σπαθί του, πετώντας την θήκη στο νερό και περιμένοντας τον Μουσάσι να πλησιάσει. Ο Μουσάσι σταμάτησε να περπατά και είπε, χαμογελώντας, «Κοτζίρο έχασες. Γιατί ο νικητής πετάει μακριά την θήκη του;».
Ο Κοτζίρο έγινε έξω Φρενών μ' αυτά τα λόγια. Γρήγορα πήρε μια στάση κρατώντας το σπαθί μπροστά του. Και καθώς ο Μουσάσι πλησίασε, του έριξε ένα χτύπημα ανάμεσα στα μάτια. Την ίδια στιγμή, ένα χτύπημα στο κεφάλι από το ξύλινο σπαθί του Μουσάσι, τον έριξε κάτω. Η πετσέτα με την οποία ο Μουσάσι είχε τυλίξει το κεφάλι του έπεσε κάτω, κομμένη στα δύο από το πρώτο χτύπημα του Κοτζίρο.
Ο Μουσάσι έμεινε ακίνητος για μια στιγμή, κρατώντας το ξύλινο σπαθί του, και έπειτα το στριφογύρισε πάνω από το κεφάλι του για να χτυπήσει ξανά. Ο Κοτζίρο, πεσμένος στο έδαφος, χτυπώντας δεξιά και αριστερά, έκοψε 7 πόντους από το χαμηλό μέρος της ρόμπας του Μουσάσι , η οποία ήταν δεμένη στα γόνατα. Ο Μουσάσι έριξε ένα χτύπημα στα πλευρά του Κοτζίρο, σπάζοντάς του τα κόκαλα. Ο Κοτζίρο λιποθύμησε, αίμα άρχισε να τρέχει από το στόμα και τα ρουθούνια του. Αφού περίμενε για μια στιγμή, ο Μουσάσι πέταξε το ξύλινο σπαθί του, γονάτισε και έκλεισε με τα χέρια του το στόμα και την μύτη του Κοτζίρο για να εξακριβώσει τον θάνατό του. Στην συνέχεια χαιρέτισε τους επίσημους και τους φρουρούς που παρακολουθούσαν τη μονομαχία, σήκωσε από κάτω το ξύλινο σπαθί του και μπήκε πάλι στο πλοίο. Λέγεται ότι ο Κοτζίρο την εποχή της μονομαχίας του με τον Μουσάσι ήταν 18 χρονών. Ήταν ηρωικός και γενναίος άνθρωπος και ο θάνατός του θρηνήθηκε από όλους, ακόμα και από τον Μουσάσι.
 
Ο Μουσάσι συναντά τον Ιόρι
Στο 19ο έτος του Κέικο, ο Μουσάσι πήρε μέρος στην πολιορκία του Κάστρου Οσάκα και άφησε ένα ρεκόρ τέλειας μάχης. Ήταν τότε 31 χρονών. Τοκάστρο έπεσε την επόμενη χρονιά.
Μετά την πολιορκία της Οσάκα, ο Μουσάσι ακολούθησε τον δρόμο με την ονομασία Χιτάτσι και έφτασε στην επαρχία Ντεούα. Συνάντησε ένα αγόρι 13 η 14 χρονών που στεκόταν στην άκρη του δρόμου κρατώντας έναν κουβά με χέλια. Ο Μουσάσι του ζήτησε μερικά χέλια και το αγόρι πρόθυμα του πρόσφερε όλο τον κουβά. «Δεν χρειάζομαι τόσα πολλά. Δώσε μου δύο» είπε ο Μουσάσι.
Το αγόρι γέλασε, λέγοντας «Πως μπορώ να είμαι τσιγκούνης σε έναν πεινασμένο ταξιδιώτη; Πάρτα όλα. Και τον κουβά και τα χέλια». Στην συνέχεια το αγόρι απομακρύνθηκε, χωρίς καν να κοιτάξει πίσω του. Ο Μουσάσι δέχτηκε την γενναιοδωρία του διασκεδάζοντας.
 
Την επόμενη μέρα. καθώς πλησίαζε το βράδυ, ο Μουσάσι συνειδητοποίησε ότι είχε ακόμα 8 μίλια μέχρι τον επόμενο οικισμό. Δεν ήξερε τι να κάνει, όταν ξαφνικά είδε ένα φως στη σκιά ενός μακρινού λόφου. Τράβηξε κατευθείαν στο φως, που ερχόταν από μια μικρή χορτάρινη καλύβα. Χτύπησε την πόρτα και είδε με έκπληξη να βγαίνει έξω ένα αγόρι. Το αγόρι τον κοίταξε προσεκτικά και του είπε «Δεν είσαι εκείνος που του έδωσα χτες τα χέλια;»
Ο Μουσάσι, αναγνωρίζοντας το αγόρι, απάντησε καταφατικά.
Το αγόρι άφησε τον Μουσάσι να περάσει στο εσωτερικό του σπιτιού και του πρόσφερε ένα κάθισμα και τσάι. Η εξυπνάδα του αγοριού εντυπωσίασε τον Μουσάσι, που το ρώτησε «Πώς γίνεται ένα νεαρό αγόρι σαν κι εσένα να ζει μόνο του εδώ; Πού είναι οι γονείς σου;».
«Και οι δύο μου γονείς είναι νεκροί», απάντησε το αγόρι και χωρίς να συνεχίσει την κουβέντα πήγε στο διπλανό δωμάτιο. Ο Μουσάσι, αν και δεν ικανοποιήθηκε από την εξήγηση του αγοριού, ξάπλωσε εκεί που βρισκόταν και αποκοιμήθηκε.
Μετά τα μεσάνυχτα. ο Μουσάσι ξύπνησε από τον θόρυβο που κάνει το μέταλλο όταν χτυπάει πάνω στην πέτρα και αναρωτήθηκε μήπως βρίσκονταν απέξω τίποτα κλέφτες. Διαπίστωσε όμως ότι ήταν το αγόρι. «Γιατί τροχίζεις το σπαθί σου;» το ρώτησε ο Μουσάσι.
«Ο πατέρας μου πέθανε μόλις χτες». απάντησε το αγόρι. «Πήγα να τον θάψω δίπλα στην μητέρα μου στον λόφο. Αλλά το σώμα του είναι πολύ βαρύ για να το σηκώσω και αφού το σκέφτηκα, αποφάσισα να το κόψω στα δύο και να μεταφέρω το μισό κομμάτι κάθε φορά στον τόπο ταφής».
Ο Μουσάσι συγκινήθηκε από τα λόγια του αγοριού και επαίνεσε την αφοσίωσή του στους γονείς του. Είπε στο αγόρι «Μπορούμε να εργαστούμε μαζί και να θάψουμε τον πατέρα σου». Ο Μουσάσι σήκωσε το πτώμα από τους ώμους και άφησε το αγόρι να το πιάσει από τα πόδια. Το κουβάλησαν στον λόφο όπου και το έθαψαν δίπλα στην μητέρα του αγοριού.
Το αγόρι, που λεγόταν Ιόρι, έγινε ο θετός γιός του Μουσάσι και πήρε το επίθετο Μιγιαμότο. Έβαλε τον Μουσάσι να του υποσχεθεί ότι θα τον κάνει σαμουράι. Ο Ιόρι ταξίδεψε με τον Μουσάσι στην χώρα και τελικά έφτασε στην Κοκούρα όπου και εγκαταστάθηκε. Αργότερα, μπήκε στις υπηρεσίες της οικογένειας Ογκασαβάρα και πραγματοποίησε το όνειρό του να γίνει σαμουράι.
Στην Κοκούρα, εγκαταστάθηκε και ο Μουσάσι. Ήταν 51 χρονών.
Πέντε χρόνια αργότερα, το 1637, επαναστάτες Χριστιανοί οχυρώθηκαν στο Κάστρο Σιμαμπάρα της επαρχίας Χίζεν. Ο άρχοντας Ογκασαβάρα Ουκυοντάγιου Τανταζάνε πήρε την εντολή να τους επιτεθεί και ο Μουσάσι τον συνόδεψε. Λέγεται ότι ο Μουσάσι ήταν επικεφαλής του σώματος των στρατιωτών. Μετά τη μάχη, όταν εκτιμήθηκαν οι στρατιωτικές υπηρεσίες, ανακαλύφθηκε ότι ένας άντρας με το όνομα Μιγιαμότο Ιόρι κάτω από τις οδηγίες του Μουσάσι, διακρίθηκε για τα εξαιρετικά ανδραγαθήματά του.
 
