Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

18.3.21

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ ''Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΨΑΡΩΝ'' από τον Κωνσταντίνο Μάντη. Μάρτιος 2021

 Διονύσιος Σολωμός «Η καταστροφή των Ψαρών»



Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
Περπατώντας η Δόξα μονάχη
Μελετά τα λαμπρά παλικάρια

Και στην κόμη στεφάνι φορεί
Γεναμένο από λίγα χορτάρια
Που είχαν μείνει στην έρημη γη.

Τον Ιούνιο του 1824 οι Τούρκοι θα καταλάβουν τα Ψαρά και θα προβούν σε μία ανελέητη σφαγή των κατοίκων του νησιού∙ ένα χρόνο μετά ο Διονύσιος Σολωμός θα συνθέσει το έξοχο αυτό επίγραμμα για να τιμήσει τους θυσιασθέντες Ψαριανούς.
Η θανάτωση χιλιάδων Ελλήνων που έλαβε χώρα στα Ψαρά υπήρξε ένα ανεπανόρθωτο πλήγμα για όλο το ελληνικό έθνος, και μια ασύλληπτη καταστροφή για το ίδιο το νησί. Ο ποιητής συγκλονισμένος, όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες, επιχειρεί με τους στίχους του να τονίσει πως ο χαμός των ηρωικών αυτών Ελλήνων θα συνοδευτεί από αθάνατη δόξα, που θα υπενθυμίζει πάντοτε την πολύτιμη θυσία και την υπέρμετρη προσφορά των Ψαριανών στον επαναστατικό αγώνα της Ελλάδας.
Ο Σολωμός προκρίνει τη σύνθεση ενός ολιγόστιχου επιγράμματος, ακολουθώντας την αντίστοιχη παράδοση των θρηνητικών επιτάφιων επιγραμμάτων που σκοπό είχαν την απόδοση τιμών στους θανόντες. Με εκφραστική λιτότητα, αλλά με ιδιαίτερη παραστατικότητα στις δημιουργούμενες εικόνες, κατορθώνει να παρουσιάσει την ερημία του τόπου, μα και τη δόξα που αναλογεί στους ήρωες των Ψαρών.
Στο επίγραμμα έχουμε ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία στους δύο πρώτους στίχους (ράχη – μονάχη), ενώ στους υπόλοιπους τέσσερις πλεχτή, ο τρίτος ομοιοκαταληκτεί με τον πέμπτο (παλικάρια – χορτάρια) κι ο τέταρτος με τον έκτο (φορεί – γη). Το μέτρο του επιγράμματος είναι αναπαιστικό, βασίζεται δηλαδή σε τρισύλλαβους πόδες, όπου οι δύο πρώτες συλλαβές είναι άτονες και η τρίτη τονισμένη, όπως αυτό φαίνεται στον ακόλουθο στίχο: Περπατώντας η Δόξα μονάχη.

«Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
Περπατώντας η Δόξα μονάχη
Μελετά τα λαμπρά παλικάρια»

Η ολόμαυρη ράχη, έκφραση με την οποία ο ποιητής επιθυμεί να εκφράσει την εικόνα του κατεστραμμένου τοπίου, μας παραπέμπει στην ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης στο Παλαιόκαστρο (περιοχή που έκτοτε ονομάστηκε Μαύρη Ράχη). Στο άκρο της χερσονήσου αυτής οι Ψαριανοί είχαν δημιουργήσει μια οχυρή θέση για να υπερασπιστούν το νησί, κι εκεί στις 22 Ιουνίου του 1824, 150 πολεμιστές που είχαν κοντά τους αρκετά γυναικόπαιδα, αντιστάθηκαν ηρωικά στους Τούρκους, φτάνοντας ως την ύστατη θυσία όταν ανατίναξαν την πυριτιδαποθήκη τους, προσφέροντας έτσι τη δική τους ζωή, αλλά και σκοτώνοντας συνάμα πολλούς εχθρούς.
Στο ερημωμένο από την καταστροφή τοπίο, περπατά η προσωποποιημένη Δόξα μόνη της, σκεπτόμενη τα λαμπρά παλικάρια, τους ηρωικούς πολεμιστές που πέθαναν εκεί.
Στο επίγραμμα δίνεται εμφατικά η ερημία του τόπου, για να τονιστεί το μέγεθος της σφαγής που συντελέστηκε εκεί. Έτσι, η Δόξα περπατά μονάχη στο χώρο που έχει εμφανή τα σημάδια της φονικής έκρηξης, αλλά και της απάνθρωπης δράσης των Τούρκων. Ό,τι προκύπτει από το θάνατο των γενναίων κατοίκων, αν και δεν μπορεί να απαλύνει πλήρως τον πόνο της συμφοράς, είναι το πέρασμα της Δόξας, που θα φροντίσει ώστε να μην ξεχαστεί ποτέ η αιματοβαμμένη αυτή λαμπρή θυσία.
Στους τρεις αυτούς στίχους εντοπίζουμε την πρώτη εικόνα του ποιήματος, η οποία κατορθώνει με την ιδιαίτερη συμπύκνωση νοημάτων να τιμήσει τους γενναίους νεκρούς, να αποδώσει το μέγεθος της καταστροφής, αλλά και να τονίσει την έλευση της Δόξας, ως δίκαιης ανταμοιβής για τους Έλληνες που βρήκαν εκεί μαρτυρικό θάνατο.

«Και στην κόμη στεφάνι φορεί
Γεναμένο από λίγα χορτάρια
Που είχαν μείνει στην έρημη γη.»

