Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

7.4.16

Καπετάνιος γένους θηλυκού. Από τον Καπτάν Αλέξανδρο.

Η ανθυποπλοίαρχος Νίκη Δελή έπεσε από το δεύτερο κιόλας εκπαιδευτικό ταξίδι της σε ναυάγιο

«Είναι κάποιες κοπέλες εδώ που θέλουν να δουν τον υπεύθυνο πληρωµάτων. Θέλουν, λένε, να υποβάλουν αίτηση εργασίας. Οχι, σου λέω, κοπέλες είναι, στα πληρώµατα θέλουν να πάνε... ∆εν είναι δόκιµοι σου λέω, κοπέλες είναι!». Ο θυρωρός της ναυτιλιακής εταιρείας κατέβασε το ακουστικό και πήρε ένα συγκαταβατικό ύφος: «Λυπάµαι, κορίτσια. Μου είπαν ότι δεν δεχόµαστε αιτήσεις από κοπέλες». Οι τρεις νεαρές γυναίκες, δόκιµοι πλοίαρχοι όλες τους, ντυµένες µε τα καλά τους και µε τις «περγαµηνές» ανά χείρας έµειναν εµβρόντητες στο ισόγειο της ναυτιλιακής εταιρείας. Τους επόµενους µήνες τα όνειρα που τις συντρόφευαν όταν διάβαζαν συστηµατικά για να δώσουν Πανελλήνιες και να περάσουν τα µαθήµατα στην Ακαδηµία Εµπορικού Ναυτικού έµελλε να ξεθωριάσουν και να αντικατασταθούν από τη (σκληρή) πραγµατικότητα: 31 χρόνια µετά την αποφοίτηση της πρώτης γυναίκας πλοιάρχου, για πολλούς ναυτικούς οι λέξεις «γυναίκα» και «πλοίαρχος» παραµένουν… αµοιβαίως αποκλειόµενες.

Προσωπικές ιστορίες στα καράβια ήταν άγνωστες στο ευρύ κοινό και για δεκαετίες µεταδίδονταν ως µυστικές εξοµολογήσεις ανάµεσα σε γυναίκες που προσπαθούσαν να σταδιοδροµήσουν σε ένα ανδροκρατούµενο επάγγελµα. Πριν από τέσσερα χρόνια ωστόσο η κυρία Μαρία Λαµπρίδου, πρώην ανθυποπλοίαρχος και νυν δασκάλα, η οποία εγκατέλειψε τη θάλασσα εξαιτίας της ανεργίας και των προκαταλήψεων που πλήττουν τις γυναίκες ναυτικούς, αποφάσισε να δώσει διαδικτυακή φωνή στις ελληνίδες καπετάνισσες. ∆ηµιούργησε ένα blog µε το όνοµα «Kapetanisses» και σύντοµα οι σελίδες του γέµισαν µε κωµικοτραγικές ιστορίες γυναικών κάθε ηλικίας. «Ηταν σαν να προσπαθούσα να ανακτήσω την επαφή µε το παρελθόν µου. Εισήλθα στη σχολή το ‘78, την πρώτη χρονιά που η ελληνική πολιτεία επέτρεψε σε γυναίκες να φοιτήσουν σε δηµόσια σχολή πλοιάρχων. Εν τέλει αναγκάστηκα ν’ αλλάξω επάγγελµα, όµως ποτέ δεν µου έφυγε το µαράζι της θάλασσας. ∆υστυχώς, µέσα από το blog ανακάλυψα ότι υπάρχουν δεκάδες κορίτσια που αντιµετωπίζουν σήµερα τα ίδια προβλήµατα που αντιµετωπίζαµε εµείς τη δεκαετία του ‘80» τονίζει η κυρία Λαµπρίδου µιλώντας προς «Το Βήµα της Κυριακής».


Από πλοίαρχοι καμαρώτοι
«Το επάγγελµα του ναυτικού είναι σκληρό για όλους, πολλώ δε µάλλον για τις γυναίκες. Σαν να υπάρχει µια διαρκής καχυποψία ότι η γυναίκα δεν θα τα καταφέρει να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις της δουλειάς. Για αυτό και πρόκειται για το κατ’ εξοχήν επάγγελµα υποεκπροσώπησης των γυναικών διεθνώς» αναφέρει ο κ. Γιάννης Χαλάς, γενικός γραµµατέας της Πανελλήνιας Ναυτικής Οµοσπονδίας.

∆εν είναι λίγες οι γυναίκες που µπάρκαραν ως δόκιµες πλοίαρχοι για να ανακαλύψουν στην πορεία ότι τα καθήκοντά τους αντιστοιχούσαν στον… βοηθό καµαρώτου. «Στο πρώτο µου µπάρκο θυµάµαι να πλένω, να καθαρίζω, να σερβίρω. Θυµάµαι σαν χθες την ατάκα: “Τι δόκιµος; Εγώ καµαρoτάκι ζήτησα!”. Βέβαια στην πορεία τα πράγµατα βελτιώθηκαν και γύρισα όλο τον κόσµο µε τα φορτηγά. Εζησα φοβερές εµπειρίες. Αν και µου αρέσει η τωρινή µου δουλειά, δεν περνά µέρα που να µη νοσταλγώ τη θάλασσα» λέει η 42χρονη υποπλοίαρχος κυρία Νάσια Ανδροµανέτσικου, η οποία εν τέλει εγκατέλειψε τη ναυτιλία για την Ισπανική Φιλολογία.

Οπως εξηγεί η ανθυποπλοίαρχος σε δεξαµενόπλοιο κυρία Χρύσα Τσαλίχη , η αµφισβήτηση των γυναικών έχει να κάνει ακόµα και µε τη σωµατική τους διάπλαση ή µε την επίδραση που θα έχει η πιθανή σεξουαλική έλξη στους άνδρες. «Πολλοί φοβούνται ότι µια γυναικεία παρουσία θα “διαφοροποιήσει” τις κοινωνικές συµπεριφορές και τις συνήθειες του πληρώµατος. Και έτσι οι γυναίκες καταλήγουν να µην είναι καλοδεχούµενες. Αλλοι υποστηρίζουν ότι το ναυτικό επάγγελµα απαιτεί µυς. Ξεχνούν όµως ότι αυτό που πραγµατικά χρειάζεται είναι θάρρος, αποφασιστικότητα και δύναµη ψυχής» τονίζει. Οι ανισότητες που συναντά καθηµερινά µετατράπηκαν σε αντικείµενο ενδελεχούς έρευνας – της πρώτης ανάλογης έρευνας στην Ελλάδα – που διενεργεί η 26χρονη ανθυποπλοίαρχος στο Πανεπιστήµιο Αιγαίου µε θέµα την ανάλυση των παραγόντων που επηρεάζουν την πρόσβαση της γυναίκας στο ναυτικό επάγγελµα.
«Στερείσαι την οικογένεια»
Ο σηµαντικότερος παράγοντας είναι το δίχως άλλο η δηµιουργία οικογένειας. «Υπηρετούσα σε φορτηγό και το µπάρκο µου διαρκούσε ως δώδεκα µήνες, ενώ είχα δύο δίδυµα µωρά που τα κρατούσε στην Ελλάδα η γιαγιά. Τότε δεν υπήρχαν τα κινητά, µπορεί να κάναµε και έναν µήνα να µιλήσουµε µε το σπίτι µας αν περνούσαµε τον Ειρηνικό. Ευτυχώς τότε τοποθετούσαν µαζί τους συζύγους, έτσι τουλάχιστον ήµουν µαζί µε τον άνδρα µου. Σήµερα, οι ασφαλιστικές εταιρείες απαγορεύουν σε πρώτου βαθµού συγγενείς να σαλπάρουν µαζί, άρα τα πράγµατα είναι ακόµα πιο δύσκολα» υπογραµµίζει η ανθυποπλοίαρχος κυρία Ελένη Τσινιάρη. «Θυµάµαι άφησα τα δίδυµα δυόµισι ετών και τα ξαναβρήκα τριάµισι. Μου έλειπαν τροµερά. Οµως ήταν δύσκολα χρόνια, έπρεπε να κάνουµε υποµονή για να µαζέψουµε χρήµατα για το µέλλον µας» διηγείται. Τελικά εγκατέλειψε το ναυτικό όταν έµεινε έγκυος στο τρίτο της παιδί. Οι δίδυµοι γιοι της είναι και οι δύο υποπλοίαρχοι και η ίδια τονίζει ότι προσπάθησε να τους αποτρέψει. «Τους εξήγησα πόσο σκληρό είναι να στερείσαι την οικογένειά σου, τους µίλησα για όλα αυτά που δεν θα ζήσουν επειδή θα αρµενίζουν κάπου στον Ατλαντικό. Τελικά, υπερίσχυσε η αγάπη τους για τη θάλασσα. Μάλλον ρέει στο αίµα τους» καταλήγει.

ΝΙΚΗ ∆ΕΛΗ
Ναυάγιο από το δεύτερο µπάρκο
Η ανθυποπλοίαρχος κυρία Νίκη ∆ελή έπεσε ήδη από το δεύτερο εκπαιδευτικό της ταξίδι σε… ναυάγιο, καθώς ήταν δόκιµος πλοίαρχος στο «Αβαντίς ΙΙΙ», ένα µικρό φορτηγό, που προσέκρουσε στη νήσο ∆ορούσα στον Αργοσαρωνικό, µε αποτέλεσµα να χάσει τη ζωή του ο 35χρονος µάγειρας του πλοίου. «Η ψυχολογία µου, όπως φαντάζεστε, ήταν σε άσχηµη κατάσταση µετά το ναυάγιο. Ωστόσο δεν τα παράτησα. Ετσι είναι η θάλασσα.

Ενας ναυτικός θα βιώσει και τα θετικά και τα αρνητικά φαινόµενα πολύ έντονα, µε τρόπους που ένας “στεριανός” δεν φαντάζεται» τονίζει µιλώντας στο «Βήµα της Κυριακής».

«Εχω γυρίσει όλον τον κόσµο δουλεύοντας σε γκαζάδικο και η εµπειρία µε γοητεύει. Ωστόσο η µοναξιά της θάλασσας επί µήνες, χωρίς να πιάνουν ούτε καν τα κινητά, µόνη µου ανάµεσα σε 30 άνδρες, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Συχνά νιώθω όλα τα βλέµµατα καρφωµένα επάνω µου.

Πρέπει να κρατώ καθηµερινά ισορροπίες για να κερδίσω τον σεβασµό. Να εργαστώ µε τους ναύτες σαν ναύτης, µε τους αξιωµατικούς σαν αξιωµατικός, µε τους άνδρες σαν άνδρας. Και ταυτόχρονα να παραµείνω γυναίκα. Αν δεν το αγαπάς αυτό το επάγγελµα, δεν µπορείς να συνεχίσεις. Οσοι άλλωστε φαντάζονται κοµψές πλοιαρχίνες µε κολλαριστές λευκές στολές θα εκπλαγούν µπροστά στη λερωµένη µε γράσα φόρµα εργασίας που φοράω» καταλήγει γελώντας η κυρία ∆ελή.

ΝΑΥΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΕΜΑΤΕΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ Από τον Καπτάν Αλέξανδρο.

Πρέπει να ήταν τουλάχιστον 12 η ώρα. Το κρύο δάγκωνε άσχημα αυτή την εποχή. Ήταν βλέπεις νωρίς ακόμα για το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Οι αρκούδες δεν υπέφεραν από αϋπνίες.
- Δυο ποτάκια, είπε. Δυο ποτάκια και θα θυμηθώ, προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του.
Σκάναρε τη περιοχή με τα μάτια. Σχεδόν από ένστικτο διέκρινε μια φωτεινή ταμπέλα από νεον.

Πλησίασε με γοργά βήματα. Άνοιξε την πόρτα και τον αγκάλιασε η θαλπωρή της ζέστης. Και της μαύρης μουσικής. Πλησίασε τη μπάρα. Πρώτα έκατσε και μετά παρατήρησε.
Ένας γεροδεμένος μαύρος ήταν πίσω από τον πάγκο. Δύο μέτρα, τετράγωνες πλάτες και ξυρισμένο κεφάλι. Σκούπιζε ευλαβικά ένα ποτήρι. Δίπλα του (αλλοιθώρησε λίγο κοιτάζοντας) καθόταν ένα ξανθό λουκούμι. 

Μαύρο κολάν και αβυσσαλέο ντεκολτέ. Βυζοσκάμπιλο και μνημόσυνο (που λέει και ο it is).
- One beer, please, κατάφερε να αρθρώσει στον μπάρμαν.
- Μήπως θες ούζο? τον ρώτησε σε άπταιστα ελληνικά.
- Οχι ρε πατρίδα (?!), του απάντησε γελώντας. Η μπυρίτσα αρκεί.
Τον σέρβιρε αμέσως. Παραδόξως δεν του ζήτησε τα λεφτά upfront. Ένιωθε όμως το βλέμμα του επάνω του. Ήταν σχεδόν σίγουρος πως κάτι ήθελε να του πει. Ταυτόχρονα κοίταξε γύρω του. Ήταν τόσο σκοτεινά όσο του φαινόταν? Του πήρε δυο λεπτά για να καταλάβει. Όλοι μέσα στο μαγαζί ήταν μαύροι. Αυτό το βλέμμα διαπίστωσης διέκρινε ο μπάρμαν και πήρε το λόγο.
- Πως σου ήρθε να μπεις εδώ μέσα?
- Ρε φίλε, εμείς οι Έλληνες δεν έχουμε τέτοια κολλήματα. Me people, you people. Απλά τα πράγματα. Εσύ θα μου πεις πως ξέρεις Ελληνικά?
- Στην δεκαετία του εβδομήντα ήρθα πρώτη φορά στην Κρήτη. Είχα ακούσει για μια ωραία περιοχή, τα Μάταλα. Ε, από τότε κόλλησα. Κάθε χρόνο παίρνω τη γυναίκα μου (σ.σ. το ξανθό γκομενάκι), κλείνω το μαγαζί για 4 μήνες και λιάζομαι στην παραλία. Τα πρώτα χρόνια που δεν είχα σταθερό income, έβγαζα τα προς το ζην με δουλειές του ποδαριού. Κυριολεκτικά όμως! Έχω πατήσει εγώ σταφύλια στην Κρήτη... Να! Κοίτα.
Και βγάζει ο αθεόφοβος, παπούτσι, κάλτσα, και αραδιάζει μια πατούσα ΝΑ με το συμπάθιο. Σκέτο βατραχοπέδιλο. Έσκασε στα γέλια ο κυρ Σάκης, είχε βοηθήσει βέβαια και η μπύρα. Παρήγγειλε άλλη μία και χάθηκε για λίγο στις σκέψεις του.
Είχε γνωρίσει πολλές «ράτσες» στη ζωή του. Θυμήθηκε μια φορά στον Αμαζόνιο, που έσκαγαν οι ντόπιοι με τις βάρκες και παρακαλάγανε για κανένα βαρέλι πετρέλαιο. Κουβαλούσαν και πραμάτεια για ανταλλαγή. Τσαμπιά με μπανάνες, εξωτικά πτηνά και ερπετά, ότι μπορούσαν. Έτσι είχε πάει τον Γιωργάκη τον παπαγάλο στα παιδιά του στην Αθήνα. Κακόμοιρε Γιωργάκη, από τον Αμαζόνιο στην Κυψέλη και μετά το σεισμό του ‘99 στην Αίγινα, σε νοσοκομείο άγριων ζώων γιατί είχε σπάσει το πόδι του.
Αυτές ήταν οι ευχάριστες αναμνήσεις από φιλικούς ανθρώπους. Δεν ξεχνά όμως και μια φορά στον Περσικό, τότε στον πόλεμο, που είχε φάει ρουκέτα από τον Σαντάμ. Είχαν έρθει με ρυμουλκό να τους μαζέψουν. Αξέχαστη εμπειρία κι αυτή.
Η ώρα περνούσε όμως και άκρη δεν είχε βγάλει. Έπρεπε να επιστρέψει στο λιμάνι, την επόμενη μέρα έφευγαν. Τον γλύτωσε ο νέος του φίλος. Πήρε τα κατάλληλα τηλέφωνα και αφού έκλεισε το μπαρ, τον πήγε ο ίδιος με το αμάξι του. Καλοκάγαθος ο γίγαντας τελικά.
Και έτσι αυτή η ιστορία έγινε μια ευχάριστη ανάμνηση, που 20 χρόνια μετά ζωντάνεψε σε ένα Κυριακάτικο τραπέζι. Cheers!
Posted by

ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΝΑΥΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ Από τον Καπτάν Αλέξανδρο.