Οι Συμπλοκές με τον Χικοσίρο και τον Ταντατόσι
Την άνοιξη του 1640, ο Μουσάσι πήγε στο Χίγκο μετά από πρόσκληση του άρχοντα Ταντατόσι. Ήταν τότε 59 χρονών.
Πριν φτάσει ο Μουσάσι στο Χίγκο, ένας άντρας που λεγόταν Ούτζι Χικοσίρο στάλθηκε εκεί ύστερα από σύσταση της οικογένειας Γιαγκίου. Ο Ταντατόσι ήταν αφοσιωμένος οπαδός του στυλ Γιαγκίου στο σπαθί και ήταν επίσης ολοκληρωμένος μάστερ. Ο Χικοσίρο συχνά προπονιόταν με τον άρχοντα. Μετά την άφιξη του Μουσάσι, ο Ταντατόσι κανόνισε να έχει με τον Χικοσίρο μια κρυφή μονομαχία. Μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας ήταν ο Ταντασίρο, έχοντας στο πλευρό του το σπαθί του. Οι δύο αντίπαλοι αντάλλαξαν σπαθιές τρεις φορές και ήταν φανερό ότι ο Χικοσίρο δεν αποτελούσε απειλή για τον Μουσάσι. Ο Μουσάσι, εξαιτίας της παρουσίας του άρχοντα, δεν χτυπούσε δυνατά τον αντίπαλό του, αλλά απλώς έκανε επίδειξη της τεχνικής του με επιφυλακτικό τρόπο. Ενώ παρακολουθούσε, ο Ταντατόσι σκέφτηκε μια μέθοδο με την οποία θεώρησε ότι θα νικούσε τον Μουσάσι και την εφάρμοσε χωρίς επιτυχία. Εντυπωσιάστηκε πολύ και μίλησε με θαυμασμό, χωρίς να έχει φανταστεί ότι ο Μουσάσι θα ήταν τόσο σπουδαίος μαχητής.
Το 1642, ο Μουσάσι, ύστερα από εντολή του Ταντατόσι, έπιασε πένα για πρώτη φορά στην ζωή του και έγραψε τα Τριάντα Πέντε Άρθρα για το Χέιχο, αφιερώνοντάς τα στον άρχοντα.
 
Αντιμετωπίζοντας τον Χαμανοσούκε
Ο Σιόντα Χαμανοσούκε ήταν μάστερ στην τεχνική του μπο (μακρύ ραβδί). Έπαιρνε μισθό αξίας ενός «κόκου» από τον άρχοντα Ταντατόσι σαν εκπαιδευτής των υπηρετών. Κάποια μέρα εξέφρασε την επιθυμία να αγωνιστεί με τον Μουσάσι. Ο Μουσάσι δέχτηκε την πρόκληση, αντιμετωπίζοντας με ένα εγχειρίδιο το μπο του Χαμανοσούκε που είχε μήκος 2 μέτρα. Κάθε φορά που ο Χαμανοσούκε προσπαθούσε να ταλαντεύσει το μπο, ο Μουσάσι το εμπόδιζε να κουνηθεί. Στην συνέχεια το ελευθέρωνε και χτυπούσε τον αντίπαλό του πριν προλάβει ν' αντιδράσει.
Έπειτα, είπε ο Μουσάσι «Θ' αγωνιστώ με γυμνά χέρια. Θα σου παραχωρήσω την νίκη αν καταφέρεις να βάλεις το πέλμα σου ανάμεσα στα πόδια μου». Ο Χαμανοσούκε εξαγριώθηκε όταν άκουσε αυτά τα λόγια και πετώντας το μπο του, όρμησε εναντίον του Μουσάσι, ο οποίος τον πέταξε κάτω πριν προλάβει να φτάσει τα πόδια του. Ήταν φανερό πως ήταν αδύνατον περάσει τα πόδια του Μουσάσι. Μετά απ' αυτό ο Χαμανοσούκε ξάπλωσε κάτω εξαντλημένος και παρακάλεσε τον Μουσάσι να τον δεχτεί σαν μαθητή, πράγμα που ο Μουσάσι το έκανε.
 
Τα Τελευταία Χρόνια
Τα τελευταία χρόνια του ο Μουσάσι προτίμησε να ζήσει ήρεμα, ξοδεύοντας τον καιρό του γράφοντας ποιήματα, πίνοντας τσάι και εξασκώντας τις καλές τέχνες, συμπεριλαμβανομένης της γλυπτικής. Αλλά την άνοιξη της δεύτερης χρονιάς του Σόχο, ο Μουσάσι αρρώστησε. Την 19η ημέρα του πέμπτου μήνα της ίδιας χρονιάς, πέθανε σε ηλικία 62 χρονών.
Σύμφωνα με την διαθήκη του, ο Μουσάσι τοποθετήθηκε στο φέρετρό του φορώντας πανοπλία και έχοντας έξι όπλα. Ήταν επιθυμία του να θαφτεί στο χωριό Τεναγκαγιούγκε της επαρχίας Αμάτα, με ιερέα τον Σουνζάν του Τάισο-τζι, πράγμα που έγινε. Καθώς λέγονταν τα τελευταία λόγια προς τον νεκρό από τον Σουνζάν, ένας κεραυνός έπεσε στον γαλάζιο ουρανό. Οι υπηρέτες Φοβήθηκαν τόσο πολύ που η κηδεία μετατράπηκε σε ομαδικό πανικό.
Ο κεραυνός κατά την διάρκεια μιας κηδείας είχε και προηγούμενο: τα χρονικά του Πολέμου Ονίν αναφέρουν ότι έπεσαν κεραυνοί στις κηδείες του Χοσοκάβα Ουκυοντάγιου και του Γιαμάρα Ουεμονοσούκε Σοζέν. Λέγεται ότι ο θάνατος ενός ήρωα πάντα ταρακουνά τον παράδεισο.
Πηγή:http://www.karate.gr 