Οι τρεις επόμενοι στίχοι που συμπληρώνουν την πρώτη εικόνα του επιγράμματος, έρχονται να δώσουν με ακόμη μεγαλύτερη έμφαση το καταστρεπτικό πέρασμα των Τούρκων. Η Δόξα φορά στα μαλλιά της ένα στεφάνι φτιαγμένο με λίγα χορτάρια που είχαν απομείνει στην ερημωμένη γη. Οι θανατώσεις, η πυρπόληση, οι κανονιοβολισμοί, αλλά και οι εκρήξεις των πυριτιδαποθηκών έχουν δημιουργήσει ένα εφιαλτικό τοπίο, όπου τα ελάχιστα εναπομείναντα χορτάρια είναι η μόνη ένδειξη της ζωής που κάποτε υπήρχε στο νησί. Ο σουλτάνος, άλλωστε, είχε ζητήσει όχι να κυριεύσουν το νησί, αλλά να το εξαφανίσουν.

Ιστορικό πλαίσιο
Κατά τα πρώτα χρόνια της Επαναστάσεως οι προσπάθειες των Τούρκων να την καταστείλουν είχαν βασικά περιορισθεί στην ξηρά. Ο σουλτάνος με τους συμβούλους του, μέχρι το 1824, δεν είχε δώσει καμία διαταγή για σοβαρή επιθετική δράση εναντίον των νησιών του Αιγαίου. Το γεγονός αυτό είναι αρκετά παράξενο γιατί ήταν φυσικότερο να επιτεθούν οι Τούρκοι πρώτα εναντίον των ναυτικών νησιών, και μάλιστα της Ύδρας. Αυτό αποδεικνύει πως το εχθρικό στρατηγείο δεν εκτιμούσε σωστά τη σημασία των ναυτικών νησιών και πίστευε ότι σύντομα θα κατέπνιγε την Επανάσταση με εκστρατείες στην ξηρά. Από το άλλο μέρος τα κατορθώματα των πυρπολικών των Ελλήνων είχαν ενσπείρει τον τρόμο στον δυσκίνητο εχθρικό στόλο. Εξάλλου οι οργανωμένες και άριστα εκτελεσμένες επιδρομές των ψαριανών πλοίων στα παράλια της Μικράς Ασίας είχαν προκαλέσει ανησυχίες στην Κωνσταντινούπολη καθώς και την έντονη αντίδραση των προξένων των ευρωπαϊκών κρατών στη Σμύρνη. Τον Δεκέμβριο μάλιστα του 1823 οι πρόξενοι είχαν στείλει δριμύ έγγραφο προς τους προκρίτους των Ψαρών απαιτώντας άμεση κατάπαυση των επιθέσεών τους. Η αντίδραση των Ψαριανών, στο απειλητικό αυτό έγγραφο, ήταν μια γενναία αρνητική απάντηση, με την οποία όχι μόνο δεν δέχονταν να σταματήσουν τη δράση τους, αλλά απαιτούσαν να τους πληρώνει η Τουρκία φόρο, αν ήθελε να απαλλαγεί από τις καταστροφικές επιδρομές τους.
Ο Ψαριανός ναύαρχος Κ. Νικόδημος αναφέρει στο «Υπόμνημα της νήσου των Ψαρών» ότι ο σουλτάνος εξοργισμένος για τις ενέργειες των τολμηρών Ελλήνων ναυτικών, όταν είδε στον χάρτη το μικρό στίγμα, που αντιπροσώπευε τα Ψαρά, αποφάσισε την ολοκληρωτική καταστροφή τους. Έδωσε αμέσως διαταγή να ετοιμασθεί μεγάλη μοίρα του στόλου του και να καταστρέψει το μικρό σε έκταση αλλά δραστήριο νησί.
Ήδη από τις αρχές Ιανουαρίου του 1824 η ελληνική κυβέρνηση είχε πληροφορίες για την έντονη προετοιμασία του εχθρικού στόλου. Ενώ, το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μαΐου είχε γίνει πια φανερό ότι ο τουρκικός στόλος θα στρεφόταν εναντίον των Ψαρών. Ισχυρή μοίρα είχε πλεύσει στη Μυτιλήνη, όπου κατέφθαναν συνεχώς νέες ενισχύσεις σε στρατεύματα από τη Μικρά Ασία.
Στα Ψαρά τότε, εκτός τις 7.000 ντόπιους κατοίκους, είχαν καταφύγει και 23.000 περίπου πρόσφυγες από τα γύρω ελληνικά παράλια καθώς και από τη Χίο, τα Μοσχονήσια και άλλα μέρη, αναζητώντας καταφύγιο και προστασία από τους Ψαριανούς. Ανάμεσα σ’ αυτούς συγκαταλέγονταν και πάνω από 1.000 Θεσσαλοί και Μακεδόνες πολεμιστές που τους είχαν μισθώσει οι Ψαριανοί για να ενισχύσουν την πολεμική τους δύναμη.
Στις 8 Ιουνίου, ημέρα Κυριακή, συγκεντρώθηκαν όλοι οι παράγοντες του νησιού στον ναό του αγίου Νικολάου και τελικά αποφάσισαν πως δεν τους έμενε άλλη διέξοδος παρά η άμυνα στην ξηρά∙ πήραν την «λεωνίδειον απόφασιν να πολεμήσουν τον εχθρόν υπέρ των όλων». Έτσι για να ενισχύσουν την άμυνά τους μετέφεραν τα κανόνια των πλοίων τους σε όποιες θέσεις έκριναν πιο κατάλληλες. Και, για να αποκλείσουν κάθε δυνατότητα φυγής σε όλους, αποφάσισαν να αφαιρέσουν και αυτά τα πηδάλια των πλοίων.
Στις 20 Ιουνίου «ο τηλέγραφος ύψωσε σήματα», ότι ο εχθρικός στόλος είχε εγκαταλείψει το Σίγρι της Μυτιλήνης, με πορεία προς τα Ψαρά. Οι πηγές δεν συμφωνούν στον ακριβή αριθμό των πλοίων των Τούρκων. Ο Villeneuve, στην επίσημη έκθεσή του προς τον αρχηγό της γαλλικής ναυτικής μοίρας, αναφέρει 180 περίπου, ο Raffenel, υπάλληλος ως τότε του γαλλικού προξενείου της Σμύρνης και πραγματικός φιλέλληνας, τον ανεβάζει σε 200 και ο Νικόδημος σε 235 και παραπάνω, που τον αποτελούσαν 2 δίκροτα, 5-6 φρεγάτες και ανεξακρίβωτος αριθμός από κορβέτες, κανονιοφόρους καθώς και πολλά μεταγωγικά.
Τις πρώτες εσπερινές ώρες μέρος του στόλου πλησίασε προς τον Κάναλο και άρχισε να κανονιοβολεί τα εκεί στημένα πυροβολεία, που απάντησαν με σφοδρό αλλά «όλως τυχαίον» κανονιοβολισμό. Η πρώτη προσπάθεια για απόβαση στρατού απέτυχε, όπως και εκείνη που επιχειρήθηκε τα ξημερώματα της 21ης Ιουνίου. Ο μεγάλος αριθμός των υπερασπιστών στο σημείο εκείνο της κορυφογραμμής των βράχων του Κανάλου, εμπόδισε την απόβαση και προκάλεσε σοβαρές καταστροφές στις βάρκες με τον στρατό.