'Οταν περνούν τα ..κύματα
Χθες το βράδυ είχα την τύχη να γνωρίσω μια αξιόλογη παρέα απο ζωντανούς και κεφάτους ανθρώπους και να έχω την ευκαιρία μιάς (ακόμα) μπυροκατάνιξης. Οταν σε κάποια συζήτηση
ειπώθηκε πως το παλιό μου επάγγελμα ήταν ασυρματιστής του εμπορικού ναυτικού μου προτάθηκε από κοπελιά της παρέας να πω καμμιά ιστορία απ' αυτές που λεν οι ναυτικοί αλλά και να γράψω ίσως.
Δε θα της χαλάσω το χατήρι, μόνο που δε θα έχει να κάνει με λιμάνια, μπαρ με εξωτικές χορεύτριες ή άλλα τέτοια εύπεπτα, εύγεστα αλλά με τη ζωή.

Ημουν πρωτόμπαρκος και η δουλειά μου ήταν δόκιμος ασυρμάτου. αυτό σήμαινε εργασία 8-12 στην κουβέρτα (κατάστρωμα) του πλοίου, και 1-5 βάρδια ασυρμάτου. Το πλοίο ένα γκαζάδικο (δεξαμενόπλοιο) 150.000 τόνων σε άριστη κατάσταση και το ταξίδι απο από Λιβύη με προορισμό το Μπιλμπάο. Φτάνοντας στο Μπέη (το ακρωτήριο στην Ισπανία για να μπεις στο Βισκαϊκό Κόλπο, βγαλμένο απο το Bay of Biscay) μπήκαμε στον τόπο των Βάσκων και το μεσημέρι δέσαμε για να αρχίσει η εκφόρτωση. Γύρω στο μεσημέρι ανέβηκα μέχρι το δωμάτιο ασυρμάτου να πάρω ένα δελτίο καιρού. Η πρόγνωση έλεγε κατι για 12+ (πολλά μα πάρα πολλά μποφώρ) και υπήρχε επίσης μια αναγγελία θύελλας (gale warning). Αφού πήγα μία βόλτα μέχρι τη γέφυρα του πλοίου και είχα μια κουβεντούλα με τον ανθυποπλοίαρχο βάρδιας, κατάκοπος κατευθύνθηκα προς την καμπίνα μου αλλά μόλις μπήκα σ' αυτήν χτύπησε το τηλέφωνο.
Η βαριά Χιώτικη προφορά απο την άλλη γραμμή ακούστηκε επιτακτική.
-Μικρέ μαρκόνη ο μπόσης (λοστρόμος) είμαι. Στην κουβέρτα σε 5 λεπτά μας σπάνε οι κάβοι.
Σε 5 λεπτά βρέθηκα να μεταφέρω τεράστιους κάβους, να αλλάζουμε τους παλιούς αλλά η κατάσταση χειροτέρευε. Ο καπετάνιος, ο καπτάν Μπάμπης, αποφάσισε πως δε μπορούσαμε να μείνουμε άλλο στο ντόκο και λύσαμε τελικά τους κάβους και βγήκαμε στ' ανοιχτά όπου και φουντάραμε (φουντάρω = ρίχνω άγκυρα).
Γύρω στα μεσάνυχτα μετά απο μία ακόμα παρτίδα τάβλι με τον μπόμαν (αντλιωρός, βγαλμένο μάλλον απο το pump-man) και μετά από μια κουραστική μέρα έστριψα το τελευταίο τσιγάρο της ημέρας.
Ο ύπνος ήταν βαθύς καθώς η πόρτα της καμπίνας άνοιξε. ¨Σκάντζααααααα" φώναξε ο ναύτης βάρδιας. Το παλιοξυπνητήρι σκέφτηκα, πάλι έμεινε από μπαταρίες και δε χτύπησε, Είχα τη συνήθεια να ξυπνάω λίγο ενωρίτερα απο τις 7 που έπρεπε κανονικά. Κάτι ψέλισα, δυνατά μάλλον, γιατί ο βαρδιούχος απάντησε πως η ώρα δεν είχε πάει ακόμη 7 αλλά έπρεπε να κατεβώ στην κουβέρτα αμέσως και να ξεχάσω καφέδες και τα σχετικά. Φτάνοντας στη πρύμνη βρήκα το λοστρόμο αναστατωμένο.
-Τι συμβαινει μπόση;
-Μικρέ μαρκόνη η θάλασσα μπαίνει ζωντανή, η άγκυρα ξεσέρνει(παρασύρεται μαζί με το βαπόρι) και πρέπει να κατεβάσουμε και να προστατέψουμε όσους κάβους δεν είναι σε βίντσι.(βίντσι, το : αγγλ. winch :σκοινί, αλυσίδα, βαρούλκο, γερανός).
Στο μυαλό μου ήρ8αν τα λόγια του Νικόλα, του ναύτη που είχε ξεμπαρκάρει πριν 20 ημέρες και που με δίδαξε τη ναυτοσύνη στη πράξη.
'Μικρέ μαρκόνη η θάλασσα μπαίνει ζωντανή σημαίνει πως το κύμα δεν έρχεται μέσα στο πλοίο σαν σπρέυ απο το χτύπημα με το κύμα αλλά η πλώρη του πλοίου "βουτάει" και χάνεται μέσα σ΄αυτό.'
Ο Νικόλας έλεγε και επέμενε πως αυτό δεν είναι ανησυχητικό παρά μόνο όταν η θάλασσα μπαίνει ζωντανή απο πρύμα. Ουδείς λόγος ανησυχίας σκέφτηκα, πρύμα είμαστε, δε βλέπω να μπαίνει ζωντανή θάλασσα, πάμε λοιπόν.Φώναξα τον Κώστα που αν και βρισκόταν ήδη στην πέμπτη δεκαετία της ζωης του αυτή του τα έφερε έτσι να μπαρκάρει για πρώτη φορά σε ποντοπόρο και δη γκαζάδικο για να ξεχρεώσει το μικρό ψαράδικό του.
Αρχίσαμε με τον Κώστα να κατεβάζουμε τους κάβους ενώ νιώθαμε πως ο τεράστιος όγκος του πλοίου έκοβε βόλτες θαρρείς στο πουθενά, καθώς κάθε φορά που ο τιμονιέρης γύριζε κατα μερικές μοίρες το τιμόνι εμείς προσπαθούσαμε να σταθούμε στα πόδια μας απ΄ότι βρισκόταν πρόχειρο κοντά μας.
Σε μια στιγμή και καθώς με δυσκολία πλέον προσπαθούσαμε να ασφαλίσουμε τον προτελευταίο εκτεθειμένο κάβο, ενας δυνατός ήχος ακούστηκε πολύ κοντά μας. Τέτοιοι ήχοι ήταν συνηθισμένοι εκείνη τη μέρα καθώς τα μεγαλύτερα απο 10 μέτρα υψους κύμματα συναντούσαν στο διάβα τους το ανυπεράσπιστο ανθρώπινο κατασκεύασμα.
Το τι συνέβη εκέινη τη στιγμή δεν έχω κατορθώσει να το εξηγήσω ακόμα. Τα χέρια μου σαν να κατευθύνονταν από ένα τηλεχειριστήριο άνοιξαν διάπλατα και εγκλώβισαν το συνάνθρωπο - που είχε μείνει αποσβολωμένος και παγωμένος - σα δαγκάνες.
Γαντζώθηκα από το βίντσι που ήταν δίπλα μας και ένιωσα την ορμή του νερού να με σκεπάζει μέχρι τη μέση και τα πόδια μου να παρασύρονται. Είναι αλήθεια τελικά πως ο άνθρωπος όταν μάχεται για τη ζωή του έχει τεράστια αποθέματα δύναμης. Στο μυαλό μου αντίθετα με το τι λένε για διάφορες άλλες περίεργες σκέψεις, υπήρχε μόνο μία. Πως και τι θα κάνω για να αποτρέψω το βέβαιο θάνατο σε δύο ψυχές. Οταν ένιωσα τον τεράστιο όγκο νερού να χαμηλώνει και η ορμή να εξαλείφεται, ξεγαντζώθηκα απο το βίντσι αλλά όχι και από τον Κώστα τον οποίο και σχεδόν έσυρα μέχρι το κομοδέσιο.
Η ημέρα αυτή συνεχίστηκε με ένα SOS και ένα ναυάγιο που μπορεί και να το περιγράψω κάποια μέρα, αν και πιστεύω πως πολλοί είναι αυτοί που θα είναι δύσπιστοι. Αυτοί που έχουν βιώσει πολλές καί πιό δύσκολες καταστάσεις όμως ξέρουν. Και συνεχίζουν να αγαπούν τη θάλασσα και να τη μάχονται καθημερινά και να της γνέφουν περιπαικτικά κάθε φορά που βγαίνουν νικητές από μια ακόμα μάχη μαζί της.
----------------------------------
posted by: Markonis

ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΞΑΝΑ Aπό τον Καπτάν Αλέξανδρο.

Ήταν βράδυ Μεγάλης Πέμπτης όπου ξάφνου ο ουρανός καλύφθηκε ολόκληρος με μαύρα σύννεφα και απ’ όλα τα σημεία του ορίζοντα έρχονταν βροντές κι αστραπές που έκαναν την νύχτα μέρα. Αν και τα μετεωρολογικά δελτία προέβλεπαν καλές καιρικές συνθήκες η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Για δύο ώρες έζησε μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Το πλοίο χόρευε στα λυσσασμένα κύματα τα οποία ήταν λες και ήθελαν να το καταπιούν. Ο αφρός και τα κύματα κάλυπταν όλο το πλοίο. Το μέγεθος των κυμάτων καθώς ξημέρωνε και μπορούσε πια να διακρίνει τη θάλασσα τον πάγωσε. Ο μετεωρολογικός σταθμός έδωσε λάθος κατεύθυνση του καιρού με αποτέλεσμα να ζήσει σ’ αυτές τις καιρικές συνθήκες για εννέα ημέρες. 