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΑΜΟΥΡΑ'Ι' Από την Ιαπωνία με αγάπη ο Fuji Tomo Kazu

Ο Σάιγκο Τακαμόρι, (西郷 隆盛 Saigō Takamori, 23 Ιανουαρίου 1828 - 24 Σεπτεμβρίου 1877), ο τελευταίος σαμουράι, όπως αποκλήθηκε[1], υπήρξε σημαντική φυσιογνωμία της ιαπωνικής ιστορίας. Βοήθησε στην παλινόρθωση του αυτοκράτορα στην περίοδο Μεϊτζί και κατόπιν κυνηγήθηκε από τους αυτοκρατορικούς συμβούλους. Έγραψε ποίηση με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Σάιγκο Νανσού (西郷 南洲).[2]
Βίος Ο Σάιγκο γεννήθηκε στο Καγκοσίμα, σε μια οικογένεια με κληρονομικά ευγενικές καταβολές, αν και κατώτερης τάξης[3]. Ο πατέρας του Σάιγκο έζησε περισσότερο σαν γκόσι, (αυτάρκης αγρότης-πολεμιστής), παρά σαν σαμουράι, (σι ή Τζοκάσι). Η οικογένεια δανείστηκε τα χρήματα για να αγοράσει γη για καλλιέργεια. Το οικογενειακό υπόβαθρο του Σάιγκο ήταν εξαρχής συνδεδεμένο με την επαρχία Σατσούμε και υπηρετούσε τον νταΐμιο Σιμάτζου. Η πατριά Σιμάτζου αντιτάχθηκε ούτως ή άλλως στο σογκουνάτο Τοκουγκάβα το 1600 και έτσι ο νταΐμιο Τοτζάμα χαρακτηρίστηκε ως «εξωτερικός άρχοντας». Οι σαμουράι που δεν αντιτάχθηκαν, χαρακτηρίστηκαν ως Φουντάι νταΐμιο, δηλαδή «υποτελείς κύριοι». Το σογκουνάτο κρατούσε τους νταΐμιο υπό τον έλεγχό του, υποχρεώνοντάς τους να μένουν ένα μέρος του χρόνου στο Έντο, (Τόκιο), αναγκάζοντάς τους κατά συνέπεια τους σε ακριβά, χρονοβόρα ταξίδια, κρατώντας ταυτόχρονα τις οικογένειές τους ως όμηρους στο κάστρο Έντο.
Ο οίκος Σιμάτζου έκρυψε τον Σάιγκο όταν κυνηγήθηκε από την αυτοκρατορική κυβέρνηση και τον εξόρισε στα νησιά Αμάμι, όπου ανακάλυψε μια κουλτούρα διαφορετική από εκείνη στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε. Τελικά κατέληξε να αγαπήσει τα νησιά Αμάμι και τον πολιτισμό τους. Ο Σάιγκο εξορίστηκε για δεύτερη φορά σε ένα άλλο νησί Αμάμι, το Οκινοεραμπουκίμα. Φαίνεται πως η αυτοκρατορική κυβέρνηση ήθελε να τον βγάλει από τη μέση, αλλά τον ήθελε ζωντανό. Τον κάλεσε άλλωστε πίσω για να υπηρετήσει όταν άλλαξε το πολιτικό κλίμα. Το νησί Οκινοεραμπουκίμα ήταν ένας ψυχρός, δυσάρεστος τόπος με ισχυρούς ανέμους. Κρατήθηκε εκεί για δύο χρόνια και υπέστη αρκετές κακουχίες που αποδυνάμωσαν την υγεία του. Στην αρχή τον κρατούσαν σε μια περίφραξη που έμοιαζε με κλουβί και εργότερα τον περιόρισαν κατ' οίκον. Όντας εξόριστος στο Οκινοεραμπουκίμα μελέτησε την τέχνη της καλλιγραφία και έγινε δάσκαλος των παιδιών. Διάβασε εκτενώς την κινεζική και ιαπωνική φιλοσοφία, καθώς επίσης τους Κινέζους κλασικούς και την ποίηση. Σε αυτή τη στιγμή στη ζωή του έγινε ποιητής και ένα από τα καλύτερα ποιήματά του ήταν το «Σκέψεις στη φυλακή».