Κι ενώ μαινόταν η μάχη στον Κάναλο, που όπως φαίνεται ήταν παραπλανητική ενέργεια του Χοσρέφ, δόθηκε διαταγή να κατευθυνθούν πλοιάρια με στρατό ανατολικότερα, προς τον κάβο του Μαρκάκη, όπου στον μικρό όρμο Ερινό, που τον φρουρούσε μικρή ελληνική δύναμη, κατόρθωσε με δεξιοτεχνία να αποβιβάσει γύρω στις 3.000 στρατό, εξουδετερώνοντας τη φρουρά. Η ισχυρή δύναμη των Ελλήνων που υπερασπιζόταν τον Κάναλο βρέθηκε ξαφνικά ανάμεσα σε δύο πυρά. Έτσι, έπειτα από τέσσερις ώρες απεγνωσμένης άμυνας οι περισσότεροι Ψαριανοί έπεσαν ή πληγώθηκαν, αφού όμως σκότωσαν πλήθος εχθρών.
Οι Τούρκοι, χωρίς καμία αντίσταση αποβίβαζαν συνέχεια στρατό, γύρω στους 10.000 άνδρες. Το μεγαλύτερο μέρος προχώρησε προς τη Χώρα και το άλλο προς το Φτελιό, που έγινε τόπος δεύτερης δραματικής μάχης. Τρεις εχθρικές εφορμήσεις αποκρούσθηκαν εκεί από τους Έλληνες, που μάχονταν μονάχα με τα ελαφρά τους όπλα, σκορπίζοντας τον θάνατο στους εχθρούς. Και οι Ψαριανοί όμως είχαν μεγάλες απώλειες. Όσοι απέμειναν συνέχισαν τη μάχη και όταν οι εχθροί τους περικύκλωσαν έγραψαν τον επίλογο της ηρωικής αντιστάσεώς τους με την ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης.
Η εχθρική δύναμη που βάδιζε προς τη Χώρα, αφού εξουδετέρωσε όσους Έλληνες έσπευδαν να ενισχύσουν τους υπερασπιστές του Κάναλου, μπήκε στην πόλη από πολλά σημεία. Η αντίσταση ήταν απεγνωσμένη και σταματούσε μόνο όταν και ο τελευταίος νησιώτης έπεφτε νεκρός, παρασύροντας στο θάνατο και αρκετούς εχθρούς. 
Όταν ολοκληρώθηκε η κατάληψη και η καταστροφή της πόλεως, ο Χοσρέφ διέταξε τα στρατεύματά του να κυριεύσουν και το Παλαιόκαστρο.   Από την αρχή της Επαναστάσεως το Παλαιόκαστρο είχε οχυρωθεί από τους Ψαριανούς που κατεδαφίζοντας τον περίβολο δύο εκκλησιών είχαν υψώσει ισχυρό τείχος πέντε μέτρων και είχαν μετατρέψει την τοποθεσία σε πραγματικό φρούριο. Νότια των εκκλησιών είχε κατασκευασθεί μεγάλη πυριτιδαποθήκη και σε άλλη θέση υπήρχε και δεύτερη μικρότερη.
Οι Τούρκοι είχαν ανασυνταχθεί για τη μεγάλη επίθεση. Όλα τα αγκυροβολημένα πλοία άρχισαν ισχυρό κανονιοβολισμό εναντίον του φρουρίου και τα ελληνικά πυροβολεία απάντησαν έντονα. Ο Raffenel αναφέρει ότι κατά το διάστημα του πρώτου κανονιοβολισμού και από τα δύο μέρη, βάδιζε προς το Παλαιόκαστρο η μεγάλη πορεία με τα γυναικόπαιδα που προτίμησαν το φρούριο σαν τόπο σωτηρίας.
Ισχυρά στρατεύματα περικύκλωσαν το φρούριο αλλά δεν τολμούσαν να πλησιάσουν, γιατί τα κρατούσαν σε απόσταση τα πυροβολεία των Ψαριανών. Τη νύχτα σταμάτησε η επίθεση. Αλλά οι έγκλειστοι δεν είχαν πια καμιά ψευδαίσθηση. Μέσα στο φρούριο βρίσκονταν 84 Ψαριανοί και 45 Θεσσαλομακεδόνες με τους οπλαρχηγούς Ράδο και Άγγελο. Τη νύχτα έφτασαν ακόμη 20 στρατιώτες από άλλα μέρη. Ο αριθμός των γυναικόπαιδων δεν είναι γνωστός.
Την επόμενη μέρα, 22 Ιουνίου 1824, η μάχη άρχισε άγρια και από τα δύο μέρη. Οι αλλεπάλληλες επιθέσεις των Τούρκων αποκρούσθηκαν με τρομερές απώλειες γι’ αυτούς. Ο Χοσρέφ, βλέποντας την αντίσταση και θέλοντας να καταλάβει το φρούριο την ίδια ημέρα, διέταξε να αποβιβασθεί από τα πλοία και άλλος στρατός. Η πρώτη μεγάλη έφοδος αποκρούσθηκε από τους Έλληνες, με φοβερές απώλειες των Τούρκων. Το ίδιο και η δεύτερη. Η επίθεση συνεχίστηκε όλη την ημέρα. Στις 6 το απόγευμα η μεγάλη δύναμη των τουρκικών στρατευμάτων κατόρθωσε να πλησιάσει το φρούριο. Οι Ψαριανοί και οι Θεσσαλομακεδόνες, σε μια ύστατη προσπάθεια, πύκνωσαν τον κανονιοβολισμό. Η ασταμάτητη χρήση των πυροβόλων όμως έφερε τη φυσική φθορά. Πολλά είχαν αχρηστευθεί.
Στις 6.30, το απόγευμα της ίδιας ημέρας, οι εχθροί όρμησαν προς το τείχος και αναρριχήθηκαν ως την κορυφή του, με άγριους αλαλαγμούς. Τούρκοι και Έλληνες αγωνίζονταν σώμα με σώμα. Οι δύο ελληνικές σημαίες κυμάτιζαν ακόμη στην έπαλξη του τείχους, όταν ο Αντώνιος Βρατσάνος έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη. Η έκρηξη ήταν τρομακτική. Την ίδια ώρα, ο αρχιφύλακας του κανονιοστασίου Σιδέρης ανατίναξε τη μικρότερη πυριτιδαποθήκη, συμπληρώνοντας την καταστροφή. Κανένας από όσους είχαν κλεισθεί στο Παλαιόκαστρο δεν έζησε. Όσοι δεν σκοτώθηκαν από την ανατίναξη έπεσαν από τα κτυπήματα του εχθρού. Η θυσία ήταν ολοκληρωτική.
«Έπεσαν τα Ψαρά και η Ελλάς εκλονίσθη», αλλά αργά. Ο σουλτάνος δεν είχε δώσει εντολή να υποταχθούν και κυριευθούν τα Ψαρά, αλλά να εξαφανισθούν. Και ο Χοσρέφ εκπλήρωσε την εντολή. Από τους 7.000 κατοίκους του νησιού οι 4.000 περίπου σκοτώθηκαν. Όταν, μετά τη συμφορά, καταμετρήθηκαν οι επιζώντες Ψαριανοί βρέθηκαν 3.614. Από τους 25.000 περίπου πρόσφυγες, μονάχα οι 10.000 σώθηκαν, οι υπόλοιποι σφαγιάστηκαν ή σκοτώθηκαν. Η σημαία των Τούρκων, που υψώθηκε την εσπέρα της 22ας Ιουνίου στο Παλαιόκαστρο, στήθηκε επάνω στη στάχτη των Ψαρών, στους νεκρούς υπερασπιστές τους και στα πτώματα χιλιάδων Τούρκων στρατιωτών.