Τελικά, νότια από τις Αζόρες, συνάντησε ένα ρωσικό πλοίο όπου τον ενημέρωσε σχετικά με τη πορεία που θα τον οδηγούσε σε καλές καιρικές συνθήκες. Πράγματι, μετά από εννέα μέρες η περιπέτειά του έληξε. Μετά από έλεγχο του πληρώματος 18 διανομείς στ’ αμπάρια είχαν ξεκολλήσει.
Μια άλλη φορά το πλοίο έφυγε από Λος Άντζελες με προορισμό την Ιαπωνία. Λίγες μέρες μετά αντιμετώπισε τέτοια κύματα όπου έμπαιναν από τη πλώρη, από τη πρύμνη, από τις πάντες του καραβιού και δημιούργησαν ρήγματα. Με προσωρινές επισκευές συνέχισε το ταξίδι και το πλησιέστερο λιμάνι στην πορεία ήταν τα MidWay Islands (πολεμικός αμερικανικός ναύσταθμος απαγορευτικός για τη προσέγγιση των εμπορικών πλοίων). Στην επικοινωνία του με τον διοικητή των Αμερικανών ο καπετάνιος μας έπρεπε να τον πείσει να επιτρέψει τη προσάραξη κάτι που δεν ήταν εύκολο. Με το Θιακό ταπεραμέντο και λέγοντας πως δεν υπάρχουν περιθώρια, πως αν δεν το επέτρεπε θα ήταν υπεύθυνος για τις ζωές του πληρώματος και την ασφάλεια του καραβιού τελικά τον έπεισε. Όταν μετά από έλεγχο επιβεβαιώθηκαν οι ζημιές, δεν υπήρξαν κυρώσεις και συνέπειες για αδικαιολόγητη προσέγγιση, δόθηκαν τεχνίτες, όπου πραγματοποίησαν όμως πρόχειρες επισκευές, δόθηκε νερό, πετρέλαιο και το πλοίο έφυγε για τον προορισμό του. Μετά την εκφόρτωση στην Ιαπωνία έγιναν οι απαραίτητες επισκευές.
Άλλη πάλι φορά, φεύγοντας από Λιβύη με προορισμό τη Μάλτα, με φορτίο νοβοπάν και διάφορα άλλα εμπορεύματα η θάλασσα είχε 9 μποφόρ δύναμη. Η μηχανή έπαθε ζημιά και ο καιρός δίπλωσε το καράβι. Από τη κακοκαιρία λύθηκαν τα νοβοπάν και έγινε μετατόπιση φορτίου με συνέπεια το καράβι να πάρει κλίση 25 μοίρες. Το κατάστρωμα από αριστερά μπήκε μέσα στο νερό. Χωρίς φως όλη νύχτα, σκέτο σκοτάδι, δίνει S.O.S. Άκουσε η Αθήνα, η Κέρκυρα, η Ιταλία και η Τυνησία. Έδωσε το στίγμα, αλλά κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας χαλάει ο ασύρματος. Μπορούσε ν’ ακούσει, μα δεν μπορούσε να μιλήσει. «Α΄μηχανικέ έχει γίνει ζημιά με τη κυκλοφορία της μηχανής που γίνεται ψύξη με γλυκό νερό, πήγαινε κάτω στη μηχανή να τη γυρίσεις, για να τραβάει θάλασσα και να σωθούμε!», φώναξε ο καπετάνιος μας. Κάποια στιγμή μπήκε μπροστά η ηλεκτρομηχανή και δόθηκε φως. «Βάλτε σαβούρα στα ταγιά, όσο μπορούμε να το επαναφέρουμε», ξαναφώναξε. Έτσι από 25 μοίρες κλίση το πλοίο ήρθε στις 8. Με τους κλυδωνισμούς του βαποριού πέφτει ο Α΄μηχανικός και χτυπάει τα πλευρά του. Κάποια στιγμή με τις πολλές προσπάθειες η μηχανή πήρε μπροστά. Από τον ασύρματο ακουγόταν «Το βαπόρι χάθηκε! Το βαπόρι βούλιαξε!», όμως επισκευάστηκε και ο ασύρματος και ειδοποίησε πως κατευθύνεται προς το λιμάνι της Βεγγάζης στη Λιβύη. Η άφιξη έγινε την άλλη μέρα το απόγευμα. Ευτυχώς ο Α΄ μηχανικός δε χτύπησε σοβαρά και αφού επισκευάστηκε το βαπόρι, το φορτίο και η μηχανή, φόρτωσαν τρόφιμα και προμήθειες για την αναχώρησή του. Κάθε καθυστέρηση κόστιζε γι’ αυτό και το βαπόρι έφυγε χωρίς την απαιτούμενη άδεια. Η ανοιχτή θάλασσα είχε 9-10 μποφόρ δύναμη. Η καιρός έρχεται και κόβει και τη μια άγκυρα και την άλλη. Χωρίς άγκυρες, χωρίς να μπορεί να γυρίσει το βαπόρι πίσω στη Βεγγάζη γιατί θα υπήρχαν κυρώσεις, ταξιδεύει για δυο τρεις μέρες με αυτό τον καιρό ώσπου μετά φτάνει στη Μάλτα. Εκεί με τις λίγες καδένες που είχαν μείνει και με μια ακόμα άγκυρα που έχουν όλα τα πλοία εφεδρική σταμάτησε στη Μάλτα.
Ως ανθυποπλοίαρχος μια άλλη φορά, με αφετηρία την Πολωνία αφού ξεφόρτωσαν μινεράλι έπρεπε να ετοιμαστεί το καράβι για ταξίδι. «Να ρίξουμε τις μπίγιες κάτω» φωνάζει ο ναυτικός μας. «Όχι!» απαντά ο καπετάνιος. «Γιατί όχι; Να σαβουρώσουμε το βαπόρι για να κάτσει, να μπορεί να ταξιδέψει», επιμένει ο ανθυποπλοίαρχός μας, αλλά η απάντηση του καπετάνιου ήταν πάλι αρνητική. Και αυτό ήταν παράξενο. «Έμαθα ότι σκοπεύουν να ρίξουν το βαπόρι έξω, επειδή είναι προβληματικό» του είπε ο Α΄ μηχανικός που κατέβηκε στο Κίελο (λιμάνι). Μετά το Κίελο ο πιλότος είπε στο καπετάνιο να μη φύγει γιατί έχει άσχημο καιρό και να σαβουρώσει το βαπόρι, αλλά πάλι δεν άκουσε τις οδηγίες που του έδωσε ο πιλότος. Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ακούγεται ένα μπαμ! Ήταν η στιγμή όπου ο καπετάνιος το έριξε έξω. Το καράβι άρχισε να κοπανάει. Ο ναυτικός μας τρέχει στη πρύμνη που ήταν το πλήρωμα, πιάνει έναν που από τον πανικό του είχε καβαλήσει τα κάγκελα για να πέσει στη θάλασσα, τον σώζει και οδηγεί το πλήρωμα στο μεσαίο κομποδέσιο. Το καράβι ακυβέρνητο κοπανούσε. Κάποια στιγμή τα νερά άρχισαν να υποχωρούν λόγω της παλίρροιας. Μια νύχτα γύρω στις 3 η ώρα το καράβι δεν κούναγε πια. Βγήκε έξω με το φακό και τι να δει…στεριά! Το βαπόρι όμως, είχε σπάσει και είχε νερά. Την άλλη μέρα το πρωί το καράβι ήταν προσαραγμένο πάνω στην αμμουδιά. Αργότερα ήρθε ένα ελικόπτερο και μέχρι να φύγουν όλοι είχε νυχτώσει. Το κρύο ήταν αρκετό και τα καλοριφέρ φυσικά, δεν δούλευαν. Όμως, άλλη μια περιπέτεια έφτασε στο τέλος της.
Άλλη φορά φορτωμένος με κάρβουνο, μέσα σε βαπόρι 45.000 τόνων με αφετηρία την Αμερική και προορισμό την Ιαπωνία η μηχανή παίρνει φωτιά και αρχίζει τις εκρήξεις. Το καράβι σταμάτησε μεσοπέλαγα και για δυο μέρες ο Α΄μηχανικός έκανε ό,τι μπορούσε για να το επισκευάσει. Στη διαδρομή παθαίνει πάλι ζημιά και αρχίζουν οι εκρήξεις αυτή τη φορά με μεγαλύτερη ένταση. Η μηχανή παίρνει φωτιά και με τις εκρήξεις γκρεμίστηκαν δωμάτια, μπάνια, τζάμια, τα πάντα. Από τη δύναμη των αερίων ό,τι ήταν εκεί κοντά διαλύθηκε. Όλοι πήγαν στη πλώρη γιατί το καράβι καιγόταν πίσω. Υπήρξαν θύματα και τραυματίες. Στη πρύμνη υπήρχε ένα σύστημα C.O.2 όπου το ανοίγεις και ρίχνει νερό στη μηχανή ή στ’ αμπάρια. Ο ναυτικός μας έτρεξε, έριξε νερό στη μηχανή και η φωτιά έσβησε αλλά όλο το βράδυ το πέρασαν στη πλώρη. Ο ασυρματιστής τραυματίστηκε από ένα καρφί που πάτησε και την άλλη μέρα δεν ήταν στη θέση του. Τότε ο ήρωας μας κατέβηκε στη καμπίνα του ασυρματιστή να δει τι συμβαίνει, μπαίνει στο μπάνιο και τον βλέπει πεσμένο στο πάτωμα σε κωματώδη κατάσταση. Στο σημείο που βρισκόταν το πλοίο δεν μπορούσε να έρθει ελικόπτερο. Το βράδυ ο δύστυχος πέθανε. Το πλοίο είχε πολλούς με εγκαύματα από τις εκρήξεις και στα ψυγεία είχαν βάλει τους νεκρούς. Ένα Νορβηγικό καράβι που ήρθε κοντά πήρε τους τραυματίες, κάποιες γυναίκες που υπήρχαν στο πλοίο και πήγε στην Ιαπωνία. Οι υπόλοιποι έμειναν στο καράβι όπου περίμεναν 10 περίπου μέρες μέχρι να γίνουν οι απαραίτητες διαπραγματεύσεις για να έρθουν τα ρυμουλκά. Το καράβι ήταν ακυβέρνητο, ο καιρός άσχημος, το πλοίο φορτωμένο και ο κόσμος είχε πάθει σοκ από την όλη περιπέτεια. Ο ναυτικός μας υποπλοίαρχος σ’ αυτό το βαπόρι, όταν ήρθαν το ρυμουλκό έδιωξε τους άλλους καθώς ήταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση κι εκείνος έμεινε εκεί όπου για τρεις μήνες διήρκησε η επισκευή του καραβιού στην Ιαπωνία. Στη συνέχεια το βαπόρι έφυγε πάλι, για Βανκούβερ να φορτώσει κάρβουνο με προορισμό τη Δανία. Όμως, στο δρόμο παθαίνει ξανά βλάβη η μηχανή, καθώς όπως φάνηκε ήταν ελαττωματική και σιγά σιγά έφτασαν, φόρτωσαν και κάποιοι μηχανικοί κοίταξαν τη μηχανή και την έκαναν να δουλεύει με λιγότερες στροφές. Έφυγαν από εκεί, πέρασαν τον Παναμά και επιτέλους έφτασαν σώοι στην Ελλάδα
Οι περιπέτειες όμως, του ήρωα μας δεν σταματούν εδώ. Υπάρχουν και άλλες στη μνήμη, αλλά δε χωρούν σ’ αυτή τη στήλη. Ίσως πάλι, να νομίζετε πως είναι σενάριο κάποιας περιπετειώδους ταινίας. Ο ήρωας μας όμως, δεν είναι μονοδιάστατος. Δεν είναι ούτε καν ένας. Είναι πολλοί. Στο ρόλο του χωράνε όλοι οι ναυτικοί του νησιού μας, οι οποίοι έστω κι αν πέρασαν πολλά κοντά στη γαλάζια τους κυρά, εξακολουθεί να τους λείπει το κύμα, η αλμύρα πάνω στα ρούχα τους, στο πετσί τους, το καινούργιο και το άγνωστο. Ο ήρωας μας ήταν ο Γεράσιμος Στανίτσας, ο Δημήτρης Καχρίλας και ο Σπύρος Γιαννακόπουλος, έτσι όπως παρουσιάστηκαν οι ίδιοι μέσα από τις μαρτυρίες τους, στις «Ναυτικές Ιστορίες της Ιθάκης» του Τ.Ε.Ε. Ιθάκης, κατά τη διάρκεια του προγράμματος περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, εργασία όπου εκπονήθηκε σε μια περίοδο επτά μηνών, από τον Οκτώβριο μέχρι το Μάη του 2003. Φυσικά, οι ήρωες στην εργασία δεν είναι μόνο αυτοί που παρουσιάστηκαν εδώ. Οι μαρτυρίες της Άννας Μολφέση, του Διονύση Δενδρινού, του Νίκου Φραγκογιάννη, του Διονύση Σέρβου, του Δομένικου Πολυχρόνη, του Θεόδωρου Ακάκιου, του Ευθύμιου Βαρβαρήγου, του Ευστάθιου Βλασσόπουλου, του Δημήτρη Κιάμου, τους Στέλιου Τριλίβα, του Σπύρου Πίππου και άλλων ανώνυμων βρίσκονται στην εργασία αυτή. Οι μαθητές του Τ.Ε.Ε. όπως δηλώνουν και οι ίδιοι στον πρόλογο και τον επίλογο τους στη σχετική εργασία, εντυπωσιάστηκαν από τις περιπέτειες που βίωσαν οι εργάτες της θάλασσας και συγκινήθηκαν. Η αλήθεια όμως είναι, πως έδωσαν από τη μία, την ευκαιρία στους ναυτικούς μας να μοιραστούν κομμάτια της ζωής τους μαζί μας και από την άλλη στους ίδιους τους εαυτούς τους την ευκαιρία να εκτιμήσουν τον κόπο των «μεγάλων» και την ανάγκη για επιβίωση μέσα από το επάγγελμα του ναυτικού. Ευχαριστούμε γι’ αυτό τους υπεύθυνους καθηγητές του Τ.Ε.Ε. καθηγητή ναυτικών μαθημάτων κο Δενδρινό Γιάννη, όπου είχε το συντονισμό και τη γενική επιμέλεια της εργασίας και τη κα Λιακοπούλου Ελένη καθηγήτρια της φυσικής και διευθύντρια του Τ.Ε.Ε. Να είστε καλά και να συνεχίσετε ν’ αποτελείτε φωτεινό παράδειγμα για τους επόμενους, είτε μαθητές, είτε καθηγητές.

ΤΣΙΛΙΑΝΗ ΓΕΩΡΓΙΑ

5 ΝΑΥΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΕΜΑΤΕΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟ Από τον Καπτάν Αλέξανδρο

Το Mary Celeste είναι γνωστό ως «το μεγαλύτερο ναυτικό μυστήριο όλων των εποχών», δεδομένου ότι δεν εξαφανίστηκε το πλοίο, παρά μόνο το πλήρωμα και οι επιβάτες του. Ήταν ένας εμπορικό «πλοίο-φάντασμα» που εντοπίστηκε από ένα καναδικό ιστιοφόρο στις 4 Δεκεμβρίου 1872, μη επανδρωμένο, να πλέει ανοικτά των Αζορών αξιόπλοο.

Αυτοί που το βρήκαν συμπέραναν ότι βρισκόταν ήδη στη θάλασσα για ένα μήνα και είχε πάνω του φαγητό και νερό που έφτανε για πάνω από έξι μήνες. Το μεγαλύτερο μυστήριο ήταν πως το φορτίο του ήταν σχεδόν ανέγγιχτο και τα προσωπικά αντικείμενα των επιβατών και του πληρώματος ήταν ακόμα στη θέση τους, συμπεριλαμβανομένων και των τιμαλφών.
Υπάρχουν πολλές εξηγήσεις που προσπαθούν να εξηγήσουν τι συνέβη. Μερικοί έχουν υποθέσει πως το πλήρωμα πάνω στο Mary Celeste θα μπορούσε να έχει δολοφονηθεί και ριχθεί στη θάλασσα από Οθωμανούς πειρατές, οι οποίοι συχνά έπλεαν στην περιοχή. Ωστόσο, Βρετανοί αξιωματούχοι απέρριψαν οποιαδήποτε υπόθεση πειρατικής ή άλλου είδους επίθεσης, αφού δεν υπήρχαν σημάδια βίας. Μία από τις πιο διαδεδομένες και πειστικές θεωρίες μέχρι σήμερα υποστηρίζει ότι οι ναυτικοί έχασαν τη ζωή τους μετά την επιβίβαση τους σε μια σωσίβια λέμβο, φοβούμενοι το φορτίο του πλοίου μπορεί να ήταν έτοιμο να εκραγεί, καθώς μετέφεραν βαρέλια με οινόπνευμα.
USS Cyclops
Έτος εξαφάνισης: 1918

Το Cyclops είναι πιθανότατα η πιο γνωστή εξαφάνιση πλοίου των αρχών του 20ου αιώνα. Είχε εξαφανιστεί κάποια στιγμή μετά τις 4 Μαρτίου του 1918 με 309 άνδρες πάνω στο πλοίο. Παραμένει η μεγαλύτερη απώλεια της ζωής στην ιστορία του Αμερικανικού Ναυτικού, που δεν έχει σχέση με μάχη, αν και κάποιου είδους προδοσία μπορεί να έχει παίξει ρόλο.
Έρευνες από το Γραφείο Πληροφοριών του Ναυτικού αποκάλυψαν ότι ο πλοίαρχος του πλοίου, ο καπετάνιος Worley ήταν στην πραγματικότητα ο γερμανικής καταγωγής Γιόχαν Φρέντερικ Wichmann. Η πιο σοβαρή κατηγορία εναντίον του Worley ήταν ότι ήταν φιλογερμανός σε καιρό πολέμου και ενδεχομένως να έχει συνωμοτήσει με τον εχθρό για να του παραδώσει το πλοίο.
Μετά τον Α” Παγκόσμιο Πόλεμο τα γερμανικά αρχεία ελέγχθηκαν για ανακαλυφθεί η αληθινή μοίρα του Cyclops, είτε είχε να κάνει με τον Worley είτε με μια επίθεση υποβρυχίου, αλλά τίποτα δεν βρέθηκε ποτέ.
Marine Sulpher Queen
Έτος εξαφάνισης: 1963
Το SS Marine Sulphur Queen ήταν αρχικά ένα Τ2 τάνκερ που είχε μετασχηματιστεί με σκοπό τη μεταφορά τετηγμένου θείου. Εξαφανίστηκε στ” ανοιχτά της Φλόριντα παίρνοντας μαζί του τις ζωές των 39 μελών του πληρώματος. Το γεγονός αυτό θα οδηγήσει σε μια μακρά δικαστική διαμάχη μεταξύ του ιδιοκτήτη του πλοίου και τις οικογένειες των αγνοουμένων ανδρών.
Το τελευταίο ταξίδι του πλοίου ξεκίνησε στις 2 του Φλεβάρη του 1963 από το Beaumont του Τέξας, με φορτίο θείου βάρους 15.260 τόνων. Το πλοίο καθ” αυτό ήταν 7.240 grt. Δύο ημέρες αργότερα, καθώς έφτανε στη Φλόριντα, έστειλε ένα κανονικό μήνυμα μέσω του ασυρμάτου δίνοντας τη θέση του πλοίου. Όμως στις 6 Φεβρουαρίου δεν υπήρξε κανένα νέο από το Sulphur Queen και κηρήχθηκε αγνοούμενο. Μετά από 19 ημέρες αναζήτησης, το μόνο που είχε απομείνει ήταν μερικά σωσίβια και συντρίμμια, αλλά κανένα ίχνος του πλοίου ή των 39 ανδρών.
Στην έρευνα του Λιμενικού Σώματος διαπιστώθηκε ότι το πλοίο δεν θα έπρεπε ποτέ να έχει αποπλεύσει, καθώς κρίθηκε μη ασφαλές και μη αξιόπλοο. Η τελική έκθεση υποθέτει 4 αιτίες για το συμβάν, που έχουν όλες ως αιτία τον κακό σχεδιασμό και συντήρηση του πλοίου.
Witchcraft
Έτος εξαφάνισης: 1967

Ο Dan Burack και ο Πατήρ Patrick Horgan άφησαν τη μαρίνα του Μαϊάμι πλέοντας με το μήκους 7 μέτρων γιοτ του Burack που ονομάζεται Witchcraft, το βράδυ τις 22 Δεκέμβρη 1967 με σκοπό να απολαύσουν την εντυπωσιακή θέα των Χριστουγεννιάτικων φώτων του Μαϊάμι. Οι δύο κύριοι σταμάτησαν κοντά στο Σημαντήρας #7 – λιγότερο από ένα μίλι από την ακτή, όταν χτύπησαν κάτι κάτω από το πλοίο. Χωρίς πανικό, ο Burack κάλεσε το Λιμενικό Σώμα για να τους ενημερώσει ότι θα χρειαστεί ένα ρυμουλκό για να επιστρέψει στην μαρίνα.
Ο Burack είχε κάθε λόγο να είναι ήρεμος. Το πλοίο του ήταν «αβύθιστο», εννοώντας ότι μέρος του κύτους κατασκευάστηκε για να παραμένει πάνω από το νερό συν του ότι είχε πολλά σωστικά εργαλεία στο πλοίο. Το λιμενικό απάντησε αμέσως, αλλά μέσα σε 19 λεπτά από την κλήση έως την άφιξή του στο σημείο, το πλοίο και οι επιβάτες του είχαν εξαφανιστεί.
Το Λιμενικό Σώμα επέκτεινε την αναζήτηση κατά 1.200 τετραγωνικά μίλια εκείνο το βράδυ. Έφτασαν μέχρι και βορειότερα του Ρεύματος του Κόλπου σε περίπτωση που το πλοίο είχε παρασυρθεί από μια σύντομη καταιγίδα.
Σε έξι ημέρες έρευνας καλύφθηκαν πάνω από 24.500 τετραγωνικά μίλια, αλλά δεν βρέθηκε το παραμικρό ίχνος ή ένδειξη για την τύχη του Witchcraft ή των δύο ανδρών.
Καμιά εξήγηση δεν δόθηκε ποτέ για την ξαφνική εξαφάνιση του γιοτ. Δεν υπήρξε κανένα αποδεικτικό στοιχείο ότι το πλοίο βυθίστηκε κάποια στιγμή. Το μόνο που μπορούμε να υποθέσουμε είναι ότι το Witchcraft χάθηκε τόσο αναπάντεχα που ο Burack δεν είχε καν το χρόνο να ρίξει μια φωτοβολίδα που είχε στο πλοίο.
Intrepid
Έτος εξαφάνισης: 1996

Τον Οκτώβριο του 1996, 16 άνθρωποι κηρύχθηκαν αγνοούμενοι μετά την είδηση ότι εγκατέλειψαν το βυθιζόμενο γιοτ τους, Intrepid, στο Φορτ Πιρς της Φλόριντα. Οι επιβάτες του μήκους 20 μέτρων γιότ έστειλαν μια κλήση κινδύνου (MAYDAY) λέγοντας ότι το πλοίο βυθιζόταν και ότι όλοι οι επιβαίνοντες διέφευγαν πάνω σε μια σωστική λέμβο. Η ακτοφυλακή ανέφερε ότι οι καιρικές συνθήκες στην περιοχή ήταν άσχημες με τα κύματα να φτάνουν μέχρι και 3-4 μέτρα ύψος. Τέσσερα αεροσκάφη έψαξαν όλη τη νύχτα και το πρωί για τη σωστική λέμβο. Μετά από αναζήτηση 6.000 τετραγωνικών μίλιων, η επιχείρηση ανακλήθηκε. Το Intrepid και οι 16 επιβάτες του δεν βρέθηκαν ποτέ.

ΝΑΥΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.......... ΑΝΗΚΟΥΣΤΗΣ ΤΡΕΛΑΣ Από τον Καπτάν Αλέξανδρο.

Ναυτικές ιστορίες …. ανήκουστης τρέλας !!

Posted by olympiada στο Ιουλίου 13, 2013

Γράφει ο ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΑΚΗΣ
Εδώ και τρία χρόνια, είμαστε (άλλοι) πλήρωμα και (άλλοι) επιβάτες, στο πλοίο «ΕΛΛΑΣ». Ένα ιστορικό πλοίο, παλιάς τεχνολογίας, που βολοδέρνει σμπαραλιασμένο μεσοπέλαγα, μέσα σε μεγάλη φουρτούνα.


τρεμοπαίζουν και τα πηδάλια, σε κατάσταση ανάγκης, λειτουργούν μόνο χειροκίνητα (δύσκολα).
Οι μηχανές του καπνίζουν έντονα και αγκομαχούν υπόκωφα, το σκάφος ολόκληρο τρίζει ανατριχιαστικά, οι γεννήτριες
Στη Γέφυρα, ο Καπετάνιος και το επιτελείο του, βρίσκονται σε πλήρη σύγχυση. Άλλοτε μιλούν όλοι μαζί και κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα και άλλοτε σιωπηλοί, μετρούν απλώς τα κύματα, αναμένοντας τα τρία (3) μεγάλα που περιοδικά καταφθάνουν και κάθε φορά δοκιμάζουν τις αντοχές στο ταλαίπωρο αυτό σκαρί.
Τα όργανα ναυτιλίας στη Γέφυρα δε λειτουργούν και κανένας δε γνωρίζει το στίγμα του σκάφους, που βρίσκεται και προς τα πού πρέπει να πλεύσει. Αρκούντε να καταγράφουν τις ζημιές και τις αβαρίες που τους αναφέρουν οι επικεφαλής των ομάδων βλαβών και με λαχτάρα στέκουναι δίπλα στον ασύρματο και αφουγκράζονται ……
– «πάρτε πορεία 110ο» ακούγεται η φωνή του Τροϊκανού Διοικητή !!
– «δεξιά 20ο πηδάλιο, πορεία 110ο», φωνάζει δυναμικά και με λαχτάρα ο Κυβερνήτης !!
Μπάπα – Μπούπου τα πρώτα κύματα στη πλώρη, το πλοίο καταχτυπιέται έντονα, τρέμει ολόκληρο, σκαμπανεβάζει και παίρνει μεγάλες κλίσεις στρέφοντας στη νέα πορεία του. Τα πάντα τρίζουν ανατριχιαστικά, τα φώτα τρεμοσβήνουν, από τις γεννήτριες που δοκιμάζονται και ο μάγειρας αναφέρεις ότι το καζάνι έφυγε από τη θέση του και χύθηκε η μακαρονάδα.
– «πλεύση επισφαλής» αναφέρει στον ασύρματο ο Κυβερνήτης, στον Mr Baa
– «ανεβάστε ταχύτητα στους 15knots» διατάζει ο Τροϊκάνος διοικητής
– «πρόσω ημιταχώς» οι μηχανές διατάζει με τη σειρά του, ο Κυβερνήτης
Τα κύματα ανεβαίνουν πλέον στα καταστρώματα, τίποτα δε μένει όρθιο, όλοι γαντζώνονται
απελπισμένοι απ’ όπου μπορούν και ο 1ος Μηχανικός, ουρλιάζει (ως συνήθως κάνει) από το μεγάφωνο της ενδοεπικοινωνίας :
– Γέφυραααα, η μηχανή υπερθερμαίνεται, τα ασφαλιστικά ανοίγουν και έχουμε διαρροές στα δίκτυα !!
– «Πρώτε βαστάτε γερά και προσέχετε», απαντά ο Κυβερνήτης !!
– «Νερά στο ηλεκτροστάσιο, χάσαμε την Αριστερή γεννήτρια», αναφέρει το Control
– «Κάντε κράτει αμέσως τα βοηθητικά μηχανήματα, μόνο τα κυκλώματα ασφάλειας πλου, να είναι σε λειτουργία», διατάζει ο Κυβερνήτης !!
….. υπόκωφη ησυχία ξαφνικά, ερυθρό μισοσκόταδο από τις λάμπες ασφαλείας, μπόχα απ’ την έλλειψη εξαερισμού ….. ιδρώτας και ανατριχίλα παντού. Οσμές φόβου και οργής, ανασφάλειας και προσμονής, απελπισίας και μια ανατριχιαστική σιωπή, αναδύεται παντού.
– «εδώ ΕΛΛΑΣ, είμαστε σε κατάσταση ανάγκης, έχουμε βλάβες στις μηχανές και διαρροή στο σκάφος», αναφέρει ο Κυβερνήτης στο δίκτυο ασυρμάτου
– «στρέψατε δεξιότερα πορεία 145ο, αυξήσατε ταχύτητα και απορρίψατε έρμα, σαβούρα και μη αναγκαία υλικά – ξαλαφρώστε το σκάφος σας άμεσα», ακούγεται επιτακτικά στο μεγάφωνο του ασυρμάτου, η φωνή του ξένου διοικητή.
– «πρόσω ολοταχώς τα χειριστήρια των μηχανών, αντιμετωπίστε τις διαρροές και απορρίψτε άμεσα, οτιδήποτε δεν μας χρειάζεται για να πλέουμε», διατάζει συγκαταβατικά ο Κυβερνήτης.
– «μα ήδη έχουμε πετάξει τα πάντα, έχουμε αδειάσαμε ακόμα και νερό από τις δεξαμενές, υλικά τρόφιμα και συσκευασίες – τώρα μόνο ανθρώπους μπορούμε να πετάξουμε στη θάλασσα …. δώστε τις διαταγές σας κύριε Κυβερνήτα», αναφέρει ο Ύπαρχος στον Καπετάνιο, που πλέον κοιτά βουβός και αμήχανος, προς τη μανιασμένη σκοτεινή θάλασσα, βυθισμένος στη μοναξιά του.
– «…………..» !?!?
Την ίδια ώρα, που το πλήρωμα του καταστρώματος και οι μηχανικοί μάχονται να κρατήσουν ζωντανό το σκάφος, ο Υποπλοίαρχος με τους πυροβολητές, τους τορπιλητές και τους λοιπούς του υποβρύχιου πολέμου, συσκέπτονται μανιωδώς στο καρρέ, μέσα σε ντουμάνι καπνό τσιγάρων και έντονες τεχνο-ναυτικές ατέρμονες αντιπαραθέσεις:
– «δε ξέρουνε τι τους γίνεται, αυτοί εκεί πάνω στη Γέφυρα – πάνε ανατολικά, ενώ εγώ είδα ένα γλάρο στα νοτιοδυτικά, που σημαίνει ότι από εκεί είναι η στεριά», φωνάζει έξαλλος ο τορπιλητής
– «δε γίνεται να συνεχίσουμε έτσι, ο καπετάνιος να κλείσει αμέσως τον ασύρματο και να πάμε όπου θέλουμε μόνοι μας ….., αυτοί εκεί στο Τροϊκανό Γενικό Επιτελείο, δεν τους ενδιαφέρει αν ζήσουμε ή αν θα πνιγούμε», προτείνει ο Οπλονόμος
– «ρε παιδιά, ας πάμε λίγο πρίμα, να πάψει επιτέλους να κουνάει το ρημάδι και να σταματήσουμε να ξερνάμε», ψελλίζει μισοζαλισμένος ο Ταμίας
– «τι πρίμα ρε, ποτέ πρίμα, μόνο κόντρα πρέπει να πάμε – κόντρα στο καιρό, κόντρα στις εντολές του Τροϊκανοεπιτελείου, κόντρα στον καπετάνιο, κόντρα και στο Θεό αν χρειαστεί – εμείς είμαστε αγωνιστές και δε μασάμε πρίμα ρεεέ», ωρύεται ο Πυράρχης τραβώντας μια βαθιά τζούρα στο τσιγάρο του, υπό το βλέμμα επιδοκιμασίας του Υποπλοίαρχου, δίπλα του.
Την έντονη συζήτηση «σωτηρίας», διακόπτει ο καμαρότος, που αναγγέλλει στον Υποπλοίαρχο ότι, η (συνδικαλο)«επιτροπή» του πληρώματος, ζητά ακρόαση. «Να περάσουν – να περάσουν» φωνάζουν όλοι μαζί όρθιοι οι τσιγαρο-καπνισμένοι του καρρέ !!
– «κύριε Υποπλοίαρχε, είμαστε καταταλαιπωρημένοι από τη δουλειά, βρώμικοι διότι δεν έχουμε νερό, το συσσίτιο πλέον δε τρώγεται, φρούτο ή γλυκό έχουμε μέρες να φάμε …. και τώρα χάσαμε και την κεραία της δορυφορικής – δεν αντέχουμε άλλο και από πάνω ακούμε ότι ο Ύπαρχος, σχεδιάζει να αυξήσει και τις βάρδιες εργασίας – δεν θα το επιτρέψουμε», καταθέτουν με στόμφο και σε παράταξη οι τρεις «πατέρες» του πληρώματος !!
– «καλά ρε παιδιά, αυτά τάπατε στον Κυβερνήτη», ρωτά έκπληκτος ο Υποπλοίαρχος !?
– «πήγαμε στη Γέφυρα, αλλά ο Ύπαρχος μας έδιωξε με τις κλωτσιές», διαμαρτυρήθηκε ο μεγαλο-πατέρας της επιτροπής !
– «απαράδεκτο, δε λειτουργεί τίποτα σ’ αυτό το πλοίο, καταλύθηκαν όλα τα δικαιώματα του πληρώματος, πρέπει να πας Υποπλοίαρχε στη Γέφυρα, να τους τα πεις και να απαιτήσεις τα δίκια του πληρώματος …. φωνάζουν όλοι μαζί οι συνδαιτυμόνες του καρέ !! , αλλά ο Υποπλοίαρχος συνεχίζει να καπνίζει το τσιγάρο του και να το σκέπτεται, κουνώντας συγκαταβατικά το κεφάλι του !! Πολλές ένιες, ξαφνικά μαζευτήκανε πάνω του !!
Ανίκανοι στη Γέφυρα, ανόητοι στα καρρέ ….. και το πλοίο «ΕΛΛΑΣ», συνεχίζει να πλέει στο άγνωστο, με βάρκα την ελπίδα !!

ΝΑΥΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΤΑ ΣΤΑΥΡΟΥ ΔΑΓΛΑ μέρος α'

ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ ΠΕΡΑΤΖΑΔΑ* ΤΟΥ Β. ΕΙΡΗΝΙΚΟΥ
Την ιστοριούλα που ακολουθεί, την άκουσα το 1960 στο πρώτο μου καράβι, το φορτηγό S.S. SEA ISLE της εταιρείας Νεγρεπόντη – Σταθάτου, από τον καπετάνιο μας τον Μήτσο τον Μανωλάτο από το Βαθύ της Ιθάκης, καθώς επίσης και από τον λοστρόμο* μας τον Ντίνο τον Γλυκύ (Τιμολέων) από τον Κάλαμο Λευκάδας και έναν ναύτη μας ακόμη. Συνέβη, ενώ συνυπηρετούσαν και οι τρείς, από τις ίδιες θέσεις, στο SS NORA, της ίδιας εταιρείας. Κάποια δικά μου σχόλια, δεν αλλάζουν σε τίποτε τα γεγονότα ή την ατμόσφαιρα του καραβιού στο οποίο αναφέρονται. Χειμώνα του 1952 (περίπου), το αμεροκάνικο λίμπερτι* SS NORA, με καπετάνιο τον καπτά Μήτσο, αναχώρησε χειμωνιάτικα, από λιμάνι της ανατολικής Αμερικής, φορτωμένο κάρβουνο για Ιαπωνία. Ενδιάμεσα προσέγγισαν στο Λος Άντζελες, να συμπλήρωσαν καύσιμα, τρόφιμα και ότι άλλα εφόδια χρειάζονταν. Οι ποσότητες που είχαν εντολή να πάρουν, θα τους έφταναν κάτω από συνηθισμένες συνθήκες, να επιστρέψουν στην Αμερική με ασφάλεια. Το έκανε η εταιρεία αυτό, επειδή τα είδη που αναφέραμε, ήταν δυσεύρετα και ακριβά στην τότε Ιαπωνία, που γιάτρευε ακόμη πληγές από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (ΒΠΠ).