Ο Σάιγκο εξορίστηκε ενάντια στη θέλησή του, αλλά αυτό τον βοήθησε να δυναμώσει το χαρακτήρα του, δεδομένου ότι είχε το χρόνο να αναπτύξει τα πολιτιστικά του ενδιαφέροντα και να σκεφτεί για τη ζωή και την πολιτική του. Έμαθε να απολαμβάνει τα πιο απλά πράγματα ως μοναχός του Ζεν Βουδισμού και αποσύρθηκε από την πολιτική από το 1874 έως το 1876. Βρήκε τη γαλήνη ψαρεύοντας, διαβάζοντας βιβλία, μαθαίνοντας καλλιγραφία, εντρυφώντας στη χαλάρωση με διαλογισμό Ζεν. Όταν είχε χρόνο, έφτιαχνε αχυρένια σαντάλια.
Κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές Ο Σάιγκο Τακαμόρι έζησε σε μια περίοδο μεγάλων αλλαγών κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών. Συνεπώς έχει μεγάλη σημασία να γνωρίζουμε την πραγματική σημασία της εποχής του σογκουνάτου Τοκουγκάβα για τους σαμουράι και τα ήθη τους. Η κυριαρχία των σαμουράι έφθασε στην πλήρη άνθησή της κατά την πρώιμη περίοδο Τοκουγκάβα, όταν οι ταξικές διακρίσεις ήταν ιδιαίτερα εμφανείς. Οι σαμουράι βρίσκονταν στην κορυφή των τεσσάρων τάξεων -επάνω από τους αγρότες, τους τεχνίτες και τους εμπόρους. Ήταν οι μόνοι που επιτρεπόταν να φέρουν ξίφη και είχαν το δικαίωμα να σκοτώνουν οποιοδήποτε μέλος των κατώτερων τάξεων για ασεβή συμπεριφορά.
Το σογκουνάτο Τοκουγκάβα εγκαθιδρύθηκε στο Έντο και παρέμεινε στην εξουσία επί 250 χρόνια. Ήταν χρόνια ειρήνης και σταθερότητας στην Ιαπωνία, που χαρακτηρίστηκαν από την απομόνωση από τον εξωτερικό κόσμο, την αύξηση των πόλεων, την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική κινητικότητα. Εντούτοις, κατά τη διάρκεια του 17ου και 18ου, πολλοί σαμουράι βρέθηκαν άνεργοι καθώς οι κύριοί τους έχασαν τη γη τους με τoυς αναδασμούς της γης. Πολλοί έγιναν ρόνιν ή σαμουράι χωρίς αφέντη. Οι μαχητικές τους δεξιότητες δε θεωρούνταν πλέον σημαντικές και οι σαμουράι ως τάξη υπέστησαν σημαντικές φθορές. Ορισμένοι από αυτούς αναζήτησαν θέσεις ως ανώτεροι υπάλληλοι στην κυβέρνηση Μεϊτζί.
Mε τον όρο παλινόρθωση Μεϊτζί (Μeiji Ishin) οι ιστορικοί περιγράφουν συνήθως μια αλυσίδα γεγονότων που οδήγησαν σε μια αλλαγή στην πολιτική και κοινωνική δομή της Ιαπωνίας από το 1866 έως το 1869, μια περίοδο 4 ετών του τέλους της εποχής Έντο (συχνά αποκαλείται και εποχή του σογκουνάτου Τοκουγκάβα) και αρχή της εποχής Μεϊτζί. Ο σχηματισμός της συμμαχίας Σάτσο το 1866 μεταξύ του Σάιγκο Τακαμόρι, ηγέτη της επαρχίας Σατσούμε και του Κίντο Ταγκαγιόσι, ηγέτη της επαρχίας Κχόσου, οριοθετεί την έναρξη της παλινόρθωσης Μεϊτζί. Οι δύο ηγέτες υποστήριξαν τον αυτοκράτορα ενάντια στο σογκουνάτο Τοκουγκάβα (bakufu) και αποκατατέστησαν την αυτοκρατορική δύναμη.

Το σογκουνάτο Τοκουγκάβα τερματίστηκε επίσημα στις 9 Νοεμβρίου 1867 με την παραίτηση του 15ου σόγκουν Τοκουγκάβα Γιοσινόμπου και την "παλινόρθωση" (Taisei Houkan) του αυτοκρατορικού κανόνα. Ο 15χρονος Μουτσουχίτο διαδέχθηκε τον πατέρα του, αυτοκράτορα Κομέι, και τον επόμενο χρόνο έγινε ο αυτοκράτορας Μεϊτζί ή "φωτισμένος κανόνας" και υπέγραψε τον Καταστατικό Όρκο. Σύντομα τον Ιανουάριο του 1868, άρχισε ο πόλεμος Μποσίν (πόλεμος του έτους του δράκου) με τη μάχη του Τόμπα Φουσίμι, στον οποίο ο στρατός της νέας κυβέρνησης, νίκησε τον στρατό του σόγκουν με τη βοήθεια των Τακαμόρι και Τακαγιόσι. Ο πόλεμος τελείωσε στις αρχές του 1869 με την πολιορκία του Χακοντάτε, στο νησί Χοκάιντο. Η στρατιωτική ήττα του σόγκουν (με στρατηγό τον Χιτζικάτα Τοσίτζο) σήμανε και το τέλος της παλινόρθωσης Μεϊτζί και κάθε είδους ανυπακοή στον αυτοκράτορα και τον κανόνα του τελείωσε.
Η εξέγερση Σατσούμε Η πρώτη δοκιμασία της νέας κυβέρνησης Μεϊτζί ήρθε με την εξέγερση της ισχυρής πατριάς Σατσούμε που που κατείχε τη νότια περιοχή του νησιού Κιούσου. Αυτή η σημαντική πατριά ελεγχόταν από τον οίκο Σιματζού, και την είχε ιδρύσει ο Σιματζού Τανταχίσα, γιος του Μιναμότο Γιοριτόμο, στην περίοδο Καμακούρα. Ήταν μια από τις δύο ισχυρές γενιές (άλλο ήταν η Κχόσου) που έκαναν δυνατή την αποκατάσταση της αυτοκρατορικής δύναμης. Μετά από εννιά χρόνια κοντά στην κεντρική κυβέρνηση, οι σαμουράι της Σατσούμε ήταν δυσαρεστημένοι με την κατεύθυνση που έπαιρνε η κυβέρνηση. Οργάνωσαν το δικό τους στρατό για να πολεμήσουν ενάντια στα αδοκίμαστα ακόμη στρατεύματα της κεντρικής κυβέρνησης. Ήταν μια μνημειώδης μάχη μεταξύ του ιαπωνικού παραδοσιακού τρόπου μάχης στην πραγματικότητα και ενός νέου στρατού αγροτών, εκπαιδευμένου στη δυτική στρατηγική και τη χρήση δυτικών όπλων. Ηγέτης της εξέγερσης ήταν ο Σάιγκο Τακαμόρι, ένας γίγαντας με ισχυρή προσωπικότητα που, ακριβώς πριν από μερικά χρόνια, ήταν ηγέτης της κυβέρνησης και υπεύθυνος για την οργάνωση του κυβερνητικού στρατού.