[Τα ιστορικά στοιχεία έχουν αντληθεί από τον ΙΒ΄ τόμο της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, της Εκδοτικής Αθηνών]

17.3.21

Γεώργιος Χορτάτσης «Ερωφίλη» Η επιλογή έγινε από την Ερατώ. 21 Μαρτίου 2021 Ημέρα Ποίησης.

Στο παρακάτω απόσπασμα από την τραγωδία του Γεωργίου Χορτάτση Ερωφίλη συνομιλούν οι δύο πρωταγωνιστές και δίνουν υπόσχεση παντοτινής αγάπης. Μια σύντομη αναδρομή στην ερωτική τους ιστορία θα σας βοηθήσει να κατανοήσετε τη συναισθηματική τους ένταση: O Πανάρετος και η βασιλοπούλα Ερωφίλη ήταν φίλοι από παιδιά. Καθώς μεγάλωναν, το αίσθημά τους εξελίχθηκε σε έρωτα, χωρίς να γνωρίζει και να εγκρίνει ο βασιλιάς τη σχέση τους. Ύστερα από νικηφόρο πόλεμο εναντίον των Περσών εισβολέων, στον οποίο διακρίθηκε ο Πανάρετος, ο δεσμός των δύο νέων ολοκληρώθηκε «με όρκους και δαχτυλίδι», όπως εξομολογείται μυστικά ο Πανάρετος στο φίλο του Καρπόφορο, στην πρώτη πράξη του έργου. Στο μεταξύ ο βασιλιάς δέχεται προξενιές από τους βασιλιάδες της Μικράς Ασίας και της Περσίας και αποφασίζει να παντρέψει την κόρη του με τον ισχυρότερο. Η Ερωφίλη αρνείται το γάμο, με την πρόφαση ότι δε θέλει να φύγει μακριά του. Η αγωνία της για το μέλλον κυριαρχεί στη δεύτερη πράξη, γι’ αυτό εμπιστεύεται τον πόνο της στην παραμάνα της. Στην τρίτη πράξη, στο απόσπασμα που επιλέγουμε, ο ίδιος ο Πανάρετος, σταλμένος από το βασιλιά, μεταφέρει στην Ερωφίλη το μήνυμα του βασιλιά για τις προξενιές, ενώ παράλληλα της μιλά με θέρμη για τον έρωτά του αλλά και για το φόβο του μήπως τη χάσει.