Μετά τους εφοδιασμούς, αναχώρησαν για «λιμάνι της Ιαπωνίας, νοτίως της Γιοκοχάμα», όπως έλεγε το ναυλοσύμφωνο, ακολουθώντας πλεύση λοξοδρομική* (αυτό για τους ανθρώπους του επαγγέλματος που ίσως αναρωτηθούν), έχοντας το καράβι τους καλοφροντισμένο και πανέτοιμο για κακοκαιρία. Μερίμνησε για τούτο ο σχολαστικός του Υποπλοίαρχος (ήταν Γερμανός* που η λήξη του ΒΠΠ τον είχε βρει να υπηρετεί ως Ύπαρχος* σε Γερμανικό υποβρύχιο), κι ο πολύπειρος λοστρόμος του, ο μπάρμπα Ντίνος , όπως και το ικανότατο πλήρωμά του.
Δε πρόλαβαν που λέει ο λόγος να βγουν απ’ το λιμάνι, που ουρανός και θάλασσα άρχισαν να δείχνουν διαθέσεις άσχημες. Το βαρόμετρο πήρε τον κατήφορο, το καράβι να σκαμπανεβάζει* όλο και πιο ζωηρά σ’ ένα ψηλό και κοφτό αποθάλασσο* απ’ τα βορειοδυτικά, τα σύννεφα να τρέχουν βιαστικά παίζοντας παιγνίδι – σε κρύβω δε σε κρύβω – με τον ήλιο και κάποια απλά φυσήματα του ανέμου αρχικά, να γίνονται σπηλιάδες* βίαιες σε λιγάκι και θύελλα απερίγραπτης έντασης αργότερα. Το σφύριγμα του αέρα στα κατάρτια και τα ξάρτια* τους, στα ποδάρια* των μπιγών*, στα κάγκελα και όλες τις υπερκατασκευές του καραβιού, έγινε τόσο δυνατό και άγριο, τόσο βάρβαρο, με τόσο θρηνητικές κι απόκοσμες εναλλαγές, που σ’ έκανε ν’ αναρωτιέσαι, ιδίως τις ατέλειωτες και κατασκότεινες νύχτες που ακολούθησαν, μήπως και παρακολουθείς συναυλία κάποιου κόσμου άγνωστου κι αποκρουστικού, μήπως φτάνουν στ’ αυτιά σου ήχοι φευγάτοι απ’ την κόλαση.
Και η θάλασσα, πάντα υπάκουη στον άνεμο, άρχισε να φκιάνει κυματάκια μ’ άσπρες κορφούλες αρχικά, κύματα μεγάλα κι αφρισμένα έπειτα, κύματα ολόρθα και θεόρατα, με διαθέσεις Χάρου υστερότερα.
Αναπόφευκτα, το καράβι με την ίδια σειρά, άρχισε να λικνίζεται σ’ αυτά ήπια κατ’ αρχήν και άγρια κατόπιν να χορεύει, ταλαντευόμενο και τριζοβολώντας σύγκορμο, στην μουσική και τον ρυθμό, ενός χορού ζωής – θανάτου, που Αίολος και Ποσειδώνας μαζί, το είχαν καταναγκάσει να χορέψει.
Φιγούρες του, οι άγριες, σχεδόν κάθετες βουτιές που το υποχρέωναν ασταμάτητα να δίνει, απ’ των κυμάτων τις κορφές, στα ριζά άλλων θεόρατων που ακολουθούσαν και ίδια θεριά ανήμερα το καβαλίκευαν στιγμές αργότερα, προσπαθώντας να ξεθεμελιώσουν και να συμπαρασύρουν στον ωκεανό, οτιδήποτε εξείχε πάνω απ’ το κατάστρωμα. Πρώτος στόχος τους, τ’ αμπάρια με τις μπουκαπόρτες και τους μουσαμάδες τους, αχίλλειος πτέρνα κάθε φορτηγού και μόνιμη έγνοια κάθε έμπειρου ναυτικού. Παρηγοριά τους στην περίπτωσή μας, η σωστή δουλειά που έκαναν πριν φύγουν απ’ το λιμάνι, ο τρόπος που τα σιγούρεψαν και η ελπίδα, πάντα η ελπίδα και ποτέ η σιγουριά, ότι θ’ αντέξουν. Στόχος τους δεύτερος το ίδιο το καράβι, που το έκαναν να τραντάζεται συθέμελα και να βεργολυγάει πάνω – κάτω, μετά από κάθε βουτιά, σα χέρι Ινδής χορεύτριας.
Ο καπετάνιος, «κατασκηνωμένος» απ’ την αρχή της κακοκαιρίας στη γέφυρα, άυπνος, «ακούραστος» κι αγόγγυστος, δέχονταν εκεί την κάθε πληροφορία για το καράβι ή τον καιρό, όπου ψύχραιμα μα και συνετά την αξιολογούσε. Κατόπιν χωρίς μεμψιμοιρίες, μα ούτε ζόρια και παλικαριές, αποφάσιζε για τις επόμενες ενέργειες. Δεν έτρεφε όμως αυταπάτες, ήξερε ότι τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα, μα και εναλλακτικές λύσεις δεν είχε. Έπρεπε ν’ αρμενίσει τον καιρό, με το καράβι που είχε, την NORA του. Και τον αρμένιζε. Στόχος του, η σωτηρία της και μαζί η δική τους. Ότι άλλο, έρχονταν δεύτερο. Διπλή φροντίδα του, η καρδιά του καραβιού, η μηχανή του. Αυξομείωνε τις στροφές της με τις περιστάσεις ανάλογα και ποτέ δε της ζήτησε περισσότερα, απ’ αυτά που θα ημπορούσε με σιγουριά να δώσει. Τον καιρό τον κρατούσε στη δεξιά μάσκα* του καραβιού. Λένε, πως τούτο στην κακοκαιριά, στα βόρεια πλάτη, ωφελεί κάπου…. Στη χάση και στη γέμιση που λένε, το κατάφερναν, γιατί το καράβι κακοκυβέρναγε, ή καλλίτερα δεν κυβέρναγε και μόνον όποτε το κύμα μαλάκωνε, ατυχώς μόνον για ν’ ανακτήσει δυνάμεις, υπάκουε στο τιμόνι του. Συνεπώς δεν προχωρούσε προς τα εμπρός, απλώς προς τα κάπου ξέπεφτε. Τώρα προς τα πού και πόσο, ήταν αδύνατο να πουν, διότι μία χαμηλή μέχρι ασφυξίας νέφωση, που ώρες ώρες ακουμπούσε στα κατάρτια, είχε κρύψει για τα καλά ήλιο κι αστέρια πίσω της, αποκλείοντας την όποια αστρονομική παρατήρηση, ώστε να βρουν που είναι. Ευτυχώς, η απεραντοσύνη του ωκεανού, τους έδινε την πολυτέλεια να μην ανησυχούνε και γι’ αυτό. Χιλιάδες μίλια γύρω τους, δε παραμόνευαν πουθενά ξέρες.
Κάτω από τέτοιες συνθήκες, το καράβι αποκτά φωνή, φωνή αποκαμωμένου γονιού, που μέσα σ’ αμέτρητα τριζοβολητά, ταλαντώσεις και κοπώσεις ανυπολόγιστης δύναμης, που τείνουν να στρεβλώσουν και να σχίσουν το κορμί του, δηλώνει πονεμένα, με την δική του γλώσσα, στα παιδιά του, το πλήρωμα. Παιδιά μου πρέπει να σας το εξομολογηθώ, οι αντοχές μου φθάνουν στο τέλος τους. Μην παραξενευθείτε, όταν σε λίγο ακούσετε τα δυναμάρια μου να σπάζουν σα γυαλί, όταν δείτε τις λαμαρίνες μου να σχίζονται σα χασέδες… Γι’ αυτό, ότι περισσότερο περνάει απ’ το χέρι σας, κάντετο ν’ ανακουφιστώ, μη φύγω και σας πάρω μαζί μου στο δρόμο τον αγύριστο.
Ο καπετάνιος πρώτος, μα κι όλο το πλήρωμα, ανάλογα της πείρας του ο καθένας φυσικά, έπαιρναν τα μηνύματα του καραβιού ανήσυχοι, γιατί καλά ήξεραν, πως τα όσα ήταν δυνατόν να κάνουν, τα είχαν ήδη καλά καμωμένα. Αυθόρμητα λοιπόν έφθανε στο στόμα τους, το αιώνια στερεότυπο ερώτημα, που φτάνει άλλωστε και στο στόμα του απανταχού ναυτικού σε παρόμοιες περιστάσεις: και τώρα τι περισσότερο κάνομε;
Αντί γι’ απάντηση τότε ο ναυτικός, (όμοια και ο δικός μας εν προκειμένω), συγκεντρώνεται στον εαυτό του και με πόνο ψυχής συνειδητοποιεί στο έπακρο, πόσο μικρός είναι μπροστά στη φύση και πόσο αδύνατος για να σταθεί εμπόδιο στις όποιες ορέξεις της. Μη δυνάμενος να κάνει κάτι άλλο, πρώτα ζητάει βοήθεια από δυνάμεις ανώτερες. Αίτημά του, παράκλησή του θερμή, ν΄ αντέξει το καράβι, ύστερα, να βελτιωθεί ο καιρός. Κατόπιν, περιμένει όσο πιο καρτερικά ημπορεί… Θυμάται όμως κι ότι είναι ναυτικός, συνεπώς το κλασικό «και χείρα κίνει» και το κινεί, αλλά…. Είναι απελπιστικό όταν το όλο είναι του συμπεραίνει, πως αυτό που ημπορεί να κάνει, είναι από ελάχιστο, έως και τίποτα.
Όταν όμως, η τόσο ποθητή βελτίωση του καιρού, για να ημερέψει η θάλασσα δεν έρχεται, εναποθέτει τις ελπίδες του στις ικανότητες του ναυπηγού, πού ‘φκιασε το καράβι τους. Κρυφή του προσμονή, αλλά κι ευχή, να τό ‘χτισε γερό όσο χρειάζεται, ώστε να τα βγάζει πέρα, με καταστάσεις δύσκολες, όπως αυτή που τώρα αντιμετώπιζαν.
Το ίδιο λέν’ πως κάνουν κι ο αεροπόροι, όταν το αερόπλανό τους μπεί σε καταιγιδοφόρο νέφος και το πέταγμά του μεταβληθεί, από ομαλό και ήρεμο, σε τρελοπέταγμα μπεκάτσας. Υπάρχει όμως μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στους δυό τους. Το μαρτύριο αυτού όπου πετά, κρατάει μόνον κάποια λεπτά, ατελείωτα για την αλήθεια, ενώ το μαρτύριο του ναυτικού, κρατάει μέρες, αν όχι και εβδομάδες ακόμη. ‘Αθελα τότε, ο ναυτικός, φέρνει τον εαυτό του, στη θέση κάποιου μελλοθάνατου εμπρός στο εκτελεστικό απόσπασμα, όπου ο επικεφαλής έχει διατάξει τους στρατιώτες του να τον σκοπεύσουν και καθυστερεί το παράγγελμα πυρ επίτηδες, για να παρατείνει το μαρτύριό του. Με πόνο ψυχής μέσα του συμπληρώνει: Όποιε Θεέ μου, μην το κάνεις…. αλλά αν είναι να το κάνεις…, κάν’το το γρηγορότερο κι απάλλαξέ μας απ’ το μαρτύριο της αναμονής. Με ακόμη μεγαλύτερο όμως πόνο διαπιστώνει, ότι τ΄ αυτιά της Δύναμης όπου παρακαλεί, είναι κουφά… Έπειτα κάπως ντροπιασμένα συλλογίζεται: οι λέξεις «εύχομαι» και «παρακαλώ» πόσο συχνά φθάνουν στο στόμα σου τούτες τις ώρες!
Και κατόπιν σκέψεις, σκέψεις. Τι έκαμα, τι δεν έκαμα, γιατί το έκαμα, αγάπες, όνειρα, σχέδια ζωής, αυτοκριτική, επιτυχία, αποτυχία, παραδοχή για πρώτη φορά ότι κάποτε αδίκησε, μεταμέλειες, συγχώρεση, επανασχεδιασμοί, όλα φευγαλέα, μα πάντα όλα μαζί εκεί μπροστά κι ανακατεμένα.
Κι εκείνο το ρυθμικό, αλλά δυνατό μέχρι εκθεμελίωσης κούνημα μπρος – πίσω του πύργου της γέφυρας, ύστερ’ από κάθε άγριο κοντραστάρισμα του καραβιού με το κύμα, τι ήθελε και του θύμιζε πάλι και πάλι τρελόπαιδο πάνω σε κουνιστή πολυθρόνα γιαγιάς μπροστά σε τζάκι, τι ήθελε και του ξαναγύριζε τον νου στη σπιτική θαλπωρή; Γι’ αυτόν το σπίτι έπεφτε πολύ μακριά. Έπειτα και πάλι το ερώτημα, θα το δω, δε θα το ξαναδώ, γιατί έφτανε τόσο βασανιστικά στη σκέψη του, χωρίς να έχει την ελάχιστη δύναμη να τ’ αποδιώξει; Γιατί του πλάκωνε τόσο την ψυχή;
Αγωνιώδες ερώτημά του: Αν φύγω, ποιοί θα με σκέπτονται εκτός απ’ τους γονείς μου, σε ποιους θα λείψω; Η αγαπημένη μου…. Και οι παντρεμένοι: η γυναίκα μου, τα παιδιά, πως θα πορευθούν; Ερωτήματα πικρά και βασανιστικά, χωρίς να λείπει στο βάθος και η ελπίδα που δειλά προβάλει με την μορφή των επανασχεδιασμών που θα κάνει, αν γλυτώσουν.
Φευγαλέα τον κάνει να χαμογελά, εκείνο το αστείο που κατά στιγμές του έρχεται στον νου και αναφέρεται στην «ασθενή» μνήμη γυναίκας και ναυτικού, της μεν πρώτης όσον αφορά τους πόνους της γέννας, του δε δεύτερου τις φουρτούνες. Επίσης, η ανάμνηση του χαμόγελου κάποιας ωραίας ύπαρξης, καθώς και κάτι αταξιούλες σε κάτι μπαράκια, της Ακεμπονότσο στην Γιοκοχάμα, του Σαν Πάολι στο Αμβούργο, της Τζένεραλ Καμάρα στο Σάντος… και ξαναγυρίζει χωρίς να το θέλει, στην καταραμένη σκέψη, της αγκαλιάς του παγωμένου ωκεανού…
Τραγική συνέχεια του όλου άσχημου σκηνικού, τα SOS* που έπιανε κάθε τόσο ο μαρκόνης στον ασύρματο. Καράβια που ένα γύρω βούλιαζαν και το πλήρωμά τους, ζητούσε από τ’ αδέλφια του, τους παραπλέοντες ναυτικούς, να σώσουν τις ψυχές τους. Να τους σώσουν! Πρόσκληση και πρόκληση, να γίνουν σωτήρες. Ψυχής αγαλλίαση, τίτλος τιμής ισόβιος του ναυτικού, όπου μπορεί και το κάνει. Αλλά τώρα με τέτοιον καιρό, τι δυνατότητες είχαν, πως; Κι αυτοί που τό ‘στελναν κι αυτοί που το λάβαιναν γνώριζαν ότι δεν υπήρχε καμία. Πικρό και άχαρο καθήκον του καπετάνιου που λαβαίνει το SOS κάτω από τέτοιες συνθήκες, να το καταχωρήσει ως συμβάν στο ημερολόγιο της γέφυρας, ουσιαστικά να συμπληρώσει την ληξιαρχική πράξη θανάτου τους. Ακόμη πιο πικρό όμως, γι’ αυτόν που πίνει το ποτήρι, που ξέρει ότι φεύγει σε λίγο.
Οι μηχανικοί «απάνου κι απάνου» προσπαθούσαν να κρατήσουν την καρδιά του καραβιού, την ίδια την μηχανή δηλαδή ζωντανή, πράγμα δύσκολο τις ώρες τούτες, γιατί σε κάθε βουτιά του καραβιού, απ’ των κυμάτων τις κορφές, στο βάραθρο που ανοίγονταν μπροστά του, η προπέλα κυριολεκτικά ξενέριζε* μέσα σε φοβερό πάταγο κι άφηνε την μηχανή ξεφόρτωτη, με τάση φυσικά, το όλο έργο της να γίνει στροφές αμέτρητες, μ’ άλλα λόγια να γυρίζει σαν τρελή. Αν τότε κάποιος αυτοματισμός ή σβέλτο χέρι, δε χαλιναγωγούσε τον ατμό, η μηχανή μαζί με τα καζάνια της, θα τους άφηναν χρόνους. Και φυσικά οι δυσκολίες τους δεν τελείωναν εδώ…
Οι κινήσεις του πληρώματος, περιορίζονταν αποκλειστικά και μόνον μέσα στο διπλοαμπαρωμένο ακομοντέσιο*. Ούτε σκέψη να βγει κανείς έξω απ’ αυτό, γιατί κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με βέβαιη αρπαγή του από την θάλασσα και τον σίγουρο πνιγμό του. Μοιρασμένο σε διπλοβάρδειες*, φρόντιζε μέσα σ’ αυτόν τον χαμό, όχι μόνον να προλαβαίνει την κάθε ζημιά, αλλά και να έχει έτοιμο οτιδήποτε ήθελε χρειασθεί, πριν χρειασθεί. Μοναδικό φαιδρό στην όλη υπόθεση, η απορίες των νεαρών του πληρώματος (διάβαζε άπειρων): πως κάτι που μόλις λίγο πριν είχαν μποτσάρει*, βρέθηκε πάλι να κατρακυλά αδέσποτο, από πού πέρασε το νερό και πλημμύρισε εκείνος ο χώρος, από πού ξέφυγε αυτό το πιατικό κι έσπασε, από πού ξεφύτρωσε εκείνη η κατσαρόλα στην κουζίνα και τους πήρε τ’ αυτιά, πως ξεγαντζώθηκε πάλι εκείνη η πόρτα και κοπανάει…
Οι ντεημάνηδες* και όσοι σκατζάριζαν* βάρδια, στα δωμάτιά τους δεν έμεναν. Την έβγαζαν στις τραπεζαρίες και στο καπνιστήριο, όλες τις ημέρες που κρατούσε η κακοκαιριά, παίρνοντας δύναμη ο ένας απ’ την παρουσία του άλλου. Κάθονταν σε καρέκλες ή πάγκους σιγουραρισμένους στο δάπεδο, στυλωμένοι σ’ αυτούς με χέρια και με πόδια, από φόβο μήπως ξεφύγουν σε καμιά μποτζαρισιά* και φάνε πουθενά τα μούτρα τους. Στιγμές και μόνον λόγω εξάντλησης ψευτόκλειναν που και που τα μάτια τους.
Με την αίσθηση του κινδύνου ολοφάνερη στο πρόσωπο, σιγόπιναν κανέναν καφέ, σε κούπες βαθιές πάντα, κάπνιζαν, ή και μασούλαγαν καμιά φορά κάτι πρόχειρο να στυλωθούν, γιατί για μαγειρεμένο φαγητό, δε γίνονταν καν λόγος. Οι κουβέντες τους μετρημένες, κοφτές, αβέβαιες. Συχνά όμως δεν αποδίδανε όσα θα ‘θελαν να πουν και τότε τα μάτια έπαιρναν τον λόγο. Στις ματιές ο ένας του άλλου, διάβαζε σκέψεις, έννοιες, συμπεράσματα, ευχές, αγωνίες, αξιολόγηση κινδύνου, παρακάλια…, κάποιες φορές σε βαριές κλίσεις ή άκρως επικίνδυνες κάμψεις του καραβιού και το αντίκρισμα του τέλους.
Θέαμα απ’ τη γέφυρα άγριο κι επιβλητικό, αλλά συγχρόνως ελπιδοφόρο, η ανάδυση της πλώρης του απ’ το κύμα, ύστερ’ από κάθε βουτιά. Αρχικά, πολεμάει ν’ αναστηθεί, αργοσαλεύοντας σαν κεφαλή φιδιού που τό ‘χουν πατημένο στη ράχη. Μα σαν κεφαλιώσει, σου δίνει την αίσθηση ότι δίνει άλμα προς τον ανήφορο, αποτινάσσοντας πρώτη αυτή μέσα σ’ αφρούς αμέτρητους, βουητά καταρράχτη και σφυριχτά ανεμόβροχα*, τους όγκους νερού από πάνω της και στη συνέχεια όλο το πλωριό κατάστρωμα. Αυτό κάπου σου θυμίζει άλογο υπερήφανο μ’ ολόρθο το κεφάλι, που ταρακουνάει πέρα δώθε χαίτη και λαιμό, για να στεγνώσει.
Τότε, καπετάνιος κι αξιωματικοί, ανεπηρέαστοι απ’ ομορφιές και θεάματα, ρίχνουν με τα κιάλια βιαστικές ματιές, σ’ όσο απ’ το σκάφος ξεπρόβαλε απ’ το νερό. Στιγμιαία χαρά τους η διαπίστωση, πως ούτε κι αυτή τη φορά έπαθαν ζημιά. Το ίδιο επαναλάμβαναν και την νύχτα με το φως του άλντι*, άσχετα αν οι συνθήκες ελάττωναν την φωτοβολία του, σε δέσμη ενός κοινού φακού και στην ουσία δεν έβλεπαν τίποτα. Τό ‘καναν όμως, επειδή νόμιζαν πως ακόμη κι έτσι, κάτι έκαναν.
Δείτε την συνέχεια στη ιστοσελίδα Souel

ΝΑΥΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΤΑ ΣΤΑΥΡΟΥ ΔΑΓΛΑ συνέχεια......

Σ’ αυτό τον ρυθμό ζωής, μ’ αυτόν τον καιρό, συμπληρώθηκαν εβδομάδες. Ολόκληρο το πλήρωμα, ανεξαρτήτως βαθμού και ειδικότητος, ομολογημένα ή ανομολόγητα, είχε φθάσει πνευματικά σ’ απόγνωση και σωματικά σε κατάρρευση. Μόνον κάποιες δυνάμεις απόκρυφες τους κρατούσαν όρθιους και στις θέσεις τους. Απορία ανεξήγητη, που φώλιαζαν; Φαντάζομαι, στο ίδιο σημείο με τον πόθο για ζωή.
Πληροφορίες για τον καιρό, ευκαιριακά και μόνον έφταναν μέχρι τις τραπεζαρίες και το καπνιστήριο, κι αυτές απ΄ τους βαρδιάνους* της γέφυρας, κυρίως μετά τη σκάτζα* βάρδια. Δυστυχώς, ίδιοι άγγελοι κακού, τους επαναλάμβαναν πάλι και πάλι, πως σύμφωνα με τα ρεπόρτα* του καιρού και όσα κουβεντιάζονταν στη γέφυρα, δεν αναμένονταν βελτίωση.

Κάποιων τ’ αυτιά, από ένα σημείο κι έπειτα, βαρέθηκαν να τους ακούν να λέν’ τα ίδια και τα ίδια. Οι προληπτικοί μάλιστα, κάνα δυό απ’ αυτούς, τους βάφτισαν γρουσούζηδες και οι πιο περίεργοι, φρόντισαν να βρίσκονται εις το εξής κάθε τόσο στη γέφυρα, με την δικαιολογία ότι πήγαιναν στον καπετάνιο και τους άλλους αξιωματικούς, ίσως και στον μαρκόνη*, κάποιο τσάι ή καφέ για να ζεσταθούν. Με λίγη τύχη, θ’ άκουαν από πρώτο χέρι κάτι περισσότερο για τον καιρό.
Κι αλήθεια, άκουσαν, που κάλιο να μην άκουαν. Αυτή τη φορά όμως όχι απ’ τον μαρκόνη και τους βαρδιάνους της γέφυρας, αλλά από τον μπάρμπα Ντίνο τον Γλυκή, τον λοστρόμο. Σε κουβέντα με τον καπετάνιο για τον καιρό πάνω στη γέφυρα, αφού ρωτήθηκε, τον άκουσαν ν’ απαντάει στεγνά και ολιγόλογα :
Φοβάμαι καπετάνιε, πως ακόμη δεν είδαμε τα χειρότερα.
Δεν είδαμε τα χειρότερα ακόμη Ντίνοοο; του απάντησε απρόσμενα μα κι ανήσυχα ο καπετάνιος.
Λυπάμαι που το λέω καπτά Μήτσο, αλλά όχι, γνώμη μου είναι, ότι δεν τα είδαμε.
Μα Ντίνο, το κύμα κοντεύει να περάσει σε ύψος τ’ άλμπουρα. Κι άλλο θα μεγαλώσει;
Δυστυχώς, κατά την όρεξη που δείχνει ότι έχει ο καιρός, θα τα ξεπεράσει σε ύψος και πολύ.
Σου έχει ξαναλάχει τέτοιο πράγμα Ντίνο; τον ερώτησε με ένδειξη ανησυχίας μα … κι ελπίδας συγχρόνως στη ματιά.
Μου έχει ξαναλάχει καπετάνιε.

Κούφια η ώρα όπου τό ‘λεγε. Ο λόγος του έγινε μοίρα* και η φύση, για τύχη τους κακιά, βάλθηκε να επιδείξει όλο το μεγαλείο της, στην άσχημή του τη μορφή. Λύσσαξε. Ο αέρας με στριγγλίσματα που έσπερναν πανικό ακόμα και σε ψύχραιμους ανθρώπους, γιουχάιζε ασταμάτητα τα κύματα για να θεριεύουν κι ακόμη πιο πολύ να θεριεύουν…
Αυτά, με ζηλευτή υπακοή, εφούσκωναν κι εγίνονταν υψηλότερα κι ακόμη πιο άγρια κι ακόμα υψηλότερα, μέχρι που το μπόι τους, ξεπέρασε τα κατάρτια του NORA κατά μέτρα πολλά. Ίδια μινιατούρα το καράβι μπροστά τους, τά ‘δινε όλα για να κρατηθεί στον αφρό.
Κάποιες φορές εξείχαν πάνω απ’ το νερό, μόνον τα κατάρτια του σαν περισκόπια υποβρυχίου και τ’ άνω καταστρώματα του πύργου της γέφυρας μαζί με την καμινάδα.
Παρ’ όλ’ αυτά, σε πείσμα τους, παρέμενε εκεί, ζωντανό στον αφρό, προστάτης και σωτήρας του πληρώματος, των παιδιών του.

Κατά τη λαϊκή όμως ρήση, από κάθε κακό, υπάρχει πάντα κάτι χειρότερο. Για κακιά τους τύχη, τους έμελλε να το γνωρίσουν και αυτό.
Εκείνο το κύμα το πικρό, το ένα κύμα, αυτό των θρύλων για θαλασσινούς, παρουσιάστηκε στην πλώρη τους. Το NORA, όσο κι αν ανδρειώθηκε, όσο κι αν σήκωσε τ’ ανάστημά για να το καβαλικέψει, παράμενε νάνος ταπεινός στις ρίζες του. Ανίκανο να κάνει κάτι διαφορετικό, υποτάχτηκε το φτωχό στη μοίρα του και άρχισε να μπαίνει στο κύμα, όπως θα έμπαινε ένα υποβρύχιο.

Τότε, ο κατά πάσα πιθανότητα δοκιμασμένος σε δύσκολες καταστάσεις Γερμανός Υποπλοίαρχος που βρίσκονταν στην γέφυρα, περιδεής μπροστά σ’ αυτήν την πέρα από κάθε φαντασία ανορθόδοξη κατάδυση, του λίμπερτι όμως τή τη φορά κι όχι του υποβρυχίου που υπηρέτησε, έχασε την αυτοκυριαρχία του και παραμερίζοντας κάθε κοινή ναυτική πρακτική ή λογική, έκαμε μία απολύτως εσφαλμένη από κάθε ναυτική άποψη κίνηση, μια κίνηση απόλυτου δέους και πανικού: Εγύρισε τον τηλέγραφο γέφυρας – μηχανής στο φούλ ανάποδα, για να βγει, άκουσον άκουσον, το καράβι απ’ το κύμα με όπισθεν, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες!
Ο κουδουνιστός ήχος του τηλέγραφου, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ακούστηκε μέσ’ τη γέφυρα, σαν προανάκρουσμα μεγάλου κακού, γιατί πίστεψαν ότι τους ειδοποιούσε η μηχανή, πως έπαθε ζημιά και κάνει «κρατει*». Στιγμές μεγάλες, στιγμές απερίγραπτες αυτές. Και μέσα σ’ αυτόν τον χαμό, η αμυδρή αχτίδα της ελπίδας. Το μάτι του καπετάνιου είδε στον τηλέγραφο την κίνηση απελπισίας του Υποπλοιάρχου.
Με μια βουτιά, άδραξε το χειριστήριο και τον επανέφερε στην προηγούμενη θέση του, πριν καν οι μηχανικοί αντιδράσουν, χωρίς κουβέντες ή σχόλια. Είχαν καιρό για τέτοια αργότερα, αν ζούσαν…

Το κύμα όμως, δε χασομέρησε. Μέσα σε ορυμαγδούς ίδιους καταρράχτη θεόρατου, άρχισε να σκεπάζει βιαστικά το καράβι από κάτω του….
Σύμφωνα με κάθε ναυτική εκτίμηση, η ζωή του καραβιού, θα έπρεπε να είχε τελειώσει εδώ. Ευτυχώς όμως και από παραξενιά της φύσης, κάποιοι από τους νόμους της δε πρέπει να λειτούργησαν και το καράβι έζησε. Πολλά παραμένουν τα γιατί. Να τα μάθομε όμως ας μη περιμένομε. Είχε ακόμη το καντήλι μας λάδι, ήταν η απλοϊκή εξήγηση του μπάρμπα Ντίνου, όταν τον ρώτησα. Μου έμεινε η κουβέντα αυτή, ίσως και ως δίδαγμα.
Μετά απ’ αυτό το συμβάν, ως διά μαγείας, η εμπιστοσύνη του πληρώματος στις αντοχές του καραβιού τους, σωστά ή λανθασμένα, αναβαθμίστηκε και το ενδιαφέρον τους μετατοπίστηκε, ελαφρά για την αλήθεια, στο πότε θα καλυτερέψει ο καιρός.
Θα ‘ρχόντανε κι αυτό, ατυχώς όμως, σε χρόνο που οι απόλυτοι αφεντάδες, ο καιρός εδώ, από μόνοι τους και ανερώτητα ορίζουν. Χρειάζονταν επομένως υπομονή, βαριά λέξη κάποιες φορές, ασήκωτη στην περίπτωσή μας. Μοναδική παρηγοριά τους η νέα πρόβλεψη ή καλλίτερα ο χρησμός που τους έδωσε ο μπάρμπα Ντίνος για τον καιρό: «Ά ωρές, κανένας καιρός δεν είναι περσινός »….

Πράγματι, φετινός ήταν ο καιρός και πέρασε. Τους έμελλε να φθάσουν στη Γιοκοχάμα. Μετά το δέσιμο του καραβιού στις σημαδούρες*, ο Πρώτος Μηχανικός, σημείωνε στο ρεπόρτο αφίξεως προς τον Καπετάνιο: «Υπόλοιπα καυσίμων μηδέν». Ας ήτανε καλά ευχήθηκαν κι δυό με την καρδιά τους, αυτός που είχε σχεδιάσει τον εφοδιασμό τους …στο Λος Άντζελες.
Αφού τελείωσαν με τις αρχές και τον πράκτορα, το καράβι γέμισε από εργάτες, μπομπότηδες*, κράχτες των μπάρ, προπομπούς συνεργείων…., έγινε μελίσσι πολύβουο. Σ’ όποιον διάδρομο, τραπεζαρία ή καπνιστήριο κι αν έμπαινες, έπεφτες πάνω σε Ιαπωνέζους, που κάτι προσπαθούσαν να πουλήσουν: ρούχα, παιγνίδια, σουβενίρ, ραδιόφωνα, είδη ανάγκης καθημερινής, υπηρεσίες, «πλοήγηση»… Απλόχερα μοίραζαν τις κάρτες τους ή χάριζαν σπιρτόκουτα των μπαρ που δούλευαν, συχνά με τις Ελληνικές σημαίες να φιγουράρουν επάνω τους. Πρόθυμοι δήλωναν οι πιο πολλοί να υποδεχθούν όποιους του πληρώματος ήθελαν το βράδυ στην λάτζα*, να τους βοηθήσουν να βρουν γραμματόσημα αν το ταχυδρομείο ήταν κλειστό, ν’ αγοράσουν πράγματα, να… τους συνοδεύσουν στο μπαρ για ένα ποτό, όπου θα τους σερβίριζαν κορίτσια όμορφα, πρόθυμα και καλόβολα, κάποια «φρεσκοφερμένα από χωριό, που μύριζαν ακόμη θυμάρι»…
Οι ναυτικοί, αναζωογονημένοι από την σιγουριά του λιμανιού, βρήκαν και πάλι την αυτοπεποίθησή τους, την αισιοδοξία τους, τη φωνή τους, το αστείο τους, την παραξενιά τους…, τον εαυτό τους και έχοντας αφήσει πίσω τα του ταξιδιού, εδιάβαζαν ή έγραφαν γράμματα, αγόραζαν πραγματάκια για το σπίτι τους, τον εαυτό τους, εμάζευαν πληροφορίες για το πως θα περάσουν στο λιμάνι καλλίτερα…
Κάποιος φωνακλάς που του άρεσαν τ’ αστεία και είχε ξαναβρεί το κέφι του, βάλθηκε να τους εξηγήσει στην ώρα του καφέ, γιατί ο Χριστός στο Ρίο ντε Τζανέιρο, έχει ανοιχτά τα χέρια του:
Μια φορά, τους είπε, κάτι χαρμάνηδες Έλληνες ναυτικοί σαν εσάς, ξεστρατισμένοι και ταλαιπωρημένοι από ατζαμήδες πλοηγούς, φτάσανε στα πόδια του Χριστού, πάνω στον λόφο που τον έχουν στήσει και ρωτήσανε τη χάρη Του:
Χριστούλη μου συμπάθιο, αλλά έχουμε ξεθεοθεί ψάχνοντας για ποδόγυρο. Πες Εσύ που τα ξέρεις όλα και σε μας τα ξενάκια σου, έχει κοπέλες στο Ρίο ή ψάχνομε άδικα;
Ούου, αμέεετρητες ευλογημένα μου, τους απάντησε πρόθυμα ο Χριστός και σήκωσε τα χέρια του ψηλά, για να υπογραμμίσει την πληθώρα κι από τότε δεν τα ξανακατέβασε.