Ο Σάιγκο ήταν ένας από τους τρεις νέους σαμουράι που προσχώρησαν στην κυβέρνηση και με τον προσωπικό μαγνητισμό του είχε βοηθήσει στην ένωση και την επιβίωσή της. Ο δεύτερος ήταν ο Κίντο Κόιν, σαμουράι από την πατριά Κχόσου, εξαιρετικά ικανός διπλωμάτης, ένας δάσκαλος της τέχνης της πειθούς. Η ιστορική σημασία του Κίντο έγκειται πρώτιστα στην πεποίθησή του ότι η φεουδαρχία έπρεπε να καταργηθεί για να ευημερήσει το έθνος, μαζί με την ικανότητά του να πείσει τους φεουδάρχες κυρίους ότι ήταν προς το συμφέρον τους και πατριωτικό καθήκον τους να επιστρέψει ο αυτοκράτορας και να υποστηριχθεί η νέα κεντρική κυβέρνηση.
Ο τρίτος της τριανδρίας ήταν Οκούμπο Τοσιμίτσι ο οποίος, όπως και ο Σάιγκο, ήταν μέλος της πατριάς Σατσούμα. Ο Σάιγκο ήταν ο ισχυρός άνδρας της δράσης, ο Κίντο ο διπλωμάτης και ο Οκούμπο ο αρμόδιος για το σχεδιασμό του νέου καθεστώτος. Αργότερα εξαιτίας της αντίθεσης του Οκούμπο στις ιδέες του Σάιγκο για την κατάκτηση της Κορέας και την επέκταση της Ιαπωνίας, ο Σάιγκο παραιτήθηκε από την κυβέρνηση. Ο Σάιγκο είχε καταστρώσει ένα σχέδιο για την κατάκτηση της Κορέας που περιελάμβανε την αποστολή ενός απεσταλμένου με στόχο να προβάλλει προσβλητικές απαιτήσεις. Αυτό θα οδηγούσε, εξήγησε, τους Κορεάτες στην εκτέλεση του απεσταλμένου και θα παρείχε στην Ιαπωνία τη δικαιολογία κήρυξης πολέμου. Ο απεσταλμένος, επέμεινε, θα ήταν ο ίδιος. Ο Οκούμπο και ο Κίντο του αρνήθηκαν και ο Σάιγκο επέστρεψε στο σπίτι του στο Κιούσου. Εκεί, ένωσε τους επαναστατημένους σαμουράι για να τους οδηγήσει ενάντια στον κυβερνητικό στρατό. Η κυβέρνηση ενέργησε γρήγορα για να συντρίψει την εξέγερση. Υπήρξε μεγάλη σύγκρουση στη μάχη της Σιρογιάμα. Μετά από δύο εβδομάδες μαχών με τον αυτοκρατορικό στρατό, οι επαναστάτες σαμουράι μαζί με τον Σάιγκο μειώθηκαν από 40.000 περίπου σε 200 πολεμιστές[3]. Κατά τη διάρκεια της μάχης ο Σάιγκο τραυματίστηκε, αλλά δεν είναι γνωστός ο ακριβής τρόπος του θανάτου του. Αφηγήσεις συμπολεμιστών του οδηγούν στο συμπέρασμα ότι προχώρησε σε τελετουργική αυτοκτονία σεπούκου με τη βοήθεια του συμπολεμιστή του Μπέπου Σινσούκε 
.
Ο Μύθος του Σάιγκο Γίγαντας ύψους 1,80 και βάρους 112 κιλών[3], ο Σάιγκο Τακαμόρι λιγομίλητος, με ευπροσήγορο χαμόγελο ήταν ένας από τους δημοφιλέστερους πολιτικούς στη σύγχρονη εποχή της Ιαπωνίας. Η εγκάρδια προσωπικότητά του, η θυελλώδης σταδιοδρομία του και ο τραγικός του θάνατος άγγιξαν τις καρδιές πολλών Ιαπώνων, και ενέπνευσαν σεβασμό για το πρόσωπό του. Η ιστορία του Σάιγκο ζει διασκορπισμένη στους διάφορους "θρύλους του Σάιγκο", πιστοποιώντας την αυξανόμενη δυσαρέσκεια για την κατάσταση της πολιτικής σήμερα και μια ψυχολογική ανάγκη για ήρωες. Στην πραγματικότητα, το 1877, έτος θανάτου του Σάιγκο, ήταν ήταν η χρονιά κατά την οποία ο Άρης έφθασε στην πιο κοντινή προσέγγισή του στη γη. Οι άνθρωποι εκείνης της εποχής είδαν το φωτεινό, κόκκινο σαν αίμα αστέρι και είπαν ότι ήταν το άστρο του Σάιγκο, σημάδι πως ο Σάιγκο ήταν ακόμα ζωντανός κάπου.
Ο μύθος είναι μια ιστορία με σημαντικές οντολογικές συνέπειες, που περνούν από το άτομο σε άτομο. Ο μύθος είναι μια έννοια, μια ιδανική ή μισο-αληθινή ιστορία με μυθικές ιδιότητες που περιλαμβάνει συνήθως έναν ηρωικό χαρακτήρα ή φανταστικό τόπο και είναι ριζοβολημένος σε έναν πυρήνα αλήθειας και λειτουργεί ως υπενθύμιση μιας ιδιαίτερης κουλτούρας. Μερικοί μύθοι γνωρίζουμε σήμερα ότι έχουν τη βάση τους σε ιστορικά γεγονότα και ο μύθος του Σάιγκο είναι ένας από αυτούς. Αρκετοί από τους μύθους που κυκλοφόρησαν για το πρόσωπό του αρνούνταν το θάνατό του. Πολλοί στην Ιαπωνία τον περίμεναν να επιστρέψει από την Ινδία ή την Κίνα για να νικήσει την κοινωνική αδικία.

Η αντίθεση στον δυτικό εκσυγχρονισμό
Με την πτώση του σογκουνάτου Τοκουγκάβα και την έναρξη της περιόδου Μεϊτζί, 1868 – έγιναν σημαντικές αλλαγές στην Ιαπωνία. Η νέα ιαπωνική αυτοκρατορική κυβέρνηση εισήγαγε ριζικές μεταρρυθμίσεις και πολιτική εκσυγχρονισμού: δημιουργήθηκαν σιδηρόδρομοι, καθιερώθηκε η υποχρεωτική εκπαίδευση και η στρατιωτική θητεία, εισήχθη το ηλιακό ημερολόγιο και καταργήθηκαν τα φέουδα μαζί με το σύστημα των τάξεων. Πολλοί άνεργοι, δυσαρεστημένοι σαμουράι κράτησαν τις παραδοσιακές του αξίες και φοβούνταν τη «δυτικοποίηση». Σκέφτονταν ότι οι ξένοι «θα μόλυναν» την Ιαπωνία, ενώ άλλοι υποστήριζαν αντιθέτως ότι η τεχνολογία και το εμπόριο θα εμπλούτιζαν τη χώρα, και θα ενίσχυαν τους στρατιωτικούς. Η επένδυση της Ιαπωνίας για να γίνει ισχυρό κράτος δυτικού τύπου ήρθε σε μια στιγμή που οι σαμουράι ήταν έντονα δυσαρεστημένοι από τις κοινωνικο-πολιτικές εξελίξεις. Ο Σάιγκο αγαπούσε τις παραδοσιακές αρχές και κατά περιόδους βρέθηκε αντιμέτωπος με μια εσωτερική σύγκρουση ανάμεσα στις δύο πίστεις του, μια στον αυτοκρατορικό στρατό και την άλλη στους σαμουράι της Σατσούμε. Ωστόσο, αρχικά διαφώνησε με τον εκμοντερνισμό της Ιαπωνίας και το εμπόριο με τη Δύση. Επίσης, ήταν αντίθετος με τη διαμόρφωση σιδηροδρομικού δικτύου, θεωρώντας πως τα χρήματα θα έπρεπε να ξοδευτούν για τον εκσυγχρονισμό του στρατού[5].
Η αυτοκρατορική κυβέρνηση γοητεύθηκε από τον δυτικό πολιτισμό. Ένα παράδειγμα αυτής της αποπλάνησης ήταν πως η κυβέρνηση του Τόκιο ήταν πρόθυμη να εγκαταλείψει τις πολιτιστικές της παραδόσεις χάριν των δυτικότροπων αιθουσών χορού, (επιπολαιότητες), όπως τις αποκαλούσε ο Σάιγκο και την ίδια στιγμή απαρνείτο την τιμιότητα των δικών της αξιωματούχων. Η κυβερνητική διαφθορά έφθασε στο απόγειό της, ιδιαίτερα σε ό,τι σχετιζόνταν με τις υπέρογκες δαπάνες για στρατιωτικούς εξοπλισμούς και τις πιέσεις για άνοιγμα των εμπορικών δρόμων της Ιαπωνίας.