ΕΡΩΦΙΛΗ
Τόσες δεν είναι οι ομορφιές, τόσα δεν είν’ τα κάλλη,
μα τούτο εκ την αγάπη σου γεννάται τη μεγάλη.
Μα γή όμορφή ‘μαι γή άσκημη, Πανάρετε ψυχή μου,
για σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου.

ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ
Νερό δεν έσβησε φωτιά ποτέ, βασίλισσά μου,
καθώς τα λόγια τα γροικώ σβήνουσι την πρικιά μου.
Μ’ όλον ετούτο, αφέντρα μου, μα την αγάπη εκείνη,
που μας ανάθρεψε μικρά, και πλια παρ’ άλλη εγίνη
πιστή και δυνατότατη σ’ εμένα κι εις εσένα,
και τα κορμιά μας σ’ άμετρο πόθο κρατεί δεμένα,
περίσσα σε παρακαλώ ποτέ να μην αφήσεις
να σε νικήσει ο βασιλιός, να μ’ απολησμονήσεις.

ΕΡΩΦΙΛΗ
Oϊμένα, νά ‘βρω δε μπορώ ποιαν αφορμή ποτέ μου
σου ‘δωκα στην αγάπη μου φόβο, Πανάρετέ μου,
να πιάνεις τόσα δυνατό, σα να μηδέ γνωρίζεις
το πως το νου και την ψυχή και την καρδιά μου ορίζεις.
Έρωτα, απείς τ’ αφέντη μου τ’ αμμάτια δε μπορούσι
πόσα πιστά και σπλαχνικά τον αγαπώ να δούσι,
μιαν απού τσι σαΐτες σου φαρμάκεψε και ρίξε
μέσα στα φυλλοκάρδια μου και φανερά του δείξε
με τον πρικύ μου θάνατο πως ταίρι του απομένω,
και μόνο πως για λόγου του στον Άδη κατεβαίνω.

ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ
Τούτο ας γενεί σ’ εμένα ομπρός, φόβο κιανένα αν έχω
στον πόθο σου, νεράιδα μου, γή αν έν’ και δεν κατέχω
πως μήδ’ ο θάνατος μπορεί να κάμει να σηκώσεις
τον πόθο σου από λόγου μου κι αλλού να τόνε δώσεις.
Μα δεν κατέχω ποια αφορμή με κάνει και τρομάσσω,
το πράμα, που στο χέρι μου κρατώ σφικτά, μη χάσω,
κι εκείνο, απού παρηγοριά πρέπει να μου χαρίζει,
τσ’ ελπίδες μου τσ’ αμέτρητες σε φόβο μού γυρίζει.

ΕΡΩΦΙΛΗ
Τούτό ‘ναι απού το ξαφνικό μαντάτο που μας δώσα,
μα μην πρικαινομέστανε, Πανάρετέ μου, τόσα,
γιατί ουρανός, απού ‘καμε κι εσμίξαμεν αντάμι,
να στέκομε παντοτινά ταίρια μάς θέλει κάμει.
Τον ουρανό, τη θάλασσα, τη γη και τον αέρα,
τ’ άστρα, τον ήλιο το λαμπρό, τη νύκτα, την ημέρα,
παρακαλώ ν’ αρματωθού, να ‘ρθουν αντίδικά μου,
την ώρα οπ’ άλλος θέλει μπει πόθος εις την καρδιά μου.

1η στροφή: Η Ερωφίλη αποκρινόμενη σε σχόλιο του Πανάρετου που έχει προηγηθεί, πως τα κάλλη της είναι αναρίθμητα, επισημαίνει πως οι ομορφιές και τα κάλλη της δεν είναι στην πραγματικότητα τόσα πολλά, μα είναι από το μέγεθος της αγάπης του που του δημιουργείται αυτή η εντύπωση. Στα μάτια του Πανάρετου, που τόσο την αγαπά, η Ερωφίλη μοιάζει να είναι γεμάτη θελκτικές ομορφιές. Ωστόσο, εκείνο που έχει περισσότερη σημασία δεν είναι η εξωτερική της εμφάνιση, αλλά η απόλυτη αφοσίωση που έχει σ’ εκείνον. Έτσι, η Ερωφίλη τονίζει πως είτε είναι όμορφη είτε άσχημη, το σώμα της έχει γεννηθεί μόνο για εκείνον. Μια διαπίστωση ιδιαίτερης σημασίας, εφόσον αποκαλύπτει πως η Ερωφίλη είναι τόσο πλήρως δοσμένη στον Πανάρετο, ώστε αισθάνεται πως η ύπαρξή της καταξιώνεται μόνο χάρη στη δική του αγάπη.
ΠΗΓΗ: https://latistor.blogspot.com/

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ 21 Μαρτίου 2021 Ημέρα Ποίησης. Η επιλογή έγινε από την Εριφύλη.

 Τα βήματά μας αντηχούν ακόμη

Μέσα στο δάσος με τον βόμβο των εντόμων
Και τις βαριές σταγόνες απ’ τ’ αγιάζι
Που στάζει στα φυλλώματα των δέντρων.
Κι ιδού που σκάζει μέσα στις σπηλιές
Η δόνησις κάθε κτυπήματος των υλοτόμων
Καθώς αραιώνουν με πελέκια τους κορμούς
Κρατώντας μες στο στόμα τους τραγούδια
Που μάθαν όταν ήτανε παιδιά
Και παίζανε κρυφτούλι μες στο δάσος.