Σημείωση
1. Απ’ όσο θυμάμαι, από τις διηγήσεις των ανθρώπων από τους οποίους άκουσα την ιστορία, κατά την διάρκεια του ταξιδιού που περιγράφομε, εκπέμφθηκαν πολλά σήματα κινδύνου από παραπλέοντα πλοία, πολλά από τα οποία τελικά
χάθηκαν, επίσης σε πολλά τελείωσαν τα καύσιμά εξ αιτίας των καθυστερήσεων
που τους προκάλεσε η παρατεταμένη κακοκαιρία και χρειάσθηκε να
ρυμουλκηθούν από ναυαγοσωστικά μέχρι το λιμάνι.
2. Το NORA έπαθε ζημιές από την κακοκαιρία, επισκευάσιμες όμως. Μάλλον έχασε και τις δύο σωσίβιες βάρκες του. Του τις άρπαξε η θάλασσα.

Γλωσσάρι
Περατζάαδα= πέρασμα από το ένα μέρος στο άλλο, διάπλους.
Λοστρόμος= ναύκληρος, ο επικεφαλής του προσωπικού καταστρώματος.
Λοξοδρομία= (ή πλεύση λοξοδρομική), η πλεύση κατά την οποία η καρίνα του πλοίου
τέμνει τους μεσημβρινούς της γης, με την ίδια γωνία. Συνδέει δύο σημεία,
όχι με τον συντομότερο δρόμο, αλλά και δεν υποχρεώνει το πλοίο να
ταξιδέψει σε μεγάλα πλάτη (όπως η ορθοδρομία), όπου υ π ο τ ί θ ε τ α ι
ότι οι κακοκαιρίες που θα συναντήσει σ’ αυτά (τα μεγάλα πλάτη) είναι
συγκριτικά περισσότερες.
Γερμανός= Μετά τον ΒΠ Πόλεμο, συναντούσες συχνά σε Ελληνικά καράβια Γερμανούς
αξιωματικούς καταστρώματος και μηχανής διότι με την λήξη του πολέμου, η
Γερμανία είχε πολύ μικρό εμπορικό στόλο και οι ναυτικοί της μπαρκάριζαν
όπου εύρισκαν.
Ύπαρχος= αξιωματικός γεφύρας (καταστρώματος), ο πρώτος στην ιεραρχία μετά τον
Πλοίαρχο.
Σκαμπανεβάζω= ανεβοκατεβαίνω.
Αποθάλασσο= ο κυματισμός που απομένει μετά την κατάπαυση του ανέμου. Συχνά
όμως είναι και προάγγελος επερχόμενης κακοκαιρίας.
Σπηλιάδες= ριπές ανέμου βίαιες.
Ξάρτια= σύρματα (κυρίως) που ξεκινούν περίπου από την κορυφή του καταρτιού και
καταλήγουν (συνήθως) στα πλευρά του πλοίου. Συντελούν στην ενίσχυση του
καταρτιού.
Ποδάρια= Σύρματα με τα οποία ανεβοκατεβαίνουν οι μπίγες που εξηγούμε αμέσως πιο
κάτω.
Μπίγες= (φορτωτήρες), μορφή γερανών πλοίου.
Μάσκα= εδώ, το μάγουλο της πλώρης του καραβιού.
S.O.S.= διεθνές σήμα κινδύνου. Από τις αγγλικές λέξεις: Save Our Souls= σώστε τις ψυχές
μας.
Ξενερίζω= βγαίνω έξω απ’ το νερό, στον αέρα, (όταν η προπέλα ξενερίζει, περιστρέφει
σαν ανεμιστήρας χωρίς να παράγει έργο).
Ακομοντέσιο= ο χώρος διαβίωσης του πληρώματος.
Διπλοβάρδια= βάρδια με διπλάσιο από το συνηθισμένο προσωπικό.
Μποτσάρω= δένω κάτι για να το ασφαλίσω, ώστε να μη χαλάσει το ίδιο, ή να μη
προκαλέσει ζημιές αλλού, σε τυχόν μετακίνησή του.
Ντεημάνης= (ή και νταημάνης), ο άνθρωπος που δουλεύει μόνον την ημέρα, συνεπώς
δεν κάνει βάρδια (από το dayman).
Σκαντζάρω= αλλάζω, ή αντικαθιστώ κάποιον σε βάρδια, (συχνά και καλώ κάποιον σε
βάρδια).
Μποτζαρισιά= εγκάρσια κλίση του πλοίου.
Ανεμόβροχο= εδώ, το θαλασσινό νερό που συμπαρασύρει ο άνεμος, μετά το ξέσπασμα
του κύματος πάνω στο πλοίο και το οποίο γαζώνει σαν πολυβόλο τις
υπερκατασκευές του καραβιού.
Άλντις= εύχρηστος προβολέας σημάτων μορς.
Βαρδιάνος= αυτός που κάνει βάρδια.
Ρεπόρτο= εδώ, το δελτίο καιρού που παίρνει ο ασυρματιστής.
Μαρκόνης= ο ασυρματιστής του πλοίου (από τον εφευρέτη του ασυρμάτου Ιταλό
Μαρκόνι).
Μοίρα= εδώ, το πεπρωμένο.
Κράτει= εντολή να σταματήσεις, (κάνω κράτει= σταματώ).
Σημαδούρες= για πολλά χρόνια μετά τον ΒΠΠ, οι διαθέσιμες προβλήτες στα λιμάνια της
Ιαπωνίας ήταν λίγες και χρησιμοποιούνταν κυρίως από πλοία που
μετέφεραν εμπορεύματα (γενικό φορτίο). Τα υπόλοιπα πλοία (τα
περισσότερα) έδεναν εμπρός πίσω, σε καλοτοποθετημένες σημαδούρες
μέσα στο λιμάνι και εκφόρτωναν (κυρίως) εκεί, με τα δικά τους μέσα, σε
μαούνες.
Μπομπότηδες= ονομασία με την οποία αποκαλούν οι Έλληνες ναυτικοί στους
μικροπωλητές που ανεβαίνουν στα πλοία, στα διάφορα λιμάνια.
Λάτζα= η βάρκα που εξυπηρετεί – συνδέει τα πλοία που ευρίσκονται μακριά από την
στεριά, με το λιμάνι. Συχνά με την ίδια λέξη υπονοούμε και τον χώρο που
αράζουν οι βάρκες (οι λάτζες).

ΝΑΥΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΤΑ ΣΤΑΥΡΟΥ ΔΑΓΛΑ

ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ μέρος ενδέκατο.

ΙΣΤΟΡΙΕΣ Πώς πήρε το όνομά του το Ικάριο πέλαγος...

Μια φορά κι έναν καιρό στα αρχαία χρόνια ζούσε ένας πολύ
σπουδαίος τεχνίτης που λεγόταν Δαίδαλος και είχε ένα γιο τον
Ίκαρο. Ο βασιλιάς Μίνωας της Κρήτης είχε αναθέσει στο Δαίδαλο
να του φτιάξει το παλάτι του. Το υπόγειο του παλατιού του είχε
τόσα πολλά δωμάτια που χανόσουν. Το είχαν ονομάσει Λαβύρινθο
κι εκεί μέσα ζούσε ο Μινώταυρος.
Ο βασιλιάς Μίνωας όμως επειδή φοβόταν μήπως ο Δαίδαλος πάει
σε άλλα βασίλεια και φτιάξει σπουδαιότερα έργα φυλάκισε το
Δαίδαλο και το γιο του στο παλάτι του.

Ο πολυμήχανος Δαίδαλος βρήκε έναν τρόπο όμως να δραπετεύσει.
Έφτιαξε γι’ αυτόν και το γιο του φτερά από κερί και πέταξαν πάνω
από το πέλαγος.
Ο γιος του όμως δεν άκουσε τη συμβουλή του πατέρα του και
πέταξε πολύ ψηλά κοντά στον ήλιο. Τα φτερά του έλιωσαν και ο
Ίκαρος έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε. Έτσι το μέρος αυτό
ονομάστηκε Ικάριο πέλαγος!
Η Σκύλλα και η Χάρυβδη
Στα παλιά τα χρόνια υπήρχαν δύο θαλάσσια τέρατα που ζούσαν σε
δύο αντικριστές σπηλιές σε ένα στενό της θάλασσας στη Σικελία της Ιταλίας.
Ήταν ο φόβος και ο τρόμος όλων των ναυτικών.
Η Σκύλλα ήταν ένα τέρας με 6 κεφάλια που έτρωγε μεγάλα ψάρια
αλλά και ανθρώπους που τύχαινε να περνούν από τη σπηλιά της με
τα καράβια τους.
Η Χάρυβδη έμοιαζε με γοργόνα, δηλαδή από τη μέση και πάνω
ήταν γυναίκα και από τη μέση και κάτω ήταν ψάρι. Έμενε απέναντι
από τη Σκύλλα και δημιουργούσε ρουφήχτρες στη θάλασσα.
Καθώς ρουφούσε το νερό, ρουφούσε και ό,τι βρισκόταν μέσα σ’
αυτό. Ύστερα έβγαζε το νερό και ρουφούσε άλλο. Από εκεί πέρασε
και ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του προσπαθώντας να
φτάσει στην πατρίδα του.Ο Οδυσσέας τα κατάφερε αλλά κάποιοι
από τους συντρόφους του χάθηκαν!
ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ
Γιατί φυσάει πάντα στο Κάβο Ντόρο;

Μια άκρη του νησιού της Άνδρου αντικρίζει τον Καφηρέα, τον
«Κάβο Ντόρο» όπως τον λένε οι ναυτικοί. Εκεί γύρω έχει πάντα
μεγάλες φουρτούνες. Γιατί όμως;
Ο Καφηρέας είναι πάντα αγριεμένος γιάτι κάποτε του είχε τάξει
κάτι ένας ναυτικός και δεν του το έδωσε. Τον κορόιδεψε! Από
τότε ο Καφηρέας τους έχει μεγάλο άχτι τους ναυτικούς και θέλει να
τους βουλιάξει όλους.
Όμως οι Ανδριώτες καπετάνιοι δεν τον φοβούνται. Περνούν από
εκείνα τα μέρη ακόμα και με τη πιο μεγάλη φουρτούνα. Είναι άξιοι
ναυτικοί. Αγαπούν τη θάλασσα και γι’ αυτό η θάλασσα δεν τους
πειράζει!

ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ μέρος δέκατο. Από τον Καπτάν Αλέξανδρο.

«Το πρώτο μου ταξίδι είχα με πετρελαιοφόρο το Νοέμβριο του 1969 από Βαλτιμόρη προς Αίγυπτο. Τότε το Suez canal ήταν κλειστό λόγω του πολέμου με το Ισραήλ. Έτσι κάναμε τον γύρο της Αφρικής αντί να περάσουμε από την μεσόγειο, δηλαδή κάναμε τον διπλάσιο δρόμο. Παρόλα αυτά, το εμπόριο του πετρελαίου λειτουργούσε απρόσκοπτα εκεί και μάλιστα μας συνόδευαν Ισραηλινά πολεμικά κοντά στα σύνορα του Ras Shukeir που ήταν στην Αιγυπτιακή πλευρά, για ασφάλεια. Στην υπόλοιπη χώρα μαινόταν ο πόλεμος», αναφέρει ο μάστρο-Μανώλης, μηχανικός για χρόνια σε εμπορικά πλοία, στην Huffpost Greece.
Ο Μανώλης τώρα είναι συνταξιούχος, όμως έχει να θυμάται πολλές ιστορίες από τα χρόνια που πέρασε στην θάλασσα. Οι κίνδυνοι ήταν πολλοί, όμως ο ίδιος δεν μετάνιωσε για την επιλογή του, καθώς, όπως λέει ο ίδιος, γνώρισε χώρες, ανθρώπους, ήθη και έθιμα που «κανονικά θα ήθελες πολλές ζωές για να καταλάβεις».


«Τις χειρότερες θάλασσες συνάντησα στον βόρειο Ειρηνικό νότια στα Aleutian islands, σε Ιαπωνία και Βανκούβερ όπου τα κύματα φθάνουν πολλές φορές τα 10,5 μέτρα ύψος. Επίσης, επικίνδυνα είναι στο Bay of Biscay που βρίσκεται στην δυτική Γαλλία πριν το English channel, στο Skagerrak που είναι στην βόρειο Δανία. Ακόμα, δύσκολη είναι και η θάλασσα της Καραϊβικής, όμως οι τυφώνες εκεί είναι αρκετά προβλέψιμοι, λόγω της συνεχούς παρακολούθησης τους από τα Αμερικανικά δελτία καιρού.
Η Αφρική είναι η ήπειρος με τις μεγαλύτερες αρρώστιες όπως η ελονοσία, ο τύφος, η χολέρα κλπ. ακολουθούν Ινδίες Βραζιλία και γενικά τριτοκοσμικές χώρες. Όλοι οι ναυτικοί έχουν βιβλιάριο υγείας όπου αναγράφονται όλα τα εμβόλια τα οποία τηρούνται με προσοχή. Όταν ένα πλοίο πρόκειται να επισκεφθεί μέρος όπου υπάρχει ελονοσία, τότε χορηγούνται χαπάκια κινίνου τουλάχιστον 20 ημέρες πριν και 15 ημέρες μετά αυτά έχουν και πολλές παρενέργειες. Στο τελευταίο μάλιστα ταξίδι στο δέλτα του Νίγηρα με το καράβι «White Opal», χάσαμε από ελονοσία έναν ανθυποπλοίαρχο», θυμάται ο Μανώλης, ανακαλώντας και άλλες δύσκολες στιγμές.

«Μια φορά, συναντήσαμε τυφώνα στο νότιο τμήμα του Ειρηνικού Ωκεανού και ταξιδεύαμε μέσα στην καταιγίδα επί ένα ολόκληρο μήνα. Τα κύματα ήταν πάνω από δέκα μέτρα, σαν τετραώροφες πολυκατοικίες. Σκέπαζαν ολόκληρο το πλοίο και δεν μπορούσαμε να βγούμε στο κατάστρωμα, ούτε να κοιμηθούμε.

Η χειρότερη στιγμή σε αυτό το ταξίδι ήταν όταν ο καπετάνιος μας άρχισε να λαμβάνει σήμα από ένα φιλιπινέζικο πλοίο, στο οποίο είχαν χαλάσει οι μηχανές λόγω της κακοκαιρίας. Ο καπετάνιος αυτού του πλοίου ήταν σε κατάσταση πανικού. Το πλοίο ήταν έρμαιο των κυμάτων και το πιθανότερο είναι να βούλιαξε. Περίμεναν ένα ρυμουλκό από την Ιαπωνία αλλά μια διάσωση κάτω από αυτές τις καιρικές συνθήκες θα ήταν αδύνατη. Δεν θα μπορούσαν να ρίξουν τα σχοινιά, ενώ επικίνδυνο ήταν ακόμα και το να βγει κανείς στο κατάστρωμα. Ο καπετάνιος μας μιλούσε με τον καπετάνιο του άτυχου πλοίου επί μέρες, γιατί ο δεύτερος ήταν φοβισμένος και ήθελε να βρίσκεται συνεχώς σε επικοινωνία με άλλα πλοία. Κάποια στιγμή εμείς απομακρυνθήκαμε και χάσαμε το σήμα. Ποτέ δεν μάθαμε τι απέγιναν εκείνοι οι άνθρωποι.
Ένας ακόμα κίνδυνος που υπήρχε, κυρίως στις θάλασσες της Μαλαισίας και της ανατολικής Αφρικής, ήταν οι πειρατές. Ευτυχώς όμως εμείς δεν είχαμε ποτέ κάποιο πρόβλημα, γιατί όταν περνούσαμε από κάποιο επικίνδυνο σημείο είχαμε έτοιμες τις μάνικες και πάντα ρίχναμε τους προβολείς στην θάλασσα. Οι σύγχρονοι πειρατές κινούνται με ταχύπλοα κοντά στα μεγάλα πλοία, ρίχνουν γάντζους και σκαρφαλώνουν πάνω σε αυτά, όμως μπορείς να τους απωθήσεις ρίχνοντάς τους νερό με τις μάνικες.
Μια άλλη ανάμνηση που έχω, ήταν όταν πιάσαμε δύο καρχαρίες. Τον πρώτο στην Καραϊβική, λίγο πριν μπούμε στο Πόρτο Καμπέλο, και τον δεύτερο ανοιχτά της Ορλεάνης. Όταν περιμέναμε με το καράβι να μπούμε σε κάποιο λιμάνι πάντα ρίχναμε τσιγκέλια ή στεφάνια με κρέας και πιάναμε ψάρια ή καβούρια. Εκείνες τις δύο φορές όμως πιάσαμε καρχαρίες, οι οποίοι σύντομα έγιναν φιλετάκια. Δεν ήταν λευκοί, όμως ήταν μεγάλοι και άγριοι. Ο ένας μάλιστα κουνιόταν με δύναμη και άνοιξε κάποια στιγμή το στόμα του και έβγαλε ένα δυνατό βρυχηθμό» καταλήγει ο Μανώλης.