Πέρα από γενναίος μαχητής, όμως, ο Σάιγκο ήταν πηγή έμπνευσης για τον πολιτισμό και πολλοί έμαθαν από τη σοφία του. Απολάμβανε τη μελέτη, και διαρκώς βελτίωνε τις γνώσεις του μελετώντας. Ενθάρρυνε τις κοινότητες της επαρχίας Σατσούμα να είναι πολιτιστικά αυτάρκεις σε μια εποχή κατάθλιψης, κατά τη διάρκεια της μεταρρύθμισης της περιόδου Μεϊτζί. Ο Σάιγκο συνδέθηκε με την ίδρυση της σχολής Γιοσίνο, (που έδρευε σε ένα μικρό χωριό κοντά στην πόλη Καγκοσίμα). Οι μαθητές αυτής της ακαδημίας καλλιεργούσαν τη γη στη διάρκεια της ημέρας και ασχολούνταν με τη μάθηση στις απογευματινές και βραδυνές ώρες.
Η πολιτική ιδεολογία του Σάιγκο ήταν και ρομαντική και πρακτική. Δεν ήταν αντιδυτικός, αλλά απεχθανόταν τις παγιδεύσεις του δυτικού πολιτισμού. Θεωρούσε πως η Ιαπωνία θυσίαζε τις παραδόσεις της για τα ψεύτικα σύμβολα του δυτικού «ατομικισμού» και «της ελευθερίας». Όπως το θέτει ο Μαρκ Ραβίνα, «ο θάνατος του Σάιγκο ήταν ένα αντίδοτο στην πολιτιστική δυσφορία της Ιαπωνίας. Δεν φοβήθηκε ότι η Ιαπωνία θα μάθαινε από τη Δύση, αλλά ότι θα αντλούσε τα λανθασμένα πρότυπα και όχι τις πραγματικές αρετές που οδήγησαν τη Δύση στη δύναμή της». Ακόμη και στο θάνατο η κυβέρνηση φοβήθηκε το πνεύμα του. Δεν μπορούσαν να κατανοήσουν πώς γύρισε η παλίρροια της ιαπωνικής κοινής γνώμης. Ο Σάιγκο ήταν ο ήρωάς τους. Φοβούμενη περαιτέρω συγκρούσεις και εξεγέρσεις, η αυτοκρατορική κυβέρνηση τον αποκατέστησε μετά θάνατον στις 22 Φεβρουαρίου του 1889.
Η ζωή του μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη στην ταινία Ο Τελευταίος Σαμουράι Αν και η ιστορική βάση της ταινίας είναι αληθινή, τα γεγονότα δεν εκτυλίχθηκαν επακριβώς με τον τρόπο που περιγράφονται στο σενάριο της ταινίας.
Y.Γ. Όσοι δεν έχετε δει την ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ ταινία με πρωταγωνιστή τον ΤΟΜ ΚΡΟΥΖ φροντίστε να την ξαναδείτε σύντομα. Επίσης αν σας περισσεύουν χρήματα, η αν θέλετε να κάνετε ένα σπέσιαλ δώρο στον εαυτό σας και στην αγαπημένη σας μούσα πάτε ένα ταξίδι τον Απρίλιο στην Ιαπωνία, θα σας μείνει αξέχαστο για όλη σας τη ζωή.
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

ΤΟΓΙΟΤΟΜΙ ΧΙΝΤΕΓΙΟΣΙ Από την Ιαπωνία με αγάπη Fuji Tomo Kazu

Τογιοτόμι Χιντεγιόσι

Ο Τογιοτόμι Χιντεγιόσι (豊臣 秀吉, 17 Μαρτίου 1537 - 18 Σεπτεμβρίου 1598) ήταν Ιάπωνας νταΐμιο και στρατηγός του Όντα Νομπουνάγκα, ως διάδοχος του οποίου ένωσε την Ιαπωνία. Αποτελεί μία από τις σημαντικότερες μορφές της ιαπωνικής ιστορίας, καθώς από πεζός στρατιώτης[α] κατάφερε να ανέλθει στη θέση του σαμουράι, ενώ άλλαξε ριζικά το πρόσωπο της Ιαπωνίας.
Βιογραφία. Πρώτα χρόνια Λίγα είναι γνωστά για τη ζωή του Χιντεγιόσι πριν από το 1570, οπότε και αρχίζει να αναφέρεται σε ιστορικά ντοκουμέντα. Ο ίδιος άρχισε να γράφει την αυτοβιογραφία του μετά το 1577, κάνοντας όμως λίγες αναφορές για το παρελθόν του. Ήταν ακαθόριστης καταγωγής, με τον πατέρα του να είναι απλός αγρότης. Σύμφωνα με την παράδοση γεννήθηκε στη Ναγκόγια και στάλθηκε σε νεαρή ηλικία να μελετήσει σε μονή, αλλά ο ίδιος απέρριψε τη ζωή αυτή. Με το όνομα Κινοσίτα Τοκιτσίρο (木下 藤吉郎) προσέφερε τις υπηρεσίες του σε διάφορους άρχοντες.