Η ηχώ κυριαρχεί στο πλαίσιο αυτής της εμπειρίας τόσο σε κυριολεκτικό όσο και σε μεταφορικό επίπεδο. Το περπάτημα μέσα στο δάσος φέρνει τους περιηγητές σ’ έναν χώρο όπου ο ήχος αποκτά μια ιδιαίτερη διάσταση, μεγεθύνεται και κατακλύζει το χώρο. Με τις αισθήσεις τους σε πλήρη επαγρύπνηση δίνουν προσοχή σε κάθε ήχο γύρω τους∙ από τις σταγόνες της δροσιάς που πέφτουν πάνω στα φύλλα των δέντρων, τον αντίλαλο των ίδιων των βημάτων τους, μέχρι την εντονότερη αντήχηση μέσα στην σπηλιά (σκάζει μέσα στις σπηλιές) των χτυπημάτων απ’ τα πελέκια των υλοτόμων.
Ο αντίλαλος μέσα στις σπηλιές συνιστά την κορύφωση -σε κυριολεκτικό επίπεδο- αυτού του ακουστικού φαινομένου, ενώ συνάμα δίνει την αφορμή για το πέρασμα στη μεταφορική θέασή του. Η σκέψη πως οι υλοτόμοι κόβουν τα δέντρα του δάσους στο οποίο έπαιζαν κρυφτό, όταν ήταν ακόμη παιδιά, φέρνει στην επιφάνεια μια διαφορετική ηχώ∙ εκείνη των παιδικών αναμνήσεων που επανέρχονται και χρωματίζουν εντελώς διαφορετικά την πράξη τους. Οι υλοτόμοι καλούνται να κόψουν δέντρα αγαπημένα, γεγονός που φέρνει στο νου και την καρδιά τους τις μνήμες του παρελθόντος.
Η ηχώ αυτών των αναμνήσεων, που μοιάζει να αφορά κυρίως τους υλοτόμους, πιθανότατα σχετίζεται και με το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο και με τις δικές του παιδικές μνήμες∙ οι υλοτόμοι κρατούν στο στόμα τους τα τραγούδια των παιδικών χρόνων, δεν τα εκφωνούν, άρα ενδεχομένως έχουμε σε αυτούς την προβολή συναισθημάτων και σκέψεων του ίδιου του ποιητή.    

Λίγα κοσμήματα στη χλόη. Λίγα διαμάντια στο σκοτάδι.
Μα η πεταλούδα που νύκτωρ εγεννήθη μας αναγγέλλει την
αυγή, σφαδάζουσα στο ράμφος της πρωίας.

2
Η ποίησις είναι ανάππτυξι στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της
όλοι μεγαλώνουμε. Οι διάδρομοι είναι λευκοί. Τ’ άνθη μιλούν.
Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες.
Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.

3
Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες.
Όταν τ’ ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει.
Όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ.

Τριαντάφυλλα στο Παράθυρο

Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια
Υπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ’ αυτή την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους
Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη
Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας
Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας
Της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευση των υπαρχόντων
Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένο δέρας της υπάρξεώς μας…

[Υψικάμινος, 1935]

Καρπός ελαίου

Επάνω από τη δοσοληψία των μιασματικών υδάτων μιας νόσου που κατεδικάσθη οριστικώς
Η άχνα της υγείας μεσουρανεί και μέλπει
Η πίστις της περιπετείας δε χαλαρώθηκε.
Τα μάτια της είναι πράσινα και κατοπτρίζονται μες στα νερά της νεότητος
Ένας νέος συναντά μια νέα και τη φιλεί
Από τα χείλη της αναπηδούν οι λέξεις μεθυσμένες
Όλη η ζωή τους μοιάζει με λιβάδι
Επαύλεις εδώ κι εκεί κοσμούν την πρασιά του
Νεότης νεότης τι ωραία που είναι τα μαλλιά σου
Τα χαϊμαλιά σου τα στολίζουν άνθη μυγδαλιάς που ανθεί σε χώρα πεδινή
Οι θρίαμβοι των καισάρων περνούν καμιά φορά απ’ αυτή τη χώρα και παρασύρουν τα νερά των κήπων
Οι γυναίκες των κηπουρών γυμνώνουν τα στήθη τους και τους παρακαλούν
Μια σειρά μαργαριταριών στάζει σε μια χοάνη
Κάθε μαργαριτάρι είναι μια σταγών και κάθε σταγών είναι ένας δράκος
Το κάστρο του κατέρρευσ και τώρα παίζουν τα παιδάκια μες στους ίσκιους
Τα θρύψαλα του καθρέφτη της πυργοδέσποινας είναι κι αυτά πετράδια
Που ρίχνουν στον πετροπόλεμο τα παλικάρια.

[Ενδοχώρα, 1945]


ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ «Πνευματικό εμβατήριο» 21 Μαρτίου Ημέρα Ποίησης. Η επιλογή έγινε από την Δανάη.

 Το ποίημα είναι γραμμένο το 1945, τότε που η χώρα μας μόλις είχε βγει από τη δοκιμασία του πολέμου και της κατοχής. Ο λόγος του ποιητή, έκφραση της μεγάλης έγνοιας του για τη μοίρα του τόπου και του λαού, αποτελεί σάλπισμα αγωνιστικό για την ανόρθωση της Ελλάδας.


«Ομπρός· βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα·
ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!
Τι, ιδέτε εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,
κι α, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!
Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος·
σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.
Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!
Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του
ομπρός, ομπρός, κι η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!

Ομπρός, οι δημιουργοί!... Την αχθοφόρα ορμή Σας
στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!
Βοηθάτε με κι εμένανε, αδερφοί, να μη βουλιάξω αντάμα...
Τι πια είν’ απάνω μου και μέσα μου και γύρα,
τι πια γυρίζω σ’ έναν άγιον ίλιγγο μαζί του!...