Το ίδιο επάγγελμα ακολούθησε και ο γιος του Μανώλη, ο Ηρόδοτος, ο οποίος όμως τώρα είναι piercing artist. Έχει πάει σε διάφορες χώρες, όπως στην Ολλανδία, την Κίνα, την Αυστραλία, την Βραζιλία και την Κολομβία.
Τα ταξίδια του Ηρόδοτου ήταν σχετικά ήπια, αν και είχε συναντήσει κάποιες καταιγίδες που κυρίως ενόχλησαν τον ύπνο του. Το 2004 όμως, στο τετράμηνο ταξίδι που έκανε ως δόκιμος, κάπου ανάμεσα στην Κίνα και την Αυστραλία, έπεσε το καράβι του σε τυφώνα. Τα κύματα σκέπαζαν το πλοίο και έσκαγαν πάνω στα τζάμια. Παρόλο που είχαν την εντολή να κοιμούνται με τα σωσίβια ο ίδιος δεν φοβήθηκε: «Όχι δεν φοβήθηκα για την ζωή μου γιατί είχαμε καλό καπετάνιο».
Ο Ηρόδοτος τελικά έκανε ένα ακόμα ταξίδι, όμως δεν συνέχισε το επάγγελμα γιατί βρήκε μια άλλη δουλειά που ταιριάζει πιο πολύ στα ενδιαφέροντά του. Δεν αποκλείει όμως το να γυρίσει στην θάλασσα κάποια στιγμή στο μέλλον.
*Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο του μαστρο-Μανώλη

ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ μέρος ένατο.

Οι λόγοι για τους οποίους έγινα ναυτικός είναι παραπάνω από ένας. Το σίγουρο είναι ότι κάπου στο βάθος της ψυχής μου είχε διαμορφωθεί σε μικρή ηλικία ο χαρακτήρας του ανθρώπου που του αρέσουν οι αλλαγές παραστάσεων. Ταξίδευα στα Γιάννενα στη μεγάλη μου αδυναμία, την γιαγιά μου, μετά από λίγο καιρό βαριόμουν το χωριό, ήθελα ξανά πίσω στην Αθήνα και δώσ’ του πάλι να πάμε και μια βόλτα στο χωριό του πατέρα τη Μυτιλήνη. Πρέπει να αναφέρω ωστόσο ότι είχαμε ναυτικό στο σόι, και μάλιστα πρώτου βαθμού: τον αδελφό της μάνας μου.
Ο τρόπος ζωής του θείου Νίκου μου άρεσε πολύ, όταν γύριζε από το ταξίδι οι βαλίτσες ήταν γεμάτες δώρα, οι συζητήσεις με τον πατέρα μου για το πώς τα πέρασε και πού πήγε ήταν ενδιαφέρουσες και καθηλωτικές. Δε συζητάμε το γεγονός ότι σαν καλοπληρωμένο επάγγελμα περνούσε, το διάστημα που έμενε στην Ελλάδα, με άνεση.

Αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι ήθελα να βγω και παραέξω, να γνωρίσω νέους τόπους, άλλες κουλτούρες ανθρώπων ενώ παράλληλα ήθελα ένα επάγγελμα που να προσφέρει υψηλό εισόδημα, δεν ήθελα και πολύ να κατασταλάξω στον κλάδο του ναυτικού. Για το ότι θα γινόμουν μηχανικός στα καραβιά δεν τέθηκε καν δίλλημα. Με πατέρα υδραυλικό, από μικρός μέσα στα εργαλεία, τόσα χρόνια βοηθός του, τι άλλο θα μπορούσα να επιλέξω;
Το πρώτο μπάρκο… ξεχνιούνται τέτοια πράγματα; Είναι κάτι που στιγματίζει την ζωή κάθε ναυτικού, είναι σαν τον πρώτο έρωτα, χαράζεται στη μνήμη σου. Το πρώτο μπάρκο, το 1990, μου άφησε γλυκές αναμνήσεις και δεν είναι τυχαίο. Ήταν τόσο μεγάλη η θετική ενεργεία που είχα που δεν μπορούσα να συναντήσω παρά μονό ανθρώπους που θα συνέβαλαν θετικά στη μελλοντική μου καριέρα. Και τα ταξίδια του πρώτου μπάρκου, ανεπανάληπτα. Βέβαια το πλήρωμα του χρόνου μου έδειξε στο δεύτερο μπάρκο ότι το νόμισμα έχει δυο όψεις, άλλα αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Έτοιμος λοιπόν, στο Πέραμα να μπω στη λάντζα (τη βάρκα που θα με πήγαινε στο αγκυροβόλιο που ήταν το καράβι). Η πρώτη μου σκέψη ήταν «ξεκινάς Νίκο την δική σου περιπέτεια», ένα σύμπλεγμα συναισθημάτων στριφογυρνούσαν μέσα μου, πάμε σε άγνωστο περιβάλλον να συναντήσουμε άγνωστα μέρη με άγνωστους ανθρώπους. Αυτό που ήθελα πραγματικά, αν σκεφτεί κανείς ότι κάποιοι άλλοι σπουδαστές επέλεξαν να μπαρκάρουν σε καράβια που έκαναν πλόες εντός Ελλάδος ή να πάνε με γνωστούς και συγγενείς. Οι προσδοκίες μου ανταμείφθηκαν γιατί και προϊστάμενο φοβερό γνώρισα (που κρατάμε ακόμα τη φιλία μας) και γνώρισα τις πατρίδες της αλεγκρίας, την φανταστική Αργεντινή και την παραδεισένια Κούβα.

Στην Κούβα μείναμε σχεδόν ενάμιση μήνα. Απροσδόκητα γνώρισα την κουλτούρα ανθρώπων που δεν είναι υλιστές, έζησα σε ένα περιβάλλον που το τραγούδι και ο χορός έχουν την πρώτη θέση στη ζωή κάποιων ανθρώπων, έζησα με ένα λαό που ζει το σήμερα, που δεν προσποιείται, που η πολυτέλεια και τα υλικά αγαθά έχουν την δεύτερη θέση. Εκεί έμαθα να συνεννοούμαι στα Ισπανικά, ακόμα τα θυμάμαι, ύστερα από σχεδόν 20 χρόνια. Αυτό που έζησα τελικά ήταν ανεπανάληπτο και το κατάλαβα όταν μετά από 6 μήνες γύρισα στη σχολή και ήμουν ένας από τους λίγους που είχαμε να εξιστορούμε συμβάντα από το πρώτο μπάρκο.
Τα πράγματα αλλάζουν συνέχεια. Όταν πρωτοξεκίνησα για τα καράβια, στην Ελλάδα διανύαμε ήδη την εποχή της «αλλαγής», το ρουσφέτι και η θέση στο δημόσιο είχε φτάσει στο ζενίθ. Υπήρχαν άτομα διπλοθεσίτες στο δημόσιο ή άλλοι που είχαν το στάνταρ έσοδο του δημοσίου συν την έξτρα εργασία. Για να μιλήσουμε με αριθμούς, όταν εγώ σαν τρίτος μηχανικός (υπολογίζοντας και το διάστημα του ξέμπαρκου) έβγαζα 500.000 χιλιάδες δραχμές τον μήνα, κάποιοι από τους παραπάνω με τα δώρα και τα επιδόματα με ξεπερνούσαν κατά 150 έως 200 χιλιάδες δραχμές. Οπότε όταν έλεγες ότι είμαι ναυτικός σε κοιτούσαν με ύφος "τι ευελπιστείς από την ζωή σου";
Αυτό βέβαια το ένιωθες και στα προσωπικά σου, διότι
ποια κοπέλα των προσδοκιών σου θα καθόταν δίπλα σου; Είναι πάρα πολλοί οι συνάδελφοι που από τις πολλές απορρίψεις αναγκάστηκαν να αλλάξουν σταδιοδρομία, χωρίς μέσα τους να το θέλουν αλλά από την ανάγκη των καιρών. Δεν ήταν επίσης λίγοι εκείνοι οι οποίοι έκαναν βεβιασμένο γάμο πριν προλάβει το κορίτσι τους να καταλάβει τι συνέβαινε στο χώρο μας, και αργότερα να τα θαλασσώσουν και να πιεστούν συμβιβαζόμενοι με μια δουλειά που την έκαναν από αγγαρεία στο όνομα της οικογένειας και της οικογενειακής ισορροπίας.
Εγώ προσωπικά είχα βάλει ωτοασπίδες συνειδητά σε εκείνες τις “σειρήνες”, παντρεύτηκα την Έφη επειδή κατάλαβε ότι μου αρέσει εκείνη, αλλά μου αρέσει και η δουλειά μου και βρήκαμε την χρυσή τομή. Ούτε εκείνη το μετάνιωσε, ούτε εγώ, ούτε ο Απόλλων που ήρθε αργότερα. Όλοι μαζί περνάμε υπέροχα, ο καθένας με τον τρόπο του και η απόσταση δεν στέκεται εμπόδιο στη σχέση μας.
Και τα χρόνια πέρασαν, οι εποχές άλλαξαν, οι δανειστές ζήτησαν τα λεφτά τους πίσω και η τακτική ερώτηση που ακούω τώρα από τα κορίτσια είναι «έχεις κανένα φίλο ναυτικό να μας γνωρίσεις;».
Οι ελληνικές συμβάσεις εργασίας είναι εξάμηνες, πάνω κάτω τόσο κάθομαι σε ένα καράβι.
Τα λεφτά που βγάζουμε είναι καλά, έτσι υπάρχει η δυνατότητα να κάτσουμε τέσσερις μήνες στην πατρίδα μας και να ευχαριστηθούμε την οικογένεια και τους φίλους μας.
Το καράβι ποτέ δεν το ένιωσα σαν σπίτι μου, ανέκαθεν το θεωρούσα χώρο εργασίας και τίποτε παραπάνω. Πολλές φορές συναντάμε ανθρώπους που έχουμε μια πολύ καλή συνεργασία, δημιουργούνται καινούριες φιλίες αλλά μέχρι εκεί, αν ξεφύγεις λίγο παραπάνω χάνεις το παιχνίδι. Προσπαθώ να περνώ καλά μέσα στο καράβι, αλλά απώτερος σκοπός είναι η ώρα του ξέμπαρκου.
Το πλοίο είναι ένα αυτόνομο εργοστάσιο, παράγεις το ρεύμα, δημιουργείς την πλεύση, μεταφέρεις τα φορτία. Παλαιοτέρα τα πράγματα ήταν πολύ άπλα και λιτά, δεν είχες πολύ αλληλογραφία με το γραφείο και τους ναυλωτές. Σήμερα εμπλέκονται πολλά πράγματα σε ένα πλοίο. Οι διεθνείς κανονισμοί, οι απαιτήσεις των ναυλωτών, τα υποχρεωτικά πολλά μηχανήματα, η συντήρησή τους και άλλα πολλά.
Οι αποστάσεις λόγω της ταχύτητας των πλοίων έγιναν χρονικά μικρότερες, ο χρόνος φόρτωσης ή εκφόρτωσης επίσης λιγόστεψε, μπήκαν στο παιχνίδι και οι επιθεωρήσεις από τις εταιρίες που σε ναυλώνουν ή από τις λιμενικές αρχές ή από την σημαία που ανήκει κάθε πλοίο. Όλα αυτά σε αναγκάζουν να βρίσκεσαι σε μια διαρκή προετοιμασία για το επόμενο λιμάνι. Ο χρόνος είναι ένας αντίπαλος δύσκολος, θα προλάβω να τα έχω έτοιμα όλα τα παραπάνω;

Το ταξίδι που με στιγμάτισε ήταν το δεύτερο στη σειρά. Όπως προανέφερα στο πρώτο μπάρκο πέρασα υπέροχα, στο δεύτερο όμως τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Ξεκινάμε από την παλαιότητα του πλοίου που είχε σαν επακόλουθο τις ατελείωτες ώρες εργασίας, αλλά αυτός δεν ήταν ο κύριος λόγος, στο κάτω κάτω νέα παιδιά ήμαστε, η δουλειά δεν μας φόβιζε ίσα ίσα που την κυνηγούσαμε για να μάθουμε. Το πρόβλημα ήταν ο κόσμος στο καράβι. Την εποχή που έκανα τα πρώτα μπάρκα στην εμπορική ναυτιλία υπήρχαν πολλοί ναυτικοί που είχαν "ευεργετικό δίπλωμα", οι πρακτικοί που λέμε.
Το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών, έβλεπε εμάς που μπαίναμε στα καράβια από τις σχολές όπως βλέπει ο ταύρος το κόκκινο πανί.

Έβλεπαν νέο κόσμο να μπαίνει στο επάγγελμα και μάλιστα μαζεμένο και μας αντιμετώπιζαν εχθρικά, με το φτωχό τους το μυαλό σκέπτονταν ότι εμείς θα τους παίρναμε την δουλειά, οπότε μας έκαναν τη ζωή τόσο δύσκολη που κάποιοι συνάδελφοι εγκατέλειψαν την θάλασσα. Εγώ βέβαια έκανα την επανάσταση μου (μην ξεχνάμε, ζώδιο Λέων) και παρέμεινα φυσικά. Το κερασάκι στην τούρτα εκείνου του ταξιδιού ήταν η προσάραξη του πλοίου στην κίτρινη θάλασσα σε κάποια νησίδα της Κορέας. Ομορφιές απείρου κάλους εκτυλίχθησαν. Όταν πέρασαν βέβαια αρκετά χρόνια και απέκτησα κάποια εμπειρία, κατάλαβα γιατί γίνονται τα ατυχήματα στα πλοία και θρηνούμε θύματα.
Το ωραιότερο λιμάνι είναι εκείνο που την μπύρα την λένε “servesa” (σ.σ.: cerveza λέγεται η μπύρα στα ισπανικά. Η παραπάνω φράση είναι "inside joke" των ναυτικών και συνηθέστερη απάντηση στην ερώτηση "ποιο είναι το ωραιότερο λιμάνι;": Οποιοδήποτε του οποίου οι κάτοικοι μιλάνε ισπανικά). Ωραία λιμάνια υπάρχουν παντού σε όλο τον κόσμο, εντυπωσιακά από θέμα αρχιτεκτονικής, κάποια μέσα στη φύση και την ζούγκλα ακόμα, κάποια γραφικά, σε ποτάμια, σε τεχνητά φράγματα. Εγώ έχω δηλώσει λάτρης της Καραϊβικής, με τα γραφικά, απλά, λιτά λιμάνια και τους φιλόξενους ανθρώπους που σε κερνούν από την καρδιά τους μια servesa.
Κάποιον που σκέφτεται να ακολουθήσει το επάγγελμα, θα τον συμβούλευα να το δοκιμάσει πρώτα, να δει αν του αρέσει, αν νιώθει άνετα με αυτό που κάνει, αν μπορεί να ανταπεξέλθει. Το επάγγελμά μας έχει την γοητεία του αλλά είναι δύσκολο σε θέμα ρυθμών. Κάθε χρόνο βγαίνουν καινούρια μηχανήματα, καινούριοι κανονισμοί, χρειάζεσαι διαρκώς ενημέρωση, σεμινάρια επιμορφωτικά, δεν σταματάς δηλαδή το “σχολείο” μέχρι να συνταξιοδοτηθείς.
Αν κάποιος αποφασίσει να ακολουθήσει το επάγγελμα, είτε διότι τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα βιώνουμε την οικονομική κρίση (και θα την βιώσουμε κατ’ εμέ για τουλάχιστον άλλα 10 χρόνια) είτε γιατί δεν κατάφερε να κάνει κάτι άλλο είτε με το σκεπτικό ότι θα το κάνει λίγα χρόνια για να μαζέψει λεφτά και μετά να κάνει κάτι άλλο, αυτός ο νέος θα είναι δυστυχής. 

Πηγή και των 2 προηγούμενων:  http://www.in2life.gr