Υπό τον Όντα Νομπουνάγκα
Το 1557 γύρισε στην επαρχία Οουάρι και προσχώρησε στο κλαν των Όντα, του οποίου επικεφαλής ήταν πλέον ο Όντα Νομπουνάγκα. Από ταπεινός υπηρέτης του Νομπουνάγκα, ο Χιντεγιόσι (ακόμη ονομαζόμενος Κινοσίτα Τοκιτσίρο) έγινε γρήγορα ένας από τους σημαντικότερους στρατηγούς του αφέντη του. Το 1560 ήταν παρών στη νικηφόρα μάχη της Οκεχαζάμα, ενώ αργότερα επέβλεπε τις επισκευές του Κάστρου Κιγιόσου. Ένα από τα πιο ονομαστά κατορθώματά του ήταν η κατασκευή μέσα σε μία νύχτα,[β] του Κάστρου Σουνομάτα, το οποίο μάλιστα βρισκόταν σε εχθρική περιοχή. Επίσης, ανακάλυψε μια κρυφή διαδρομή προς το Κάστρο Ιναμπαγιάμα. Αυτές του οι ενέργειες οδήγησαν τα στρατεύματα του Όντα Νομπουνάγκα, μέσα στο άντρο του εχθρού του, Σαΐτο Τατσουόκι.
Παρά την καταγωγή του, κατάφερε να γίνει ένας από τους πιο διακεκριμένους στρατηγούς του Όντα Νομπουνάγκα, παίρνοντας το όνομα Χασίμπα Χιντεγιόσι (羽柴 秀吉). Μολαταύτα, ο Νομπουνάγκα εξακολουθούσε να τον αποκαλεί "μαϊμού" (猿 saru),[1] λόγω των χαρακτηριστικών του προσώπου του, που θύμιζαν πίθηκο.
Ο Χιντεγιόσι οδήγησε το 1570 τα στρατεύματα του αφέντη του, στη μάχη της Ανεγκάβα, όπου και νίκησε τις δυνάμεις των κλαν των Αζάι και των Ασακούρα. Το 1573, διορίστηκε νταΐμιο στο βόρειο τμήμα της επαρχίας Όμι και εγκαταστάθηκε στη λίμνη Μπίβα. Το 1567 στάλθηκε να κατακτήσει την περιοχή Τσουγκόκου στα δυτικά.
Ο Χιντεγιόσι κυρίαρχος της Ιαπωνίας Μετά το 1582, ο Όντα Νομπουνάγκα έλεγχε ολόκληρη την κεντρική περιοχή του Χονσού, αλλά έπρεπε να υποτάξει και τους υπόλοιπους νταΐμιο. Για το λόγο αυτό το δυτικό μέτωπο ανατέθηκε στον Χιντεγιόσι, ο οποίος τώρα ήταν έμπιστος στρατηγός (αν και ο αφέντης του συνέχιζε να το αποκαλεί "πίθηκο"), ενώ ο έτερος στρατηγός, Τοκουγκάβα Ιεγιάσου, προέλασε ανατολικά στο Κάντο. Τότε όμως ο Όντα Νομπουνάγκα δολοφονήθηκε στο Κυότο, από ένα δικό του νταΐμιο τον Ακέτσι Μιτσουχίντε. Πιθανόν η προδοτική αυτή ενέργεια να έγινε με προτροπή του Χιντεγιόσι,[1] ο οποίος έσπευσε να επωφεληθεί της κατάστασης: ύστερα από οκτώ μέρες επέστρεψε στο Κυότο, φόνευσε τους δολοφόνους του Νομπουνάγκα στη μάχη του Γιαμαζάκι και ανέλαβε ο ίδιος τον έλεγχο της πρωτεύουσας. Ο Τοκουγκάβα Ιεγιάσου πρόβαλε συμβολική αντίσταση, αλλά τελικά υποτάχθηκε στον Χιντεγιόσι.
Η πρώτη ενέργειά του ήταν να επιβάλει το σεβασμό στους άρχοντες που συνέχιζαν να τον θεωρούν απλά ένα πετυχημένο χωρικό. Παρόλο που δεν υπήρχε σογκούν στην εξουσία, ο Χιντεγιόσι δεν απέβλεπε σε μια τέτοια θέση, εφόσον μάλιστα δεν μπορούσε να προβάλει κάποιο δικαίωμα γι' αυτήν. Έτσι, νομιμοποίησε την εξουσία του παίρνοντας τον τίτλο του κανπάκου,[γ] ενός από τα ανώτερα τελετουργικά αξιώματα της αυτοκρατορικής αυλής. Οπλισμένος με αυτόν τον εντυπωσιακό τίτλο αύξησε σταδιακά την ισχύ του, συνδυάζοντας τη δύναμη με την πειθώ. Το 1591 απέσπασε όρκους νομιμοφροσύνης απ' όλους τους νταΐμιο της Ιαπωνίας.
Ο Χιντεγιόσι αντιμετώπιζε με καχυποψία τους προσήλυτους Ιάπωνες, θεωρώντας τους πιθανή πηγή εξέγερσης.[δ] Το 1587 εξέδωσε διάταγμα με το οποίο έδιωχνε όλους τους Χριστιανούς ιεραποστόλους από την Ιαπωνία. Όμως οι έμποροι γίνονταν ακόμη δεκτοί, με αποτέλεσμα να μπερδεύονται οι δυο κατηγορίες ξένων. Έχοντας εξασφαλίσει προστασία με τη δωροδοκία, οι Ιησουίτες ιεραπόστολοι κατάφεραν να συνεχίσουν το έργο τους στο Κιούσου.
Ακόμα και όταν ο Χιντεγιόσι είχε θέσει υπό έλεγχο ολόκληρη την Ιαπωνία, η αντίσταση προς το καθεστώς του συνεχιζόταν, καθώς κατά τα προηγούμενα χρόνια αναρχίας πολλοί χωρικοί συνήθισαν να μην πληρώνουν φόρους και να ζουν αυτόνομα. Οι διαμαρτυρίες τους καταπνίγηκαν το 1588, όταν διατάχθηκε η κατάσχεση όλων των όπλων των χωρικών και των μοναχών-πολεμιστών, που είχαν επιζήσει από τις σφαγές του Νομπουνάγκα. Μετά από το γεγονός αυτό, που ονομάστηκε "Κυνήγι των Σπαθιών", μονάχα οι σαμουράι μπορούσαν να φέρουν όπλα. Ο Χιντεγιόσι παρηγορούσε τους υπηκόους του, με την υπόσχεση ότι θα έλιωνε τα κατασχεθέντα σπαθιά για να κατασκευάσει ένα μεγάλο άγαλμα του Βούδα,[2] κάτι που όντως έγινε.
Παρακμή και θάνατος Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Χιντεγιόσι δεν ήταν ο πανούργος και συνετός στρατηγός που είχε ανέλθει στην εξουσία. Έχοντας προφανώς προσβληθεί από σύφιλη[ε][3] έβλεπε παντού εχθρούς και βασανιζόταν από το φόβο της προδοσίας. Διοχέτευσε όλη την ενεργητικότητά του στις εκστρατείες κατά της Κορέας, καθώς και στην αγάπη του για τον δευτερότοκο ανήλικο γιο του Χιντεγιόρι, τον οποίο προόριζε για διάδοχο.
Ο Σεν νο Ρικυού, ίσως ο σημαντικότερος δάσκαλος του τσαγιού στην ιαπωνική ιστορία, κατηγορήθηκε για προδοσία και εξωθήθηκε στο σεπούκου, το 1591.
Το 1592 παραιτήθηκε από τη θέση του κανπάκου και πήρε τον τίτλο του ταϊκό (太閤 taikō).[στ] Τον ίδιο χρόνο, μια δύναμη 160.000 περίπου[2] στρατιωτών αποβιβάστηκε στα νότια της Κορέας και ξεχύθηκε στη χερσόνησο, όπου είχε μια σειρά από επιτυχίες. Ωστόσο, το χειμώνα του 1593 ο ιαπωνικός στρατός είχε δύο εχθρούς: από τη μία οι καιρικές συνθήκες ήταν εξαιρετικά δυσμενείς, κάνοντας την επικοινωνία με την Ιαπωνία δύσκολη, ενώ απ' την άλλη, με τους Κορεάτες χωρικούς πολεμούσαν πλέον και κινεζικές δυνάμεις, των Μινγκ. Το καλοκαίρι του 1593, οι Ιάπωνες είχαν απωθηθεί στα νότια. Οι διαπραγματεύσεις δεν οδήγησαν πουθενά και τελικά ο Χιντεγιόσι κήρυξε τον πόλεμο στην Κίνα.
Το 1595, ο ανιψιός του Χινεγιόσι, Τογιοτόμι Χιντετσούγκου, επίσης εξωθήθηκε στο σεπούκου, ενώ όσα μέλη της οικογένειάς του δεν τον ακολούθησαν, σφαγιάστηκαν στο Κυότο.
Στις 5 Φεβρουαρίου του 1597, ο Χιντεγιόσι διέταξε τη θανάτωση 26 Χριστιανών, που έγιναν αργότερα γνωστοί ως οι "26 Μάρτυρες της Ιαπωνίας", για να παραδειγματίσει όσους ήθελαν ν' ασπαστούν το Χριστιανισμό. Ανάμεσά τους, εκτός των 16 προσήλυτων Γιαπωνέζων, υπήρξαν πέντε Ευρωπαίοι και ένας Μεξικανός Φραγκισκανοί, καθώς και τρεις Ιησουίτες Γιαπωνέζοι. Σταυρώθηκαν δημοσίως στο Ναγκασάκι.
Τον ίδιο χρόνο, έγινε μια δεύτερη εισβολή στην Κορέα και στάλθηκαν 141.100 στρατιώτες για αντίποινα. Μολονότι ο κορεατικός στρατός ήταν καλύτερα οπλισμένος και είχε ξανά ενισχύσεις από τους Μινγκ, το 1598 διαφαινόταν ιαπωνική νίκη. Το φθινόπωρο όμως, ο Χιντεγιόσι ήταν ετοιμοθάνατος. Στις τελευταίες διαυγείς στιγμές του, διόρισε τον Τοκουγκάβα Ιεγιάσου προστάτη του γιου του. Παράλληλα, όρισε ένα Συμβούλιο Προκρίτων, αποτελούμενο από τους πέντε ισχυρότερους νταΐμιο του, ώστε να ασκεί την εξουσία μέχρι να ενηλικιωθεί ο Χιντεγιόρι. Πέθανε στις 18 Σεπτεμβρίου 1598, κάτι που το συμβούλιο κράτησε μυστικό, ενώ έσπευσε να απομακρύνει το στρατό από την Κορέα και να συνάψει ειρήνη με την Κίνα. Ο Τογιοτόμι Χιντεγιόσι πέθανε αφήνοντας την Ιαπωνία στα πρόθυρα ενός -σύντομου όπως θ' αποδεικνυόταν- πολέμου για την εξουσία, απ' τον οποίο νικητής θα έβγαινε ο Τοκουγκάβα Ιεγιάσου.
ΚληρονομιάΈργο Ο Τογιοτόμι Χιντεγιόσι άλλαξε άρδην το πρόσωπο της Ιαπωνίας με πολλούς διαφορετικούς τρόπους.
Προχώρησε σε μεταρρυθμίσεις στο καθεστώς της ιδιοκτησίας γης, με στόχο να κάνει την Ιαπωνία μια χώρα σταθερή και να μειώσει στο ελάχιστο τις πιθανότητες εμφυλίου πολέμου ή ανταρσίας. Για το σκοπό αυτό, διέταξε την απογραφή των κτημάτων σε όλη την επικράτεια και επέβαλε ένα λογικό και ομοιόμορφο φορολογικό σύστημα.[2] Όσοι νταΐμιο έγιναν εκούσια υποτελείς του ανταμείφθηκαν με κτήματα, που όμως ήταν πάντοτε επισφαλή.
Παράλληλα, κατά τα χρόνια του Χιντεγιόσι προωθήθηκε το εμπόριο. Καταργήθηκαν οι συντεχνίες των πόλεων, που είχαν δημιουργήσει τοπικά μονοπώλια, ενώ ενθαρρύνθηκαν και ξένοι έμποροι. Πράγματι, στην Ιαπωνία κατέφτασαν Κινέζοι, Πορτογάλοι και Ισπανοί έμποροι.
Με την απαγόρευση της οπλοφορίας των απλών ανθρώπων, ο Τογιοτόμι Χιντεγιόσι, άλλαξε την ιαπωνική κοινωνία. Καθιερώθηκε μια αυστηρά ιεραρχημένη κοινωνική δομή, η οποία κράτησε για 300 χρόνια. Το 1590 απαγόρευσε τη δουλεία, παρόλο που μορφές καταναγκαστικής εργασίας συνέχισαν να υπάρχουν.
Η προσπάθεια του Τογιοτόμι Χιντεγίοσι για μια βαθιά αλλαγή συνοψίζεται στην παρακάτω φράση του, που εμφανίζεται σε γράμμα προς τη σύζυγό του:
Επιθυμώ να κάνω ένδοξες πράξεις και είμαι έτοιμος για μια μακρά πολιορκία, με διατάξεις και χρυσό και άργυρο σε αφθονία, έτσι ώστε να επιστρέψω θριαμβευτής και να αφήσω ένα μεγάλο όνομα από πίσω μου. Επιθυμώ να το καταλάβετε και να το πείτε σε όλους.