Χίλια καπούλια ταύροι τού κρατάν τη βάση·
δικέφαλος αϊτός, κι απάνω μου τινάζει
τις φτερούγες του και βογγάει ο σάλαγός του
στην κεφαλή μου πλάι και μέσα στην ψυχή μου,
και το μακρά και το σιμά για με πια είν’ ένα!...
Πρωτάκουστες, βαριές με ζώνουν Αρμονίες! Ομπρός, συντρόφοι,
βοηθάτε να σκωθεί, να γίνει ο ήλιος Πνέμα!

Σιμώνει ο νέος ο Λόγος π’ όλα θα τα βάψει
στη νέα του φλόγα, νου και σώμα, ατόφιο ατσάλι...
Η γη μας αρκετά λιπάστηκε από σάρκα ανθρώπου...
Παχιά και καρπερά, να μην αφήσουμε τα χώματά μας
να ξεραθούν απ’ το βαθύ τούτο λουτρό του αιμάτου,
πιο πλούσιο, πιο βαθύ κι απ’ όποιο πρωτοβρόχι!
Αύριο να βγει ο καθένας μας με δώδεκα ζευγάρια βόδια
τη γην αυτή να οργώσει την αιματοποτισμένη...
Ν’ ανθίσει η δάφνη απάνω της και δέντρο ζωής να γένει,
και η Άμπελος μας ν’ απλωθεί ως στα πέρατα της Οικουμένης...

Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος...
Σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη·
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα·
σπρώχτε με χέρια και κεφάλια, για ν’ αστράψει ο ήλιος Πνέμα!»


Ο Άγγελος Σικελιανός δίνει το δικό του μήνυμα στους συγκαιρινούς του, μόλις τελειώνει η σκληρή δοκιμασία του πολέμου, θέλοντας να τους στηρίξει στην προσπάθειά τους να επουλώσουν τις πλείστες πληγές που τους άφησε η θηριωδία των Γερμανών.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τίτλος του ποιήματος, ο οποίος ενώ με τη λέξη εμβατήριο -ρυθμικό μουσικό κομμάτι, κατάλληλο για τον συγχρονισμό του βηματισμού ομάδας ανθρώπων στον ίδιο ρυθμό- παραπέμπει σε στρατιωτική δράση, με τον επιθετικό προσδιορισμό «πνευματικό» αποσαφηνίζει την πρόθεση του ποιητή να συνθέσει ένα κάλεσμα για συλλογική πνευματική δράση, προκειμένου οι πολίτες να βρουν την κατάλληλη καθοδήγηση και στήριξη.

Ομπρός∙ βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα∙
ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!

Το κάλεσμα του ποιητή, που δίνεται με έντονα παραινετικό τρόπο, έχει ως πρώτο σημείο αναφοράς τον ήλιο, ο οποίος λαμβάνει εδώ τις διαστάσεις ενός πολυδύναμου συμβόλου. Ο ήλιος έρχεται να αποτελέσει την αντίθεση σε ό,τι συνιστούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή το κυρίαρχο κλίμα στον εμπόλεμο κόσμο∙ αποτελεί το αντίβαρο στο σκοτάδι της βίας, των εκτελέσεων και δολοφονιών, των συγκρούσεων και της πείνας. Ο ήλιος είναι το σύμβολο της πνευματικότητας εκείνης που επιτρέπει στους ανθρώπους να κατανοήσουν τη ματαιότητα των βιαιοτήτων και να βρουν έναν πιο ουσιαστικό προσανατολισμό στη ζωή τους. Ο ήλιος είναι το σύμβολο της ειρήνης, μα και της διάθεσης για ένα νέο ξεκίνημα, σε βάσεις, βέβαια, ηθικότερες και αγνότερες.
Ο ποιητής, λοιπόν, καλεί τους ανθρώπους γύρω του, και ιδίως τους ανθρώπους του πνεύματος, να βοηθήσουν ώστε ο ήλιος, το σύμβολο της ειρήνης και της αναγεννητικής διάθεσης, να σηκωθεί πάνω από την Ελλάδα, αλλά και πάνω απ’ όλο τον κόσμο, μιας και στον πόλεμο που μόλις τελείωσε είχαν εμπλακεί πάρα πολλές χώρες. Το ενδιαφέρον του ποιητή στρέφεται, εύλογα, πρωτίστως στην Ελλάδα και στους Έλληνες, που γνώρισαν ανείπωτες απώλειες εξαιτίας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Εντούτοις, ο ποιητής δε λησμονεί πως το πνεύμα της ειρήνευσης, αλλά και η ριζική αλλαγή στον τρόπο θέασης των πραγμάτων αφορούν κι όλες τις υπόλοιπες χώρες, αφού ο πόλεμος αυτός είχε γεμίσει μίσος, διάθεση φονικού ανταγωνισμού, μα και πλήθος τραυμάτων, το σύνολο των ανθρώπων.
Η αλλαγή που πρέπει να προκύψει στον τρόπο που σκέφτονται και δρουν οι άνθρωποι αφορά όλους τους συμμετέχοντες στον πόλεμο είτε ανήκαν στην πλευρά των επιτιθέμενων είτε στην πλευρά των αμυνόμενων.
Ο ποιητής επιλέγει να χρησιμοποιήσει τον πιο λαϊκό τύπο του επιρρήματος «εμπρός» (ομπρός), μιας και οι άνθρωποι στους οποίους κυρίως απευθύνεται είναι απλοί πολίτες, που έχουν και την πραγματική δύναμη να αλλάξουν με την εργατικότητά τους το κλίμα στην Ελλάδα και να επιτύχουν την ανοικοδόμησή της.
Αξιοπρόσεχτη είναι και η χρήση του α΄ προσώπου (α΄ πληθυντικό), που αποσκοπεί στο να μεταδώσει την αίσθηση πως αυτή η προσπάθεια είναι συλλογική και τους αφορά όλους, όπως και τον ίδιο τον ποιητή που είναι μέλος κι αυτός της ελληνικής κοινωνίας. Ενώ, με το β΄ πληθυντικό πρόσωπο της προστακτικής, εκφράζεται το έντονα προτρεπτικό ύφος του εμβατηρίου.  

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 21 Μαρτίου 2021 Ημέρα Ποίησης. Η επιλογή έγινε από την Τερψιχόρη.

 «Το άγαλμα και ο τεχνίτης»

Σαν έκλεινε το μουσείο

αργά τη νύχτα η Δηιδάμεια
κατέβαινε από το αέτωμα.
Κουρασμένη από τους τουρίστες
έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά
ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη
χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της.
Η ομορφιά της ήταν για πάντα
σταματημένη μες στο χρόνο.

Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί
σε κάποια σκοτεινή γωνιά να την παραμονεύει.
Ερχόταν πίσω της αθόρυβα
της άρπαζε τη μέση και το στήθος
και μαγκώνοντας τα λαγόνια της
με το ένα του πόδι
έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα
στο πλάι του εξαίσιου μηρού της.

Καθόλου δεν την ξάφνιαζε
κάθε φορά που της ριχνόταν.
Άλλωστε το περίμενε, το είχε συνηθίσει πια.
Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας
με τον αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του
και καθώς χανόταν όλη
μες στην αρπάγη του κορμιού του
τον ένιωθε να μεταμορφώνεται
σιγά σιγά σε κένταυρο.

Τώρα η αλογίσια οπλή του
την πόναγε κάπου εκεί
γλυκά στο κόκαλο
και τον ονειρευότανε παραδομένη
ανάμεσα στο φόβο της και τη λαγνεία του
να τη λαξεύει ακόμη.

Στο ποίημα επιχειρούνται δύο υπερβάσεις: Με την πρώτη η Δηιδάμεια επαναφέρεται στη ζωή και αποχτάει ανθρώπινη υπόσταση, γίνεται πρόσωπο καθημερινό. Με τη δεύτερη αισθάνεται τον εαυτό της όχι μόνο ως αντικείμενο του πόθου του Κένταυρου (σύμφωνα με το σύμπλεγμα), αλλά του ίδιου του τεχνίτη (σύμφωνα με το ποίημα). Όπως θα διαπιστώσατε η ποιητική διεργασία ακολουθεί την εξής διαδρομή: πίσω από τα σημαινόμενα του συμπλέγματος (ερωτική επιθυμία του Κένταυρου για τη Διηδάμεια) βλέπει τον τεχνίτη, που βαθμιαία ταυτίζεται με τον Κένταυρο. Πρόκειται για μια ταύτιση που η αφετηρία της δεν είναι μόνο ψυχολογική αλλά και αισθητική: ο καλλιτέχνης, για να είναι αποτελεσματικός, πρέπει να ταυτίζεται, να μπαίνει όπως λέμε στο πετσί των προσώπων που ιστορεί ή πλάθει.
Το άγαλμα: Πρόκειται για λεπτομέρεια του δυτικού αετώματος του ναού του Διός στην Ολυμπία, που εκτίθεται στο εκεί αρχαιολογικό Μουσείο. Το αέτωμα αυτό παριστάνει τη μάχη μεταξύ Λαπιθών και Κενταύρων. Σύμφωνα με τη μυθολογία οι Λαπίθες ήταν λαός της Θεσσαλίας που κατοικούσε κοντά στο Πήλιο. Οι Κένταυροι ήταν τερατόμορφα όντα με σώμα ανθρώπου ως τη μέση και αλόγου κάτω από τη μέση. Όταν, λέει ο μύθος, παντρευόταν ο βασιλιάς των Λαπιθών Πειρίθους με τη νύμφη Δηιδάμεια, κάλεσε στο γάμο του το Θησέα, καθώς και τους γείτονές του Κενταύρους. Στο γαμήλιο συμπόσιο ο βασιλιάς των Κενταύρων Ευρυπίων μέθυσε και επιτέθηκε ερωτικά κατά της Δηιδάμειας. Ακολούθησε μάχη και οι Λαπίθες καταδίωξαν τους Κενταύρους. Η λεπτομέρεια στην οποία αναφέρεται το ποίημα παριστάνει τον Κένταυρο Ευρυπίωνα να αγκαλιάζει βίαια τη νύμφη Δηιδάμεια. Ολη η παράσταση της μάχης θεωρείται ότι εκφράζει την πάλη του πνεύματος με τα ζωώδη πάθη.
Ο τεχνίτης: Ο γλύπτης του αετώματος. Είναι άγνωστος, ανήκει πάντως στα μέσα του 5ου αι. π.Χ.

Τα αντικλείδια

Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.

Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.

ð Πολλές είναι οι απόπειρες των ποιητών να ορίσουν την ποίηση:
Η ποίηση είναι ανάπτυξη ενός επιφωνήματος (Βαλερύ).
Η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου (Εμπειρίκος).
Η ποίησις είναι το καταφύγιο που φθονούμε (Καρυωτάκης).
ð Να προσεχθεί πως ενώ το κλειδί είναι ένα, τα αντικλείδια είναι πολλά.
Σχόλιο
Το ποίημα είναι ένας μύθος για την ποίηση και αφηγείται μία επαναλαμβανόμενη ανά τους αιώνες απόπειρα να παραβιασθεί η ανοιχτή της πόρτα. Το πρόσωπο που αφηγείται έχει καθολική εποπτεία στον χώρο που είναι ο κόσμος και στον χρόνο που είναι από τότε που υπάρχει ο κόσμος. Αξίζει να προσεχθεί ότι το ποίημα τελειώνει όπως άρχισε (κύκλος) και γίνεται έτσι το ίδιο φορέας της εμπειρίας που περιγράφει.
ΠΗΓΗ: https://latistor.blogspot.co