Κάστρο της Οσάκα

Το Κάστρο της Οσάκα που υπάρχει και είναι επισκέψιμο σήμερα, αποτελεί ανακατασκευή του αυθεντικού
Μια από τις σημαντικότερες πολιτιστικές κληρονομιές του Χιντεγιόσι, είναι το κάστρο της Οσάκα, το οποίο αποπερατώθηκε το 1590. Αποτελεί ένα από τα 200 κάστρα που χτίστηκαν μεταξύ 1570 και 1630 για να επιβάλουν την εξουσία των Νομπουνάγκα, Χιντεγιόσι και Ιεγιάσου, ενώ σχεδιάστηκαν σε απάντηση της δύναμης της πυρίτιδας.[4]
Οι οχυρωματικοί τάφροι είχαν πλάτος σχεδόν 100 μέτρα.[1] Τα τείχη ήταν από συμπαγή λιθοδομή, ενώ οι πύλες τους είχαν ενισχυθεί με ογκόλιθους διαστάσεων 6 επί 9 μέτρα.[1] Στο κέντρο υψωνόταν ο οκταώροφος πύργος με τους ασπρισμένους τοίχους και τις χρυσές του στέγες.[1] Εκεί, μέσα στην πολυτέλεια, ζούσε ο Χιντεγιόσι, περιβαλλόμενος από λαμπρά τεχνουργήματα, σε δωμάτια των οποίων οι τοίχοι ήταν σκεπασμένοι με χρυσάφι.[
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια